ΕΥ. οὐ δεινὸν οὖν δῆτ᾽ ἐστὶν ἡμᾶς δεομένους
ἐς κόρακας ἐλθεῖν καὶ παρεσκευασμένους
ἔπειτα μὴ ᾽ξευρεῖν δύνασθαι τὴν ὁδόν;
30 ἡμεῖς γάρ, ὦνδρες οἱ παρόντες ἐν λόγῳ,
νόσον νοσοῦμεν τὴν ἐναντίαν Σάκᾳ·
ὁ μὲν γὰρ ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται,
ἡμεῖς δὲ φυλῇ καὶ γένει τιμώμενοι,
ἀστοὶ μετ᾽ ἀστῶν, οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς
35 ἀνεπτόμεθ᾽ ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν,
αὐτὴν μὲν οὐ μισοῦντ᾽ ἐκείνην τὴν πόλιν
τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι φύσει κεὐδαίμονα
καὶ πᾶσι κοινὴν ἐναποτεῖσαι χρήματα.
οἱ μὲν γὰρ οὖν τέττιγες ἕνα μῆν᾽ ἢ δύο
40 ἐπὶ τῶν κραδῶν ᾄδουσ᾽, Ἀθηναῖοι δ᾽ ἀεὶ
ἐπὶ τῶν δικῶν ᾄδουσι πάντα τὸν βίον.
διὰ ταῦτα τόνδε τὸν βάδον βαδίζομεν,
κανοῦν δ᾽ ἔχοντε καὶ χύτραν καὶ μυρρίνας
πλανώμεθα ζητοῦντε τόπον ἀπράγμονα,
45 ὅποι καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ᾽ ἄν.
ὁ δὲ στόλος νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα,
τὸν ἔποπα, παρ᾽ ἐκείνου πυθέσθαι δεομένω,
εἴ που τοιαύτην εἶδε πόλιν ᾗ ᾽πέπτετο.
ΠΙ. οὗτος. ΕΥ. τί ἐστιν; ΠΙ. ἡ κορώνη μοι πάλαι
50 ἄνω τι φράζει. ΕΥ. χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ
ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνύς τί μοι,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἔστιν ἐνταῦθ᾽ ὄρνεα.
εἰσόμεθα δ᾽ αὐτίκ᾽, ἢν ποήσωμεν ψόφον.
***
ΕΥΕ. Φοβερό, να γυρεύουμε να πάμε
στον κόρακα, πανέτοιμοι, και δρόμο
να μη μπορούμε κατά κει να βρούμε.
30 Το αντίθετο απ᾽ το Σάκα εμείς το Σκύθη,
θεατές, έχουμε πάθει· αυτός ζητάει
πολίτη να τον γράψουν με το ζόρι,
κι εμείς, που γεννηθήκαμε Αθηναίοι,
δημότες γνήσιοι, δίχως να μας διώχνουν,
φύσημα απ᾽ την πατρίδα έχουμε πάρει·
δεν τη μισούμε· είναι μεγάλη πόλη
κι ευτυχισμένη· αν πρόστιμο σου βάλουν,
έχει ανοιχτά ταμεία για να πληρώσεις.
Τα τζιτζίκια, στα ξώκλαδα, λαλούνε
40 ένα δυο μήνες· οι Αθηναίοι λαλούνε
όλη τους τη ζωή στα δικαστήρια.
Και πήραμε γι᾽ αυτό των ομματιών μας·
μυρτιές κρατώντας, κάνιστρο και χύτρα,
όπως αυτοί που πόλεις παν να ιδρύσουν,
γυρίζουμε, τόπο ήσυχο ζητώντας,
να ζήσουμε, αφού στήσουμε κονάκι.
Πηγαίνουμε να βρούμε τον Τηρέα
τον τσαλαπετεινό· απ᾽ αυτόν ποθούμε
να μάθουμε αν τον φέραν τα φτερά του
σε τέτοιον τόπο, αν είδε τέτοια πόλη.
ΠΙΣ. Για άκου. ΕΥΕ. Τί τρέχει; ΠΙΣ. Μου ᾽γνεψε η κουρούνα
50 να δω ψηλά. ΕΥΕ. Κι η καλιακούδα ανοίγει
το στόμα της, σαν κάτι να μου δείχνει·
θα ᾽ναι πουλιά εδώ πέρα, δίχως άλλο.
Με λίγο κρότο, θα το δούμε αμέσως.
ἐς κόρακας ἐλθεῖν καὶ παρεσκευασμένους
ἔπειτα μὴ ᾽ξευρεῖν δύνασθαι τὴν ὁδόν;
30 ἡμεῖς γάρ, ὦνδρες οἱ παρόντες ἐν λόγῳ,
νόσον νοσοῦμεν τὴν ἐναντίαν Σάκᾳ·
ὁ μὲν γὰρ ὢν οὐκ ἀστὸς εἰσβιάζεται,
ἡμεῖς δὲ φυλῇ καὶ γένει τιμώμενοι,
ἀστοὶ μετ᾽ ἀστῶν, οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς
35 ἀνεπτόμεθ᾽ ἐκ τῆς πατρίδος ἀμφοῖν τοῖν ποδοῖν,
αὐτὴν μὲν οὐ μισοῦντ᾽ ἐκείνην τὴν πόλιν
τὸ μὴ οὐ μεγάλην εἶναι φύσει κεὐδαίμονα
καὶ πᾶσι κοινὴν ἐναποτεῖσαι χρήματα.
οἱ μὲν γὰρ οὖν τέττιγες ἕνα μῆν᾽ ἢ δύο
40 ἐπὶ τῶν κραδῶν ᾄδουσ᾽, Ἀθηναῖοι δ᾽ ἀεὶ
ἐπὶ τῶν δικῶν ᾄδουσι πάντα τὸν βίον.
διὰ ταῦτα τόνδε τὸν βάδον βαδίζομεν,
κανοῦν δ᾽ ἔχοντε καὶ χύτραν καὶ μυρρίνας
πλανώμεθα ζητοῦντε τόπον ἀπράγμονα,
45 ὅποι καθιδρυθέντε διαγενοίμεθ᾽ ἄν.
ὁ δὲ στόλος νῷν ἐστι παρὰ τὸν Τηρέα,
τὸν ἔποπα, παρ᾽ ἐκείνου πυθέσθαι δεομένω,
εἴ που τοιαύτην εἶδε πόλιν ᾗ ᾽πέπτετο.
ΠΙ. οὗτος. ΕΥ. τί ἐστιν; ΠΙ. ἡ κορώνη μοι πάλαι
50 ἄνω τι φράζει. ΕΥ. χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ
ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνύς τί μοι,
κοὐκ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἔστιν ἐνταῦθ᾽ ὄρνεα.
εἰσόμεθα δ᾽ αὐτίκ᾽, ἢν ποήσωμεν ψόφον.
***
ΕΥΕ. Φοβερό, να γυρεύουμε να πάμε
στον κόρακα, πανέτοιμοι, και δρόμο
να μη μπορούμε κατά κει να βρούμε.
30 Το αντίθετο απ᾽ το Σάκα εμείς το Σκύθη,
θεατές, έχουμε πάθει· αυτός ζητάει
πολίτη να τον γράψουν με το ζόρι,
κι εμείς, που γεννηθήκαμε Αθηναίοι,
δημότες γνήσιοι, δίχως να μας διώχνουν,
φύσημα απ᾽ την πατρίδα έχουμε πάρει·
δεν τη μισούμε· είναι μεγάλη πόλη
κι ευτυχισμένη· αν πρόστιμο σου βάλουν,
έχει ανοιχτά ταμεία για να πληρώσεις.
Τα τζιτζίκια, στα ξώκλαδα, λαλούνε
40 ένα δυο μήνες· οι Αθηναίοι λαλούνε
όλη τους τη ζωή στα δικαστήρια.
Και πήραμε γι᾽ αυτό των ομματιών μας·
μυρτιές κρατώντας, κάνιστρο και χύτρα,
όπως αυτοί που πόλεις παν να ιδρύσουν,
γυρίζουμε, τόπο ήσυχο ζητώντας,
να ζήσουμε, αφού στήσουμε κονάκι.
Πηγαίνουμε να βρούμε τον Τηρέα
τον τσαλαπετεινό· απ᾽ αυτόν ποθούμε
να μάθουμε αν τον φέραν τα φτερά του
σε τέτοιον τόπο, αν είδε τέτοια πόλη.
ΠΙΣ. Για άκου. ΕΥΕ. Τί τρέχει; ΠΙΣ. Μου ᾽γνεψε η κουρούνα
50 να δω ψηλά. ΕΥΕ. Κι η καλιακούδα ανοίγει
το στόμα της, σαν κάτι να μου δείχνει·
θα ᾽ναι πουλιά εδώ πέρα, δίχως άλλο.
Με λίγο κρότο, θα το δούμε αμέσως.