Γλωσσικές επαφές: παραδείγματα από τα νέα ελληνικά
Μιλήσαμε αρκετές φορές στα κεφάλαια που προηγήθηκαν για τα «σημάδια» που άφησαν στην ελληνική γλώσσα οι συναντήσεις της με άλλες γλώσσες. Έτσι, στα νεότερα χρόνια η επαφή με τους Οθωμανούς Τούρκους, ως κυρίαρχους, είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στα ελληνικά πολλών τουρκικών λέξεων, αρκετές από τις οποίες επιζούν ακόμα: πασάς, ντέρτι, μεράκι, καβγάς, γινάτι, χατίρι, κέφι, χαλάλι και πολλές άλλες. Αλλά και η τουρκική γλώσσα δανείστηκε ελληνικές λέξεις. Ήδη αναφέραμε τις λέξεις anahtar και kilit που σημαίνουν και οι δύο 'κλειδί' και προέρχονται η μία από το ελληνικό ανοιχτήρι και η δεύτερη από τη λέξη κλειδί. Λέγαμε επίσης ότι πολλοί από τους όρους της τουρκικής που αναφέρονται σε ψάρια είναι ελληνικής προέλευσης, π.χ. levrek 'λαβράκι'. Γλωσσικές ανταλλαγές έγιναν επίσης μεταξύ της ελληνικής και άλλων γλωσσών με τις οποίες ήρθαν σε επαφή οι Έλληνες: αλβανική (π.χ. οι λέξεις λουλούδι και μπέσα), ιταλική (π.χ. καπέλο, παντελόνι) και άλλες.
Μερικές φορές οι ανταλλαγές αυτές κάνουν έναν ολόκληρο «κύκλο». Έτσι π.χ. η λέξη μπάνιο είναι δάνειο από τα ιταλικά (bagno). Στα ιταλικά όμως η λέξη αυτή είναι δάνειο πολύ παλιό (από την εποχή των λατινικών, που είναι ο «πρόγονος» της ιταλικής) από την αρχαία ελληνική λέξη βαλανεῖον 'λουτρό', στα λατινικά balineum. Η ελληνική λέξη βαλανεῖον μπήκε στη λατινική γλώσσα ως balineum, έγινε bagno στα ιταλικά και ξαναγύρισε στα ελληνικά ως μπάνιο. Παρόμοια είναι και η περίπτωση της αρχαίας ελληνικής λέξης κωνώπιον'ντιβάνι με κουνουπιέρα': μπήκε στα λατινικά ως conopiumκαι canapeum, έγινε στα γαλλικά canapé, και ξαναγύρισε στα ελληνικά ως καναπές.
Ο δανεισμός ανάμεσα στις γλώσσες είναι ο «απόηχος» της ιστορίας των λαών που τις μιλούν. Μεγάλες ή μικρές, άμεσες ή έμμεσες, φιλικές ή εχθρικές, ισότιμες ή ανισότιμες επαφές ανάμεσα σε λαούς οδηγούν σε γλωσσικές ανταλλαγές. Μέσα από τέτοιους «δρόμους» ήρθε η νεότερη ελληνική σε επαφή με τις γλώσσες που αναφέραμε. Αργότερα θα έρθει σε επαφή με τα γαλλικά, που τον 18ο, τον 19ο και ως τις αρχές του 20ού αιώνα ήταν η γλώσσα της διπλωματίας, των διεθνών επαφών και του πολιτισμού. Λέξεις όπως ασανσέρ, μαντάμ, μπορντούρα, μποέμ και πολλές άλλες θα μπουν στα ελληνικά ως δάνεια από τα γαλλικά. Τη θέση των γαλλικών θα πάρουν κατόπιν τα αγγλικά, που είναι σήμερα η γλώσσα διεθνούς επικοινωνίας. Από τα αγγλικά θα μπουν στα ελληνικά λέξεις όπως μπαρ, γκολ, πάρτι και πολλές άλλες.
Τα μυστικά της γλωσσικής επαφής
Σκεφτείτε για λίγο τί είναι αυτό που έκανε τους Τούρκους να δανειστούν τις λέξεις για την έννοια «κλειδί» από τα ελληνικά. Κι αν αυτό σας δυσκολεύει, σκεφτείτε τους λόγους που έκαναν τους Έλληνες στα χρόνια της Τουρκοκρατίας να δανειστούν τη λέξη πασάς. Εύκολα θα απαντήσετε στο δεύτερο ερώτημα λέγοντας ότι χρειάζονταν τη λέξη αυτή, γιατί αναφερόταν σε τούρκους αξιωματούχους που τους κυβερνούσαν. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η απάντηση στο πρώτο ερώτημα, με τη διαφορά ότι πρέπει να ξέρει κανείς περισσότερα πράγματα για την ιστορία του τουρκικού λαού. Οι Τούρκοι ξεκίνησαν από την Κεντρική Ασία ως νομάδες (δηλαδή ως πληθυσμοί μετακινούμενοι που ζούσαν κυρίως από την κτηνοτροφία) και κινήθηκαν προς τα δυτικά, για να αρχίσουν να εγκαθίστανται γύρω στον 10ο-11ο αιώνα μ.Χ. στη Μικρά Ασία, στις περιοχές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Έτσι, συναντήθηκαν με την ελληνική γλώσσα. Οι Τούρκοι, ως νομάδες, δεν κατοικούσαν σε μόνιμα σπίτια αλλά σε σκηνές. Και για τις σκηνές δεν χρειάζονται, όπως ξέρουμε, κλειδιά! Όταν άρχισαν να αποκτούν μόνιμες εγκαταστάσεις, τότε χρειάστηκαν και τη λέξη για την έννοια «κλειδί». Και αυτή τη λέξη τη δανείστηκαν από τους Έλληνες. Οι γλώσσες λοιπόν δανείζονται για να ονομάσουν καινούργια πράγματα. Τα καινούργια πράγματα μπαίνουν στη ζωή ενός λαού κουβαλώντας και το όνομά τους. Αλλά το όνομα αυτό προσαρμόζεται στα χαρακτηριστικά της νέας του πατρίδας. Έτσι η λέξη κλειδί στα τουρκικά γίνεται kilit. Η λέξη βαλανεῖονστα λατινικά γίνεται balineum. Η γαλλική λέξη bordure στα ελληνικά γίνεται μπορντούρα. Η αγγλική λέξη partyστα ελληνικά γίνεται πάρτι, που προφέρεται με τους κανόνες της ελληνικής και είναι ουδέτερο, όπως το χέρι, το πόδι κλπ.· επιπλέον, μπορεί να αποκτήσει υποκοριστική μορφή: παρτάκι.
«Χαλάει» τις γλώσσες ο δανεισμός;
Στο ερώτημα αυτό έχουμε ήδη δώσει, στο πρώτο κεφάλαιο, απάντηση. Οι γλώσσες δεν χαλάνε - αλλάζουν. Και ο δανεισμός είναι μορφή γλωσσικής αλλαγής. Ο δανεισμός εξυπηρετεί ανάγκες και συμβαίνει γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα δάνεια προσαρμόζονται στη νέα γλωσσική τους πατρίδα και γίνονται κομμάτι της. Πόσοι από εμάς που μιλούμε τα νέα ελληνικά αισθανόμαστε τη λέξη σπίτι σαν ξένη; Κι όμως είναι δάνειο, όπως θα δούμε της ελληνικής γλώσσας από τα λατινικά.
Το λεξιλόγιο όλων των γλωσσών είναι σε σημαντικό ποσοστό προϊόν δανεισμού. Στα αρχαία ελληνικά π.χ. ένα μεγάλο ποσοστό των λέξεων για τον κόσμο των φυτών και των ζώων (π.χ. κυπάρισσος, το σημερινό κυπαρίσσι· πέρκη, η σημερινή πέρκα) προέρχεται από χαμένες, άγνωστες γλώσσες (τις λέμε προελληνικές και μιλήσαμε ήδη γι' αυτές) που μιλιούνταν από πληθυσμούς που ζούσαν σε αυτή τη γωνιά της Μεσογείου πριν εγκατασταθούν οι Έλληνες. Από αυτούς δανείστηκαν οι Έλληνες ένα μεγάλο μέρος του λεξιλογίου της χλωρίδας (των φυτών) και της πανίδας (των ζώων) για να ονομάσουν όψεις του καινούργιου γι' αυτούς μεσογειακού περιβάλλοντος. Κάτι ανάλογο με αυτό που έγινε στην περίπτωση των Τούρκων και των δάνειων λέξεων kilit, anahtar.
Ο δανεισμός λοιπόν δεν «χαλάει» τις γλώσσες, απλά γιατί οι γλώσσες δεν «χαλάνε». Αντίθετα τις εμπλουτίζει. Άλλωστε, αυτός είναι ο λόγος που συμβαίνει η διαδικασία του δανεισμού.
Θα μπορούσε όμως κανείς να διατυπώσει την εξής αντίρρηση. Δεν θα ήταν καλύτερο αντί να λέμε μπαρ να χρησιμοποιούμε την ελληνικής προέλευσης λέξη κυλικείο (που βγαίνει από την αρχαία ελληνική λέξη κύλιξ, που δηλώνει ένα είδος κούπας απ' όπου έπιναν κρασί), και αντί να λέμε πάρτι να λέμε συμπόσιο, συνεστίαση; Η απάντηση είναι ναι, αρκεί να μην πιστεύουμε ότι, εφόσον δεν γίνεται αυτό, η γλώσσα «χαλάει», «καταστρέφεται». Και έχουμε ήδη εξηγήσει γιατί αυτό δεν ισχύει. Άλλωστε, με έναν τέτοιο τρόπο, όπως λέγαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, δημιουργήθηκε, σε σημαντικό ποσοστό, η κοινή νέα ελληνική, με τη μετάφραση ή απόδοση ξένων όρων στα ελληνικά. Έτσι, το ντοβλέτι, η τουρκική αυτή λέξη, αποδόθηκε με την αναβίωση ενός αρχαίου ελληνικού όρου: εξουσία. Η ιταλικής προέλευσης λέξη γκουβέρνο αποδόθηκε με την αναβίωση της αρχαίας ελληνικής λέξης κυβέρνησις. Ωστόσο, αυτή η διαδικασία απόδοσης ξένων όρων, με τη χρήση «ντόπιου» γλωσσικού υλικού δεν πετυχαίνει πάντα απόλυτα ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, δεν πετυχαίνει καθόλου. Πριν μιλήσουμε για τις λέξεις πάρτι και μπαρ, που αναφέραμε πιο πριν, ας δούμε ένα άλλο παράδειγμα. Η λέξη faxείναι δάνειο από τα αγγλικά. Έγινε, και γίνεται ακόμα από ορισμένους, η προσπάθεια να αποδοθεί στα ελληνικά ως τηλεομοιότυπο. Η απόδοση αυτή δεν «έπιασε». Και δεv «έπιασε», γιατί είναι σκέτος σιδηρόδρομος. Έτσι, επικρατεί η λέξη fax προσαρμοσμένη, όπως γίνεται πάντα, στη δομή της ελληνικής γλώσσας. Εμφανίζεται δηλαδή ως ουδέτερο: το φαξ.
Ας δούμε τώρα τη λέξη μπαρ. Η λέξη κυλικείο χρησιμοποιείται, αλλά δεν έχει εκτοπίσει τη λέξη μπαρ. Κι αυτό γιατί περιορίζεται σε μια ειδική κατηγορία παρόμοιων χώρων: σε σχολεία, νοσοκομεία κλπ. Η λέξη μπαρ «επιμένει», γιατί αποδίδει καλύτερα από τις ελληνικές αποδόσεις το είδος της ξενικής προέλευσης διασκέδασης με την οποία συνδέεται: ξένη μουσική, ποτό (χωρίς φαΐ). Αντίστοιχα, η λέξη πάρτι«επιμένει», γιατί καμία απόδοση στα ελληνικά (π.χ. συνεστίαση, χοροεσπερίδα) δεν αποδίδει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του είδους διασκέδασης: νεανική συγκέντρωση, ξένη μουσική, χορός.
Ας δούμε ακόμη ένα παράδειγμα που φωτίζει το ζήτημα που ψάχνουμε. Η λέξη καβγάς είναι δάνειο από τα τουρκικά. Η λέξη αυτή επιμένει να είναι ζωντανή στα νέα ελληνικά, παρόλο που υπάρχουν, και χρησιμοποιούνται, λέξεις ελληνικής προέλευσης με παρόμοιο νόημα: διαμάχη, φιλονικία. Αλλά πού και πώς χρησιμοποιούνται αυτές οι λέξεις; Δεν χρησιμοποιούνται στον καθημερινό, οικείο λόγο αλλά στον γραπτό λόγο ή σε πιο «επίσημες» και λιγότερο καθημερινές προφορικές χρήσεις. Ακριβώς επειδή οι λέξεις αυτές χρησιμοποιούνται σε τέτοιου είδους πλαίσια είναι «ψυχρότερες», παρόλο που είναι φτιαγμένες από ελληνικό γλωσσικό υλικό. Και χρησιμοποιούνται σε τέτοιου είδους πλαίσια, γιατί προέρχονται από αυτό που ονομάζεται λόγια γλώσσα ή καθαρεύουσα. Πρόκειται για ένα είδος γλώσσας που κυριάρχησε μέχρι το 1976 στη Ελλάδα και προσπαθούσε να μιμηθεί την αρχαία ελληνική γλώσσα διατηρώντας την κλίση της και ένα μέρος του λεξιλογίου της. Οι λόγιες λέξεις, ακριβώς επειδή δεν ανήκουν στο καθημερινό, οικείο λεξιλόγιο, δεν μπορούν να αντικαταστήσουν λέξεις οι οποίες, παρόλο που δεν είναι ελληνικής προέλευσης, ανήκουν στο καθημερινό, οικείο λεξιλόγιο και έχουν τη «θέρμη», την αμεσότητα της καθημερινής χρήσης. Έτσι, η τουρκικής προέλευσης λέξη καβγάς εξακολουθεί να είναι ζωντανή στο καθημερινό λεξιλόγιο, ενώ δεν ισχύει το ίδιο για τις ελληνικής προέλευσης λέξεις διαμάχη, φιλονικία. Το παράδειγμα που συζητήσαμε, και θα μπορούσαν να προστεθούν πολλά άλλα, δείχνει καθαρά πόσο επιπόλαιο και πόσο μακριά από τη φύση της γλώσσας είναι να στιγματίζονται τα δάνεια και να θεωρούνται είτε ως «ξένο σώμα» είτε ως «παθολογία» και «ρύπανση», δηλαδή «βρώμισμα», της γλώσσας.
Και πάλι για τα μυστικά της γλωσσικής επαφής
Σήμερα ακούγεται συχνά η έκφραση τρέχω το πρόγραμμα με αναφορά στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές. Αυτή είναι μια καινούργια έκφραση όπου το ρήμα τρέχω αποκτά μια νέα χρήση. Πρόκειται, βέβαια, για μετάφραση από τα αγγλικά (to run theprogram) και αυτό γιατί από τα αγγλικά προέρχεται η ορολογία της πληροφορικής. Στην περίπτωση αυτή ο δανεισμός δεν είναι «φανερός» αλλά «κρυφός»: δεν μπαίνει στη γλώσσα μια ξένη λέξη αλλά μια ξένη χρήση και έκφραση. Τέτοιου είδους δάνεια λέγονται μεταφραστικά δάνεια. Τα «φανερά» δάνεια, όπως μπαρ, πάρτι κλπ., είναι λοιπόν η «κορυφή του παγόβουνου». Υπάρχουν και τα «κρυφά» δάνεια, όπως το παράδειγμα που είδαμε, που αφορούν μεταφράσεις στα νέα ελληνικά ξένων εκφράσεων και χρήσεων. Πάρα πολλές εκφράσεις, αλλά και λέξεις, μπήκαν στα νέα ελληνικά από αυτό τον δρόμο. Θυμηθείτε τη λέξη διαμέρισμα που συζητήσαμε σε ένα προηγούμενο κεφάλαιο: πρόκειται, όπως λέγαμε, για την ακριβή μετάφραση του γαλλικού όρου appartement.
Κρυφός και φανερός δανεισμός, λοιπόν, δείχνουν ότι οι γλώσσες δεν «φοβούνται» τις επαφές. Και δεν τις «φοβούνται» γιατί είναι αναπόφευκτες και αναγκαίες. Επιπλέον, οι γλώσσες έχουν τους μηχανισμούς με τους οποίους προσαρμόζουν και κάνουν δικά τους τα δάνεια. Πόσοι από εμάς αναγνωρίζουν μια «ξένη» λέξη στις λέξεις σπίτι, καβγάς, μεράκι, τάβλι, φούρνος, χατίρι, κέφι, γάιδαρος, κορδόνι, μαρούλι, μπουκιά, σουβλάκι, παπούτσι, ρούχο, λεμόνι και πλήθος άλλες;
Οι γλώσσες δεν χαλούν - αλλάζουν. Όμως μπορεί να χαθούν
Ήδη μιλήσαμε γι' αυτό το ζήτημα στο πρώτο κεφάλαιο. Αλλά είναι η ώρα να ξαναμιλήσουμε γι' αυτό, γιατί συνδέεται με το θέμα που συζητούμε εδώ, τη συνάντηση των γλωσσών.
Οι γλώσσες μπορεί να χαθούν, όπως λέγαμε, αν χάσουν τους ομιλητές τους. Και μπορεί να χάσουν τους ομιλητές τους, αν αυτοί μετακινηθούν προς μια άλλη γλώσσα. Το πιο απλό παράδειγμα (γιατί μπορούμε και σήμερα να το παρατηρήσουμε) είναι η εγκατάλειψη των διαλέκτων από τους ομιλητές τους: χάνονται οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής γιατί οι ομιλητές τους μετακινούνται προς την κοινή νέα ελληνική. Και μετακινούνται προς την κοινή νέα ελληνική, γιατί αυτή η μορφή της νέας ελληνικής διαθέτει κύρος και κοινωνική δύναμη. Είναι η γλώσσα του σχολείου, της διοίκησης, των εφημερίδων. Χωρίς τη γνώση της κοινής νέας ελληνικής ο ομιλητής βρίσκεται σε μειονεκτική, κοινωνικά, θέση.
Με τον ίδιο τρόπο χάνονται οι γλώσσες των Ινδιάνων της Αμερικής. Οι ομιλητές τους τις εγκαταλείπουν, γιατί η γλώσσα που εξασφαλίζει την κοινωνική άνοδο είναι η αγγλική. Με ανάλογο τρόπο, όπως θα δούμε, πολλές γλώσσες της αρχαιότητας έχασαν, εν μέρει ή και συνολικά, τους ομιλητές τους, όταν ήρθαν σε επαφή με τη μεγάλη γλώσσα της αρχαιότητας, την αρχαία ελληνική, η οποία με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου έγινε, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η διεθνής γλώσσα επικοινωνίας. Το κύρος, πολιτικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, που απέκτησε η αρχαία ελληνική στην κοινή μορφή της με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και τη δημιουργία από τους διαδόχους του των ελληνικών βασιλείων της Ανατολής (Αίγυπτος, Συρία, μέχρι την Ινδία), οδήγησε, όπως θα δούμε, πολλούς αλλόγλωσσους πληθυσμούς στην εγκατάλειψη της μητρικής τους γλώσσας.
Κινδυνεύει σήμερα να χαθεί η ελληνική γλώσσα από τη συνάντησή της με την αγγλική;
Καθώς συζητούμε το ζήτημα της γλωσσικής επαφής και των συνεπειών της, αξίζει να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση για να μιλήσουμε για ένα θέμα που απασχολεί πολλούς σήμερα: το ενδεχόμενο να «χαλάσει» ή και να χαθεί η νέα ελληνική ως αποτέλεσμα της συνάντησής της με την ισχυρή διεθνή γλώσσα επικοινωνίας, που είναι σήμερα η αγγλική. Το πρώτο ενδεχόμενο, να «χαλάσει», το έχουμε ήδη συζητήσει και απαντήσει. Τα δάνεια δεν «χαλούν» τη γλώσσα. Μένει το δεύτερο: ο κίνδυνος να «χαθεί». Όσα είπαμε ως τώρα δείχνουν ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει. Δεν παρατηρείται το φαινόμενο της μετακίνησης ομιλητών της νέας ελληνικής, στην Ελλάδα, προς την αγγλική.
Μόνο αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για κίνδυνο. Μια γλώσσα που γράφεται, που διδάσκεται στα σχολεία, που έχει δικό της κράτος, δική της λογοτεχνία, δεν κινδυνεύει να χάσει τους ομιλητές της. Οι γλώσσες που χάθηκαν στο παρελθόν, που έχασαν δηλαδή τους ομιλητές τους, οι οποίοι μετακινήθηκαν σε μια άλλη ισχυρή γλώσσα, αλλά και αυτές που κινδυνεύουν σήμερα ήταν (και είναι) γλώσσες με λίγους ομιλητές, χωρίς «μηχανισμούς» να τις στηρίζουν: σχολεία, λεξικά, γραμματικές, κράτος.
Και πριν κλείσουμε την παρένθεση αυτή, θα πρέπει να τονίσουμε τη σημασία που έχει η ύπαρξη μιας διεθνούς γλώσσας επικοινωνίας για τις πολιτισμικές επαφές. Στην αρχαιότητα τον ρόλο αυτό τον έπαιξε η ελληνική, και πιο παλιά μια άλλη μεγάλη γλώσσα της αρχαιότητας: η αραμαϊκή, η γλώσσα που μιλούσε ο Χριστός. Η αραμαϊκή ήταν μια διεθνής γλώσσα επικοινωνίας που ένωνε πολλούς αλλόγλωσσους πληθυσμούς (από την Περσία ως την Ινδία). Αργότερα θα παίξει τον ρόλο αυτό η λατινική γλώσσα και στα νεότερα χρόνια η γαλλική, ώσπου να πάρει τη σκυτάλη η αγγλική.
Η αρχαία ελληνική και οι επαφές της με άλλες γλώσσες
Στη συζήτηση που προηγήθηκε προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τους μηχανισμούς της γλωσσικής επαφής με παραδείγματα από τη σημερινή γλωσσική πραγματικότητα που μας είναι οικεία. Έτσι, θα μπορέσουμε τώρα να μιλήσουμε πιο προετοιμασμένοι για την αρχαιότητα. Τα «σημάδια» της γλωσσικής επαφής βρίσκονται, όπως λέγαμε, στο λεξιλόγιο. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι υπάρχει και ο «κρυφός» δανεισμός (τα μεταφραστικά δάνεια) που είναι, ιδίως για την αρχαιότητα, πολύ πιο δύσκολο να εντοπιστούν.
Ελληνική και σημιτικές γλώσσες
Ήδη από τα πρώτα κείμενα της ελληνικής γλώσσας (τα κείμενα της γραμμικής Β, που χρονολογούνται στον 14ο-13ο αιώνα π.Χ.) βρίσκουμε λέξεις που είναι δάνειες από τους παλιούς ανατολικούς πολιτισμούς της Μεσογείου με τους οποίους είχαν επαφές οι Μυκηναίοι. Έτσι στα κείμενα της γραμμικής Β βρίσκουμε τις λέξεις ku-mi-no = αρχαίο ελληνικό κύμινον, sa-sa-ma = σάσαμον 'σουσάμι', ku-ru-so = χρυσός, ki-to = χιτών. Όλες αυτές είναι δάνεια από σημιτικές γλώσσες που μιλιούνταν στην Ανατολή. Σε υστερότερα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας (Όμηρος, Σαπφώ, Ηρόδοτος κ.ά.) βρίσκουμε και άλλες λέξεις σημιτικής προέλευσης, αρκετές από τις οποίες χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα: κρόκος, σινδών (το σημερινό σεντόνι), σάκκος, κάδος, ἀρραβών, δέλτος. Ο χριστιανισμός, που ξεκίνησε από μια περιοχή (την Ιουδαία) όπου μιλιούνταν σημιτικές γλώσσες (εβραϊκά, αραμαϊκά), θα προσθέσει στην ελληνική και άλλα δάνεια: Σάββατον, ἀμήν, Πάσχα κ.ά.
Η επαφή λοιπόν της αρχαίας ελληνικής με τις σημιτικές γλώσσες αρχίζει σε μια πολύ πρώιμη εποχή, όπως δείχνουν τα κείμενα της γραμμικής Β. Και αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι σημιτικές γλώσσες μιλούσαν παλιοί πολιτισμοί της Ανατολής από τους οποίους οι Έλληνες (ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια) άντλησαν γνώσεις και προϊόντα. Και μαζί με τις γνώσεις και τα προϊόντα πέρασαν στην ελληνική και τα σημιτικά δάνεια. Ας μην ξεχνάμε, και μιλήσαμε γι' αυτό, ότι το ελληνικό αλφάβητο είναι δανεισμένο από τους Φοίνικες, έναν σημιτικό λαό της ανατολικής Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι λέξεις (εκτός από το έψιλον, το όμικρον, το ύψιλον και το ωμέγα) που ονομάζουν τα γράμματα της αλφαβήτου (άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα κλπ.) είναι σημιτικές.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα συναντήθηκε με τις σημιτικές γλώσσες και σε μια δεύτερη, υστερότερη χρονικά, φάση: στα ελληνιστικά χρόνια. Στην περίοδο δηλαδή που εγκαινιάζει τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και «ταξιδεύει» την ελληνική γλώσσα, ως «ισχυρή», «κυρίαρχη» γλώσσα, σε όλη την Ανατολή. Αν η πρώτη επαφή δείχνει, μέσω των δανείων (είτε πρόκειται για λέξεις είτε για το ίδιο το αλφάβητο), την οφειλή των Ελλήνων στους παλιότερους πολιτισμούς της Ανατολής, η δεύτερη επαφή, στα ελληνιστικά χρόνια, δείχνει το αντίθετο: την υπεροχή των Ελλήνων και της ελληνικής γλώσσας πάνω στους σημιτόφωνους πληθυσμούς της Ανατολής, που βρίσκονται τώρα κάτω από ελληνική κυριαρχία. Και αυτή η κυριαρχία είχε ως αποτέλεσμα τον εξελληνισμό τους, την εγκατάλειψη δηλαδή της μητρικής τους γλώσσας και την «προσχώρησή» τους στην ελληνική. Θυμηθείτε τί λέγαμε γι' αυτό το φαινόμενο και τις ιστορικές του αιτίες στην αρχή του κεφαλαίου αυτού.
Πώς το ξέρουμε αυτό; Γύρω στο 300-150 π.Χ. μεταφράζονται στα ελληνικά από τα εβραϊκά τα πρώτα πέντε βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Η μετάφραση γίνεται στην Αίγυπτο, και η παράδοση λέει ότι την έκαναν εβδομήντα σοφοί ή ότι τέλειωσε σε εβδομήντα ημέρες - γι' αυτό ονομάζεται μετάφραση των Εβδομήκοντα. Αλλά γιατί μεταφράζεται στα ελληνικά η Παλαιά Διαθήκη, το ιερό βιβλίο της ιουδαϊκής θρησκείας; Επειδή οι Εβραίοι που ζουν στην Αίγυπτο έχουν γίνει ελληνόφωνοι (έχουν εγκαταλείψει τη μητρική τους γλώσσα) και έτσι δεν καταλαβαίνουν πια τη γλώσσα των ιερών κειμένων τους. Αλλά ο εξελληνισμός των Εβραίων στα χρόνια αυτά φαίνεται και από άλλα στοιχεία. Έτσι, σε εβραϊκά νεκροταφεία πολλών περιοχών οι επιγραφές πάνω στους τάφους γράφονταν στα ελληνικά.
Ελληνική και μικρασιατικές γλώσσες
Στην Ανατολή, και ειδικότερα στη Μικρά Ασία, μιλιούνταν και άλλες γλώσσες με τις οποίες συναντήθηκε η ελληνική: καρική (η γλώσσα της Καρίας, στη νοτιοδυτική ακτή της Μ. Ασίας), λυδική (η γλώσσα της Λυδίας, στην δυτική ακτή της Μ. Ασίας· θυμηθείτε τον περίφημο βασιλιά Κροίσο), φρυγική (η γλώσσα της Φρυγίας· θυμηθείτε τον περίφημο βασιλιά Μίδα), λυκική (η γλώσσα της Λυκίας, στη νοτιοδυτική Μ. Ασία). Για τις γλώσσες αυτών των λαών ξέρουμε λίγα πράγματα, επειδή οι επιγραφές που σώθηκαν και μας πληροφορούν για τις γλώσσες αυτές είναι ελάχιστες. Τα αλφάβητα που χρησιμοποιούνται είναι (με εξαίρεση ίσως το φρυγικό) προσαρμογές του ελληνικού αλφαβήτου. Φρυγικό, πιθανότατα, δάνειο της αρχαίας ελληνικής είναι η λέξη τάπης 'χαλί'. Στα ελληνιστικά χρόνια οι λαοί που μιλούν τις γλώσσες αυτές γίνονται υπήκοοι των ελληνικών βασιλείων της Ανατολής. Σιγά σιγά εξελληνίζονται, εγκαταλείπουν δηλαδή τις μητρικές τους γλώσσες, και έτσι οι γλώσσες αυτές χάνονται.
Ελληνική και αιγυπτιακή
Ο πολιτισμός της Αιγύπτου ήταν πολύ παλιότερος από τον ελληνικό. Αυτό το ήξεραν οι αρχαίοι Έλληνες και γι' αυτό περιέβαλλαν με ιδιαίτερο θαυμασμό τον αιγυπτιακό πολιτισμό. Ο Πλάτωνας μιλάει πολύ συχνά για τους Αιγύπτιους. Ο ιστορικός Ηρόδοτος, παλαιότερος από τον Πλάτωνα, δίνει πολλές πληροφορίες για την Αίγυπτο.
Από την αιγυπτιακή γλώσσα μπήκαν στην ελληνική γλώσσα οι λέξεις ἶρις 'κόρη του ματιού' και η λέξη πάπυρος. Οι Μακεδόνες κατακτούν την Αίγυπτο γύρω στο 330 π.Χ. και για χίλια χρόνια, μέχρι την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Άραβες, η ελληνική χρησιμοποιείται ως γλώσσα της διοίκησης. Δεν φαίνεται ωστόσο να επηρέασε ιδιαίτερα την αιγυπτιακή γλώσσα. Παρέμεινε γλώσσα της διοίκησης. Τα πράγματα αλλάζουν με την επικράτηση του χριστιανισμού. Οι χριστιανοί Αιγύπτιοι, οι Κόπτες, δανείζονται μαζικά από τα ελληνικά.
Χρησιμοποιούν μάλιστα το ελληνικό αλφάβητο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της γλώσσας τους.
Έλληνες και Ινδοί
Η Ινδία παραήταν μακριά από την Ελλάδα για να υπάρχουν άμεσες επαφές. Οι παλιότερες περιγραφές της Ινδίας δίνονται από τον ιστορικό Ηρόδοτο. Οι λέξεις πέπερι 'πιπέρι' και ὄρυζα 'ρύζι' είναι πιθανότατα δάνεια που άντλησε η ελληνική γλώσσα (με έμμεσες και όχι άμεσες επαφές) από τις γλώσσες της Ινδίας. Άμεσες επαφές της ελληνικής με τις γλώσσες της Ινδίας θα προκύψουν ύστερα από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, που οδηγούν τους Έλληνες και την ελληνική γλώσσα μέχρι την Ινδία και το Αφγανιστάν. Εκεί ιδρύονται πόλεις, όπως η Αλεξάνδρεια της Αραχωσίας, η Αλεξάνδρεια του Ώξου (το σημερινό Αι Χανούμ στο Αφγανιστάν). Δημιουργούνται ινδοελληνικά βασίλεια, όπου χρησιμοποιείται η ελληνική γλώσσα. Αυτή η επαφή εισάγει στην ινδική γλώσσα ελληνικές λέξεις: stratega (στρατηγός), anakaya (αναγκαῖος), khalina (χαλινός), mela (μέλαν 'μελάνι').
Έλληνες και Πέρσες
Οι επαφές της ελληνικής γλώσσας με τις ιρανικές γλώσσες ξεκινούν από νωρίς. Οι λέξεις ῥόδον και τόξον, είναι πιθανότατα ιρανικής, δηλαδή περσικής, προέλευσης και εμφανίζονται ήδη στα μυκηναϊκά κείμενα. Η επαφή όμως γίνεται πιο εντατική στο διάστημα μεταξύ 6ου και 5ου αιώνα π.Χ., όταν οι Πέρσες καταλαμβάνουν ελληνόφωνες περιοχές (Μικρά Ασία) και εκστρατεύουν στην Ελλάδα. Λέξεις όπως παράδεισος (που σήμαινε 'κήπος'), μάγος, σατράπης μπαίνουν στην ελληνική ως δάνεια από τα περσικά. Πολλά περσικά ονόματα, π.χ. Ξέρξης, Δαρεῖος, εμφανίζονται στις εξιστορήσεις της σύγκρουσης Ελλήνων και Περσών. Οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου εγκαθιστούν την ελληνική γλώσσα στην καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Λέξεις ελληνικές, όπως π.χ. dirham (δραχμή), μπαίνουν στην περσική γλώσσα.
Έλληνες και Άραβες
Οι Άραβες μιλούν μια σημιτική γλώσσα, συγγενική με την εβραϊκή. Οι πρώτες άμεσες επαφές κάποιας έκτασης μεταξύ Ελλήνων και Αράβων αρχίζουν, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, με τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Στο σημερινό Κουβέιτ ιδρύεται μάλιστα μια μικρή ελληνική πόλη που λεγόταν Ίκαρος. Από τα ελληνικά περνούν την εποχή αυτή στα αραβικά λέξεις, ορισμένες από τις οποίες επιζούν ως σήμερα: qirtas (χάρτης), dirham (δραχμή), zawg (ζεῦγος), sima (σῆμα). Οι σημαντικοί άραβες λόγιοι και επιστήμονες θα δανειστούν, προσαρμόζοντάς τες στη γλώσσα τους, τις λέξεις φιλοσοφία, γραμματική. Οι χαλίφες της Βαγδάτης θα ξεκινήσουν γύρω στον 8ο αιώνα μ.Χ. ένα μεγάλο πρόγραμμα μετάφρασης των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών και επιστημονικών έργων στα αραβικά. Ορισμένα μάλιστα αρχαία ελληνικά φιλοσοφικά και επιστημονικά κείμενα σώζονται μόνο στις αραβικές μεταφράσεις τους.
Έλληνες, Θράκες, Ιλλυριοί
Οι Θράκες ήταν ένας λαός που κατοικούσε σε ένα μεγάλο μέρος της Βαλκανικής καθώς και σε περιοχές της σημερινής βόρειας Ελλάδας μέχρι τη βορειοδυτική Μικρά Ασία. Οι Έλληνες είχαν σημαντικές επαφές με τους Θράκες. Βασιλιάδες των Θρακών ήταν κατά καιρούς σύμμαχοι των Αθηναίων. Στα ελληνικά το ρήμα θρακίζω σήμαινε 'μιλώ θρακικά'. Πιθανότατα η λέξη ῥομφαία είναι θρακικό δάνειο στα αρχαία ελληνικά. Αν εξαιρέσει κανείς κύρια ονόματα (π.χ. Κότυς, Ἀμάδοκος) και ονόματα τόπων (τοπωνύμια, π.χ. Μεσημβρία· η λέξη βρία σήμαινε μάλλον 'πόλη' στα θρακικά), δεν ξέρουμε σχεδόν τίποτα για τη θρακική γλώσσα. Και αυτό γιατί δεν γραφόταν, όπως δεν γράφονται σήμερα οι περισσότερες νεοελληνικές διάλεκτοι, λ.χ. τα καππαδοκικά. Τα ελάχιστα κείμενα (επιγραφές) που σώζονται σε θρακική γλώσσα χρησιμοποιούν το ελληνικό αλφάβητο. Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Θράκες, όπως και πολλοί άλλοι λαοί, μπαίνουν σε μια πορεία εξελληνισμού, δηλαδή εγκατάλειψης της μητρικής τους γλώσσας.
Οι Ιλλυριοί κατοικούσαν βόρεια της Ηπείρου, στην περιοχή της Αδριατικής και ως τον Δούναβη. Οι Έλληνες έρχονται σε επαφή μαζί τους μέσω των κορινθιακών και κερκυραϊκών αποικιών της Αδριατικής (Επίδαμνος, Απολλωνία). Οι αρχαίοι ιστορικοί έχουν πολλά να πουν για τους Ιλλυριούς και την εμπλοκή τους στα ελληνικά πράγματα μέχρι την υποταγή τους στους Ρωμαίους το 186 π.Χ. Αλλά για τη γλώσσα τους, το ἰλλυρίζειν, κατά τους αρχαίους, δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα πράγματα. Κι αυτό γιατί, όπως και τα θρακικά, ήταν μια γλώσσα που μιλιόταν αλλά δεν γραφόταν. Όταν οι Ιλλυριοί μπαίνουν στον χώρο της γραφής, χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα. Η σημερινή αλβανική είναι απόγονος της ιλλυρικής.
Έλληνες και Κέλτες
Ας στραφούμε τώρα στις επαφές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας με γλώσσες της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης και ειδικότερα με τις κελτικές γλώσσες . Από αυτές κατάγονται τα σημερινά ουαλικά (που μιλιούνται στη δυτική Αγγλία), τα ιρλανδικά, αλλά και η γλώσσα του Αστερίξ, τα γαλατικά. Οι Κέλτες (οι Κελτοί των αρχαίων) κατοικούσαν στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής Ευρώπης και έφταναν μέχρι τη νότια Γαλλία, την Ισπανία και τη βόρεια Ιταλία. Τον 3ο αιώνα π.Χ. αρχίζουν να κατεβαίνουν προς τα Βαλκάνια και φτάνουν ως τους Δελφούς, τους οποίους καταστρέφουν. Ένα μέρος τους περνάει στη Μικρά Ασία και εγκαθίσταται στην περιοχή που θα πάρει το όνομά τους: Γαλατία. Οι Γαλάτες της Μικράς Ασίας υπηρετούν τους βασιλιάδες της περιοχής ως μισθοφόροι και σιγά σιγά εξελληνίζονται (εγκαταλείπουν τη μητρική τους γλώσσα). Είναι χαρακτηριστικό ότι κάποιοι γαλάτες μισθοφόροι που υπηρετούσαν τους έλληνες βασιλιάδες της Αιγύπτου χάραξαν μια επιγραφή (γκράφιτι, όπως γίνεται σήμερα στους τοίχους) που δηλώνει την παρουσία τους, και η επιγραφή είναι στα ελληνικά.
Οι πιο εντατικές επαφές Ελλήνων και Κελτών γίνονται στη νότια Γαλλία, όπου κυριαρχεί, ως ελληνικό κέντρο, η Μασσαλία, αποικία της μικρασιατικής Φώκαιας. Από τους Μασσαλιώτες οι Κέλτες δανείζονται το ελληνικό αλφάβητο για να γράψουν τη γλώσσα τους. Σώζεται ένας αρκετά μεγάλος αριθμός κελτικών επιγραφών γραμμένων με το ελληνικό αλφάβητο. Ξέρουμε επίσης ότι οι ευκατάστατοι Κέλτες έστελναν τα παιδιά τους στη Μασσαλία για να μάθουν ελληνικά.
Έλληνες και Ετρούσκοι
Οι Ετρούσκοι ήταν ένας λαός που ζούσε στη σημερινή βόρεια Ιταλία . Ήρθαν σε επαφή με τους Έλληνες γύρω στον 8ο αιώνα π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες ελληνικές εγκαταστάσεις στην περιοχή τους. Από τους Έλληνες δανείστηκαν το αλφάβητο για να γράψουν τη γλώσσα τους. Η γλώσσα τους παραμένει ακόμα άγνωστη. Μπορεί ωστόσο να διακρίνει κανείς ελληνικά δάνεια: Artumes (Ἄρτεμις), elaiva (ἐλαία 'ελιά').
Στη Λήμνο βρέθηκε μια επιτύμβια στήλη (στήλη πάνω σε τάφο) με μια επιγραφή σε γλώσσα πολύ κοντινή με την ετρουσκική.
Έλληνες και Ρωμαίοι
Αφήσαμε τελευταία τη σημαντικότερη γλωσσική συνάντηση της αρχαίας ελληνικής: τη συνάντησή της με τη γλώσσα των Ρωμαίων, τη λατινική. Η λατινική είναι η γλώσσα από την οποία κατάγονται οι σημερινές νεολατινικές γλώσσες: γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμανικά, βλάχικα (που μιλιούνται και στην Ελλάδα).
Οι πρώτες επαφές των Ελλήνων με τους Ρωμαίους ξεκινούν πολύ νωρίς, με τις πρώτες εγκαταστάσεις (8ος-7ος αιώνας π.Χ.) ελλήνων αποίκων στην Ιταλία. Από αυτούς θα δανειστούν οι Ρωμαίοι το αλφάβητο για να γράψουν τη γλώσσα τους. Μέσα από αυτές τις πρώιμες επαφές θα περάσουν στα λατινικά πολλές ελληνικές λέξεις: nauta (ναύτης), poena (ποινή), poeta (ποιητής), massa (μᾶζα), gubernator (κυβερνήτης), balineum (βαλανεῖον, δηλαδή 'μπάνιο'· ήδη μιλήσαμε γι' αυτή τη λέξη). Θα περάσουν επίσης λέξεις από τη γλώσσα των τεχνών και των επιστημών: grammaticus, rhetor (ῥήτωρ), architectura. Καθώς ο χρόνος προχωρεί, οι Ρωμαίοι αποκτούν δύναμη και εμπλέκονται όλο και περισσότερο στα ελληνικά πράγματα, και τον 2ο αιώνα π.Χ. κατακτούν την Ελλάδα. Η πολιτική υποταγή των Ελλήνων στους Ρωμαίους σημαίνει ταυτόχρονα και την πολιτιστική «υποταγή» των Ρωμαίων στον ελληνικό πολιτισμό. Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι επηρεάζονται δραστικά και αντλούν από την αρχαία ελληνική λογοτεχνία και τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό για να δημιουργήσουν το δικό τους μείγμα.
Η υποταγή των Ελλήνων στους Ρωμαίους θα σημάνει μια σημαντική εισροή δανείων (όπως θα γίνει πολύ αργότερα με την οθωμανική κατάκτηση): κουστωδία, σπίτι, καντήλα, πόρτα, τάβλα, κάστρο, παλάτι, άσπρος, πουλί, στράτα, καβαλικεύω κ.ά. Αλλά ο δανεισμός δεν θα επηρεάσει μόνο το λεξιλόγιο αλλά και τη μορφολογία. Στις λέξεις αποθηκάριος, βιβλιοθηκάριος «κρύβεται» η λατινική κατάληξη -arius. Στις λέξεις βαρβάτος, γεμάτος «κρύβεται» η λατινική κατάληξη -atus. Με ανάλογο τρόπο, για να πάμε σε μια πολύ υστερότερη εποχή, στις λέξεις παλιατζής, χωρατατζής «κρύβεται» το τουρκικό -ci (προφέρεται [dzi]).
Με την επικράτηση του χριστιανισμού η λατινική θα χρησιμοποιήσει ελληνικής καταγωγής λέξεις για να εκφράσει έννοιες που συνδέονται με τη νέα θρησκεία: apostolus, ecclesia (ἐκκλησία). Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι η συνάντηση της ελληνικής γλώσσας με τον χριστιανισμό θα σημάνει κάποιες «αφανείς» αλλά σημαντικές αλλαγές στο λεξιλόγιο και κυρίως στον χώρο της σημασίας. Η λέξη ἐπίσκοπος (απ' όπου προέρχεται η αγγλική bishop και η γαλλική évêque) σήμαινε στα αρχαία ελληνικά τον 'φύλακα'. Τώρα θα αποκτήσει τη σημασία του 'ιεράρχη', που είναι ο «φύλακας» του ποιμνίου του. Η λέξη διάκονος σήμαινε στα αρχαία ελληνικά τον 'υπηρέτη'. Τώρα θα αποκτήσει τη σημασία του «υπηρέτη» στο πλαίσιο της εκκλησιαστικής ιεραρχίας.
Αρχαία ελληνική, λατινική και το επιστημονικό λεξιλόγιο
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, θα πρέπει να συζητήσουμε τον ρόλο που έπαιξαν αυτές οι δύο μεγάλες γλώσσες στη διαμόρφωση του επιστημονικού λεξιλογίου των νεότερων χρόνων. Αν ανοίξει κανείς κάποια μελέτη που αφορά φυτά, έντομα ή και ζώα, θα δει ότι τα επιστημονικά τους ονόματα (τα ονόματα που τους δίνουν οι βοτανολόγοι, εντομολόγοι, ζωολόγοι) είναι τα περισσότερα λατινικά. Η ιατρική ορολογία, από το άλλο μέρος, είναι σε σημαντικότατο ποσοστό φτιαγμένη με αρχαίο ελληνικό γλωσσικό υλικό. Το ίδιο ισχύει και για άλλες επιστήμες. Γιατί έγινε αυτό; Οι όροι αυτοί δεν φτιάχτηκαν βέβαια στην αρχαιότητα. Η λέξη τηλέφωνο φτιάχτηκε από τους ξένους, με ελληνικό γλωσσικό υλικό (τῆλε'μακριά' + φωνή), όταν εφευρέθηκε το τηλέφωνο. Οι αρχαίοι δεν είχαν βέβαια τηλέφωνα για να διαθέτουν και τη σχετική λέξη. Το ίδιο ισχύει και για λέξεις όπως τηλεσκόπιο, τηλέγραφος κ.ά. Οι επιστήμες που αναπτύχθηκαν στη νεότερη εποχή, κυρίως στη Δύση, χρησιμοποίησαν για να κατασκευάσουν την επιστημονική τους ορολογία τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά, γιατί ήταν οι γλώσσες στις οποίες πρωτοκαλλιεργήθηκαν οι επιστήμες και η φιλοσοφία και γιατί αυτές οι γλώσσες διέθεταν ιδιαίτερο κύρος. Επιπλέον, τα λατινικά μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν η γλώσσα της επιστήμης και της φιλοσοφίας στη Δύση. Με άλλα λόγια, όλοι οι επιστήμονες και οι στοχαστές, άσχετα από τη μητρική τους γλώσσα, έγραφαν τα έργα τους στα λατινικά.
Για να συγκεφαλαιώσουμε
Ο γλωσσικός δανεισμός είναι γέννημα της ιστορίας - των επαφών δηλαδή ανάμεσα στους λαούς.
Ο δανεισμός δεν «χαλάει» τη γλώσσα. Τα δάνεια πάντα γίνονται κομμάτι της γλώσσας που τα «εισάγει».
Σε ορισμένες περιπτώσεις η γλωσσική επαφή μπορεί να σημάνει τη διαδικασία της μετακίνησης των ομιλητών από τη μητρική τους γλώσσα σε μια άλλη.
Η αρχαία ελληνική γλώσσα δανείστηκε από άλλες γλώσσες και δάνεισε σε άλλες γλώσσες. Σε αρκετές περιπτώσεις η επαφή με την ελληνική γλώσσα οδήγησε ομιλητές άλλων γλωσσών στην εγκατάλειψη της μητρικής τους γλώσσας - στον εξελληνισμό τους.
Η σημαντικότερη γλωσσική επαφή της αρχαίας ελληνικής γλώσσας ήταν η συνάντησή της με τη λατινική. Αυτή η συνάντηση άφησε και τα περισσότερα «ίχνη».