Ένα πεδίο έρευνας που διερευνά τις ηθικές συνέπειες,και αξιολογεί τις κοινωνικές επιπτώσεις από την ανάπτυξη των νευροεπιστημών και κυρίως της νευροτεχνολογίας.
Πλήθος ιατρικών δημογραφικών μελετών προβλέπουν ότι στο άμεσο μέλλον (τις δύο επόμενες δεκαετίες) θα υπάρξει μια ραγδαία αύξηση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως είναι η νόσος Πάρκινσον ή η νόσος Αλτσχάιμερ, οι οποίες σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Προβλέπεται επίσης η εμφάνιση νέων επιδημικών φαινομένων κατάθλιψης ή διαταραχών της προσοχής ακόμη και σε άτομα νεαρής ηλικίας.
Δεδομένου ότι ο μέσος όρος ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης έχει αυξηθεί σημαντικά, διατυπώνεται η εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη ότι μέχρι το 2030 περίπου το 50% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών θα υποφέρει από κάποια νευρολογική ασθένεια!
Τα προβλήματα που θα ανακύψουν από αυτή την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, θα είναι ασφαλώς μεγάλα και δυσεπίλυτα. Μέχρι σήμερα τέτοια προβλήματα αντιμετωπίζονταν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, από το Κράτος Πρόνοιας που διέθετε η κάθε χώρα. Και η πολιτική των χωρών της Ε.Ε., καθώς και η απόφασή της για άμεση παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης των πολιτών της, σχετίζεται στενά με αυτές τις προβλέψεις.
Μια άλλη διάσταση του προβλήματος είναι ότι ο εγκέφαλος δεν βγαίνει ποτέ στη σύνταξη.
Συνεπώς, η διαχείριση της ψυχοφυσικής υγείας των ηλικιωμένων, έτσι ώστε η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής τους να συνεπάγεται όχι απλώς μια παράταση ζωής αλλά και μια ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, αποτελεί σήμερα ένα μείζον κοινωνικό και επιστημονικό ζήτημα. Και ήδη υπάρχουν επιστημονικοί τρόποι για να βελτιώσουμε, ως άτομα και ως κοινωνία, την ποιότητα ζωής των υπερηλίκων.
Μολονότι για πολλές από αυτές τις ασθένειες δεν υπάρχει ακόμα πραγματική θεραπεία, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ήδη εφικτή, μέσω της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, η επιβράδυνση ή η καταστολή της εκδήλωσης των συμπτωμάτων τους. Ενώ σε πρώιμο πειραματικό στάδιο βρίσκονται νέες και πολλά υποσχόμενες θεραπευτικές μέθοδοι. Για παράδειγμα η «βαθιά εγκεφαλική διέγερση», δηλαδή η εμφύτευση μικροηλεκτροδίων στις πληγείσες περιοχές του εγκεφάλου με την ελπίδα να επιτευχθεί η μερική αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας, καθώς και η περίφημη «μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων» τα οποία, θεωρητικά, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους εκφυλισμένους ή κατεστραμμένους νευρικούς ιστούς.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των νευροεπιστημών τα τελευταία χρόνια, ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων μας και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει γίνει όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν αυτή τη γνώση.
Πράγματι, ήδη οι ειδικοί είναι σε θέση να εντοπίζουν και να αναλύουν με νευροβιολογικούς όρους τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν π.χ. ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Η συντελούμενη στις μέρες μας «νευροεπιστημονική επανάσταση» έχει μια βαθύτατη ηθικο-πολιτική διάσταση και γεννά εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες:
1) Είναι θεμιτός, και σε ποιες περιπτώσεις, ο έλεγχος ή και η βελτίωση με νευροτεχνολογικά μέσα των νοητικών μας ικανοτήτων; Και αν μπορούμε να γνωρίζουμε τις ψυχονοητικές ικανότητές μας, θα πρέπει να επιτρέπεται η καταγραφή τους σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία και η χρήση τους για την αξιολόγησή μας;
2) Αραγε, τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά μας και η προσωπικότητά μας εξαντλούνται από την πλήρη επιστημονική περιγραφή του εγκεφάλου μας;
3) Αν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς νευροεπιστήμονες, η προσωπική μας ταυτότητα ή, αν προτιμάτε, η «ψυχή» μας ταυτίζεται με τον εγκέφαλό μας, τότε τι νόημα μπορεί να έχει η περιβόητη «ελευθερία βουλήσεως» σε μια κοινωνία όπου οι ειδικοί (και όχι μόνο!) θα μπορούν να «διαβάζουν» τις σκέψεις μας πριν ακόμα τις κάνουμε;
Τέτοια ζητήματα αποτελούν το αντικείμενο έρευνας της «Νευροηθικής», ενός νεοσύστατου τομέα της Βιοηθικής που επιχειρεί να κατανοήσει τις συνέπειες που έχει για την κοινωνία και το άτομο η εκρηκτική ανάπτυξη της νευροεπιστήμης και των εφαρμογών της (νευροτεχνολογία).
Ο νεολογισμός «Νευροηθική» υποδηλώνει δύο συμπληρωματικά αλλά, για την ώρα, εντελώς ασύνδετα αντικείμενα έρευνας: αφενός την «ηθική των νευροεπιστημών», δηλαδή την ηθική αξιολόγηση των επιτευγμάτων και κυρίως των εφαρμογών της νευροεπιστήμης. Και αφετέρου τη «νευροεπιστήμη της ηθικής», δηλαδή την κατανόηση των εγκεφαλικών προϋποθέσεων και των νευροβιολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις ηθικές μας κρίσεις
και γενικότερα την ηθική μας συμπεριφορά!
Μαρία Ιωσηφίδου
Πλήθος ιατρικών δημογραφικών μελετών προβλέπουν ότι στο άμεσο μέλλον (τις δύο επόμενες δεκαετίες) θα υπάρξει μια ραγδαία αύξηση των νευροεκφυλιστικών παθήσεων, όπως είναι η νόσος Πάρκινσον ή η νόσος Αλτσχάιμερ, οι οποίες σχετίζονται με τη γήρανση του πληθυσμού.
Προβλέπεται επίσης η εμφάνιση νέων επιδημικών φαινομένων κατάθλιψης ή διαταραχών της προσοχής ακόμη και σε άτομα νεαρής ηλικίας.
Δεδομένου ότι ο μέσος όρος ζωής στις ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης έχει αυξηθεί σημαντικά, διατυπώνεται η εξαιρετικά δυσοίωνη πρόβλεψη ότι μέχρι το 2030 περίπου το 50% του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών θα υποφέρει από κάποια νευρολογική ασθένεια!
Τα προβλήματα που θα ανακύψουν από αυτή την αύξηση του μέσου όρου ζωής των ανθρώπων, τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, θα είναι ασφαλώς μεγάλα και δυσεπίλυτα. Μέχρι σήμερα τέτοια προβλήματα αντιμετωπίζονταν, λιγότερο ή περισσότερο επιτυχώς, από το Κράτος Πρόνοιας που διέθετε η κάθε χώρα. Και η πολιτική των χωρών της Ε.Ε., καθώς και η απόφασή της για άμεση παράταση του χρόνου συνταξιοδότησης των πολιτών της, σχετίζεται στενά με αυτές τις προβλέψεις.
Μια άλλη διάσταση του προβλήματος είναι ότι ο εγκέφαλος δεν βγαίνει ποτέ στη σύνταξη.
Συνεπώς, η διαχείριση της ψυχοφυσικής υγείας των ηλικιωμένων, έτσι ώστε η αύξηση του προσδόκιμου της ζωής τους να συνεπάγεται όχι απλώς μια παράταση ζωής αλλά και μια ζωή άξια να τη ζήσει κανείς, αποτελεί σήμερα ένα μείζον κοινωνικό και επιστημονικό ζήτημα. Και ήδη υπάρχουν επιστημονικοί τρόποι για να βελτιώσουμε, ως άτομα και ως κοινωνία, την ποιότητα ζωής των υπερηλίκων.
Μολονότι για πολλές από αυτές τις ασθένειες δεν υπάρχει ακόμα πραγματική θεραπεία, σε αρκετές περιπτώσεις είναι ήδη εφικτή, μέσω της κατάλληλης φαρμακευτικής αγωγής, η επιβράδυνση ή η καταστολή της εκδήλωσης των συμπτωμάτων τους. Ενώ σε πρώιμο πειραματικό στάδιο βρίσκονται νέες και πολλά υποσχόμενες θεραπευτικές μέθοδοι. Για παράδειγμα η «βαθιά εγκεφαλική διέγερση», δηλαδή η εμφύτευση μικροηλεκτροδίων στις πληγείσες περιοχές του εγκεφάλου με την ελπίδα να επιτευχθεί η μερική αποκατάσταση της φυσιολογικής λειτουργίας, καθώς και η περίφημη «μεταμόσχευση βλαστικών κυττάρων» τα οποία, θεωρητικά, θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν τους εκφυλισμένους ή κατεστραμμένους νευρικούς ιστούς.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να διαπιστώσει ότι χάρη στην εντυπωσιακή πρόοδο των νευροεπιστημών τα τελευταία χρόνια, ο εγκέφαλός μας, έδρα των ανομολόγητων συναισθημάτων μας και των πιο μύχιων σκέψεών μας, έχει γίνει όχι μόνο διαφανής στην επιστημονική γνώση αλλά και δυνητικά χειραγωγήσιμος από όποιους κατέχουν αυτή τη γνώση.
Πράγματι, ήδη οι ειδικοί είναι σε θέση να εντοπίζουν και να αναλύουν με νευροβιολογικούς όρους τις εγκεφαλικές δομές που ενεργοποιούνται όταν π.χ. ερωτευόμαστε, όταν μαθαίνουμε ή απομνημονεύουμε κάτι, όταν λέμε ψέματα, όταν κοιτάζουμε ένα έργο τέχνης ή το αγαπημένο μας πρόσωπο.
Η συντελούμενη στις μέρες μας «νευροεπιστημονική επανάσταση» έχει μια βαθύτατη ηθικο-πολιτική διάσταση και γεννά εύλογα ερωτήματα και ανησυχίες:
1) Είναι θεμιτός, και σε ποιες περιπτώσεις, ο έλεγχος ή και η βελτίωση με νευροτεχνολογικά μέσα των νοητικών μας ικανοτήτων; Και αν μπορούμε να γνωρίζουμε τις ψυχονοητικές ικανότητές μας, θα πρέπει να επιτρέπεται η καταγραφή τους σε δημόσια και ιδιωτικά αρχεία και η χρήση τους για την αξιολόγησή μας;
2) Αραγε, τα υποκειμενικά χαρακτηριστικά μας και η προσωπικότητά μας εξαντλούνται από την πλήρη επιστημονική περιγραφή του εγκεφάλου μας;
3) Αν, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι επιφανείς νευροεπιστήμονες, η προσωπική μας ταυτότητα ή, αν προτιμάτε, η «ψυχή» μας ταυτίζεται με τον εγκέφαλό μας, τότε τι νόημα μπορεί να έχει η περιβόητη «ελευθερία βουλήσεως» σε μια κοινωνία όπου οι ειδικοί (και όχι μόνο!) θα μπορούν να «διαβάζουν» τις σκέψεις μας πριν ακόμα τις κάνουμε;
Τέτοια ζητήματα αποτελούν το αντικείμενο έρευνας της «Νευροηθικής», ενός νεοσύστατου τομέα της Βιοηθικής που επιχειρεί να κατανοήσει τις συνέπειες που έχει για την κοινωνία και το άτομο η εκρηκτική ανάπτυξη της νευροεπιστήμης και των εφαρμογών της (νευροτεχνολογία).
Ο νεολογισμός «Νευροηθική» υποδηλώνει δύο συμπληρωματικά αλλά, για την ώρα, εντελώς ασύνδετα αντικείμενα έρευνας: αφενός την «ηθική των νευροεπιστημών», δηλαδή την ηθική αξιολόγηση των επιτευγμάτων και κυρίως των εφαρμογών της νευροεπιστήμης. Και αφετέρου τη «νευροεπιστήμη της ηθικής», δηλαδή την κατανόηση των εγκεφαλικών προϋποθέσεων και των νευροβιολογικών παραγόντων που επηρεάζουν τις ηθικές μας κρίσεις
και γενικότερα την ηθική μας συμπεριφορά!
Μαρία Ιωσηφίδου