Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (12.400-12.471)

400 Τὸν δ᾽ Αἴας καὶ Τεῦκρος ὁμαρτήσανθ᾽ ὁ μὲν ἰῷ
βεβλήκει τελαμῶνα περὶ στήθεσσι φαεινὸν
ἀσπίδος ἀμφιβρότης· ἀλλὰ Ζεὺς κῆρας ἄμυνε
παιδὸς ἑοῦ, μὴ νηυσὶν ἔπι πρύμνῃσι δαμείη·
Αἴας δ᾽ ἀσπίδα νύξεν ἐπάλμενος, οὐδὲ διὰ πρὸ
405 ἤλυθεν ἐγχείη, στυφέλιξε δέ μιν μεμαῶτα.
χώρησεν δ᾽ ἄρα τυτθὸν ἐπάλξιος· οὐδ᾽ ὅ γε πάμπαν
χάζετ᾽, ἐπεί οἱ θυμὸς ἐέλπετο κῦδος ἀρέσθαι.
κέκλετο δ᾽ ἀντιθέοισιν ἑλιξάμενος Λυκίοισιν·
«ὦ Λύκιοι, τί τ᾽ ἄρ᾽ ὧδε μεθίετε θούριδος ἀλκῆς;
410 ἀργαλέον δέ μοί ἐστι καὶ ἰφθίμῳ περ ἐόντι
μούνῳ ῥηξαμένῳ θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον·
ἀλλ᾽ ἐφομαρτεῖτε· πλεόνων δέ τι ἔργον ἄμεινον.»
Ὣς ἔφαθ᾽, οἱ δὲ ἄνακτος ὑποδείσαντες ὁμοκλὴν
μᾶλλον ἐπέβρισαν βουληφόρον ἀμφὶ ἄνακτα.
415 Ἀργεῖοι δ᾽ ἑτέρωθεν ἐκαρτύναντο φάλαγγας
τείχεος ἔντοσθεν, μέγα δέ σφισι φαίνετο ἔργον·
οὔτε γὰρ ἴφθιμοι Λύκιοι Δαναῶν ἐδύναντο
τεῖχος ῥηξάμενοι θέσθαι παρὰ νηυσὶ κέλευθον,
οὔτε ποτ᾽ αἰχμηταὶ Δαναοὶ Λυκίους ἐδύναντο
420 τείχεος ἂψ ὤσασθαι, ἐπεὶ τὰ πρῶτα πέλασθεν.
ἀλλ᾽ ὥς τ᾽ ἀμφ᾽ οὔροισι δύ᾽ ἀνέρε δηριάασθον
μέτρ᾽ ἐν χερσὶν ἔχοντες, ἐπιξύνῳ ἐν ἀρούρῃ,
ὥ τ᾽ ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ ἐρίζητον περὶ ἴσης,
ὣς ἄρα τοὺς διέεργον ἐπάλξιες· οἱ δ᾽ ὑπὲρ αὐτέων
425 δῄουν ἀλλήλων ἀμφὶ στήθεσσι βοείας
ἀσπίδας εὐκύκλους λαισήϊά τε πτερόεντα.
πολλοὶ δ᾽ οὐτάζοντο κατὰ χρόα νηλέϊ χαλκῷ,
ἠμὲν ὅτεῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη
μαρναμένων, πολλοὶ δὲ διαμπερὲς ἀσπίδος αὐτῆς.
430 πάντῃ δὴ πύργοι καὶ ἐπάλξιες αἵματι φωτῶν
ἐρράδατ᾽ ἀμφοτέρωθεν ἀπὸ Τρώων καὶ Ἀχαιῶν.
ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ὧς ἐδύναντο φόβον ποιῆσαι Ἀχαιῶν,
ἀλλ᾽ ἔχον ὥς τε τάλαντα γυνὴ χερνῆτις ἀληθής,
ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει
435 ἰσάζουσ᾽, ἵνα παισὶν ἀεικέα μισθὸν ἄρηται·
ὣς μὲν τῶν ἐπὶ ἶσα μάχη τέτατο πτόλεμός τε,
πρίν γ᾽ ὅτε δὴ Ζεὺς κῦδος ὑπέρτερον Ἕκτορι δῶκε
Πριαμίδῃ, ὃς πρῶτος ἐσήλατο τεῖχος Ἀχαιῶν.
ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον Τρώεσσι γεγωνώς·
440 «ὄρνυσθ᾽, ἱππόδαμοι Τρῶες, ῥήγνυσθε δὲ τεῖχος
Ἀργείων καὶ νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ.»
Ὣς φάτ᾽ ἐποτρύνων, οἱ δ᾽ οὔασι πάντες ἄκουον,
ἴθυσαν δ᾽ ἐπὶ τεῖχος ἀολλέες· οἱ μὲν ἔπειτα
κροσσάων ἐπέβαινον ἀκαχμένα δούρατ᾽ ἔχοντες,
445 Ἕκτωρ δ᾽ ἁρπάξας λᾶαν φέρεν, ὅς ῥα πυλάων
ἑστήκει πρόσθε, πρυμνὸς παχύς, αὐτὰρ ὕπερθεν
ὀξὺς ἔην· τὸν δ᾽ οὔ κε δύ᾽ ἀνέρε δήμου ἀρίστω
ῥηϊδίως ἐπ᾽ ἄμαξαν ἀπ᾽ οὔδεος ὀχλίσσειαν,
οἷοι νῦν βροτοί εἰσ᾽· ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος.
450 τόν οἱ ἐλαφρὸν ἔθηκε Κρόνου πάϊς ἀγκυλομήτεω.
ὡς δ᾽ ὅτε ποιμὴν ῥεῖα φέρει πόκον ἄρσενος οἰὸς
χειρὶ λαβὼν ἑτέρῃ, ὀλίγον τέ μιν ἄχθος ἐπείγει,
ὣς Ἕκτωρ ἰθὺς σανίδων φέρε λαᾶν ἀείρας,
αἵ ῥα πύλας εἴρυντο πύκα στιβαρῶς ἀραρυίας,
455 δικλίδας ὑψηλάς· δοιοὶ δ᾽ ἔντοσθεν ὀχῆες
εἶχον ἐπημοιβοί, μία δὲ κληῒς ἐπαρήρει.
στῆ δὲ μάλ᾽ ἐγγὺς ἰών, καὶ ἐρεισάμενος βάλε μέσσας,
εὖ διαβάς, ἵνα μή οἱ ἀφαυρότερον βέλος εἴη,
ῥῆξε δ᾽ ἀπ᾽ ἀμφοτέρους θαιρούς· πέσε δὲ λίθος εἴσω
460 βριθοσύνῃ, μέγα δ᾽ ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ᾽ ἄρ᾽ ὀχῆες
ἐσχεθέτην, σανίδες δὲ διέτμαγεν ἄλλυδις ἄλλη
λᾶος ὑπὸ ῥιπῆς· ὁ δ᾽ ἄρ᾽ ἔσθορε φαίδιμος Ἕκτωρ
νυκτὶ θοῇ ἀτάλαντος ὑπώπια· λάμπε δὲ χαλκῷ
σμερδαλέῳ, τὸν ἕεστο περὶ χροΐ, δοιὰ δὲ χερσὶ
465 δοῦρ᾽ ἔχεν· οὔ κέν τίς μιν ἐρύκακεν ἀντιβολήσας
νόσφι θεῶν, ὅτ᾽ ἐσᾶλτο πύλας· πυρὶ δ᾽ ὄσσε δεδήει.
κέκλετο δὲ Τρώεσσιν ἑλιξάμενος καθ᾽ ὅμιλον
τεῖχος ὑπερβαίνειν· τοὶ δ᾽ ὀτρύνοντι πίθοντο.
αὐτίκα δ᾽ οἱ μὲν τεῖχος ὑπέρβασαν, οἱ δὲ κατ᾽ αὐτὰς
470 ποιητὰς ἐσέχυντο πύλας· Δαναοὶ δὲ φόβηθεν
νῆας ἀνὰ γλαφυράς, ὅμαδος δ᾽ ἀλίαστος ἐτύχθη.

***
400 Και ο Τεύκρος με τον Αίαντα συγχρόνως τού εχυθήκαν.
Τον τόξευσεν εις τον λαμπρόν ζωστήρα της ασπίδος
ο Τεύκρος· αλλ᾽ εμάκρυνεν ο Ζευς απ᾽ τον υιόν του
τες μοίρες μη πέσει νεκρός αυτού σιμά στα πλοία.
Και την ασπίδα ελόγχισεν ο Αίας και αν και η λόγχη
405 δεν βγήκε πέρα, ετάραξεν αυτόν εις την ορμήν του·
και οπίσω λίγο εσύρθηκεν, αλλά τον προμαχώνα
δεν άφηνεν, ως έλπιζε δόξαν αυτού να λάβει.
Κι εστράφη ευθύς κι εφώναζε των θεϊκών Λυκίων:
«Ω της Λυκίας μαχηταί, πού είναι η πρώτη ορμή σας;
410 Όσον και αν είμαι ανδράγαθος, δύσκολον είναι μόνος
δρόμον να σχίσω ανάμεσα στο τείχος προς τα πλοία.
Ακολουθείτε και οι πολλοί μεγάλα κατορθώνουν».
Είπε κι εκείνοι απ᾽ την βοήν του σεβαστού κυρίου
ταράχθηκαν και πρόθυμοι σιμά του ορμήσαν όλοι.
415 Απ᾽ τ᾽ άλλο μέρος έσφιγγαν τες φάλαγγες οι Αργείοι
μέσ᾽ απ᾽ το τείχος· και άρχισε μέγας σ᾽ αυτούς αγώνας.
Διότι μήτε οι Λύκιοι τους Δαναούς να βιάσουν
εδύνονταν και διάβασιν να σχίσουν προς τα πλοία
και μήτε οι Δαναοί ποτέ να διώξουν τους Λυκίους
420 από τα τείχη εδύνονταν, αφού σ᾽ αυτά πατούσαν.
Και όπως χωράφι αμοίραστο να τερμονολογήσουν
δυο γεωργοί φιλονικούν, κι έχουν στα χέρια μέτρα
κι ερίζουν δια το ανάλογον μέρος σ᾽ ολίγον τόπον·
όμοια κι αυτούς εχώριζαν οι προμαχώνες, όπου
425 και απ᾽ τα δυο μέρη εσχίζονταν στ᾽ ανδρειωμένα στήθη
άλλες βαριές, άλλες λεπτές, δερμάτινες ασπίδες.
Πολλών ο αλύπητος χαλκός εδάγκασε το σώμα·
στην γυμνήν πλάτην, αν κανείς εστρέφετο εις την μάχην,
στο στήθος, κι ήσαν οι πολλοί, τρυπώντας την ασπίδα.
430 Και ολούθε οι πύργοι ερραίνοντο και οι προμαχώνες όλοι
από το αίμα των ανδρών και Δαναών και Τρώων,
αλλά δεν εκατόρθωναν ώστ᾽ οι Αχαιοί να φύγουν.
Και ως τα καυκιά της ζυγαριάς γνέστρα γυνή δικαία
ίσια κρατεί σηκώνοντας όμοια μαλλί και ζύγι
435 να πάρει τον μικρόν μισθόν τροφήν εις τα παιδιά της·
όμοια κι εκείν᾽ ισόμετρα την μάχην εκρατούσαν,
ωσότου ο Ζευς εδόξασε τον Έκτορα μεγάλως,
και πρώτος πήδησεν αυτός στων Αχαιών το τείχος.
Και σφοδρήν έσυρε φωνήν: «Ανδρειωμένοι Τρώες,
440 α! σηκωθείτε, σπάσετε το τείχος των Αργείων
φλόγα να βάλτε ακοίμητην, να κάψετε τα πλοία».
Και αυτή του η παρακίνησις εβρόντησε στ᾽ αυτιά τους,
και ομού στο τείχος όρμησαν κι επάνω στα στεφάνια
πατούσαν ανεβαίνοντας μ᾽ ακονισμένες λόγχες
445 και άρπαξ᾽ ο Έκτωρ κι έφερνε λίθον που εμπρός στες πύλες
ήταν στην ρίζαν του παχύς και σουβλερός στην άκρην,
οπού και δύο του λαού διαλεμένοι εργάτες
δεν θα σηκώναν με λοστούς στ᾽ αμάξι ν᾽ ανεβάσουν,
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαλλε, και μόνος
450 του τον ελάφρωσεν ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου.
Και ωσάν βοσκός που εύκολα βαστά κριού ποκάρι
εις την αγκάλην και δι᾽ αυτόν είναι μικρό το βάρος·
όμοια τον λίθον σήκωσε κι έφερνε ο μέγας Έκτωρ
προς τα υψηλά θυρόφυλλα σφικτά συναρμοσμένα
455 οπού από μέσα σταυρωτοί δύο σύρτες θα κρατούσαν
στερεωμένοι με κλειδί· και ως έφθασε στην πύλην,
στο διάσκελό του εστύλωσε το σώμα δια να δώσει
στον λίθον όλην την ορμήν· τον έριξε στην μέσην
και τα στροφίδια σύντριψε· κι έπεσε μέσα ο λίθος
460 βαρύς, και η πύλη εβρόντησεν και οι σύρτες δεν κρατήσαν
και από τον λίθον σείσθηκαν και ανοίξαν οι σανίδες.
Πήδησε μέσα σκοτεινός στα βλέφαρα ως η νύκτα,
ο μέγας Έκτωρ· και άστραφτε το σώμα του ζωσμένο
τρομακτικώς με τ᾽ άρματα· κι εκράτει δυο κοντάρια·
465 και όταν με μάτια φλογερά στην πύλην επηδούσε,
μόλις θεός θα εδύνονταν ν᾽ αντισταθεί σ᾽ εκείνον.
Και προς τους Τρώας φώναξε στρεφόμενος στα πλήθη,
ευθύς το τείχος να υπερβούν κι εκείνοι του υπακούσαν.
Και μέρος το υπερέβαιναν, και μέρος εχυνόνταν
470 στην πύλην και την διάβαιναν· κι έφυγαν προς τα πλοία
οι Δαναοί και θόρυβος μεγάλος εγεννήθη.

Το σημαντικότερο στους δεσμούς είναι η συν-εξέλιξη

Σχεδόν κανείς δε θα μπορούσε να αρνηθεί το ότι ένα απ' τα σημαντικότερα κίνητρα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι ο έρωτας.

Μια όμορφη και σωστά δομημένη σχέση μπορεί να μεταμορφώσει τη ζωή σου με τρόπο μοναδικό και να σου προσφέρει μια πηγαία ικανοποίηση που όμοιά της δύσκολα να βρεις κι όχι αποκλειστικά στον ερωτικό τομέα αλλά αντιθέτως σε κάθε πτυχή της ζωής σου.

Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι να διευκρινίσουμε τι καθιστά μια σχέση ικανή να μεταμορφώσει τον τρόπο που ζεις ριζικά και καθολικά.

Το πρώτο που θα σκεφτείς είναι ο έρωτας προφανώς.

Αφού όμως κλειδώσουμε την ύπαρξη ενός μεγάλου έρωτα ως δεδομένη, ποιο είναι το αμέσως επόμενο καθοριστικό στοιχείο που επιβάλλεται κάθε σχέση να έχει; Η εξέλιξη.

Εξέλιξη του καθενός ξεχωριστά, εξέλιξη των δύο που έγιναν ένα, εξέλιξη σε κάθε επίπεδο εντός κι εκτός σχέσης.

Ο άνθρωπος ζει μέσα απ' την εξέλιξη κι είναι γι' αυτό προορισμένος. Η πορεία στη σκάλα της ζωής πρέπει πάντα να είναι ανοδική κι όχι καθοδική. Τα βήματα πρέπει να είναι προς τα εμπρός και ποτέ προς τα πίσω. Όσα κατακτούμε κι όσα γνωρίζουμε είναι εκεί για να μας διδάσκουν και να τα κρατάμε στο νου ως εφαλτήριο για τα επόμενα, κι όχι για να επαναπαυόμαστε, να εγκλωβιζόμαστε και να μένουμε στάσιμοι.

Το ίδιο ακριβώς λοιπόν ισχύει και στις σχέσεις μας. Η εξέλιξη είναι το παν. Ο ένας να τραβάει τον άλλο προς τα μπροστά, να του μαθαίνει καινούρια πράγματα, να του αποκαλύπτει μια νέα προοπτική του κόσμου, να τον βοηθά να γνωρίσει όσα δεν ήξερε. Αυτή τη σκάλα της ζωής να την ανεβαίνετε μαζί. Χέρι-χέρι σ' ένα ταξίδι συναρπαστικό και προσοδοφόρο.

Ο άνθρωπος που έχεις δίπλα σου πρέπει να σε πηγαίνει μπροστά. Να ξεδιπλώνει μπροστά σου όλα εκείνα που ακόμα δεν έμαθες κι ήρθε η ώρα να μάθεις, να σου προσφέρει αυτά που δε φαντάστηκες κι έφτασε ο καιρός να τα κατακτήσεις, να σου ανοίγει ένα παράθυρο που μόνο εκείνος θα μπορούσε και που είναι η στιγμή να αντικρίσεις τη θέα του.

Η φράση «συμπληρώνεις τα κενά μου» είναι αυτή που αποδίδει καλύτερα τη σημαντικότητα της εξελικτικής πορείας δυο ανθρώπων που είναι μαζί. Καθένας από εμάς έχει κάτι να πάρει και κάτι να δώσει. Δίνει όσα έχει κατακτήσει και παίρνει τα κατεκτημένα του άλλου. Κι ακριβώς τότε έχει αγγίξει τη μεγαλύτερη ευτυχία της ζωής.

Όταν μόνο δίνεις ή μόνο παίρνεις κι όταν ούτε δίνεις ούτε παίρνεις αλλά βαλτώνεις και απλώς μοιράζεσαι την ανιαρή ζωή σου με κάποιον, δεν μπορείς παρά να μένεις ανικανοποίητος κι απαράλλαχτος σ' έναν κόσμο που τα πάντα μεταλλάσσονται.

Αν ο έρωτας γι' αυτόν που έχεις απέναντί σου δε σε παροτρύνει να μοιραστείς τα λάφυρά σου και δε σε κάνει να ανυπομονείς για τη συνέχεια, δε σε κάνει να διψάς για τις αλήθειες του και τα δικά του λάφυρα, τότε δεν είναι έρωτας.

Έρωτας αληθινός και σχέση ουσιαστική είναι αυτή που κάθε λίγο γυρνάτε μαζί το κεφάλι και βλέπετε πόσα σκαλοπάτια ανεβήκατε ήδη, χωρίς καν να λαχανιάσετε, χωρίς να κουραστείτε και χωρίς να το συνειδητοποιήσετε. Να εξελίσσεστε αβίαστα, να προχωράτε, να πετυχαίνετε το φαινομενικά αδύνατο και να μετράτε κατακτήσεις.

Κάθε μέρα να γνωρίζεις και κάτι νέο, να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη και να νιώθεις περήφανος γι' αυτό που γίνεσαι, να νιώθεις περήφανος γι' αυτό που γίνεται ο άλλος μέσα από ‘σένα και η σχέση την οποία με κόπο κι αγώνα δομείτε να είναι το πιο όμορφο και σταθερό δημιούργημα του έρωτά σας γιατί τίποτα λιγότερο απ' αυτό δεν αξίζει σε δύο ανθρώπους που κατάφεραν μαζί να αλλάζουν ξεχωριστά.

Άλλωστε αν κάτι τονίζει το μεγαλείο της συντροφικότητας και του έρωτα έναντι της μοναχικότητας είναι πως μαζί δυο άνθρωποι που τραβούν ο ένας τον άλλον μπροστά φτάνουν πολύ πιο μακριά και κατακτούν πολύ περισσότερα γιατί χαρίζουν ο ένας στον άλλο ολόκληρο τον εαυτό τους. Και τότε εκ νέου φτιάχνουν μαζί δυο νέους εαυτούς που γεννήθηκαν μέσα απ’ την εξέλιξη κι είναι πια δυο μικροί ήρωες.

Ο άνθρωπός σου δεν είναι αυτός που θα σου προσφέρει ένα λιμάνι για ν' αράξεις όπως πολύ λυρικά και πολύ λανθασμένα λέγεται.

Ο άνθρωπος σου είναι εκείνος που θα σου δείξει νέες θάλασσες να ταξιδέψετε μαζί και να δαμάσετε τα κύματά τους.

Η ψυχολογία της κριτικής

Κάθε φορά που ακούτε μια κριτική, μαθαίνετε περισσότερα για το χαρακτήρα του κρίνοντος παρά για το ποιόν του κρινόμενου. Οι αρνητικές κρίσεις συσχετίζονται σχεδόν νομοτελειακά με τη νευρωσική προσωπικότητα αυτού που τις εκφέρει.

Ναρκισσισμός, κατάθλιψη, μη ρεαλιστική αντίληψη, έλλειψη ικανοποίησης από τη ζωή, πλημμελής συναισθηματική νοημοσύνη, κυκλοθυμία, τραυματικές εμπειρίες, αντικοινωνικότητα, αίσθημα μειονεξίας και χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι μερικά από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά όσων καθ´ έξιν προβάλλουν το δικό τους αξιολογικό σύστημα στις πράξεις και τα λόγια των υπολοίπων.

Πρόκειται για ένα νοσηρό τρόπο προσαρμογής και πρόκλησης ενδιαφέροντος, ειδικά εάν ο κριτής δεν έχει επιβεβαιώσει με τις γνώσεις του ή τον παραδειγματικό βίο ότι δικαιούται να εκφέρει άποψη ή ότι τα κίνητρά του δεν είναι η αυτοπροβολή μέσω της υποβάθμισης του συνανθρώπου.

Οι κρίνοντες έχουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά :

1. Είναι αυτόκλητοι ή λάθρα απέκτησαν το δικαίωμα της παρέμβασης

2. Προβαίνουν σε αυθαίρετες γενικεύσεις

3. Κρίνουν την πηγή του μηνύματος κι όχι τα επιχειρήματά του

4. Έχουν ιδιότυπη λογική, που βασίζεται σε αναπόδεικτες προσωπικές εμπειρίες

5. Αναζητούν σημασίες εκεί που δεν υπάρχουν και αγνοούν την ουσία

6. Χρησιμοποιούν συναισθηματικές εκφράσεις, ακραίες λέξεις και προτασιακές παρεκτροπές

7. Δεν αντιπροτείνουν

8. Θεωρούν εαυτούς ειδήμονες επί παντός του επιστητού

9. Ασκούν κριτική για χάρη της κριτικής και όχι για την ανάπτυξη γόνιμου διαλόγου

10. Ενστερνίζονται ακραίες απόψεις

11. Προσδοκούν στην πρόκληση εντυπώσεων

12. Αποκρύπτουν στοιχεία και ομνύουν σε μισές αλήθειες

13. Είναι δογματικοί και άτεγκτοι

Αντίθετα, όσοι διανθίζουν το λόγο τους με θετικούς χαρακτηρισμούς και πρωτίστως αναγνωρίζουν την ιδιαιτερότητα και τα καλά γνωρίσματα του άλλου, χωρίς να κολακεύουν, συνήθως χαίρουν συναισθηματικής ασφάλειας και πληρότητας, αψεγάδιαστης αυτοεικόνας, που τους αναδεικνύει σε ηγετικά πρόσωπα.

Η κριτική, θετική ή αρνητική, πρέπει να ασκείται και να γίνεται αποδεκτή με προσοχή, γιατί πάντοτε εμπεριέχει το μεταμήνυμα της διάθεσης κάποιου να επηρεάσει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι, που ενδίδοντας στην παγίδα μερικών φιλοφρονήσεων , παραχωρούν το δικαίωμα της αντίδρασης στην κακοπροαίρετη κριτική..

Η ανασφάλεια του κρινομένου

Κανόνας 1. Ο εαυτός νιώθει ψυχολογική ασφάλεια μόνο όταν έχει διασφαλιστεί η βιολογική. Γεγονός, που παραπέμπει στην εποχή, που και τα δυο ήταν απόλυτα καθορισμένα από τη στάση των γονέων απέναντι στο εύθραυστο παιδί. Όταν οι γονείς ασκούν αναιτιολόγητη κριτική, ψυχολογική βία ή είναι υπερβολικά επικριτικοί προς τις ενέργειες του παιδιού, ο λανθάνων τρόμος της απόρριψης, της μοναξιάς, της στέρησης της αγάπης, της μη επιβίωσης κατά συνέπεια, φωλιάζει στην αμάθητη καρδιά και ανακαλείται με μεγάλη ευκολία αργότερα

Κανόνας 2. Αν κάθε φορά που σας ασκούν κριτική, καταβάλλετε προσπάθεια να δικαιολογηθείτε, ο εαυτός τελείως υποσυνείδητα ενθυμείται την παιδική εξάρτηση, την υποχώρηση στις απαιτήσεις των ενηλίκων και περιπίπτει σε κατάσταση απειλής και κατ´ επέκταση άμυνας, αποφυγής και επίθεσης, ανάλογα με τις μνήμες ανάλογων συμπεριφορών, που κάποτε είχαν πετύχει.

Κανόνας 3. Οι άνθρωποι όταν νιώσουν πως απειλούνται βιολογικά προετοιμάζονται για μάχη μέχρις εσχάτων, χωρίς όρια, αν δε λειτουργήσουν τα κοινωνικά αντανακλαστικά και το υπερεγώ. Για παράδειγμα, αναλογιστείτε ένα καυγά με κάποιον οδηγό: Τα λόγια που εκστομίζονται είναι δυσανάλογα της περίστασης..Ο εαυτός, όμως, όπως τονίσαμε συγχέει πάντα την ψυχολογική με τη σωματική απειλή και αντίστροφα..

Κανόνας 4. Η ψυχολογική πίεση, που επέρχεται με την κριτική, ισοδυναμεί με έλεγχο κατά της ανεξαρτησίας και παραπέμπει σε αντίδραση υπεράσπισης του πολύτιμου αυτού αγαθού, που συμβολίζει την ενηλικίωση, ακόμα κι αν αντιληφθούμε πως ο κρίνων έχει δίκιο.

Κανόνας 5. Όταν γίνετε αντικείμενο κριτικής μη δικαιολογηθείτε. Εξάλλου, αυτό προσδοκούν οι κριτές σας. Σκεφθείτε τον εαυτό σας σα να έχει τις ιδιότητες, που του καταμαρτυρεί ο κρίνων και εκπλήξτε τον με την περιγραφή αυτού του απαίσιου χαρακτήρα.

Επιστήμη και αβεβαιότητα

Η εισχώρηση του Διαδικτύου στη ζωή μας και η συνακόλουθη πρόσβαση σε μεγάλο όγκο πληροφοριών έχουν καλλιεργήσει την αίσθηση ότι όλοι είμαστε ικανοί να κατανοήσουμε τι συνεπάγονται τα εμπειρικά δεδομένα των επιστημών. Αν σε αυτό το σύγχρονο κοινωνικό φαινόμενο προστεθεί μια ευρέως διαδεδομένη δυσπιστία προς τους ειδικούς ενός επιστημονικού πεδίου, σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχειώδους κατάρτισης στα βασικά χαρακτηριστικά της επιστημονικής μεθόδου, μας βοηθάει να εξηγήσουμε σύγχρονα φαινόμενα ανορθολογισμού. 

Βεβαίως, πρόκειται για ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί από διάφορες οπτικές γωνίες, π.χ. της κοινωνιολογίας ή της ψυχολογίας.

Ωστόσο, το συμβάν αυτό (και δεν είναι το μόνο) φανερώνει ότι η επιστημονική κοσμοαντίληψη πολύ απέχει ακόμα από το να καταστεί κυρίαρχος τρόπος σκέψης. Αυτό καθόλου δεν εκπλήσσει, αλλά είναι ενδεικτικό μιας παραδοξότητας: παρατηρείται σε μια εποχή όπου η τεχνολογία (δηλαδή, ένα παράγωγο της επιστήμης) κυριαρχεί στις περισσότερες πτυχές της ανθρώπινης ζωής. Ας εξετάσουμε, λοιπόν, το φαινόμενο από την οπτική αυτής της διαπίστωσης.

Τα παράγωγα της επιστήμης θα μπορούσαν, σε γενικές γραμμές, να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες:

Στην πρώτη κατηγορία εμπίπτουν οι εφαρμογές των επιστημονικών θεωριών, οι οποίες οδηγούν σε τεχνολογίες και σε εξειδικευμένη τεχνογνωσία.

Στη δεύτερη, εμπίπτει η επιστημονική γνώση, η οποία εξάγεται από τις διάφορες επιστημονικές θεωρίες.

Στην τρίτη, εμπίπτει η επιστημονική μέθοδος, η οποία καθορίζει την αξιοπιστία της επιστημονικής γνώσης, όπως επίσης και κάποια μετα-επιστημονικά διδάγματα, αρκετά από τα οποία αντλούνται από τα γνωρίσματα της επιστημονικής μεθόδου. Εστιάζω εδώ στην τρίτη κατηγορία.

Μια απλή περιγραφή της επιστημονικής μεθόδου είναι η εξής: προτείνονται υποθέσεις (ή θεωρίες) ως υποψήφιες εξηγήσεις του εκάστοτε συνόλου εμπειρικών δεδομένων. Αρκετές φορές προτείνονται ασύμβατες μεταξύ τους υποθέσεις. Ακολουθούν ανηλεείς έλεγχοι (πειράματα, παρατηρήσεις), οι οποίοι διεξάγονται από πολλές διαφορετικές επιστημονικές ομάδες και κάτω από διαφορετικές συνθήκες, που οδηγούν στην απόρριψη κάποιων υποθέσεων και στην ανάδειξη/επικράτηση της καλύτερης, δηλαδή αυτής που δεν συγκρούεται με το πείραμα.

Είναι, νομίζω, προφανές από αυτή την απλή περιγραφή ότι το χαρακτηριστικό της (απόλυτης) βεβαιότητας απουσιάζει από την επιστημονική γνώση. Βεβαίως, η απουσία αυτή έχει την εξήγησή της.

Πρώτον, τα εμπειρικά δεδομένα είναι αδύνατο να καθορίσουν την ορθή επιστημονική υπόθεση ή θεωρία (αυτό είναι ένα σημαντικό φιλοσοφικό πρόβλημα).

Δεύτερον, η διατύπωση επιστημονικών θεωριών γίνεται με τη χρήση νοητικών αφαιρέσεων και η αξιοπιστία των θεωριών εξετάζεται από την επιστήμη σε ελεγχόμενα περιβάλλοντα. Δεν είναι δυνατόν μια υπόθεση στην οποία διατυπώνονται λεπτομερώς όλα τα στοιχεία του κόσμου να καταστεί γνωστικά χρήσιμη και ούτε μπορούν να είναι γνωστικά χρήσιμα μη ελεγχόμενα πειράματα.

Τρίτον, η επιστήμη βρίσκεται σε μια συνεχή εξελικτική πορεία και η ιστορία της μας έχει διδάξει ότι ενδέχεται κάποιες επιστημονικές θεωρίες μας να εγκαταλειφθούν για να αντικατασταθούν από άλλες, ακριβέστερες. Αν προστεθεί σε αυτούς τους λόγους το γεγονός ότι πολλές σημαντικές επιστημονικές θεωρίες είναι πιθανολογικές ή στατιστικές, έπεται ότι εγγενές στοιχείο της επιστημονικής γνώσης είναι η αβεβαιότητα. Με απλά λόγια, αν ακολουθούμε τον επιστημονικό τρόπο σκέψης, είμαστε υποχρεωμένοι να ενσωματώσουμε την αβεβαιότητα σε πολλές από τις πεποιθήσεις και τις ιδέες μας.

Σε αυτό το σημείο του συλλογισμού, κάποιος θα μπορούσε να οδηγηθεί στο εξής ερώτημα: «Αφού η επιστημονική γνώση χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα, γιατί τότε να την αποδεχθούμε και να μην ασπαστούμε τις απόψεις ατόμων ή θεσμών, που τις παρουσιάζουν με βεβαιότητα;». Όμως ένα τέτοιο συμπέρασμα θα βασιζόταν σε ένα εννοιολογικό σφάλμα.

Η επιστήμη είναι γνωστικά αβέβαιη, ενώ το παραπάνω συμπέρασμα αναφέρεται στην έννοια της ψυχολογικής βεβαιότητας. Το να είναι κάποιος ψυχολογικά βέβαιος σημαίνει να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει λόγος για αμφιβολία, όπως όταν λέει «ήμουν βέβαιος ότι η κυβέρνηση θα στήριζε τους ανέργους, αλλά αποδείχθηκε ευσεβής πόθος». Το να είναι κάποιος γνωστικά βέβαιος, όμως, σημαίνει να αναφέρεται σε κάποια γνωστική (και όχι ψυχολογική) ιδιότητα ή κατάσταση, όπως όταν λέει «είμαι βέβαιος ότι όλα τα τετράγωνα έχουν τέσσερις ίσες πλευρές».

Εύκολα μπορούμε να βρούμε παραδείγματα όπου πεποιθήσεις μας έχουν ψυχολογική βάση αλλά όχι γνωστική. Δεν είναι δύσκολο, επίσης, να βρούμε παραδείγματα όπου κάποιες πεποιθήσεις είναι γνωστικά βέβαιες, αλλά αρκετοί άνθρωποι συνεχίζουν να εκφράζουν αμφιβολίες, συχνά ανορθολογικού χαρακτήρα. Αυτά συνεπάγονται ότι το κενό που δημιουργεί η απουσία γνωστικής βεβαιότητας δεν μπορεί να γεμίσει με την επίκληση κάποιας ψυχολογικής βεβαιότητας.

Η επιστημονική γνώση μπορεί, λοιπόν, να συνοδεύεται από κάποιο βαθμό γνωστικής αβεβαιότητας. Αν, ωστόσο, αναλογιστούμε ότι η επιστημονική γνώση είναι το μόνο πράγμα που διαθέτει ο άνθρωπος, το οποίο τον οδηγεί συστηματικά σε επιτυχείς λύσεις προβλημάτων, τότε το έλλογο συμπέρασμα είναι ότι για να διατηρούμε την ορθολογικότητά μας, οφείλουμε να αναγνωρίζουμε τουλάχιστον πρακτική βεβαιότητα στην επιστήμη, έστω και αν η τελευταία δεν είναι ταυτόσημη με γνωστική βεβαιότητα. Ίσως να οφείλουμε επίσης να αποδεχθούμε ότι η γνωστική αβεβαιότητα είναι συνθήκη της ύπαρξής μας.

Πώς να διαχειριστείτε την επιτυχία και τις σχέσεις σας

Μερικές φορές η λύση στη μοναξιά σας δεν είναι μόνο οι άνθρωποι, αλλά είναι οι σκοποί και οι στόχοι που βάζετε στη ζωή σας, δεν είναι η έλλειψη στοργής αλλά τι κατεύθυνση βάζετε στη λεωφόρο της ζωής.

Ασφαλώς, πολλές φορές υπάρχει ένα κενό που πρέπει να καλυφθεί από τη συντροφικότητα και τη φιλία, αλλά έρχεται μια στιγμή που ένα άτομο αρχίζει να λαχταρά καλύτερους επαγγελματικούς στόχους και στη συνέχεια η επιδίωξη αυτών των ονείρων φαίνεται να έχει προτεραιότητα από την παρέα με φίλους.

Αλλά πώς ακριβώς βρίσκουμε την ισορροπία; Την ισορροπία μεταξύ της επιδίωξης των στόχων και του να κρατάμε τους ανθρώπους μας κοντά; Γιατί η αλήθεια είναι ότι όταν κυνηγάμε την επιτυχία, μερικές φορές οι σχέσεις μας υποφέρουν.

Και αν δεν είστε προσεκτικοί, θα καταλήξετε να χάσετε τα αγαπημένα σας πρόσωπα. Γιατί προφανώς θα θέλατε να είστε επιτυχημένοι, αλλά αν δεν μπορείτε να φροντίσετε επαρκώς τις σχέσεις σας;

Χρειάζεται λοιπόν επιμονή μεν για να πετύχετε στη δουλειά, αλλά θα πρέπει δε να βρίσκεται χρόνο για να επισκεφτείτε τους γονείς σας, το άτομο που αγαπάτε, να φροντίσετε το παιδί σας ή να βγείτε ραντεβού.

Απλά βήματα που πρέπει να κάνετε:

1. Βεβαιωθείτε ότι δημιουργείτε συνειδητά χρόνο στη μέρα σας, ειδικά τις καθημερινές για να μιλήσετε με αυτούς που αγαπάτε. Καλέσετε αυτό το ξεχωριστό άτομο για μερικά λεπτά μόνο για να πείτε ένα γεια και να συνομιλήσετε έστω και σύντομα.

2. Δημιουργήστε ωραίες αναμνήσεις με αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο. Βρεθείτε σε ένα ωραίο στέκι και φροντίστε να είστε εκεί παρόντες με το νου και την ψυχή σας και όχι μόνο σωματικά.

3. Προσπαθήστε όσο είναι δυνατόν να μην φέρνετε δουλειά στο σπίτι, και αν πρέπει, ζητήστε από τα αγαπημένα σας πρόσωπα κατανόηση.

4. Προσπαθήστε να εξοικονομήσετε χρόνο, γιατί ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ημέρας μας χάνεται εξαιτίας της έλλειψης οργανωτικότητάς μας για πολύ απλά πράγματα. Έτσι, οι καθημερινές μας υποχρεώσεις γιγαντώνονται λίγο παραπάνω και σε συνδυασμό με τον χρόνο που καταλαμβάνει η δουλειά μας μέσα στη μέρα, αγανακτούμε. Για παράδειγμα, ψωνίστε το Σάββατο και μαγειρέψτε για ολόκληρη την εβδομάδα, έτσι ώστε να μην έχετε κάθε μέρα στο μυαλό σας τον πονοκέφαλο των καθημερινών αγορών. Τέτοιες μικρές λεπτομέρειες κάνουν τις καθημερινές μας δουλειές και την επαγγελματική δουλειά να συνυπάρχουν αρμονικά.

5. Να θυμάστε: το να κάνετε κάτι που σας γεμίζει και σας ευχαριστεί, όπως ένα ραντεβού με αγαπημένα πρόσωπα, δεν σας αναγκάζει κανείς να τα έχετε όλα στην εντέλεια. Το να θέλεις να βγεις, αλλά να σκέφτεσαι τις δουλειές τότε τα πράγματα δεν οδεύουν σωστά. Αν δεν έχετε χρόνο να ολοκληρώσετε την καθαριότητα στο σπίτι δεν χρειάζεται να το κάνετε. Γενικότερα, δεν χρειάζεται να τα κάνετε όλα στην εντέλεια.

Το ουσιαστικό είναι να δημιουργήσετε αναμνήσεις με τα αγαπημένα σας πρόσωπα, γιατί αυτές οι αναμνήσεις είναι που θα θυμάστε.

Να ξέρετε ότι οι δικαιολογίες για δουλειές σχεδόν πάντα μπορούν να περιμένουν. Και σίγουρα ο σύντροφός σας και οι φίλοι σας θα καταλάβουν τι θυσίες κάνετε γι’ αυτούς.

Σήμερα κιόλας αφιερώστε χρόνο για να βρεθείτε με την οικογένειά σας ή αυτόν τον ιδιαίτερο άνθρωπο σας και δεν θα το μετανιώσετε.

Θυμηθείτε ότι η επιτυχία από μόνη της δεν θα σας ικανοποιήσει αν δεν έχετε κανέναν να τη μοιραστείτε.

Υποφέρουμε εξαιτίας των σκέψεων και της φαντασίας, όχι εξαιτίας των γεγονότων

Όταν σκέφτεσαι χρησιμοποιείς τη φαντασία σου για να δημιουργήσεις στο μυαλό σου ένα είδωλο ή μια εικόνα κάποιου γεγονότος, παρά το πραγματικό γεγονός.

Όταν μετά από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα επιστρέφεις στο σπίτι σου με το αυτοκίνητο και ξαναβλέπεις το παιχνίδι στο μυαλό σου, απλώς φαντάζεσαι πώς ήταν. Το παιχνίδι πλέον δεν είναι πραγματικότητα – τώρα υφίσταται μόνο στο μυαλό σου, στη μνήμη σου. Υπήρξε κάποτε, αλλά όχι πια.

Κατά τον ίδιο τρόπο, η σκέψη τού πόσο δυστυχισμένος είναι ο γάμος σου υπάρχει μόνο μέσα στο μυαλό σου. Τα πάντα βρίσκονται στη φαντασία σου. Κυριολεκτικά δημιουργείς τη σχέση σου με τη φαντασία σου. Οι σκέψεις που κάνεις για τη σχέση σου είναι απλώς σκέψεις. Έτσι, το παλιό ρητό “Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα όσο φαίνονται” είναι σχεδόν πάντα σωστό.

Ο λόγος που τα πράγματα “φαίνονται τόσο άσχημα” είναι το γεγονός ότι το μυαλό σου είναι σε θέση να αναπαράγει το παρελθόν και να πλάθει το μέλλον, σχεδόν σαν να είναι τα πάντα πραγματικότητα εκείνης της στιγμής. Το χειρότερο είναι ότι το μυαλό σου έχει την ικανότητα να δραματοποιεί οποιοδήποτε γεγονός, κάνοντάς το να δείχνει χειρότερο από ό,τι είναι, ήταν ή θα γίνει. Και ακόμα πιο σημαντικό: το μυαλό σου μπορεί να επαναλάβει το υποτιθέμενο γεγονός, δεκάδες φορές μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα!

Είναι πολύ σημαντικό να το κατανοήσεις αυτό, γιατί ενώ ένα πραγματικό γεγονός, όπως ένας καβγάς με κάποιον φίλο σου, μπορεί να διαρκέσει ένα ή δύο λεπτά, το μυαλό σου μπορεί να αναπαράγει αυτό το ίδιο γεγονός, να το μεγεθύνει και να το κάνει να κρατήσει τρεις ώρες – ή και μια ολόκληρη ζωή.

Όμως αυτός ο καβγάς δεν έχει πιο πραγματική υπόσταση τώρα από έναν καβγά που είχες με τον πατέρα σου πριν από δέκα χρόνια. Η ουσία είναι ότι τώρα, τη στιγμή που η ζωή σου βρίσκεται πραγματικά σε εξέλιξη, αυτός ο καβγάς που ανακαλείς είναι μόνο μια σκέψη, ένα γεγονός που κατασκευάζεται μέσα στο ίδιο σου το μυαλό.

Αν μπορείς να αρχίσεις να αντιλαμβάνεσαι ότι οι σκέψεις σου δεν είναι πραγματικές, ότι είναι απλώς σκέψεις και ως τέτοιες δεν μπορούν να σε βλάψουν, ολόκληρη η ζωή σου θα αρχίσει να αλλάζει από σήμερα κιόλας.

Η πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμη κάμπια: Μια ιστορία μεταμόρφωσης

Αυτή η ιστορία μεταμόρφωσης είναι ένα παραμύθι για μια πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμα κάμπια. Μιλά για την μεταμόρφωση και το ότι δεν την αποδεχόμαστε. Η αλήθεια είναι πως μερικές φορές έχουμε περισσότερη δύναμη από όση νομίζουμε και σπαταλάμε ενέργεια στο να αντιστεκόμαστε στην αλλαγή, κολλημένοι στο παρελθόν, προσπαθώντας να γίνουμε κάποιοι που δεν είμαστε πλέον.

Πριν καιρό, μια μικρή κάμπια γεννήθηκε. Με δυσκολία σερνόταν στο έδαφος από το ένα μέρος στο άλλος. Μέχρι που μια μέρα κουράστηκε και αποφάσισε να σκαρφαλώσει σε ένα δέντρο. Αλλά όχι σε οποιοδήποτε δέντρο, επέλεξε να σκαρφαλώσει σε ένα με μεγάλο κορμό και δροσερά φύλλα. Ένα δέντρο που υπήρχε εδώ και πολύ καιρό.

«Σε ό,τι αντιστέκεσαι, αυτό επιμένει». –Καρλ Γιούνγκ

Η κάμπια σκαρφάλωνε και σκαρφάλωνε, αλλά γλίστρησε, έπεσε και δεν μπορούσε να συνεχίσει. Όμως, συνέχισε να προχωρά και σιγά-σιγά κατάφερε να σκαρφαλώσει.

Πήγε σε ένα κλαδί από όπου μπορούσε να δει όλη την κοιλάδα. Το θέαμα ήταν υπέροχο. Μπορούσε να δει άλλα ζώα, τον μπλε ουρανό με τα βαμβακερά σύννεφα και στον ορίζοντα την θάλασσα βαμμένη με έντονο μπλε. Από αυτό το κλαδί η κάμπια ανέπνεε γαλήνια.

Κάθισε εκεί, παρατηρώντας τον κόσμο γύρω της και ένιωσε πως η ζωή ήταν πολύ όμορφη για να μην μεταμορφωθεί μαζί της. Ενώ η κάμπια ήταν κουρασμένη και ταυτόχρονα ευγνώμον για την ζωή της ως κάμπια, ήξερε πως είχε έρθει η στιγμή που έπρεπε να γίνει κάτι άλλο.

«Το σπουδαιότερο δώρο που έχεις είναι η μεταμόρφωση του εαυτού σου.» -Lao Tzu

Η ιστορία μεταμόρφωσης από κάμπια σε πεταλούδα

Η κάμπια κοιμήθηκε, νιώθοντας γαλήνη σκεπτόμενη πως το πεπρωμένο της ήταν να είναι κάτι παραπάνω από μια κάμπια. Κοιμόταν, ενώ χρυσαλλίδες φύτρωναν γύρω της, ένα κέλυφος που κράτησε την γαλήνη αρκετά ώστε να γίνει μια άλλη οντότητα.

Όταν ξύπνησε ένιωσε παγιδευμένη στο βαρύ κέλυφος που δεν την άφηνε να κουνηθεί. Αισθανόταν ότι κάτι περίεργο είχε φυτρώσει στην πλάτη της. Με προσπάθεια, κούνησε αυτά που έμοιαζαν με μεγάλα μπλε φτερά και το κέλυφος έσπασε.

Δεν ήταν πλέον κάμπια, ήταν μια μπλε πεταλούδα. Ωστόσο ήταν κάμπια για τόσο καιρό που δεν συνειδητοποίησε πως δεν ήταν πλέον.

Η μπλε πεταλούδα σύρθηκε στο δέντρο με τα μικρά πόδια της παρόλο που είχε φτερά. Κουβαλούσε το βάρος των μεγάλων φτερών, ένα βάρος που κατανάλωνε την δύναμη της.

Η πεταλούδα κινούνταν με τα πόδια της όπως έκανε πάντα πιστεύοντας ότι ήταν κάμπια και θα συνέχιζε να ζει έτσι. Αλλά τα φτερά δεν της επέτρεπαν να κινηθεί στο έδαφος με τόση ευκινησία όσο πριν.

«Αυτό που η κάμπια αποκαλεί τέλος, οι υπόλοιποι το λένε πεταλούδα». -Lao Tzu

Το βάρος των φτερών

Η πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμα κάμπια δεν καταλάβαινε γιατί η ζωή της είχε γίνει τόσο δύσκολη. Κουρασμένη από το βάρος των φτερών της, αποφάσισε να επιστρέψει το κλαδί όπου είχε μεταμορφωθεί. Αυτή τη φορά, το να σκαρφαλώσει στο δέντρο ήταν αδύνατο.

Μια ριπή ανέμου ή οποιαδήποτε απροσδόκητη εμφάνιση την έσπρωχνε πίσω. Η πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν κάμπια έκατσε ανίκητη και κοίταξε το ψηλό κλαδί που της φαινόταν τόσο μακριά. Τότε άρχισε να κλαίει απεγνωσμένη.

Ακούγοντας το κλάμα μια όμορφη, σοφή, λευκή πεταλούδα πλησίασε. Κούρνιασε σε ένα λουλούδι ενώ κοίταζε την μπλε χωρίς να λέει τίποτα. Όταν το κλάμα της μπλε πεταλούδας κόπασε, η λευκή ρώτησε:

«Τι συνέβη;»

«Δεν μπορώ να σκαρφαλώσω σε αυτό το κλαδί. Και πριν ήταν δύσκολο, αλλά μπορούσα να το κάνω.»

«Τότε αν δεν μπορείς να σκαρφαλώσεις… Ίσως μπορείς να πετάξεις.»

Η μπλε πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμα κάμπια κοίταξε περίεργα την λευκή και μετά τον εαυτό της. Είδε τα μεγάλα βαριά φτερά της. Όπως τη μέρα που βγήκε από το κέλυφος τα κούνησε με δυσκολία και τα άνοιξε.

Ήταν τόσο μεγάλα και όμορφα. Ένα μπλε χρώμα τόσο έντονο που την φόβισε και γρήγορα τα έκλεισε.

«Κουράζεις τα πόδια σου και δεν χρησιμοποιείς τα φτερά σου» είπε η λευκή πεταλούδα ανοίγοντας τα και πετώντας κομψά.

Η πτήση

Η μπλε πεταλούδα παρακολουθούσε έκθαμβη κάθε κίνηση της λευκής και σκέφτηκε τα λόγια της. Εκείνη τη στιγμή κατανόησε ότι δεν ήταν πλέον κάμπια, πως ίσως τα βαριά φτερά ήταν χρήσιμα.

Η μπλε πεταλούδα άνοιξε τα φτερά της ξανά και αυτή τη φορά τα κράτησε ανοιχτά. Έκλεισε τα μάτια της και ένιωσε τον άνεμο να την χαϊδεύει. Ένιωσε πως αυτά τα φτερά ήταν κομμάτι της, δεν ήταν πλέον κάμπια κι επομένως δεν μπορούσε να συνεχίσει να ζει έτσι. Να σέρνεται στο έδαφος.

Τότε ανοίγοντας τα φτερά της όλο και πιο πολύ γινόταν περισσότερο μια όμορφη πεταλούδα παρά κάμπια. Παρατηρούσε το όμορφο σχεδόν μαγικό μπλε των φτερών της. Γρήγορα, συνειδητοποίησε ότι πετούσε, αργά προς το κλαδί.

Το πέταγμα ήταν πολύ πιο εύκολο από το να σέρνει τα πόδια της παρόλο που έπρεπε να τελειοποιήσει την τεχνική της. Ανακάλυψε πως ο φόβος της πτήσης δεν της επέτρεψε να αποδεχθεί αυτό που ήταν, μια κάμπια που μεταμορφώθηκε σε μπλε πεταλούδα.

Αυτό το παραμύθι μεταμόρφωσης είναι η ιστορία από μια πεταλούδα που νόμιζε ότι ήταν ακόμη κάμπια. Είναι η ιστορία της όμορφης μπλε πεταλούδας, με δυνατά φτερά, που μπόρεσε να πετάξει ενάντια στο ρεύμα, στις καταιγίδες και στους δυνατούς ανέμους.

Η πεταλούδα είχε μεγάλα, όμορφα φτερά. Ένα μπλε με πολλές αποχρώσεις, από το γαλάζιο του ουρανού μέχρι το βαθύ μπλε του ωκεανού. Αλλά δεν το ήξερε καν.

«Υπάρχουν αποφάσεις που αλλάζουν την ζωή και ζωή που αλλάζει τις αποφάσεις». -Clara Molina

Το μάθημα από το παραμύθι της μεταμόρφωσης της πεταλούδας

Η αλλαγή από κάμπια σε πεταλούδα είναι μια από τις πιο συνηθισμένες μεταφορές για το σθένος. Οι πεταλούδες είναι σύμβολο μεταμόρφωσης και ταυτόχρονα σύμβολο ευθραυστότητας και μεγαλείου. Γι' αυτό είναι και η πρωταγωνίστρια της ιστορίας.

Αυτό το παραμύθι μας υπενθυμίζει ότι ζούμε σε ένα μεταβαλλόμενο, δυναμικό κόσμο συνεχούς εξέλιξης και πως είμαστε μέρος του. Αλλά μερικές φορές, αν και έχουμε μεταμορφωθεί και έχουμε την δύναμη να αλλάξουμε, δεν το αποδεχόμαστε για οποιοδήποτε λόγο: ίσως από φόβο, ντροπή, ενοχή…

«Είναι αδύνατο να είμαστε πάντα το ίδιο άτομο επειδή ζούμε». -Eloy Moreno

Σε αυτή την περίπτωση, μια όμορφη πεταλούδα δεν αποδέχθηκε ότι δεν ήταν πλέον κάμπια και επομένως δεν μπορούσε να ζήσει σαν να ήταν. Ένα μέρος της ήθελε να αλλάξει αλλά ένα άλλο φοβόταν την αλλαγή, προσπαθούσε να στηριχτεί στο παρελθόν και να συνεχίσει να ζει με τον ίδιο τρόπο, όπως πριν αλλάξει.

Χρειάστηκε λίγο χρόνο για να αποδεχθεί και να ανακαλύψει για ποιο λόγο είχε φτερά και πως μπορούσε να ζήσει από εδώ και στο εξής. Γι' αυτό, επίσης χρειάστηκε λίγη βοήθεια. Κάποιες φορές οι άλλοι βλέπουν την δύναμη σου περισσότερο από εσένα.

Τόμας Χομπς

Ο Τόμας Χομπς, εκ των θεμελιωτών της σύγχρονης πολιτικής φιλοσοφίας, γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1588 στο Malmesbury της Αγγλίας. Ο Χομπς μελέτησε τους αρχαίους Έλληνες και τους Λατίνους συγγραφείς. Αποτέλεσμα αυτής της μελέτης ήταν η πρώτη απευθείας μετάφραση του Πελοποννησιακού Πολέμου του Θουκυδίδη από το αρχαίο ελληνικό κείμενο στην αγγλική γλώσσα, το 1628.

Το 1651, ο Χομπς εκδίδει το σημαντικότερο έργο του, τον Λεβιάθαν, όπου αναπτύσσει τη βασική πολιτική και φιλοσοφική του θεωρία. Σύμφωνα με αυτήν, ο άνθρωπος δεν έχει αγαθή φύση αλλά είναι εκ φύσεως εγωιστής και ηδονιστής, πράγμα που θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες. Ανεξέλεγκτοι οι άνθρωποι και καθοδηγούμενοι από τα ένστικτά τους, το πιθανότερο είναι πως θα αλληλοκαταστραφούν.

Σύμφωνα με τον Χομπς, ο άνθρωπος έχει ως στόχο την κυριαρχία, την προσωπική υπεροχή και τον πλουτισμό σε βάρος των υπολοίπων. Κάθε πόλεμος, κάθε διαμάχη ξεκινάει από το φόβο ή το φθόνο που νιώθει ο ένας για τον άλλο, ενώ μόνο οι αμοιβαίες συμφωνίες θα μπορέσουν να εδραιώσουν την ομόνοια.

Για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς δημιουργεί ένα εποικοδόμημα, τον Λεβιάθαν, το Κράτος, που έχει τη μορφή είτε της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το Κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας. Ως ανταπόδοση προς τον άνθρωπο, το Κράτος ασκεί την απόλυτη εξουσία του αποκλειστικά υπέρ της διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης:

Ο Λεβιάθαν αναλαμβάνει την προστασία των πολιτών από εξωτερικούς και εσωτερικούς παράγοντες μέσω του στρατού και της αστυνομίας. Άλλο σημαντικό καθήκον του είναι η προστασία των πολιτών από τον ίδιο τον Λεβιάθαν, ιδέα από την οποία πηγάζει το Σύνταγμα ως αυτοπεριορισμός της εξουσίας. 

Ο Χομπς με τη θεωρία αυτή αρνείται το δικαίωμα της επανάστασης εναντίον του κοινωνικού συμβολαίου (έννοια η οποία θα καθιερωθεί αργότερα από τον Λοκ). Εφόσον όμως ο Λεβιάθαν δεν μεριμνά πια για την ειρήνη και την προστασία των πολιτών, τότε το συμβόλαιο ακυρώνεται και το κράτος διαλύεται, ενώ οι άνθρωποι επιστρέφουν στον φυσικό νόμο έως ότου υπάρξει κάποιο νέο συμβόλαιο.

THOMAS HOBBES, Περί της φύσης του ανθρώπου

BERTRAND RUSSEL: Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΠλάτωνΊσως ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβουμε τι σημαίνει χαρά της ζωής, είναι να προσέξουμε τις διάφορες στάσεις των ανθρώπων όταν κάθονται στο τραπέζι.

Υπάρχουν άνθρωποι για τους οποίους το φαγητό είναι απλώς μια αγγαρεία. Όσο καλή και να ‘ναι η τροφή, δεν τους ενδιαφέρει. Έως τώρα έχουν συνηθίσει να γεύονται σε όλα τους τα γεύματα του πουλιού το γάλα κι έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα πως τα φαγητά είναι απλές συμβατικότητες που τις έχει επιβάλει το καπρίτσιο της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν. ‘

Όπως όλα τα άλλα πράγματα, τα γεύματα είναι ανιαρά, αλλά δεν αξίζει τον κόπο να κάνεις ιστορίες μια που το καθετί είναι το ίδιο ανιαρό. Κατόπιν έχουμε τους αρρώστους, που τρων από ανάγκη, γιατί ο γιατρός τους έχει πει πως είναι απαραίτητο να παίρνουν λίγη τροφή για να διατηρούν τις δυνάμεις τους. 

Ύστερα υπάρχουν οι επικούρειοι που αρχίζουν το γεύμα τους γεμάτοι ελπίδες, αλλά πολύ γρήγορα διαπιστώνουν πως τα φαγητά πολύ απέχουν από το να είναι τόσο καλά παρασκευασμένα, όσο περίμεναν. 

Κατόπιν είναι οι λαίμαργοι που χυμούν στο πιάτο τους σαν αρπακτικά όρνεα, τρων με την ψυχή τους και γίνονται πληθωρικοί και πλαδαροί. 

Και τέλος, υπάρχουν εκείνοι που αρχίζουν το γεύμα τους με καλή όρεξη, τρων ώσπου να ικανοποιήσουν την πείνα τους κι ύστερα σταματούν. 

Εκείνοι που κάθονται στο συμπόσιο της ζωής έχουν τις ίδιες αντιδράσεις στα αγαθά που τους προσφέρονται. Ο ευτυχισμένος άνθρωπος αντιστοιχεί στον τελευταίο τύπο των φαγάδων μας. 

‘Ο,τι είναι η όρεξη στο φαγητό, είναι ο ενθουσιασμός στη ζωή. Εκείνος που τα γεύματα του φέρνουν πλήξη, αντιστοιχεί στο Θύμα του βυρωνικού πάθους. Ο άρρωστος που τρώει από καθήκον, αντιστοιχεί στον ασκητή, ο λαίμαργος στο φιλήδονο. Ο επικούρειος αντιστοιχεί στο δυσκολοϊκανοποίητο άτομο που καταδικάζει τις μισές από τις χαρές της ζωής σαν αντιαισθητικές. 

Παράξενο πράγμα, όλοι αυτοί οι τύποι με την πιθανή εξαίρεση του λαίμαργου, περιφρονούν τον άνθρωπο με την καλή όρεξη και τον θεωρούν κατώτερό τους. Τους φαίνεται χυδαίο ν’ αγαπούν την τροφή επειδή πεινούν ή αγαπούν τη ζωή επειδή προσφέρει μια ποικιλία από ενδιαφέροντα θεάματα και εμπειρίες πάντοτε καινούργιες. Από το ύψος των παραισθήσεών τους, ρίχνουν ένα ακατάδεκτο βλέμμα σε κείνους που ελεεινολογούν για την απλοϊκότητα της ψυχής τους. Προσωπικά δε συμμερίζομαι διόλου αυτή την αντίληψη. 

Κάθε απογοήτευση είναι για μένα μια αρρώστια που ορισμένες περιστάσεις μπορούν, είν’ αλήθεια, να την καταστήσουν αναπόφευκτη, αλλά που, όταν εκδηλωθεί, πρέπει να θεραπευθεί όσο το δυνατό γρηγορότερα κι όχι να τη θεωρήσουμε για μιαν ανώτερη μορφή σοφίας. Ένας άνθρωπος, ας υποθέσουμε, αγαπάει τις φράουλες και ένας άλλος δεν τις αγαπάει. Σε τι ο τελευταίος αυτός είναι καλύτερος από τον πρώτο; Δεν υπάρχει καμιά απόδειξη είτε θεωρητική, είτε αντικειμενική, πως οι φράουλες είναι νόστιμες ή άνοστες. Για κείνον που τις αγαπά είναι νόστιμες, για κείνον που δεν τις αγαπά είναι άνοστες. Αλλά εκείνος που τις αγαπά νοιώθει μιαν ευχαρίστηση, που στον άλλο είναι άγνωστη. Σ’ αυτό η ζωή του είναι πιο ευχάριστη, κι είναι καλύτερα προσαρμοσμένος στον κόσμο όπου κι οι δυο τους είναι αναγκασμένοι να ζήσουν. Ό,τι ισχύει στο απλό αυτό παράδειγμα, ισχύει το ίδιο και σε ζητήματα πολύ σπουδαιότερα.

Εκείνος που αρέσκεται να παρακολουθεί ποδοσφαιρικούς αγώνες, είναι ανώτερος σε τούτο από κείνον που δεν έχει αυτή την αγάπη. Εκείνος που αγαπά τη μελέτη είναι ακόμα πιο ανώτερος από κείνον που δεν την αγαπά, και γιατί είναι συχνότερες οι ευκαιρίες να διαβάσει, από τις ευκαιρίες να δει φουτμπόλ. Όσο περισσότερα ενδιαφέροντα έχει ένας άνθρωπος, τόσο περισσότερες ευκαιρίες έχει να ‘ναι ευτυχισμένος, και είναι περισσότερο ανεξάρτητος από τη μοίρα του, γιατί αν χάσει ένα αντικείμενο ενδιαφέροντος, μπορεί πάντοτε ν’ αρπαχθεί από ένα άλλο. Η ζωή είναι πάρα πολύ σύντομη για να μας επιτρέψει να ενδιαφερόμαστε για το καθετί, αλλά οφείλουμε να ενδιαφερόμαστε για όλα τα πράγματα που μας είναι αναγκαία για να γεμίζουμε την ημέρα μας.

BERTRAND RUSSEL, Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

ALAIN DE BOTTON: Ίσως οι πηγές των μεγαλύτερων απολαύσεών μας να βρίσκονται αλλόκοτα κοντά σε εκείνες των μεγαλύτερων βασάνων μας

Ειλικρινά, δεν υπάρχει κανείς ζωντανός που να με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Τα άτομα που συμπαθώ έχουν πεθάνει εδώ και πολλά πολλά χρόνια – για παράδειγμα ο Φερντινάντο Γκαλιάνι ή ο Ανρί Μπελ ή ο Μονταίνι.

Θα μπορούσε να προσθέσει άλλον ένα ήρωα, τον Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον Γκαίτε. Οι τέσσερις αυτοί άντρες αποτελούσαν ίσως τις πληρέστερες ενδείξεις για αυτό που ο Νίτσε κατέληξε στην ωριμότητα να κατανοεί ως ολοκληρωμένη ζωή. Είχαν πολλά κοινά. Ήταν φιλοπερίεργοι, καλλιτεχνικά προικισμένοι και σεξουαλικά ακμαίοι. Παρά τις σκοτεινές τους πλευρές, γελούσαν, και πολλοί από αυτούς χόρευαν επίσης˙ είχαν μια ισχυρή ενόρμηση «για γλυκό ήλιο, για φωτεινή και ταραγμένη ατμόσφαιρα, για φυτά του Νότου, για θαλασσινό αέρα [και] για πρόχειρη διατροφή με κρέας, αβγά και φρούτα». Αρκετοί από αυτούς διέθεταν μαύρο χιούμορ παρόμοιο με του Νίτσε -ένα χαρωπό, διεστραμμένο γέλιο που πρόβαλλε από τα πεσιμιστικά εσώψυχά τους. Είχαν εξερευνήσει τις δυνατότητές τους, κατείχαν αυτό που ο Νίτσε ονόμαζε «ζωή», κάτι που υπονοούσε θάρρος, φιλοδοξία, αξιοπρέπεια, δύναμη χαρακτήρα, χιούμορ και παράλληλα απουσία φαρισαϊσμού, υποταγής, μνησικακίας και επιτήδευσης.

Επιπλέον, οι ήρωες του Νίτσε είχαν ερωτευτεί επανειλημμένα. «Όλη η κίνηση του κόσμου συγκεφαλαιώνεται και υπακούει το ζευγάρωμα» είχε παραδεχτεί ο Μονταίνι.

Τέλος, όλοι, αυτοί οι άντρες ήταν καλλιτέχνες («η τέχνη είναι το μεγάλο ερέθισμα για ζωή» αναγνώριζε ο Νίτσε), και πρέπει να είχε αισθανθεί τρομερή ικανοποίηση ολοκληρώνοντας την ανάγνωση των Δοκιμίων, του II Socrate immaginario, των Ρωμαϊκών Ελεγείων και του Πέρι Έρωτος.

Σύμφωνα με τον Νίτσε, αυτά ήταν ορισμένα από τα φυσικά απαραίτητα στοιχεία για μια ολοκληρωμένη ζωή. Πρόσθεσε μια σημαντική λεπτομέρεια˙ ότι ήταν αδύνατον να τα αποκτήσεις δίχως να αισθανθείς δυστυχισμένος για κάποιο διάστημα:

Αν όμως ήταν η ευχαρίστηση και η απαρέσκεια τόσο σφιχτά δεμένες που όποιος θέλει να έχει όσο το δυνατόν περισσότερη από τη μία να είναι υποχρεωμένος να έχει επίσης όσο το δυνατόν περισσότερη και από την άλλη … έχετε την ίδια επιλογή: είτε όσο το δυνατόν λιγότερη απαρέσκεια, ανυπαρξία πόνου μ’ άλλα λόγια … είτε όσο το δυνατόν περισσότερη απαρέσκεια ως τίμημα για την ανάπτυξη ενός πλήθους λεπτών ηδονών και τέρψεων που σπάνια τις έχουν γευτεί οι άνθρωποι μέχρι σήμερα! Αν διαλέξετε το πρώτο, αν δηλαδή θελήσετε να μετριάσετε τον πόνο, τότε είστε υποχρεωμένοι να μετριάσετε και, να μειώσετε και την ικανότητά τους για χαρά.

Τα ανθρώπινα εγχειρήματα που πρόσφεραν μεγαλύτερη ικανοποίηση έμοιαζαν να συνοδεύονται υποχρεωτικά από έναν βαθμό οδύνης, με τις πηγές των μεγαλύτερων απολαύσεών μας να βρίσκονται αλλόκοτα κοντά σε εκείνες των μεγαλύτερων βασάνων μας:

Εξετάστε τη ζωή των καλύτερων και γονιμότερων ανθρώπων και λαών και αναρωτηθείτε αν ένα δένδρο που πρέπει να μεγαλώσει περήφανα σε ύψος μπορεί να το κάνει χωρίς κακοκαιρίες και θύελλες· αν η δυσμένεια και, η αντίσταση έξωθεν, αν κάθε είδος μίσους, ζηλοφθονίας, ισχυρογνωμοσύνης, δυσπιστίας, σκληρότητας, πλεονεξίας και βίας δεν ανήκουν στις ευνοϊκότερες συνθήκες δίχως τις οποίες είναι σχεδόν αδύνατη οποιαδήποτε μεγάλη ανάπτυξη, ακόμα και η ανάπτυξη της αρετής;

ΑΛΛΑΙΝ ΝΤΕ ΜΠΟΤΟΝ, Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ

Arthur Schopenhauer: Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου

Κάθε προικισμένος άνθρωπος, κάθε άνθρωπος που δεν ανήκει στα θλιβερά 5/6 της ανθρωπότητας που είναι εκ φύσεως μειονεκτικά, όταν περάσει τα σαράντα είναι δύσκολο να μη δείξει κάποια στοιχεία μισανθρωπισμού. Γιατί κρίνοντας απ’ τον εαυτό του, έχει καταλήξει στα συμπεράσματά του σχετικά με τους άλλους κι έχει ανα­καλύψει πως σε ό,τι αφορά το κεφάλι αλλά και την καρ­διά, πολλές φορές μάλιστα και τα δύο, έχει φτάσει σ’ ένα επίπεδο που οι άλλοι αδυνατούν να φτάσουν, γι’ αυτό και αποφεύγει την οποιαδήποτε σχέση μαζί τους. Για τον ίδιο λόγο, ο καθένας αγαπάει ή μισεί τη μοναξιά του, με άλλα λόγια την παρέα με τον εαυτό του, ανάλογα με το πόσο αξίζει ο ίδιος.

Όταν είμαστε νέοι, ό,τι και να μας λένε οι άλλοι, θεωρούμε πως η ζωή είναι ατέλειωτη και χρησιμοποιούμε τον χρόνο μας απερίσκεπτα -όσο μεγαλώνουμε όμως, αρχίζουμε να κάνουμε οικονομία. Γιατί προς τα τέλη της ζωής μας, κάθε μέρα που ζούμε μας προκαλεί μια αίσθηση που μοιάζει μ’ αυτήν που έχει σε κάθε του βήμα ο εγκληματίας, όταν τον πάνε στο ικρίωμα.

Όσο περισσότερο ζούμε, τόσο λιγότερα γεγονότα μάς φαίνονται σημαντικά, ή αρκετά σπουδαία, για να θέλουμε να τα θυμόμαστε αργότερα, να τα κρατήσουμε δηλαδή σταθερά στη μνήμη μας: γι’ αυτό και μόλις περάσουν, τα ξεχνάμε. Περνάει λοιπόν ο χρόνος έτσι, χωρίς ν’ αφήνει ίχνη.

Όσο μεγαλώνουμε, ζούμε με όλο και λιγότερη συνείδηση. Τα πράγματα έρχονται και παρέρχονται χωρίς να μας κάνουν εντύπωση· σαν ένα έργο τέχνης που το έχουμε δει χιλιάδες φορές: κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά δεν ξέρουμε αν το έχουμε κάνει ή όχι. Και καθώς η ζωή γίνεται όλο και πιο ασυναίσθητη, επιταχύνεται και η γενικότερη ασυνειδησία, οπότε η ζωή περνάει όλο και πιο γρήγορα.

Γενικά μπορεί να πει κανείς, ότι τα πρώτα σαράντα χρό­νια της ζωής μάς δίνουν το κείμενο, τα επόμενα τριάντα τα σχόλια πάνω στο κείμενο, τα οποία μας επιτρέπουν να καταλάβουμε για πρώτη φορά σωστά το νόημα, τις ανα­φορές, τα ηθικά διδάγματα και τις λεπτές έννοιες του κει­μένου.

Προς τα τέλη της ζωής, συμβαίνει κάτι ανάλογο μ’ αυτό που γίνεται στο τέλος ενός χορού μεταμφιεσμένων: πέφτουν οι μάσκες. Τότε βλέπεις καθαρά ποιους ακρι­βώς είχες συναναστραφεί στη διάρκεια της ζωής σου. Γιατί τότε βγαίνουν οι χαρακτήρες των ανθρώπων πραγ­ματικά στο φως, οι πράξεις έχουν επιτέλους καρποφορή­σει, τα επιτεύγματα έχουν σωστά εκτιμηθεί και καθετί το ψεύτικο έχει γκρεμιστεί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γενικά, και ανεξάρτητα από τις επιμέρους συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες, η νιότη χαρακτηρίζεται από μια κάποια μελαγχολία και θλίψη, ενώ τα γηρατειά αντίθετα χαρακτηρίζονται από μια σχε­τική ευθυμία: και ο λόγος γι’ αυτό δεν είναι άλλος απ’ το γεγονός ότι ο νέος υπηρετεί δουλικά τον δαίμονα εκείνο, που δεν τον αφήνει ούτε στιγμή ήσυχο.

Στο ίδιο αίτιο μπορεί να αποδοθεί σχεδόν κάθε δυστυχία που καταδυνα­στεύει ή απειλεί τον άνθρωπο. Ο ηλικιωμένος όμως είναι χαρούμενος και γαλήνιος, μοιάζει με κάποιον που μετά από πολλά χρόνια έχει απαλλαγεί από τα δεσμά του και κινείται πια ελεύθερα. Από την άλλη μεριά ωστόσο πρέ­πει να ειπωθεί ότι, όταν σβήνει το σεξουαλικό ένστικτο, χάνεται ο πραγματικός πυρήνας της ζωής, και το μόνο που μένει είναι το κέλυφος· η ζωή δηλαδή μοιάζει με μια κωμωδία, που ξεκινάει με κανονικούς ηθοποιούς και μετά συνεχίζει να παίζεται μέχρι το τέλος από κούκλες που έχουν φορέσει τα ρούχα των ανθρώπων.

Arthur Schopenhauer, Η τέχνη να επιβιώνεις

Μην τσακώνεστε με το πλήθος. Αφήστε τους να τσακώνονται μεταξύ τους – τα καταφέρνουν θαυμάσια

Καθένας γεννιέται ως μοναδικό άτομο, αλλά, μέχρι να ωριμάσει αρκετά ώστε να συμμετέχει στη ζωή, έχει γίνει κομμάτι του πλήθους. Αν απλώς κάθεστε ήσυχα και ακούτε το μυαλό σας, θα διαπιστώσετε πως υπάρχουν πολλές φωνές. Θα εκπλαγείτε, τις αναγνωρίζετε πολύ καλά. Κάποια φωνή ανήκει στον παππού σας, μια άλλη στη γιαγιά σας, μια φωνή ανήκει στον πατέρα σας, μια άλλη στη μητέρα σας, και άλλες φωνές ανήκουν στον ιερέα, στον δάσκαλο, στους γείτονες, στους φίλους, στους εχθρούς σας. Όλες αυτές οι φωνές μπερδεύονται και γίνονται ένα πλήθος μέσα σας, κι αν θέλετε να βρείτε τη δική σας φωνή, είναι σχεδόν αδύνατο· το πλήθος είναι πάρα πολύ πυκνό.

Στην πραγματικότητα, έχετε λησμονήσει την ίδια σας τη φωνή εδώ και πολύ καιρό. Ποτέ δεν σας δόθηκε αρκετή ελευθερία για να εκφράσετε τις απόψεις σας. Πάντα σας δίδασκαν την υπακοή. Σας δίδασκαν να λέτε ναι σε όλα όσα έλεγαν οι μεγαλύτεροί σας. Σας δίδασκαν την υποχρέωση να ακολουθείτε ό,τι έκαναν οι δάσκαλοι ή οι ιερείς σας. Κανείς ποτέ δεν σας είπε να αναζητήσετε τη δική σας φωνή – «Έχεις – δική σου φωνή ή όχι;».

Κι έτσι η δική σας φωνή έχει παραμείνει πολύ χαμηλή ενώ οι άλλες φωνές είναι πολύ δυνατές, πολύ επιβλητικές, διότι επρόκειτο για εντολές κι εσείς τις ακολουθήσατε – παρά τη θέλησή σας. Δεν είχατε πρόθεση να ακολουθήσετε, βλέπατε ότι δεν ήταν σωστό. Όμως, προκειμένου να γίνεται κάποιος σεβαστός, να είναι αποδεκτός, να τον αγαπούν, πρέπει να είναι υπάκουος.

Φυσικά, μόνο μία φωνή λείπει από μέσα σας, μόνο ένα άτομο λείπει από μέσα σας, και αυτό είστε εσείς· κατά τ’ άλλα, υπάρχει ένα ολόκληρο πλήθος. Και το πλήθος αυτό διαρκώς σας τρελαίνει, επειδή μια φωνή λέει «Κάνε αυτό», και μια άλλη λέει «Ποτέ μην το κάνεις αυτό! Mην ακούς εκείνη τη φωνή!» κι εσείς διχάζεστε.

Όλο αυτό το πλήθος πρέπει να αποσυρθεί. Πρέπει να πείτε σ’ όλο αυτό το πλήθος «Σας παρακαλώ, αφήσετε με ήσυχο τώρα!» Οι άνθρωποι που έχουν πάει στα βουνά ή σε απομονωμένα δάση, στην πραγματικότητα δεν προσπάθησαν να απομακρυνθούν από την κοινωνία· προσπάθησαν να βρουν ένα μέρος όπου θα μπορούσαν να κάνουν το πλήθος μέσα τους να σκορπίσει. Κι εκείνοι που έχουν βρει θέση μέσα σας προφανώς είναι απρόθυμοι να φύγουν.

Ωστόσο, αν θέλετε να αποκτήσετε ατομικότητα χάρη στις δικές σας δυνάμεις, αν θέλετε να απαλλαγείτε από τη διαρκή αυτή σύγκρουση και αταξία μέσα σας, πρέπει να αποχαιρετήσετε τις φωνές αυτές — ακόμα κι αν ανήκουν στον σεβαστό σας πατέρα, στη μητέρα ή στον παππού σας. Δεν έχει σημασία σε ποιους ανήκουν. Ένα είναι βέβαιο: δεν είναι δικές σας. Είναι οι φωνές των ανθρώπων που έζησαν στον καιρό τους και δεν είχαν ιδέα πώς επρόκειτο να είναι το μέλλον. Έχουν φορτώσει τις δικές τους εμπειρίες στα παιδιά τους· οι εμπειρίες τους δεν θα ταιριάξουν με το άγνωστο μέλλον.

Νομίζουν πως βοηθούν τα παιδιά τους να έχουν γνώση, σύνεση, έτσι ώστε η ζωή τους να είναι πιο εύκολη και πιο άνετη, αλλά απλώς κάνουν λάθος. Έχοντας κάθε καλή πρόθεση στον κόσμο, καταστρέφουν τον αυθορμητισμό του παιδιού, την ίδια του τη συναίσθηση, την ικανότητά του να σταθεί στα πόδια του και να ανταποκριθεί στο καινούριο μέλλον, για το οποίο οι πρόγονοί του δεν είχαν ιδέα.

Θα αντιμετωπίσει καινούριες καταιγίδες, θα αντιμετωπίσει καινούριες καταστάσεις και, για να ανταποκριθεί, χρειάζεται μια εντελώς καινούρια συναίσθηση. Μόνο τότε θα αποφέρει καρπούς η αντίδρασή του· μόνο τότε μπορεί να είναι νικητής στη ζωή του, να μην είναι η ζωή του μια ατελείωτη μακρόσυρτη απόγνωση, αλλά ένας χορός από στιγμή σε στιγμή, που θα συνεχίζει να βαθαίνει ολοένα και περισσότερο ως την τελευταία του ανάσα. Εισέρχεται στον θάνατο χορεύοντας και γεμάτος χαρά.

Να είστε σιωπηλοί, βρείτε τον ίδιο σας τον εαυτό. Αν βρείτε τον εαυτό σας, πολύ δύσκολα θα κάνετε το πλήθος να σκορπίσει, διότι όλοι εκείνοι που το αποτελούν λένε «Εγώ είμαι ο εαυτός σου» – υποδύονται. Και δεν υπάρχει τρόπος να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε.

Συνεπώς, μην τσακώνεστε με το πλήθος. Αφήστε τους να τσακώνονται μεταξύ τους – τα καταφέρνουν θαυμάσια να τσακώνονται μεταξύ τους. Στο μεταξύ, εσείς προσπαθήστε να βρείτε τον εαυτό σας. Και μόλις μάθετε ποιοι είστε, μπορείτε απλώς να τους διατάξετε να φύγουν από το σπίτι – πραγματικά, τόσο απλό είναι! Πρώτα, όμως, πρέπει να βρείτε τον εαυτό σας.

Μόλις φτάσετε εκεί, εκεί βρίσκεται και ο αφέντης, ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Κι όλοι εκείνοι που παρίσταναν ότι ήταν αφέντες οι ίδιοι, αρχίζουν να σκορπίζονται. Ο άνθρωπος που είναι ο εαυτός του, που δεν τον βαραίνει το παρελθόν, που δεν συνδέεται με το παρελθόν, που δεν είναι μια απο μίμηση αλλά δυνατός σαν λιοντάρι και αθώος σαν παιδί… άνθρωπος αυτός μπορεί να φτάσει στ’ αστέρια, ή ακόμα και πέρα από αυτά· το μέλλον του είναι χρυσό.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

3.4.5. Κόρες του δεύτερου μισού του 6ου αιώνα π.Χ. από την Ακρόπολη της Αθήνας

Μετά τα μέσα του 6ου αιώνα π.Χ. εξαπλώνεται στην Αθήνα η συνήθεια να αφιερώνουν στο ιερό της Αθηνάς στην Ακρόπολη αγάλματα κορών. Οι κόρες αυτές μπορεί να εικονίζουν θεότητες, συχνά όμως δεν παριστάνουν άλλο από όμορφα και κομψά νεαρά κορίτσια, που λαμπρύνουν με την παρουσία τους το ιερό, είναι δηλαδή ἀγάλματα, ευχάριστα δώρα για τη θεά. Κάποια από τα αγάλματα αυτά είναι έργα καλλιτεχνών από άλλες περιοχές της Ελλάδας, κυρίως από τα νησιά του Αιγαίου (τη Νάξο, τη Σάμο, τη Χίο). Δύο όμως από τις κόρες της Ακρόπολης, που χρονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ. και φαίνεται να είναι έργα Αθηναίων γλυπτών, μας βοηθούν να διακρίνουμε τις διαφορετικές καλλιτεχνικές τάσεις που συνυπήρχαν στην Αττική.

Η πρώτη κόρη συγκολλήθηκε από δύο κομμάτια, που ο Άγγλος αρχαιολόγος Humphry Payne αναγνώρισε ότι συνανήκουν: το μεγαλύτερο, που περιλαμβάνει τον κορμό και το κεφάλι, κατέληξε στη Γαλλία, στο Μουσείο Καλών Τεχνών της Lyon, ενώ το άλλο, που σώζει τα σκέλη ως τα γόνατα μαζί με τους γλουτούς καθώς και την αριστερή κνήμη, βρίσκεται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η κόρη, γνωστή ως κόρη της Lyon, χρονολογείται λίγο μετά τα μέσα του 6ου αιώνα (γύρω στο 540 π.Χ.) και είναι η παλαιότερη κόρη από την Αττική με τη χαρακτηριστική «ιωνική» ενδυμασία των κορών της ύστερης αρχαϊκής εποχής, που αποτελείται από έναν ποδήρη χιτώνα με μακριά μανίκια από λεπτό λινό ύφασμα και ένα μάλλινο ιμάτιο φορεμένο λοξά, όπως δείχνει η πορεία της παρυφής του επάνω στο στήθος· στο κεφάλι φοράει πόλο και στα αφτιά περίτεχνα σκουλαρίκια, ενώ κρατάει μπροστά στο στήθος με το δεξί χέρι ένα πουλί, πιθανόν περιστέρι. Τα ασυνήθιστα μακριά μαλλιά αποδίδονται ως επίπεδη κυματιστή μάζα επάνω στο κρανίο· στην πλάτη κατεβαίνουν χαμηλά διαρθρωμένα σε διακοσμητικούς βοστρύχους, ενώ μπροστά σχηματίζουν τρεις λεπτούς και μακριούς βοστρύχους δεξιά και αριστερά από το στήθος. Εντύπωση προκαλεί η ρωμαλέα σωματική διάπλαση της κόρης της Lyon, με τους φαρδείς ώμους, το μικρό στήθος και τους παχιούς βραχίονες. Ο καλλιτέχνης που κατασκεύασε το άγαλμα μοιάζει να χρησιμοποίησε τις αναλογίες του ανδρικού σώματος. Ο πόλος που η κόρη φοράει στο κεφάλι, σε συνδυασμό με το περιστέρι που κρατάει, οδηγούν στη σκέψη ότι το άγαλμα μπορεί να εικονίζει όχι μια οποιαδήποτε νεαρή γυναίκα, αλλά την Αφροδίτη. Ξέρουμε ότι η θεά λατρευόταν στη βόρεια και στη δυτική πλευρά της Ακρόπολης.

Η δεύτερη κόρη είναι περίπου 10 χρόνια νεότερη από την κόρη της Lyon (χρονολογείται γύρω στο 530 π.Χ.) και ανήκει σε διαφορετική καλλιτεχνική παράδοση, όπως δείχνουν οι αναλογίες της. Η νεαρή γυναίκα φοράει κατάσαρκα έναν μακρύ λινό χιτώνα με κοντά μανίκια, που οι λεπτές κυματιστές πτυχώσεις του διακρίνονται στο κάτω μέρος και στον δεξιό αγκώνα, και από πάνω έναν πέπλο, δηλαδή ένα μεγάλο ορθογώνιο μάλλινο ύφασμα που τυλίγεται γύρω από το σώμα και ζώνεται στη μέση, ενώ ένα τμήμα του στο επάνω μέρος, το ἀπόπτυγμα, αναδιπλώνεται και πέφτει μπροστά στο στήθος και πίσω στην πλάτη, φτάνοντας σχεδόν ως το ύψος της μέσης, επάνω από τη ζώνη. Η ενδυμασία αυτή εμφανίζεται σε αγγειογραφίες ήδη από το πρώτο μισό του 6ου αιώνα, και είναι συχνή στα γυναικεία αγάλματα της κλασικής εποχής (του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ.)· δεν τη συναντούμε όμως σε άλλη αρχαϊκή κόρη και σε αυτή την ιδιαιτερότητα οφείλεται η ονομασία Πεπλοφόρος κόρη. Τα μαλλιά πέφτουν σε κυματοειδείς βοστρύχους στην πλάτη, ενώ τρεις όμοιοι βόστρυχοι κατεβαίνουν μπροστά από κάθε ώμο, δεξιά και αριστερά από το στήθος. Στο επάνω μέρος του κεφαλιού υπάρχουν τρύπες για τη στερέωση ενός μεγάλου μετάλλινου διαδήματος. Τα αφτιά έχουν τρύπες, στις οποίες στερεώνονταν μετάλλινα σκουλαρίκια. Την κλειστή παλάμη του δεξιού χεριού τη διαπερνά μια τρύπα, μέσα από την οποία περνούσε ένα λεπτό μετάλλινο στέλεχος. Ο αριστερός πήχυς μαζί με το άκρο χέρι ήταν ένθετος από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου και κρατούσε δίχως άλλο ένα αντικείμενο. Στα ενδύματα, στα μαλλιά και στα μάτια σώζονται ίχνη από τα ζωηρά χρώματα του αγάλματος. Είδαμε ότι η ενδυμασία είναι μοναδική για αρχαϊκή κόρη. Ασυνήθιστη είναι επίσης η οπή στο δεξί χέρι, στην οποία το πιθανότερο είναι ότι στερεωνόταν ένα βέλος, κάτι που μας δίνει τη δυνατότητα να συμπληρώσουμε στο ένθετο αριστερό χέρι ένα τόξο, όπως δείχνει ένα χάλκινο αγαλμάτιο της ίδιας εποχής στη Βοστόνη. Αν τα στοιχεία αυτά δεν απατούν, τότε η Πεπλοφόρος κόρη εικονίζει τη θεά Άρτεμη, που λατρευόταν και αυτή, όπως και η Αφροδίτη, στην Ακρόπολη της Αθήνας.

Η μόνη αρχαϊκή κόρη από την Ακρόπολη της οποίας γνωρίζουμε τον δημιουργό είναι η κόρη του Αντήνορα. Πρόκειται για μια ασυνήθιστα μεγάλη κόρη (το ύφος της είναι 2,15 m μαζί με την πλίνθο), η οποία, σύμφωνα με την επιγραφή στη βάση της, είναι αφιέρωμα του κεραμέα Νεάρχου και έργο του γλύπτη Αντήνορα, γιου του Ευμάρη. Το γλυπτό, παρά τις φθορές που έχει υποστεί η επιφάνειά του ειδικά στο στήθος και στο πρόσωπο, δείχνει να έχει δουλευτεί με προσοχή και επιδεξιότητα. Χαρακτηριστική είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στην απόδοση του λεπτού χιτώνα και του χοντρού μάλλινου ιματίου με τις έντονα ανάγλυφες πτυχές. Δεξιοτεχνικά έχουν αποδοθεί οι βόστρυχοι των μαλλιών, ενώ αξιοσημείωτα είναι τα πρόσθετα στοιχεία: τα ένθετα μετάλλινα σκουλαρίκια και τα κοσμήματα στο διάδημα, καθώς και τα ένθετα μάτια, τα οποία έδιναν περισσότερη ζωντάνια στο πρόσωπο. Ο δεξιός πήχυς ήταν ένθετος, όπως στις περισσότερες κόρες της Ακρόπολης, κάτι που δείχνει ότι η μορφή θα κρατούσε στο χέρι μια προσφορά για την Αθηνά. Χρονολογικά το έργο τοποθετείται γύρω στο 520 π.Χ.

Ο γλύπτης Αντήνωρ ήταν ασφαλώς διάσημος στην Αθήνα στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αιώνα π.Χ., αφού μας είναι γνωστός ως δημιουργός του πρώτου χάλκινου συντάγματος των τυραννοκτόνων, που οι Αθηναίοι έστησαν στην Αγορά της πόλης τους λίγο μετά την εκδίωξη των Πεισιστρατιδών το 509 π.Χ. Οι δύο τυραννοκτόνοι, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, είχαν δολοφονήσει το 514 π.Χ. τον γιο του Πεισιστράτου Ίππαρχο στη διάρκεια της πομπής των Παναθηναίων και είχαν θανατωθεί γι᾽ αυτό. Από τότε ο αδελφός του ο Ιππίας, που, όπως είδαμε, είχε στα χέρια του την εξουσία, έγινε ακόμη πιο καχύποπτος και τυραννικός, και αυτή η συμπεριφορά του επιτάχυνε την πτώση του. Μετά την επάνοδο των Αλκμεωνιδών και την εγκαθίδρυση δημοκρατικού πολιτεύματος στην Αθήνα με πρωτοβουλία του Κλεισθένη, οι τυραννοκτόνοι θεωρήθηκαν ήρωες και πρωτεργάτες της ανατροπής των Πεισιστρατιδών· οι Αθηναίοι τούς μακάριζαν, τραγουδώντας το κατόρθωμά τους στα συμπόσια, και τα αγάλματά τους στην Αγορά, που τους έδειχναν με τα σπαθιά στα χέρια, ήταν το σπουδαιότερο μνημείο της αθηναϊκής δημοκρατίας. Τα αγάλματα αυτά τα πήραν ως λάφυρα οι Πέρσες, όταν κατέλαβαν την Αθήνα το 480 π.Χ., και τα επέστρεψε ο Μέγας Αλέξανδρος (ή, σύμφωνα με μιαν άλλη εκδοχή, ο Σέλευκος), όταν κατέλαβε το ανάκτορο της Περσέπολης, όπου τα είχε μεταφέρει ο Ξέρξης. Μετά την αποχώρηση των Περσών οι Αθηναίοι κατασκεύασαν, όπως θα δούμε, ένα νέο σύνταγμα των τυραννοκτόνων.

Στον Αντήνορα έχουν επίσης αποδοθεί με αρκετή πιθανότητα και τα γλυπτά του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς, του οποίου την κατασκευή είχαν αναλάβει οι Αλκμεωνίδες. Η σύγκριση της κόρης του Αντήνορα από την Ακρόπολη με τις κόρες του ανατολικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα, δείχνει ότι παρά τη χρονική τους διαφορά (οι κόρες από τους Δελφούς είναι 10 περίπου χρόνια νεότερες), έχουν αρκετά κοινά στοιχεία, ιδιαίτερα στον τρόπο απόδοσης των πτυχών του ιματίου.

Πώς εξελίχθηκε η υστεροαρχαϊκή γλυπτική στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. μας το δείχνει μια από τις οψιμότερες κόρες που βρέθηκαν στην Ακρόπολη της Αθήνας και που ξεχωρίζει για το όμορφο νεανικό της πρόσωπο με το γοητευτικά σεμνό χαμόγελο και τα δεξιοτεχνικά δουλεμένα ρούχα της. Οι αναλογίες του σώματος είναι εκείνες ενός λεπτοκαμωμένου νεαρού κοριτσιού. Η σχετικά καλή διατήρηση του έργου μάς επιτρέπει να εκτιμήσουμε την ποιότητα της εργασίας. Σε αντίθεση με τα παλαιότερα έργα, είναι φανερή εδώ η προσπάθεια του καλλιτέχνη να δώσει στον θεατή την εντύπωση ότι η μορφή πάλλεται από ζωή.

Η τελευταία χρονολογικά από τις κόρες της Ακρόπολης ονομάζεται κόρη του Ευθυδίκου από το όνομα του αναθέτη που είναι χαραγμένο στο κιονόκρανο του μικρού κίονα, ο οποίος χρησίμευε ως βάση της. Η κόρη αυτή χρονολογείται λίγο πριν την καταστροφή της Αθήνας από τον στρατό του Ξέρξη το 480 π.Χ. και έχει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από τις προηγούμενες. Παρόλο που το εικονογραφικό σχήμα παραμένει το ίδιο, εικονίζεται δηλαδή μια όρθια νεαρή γυναίκα σε μετωπική στάση, ντυμένη με χιτώνα και λοξό ιμάτιο, η οποία κρατούσε μια προσφορά για τη θεά στο προτεταμένο ένθετο δεξί της χέρι, τα χαρακτηριστικά του προσώπου και η σχέση του σώματος με το ένδυμα έχουν αλλάξει εντελώς. Αντί για τη χαριτωμένη έκφραση με το ανεπαίσθητο μειδίαμα των παλαιότερων κορών, που οφείλεται στην ελαφρή σύσπαση των μυών των παρειών, βλέπουμε ένα πρόσωπο αυστηρά δομημένο, με έντονη πλαστικότητα, από το οποίο αποκομίζουμε την αίσθηση μιας απόμακρης σοβαρότητας.

Τα ενδύματα πάλι, παρά την προσεκτική απόδοση των πτυχών, δεν έχουν αυτόνομο όγκο, αλλά κολλούν σαν μια δεύτερη επιδερμίδα επάνω στο σώμα, τονίζοντας την ανατομία του νεαρού κοριτσιού. Είναι σαφές ότι εδώ εμφανίζεται μια διαφορετική αντίληψη για την απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος, στην οποία η δεξιοτεχνία του γλύπτη υποτάσσεται στη μελέτη της ανατομίας και της κίνησης. Η αντίληψη αυτή είναι, όπως θα δούμε, συνέπεια πρωτοποριακών αναζητήσεων, οι οποίες ανοίγουν μια καινούργια εποχή για την ελληνική τέχνη, που την ονομάζουμε κλασική.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

11.7. Όλα έπρεπε να ᾽ρθουν καθώς ήρθαν: ελευθερία και αναγκαιότητα


Η φυσική θεωρία έδειξε ότι τα πάντα γίνονται σύμφωνα με μια «δύναμη που ζωογονεί την παγκόσμια συμπάθεια, που κάνει όλα τα πράγματα να βρίσκονται σε αλληλοπάθεια, ενωμένα σφιχτά το ένα με το άλλο με μια αμοιβαία φιλία». Αυτή η δύναμη ονομάζεται εἱμαρμένη και είναι συνώνυμη με τη φύση και την πρόνοια. Είναι ο λόγος σύμφωνα με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Δεν είναι μια απρόβλεπτη ή παράλογη μοίρα, αλλά η τάξη του κόσμου που δεν μπορεί να παραβιαστεί.

Τα πράγματα, λοιπόν, συμβαίνουν αναγκαστικά όπως συμβαίνουν. Αν όμως η ζωή του κόσμου (και του ανθρώπου, που αποτελεί μέρος του) είναι προκαθορισμένη, ποια περιθώρια επιλογών έχουμε; Είμαστε ελεύθεροι σε κάτι; Υπάρχει κάτι που εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς; Ή το μόνο που μας μένει, εφόσον δεν μπορούμε να αντιδράσουμε, είναι να υποταχθούμε στην ειμαρμένη;

Η μοίρα καθοδηγεί όποιον την αποδέχεται, σέρνει όποιον της αντιστέκεται.

Ο Χρύσιππος προσπάθησε να συμβιβάσει την αυστηρή αντίληψη, ότι όλα γίνονται κατ᾽ ανάγκην, με κάποια σχετική ανθρώπινη αυτονομία. Θέλησε να διαφυλάξει τη δυνατότητα του ανθρώπου να επηρεάζει τη ζωή του και το μέλλον. Αν όλα είναι καθορισμένα να γίνουν, τότε ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερος σε αυτά που κάνει αλλά ούτε και σε αυτά που θέλει.

Ένας τέτοιος άνθρωπος, όμως, δεν είναι υπεύθυνος για τις πράξεις του, άρα δεν μπορεί να του αποδοθεί έπαινος ούτε, κυρίως, να του καταλογιστεί τιμωρία. Με μια παρόμοια σκέψη προσπάθησε να ξεφύγει από τον Ζήνωνα ένας δούλος που τον μαστίγωναν επειδή είχε κλέψει: «Ήταν γραφτό μου να κλέψω,» διαμαρτυρήθηκε. «Ήταν γραφτό σου και να μαστιγωθείς,» απάντησε ο Ζήνων, για να δείξει ότι κανείς δεν απαλλάσσεται από την ηθική ευθύνη των πράξεών του.

Για να προσαρμοστεί ο άνθρωπος στην ειμαρμένη, πρέπει να τη γνωρίσει· και τότε μπορεί να την ακολουθήσει. Αυτή είναι η μόνη ελευθερία που έχει ο άνθρωπος και μπορεί να κατακτήσει μόνον ο σοφός: να πράττει με τη θέλησή του αυτό που προκαθορίζει η θεία πρόνοια για το καλό του κόσμου.

Ἄγου δέ μ᾽, ὦ Ζεῦ, καὶ σύ γ᾽ ἡ πεπρωμένη,
ὅποι ποθ᾽ ὑμῖν εἰμὶ διατεταγμένος,
ὡς ἕψομαί γ᾽ ἄοκνος· ἢν δὲ μὴ θέλω
κακός γενόμενος, οὐδέν ἧττονἕψομαι
.

Οδήγησέ με, Δία, κι εσύ πεπρωμένο,
εκεί όπου από καιρό με έχετε προορίσει.
Γιατί θ᾽ ακολουθήσω αγόγγυστα·
κι αν ακόμη δεν θελήσω, και γίνω κακός,
έτσι κι αλλιώς θα ακολουθήσω.
Κλεάνθης, απόσπ. 2

Πάντως, οι απόψεις των πρώτων Στωικών άφηναν στον άνθρωπο την αίσθηση μιας ελευθερίας ανάπηρης και μιας άδικης εἱμαρμένης, που ενώ καθορίζει τα πάντα, τον καθιστά υπεύθυνο. Θα έπρεπε να έρθει μερικούς αιώνες αργότερα ένας δούλος, ο στωικός Επίκτητος, για να μιλήσει πιο πειστικά για την ελευθερία.