εἶτ᾽ οὐ μακάριος ἦν ὁ Περσεὺς κατὰ δύο
τρόπους ἐκεῖνος, ὅτι πετηνὸς ἐγένετο
155 κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί,
εἶθ᾽ ὅτι τοιοῦτο κτῆμ᾽ ἐκέκτηθ᾽ ᾧ λίθους
ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας; ὅπερ ἐμοὶ
νυνὶ γένοιτ᾽· οὐδὲν γὰρ ἀφθονώτερον
λιθίνων γένοιτ᾽ ‹ἂν› ἀνδριάντων πανταχοῦ.
160 νῦν δ᾽ οὐ βιωτόν ἐστι, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν.
λαλοῦσ᾽ ἐπεμβαίνοντες εἰς τὸ χωρίον
ἤδη· παρ᾽ αὐτὴν τὴν ὁδὸν γάρ, νὴ Δία,
εἴωθα διατρίβειν· ὃς οὐδ᾽ ἐργάζομαι
τοῦτο τὸ μέρος ‹τοῦ› χωρίου, πέφευγα δὲ
165 διὰ τοὺς παριόντας. ἀλλ᾽ ἐπὶ τοὺς λόφους ἄνω
ἤδη διώκουσ᾽. ὢ πολυπληθείας ὄχλου.
οἴμοι, πάλιν τις οὑτοσὶ πρὸς ταῖς θύραις
ἕστηκεν ἡμῶν. ΣΩ. ἆρα τυπτήσει γέ με;
ΚΝ. ἐρημίας οὐκ ἔστιν οὐδαμοῦ τυχεῖν,
170 οὐδ᾽ ἂν ἀπάγξασθαί τις ἐπιθυμῶν τύχῃ.
ΣΩ. ἐμοὶ χαλεπαίνει; περιμένω, πάτερ, τινὰ
ἐνταῦθα· συνεθέμην γάρ. (ΚΝ.) οὐκ ἐγὼ ᾽λεγον;
τουτὶ στοὰν νενομίκατ᾽ ἢ τὸ τοῦ Λεώ;
πρὸς τὰς ἐμὰς θύρας, ἐὰν ἰδεῖν τινα
175 βούλησθε, συντάττεσθ᾽ ἀπαντᾶν· παντελῶς,
καὶ θῶκον οἰκοδομήσατ᾽, ἂν ἔχητε νοῦν,
μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον. ὢ τάλας ἐγώ,
ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ.
ΣΩ. οὐ τοῦ τυχόντος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, πόνου
180 τουτὶ τὸ πρᾶγμά ‹γ᾽› ἀλλὰ συντονωτέρου.
πρόδηλόν ἐστιν. ἆρ᾽ ἐγὼ πορεύσομαι
ἐπὶ τὸν Γέταν τὸν τοῦ πατρός; νὴ τοὺς θεοὺς
ἔγωγ᾽· ἔχει ‹τι› διάπυρον καὶ πραγμάτων
ἔμπειρός ἐστιν παντοδαπῶν· τὸ δύσκολον
185 τὸ τοῦδ᾽ ἐκεῖνος ‹πᾶν› ἀπώσετ᾽, οἶδ᾽ ἐγώ.
τὸ μὲν χρόνον γὰρ ἐμποεῖν τῷ πράγματι
ἀποδοκιμάζω. πόλλ᾽ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ
γένοιτ᾽ ἄν. ἀλλὰ τὴν θύραν πέπληχέ τις.
τρόπους ἐκεῖνος, ὅτι πετηνὸς ἐγένετο
155 κοὐδενὶ συνήντα τῶν βαδιζόντων χαμαί,
εἶθ᾽ ὅτι τοιοῦτο κτῆμ᾽ ἐκέκτηθ᾽ ᾧ λίθους
ἅπαντας ἐπόει τοὺς ἐνοχλοῦντας; ὅπερ ἐμοὶ
νυνὶ γένοιτ᾽· οὐδὲν γὰρ ἀφθονώτερον
λιθίνων γένοιτ᾽ ‹ἂν› ἀνδριάντων πανταχοῦ.
160 νῦν δ᾽ οὐ βιωτόν ἐστι, μὰ τὸν Ἀσκληπιόν.
λαλοῦσ᾽ ἐπεμβαίνοντες εἰς τὸ χωρίον
ἤδη· παρ᾽ αὐτὴν τὴν ὁδὸν γάρ, νὴ Δία,
εἴωθα διατρίβειν· ὃς οὐδ᾽ ἐργάζομαι
τοῦτο τὸ μέρος ‹τοῦ› χωρίου, πέφευγα δὲ
165 διὰ τοὺς παριόντας. ἀλλ᾽ ἐπὶ τοὺς λόφους ἄνω
ἤδη διώκουσ᾽. ὢ πολυπληθείας ὄχλου.
οἴμοι, πάλιν τις οὑτοσὶ πρὸς ταῖς θύραις
ἕστηκεν ἡμῶν. ΣΩ. ἆρα τυπτήσει γέ με;
ΚΝ. ἐρημίας οὐκ ἔστιν οὐδαμοῦ τυχεῖν,
170 οὐδ᾽ ἂν ἀπάγξασθαί τις ἐπιθυμῶν τύχῃ.
ΣΩ. ἐμοὶ χαλεπαίνει; περιμένω, πάτερ, τινὰ
ἐνταῦθα· συνεθέμην γάρ. (ΚΝ.) οὐκ ἐγὼ ᾽λεγον;
τουτὶ στοὰν νενομίκατ᾽ ἢ τὸ τοῦ Λεώ;
πρὸς τὰς ἐμὰς θύρας, ἐὰν ἰδεῖν τινα
175 βούλησθε, συντάττεσθ᾽ ἀπαντᾶν· παντελῶς,
καὶ θῶκον οἰκοδομήσατ᾽, ἂν ἔχητε νοῦν,
μᾶλλον δὲ καὶ συνέδριον. ὢ τάλας ἐγώ,
ἐπηρεασμὸς τὸ κακὸν εἶναί μοι δοκεῖ.
ΣΩ. οὐ τοῦ τυχόντος, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, πόνου
180 τουτὶ τὸ πρᾶγμά ‹γ᾽› ἀλλὰ συντονωτέρου.
πρόδηλόν ἐστιν. ἆρ᾽ ἐγὼ πορεύσομαι
ἐπὶ τὸν Γέταν τὸν τοῦ πατρός; νὴ τοὺς θεοὺς
ἔγωγ᾽· ἔχει ‹τι› διάπυρον καὶ πραγμάτων
ἔμπειρός ἐστιν παντοδαπῶν· τὸ δύσκολον
185 τὸ τοῦδ᾽ ἐκεῖνος ‹πᾶν› ἀπώσετ᾽, οἶδ᾽ ἐγώ.
τὸ μὲν χρόνον γὰρ ἐμποεῖν τῷ πράγματι
ἀποδοκιμάζω. πόλλ᾽ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ
γένοιτ᾽ ἄν. ἀλλὰ τὴν θύραν πέπληχέ τις.
***
ΚΝΗΜΩΝΑΣΜακάριος ήταν ο ήρωας ο Περσέας·
δυο χάρες είχε· πρώτα είχε φτερούγες,
κι ένας πεζός μπροστά του δε βρισκόταν·
ένα εργαλείο κατόπιν, που όλους, μα όλους
που στο ρουθούνι του ᾽μπαιναν, αμέσως
τους έκανε λιθάρια. Βρε και να ᾽χα
τέτοιο αγαθό κι εγώ! Αφθονότερο άλλο
πράμα δε θα ᾽χε ο κόσμος από πέτρες
με ανθρώπινη μορφή. Ανυπόφορη είναι,
160 μά τον Ασκληπιό, η ζωή αυτή τώρα.
Το χτήμα σού πατούνε… σου μιλούνε…
Και μήπως συνηθίζω εκεί στην άκρη
να κάθομαι του δρόμου; Μωρέ αφήνω
του χωραφιού μου αυτό το μέρος χέρσο,
για να μη βλέπω τους διαβάτες. Κι όμως
με κυνηγούν και πάνω εκεί στους λόφους.
Τί χλαλοή, τί κόσμος! Συφορά μου!
Παρατηρεί το Σώστρατο.
Ποιός είναι πάλι αυτός μπρος στη δικιά μου
την πόρτα;
Πηγαίνει κατ᾽ αυτόν απειλητικός.
ΣΩΣ. (μέσα του) Τί θα κάμει; Θα με δείρει;
ΚΝΗ. Δε βρίσκεις θέση απόμερη ούτε αν σου ᾽ρθει
170 πόθος να κρεμαστείς. ΣΩΣ. (μέσα του) Μ᾽ εμένα τα ᾽χει.
Στον Κνήμωνα.
Παππούλη, κάποιον περιμένω εδώ·
έχουμε ορίσει αυτή τη θέση. ΚΝΗ. Ορίστε!
Δεν το ᾽λεγα, Κι αυτή, μωρέ τη θέση
—τί;— για στοά την πήρατε ή για χώρο
δημόσιο; Το λοιπόν, αν σας αρέσει
στην πόρτα μου μπροστά να δείτε κάποιον,
οργανώστε τα πάντα στην εντέλεια
και στήστε βήμα επίσημο ή ακόμα
κι αίθουσα για συνέδριο· έτσι κάνουν
οι μυαλωμένοι ανθρώποι! — Συφορά μου!
Να σκας τον άλλον· νά η αρρώστια που έχουν.
Μπαίνει στο σπίτι του.
ΣΩΣ. (μόνος) Εδώ έχουμε δουλειά που θα στοιχίσει
180 κόπο βαρύ κι ασήκωτο, νομίζω·
δεν είναι παίξε γέλασε· το βλέπω.
Καλύτερα να πάω να βρω το Γέτα,
το δούλο του πατέρα μου, ναι, αλήθεια.
Σπίθα είν᾽ αυτός, έχει μυαλό που κόβει
κι έχει πολλά περάσει στη ζωή του·
εκείνος θα δαμάσει αυτού του γέρου
τη δυστροπία· το ξέρω, το πιστεύω.
Ωστόσο αναβολή στο ζήτημά μου
δε δέχομαι· πολλά μπορούν να γίνουν
και σε μια μέρα. — Κάποιος όμως βγαίνει.