Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Αυθαίρετα συμπεράσματα

Ο Διδάσκαλος είπε στον νεαρό την ιστορία για έναν βασιλιά που περνούσε με την συνοδεία του του μέσα από μια μικρή πολιτεία και πρόσεξε τα αποτελέσματα μιας εντυπωσιακά εύστοχης τοξοβολίας.

Ζωγραφισμένοι πάνω στα δέντρα, φράχτες και τοίχους, ήταν στόχοι - κύκλοι που έδειχναν πως χτυπήθηκαν ακριβώς στο κέντρο. Ο βασιλιάς διέταξε να φέρουν κοντά του τον τοξότη. Ήταν ένα δεκάχρονο αγόρι.

-Αδύνατον! φώναξε ο βασιλιάς, Πώς το κατάφερες;

-Πολύ απλά, απάντησε το παιδί, πρώτα ρίχνω και μετά ζωγραφίζω τους κύκλους.

Ύστερα ο Διδάσκαλος συμπλήρωσε:

-Εσύ δεν ακούς για να γνωρίζεις κάτι καινούριο, αλλά για να βρεις επιβεβαίωση στις σκέψεις σου. Εσύ λογομαχείς όχι για να βρεις την αλήθεια, αλλά για να υπερασπίζεις τις πεποιθήσεις σου.

-Το ίδιο όπως κάνει το παιδί με τους στόχους, και εσύ πρώτα βγάζεις αυθαίρετα συμπεράσματα και μετά ανεγείρεις γύρω τους το τελικό αποτέλεσμα.

Ακριβώς έτσι δημιούργησες την ιδεολογία σου και τη θρησκεία σου.

Κινέζοι επιστήμονες ισχυρίζονται πως δημιούργησαν τρένο με ταχύτητα 2900 χ.α.ω.!

Επιστήμονες από το πανεπιστήμιο του Jiaotong στην Κίνα δημιούργησαν μια πειραματική υπο  κλίμακα διάταξη  όπου θεωρητικά τουλάχιστον ένα τρένο μαγνητικής πρόωσης (maglev( θα μπορεί να αναπτύσσει την απίστευτη ταχύτητα των 2900 χ.α.ω.
Το τρένο θα κινείται μέσα σε μια τεχνητή σήραγγα σε συνθήκες πλησίον του κενού. Σήμερα το ταχύτερο  τρένο τεχνολογίας maglev που χρησιμοποιείται για τη μεταφορά επιβατών μπορεί να αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα 431 χ.α.ω. ενώ ακόμη και αυτό το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας βρίσκεται στα 581 χ.α.ω.
Σύμφωνα με τον Δρ. Deng Zigang η τόσο σημαντική αύξηση της ταχύτητας που θεωρητικά μπορεί να πιάσει το τρένο οφείλεται στις συνθήκες κενού δεδομένης της απουσίας αεροδυναμικής αντίστασης.
«Σε ταχύτητες άνω των 400 χ.α.ω. το 83% της ενέργειας αναλώνεται στην υπερνίκηση της αεροδυναμικής αντίστασης» σημειώνει ο Κινέζος καθηγητής για να συμπληρώσει πως οποιοδήποτε επιπρόσθετο μέτρο για την υπερνίκηση αυτής της αντίστασης του αέρα το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι επιπλέον θόρυβος και δημιουργία δυσφορίας για τους επιβάτες, κάνοντας το ταξίδι όχι άνετο.
Στο πειραματικό μοντέλο των Κινέζων επιστημόνων η σήραγγα στην οποία κινείται το τρένο η ατμοσφαιρική πί3εση είναι κατά 10 φορές μικρότερη αυτή που υπάρχει στην επιφάνεια της θάλασσας κάνοντας μειώνοντας έτσι και την αεροδυναμική αντίσταση.
Η ταχύτητα αυτή δεν έχει επιτευχθεί καθώς το μήκος της σήραγγας που πειραματίζονται οι Κινέζοι επιστήμονες δεν επαρκεί για την επίτευξή της ο Deng όμως θεωρεί εάν αυτό μπορεί να αυξηθεί τότε η ταχύτητα του τρένου θα μπορεί να φτάσει και τα 2900 χ.α.ω. Υποθετικά με μια τέτοια ταχύτητα το ταξίδι από το Παρίσι στη Μόσχα θα μπορεί να διαρκεί μόλις 1 ώρα.

Η αραμαϊκή γλώσσα

Το όνομα της γλώσσας προέρχεται από εκείνο των Αραμαίων, οι οποίοι μνημονεύονται για πρώτη φορά τον ενδέκατο αιώνα π.Χ., όταν ο Ασσύριος αυτοκράτοραςTiglathpileser Ι αναφέρει ότι τους αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια μιας στρατιωτικής εκστρατείας στη Συρία. Εκεί δημιούργησαν διάφορα μικρά βασίλεια που έφτασαν ανατολικά μέχρι τον Περσικό Κόλπο. Αρκετά από αυτά αναφέρονται στη Βίβλο, συμπεριλαμβανομένης της Δαμασκού.

Κατά την εποχή που κατέρρευσε η μοναρχία του Ισραήλ, στις αρχές του έκτου αιώνα, η Αραμαϊκή είχε γίνει η lingua franca της αρχαίας Εγγύς Ανατολής. Χαρακτηριστική ένδειξη γι’ αυτό το ρόλο της αποτελεί μια επιστολή στα αραμαϊκά που βρέθηκε στην Αίγυπτο και καταγράφει το αίτημα μιας πόλης των Φιλισταίων (πιθανώς της Εκρών) για αιγυπτιακή βοήθεια εναντίον του στρατού της Βαβυλώνας στα τέλη του έβδομου αιώνα π.Χ.

Οι Ιουδαίοι που αιχμαλωτίσθηκαν από τον Ναβουχοδονόσορα το 586 π.Χ. υιοθέτησαν την αραμαϊκή γλώσσα μαζί με την αραμαϊκή γραφή (η εβραϊκή γλώσσα νωρίτερα γραφόταν με φοινικικούς χαρακτήρες, που ονομάζονται μερικές φορές Παλαιο-εβραϊκή γραφή). Ως εκ τούτου, η βιβλική γραμματεία που γράφτηκε μετά την εξορία στη Βαβυλώνα επηρεάστηκε έντονα από την Αραμαϊκή, ενώ τμήματα των βιβλίων του Δανιήλ και του Έσδρα είναι γραμμένα σ’ αυτήν. Αργότερα η Αραμαϊκή χρησιμοποιήθηκε εκτενώς στο πλαίσιο της εβραϊκής κοινότητας, καθώς και μεταξύ διαφόρων χριστιανικών ομάδων (λ.χ. συριακή εκκλησία), αλλά και από τους Σαμαρείτες, τους Μανδαίους και τους Nαβαταίους. Εξακολουθεί να χρησιμοποιείται από ελάχιστες απομονωμένες κοινότητες μέχρι και σήμερα. Ανάμεσα σε αυτές είναι μικρές ομάδες στη Συρία, την Τουρκία και το Ιράκ, καθώς και οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί από το Κουρδιστάν, το σύνολο σχεδόν των οποίων έχει πλέον μεταναστεύσει στο Ισραήλ και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Η Αραμαϊκή είναι ένας από τους δύο κύριους κλάδους της βορειοδυτικής σημιτικής (ο άλλος κλάδος, που ονομάζεται χαναανιτικός, περιλαμβάνει τα εβραϊκά). Λόγω της μακράς ιστορίας της και της ευρείας χρήσης της, χωρίζεται σε διάφορες διαλέκτους, με βάση χρονικούς και γεωγραφικούς παράγοντες. Τα αρχαιότερα σωζόμενα κείμενα στην Αραμαϊκή, που γράφτηκαν μεταξύ του δέκατου και του έβδομου αιώνα π.Χ., λέμε ότι είναι στην Παλαιά ή Αρχαία Αραμαϊκή. Πηγές από τον έκτο έως τον τρίτο αιώνα π.Χ. ανήκουν στην Επίσημη, Αυτοκρατορική, ή Πρότυπη Λογοτεχνική Αραμαϊκή, επειδή εκδηλώνουν έναν βαθμό τυποποίησης, ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η γλώσσα χρησιμοποιήθηκε για διοικητικούς σκοπούς από την Περσική Αυτοκρατορία, η οποία τελικά έφτασε από την Αίγυπτο μέχρι την Ινδία. Αυτή είναι η διάλεκτος που απαντά στη Βίβλο.Η πτώση της Περσίας οδήγησε στην διαφοροποίηση τις διαλέκτους των διαφόρων περιοχών. Αυτό το γεγονός μπορεί να εξηγήσει την αναφορά στην χαρακτηριστική προφορά του Πέτρου στον Ματθ.26.73. Παρά το γεγονός ότι η Ελληνική γινόταν όλο και πιο σημαντική στην Ιουδαία εκείνη την περίοδο, η Αραμαϊκή συνέχισε να διαδραματίζει εξέχοντα ρόλο στην εβραϊκή ζωή και τον πολιτισμό, έως ότου εκτοπίστηκε από την Αραβική πολλούς αιώνες αργότερα. Η γλώσσα αυτής της περιόδου, ​​η οποία εκτείνεται από τον δεύτερο αιώνα π.Χ. ως τον δεύτερο αιώνα μ.Χ., χαρακτηρίζεται ως Μέση Αραμαϊκή. Αυτή είναι η μορφή της Αραμαϊκής στους Παπύρους της Νεκρής Θάλασσας και στην Καινή Διαθήκη. Άλλες διάλεκτοι αυτής της περιόδου είναι αυτές των Ναβαταίων, των πόλεων της Παλμύρας (βιβλική Tadmor) και της Έδεσσας της Συρίας, καθώς και της Χάτρα, η οποία βρίσκεται στη Μεσοποταμία.

Κείμενα από το δεύτερο έως τον ένατο αιώνα μ.Χ. (ή μερικές φορές και αργότερα) αποτελούν την Ύστερη Αραμαϊκή. Αυτά περιλαμβάνουν τα γραπτά των εβραϊκών κοινοτήτων της Παλαιστίνης και της Βαβυλώνας, καθώς και των Χριστιανών και των Σαμαρειτών στη Δύση, των Μανδαίων και των συριακών κοινοτήτων στην Ανατολή. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Αραμαϊκή χρησιμοποιείται ακόμα σήμερα. Οι διάλεκτοι αυτών των κοινοτήτων αποτελούν τη Σύγχρονη Αραμαϊκή.

Ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της Αραμαϊκής είναι μερικές χαρακτηριστικές λέξεις, όπως bar αντί ben για τον «γιο», qodem αντί lipnê για το «πριν». Διατηρεί επίσης το μακρύ α, το οποίο έγινε μακρό o στις χαναανιτικές γλώσσες. (Αυτή είναι η λεγόμενη χαναανιτική μετατόπιση). Έτσι, η λέξη για το «καλό» εμφανίζεται ως tab στα αραμαϊκά αντί tob στα εβραϊκά.Τα ουσιαστικά πληθυντικού αριθμού σημειώνονται με την κατάληξη -n στα αραμαϊκά, όπου η εβραϊκή χρησιμοποιεί -m. Η αρσενική κατάληξη ήταν -in και η θηλυκή -an, αν και μερικοί πληθυντικοί θηλυκών τελειώνουν σε -at. Υπό το φως της χαναανιτικής μετατόπισης, αυτή η τελευταία κατάληξη μπορεί να αναγνωριστεί ως ισοδύναμη με την εβραϊκή -ot.Όπως στη βιβλική Εβραϊκή, έτσι και στην Αραμαϊκή τα ρήματα εμφανίζονται με δύο βασικούς τύπους ως προς το χρόνο ή το ποιόν ενεργείας: ο πρώτος χαρακτηρίζεται από επιθήματα («τετελεσμένο ποιόν») και ο άλλος από προθήματα («ατελές ποιόν»). Αυτά τα προθήματα και τα επιθήματα είναι πολύ όμοια μ’ εκείνα της Εβραϊκής, αν και τα φωνήεντα (τουλάχιστον όπως πιστοποιείται από τη βιβλική Αραμαϊκή) δεν είναι τα ίδια.

Η Καινή Διαθήκη περιέχει περιστασιακά φράσεις ή ακόμη και προτάσεις στα αραμαϊκά, αν και φυσικά είναι γραμμένες με ελληνικά γράμματα. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν την αναφορά στο Θεό ως αββά («πατέρας»), το σύνθημα μαραναθά («κύριέ μας, έλα») και την εντολή του Ιησού στο νεκρό κορίτσι ταλιθά κουμ («σήκω κοριτσάκι»). Υπάρχει ακόμη και ένας ολόκληρος βιβλικός στίχος στα αραμαϊκά, όταν ο Ιησούς απαγγέλλει τον Ψαλμό 22.02, ενώ κρέμεται στο σταυρό, σύμφωνα με τον Ματθ. 27.46 και τον Μάρκο 15.34. Δεν προκαλεί έκπληξη το ότι βρίσκουμε αραμαϊκά στοιχεία στην Καινή Διαθήκη, λαμβάνοντας υπόψη το καθεστώς της εν λόγω γλώσσας ως lingua franca της Ιουδαίας κατά την εποχή του Ιησού. Αυτό εξηγεί ασφαλώς και τα πολλά κύρια ονόματα που είναι σαφώς αραμαϊκής προέλευσης: Γολγοθάς, Μάρθα, Tαβιθά, Kηφάς. Η επαναλαμβανόμενη χρήση της φράσης «υιός του ανθρώπου» πιθανώς αντικατοπτρίζει αραμαϊκή επιρροή, δεδομένου ότι η γλώσσα αυτή αναφέρεται συνήθως σε έναν άνθρωπο με την περίφραση bar nas(γιος ανθρώπου).

Πέρα από τη γλωσσική τους αξία τα αραμαϊκά κείμενα αποτελούν πολύτιμη πηγή για την κατανόηση του ιστορικού υποβάθρου της Βίβλου. Αυτό προκύπτει σαφώς από τις άφθονες αναφορές της στην αλληλεπίδραση των Ισραηλιτών με τους Aραμαίους. Σύμφωνα με το Δευτ. 26.5 οι πρόγονοί του Ισραήλ ήταν συγγενείς με τους Aραμαίους, ένα σημείο που εκφράζεται με τις γενεαλογίες της Γένεσης, οι οποίες περιγράφουν τον Αράμ ως εγγονό του αδελφού τού Αβραάμ (22.20-21). Δεν αποτελεί έκπληξη η διαπίστωση ότι οι πατριάρχες αλληλεπιδρούσαν με τους συγγενείς τους από την περιοχή αυτή σε αρκετές περιπτώσεις, κυρίως πηγαίνοντας σ’ αυτούς για να βρουν κατάλληλες συζύγους (Γεν. 24.1-10, 28.1-5). Ο Βαθουήλ και ο Λάβαν, οι πατέρες της Ρεβέκκας, της Λείας και της Ραχήλ, αποκαλούνται Aραμαίοι.

Κατά τη διάρκεια της μοναρχίας το Ισραήλ είχε πολλές και πολύπλοκες σχέσεις με τους Aραμαίους. Οι Ισραηλίτες είχαν σε διάφορες χρονικές περιόδους υποδεέστερη ή δεσπόζουσα θέση επί των Aραμαίων. Στο όγδοο αιώνα οι Aραμαίοι συμμάχησαν με το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ και τους Φοίνικες της Τύρου σε μια προφανή προσπάθεια να δημιουργηθεί μια συμμαχία που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την Ασσυρία. Όταν ο βασιλιάς του νότιου βασιλείου του Ιούδα Άχαζ αρνήθηκε να συμμετάσχει, η συμμαχία προσπάθησε να τον αντικαταστήσει με ένα βασιλιά της δικής της επιλογής. Τότε αυτός στράφηκε στην Ασσυρία για βοήθεια, με αποτέλεσμα ο Tiglathpileser III να κατακτήσει τη Δαμασκό, φέρνοντας το τέλος της αραμαϊκής δύναμης και αυτονομίας. Ο Άχαζ ήταν τόσο εντυπωσιασμένος από ένα βωμό που είδε στη Δαμασκό, ώστε έχτισε μια απομίμηση μέσα στην ίδια την Ιερουσαλήμ.

Αυτά τα γεγονότα δείχνουν σαφώς ότι υπήρχε πλούσια πολιτική και πολιτιστική αλληλεπίδραση μεταξύ του Ισραήλ και των γύρω αραμαϊκών βασιλείων. Αυτό το γεγονός έχει πλέον επιβεβαιωθεί και από μια αραμαϊκή επιγραφή που ανακαλύφθηκε κατά την περίοδο 1993-1994 στο Τελ Νταν στο βόρειο Ισραήλ. Φαίνεται να έχει γραφεί για λογαριασμό ενός Αραμαίου ηγεμόνα του ένατου αιώνα, ο οποίος αναφέρει ότι σκότωσε κάποιον βασιλιά από τον οίκο του Δαβίδ. Αυτό υποδηλώνει ότι το νότιο βασίλειο του Ιούδα είχε εμπλακεί σε μια μάχη ενάντια στους αραμαϊκούς λαούς στην περιοχή αυτή.Η μόνη άλλη αραμαϊκή επιγραφή που αναφέρει μια βιβλική προσωπικότητα ανακαλύφθηκε το 1930 στο Όρος των Ελαιών. Ίσως γραμμένη προς το τέλος της περιόδου του Δεύτερου Ναού, αναφέρει ότι τα οστά του βασιλιά του Ιούδα Οζία είχαν μεταφερθεί εκεί, πιθανώς από την περιοχή έξω από την πόλη, όπου είχαν ταφεί σύμφωνα με το 2 Χρ. 26.23. (Αντίθετα, το 2 Βασ. 15.07 αναφέρει ότι θάφτηκε στην πόλη).

Ένα ολόκληρο αρχείο εγγράφων που συντάχθηκαν από τους Εβραίους μισθοφόρους, οι οποίοι υπηρετούσαν σε μια περσική στρατιωτική αποικία στα νότια σύνορα της Αιγύπτου κατά τη διάρκεια του πέμπτου προ-χριστιανικού αιώνα, βρέθηκε στο νησί της Ελεφαντίνης, το οποίο βρίσκεται απέναντι από τον οικισμό της Συήνης, ακριβώς βόρεια του πρώτου καταρράκτη του Νείλου. Αυτά τα έγγραφα παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την ιστορία των Εβραίων κατά τον χρόνο περίπου που οι Ιουδαίοι εξόριστοι επέστρεφαν στην πατρίδα τους μετά την βαβυλώνια αιχμαλωσία.

Αρκετά ακόμα αραμαϊκά έγγραφα έχουν βρεθεί σε κοντινές περιοχές. Αυτά περιλαμβάνουν παπύρους από το Wadi ed-Daliyeh, που προφανώς γράφτηκαν στη Σαμάρεια κατά το μέσο του τέταρτου αιώνα. Παρά το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους είναι κυρίως νομικό, αναφέρουν πολλά άτομα με σαφώς γιαχβιστικά ονόματα, καθώς και έναν αξιωματούχο που ονομάζεται Sanballat, το ίδιο όνομα με αυτό του αξιωματούχου, ο οποίος αναφέρεται στο βιβλίο του Έσδρα (αν και τα κείμενα αυτά γράφτηκαν σχεδόν έναν αιώνα αργότερα από την περίοδο του Έσδρα). Άλλη αλληλογραφία που βρέθηκε στην περιοχή γράφτηκε από έναν αξιωματούχο περσικής καταγωγής και οικογένειες που ζούσαν στο Λούξορ και την Συήνη.

Εκτός από αυτά τα κείμενα, τα οποία αφορούν σαφώς τους αρχαίους Ισραηλίτες και Ιουδαίους, υπάρχουν αρκετές επιγραφές από τα αρχαία αραμαϊκά βασίλεια. Μία από αυτές, που βρέθηκε κοντά στο Χαλέπι, μιλά για έναν ηγεμόνα Bar Haddad, βασιλιά του Αράμ. Παρά το γεγονός ότι αυτό το όνομα ήταν κοινό για πολλούς διαφορετικούς ηγεμόνες της Δαμασκού για τους οποίους έχουμε άλλες πληροφορίες, μια προσεκτική εξέταση της στήλης υπέδειξε ότι πρόκειται για ένα εντελώς διαφορετικό άτομο. Άλλες επιγραφές είναι από τον Zakkur, έναν ηγεμόνα του όγδοου αιώνα.

Εκτός από τις άμεσες γλωσσικές και ιστορικές συνδέσεις, είναι δυνατόν κανείς να συλλέξει χρήσιμες γνώσεις σχετικά με τον πολιτισμό και την βιβλική θεολογία και από τα αραμαϊκά κείμενα που δεν αφορούν άμεσα ανθρώπους ή γεγονότα που αναφέρονται στη Βίβλο. Για παράδειγμα, μια επιγραφή από το Tell Fekheriye (αρχαίο Sikan) χαρακτηρίζει το άγαλμα πάνω στο οποίο είναι χαραγμένη ως slm και dmwt με έναν τρόπο που υπαινίσσεται ότι αυτές οι λέξεις ήταν συνώνυμες. Η επιγραφή αυτή, ως εκ τούτου, συχνά παρατίθεται προκειμένου να βοηθήσει στη διευκρίνηση της σημασίας της δήλωσης της Βίβλου ότι τα ανθρώπινα όντα είναι κατ' εικόνα (selem) και καθ' ομοίωση (damût) του Θεού.

Μεταξύ των παπύρων της Ελεφαντίνης βρέθηκε μια συλλογή από παροιμίες που αποδίδονται σε έναν σοφό άνθρωπο με το όνομα Ahiqar, ο οποίος λέγεται ότι υπηρέτησε ως σύμβουλος του βασιλιά των Ασσυρίων Sennacherib. Η ιστορία του Ahiqar ήταν ήδη γνωστή σε μια ποικιλία εκδόσεων, οι οποίες έχουν παράλληλα με διάφορες βιβλικές αφηγήσεις. Οι παροιμίες στη μέση αυτού του κειμένου ανήκουν στην ίδια παράδοση με ένα μεγάλο μέρος της σοφιολογικής γραμματείας της Βίβλου.

Πολλά βιβλία από τα απόκρυφα και ψευδεπίγραφα γραπτά επίσης φαίνεται να έχουν συντεθεί στα αραμαϊκά, αν και έχουν συνήθως επιβιώσει σε άλλες γλώσσες. Ωστόσο, αραμαϊκά αντίγραφα του Τωβίτ, του Ενώχ και μια μορφή της Διαθήκης του Λευί τώρα έχουν βρεθεί μεταξύ των Παπύρων της Νεκρής Θάλασσας. Από την ίδια περιοχή προέρχονται επίσης αραμαϊκές επιστολές του ηγέτη των Εβραίων του δεύτερου αιώνα μ.Χ. Simon Bar-Kosiba (Bar Kokhba).Υπάρχουν επίσης διάφορες συλλογές από αραμαϊκά κείμενα που είναι σημαντικές για την ιστορία του Χριστιανισμού και περιλαμβάνουν υλικό σχετικό με την κατανόηση της Βίβλου και το πώς έχει ερμηνευτεί. Τα πιο σημαντικά μεταξύ αυτών είναι τα γραπτά της συριακής χριστιανικής κοινότητας, τα οποία είναι γραμμένα σε μια διάλεκτο που λεγόταν Συριακή. Αυτή είναι η γλώσσα της Πεσίτα, μιας αρχαίας μετάφρασης της Βίβλου, η οποία είναι σημαντική για το φως που μπορεί να ρίξει στο αρχικό κείμενο της Βίβλου.

Το παράδοξο του Russell

 > Ο κόσμος είναι γεμάτος από μαγικά πράγματα
που περιμένουν υπομονετικά το πνεύμα μας να γίνει πιο οξυδερκές.

> Επιστήμη είναι ό,τι ξέρουμε. Φιλοσοφία είναι ό,τι δεν ξέρουμε.

> Δεν θα πέθαινα ποτέ για τα πιστεύω μου, γιατί μπορεί να είναι λάθος.
Bertrand Russell

Όπως συμβαίνει παντού στη φύση έτσι και στα μαθηματικά δεν υπάρχει παρθενογένεση, ενα συγκεκριμένο αντικείμενο δεν μπορει να δημιουργηθεί απο το τίποτα-πρέπει κάτι να προηγηθεί που θα προκαλέσει τη δημιουργία του.

Στα μαθηματικά αυτο που προηγείται πάντα είναι τα αξιώματα, δηλαδή κάποιες προφανείς προτάσεις της διαίσθησης μας που τις δεχόμαστε a priori χωρίς απόδειξη στη συνέχεια με τους κανόνες της λογικής συνάγομε τα αποτελέσματα και με βάση αυτά τα αποτελέσματα παράγουμε άλλα αποτελέσματα κ.ο.κ. επομένως κάθε πρόταση-θεώρημα των μαθηματικών ανάγεται τελικά στα αξιώματα, χωρίς αξιώματα δηλαδή δεν μπορούν να υπάρξουν μαθηματικά, αλλά και χωρίς λογική το ίδιο.

Σίγουρα το τελειότερο σύστημα αξιωμάτων που παράγει μια πολύ πλούσια θεωρία με άπειρες εφαρμογές είναι η γεωμετρία του Ευκλείδη που μαθαίνουμε στο λύκειο, εδω και 2000 χρόνια οι μαθηματικοί όλου του κόσμου προσπάθησαν να μιμηθούν τον Ευκλείδη στη δημιουργία μιας καινούριας θεωρίας. Όμως πολύ  λιγοι τα κατάφεραν. Στη θεωρία συνόλων που μας απασχολεί εδω, αυτο το εργο αποδείχτηκε πολυ δύσκολο και αυτο διότι ο διαισθητικός ορισμος του Cantor για την έννοια του συνόλου οδηγούσε σε λογικά παράδοξα.

Στη προσπάθεια του να θεμελιώσει τη συνολοθεωρια ο Gottlob Frege (και κατ επέκταση ολα τα μαθηματικά) δέχτηκε ενα ισχυρό πλήγμα απο την επιστολή που του απεστειλε ο Bertran Russel στην οποια ισχυριζόταν οτι η βασικότερη αρχή της θεωρίας ηταν λανθασμένη διοτι οδηγουσε σε μια αντιφαση που κανείς δε μπορούσε να αποφύγει οσο κι αν προσπαθούσε. Ο Frege απογοητεύτηκε και χαρακτηριστικά ανέφερε τα εξης,

«Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ατυχία που μπορεί να συμβεί σε εναν συγγραφέα επιστημονικού συγγράμματος απ αυτήν του να δει κάποιο απο τα θεμέλια του οικοδομήματος του να τρέμει μετά το τέλος της οικοδόμηση. Αυτή ηταν η θέση στην οποια περιήλθα μετα απο ενα γράμμα του κυριου Russel ακριβώς τη στιγμή που το τύπωμα αυτού του τόμου ηταν κοντα στο τέλος του.»

Σκέψη και λογική. Η Principia Mathematica αποτελεί έναν σταθμό σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κλασσική λογική ή απλά λογική, και γράφτηκε από τους Whitehead και Russell στις αρχές του προηγούμενου αιώνα.Ο σκοπός της ήταν φιλόδοξος: Να παράξει όλες τις μαθηματικές αλήθειες μέσα από ένα συνεπές και πλήρες λογικό σύστημα. Με άλλα λόγια, να βρει ένα σύνολο θεμελιωδών παραδοχών, αρκετό να αναπαράγει όλο τον κόσμο της ανθρώπινης λογικής.

Η βασική αρχή που ακολουθείται στην Principia Mathematica έγκειται στο γεγονός ότι, αντίθετα με ότι θεωρείτο ως τότε, σε μια συνεπή θεωρία συνόλων (Set Theory), ένα σύνολο είναι διαφορετικό από τα στοιχεία που το αποτελούν και αντιστρόφως ένα στοιχείο ενός συνόλου δεν είναι το ίδιο με το σύνολο.

Στη θεμελίωση των μαθηματικών, το παράδοξο του Ράσελ (επίσης γνωστή ως αντινομία Russell), που ανακαλύφθηκε από τον Μπέρτραντ Ράσελ το 1901, έδειξε ότι η αφελής θεωρία συνόλων που δημιουργήθηκε από τον Γκέοργκ Κάντορ οδηγεί σε μια αντίφαση. Το ίδιο παράδοξο είχε ανακαλυφθεί ένα χρόνο πριν από τον Έρνστ Τσεμέλο, αλλά δεν είχε δημοσιεύσει την ιδέα, που έμεινε γνωστή μόνο στους Χίλμπερτ, Έντμουντ Χούσσερλ και άλλα μέλη του Πανεπιστημίου του Γκέτινγκεν.

Σύμφωνα με την αφελή θεωρία συνόλων, κάθε προσδιορίσιμη συλλογή είναι ένα σύνολο. Έστω R το σύνολο όλων των συνόλων που δεν είναι μέλη του εαυτού τους. Αν R μπορεί να θεωρηθεί ως ένα μέλος του εαυτού του, θα ήταν αντίθετος με τον δικό της ορισμό της ως σύνολο που περιέχει όλα τα σύνολα που δεν είναι μέλη του εαυτού τους. Από την άλλη πλευρά, εάν ένα τέτοιο σύνολο δεν είναι μέλος του εαυτού του, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα μέλος της ίδιας από τον ίδιο ορισμό. Αυτή η αντίφαση είναι παράδοξο του Ράσελ.

Το παράδοξο του Ράσελ αποτέλεσε τη βάση την αιτιολόγησης, η οποία τον οδήγησε να διαγράψει οποιαδήποτε ελπίδα έτρεφε, για τη θεμελίωση των μαθηματικών σε όρους λογικής. Ο σκοπός της έρευνας ήταν η θεωρία των συνόλων. Και η σκέψη του Ράσελ ήταν ότι, κάθε είδος συνόλου θα πρέπει να ανήκει σε ένα ευρύτερο σύνολο, αλλά η αιτιολόγησή του οδήγησε σε ένα παράδοξο. Ανακάλυψε ότι υπήρχαν σύνολα που δεν ανήκουν σε κανένα άλλο σύνολο, αποδεικνύοντας ότι αυτή η λογική δεν ευσταθεί: το σύνολο όλων των συνόλων (τα οποία δεν περιέχουν τον εαυτό τους), θα πρέπει να περιέχει και να μην περιέχει τον εαυτό του, ταυτόχρονα.

Το παράδοξο του Russell είναι ο συνολοθεωριτικός αντίπαλος ενός παλιότερου παράδοξου, γνωστού στους αρχαίους Έλληνες ως παράδοξο του Επιμενίδη ή παράδοξο του ψεύτικη ουσία του προβλήματος είναι ότι ο Επιμενίδης λέγεται πως είπε: «Αυτή η πρόταση είναι ψευδής» Είναι ψευδής;

Αν είναι ψευδής τότε αυτό σημαίνει ότι είναι αληθής
Αν όμως είναι ψευδής αυτό σημαίνει ότι είναι αληθείς
Συνεπώς ότι και να δεχτούμε σχετικά με την αλήθεια της έχουμε πρόβλημα.     

Μια από τις αντιδράσεις στην κρίση της λογικής ήταν η απόπειρα του Hilbert να διαφύγει μέσα στον φορμαλισμό.

Ας θεωρήσουμε το εξής παράδειγμα: Θα ονομάσουμε ‘συνεπές’ ένα σύνολο που δεν περιέχει τον εαυτό του και ‘ασυνεπές’ ένα σύνολο που περιέχει τον εαυτό του. Έστω για παράδειγμα το σύνολο όλων των τετραγώνων. Αυτό το σύνολο δεν είναι τετράγωνο και επομένως δεν αποτελεί μέλος του συνόλου των τετραγώνων, δηλαδή δεν περιέχει τον εαυτό του. Επομένως είναι «συνεπές» Από την άλλη μεριά, ας πάρουμε το σύνολο όλων των πραγμάτων που δεν είναι τετράγωνα.

Αυτό το σύνολο δεν είναι και πάλι τετράγωνο, αλλά μπορεί να είναι μέλος του συνόλου των πραγμάτων που δεν είναι τετράγωνα, δηλαδή μπορεί να περιέχει τον εαυτό του και επομένως είναι ‘ασυνεπές.’ Τώρα αν θεωρήσουμε το σύνολο R ‘όλων των συνόλων. Αν το R είναι ‘συνεπές,’ τότε δεν θα περιέχεται στο σύνολο όλων των συνόλων και επομένως θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο σύνολο που να το περιέχει και θα είναι ‘ασυνεπές.’ Από την άλλη μεριά, αν το R είναι ‘ασυνεπές,’ τότε θα περιέχει τον εαυτό του στο σύνολο όλων των συνόλων και θα υπάρχει ένα μεγαλύτερο σύνολο που να το περιέχει, πράγμα συνεπές. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ότι το R είναι ταυτόχρονα ‘ασυνεπές’ και ασυνεπές,’ πράγμα άτοπο. (Παράδοξο του Russell).

Η ανυπαρξία του Παραδόξου.  Η ουσία του Παραδόξου είναι ότι δεν μπορεί να υπάρξει ένα σύνολο που να περιέχει τα πάντα. Γιατί αν υπάρχει, τότε θα περιέχει τον εαυτό του. Τότε όμως σε κάθε απόδειξη θα χρησιμοποιούμε ως αποδεικτικό στοιχείο αυτό που θέλουμε να αποδείξουμε (αυτοαναφορά). Από την άλλη μεριά, αν το σύνολό μας δεν περιέχει τον εαυτό του (δηλαδή δεν περιέχει τα πάντα,) τότε μπορούμε να εργαστούμε επαγωγικά για κάθε απόδειξη, αλλά θα υπάρχει κάποιο στοιχείο έξω από το σύστημά μας, έτσι ώστε η κάθε μας απόδειξη να μην είναι πλήρης.

Με άλλα λόγια, αν το σύστημά μας είναι συνεπές δεν θα είναι πλήρες και το αντίστροφο, αν το σύστημά μας είναι πλήρες δεν θα είναι συνεπές. Αν δηλαδή το Παράδοξο υφίσταται, τότε το σύστημά μας δεν είναι συνεπές κι επομένως ο συλλογισμός μας ότι το Παράδοξο υφίσταται ήταν λάθος, άρα το Παράδοξο δεν υφίσταται. Από την άλλη μεριά, αν το Παράδοξο δεν υφίσταται τότε το σύστημά μας είναι συνεπές κι επομένως ο αρχικός μας συλλογισμός ότι το Παράδοξο δεν υφίσταται ήταν σωστός. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι το Παράδοξο δεν υφίσταται!

Το ‘μέσα’ και το ‘έξω’ (Ο κόσμος και ο εαυτός)  Η όλη παραπάνω συλλογιστική, η οποία όπως είδαμε οδηγεί σε αυτοαναίρεση, οδήγησε τον Godel στο θεώρημα της πληρότητας. Σε ό,τι με αφορά αυτή τη στιγμή, το θεώρημα του Godel μας λέει ότι αν είμαστε ένα κομμάτι του κόσμου, τότε δεν μπορούμε να καταλάβουμε τα πάντα για τον κόσμο, γιατί ο κόσμος είναι μεγαλύτερος από εμάς (μπορούμε βέβαια να μαθαίνουμε ολοένα και περισσότερα για τον κόσμο). Αν βέβαια θεωρήσουμε ότι ο κόσμος είναι ένα κομμάτι μας, τότε και πάλι παραμένει το πρόβλημα με την έννοια ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε πλήρως τον εαυτό μας, αφού θα πρέπει να ανακαλύπτουμε ολοένα και περισσότερους κόσμους. Σε κάθε περίπτωση το ‘Όλο είτε το προσδιορίσουμε ως ο ‘Κόσμος’ είτε ως ο ‘Παγκόσμιος Εαυτός’ δηλώνει ξεκαθαρα ό,τι …

1+1=2 Έστω το σύνολο των φυσικών αριθμών.

Ο αριθμός 1 αποτελεί ένα σύνολο που περιέχει τον εαυτό του.

Ο αριθμός 2 επίσης αποτελεί ένα σύνολο που περιέχει τον εαυτό του.

Η πράξη της πρόσθεσης είναι μια συνάρτηση που όταν παίρνει έναν αριθμό δίνει τον αμέσως επόμενο.
Με αυτήν την έννοια 1+1=2, 2+1=3, 3+1=4, κοκ.

Σύμφωνα με τους παραπάνω ορισμούς η πράξη 1+1=2 ορίζεται και αποδεικνύεται από τις βασικές παραδοχές. Αν όμως ορίσουμε την πρόσθεση με έναν άλλο τρόπο, π.χ. με μια συνάρτηση η οποία παίρνοντας τιμές δίνει πίσω τον εαυτό της, τότε 1+1=1, 2+1=2, 3+1=3, κοκ

Εφόσον αυτή η πράξη ορίζεται για όλα τα μέλη του συνόλου, είναι συνεπής και σύμφωνα με αυτή την νέα παραδοχή 1+1=1

Διαπιστώνουμε ότι το πόσο κάνει 1+1 εξαρτάται από τις παραδοχές που έχουμε κάνει. Θα μπορούσαμε για παράδειγμα να ορίσουμε ένα λογικό σύστημα τέτοιο ώστε 1+1=0+0= 1 και 1+0=0+1=0. Αυτό θα αποτελούσε μιαν απλή ‘Boolean’ τύπου αριθμητική.

Βέβαια το παράδοξο που έκανε ευρέως τον Βέρναρτ Ράσελ ήταν αυτό του κουρέα: Θεωρούμε ένα χωριό που έχει έναν κανόνα ότι όποιος κάτοικος δεν ξυρίζεται μόνος του αλλα, τον ξυρίζει ο κουρέας. Ο κανόνας είναι δεσμευτικός. Το τοπίο φαίνεται ιδανικό αρκεί να μην σκεφτούμε ποιος θα κουρεύει τον κουρέα. Ο κουρέας ξυρίζεται μόνος του; Αδύνατον, αφού (ως κουρέας) ξυρίζει όλους τους άντρες που δεν ξυρίζονται μόνοι τους. Αν όμως δεν ξυρίζεται μόνος του, παύει πλέον να ανήκει σε αυτήν την ομάδα των «αυτο-ξυριζόμενων», και μπορεί να ξυρίσει τον εαυτό του!  Πρόβλημα τα αυτοαναφερόμενα προβλήματα!

Βρισκόμαστε εδώ μπροστά σ’ ένα παράδοξο. Σύμφωνα με τον Ράσελ, για να το ξεπεράσουμε πρέπει να διορθώσουμε τη δική μας λανθασμένη αντίληψη ότι για κάθε ιδιότητα πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει ένα σύνολο. Σ’ αυτή την περίπτωση, δεν δημιουργείται κανένα ομοιογενές σύνολο.

Διαβάζω στο πρόγραμμα της ταινίας Blade Runner «…τα ανθρωποειδή στην ταινία είναι οι τέλειες μηχανές, αλλά προτίμησαν να πεθάνουν προκειμένου να νιώσουν έστω και για μια στιγμή το ανθρώπινο συναίσθημα…»

Τελικά, η ζωή είναι πάρα πολύ πολύπλοκη για να μπει σε ένα καλούπι, ούτε και επιδέχεται μονοσήμαντες απαντήσεις. Τελικά, δεν υπάρχουν σταθερές για να ακουμπήσουμε και μοναδικές αλήθειες για να ρυθμίσουμε τη σχέση μας με τη γνώση και με το άγνωστο. Είναι δύσκολο να ποσοτικοποιήσεις την ανθρώπινη δυνατότητα όπως και την ανθρώπινη ευφυϊα. Μια ευφυϊα σαν αυτή που εν-τόπισε, το Αρχιμήδειο στήριγμα.

Ότι κι αν σκεφτείς ή μπερδευτείς, σκέψου με τι ασχολείται ένας κουρέας… !

…και έχουμε και τα ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΤΟΥ ΖΗΝΩΝΑ και  τα Θεωρήματα μη πληρότητας του Kurt Gödel. -Δες και την ΛΟΓΙΚΗ
———————-

Bertrand Russell ( 1872-1970 , Βρετανός φιλόσοφος)

Η σκόπιμη διαστρέβλωση των αρχαίων ελληνικών εννοιών

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει στο έργο του «Statistik des neutestamenlichen Wortschatzes» (Zurich 1958), ο Robert Morgenthaler, περί στατιστικών στοιχείων αναφορικά με τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η τελευταία αριθμεί 5.436 λέξεις, από τις όποιες οι 3.000 προέρχονται από το λεξιλόγιο της αρχαίας ελληνικής. Από τις υπόλοιπες, οι 1.900 διατυπώθηκαν για πρώτη φορά από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, οι 491 είναι δημιουργήματα της μετακλασικής γραμματείας, ενώ οι 45 είναι ξένες.

Η κατηγοριοποίηση αυτή, βέβαια, είναι εντελώς συμβατική, αφού μία εις βάθος γλωσσολογική εξέταση δύναται ν’ αποδείξει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των λέξεων (τόσο της Καινής Διαθήκης, όσο και της μεταγενέστερης εκκλησιαστικής και πατερικής γραμματείας), όπως αναφέρει και ο διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λουκάς X. Φίλης από το βιβλίο του «Η γλώσσα της Καινής Διαθήκης» (Αθήνα, 1984),
«προέρχεται γλωσσικά και εννοιολογικά από τον χώρο της ελληνικής σκέψεως και διανοήσεως και συντίθεται για να αποτελέσει ολοκληρωμένη έννοια, με τον καθαρά ελληνικό τρόπο διατυπώσεως».
Ωστόσο, το θρησκευτικό πνεύμα της χριστιανικής γραμματείας σε συνδυασμό με την αναμφισβήτητη επιρροή της γλώσσας στον ψυχισμό του ανθρώπου, οδηγεί στην αλλοίωση, ή ολοκληρωτική διαστρέβλωση του εννοιολογικού τους περιεχομένου, καθώς άνευ αναφοράς στον θεό, καταντούν κενές νοήματος στη συνήθη χρήση τους έως σήμερα.

Ακολουθούν ως παραδείγματα, ορισμένες από τις λέξεις αυτές με αντιπαραβολή της προτέρας και νεώτερης (χριστιανικής) σημασίας τους…

Αγάπη: Στα αρχαία ελληνικά, εκ του «άγαμαι» και του ποιητικού τύπου του «αγάζομαι» (=θαυμάζω, παραξενεύομαι). Στη χριστιανική γραμματεία έλαβε την έννοια, όχι μόνον της αντιθέσεως προς το μίσος, αλλά και της φιλότητος, υπό την σκέπη όμως του Θεού, κατά τους βιβλικούς συγγραφείς.

Άγγελος: Στα αρχαία ελληνικά, αυτός που κομίζει μήνυμα, ο αγγελιαφόρος. Στον Χριστιανισμό (αλλά και στον Ιουδαϊσμό και στο Ισλάμ), οι άγγελοι είναι υπερκόσμια όντα, μέσω των οποίων ο Γιαχβέ κάνει γνωστή την βουλή του στους θνητούς.

Αγιότητα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αγνότητα, ενίοτε όμως σήμαινε και τη μιαρότητα. Περαιτέρω έλαβε τη σημασία της αφιερώσεως στον Θεό.

Αδελφοσύνη: Παράγεται εκ του «αδελφός» (ο προερχόμενος από την ίδια μήτρα -δελφύς=μήτρα). Έφθασε να σημαίνει την «εν Πνεύματι Αγίω» αποκλειστικά αδελφική σχέση όλων των θνητών εχόντων ως πατέρα τον Θεό.

Αιωνιότητα: Στα αρχαία ελληνικά, η λέξη ήταν δηλωτική του μεγάλου χρονικού διαστήματος, της εποχής ή της ηλικίας, ανάλογα με την περίπτωση χρήσεώς της. Η σημασία της στο χριστιανικό λεξιλόγιο είναι αυτή της ατελεύτητης ζωής στην υπερκόσμια διάσταση του Γιαχβέ.

Αλήθεια: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε το μη αποκεκρυμμένο, την πραγματικότητα. Και μόνο η θεολογική αναφορά στον Θεό ως απόλυτη «Αλήθεια» υστερεί ως προς την αποδεικτική πλευρά, καθώς η υφή της έννοιας «αλήθεια» {α-λήθω=λανθάνω) προϋποθέτει τη σαφή και αντικειμενική απόδειξη.

Αμαρτία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αποτυχία, την αστοχία. Ο όρος σημαίνει πλέον την κακοπραγία που αντιβαίνει στη θεία βούληση.

Αρετή: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την παλικαριά, την γενναιότητα. Η χριστιανική της έννοια, είναι η συμμόρφωση με όσα εντέλλεται ο Θεός.

Δαίμονας: Στα αρχαία ελληνικά, η θεότητα. Η αρνητική σημασία της λέξεως σήμερα, συνίσταται στην ταύτισή της με το κακό πνεύμα. Δαίμονες επίσης ονομάζονταν και οι ψυχές των ανθρώπων, που αποτελούσαν τον συνδετικό κρίκο μεταξύ θεών και θνητών.

Διάβολος: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τον συκοφάντη, τον ψευδώς κατηγορών. Η προσωποποίησή του και η σημασία που έλαβε έκτοτε, δεν χρήζουν σχολιασμού.

Δόγμα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη γνώμη, την απόφαση, το ψήφισμα. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο η λέξη σημαίνει την μη επιδεχόμενη αμφισβήτηση της αυθεντικής θεωρίας περί θεού.

Εκκλησία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη συνέλευση του δήμου. Έχει πλέον την έννοια του συνόλου των πιστών στον Θεό.

Ελπίδα: Στα αρχαία ελληνικά, η προσδοκία, η αναμονή. Η αναφορά της ελπίδας στον Θεό, την κατατάσσει μεταξύ των τριών βασικών χριστιανικών αρετών (πίστη, ελπίδα, αγάπη).

Ευλογία: Στα αρχαία ελληνικά, ο έπαινος, το εγκώμιο. Σήμερα έφθασε να σημαίνει την ιερατική ευχή και την θεϊκή τύχη, έγκριση, βοήθεια ή ανταμοιβή.

Εωσφόρος: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τον φωτοδότη, αυτόν που φέρει την αυγή της ημέρας. Ήταν προσωνύμιο του θεού Απόλλωνα. Το μίσος κατά του Ελληνισμού υπήρξε η αίτια ταυτίσεώς του με τον Σατανά. Δες Μελεκ Ταους – Η Επανάσταση του Παλιμπαιδισμού  και Γεζίντι: Ταξίδι Στον Παράδεισο του Διαβόλου

Θεός: Στα αρχαία ελληνικά, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η λέξη προκύπτει εκ του ρήματος «θέω»* (=δράμω, σπεύδω, τρέχω). Η ετυμολογία της λέξεως, φανερώνει την ανθρωπομορφική, περί θεών, αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων. Κατόπιν, «θεός» εκλήθη το εξωσυμπαντικό-υπερκόσμιο ον (Γιαχβέ), που κατά τη σημιτική αντίληψη εξουσιάζει τον κόσμο.
* Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο («Ευτέρπη», 52), η λέξη προκύπτει από το ρήμα «τίθημι» «θεοὺς δὲ προσωνόμασαν σφέας ἀπὸ τοῦ τοιούτου, ὅτι κόσμῳ θέντες τὰ πάντα πρήγματα καὶ πάσας νομὰς εἶχον»
Κοινωνία: Στα αρχαία ελληνικά, η συναναστροφή, η επικοινωνία. Οι συγγραφείς της Εκκλησίας περιορίζουν την αρχική ευρύτητα αυτής της έννοιας στη σχέση μεταξύ πιστού-Θεού και πιστών μεταξύ των.

Κόλαση: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την τιμωρία. Ο αρχαίος αυτός δικανικός όρος, έφθασε να σημαίνει τον τόπο ή την μέθοδο τιμωρίας των μη υπάκουων στον Γιαχβέ, μετά τον θάνατό τους.

Λόγος: Η λέξη ήταν πολυσήμαντη. Η κύρια έννοιά της, ωστόσο, είναι αυτή του νόμου λειτουργίας του σύμπαντος. Στη χριστιανική Θεολογία σημαίνει αφ” ενός τον νόμο δημιουργίας του σύμπαντος (τον Λόγο του Θεού ως ενσάρκωση του οποίου φέρεται ο Ιησούς, ως ενδιάθετος Λόγος) κι αφ” ετέρου τον προφορικό ή γραπτό λόγο των βιβλικών προσώπων και συγγραμμάτων.

Πίστη: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την αξιοπιστία, την εμπιστοσύνη. Στη θρησκευτική της χρήση, η έννοια επιτείνεται με την αποδοχή του Θεού ως απολύτου κυρίου και την υποταγή σ” αυτόν.

Πνεύμα: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε το φύσημα, την πνοή, την αναπνοή. Στη φιλοσοφία εφέρετο ενίστε και ως το ανώτερο μέρος της ψυχής ή κάτι κεχωρισμένο απ” αυτήν. Στην χριστιανική θρησκεία σημαίνει το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος ως ομοούσιο με τα δύο άλλα και ουσιαστικά την ψυχή του κάθε ανθρώπου.

Σωτηρία: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε τη διάσωση από κίνδυνο. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο σημαίνει τη λύτρωση από τα διαβολικά δεσμά του κόσμου και την διά της υπακοής στον Θεό αποφυγή της Κολάσεως.

Χάρη: Στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε την εύνοια, τη γοητεία, το θέλγητρο, την αίγλη. Στο χριστιανικό λεξιλόγιο ως γνώρισμα του Θεού και των αγίων, απαντά με την πρώτη σημασία, καθώς οι υπόλοιπες…απαγορεύονται.

Οι αλλαγές των νοημάτων στα παραπάνω λήμματα είναι έκδηλες και αναμφισβήτητες. Η βασικότερη συνέπεια αυτών, δεν είναι μόνο οι παρανοήσεις στη χρήση λέξεων σαν αυτές, αλλά κυρίως η αποκοπή των χρηστών της ελληνικής γλώσσας από τις γενετικές απαρχές της. Συνεπώς το επιχείρημα ότι η συγγραφή της Βίβλου και της πατερικής γραμματείας στα ελληνικά, έσωσε και τη γλώσσα μας από αφανισμό είναι μάλλον αδόκιμο. Ακριβέστερο θα ήταν, εάν ελέγετο ότι ο Χριστιανισμός της Ανατολής έσωσε ένα ελληνικό λεξιλόγιο, αλλά παρήλλαξε ή διαστρέβλωσε εσκεμμένα το νόημα των λέξεων, δίδοντας σ’ αυτές άλλο περιεχόμενο, αυτό που συνέφερε στο δόγμα.
 

Θετικισμός

 «Εγκυρη μορφή γνώσης είναι εκείνη που βασίζεται στα αισθητά πράγματα»
Auguste Comte κατά τον θετικισμό ή positivism

Δεν αναζητεί το πώς φτάνουμε στην γνώση, τις ιστορικές και ψυχολογικές θεμελιώσεις της. Είναι μια συλλογή κανόνων και αξιολογικών κριτηρίων που αναφέρονται στη διαδικασία της γνώσης.

Για το θετικισμό, δεν υπάρχει πραγματική διαφορά μεταξύ ουσίας και φαινομένου. Αναγνωρίζουμε ως πραγματικό μόνο ό,τι φανερώνεται στην εμπειρία. Δεν υπάρχουν δηλαδή «κρυμμένες» ουσίες πίσω από τα αντικείμενα που προσλαμβάνονται μέσω της εμπειρίας.

Αυτό δε σημαίνει ότι ο θετικισμός αρνείται την αναζήτηση αιτιών που δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμες, αλλά αντιτίθεται στο να τις αναγάγει (τις αιτίες) σε κρυφές οντότητες που εξ ορισμού δεν είναι προσβάσιμες στην ανθρώπινη γνώση. Επομένως, υποστηρίζει ότι πραγματική υπόσταση έχουν μόνο τα ατομικά συγκεκριμένα αντικείμενα. Τούτο συμβαίνει επειδή, σύμφωνα με το θετικισμό, έχουμε δικαίωμα να αναγνωρίζουμε την ύπαρξη ενός πράγματος μόνο εφόσον η εμπειρία επιτάσσει κάτι τέτοιο.

Οι γενικές αφηρημένες έννοιες δεν έχουν εμπειρική υπόσταση, άρα δεν υπάρχουν. H στάση αυτή ανήκει στη γενική αρχή του νομιναλισμού, εκείνης της μεσαιωνικής φιλοσοφικής παράδοσης που υποστήριξε ότι οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (εξ ου και ο όρος «νομιναλισμός»), δεν έχουν πραγματική υπόσταση.

Θεμελιώδης αρχή του θετικισμού είναι η πίστη στην ουσιαστική ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Οι μέθοδοι δηλαδή για την απόκτηση έγκυρης γνώσης και τα κύρια στάδια θεωρητικής επεξεργασίας της εμπειρίας είναι κατ’ ουσίαν ίδιες σε όλες τις σφαίρες της εμπειρικής πραγματικότητας.

Οι θετικιστές έγιναν γνωστοί για την απόρριψη της Μεταφυσικής, δηλαδή των εικασιών σχετικά με τη φύση της πραγματικότητας, που πηγαίνουν πέρα από κάθε πιθανό στοιχείο το οποίο θα μπορούσε να υποστηρίξει ή να διαψεύσει τέτοιες «υπερβατικές» αξιώσεις.

O θετικισμός ως δόγμα (μην ξεχνάς πως είναι άλλος ένας – ισμός, δηλ. Δογματισμός άρα εν τη γεννέσει του νεκρός) απορρίπτει καθετί υπερβατικό, όπως άλλωστε και τις απόκρυφες δυνάμεις ή αιτίες, τις οποίες και θεωρεί ουσιαστικά ανύπαρκτες ή ασύλληπτες για την ανθρώπινη νόηση. Είναι γεγονός ότι ο θετικισμός ως μοναδική γνωσιολογική περιοχή θεωρεί την εμπειρία, τα θετικά γεγονότα, ενώ περιορίζει την αποστολή όλων των επιστημών μόνο στην αναγνώριση και καταγραφή και όχι στην ερμηνεία των γεγονότων και των φαινομένων. Ουσιαστικά, ο θετικισμός υποστηρίζει ότι μπορούμε να στηριζόμαστε στην εμπειρία και έτσι να γνωρίζουμε μόνο τα αντικείμενα των φυσικών επιστημών.

Πράγματι, οι θετικιστές πιστεύουν στον Εμπειρισμό, στην ιδέα δηλαδή ότι η παρατήρηση και η μέτρηση αποτελούν τον πυρήνα της κάθε επιστημονικής προσπάθειας. Παράλληλα θεωρούν ότι το πείραμα – δηλαδή η προσπάθεια να γίνουν διακριτοί οι φυσικοί νόμοι μέσω άμεσων χειρισμών και παρατηρήσεων – είναι η βάση κάθε επιστημονικής μεθόδου. Έτσι, με αυτές τις θέσεις του, η θετική υπηρεσία που προσέφερε ο θετικισμός στην επιστήμη ήταν η απομάκρυνση από μια άγονη θεωρητικολογία και η στροφή στην έρευνα των γεγονότων, βασισμένη στην εμπειρία, στην παρατήρηση, στο πείραμα και στα Μαθηματικά.

O θετικισμός ως θεωρία είναι πολύ κοντά στην σύγχρονη Φυσική αφού σαν απόλυτο δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο παρά μόνο ένα, την αρχή ότι τίποτε δεν είναι απόλυτο, μια άποψη που είναι δόγμα για τις απόψεις της σύγχρονης Φυσικής και Αστροφυσικής. O θετικισμός, ως κύρια συνιστώσα της φυσικής σκέψης, είναι: λαϊκός, εγκόσμιος, αντιθεολογικός και αντιμεταφυσικός – απόρριψη της Μεταφυσικής – με αυστηρή εμμονή στη μαρτυρία της παρατήρησης και της εμπειρίας – γνώση και πείραμα.

Τελικά ο θετικισμός, απορρίπτοντας τη Μεταφυσική, προώθησε την ανάπτυξη της παράλογης και κουτσής φυσικής σκέψης. Σε μια θετικιστική θέα του κόσμου, η επιστήμη θεωρείται ο τρόπος με τον οποίο μπορούμε να ανακαλύψουμε την αλήθεια και να κατανοήσουμε τον κόσμο όσο το δυνατόν καλύτερα ούτως ώστε να καταφέρουμε είτε να τον προβλέψουμε είτε να τον ελέγξουμε.

Χωρίς την μεταφυσική μέχρι σήμερα έχουν κάνει μια τρύπα στο νερό με απόλυτα Θετικιστικό τρόπο ξεχνώντας σκόπιμα ή από εντολές πως δεν υπάρχει φυσική χωρίς μεταφυσική.

Ιστορικά στάδια του θετικισμού: Παρόλο που ο όρος αναφέρεται στη φιλοσοφική θέση που αρχικά εκτέθηκε από τον Σεν-Σιμόν και, πιο συστηματικά, από τον Κοντ, τον 19ο αιώνα, οι καταβολές του μπορούν να ανευρεθούν στην παράδοση του αγγλικού εμπειρισμού του 17ου και του 18ου αιώνα. O θετικισμός του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την αισιοδοξία που θα έφερνε στην ανθρωπότητα η ανάπτυξη της επιστημονικής μεθόδου. O Κοντ θεωρούσε ότι ήταν πρωτοπόρος στη θεμελίωση της Θετικής Κοινωνιολογίας και έλπιζε ότι η συστηματική μελέτη της ανθρώπινης φύσης και των ανθρώπινων αναγκών θα οδηγούσε, για πρώτη φορά στην Ιστορία, σε μια πραγματική επιστημονική βάση για την αναδιοργάνωση της κοινωνίας.

Από το τέλος του 19ου αιώνα ως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, ο θετικισμός εκφράζεται κυρίως με τον εμπειροκριτικισμό, που υποστήριζε ότι η πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από την ανθρώπινη συνείδηση και ότι αποτελείται από πλέγματα αισθημάτων.

Τον 20ό αιώνα εμφανίζεται το φιλοσοφικό ρεύμα του λογικού εμπειρισμού με τα εξής βασικά χαρακτηριστικά: Διακηρύσσει μια πολεμική κατά της μεταφυσικής, με την πεποίθηση ότι οι μεταφυσικές δηλώσεις δεν απαιτούν εμπειρικό έλεγχο, επειδή δεν ασχολούνται με την ακριβή έρευνα, ανάλυση και ταξινόμηση των φαινομένων της πραγματικότητας, αλλά αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως σύνολο, έτσι ώστε να μην υπόκεινται σε διαδικασίες απόδειξης της αλήθειας τους.

Υποστηρίζει ότι δεν μπορούμε να έχουμε βέβαιη και νόμιμη γνώση του κόσμου παρά μόνο με τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται από τις Φυσικές Επιστήμες και τα Μαθηματικά. Θεωρεί ότι, σε σχέση με τις Θετικές, οι Κοινωνικές Επιστήμες είναι ανώριμες από την άποψη της μεθόδου και τονίζει πως οι Θετικές Επιστήμες θα πρέπει να αποτελέσουν μεθοδολογικό πρότυπο για τις Κοινωνικές.

Βασική αρχή του λογικού εμπειρισμού (ή νεοθετικισμού) είναι η πασίγνωστη διατύπωση ότι «το νόημα μιας δήλωσης είναι η μέθοδος της επαλήθευσης της». H διατύπωση αυτή συμπυκνώνει την όλη στάση του συγχρόνου θετικισμού και στρέφεται κατά της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. M’ άλλα λόγια, σημαίνει ότι νόημα έχουν μόνο οι προτάσεις που μπορούν να επαληθευτούν από την εμπειρία ή τη μεθοδολογική διαδικασία των Θετικών Επιστημών.

Μια επιστημονική πρόταση υφίσταται τη δοκιμασία της εμπειρικής ή λογικής επαλήθευσης της και, αν ο έλεγχος είναι επιτυχής και αποτελεσματικός, τότε η πρόταση αυτή είναι έγκυρη, έχει δηλαδή νόημα.

H αρχή της επαληθευσιμότητας έγινε αντικείμενο έντονων κριτικών, γιατί έχει οριακό χαρακτήρα, με την έννοια ότι αφήνει «εκτός νοήματος» σημαντικές περιοχές που είτε δεν μπορούν να επαληθευτούν μέσω αυτής της διαδικασίας είτε ανήκουν σε σφαίρες της πραγματικότητας που απαιτούν συνθετότερους και γονιμότερους τρόπους νοηματοδότησής τους. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» επαληθεύεται εφόσον εμπειρικά διαπιστώσουμε ότι πράγματι οι κύκνοι είναι λευκοί. Τι συμβαίνει όμως όταν ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν και μαύροι κύκνοι; Τότε η αρχή της επαληθευσιμότητας καθίσταται αβέβαιη, ακόμη και επισφαλής.

Πιο ευλύγιστη εμφανίζεται η αρχή της διαψευσιμότητας που εισηγήθηκε ο Καρλ Πόππερ (K. Popper), σύμφωνα με την οποία μια πρόταση έχει νόημα όχι όταν επαληθεύεται, αλλά όταν εξακολουθεί να ισχύει παρ’ όλες τις αλλεπάλληλες και συστηματικές απόπειρες διάψευσης της. Όταν δηλαδή επιχειρούμε με διάφορες δοκιμασίες να κλονίσουμε το κύρος και την αλήθεια της. Για παράδειγμα, η πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί» ισχύει εφόσον αντέχει στις απόπειρες μας να τη διαψεύσουμε. Όταν δηλαδή αναζητούμε κύκνους που δεν είναι λευκοί και δεν τους βρίσκουμε.

Στις Κοινωνικές Επιστήμες ο θετικισμός και ο νεοθετικισμός εφαρμόζουν πιστά αυτό το σύνολο των επιστημολογικών αρχών. Στηρίζονται αποκλειστικά στο αξίωμα ότι μόνο η λογική και μαθηματική επεξεργασία των κοινωνικών γεγονότων και η εμπειρική τους απόδειξη είναι οι πηγές επιστημονικότητας των Κοινωνικών Επιστημών. H εξήγηση, έτσι, του κοινωνικού φαινομένου βασίζεται μόνο στην αντίληψη των σταθερών σχέσεων μεταξύ των κοινωνικοί γεγονότων με βάση τη   αρχή της ομοιότητας, της διαδοχής και της αλληλεπίδρασης.

Λογικός θετικισμός και φυσική: Παραδοσιακά στις φυσικές επιστήμες η κυρίαρχη τριάδα είναι η Φυσική, η Χημεία και η Βιολογία. Στη συστημική αυτή κατάταξη, η οποία βασίζεται στην αυξανόμενη συνθετότητα του αντικειμένου διερεύνησης – και περιλαμβάνει ακόμη την Ανθρωπολογία και τις Κοινωνικές Επιστήμες -, η Φυσική καταλαμβάνει τη βάση της ιεραρχίας. Αυτό έγκειται στο αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι το αντικείμενο της σχετίζεται με τη μελέτη της φύσης και των φυσικών φαινομένων. Οι άλλες επιστήμες μπορεί να αντιπροσωπεύουν υψηλότερα επίπεδα πολυπλοκότητας, θεωρούνται όμως «υποδεέστερες», από την άποψη ότι βρίσκονται μακρύτερα από τη στοιχειώδη μορφή ή ουσία της ύλης.

H παραπάνω κατάταξη αντανακλά στην ουσία ένα φιλοσοφικό δόγμα, που γενικά επικρατεί, σύμφωνα με το οποίο ολόκληρο το Σύμπαν μπορεί να αναχθεί σε θεμελιώδεις αρχές. Επιστημολογικά όλα τα φαινόμενα, σε ένα τελικό επίπεδο αναγωγής, μπορούν να ερμηνευτούν πλήρως με τους νόμους της Φυσικής.

Οι φυσικές επιστήμες αποτέλεσαν από τη γέννηση τους ένα ακέραιο τμήμα της Φιλοσοφίας και στην ουσία δεν διαχωρίστηκαν ποτέ από αυτή. Μάλιστα η θεωρητική Φυσική, στα τέλη του 19ου αιώνα, περιγραφόταν ακόμη ως Φιλοσοφία της φύσης, ή Φυσική Φιλοσοφία, σε διάκριση από τους δύο άλλους κύριους κλάδους της Φιλοσοφίας των Ιδεών, την Ηθική Φιλοσοφία και τη Μεταφυσική.

H Φιλοσοφία των Επιστημών, ως μελέτη των δεδομένων της επιστημονικής διερεύνησης και της εγκυρότητας των επιστημονικών θεωριών μέσα από μια φιλοσοφική προοπτική, αναγνωρίστηκε σαν ξεχωριστός επιστημολογικός κλάδος μόνο κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα, με την εντεινόμενη εξειδίκευση και τον επαγγελματικό διαχωρισμό των επιστημών.

Επιστημολογικά η Φυσική αντιμετωπιζόταν ανέκαθεν ως θετική επιστήμη με έμφαση στη μελέτη της λογικής δομής της. Το τελευταίο σημαίνει ότι κατά κανόνα το ενδιαφέρον περιοριζόταν σε νόμους που εκφράζονταν με μαθηματικοποιημένες σχέσεις φυσικών μεγεθών, καθώς και σε θεωρίες με αξιωματική ισχύ. Άλλωστε, με φιλοσοφικούς όρους, η Φυσική κλίνει περισσότερο προς έναν φυσικό επιστημονικό Ρεαλισμό, ο οποίος προσβλέπει στην παραγωγή αυστηρών νόμων καθολικής ισχύος.

H Φυσική είναι κατά βάση μια εικοτολογική – υποθετική επιστήμη, που επιδιώκοντας την ερμηνεία της φύσης αποτέλεσε εξαρχής έναν βασικά θεωρητικό κλάδο. Στην επιστήμη μας, το πείραμα, ως τυπική επιστημονική μέθοδος, εισήχθη σχετικά πρόσφατα -τον 17ο αιώνα, κυρίως με τον Γαλιλαίο- και ανέκαθεν έπαιζε δευτερεύοντα ρόλο, ο οποίος περιοριζόταν στη διαμόρφωση και επαλήθευση της θεωρίας.

Νεοθετικισμός ή Λογικός Θετικισμός: Βασικά ο Θετικισμός είναι ένα επιστημονικό φιλοσοφικό δόγμα το οποίο υποστηρίζει πως μία πρόταση ή ένας φυσικός νόμος είναι αληθής μόνο όταν είναι λογικά επαληθεύσιμος. Η επαλήθευση θα πρέπει να είναι κατ’ ανάγκην έμμεση, δηλαδή μία πρόταση είναι αληθής μόνο όταν αν, συνδυαζόμενη με κάποια άλλη αληθή πρόταση, δίνει αληθή συμπεράσματα.

Από τη δεκαετία του ’20 έως και τη δεκαετία του ’60, στη Φιλοσοφία των Επιστημών κυριαρχούσε ο λογικός Θετικισμός ή Νεοθετικισμός, ένα φιλοσοφικό κίνημα με αντικείμενο την έρευνα της επιστημονικής σκέψης και των λογικών βάσεων της, που συγκέντρωνε το ενδιαφέρον του στην ανάλυση της επιστημονικής γλώσσας και στην αναζήτηση του ακριβούς νοήματος, παραμερίζοντας οποιεσδήποτε μεταφυσικές θεωρήσεις.

O Νεοθετικισμός, που διακήρυττε ότι χαράζει έναν τρίτο δρόμο ανάμεσα στον Ιδεαλισμό και στον Υλισμό, εκφράστηκε κυρίως μέσα από τη Φιλοσοφία της Φυσικής καθώς η ανάπτυξη του συνέπεσε σε μεγάλο βαθμό με την επανάσταση στη σύγχρονη Φυσική και κυρίως με αυτή, ενώ οι άλλες θετικές επιστήμες, και ιδιαίτερα η Χημεία, αγνοήθηκαν σε βαθμό δυσανάλογα μεγάλο με την προσφορά τους.

Με την ευρεία έννοια ο λογικός θετικισμός μπορεί να θεωρηθεί συνώνυμο του νεοθετικισμού. Συγκροτήθηκε ως δέσμη ερευνητικών προγραμμάτων με τον “Κύκλο της Βιέννης” (Ρ. Κάρναπ, Ο Νόυρατ. Φ. Φρανκ, Γ.Φέιγκλ, Χ. Ράιχενμπαχ κ.ά.) και διαδίδεται σε ευρεία κλίμακα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 – αρχές της δεκαετίας του 1930, ενώ από τα τέλη της δεκαετίας του 1930 το κέντρο του μετατίθεται στις ΗΠΑ, όπου με ορισμένες τροποποιήσεις διαδίδεται ως λογικός εμπειρισμός.

Ανάμεσα στα μέλη του τα διασημότερα εκτός από τον «αρχηγό» – Γερμανό φυσικό και εμπειριστή φιλόσοφο – Moritz Schlick, ο οποίος την εποχή του Μανιφέστου (1929) ήταν 47 ετών, ήταν ο Γερμανός φυσικός, μαθηματικός και φιλόσοφος Rudolf Carnap 38 ετών, με σημαντική συνεισφορά στη μαθηματική Λογική, στη θεωρία των Πιθανοτήτων και στη Φιλοσοφία των Επιστημών, ο Kurt Gödel 23 ετών, ο Friedrich Waismann 33 ετών, ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Otto Neurath 47 ετών ,  ο Hans Hahn 50 ετών, ο φυσικός Philip Frank 45 ετών ενώ οι περισσότεροι ήταν Εβραϊκής καταγωγής ή μαρξιστές ή και τα δύο. Επίσης, οι μαθηματικοί Χανς Χαν, Ρίχαρντ φον Μίζες και αργότερα ο Κουρτ Γκέντελ (Kurt Godel, 1906-1978).

Στον κύκλο συμμετείχαν οικονομολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες, μαθηματικοί, θεωρητικοί της Λογικής, φυσικοί καθώς και φιλόσοφοι. H Σχολή αυτή ήταν επηρεασμένη από την «επιστημονική κοσμοαντίληψη» του Ερνστ Μαχ και ουσιαστικά προσπάθησε να ανανεώσει τη θετικιστική Φιλοσοφία δίνοντας σε αυτήν επιστημονική μορφή. Προσπάθησε, δηλαδή, να εισαγάγει στη φιλοσοφική έρευνα την ακρίβεια και την εγκυρότητα που διακρίνει τις θετικές επιστήμες.

O Κύκλος της Βιέννης αφενός μεν υποστήριξε τη μαθηματική Λογική, αφετέρου δε υπερτόνισε την αξία της εμπειρίας για την επιστημονική γνώση, ενώ προσπάθησε να πραγματοποιήσει την ενότητα των επιστημών με την ενοποίηση των επιστημονικών όρων. Απέρριπτε την παραδοσιακή Μεταφυσική ως πηγή απαντήσεων χωρίς νόημα σε ανύπαρκτα προβλήματα!

Σκοπός της Φιλοσοφίας, υποστήριζαν οι οπαδοί του Κύκλου της Βιέννης, είναι η λογική διευκρίνιση των σκέψεων και μοναδική πηγή της είναι αυτό που μπορεί να παρατηρηθεί επιστημονικά. Έτσι, η επαλήθευση μιας πρότασης μπορεί να γίνει μόνο με το πείραμα και τις μετρήσεις, ουσιαστικά δηλαδή με τις αισθήσεις μας. Άρα το μοναδικό είδος έγκυρης γνώσης είναι αυτό που προέρχεται από επιστήμες όπου κυριαρχεί το πείραμα, η παρατήρηση και οι μετρήσεις, επομένως μόνο από τον χώρο των θετικών επιστημών.

Ο Ludwig Wittgenstein, τότε 48 ετών, ήταν επίτιμο μέλος της ομάδας και εθεωρείτο ο πνευματικός της καθοδηγητής παρόλο που ο ίδιος δεν συμμετείχε ούτε αποδεχόταν την τιμητική διάκριση.

Αυτό που τους ένωνε ιδεολογικά ήταν η πίστη τους στην εφαρμογή επιστημονικών μεθόδων. Η φιλοσοφία, πίστευαν μπορεί να ωφεληθεί όσο κανένας άλλος τομέας από την υιοθέτηση μιας αυστηρής λογικής.

Εδώ διέφεραν από τους συναδέλφους τους του Cambridge στην Αγγλία, το οποίο αποτελούσε, τότε, την άλλη φιλοσοφική πρωτεύουσα του Κόσμου. Εκείνοι πίστευαν ότι η οι επιστήμες έπρεπε να πάρουν μαθήματα από τη φιλοσοφία. Στην μεν Βιέννη έβλεπαν τη φιλοσοφία σαν αιμοδιψές παράσιτο στη δε Αγγλία σαν θεραπευτική βδέλλα

Ο πραγματικός εχθρός δεν ήταν όμως το Cambridge. Ήταν ο γερμανικός ιδεαλισμός. Αυτός έδινε προτεραιότητα στη νόηση και στο πνεύμα έναντι της φυσικής και της λογικής. Στο μανιφέστο του 1929 του Κύκλου της Βιέννης τρία ονόματα αναφέρονται ως πατέρες του κινήματος.

Ο Αϊνστάιν (ναι ο γνωστός κρετίνος) ήταν το πιο φωτεινό αστέρι του επιστημονικού διαφωτισμού. Οι περιγραφές του για τον χώρο και τον χρόνο φαίνονταν να ανατρέπουν τον ισχυρισμό του Καντ ότι ορισμένα πράγματα για τον Κόσμο τα ανακαλύπτουμε απλά και μόνο συλλαμβάνοντάς τα με τον νου μας, με τη διαίσθησή μας χωρίς να κουνηθούμε ένα βήμα από την πολυθρόνα μας.

Ο Μπέρτραντ Ράσσελ ήταν το δεύτερο όνομα στο τιμητικό πάνθεον του Κύκλου. Στον Ράσσελ εκτιμούσαν ότι το ότι υποστήριξε με πάθος τον εμπειρισμό, τη θεωρία που λέει ότι όλη η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται από την εμπειρία. Θαύμαζαν επίσης την πρωτοποριακή του εφαρμογή της Λογικής στα μαθηματικά και στη γλώσσα.

Ο Λογικός Θετικισμός υπήρξε πριν απ’ όλα ένα κίνημα που μιλούσε στο όνομα της ακρίβειας και της προόδου στις επιστήμες. Σκοπός του ήταν να δανειστεί τη Μέθοδο που είχε στηρίξει τόσο καλά την επιστήμη και να αποστάξει στην ουσία της. Και αυτό όχι μόνο για να εξυγιάνει την ίδια την επιστήμη από τη ροπή της προς τη μυστικιστική ασάφεια και τη Μεταφυσική αλλά και για να εξυγιάνει όλους τους τομείς της διανόησης.

Επηρεασμένοι από το πνεύμα που κυριαρχούσε στη Βιέννη εκείνη την εποχή οι στοχαστές του Κύκλου θέλησαν να θάψουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν τα κατάλοιπα των παλιών ιδεών και αναστήσουν στη θέση τους ένα σύστημα με «υγιή» θεμέλια βασισμένα στις εμπειρικές επιστήμες. Ένας λόγος για τον οποίο ο Κύκλος της Βιέννης ασκούσε ιδιαίτερη γοητεία στον κόσμο της φιλοσοφίας ήταν ότι πρότεινε το θεμελιακό Δόγμα:

«Υπάρχουν δύο τύποι έγκυρων προτάσεων.

*Πρώτον οι προτάσεις που είναι δυνατόν να χαρακτηριστούν αληθείς ή ψευδείς με κριτήριο το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούν. Η σχέση λόγου χάρη «2+2 = 4» ή λογικές συνεπαγωγές του τύπου «Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί, ο Σωκράτης είναι άνθρωπος άρα ο Σωκράτης είναι θνητός».

*Δεύτερον, έγκυρες προτάσεις είναι οι εμπειρικές προτάσεις που επιδέχονται διαδικασίες εμπειρικής εξακρίβωσης.«Το νερό βράζει στους 1000» ή  «η Γη είναι επίπεδη».

Όλες οι άλλες προτάσεις είναι κυριολεκτικά χωρίς νόημα. Από τη στιγμή που δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε εμπειρικά την ύπαρξη ή ανυπαρξία του θεού κάθε ισχυρισμός θρησκευτικού περιεχομένου ήταν από διανοητική άποψη χωρίς νόημα. Δηλώσεις όπως «το να σκοτώσεις είναι κακό πράγμα» «πρέπει κανείς να είναι πάντα ειλικρινής» « ο Πικάσο είναι καλύτερος ζωγράφος από τον Μονέ» πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εκφράσεις προσωπικών κρίσεων ως ισοδύναμες δηλαδή με τις προτάσεις «δεν εγκρίνω τον φόνο» « κατά την άποψή μου οι άνθρωποι πρέπει πάντα να λένε την αλήθεια» «προτιμώ τον Πικάσο από τον Μονέ» .

Ο Κύκλος της Βιέννης και ο Ludwig Wittgenstein: Εκείνος όμως για τον οποίο το κίνημα έτρεφε βαθύτατο σεβασμό ήταν ο Λούντβιχ Βιττγκενστάιν. Η έντονη λατρεία στον Βιττγκενστάιν άρχισε όμως να υποχωρεί μετά το 1930. Η ισχυρή προσωπικότητα του Wittgenstein και οι μεταρρυθμιστικές ιδέες  του για τη φιλοσοφία, η σφοδρότητα της εκστρατείας του να απαλλάξει τους συγχρόνους του από προσχηματισμένες παραδοχές έδωσαν νέα μορφή στον ευρωπαϊκό στοχασμό

Πολλοί από τους υποστηρικτές του Λογικού Θετικισμού θεώρησαν ότι το έργο Tractatus του Wittgenstein ήταν το « δικό τους» βιβλίο, το έργο που τους δικαίωνε. Βασιζόμενοι μάλιστα σε αυτό είχαν οδηγηθεί στην ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑΣ την οποία οφείλει κανείς να χρησιμοποιήσει για να κρίνει εάν μία πρόταση είναι επιστημονική.

Η ερμηνεία όμως που είχαν αποδώσει στα γραφόμενα στο Tractatus είναι συζητήσιμη. Ο Wittgenstein είχε χωρίσει τις προτάσεις σε εκείνες που μπορούμε να διατυπώσουμε και σε εκείνες για τις οποίες πρέπει να σιωπούμε. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν οι ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ, στη δεύτερη οι ΗΘΙΚΕΣ.
Αυτό που παρανόησαν τα μέλη του Κύκλου ήταν ότι ο Wittgenstein δεν πίστευε ότι «το άρρητο είναι ανοησία». Αντίθετα θεωρούσε ότι «τα πράγματα για τα οποία δεν μπορούμε να μιλήσουμε έχουν ιδιαίτερη σημασία»
Τα μέλη του Κύκλου ήταν άνθρωποι επιστήμονες που απέρριπταν τη μεταφυσική την ηθικολογία και την πνευματικότητα. Αρχικά πίστεψαν ότι το Tractatus  εξέφραζε την ίδια αντίληψη. Λίγα χρόνια μετά βρέθηκαν μπροστά σε έναν άνθρωπο που απήγγειλε ποίηση και ήταν κατά το ήμισυ μυστικιστής.

O Νεοθετικισμός καλλιεργήθηκε αρχικά στη Βιέννη, γι’ αυτό έγινε γνωστός και καθιερώθηκε ως ο Κύκλος της Βιέννης. Ωστόσο, μετά την επικράτηση του Ναζισμού στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Αυστρία, οι εκπρόσωποι του -από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν Εβραίοι- κατέφυγαν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και στις ΗΠΑ. Εξ αυτού του γεγονότος έγιναν οι ζωντανοί φορείς της ευρύτερης διάδοσης του Νεοθετικισμού σε όλο τον κόσμο.

Ο Κύκλος και ο Karl Popper: Ο Karl Popper  Βιεννέζος κι αυτός με εβραϊκή καταγωγή, τότε δηλαδή το 1929,  27 ετών,ποτέ δεν πήρε μέρος στις εβδομαδιαίες συζητήσεις του Κύκλου. Ο ίδιος αργότερα εξομολογείται ότι ποτέ δεν έγινε μέλος του Κύκλου.

Το πρώτο του μεγάλο έργο Logik der Forschhung ( Η Λογική της επιστημονικής ανακάλυψης ) που εκδόθηκε το 1934 ήταν εξίσου αξιόλογο με τα έργα των μελών του Κύκλου. Γιατί άραγε ο Κύκλος αγνόησε τον νέο αυτό Βιεννέζο στοχαστή; Μια απάντηση θα μπορούσε  να είναι ότι «αυτό συνέβη επειδή έτσι το θέλησε ο Moritz Schlick» και ο Schlick δεν εκτιμούσε τον Popper. Μια άλλη απάντηση προκύπτει αν μετονομάσεις τον Κύκλο σε Στοά.

Πιο καθοριστικός παράγων όμως πρέπει να είναι η βαθύτατη αντιπάθεια του Popper για τον τότε γκουρού του Schlick, αλλά και των περισσότερων μελών, τον Ludwig Wittgenstein. Η περιφρόνηση του νεαρού τότε Popper στο έργο του Wittgenstein είχε εκφραστεί και δημόσια λίγα χρόνια αργότερα το έτος δηλαδή 1932 σε μία τρικυμιώδη συνάντηση που έγινε μπροστά σε ευρύτερο κοινό. Τον κατηγορούσε ότι συμπεριφερόταν όπως η Καθολική Εκκλησία, απαγορεύοντας κάθε συζήτηση πάνω στα ζητήματα στα οποία ο ίδιος δεν είχε να δώσει απαντήσεις.

Σε όλη την υπόλοιπη ζωή τουαναφερόταν στον «Κύκλο της Βιέννης» τονίζοντας τη φιλοσοφική απόσταση που τον χώριζε από αυτόν.

Στη θέση της Επαληθευσιμότητας εκείνος πρότεινε τη Διαψευσιμότητα ως κριτήριο για το «Εαν μια πρόταση είναι επιστημονική»

Και η άποψή του ήταν ιδιαίτερα σοβαρή και εμπεριστατωμένη. Κανένας αριθμός πειραμάτων δεν μπορεί να αποδείξει την ορθότητα μιας θεωρίας όπως ότι ο ήλιος θα ανατέλλει πάντοτε, εφόσον όσες φορές και να ανατείλει ο ήλιος δεν υπάρχει τίποτε που να αποκλείει ότι κάποια μέρα στο μέλλον δεν θα φανεί. Αντίθετα, ένα μόνο αρνητικό εμπειρικό δεδομένο αρκεί για αποδείξει ότι μια θεωρία είναι εσφαλμένη.
Μία θεωρία μπορεί να θεωρηθεί Επιστημονική εφόσον είναι ανοικτή στη Διάψευση της.
Οι φιλόσοφοι δηλαδή του ρεύματος αυτού προσπάθησαν να βάλουν ορισμένα κριτήρια για την επαληθευσιμότητα ή μη των προτάσεων όπως αυτές που λες (μαγεία, θαύματα, θεός κτλ), με αντικειμενικό σκοπό την κατάργηση της μεταφυσικής και του μυστικισμού.

Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ο λογικός θετικισμός επιχειρεί σχετική άμβλυνση ορισμένων από τα αρχικά του δόγματα, την οποία προβάλλει αργότερα ως ανάπτυξη και φιλελευθεροποίηση. Αντικαθιστά λόγου χάρη την αρχή της αναγωγιμότητας της επιστημονικής γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα με την αρχή της δυνατότητας εμπειρικής ερμηνείας του συστήματος, την αξίωση της πλήρους επαληθευσιμότητας με τον όρο της δυνατότητας μερικής έμμεσης επιβεβαιωσιμότητας.

Κριτικές του λογικού Θετικισμού: O λογικός Θετικισμός, που έτσι τον ονόμασαν, το 1931, ο Α.Ε. Μπλούμπεργχ (Α.Ε. Blumberg) και ο φιλόσοφος της Επιστήμης στη Μινεσότα Χέρμπερτ Φάιγκλ (Herbert Feigl), όπως ήταν επόμενο, υπεβλήθη εξαρχής σε σοβαρές κριτικές. Οι πιο πρόσφατες αφορούν τις απόψεις των λογικών εμπειριστών για τη φύση της επιστημονικής ερμηνείας, σχετικά με το ότι τα πράγματα δεν είναι πάντοτε τόσο απλά όσο πιστεύουμε ή νομίζουμε πως είναι.

H μεγαλύτερη προσοχή που δόθηκε στην ιστορία των επιστημονικών θεωριών δείχνει ορισμένα χάσματα στα εννοιολογικά συστήματα των επιστημών. Για παράδειγμα, ο σημαντικός ρόλος των πιθανολογικών ερμηνειών στις περισσότερες επιστήμες δέχεται σήμερα όλο και πιο εκλεπτυσμένες αναλύσεις.

Σπουδαίοι φυσικοί, με στιβαρό φιλοσοφικό λόγο, όπως ο Νηλς Μπορ, ο Έρβιν Σρέντινγκερ, ο Βέρνερ Χάιζενμπεργκ και πολλοί άλλοι, υποδεικνύουν με το συνολικό έργο τους ότι δεν υπάρχει ντε και καλά κάποια συστηματική οδός ή μια πρότυπη συνταγή να την ακολουθήσουμε, εκκινώντας από τα δεδομένα, προκειμένου να προσεγγίσουμε κάποια επιστημονική θεωρία.

Επίσης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι μολονότι η επιστημονική δημιουργικότητα οδεύει -κατά κάποιον τρόπο- παράλληλα με την καλλιτεχνική δημιουργία, εντούτοις τα κριτήρια αξιολόγησης είναι τελείως διαφορετικά. Και παρά το ότι κάθε επιστημονικός ισχυρισμός υπόκειται κατ’ αρχήν σε αναθεώρηση, είναι μάλλον αφύσικο να αρνηθούμε εξαρχής τη σχετική σταθερότητα των εμπειρικών νόμων, οι οποίοι ουσιαστικά χρησιμεύουν σαν το κυρίως πεδίο δοκιμών των εναλλακτικών θεωριών.

Από την εποχή του Καρτέσιου, στην Κβαντική Θεωρία Τελικά, ή ύπαρξη του κόσμου προκύπτει από το γεγονός πως ο θεός μου έδωσε μιαν ισχυρή διάθεση να πιστεύω στην ύπαρξη του κόσμου και είναι απλώς αδύνατον να με έχει εξαπατήσει ο θεός. (απολύτως λανθασμένος συλλογισμός όπως ήδη γνωρίζουμε)

Ο Θετικισμός αναπτύχθηκε μέσα από ποικίλα στάδια που έγιναν γνωστά με διάφορες ονομασίες όπως Εμπειριοκριτικισμός, Λογικός Θετικισμός, Λογικός Εμπειρισμός και τέλος, στα μέσα του 20ού αιώνα, εντάχθηκε στο κίνημα που είναι γνωστό ως Αναλυτική και Γλωσσική Φιλοσοφία.

Οι βασικές θέσεις του πρωτογενούς Θετικισμού είναι:

1.   Κάθε γνώση που αφορά γεγονότα βασίζεται στα «θετικά» στοιχεία της εμπειρίας, και

2.   πέρα από τον κόσμο των γεγονότων υπάρχει ο κόσμος της καθαρής Λογικής και των καθαρών Μαθηματικών.

Αμφισβητήσεις του Θετικισμού: Αφού είδαμε τις βασικές αρχές του θετικισμού θα στραφούμε σε μια σειρά από επισημάνσεις σημείων τριβής και αμφισβήτησης των βασικών θετικιστικών αρχών. Οι διαφοροποιήσεις αυτές, που αποκτούν ιδιαίτερη σημασία από την δεκαετία του ’60 κι ύστερα, τελικά οδηγούν είτε σε μια αυξανόμενη μείωση της αξιοπιστίας του θετικισμού είτε στην απόρριψή του ή το μετασχηματισμό του και την εμφάνιση νέων ρευμάτων.

Πρώτα θα ασχοληθούμε με τις επικρίσεις του θετικισμού, που προέρχονται από αντίπαλες φιλοσοφίες ή γενικότερα διαφορετικούς τρόπους σκέψης. Σε συνοπτική παράθεση παρατηρείται μια έντονη αμφισβήτηση του θετικισμού στα εξής σημεία:

    Επιστημονισμός ή ενότητα της επιστημονικής μεθόδου. Μεθοδολογικά ο θετικισμός δεν δέχεται καμιά διαφορά μεταξύ των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών. Η υιοθέτηση όμως της ενότητας της επιστημονικής μεθόδου γίνεται με ταυτόχρονη παραδοχή του κυρίαρχου ρόλου των φυσικών επιστημών, αφού γενικώς αυτές εκλαμβάνονται ως το μοντέλο των κοινωνικών επιστημών. Το αποτέλεσμα είναι ο επιστημονισμός, δηλαδή, η άποψη ότι η σημασιολογική ερμηνεία της γνώσης απορρέει μόνο από τις φυσικές επιστήμες.

    Φυσιοκρατία ή φαινομενοκρατία. Για τον θετικισμό το αντικείμενο της επιστημονικής μεθόδου είναι μια εξωτερική στην επιστήμη πραγματικότητα, η οποία σηματοδοτείται από τα παρατηρούμενα φυσικά φαινόμενα. Η θέση αυτή συνεπάγεται αφενός την φυσιοκρατία, δηλαδή, την ανάδειξη της φυσικής-εμπειρικής προέλευσης της γνώσης, κι αφετέρου την φαινομενοκρατία ή αντικειμενισμό, δηλαδή, την αποδοχή μιας αντικειμενικά εξωτερικευμένης υπόστασης των φαινομένων.

    Εμπειρισμός. Στην βάση της θετικιστικής επιστημολογίας βρίσκεται η εμπειρική παρατήρηση (κριτήριο της επαλήθευσης), η οποία υλοποιείται με την πειραματική μέθοδο. Η αναντίρρητη αναγνώριση του θετικού χαρακτήρα της εμπειρίας ως του αποκλειστικού κριτηρίου της αλήθειας αποτελεί το σήμα κατατεθέν του θετικισμού.

    Ουδετερότητα ή αξιολογική αδιαφορία. Σύμφωνα με τον θετικισμό, η επιστήμη δεν πρέπει να ενέχεται σε καμία αξιολογική κρίση του αντικειμένου της μελέτης της. Είναι μια ουδέτερη δραστηριότητα απαλλαγμένη από οποιαδήποτε κοινωνική ή ηθική αξία. Η αποστολή της είναι να περιορίζεται στα εμπειρικά γεγονότα, από τα οποία, ο θετικισμός πιστεύει, δεν μπορούν να παράγονται αξίες. Επιπλέον, η αναζήτηση της αντικειμενικής αλήθειας γίνεται με μοναδικό γνώμονα την εμπειρική επαλήθευση, ανεξάρτητα ηθικής ή αυτοσυνειδησίας.

    Εργαλειακή γνώση. Στον θετικισμό, η εμπειρική φόρτιση της θεωρίας οδηγεί αυτόματα σε μια εργαλειακή σύλληψη της επιστήμης. Έτσι, αυτή γίνεται κατανοητή σαν ένα χρήσιμο τεχνικό εργαλείο που μπορεί να εφαρμοσθεί εξίσου καλά σε μια πληθώρα διαφορετικών περιπτώσεων. Κάποιες φορές όμως, η έμφαση στον εργαλειακό και άρα ουδέτερο ρόλο της επιστήμης κρύβει μια πολιτικά συντηρητική στάση, που υποστηρίζει την υπεροχή της επιστήμης σε σχέση με άλλες μορφές γνώσης και νομιμοποιεί την αναπαραγωγή σε κυρίαρχη θέση των επαγγελματικών και θεσπισμένων οργάνων των ειδικών της επιστήμης.

Πέρα όμως από τις αγεφύρωτες διαφορές σε θεμελιώδη θέματα αρχής, ο θετικισμός δέχθηκε σημαντικές επικρίσεις και στις βασικές μεθοδολογικές παραδοχές του. Οι κυριότερες από αυτές τις αμφισβητήσεις προέρχονται από τους Popper και Kuhn.

Ο Karl Popper, μάλιστα από την δεκαετία του ’30, επιτίθεται στην θετικιστική επικύρωση και απορρίπτει τη λογική της επαγωγής. Στην θέση τους ο Popper θεμελιώνει την αρχή της διαψευσιμότητας και δέχεται μόνο την παραγωγική λογική. Από την άλλη μεριά, η αντιθετικίστικη ιστορικίστικη στροφή στην δεκαετία του ’60 του Thomas Kuhn ανέδειξε την παραδειγματική δομή και την επαναστατική εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών.

Για τον Popper, το έργο της επιστήμης για την επικύρωση των θεωριών είναι να παράγει μαρτυρίες από εμπειρικές παρατηρήσεις, οι οποίες μπορεί να διαψεύδουν λογικά τις θεωρίες αυτές. Βέβαια, με τη μέθοδο αυτή της διαψευσιμότητας, μπορεί να πει κανείς, το πρόβλημα της επαγωγής δεν λύνεται αλλά απλώς αποφεύγεται.

Όταν οι σπασμοί του κόλπου εμποδίζουν το σεξ

        Όταν οι σπασμοί του κόλπου εμποδίζουν το σεξΓια ορισμένες γυναίκες η ερωτική πράξη εγείρει φόβο, πόνο και ταραχή, με αποτέλεσμα το σώμα τους να παρουσιάζει επαναλαμβανόμενους, επίμονους, ακούσιους σπασμούς των μυών του κόλπου που παρεμποδίζουν τη διείσδυση.

Η σεξουαλική αυτή διαταραχή ονομάζεται κολεόσπασμος. Παρά τη σεξουαλική διέγερση που μπορεί η γυναίκα να νιώθει, η σεξουαλική πράξη καθίσταται αδύνατη λόγω της «εσωστρέφειας» στην οποία μπαίνει το σώμα της. Παράγοντες που θεωρούνται υπεύθυνοι, ανάμεσα σε άλλους, είναι οι εξής:

* Σεξουαλικές εμπειρίες του παρελθόντος που συνδέθηκαν με πόνο, η σεξουαλική κακοποίηση, ο βιασμός.

* Η δυσεπίλυτη αποστροφή της γυναίκας για το σεξ που οδηγεί σε χαμηλή σεξουαλική διέγερση.

* Πρώιμο οικογενειακό περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από άκαμπτη αυταρχικότητα, ενοχοποίηση και πρόκληση ντροπής στην κόρη για τη σεξουαλικότητά της.

* Η δυσκολία μιας γυναίκας να αφεθεί και να χάσει στιγμιαία τον έλεγχο.

* Η ανεπεξέργαστη σύγχυση για τον σεξουαλικό της προσανατολισμό.

* Η βαθιά ριζωμένη δυσπιστία της για το άλλο φύλο.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις του κολεόσπασμου στον ψυχισμό μιας γυναίκας;

Ο κολεόσπασμος οδηγεί στη μοναξιά και συχνά στην αποφυγή των σεξουαλικών επαφών, γεγονός που συντηρεί το πρόβλημα μέσα στον χρόνο.

Η γυναίκα συνήθως έχει έντονο προσδοκητικό άγχος πριν από κάθε σεξουαλική συνεύρεση, με επακόλουθο να «φυλακίζεται» σε αλυσιδωτές αγχώδεις σκέψεις για το αν θα καταφέρει ή όχι κάθε φορά να μην πονέσει και να ελέγξει τους σπασμούς της.

Οι σκέψεις αυτές δεν τη βοηθούν να ξεπεράσει τις «αγκυλώσεις» της – αντίθετα την οδηγούν βαθύτερα μέσα σε αυτές. Ο θυμός και η ενοχή καραδοκούν καθώς και άλλα συναισθήματα, όπως είναι η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η αίσθηση ανημποριάς κ.λπ.

Οι διαπροσωπικές της σχέσεις συχνά πάσχουν ή τερματίζονται πρόωρα λόγω του προβλήματος, ενώ συχνά η επιλογή των συντρόφων ασυνείδητα είναι αυτοκαταστροφική (λ.χ. μπορεί να επιλέγει βίαιους ή ψυχρούς άνδρες που διατηρούν το ψυχολογικό τραύμα ανοιχτό και το σώμα κλειστό).

Η ρίζα του προβλήματος θα ξεδιπλωθεί μέσα από μια διαδικασία ψυχοθεραπείας όπου με τη χρήση κατάλληλων τεχνικών η γυναίκα θα προσπαθήσει να λειτουργήσει αλλιώς μέσα στις ερωτικές της σχέσεις και όχι με οδηγό τον φόβο.

Είναι πολύ σημαντικό ο σύντροφος να στηρίζει τη γυναίκα και να μην την πιέζει για συνουσία, καθώς και να αποφεύγει σε κάθε περίπτωση να την ενοχοποιεί για το πρόβλημά της.

Δίκταμος: Το θεϊκό βοτάνι της Κρήτης

O δίκταμος ο θάμνος της Δίκτης – το όνοµα ∆ίκτανµος, όπως τον αποκάλεσαν οι αρχαίοι, προέρχεται από το ονομαστό όρος της Κρήτης την ∆ίκτη και τη λέξη θάµνος δηλαδή “∆ίκταµνος ο Θάµνος της ∆ίκτης” ή έρωντας με επιστημονική ονομασία Origanum dictamnus!
Eίναι ένα το πιο φημισμένα κρητικά ενδημικά φυτά και το συναντάμε μόνο στο νησί της Κρήτης σκαρφαλωμένο σε απόκρημνους βράχους με υψόμετρο από 0 έως 1900 μέτρα.
Ο Θεόφραστος μάλιστα είχε γράψει “το δε δίκταµνον ίδιον της Κρήτης”.
Είναι ένα πολυετές αρωματικό φυτό με βλαστούς 20-40cm, με φύλλα πρασινόλευκα 13-25mm δισκοειδή-ωοειδή και καλυμμένα με πυκνές τρίχες! Τα λουλούδια του με μια πανέμορφη στεφάνη ροδινοπρασινωπή έως κοκκινολιλά, περιβαλλόμενη από μεγάλα κοκκινωπά βράκτια
Το άρωμα του θεσπέσιο…
Ο δίκταμος – το θαυματουργό αυτό βότανο -είναι γνωστός από τη μινωική εποχή όταν οι μινωίτες παρασκεύαζαν από το βότανο
- αρώματα
- αλοιφές -τις οποίες χρησιμοποιούσαν για την επούλωση τραυμάτων και πληγών-
- αρωματικά λάδια – ειδικά με λάδι ελαιόλαδου το οποίο και
πρόσφεραν στους θεούς στους βασιλιάδες και ιερείς τους -
- αρωματικούς οίνους, όπως το δικταμνίτη οίνο που μας αναφέρει ο Διοσκουρίδης στο πέμπτο βιβλίο του περί ύλης ιατρικής …
τα αρωματικά λάδια που παρασκεύαζαν από το βότανο είχαν τονωτικές και διεγερτικές ιδιότητες…
Το δίκταμο έχει αντισηπτική δράση, τονωτική και αντισπασμωδική. Χρησιμοποιείται για την επούλωση των τραυμάτων, ως καταπραϋντικό του πεπτικού συστήματος, καθώς και κατά της γρίπης και του κρυολογήματος. Δρα σπασμολυτικά και συμβάλει στην πρόληψη και στην αντιμετώπιση των κυκλοφορικών και καρδιολογικών προβλημάτων, ανακουφίζει από πονοκεφάλους, και στομαχικές διαταραχές, πονόδοντους και αποστήματα. Ενεργεί επίσης, ως αντιδιαβητικό, εμμηναγωγό αλλά και ως αφροδισιακό (στην Κρήτη το αναφέρουν και ως «έρωντα»).

Αίρεται κάθε μορφής αιτιοκρατία

Κατά την παραδοσιακή ή νευτώνεια φυσική, κάθε φαινόμενο της φύσης πρέπει να εξηγείται κατά τρόπο μηχανιστικό, δηλαδή ως αποτέλεσμα μιας αιτίας. H αιτιοκρατική και μηχανιστική αυτή αντίληψη της παραδοσιακής φυσικής κορυφώθηκε με τον ισχυρισμό του Laplace, σύμφωνα με τον οποίο όχι μόνο μπορούμε να γνωρίσομε την παρούσα φάση του σύμπαντος, αλλά, βάσει των κατάλληλων μετρήσεων, είμαστε σε θέση να γνωρίζομε και τη μελλοντική του κατάσταση (αιτιοκρατία).

Μία άλλη θεμελιώδης έννοια της παραδοσιακής φυσικής είναι η θεωρία για την αντικειμενικότητα της ύλης. Κατά την ατομική θεωρία του Dalton, ορισμένως, τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας ως συνθέσεις συμπαγών ατόμων.

H κβαντική φυσική – μία από τις μεγαλύτερες επαναστάσεις στην ιστορία της επιστήμης της φυσικής, που έλαβε την ονομασία της από τα κβάντα, με τα οποία αποδίδεται η στοιχειώδης ποσότητα εκπεμπόμενης ακτινοβολίας, και διαμορφώθηκε μέσω των ερευνών του Louis de Broglie, του Werner Heisenberg, του Paul Dirac και του Neils Bohr -  αναίρεσε, μεταξύ άλλων, τα παραπάνω χαρακτηριστικά της παραδοσιακής φυσικής.
Έτσι, στο πλαίσιο της κβαντικής φυσικής, υποστηρίχθηκε ότι, εν αντιθέσει προς την έννοια της αντικειμενικότητας της ύλης, στοιχειώδη σωματίδια, όπως τα φωτόνια, τα ηλεκτρόνια και τα κουάρκς, δεν υφίστανται ως πράγματα, ως υλικά στοιχεία, αλλά ως κυματοδέσμη με δυναμικό χαρακτήρα.
Αυτό σημαίνει ότι ο υλικός κόσμος δεν απαρτίζεται, όπως υπέθεσαν οι εκπρόσωποι της παραδοσιακής φυσικής, από άτμητα υλικά άτομα αλλά ότι βρίσκεται σε ένα διαρκές καθεστώς άπειρων και εύπλαστων δυνατοτήτων.
Κατ’ αντιδιαστολή προς την άποψη της αιτιοκρατίας, εξάλλου, ο Heisenberg διατύπωσε την αρχή της απροσδιοριστίας, σύμφωνα με την οποία είναι αδύνατον να επισημανθούν επακριβώς τα χαρακτηριστικά ενός υποσωματιδίου σε μία δεδομένη στιγμή χωρίς να αλλάξουν την επόμενη. Και τούτο, γιατί η ίδια η διαδικασία της παρατήρησης, μέσω της οποίας, π.χ., μετρούμε μία ιδιότητα ενός φωτονίου, αλλάζει κάποια άλλη του ιδιότητα. Αυτό σημαίνει ότι ο ίδιος ο παρατηρητής παρεμβαίνει στη φύση του παρατηρούμενου αντικειμένου.

H ερμηνεία αυτή προβλήθηκε από τα μέλη της λεγόμενης σχολής της Κοπεγχάγης και ιδιαίτερα από τον αρχηγό της Bohr. Άμεση συνέπεια της ερμηνείας αυτής ήταν η κατάρριψη της άποψης της αιτιοκρατίας. Επειδή δεν μπορούμε να προσδιορίσομε τις ιδιότητες των υποσωματιδίων, παρά μόνον αφού έχομε ήδη παρέμβει στη φύση των ιδιοτήτων αυτών μέσω της παρατήρησης, έπεται ότι δεν μπορούμε να προβλέψομε τις μελλοντικές των κινήσεις.

O Αϊνστάιν δεν δέχθηκε την αντιρεαλιστική αυτή θέση. «Ο Θεός δεν παίζει ζάρια», αναφώνησε αναφερόμενος στην ερμηνεία του Bohr. «Μην λες στο Θεό τι να κάνει και τι να μην κάνει!» ήταν η πληρωμένη απάντηση του Bohr στον Αϊνστάιν.

O Bohr, ο οποίος αντιλαμβανόταν το σύμπαν ως ένα διαρκώς ανοικτό ορίζοντα πιθανοτήτων και δυνατοτήτων, επέμεινε στην άποψη του αυτή παρά τους ισχυρισμούς του Αϊνστάιν για το αντίθετο. Κλασικό, εν προκειμένω, είναι το νοητό πείραμα του Αυστριακού φυσικού Erwin Schrodinger, γνωστό ως η γάτα του Σρέντινγκερ. Σύμφωνα με το πείραμα αυτό, μία γάτα βρίσκεται σε ένα απολύτως σκοτεινό κουτί, το οποίο συνδέεται με ένα μηχανισμό αποτελούμενο από ένα μετρητή Γκάιγκερ, μία φιάλη δηλητηρίου και ελάχιστη ποσότητα ραδιενεργού υλικού.

Οι πιθανότητες να συμβεί κάποια διάσπαση ενός ατόμου του ραδιενεργού υλικού είναι 5θ%. Αν συμβεί τούτο, τότε θα ενεργοποιηθεί ο μετρητής, πράγμα που θα έχει ως συνέπεια ο μηχανισμός να σπάσει το φιαλίδιο και να δηλητηριαστεί η γάτα. Αν δεν συμβεί η διάσπαση, δεν θα απελευθερωθεί το δηλητήριο και η γάτα θα εξακολουθεί να ζει.

O Σρέντινγκερ υποστήριξε ότι, από την πλευρά της κβαντικής θεωρίας, μέχρι ο παρατηρητής να ανοίξει το κουτί και να διαπιστώσει την έκβαση του φαινομένου, η γάτα δεν είναι ούτε ζωντανή ούτε νεκρή. Έως τότε, όμως, καμιά πρόβλεψη ως προς το αν η γάτα είναι ζωντανή ή νεκρή δεν μπορεί να υποστηριχθεί.

Προκειμένου να ελέγξει τη θεωρία της απροσδιοριστίας, ο Αϊνστάιν διεξήγαγε το γνωστό νοητό πείραμα EPR, το οποίο έλαβε την ονομασία αυτή από τα αρχικά των τριών επιστημόνων που συμμετείχαν σε αυτό -του Αϊνστάιν [Einstein], του Podolsky και του Rosen. Το πόρισμα του πειράματος αυτού ήταν πως ένα υποσωματίδιο μπορεί να επιδρά σε ένα άλλο υποσωματίδιο, που στην αρχή ήταν μαζί και χωρίστηκανοπότε βρίσκονται μακριά το ένα από το άλλο. Ακόμη και αν φαινομενικά ουδεμία σύνδεση υπάρχει μεταξύ των σωματιδίων, εν τούτοις μπορούν να επιδρούν το ένα επί του άλλου (φαινόμενο διεμπλοκής).

Έτσι, αίρεται κάθε μορφής αιτιοκρατία, αφού τα κβαντικά φαινόμενα εξηγούνται, μόνον εάν πολλές και διαφορετικές διαδικασίες συμβαίνουν ταυτόχρονα χωρίς αιτιακή εξάρτηση της μιας από την άλλη. Κατά τον Μπορ, οι φιλοσοφικές συνέπειες της ερμηνείας των κβαντικών φαινομένων από τη σχολή της Κοπεγχάγης υπήρξαν τόσο εντυπωσιακές, όσο εκείνες της κοπερνίκειας επανάστασης. Το γεγονός ότι ο παρατηρητής μετέχει μέσω της διαδικασίας της παρατήρησης στα αποτελέσματα των μετρήσεων σημαίνει ότι δεν μπορούμε να έχομε ακριβείς μετρήσεις των φυσικών φαινομένων.

Έτσι, υποστηρίχθηκε μία νέα μορφή αγνωσιαρχίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μία αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά υφίστανται πολλές μορφές πραγματικότητας εξαρτημένες από το πρόσωπο που τις μετρά και τις λογίζεται.

O φυσικός Hugh Everett διατύπωσε το 1957 τη θεωρία των πολλών ή παράλληλων συμπάντων θεμελιώνοντας στην κβαντική φυσική την υπόθεση του Λάιμπνιτς για τους δυνατούς κόσμους, ότι δηλαδή ο κόσμος εντός του οποίου ζούμε δεν είναι ο μόνος κόσμος που μπορεί να υπάρχει. H θεωρία των παράλληλων κόσμων παραπέμπει σε ριζοσπαστικές ερμηνείες, όπως ότι, παράλληλα προς το δικό μας σύμπαν, θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρχει και ένα άλλο σύμπαν όμοιο με το δικό μας, από όπου, όμως, μπορεί να απουσιάζει η ζωή, επειδή οι συνθήκες δεν το επέτρεψαν.

Τέτοιες υποθέσεις αντιμετωπίζονται μεν από πολλούς φυσικούς επιστήμονες και φιλοσόφους με σκεπτικισμό, πλην όμως ερεθίζουν το στοχασμό και δημιουργούν νέα ερωτήματα για την υφή του κόσμου και τη σχέση του ανθρώπου προς τον τελευταίο αυτό.

Τάρταρος ο γιός του Χάους

tartarosΟ Τάρταρος σύμφωνα με την Ελληνική Μυθολογία είναι χθόνια θεότητα του κάτω κόσμου, γιος του Πλούτωνα ή του Αιθέρα ή του Χάους και της Γαίας. Γενικότερα όμως φέρεται ως μυθικός τόπος λεγόμενος και Τάρταρα όπου κατά τις αρχαίες δοξασίες βασανίζονται οι κακοί μετά το θάνατό τους. Ο Όμηρος αναφέρει πολλά πρόσωπα να βασανίζονται σ΄ αυτόν το τόπο για τα “εν ζωή” εγκλήματά τους όπως τους Τιτυόνα, Τάνταλο και Σίσυφο.
Κατά τον Ησίοδο ο Τάρταρος είναι η “ειρκτή” του Κρόνου και άλλων Τιτάνων που ως τόπος προσδιορίζεται στα έγκατα της Γης. Σημειώνει δε πως “χαλκούς άκμων” που ρίφθηκε από τη Γη έφθασε στον Τάρταρο μετά από 9 ημέρες και 9 νύκτες, αριθμός που λήφθηκε υπ΄ όψη από την αρχαιότητα σε ταφικά έθιμα και που πέρασαν στη συνέχεια στα χριστιανικά. Μεταγενέστερα η λαϊκή φαντασία έπλασε τον Τάρταρο ως φυλακή και τόπο μαρτυρίου όλων των κακών ανθρώπων.
Ο Αριστοφάνης στο έργο του “Βάτραχοι” περιγράφει τον Τάρταρο ως τόπο βασανιστηρίων επί συγκεκριμένων εγκληματιών, πατροκτόνων, επιόρκων, προδοτών της πατρίδας καθώς κι εκείνων που παραβίασαν το άσυλο της Ξενίας. Ο Πλούταρχος και ο Λουκιανός αναφέρουν πλείστα είδη τιμωρίας που συνέβαιναν στο Τάρταρο. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και η περιγραφή του Ταρτάρου από τον Βιργίλιο στην “Αινιάδα” του, όπου και αναφέρει πως περιβάλλεται από τριπλά χάλκινα τείχη με σιδερένιο σφυρήλατο πύργο που τον είχαν κατασκευάσει οι Κύκλωπες ως ειρκτές στα “τρίσβαθα” της Γης, την είσοδο του οποίου φύλαγαν ο Κέρβερος και η Αληκτώ (μία από τις Ερινύες).
Ως είσοδο του Ταρτάρου οι αρχαίοι πίστευαν τα διάφορα ορύγματα και κυρίως σπήλαια μεγάλα και επικίνδυνα, σημαντικότερα των οποίων ήταν κάποιο σπήλαιο στη Κιλικία ενώ οι περισσότεροι την τοποθετούσαν σε Σπηλιά κοντά στο Ακρωτήριο Ταίναρο στη Πελοπόννησο.

Πραγματικότητα – Μεταφυσικό -Υπερφυσικό

metafisikoΤι είναι η πραγματικότητα; Στη ζωή μου, έχω παρατηρήσει την αντίφαση ότι κανένας από τους υπερασπιστές εκείνης της μορφής της πάγιας και στερεής πραγματικότητας, δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Το βασικό δηλαδή, η βάση, στην οποία στηρίζονται, δηλαδή ποια είναι η φύση της πραγματικότητας και της αντίληψής της… Καταναλώνονται σε λογιστικού τύπου ορισμούς, στα πλαίσια ενός κακώς εννοούμενου Ορθολογισμού. Κατ’ επέκταση, η έννοια τους του «εξωπραγματικού» συνήθως είναι κυρίως αυθαίρετη, ανόητη και εντελώς υποκειμενική. Εννοούν δηλαδή το «παράλογο», σύμφωνα με τη στενή λογική που τους έχει διδαχθεί. Εγώ προσωπικά, ιδεαλιστικά, είμαι αρνητής της ίδιας της έννοιας της «αντικειμενικότητας», που για μένα υποδεικνύει κάποια παρανόηση, ή μια σιωπηλή σύμβαση, ή απλά κάποιο εξουσιαστικό τρικ.
Ο όρος «Μεταφυσική» έχει προκύψει από το έργο «Μετά τα Φυσικά» του Αριστοτέλη. Βιβλιογραφικά, απλώς ακολουθεί τα «Φυσικά».
Επειδή ο Αριστοτέλης υπήρξε ο πρώτος πανεπιστήμων και κατ’ επέκταση ο πρώτος επιστήμονας, (και επειδή ο σύγχρονος όρος «Φυσική» έχει προκύψει από τα συγγράμματα «Περί Φύσιος» των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων), δημιουργήθηκε η αντίληψη ότι η έννοια «Μεταφυσική» αναφέρεται στην επιστημονική «Φυσική» (όπως αυτή διδάσκεται σήμερα στους φυσικούς στα πανεπιστήμια, αλλά και στα σχολεία). Δηλαδή ότι μιλάει για μια Φυσική πέρα από τη Φυσική, μια μη γνωστή Φυσική, ή μια ανατροπή της επιστήμης της Φυσικής, ή απλά μια επίδοξη αναβάθμισή της.
Πρόκειται όμως για παρεξήγηση. Το «Μεταφυσική», αναφέρεται στο Μετά από τη Φύση, στο Πέρα από τη Φύση, όπως π.χ. όταν λέμε «η ζωή μετά τον θάνατο», ή το «μεταμοντέρνο», κλπ. Αναφέρεται δηλαδή στο πνευματικό, στο Πέρα από την ύλη, ή στο Πέρα από την «Πραγματικότητα» (δηλ. από την «κατάσταση των πραγμάτων»). Γι’ αυτό, άλλωστε, μιλώντας γι’ αυτά τα πράγματα, αναφερόμαστε και στη «Μεταφυσική Φιλοσοφία».
Η Μεταφυσική είναι η μελέτη και η ενασχόληση με το πνευματικό (όχι με το υλικό), με το «εξωπραγματικό», με το «υπερβατικό», και όχι η άρνηση –ή απλά το ξεπέρασμα– των νόμων της φυσικής. Είναι κοινό γνωσιολογικό τυπολογικό σφάλμα, (ένα μπέρδεμα ορισμών), πολλοί άνθρωποι να μπερδεύουν το «Μεταφυσικό», το «Παραφυσικό» και το «Υπερφυσικό», μεταξύ τους.
«Παραφυσικό» είναι το «παρά φύσιν», το Paranormal, η φυσική εκτροπή, το παρακανονικό, δηλαδή η Μετάλλαξη της φύσης, δηλαδή π.χ. η Θεωρία της Εξέλιξης του Δαρβίνου (ο αυθεντικός τίτλος του διάσημου συγγράμματος του Δαρβίνου ήταν Η Θεωρία των Μεταλλάξεων, The Theory of Mutations, τον οποίο οι εκδότες του τον άλλαξαν με τον τίτλο Η Θεωρία της Εξέλιξης, The Theory of Evolution, για να μην έχει τρομακτική χροιά… Στην ουσία, πρόκειται για ένα μεγάλο σύγγραμμα του Παραφυσικού). Βλέπε αντίστοιχα και τον όρο «Παραψυχολογία», που, εδώ που τα λέμε, τελικά εννοεί μια ψυχο-λογία που πιστεύει στην ύπαρξη της ψυχής, κάτι που –παραδόξως!– θεωρείται εκτροπή από την Ψυχολογία, δηλαδή μια «αιρετική» ψυχολογία.
«Υπερφυσικό» είναι αυτό που αντίκειται τελείως στους νόμους της φυσικής, που από αυτήν θεωρούνται ως νόμοι της Φύσης, και στην ουσία είναι ταυτόσημο με τα θαύματα.
Ο Νίτσε υποστήριζε (βλέπε στο έργο του, Τάδε Έφη Ζαρατούστρα), ότι ο άνθρωπος είναι μια γέφυρα ανάμεσα στον υπάνθρωπο και στον υπεράνθρωπο, και ότι ο προορισμός του ανθρώπου είναι να περάσει τη γέφυρα που ο ίδιος αποτελεί και να γίνει Υπεράνθρωπος.
Ο Γουίλιαμ Μπάρροουζ έγραφε ότι ο άνθρωπος είναι κολλημένος σε ένα στάδιο νεοτονίας, ότι βρίσκεται σε προνυμφιακό στάδιο, και ότι καλείται να μεταλλαχθεί, να υπερβεί την κατάστασή του, (υπονοώντας τελικά το διαστημικό μέλλον του ανθρώπου προς τα άστρα : επειδή το διάστημα είναι φυσικώς απαγορευμένο για εμάς, προϋποθέτει κάποια αληθινή μετάλλαξη για να το ταξιδέψουμε).
Ο C. S. Lewis έλεγε ότι δεν είσαι ένα σώμα που έχει ψυχή. Είσαι μια ψυχή που έχει ένα σώμα.
Η έξοδος από το σπήλαιο, σύμφωνα με την Παραβολή του Σπηλαίου του Πλάτωνα. Η βασική πεποίθηση όλων των μυστών όλων των εποχών, ότι ο άνθρωπος πρέπει να εκπαιδευτεί για την αφύπνισή του, για την έξοδο από το σκότος, για την υπέρβαση του εαυτού του, για τον φωτισμό του, για την ένωση με το θείο ή με την ανώτερη πραγματικότητα ή με την ανώτερη συνείδηση.
Υπάρχει ένας δεύτερος κόσμος πέρα από τον κόσμο. Μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, με την οποία το πνεύμα μας μπορεί να έρθει σε άμεση επαφή.
Αυτή, με δυο λόγια εκ του προχείρου, είναι η «Μεταφυσική».

Πως σε επηρεάζει αυτό που πιστεύεις;

Η σημαντική ερώτηση είναι η εξής. Πως σε επηρεάζει αυτό που πιστεύεις; Σε βοηθάει να ζεις καλύτερα; Σε βοηθάει να εξελίσεσαι και να προσφέρεις; Σε βοηθάει να κάνεις θετικά πράγματα; Σε βοηθάει να έχεις ευτυχία και επιτυχία στην ζωή σου; Σου προσφέρει υγεία; Αφού την πραγματικότητα μας την δημιουργούμε εμείς γιατί να μην επιλέξουμε μία πραγματικότητα που μας οφελεί;
Ο καθένας από εμάς ζει στον κόσμο του! Ποιός είναι ο δικός σου κόσμος;
Ένας κόσμος καλοσύνης ή ένας κόσμος κακίας; Ένας κόσμος προκλήσεων ή ενας κόσμος προβλημάτων;
Ένας κόσμος εξερεύνησης ή ένας κόσμος βαρεμάρας; Ένας κόσμος αγάπης ή ένας κόσμος φόβου;
Μπορεί την παγματικότητα σου να μην την έχεις δημιουργήσει συνειδητά.
Συνήθως μας την επιβάλλουν με τον τρόπο που μεγαλώνουμε και με την πλύση εγκεφάλου που δεχόμαστε.
Συνεπώς αν θες να την ανακαλύψεις παρατήρησε για λίγες μέρες τον εαυτό σου σαν εξωτερικός παρατηρητής.
Πρόσεξε πως αντιδράει σε καταστάσεις, τι φράσεις χρησιμοποιεί, τι σκέφτεται για τους άλλους.
Το πρώτο βήμα για να βελτιώσεις την πραγματικότητά σου είναι να την αναγνωρίσεις!
Μετά μπορείς να αρχίσεις το επαναπρογραμματισμό της πραγματικότητάς σου σύμφωνα με τα δικά σου θέλω και πιστεύω.
Αυτό είναι ένα σημαντικό αφυπνιστικό βήμα προς την Ανεξαρτησία στο μονοπάτι για την Ελευθερία!