ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Πολλὴ μὲν ἐν βροτοῖσι κοὐκ ἀνώνυμος
θεὰ κέκλημαι Κύπρις οὐρανοῦ τ᾽ ἔσω·
ὅσοι τε Πόντου τερμόνων τ᾽ Ἀτλαντικῶν
ναίουσιν εἴσω, φῶς ὁρῶντες ἡλίου,
5 τοὺς μὲν σέβοντας τἀμὰ πρεσβεύω κράτη,
σφάλλω δ᾽ ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα.
ἔνεστι γὰρ δὴ κἀν θεῶν γένει τόδε·
τιμώμενοι χαίρουσιν ἀνθρώπων ὕπο.
δείξω δὲ μύθων τῶνδ᾽ ἀλήθειαν τάχα.
10 ὁ γάρ με Θησέως παῖς, Ἀμαζόνος τόκος,
Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα,
μόνος πολιτῶν τῆσδε γῆς Τροζηνίας
λέγει κακίστην δαιμόνων πεφυκέναι·
ἀναίνεται δὲ λέκτρα κοὐ ψαύει γάμων,
15 Φοίβου δ᾽ ἀδελφὴν Ἄρτεμιν, Διὸς κόρην,
τιμᾶι, μεγίστην δαιμόνων ἡγούμενος,
χλωρὰν δ᾽ ἀν᾽ ὕλην παρθένωι ξυνὼν ἀεὶ
κυσὶν ταχείαις θῆρας ἐξαιρεῖ χθονός,
μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας.
20 τούτοισι μέν νυν οὐ φθονῶ· τί γάρ με δεῖ;
ἃ δ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἡμάρτηκε τιμωρήσομαι
Ἱππόλυτον ἐν τῆιδ᾽ ἡμέραι· τὰ πολλὰ δὲ
πάλαι προκόψασ᾽, οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ.
ἐλθόντα γάρ νιν Πιτθέως ποτ᾽ ἐκ δόμων
25 σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τέλη μυστηρίων
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ
ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο
ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν.
καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε γῆν Τροζηνίαν,
30 πέτραν παρ᾽ αὐτὴν Παλλάδος, κατόψιον
γῆς τῆσδε, ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο,
ἐρῶσ᾽ ἔρωτ᾽ ἔκδημον, Ἱππολύτωι δ᾽ ἔπι
τὸ λοιπὸν ὀνομάσουσιν ἱδρῦσθαι θεάν.
ἐπεὶ δὲ Θησεὺς Κεκροπίαν λείπει χθόνα
35 μίασμα φεύγων αἵματος Παλλαντιδῶν
καὶ τήνδε σὺν δάμαρτι ναυστολεῖ χθόνα
ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγήν,
ἐνταῦθα δὴ στένουσα κἀκπεπληγμένη
κέντροις ἔρωτος ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυται
40 σιγῆι, ξύνοιδε δ᾽ οὔτις οἰκετῶν νόσον.
ἀλλ᾽ οὔτι ταύτηι τόνδ᾽ ἔρωτα χρὴ πεσεῖν,
δείξω δὲ Θησεῖ πρᾶγμα κἀκφανήσεται.
καὶ τὸν μὲν ἡμῖν πολέμιον νεανίαν
κτενεῖ πατὴρ ἀραῖσιν ἃς ὁ πόντιος
45 ἄναξ Ποσειδῶν ὤπασεν Θησεῖ γέρας,
μηδὲν μάταιον ἐς τρὶς εὔξασθαι θεῶι·
ἡ δ᾽ εὐκλεὴς μὲν ἀλλ᾽ ὅμως ἀπόλλυται
Φαίδρα· τὸ γὰρ τῆσδ᾽ οὐ προτιμήσω κακὸν
τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ
50 δίκην τοσαύτην ὥστε μοι καλῶς ἔχειν.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε παῖδα Θησέως
στείχοντα, θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα,
Ἱππόλυτον, ἔξω τῶνδε βήσομαι τόπων.
πολὺς δ᾽ ἅμ᾽ αὐτῶι προσπόλων ὀπισθόπους
55 κῶμος λέλακεν, Ἄρτεμιν τιμῶν θεὰν
ὕμνοισιν· οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἀνεωιγμένας πύλας
Ἅιδου, φάος δὲ λοίσθιον βλέπων τόδε.
***
(Η σκηνή στην Τροιζήνα, μπροστά στο παλάτι.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Τρανή θεά και κοσμοξακουσμένη
σε γη και σ᾽ ουρανό, εγώ ᾽μαι η Κύπρη.
Κι όσοι ζούνε χαιράμενοι τον ήλιο
ανάμεσα στον Πόντο και στα πέρατα
τ᾽ Ατλαντικού, τη δύναμή μου αν σέβονται,
τους διαφεντεύω. Κι όσοι πάλι κάνουν
πως δε με λογαριάζουν, τους τσακίζω.
Το συνηθάει και των θεών το γένος
να χαίρεται, άμα το τιμούν οι ανθρώποι.
Κι ότι λέω την αλήθεια, τώρα αμέσως
θα τ᾽ αποδείξω. Του Θησέα τ᾽ αγόρι,
10 της Αμαζόνας φύτρο, αναθρεφτός
του αγνού Πιτθέα, ο Ιππόλυτος, μονάχα
ετούτος μέσα σ᾽ όλην την Τροιζήνα,
λέει πως είμαι η κατώτερη θεά
κι αρνιέται ζευγαρώματα και γάμο.
Μα του Φοίβου την αδερφή, την Άρτεμη,
του Δία τη θυγατέρα, την τιμάει
και τη λογιάζει πρώτην και καλύτερη.
Και στα πράσινα δάση την Παρθένα
τη συντροφεύει με τα γρήγορά του
λαγωνικά, αφανίζοντας αγρίμια.
Κι έχει φιλίες μαζί της περισσότερες
απ᾽ ό,τι σε θνητούς είναι δοσμένο.
20 Μα δε ζηλεύω! Δεν υπάρχει λόγος!
Μα για τις προσβολές, που μὄχει κάνει,
σήμερα κιόλας θα τον τιμωρήσω.
Και κόπος δε μου χρειάζεται πολύς,
από καιρόν είν᾽ η δουλειά στρωμένη.
Όταν κάποτες ήρθε απ᾽ την Τροιζήνα
στην Αττικήν ο νιος να παραστεί
στης Ελευσίνας τα ιερά Μυστήρια
και να κατηχηθεί, μόλις τον είδεν
30 η Φαίδρα, του πατέρα του η γυναίκα,
η αρχοντογεννημένη, άναψεν όλη
απ᾽ ακράταγον έρωτα, όπως το ᾽θελα.
Κι όταν φευγάτος από την Αθήνα,
μαζί με τη γυναίκα του, ο Θησέας
άραξ᾽ εδώ να εξαγνιστεί απ᾽ το κρίμα
του φόνου των Παλλαντιδών (να κάνει
ενός χρόνου αυτοθέλητη εξορία),
από τότες η Φαίδρα μαραζώνει
και πληγωμένη απ᾽ τις σαγίτες του έρωτα
βογκάει και δε μιλάει. Κι απ᾽ τους δικούς της
40 κανείς δεν ξέρει τον καημό της. Κι όμως
έτσι δε θα τελειώσει τούτ᾽ η αγάπη.
Θα φανερώσω εγώ το μυστικό
στο Θησέα να το μάθει. Τότ᾽ εκείνος
θα σκοτώσει το γιο του, που μ᾽ οχτρεύεται,
με των ευχών τη δύναμη, που του ᾽δωκε
χάρισμα ο θαλασσόθεος Ποσειδώνας:
αν τρία ζητήσει πράματα, θα γίνουν.
Κι η Φαίδρ᾽, αν σώσει την τιμή της, όμως
θα χαθεί. Κι ο χαμός της δε με νοιάζει.
Δε θα τη λυπηθώ, φτάνει να πάρω
απ᾽ τους οχτρούς μου γδικιωμόν περίσσο,
50 που να χαρεί η ψυχή μου… Νά τον! Βλέπω
τον Ιππόλυτο να ᾽ρχεται απ᾽ το δάσος.
Δούλοι πολλοί ακλουθάνε καταπόδι
τραγουδώντας υμνητικά τραγούδια
για την Άρτεμη. Δεν το ξέρει ο δόλιος,
πως ανοίξαν γι᾽ αυτόν οι πύλες του Άδη
και πως βλέπει στερνή φορά τον ήλιο.
Πολλὴ μὲν ἐν βροτοῖσι κοὐκ ἀνώνυμος
θεὰ κέκλημαι Κύπρις οὐρανοῦ τ᾽ ἔσω·
ὅσοι τε Πόντου τερμόνων τ᾽ Ἀτλαντικῶν
ναίουσιν εἴσω, φῶς ὁρῶντες ἡλίου,
5 τοὺς μὲν σέβοντας τἀμὰ πρεσβεύω κράτη,
σφάλλω δ᾽ ὅσοι φρονοῦσιν εἰς ἡμᾶς μέγα.
ἔνεστι γὰρ δὴ κἀν θεῶν γένει τόδε·
τιμώμενοι χαίρουσιν ἀνθρώπων ὕπο.
δείξω δὲ μύθων τῶνδ᾽ ἀλήθειαν τάχα.
10 ὁ γάρ με Θησέως παῖς, Ἀμαζόνος τόκος,
Ἱππόλυτος, ἁγνοῦ Πιτθέως παιδεύματα,
μόνος πολιτῶν τῆσδε γῆς Τροζηνίας
λέγει κακίστην δαιμόνων πεφυκέναι·
ἀναίνεται δὲ λέκτρα κοὐ ψαύει γάμων,
15 Φοίβου δ᾽ ἀδελφὴν Ἄρτεμιν, Διὸς κόρην,
τιμᾶι, μεγίστην δαιμόνων ἡγούμενος,
χλωρὰν δ᾽ ἀν᾽ ὕλην παρθένωι ξυνὼν ἀεὶ
κυσὶν ταχείαις θῆρας ἐξαιρεῖ χθονός,
μείζω βροτείας προσπεσὼν ὁμιλίας.
20 τούτοισι μέν νυν οὐ φθονῶ· τί γάρ με δεῖ;
ἃ δ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἡμάρτηκε τιμωρήσομαι
Ἱππόλυτον ἐν τῆιδ᾽ ἡμέραι· τὰ πολλὰ δὲ
πάλαι προκόψασ᾽, οὐ πόνου πολλοῦ με δεῖ.
ἐλθόντα γάρ νιν Πιτθέως ποτ᾽ ἐκ δόμων
25 σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τέλη μυστηρίων
Πανδίονος γῆν πατρὸς εὐγενὴς δάμαρ
ἰδοῦσα Φαίδρα καρδίαν κατέσχετο
ἔρωτι δεινῶι τοῖς ἐμοῖς βουλεύμασιν.
καὶ πρὶν μὲν ἐλθεῖν τήνδε γῆν Τροζηνίαν,
30 πέτραν παρ᾽ αὐτὴν Παλλάδος, κατόψιον
γῆς τῆσδε, ναὸν Κύπριδος ἐγκαθείσατο,
ἐρῶσ᾽ ἔρωτ᾽ ἔκδημον, Ἱππολύτωι δ᾽ ἔπι
τὸ λοιπὸν ὀνομάσουσιν ἱδρῦσθαι θεάν.
ἐπεὶ δὲ Θησεὺς Κεκροπίαν λείπει χθόνα
35 μίασμα φεύγων αἵματος Παλλαντιδῶν
καὶ τήνδε σὺν δάμαρτι ναυστολεῖ χθόνα
ἐνιαυσίαν ἔκδημον αἰνέσας φυγήν,
ἐνταῦθα δὴ στένουσα κἀκπεπληγμένη
κέντροις ἔρωτος ἡ τάλαιν᾽ ἀπόλλυται
40 σιγῆι, ξύνοιδε δ᾽ οὔτις οἰκετῶν νόσον.
ἀλλ᾽ οὔτι ταύτηι τόνδ᾽ ἔρωτα χρὴ πεσεῖν,
δείξω δὲ Θησεῖ πρᾶγμα κἀκφανήσεται.
καὶ τὸν μὲν ἡμῖν πολέμιον νεανίαν
κτενεῖ πατὴρ ἀραῖσιν ἃς ὁ πόντιος
45 ἄναξ Ποσειδῶν ὤπασεν Θησεῖ γέρας,
μηδὲν μάταιον ἐς τρὶς εὔξασθαι θεῶι·
ἡ δ᾽ εὐκλεὴς μὲν ἀλλ᾽ ὅμως ἀπόλλυται
Φαίδρα· τὸ γὰρ τῆσδ᾽ οὐ προτιμήσω κακὸν
τὸ μὴ οὐ παρασχεῖν τοὺς ἐμοὺς ἐχθροὺς ἐμοὶ
50 δίκην τοσαύτην ὥστε μοι καλῶς ἔχειν.
ἀλλ᾽ εἰσορῶ γὰρ τόνδε παῖδα Θησέως
στείχοντα, θήρας μόχθον ἐκλελοιπότα,
Ἱππόλυτον, ἔξω τῶνδε βήσομαι τόπων.
πολὺς δ᾽ ἅμ᾽ αὐτῶι προσπόλων ὀπισθόπους
55 κῶμος λέλακεν, Ἄρτεμιν τιμῶν θεὰν
ὕμνοισιν· οὐ γὰρ οἶδ᾽ ἀνεωιγμένας πύλας
Ἅιδου, φάος δὲ λοίσθιον βλέπων τόδε.
***
(Η σκηνή στην Τροιζήνα, μπροστά στο παλάτι.)
ΑΦΡΟΔΙΤΗ
Τρανή θεά και κοσμοξακουσμένη
σε γη και σ᾽ ουρανό, εγώ ᾽μαι η Κύπρη.
Κι όσοι ζούνε χαιράμενοι τον ήλιο
ανάμεσα στον Πόντο και στα πέρατα
τ᾽ Ατλαντικού, τη δύναμή μου αν σέβονται,
τους διαφεντεύω. Κι όσοι πάλι κάνουν
πως δε με λογαριάζουν, τους τσακίζω.
Το συνηθάει και των θεών το γένος
να χαίρεται, άμα το τιμούν οι ανθρώποι.
Κι ότι λέω την αλήθεια, τώρα αμέσως
θα τ᾽ αποδείξω. Του Θησέα τ᾽ αγόρι,
10 της Αμαζόνας φύτρο, αναθρεφτός
του αγνού Πιτθέα, ο Ιππόλυτος, μονάχα
ετούτος μέσα σ᾽ όλην την Τροιζήνα,
λέει πως είμαι η κατώτερη θεά
κι αρνιέται ζευγαρώματα και γάμο.
Μα του Φοίβου την αδερφή, την Άρτεμη,
του Δία τη θυγατέρα, την τιμάει
και τη λογιάζει πρώτην και καλύτερη.
Και στα πράσινα δάση την Παρθένα
τη συντροφεύει με τα γρήγορά του
λαγωνικά, αφανίζοντας αγρίμια.
Κι έχει φιλίες μαζί της περισσότερες
απ᾽ ό,τι σε θνητούς είναι δοσμένο.
20 Μα δε ζηλεύω! Δεν υπάρχει λόγος!
Μα για τις προσβολές, που μὄχει κάνει,
σήμερα κιόλας θα τον τιμωρήσω.
Και κόπος δε μου χρειάζεται πολύς,
από καιρόν είν᾽ η δουλειά στρωμένη.
Όταν κάποτες ήρθε απ᾽ την Τροιζήνα
στην Αττικήν ο νιος να παραστεί
στης Ελευσίνας τα ιερά Μυστήρια
και να κατηχηθεί, μόλις τον είδεν
30 η Φαίδρα, του πατέρα του η γυναίκα,
η αρχοντογεννημένη, άναψεν όλη
απ᾽ ακράταγον έρωτα, όπως το ᾽θελα.
Κι όταν φευγάτος από την Αθήνα,
μαζί με τη γυναίκα του, ο Θησέας
άραξ᾽ εδώ να εξαγνιστεί απ᾽ το κρίμα
του φόνου των Παλλαντιδών (να κάνει
ενός χρόνου αυτοθέλητη εξορία),
από τότες η Φαίδρα μαραζώνει
και πληγωμένη απ᾽ τις σαγίτες του έρωτα
βογκάει και δε μιλάει. Κι απ᾽ τους δικούς της
40 κανείς δεν ξέρει τον καημό της. Κι όμως
έτσι δε θα τελειώσει τούτ᾽ η αγάπη.
Θα φανερώσω εγώ το μυστικό
στο Θησέα να το μάθει. Τότ᾽ εκείνος
θα σκοτώσει το γιο του, που μ᾽ οχτρεύεται,
με των ευχών τη δύναμη, που του ᾽δωκε
χάρισμα ο θαλασσόθεος Ποσειδώνας:
αν τρία ζητήσει πράματα, θα γίνουν.
Κι η Φαίδρ᾽, αν σώσει την τιμή της, όμως
θα χαθεί. Κι ο χαμός της δε με νοιάζει.
Δε θα τη λυπηθώ, φτάνει να πάρω
απ᾽ τους οχτρούς μου γδικιωμόν περίσσο,
50 που να χαρεί η ψυχή μου… Νά τον! Βλέπω
τον Ιππόλυτο να ᾽ρχεται απ᾽ το δάσος.
Δούλοι πολλοί ακλουθάνε καταπόδι
τραγουδώντας υμνητικά τραγούδια
για την Άρτεμη. Δεν το ξέρει ο δόλιος,
πως ανοίξαν γι᾽ αυτόν οι πύλες του Άδη
και πως βλέπει στερνή φορά τον ήλιο.