Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Χοηφόροι (1-21)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΡΕΣΤΗΣ
Ἑρμῆ χθόνιε, πατρῷ᾽ ἐποπτεύων κράτη,
σωτὴρ γενοῦ μοι ξύμμαχός τ᾽ αἰτουμένῳ·
ἥκω γὰρ ἐς γῆν τήνδε καὶ κατέρχομαι.
‹. . .›
τύμβου δ᾽ ἐπ᾽ ὄχθῳ τῷδε κηρύσσω πατρὶ
κλύειν, ἀκοῦσαι ‹. . .
5 . . .
. . .› πλόκαμον Ἰνάχῳ θρεπτήριον.
τὸν δεύτερον δὲ τόνδε πενθητήριον
‹. . .›
οὐ γὰρ παρὼν ᾤμωξα σόν, πάτερ, μόρον
οὐδ᾽ ἐξέτεινα χεῖρ᾽ ἐπ᾽ ἐκφορᾷ νεκροῦ.
‹. . .›
10 τί χρῆμα λεύσσω; τίς ποθ᾽ ἥδ᾽ ὁμήγυρις
στείχει γυναικῶν φάρεσιν μελαγχίμοις
πρέπουσα; ποίᾳ ξυμφορᾷ προσεικάσω;
πότερα δόμοισι πῆμα προσκυρεῖ νέον;
ἢ πατρὶ τὠμῷ τάσδ᾽ ἐπεικάσας τύχω
15 χοὰς φερούσας νερτέροις μειλίγματα;
οὐδέν ποτ᾽ ἄλλο· καὶ γὰρ Ἠλέκτραν δοκῶ
στείχειν ἀδελφὴν τὴν ἐμὴν πένθει λυγρῷ
πρέπουσαν. ὦ Ζεῦ, δός με τείσασθαι μόρον
20 πατρός, γενοῦ δὲ σύμμαχος θέλων ἐμοί.
Πυλάδη, σταθῶμεν ἐκποδών, ὡς ἂν σαφῶς
μάθω γυναικῶν ἥτις ἥδε προστροπή.

***
ΠΡΟΛΟΓΟΣ

ΟΡΕΣΤΗΣ
Χθόνιε Ερμή, συ που στην εξουσία σου είναι
του πατέρα μου η δύναμη, εισάκουσέ μου
και γίνου μου σωτήρας μου και σύμμαχός μου…

Φτάνω στη χώρα αυτή κι εξόριστος γυρίζω
και κράζω του πατέρα μου, σ᾽ αυτόν επάνω
του τάφου του τον όχτο να μ᾽ ακούσει.

Πλεξίδα του Ίναχου, που μ᾽ έθρεψε, προσφέρω
κι αυτή την άλλη στου πατέρα μου το πένθος·
γιατί δεν ήμουν μπρος να κλάψω το νεκρό του
κι ουδέ το χέρι μου άπλωσα στην εκφορά του

Α!
10 Τι ᾽ναι που βλέπω; σαν ποιά να ᾽ναι η συνοδεία
των γυναικών αυτών των μαυροφορεμένων
που έρχονται δώθε; τί να φαντασθώ πως τρέχει;
μη βρήκε νέα τα σπίτια μας συμφορά πάλι;
Ή να πω κάλλια πως θα φέρνουνε στον τάφο
του πατέρα χοές, που τους νεκρούς πρααίνουν;
Βέβαια αυτό θα ᾽ναι· γιατί θαρρώ κι η Ηλέκτρα
προβαίν᾽ η αδερφή μου εδώ σε βαρύ πένθος·
Ω Δία, δώσε του πατέρα μας το φόνο
να εκδικηθώ και γίνε πρόθυμος βοηθός μου.
20 Πυλάδη, ας τραβηχτούμε για να μάθω αλήθεια
τί θέλει αυτών των γυναικών η λιτανεία.

Θουκυδίδης: ο "πατέρας" του πολιτικού ρεαλισμού

Ο Θουκυδίδης θεωρείται ο "πατέρας" του πολιτικού ρεαλισμού, της κυρίαρχης σχολής σκέψης στις διεθνείς σχέσεις και τις στρατηγικές σπουδές. Είναι εξαιρετικά συνηθισμένο οι σύγχρονοι θεωρητικοί των διεθνών σχέσεων να αρχίζουν τα βιβλία τους με αναφορές στο Θουκυδίδη και να καταπιάνονται με τα επιχειρήματά του, ακόμα και όταν διαφωνούν με αυτά. Είναι επίσης συνηθισμένο πολιτικοί που λειτούργησαν με βάση τις αρχές του πολιτικού ρεαλισμού, όπως οι Αμερικανοί υπουργοί Εξωτερικών George Marshall και Henry Kissinger, να νιώθουν την ανάγκη να ανατρέξουν στο Θουκυδίδη για να δικαιολογήσουν τη πολιτική τους πρακτική. Το πόσο ενδιαφέρει το έργο του Θουκυδίδη φαίνεται επίσης από τη συνεχώς αυξανόμενη σχετική ξενόγλωσση βιβλιογραφία.
 
Στην Ελλάδα, αντίθετα, ο Θουκυδίδης είναι ένας "γνωστός-άγνωστος". Είναι γνωστός γιατί το έργο του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο διδάσκεται στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και είναι ταυτόχρονα "άγνωστος" γιατί η έμφαση που δίνεται στη μετάφρασή του κειμένου, στο συντακτικό και στη γραμματική συνήθως αποπροσανατολίζει από τη σε βάθος κατανόηση του κειμένου. Κατ' αναλογία, η υπάρχουσα ελληνική βιβλιογραφία σχετικά με το Θουκυδίδη προέρχεται κυρίως από φιλολόγους και ιστορικούς.
 
Το έργο του Θουκυδίδη παραμένει διαχρονικό και επίκαιρο και η Ιστορία του Πελοποννησιακού πόλεμου μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη "δυναμική" της παγκόσμιας ιστορίας και να αποκωδικοποιήσουμε τη σύγχρονη διεθνή πολιτική.
 
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο φιλόδοξος στόχος που έθεσε για το έργο του ο Θουκυδίδης (δηλαδή να μπορεί να προβλέπει αυτά "που πρόκειται να συμβούν στο μέλλον" και να μείνει η Ιστορία του αιώνιο κτήμα) επιτεύχθηκε απόλυτα.
 
Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα της ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου ενός έργου που γράφτηκε πριν από είκοσι-τέσσερις αιώνες έχει επανειλημμένα επισημανθεί από πολλούς αναλυτές. Αναφορές υπάρχουν στο έργο του Thomas Hobbes τον 17ο αιώνα, ενώ πιο πρόσφατα ο Louis J. Halle παρατήρησε ότι "ο Θουκυδίδης, όπως ο ίδιος είχε προβλέψει, έγραψε όχι μόνο την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και την ιστορία των Ναπολεόντειων πολέμων, του Πρώτου Παγκόσμιου πολέμου, του Δευτέρου Παγκόσμιου πολέμου και του Ψυχρού Πολέμου".
 
Πράγματι, τα βασικά προβλήματα της διεθνούς πολιτικής (π.χ. διακρατικός ανταγωνισμός, συμμαχίες, αποτροπή, "θεωρία του ντόμινο", καταναγκασμός, κατευνασμός, δίλημμα ασφαλείας, ισορροπία δυνάμεων, κ.λ.π.), παρά τις δραματικές τεχνολογικές αλλαγές παραμένουν αναλλοίωτα ανά τους αιώνες. Έτσι, είναι εύλογο ότι ο Θουκυδίδης θεωρείται επίκαιρος για τους στρατηγικούς αναλυτές που προσπαθούν να κατανοήσουν, για παράδειγμα, τη λογική του ανταγωνισμού μεταξύ μιας χερσαίας και μιας ναυτικής δύναμης (π.χ. Αθήνα-Σπάρτη, Ρώμη-Καρχηδόνα, Αγγλία-Γερμανία, Η.Π.Α.-Σοβιετική Ένωση), τους πολιτικούς επιστήμονες να κατανοήσουν τη λογική του ιμπεριαλισμού ή τους φιλοσόφους που προσπαθούν να κατανοήσουν τη σχέση μεταξύ φύσεως (ή ισχύος) και νόμου (ή ηθικής).
 
Η ανάλυση του Θουκυδίδη μας είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για να εξηγήσουμε το παρελθόν, να κατανοήσουμε το παρόν και να διαβλέψουμε πιθανές εξελίξεις για το μέλλον. Ένα παράδειγμα είναι αρκετό για να θεμελιώσω τον ισχυρισμό μου: αναφορικά με το ζήτημα του πολέμου, που αποτελεί το θεμελιώδες πρόβλημα στη θεωρία των διεθνών σχέσεων, ο Θουκυδίδης μας έχει προσφέρει ένα μεγάλης εμβέλειας αναλυτικό εργαλείο, καθώς ήταν ο πρώτος που συσχέτισε το ζήτημα του πολέμου με την αλλαγή στο συσχετισμό ισχύος (balance of power). Αυτή η ανάλυση έχει αποδειχτεί ιδιαίτερα χρήσιμη, για να εξηγήσει κανείς πολέμους μεταξύ μεγάλων δυνάμεων για τη πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα (ηγεμονικούς πολέμους), και γενικότερα την άνοδο και τη πτώση των μεγάλων δυνάμεων.
 
Το έργο του Θουκυδίδη επιτρέπει τη "θεωρητική αφαίρεση", αφού βρίθει γενικών κρίσεων και εκτιμήσεων, πάνω στις οποίες στηρίζεται η διατύπωση επιμέρους υποθέσεων. Αξίζει να σταχυολογήσει κανείς ορισμένες από αυτές:
 
• "Στην αρχή κάθε πολέμου οι άνθρωποι δείχνουν μεγαλύτερο ενθουσιασμό" (Β 8).
• "Η κυριαρχία στη θάλασσα είναι τεράστιο πλεονέκτημα" (Α 143).
• "Ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα" (Α 83).
"Δεν υπάρχει ισχυρότερος δεσμός μεταξύ πόλεων ή ιδιωτών από το κοινό συμφέρον" (Α 124).
"Στο πόλεμο οι ευκαιρίες δε περιμένουν" (Α 142).
• "Τα του πολέμου είναι άδηλα" (Β11).
"Όσο γίνεται μακρύτερος ο πόλεμος, τόσο η έκβασή του καταντάει να εξαρτάται από τυχαία περιστατικά" (Α 78).
Μια κατηγορία "γενικών κρίσεων" αποτελούν οι κανόνες πρακτικής φιλοσοφίας που έχουν το χαρακτήρα "συνταγών επιτυχίας". Οι συμβουλές αυτές έχουν διαχρονική αξία. Παραθέτω μερικές από αυτές:
"Δύο στοιχεία είναι βλαβερά όταν πρέπει να λάβει κανείς μια ορθή απόφαση: η βιασύνη και ο θυμός".
"Ζει ασφαλέστερα εκείνος ο οποίος δε δημιουργεί στον εαυτό του αιτία μετάνοιας επειδή ευνόησε τους αντιπάλους του".
"Ακολουθούν τη πιο σωστή πολιτική όσοι απέναντι των ίσων δεν υποχωρούν, απέναντι των ισχυρότερων συμπεριφέρονται με φρόνηση και απέναντι των κατωτέρων είναι μετριοπαθείς".
"Στο πόλεμο η σωφροσύνη και η αφθονία χρημάτων είναι οι κύριοι συντελεστές της επιτυχίας".
"Οι φρόνιμοι είναι πρόθυμοι να βάλουν τέρμα στο πόλεμο όταν έχουν την υπεροχή".
"Δε πρέπει όπως το έχουμε συνήθεια, να δεχόμαστε συμμάχους τους οποίους πρέπει να βοηθούμε αν βρεθούν στην ανάγκη, αλλά οι οποίοι καμιά δε μπορούν να μας δίνουν βοήθεια σε ώρα δικής μας ανάγκης".
"Φρόνιμοι είναι εκείνοι που ξέρουν ότι ο πόλεμος δε περιορίζεται στα όρια που εκείνοι θέλουν να του επιβάλλουν, αλλά ότι η τύχη οδηγεί τη πορεία του".
"Φρόνιμοι είναι όσοι προστατεύουν τις επιτυχίες τους από το αμφίβολο της τύχης".
 
Οι συχνές αναφορές του Θουκυδίδη σε "γενικές κρίσεις" και "κανόνες επιτυχίας" έχουν καταντήσει την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου κείμενο ιδανικό για να διδαχθεί κανείς από την ιστορία και να αναζητήσει "ιστορικούς παραλληλισμούς". Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι το έργο του Θουκυδίδη έχει γίνει τα τελευταία χρόνια ένα ιδιαίτερα δημοφιλές "διδακτικό εργαλείο", κυρίως στον αγγλοσαξονικό χώρο. Αυτό φαίνεται από: α) την εκτεταμένη αναφορά της ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου στα κυριότερα θεωρητικά εγχειρίδια των διεθνών σχέσεων και των στρατηγικών σπουδών, β) τη δημοσίευση επιλεγμένων αποσπασμάτων στα εισαγωγικά εγχειρίδια και τις ανθολογίες κειμένων για τις διεθνείς σχέσεις και τη στρατηγική, και γ) την εκτενή ανάλυση του έργου του Θουκυδίδη σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο στα πανεπιστήμια και τις στρατιωτικές σχολές.
 
Ένα παράδειγμα αρκεί για να φανεί η χρησιμότητα του έργου του Θουκυδίδη στην ανάλυση των σχέσεων πολιτικής και στρατηγικής. Όταν ο ναύαρχος Stansfield Turner (κάτω από την εμπειρία του αδιεξόδου στο οποίο είχαν περιέλθει οι Η.Π.Α. στο Βιετνάμ) αποφάσισε να συμπεριληφθεί η ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου στη διδακτέα ύλη της Αμερικάνικης Ναυτικής Σχολής Πολέμου από τον Αύγουστο του 1972, "για πολλούς σπουδαστές ήταν ένα άγνωστο βιβλίο για ένα φαινομενικά άσχετο πόλεμο από ένα συγγραφέα του οπίου το όνομα ήταν αδύνατο και να προφέρει κανείς". Όμως για τον Turner ήταν η ουσία της προσέγγισής του, το "καλύτερο παράδειγμα για το πώς μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τη μελέτη στρατηγικών περιπτώσεων για να διδάξει σύγχρονα στρατηγικά προβλήματα".
 
Η γέννηση του πολιτικού ρεαλισμού στηρίχθηκε στην μεγάλη συνεισφορά του Θουκυδίδη στην επιστήμη των Διεθνών Σχέσεων. Ο Πολιτικός Ρεαλισμός αποτελεί αναμφίβολα την κυρίαρχη προσέγγιση στη μελέτη των διεθνών σχέσεων. Η κυριαρχία αυτή είναι έκδηλη τόσο στο πανεπιστημιακό όσο και στο πολιτικό χώρο, δηλαδή τόσο στη θεωρία όσο και στη πρακτική της διεθνούς πολιτικής. Σύμφωνα με μια σχετικά πρόσφατη μελέτη πάνω από το 90% των αναλύσεων που τίθενται σε εμπειρική δοκιμασία στο ακαδημαϊκό χώρο αντλούν από τη ρεαλιστική σχολή σκέψης. Όσον αφορά στο πολιτικό πεδίο, ηγέτες όπως ο Ρισελιέ, ο Μέττερνιχ, ο Μπίσμαρκ, ο Ρούσβελτ, ο Τσώρτσιλ, ο Ντε Γκωλ και ο Κίσσιγκερ έχουν ταυτιστεί σε μεγάλο βαθμό με την πρακτική εφαρμογή του πολιτικού ρεαλισμού στην εξωτερική πολιτική.
 
Πατέρας του πολιτικού ρεαλισμού θεωρείται ο Θουκυδίδης. Η Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου θεωρείται η "Βίβλος" των ρεαλιστών. Όπως απεφάνθη ο Martin Wight, η ιστορία του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης αποτελεί "ένα από τα εξέχοντα βιβλία για τη σχέση πολιτικής και ισχύος". Ο Robert Gilpin χαρακτηρίζει το Θουκυδίδη ως τον πρώτο πολιτικό επιστήμονα και τον πρώτο ρεαλιστή που έδωσε έμφαση στην ανάλυση του συσχετισμού ισχύος. Με ανάλογο τρόπο έχουν εκφρασθεί για τη γέννηση του πολιτικού ρεαλισμού στο έργο του Θουκυδίδη και αρκετοί άλλοι από τους σημαντικότερους σύγχρονους θεωρητικούς των διεθνών σχέσεων, όπως για παράδειγμα ο Hans Morgenthau, ο Kenneth Waltz, ο Robert Keohane, ο Joseph Nye, ο Robert Jervis και ο Hedley Bull.
 
Μια βασική παράμετρος της ανάλυσης των Διεθνών Σχέσεων είναι η φύση του διεθνούς συστήματος. Κατά συνέπεια, σημείο εκκίνησης του πολιτικού ρεαλισμού είναι το γεγονός ότι στο διεθνές σύστημα παρατηρείται μια έλλειψη οργανωμένης τάξης κατά το πρότυπο της εσωτερικής οργάνωσης των κρατών. Σε αντίθεση με το πρότυπο της εσωτερικής διακυβέρνησης, στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει κεντρική εξουσία που να επιβάλλει τη τάξη. Με άλλα λόγια, το διεθνές σύστημα είναι άναρχο.
 
Το κεντρικό επιχείρημα της πιο πάνω ανάλυσης, δηλαδή η ύπαρξη έντονου διακρατικού ανταγωνισμού σε συνθήκες διεθνούς αναρχίας, διαπνέει όλο το έργο του Θουκυδίδη. Την ιστορική αναδρομή, για παράδειγμα, που κάνει ο Θουκυδίδης από την εποχή που τελείωσε ο πόλεμος κατά των Περσών μέχρι τη έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου, μας παρουσιάζει ένα άκρως ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα όπου όλοι πολεμούσαν (ή προετοιμάζονταν να πολεμήσουν) εναντίον όλων:
 
Όταν, με τον κοινό αγώνα, απόκρουσαν τους βαρβάρους οι Έλληνες, όσοι είχαν συμπολεμήσει και είχαν αποτινάξει το ζυγό του Μεγάλου Βασιλέως, σχημάτισαν δυο παρατάξεις γύρω από τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους, που είχαν αποδειχθεί οι σπουδαιότεροι απ' όλους, οι πρώτοι στη θάλασσα, οι δεύτεροι στη στεριά. Η μεταξύ τους συμμαχία κράτησε λίγα μόνο χρόνια και Λακεδαιμόνιοι και Αθηναίοι πολέμησαν μεταξύ τους με τη βοήθεια ο καθένας, των συμμάχων του. Και οι άλλοι Έλληνες, όσοι είχαν διαφορές μεταξύ τους, άρχισαν να στρέφονται προς τον έναν από τους δυο. Έτσι, από τα Μηδικά έως σήμερα και χωρίς διακοπές, πότε κάνοντας σπουδές, πότε πολεμώντας είτε μεταξύ τους είτε με τους συμμάχους τους που αποστατούσαν, προετοίμασαν καλά τη στρατιωτική τους δύναμη και αποκτήσαν μεγαλύτερη πείρα με τους κινδύνους του πολέμου.
 
Σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα, ο πόλεμος, τον οποίο ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει ως "δάσκαλο της βίας" είναι πάντοτε πιθανός και έτσι τα κράτη αναγκάζονται συνεχώς να προετοιμάζονται για αυτό το ενδεχόμενο. Όπως λέει ο ίδιος ο ιστορικός, τα κράτη αναγκάσθηκαν να αποκτήσουν "μεγάλη πείρα με τους κινδύνους του πολέμου". Σε συνθήκες αναρχίας, λοιπόν,τα πάντα επιτρέπονται, αφού κυριαρχεί ο νόμος της φύσης (ή της ισχύος): "ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί όσο του επιβάλλει η αδυναμία του". Σε ένα τέτοιο σύστημα κάθε κρατική οντότητα πρέπει από μόνη της να μεριμνήσει πρώτα απ' όλα για την επιβίωσή της.
 
Κάθε ρεαλιστική θεώρηση του διεθνούς συστήματος ξεκινάει από την ανάλυση του συσχετισμού δυνάμεων στο σύστημα αυτό (κυρίως μεταξύ των ισχυρότερων δρώντων). Ο Θουκυδίδης από την πρώτη κιόλας παράγραφο της Ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, μας πληροφορεί για το συσχετισμό δυνάμεων στο διεθνές σύστημα της Αρχαίας Ελλάδας: "Όταν άρχισε ο πόλεμος, οι δύο αντίπαλοι ήσαν στην αρχή της δύναμής τους, ήσαν καλά προετοιμασμένοι, και όλοι οι Έλληνες έπαιρναν ή ήσαν έτοιμοι να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου". Με άλλα λόγια, ο Θουκυδίδης περιγράφει ένα -κατά βάση-διπολικό διεθνές σύστημα, επικεντρώνοντας την ανάλυση του στους δύο μεγάλους πρωταγωνιστές και τις συμμαχίες τους. Ο ιστορικός αφιερώνει μεγάλο μέρος του πρώτου του βιβλίου στη λεπτομερή εξέταση του συσχετισμού δυνάμεων. Ο Θουκυδίδης, λοιπόν, όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, προσδιορίζει το διεθνές σύστημα με βάση τον αριθμό των μεγάλων δυνάμεων και τον μεταξύ τους συσχετισμό ισχύος.
 
Κάθε ανάλυση του διεθνούς συστήματος πρέπει, επίσης, να προσδιορίζει τους κύριους δρώντες. Ο Θουκυδίδης, στην Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου, επικεντρώνει τη προσοχή του, όπως θα έκαναν οι σύγχρονοι ρεαλιστές, στη πόλη-κράτος, και έτσι το έργο του θεωρείται κλασικό παράδειγμα της κρατό-κεντρικής προσέγγισης των διεθνών σχέσεων. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος διεξάγεται μεταξύ κρατών και συνασπισμών κρατών και συνεπώς η έμφαση δίνεται στην ανάλυση αυτών των πολιτικών οντοτήτων: Κέρκυρα, Κόρινθος, Αθήνα, Σπάρτη, Πλαταιές, Μυτιλήνη. Θήβα κ.ο.κ.. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι μη κρατικοί δρώντες στον Πελοποννησιακό πόλεμο, όπως για παράδειγμα το μαντείο των Δελφών. Όμως, η σημασία αυτών των δρώντων είναι περιορισμένη, αφού διαδραματίζουν έναν υποτυπώδη ρόλο στα πολιτικά δρώμενα.
 
Γίνεται, λοιπόν, φανερό, ότι στο έργο του Θουκυδίδη βρίσκει κανείς όλα εκείνα τα στοιχεία που χρησιμοποιούν οι ρεαλιστές για να ορίσουν ένα σύστημα: α) διάταξη του συστήματος (ιεραρχικό ή άναρχο), β) συσχετισμός δυνάμεων, και γ) προσδιορισμός του χαρακτήρα των κύριων δρώντων. Ο Θουκυδίδης ξεκινάει την ανάλυσή του από την περιγραφή ενός άναρχου και ανταγωνιστικού διεθνούς συστήματος, εξηγεί πως δημιουργήθηκε ο διπολισμός, αναλύει τον υπάρχοντα συσχετισμό ισχύος και προσδιορίζει ότι οι κύριοι δρώντες είναι οι πόλεις-κράτη και οι συνασπισμοί αυτών των κρατών. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι οι δομικοί ρεαλιστές από τον Thomas Hobbes μέχρι τον Kenneth Waltz, βρίσκουν την αφετηρία της προσέγγισής τους στο έργο του Θουκυδίδη.
 
Κρίσιμες είναι οι έννοιες της απειλής και της ασφάλειας που τα κράτη επιδιώκουν. Συνέπεια της έλλειψης ρυθμιστικής εξουσίας στο διεθνές σύστημα και της συνακόλουθης επικράτησης μιας διεθνούς αναρχίας είναι η δημιουργία αισθήματος ανασφάλειας και φόβου ανάμεσα στις μονάδες τους συστήματος. Ο φόβος αυτός και το ζήτημα της αντιμετώπισης απειλών γίνεται έτσι κυρίαρχο κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς. Συγκεκριμένα, η περσική απειλή αναγκάζει την Αθήνα να δημιουργήσει την αυτοκρατορία της για να κατοχυρώσει την ασφάλειά της:
 
Δεν την αποκτήσαμε δια της βίας αλλά όταν εσείς δεν θελήσατε να συνεχίσετε τον αγώνα εναντίον των όσων βαρβάρων είχαν μείνει, οι σύμμαχοι ήρθαν σε μας και μας ζήτησαν να γίνουμε αρχηγοί τους. Ασκώντας την αρχηγεία αυτή, αναπτύξαμε, από την ανάγκη των πραγμάτων, την ηγεμονία μας στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, στην αρχή από φόβο, έπειτα για την τιμή και αργότερα για το συμφέρον μας. Και από τότε, επειδή δεν αισθανόμαστε ασφαλείς, εξαιτίας της έχθρας πολλών -μερικοί μάλιστα από τους συμμάχους μας είχαν κιόλας αποστατήσει και τους είχαμε αποτάξει- δεν μπορούσαμε πια να χαλαρώσουμε την επιβολή μας χωρίς να εκτεθούμε σε κίνδυνο, γιατί όσοι θα αποστατούσαν από μας θα γίνονταν σύμμαχοί σας. Κανείς δεν πρέπει να φθονεί εκείνον που προσπαθεί να κατοχυρώσει τα συμφέροντά του, όταν έχει να αντιμετωπίσει μεγάλους κινδύνους.
 
Ο φόβος όμως παίζει καθοριστικό ρόλο και στη διαμόρφωση της στρατηγικής συμπεριφοράς της Σπάρτης. Η Σπάρτη νιώθει να απειλείται από την αύξηση της δύναμης της Αθήνας και έτσι καταφεύγει σε "παρεμποδιστικό πόλεμο":
 
Οι Λακεδαιμόνιοι ψήφισαν ότι έπρεπε να γίνει πόλεμος επειδή φοβόντουσαν ότι οι Αθηναίοι θ' αυξήσουν ακόμη περισσότερο τη δύναμή τους, γιατί έβλεπαν ότι είχαν κιόλας υποτάξει το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας.
 
Αυτό αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτού που σήμερα αποκαλείται "δίλημμα ασφαλείας", δηλαδή η κατάσταση που προκύπτει όταν τα μέτρα που αυξάνουν την ασφάλεια ενός κράτους ταυτόχρονα μειώνουν την ασφάλεια των άλλων. Όπως λοιπόν φάνηκε, η απειλή της Περσίας εξώθησε τους Αθηναίους να εγκαθιδρύσουν την αυτοκρατορία τους. Η αυτοκρατορία παρείχε ασφάλεια για την Αθήνα, αλλά σύντομα αποδείχθηκε απειλή για τη Σπάρτη και τους συμμάχους της. Αυτή η δυναμική της αμοιβαίας ανασφάλειας μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο. Αν πάλι οι Αθηναίοι δεν λάμβαναν τα αναγκαία μέτρα για να αυξήσουν την ασφάλειά τους, κινδύνευαν οι ίδιοι να υποστούν τις συνέπειες της αδυναμίας τους: "Δηλώνουμε ότι ασκούμε την ηγεμονία μας στην Ελλάδα για να μη γίνουμε εμείς υπήκοοι άλλων", διακήρυξε ο Εύφημος Αθηναίος πρέσβης στη Σικελία.
 
Ο φόβος, λοιπόν, αποτελεί ένα πρωταγωνιστικό κίνητρο στρατηγικής συμπεριφοράς. Στη περίπτωση της Μυτιλήνης, ο φόβος υποδούλωσης οδήγησε τους Μυτιληναίους να αλλάξουν στρατόπεδο και να αναζητήσουν ασφάλεια στην πελοποννησιακή συμμαχία. Η δημηγορία των Μυτιληναίων στη συνέλευση των Σπαρτιατών εστιάζεται στο ζήτημα του φόβου με δύο τρόπους:
 
Α) Αμοιβαίος φόβος: σύμφωνα με τους Μυτιληναίους ο φόβος είναι η πιο "ασφαλής βάση" για τη σύναψη συμμαχίας. Από τότε όμως που άλλαξε ο συσχετισμός δυνάμεων και οι Αθηναίοι έπαψαν πλέον να φοβούνται τους Μυτιληναίους, ο δεσμός αυτός χάθηκε. Αυτό οδήγησε τους Μυτιληναίους σε αποστασία, αφού πλέον κινδύνευαν να υποδουλωθούν από τους Αθηναίους.
 
Ο αμοιβαίος φόβος είναι η μόνη ασφαλής βάση μιας συμμαχίας γιατί, αν θέλει κανείς να τη παραβιάσει, τον συγκρατεί η σκέψη ότι δεν είναι αρκετά ισχυρός για να επιβληθεί.
 
Β ) Φόβος επιβίωσης: από τη στιγμή που η Μυτιλήνη επιλέγει τη στρατηγική της αποστασίας από την αθηναϊκή συμμαχία, μια στρατηγική η οποία συνεπάγεται υψηλό ρίσκο, η μόνη της ελπίδα να αποφύγει την καταστροφή είναι η συμμαχία με τη Σπάρτη. Ικετεύουν λοιπόν οι Μυτιληναίοι τους Σπαρτιάτες να συμπεριφερθούν όπως το ζητούν οι...φόβοι τους.
 
Σεβαστείτε, λοιπόν, τόσο τις ελπίδες που στηρίζουν οι Έλληνες επάνω σας, όσο και τον Ολύμπιο Δία μέσα στο ιερό του οποίου καθόμαστε τώρα, σχεδόν σαν ικέτες. Βοηθήστε τους μυτιληναίους συμμαχώντας μαζί τους. Μη μας εγκαταλείψετε τη στιγμή που κινδυνεύουμε τη ζωή μας σε αγώνα που θα ωφελήσει όλους, αν πετύχουμε. Αν αποτύχουμε, όμως, επειδή δε θα έχετε πεισθεί να μας βοηθήσετε, τότε όλοι οι Έλληνες θα υποστούν τις συνέπειες της αποτυχίας μας. Φανείτε άντρες όπως σας θέλουν οι Έλληνες και όπως σας ζητούν οι φόβοι μας.
 
Το άναρχο διεθνές σύστημα, λοιπόν, δημιουργεί ανασφάλεια και συνεπώς πρωταρχικός στόχος των κρατών είναι να μεγιστοποιήσουν την ασφάλεια τους.
 
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η συμβολή του Θουκυδίδη στην ανάπτυξη μιας κεντρικής έννοιας του πολιτικού ρεαλισμού, αυτής της του κρατικού συμφέροντος. Εκτός από το φόβο, η μεγιστοποίηση του συμφέροντος αποτελεί βασικό κίνητρο της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών.
 
Αναπτύξαμε, από την ανάγκη των πραγμάτων, την ηγεμονία μας στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, στην αρχή από φόβο έπειτα από τη τιμή και αργότερα για το συμφέρον μας.
 
Η Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου περιέχει πάμπολλες αναφορές στις προσπάθειες των πρωταγωνιστών να μεγιστοποιήσουν το συμφέρον τους. Πόσο όμως μακριά μπορεί να φτάσει ένα κράτος στη αναζήτηση τρόπων εξυπηρέτησης των συμφερόντων του; 
    
    "Για μια πολιτεία που ασκεί ηγεμονία, τίποτε δεν είναι παράλογο αν είναι συμφέρον", ισχυρίζονται οι Αθηναίοι.
 
Πρώτα απ' όλα έρχεται το συμφέρον επιβίωσης. Το άναρχο διεθνές σύστημα "τιμωρεί" όσα κράτη δε μεριμνούν για την αυτοπροστασία τους.
 
Εκτός από την επιβίωση, οι πολιτείες πρέπει να μεριμνήσουν για τη διατήρηση της εδαφικής τους ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας τους. Διαφορετικά κινδυνεύουν να χάσουν και τα δύο. Ο Θουκυδίδης, για παράδειγμα, περιγράφει με λεπτομέρεια τη διαδικασία με την οποία οι Αθηναίοι στερούσαν από άλλες πολιτείες την ελευθερία τους.
 
Τα συμφέροντα κάθε πολιτείας δε περιορίζονται μόνο στην κατοχύρωση της ασφάλειάς τους. Σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα οι πολιτείες είναι αναγκασμένες να διατηρήσουν τη σχετική τους θέση στη κατανομή ισχύος. Αν η σχετική τους θέση χειροτερεύσει και αυτή των αντιπάλων τους καλυτερεύσει, τότε ενδέχεται να κινδυνεύσει η ασφάλεια τους. Οι πολιτείες, λοιπόν, έχουν κάθε κίνητρο να εμποδίσουν τη σχετική αναβάθμιση των αντιπάλων τους στη διεθνή κατανομή ισχύος. Αυτό, σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, αποτέλεσε την "πραγματική αλλά ανομολόγητη αιτία" του Πελοποννησιακού πολέμου, δηλαδή το ότι "η μεγάλη ανάπτυξη της Αθήνας φόβισε τους Λακεδαιμονίους και τους ανάγκασε να πολεμήσουν". Με άλλα λόγια, το βασικό κίνητρο της στρατηγικής συμπεριφοράς της Σπάρτης ήταν η προστασία της σχετικής της θέσης στο διεθνές σύστημα. Αν η Σπάρτη δεν αντιδρούσε, η Αθήνα -η οποία αναπτυσσόταν με γρηγορότερο ρυθμό- θα την ξεπερνούσε και θα της αφαιρούσε την πρωτοκαθεδρία στο διακρατικό σύστημα της Αρχαίας Ελλάδας.
 
Η Σπάρτη είχε, θεωρητικά, δύο επιλογές: είτε να προσπαθήσει να αυξήσει το δικό της ρυθμό ανάπτυξης ώστε να ξεπεράσει αυτόν της Αθήνας, είτε να σταματήσει την ανάπτυξη της Αθηναϊκής ισχύος. Καθώς η πρώτη επιλογή ήταν ανέφικτη, η Σπάρτη κατέφυγε στη δεύτερη. Η τοποθέτηση του Σπαρτιάτη εφόρου Σθενελαΐδα είναι άκρως αποκαλυπτική: "Ψηφίστε πόλεμο. Μην αφήσετε τους Αθηναίους να γίνουν ισχυρότεροι" προέτρεψε τους συμπολίτες του.
 
Τέλος, οι πολιτείες έχουν κάθε συμφέρον να προσπαθήσουν να καλυτερεύσουν τη θέση τους στο διεθνές σύστημα, αυξάνοντας την ισχύ τους σε σχέση με αυτή των αντιπάλων τους (relative gain). Η λογική της επέκτασης, της αύξησης της δύναμης της πολιτείας, παρουσιάζεται ανάγλυφα στη δημηγορία του Αλκιβιάδη, στην οποία προτρέπει τους Αθηναίους να κατακτήσουν τη Σικελία, ώστε να αποκτήσουν την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές σύστημα:
 
Δεν μπορούμε να καθορίζουμε αυστηρά, σαν να ήταν διαχείριση, τα όρια της ηγεμονίας μας, αλλά είμαστε αναγκασμένοι, αφού βρισκόμαστε σε αυτήν την θέση, ν' απειλούμε μερικούς ή να μην υποχωρούμε έναντι άλλων, αφού ο κίνδυνος για μας να υπαχθούμε στην ηγεμονία άλλων, αν δεν την ασκούμε εμείς στους άλλους. Όταν θα κατακτήσουμε τα μέρη εκείνα, τότε, όπως είναι πολύ πιθανό, θα γίνομε κύριοι όλης της Ελλάδας. Αν η πολιτεία μας μένει αδρανής, θ' αρχίσει να φθείρεται και η επίδοσή της σε άλλα θα αρχίσει να χάνεται, ενώ αν αγωνίζεται, τότε θα πλουτίσει την πείρα της, θα ενισχύσει την παράδοσή της να υπερασπίζεται περισσότερο με έργα παρά με λόγια. Με μια λέξη, θεωρώ ότι μια πολιτεία που δεν γνωρίζει την αδράνεια, θα καταστραφεί γρήγορα αν παραιτηθεί από τη δράση.
 
Η διαδικασία με την οποία καθορίζει κάθε κράτος το συμφέρον του ποικίλλει από κράτος σε κράτος ανάλογα με τις εσωτερικές του δομές (π.χ. εσωτερικός συσχετισμός δυνάμεων). Όμως, όλα τα κράτη πρέπει, πρώτα από όλα, να δίνουν έμφαση στην κατοχύρωση των συμφερόντων ασφαλείας (δηλαδή επιβίωση, εδαφική ακεραιότητα και ανεξαρτησία).
 
Το άναρχο διεθνές σύστημα περιορίζει τις επιλογές των κρατών και "τιμωρεί" όσα κράτη θέτουν υπέρμετρα φιλόδοξους στόχους, που ξεπερνούν τα μέσα που διαθέτουν. Για παράδειγμα, αυτό συνέβη στους Αθηναίους, οι οποίοι, ακολουθώντας τις επεκτατικές φιλοδοξίες του Αλκιβιάδη (αντί τις συνετές συστάσεις του Περικλή, που προειδοποιούσε για τον κίνδυνο υπερεξάπλωσης), ενεπλάκησαν στην καταστροφική εκστρατεία στη Σικελία, η οποία τελικά τους οδήγησε σε ήττα στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
 
Συνεπώς, επειδή τα κράτη είναι "ευαίσθητα στο κόστος", είναι αναγκασμένα να συμπεριφέρονται με τρόπο ορθολογικό. Αυτό σημαίνει ότι, στα σημαντικά για την ασφάλειά τους θέματα (π.χ. πόλεμος, επέκταση), τα κράτη πρέπει να είναι σε θέση να υπολογίζουν τη σχέση κόστους/οφέλους ( cost- benefit analysis) και να επιλέγουν τη στρατηγική εκείνη που μεγιστοποιεί το συμφέρον τους. Μια τέτοια ορθολογική προσέγγιση όπου αναλύεται το κόστος και το όφελος του πολέμου υπό το πρίσμα των κρατικών συμφερόντων, προσφέρεται από τον Ερμοκράτη, ηγέτη των Συρακουσών:
 
Κανείς δεν παρασύρεται σε πόλεμο επειδή δεν ξέρει τι συμφορές σημαίνει αυτό, και κανείς πάλι δεν αποφεύγει τον πόλεμο από φόβο, όταν νομίζει ότι το αποτέλεσμα του θα τον ωφελήσει. Ο πόλεμος ξεσπάει όταν άλλοι θεωρούν ότι το κέρδος είναι μεγαλύτερο από τις συμφορές και όταν άλλοι είναι έτοιμοι ν' αντιμετωπίσουν τους κινδύνους του, παρά να υποστούν μιαν άμεση ζημία.
 
Η μέχρι τώρα ανάλυση, λοιπόν, μας οδηγεί στη διαπίστωση ότι τα κράτη στο άναρχο διεθνές σύστημα έχουν κάθε κίνητρο να προσπαθούν να μεγιστοποιούν το συμφέρον τους και να συμπεριφέρονται ορθολογικά σε όλα τα κρίσιμα ζητήματα.
 
Εν κατακλείδι και συμπερασματικά καταλήγω στις εξής τρεις επισημάνσεις. Πρώτον, η προσέγγιση του μνημειώδους αυτού έργου από θεωρητικής σκοπιά βοηθάει τον μελετητή να εκτιμήσει ακόμη περισσότερο την αξία της ιστορίας του Πελοποννησιακού Πολέμου και την διαχρονική συνεισφορά της καθώς αυτή είναι πάντα επίκαιρη. Δεύτερο, η μελέτη του έργου του Θουκυδίδη μας παρέχει τα εργαλεία που χρειαζόμαστε για να αναλύσουμε σε βάθος και με νηφαλιότητα τη διεθνή πολιτική. Τρίτον, ο Θουκυδίδης μας βοηθάει να κατανοήσουμε τη λογική της στρατηγικής συμπεριφοράς των κρατών στο διεθνές σύστημα και κυρίως της λογική του πολέμου και τη ειρήνης.

Η Συνειδητότητα στο βάθος του όντος

Η ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, η ΕΠΙΓΝΩΣΗ, (αυτά τα Τρία είναι Ένα), είναι το Κοινό Στοιχείο όσων υπάρχουν (σε παγκόσμιο και σε ατομικό επίπεδο). Είναι το Απλό Υπόβαθρο όλων όσων «φανερώνονται», λειτουργούν κι εξελίσσονται. Είναι το Ένα και Μοναδικό Υποστήριγμα  κάθε εκδήλωσης.
 
Εξ’ αιτίας της Απλής και Κενής Φύσης της, η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν γίνεται αντιληπτή αφού «προβάλλεται» το «περιεχόμενο», το «δευτερεύον φαινόμενο». Αυτό συμβαίνει τόσο στο επίπεδο της δημιουργίας όπου το Υποστήριγμα  δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η δημιουργία, η γέννηση, η εξέλιξη, το φαινόμενο, όσο και στο επίπεδο του ατομικού όντος όπου το Υποστήριγμα  δεν γίνεται αντιληπτό αλλά «προβάλλεται» η ύπαρξη, η σκέψη, η αντίληψη, το φαινόμενο, το σώμα στην προκειμένη περίπτωση, κι η αντίληψη του εξωτερικού κόσμου.
Αν καθίσουμε και στοχαστούμε (ο καθένας μας), η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι Αυτό που Υπάρχει πίσω από όλα: έχουμε επίγνωση της ύπαρξής μας, έχουμε επίγνωση της σκέψης μας, έχουμε επίγνωση του σώματός μας κι όσων αντιλαμβανόμαστε κι αισθανόμαστε από τον εξωτερικό κόσμο. Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ είναι που τα Υποστηρίζει όλα αυτά, που τα κάνει «φανερά».
Η Ίδια η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν έχει δικό της περιεχόμενο από την Φύση της, στην Φύση της, Είναι Κενή: Φωτίζει όμως την «Κίνηση», την ύπαρξη, την σκέψη, το φαινόμενο.
Τα όντα, το κάθε ον, δεν δίνει σημασία σε «Αυτό που Είναι το Υποστήριγμα (σε Αυτό που Υποστηρίζει)», που «Φανερώνει ό,τι συμβαίνει», αλλά σε «αυτό που συμβαίνει»: Όταν το ον αντιλαμβάνεται και κατανοεί ότι «υπάρχει κάτι» προσβλέπει πάντα σε «αυτό που συμβαίνει»: Ταυτίζει την ύπαρξη με το «γίγνεσθαι», με το «φαινόμενο». Αυτό όμως είναι, στην κυριολεξία, μία «αντιστροφή της πραγματικότητας».
Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ Αποτελεί την Πηγή και την Ουσία του «φαινομένου». «Εξ’ Αυτής, Δι’ Αυτής και Εις Αυτήν γίνονται τα πάντα». Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ δεν αποτελεί απλά μία εγγενή ιδιότητα των φαινομένων, δεν αποτελεί ένα απλό κατηγόρημα του φαινομένου, όπως αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη σκέψη και διατυπώνει ο ανθρώπινος λόγος. Η ύπαρξη είναι συνειδητή, η σκέψη είναι συνειδητή, το σώμα κι οι διεργασίες του, κι αίσθηση του εξωτερικού κόσμου, είναι συνειδητά, κλπ.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ λόγω της Φύσης της Είναι Παντού, Διαπερνά τα πάντα, είναι Παρούσα στα πάντα (άλλοτε φανερά, άλλοτε «υποκρυπτόμενη»). Είναι Καθαρή Επίγνωση, Κενή Περιεχομένου, αλλά δίνει ουσία και υπόσταση σε κάθε εκδήλωση, σε κάθε φαινόμενο. Είναι Πάντα, σε όλα τα πεδία (σε όλους τους κόσμους) το Βάθος του όντος, η ουσία του, η «ψυχή» του.
Εξ’ αιτίας ακριβώς της (Κενής) Φύσης της και της Λανθάνουσας Παρουσίας της δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τα συνειδητά όντα που ταυτίζουν την ύπαρξη με την «ατομική παρουσία» τους, τις ατομικές διαδικασίες τους και δραστηριότητές τους.
Η ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ πάντα αποτελεί την Πηγή, το Υποστήριγμα, την Ουσία, το Βάθος, την «Ψυχή», της «ατομικής παρουσίας». Είναι απλά Εδώ, Παρούσα, Τώρα, δεν έχει άλλες ιδιότητες. Αποτελεί όμως (σε σύγκριση με την ατομική οντότητα) την Υπέρβαση των ορίων του εγώ, την Ελευθερία, την Απεραντοσύνη της Αντίληψης, το Άχρονο, το Παν. Είναι Αυτή η Υπερβατική, Πλήρης, Πανταχού Παρούσα (σε χρόνο και χώρο), Αντίληψη που οι άνθρωποι ονομάζουν Θεό: Είναι ο Εντός μας Θεός.
Δεν μπορούμε να βρούμε, να βιώσουμε, να συνειδητοποιήσουμε Αυτή την Εσώτερη Φύση μας, την Αληθινή Ουσία μας, λειτουργώντας σε εξωτερικές δραστηριότητες… δεν είναι ύπαρξη, δεν συλλαμβάνεται με την σκέψη, ούτε είναι αντικείμενο των αισθήσεών μας.
Ασφαλώς για ένα ον που προσανατολίζεται στην εξωτερική ύπαρξη (που θεωρεί ύπαρξη μόνο την ύπαρξη μέσα στην δημιουργία, την σκέψη, τις αισθήσεις, την ζωή στον εξωτερικό κόσμο) δεν γίνεται κατανοητό πως η Αληθινή Ύπαρξη είναι πέρα και πάνω από όλα τα «φαινόμενα». Και το να μιλάς σε τέτοια όντα είναι άδικος κόπος.
Μπορεί να Κατανοήσει την Αλήθεια μόνο κάποιο ον που Αναζητά την Πηγή των φαινομένων, την Ουσία του γίγνεσθαι, την Αληθινή Ύπαρξη. Ας μην κοροϊδευόμαστε, όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι, σαν τον Λάο Τσε, τον Βούδα, τον Ιησού, μιλούσαν για μια Εσωτερική Πραγματικότητα που μπορούμε να Προσεγγίσουμε ξεπερνώντας όλες τις επιφανειακές δραστηριότητες, μιλούσαν για το Εσωτερικό Βασίλειο της Απόλυτης Σιγής, της Αληθινής Ύπαρξης, της Αληθινής Ζωής.
Η Βίωση της Εσωτερικής Πραγματικότητας είναι η Ολοκληρωμένη Ύπαρξη που Συμπεριλαμβάνει τόσο την ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ όσο και το «Περιεχόμενο» (το «φαινόμενο»). Με καμία έννοια η Καθαρή Επίγνωση δεν είναι το «αντίθετο» της ύπαρξης μέσα στην δημιουργία (όπως νομίζουν όσοι είναι απορροφημένοι στην φαινομενική ύπαρξη).
Όποιος Βιώνει την Απόλυτη Κατάσταση Είναι Πλήρης Συνειδητότητα που Αγκαλιάζει το σύνολο των φαινομένων. Η Βίωση του Απολύτου δεν είναι απομόνωση σε κάποια άλλη, υπερβατική, ξέχωρη από την δημιουργία, κατάσταση. Η Πραγματικότητα είναι Μία, Αξεχώριστη, και τα Συμπεριλαμβάνει όλα. Δεν είναι μόνο ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ, ούτε μόνο φαινομενική ύπαρξη. Είναι και τα Δύο. Φώτιση και φαινομενική ύπαρξη δεν είναι ξεχωριστά. Όμως μία Συνείδηση μπορεί να έχει πλήρη αντίληψη της Πραγματικότητας, ή να έχει μερική αντίληψη της Πραγματικότητας. Είναι διαφορετικό όμως να Βιώνεις με Πλήρη Συνειδητότητα  την φαινομενική ύπαρξη (που έτσι αποτελεί ένα επιφαινόμενο, δεν σε παραπλανά, και δεν σε δεσμεύει), κι είναι τελείως διαφορετικό (ενώ είσαι ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ) να απορροφιέσαι στην φαινομενική ύπαρξη σαν να είναι η πλήρης, αληθινή, και μοναδική ύπαρξη.
Κι αν μιλάμε για το Έσω, το Βάθος, την Φώτιση, σε σχέση με την αφώτιστη κατάσταση, αναφερόμαστε στο Όλο (την Φωτισμένη Κατάσταση) σε σχέση με το μερικό (την αφώτιστη κατάσταση), όχι σαν αντίθετα.
Ο Φωτισμένος σε τι διαφέρει από τον αφώτιστο; Ο Φωτισμένος Ζει Συνειδητά, Εδώ, Τώρα. Δεν έρχεται, δεν πηγαίνει, δεν εξελίσσεται, δεν πραγματοποιεί. Είναι Ήδη. Βιώνει το Είναι (που αγκαλιάζει το φαινόμενο). Ο αφώτιστος είναι (ατομική) ύπαρξη, είναι σκέψη, είναι αίσθηση, είναι σώμα, (δηλαδή μισή ύπαρξη).
Η Φώτιση είναι Συνειδητοποίηση της Αληθινής Φύσης μας (που είναι ΚΑΘΑΡΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει τα πάντα), δεν είναι πραγματοποίηση, δεν συμβαίνει με διαδικασίες, δεν συμβαίνει στο χρόνο, δεν υφίσταται μέσα στον χρόνο. Η Φώτιση έρχεται ξαφνικά όταν συνειδητοποιείς ότι είσαι (μόνο) ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑ που αγκαλιάζει το φαινόμενο, όχι σκέτο φαινόμενο, μόνο το φαινόμενο.
Η Φώτιση είναι Πλήρης Ζωή, Αληθινή Ζωή, Αιώνια Ζωή, που αγκαλιάζει τα πάντα. Δεν είναι Ζωή η ζωή της δημιουργίας, (αυτή είναι μισή ζωή).
Η Αληθινή Φύση μας, η Αληθινή Ζωή, είναι Αυτό που Είμαστε πραγματικά (πέρα από την φαινομενική ύπαρξη και την εξωτερική δραστηριότητα). Χρειάζεται μόνο να το «συνειδητοποιήσουμε». Δεν υπάρχει εξωτερικός δρόμος να φτάσεις Εδώ, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί (με εξωτερικά μέσα), δεν ανήκει στο χρόνο. Το Βασίλειο  αυτό δεν είναι εκ του κόσμου, αλλά αγκαλιάζει τον κόσμο.
Η Πλήρως Αφυπνισμένη Κατάσταση είναι η Πραγματική Ολοκληρωμένη Ύπαρξη, η Αληθινή Ζωή. Κι αυτό είναι η Ουσία όλων, του κάθε όντος, του καθενός, όσο ταπεινό, ή «διεστραμμένο» κι αν είναι. Υπάρχουν μόνο «αφώτιστα όντα», όχι «κακά όντα».
Η Πραγματικότητα είναι Αλήθεια, είναι Γνώση, είναι Αρετή, είναι Δικαιοσύνη, και Ισότητα, απέναντι σε όλους κι όλα. Αυτός είναι ο Πρώτος και Μοναδικός Κανόνας της Πραγματικής Ζωής. Άλλη Ζωή δεν υπάρχει.

Ζωή και υποσυνείδητο

Από την αρχή της ζωής μας μέχρι και το τέλος της, δεχόμαστε καθημερινά μια συνεχόμενη πλύση εγκεφάλου. Όλα αυτά που είμαστε σήμερα, όλες μας οι σκέψεις, τα πιστεύω, η προσωπικότητά μας και η αντίληψή μας είναι όλα επηρεασμένα από τον κοινωνικό μας περίγυρο και άμεσα συνδεδεμένα με τα παιδικά μας χρόνια.

Είμαστε ελεύθεροι να δημιουργήσουμε τη δική μας προσωπικότητα, αλλά δυστυχώς το υποσυνείδητο είναι εκείνο που θα μας οδηγήσει στις επιλογές που θα κάνουμε για να τη δημιουργήσουμε. Μπορεί αυτό να ακούγεται σκληρό, αλλά κάποια πράγματα είναι αναπόφευκτα…

Μεγαλώνουμε, μαθαίνοντας ποια είναι τα ιδανικά και οι κανόνες της κοινωνίας μας, τι είναι σωστό και τι λάθος, που και γιατί πρέπει να πιστεύουμε, να αμφισβητούμε το λάθος και να το κατακρίνουμε, πώς να συμπεριφερόμαστε, να μιλάμε μια γλώσσα και να κρίνουμε το διαφορετικό.

Μεγαλώνουμε, μαθαίνοντας ότι όταν κάνουμε κάτι σωστό, θα ανταμειβόμαστε κι όταν κάνουμε κάτι λάθος, θα υπάρχει τιμωρία. Εξημερωνόμαστε και εκπαιδευόμαστε, όπως ακριβώς εκπαιδεύουμε εμείς το κατοικίδιό μας να υπακούει εμάς! Από τη στιγμή που γεννιόμαστε, όλα είναι μια τυποποιημένη διαδικασία και εμείς είμαστε οι πιστοί ακόλουθοί της.

Μεγαλώνουμε, νομίζοντας ότι έχουμε επιλογές, αλλά στη πραγματικότητα όλα αυτά που πιστεύουμε και συμφωνούμε με τους συμπολίτες της κοινωνίας μας ότι είναι σωστά, είναι απλά αντιλήψεις που έχουν «περάσει» στο μυαλό μας ως σωστές. Δεν υπάρχει τίποτα σωστό. Όλα αυτά, απλά, μας τα έχουνε επιβάλλει – και δεν είναι πάντα με την αρνητική έννοια του όρου.

Μεγαλώνουμε, μαθαίνοντας να εστιάζουμε την προσοχή μας σε πράγματα. Στο σχολείο καθόμαστε στο θρανίο και ακούμε με προσοχή τα λόγια του δασκάλου. Στην εκκλησία, ακούμε με προσοχή τον ιερέα και στο στρατό, εκτελούμε τις διαταγές του στρατηγού μας. Στο σπίτι, ακούμε την οικογένεια μας και, ειδικότερα, τους γονείς μας ή την τηλεόραση. Σε μια παρέα, ακούμε τους φίλους μας και στη δουλειά, το αφεντικό μας.

Μεγαλώνουμε, πιστεύοντας ότι είμαστε ελεύθεροι, ενώ στη πραγματικότητα ούτε το όνομά μας δεν έχουμε επιλέξει. Είναι απίστευτο να το σκεφτούμε, αλλά μας δίνεται όνομα από πολύ μικρούς, ώστε να χαραχθεί στη μνήμη μας ότι όταν ακούμε αυτό το όνομα, θα ανταποκρινόμαστε.

Έτσι, μεγαλώνουμε, αναζητώντας ακόμα περισσότερη προσοχή και αρχίζουμε να απαιτούμε, μάλλον ασυνείδητα, από τους άλλους να μας προσέξουν. Η προσοχή έχει γίνει, υποσυνείδητα, κομμάτι της «φυσιολογικής» μας ζωής. Θέλουμε την επιβράβευση και την αποδοχή των άλλων, αλλιώς «πέφτουμε» ψυχολογικά, νομίζουμε πως δεν αξίζουμε τίποτα κι ότι δεν είμαστε ικανοί να κάνουμε πράγματα.

Αντίθετα, όταν παίρνουμε την επιβράβευση και την προσοχή που χρειαζόμαστε, το ηθικό μας ανεβαίνει, γιατί νιώθουμε ότι αξίζουμε κάτι, ότι έχουμε να δώσουμε κάτι στην κοινωνία, κάτι που οι άλλοι το αποδέχονται και, συνεπώς, δεν μας απορρίπτουν.

Αφού, λοιπόν, έχουμε μεγαλώσει κι όλα αυτά έχουνε χαραχθεί βαθιά στη μνήμη και το υποσυνείδητό μας, αρχίζουμε να πιστεύουμε σε στερεότυπα και προκαταλήψεις, να νομίζουμε ότι δημιουργούμε τη δική μας αντίληψη για τον κόσμο, να δημιουργούμε πολέμους, διαμάχες κι εκστρατείες και να προσπαθούμε να επιβάλλουμε το σωστό και το δίκαιο, με βάση τα δικά μας πιστεύω, τις εμπειρίες και τη δική μας λογική, νομίζοντας ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι λάθος.

Σε συνδυασμό με αυτό και με σκοπό να αναθρέψουμε τα δικά μας παιδιά, τα μεγαλώνουμε, βάζοντάς τα στην ίδια λογική, μαθαίνοντάς τους ποια είναι τα ιδανικά και ποια τα πιστεύω της κοινωνίας κ.ο.κ., στερώντας τα από την επιλογή και την ελευθερία τους. Συμμετέχουμε όλη μας τη ζωή σε αυτόν τον ασταμάτητο, αυτοκαταστροφικό κύκλο.

Δεν ήταν επιλογή μας να γεννηθούμε.
Δεν ήταν επιλογή μας να μιλάμε τη γλώσσα που μιλάμε.
Δεν ήταν επιλογή μας να γεννηθούμε στη χώρα που γεννηθήκαμε.
Δεν είχαμε επιλογή για το όνομά μας.
Δεν είχαμε επιλογή για το τι θρήσκευμα θα λάβουμε.
Δεν θα έχουμε επιλογή για το αν ή το πότε θα πεθάνουμε.

Έχουμε επηρεαστεί ασυνείδητα από όλους όσους ξέρουμε, έχουμε δει και έχουμε θαυμάσει, ακόμα κι αν δε μας ξέρουν, αλλά μόνο αυτούς που μας ξέρουν έχουμε επηρεάσει.

Ας ζήσουμε, λοιπόν, τη ζωή μας, όπως πραγματικά θέλουμε εμείς κι όχι, όπως μας την επιβάλλει το υποσυνείδητό μας!

Rilke: Για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη

Μιλώντας για μοναξιά γίνεται όλο και πιο σαφές ότι δεν πρόκειται για κάτι που μπορούμε να επιλέξουμε ή να απορρίψουμε.
 
Είμαστε μόνοι.
 
Μπορούμε να ξεγελούμε τον εαυτό μας ως προς αυτό, να κάνουμε σαν να μην είναι έτσι. Αλλά αυτό είναι όλο.
 
Είναι προτιμότερο ωστόσο να κατανοήσουμε ότι είμαστε μόνοι και να ξεκινούμε από κει.
 
Ίσως βέβαια και να πάθουμε ίλιγγο, γιατί έτσι χάνονται όλα τα σημεία πάνω στα οποία ήταν συνηθισμένο να ακουμπά το βλέμμα μας, παύουν να υπάρχουν τα κοντινά πράγματα κι όλα τα μακρινά βρίσκονται απείρως μακριά.
 
Αίσθημα παρόμοιο μ' εκείνο που θα δοκίμαζε κάποιος ο οποίος, χωρίς να έχει προηγουμένως προετοιμαστεί ή να έχει περάσει από ένα μεταβατικό στάδιο, θα βρισκόταν ξαφνικά από το δωμάτιό του στην κορυφή ενός υψηλού βουνού.
 
Η τρομακτική ανασφάλεια, η εγκατάλειψη στο άγνωστο θα τον εκμηδένιζε σχεδόν.
 
Θα φανταζόταν πως έπεφτε ή πως εκτοξευόταν στο διάστημα ή πως γινόταν χίλια κομμάτια.
 
Το μυαλό του θα έπρεπε να εφεύρει ένα τεράστιο ψέμα για να μπορέσει να ξαναβρεί ή να ξεκαθαρίσει τα συναισθήματά του.
 
Έτσι και για κείνον που γίνεται μοναχικός, αλλάζουν όλες οι αποστάσεις και όλα τα μεγέθη.
 
Πολλές απ' αυτές τις αλλαγές εμφανίζονται ξαφνικά και, όμοια με τον άνθρωπο που απ' τη μια στιγμή στην άλλη βρίσκεται στην κορυφή του βουνού, γεννιούνται μέσα του πρωτόγνωρες φαντασιώσεις και παράξενες αισθήσεις που μοιάζει να αναπτύσσονται πέρα από τα μέτρα που μπορεί να αντέξει.
 
Rainer Maria Rilke, Τα όρια της αγάπης και του πόνου

Φροϋδικό ολίσθημα: Όταν το ασυνείδητο εισβάλλει στη γλώσσα

Ο Φρόιντ θεωρούσε ότι τα όνειρα αποτελούν τη «βασιλική οδό» προς το ασυνείδητο. Όμως, ίχνη ασυνειδήτου δεν βρήκε μόνο στις ιστορίες που πλάθουμε στον ύπνο μας, αλλά επίσης στα λάθη της γλώσσας και στο χιούμορ. Το φροϋδικό ολίσθημα είναι τα λάθη που κάνουμε στο λόγο μας (προφορικό ή και γραπτό) χωρίς προφανές νόημα.

Τα lapsus, ή αλλιώς παραπράξεις, είναι πράξεις παράλειψης ή επιλεκτικής αμνησίας, οι οποίες αποκαλύπτουν κρυμμένα μηνύματα που «γλιστρούν» και ξεφεύγουν από το ασυνείδητο, εκφραζόμενα μέσα στη γλώσσα. Το ασυνείδητό μας δηλαδή παρεισφρέει στο συνειδητό μας χωρίς εμείς να μπορούμε να το ελέγξουμε.

Υπάρχουν πολλά πράγματα που θέλουμε να πούμε, τα οποία όμως θα προκαλούσαν καταστροφή ή θα πλήγωναν, και άλλα που έχουμε απωθήσει και θάψει στο ασυνείδητο και τα οποία μας αποκαλύπτονται χωρίς να το θέλουμε. Το φροϋδικό ολίσθημα είναι ο μεγαλύτερος φόβος κάθε ανθρώπου που πρόκειται να μιλήσει δημόσια. Και υπάρχουν κατά καιρούς διάφορα παραδείγματα σημαντικών προσώπων, ακόμα και ηγετών χωρών, που έχουν «υποπέσει» άθελά τους σε τέτοια λάθη.

Για τον Φρόιντ, τον πατέρα της ψυχανάλυσης, δεν ήταν αρκετό να ακούει απλά τους θεραπευόμενούς του να λένε τι σκέφτονται. Οι αληθινές, βαθιές επιθυμίες τους, πίστευε, βρίσκονταν στα λάθη της γλώσσας. Αυτά τα λεκτικά ολισθήματα μπορούν να αποκαλύψουν απαγορευμένες και καταπιεσμένες επιθυμίες, οι οποίες είχαν απωθηθεί επιτυχώς (μέχρι εκείνη τη στιγμή) στο ασυνείδητο. Τα λεκτικά λάθη, λοιπόν σύμφωνα με τον Freud, δεν είναι καθόλου τυχαία· είναι σημαντικά κομμάτια του παζλ που μπορούν να μας αποκαλύψουν μια αλήθεια. Άλλωστε, το δηλώνει και η ίδια η ελληνική γνωστή παροιμία «Γλώσσα λανθάνουσα την αληθείαν λέγει».

Υπάρχουν δύο λόγοι για τους οποίους μπορεί να υποπέσουμε σε ένα φροϋδικό ολίσθημα: αρχικά, η προσπάθεια να προσέξουμε μήπως μας ξεφύγει κάτι, προσπάθεια που τελικά έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, και μια εσωτερική καθοριστική ένταση που σχετίζεται με κάτι «απαγορευμένο». Αυτές οι εντάσεις, επειδή δεν γίνονται αποδεκτές από το συνειδητό μέρος του ατόμου ή από την κοινωνία, βρίσκουν διέξοδο στη γλώσσα ή και στο χιούμορ.

Σύγχρονη αντίληψη για το φροϋδικό ολίσθημα
Ο όρος χρησιμοποιείται αρκετά μέχρι και σήμερα, πολλές φορές με χιουμοριστικό τρόπο, σε περιπτώσεις που κάποιος κάνει ένα λάθος στην ομιλία του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, συνήθως λέμε ότι το λάθος αποκαλύπτει κάποιο κρυμμένο συναίσθημα από πλευράς ομιλητή.

Αν και ο Φρόιντ έδωσε μεγάλο βάρος στο κρυφό νόημα αυτών των λαθών, τα λεκτικά λάθη αποτελούν πολλές φορές απλά ένα αναπόφευκτο μέρος της ζωής μας. Σύμφωνα με μία εκτίμηση που έγινε, οι άνθρωποι κάνουμε ένα με δύο λάθη για κάθε 1.000 λέξεις που αρθρώνουμε.

Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 7 με 22 λεκτικά ολισθήματα κατά τη διάρκεια της μέρας, ανάλογα το πόσο πολύ μιλάμε. Κάποια από αυτά τα λάθη μπορούν πράγματι να αποκαλύπτουν ασυνείδητες σκέψεις και συναισθήματα, αλλά σε άλλες περιπτώσεις, αποτελούν απλές περιπτώσεις κεκτημένης ταχύτητας και λαθών. Ορισμένες έρευνες έχουν υποστηρίξει την ιδέα του Φρόιντ ότι οι ασυνείδητες ή καταπιεσμένες σκέψεις μπορούν να αυξήσουν την πιθανότητα λεκτικών λαθών.

Για παράδειγμα, οι Motley and Bears (1979) βρήκαν ότι οι συμμετέχοντες που πίστευαν ότι μπορεί να νιώσουν πόνο από ηλεκτρικό σοκ ήταν πιθανότερο να κάνουν λεκτικά λάθη που σχετίζονταν με τη δοκιμασία. Επίσης, όσοι βρίσκονταν κοντά σε μια γοητευτική ερευνήτρια ήταν επίσης πιθανότερο να τους ξεφύγουν φράσεις και λέξεις που σχετίζονταν με το φλερτ. Σε πολλές περιπτώσεις, όσο περισσότερο προσπαθούμε να μην σκεφτούμε κάτι, τόσο πιθανότερο είναι αυτό να διεισδύσει στο νου και συνεπώς στο λόγο μας.

Είμαι ευτυχής κάνοντας αυτό που κάνω;

Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι μια πλήρης ζωή απαιτεί έναν ελάχιστο βαθμό στοχασμού, αυτοπειθαρχία για να ελέγχουμε τη φυσική μας ροπή προς την ηδονή, και τη σοφία ν’ αναρωτιόμαστε και ν’ απαντάμε με ειλικρίνεια στην ερώτηση:

Είμαι ευτυχής κάνοντας αυτό που κάνω;

Είναι προφανές ότι ένα τέτοιο ερώτημα προϋποθέτει ότι έχουμε ξεκαθαρίσει:

Υπάρχει ευτυχία;
Είναι πραγματικότητα ή αποκύημα της φαντασίας μας;
Είναι μύθος, όπως είπε κάποτε η μεγάλη Τίτα Μερέγιο;
Είναι ευτυχία το να νιώθεις ερωτευμένος, όπως τραγουδούσε ο Παλίτο Ορτέγα;

Άκουσα κάποτε έναν κυνικό (φιλόσοφο) να υποστηρίζει ότι η ευτυχία είναι μια λέξη που επινόησαν κάποιοι ποιητές επειδή ομοιοκαταληκτεί με τη φιλία και την αιωνιότητα.

Ανεξάρτητα από το περιεχόμενο, η ρήση αυτή υπονοεί κάτι αρκετά περίπλοκο και βαρυσήμαντο, καθώς, σχετικά με το νόημα της ευτυχίας, – όπως και για κάποια άλλα θέματα-, είναι αναγκαίο να έχουμε μια συγκεκριμένη θέση.

Δεν πιστεύω πως χρειάζεται να έχουμε μια ξεκάθαρη θέση για όλα τα πράγματα, υπάρχουν, όμως, τουλάχιστον πέντε θέματα για τα οποία ένα άτομο σε διαδικασία ανάπτυξης θα έπρεπε να έχει ξεκαθαρίσει τη θέση του. Να έχει, δηλαδή, μια στοιχειώδη αποφασιστικότητα, μια σαφή προσέγγιση, να έχει καταλήξει σε μιαν απόφαση. Δεν έχει σημασία αν είναι αυτή ή εκείνη, τούτη ή η άλλη, αρκεί να είναι δική του, να την ξέρει και να την προασπίζεται με τις πράξεις του.

Όταν συζητώ με συναδέλφους, υποστηρίζω πάντα ότι καλός θεραπευτής δεν είναι αυτός που τα έχει όλα λυμένα, οπωσδήποτε, όμως, είναι αυτός που έχει λύσει οριστικά αυτά τα τέσσερα-πέντε σημαντικά ζητήματα, στα οποία οι ασθενείς ή οι συμβουλευόμενοί του θα αντιμετωπίζουν προβλήματα- και πολλές φορές σοβαρά.

Όσον αφορά τα υπόλοιπα θέματα, η θέση του μπορεί και να μην είναι ιδιαίτερα σημαντική. Όμως, για να δουλέψει κανείς στο χώρο της ψυχικής υγείας- επαναλαμβάνω-, πρέπει να έχει λύσει οριστικά αυτά τα λίγα καίρια ζητήματα ή, τουλάχιστον, να έχει γι’ αυτά μια ξεκάθαρη άποψη.

Επιτρέψτε μου να αναπτύξω αυτή την ιδέα παίρνοντας ως παράδειγμα ένα απ’ αυτά: τη σχέση με τους γονείς.

Αν ένα οποιοδήποτε άτομο δεν έχει λύσει αυτό το θέμα, τότε έχει πρόβλημα. Αν, όμως, φιλοδοξεί να γίνει θεραπευτής, τότε το πρόβλημά του αποτελεί εγγύηση ότι θα περιπλέξει και τη ζωή κάποιου άλλου.

Τι ακριβώς σημαίνει έχω λύσει το θέμα; Σ’ αυτήν την περίπτωση σημαίνει ότι δεν υπάρχει ενδοψυχική σύγκρουση.

Δεν μου φαίνεται τόσο φοβερό να πει κάποιος στους γονείς του: “Δεν θέλω να σας ξαναδώ στη ζωή μου”, αυτή είναι, όμως, μια απόφαση που θα πρέπει να την έχει πάρει με ειλικρίνεια και αποφασιστικότητα.

Υπ’ αυτήν την έννοια, αξίζει τον κόπο ν’ αναρωτηθούμε:

Τι σημαίνει ευτυχία για μένα;

Σημειώστε ότι δεν έχει σημασία να ορίσουμε την ευτυχία για όλους, ούτε ν’ αποφασίσουμε τι θα έπρεπε να σημαίνει για τους άλλους. Αυτό που είναι σημαντικό, απαραίτητο – μπαίνω στον πειρασμό να πω: επιτακτική ανάγκη- είναι ν’ αποφασίσει ο καθένας τι σημαίνει ευτυχία για τον ίδιο του τον εαυτό.

Ασφαλώς, θα πρέπει κι εσείς ν’ αναζητήσετε τη δική σας θέση. Κι αυτή είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν θα συμπίπτει με τη δική μου.

Μέσα στον Γαλαξία μας υπάρχει τα «ίχνη» ενός παλαιότερου

Τα «ίχνη» ενός γαλαξία που έπεσε στον Γαλαξία μας πριν από περίπου 10 δισεκατομμύρια χρόνια εντόπισαν επιστήμονες, γεγονός που ενδεχομένως να αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη διαφοροποίηση του δικού μας γαλαξία, κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του. 
 
Τα παραπάνω αποτελούν το συμπέρασμα μιας νέας έρευνας που βασίζεται σε 2 δισεκατομμύρια μετρήσεις του πως τα άστρα κινούνται μέσα στο Γαλαξία μας. Βάσει αυτών των μετρήσεων, οι επιστήμονες κατόρθωσαν να διαπιστώσουν ότι περίπου 33.000 άστρα δε γεννήθηκαν στον γαλαξία μας, αλλά μεταφέρθηκαν από αλλού. 
 
«Ο Γαλαξίας μας είναι ένας κανίβαλος». «Ήταν εδώ και πολύ καιρό στο παρελθόν», δήλωσε η Kathryn Johnston, αστρονόμος στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια στη Νέα Υόρκη, που συμμετείχε στην ομάδα που πραγματοποίησε τη συγκεκριμένη έρευνα. 
 
«Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια αστυνομική έρευνα. Ο γαλαξίας που εξετάζουμε δεν υπάρχει πια, είναι ένας νεκρός γαλαξίας, οπότε πρόκειται για μία κάπως διασκεδαστική έρευνα», τόνισε η Kathryn Johnston.
 
Η  συγκεκριμένη μελέτη ήταν δυνατή γιατί τα αστέρια εμπεριέχουν μια μορφή δαχτυλικού αποτυπώματος της καταγωγής τους. Μέσα στην κίνησή τους διατηρούν μια μνήμη του τόπου όπου γεννήθηκαν», τόνισε η Amina Helm του Πανεπιστημίου του Γκρένιγκεν στην Ολλανδία, που ηγήθηκε της έρευνας.
 
Τα άστρα – «πρόσφυγες»
Η Amina Helm και οι συνεργάτες της χρησιμοποίησαν τα δεδομένα από το διαστημικό σκάφος Gaia που χαρτογραφεί με απαράμιλλη ακρίβεια 1 δις άστρα στον Γαλαξία και εντόπισαν περί τα 33.000 άστρα που κινούνται με εντελώς διαφορετικό τρόπο από ό,τι το μεγαλύτερο μέρος των άστρων του γαλαξία μας.
 
Εξάλλου, η επιστημονική ομάδα μελέτησε επίσης και τη χημεία περίπου 600 από αυτά τα άστρα- πρόσφυγες, χρησιμοποιώντας στοιχεία από τηλεσκόπια στη Γη, στοιχεία που επίσης επιβεβαίωσαν τη διαφορετική προέλευση των αστεριών.
 
Και ήταν τέτοιο το μέγεθος των δεδομένων, που επέτρεψε στους επιστήμονες να υπολογίσουν τόσο το μέγεθος όσο και την ηλικία του γαλαξία που κανιβαλίστηκε από τον Γαλαξία μας.
 
Σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, ο εν λόγω γαλαξίας είχε το 1/5 του μεγέθους του δικού μας. Και ενώ δεν είναι η μόνη σύγκρουση γαλαξιών που έχει εντοπιστεί από τους επιστήμονες, πρόκειται για μια τεράστια σύγκρουση.
 
Η ερευνητική ομάδα ονόμασαν τον κανιβαλισμένο γαλαξία: Gaia-Enceladus προκειμένου να τιμήσουν το διαστημικό όργανο που βοήθησε στην ολοκλήρωση της έρευνας.
 
Στην ελληνική μυθολογία, ο Εγκέλαδος ήταν ο Τιτάνας γιος της Γαίας, που ετάφη κάτω από το ηφαίστειο στη Σικελία, προκαλώντας έντονη σεισμική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, η εν λόγω γαλαξιακή ταφή θα είχε προκαλέσει κι αυτή με τη σειρά της πολλές συμπαντικές αναταράξεις.

Αρχαία Ελληνική Τραγωδία: Όψεις της τραγικής σύνθεσης - Η ικεσία

Η ικεσία είναι μια μορφή της πραγματικής ζωής η οποία αντικατοπτρίζεται στη θεατρική πράξη ως καταφυγή σε κάποιον βωμό, ναό ή ιερό χώρο, προκειμένου ένα πρόσωπο (ή μια ομάδα) να προστατευθεί από κάποια απειλή που θέτει σε κίνδυνο την ύπαρξή του ή ακυρώνει ένα επείγον και ζωτικό αίτημά του. Η ικεσία μπορεί να απευθύνεται και σε ένα πρόσωπο, οπότε ο ικέτης υιοθετεί συγκεκριμένες τελετουργικές χειρονομίες, όπως η αφή των γονάτων, του δεξιού χεριού ή της γενειάδας του ατόμου από το οποίο προσδοκάται η προστασία. Αυτά τα μέρη του σώματος θεωρούνται η έδρα της ζωής, της φυσικής δύναμης και της αναπαραγωγικής ικανότητας του ανθρώπου, και ο ικέτης πιστεύει ότι η επαφή μαζί τους συμβάλλει στη διοχέτευση της προστατευτικής δύναμής τους στον ίδιο. Η καταφυγή σε βωμό, αν και δεν είναι τελείως άγνωστη, δεν απαντά στον Όμηρο. Ο Φήμιος (Οδύσσεια χ 333 κ.ε.), για παράδειγμα, σκέφτεται πώς να προστατέψει τη ζωή του από την επιθετικότητα του Οδυσσέα. Για τον σκοπό αυτόν ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: είτε να καταφύγει στον βωμό του Δία είτε να ικετέψει τον Οδυσσέα για τη σωτηρία του. Τελικά επιλέγει την τελευταία δυνατότητα. Η ικεσία όμως δεν περιορίζεται μόνο στον κόσμο των θνητών, αλλά αφορά και τους θεούς. Έτσι, ήδη στην πρώτη ραψωδία της Ιλιάδας η Θέτιδα ικετεύει τον Δία να τιμήσει τον γιο της, τον Αχιλλέα, την υπόληψη του οποίου έχει προσβάλει ο Αγαμέμνων. Για τον σκοπό αυτόν πιάνει τα γόνατα του θεού με το ένα χέρι και με το άλλο τη γενειάδα του. Ο Δίας αποδέχεται το αίτημά της. Η συγκεκριμένη τελετουργική κίνηση δεν είναι πάντοτε απαραίτητο να πραγματοποιείται, αλλά η ικεσία μπορεί να είναι μόνο φραστική. Έτσι, στην Οδύσσεια (ζ 141 κ.ε.), όταν ο Οδυσσέας συναντά τη Ναυσικά, ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο επιλογές: είτε να πιάσει τα γόνατά της είτε απλώς να της απευθύνει την παράκλησή του. Προκρίνει την τελευταία δυνατότητα, μολονότι αρχίζει τον λόγο του με το ρήμα γουνούμαι. Παρόμοιες περιπτώσεις είναι αναμενόμενες, όταν δεν διακυβεύεται κάτι ιδιαίτερα κρίσιμο, π.χ. επιδιώκεται μια πληροφορία. Αντίθετα, η τελετουργική ικεσία είναι σημαντικότερη, και, όταν διακόπτεται, τότε η συνέπειές της είναι σοβαρές και μπορούν να οδηγήσουν στον θάνατο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Οδυσσέα, όταν ικετεύει την Αρήτη στη Σχερία, πιάνοντας τα γόνατά της και καθισμένος στο έδαφος πάνω στις στάχτες της εστίας του παλατιού του Αλκίνοου (Οδύσσεια η 153 κ.ε.). Η εστία είναι ο πιο ιερός χώρος του σπιτιού και συμβολίζει την ασφάλεια και την αλληλεγγύη της οικογένειας, συμπεριλαμβανομένων των δούλων. Επομένως, η καταφυγή στην εστία δηλώνει το αίτημα να ενταχθεί κάποιος στην οικογένεια και κατ' επέκταση στην ευρύτερη κοινωνία. Το βασιλικό ζεύγος της Σχερίας μένει βυθισμένο στη σιωπή για αρκετή ώρα, σιωπή που προκαλεί την αντίδραση ενός γέροντα καλεσμένου, ο οποίος συμβουλεύει τον Αλκίνοο να σηκώσει τον ικέτη, να του παραχωρήσει τιμητική θέση και να του προσφέρει κρασί και τροφή. Ο βασιλιάς τότε παίρνει από το χέρι τον Οδυσσέα και τον καθίζει δίπλα του στη θέση που προηγουμένως κατείχε ο γιος του. Η ανόρθωση του ικέτη από τον βασιλιά δείχνει την αποδοχή του αιτήματός του, ενώ το νίψιμο των χεριών, η σπονδή και το φαγητό που ακολουθούν τον αναβαθμίζουν από ικέτη σε ξένον, δηλαδή γνώριμο από φιλοξενία, μια σχέση ισοτιμίας. Στην Εκάβη του Ευριπίδη η ομώνυμη ηρωίδα απευθύνει μια φραστική παράκληση προς τον Οδυσσέα να μη θυσιαστεί η θυγατέρα της, η Πολυξένη, στον τάφο του Αχιλλέα (234 κ.ε.). Ο ήρωας απορρίπτει την ικεσία, και τότε η πονεμένη μητέρα ζητά από την κόρη της να αναλάβει η ίδια την ικεσία. Ο Οδυσσέας αποστρέφει το πρόσωπό του και κρύβει το δεξί του χέρι, ώστε να μην πραγματοποιηθεί μια ολοκληρωμένη τελετουργική επαφή της Πολυξένης μαζί του, γιατί αυτό θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση. Η Πολυξένη όμως τον καθησυχάζει ότι δεν σκοπεύει να προβεί σε ικεσία και υπογραμμίζει ότι προτιμά τον θάνατο από τη δουλεία. Το παράδειγμα της Πολυξένης είναι διδακτικό, γιατί δείχνει ότι ο ικέτης χάνει το αίσθημα τιμής που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο άνθρωπο και υποτάσσεται ταπεινωτικά στην εξουσία και τη διακριτική ευχέρεια του ατόμου από το οποίο προσδοκά προστασία ή βοήθεια. Στη Μήδεια η ομώνυμη ηρωίδα απαντά στην αξίωση του Κρέοντα να εγκαταλείψει αμέσως την Κόρινθο με μια φραστική ικεσία (324 κ.ε.), αλλά δεν τον πείθει, και ο βασιλιάς επιμένει στην άμεση αναχώρηση της ηρωίδας. Η Μήδεια επικαλείται τον Δία, τον προστάτη των ικετών, και πλησιάζει τον Κρέοντα για να τον ικετεύσει τελετουργικά. Εκείνος, υπό την πίεση της ικεσίας και της διαβεβαίωσης της ηρωίδας ότι θα μείνει στην Κόρινθο μόνο μία ημέρα ακόμη, κάμπτεται και της παραχωρεί την αιτούμενη ημέρα, την ημέρα που η Μήδεια θα εξοντώσει τη Γλαύκη και τον ίδιο με τα θανάσιμα γαμήλια δώρα και ακολούθως θα σφάξει τα παιδιά της. Και στον Ιππόλυτο, όταν οι προσπάθειες της τροφού αποτυγχάνουν, εκείνη πέφτει στα γόνατα της Φαίδρας και της πιάνει το χέρι (324), ικετεύοντάς την να της αποκαλύψει την αιτία της αρρώστιας της· τελικά κατορθώνει να εκμαιεύσει την αλήθεια, τον έρωτα της δέσποινάς της για τον Ιππόλυτο.
 
Στις περιπτώσεις καταφυγής ενός προσώπου σε βωμό δημιουργείται ένα τρίγωνο, καθώς, εκτός από τον ικέτη και τον προστάτη, προστίθεται ο διώκτης ή κάποιος εκπρόσωπός του. Το τρίγωνο αυτό απαντά σε ποικίλες παραλλαγές.
 
Στις Ικέτιδες του Αισχύλου το δίλημμα του Πελασγού είναι βαρύ: αν παράσχει άσυλο στις Δαναΐδες, θα εμπλέξει την πόλη του σε πόλεμο με τους Αιγυπτίους. Σε αντίθετη περίπτωση πάλι θα παραβιάσει το δίκαιο του ικέσιου Δία με απρόβλεπτες συνέπειες για τον ίδιο και την πόλη. Τελικά αποφασίζει, με τη σύμφωνη γνώμη της λαϊκής συνέλευσης των Αργείων, την παροχή ασύλου και, όταν οι Δαναΐδες απειλούνται, παρεμβαίνει και τις προστατεύει. Το δράμα ολοκληρώνεται με την υποδοχή των ικετίδων στην πόλη και την έκφραση ευχαριστιών εκ μέρους του Χορού. Η αντιπαράθεση με τον εκπρόσωπο των Αιγυπτίων καταλήγει σε αποπομπή του, γιατί ο Πελασγός έχει πειστεί ότι το θεϊκό δίκαιο εναρμονίζεται με το δίκαιο της πόλης που παραχώρησε με απόφασή της άσυλο στους ικέτες.
 
Και στις Ευμενίδες απαντά το μοτίβο της φυγής του Ορέστη που καταδιώκεται από τις Ερινύες, της ικεσίας στο άγαλμα της Αθηνάς και της αντιπαράθεσης της θεάς με τις Ερινύες. Η αντιπαράθεση αυτή όμως δεν διεξάγεται αυτόνομα αλλά στο πλαίσιο του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου. Ενώ η συνέλευση των Αργείων στις Ικέτιδες τοποθετείται στον εξωσκηνικό χώρο, η δίκη του Ορέστη διεξάγεται επί σκηνής. Και εδώ οι Ερινύες απειλούν με συμφορές την πόλη, αλλά τελικά πείθονται από τη θεά και μετατρέπονται σε ευνοϊκά πνεύματα. Ενώ δηλαδή στις Ικέτιδες η αντιπαράθεση οδηγεί σε πόλεμο, η διεξαγωγή του οποίου υπερβαίνει τα όρια του συγκεκριμένου δράματος, στις Ευμενίδες η σύγκρουση καταλήγει σε συμφιλίωση, κάτι ευεξήγητο, αν αναλογιστούμε ότι πρόκειται για το τελευταίο δράμα της τριλογίας. Το μέσο που εξασφαλίζει την ευτυχή έκβαση είναι η πειθώ, η οποία αναγνωρίζει στις Ευμενίδες μέσω του φόβου κάποιον συγκεκριμένο ρόλο, την εξισορρόπηση των αντίθετων τάσεων και τελικά την πολιτική ομαλότητα.
 
Στον σοφόκλειο Οιδίποδα επί Κολωνώ την απόφαση για την τύχη του ικέτη δεν λαμβάνεται από ένα συλλογικό σώμα (λαϊκή συνέλευση των Αργείων, Άρειος Πάγος) αλλά από τον ίδιο τον Θησέα, ενώ ο Χορός, πριν από την εμφάνιση του βασιλιά, έντρομος πληροφορείται την ταυτότητα του ικέτη. Ούτε ο διώκτης είναι μια ομάδα (Αιγύπτιοι, Ερινύες) αλλά ένα πρόσωπο, ο Κρέων, ο οποίος επιχειρεί να εκβιάσει την κατάσταση απάγοντας τις θυγατέρες του Οιδίποδα, που σώζονται με παρέμβαση του Θησέα, μια εξωσκηνική δράση άγνωστη στα δράματα ικεσίας του Αισχύλου. Τέλος, το δίλημμα δεν αφορά την απειλούμενη με πόλεμο πόλη και τον σεβασμό του θεϊκού δικαίου, όπως στις Ικέτιδες. Ο ικέτης μάλιστα δεν είναι ένα αδύναμο πρόσωπο, αλλά μετατρέπεται με τον μυστικό θάνατό του σε προστατευτική δύναμη της Αθήνας. Η ιδιοτυπία του έργου έγκειται στο γεγονός ότι στο πλαίσιό του απαντά μια επαναλαμβανόμενη σκηνή ικεσίας. Αυτή τη φορά ικέτης είναι ο Πολυνείκης και αποδέκτης της ικεσίας ο Οιδίπους, τον οποίο ο γιος του θέλει να πάρει με το μέρος του, ενώ δεν υπάρχει διώκτης. Ο πατέρας όμως αρνείται κατηγορηματικά τη βοήθειά του, και έτσι ανοίγει ο δρόμος για την αλληλοκτόνο σύγκρουση των δύο αδερφών. Ο Σοφοκλής δομεί τη σκηνή σε αντιστοιχία προς την ικεσία του Οιδίποδα. Μια χαρακτηριστική ένδειξη προς την κατεύθυνση αυτή είναι η πρώιμη γνωστοποίηση της ταυτότητας του ικέτη.
 
Το τρίγωνο φυγή-ικεσία-αντιπαράθεση του εχθρού με τον προστάτη απαντά και στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη. Όπως στις Ικέτιδες του Αισχύλου, ικέτης είναι μια ομάδα, τα παιδιά του Ηρακλή, που συνοδεύεται στις περιπλανήσεις της από τον Ιόλαο και την Αλκμήνη. Ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα προκαλεί με την εμφάνισή του την κλήση σε βοήθεια εκ μέρους του Ιολάου, οπότε εισέρχεται ο Χορός, όπως συμβαίνει και στον Οιδίποδα επί Κολωνώ, όπου ο Χορός προηγείται της εμφάνισης του σωτήρα. Ο Χορός πληροφορείται την προϊστορία των παιδιών του Ηρακλή, την οποία μεταφέρει συνοπτικά στον γιο του Θησέα, τον Δημοφώντα. Ο απεσταλμένος του Ευρυσθέα εκφράζει την άποψη του δεσπότη του και υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μια απόρριψη της ικεσίας. Ο Ιόλαος απαντά με μια εκτενή ρήση στον απεσταλμένο, και ακολουθεί μια στιχομυθία με αντιπαράθεση του Δημοφώντα με τον απεσταλμένο, ο οποίος αποχωρεί εκτοξεύοντας απειλές κατά της Αθήνας. Εδώ διαπιστώνουμε ότι στην αντιπαράθεση με τον εχθρό συμμετέχει ενεργητικά και η απειλούμενη πλευρά, η οποία με τα αντεπιχειρήματά της αφενός απαντά στη ρήση του απεσταλμένου και αφετέρου οπλίζει με επιχειρήματα τον Δημοφώντα για τη δική του αντιπαράθεση με τον Αργείο εκπρόσωπο του Ευρυσθέα, επιχειρήματα που θεμελιώνουν συγχρόνως το αίτημα των ικετών. Την απόρριψη της απαίτησης του Ευρυσθέα θα αναμενόταν να την ακολουθήσει μια αγγελική ρήση με περιγραφή της πολεμικής σύγκρουσης των Αθηναίων με τους Αργείους. Αντί αυτού όμως παρεμβάλλεται η μαντεία με την απαίτηση μιας ανθρωποθυσίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η νίκη των Αθηναίων. Ο Δημοφών δείχνει προβληματισμένος από αυτή την εξέλιξη, αλλά τον απαλλάσσει από το αδιέξοδο η Μακαρία, η οποία με αυτοθυσία και αδιαπραγμάτευτη επιμονή προσφέρει τη ζωή της για το σωτήριο εγχείρημα. Ωστόσο, ούτε και τώρα θα πραγματοποιηθεί η αναμέτρηση, αλλά θα προηγηθεί η επιμονή του Ιολάου να λάβει μέρος στη μάχη παρά την προχωρημένη ηλικία του. Όπως πληροφορούμαστε αργότερα, η συμμετοχή του γίνεται εφικτή χάρη σε ένα θαύμα, την πρόσκαιρη αναζωογόνηση/ανανέωσή του, η οποία μάλλον δεν εκφράζεται με μια εμφανισιακή μεταβολή αλλά με την απροσδόκητη δύναμη για συμμετοχή στη μάχη, όπως συμβαίνει με τον Κάδμο και τον Τειρεσία στις Βάκχες, οι οποίοι, παρά τη γεροντική ηλικία τους, ξεκινούν πεζοί για τον Κιθαιρώνα.
 
Το δεύτερο πολιτικό δράμα που πραγματεύεται παρόμοιο θέμα με την προηγούμενη τραγωδία και αποσκοπεί στην ανάδειξη της Αθήνας σε προστάτιδα των αδικημένων είναι οι Ικέτιδες. Εδώ δεν πρόκειται για κάποια καταδίωξη αλλά για την άρνηση των Θηβαίων να παραδώσουν στις μητέρες τους τα άψυχα σώματα των Αργείων αρχηγών που έπεσαν κατά την εκστρατεία τους εναντίον της Θήβας. Η ικεσία, επομένως, δεν αφορά μια ομάδα που βρίσκεται σε κίνδυνο αλλά ένα δίκαιο θρησκευτικό αίτημα. Και εδώ εμφανίζεται ένας εκπρόσωπος των Θηβαίων που αντιπαρατίθεται με τον Θησέα, ο οποίος τελικά αποφασίζει να εξασφαλίσει την επιστροφή των νεκρών για ταφή με πολεμική επιχείρηση. Με τη νικηφόρα έκβαση της επέμβασης οι νεκροί τοποθετούνται σε πυρά, και ο Άδραστος εκφωνεί τον επιτάφιο λόγο.
 
Η Ανδρομάχη και ο Ηρακλής είναι δίπτυχα δράματα. Με τον όρο αυτόν εννοούμε τα έργα που διχοτομούνται και κάποτε έχουν και διαφορετικό πρωταγωνιστή· στις Τραχίνιες του Σοφοκλή, για παράδειγμα, στο πρώτο μέρος της δράσης πρωταγωνιστεί η Δηιάνειρα, ενώ στο δεύτερο ο Ηρακλής. Βάσει αυτών στην Ανδρομάχη η απειλούμενη ομώνυμη ηρωίδα σώζεται τελικά στο πρώτο μέρος του δράματος, ενώ στο δεύτερο φαίνεται να απειλείται η διώκτριά της, η Ερμιόνη. Στον Ηρακλή ο σωτήρας της οικογένειάς του στο πρώτο μέρος του έργου, ο Ηρακλής, στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε εξολοθρευτή της. Η διαφορά των δύο δραμάτων έγκειται στο γεγονός ότι στον Ηρακλή σωτήρας και διώκτης ταυτίζονται εξαιτίας της μανίας του ήρωα, ενώ στην Ανδρομάχη ο πιθανός τιμωρός της Ερμιόνης, ο σύζυγός της Νεοπτόλεμος, φονεύεται στους Δελφούς και επιστρέφει στη Φθία ως άψυχο σώμα. Την Ερμιόνη θα την πάρει μαζί του ως σύζυγο ο Ορέστης. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η διαπίστωση ότι η σωτηρία της Ανδρομάχης προέρχεται, με απροσδόκητο τρόπο, από έναν αδύναμο γέροντα, τον Πηλέα, ο οποίος εξευτελίζει τη σπαρτιατική πλευρά. Και στα δύο έργα οι σωτήρες υπερασπίζονται με αυτονόητο τρόπο στενούς συγγενείς τους και εμφανίζονται με αρκετή καθυστέρηση. Στον Ηρακλή μάλιστα ο Λύκος είναι πεπεισμένος ότι ο ομώνυμος ήρωας δεν θα επιστρέψει από τον Άδη. Και τα δύο δράματα αρχίζουν με μια σκηνή ικεσίας. Στο πρώτο η Ανδρομάχη βρίσκεται στο Θετίδειο, και στο δεύτερο η οικογένεια του Ηρακλή έχει καταφύγει στον βωμό του Δία. Και στα δύο έργα οι ικέτες αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την ασφάλεια της θέσης τους, πριν τελικά επέλθει η σωτηρία τους, ενώ δεν μεταβαίνουν σε άλλη πόλη, όπως συμβαίνει στις Ικέτιδες του Αισχύλου ή στους Ηρακλείδες του Ευριπίδη. Στον Ηρακλή σημειώνεται και ένας αξιοπρόσεκτος εμπλουτισμός της δράσης. Ηρακλής και Λύκος δεν συναντιούνται επί σκηνής, και ο σωτήρας δεν έρχεται σε λεκτική αντιπαράθεση με τον διώκτη. Η αντιπαράθεση αυτή έχει ήδη πραγματοποιηθεί με τη σύγκρουση Αμφιτρύωνα και Λύκου. Όταν εμφανίζεται ο Ηρακλής και αντικρίζει την ετοιμοθάνατη οικογένειά του, αποφασίζει να εξοντώσει τον Λύκο, οπότε καταστρώνεται μια σκευωρία εις βάρος του τυράννου.
 
Στον Ίωνα η ικεσία διαδραματίζει δευτερεύοντα ρόλο, γιατί προκύπτει προς το τέλος του έργου από την εξέλιξη της πλοκής, και συγκεκριμένα ως αποτέλεσμα της απόφασης της Κρέουσας να δηλητηριάσει τον νέο, που τον θεωρεί εσφαλμένα νόθο γιο του Ξούθου. Η σκευωρία αποκαλύπτεται χάρη προφανώς σε παρέμβαση του Απόλλωνα, που δεν επιθυμεί, ασφαλώς, τον θάνατο του γιου του. Η Κρέουσα, καταδιωκόμενη από τον Ίωνα που επιθυμεί την τιμωρία της, επιζητεί προστασία στον βωμό του Απόλλωνα. Την κρίσιμη στιγμή της συνάντησης των αντιπάλων εμφανίζεται ως από μηχανής θεός η Ιέρεια του δελφικού ναού με το καλάθι στο οποίο είχε εκτεθεί ο Ίων ως βρέφος. Η Κρέουσα αναγνωρίζει το καλάθι και περιγράφει το περιεχόμενό του με ακρίβεια, οπότε πραγματοποιείται ο αναγνωρισμός μητέρας και γιου πρόωρα, αφού, σύμφωνα με το σχέδιο που έχει αποκαλύψει ο Ερμής στον πρόλογο του δράματος, ο αναγνωρισμός προοριζόταν να συντελεστεί στην Αθήνα.
 
Δευτερεύων είναι επίσης ο ρόλος της ικεσίας στην αρχή του σοφόκλειου Οιδίποδα Τυράννου. Ένας ιερέας επικεφαλής μιας ομάδας πολιτών διαφόρων ηλικιών έχει καταφύγει στον βωμό του παλατιού, όχι γιατί καταδιώκεται από κάποιον εχθρό, αλλά γιατί επιθυμεί να παρακαλέσει τον βασιλιά να αναλάβει δράση για την αντιμετώπιση του θανατηφόρου λοιμού που απειλεί με αφανισμό τη Θήβα. Είναι η πρώτη φορά που ο εχθρός δεν είναι προσωποποιημένος, αλλά εμφανίζεται με τη μορφή νόσου, και αυτό δημιουργεί έντονη ειρωνεία, αφού θα αποκαλυφθεί ότι υπεύθυνος του λοιμού είναι ο ίδιος ο βασιλιάς, που αποδεικνύεται πατροκτόνος και αιμομίκτης. Η ικεσία αναδεικνύει την προνοητικότητα του Οιδίποδα, ο οποίος έχει στείλει από καιρό τον Κρέοντα στους Δελφούς για να συμβουλευθεί το μαντείο σχετικά με το κρίσιμο πρόβλημα. Ο λαός θεωρεί τον βασιλιά του ευεργέτη γιατί απάλλαξε την πόλη από την επικίνδυνη παρουσία της Σφίγγας, και, από ό,τι φαίνεται, η διοίκηση της πόλης από τον Οιδίποδα έως την εκδήλωση του λοιμού υπήρξε άψογη. Το τέλος του έργου προσωποποιεί τον υπεύθυνο του λοιμού και οδηγεί τον Οιδίποδα στην αυτοτύφλωση και την Ιοκάστη στην αυτοκτονία.
 
Στην ευριπίδεια Ελένη η ικεσία στον τάφο του Πρωτέα διακόπτεται, όταν η ομώνυμη ηρωίδα πληροφορείται από τον Τεύκρο ότι ο Μενέλαος είναι νεκρός. Η Ελένη εγκαταλείπει τη θέση της και, με τη συνοδεία του Χορού, εισέρχεται στο παλάτι για να συμβουλευθεί τη μάντισσα Θεονόη σχετικά με την τύχη του συζύγου της και μαθαίνει ότι ο Μενέλαος ζει. Ο Μενέλαος ναυαγεί στις ακτές της Αιγύπτου, όπου αγνή παραμένει η σύζυγός του, την οποία συναντά και την αναγνωρίζει, όταν κάποιος από το πλήρωμά του τον πληροφορεί ότι η Ελένη που μετέφεραν από την Τροία ήταν ομοίωμα που εξαϋλώθηκε στην ατμόσφαιρα. Τότε το ζεύγος καταστρώνει μια σκευωρία εις βάρος του Θεοκλύμενου. Η Ελένη προσποιείται ότι αποδέχεται την πρόταση γάμου εκ μέρους του Θεοκλύμενου και του ζητά ένα πλοίο για να αποδώσει στη θάλασσα τις νεκρώσιμες τιμές στον πρώτο σύζυγό της, τον θάνατο του οποίου μόλις έχει πληροφορηθεί. Έτσι ο υποτιθέμενος θάνατος του Μενελάου στην αρχή του έργου γίνεται τώρα μέσο για τη σκευωρία. Το επανενωμένο ζεύγος δραπετεύει με το πλοίο που παραχωρήθηκε για την τελετή. Το έργο, επομένως, δεν θεωρείται δράμα ικεσίας αλλά δράμα αναγνώρισης και μηχανήματος (σκευωρίας) όπως η Ιφιγένεια η εν Ταύροις.
 
Η προηγούμενη ανάλυση καταδεικνύει ότι ένα δράμα μπορεί να περιστρέφεται γύρω από τη σχέση τριών ζευγών: ικέτης-εχθρός (π.χ. Ηρακλής), ικέτης-σωτήρας (π.χ. Οιδίπους επί Κολωνώ), εχθρός-σωτήρας (π.χ. Ευμενίδες). Το μοτίβο της ικεσίας μπορεί να συνδυαστεί με άλλα μοτίβα, όπως της εκούσιας αυτοθυσίας (Ηρακλείδες), της σκευωρίας (Ηρακλής), της αναγνώρισης (Ίων), ενώ σε τρία δράματα (Οιδίπους Τύραννος, Ίων, Ελένη) ο ρόλος της ικεσίας είναι περιθωριακός.