950 ΧΟ. νῦν δείξετον τὼ πισύνω τοῖς περιδεξίοισιν [στρ.]
λόγοισι καὶ φροντίσι καὶ γνωμοτύποις μερίμναις,
λέγων ἀμείνων πότερος φανήσεται. νῦν γὰρ ἅπας
955 ἐνθάδε κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας,
ἧς πέρι τοῖς ἐμοῖς φίλοις ἐστὶν ἀγὼν μέγιστος.
ἀλλ᾽ ὦ πολλοῖς τοὺς πρεσβυτέρους ἤθεσι χρηστοῖς στεφανώσας,
960 ῥῆξον φωνὴν ᾗτινι χαίρεις, καὶ τὴν σαυτοῦ φύσιν εἰπέ.
ΔΙ. λέξω τοίνυν τὴν ἀρχαίαν παιδείαν, ὡς διέκειτο,
ὅτ᾽ ἐγὼ τὰ δίκαια λέγων ἤνθουν καὶ σωφροσύνη ᾽νενόμιστο.
πρῶτον μὲν ἔδει παιδὸς φωνὴν γρύξαντος μηδὲν ἀκοῦσαι·
εἶτα βαδίζειν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς εὐτάκτως εἰς κιθαριστοῦ
965 τοὺς κωμήτας γυμνοὺς ἁθρόους, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι.
εἶτ᾽ αὖ προμαθεῖν ᾆσμ᾽ ἐδίδασκεν τὼ μηρὼ μὴ ξυνέχοντας,
ἢ Παλλάδα περσέπολιν δεινάν, ἢ τηλέπορόν τι βόαμα,
ἐντειναμένους τὴν ἁρμονίαν, ἣν οἱ πατέρες παρέδωκαν.
εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ᾽ ἢ κάμψειέν τινα καμπήν,
970 οἵας οἱ νῦν τὰς κατὰ Φρῦνιν ταύτας τὰς δυσκολοκάμπτους,
ἐπετρίβετο τυπτόμενος πολλὰς ὡς τὰς Μούσας ἀφανίζων.
ἐν παιδοτρίβου δὲ καθίζοντας τὸν μηρὸν ἔδει προβαλέσθαι
τοὺς παῖδας, ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές·
975 εἶτ᾽ αὖ πάλιν αὖθις ἀνιστάμενον συμψῆσαι, καὶ προνοεῖσθαι
εἴδωλον τοῖσιν ἐρασταῖσιν τῆς ἥβης μὴ καταλείπειν.
ἠλείψατο δ᾽ ἂν τοὐμφαλοῦ οὐδεὶς παῖς ὑπένερθεν τότ᾽ ἄν, ὥστε
τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει·
οὐδ᾽ ἂν μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν
980 αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν·
οὐδ᾽ ἀνελέσθαι δειπνοῦντ᾽ ἐξῆν κεφάλαιον τῆς ῥαφανῖδος,
οὐδ᾽ ἄννηθον τῶν πρεσβυτέρων ἁρπάζειν οὐδὲ σέλινον,
οὐδ᾽ ὀψοφαγεῖν, οὐδὲ κιχλίζειν, οὐδ᾽ ἴσχειν τὼ πόδ᾽ ἐναλλάξ.
***
950 ΧΟΡ. Τώρα κι οι δυο βασισμένοι γερά
στην ευγλωττία,
στο στοχασμό,
στα γνωμικά που του νου τους την κίνηση εκφράζουν
πάνε να δείξουνε ποιός θα νικήσει στη μάχη των λόγων.
Σε σοφίας πολύ μεγάλο αγώνα ορμούνε
τώρα οι φίλοι μας, και κρίσιμη είναι η ώρα.
ΚΟΡ., στο Δίκαιο Λόγο.
Ω που εσύ με συνήθειες καλές, ηθικές
τους προγόνους στεφάνωνες πάντα,
960 έλα μίλησε, βάλε φωνή, τη φωνή
που αγαπάς, και φανέρωσε τί είσαι.
ΔΙΚ. Θα σας πω την αρχαία των παιδιών αγωγή,
θ᾽ αναπτύξω πώς ήτανε τότε
που τα δίκαια διδάσκοντας ήμουν σε ακμή
κι η ηθική σεβαστή ᾽ταν απ᾽ όλους.
Πρώτο χρέος των παιδιών η σιωπή, τσιμουδιά
να μη βγάζουν· στους δρόμους με τάξη
και μαζί, γειτονόπουλα αν ήταν, γραμμή
να βαδίζουν, να πάνε ν᾽ ακούσουν
της κιθάρας το μάθημα, δίχως χοντρό
πανωφόρι, κι ας έπεφτε χιόνι.
Και σεμνά καθισμένα, χωρίς να κολλούν
τα μηριά τους, μαθαίναν τραγούδι,
το «Παλλάδα, κουρσεύτρα των πόλεων θεά»,
το «Βοή που πηγαίνει στα μάκρη»·
και το λέγαν με τόνο αρμονίας δυνατό,
σαν που το ᾽χουμε βρει απ᾽ τους προγόνους.
Κι αν κανένας στο αστείο το γύριζε ή αν
κάποιο λύγισμα του ᾽κανε, ας πούμε
970 σαν αυτά τα στριμμένα λυγίσματα, αυτά
που του Φρύνη τον τρόπο μιμούνται,
τον χτυπούσαν, του αργάζαν γερά το πετσί,
γιατί αυτά προσβολή ᾽ταν στις Μούσες.
Τα παιδιά το μηρί τους το απλώναν εμπρός,
όταν κάθονταν χάμω στο στίβο,
να μη βλέπουνε τίποτε το άπρεπο αυτοί
που ήταν γύρω τους· ύστερα πάλι,
σα σηκώνονταν, στρώναν την άμμο καλά
κι είχαν πάντα το νου τους μην τύχει
κι απομείνει έν᾽ αχνάρι από μέλη κρυφά,
που τους άχρειους ανάβουνε πόθους.
Τα παιδιά δεν αλείβονταν τότε ποτές
απ᾽ τ᾽ αφάλι και κάτω· ένα χνούδι
έτσι ανθούσε εκεί κάτω πολύ δροσερό,
καθώς χνούδι απαλό σε κυδώνια.
Στη φωνή του δεν έδινε γλύκες ποτέ
το παιδί, να βαδίσει να πάει
980 σε εραστή· λαγκεμένες δεν πέταε ματιές,
του εαυτού του μεσίτης να γίνει.
Λιχουδιές δε ζητούσε ένας νέος· ρεπανιού
πού να πάρει κεφάλι στο δείπνο;
Είχαν άνηθο ή σέλινο; Τ᾽ άφηνε αυτά
να τα τρων μονάχα οι μεγάλοι.
Δεν καθόταν με το ᾽να ποδάρι ποτέ
πάνω στ᾽ άλλο· σκαστά δε γελούσε.
λόγοισι καὶ φροντίσι καὶ γνωμοτύποις μερίμναις,
λέγων ἀμείνων πότερος φανήσεται. νῦν γὰρ ἅπας
955 ἐνθάδε κίνδυνος ἀνεῖται σοφίας,
ἧς πέρι τοῖς ἐμοῖς φίλοις ἐστὶν ἀγὼν μέγιστος.
ἀλλ᾽ ὦ πολλοῖς τοὺς πρεσβυτέρους ἤθεσι χρηστοῖς στεφανώσας,
960 ῥῆξον φωνὴν ᾗτινι χαίρεις, καὶ τὴν σαυτοῦ φύσιν εἰπέ.
ΔΙ. λέξω τοίνυν τὴν ἀρχαίαν παιδείαν, ὡς διέκειτο,
ὅτ᾽ ἐγὼ τὰ δίκαια λέγων ἤνθουν καὶ σωφροσύνη ᾽νενόμιστο.
πρῶτον μὲν ἔδει παιδὸς φωνὴν γρύξαντος μηδὲν ἀκοῦσαι·
εἶτα βαδίζειν ἐν ταῖσιν ὁδοῖς εὐτάκτως εἰς κιθαριστοῦ
965 τοὺς κωμήτας γυμνοὺς ἁθρόους, κεἰ κριμνώδη κατανείφοι.
εἶτ᾽ αὖ προμαθεῖν ᾆσμ᾽ ἐδίδασκεν τὼ μηρὼ μὴ ξυνέχοντας,
ἢ Παλλάδα περσέπολιν δεινάν, ἢ τηλέπορόν τι βόαμα,
ἐντειναμένους τὴν ἁρμονίαν, ἣν οἱ πατέρες παρέδωκαν.
εἰ δέ τις αὐτῶν βωμολοχεύσαιτ᾽ ἢ κάμψειέν τινα καμπήν,
970 οἵας οἱ νῦν τὰς κατὰ Φρῦνιν ταύτας τὰς δυσκολοκάμπτους,
ἐπετρίβετο τυπτόμενος πολλὰς ὡς τὰς Μούσας ἀφανίζων.
ἐν παιδοτρίβου δὲ καθίζοντας τὸν μηρὸν ἔδει προβαλέσθαι
τοὺς παῖδας, ὅπως τοῖς ἔξωθεν μηδὲν δείξειαν ἀπηνές·
975 εἶτ᾽ αὖ πάλιν αὖθις ἀνιστάμενον συμψῆσαι, καὶ προνοεῖσθαι
εἴδωλον τοῖσιν ἐρασταῖσιν τῆς ἥβης μὴ καταλείπειν.
ἠλείψατο δ᾽ ἂν τοὐμφαλοῦ οὐδεὶς παῖς ὑπένερθεν τότ᾽ ἄν, ὥστε
τοῖς αἰδοίοισι δρόσος καὶ χνοῦς ὥσπερ μήλοισιν ἐπήνθει·
οὐδ᾽ ἂν μαλακὴν φυρασάμενος τὴν φωνὴν πρὸς τὸν ἐραστὴν
980 αὐτὸς ἑαυτὸν προαγωγεύων τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐβάδιζεν·
οὐδ᾽ ἀνελέσθαι δειπνοῦντ᾽ ἐξῆν κεφάλαιον τῆς ῥαφανῖδος,
οὐδ᾽ ἄννηθον τῶν πρεσβυτέρων ἁρπάζειν οὐδὲ σέλινον,
οὐδ᾽ ὀψοφαγεῖν, οὐδὲ κιχλίζειν, οὐδ᾽ ἴσχειν τὼ πόδ᾽ ἐναλλάξ.
***
950 ΧΟΡ. Τώρα κι οι δυο βασισμένοι γερά
στην ευγλωττία,
στο στοχασμό,
στα γνωμικά που του νου τους την κίνηση εκφράζουν
πάνε να δείξουνε ποιός θα νικήσει στη μάχη των λόγων.
Σε σοφίας πολύ μεγάλο αγώνα ορμούνε
τώρα οι φίλοι μας, και κρίσιμη είναι η ώρα.
ΚΟΡ., στο Δίκαιο Λόγο.
Ω που εσύ με συνήθειες καλές, ηθικές
τους προγόνους στεφάνωνες πάντα,
960 έλα μίλησε, βάλε φωνή, τη φωνή
που αγαπάς, και φανέρωσε τί είσαι.
ΔΙΚ. Θα σας πω την αρχαία των παιδιών αγωγή,
θ᾽ αναπτύξω πώς ήτανε τότε
που τα δίκαια διδάσκοντας ήμουν σε ακμή
κι η ηθική σεβαστή ᾽ταν απ᾽ όλους.
Πρώτο χρέος των παιδιών η σιωπή, τσιμουδιά
να μη βγάζουν· στους δρόμους με τάξη
και μαζί, γειτονόπουλα αν ήταν, γραμμή
να βαδίζουν, να πάνε ν᾽ ακούσουν
της κιθάρας το μάθημα, δίχως χοντρό
πανωφόρι, κι ας έπεφτε χιόνι.
Και σεμνά καθισμένα, χωρίς να κολλούν
τα μηριά τους, μαθαίναν τραγούδι,
το «Παλλάδα, κουρσεύτρα των πόλεων θεά»,
το «Βοή που πηγαίνει στα μάκρη»·
και το λέγαν με τόνο αρμονίας δυνατό,
σαν που το ᾽χουμε βρει απ᾽ τους προγόνους.
Κι αν κανένας στο αστείο το γύριζε ή αν
κάποιο λύγισμα του ᾽κανε, ας πούμε
970 σαν αυτά τα στριμμένα λυγίσματα, αυτά
που του Φρύνη τον τρόπο μιμούνται,
τον χτυπούσαν, του αργάζαν γερά το πετσί,
γιατί αυτά προσβολή ᾽ταν στις Μούσες.
Τα παιδιά το μηρί τους το απλώναν εμπρός,
όταν κάθονταν χάμω στο στίβο,
να μη βλέπουνε τίποτε το άπρεπο αυτοί
που ήταν γύρω τους· ύστερα πάλι,
σα σηκώνονταν, στρώναν την άμμο καλά
κι είχαν πάντα το νου τους μην τύχει
κι απομείνει έν᾽ αχνάρι από μέλη κρυφά,
που τους άχρειους ανάβουνε πόθους.
Τα παιδιά δεν αλείβονταν τότε ποτές
απ᾽ τ᾽ αφάλι και κάτω· ένα χνούδι
έτσι ανθούσε εκεί κάτω πολύ δροσερό,
καθώς χνούδι απαλό σε κυδώνια.
Στη φωνή του δεν έδινε γλύκες ποτέ
το παιδί, να βαδίσει να πάει
980 σε εραστή· λαγκεμένες δεν πέταε ματιές,
του εαυτού του μεσίτης να γίνει.
Λιχουδιές δε ζητούσε ένας νέος· ρεπανιού
πού να πάρει κεφάλι στο δείπνο;
Είχαν άνηθο ή σέλινο; Τ᾽ άφηνε αυτά
να τα τρων μονάχα οι μεγάλοι.
Δεν καθόταν με το ᾽να ποδάρι ποτέ
πάνω στ᾽ άλλο· σκαστά δε γελούσε.