V . -ευ-
§ 301. Μέχρι στιγμής δεν έχει επιτευχθεί ασφαλής ετυμολόγηση του επιθήματος -ευ-. Στα Ελληνικά εμφανίζεται από πολύ παλιά σε μεγάλο αριθμό μετονοματικών σχηματισμών με τη σημασία 'ένα πρόσωπο που ασχολείται (συστηματικά, επαγγελματικά) με αυτό που δηλώνει η βάση': ἱππεύς 'ιππέας' (Όμ.) από το ἵππος· πιο σπάνια ανήκει σε θέματα που δεν λήγουν σε ο: ἀγρεύς 'κυνηγός, ψαράς' (από τον Πίνδαρο και εξής) από το ἄγρα 'κυνήγι, σύλληψη', γραμματεύς 'γραφέας' (κλασ.) από το γράμμα, σκυτεύς 'τσαγκάρης' (κλασ.) από το σκῦτος 'δέρμα'. Παλιότερα πρέπει να εκπροσωπούνταν καλύτερα και οι μεταρηματικοί σχηματισμοί· στους ιστορικούς χρόνους τα λείψανά τους διατήρησαν ασφαλώς στενότερες σχέσεις με τα ονόματα: π.χ. τα φονεύς 'δολοφόνος' και τοκεῖς 'γονείς' συνάπτονται με τα φόνος φονή 'φόνος' και τόκος 'γέννηση' αντί με τις μισοχαμένες ή θολές ρηματικές ρίζες φεν- (ἔ-πε-φν-ε 'σκότωσε' Όμ.) και τεκ- (τεκεῖν).
§ 302. Κατά κανόνα το -εύς στο χώρο της σύνθεσης συνηθίζεται στα προθετικά σύνθετα· λέγεται φόνος - φονεύς, συγγραφή - συγγραφεύς, αλλά ἀνδροφόνος και λογογράφος, επειδή υπάρχει βέβαια το συγγράφειν αλλά όχι το *λογογράφειν (§ 43). Ο λόγος που τα ονόματα σε -εύς δεν συντίθενται συνήθως με ονόματα [1] έγκειται στο ότι ο συνθετικός τύπος ἀνδροφόνος ήταν από πολύ παλιά ισχυρός και είχε ήδη τη σημασία ενός nomen agentis. Όταν αργότερα οι απλές ρίζες επισκιάστηκαν σταδιακά από τον όγκο των ονοματικών και ρηματικών περαιτέρω σχηματισμών και γι' αυτό τα nomina agentis του τύπου τροφός (§ 280) εκτοπίστηκαν από τα πιο εύχρηστα ονόματα σε -εύς (και από τα ρηματικά ουσιαστικά σε -τήρ, -της κτλ.), ο τύπος ἀνδροφόνος είχε ριζώσει τόσο βαθιά και είχε θεωρηθεί τόσο αμετάκλητα nomen agentis, ώστε το -εύς δεν κατόρθωσε να εδραιωθεί.
Συνολικά πρβ. επίσης την πραγμάτευση του -εύειν § 210 κεξξ. Σχετικά με το -εύς στα συντμημένα ονόματα δες § 164.
§ 303. Σχετικά με τη σημασία του -εύς πρέπει ακόμη μόνο να παρατηρηθεί ότι, όπως και άλλα nomina agentis, μπορεί να δηλώνει και το όργανο: στροφεύς 'στροφέας > μεντεσές', πνιγεύς 'αγγείο για σβήσιμο (π.χ. των κάρβουνων)'· επίσης ότι στα εθνικά από ονόματα πόλεων και νησιών ισοπεδώνεται σ' ένα γενικό χαρακτηρισμό ενός αρσενικού ατόμου: Πλαταιαί - Πλαταιεύς, Εὔβοια - Εὐβοεύς, Ἄμφισσα - Ἀμφισσεύς, Μεθύδριον - Μεθυδριεύς. Από το -ειᾰ ήδη στην κλασική-αττική περίοδο το -ειεύς και από αυτό (-εεύς >) το -εύς: Δεκέλεια - Δεκελειεύς - Δεκελεύς· αργότερα σχεδόν αποκλειστικά -εύς: Ἀλεξάνδρεια - Ἀλεξανδρεύς (δίπλα στο σπάνιο Ἀλεξανδρειεύς), Ἀντιόχεια - Ἀντιοχεύς.
------------------------
[1] Οι εξαιρέσεις απαιτούν ιδιαίτερη ερμηνεία· π.χ. το ἡνιοχῆα στον Όμηρο οφείλεται στη μετρική ευκολία λόγω της οποίας οι μεγαλύτερες λέξεις κατά προτίμηση κλίνονται, διατηρώντας την ίδια προσωδία, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιούνται στην ίδια θέση του στίχου, και ιδίως στο τέλος του: ἡνιοχῆα κατά το ἡνιόχοιο· πρβ. § 212 υποσημ.
Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023
Θεία Υπέρβαση
Αυτή η μυστικιστική θεωρία, που ονομάζεται Θεωρία της Θείας Υπέρβασης, βασίζεται στην προϋπόθεση ότι η ανθρώπινη ψυχή είναι ουσιαστικά ένας θεϊκός σπινθήρας, ένα κομμάτι της Άπειρης Θείας Ουσίας, η οποία περιορίζεται προσωρινά στο πεπερασμένο φυσικό πεδίο. Θεωρεί ότι μέσω ορισμένων πνευματικών πρακτικών και καταστάσεων συνείδησης, όπως η έκσταση, οι άνθρωποι θα μπορούσαν να υπερβούν τους φυσικούς περιορισμούς τους και να βιώσουν την Άπειρη Θεία Ουσία. Παρακάτω είναι οι βασικές αρχές αυτής της θεωρίας:1. Η Αρχή της Θείας Ουσίας
Αυτή η αρχή θέτει ότι κάθε ψυχή είναι ένα κομμάτι της Θείας Ουσίας, επομένως εγγενώς θεϊκής φύσης. Ο φυσικός κόσμος θεωρείται ως ένα χρονικό στάδιο για να μάθει και να αναπτυχθεί η ψυχή. Αυτή η αρχή ενισχύει την κατανόηση ότι κάθε άτομο έχει μια εγγενή αξία και δυνατότητα για θεϊκή υπέρβαση.
Ακολουθούν ορισμένες βασικές ιδέες που μεταφέρει αυτή η αρχή:
1. Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι μέρος του Θείου, που τον συνδέει με το ιερό. Αυτό συνεπάγεται μια εγγενή αξία και αξιοπρέπεια για όλα τα ανθρώπινα όντα.
2. Ο υλικός κόσμος είναι προσωρινός και δίνει την ευκαιρία στην ψυχή να μάθει και να προοδεύσει πνευματικά. Η ζωή θεωρείται ως ένα ταξίδι για αυτοβελτίωση και προσέγγιση του Θείου.
3. Όλα τα άτομα διαθέτουν δυνατότητα πνευματικής ανάπτυξης και υπέρβασης. Αυτό τονίζει την ικανότητα κάθε ανθρώπου για θετική μεταμόρφωση και ανάπτυξη των έμφυτων ταλέντων του.
4. Η Θεία Ουσία μέσα σε κάθε άτομο ενώνει την ανθρωπότητα, καθώς όλοι μοιράζονται την ίδια θεμελιώδη φύση κάτω από τις επιφανειακές διαφορές. Αυτό μπορεί να ενθαρρύνει τη συμπόνια και τη σύνδεση με τους άλλους.
5. Ακόμη και μέσα στα βάσανα και την ατέλεια, η Θεία σπίθα μέσα δίνει νόημα και ελπίδα. Η ουσιαστική αξία της ψυχής αντέχει πέρα από κακουχίες και περιορισμούς.
6. Τα ανθρώπινα όντα δεν αντιμετωπίζονται απλώς ως φυσικά όντα, αλλά ως πνευματικές ψυχές σε ένα μονοπάτι αυτοπραγμάτωσης. Ο σκοπός της ζωής περιλαμβάνει την καλλιέργεια της θεϊκής φύσης κάποιου.
7. Συνοψίζοντας, αυτή η αρχή πλαισιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη με θεϊκούς και πνευματικούς όρους, αναδεικνύοντας υπερβατικούς σκοπούς και την ίση ιερή αξία όλων των ψυχών. Εστιάζοντας στη Θεία Ουσία μέσα μας, μεταφέρει μια αισιόδοξη προοπτική που τονίζει τις δυνατότητες και την αξία κάθε ατόμου.
2. Η Αρχή της Μεταβατικής Ύπαρξης
Αυτή η αρχή αναγνωρίζει τη φευγαλέα φύση της φυσικής μας ύπαρξης. Τα πάντα στη φυσική σφαίρα, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, είναι παροδικά και συνεχώς μεταβαλλόμενα. Η κατανόηση αυτής της αρχής βοηθά κάποιον να αποσπαστεί από τις εγκόσμιες προσκολλήσεις, μειώνοντας έτσι τον πόνο και προάγοντας την πνευματική ανάπτυξη.
Ακολουθούν μερικές βασικές ιδέες σχετικά με την αρχή της παροδικής ύπαρξης:
1. Τίποτα δεν είναι μόνιμο στον υλικό κόσμο. Όλα όσα υπάρχουν φυσικά είναι παροδικά και συνεχώς μεταβαλλόμενα.
2. Το φυσικό σώμα και το μυαλό μας δεν αποτελούν εξαίρεση. Πάντα γερνούν, φθείρονται και μεταμορφώνονται με κάποιο τρόπο. Αυτό που θεωρούμε «εαυτό» είναι συνεχώς σε ροή.
3. Οι εγκόσμιες απολαύσεις, τα υπάρχοντα και οι σχέσεις είναι όλα παροδικά. Τελικά θα πεθάνουν ή θα αλλάξουν ριζικά. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα στην υλική σφαίρα.
4. Η κατανόηση της μόνιμης, φευγαλέας φύσης της φυσικής ύπαρξης μπορεί να βοηθήσει κάποιον να αναπτύξει απόσπαση από τις εγκόσμιες προσκολλήσεις που προκαλούν πόνο όταν αναπόφευκτα αλλάζουν ή παύουν να υπάρχουν.
5. Καλλιεργώντας την απόσπαση και τη μη προσκόλληση, μπορεί κανείς να ελαχιστοποιήσει τα βάσανα που προκύπτουν από την επιθυμία να είναι μόνιμο το παροδικό. Αυτό επιτρέπει μεγαλύτερη εσωτερική γαλήνη και πνευματική πρόοδο.
6. Βλέποντας την παροδική φύση του «εαυτού» μας και των υλικών πραγμάτων μπορεί επίσης να προωθήσει τη σοφία αποκαλύπτοντας την αληθινή, μη ουσιαστική φύση τους που βρίσκεται πέρα από τις φυσικές μορφές.
7. Ο διαλογισμός σχετικά με την αρχή της παροδικής ύπαρξης και τις επιπτώσεις της μπορεί να βοηθήσει κάποιον να ζήσει πληρέστερα την παρούσα στιγμή, απαλλαγμένος από ελπίδες ή φόβους για το μέλλον και προσκολλήσεις στο παρελθόν.
3. Η Αρχή της Έκστασης
Αυτή η αρχή αναγνωρίζει την έκσταση ως μια υπερβατική κατάσταση συνείδησης. Είναι μια κατάσταση πλήρους απορρόφησης στη Θεία Ουσία. Σε αυτή την κατάσταση, η διχοτόμηση μεταξύ του εαυτού και του Θείου διαλύεται, οδηγώντας σε μια βαθιά εμπειρία ενότητας και απείρου.
Εδώ είναι μερικά βασικά σημεία σχετικά με την Αρχή της Έκστασης:
1. Η έκσταση νοείται ως μια μυστικιστική ή πνευματική εμπειρία έντονης χαράς, θαυμασμού και δέους που προκύπτει από μια αυξημένη αίσθηση ένωσης με το Θείο.
2. Σε εκστατικές καταστάσεις, τα συνηθισμένα όρια μεταξύ του εαυτού και του Θείου καταρρέουν, οδηγώντας σε ένα αίσθημα μυστικιστικής ένωσης και ενότητας με την έσχατη πραγματικότητα.
3. Η έκσταση περιλαμβάνει μια αίσθηση υπέρβασης και απελευθέρωσης από τις ανησυχίες του συνηθισμένου εγώ-εαυτού. Υπάρχει μια βαθιά μετατόπιση στη συνείδηση σε μια ευρύτερη και βαθύτερη προοπτική.
4. Πολλές θρησκευτικές παραδόσεις βλέπουν τις εκστατικές εμπειρίες ως κορυφές πνευματικής φώτισης και μυστικιστικής συνειδητοποίησης. Θεωρούνται ως αναλαμπές της Θεϊκής φύσης της πραγματικότητας.
5. Ωστόσο, οι εκστατικές καταστάσεις είναι τυπικά προσωρινές υπερβατικές εμπειρίες. Πρέπει να ενσωματωθούν στη συνηθισμένη ζωή και συνείδηση για να γίνει αντιληπτή η βαθύτερη σημασία τους.
6. Ενώ η έκσταση συνδέεται με πνευματική ανύψωση και φώτιση, μπορεί επίσης να προκύψει από βέβηλες πηγές όπως η μουσική, η τέχνη, η φύση ή ο ρομαντισμός. Αλλά η θρησκευτική έκσταση περιλαμβάνει μια αίσθηση ένωσης με το Θείο έδαφος της ύπαρξης.
7. Η αρχή αναγνωρίζει την αξία και την πνευματική σημασία των εκστατικών εμπειριών ως μονοπατιού προς τη μυστικιστική συνειδητοποίηση και φώτιση. Βλέπει την έκσταση ως μια «εμπειρία αιχμής» που μπορεί να μεταμορφώσει τη συνηθισμένη συνείδησή κάποιου.
4. Η Αρχή της Θείας Υπέρβασης
Αυτό είναι το αποκορύφωμα της θεωρίας. Προτείνει ότι μέσω πνευματικών πρακτικών όπως ο διαλογισμός, η προσευχή και ο στοχασμός, και καταστάσεις όπως η έκσταση, ένα άτομο μπορεί να υπερβεί τους φυσικούς περιορισμούς και να βιώσει την Άπειρη Θεία Ουσία. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος της ζωής, που ονομάζεται αυτοπραγμάτωση ή φώτιση.
Εδώ είναι μερικά βασικά σημεία που πρέπει να θυμάστε:
1. Η θεϊκή υπέρβαση αναφέρεται στην ιδέα ότι ο Θεός (ή το θείο) είναι πέρα και μεγαλύτερος από τον φυσικό κόσμο και τους ανθρώπινους περιορισμούς. Η άπειρη θεία ουσία εννοείται ότι υπερβαίνει την πεπερασμένη υλική πραγματικότητα.
2. Οι πνευματικές πρακτικές έχουν σκοπό να βοηθήσουν τα άτομα να ξεπεράσουν τον περιορισμένο, εγωικό εαυτό τους και να βιώσουν μια αίσθηση ενότητας ή μοναδικότητας με το θείο. Αυτό περιγράφεται ποικιλοτρόπως ως αυτοπραγμάτωση, φώτιση, απελευθέρωση ή moksha.
3. Η αρχή της θείας υπέρβασης είναι μια κοινή θεολογική έννοια που απαντάται σε πολλές θρησκευτικές και πνευματικές παραδόσεις, αν και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Δεν είναι μοναδική σε καμία μεμονωμένη θρησκεία.
4. Η δυνατότητα και τα μέσα της θείας υπέρβασης εξαρτώνται από τις θεολογικές ή μεταφυσικές παραδοχές κάποιου για τη φύση του Θεού, την ανθρώπινη ψυχή και τη σχέση μεταξύ του απείρου και του πεπερασμένου.
5. Τελικά, οι περισσότερες παραδόσεις που ενστερνίζονται αυτήν την αρχή τονίζουν την αξία των πνευματικών πρακτικών στην καλλιέργεια της αρετής, στη μείωση του πόνου και στην απόκτηση ενόρασης - ακόμα κι αν μια κατάσταση απόλυτης υπέρβασης ή ενότητας με τον Θεό παραμένει απρόσιτη.
6. Η αξία των πνευματικών πρακτικών πιθανότατα εκτείνεται πέρα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα επιτεύγματα. Μπορούν να καλλιεργήσουν ιδιότητες όπως η ειρήνη, η αγάπη, η σοφία και η συμπόνια που μπορούν να ωφελήσουν τον εαυτό μας και τους άλλους.
7. Το πεπερασμένο ανθρώπινο μυαλό μας δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως το άπειρο. Οι πνευματικές πρακτικές μπορεί να μας επιτρέψουν να δούμε τις υψηλότερες καταστάσεις, αλλά είναι πιθανό να υπάρχουν πάντα περισσότερα ύψη για να ανέβουμε.
Θυμηθείτε, αυτό είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή και δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει ή να ακυρώσει οποιεσδήποτε υπάρχουσες φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αντίθετα, προορίζεται να χρησιμεύσει ως πλαίσιο για την κατανόηση ορισμένων μυστικιστικών εμπειριών και πνευματικών πρακτικών.
Αυτή η αρχή θέτει ότι κάθε ψυχή είναι ένα κομμάτι της Θείας Ουσίας, επομένως εγγενώς θεϊκής φύσης. Ο φυσικός κόσμος θεωρείται ως ένα χρονικό στάδιο για να μάθει και να αναπτυχθεί η ψυχή. Αυτή η αρχή ενισχύει την κατανόηση ότι κάθε άτομο έχει μια εγγενή αξία και δυνατότητα για θεϊκή υπέρβαση.
Ακολουθούν ορισμένες βασικές ιδέες που μεταφέρει αυτή η αρχή:
1. Η ψυχή κάθε ανθρώπου είναι μέρος του Θείου, που τον συνδέει με το ιερό. Αυτό συνεπάγεται μια εγγενή αξία και αξιοπρέπεια για όλα τα ανθρώπινα όντα.
2. Ο υλικός κόσμος είναι προσωρινός και δίνει την ευκαιρία στην ψυχή να μάθει και να προοδεύσει πνευματικά. Η ζωή θεωρείται ως ένα ταξίδι για αυτοβελτίωση και προσέγγιση του Θείου.
3. Όλα τα άτομα διαθέτουν δυνατότητα πνευματικής ανάπτυξης και υπέρβασης. Αυτό τονίζει την ικανότητα κάθε ανθρώπου για θετική μεταμόρφωση και ανάπτυξη των έμφυτων ταλέντων του.
4. Η Θεία Ουσία μέσα σε κάθε άτομο ενώνει την ανθρωπότητα, καθώς όλοι μοιράζονται την ίδια θεμελιώδη φύση κάτω από τις επιφανειακές διαφορές. Αυτό μπορεί να ενθαρρύνει τη συμπόνια και τη σύνδεση με τους άλλους.
5. Ακόμη και μέσα στα βάσανα και την ατέλεια, η Θεία σπίθα μέσα δίνει νόημα και ελπίδα. Η ουσιαστική αξία της ψυχής αντέχει πέρα από κακουχίες και περιορισμούς.
6. Τα ανθρώπινα όντα δεν αντιμετωπίζονται απλώς ως φυσικά όντα, αλλά ως πνευματικές ψυχές σε ένα μονοπάτι αυτοπραγμάτωσης. Ο σκοπός της ζωής περιλαμβάνει την καλλιέργεια της θεϊκής φύσης κάποιου.
7. Συνοψίζοντας, αυτή η αρχή πλαισιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη με θεϊκούς και πνευματικούς όρους, αναδεικνύοντας υπερβατικούς σκοπούς και την ίση ιερή αξία όλων των ψυχών. Εστιάζοντας στη Θεία Ουσία μέσα μας, μεταφέρει μια αισιόδοξη προοπτική που τονίζει τις δυνατότητες και την αξία κάθε ατόμου.
2. Η Αρχή της Μεταβατικής Ύπαρξης
Αυτή η αρχή αναγνωρίζει τη φευγαλέα φύση της φυσικής μας ύπαρξης. Τα πάντα στη φυσική σφαίρα, συμπεριλαμβανομένων των σωμάτων, των σκέψεων και των συναισθημάτων μας, είναι παροδικά και συνεχώς μεταβαλλόμενα. Η κατανόηση αυτής της αρχής βοηθά κάποιον να αποσπαστεί από τις εγκόσμιες προσκολλήσεις, μειώνοντας έτσι τον πόνο και προάγοντας την πνευματική ανάπτυξη.
Ακολουθούν μερικές βασικές ιδέες σχετικά με την αρχή της παροδικής ύπαρξης:
1. Τίποτα δεν είναι μόνιμο στον υλικό κόσμο. Όλα όσα υπάρχουν φυσικά είναι παροδικά και συνεχώς μεταβαλλόμενα.
2. Το φυσικό σώμα και το μυαλό μας δεν αποτελούν εξαίρεση. Πάντα γερνούν, φθείρονται και μεταμορφώνονται με κάποιο τρόπο. Αυτό που θεωρούμε «εαυτό» είναι συνεχώς σε ροή.
3. Οι εγκόσμιες απολαύσεις, τα υπάρχοντα και οι σχέσεις είναι όλα παροδικά. Τελικά θα πεθάνουν ή θα αλλάξουν ριζικά. Τίποτα δεν διαρκεί για πάντα στην υλική σφαίρα.
4. Η κατανόηση της μόνιμης, φευγαλέας φύσης της φυσικής ύπαρξης μπορεί να βοηθήσει κάποιον να αναπτύξει απόσπαση από τις εγκόσμιες προσκολλήσεις που προκαλούν πόνο όταν αναπόφευκτα αλλάζουν ή παύουν να υπάρχουν.
5. Καλλιεργώντας την απόσπαση και τη μη προσκόλληση, μπορεί κανείς να ελαχιστοποιήσει τα βάσανα που προκύπτουν από την επιθυμία να είναι μόνιμο το παροδικό. Αυτό επιτρέπει μεγαλύτερη εσωτερική γαλήνη και πνευματική πρόοδο.
6. Βλέποντας την παροδική φύση του «εαυτού» μας και των υλικών πραγμάτων μπορεί επίσης να προωθήσει τη σοφία αποκαλύπτοντας την αληθινή, μη ουσιαστική φύση τους που βρίσκεται πέρα από τις φυσικές μορφές.
7. Ο διαλογισμός σχετικά με την αρχή της παροδικής ύπαρξης και τις επιπτώσεις της μπορεί να βοηθήσει κάποιον να ζήσει πληρέστερα την παρούσα στιγμή, απαλλαγμένος από ελπίδες ή φόβους για το μέλλον και προσκολλήσεις στο παρελθόν.
3. Η Αρχή της Έκστασης
Αυτή η αρχή αναγνωρίζει την έκσταση ως μια υπερβατική κατάσταση συνείδησης. Είναι μια κατάσταση πλήρους απορρόφησης στη Θεία Ουσία. Σε αυτή την κατάσταση, η διχοτόμηση μεταξύ του εαυτού και του Θείου διαλύεται, οδηγώντας σε μια βαθιά εμπειρία ενότητας και απείρου.
Εδώ είναι μερικά βασικά σημεία σχετικά με την Αρχή της Έκστασης:
1. Η έκσταση νοείται ως μια μυστικιστική ή πνευματική εμπειρία έντονης χαράς, θαυμασμού και δέους που προκύπτει από μια αυξημένη αίσθηση ένωσης με το Θείο.
2. Σε εκστατικές καταστάσεις, τα συνηθισμένα όρια μεταξύ του εαυτού και του Θείου καταρρέουν, οδηγώντας σε ένα αίσθημα μυστικιστικής ένωσης και ενότητας με την έσχατη πραγματικότητα.
3. Η έκσταση περιλαμβάνει μια αίσθηση υπέρβασης και απελευθέρωσης από τις ανησυχίες του συνηθισμένου εγώ-εαυτού. Υπάρχει μια βαθιά μετατόπιση στη συνείδηση σε μια ευρύτερη και βαθύτερη προοπτική.
4. Πολλές θρησκευτικές παραδόσεις βλέπουν τις εκστατικές εμπειρίες ως κορυφές πνευματικής φώτισης και μυστικιστικής συνειδητοποίησης. Θεωρούνται ως αναλαμπές της Θεϊκής φύσης της πραγματικότητας.
5. Ωστόσο, οι εκστατικές καταστάσεις είναι τυπικά προσωρινές υπερβατικές εμπειρίες. Πρέπει να ενσωματωθούν στη συνηθισμένη ζωή και συνείδηση για να γίνει αντιληπτή η βαθύτερη σημασία τους.
6. Ενώ η έκσταση συνδέεται με πνευματική ανύψωση και φώτιση, μπορεί επίσης να προκύψει από βέβηλες πηγές όπως η μουσική, η τέχνη, η φύση ή ο ρομαντισμός. Αλλά η θρησκευτική έκσταση περιλαμβάνει μια αίσθηση ένωσης με το Θείο έδαφος της ύπαρξης.
7. Η αρχή αναγνωρίζει την αξία και την πνευματική σημασία των εκστατικών εμπειριών ως μονοπατιού προς τη μυστικιστική συνειδητοποίηση και φώτιση. Βλέπει την έκσταση ως μια «εμπειρία αιχμής» που μπορεί να μεταμορφώσει τη συνηθισμένη συνείδησή κάποιου.
4. Η Αρχή της Θείας Υπέρβασης
Αυτό είναι το αποκορύφωμα της θεωρίας. Προτείνει ότι μέσω πνευματικών πρακτικών όπως ο διαλογισμός, η προσευχή και ο στοχασμός, και καταστάσεις όπως η έκσταση, ένα άτομο μπορεί να υπερβεί τους φυσικούς περιορισμούς και να βιώσει την Άπειρη Θεία Ουσία. Αυτός είναι ο απώτερος στόχος της ζωής, που ονομάζεται αυτοπραγμάτωση ή φώτιση.
Εδώ είναι μερικά βασικά σημεία που πρέπει να θυμάστε:
1. Η θεϊκή υπέρβαση αναφέρεται στην ιδέα ότι ο Θεός (ή το θείο) είναι πέρα και μεγαλύτερος από τον φυσικό κόσμο και τους ανθρώπινους περιορισμούς. Η άπειρη θεία ουσία εννοείται ότι υπερβαίνει την πεπερασμένη υλική πραγματικότητα.
2. Οι πνευματικές πρακτικές έχουν σκοπό να βοηθήσουν τα άτομα να ξεπεράσουν τον περιορισμένο, εγωικό εαυτό τους και να βιώσουν μια αίσθηση ενότητας ή μοναδικότητας με το θείο. Αυτό περιγράφεται ποικιλοτρόπως ως αυτοπραγμάτωση, φώτιση, απελευθέρωση ή moksha.
3. Η αρχή της θείας υπέρβασης είναι μια κοινή θεολογική έννοια που απαντάται σε πολλές θρησκευτικές και πνευματικές παραδόσεις, αν και εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Δεν είναι μοναδική σε καμία μεμονωμένη θρησκεία.
4. Η δυνατότητα και τα μέσα της θείας υπέρβασης εξαρτώνται από τις θεολογικές ή μεταφυσικές παραδοχές κάποιου για τη φύση του Θεού, την ανθρώπινη ψυχή και τη σχέση μεταξύ του απείρου και του πεπερασμένου.
5. Τελικά, οι περισσότερες παραδόσεις που ενστερνίζονται αυτήν την αρχή τονίζουν την αξία των πνευματικών πρακτικών στην καλλιέργεια της αρετής, στη μείωση του πόνου και στην απόκτηση ενόρασης - ακόμα κι αν μια κατάσταση απόλυτης υπέρβασης ή ενότητας με τον Θεό παραμένει απρόσιτη.
6. Η αξία των πνευματικών πρακτικών πιθανότατα εκτείνεται πέρα από οποιαδήποτε συγκεκριμένα επιτεύγματα. Μπορούν να καλλιεργήσουν ιδιότητες όπως η ειρήνη, η αγάπη, η σοφία και η συμπόνια που μπορούν να ωφελήσουν τον εαυτό μας και τους άλλους.
7. Το πεπερασμένο ανθρώπινο μυαλό μας δεν μπορεί να κατανοήσει πλήρως το άπειρο. Οι πνευματικές πρακτικές μπορεί να μας επιτρέψουν να δούμε τις υψηλότερες καταστάσεις, αλλά είναι πιθανό να υπάρχουν πάντα περισσότερα ύψη για να ανέβουμε.
Θυμηθείτε, αυτό είναι απλώς μια θεωρητική κατασκευή και δεν έχει σκοπό να αντικαταστήσει ή να ακυρώσει οποιεσδήποτε υπάρχουσες φιλοσοφικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις. Αντίθετα, προορίζεται να χρησιμεύσει ως πλαίσιο για την κατανόηση ορισμένων μυστικιστικών εμπειριών και πνευματικών πρακτικών.
Τελικά, πού πάει η λογική όταν εμφανίζεται ο έρωτας;
Τελικά βρέθηκε απάντηση στο πού πάει η λογική όταν εμφανίζεται ο έρωτας;
Ίσως όχι τόσο μακριά γιατί εκείνη σ’αγαπάει, γιατί εκείνη ξέρει πως μια μέρα θα την ζητήσεις πίσω και εάν δεν είναι πολύ αργά θα γυρίσει, θα σου ρίξει μια σφαλιάρα, θα σε αγκαλιάσει και θα συνεχίσει από εκεί που το άφησε, ακριβώς από εκεί που δεν δικαιολογούσε καμία πράξη σου. Μα τι σημασία είχε αφού εγώ επέλεγα εσένα.
Η λογική μου μοιάζει λίγο, και εγώ σαν εκείνη ποτέ δεν έφευγα μακριά, και εγώ σαν εκείνη δεν έκλεινα ποτέ την Πόρτα φεύγοντας. Κάθε “φεύγω” έκρυβε ένα έρχομαι, κάθε ευκαιρία μια καινούργια πληγή και κάθε αλήθεια σου ένα ψέμα.
Μάλλον με πονάει η αλήθεια, εξάλλου το είχε πει και η Παπαρίζου « πιο πολύ από το ψέμα πονάει μάτια μου η αλήθεια γιατί η αλήθεια σου ψέμα ήταν τελικά». Μάλλον έπρεπε να με αγαπήσω λίγο περισσότερο η απλά από επιλογή μου την χάρισα όλη σε σένα.
Μου είπε η λογική να κλείσω την πόρτα δυνατά όχι για να σε Πληγώσω αλλά για να με προστατέψω και εγω εν άγνοια της την ράγισα ίσα-ίσα να γυρνάω τα βραδιά να σε σκεπάζω, να σε φιλάω, να σου πω πως Σ’ αγαπώ, να σε κοιτάξω λίγο ακόμα όσο κοιμάσαι ήρεμα με το μπλε μας παιδί αγκαλιά και ύστερα με απαλά βήματα να γυρίσω πίσω.
Η λογική μου είπε πως η αγάπη που έδωσα σε σένα έκανε τον κόσμο σου λίγο πιο όμορφο. Εύχομαι να έχει δίκιο, συνήθως έχει δίκιο.
Μιλώντας για αγάπη λοιπόν, πόνταρα την ζωή μου, την ευτυχία μου και τα όνειρα μου στο μωβ. Η λογική με ρώτησε αν άξιζε και εγώ της ζήτησα να είναι μαζί μου άλλο ένα γύρο. Ίσως τελικά, την είπα, εάν γνωρίσεις τον έρωτα να γίνετε η καλύτεροι φίλοι. Και εκείνη έμεινε σιωπηλή γιατί μια φορά και ένα καιρό η αγάπη που έδωσε δεν ακούστηκε, και αφού η αγάπη της δεν ήταν αρκετή για να ακουστεί τότε πια λόγια θα νικούσαν αυτήν την δύναμη;
Συνειδητά επιλέγεις τον έρωτα και εκείνη σαν βαθιά πληγωμένη καρδιά μαζεύει την αξιοπρέπεια, την αυτοεκτίμηση, τον αυτοσεβασμό, τα βάζει τσαλακωμένα σε μια επίκαιρη βαλίτσα και κατευθύνετε προς την έξοδο.
Ίσως όχι τόσο μακριά γιατί εκείνη σ’αγαπάει, γιατί εκείνη ξέρει πως μια μέρα θα την ζητήσεις πίσω και εάν δεν είναι πολύ αργά θα γυρίσει, θα σου ρίξει μια σφαλιάρα, θα σε αγκαλιάσει και θα συνεχίσει από εκεί που το άφησε, ακριβώς από εκεί που δεν δικαιολογούσε καμία πράξη σου. Μα τι σημασία είχε αφού εγώ επέλεγα εσένα.
Η λογική μου μοιάζει λίγο, και εγώ σαν εκείνη ποτέ δεν έφευγα μακριά, και εγώ σαν εκείνη δεν έκλεινα ποτέ την Πόρτα φεύγοντας. Κάθε “φεύγω” έκρυβε ένα έρχομαι, κάθε ευκαιρία μια καινούργια πληγή και κάθε αλήθεια σου ένα ψέμα.
Μάλλον με πονάει η αλήθεια, εξάλλου το είχε πει και η Παπαρίζου « πιο πολύ από το ψέμα πονάει μάτια μου η αλήθεια γιατί η αλήθεια σου ψέμα ήταν τελικά». Μάλλον έπρεπε να με αγαπήσω λίγο περισσότερο η απλά από επιλογή μου την χάρισα όλη σε σένα.
Μου είπε η λογική να κλείσω την πόρτα δυνατά όχι για να σε Πληγώσω αλλά για να με προστατέψω και εγω εν άγνοια της την ράγισα ίσα-ίσα να γυρνάω τα βραδιά να σε σκεπάζω, να σε φιλάω, να σου πω πως Σ’ αγαπώ, να σε κοιτάξω λίγο ακόμα όσο κοιμάσαι ήρεμα με το μπλε μας παιδί αγκαλιά και ύστερα με απαλά βήματα να γυρίσω πίσω.
Η λογική μου είπε πως η αγάπη που έδωσα σε σένα έκανε τον κόσμο σου λίγο πιο όμορφο. Εύχομαι να έχει δίκιο, συνήθως έχει δίκιο.
Μιλώντας για αγάπη λοιπόν, πόνταρα την ζωή μου, την ευτυχία μου και τα όνειρα μου στο μωβ. Η λογική με ρώτησε αν άξιζε και εγώ της ζήτησα να είναι μαζί μου άλλο ένα γύρο. Ίσως τελικά, την είπα, εάν γνωρίσεις τον έρωτα να γίνετε η καλύτεροι φίλοι. Και εκείνη έμεινε σιωπηλή γιατί μια φορά και ένα καιρό η αγάπη που έδωσε δεν ακούστηκε, και αφού η αγάπη της δεν ήταν αρκετή για να ακουστεί τότε πια λόγια θα νικούσαν αυτήν την δύναμη;
Πείνα και Δίψα
Μένοντας δούλοι στη μιζέρια της καθημερινότητας μένουμε δούλοι στο πρόσκαιρο και εφήμερο και φθαρτό του κόσμου τούτου. Κλείνουμε όλη τη θέα της ζωής στις χωματερές εκτάσεις της ρουτίνας, γίνεται όλη η ζωή ένας παχύς χωματόδρομος που τον περνάμε έρποντας.
Κάθε ξύπνημα όμως κάποιας μεγάλης χαράς μέσα μας, κάθε γεύση μεθυστική του ιδιαιτέρου και ξεχωριστού πού υπάρχει στη ζωή, είναι μια γεύση του απόλυτου και γι' αυτό μια γεύση αιωνιότητας. Η αιωνιότητα ζει μέσα μας στην κάθε μέρα, στην κάθε ώρα, σαν σύγκριση και σαν νοσταλγία.
Ο χαμένος παράδεισος ζει μέσα μας στις στιγμές της μεγάλης χαράς, στο πλησίασμα ενός ανθρώπου, μιας αληθείας, μιας αγάπης, μιας ομορφιάς. Είναι στιγμές στη ζωή, αυτές πού κάνουν τη δίψα μας μαρτύριο και που το νιώθουμε καθαρά πώς θ' αρκούσαν, σε μία αέναη παράταση, να μας ξεδιψάσουν για μία αιωνιότητα.
Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. "Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα", έγραφε ο ποιητής. Μα όχι "ίσως". Εμείς τα θέλουμε όλα.
Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθειά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια.
Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ' αυτό που διψάμε.
Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας... πιο διψασμένη ύστερα απ' αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ' τη νοσταλγία.
Τι διψάμε; Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει.
Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση. Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ' στη ζωή.
Κάθε ξύπνημα όμως κάποιας μεγάλης χαράς μέσα μας, κάθε γεύση μεθυστική του ιδιαιτέρου και ξεχωριστού πού υπάρχει στη ζωή, είναι μια γεύση του απόλυτου και γι' αυτό μια γεύση αιωνιότητας. Η αιωνιότητα ζει μέσα μας στην κάθε μέρα, στην κάθε ώρα, σαν σύγκριση και σαν νοσταλγία.
Ο χαμένος παράδεισος ζει μέσα μας στις στιγμές της μεγάλης χαράς, στο πλησίασμα ενός ανθρώπου, μιας αληθείας, μιας αγάπης, μιας ομορφιάς. Είναι στιγμές στη ζωή, αυτές πού κάνουν τη δίψα μας μαρτύριο και που το νιώθουμε καθαρά πώς θ' αρκούσαν, σε μία αέναη παράταση, να μας ξεδιψάσουν για μία αιωνιότητα.
Η δίψα του απόλυτου είναι ένα δεύτερο πάθος. "Βλέπεις, θέλω πολλά, ίσως τα θέλω όλα", έγραφε ο ποιητής. Μα όχι "ίσως". Εμείς τα θέλουμε όλα.
Η ζωή είναι λίγη, όχι χρονικά λίγη, όσο ποιοτικά και ποσοτικά. Είναι τόση μόνο, όσο για να ξυπνάει μέσα μας μια βαθειά, ακόρεστη δίψα. Ό,τι γευόμαστε σε τούτη τη ζωή δεν είναι παρά αρμυρό νερό που μεγαλώνει τη δίψα μας για ένταση και διάρκεια.
Μόνο αυτή η λέξη μπορεί να αποδώσει ό,τι ίσαμε τούτη τη στιγμή έχουμε δοκιμάσει στη ζωή: Διψάμε. Ό,τι γευτήκαμε κι ό,τι γευόμαστε είναι λίγο, ασήμαντο, μηδαμινό, μπροστά σ' αυτό που διψάμε.
Κι η δίψα αυτή είναι η πιο βασανιστική, το πιο φοβερό μαρτύριο. Οι στιγμές είναι ελάχιστες που η καρδιά ξεδιψάει για ζωή, το νερό κελαρύζει ελάχιστες στιγμές και μετά στερεύει κι η καρδιά μένει εκεί σκυμμένη καρτερώντας... πιο διψασμένη ύστερα απ' αυτές τις στιγμές, πιο αχόρταστη, με τα χείλη ανοιχτά και ξεραμένα απ' τη νοσταλγία.
Τι διψάμε; Διψάμε ένταση, διάρκεια, ποικιλία. Διψάμε το αδιάκοπα καινούργιο. Λαχταράμε τον ίλιγγο της πτώσης, της απροσμέτρητης πτώσης, αλλά και το φτερούγισμα της ανόδου. Κάθε τι ακραίο μας ηλεκτρίζει.
Η γη είναι στενή, η ζωή φθαρμένη μέσα στα σχήματα. Ασφυκτιούμε μέσα στα δεσμά του τόπου, του χρόνου και των αισθήσεων. Μέσα μας υπάρχει ένας χώρος χωρίς έκταση, η ανάγκη για μια απόλυτη διάρκεια κι η λαχτάρα για μια χωρίς όρια απόλαυση. Τα θέλουμε όλα, κι αυτό είναι το πιο βασανιστικό πάθος μεσ' στη ζωή.
Μάθηση και Απόδοση
Όταν σπουδάζουμε, ο στόχος μας είναι διπλός: να αποκτήσουμε γνώσεις και ικανότητες στον τομέα που επιλέξαμε, δηλαδή να μάθουμε και να αξιοποιήσουμε τη μάθηση, δηλαδή όσα μάθαμε να φαίνονται στην απόδοσή μας (είτε στην ακαδημαϊκή μας επίδοση, είτε στη δουλειά μας).
Το επίπεδο όμως και η ποιότητα της απόδοσης εξαρτάται από το πώς μαθαίνουμε. Το πώς μαθαίνουμε εξαρτάται από:
τη γενικότερη προσέγγιση μας στο αντικείμενο που μελετάμε (π.χ. επιφανειακή ή πιο βαθιά),
τη διαδικασία που ακολουθούμε (π.χ. αν κάνουμε «παπαγαλία», αν ψάχνουμε το νόημα, πόσο χρόνο αφιερώνουμε) και τέλος
τις στρατηγικές που χρησιμοποιούμε (π.χ. ζητάμε διευκρινίσεις από τον καθηγητή, προσπαθούμε να ελέγξουμε το στρες, οργανώνουμε το υλικό μας).
Ας δούμε πιο αναλυτικά τα παραπάνω:
Α. Προσεγγίσεις στη μάθηση
Μπορεί να προσεγγίζουμε τη μάθηση με τρόπο είτε επιφανειακό, είτε πιο βαθύ, είτε απλά «στρατηγικό», δηλαδή να ενδιαφερόμαστε για την επίδοση χωρίς απαραίτητα να μας ενδιαφέρει η γνώση.
Η Βαθιά Προσέγγιση βασίζεται στην ουσιαστική κατανόηση και εμπεριέχει:
Ενασχόληση με το περιεχόμενο.
Σύνδεση των νέων ιδεών με την προϋπάρχουσα γνώση.
Σύνδεση των εννοιών με τις καθημερινές εμπειρίες.
Σύνδεση των επί μέρους στοιχείων με το σύνολο και τα αποτελέσματα.
Η Επιφανειακή Προσέγγιση βασίζεται στην απλή αναπαραγωγή και εμπεριέχει:
Απομνημόνευση των πληροφοριών που χρειάζονται για τις εξετάσεις.
Αποτυχία διάκρισης των θεωρητικών αρχών από τα παραδείγματα.
Αντιμετώπιση των εργασιών ως υποχρέωση.
Επικέντρωση σε επιμέρους στοιχεία και όχι στο σύνολο.
Αδυναμία κατανόησης των επιχειρημάτων.
Η Στρατηγική Προσέγγιση βασίζεται στην προσπάθεια χειρισμού του συστήματος αξιολόγησης και εμπεριέχει:
Πρόθεση απόκτησης του μεγαλύτερου δυνατού βαθμού.
Οργάνωση του χρόνου και της προσπάθειας.
Εξασφάλιση των κατάλληλων υλικών και συνθηκών μελέτης.
Μελέτη παλαιότερων διαγωνισμάτων σε μια προσπάθεια πρόβλεψης των ερωτήσεων.
Προσοχή στις κατευθύνσεις που δίνει ο καθηγητής.
Β. Διαδικασία μάθησης
Μια από τις βασικές μεταβλητές στις προαναφερθείσες προσεγγίσεις, είναι η διαδικασία μάθησης. Μπορούμε να πούμε πως μαθαίνουμε κάτι, ακολουθώντας μία από τις παρακάτω 4 διαδικασίες:
Μελέτη χωρίς κατεύθυνση: Έτσι έχουμε προβλήματα στην επεξεργασία της ύλης, δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε τον όγκο των πληροφοριών και να διακρίνουμε τα στοιχεία στα οποία πρέπει να επικεντρωθούμε.
Αναπαραγωγή: Η μελέτη έχει στόχο την απλή αναπαραγωγή της ύλης (συνήθως παπαγαλία με μικρή κατανόηση) με σκοπό να περάσουμε τις εξετάσεις.
Εφαρμογές: Όταν προσπαθούμε να συσχετίσουμε τις θεωρητικές γνώσεις με τις εφαρμογές τους στον πραγματικό κόσμο.
Νόημα: Όταν επιθυμούμε να βρούμε το ακριβές νόημα, να το συσχετίσουμε με προϋπάρχουσες γνώσεις και να αναπτύξουμε με κριτική αξιολόγηση τις δικές μας απόψεις.
Είναι προφανές πως η μαθησιακή πορεία από την έλλειψη κατεύθυνσης προς την κατανόηση του νοήματος, οδηγεί σε καλύτερη γνώση του αντικειμένου.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι δύο τελευταίες διαδικασίες συσχετίζονται και με την επαγγελματική επιτυχία μετά το τέλος των σπουδών. Η διαδικασία μάθησης μπορεί να αλλάζει ανάλογα με το ειδικό πλαίσιο (εκμάθηση υλικού για ένα τεστ) ή το γενικό πλαίσιο (η συνηθισμένη μέθοδος μελέτης).
Επίσης η διαδικασία μάθησης εξελίσσεται κατά τη διάρκεια των σπουδών: είναι λογικό οι τελειόφοιτοι να κάνουν πιο βαθιά επεξεργασία του υλικού, να μπορούν να ρυθμίζουν καλύτερα τη διαδικασία εκμάθησης και να έχουν υψηλότερα επίπεδα κριτικής σκέψης σε σύγκριση με τους πρωτοετείς.
Στη διάρκεια των σπουδών μπορούμε συνήθως να διακρίνουμε τρία στάδια ανάπτυξης της μάθησης:
Απλοϊκή εκμάθηση: μικρό ενδιαφέρον για τις σπουδές, ελλιπής, αποσπασματική γνώση του αντικειμένου, στρατηγική επεξεργασία (εντοπισμός «θεμάτων» για τις εξετάσεις), μικρή προσπάθεια, αναπαραγωγή χωρίς πραγματική κατανόηση.
Επάρκεια: αυξημένο ενδιαφέρον, βελτιωμένη ικανότητα, οργανωμένες γνώσεις, πιο αποτελεσματικές στρατηγικές, καλύτερη κατανόηση.
Εξειδίκευση: «ειδικότητα» σε κάποιον τομέα γνώσης. Σ’ αυτό το στάδιο δεν φτάνουν οπωσδήποτε όλοι.
Γ. Στρατηγικές μάθησης
Οι στρατηγικές μάθησης διευκολύνουν την μάθηση, αλλά επίσης επηρεάζουν σημαντικά την ακαδημαϊκή επίδοση. Μερικά παραδείγματα στρατηγικών είναι:
Γνωστικές στρατηγικές
Επανάληψη του υλικού (συνήθως για απλή απομνημόνευση).
Oργάνωση του υλικού (π.χ. εντοπισμός των βασικών σημείων/ζητημάτων και κατηγοριοποίηση με στόχο την καλύτερη κατανόηση).
Eπεξεργασία του υλικού (π.χ. συσχέτιση των νέων πληροφοριών με τις γνώσεις που ήδη έχουμε).
Συμπεριφορικές στρατηγικές
Αναζήτηση βοήθειας από άλλους (π.χ. συζήτηση με συμφοιτητές και καθηγητές για διευκρινίσεις και επεξηγήσεις).
Αναζήτηση πρόσθετων πληροφοριών από άλλες πηγές (π.χ. από διαδίκτυο, άρθρα σε περιοδικά, άλλα βιβλία).
Προσπάθεια εφαρμογής της γνώσης στην καθημερινή ζωή.
Αυτο-ρυθμιστικές στρατηγικές
Έλεγχος συναισθημάτων (προσπάθεια να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που μας εμποδίζουν να αποδώσουμε και να τα ελέγξουμε, για παράδειγμα να μετριάσουμε το άγχος).
Έλεγχος κινήτρων (να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα διατηρήσουμε το ενδιαφέρον μας και την προσοχή μας, όπως να σκεφτούμε τα θετικά αποτελέσματα που θα έχουμε).
Έλεγχος κατανόησης (κάθε τόσο να αξιολογούμε κατά πόσον έχουμε πετύχει τους μαθησιακούς στόχους που θέσαμε)
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση
Εκτός από τις προσεγγίσεις, τη διαδικασία και τις στρατηγικές μάθησης, η απόδοση επηρεάζεται και από άλλους γνωστικούς και συναισθηματικούς παράγοντες, όπως:
Η αυτοεκτίμηση και η πεποίθηση ότι είμαστε ικανοί να μάθουμε.
Η πεποίθηση ότι αυτό που σπουδάζουμε είναι σημαντικό, χρήσιμο και ενδιαφέρον.
Η αυτογνωσία (π.χ. γνωρίζουμε ποια είναι τα δυνατά και αδύνατα σημεία μας στη διαδικασία μάθησης;)
Το κίνητρο. Μπορεί να γνωρίζουμε κάτι καλά, αλλά να μην υπάρχει λόγος να επιδείξουμε αυτή τη γνώση. Τα κίνητρα βέβαια είναι υποκειμενικά, άρα είναι σημαντικό να ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε. Γιατί σπουδάζουμε, ποιο είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Χωρίς αυτούς τους παράγοντες, οι γνώσεις που αποκτήσαμε μένουν στην αφάνεια, αποθαρρυνόμαστε και δεν μας δίνονται ευκαιρίες να αποδώσουμε.
Από την άλλη, όσα κίνητρα κι αυτοπεποίθηση και να έχουμε, δεν αρκούν για να καλύψουν τα γνωστικά κενά, τα οποία φαίνονται στην απόδοση, ιδίως αργότερα στο χώρο εργασίας.
Το επίπεδο όμως και η ποιότητα της απόδοσης εξαρτάται από το πώς μαθαίνουμε. Το πώς μαθαίνουμε εξαρτάται από:
τη γενικότερη προσέγγιση μας στο αντικείμενο που μελετάμε (π.χ. επιφανειακή ή πιο βαθιά),
τη διαδικασία που ακολουθούμε (π.χ. αν κάνουμε «παπαγαλία», αν ψάχνουμε το νόημα, πόσο χρόνο αφιερώνουμε) και τέλος
τις στρατηγικές που χρησιμοποιούμε (π.χ. ζητάμε διευκρινίσεις από τον καθηγητή, προσπαθούμε να ελέγξουμε το στρες, οργανώνουμε το υλικό μας).
Ας δούμε πιο αναλυτικά τα παραπάνω:
Α. Προσεγγίσεις στη μάθηση
Μπορεί να προσεγγίζουμε τη μάθηση με τρόπο είτε επιφανειακό, είτε πιο βαθύ, είτε απλά «στρατηγικό», δηλαδή να ενδιαφερόμαστε για την επίδοση χωρίς απαραίτητα να μας ενδιαφέρει η γνώση.
Η Βαθιά Προσέγγιση βασίζεται στην ουσιαστική κατανόηση και εμπεριέχει:
Ενασχόληση με το περιεχόμενο.
Σύνδεση των νέων ιδεών με την προϋπάρχουσα γνώση.
Σύνδεση των εννοιών με τις καθημερινές εμπειρίες.
Σύνδεση των επί μέρους στοιχείων με το σύνολο και τα αποτελέσματα.
Η Επιφανειακή Προσέγγιση βασίζεται στην απλή αναπαραγωγή και εμπεριέχει:
Απομνημόνευση των πληροφοριών που χρειάζονται για τις εξετάσεις.
Αποτυχία διάκρισης των θεωρητικών αρχών από τα παραδείγματα.
Αντιμετώπιση των εργασιών ως υποχρέωση.
Επικέντρωση σε επιμέρους στοιχεία και όχι στο σύνολο.
Αδυναμία κατανόησης των επιχειρημάτων.
Η Στρατηγική Προσέγγιση βασίζεται στην προσπάθεια χειρισμού του συστήματος αξιολόγησης και εμπεριέχει:
Πρόθεση απόκτησης του μεγαλύτερου δυνατού βαθμού.
Οργάνωση του χρόνου και της προσπάθειας.
Εξασφάλιση των κατάλληλων υλικών και συνθηκών μελέτης.
Μελέτη παλαιότερων διαγωνισμάτων σε μια προσπάθεια πρόβλεψης των ερωτήσεων.
Προσοχή στις κατευθύνσεις που δίνει ο καθηγητής.
Β. Διαδικασία μάθησης
Μια από τις βασικές μεταβλητές στις προαναφερθείσες προσεγγίσεις, είναι η διαδικασία μάθησης. Μπορούμε να πούμε πως μαθαίνουμε κάτι, ακολουθώντας μία από τις παρακάτω 4 διαδικασίες:
Μελέτη χωρίς κατεύθυνση: Έτσι έχουμε προβλήματα στην επεξεργασία της ύλης, δυσκολευόμαστε να διαχειριστούμε τον όγκο των πληροφοριών και να διακρίνουμε τα στοιχεία στα οποία πρέπει να επικεντρωθούμε.
Αναπαραγωγή: Η μελέτη έχει στόχο την απλή αναπαραγωγή της ύλης (συνήθως παπαγαλία με μικρή κατανόηση) με σκοπό να περάσουμε τις εξετάσεις.
Εφαρμογές: Όταν προσπαθούμε να συσχετίσουμε τις θεωρητικές γνώσεις με τις εφαρμογές τους στον πραγματικό κόσμο.
Νόημα: Όταν επιθυμούμε να βρούμε το ακριβές νόημα, να το συσχετίσουμε με προϋπάρχουσες γνώσεις και να αναπτύξουμε με κριτική αξιολόγηση τις δικές μας απόψεις.
Είναι προφανές πως η μαθησιακή πορεία από την έλλειψη κατεύθυνσης προς την κατανόηση του νοήματος, οδηγεί σε καλύτερη γνώση του αντικειμένου.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι δύο τελευταίες διαδικασίες συσχετίζονται και με την επαγγελματική επιτυχία μετά το τέλος των σπουδών. Η διαδικασία μάθησης μπορεί να αλλάζει ανάλογα με το ειδικό πλαίσιο (εκμάθηση υλικού για ένα τεστ) ή το γενικό πλαίσιο (η συνηθισμένη μέθοδος μελέτης).
Επίσης η διαδικασία μάθησης εξελίσσεται κατά τη διάρκεια των σπουδών: είναι λογικό οι τελειόφοιτοι να κάνουν πιο βαθιά επεξεργασία του υλικού, να μπορούν να ρυθμίζουν καλύτερα τη διαδικασία εκμάθησης και να έχουν υψηλότερα επίπεδα κριτικής σκέψης σε σύγκριση με τους πρωτοετείς.
Στη διάρκεια των σπουδών μπορούμε συνήθως να διακρίνουμε τρία στάδια ανάπτυξης της μάθησης:
Απλοϊκή εκμάθηση: μικρό ενδιαφέρον για τις σπουδές, ελλιπής, αποσπασματική γνώση του αντικειμένου, στρατηγική επεξεργασία (εντοπισμός «θεμάτων» για τις εξετάσεις), μικρή προσπάθεια, αναπαραγωγή χωρίς πραγματική κατανόηση.
Επάρκεια: αυξημένο ενδιαφέρον, βελτιωμένη ικανότητα, οργανωμένες γνώσεις, πιο αποτελεσματικές στρατηγικές, καλύτερη κατανόηση.
Εξειδίκευση: «ειδικότητα» σε κάποιον τομέα γνώσης. Σ’ αυτό το στάδιο δεν φτάνουν οπωσδήποτε όλοι.
Γ. Στρατηγικές μάθησης
Οι στρατηγικές μάθησης διευκολύνουν την μάθηση, αλλά επίσης επηρεάζουν σημαντικά την ακαδημαϊκή επίδοση. Μερικά παραδείγματα στρατηγικών είναι:
Γνωστικές στρατηγικές
Επανάληψη του υλικού (συνήθως για απλή απομνημόνευση).
Oργάνωση του υλικού (π.χ. εντοπισμός των βασικών σημείων/ζητημάτων και κατηγοριοποίηση με στόχο την καλύτερη κατανόηση).
Eπεξεργασία του υλικού (π.χ. συσχέτιση των νέων πληροφοριών με τις γνώσεις που ήδη έχουμε).
Συμπεριφορικές στρατηγικές
Αναζήτηση βοήθειας από άλλους (π.χ. συζήτηση με συμφοιτητές και καθηγητές για διευκρινίσεις και επεξηγήσεις).
Αναζήτηση πρόσθετων πληροφοριών από άλλες πηγές (π.χ. από διαδίκτυο, άρθρα σε περιοδικά, άλλα βιβλία).
Προσπάθεια εφαρμογής της γνώσης στην καθημερινή ζωή.
Αυτο-ρυθμιστικές στρατηγικές
Έλεγχος συναισθημάτων (προσπάθεια να εντοπίσουμε τα συναισθήματα που μας εμποδίζουν να αποδώσουμε και να τα ελέγξουμε, για παράδειγμα να μετριάσουμε το άγχος).
Έλεγχος κινήτρων (να σκεφτούμε με ποιον τρόπο θα διατηρήσουμε το ενδιαφέρον μας και την προσοχή μας, όπως να σκεφτούμε τα θετικά αποτελέσματα που θα έχουμε).
Έλεγχος κατανόησης (κάθε τόσο να αξιολογούμε κατά πόσον έχουμε πετύχει τους μαθησιακούς στόχους που θέσαμε)
Άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν την απόδοση
Εκτός από τις προσεγγίσεις, τη διαδικασία και τις στρατηγικές μάθησης, η απόδοση επηρεάζεται και από άλλους γνωστικούς και συναισθηματικούς παράγοντες, όπως:
Η αυτοεκτίμηση και η πεποίθηση ότι είμαστε ικανοί να μάθουμε.
Η πεποίθηση ότι αυτό που σπουδάζουμε είναι σημαντικό, χρήσιμο και ενδιαφέρον.
Η αυτογνωσία (π.χ. γνωρίζουμε ποια είναι τα δυνατά και αδύνατα σημεία μας στη διαδικασία μάθησης;)
Το κίνητρο. Μπορεί να γνωρίζουμε κάτι καλά, αλλά να μην υπάρχει λόγος να επιδείξουμε αυτή τη γνώση. Τα κίνητρα βέβαια είναι υποκειμενικά, άρα είναι σημαντικό να ξέρουμε τι ακριβώς θέλουμε να πετύχουμε. Γιατί σπουδάζουμε, ποιο είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα;
Χωρίς αυτούς τους παράγοντες, οι γνώσεις που αποκτήσαμε μένουν στην αφάνεια, αποθαρρυνόμαστε και δεν μας δίνονται ευκαιρίες να αποδώσουμε.
Από την άλλη, όσα κίνητρα κι αυτοπεποίθηση και να έχουμε, δεν αρκούν για να καλύψουν τα γνωστικά κενά, τα οποία φαίνονται στην απόδοση, ιδίως αργότερα στο χώρο εργασίας.
Διαισθητική νοημοσύνη, μια υπερδύναμη
Αν και σε ορισμένους μπορεί να μοιάζει σαν υπερδύναμη, στην πραγματικότητα η διαισθητική νοημοσύνη βασίζεται μόνο στις γνώσεις και στις εμπειρίες που αποθηκεύει το υποσυνείδητο.
Για πολλούς ανθρώπους, πέρα από ένα δώρο ή δεξιότητα, η διαισθητική νοημοσύνη είναι κάτι που φαίνεται πολύ αντιεπιστημονικό ή ακόμη και υπερφυσικό.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσετε ότι οι ψυχολόγοι ερευνούν τη διαίσθηση εδώ και πολλά χρόνια.
Βιβλία όπως το «Educating Intuition» του Robin M. Hogarth ή το «Intuitive Intelligence: Why We Know What We Know» του Malcolm Gladwell παρέχουν εξαιρετικά παραδείγματα που υπογραμμίζουν τη σημασία αυτής της διάστασης.
Ένα άτομο με διαισθητική νοημοσύνη είναι ικανό να ακούσει τη φωνή του υποσυνείδητού του η οποία καταλήγει σε πιο γρήγορες και χρήσιμες απαντήσεις. Δεν είναι κάποια «μαγική» τέχνη, είναι μια λογική πτυχή της καθημερινής σας ζωής που αξίζει να αναπτύξετε.
Στο σημερινό άρθρο θα σας δώσουμε όλες τις σημαντικές απαντήσεις που χρειάζεστε.
Διαισθητική νοημοσύνη: παράγοντες για την ανάπτυξή της
Μια κοινή και εσφαλμένη αντίληψη είναι ότι η ανθρώπινη διαίσθηση είναι ανεπτυγμένη μόνο στο γυναικείο εγκέφαλο. Αυτό δεν είναι εξ ολοκλήρου αληθές καθώς τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες έχουν αυτή την ικανότητα.
Η μόνη διαφορά είναι ότι οι γυναίκες συνήθως ακούν πιο προσεκτικά αυτή την εσωτερική φωνή τους, τα προαισθήματά τους. Οι γυναίκες συνηθίζουν να δημιουργούν έναν πιο στενό δεσμό με το υποσυνείδητό τους.
Ένα παράξενο φαινόμενο το οποίο σίγουρα θα σας ενδιαφέρει είναι ότι πολλοί άνδρες χρησιμοποιούν τη διαίσθησή τους χωρίς να το καταλάβουν. Σύμφωνα με τον Daniel Goleman, ειδικός στη συναισθηματική νοημοσύνη:
Μάθετε να εμπιστεύεστε την εσωτερική σας φωνή
Σίγουρα σας έχει συμβεί. Να γνωρίσετε έναν άνθρωπο αλλά να μην ξέρετε αν πρέπει να τον εμπιστευτείτε ή όχι. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κάνετε λάθος αλλά συνήθως είστε σίγουροι. Μήπως έχετε κάποιο χάρισμα;
Φυσικά. Έχετε βιώσει εκατοντάδες, εκατομμύρια εμπειρίες σε όλη τη διάρκεια της ζωής σας που σας έκαναν να μάθετε πράγματα και να καταλήξετε σε συμπεράσματα ακόμη και χωρίς να το κάνετε συνειδητά.
Ο εγκέφαλός σας αποθηκεύει και ταξινομεί εικόνες, αισθήσεις, μυρωδιές και άλλες πληροφορίες τόσο βαθιά που σταδιακά σχηματίζει αυτό που γνωρίζουμε ως υποσυνείδητο αλλά στην πραγματικότητα είναι μέρος του εαυτού σας – η ταυτότητά σας, ικανή να δώσει γρήγορες απαντήσεις σε πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις.
Σε αυτό το σημείο μπορεί να αναρωτιέστε αν είναι καλή ιδέα ή όχι να εμπιστεύεστε τη διαίσθησή σας. Η απάντηση είναι ναι.
Για παράδειγμα η οικογένειά σας, σας προτείνει να δεχτείτε μια συγκεκριμένη δουλειά. Μπορεί από οικονομικής άποψης να σας διασφαλίζει ένα πιο ασφαλές μέλλον αλλά έχετε ένα προαίσθημα ότι δεν θα είστε ευτυχισμένοι.
Από την άλλη πλευρά, βάση λογικής τα περισσότερα χρήματα ισοδυναμούν με μια καλύτερη ζωή.
Σε αυτή την περίπτωση τι πρέπει να κάνετε;
Εφόσον ακούσετε τη διαίσθησή σας, προσπαθήστε να επικεντρωθείτε στην περίπτωση με έναν πιο λογικό τρόπο: γιατί θα διάλεγα μια δουλειά η οποία ξέρω ότι δεν θα με κάνει ευτυχισμένο ή ευτυχισμένη; Η διαισθητική νοημοσύνη σας έχει ήδη δώσει την απάντηση.
Σκεφτείτε το «Ζεν»
Ας επικαλεστούμε πάλι τον Daniel Goleman. Σύμφωνα με τον Goleman, οι επικεφαλείς των μεγάλων εταιρειών (όπως η Google ή το Facebook) προτείνουν στους υπαλλήλους τους «να σκέφτονται το Ζεν». Αυτό βασίζεται στα παρακάτω:
Όταν λέμε σκεφτείτε το Ζεν, εννοούμε ότι πρέπει πρώτα να φτάσετε σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, παραμερίζοντας τις πιέσεις, το στρες, τις περιορισμένες σκέψεις και τα άγχη. Μόνο τότε θα μπορέσετε να αξιοποιήσετε τη διαίσθησή σας.
Μόλις μπορέσετε να συνδεθείτε με αυτή τη βαθιά και προσωπική υπόσταση, με αυτή την εσωτερική φωνή, αφήστε τον εαυτό σας να συνδεθεί και πάλι με τον εξωτερικό κόσμο – αλλά μόνο εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να πάρετε μια καινοτόμα, πρωτότυπη και δημιουργική απόφαση.
Όπως βλέπετε, η διαισθητική νοημοσύνη μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στην καθημερινότητά μας καθώς μας επιτρέπει να ανακαλύπτουμε πιο ισορροπημένες λύσεις, σύμφωνα με τις ανάγκες και την προσωπικότητά μας.
Ορισμένες φορές η ορθολογική και λογική προσέγγιση παραμερίζει αυτά τα στοιχεία που είναι ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική και προσωπική μας ανάπτυξη. Γι’ αυτό το λόγο ποτέ δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε και τα δυο: τη διαίσθηση και τη λογική μας.
Για πολλούς ανθρώπους, πέρα από ένα δώρο ή δεξιότητα, η διαισθητική νοημοσύνη είναι κάτι που φαίνεται πολύ αντιεπιστημονικό ή ακόμη και υπερφυσικό.
Ωστόσο, είναι σημαντικό να κατανοήσετε ότι οι ψυχολόγοι ερευνούν τη διαίσθηση εδώ και πολλά χρόνια.
Βιβλία όπως το «Educating Intuition» του Robin M. Hogarth ή το «Intuitive Intelligence: Why We Know What We Know» του Malcolm Gladwell παρέχουν εξαιρετικά παραδείγματα που υπογραμμίζουν τη σημασία αυτής της διάστασης.
Ένα άτομο με διαισθητική νοημοσύνη είναι ικανό να ακούσει τη φωνή του υποσυνείδητού του η οποία καταλήγει σε πιο γρήγορες και χρήσιμες απαντήσεις. Δεν είναι κάποια «μαγική» τέχνη, είναι μια λογική πτυχή της καθημερινής σας ζωής που αξίζει να αναπτύξετε.
Στο σημερινό άρθρο θα σας δώσουμε όλες τις σημαντικές απαντήσεις που χρειάζεστε.
Διαισθητική νοημοσύνη: παράγοντες για την ανάπτυξή της
Μια κοινή και εσφαλμένη αντίληψη είναι ότι η ανθρώπινη διαίσθηση είναι ανεπτυγμένη μόνο στο γυναικείο εγκέφαλο. Αυτό δεν είναι εξ ολοκλήρου αληθές καθώς τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες έχουν αυτή την ικανότητα.
Η μόνη διαφορά είναι ότι οι γυναίκες συνήθως ακούν πιο προσεκτικά αυτή την εσωτερική φωνή τους, τα προαισθήματά τους. Οι γυναίκες συνηθίζουν να δημιουργούν έναν πιο στενό δεσμό με το υποσυνείδητό τους.
Ένα παράξενο φαινόμενο το οποίο σίγουρα θα σας ενδιαφέρει είναι ότι πολλοί άνδρες χρησιμοποιούν τη διαίσθησή τους χωρίς να το καταλάβουν. Σύμφωνα με τον Daniel Goleman, ειδικός στη συναισθηματική νοημοσύνη:
- Οι χρηματιστές παίρνουν αποφάσεις μέσα σε μερικά δευτερόλεπτα. Με τόσο λίγο χρόνο στη διάθεσή τους για να αναλύσουν όλα τα δεδομένα υποκινούνται από τα ένστικτά τους και η διαισθητική νοημοσύνη τους είναι απλώς η αυτόματη αντίδραση των δικών τους εμπειριών.
- Οι γιατροί, οι ψυχίατροι και άλλοι επαγγελματίες συνήθως χρησιμοποιούν τη διαίσθησή τους καθώς τους δίνει τη δυνατότητα να μπορούν να αναγνωρίζουν κάτι επιφανειακό που βασίζεται στα αποθέματα των γνώσεών τους.
Μάθετε να εμπιστεύεστε την εσωτερική σας φωνή
Σίγουρα σας έχει συμβεί. Να γνωρίσετε έναν άνθρωπο αλλά να μην ξέρετε αν πρέπει να τον εμπιστευτείτε ή όχι. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να κάνετε λάθος αλλά συνήθως είστε σίγουροι. Μήπως έχετε κάποιο χάρισμα;
Φυσικά. Έχετε βιώσει εκατοντάδες, εκατομμύρια εμπειρίες σε όλη τη διάρκεια της ζωής σας που σας έκαναν να μάθετε πράγματα και να καταλήξετε σε συμπεράσματα ακόμη και χωρίς να το κάνετε συνειδητά.
Ο εγκέφαλός σας αποθηκεύει και ταξινομεί εικόνες, αισθήσεις, μυρωδιές και άλλες πληροφορίες τόσο βαθιά που σταδιακά σχηματίζει αυτό που γνωρίζουμε ως υποσυνείδητο αλλά στην πραγματικότητα είναι μέρος του εαυτού σας – η ταυτότητά σας, ικανή να δώσει γρήγορες απαντήσεις σε πολύ συγκεκριμένες ερωτήσεις.
Σε αυτό το σημείο μπορεί να αναρωτιέστε αν είναι καλή ιδέα ή όχι να εμπιστεύεστε τη διαίσθησή σας. Η απάντηση είναι ναι.
Η διαισθητική νοημοσύνη σας επιτρέπει να καταλήγετε σε συμπεράσματα πουβρίσκονται σε απόλυτη αρμονία με την ίδια την ταυτότητά σας, η οποία προσδιορίζει ποιοι είστε. Όσοι αγνοούν τη διαίσθησή τους, αγνοούν και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Για παράδειγμα η οικογένειά σας, σας προτείνει να δεχτείτε μια συγκεκριμένη δουλειά. Μπορεί από οικονομικής άποψης να σας διασφαλίζει ένα πιο ασφαλές μέλλον αλλά έχετε ένα προαίσθημα ότι δεν θα είστε ευτυχισμένοι.
Από την άλλη πλευρά, βάση λογικής τα περισσότερα χρήματα ισοδυναμούν με μια καλύτερη ζωή.
Σε αυτή την περίπτωση τι πρέπει να κάνετε;
Ακούστε προσεκτικά τη διαίσθησή σας. Συνδέεται άμεσα με τα συναισθήματά σας, τις εμπειρίες σας και την ταυτότητά σας.
Εφόσον ακούσετε τη διαίσθησή σας, προσπαθήστε να επικεντρωθείτε στην περίπτωση με έναν πιο λογικό τρόπο: γιατί θα διάλεγα μια δουλειά η οποία ξέρω ότι δεν θα με κάνει ευτυχισμένο ή ευτυχισμένη; Η διαισθητική νοημοσύνη σας έχει ήδη δώσει την απάντηση.
Σκεφτείτε το «Ζεν»
Ας επικαλεστούμε πάλι τον Daniel Goleman. Σύμφωνα με τον Goleman, οι επικεφαλείς των μεγάλων εταιρειών (όπως η Google ή το Facebook) προτείνουν στους υπαλλήλους τους «να σκέφτονται το Ζεν». Αυτό βασίζεται στα παρακάτω:
Όταν πρέπει να βρείτε τη σωστή απάντηση σε κάτι, ακούστε τον εαυτό σας.
Όταν λέμε σκεφτείτε το Ζεν, εννοούμε ότι πρέπει πρώτα να φτάσετε σε μια κατάσταση απόλυτης ηρεμίας, παραμερίζοντας τις πιέσεις, το στρες, τις περιορισμένες σκέψεις και τα άγχη. Μόνο τότε θα μπορέσετε να αξιοποιήσετε τη διαίσθησή σας.
Μόλις μπορέσετε να συνδεθείτε με αυτή τη βαθιά και προσωπική υπόσταση, με αυτή την εσωτερική φωνή, αφήστε τον εαυτό σας να συνδεθεί και πάλι με τον εξωτερικό κόσμο – αλλά μόνο εκείνα τα στοιχεία που χρειάζονται για να πάρετε μια καινοτόμα, πρωτότυπη και δημιουργική απόφαση.
Όπως βλέπετε, η διαισθητική νοημοσύνη μπορεί να μας φανεί εξαιρετικά χρήσιμη στην καθημερινότητά μας καθώς μας επιτρέπει να ανακαλύπτουμε πιο ισορροπημένες λύσεις, σύμφωνα με τις ανάγκες και την προσωπικότητά μας.
Ορισμένες φορές η ορθολογική και λογική προσέγγιση παραμερίζει αυτά τα στοιχεία που είναι ζωτικής σημασίας για τη συναισθηματική και προσωπική μας ανάπτυξη. Γι’ αυτό το λόγο ποτέ δεν είναι κακό να χρησιμοποιούμε και τα δυο: τη διαίσθηση και τη λογική μας.
Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε έναν φίλο μας που πονά ψυχικά
Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε έρθει κάποια στιγμή αντιμέτωποι με τον ψυχικό πόνο κάποιου φίλου ή άλλου αγαπημένου μας ανθρώπου. Πόσοι, όμως, τολμήσαμε -και καταφέραμε, τελικά- να συντονισθούμε συναισθηματικά μαζί του και να νιώσουμε σε βάθος το μέγεθος αυτού του πόνου; Αλλά, ακόμα και αν καταφέραμε κάτι τέτοιο, πως διαχειριστήκαμε την όλη κατάσταση; Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως ό,τι κάνουμε βοηθά και δεν λειτουργούμε, στην ουσία, με τρόπο που να προστατεύει κυρίως τη δική μας ισορροπία και όχι που να εξυπηρετεί τις ανάγκες του αγαπημένου μας φίλου;
Αυτά και άλλα ανάλογα σημαντικά ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στη συνέχεια, με σκοπό να διευρύνουμε τη γνώση για τη σημασία του ρόλου μας ως φίλων σε ανάλογες καταστάσεις, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε ενδεχομένως κάποια δικά μας ευαίσθητα, ευάλωτα αλλά και δυνατά σημεία του ψυχισμού μας.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν χρειάζεται -πάντα τουλάχιστον- να είναι κάποιος ειδικός της ψυχικής υγείας για να φανεί χρήσιμος σε ένα κοντινό του πρόσωπο. Αρκεί να θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε και να γνωρίζουμε ορισμένα βασικά πράγματα τόσο για τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και για την ιδιαιτερότητα αυτών των καταστάσεων που θα αυξήσουν τη γνώση και θα μειώσουν την αβεβαιότητά μας.
Αυτό που συχνά συμβαίνει, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι πως νιώθουμε άβολα και δύσκολα όχι μόνο συναισθηματικά αλλά και επειδή δεν είμαστε σίγουροι, φοβούμενοι για το τι θα πρέπει να πούμε ή να κάνουμε. Ίσως να νομίζουμε πως ο φίλος/συγγενής/συνάδελφός μας θα ήθελε να τον αφήσουμε στην ησυχία του. Ίσως να φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και τα δικά μας δύσκολα συναισθήματα που πιθανόν να ενεργοποιηθούν. Είναι πραγματικά σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη τον εαυτό και τις αντοχές μας. Εάν αισθανόμαστε πως δεν αντέχουμε να ακούσουμε περισσότερο, αν έχουμε αρχίσει να νιώθουμε πολύ άσχημα οι ίδιοι ή πως το πρόβλημα του φίλου-μας μάς ξεπερνά, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να το δηλώσουμε και να τον ενθαρρύνουμε να ζητήσει επαγγελματική βοήθεια.
Πριν και πάνω απ΄όλα, όμως, το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δείξουμε πως νοιαζόμαστε πραγματικά.
Οι απαντήσεις για το τι θα πρέπει να κάνουμε, να πούμε ή πότε να προτείνουμε στο φίλο μας να ζητήσει επαγγελματική βοήθεια δεν είναι απλές. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα πράγματα που είναι καλό να γνωρίζουμε, σε περίπτωση που τύχει να αντιμετωπίσουμε μια ανάλογη κατάσταση.
Οι αλλαγές στον άλλον είναι παροδικές
Όταν ένα άτομο περνά μια κρίση ή κατάθλιψη, δεν είναι συνήθως το άτομο που γνωρίζαμε. Υπάρχουν φορές που η προσωπικότητα κάποιων στην κυριολεξία αλλοιώνεται. Παρόλ΄αυτά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο παλιός μας φίλος, έτσι όπως τον είχαμε συνηθίσει, εξακολουθεί να υπάρχει.
Μία κρίση είναι συνηθέστατα μια παροδική κατάσταση που, αφού κάνει τον κύκλο της, κάποια στιγμή θα ξεπερασθεί. Το ίδιο ισχύει και για την κατάθλιψη. Όταν ελεγχθεί ή ξεπερασθεί, οι γνώριμες πλευρές της προσωπικότητας του φίλου μας θα εμφανισθούν και πάλι.
Σεβασμός προς το άτομο
Παρότι όλοι μας περνούμε παρόμοιες κρίσεις ζωής, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε ένα κοντινό μας πρόσωπο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο καθένας μας βιώνει την κάθε δυσκολία ζωής με έναν μοναδικό και προσωπικό τρόπο. Αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να το σεβόμαστε και να μην επιμένουμε ή προσδοκούμε να νιώσει ή να ενεργήσει ο άλλος έτσι όπως εμείς θα νιώθαμε ή θα ενεργούσαμε σε μια ανάλογη κατάσταση.
Είναι πολύ σημαντικό να ακούμε με προσοχή και να δείχνουμε κατανόηση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψουμε πως κατανοούμε τα πάντα, γιατί κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Ενεργητική συμμετοχή
Ο πόνος των δικών μας ανθρώπων μπορεί να μας δημιουργήσει ένα έντονο αίσθημα ανημπόριας. Αντί, λοιπόν, να γίνουμε απλοί θεατές των δυσκολιών του άλλου, θα μπορούσαμε να πάρουμε πληροφορίες για το που θα μπορούσε να απευθυνθεί και για το είδος της βοήθειας που θα μπορούσε να έχει.
Σωστή επιλογή βοήθειας σημαίνει σωστή και έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα περισσότερα άτομα με κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές μπορούν να βοηθηθούν σημαντικά. Μία συνήθης κατάθλιψη, για παράδειγμα, ξεπερνιέται συχνά σε διάστημα έξι περίπου μηνών. Επειδή, όμως, ο ψυχικός πόνος είναι τεράστιος, η όσο το δυνατόν αμεσότερη παροχή βοήθειας είναι επιβεβλημένη.
Άκου με προσοχή, αλλά και με όρια
Το άτομο που υποφέρει ψυχικά έχει συνήθως ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να τον ακούει αλλά και να τον αντέχει συναισθηματικά. Είναι σημαντικό να δίνουμε στον άνθρωπό μας το χρόνο που χρειάζεται για να μιλήσει και να είμαστε συναισθηματικά παρόντες. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε πολύ φειδωλοί όσον αφορά στο να δίνουμε συμβουλές και να μιλάμε για τα δικά μας συναισθήματα ή προβλήματα. Λέμε την άποψή μας, αναφέρουμε τυχόν ανάλογες δικές μας εμπειρίες, αλλά αποφεύγουμε τις συμβουλές και τις νουθεσίες. Βοηθούμε τον άλλον όσο το δυνατόν να δώσει ο ίδιος σταδιακά τις απαντήσεις που χρειάζεται.
Όταν, όμως, κάποιος βρίσκεται σε κρίση μπορεί να χάσει την αίσθηση του μέτρου. Τηλεφωνήματα οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου, εκρήξεις θυμού, απογοήτευση και καχυποψία είναι πιθανόν να υπάρξουν. Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό -σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο- να βάζουμε τα όρια που αδυνατεί να βάλει ο άλλος.
Αν η κατάσταση δεν οριοθετείται, τότε είναι αναγκαίο να προταθεί στο φίλο μας το ενδεχόμενο να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Ο κίνδυνος της συναισθηματικής «μόλυνσης»
Όλα τα έντονα συναισθήματα μπορούν να μεταδοθούν και να επηρεάσουν τον αποδέκτη τους περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντέξει. Επίσης, η συνύπαρξη ή η επικοινωνία με κάποιον που υποφέρει πολύ μπορεί να είναι μία ισορροπία επάνω σε τεντωμένο σχοινί, εξαιτίας της συνειδητής μας προσπάθειας για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, συγκρούσεων ή συναισθηματικών εκρήξεων. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσει στρες, ακόμα και άγχος, στο άτομο που προσπαθεί να βοηθήσει.
Το να προσποιείται κάποιος πως συμφωνεί με τις όποιες υπερβολικές απόψεις ή στάσεις αυτού που υποφέρει, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο βοηθά, δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα κανέναν.
Προτείνουμε ευχάριστα πράγματα
Μία κρίση εξουθενώνει με πολλούς τρόπους αυτόν που τη βιώνει και, για το λόγο αυτό, είναι λυτρωτικό να του δίνεται η δυνατότητα να ξεφεύγει, έστω και για λίγο, από αυτά που τον ταλαιπωρούν. Μπορούμε να ρωτήσουμε το φίλο μας αν θα ήθελε να κάνουμε κάτι ευχάριστο ή διαφορετικό, όπως μια βόλτα, μια ταινία κ.ά. Είναι σημαντικό να δείχνουμε κατανόηση, αν η απάντηση είναι αρνητική ή αν ο φίλος μας δεν δεχθεί.
Το να ερωτηθεί κάποιος που δεν αισθάνεται καλά αν θα ήθελε να κάνει κάτι ευχάριστο είναι πολύ σημαντικό, ακόμα και στην περίπτωση που αρνηθεί.
Η ζωή συνεχίζεται για τους άλλους αλλά για αυτόν που βιώνει μια κρίση ο χρόνος κυλά αργά, η δε ζωή δεν είναι όπως πριν και ίσως να μη γίνει ποτέ. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να μη διακόπτουμε πρόωρα την όποια προσπάθεια στήριξης προς το φίλο μας, θεωρώντας πως θα ξεπεράσει γρήγορα τις δυσκολίες του ή πως τις έχει ήδη ξεπεράσει.
Θα πρέπει, επίσης, να αποφεύγουμε εκφράσεις που μπορεί να δημιουργήσουν στον άλλον μια αίσθηση «υποτίμησης» του προβλήματός του, όπως π.χ. «Θα μπορούσαν να ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα» ή «Θα έπρεπε να είσαι προσεκτικότερος» ή «Εγώ σου τα έλεγα αλλά εσύ δεν με άκουγες» κ.τ.λ. Τέτοιου είδους εκφράσεις μπορεί να κάνουν ένα ήδη πολύ ευάλωτο συναισθηματικά άτομο να νιώσει ανεπάρκεια ή πως κατηγορείται.
Τέλος, δεν θα πρέπει να αποφεύγουμε την επικοινωνία με έναν φίλο που περνά κάποια σοβαρή κρίση. Ακόμα και αν δείξει απρόθυμος να μας συναντήσει, δεν θα πρέπει να αποθαρρυνθούμε αλλά να ξαναπροσπαθήσουμε μετά από κάποιο διάστημα. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ιδιαίτερα σχεδόν πάντα, καθώς εισπράττεται ως ένδειξη πραγματικής έγνοιας και αγάπης.
Αυτά και άλλα ανάλογα σημαντικά ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε στη συνέχεια, με σκοπό να διευρύνουμε τη γνώση για τη σημασία του ρόλου μας ως φίλων σε ανάλογες καταστάσεις, αλλά και για να συνειδητοποιήσουμε ενδεχομένως κάποια δικά μας ευαίσθητα, ευάλωτα αλλά και δυνατά σημεία του ψυχισμού μας.
Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν χρειάζεται -πάντα τουλάχιστον- να είναι κάποιος ειδικός της ψυχικής υγείας για να φανεί χρήσιμος σε ένα κοντινό του πρόσωπο. Αρκεί να θέλουμε πραγματικά να βοηθήσουμε και να γνωρίζουμε ορισμένα βασικά πράγματα τόσο για τον ίδιο μας τον εαυτό όσο και για την ιδιαιτερότητα αυτών των καταστάσεων που θα αυξήσουν τη γνώση και θα μειώσουν την αβεβαιότητά μας.
Αυτό που συχνά συμβαίνει, σε ανάλογες περιπτώσεις, είναι πως νιώθουμε άβολα και δύσκολα όχι μόνο συναισθηματικά αλλά και επειδή δεν είμαστε σίγουροι, φοβούμενοι για το τι θα πρέπει να πούμε ή να κάνουμε. Ίσως να νομίζουμε πως ο φίλος/συγγενής/συνάδελφός μας θα ήθελε να τον αφήσουμε στην ησυχία του. Ίσως να φοβόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό και τα δικά μας δύσκολα συναισθήματα που πιθανόν να ενεργοποιηθούν. Είναι πραγματικά σημαντικό να λαμβάνουμε υπόψη τον εαυτό και τις αντοχές μας. Εάν αισθανόμαστε πως δεν αντέχουμε να ακούσουμε περισσότερο, αν έχουμε αρχίσει να νιώθουμε πολύ άσχημα οι ίδιοι ή πως το πρόβλημα του φίλου-μας μάς ξεπερνά, τότε θα πρέπει οπωσδήποτε να το δηλώσουμε και να τον ενθαρρύνουμε να ζητήσει επαγγελματική βοήθεια.
Πριν και πάνω απ΄όλα, όμως, το σημαντικότερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να δείξουμε πως νοιαζόμαστε πραγματικά.
Οι απαντήσεις για το τι θα πρέπει να κάνουμε, να πούμε ή πότε να προτείνουμε στο φίλο μας να ζητήσει επαγγελματική βοήθεια δεν είναι απλές. Υπάρχουν, όμως, ορισμένα πράγματα που είναι καλό να γνωρίζουμε, σε περίπτωση που τύχει να αντιμετωπίσουμε μια ανάλογη κατάσταση.
Οι αλλαγές στον άλλον είναι παροδικές
Όταν ένα άτομο περνά μια κρίση ή κατάθλιψη, δεν είναι συνήθως το άτομο που γνωρίζαμε. Υπάρχουν φορές που η προσωπικότητα κάποιων στην κυριολεξία αλλοιώνεται. Παρόλ΄αυτά, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο παλιός μας φίλος, έτσι όπως τον είχαμε συνηθίσει, εξακολουθεί να υπάρχει.
Μία κρίση είναι συνηθέστατα μια παροδική κατάσταση που, αφού κάνει τον κύκλο της, κάποια στιγμή θα ξεπερασθεί. Το ίδιο ισχύει και για την κατάθλιψη. Όταν ελεγχθεί ή ξεπερασθεί, οι γνώριμες πλευρές της προσωπικότητας του φίλου μας θα εμφανισθούν και πάλι.
Σεβασμός προς το άτομο
Παρότι όλοι μας περνούμε παρόμοιες κρίσεις ζωής, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να συναισθανθούμε ένα κοντινό μας πρόσωπο, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως ο καθένας μας βιώνει την κάθε δυσκολία ζωής με έναν μοναδικό και προσωπικό τρόπο. Αυτό θα πρέπει οπωσδήποτε να το σεβόμαστε και να μην επιμένουμε ή προσδοκούμε να νιώσει ή να ενεργήσει ο άλλος έτσι όπως εμείς θα νιώθαμε ή θα ενεργούσαμε σε μια ανάλογη κατάσταση.
Είναι πολύ σημαντικό να ακούμε με προσοχή και να δείχνουμε κατανόηση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να πιστέψουμε πως κατανοούμε τα πάντα, γιατί κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Ενεργητική συμμετοχή
Ο πόνος των δικών μας ανθρώπων μπορεί να μας δημιουργήσει ένα έντονο αίσθημα ανημπόριας. Αντί, λοιπόν, να γίνουμε απλοί θεατές των δυσκολιών του άλλου, θα μπορούσαμε να πάρουμε πληροφορίες για το που θα μπορούσε να απευθυνθεί και για το είδος της βοήθειας που θα μπορούσε να έχει.
Σωστή επιλογή βοήθειας σημαίνει σωστή και έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, τα περισσότερα άτομα με κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές μπορούν να βοηθηθούν σημαντικά. Μία συνήθης κατάθλιψη, για παράδειγμα, ξεπερνιέται συχνά σε διάστημα έξι περίπου μηνών. Επειδή, όμως, ο ψυχικός πόνος είναι τεράστιος, η όσο το δυνατόν αμεσότερη παροχή βοήθειας είναι επιβεβλημένη.
Άκου με προσοχή, αλλά και με όρια
Το άτομο που υποφέρει ψυχικά έχει συνήθως ανάγκη από κάποιον που να μπορεί να τον ακούει αλλά και να τον αντέχει συναισθηματικά. Είναι σημαντικό να δίνουμε στον άνθρωπό μας το χρόνο που χρειάζεται για να μιλήσει και να είμαστε συναισθηματικά παρόντες. Θα πρέπει, όμως, να είμαστε πολύ φειδωλοί όσον αφορά στο να δίνουμε συμβουλές και να μιλάμε για τα δικά μας συναισθήματα ή προβλήματα. Λέμε την άποψή μας, αναφέρουμε τυχόν ανάλογες δικές μας εμπειρίες, αλλά αποφεύγουμε τις συμβουλές και τις νουθεσίες. Βοηθούμε τον άλλον όσο το δυνατόν να δώσει ο ίδιος σταδιακά τις απαντήσεις που χρειάζεται.
Όταν, όμως, κάποιος βρίσκεται σε κρίση μπορεί να χάσει την αίσθηση του μέτρου. Τηλεφωνήματα οποιαδήποτε ώρα του 24ώρου, εκρήξεις θυμού, απογοήτευση και καχυποψία είναι πιθανόν να υπάρξουν. Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό -σε περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο- να βάζουμε τα όρια που αδυνατεί να βάλει ο άλλος.
Αν η κατάσταση δεν οριοθετείται, τότε είναι αναγκαίο να προταθεί στο φίλο μας το ενδεχόμενο να ζητήσει τη βοήθεια κάποιου ειδικού.
Ο κίνδυνος της συναισθηματικής «μόλυνσης»
Όλα τα έντονα συναισθήματα μπορούν να μεταδοθούν και να επηρεάσουν τον αποδέκτη τους περισσότερο από αυτό που μπορεί να αντέξει. Επίσης, η συνύπαρξη ή η επικοινωνία με κάποιον που υποφέρει πολύ μπορεί να είναι μία ισορροπία επάνω σε τεντωμένο σχοινί, εξαιτίας της συνειδητής μας προσπάθειας για αποφυγή τυχόν παρεξηγήσεων, συγκρούσεων ή συναισθηματικών εκρήξεων. Αυτό μπορεί μακροπρόθεσμα να προκαλέσει στρες, ακόμα και άγχος, στο άτομο που προσπαθεί να βοηθήσει.
Το να προσποιείται κάποιος πως συμφωνεί με τις όποιες υπερβολικές απόψεις ή στάσεις αυτού που υποφέρει, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο βοηθά, δεν εξυπηρετεί μακροπρόθεσμα κανέναν.
Προτείνουμε ευχάριστα πράγματα
Μία κρίση εξουθενώνει με πολλούς τρόπους αυτόν που τη βιώνει και, για το λόγο αυτό, είναι λυτρωτικό να του δίνεται η δυνατότητα να ξεφεύγει, έστω και για λίγο, από αυτά που τον ταλαιπωρούν. Μπορούμε να ρωτήσουμε το φίλο μας αν θα ήθελε να κάνουμε κάτι ευχάριστο ή διαφορετικό, όπως μια βόλτα, μια ταινία κ.ά. Είναι σημαντικό να δείχνουμε κατανόηση, αν η απάντηση είναι αρνητική ή αν ο φίλος μας δεν δεχθεί.
Το να ερωτηθεί κάποιος που δεν αισθάνεται καλά αν θα ήθελε να κάνει κάτι ευχάριστο είναι πολύ σημαντικό, ακόμα και στην περίπτωση που αρνηθεί.
Η ζωή συνεχίζεται για τους άλλους αλλά για αυτόν που βιώνει μια κρίση ο χρόνος κυλά αργά, η δε ζωή δεν είναι όπως πριν και ίσως να μη γίνει ποτέ. Για το λόγο αυτό, είναι σημαντικό να μη διακόπτουμε πρόωρα την όποια προσπάθεια στήριξης προς το φίλο μας, θεωρώντας πως θα ξεπεράσει γρήγορα τις δυσκολίες του ή πως τις έχει ήδη ξεπεράσει.
Θα πρέπει, επίσης, να αποφεύγουμε εκφράσεις που μπορεί να δημιουργήσουν στον άλλον μια αίσθηση «υποτίμησης» του προβλήματός του, όπως π.χ. «Θα μπορούσαν να ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα» ή «Θα έπρεπε να είσαι προσεκτικότερος» ή «Εγώ σου τα έλεγα αλλά εσύ δεν με άκουγες» κ.τ.λ. Τέτοιου είδους εκφράσεις μπορεί να κάνουν ένα ήδη πολύ ευάλωτο συναισθηματικά άτομο να νιώσει ανεπάρκεια ή πως κατηγορείται.
Τέλος, δεν θα πρέπει να αποφεύγουμε την επικοινωνία με έναν φίλο που περνά κάποια σοβαρή κρίση. Ακόμα και αν δείξει απρόθυμος να μας συναντήσει, δεν θα πρέπει να αποθαρρυνθούμε αλλά να ξαναπροσπαθήσουμε μετά από κάποιο διάστημα. Κάτι τέτοιο εκτιμάται ιδιαίτερα σχεδόν πάντα, καθώς εισπράττεται ως ένδειξη πραγματικής έγνοιας και αγάπης.
Η γνώση δεν ισοδυναμεί πάντα με τη σοφία
Η γνώση δεν ισοδυναμεί πάντα με τη σοφία, κάποιες φορές σημαίνει το εντελώς αντίθετο. Η εμμονή για αποθησαύριση γνώσεων μπορεί να θολώσει ακόμα και τη ματιά μας για τον κόσμο.
Για τους σοφούς της Ανατολής, η απαλλαγή, η απελευθέρωση από πολλές γνώσεις που έχουμε αποκτήσει ως προκαταλήψεις και στερεότυπα καταλήγει να είναι απαραίτητη ώστε να βλέπουμε την πραγματικότητα χωρίς τα φίλτρα που τη στρεβλώνουν.
Ο Αμερικανός διανοητής Γουίλ Ντουράντ θεμελιώνει την ακόλουθη διαφορά ανάμεσα στη σοφία και στη γνώση: «Η γνώση είναι δύναμη, όμως μόνο η σοφία είναι ελευθερία». Δύο αιώνες νωρίτερα, ο Εμμάνουελ Καντ έλεγε ότι: «Η επιστήμη είναι οργανωμένη γνώση, αλλά η σοφία είναι οργανωμένη ζωή».
Τι είναι αυτό από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε για να φτάσουμε στη σοφία;
.Οι γεμάτες προκατάληψη αντιλήψεις για πρόσωπα και πράγματα. .Οι προφητείες για το τι θα κάνει κάποιος ή για το τι θα συμβεί σε μια ορισμένη κατάσταση.
.Οι γνώμες τρίτων που δε μας αφήνουν να διαμορφώσουμε φυσιολογικά τη δική μας γνώμη.
.Η ψευδής πίστη ότι ήδη γνωρίζουμε όλα όσα είναι απαραίτητα για κάθε όψη της ζωής.
Αν αφήσουμε να πέσουν όλα αυτά τα φίλτρα, η σαφήνεια και η σοφία θα έρθουν από μόνες τους.
Για τους σοφούς της Ανατολής, η απαλλαγή, η απελευθέρωση από πολλές γνώσεις που έχουμε αποκτήσει ως προκαταλήψεις και στερεότυπα καταλήγει να είναι απαραίτητη ώστε να βλέπουμε την πραγματικότητα χωρίς τα φίλτρα που τη στρεβλώνουν.
Ο Αμερικανός διανοητής Γουίλ Ντουράντ θεμελιώνει την ακόλουθη διαφορά ανάμεσα στη σοφία και στη γνώση: «Η γνώση είναι δύναμη, όμως μόνο η σοφία είναι ελευθερία». Δύο αιώνες νωρίτερα, ο Εμμάνουελ Καντ έλεγε ότι: «Η επιστήμη είναι οργανωμένη γνώση, αλλά η σοφία είναι οργανωμένη ζωή».
Τι είναι αυτό από το οποίο πρέπει να απαλλαγούμε για να φτάσουμε στη σοφία;
.Οι γεμάτες προκατάληψη αντιλήψεις για πρόσωπα και πράγματα. .Οι προφητείες για το τι θα κάνει κάποιος ή για το τι θα συμβεί σε μια ορισμένη κατάσταση.
.Οι γνώμες τρίτων που δε μας αφήνουν να διαμορφώσουμε φυσιολογικά τη δική μας γνώμη.
.Η ψευδής πίστη ότι ήδη γνωρίζουμε όλα όσα είναι απαραίτητα για κάθε όψη της ζωής.
Αν αφήσουμε να πέσουν όλα αυτά τα φίλτρα, η σαφήνεια και η σοφία θα έρθουν από μόνες τους.
Δέκα ανεκπλήρωτοι έρωτες από την Ελληνική μυθολογία
Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν πλούσια φαντασία – εκτός των άλλων – και σκάρωναν ιστορίες με εκπλήξεις και ανατροπές.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε 21 ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας (11 άνδρες και 10 γυναίκες) και τις μεταξύ τους ερωτικές περιπέτειες που κατέληξαν σε αρνήσεις και αποτυχίες.
10. Απόλλων και Δάφνη
Η Δάφνη ήταν κόρη του Λάδωνα ή του Πηνειού και της Γαίας. Ο Απόλλων συνάντησε τη Δάφνη σε κάποιο από τα κυνήγια του και γοητεύτηκε από την ομορφιά της. Θέλοντας να απαλλαγεί από τον αντίζηλό του Λεύκιππο, που είχε μεταμφιεστεί σε γυναίκα και βρισκόταν ανάμεσα στις νύμφες, τις συμβούλευσε να κολυμπήσουν όλες μαζί, γυμνές, για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν γυναίκες.
Όταν αποκαλύφθηκε το φύλο του, ο Λεύκιππος βρήκε τραγικό θάνατο από τις νύμφες και την ίδια τη Δάφνη.
Και ο Απόλλων όμως, δεν υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός. Θέλησε να πλησιάσει τη Δάφνη, η οποία όμως προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον αποφύγει, και όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη σώσει. Και πραγματικά, δημιουργήθηκε ένα χάσμα, όπου χάθηκε η Δάφνη, ενώ στη θέση της ξεπρόβαλε το ομώνυμο δέντρο. Από τα κλαδιά του, ο Απόλλων έφτιαξε ένα στεφάνι, που φορούσε πάντα στο κεφάλι του σε ανάμνηση της όμορφης νύμφης.
9. Σαλμακίς και Ερμαφρόδιτος
Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και κατοικούσε στη Φρυγία. Στα 15 του χρόνια, προικισμένος με μεγάλη ομορφιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Καθώς βρισκόταν στην Καρία και ξεκουραζόταν στις όχθες ενός ποταμού, τον εντόπισε η νύμφη Σαλμακίδα και τον ερωτεύτηκε. Όταν το νεαρό αγόρι βούτηξε στο ποτάμι για ένα μπάνιο, η Σαλμακίδα βρήκε την ευκαιρία να τον αρπάξει και να τον κάνει δικό της.
Ο Ερμαφρόδιτος αντιστάθηκε κι απέκρουσε τις ερωτικές διαθέσεις της Σαλμακίδας. Τότε, η νύμφη παρακάλεσε τους θεούς να κάνουν κάτι για να μην αποχωριστούν ποτέ τα κορμιά τους. Οι θεοί εισάκουσαν τις παρακλήσεις της και δημιούργησαν ένα νέο ον με δύο φύσεις.
8. Αλφειός και Αρέθουσα
Η Αρέθουσα ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος και νύμφη της Αρτέμιδας. Την Αρέθουσα ερωτεύτηκε στην Πελοπόννησο ο κυνηγός Αλφειός. Εκείνη, όμως, τον απέκρουσε, επειδή ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της κι έφυγε από την Πελοπόννησο με τη βοήθεια της Αρτέμιδας. Διέσχισε τη θάλασσα, έφθασε στο νησί Ορτυγία, που βρίσκεται στις Συρακούσες της Σικελίας κι εκεί μεταμορφώθηκε σε πηγή. Τόσο σφοδρός, όμως, ήταν ο έρωτας του Αλφειού, ώστε κι αυτός μεταμορφώθηκε σε ποταμό και διασχίζοντας το πέλαγος ενώθηκε με τα νερά της πηγής της Αρέθουσας.
7. Απημοσύνη και Ερμής
Η Απημοσύνη ήταν πριγκίπισσα της Κρήτης, κόρη του Κατρέα, ενός από τους γιους του Μίνωα. Όμορφη καθώς ήταν, προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον τού Ερμή, ψυχοπομπού και αγγελιοφόρου των θεών. Μία μέρα, o Ερμής την εντόπισε στη Ρόδο κι άρχισε να την καταδιώκει. Αυτή ήταν πιο γρήγορη και με διάφορα κόλπα κατόρθωνε να του ξεφύγει. Ο Ερμής την παραφύλαξε κοντά σ’ ένα ποτάμι, όπου θα έπαιρνε το μπάνιο της. Ο πανούργος θεός έστρωσε το δρόμο με φρεσκογδαρμένα τομάρια και περίμενε. Όταν αυτή εμφανίστηκε, γλίστρησε πάνω στο οδόστρωμα και ο Ερμής όρμησε κατά πάνω της και τη βίασε. Η Απημοσύνη έμεινε έγκυος και όταν προσπάθησε να εξηγήσει το συμβάν στον αδελφό της Αλθαιμένη, αυτός δεν την πίστεψε. Σε μία έκρηξη οργής για τα ψέμματα της αδελφής του, όπως πίστευε, την κλώτσησε μέχρι θανάτου.
6. Αθηνά και Ήφαιστος
Ο Ήφαιστος, ο κουτσός και κακάσχημος θεός του Ολύμπου, βοήθησε τον Δία με το τσεκούρι του να γεννήσει μέσα από το κεφάλι του τη θεά Αθηνά. Αργότερα, ερωτεύτηκε την Αθηνά, αλλά η θεά απέκρουσε τον έρωτά του, καθώς ήθελε πάση θυσία να κρατήσει την αγνότητά της. Ο Ήφαιστος προσπάθησε να τη βιάσει, απέτυχε όμως και από το σπέρμα του που έπεσε στη γη της Αττικής γεννήθηκε ο Εριχθόνιος. Η Αθηνά δείχνοντας μεγαλοψυχία υιοθέτησε το παιδί, που όταν μεγάλωσε έγινε βασιλιάς της Αθήνας.
5. Απόλλων και Κασσάνδρα
Η Κασσάνδρα ήταν μια από τις ομορφότερες κόρες του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της Εκάβης. Ο Απόλλων την ερωτεύτηκε σφόδρα και για να την πείσει να γίνει δική του, της υποσχέθηκε ότι θα της μάθαινε να προλέγει το μέλλον. Η Κασσάνδρα δέχθηκε κι αφού έμαθε τη μαντική τέχνη αρνήθηκε να ενδώσει στις ερωτικές επιθυμίες του Απόλλωνα. Τότε, ο θεός για να την εκδικηθεί την καταδίκασε να προλέγει τις συμφορές, αλλά να μην γίνεται πιστευτή από τους άλλους.
4. Αστερία, Ζευς και Ποσειδών
Η Αστερία, κόρη του Τιτάνα Κίου και της Φοίβης και ανιψιά του Δία, ήταν θεά των νυχτερινών χρησμών και των πεφταστεριών. Ήταν παντρεμένη με τον Τιτάνα Πέρση και είχαν μία κόρη, την Εκάτη. Ο Δίας τη φλέρταρε έντονα κι αυτή για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα. Ως ορτύκι έπεσε στο Αιγαίο και μεταμορφώθηκε στο νησί της Ορτυγίας (με το όνομα αυτό απαντάται, σήμερα, νησίδα των Συρακουσών). Ερωτευμένος μαζί της ήταν και ο Ποσειδώνας και για να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε στο νησί της Δήλου, όπου η αδελφή της Λητώ γέννησε τα παιδιά του Δία Απόλλωνα και Αρτέμιδα.
3. Ποσειδών και Δήμητρα
Οι ερωτικές περιπέτειες του Ποσειδώνα ήτα πολυάριθμες. Μία από αυτές ήταν με τη θεά Δήμητρα, που τύχαινε να είναι αδελφή του. Μία μέρα που η Δήμητρα περιπλανιόταν στην Αρκαδία για την ανεύρεση της κόρης της Περσεφόνης, την οποία είχε απαγάγει ο Άδης, την πλησίασε ο Ποσειδώνας με ερωτικούς σκοπούς, τους οποίους εκείνη απέκρουσε. Για να του ξεφύγει μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε ανάμεσα στ’ άλογα που έβοσκαν εκεί κοντά. Ο Ποσειδώνας, όμως, πήρε τη μορφή αλόγου κι ενώθηκε μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα άλογο, ο Αρείωνας και μία κόρη, το όνομα της οποία αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους συμμετείχαν στα μυστήρια της αρκαδικής πόλης της Λυκόσουρας.
2. Αριάδνη και Θησεύς
Η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα, όταν αυτός κατέφθασε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό της Μινώταυρο, που κάθε χρόνο κατασπάραζε επτά νέους και επτά νέες από την Αθήνα. Τον βοήθησε με τον περίφημο μίτο να βρει το δρόμο του μέσα από το Λαβύρινθο και να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ο Θησέας φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του την Αριάδνη για να την κάνει γυναίκα του. Στο δρόμο για την Αθήνα το πλοίο τους σταμάτησε στη Νάξο, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη κι εξαφανίστηκε. Μία εκδοχή του μύθου τον θέλει να ήταν ερωτευμένος με την Αίγλη, κόρη του Πανοπέα από τη Φωκίδα.
1. Γαλάτεια και Πολύφημος
Ο Πολύφημος είναι πασίγνωστος Κύκλωπας από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Γιος του Ποσειδώνα, ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Γαλάτεια. Αυτή απέκρουε τον έρωτά του, επειδή είχε μάτια μόνο για τον Άκι, τον γιο του Φαύνου. Μία μέρα, ο Πολύφημος τους είδε μαζί και από τη ζήλια του πέταξε ένα βράχο πάνω στον Άκι και τον σκότωσε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τον Άκι σε ποταμό, όπου η Γαλάτεια περνούσε τις ώρες της, θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου της.
Παρακάτω σας παρουσιάζουμε 21 ήρωες της Ελληνικής Μυθολογίας (11 άνδρες και 10 γυναίκες) και τις μεταξύ τους ερωτικές περιπέτειες που κατέληξαν σε αρνήσεις και αποτυχίες.
10. Απόλλων και Δάφνη
Η Δάφνη ήταν κόρη του Λάδωνα ή του Πηνειού και της Γαίας. Ο Απόλλων συνάντησε τη Δάφνη σε κάποιο από τα κυνήγια του και γοητεύτηκε από την ομορφιά της. Θέλοντας να απαλλαγεί από τον αντίζηλό του Λεύκιππο, που είχε μεταμφιεστεί σε γυναίκα και βρισκόταν ανάμεσα στις νύμφες, τις συμβούλευσε να κολυμπήσουν όλες μαζί, γυμνές, για να βεβαιωθούν ότι όλες ήταν γυναίκες.
Όταν αποκαλύφθηκε το φύλο του, ο Λεύκιππος βρήκε τραγικό θάνατο από τις νύμφες και την ίδια τη Δάφνη.
Και ο Απόλλων όμως, δεν υπήρξε ιδιαίτερα τυχερός. Θέλησε να πλησιάσει τη Δάφνη, η οποία όμως προσπάθησε με όλη της τη δύναμη να τον αποφύγει, και όταν κατάλαβε ότι αυτό δεν ήταν δυνατό, παρακάλεσε τη μητέρα της να τη σώσει. Και πραγματικά, δημιουργήθηκε ένα χάσμα, όπου χάθηκε η Δάφνη, ενώ στη θέση της ξεπρόβαλε το ομώνυμο δέντρο. Από τα κλαδιά του, ο Απόλλων έφτιαξε ένα στεφάνι, που φορούσε πάντα στο κεφάλι του σε ανάμνηση της όμορφης νύμφης.
9. Σαλμακίς και Ερμαφρόδιτος
Ο Ερμαφρόδιτος ήταν γιος του Ερμή και της Αφροδίτης και κατοικούσε στη Φρυγία. Στα 15 του χρόνια, προικισμένος με μεγάλη ομορφιά, αποφάσισε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να γνωρίσει τον έξω κόσμο. Καθώς βρισκόταν στην Καρία και ξεκουραζόταν στις όχθες ενός ποταμού, τον εντόπισε η νύμφη Σαλμακίδα και τον ερωτεύτηκε. Όταν το νεαρό αγόρι βούτηξε στο ποτάμι για ένα μπάνιο, η Σαλμακίδα βρήκε την ευκαιρία να τον αρπάξει και να τον κάνει δικό της.
Ο Ερμαφρόδιτος αντιστάθηκε κι απέκρουσε τις ερωτικές διαθέσεις της Σαλμακίδας. Τότε, η νύμφη παρακάλεσε τους θεούς να κάνουν κάτι για να μην αποχωριστούν ποτέ τα κορμιά τους. Οι θεοί εισάκουσαν τις παρακλήσεις της και δημιούργησαν ένα νέο ον με δύο φύσεις.
8. Αλφειός και Αρέθουσα
Η Αρέθουσα ήταν κόρη του Νηρέα και της Δωρίδος και νύμφη της Αρτέμιδας. Την Αρέθουσα ερωτεύτηκε στην Πελοπόννησο ο κυνηγός Αλφειός. Εκείνη, όμως, τον απέκρουσε, επειδή ήθελε να διατηρήσει την αγνότητά της κι έφυγε από την Πελοπόννησο με τη βοήθεια της Αρτέμιδας. Διέσχισε τη θάλασσα, έφθασε στο νησί Ορτυγία, που βρίσκεται στις Συρακούσες της Σικελίας κι εκεί μεταμορφώθηκε σε πηγή. Τόσο σφοδρός, όμως, ήταν ο έρωτας του Αλφειού, ώστε κι αυτός μεταμορφώθηκε σε ποταμό και διασχίζοντας το πέλαγος ενώθηκε με τα νερά της πηγής της Αρέθουσας.
7. Απημοσύνη και Ερμής
Η Απημοσύνη ήταν πριγκίπισσα της Κρήτης, κόρη του Κατρέα, ενός από τους γιους του Μίνωα. Όμορφη καθώς ήταν, προκάλεσε το ερωτικό ενδιαφέρον τού Ερμή, ψυχοπομπού και αγγελιοφόρου των θεών. Μία μέρα, o Ερμής την εντόπισε στη Ρόδο κι άρχισε να την καταδιώκει. Αυτή ήταν πιο γρήγορη και με διάφορα κόλπα κατόρθωνε να του ξεφύγει. Ο Ερμής την παραφύλαξε κοντά σ’ ένα ποτάμι, όπου θα έπαιρνε το μπάνιο της. Ο πανούργος θεός έστρωσε το δρόμο με φρεσκογδαρμένα τομάρια και περίμενε. Όταν αυτή εμφανίστηκε, γλίστρησε πάνω στο οδόστρωμα και ο Ερμής όρμησε κατά πάνω της και τη βίασε. Η Απημοσύνη έμεινε έγκυος και όταν προσπάθησε να εξηγήσει το συμβάν στον αδελφό της Αλθαιμένη, αυτός δεν την πίστεψε. Σε μία έκρηξη οργής για τα ψέμματα της αδελφής του, όπως πίστευε, την κλώτσησε μέχρι θανάτου.
6. Αθηνά και Ήφαιστος
Ο Ήφαιστος, ο κουτσός και κακάσχημος θεός του Ολύμπου, βοήθησε τον Δία με το τσεκούρι του να γεννήσει μέσα από το κεφάλι του τη θεά Αθηνά. Αργότερα, ερωτεύτηκε την Αθηνά, αλλά η θεά απέκρουσε τον έρωτά του, καθώς ήθελε πάση θυσία να κρατήσει την αγνότητά της. Ο Ήφαιστος προσπάθησε να τη βιάσει, απέτυχε όμως και από το σπέρμα του που έπεσε στη γη της Αττικής γεννήθηκε ο Εριχθόνιος. Η Αθηνά δείχνοντας μεγαλοψυχία υιοθέτησε το παιδί, που όταν μεγάλωσε έγινε βασιλιάς της Αθήνας.
5. Απόλλων και Κασσάνδρα
Η Κασσάνδρα ήταν μια από τις ομορφότερες κόρες του βασιλιά της Τροίας Πρίαμου και της Εκάβης. Ο Απόλλων την ερωτεύτηκε σφόδρα και για να την πείσει να γίνει δική του, της υποσχέθηκε ότι θα της μάθαινε να προλέγει το μέλλον. Η Κασσάνδρα δέχθηκε κι αφού έμαθε τη μαντική τέχνη αρνήθηκε να ενδώσει στις ερωτικές επιθυμίες του Απόλλωνα. Τότε, ο θεός για να την εκδικηθεί την καταδίκασε να προλέγει τις συμφορές, αλλά να μην γίνεται πιστευτή από τους άλλους.
4. Αστερία, Ζευς και Ποσειδών
Η Αστερία, κόρη του Τιτάνα Κίου και της Φοίβης και ανιψιά του Δία, ήταν θεά των νυχτερινών χρησμών και των πεφταστεριών. Ήταν παντρεμένη με τον Τιτάνα Πέρση και είχαν μία κόρη, την Εκάτη. Ο Δίας τη φλέρταρε έντονα κι αυτή για να τον αποφύγει μεταμορφωνόταν σε διάφορα ζώα. Ως ορτύκι έπεσε στο Αιγαίο και μεταμορφώθηκε στο νησί της Ορτυγίας (με το όνομα αυτό απαντάται, σήμερα, νησίδα των Συρακουσών). Ερωτευμένος μαζί της ήταν και ο Ποσειδώνας και για να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε στο νησί της Δήλου, όπου η αδελφή της Λητώ γέννησε τα παιδιά του Δία Απόλλωνα και Αρτέμιδα.
3. Ποσειδών και Δήμητρα
Οι ερωτικές περιπέτειες του Ποσειδώνα ήτα πολυάριθμες. Μία από αυτές ήταν με τη θεά Δήμητρα, που τύχαινε να είναι αδελφή του. Μία μέρα που η Δήμητρα περιπλανιόταν στην Αρκαδία για την ανεύρεση της κόρης της Περσεφόνης, την οποία είχε απαγάγει ο Άδης, την πλησίασε ο Ποσειδώνας με ερωτικούς σκοπούς, τους οποίους εκείνη απέκρουσε. Για να του ξεφύγει μεταμορφώθηκε σε φοράδα και κρύφτηκε ανάμεσα στ’ άλογα που έβοσκαν εκεί κοντά. Ο Ποσειδώνας, όμως, πήρε τη μορφή αλόγου κι ενώθηκε μαζί της. Από την ένωσή τους γεννήθηκε ένα άλογο, ο Αρείωνας και μία κόρη, το όνομα της οποία αποκαλυπτόταν μόνο σε όσους συμμετείχαν στα μυστήρια της αρκαδικής πόλης της Λυκόσουρας.
2. Αριάδνη και Θησεύς
Η Αριάδνη, κόρη του βασιλιά της Κρήτης Μίνωα και της Πασιφάης, ερωτεύτηκε τον Θησέα, όταν αυτός κατέφθασε στην Κρήτη για να σκοτώσει τον ετεροθαλή αδελφό της Μινώταυρο, που κάθε χρόνο κατασπάραζε επτά νέους και επτά νέες από την Αθήνα. Τον βοήθησε με τον περίφημο μίτο να βρει το δρόμο του μέσα από το Λαβύρινθο και να σκοτώσει τον Μινώταυρο. Ο Θησέας φεύγοντας από την Κρήτη πήρε μαζί του την Αριάδνη για να την κάνει γυναίκα του. Στο δρόμο για την Αθήνα το πλοίο τους σταμάτησε στη Νάξο, όπου ο Θησέας εγκατέλειψε την Αριάδνη κι εξαφανίστηκε. Μία εκδοχή του μύθου τον θέλει να ήταν ερωτευμένος με την Αίγλη, κόρη του Πανοπέα από τη Φωκίδα.
1. Γαλάτεια και Πολύφημος
Ο Πολύφημος είναι πασίγνωστος Κύκλωπας από την «Οδύσσεια» του Ομήρου. Γιος του Ποσειδώνα, ήταν ερωτευμένος με την όμορφη Γαλάτεια. Αυτή απέκρουε τον έρωτά του, επειδή είχε μάτια μόνο για τον Άκι, τον γιο του Φαύνου. Μία μέρα, ο Πολύφημος τους είδε μαζί και από τη ζήλια του πέταξε ένα βράχο πάνω στον Άκι και τον σκότωσε. Οι θεοί μεταμόρφωσαν τον Άκι σε ποταμό, όπου η Γαλάτεια περνούσε τις ώρες της, θρηνώντας την απώλεια του αγαπημένου της.
Τελετουργία
Τελετουργία: το σύνολο των τυπικών μηχανιστικών κι αυτοματοποιημένα επαναλαμβανόμενων διαδικασιών σύμφωνα με τις οποίες διεξάγεται μια θρησκευτική, μαγική ή παγανιστική τελετή. Ενας πολύ επίσημος παγιωμένος τρόπος για την εκτέλεση μιας καθημερινής, απλής πράξης: Tο σερβίρισμα του φαγητού ήταν μια τελετουργική ιεροτελεστία. Τελετουργία και ιεραρχία είναι κύρια γνωρίσματα των νεκρών κλειστών συστημάτων. Ο δημιουργός κι η δημιουργία, η κόλαση κι ο παράδεισος, είναι κλειστά συστήματα με τελετουργικά και ιεραρχίες. Όλα τα κλειστά συστήματα είναι πυραμιδοειδή δηλ. γραμμικά [ντετερμινισμός] κι όπου υπάρχουν ιεραρχίες απαιτούνται και τελετουργικά. Τα ανοικτά συστήματα στον αντίποδα είναι φρακταλικά όπου δεν υπάρχουν τελετουργίες αφού δεν υπάρχει ιεραρχία. Αν θέλεις να βγεις έξω από αυτά ή να ζεις σε ανοιχτά συστήματα μείνε μακριά από την διαστρέβλωση της ζωντανής ζωής. Αυτονόητο έτσι; Από την άλλη Κάνε Ό,τι Θέλεις κανείς μας δεν νοιάζεται!
Θεωρίες για την Τελετουργία
Με τον όρο τελετουργία εννοείται ένα σύνολο κινήσεων που διαθέτουν συμβολικό νόημα, διαφέροντας με αυτόν τον τρόπο από τις κινήσεις της καθημερινότητας. Η διαφορά θεμελιώνεται στο ιδιαίτερο νόημα που αποδίδεται στην τελετουργική πράξη με τη χρήση συγκεκριμένων συμβόλων.
Στηριγμένος στον ορισμό του Κλίφορντ Γκερτζ (Clifford James Geertz) για τον πολιτισμό ο Ντέιβιντ Κέρτζερ (David Kertzer) ορίζει την τελετουργία ως δράση συνδεδεμένη σε ένα δίκτυο συμβολισμού. [1] Κάτι τέτοιο υπονοεί ότι η τελετουργία έχει έναν επικοινωνιακό ρόλο. Εν γένει υφίσταται ένας σκοπός, μια λειτουργία και ένα νόημα πριν την τελετουργική δράση, γεγονός που δημιουργεί επιπλοκές στις σχέσεις της τελετουργίας με την πολιτική και την κοινωνική δομή. [2]
Οι απόψεις ως προς τον σκοπό, τη λειτουργία και το νόημα της τελετουργίας διαφέρουν. Όπως υπέδειξαν οι Κέλι και Κάπλαν (John D. Kelly & Martha Kaplan), η τελετουργία συνδέεται εθιμικά με την παράδοση και το ιερό. [3] Προσπάθειες καθορισμού της διασύνδεσης της τελετουργίας με το πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι οδήγησαν τους κοινωνιολόγους στην άποψη πως η τελετουργία ενισχύει την κοινωνική δομή είτε αναπαριστώντας την άμεσα, είτε νομιμοποιώντας εν κρυπτώ την κοινωνική εξουσία. Ιδωμένος από αυτή την οπτική γωνία ο κοινωνικός ρόλος της τελετουργίας είναι είτε να προωθήσει ή να αποκρύψει την επικρατούσα πολιτική τάξη.
Από τις πρώτες θεωρίες που εμφανίστηκαν για την τελετουργία είναι εκείνη του Φρίντριχ Μαξ Μίλερ (Friedrich Max Müller) (1823-1900) που άσκησε σημαντική επίδραση στις πρώτες προσπάθειες κατανόησης της ελληνικής μυθολογίας. Ο Μίλερ υπέθεσε ότι αυτό που γνωρίζουμε ως μύθο ήταν αρχικά ποιητικές αναφορές για τη φύση, ιδιαίτερα τον ήλιο, από τους αρχαίους Ινδοευρωπαίους, ένα νομαδικό λαό που μετανάστευσε από τις κεντρικές στέπες της Κ. Ασίας περί το 1500 Π.Κ.Ε. [4]
Την άποψη του Μίλερ αμφισβήτησαν ο εθνολόγος ‘Aντριου Λανγκ (Andrew Lang), (1844-1912) και ο ανθρωπολόγος Έντουαρντ Μπαρνέτ Τάιλορ (Edward Burnet Tylor), (1832-1917) [5] Ο Τάιλορ θεώρησε πως ο μύθος δε θα έπρεπε να ερμηνεύεται ως παρανόηση, αλλά ως συνειδητή φιλοσοφική προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης του κόσμου. Υπό αυτή την οπτική γωνία ο μύθος μελετάται «ως ενδιαφέρον προϊόν του ανθρώπινου νου» και «πρωτόγονος τρόπος αιτιολόγησης» των πραγμάτων. [6]
Με τη σειρά του ο Γουίλιαμ Ρόμπερτσον Σμιθ (William Robertson Smith) (1846-1894), γλωσσολόγος, ακολουθώντας εν γένει το εξελικτικό πλαίσιο του Τάιλορ, αμφισβήτησε ωστόσο τα πρωτεία της τελετουργίας από τις αντιλήψεις περί ψυχής ως βασικού θεμέλιου της θρησκείας και της κοινωνίας. Η θρησκεία κατά την άποψή του δεν προήλθε από τον ανιμισμό, αλλά από δραστηριότητες που στερέωναν τους δεσμούς της κοινότητας. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου η «θρησκεία δημιουργήθηκε από μία σειρά πράξεων … και δεν δημιουργήθηκε για την λύτρωση των ψυχών αλλά για την διατήρηση και την ευημερία της κοινωνίας» [7].
Οι έρευνες του Ρόμπερτσον Σμιθ στην τελετουργία έβαλαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη τριών διαφορετικών σχολών ερμηνευτικής της θρησκείας. [8] Η πρώτη ήταν η σχολή του «μύθου και της τελετουργίας», που συνδέθηκε εξαρχής με το έργο του Τζέιμς Φρέιζερ (James George Frazer), στο οποίο κατέθεσε την άποψη πως για να γίνει κατανοητός ο μύθος, χρειάζεται καταρχήν να καθορίσει κανείς την τελετουργία με την οποία συνδέεται. Η δεύτερη ήταν η κοινωνιολογική άποψη που συνδέθηκε με τον Εμίλ Ντιρκέμ (Emile D. Durkheim), για τον οποίο η θρησκεία ήταν κοινωνική κατασκευή που υπάρχει όχι για σωτηριολογικούς λόγους, αλλά για την συντήρηση και ευημερία της κοινότητας. [9]
Μια τρίτη ερμηνευτική προσέγγιση, εκείνη της ψυχαναλυτικής σχολής του Ζίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), υιοθέτησε τις ιδέες του Ρόμπερτσον Σμιθ για τον τοτεμισμό, την πρωταρχική θυσία και τις κοινωνικές αρχές της θρησκευτικής αυθεντίας, της ενοχής και της ηθικότητας. Για τους ψυχαναλυτές η έμφαση του Ρόμπερτσον Σμιθ στη σημασία της τελετουργίας, υποδείκνυε τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας που εξαπλώνονται πέρα από το τι νομίζουν οι άνθρωποι ότι κάνουν ή πιστεύουν. Από αυτή την άποψη ο Ρόμπερτσον Σμιθ θεωρείται πρωτοπόρος σε αυτό που ονομάστηκε «αντιδιανοητική» κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλαδή, συμπεριφοράς που είναι ριζωμένη σε παράλογες παρορμήσεις και δε συμμορφώνεται με τους βασικούς κανόνες της -πρωτόγονης έστω- λογικής.
Ένας μαθητής του Ρόμπερτσον Σμιθ, ο Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ (1854-1941), ενδιαφέρθηκε επίσης για τις εμπειρίες και τις δραστηριότητες από τις οποίες προέκυψε η θρησκεία. Αν και η έρευνά του ήταν εντοπισμένη κυρίως στις πίστεις που υποκρύπτονται στην τελετουργία, η έρευνά του για τα τελετουργικά έθιμα του προσέδωσε το προσωνύμιο του «επιφανέστερου προγόνου της γενεαλογίας της τελετουργίας» [10]. Ο Φρέιζερ ξεκίνησε χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Τάιλορ για τον μύθο ως ερμηνευτική προσέγγιση, αλλά σταδιακά υποβίβασε τον μύθο ως δευτερεύον υπόλειμμα ή επιβίωση της τελετουργικής δραστηριότητας. Συνεπώς για τον Φρέιζερ η τελετουργία είναι η αρχική πηγή των περισσότερων από τις πλέον εκφραστικές μορφές πολιτισμικής ζωής. [11]
Οι διαδοχικές εκδόσεις του έργου του Φρέιζερ “Ο Χρυσός Κλώνος” ανέπτυξαν την ιδέα του Ρόμπερτσον Σμιθ για την τελετουργική θυσία του θείου τοτέμ σε μια σύνθετη νέα θεωρία, η οποία συνοπτικά αναφέρει ότι το παγκόσμιο πρότυπο πίσω από την τελετουργία είναι η πραγμάτωση του θανάτου και της ανάστασης ενός θεού ή θείου βασιλιά, ο οποίος συμβόλιζε και εξασφάλιζε τη γονιμότητα της γης και την ευημερία του λαού. Για τον Φρέιζερ και εκείνους που ασπάστηκαν τις θεωρίες του περί του τελετουργικού θανάτου και αναγέννησης του θεού έγινε η βάση όλων των μύθων και της λαϊκής παράδοσης.
Ο Φρέιζερ άρχισε να καταλογογραφεί αδιάκριτα έθιμα των «πρωτόγονων» της εποχής του -από τη γαλλική επαρχία ως τους πλέον απομακρυσμένους νησιωτικούς πολιτισμούς του Ειρηνικού- αν ικανοποιούσαν τη συνθήκη του κεντρικού θέματος του θανάτου και της ανάστασης του θεού, γεγονός που οδήγησε στη δωδεκάτομη 3η έκδοση του έργου του (1911-15). Όπως ο Τάιλορ και άλλοι προγενέστεροι, ο Φρέιζερ θέλησε να καταγράψει την πλήρη εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος «από την άγρια κατάσταση έως τον πολιτισμό» όπως επίσης και τις επιβιώσεις της πρωτόγονης μαγείας και της προκατάληψης στις «υψηλές θρησκείες» του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ισλαμισμού. [12]
Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις
Οι Ρόμπερτσον Σμιθ και Φρέιζερ ήταν οι δύο πόλοι έμπνευσης της σχολής του μύθου και της τελετουργίας, μια προσέγγιση ουσιαστικά στα ιστορικά και πολιτισμικά πρωτεία της τελετουργίας, που θεμελίωσαν και δύο αλληλεξαρτώμενους κλάδους της έρευνας της Εγγύς Ανατολής και των Κλασικιστών του Κέιμπριτζ. [13] Από τον πρώτο κλάδο ο μελετητής της Παλαιάς Διαθήκης Σάμιουελ Χένρι Χουκ (Samuel Henry Hooke) (1874-1968) υπoστήριξε τη θέση ότι ο μύθος και η τελετουργία -αυτό που λέγεται και αυτό που πράττεται- ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα στους πρώιμους πολιτισμούς της Αρχαίας Αιγύπτου, της Βαβυλώνας και της Xαναάν σε μία τελετουργική θρησκεία που επικεντρωνόταν στην δραματοποίηση του θανάτου και της ανάστασης του βασιλιά ως θεού, στον οποίο στηριζόταν η ευημερία της κοινότητας. Ουσιαστική για την τελετουργική πράξη ήταν η απαγγελώμενη ιστορία, που φαίνεται ότι περιέκλειε ίση δυνατότητα με την τελετουργική πράξη. Βέβαια, στην πορεία του χρόνου η πράξη και η εξιστόρηση διαχωρίστηκαν, γεννώντας διακριτές θρησκείες και δραματικά είδη. [14]
Η σχολή των κλασικιστών του Κέιμπριτζ ανέπτυξε συστηματικά τούτη τη θεωρία, επιχειρηματολογώντας ότι η λαϊκή παράδοση και η λογοτεχνία ξεπήδησαν από τελετουργικές δραστηριότητες αρχαίων ιερών βασιλέων, όχι από την πραγματική ιστορία ή τη λαϊκή φαντασία, όπως πίστευαν επί μακρόν οι άνθρωποι. Ιδιαίτερα οι Γκίλμπερτ Μάρεϊ (George Gilbert Aimé Murray), Φράνσις Μ. Κόρνφορντ (Francis Macdonald Cornford) προσπάθησαν να δείξουν με ποιον τρόπο παρέχει τα δομικά πρότυπα του ελληνικού δράματος ο μύθος του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού-βασιλέα της Εγγύς Ανατολής, παρών και στις τελετουργίες της διονυσιακής γονιμότητας. [15]
Μία από τις σημαντικότερες μορφές που επηρέασε τους σύγχρονους και μεταγενεστέρους κλασικιστές του Κέιμπριτζ ήταν η Τζέιν Έλεν Χάρισον (Jane Ellen Harrison) με δύο σημαντικές μελέτες, τα Προλεγόμενα στη Μελέτη της Ελληνικής Θρησκείας (1903) και το Θέμις (1912), προσπάθησε εν μέρει να στερεώσει τις απαρχές του ελληνικού μύθου, του δραματικού θεάτρου ακόμη και τους ολυμπιακούς αγώνες στις αρχαίες τελετουργίες που περιγράφει ο Φρέιζερ. [16]
Θέτοντάς το απλά, η Χάρισον είδε την τελετουργία ως πηγή του μύθου. Το εξελικτικό της πλαίσιο υπέθετε πως οι αρχέγονες τελετουργικές δραστηριότητες έσβησαν με το πέρασμα του μύθου, ενώ οι συνοδευτικοί μύθοι συνέχισαν να υπάρχουν σε διάφορες μορφές. Θεώρησε επίσης ότι από τη στιγμή που ο μύθος έχασε την αρχέγονη σχέση του με την τελετουργία, εξαιτίας του εγγενούς δυναμικού του διευρύνθηκε διανοητικά εφαρμοζόμενος σε συγκεκριμένες ιστορικές μορφές, ενώ ταυτόχρονα υιοθετήθηκε ως ψευδοεπιστημονική -μαγική κατά τον Ράπαπορτ (Angelo Solomon Rappoport)- ερμηνεία ιδιαίτερων φαινομένων. Τούτη η υπόθεση, την οποία παρουσίασε η Χάρισον στο Θέμις, αποκρυστάλλωνε ουσιαστικά τις βασικές ιδέες της σχολής των τελετουργιστών του Κέιμπριτζ και πολλοί ερευνητές τις εφάρμοσαν ευρύτατα, όπως ο Κόρνφορντ, ο Μάρεϊ ή ο Χουκ. [17]
Σε μια ιδιαίτερα σημαντική κριτική που άσκησε ο Κλάιντ Κλάκχον (Clyde Kluckhohn), υπέδειξε ότι όπως υπάρχουν μύθοι και τελετουργικά πλήρως αλληλεξαρτώμενα, έτσι είναι δυνατόν να υπάρξουν μύθοι και τελετουργικά πλήρως ανεξάρτητα μεταξύ τους. Βασισμένος στις δικές του μελέτες υποστήριξε ότι «μήτε ο μύθος ούτε η τελετουργία μπορεί να θεωρηθεί πρωταρχική» [18] Προκειμένου να βελτιωθούν οι μέθoδοι που χρησιμοποιούσε η σχολή του μύθου και της τελετουργίας, ο Κλάκχον κάλεσε την ακαδημαϊκή κοινότητα να δοκιμάσει τις γενικότητες με πραγματικά δεδομένα και λεπτομερείς μελέτες των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στον μύθο και την τελετουργία. [19]
Η κριτική του Γιόζεφ Φόντενροουζ (Joseph Fontenrose) σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα υπήρξε ακόμη πιο αυστηρή από του Κλάκχον. Υποδεικνύοντας ασυνέπειες και λάθη της σχολής του μύθου και της τελετουργίας, ιδιαίτερα στο έργο του Φρέιζερ, ο Φόντενροουζ έδειξε ότι δεν υπάρχουν ιστορικά ή εθνογραφικά στοιχεία που να μπορούν να χρησιμεύσουν ως μαρτυρίες για το πρότυπο της θυσίας στους βασιλείς της Εγγύς Ανατολής. Η κριτική του που ήταν συνδυασμός των προκλήσεων του Κλάκχον και άλλων υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις καθολικής εφαρμογής προτύπων των προηγούμενων γενεών ερευνητών. [20]
Με τη σειρά τους οι φαινομενολόγοι της θρησκείας μετατόπισαν αρκετά την ιδέα της τελετουργίας στη βάση της Religionswissenschaft, ή της «επιστήμης της θρησκείας», όρο που χρησιμοποίησε πρώτος ο Μίλερ για να προσδιορίσει μία μη θεολογική και μη φιλοσοφική προσέγγιση στη θρησκεία, ακόμη και αν δεν ήταν σίγουρος πως ήταν η κατάλληλη εποχή για τέτοιες ιδέες. Οι φαινομενολόγοι απέρριψαν την ορθολογιστική προσέγγιση της θρησκείας του Τάιλορ ως μορφή πρωτόγονης ερμηνείας. Ανέπτυξαν την ιδέα του ότι οι μύθοι είναι ή αντιπροσωπεύουν μια μορφή κατανόησης, ενώ παράλληλα απέρριψαν το συμπέρασμά του ότι «τέτοιες θρησκευτικές ερμηνείες, αν και ενδιαφέρουσες, δεν είναι τίποτα άλλο από υποκειμενικές πλάνες και λανθασμένες λογικές επαγωγές».
Ένας από τους πρώτους φαινομενολόγους, ο Ρούντολφ Ότο (Rudolf Otto) (1869-1937) στο “Ιδέα του Ιερού” (1917), προσέγγισε τη θρησκευτική εμπειρία ως πραγματικό φαινόμενο και συμβούλεψε τους λόγιους ερευνητές να εξερευνήσουν τα στοιχεία τέτοιων εμπειριών όπως η βίωση του μύθου, η τελετουργία και άλλες εμπειρίες του «ιερού» ως κάτι εντελώς διαφορετικό. Αργότερα οι φαινομενολόγοι κατανόησαν πως δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το εξελικτικό πρότυπο για να αιτιολογήσουν τις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θρησκείες, ούτε να διερευνήσουν την ιστορικότητα του μύθου και της τελετουργίας. Σε γενικές γραμμές για τον ιστορικό των θρησκειών το γεγονός ότι η τελετουργία ή ο μύθος είναι σχεδόν πάντα ιστορικά τροποποιημένος, δεν εξηγεί καθόλου την ίδια την ύπαρξη του μύθου ή της τελετουργίας. Με άλλα λόγια η ιστορικότητα μιας θρησκευτικής εμπειρίας δεν μας λέει απολύτως τίποτα για το τι είναι εν τέλει η θρησκευτική εμπειρία.
Η Τελετουργία στην Εσωτερική Παράδοση
Οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες και οι επιστήμες ωριμάζουν όσο ωριμάζει η ίδια η ανθρωπότητα, επεκτείνoντας τη συνειδητότητά της προς το άγνωστο –κάτι που συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα για την εξέλιξη. Η βάση όλων των πεποιθήσεών μας δεν είναι τίποτε άλλο από «μαγεία»[21]
Ο ορισμός της μαγείας είναι σε ένα μεγάλο μέρος του ζήτημα ατομικής άποψης, δεδομένου ότι σημαίνει τόσα πολλά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Ωστόσο, στη θεμελιακή ερμηνεία της η μαγεία ήταν η πλέον αποφασιστική προσπάθεια για να καθιερωθεί μια πραγματική λειτουργική σχέση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών καταστάσεων της ύπαρξης.
Η μαγεία μεταφράζει ή προσπαθεί να μεταφράσει ενέργειες από τη μία κατάσταση ύπαρξης σε μια άλλη στηριζόμενη στην πρόθεση της ενεργητικής διάνοιας. Το ίδιο κάνει ουσιαστικά και η επιστήμη αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο και διαφορετική μέθοδο. [22] Τα συμβολικά εργαλεία του μάγου και του μαθηματικού λειτουργούν στις εσωτερικές διαστάσεις του σύμπαντος για να παράγουν εξωτερικά αποτελέσματα.
Υπό αυτή την έννοια η τελετουργία είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο μετουσίωσης της δύναμης και είναι ανεκτίμητης αξίας για εκείνους που μπορούν να τη χειριστούν αποτελεσματικά, ενώ σαν τρόπος ζωής έχει πολλά να προσφέρει σε εκείνους που μπορούν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια της. [23] Ουσιαστικά είμαστε όλοι τελετουργοί, γιατί η ίδια η ζωή χρειάζεται μια τελετουργικά επαναλαμβανόμενη πράξη, προκειμένου να κυλήσει τον τροχό του χρόνου. Είμαστε επίσης τελετουργοί στη λογοτεχνία, στο δράμα, τη μουσική, την τέχνη και την επιστήμη. Όλες οι εκφάνσεις της ζωής υφαίνουν τελετουργικά το χαλί της ύπαρξης είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι.
Στη σύγχρονη εποχή η τελετουργία θεωρείται τύπος στερεότυπης συμπεριφοράς που συμβολίζει ή εκφράζει κάτι και, υπό αυτή τη μορφή, συσχετίζει την ατομική συνείδηση με την κοινωνική οργάνωση. Δηλαδή, δεν είναι πλέον συνταγή γραμμένη για να ρυθμίσει την πρακτική του εσωτεριστή, αλλά ένας λειτουργικός τύπος πρακτικής ερμηνεύσιμος και αντιπροσωπευτικός μιας αόρατης και σιωπηρής πράξης. [24]
Από τα τελετουργικά κείμενα και τα μαγικά γκριμουάρ η ανθρωπότητα έφθασε να συνειδητοποιεί την τελετουργία ως πράξη επαναλαμβανόμενης συμβολικής συμπεριφοράς, [25] γεγονός που υποδεικνύει την ευρύτητα του όρου στις διαφορετικές εκφάνσεις όχι μόνον της εσωτερικής αλλά και της εξωτερικής ζωής.
--------------------------
Σημειώσεις
[1]. Kertzer, D.I. (1988) Ritual, Politics and Power, London: Yale University Press, σ. 9.
[2]. Alan Barnard – Jonathan Spencer (eds), Encyclopedia of Social and Cultural Anthropology, New York, USA, σ. 738.
[3]. Kelly, J.D. – Kaplan M. (1990) «History, Structure and Ritual», Annual Review of Anthropology, 19, σσ. 119–150.
[4]. Βλ. το Muller F. Max (1967) Lectures on the Science of Language, Scribner, Armstrong and Co., New York.
[5]. ‘Aποψη που εκτέθηκε στο Lang Andrew, (1968) The Making of Religion, AMS Press, New York.
[6]. Ackerman Robert, (1975) «Frazer on Myth and Ritual», στο Journal of the History of Ideas, 36, σ. 117.
[7]. Robertson Smith William, Lectures on the Religion of the Semites: The Fundamental Institutions, KTAV Publishing House, New York, σσ. 28-29.
[8]. Beidelman T.O. (1974), W. Robertson Smith and the Sociological Study of Religion, University of Chicago Press, Chicago, σσ. 57-61.
[9]. Robertson Smith William, (1969) ό.π., σ. 29.
[10]. Ackerman Robert, (1975) ό.π., σσ. 115, 122.
[11]. Για τις σύνθετες μετατοπίσεις της σκέψης του Φρέιζερ βλ. Ackerman Robert, (1975) ό.π., 123, 132.
[12]. Frazer James George (1955), The Golden Bough: A Study in Magic and Religion, 3d ed. [1911] Macmillan, London, vol. 10, p. vi. επίσης Jonathan Z. Smith, (1973) «When the Bough Breaks», History of Religions 12, no. 4, σ. 345.
[13]. Περαιτέρω ανάλυση αυτών των σχολών στο Doty W.G. (1986), Mythography: The Study of Mths and Rituals, University of Alabama Press, Tuscaloosa, σσ. 73-78 και Segal R.A. (1980), «The Myth-Ritualist Theory of Religion», στο Journal for the Scientific Study of Religion 19, no. 2 : 173-85.
[14]. Bell, Catherine M., (1997), Ritual: perspectives and dimensions, Oxford University Press, New York Oxford.
[15]. Arlen Shelley (1990), The Cambridge Ritualists: An Annotated Bibliography of the Works by and about Jane Ellen Harrison, Gilbert Murray, Francis M. Cornford, and Arthur Bernard Cook, Scarecrow, Metuchen, N.J. και το Calder W.M. (1991)(ed.), The Cambridge Ritualists Reconsidered, Scholars Press, Atlanta.
[16]. Jane Ellen Harrison, Προλεγόμενα στη μελέτη της ελληνικής θρησκείας, Ιάμβλιχος, Αθήνα και Jane Ellen Harrison, Θέμις: Μια μελέτη των κοινωνικών πηγών της ελληνικής θρησκείας, Ιάμβλιχος, Αθήνα.
[17]. Hyman St.E., (1955), «The Ritual View of Myth and the Mythic», Journal of American Folklore 68 σσ. 463-65.
[18]. Kluckhohn Clyde (1942), «Myths and Rituals: A General Theory» στο Harvard Theological Review, σσ. 54, 55.
[19]. Kluckhohn Clyde (1942), «Myths and Rituals: A General Theory» ό.π., σ. 59. 35.
[20]. Fontenrose Joseph (1971, The Ritual Theory of Myth, University of California Press, Berkeley, σσ. 56-59, όπου εφαρμόζει έναν λειτουργιστικό τύπο προσέγγισης, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα τον σχηματισμό του μύθου που προτείνει ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι.
[21]. Gray William G., Magical Ritual Methods, Wiser, Maine, York Beach, 7.
[22]. Butler Eliza Marian 1949, Ritual Magic, Cambridge University Press, 3.
[23]. Gray William G., ό.π., 8.
[24]. Asad, Talal. «Toward a Genealogy of the Concept of Ritual» in Asad (ed.). Genealogies of Religion: Discipline and Reasons of Power in Christianity and Islam. Baltimore and London: Johns Hopkins University Press, 1993. 55–79. σ 57.
[25]. Boudewijnse, B. 1998. «British roots of the concept of ritual» in Molendijk and Pels (eds.) Religion in the Making, 277–295, σ. 277.
Θεωρίες για την Τελετουργία
Με τον όρο τελετουργία εννοείται ένα σύνολο κινήσεων που διαθέτουν συμβολικό νόημα, διαφέροντας με αυτόν τον τρόπο από τις κινήσεις της καθημερινότητας. Η διαφορά θεμελιώνεται στο ιδιαίτερο νόημα που αποδίδεται στην τελετουργική πράξη με τη χρήση συγκεκριμένων συμβόλων.
Στηριγμένος στον ορισμό του Κλίφορντ Γκερτζ (Clifford James Geertz) για τον πολιτισμό ο Ντέιβιντ Κέρτζερ (David Kertzer) ορίζει την τελετουργία ως δράση συνδεδεμένη σε ένα δίκτυο συμβολισμού. [1] Κάτι τέτοιο υπονοεί ότι η τελετουργία έχει έναν επικοινωνιακό ρόλο. Εν γένει υφίσταται ένας σκοπός, μια λειτουργία και ένα νόημα πριν την τελετουργική δράση, γεγονός που δημιουργεί επιπλοκές στις σχέσεις της τελετουργίας με την πολιτική και την κοινωνική δομή. [2]
Οι απόψεις ως προς τον σκοπό, τη λειτουργία και το νόημα της τελετουργίας διαφέρουν. Όπως υπέδειξαν οι Κέλι και Κάπλαν (John D. Kelly & Martha Kaplan), η τελετουργία συνδέεται εθιμικά με την παράδοση και το ιερό. [3] Προσπάθειες καθορισμού της διασύνδεσης της τελετουργίας με το πολιτικό και το κοινωνικό γίγνεσθαι οδήγησαν τους κοινωνιολόγους στην άποψη πως η τελετουργία ενισχύει την κοινωνική δομή είτε αναπαριστώντας την άμεσα, είτε νομιμοποιώντας εν κρυπτώ την κοινωνική εξουσία. Ιδωμένος από αυτή την οπτική γωνία ο κοινωνικός ρόλος της τελετουργίας είναι είτε να προωθήσει ή να αποκρύψει την επικρατούσα πολιτική τάξη.
Από τις πρώτες θεωρίες που εμφανίστηκαν για την τελετουργία είναι εκείνη του Φρίντριχ Μαξ Μίλερ (Friedrich Max Müller) (1823-1900) που άσκησε σημαντική επίδραση στις πρώτες προσπάθειες κατανόησης της ελληνικής μυθολογίας. Ο Μίλερ υπέθεσε ότι αυτό που γνωρίζουμε ως μύθο ήταν αρχικά ποιητικές αναφορές για τη φύση, ιδιαίτερα τον ήλιο, από τους αρχαίους Ινδοευρωπαίους, ένα νομαδικό λαό που μετανάστευσε από τις κεντρικές στέπες της Κ. Ασίας περί το 1500 Π.Κ.Ε. [4]
Την άποψη του Μίλερ αμφισβήτησαν ο εθνολόγος ‘Aντριου Λανγκ (Andrew Lang), (1844-1912) και ο ανθρωπολόγος Έντουαρντ Μπαρνέτ Τάιλορ (Edward Burnet Tylor), (1832-1917) [5] Ο Τάιλορ θεώρησε πως ο μύθος δε θα έπρεπε να ερμηνεύεται ως παρανόηση, αλλά ως συνειδητή φιλοσοφική προσπάθεια ερμηνείας και κατανόησης του κόσμου. Υπό αυτή την οπτική γωνία ο μύθος μελετάται «ως ενδιαφέρον προϊόν του ανθρώπινου νου» και «πρωτόγονος τρόπος αιτιολόγησης» των πραγμάτων. [6]
Με τη σειρά του ο Γουίλιαμ Ρόμπερτσον Σμιθ (William Robertson Smith) (1846-1894), γλωσσολόγος, ακολουθώντας εν γένει το εξελικτικό πλαίσιο του Τάιλορ, αμφισβήτησε ωστόσο τα πρωτεία της τελετουργίας από τις αντιλήψεις περί ψυχής ως βασικού θεμέλιου της θρησκείας και της κοινωνίας. Η θρησκεία κατά την άποψή του δεν προήλθε από τον ανιμισμό, αλλά από δραστηριότητες που στερέωναν τους δεσμούς της κοινότητας. Σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου η «θρησκεία δημιουργήθηκε από μία σειρά πράξεων … και δεν δημιουργήθηκε για την λύτρωση των ψυχών αλλά για την διατήρηση και την ευημερία της κοινωνίας» [7].
Οι έρευνες του Ρόμπερτσον Σμιθ στην τελετουργία έβαλαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη τριών διαφορετικών σχολών ερμηνευτικής της θρησκείας. [8] Η πρώτη ήταν η σχολή του «μύθου και της τελετουργίας», που συνδέθηκε εξαρχής με το έργο του Τζέιμς Φρέιζερ (James George Frazer), στο οποίο κατέθεσε την άποψη πως για να γίνει κατανοητός ο μύθος, χρειάζεται καταρχήν να καθορίσει κανείς την τελετουργία με την οποία συνδέεται. Η δεύτερη ήταν η κοινωνιολογική άποψη που συνδέθηκε με τον Εμίλ Ντιρκέμ (Emile D. Durkheim), για τον οποίο η θρησκεία ήταν κοινωνική κατασκευή που υπάρχει όχι για σωτηριολογικούς λόγους, αλλά για την συντήρηση και ευημερία της κοινότητας. [9]
Μια τρίτη ερμηνευτική προσέγγιση, εκείνη της ψυχαναλυτικής σχολής του Ζίγκμουντ Φρόιντ (Sigmund Freud), υιοθέτησε τις ιδέες του Ρόμπερτσον Σμιθ για τον τοτεμισμό, την πρωταρχική θυσία και τις κοινωνικές αρχές της θρησκευτικής αυθεντίας, της ενοχής και της ηθικότητας. Για τους ψυχαναλυτές η έμφαση του Ρόμπερτσον Σμιθ στη σημασία της τελετουργίας, υποδείκνυε τρόπους ανάλυσης και ερμηνείας που εξαπλώνονται πέρα από το τι νομίζουν οι άνθρωποι ότι κάνουν ή πιστεύουν. Από αυτή την άποψη ο Ρόμπερτσον Σμιθ θεωρείται πρωτοπόρος σε αυτό που ονομάστηκε «αντιδιανοητική» κατανόηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, δηλαδή, συμπεριφοράς που είναι ριζωμένη σε παράλογες παρορμήσεις και δε συμμορφώνεται με τους βασικούς κανόνες της -πρωτόγονης έστω- λογικής.
Ένας μαθητής του Ρόμπερτσον Σμιθ, ο Τζέιμς Τζορτζ Φρέιζερ (1854-1941), ενδιαφέρθηκε επίσης για τις εμπειρίες και τις δραστηριότητες από τις οποίες προέκυψε η θρησκεία. Αν και η έρευνά του ήταν εντοπισμένη κυρίως στις πίστεις που υποκρύπτονται στην τελετουργία, η έρευνά του για τα τελετουργικά έθιμα του προσέδωσε το προσωνύμιο του «επιφανέστερου προγόνου της γενεαλογίας της τελετουργίας» [10]. Ο Φρέιζερ ξεκίνησε χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Τάιλορ για τον μύθο ως ερμηνευτική προσέγγιση, αλλά σταδιακά υποβίβασε τον μύθο ως δευτερεύον υπόλειμμα ή επιβίωση της τελετουργικής δραστηριότητας. Συνεπώς για τον Φρέιζερ η τελετουργία είναι η αρχική πηγή των περισσότερων από τις πλέον εκφραστικές μορφές πολιτισμικής ζωής. [11]
Οι διαδοχικές εκδόσεις του έργου του Φρέιζερ “Ο Χρυσός Κλώνος” ανέπτυξαν την ιδέα του Ρόμπερτσον Σμιθ για την τελετουργική θυσία του θείου τοτέμ σε μια σύνθετη νέα θεωρία, η οποία συνοπτικά αναφέρει ότι το παγκόσμιο πρότυπο πίσω από την τελετουργία είναι η πραγμάτωση του θανάτου και της ανάστασης ενός θεού ή θείου βασιλιά, ο οποίος συμβόλιζε και εξασφάλιζε τη γονιμότητα της γης και την ευημερία του λαού. Για τον Φρέιζερ και εκείνους που ασπάστηκαν τις θεωρίες του περί του τελετουργικού θανάτου και αναγέννησης του θεού έγινε η βάση όλων των μύθων και της λαϊκής παράδοσης.
Ο Φρέιζερ άρχισε να καταλογογραφεί αδιάκριτα έθιμα των «πρωτόγονων» της εποχής του -από τη γαλλική επαρχία ως τους πλέον απομακρυσμένους νησιωτικούς πολιτισμούς του Ειρηνικού- αν ικανοποιούσαν τη συνθήκη του κεντρικού θέματος του θανάτου και της ανάστασης του θεού, γεγονός που οδήγησε στη δωδεκάτομη 3η έκδοση του έργου του (1911-15). Όπως ο Τάιλορ και άλλοι προγενέστεροι, ο Φρέιζερ θέλησε να καταγράψει την πλήρη εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος «από την άγρια κατάσταση έως τον πολιτισμό» όπως επίσης και τις επιβιώσεις της πρωτόγονης μαγείας και της προκατάληψης στις «υψηλές θρησκείες» του χριστιανισμού, του ιουδαϊσμού και του ισλαμισμού. [12]
Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις
Οι Ρόμπερτσον Σμιθ και Φρέιζερ ήταν οι δύο πόλοι έμπνευσης της σχολής του μύθου και της τελετουργίας, μια προσέγγιση ουσιαστικά στα ιστορικά και πολιτισμικά πρωτεία της τελετουργίας, που θεμελίωσαν και δύο αλληλεξαρτώμενους κλάδους της έρευνας της Εγγύς Ανατολής και των Κλασικιστών του Κέιμπριτζ. [13] Από τον πρώτο κλάδο ο μελετητής της Παλαιάς Διαθήκης Σάμιουελ Χένρι Χουκ (Samuel Henry Hooke) (1874-1968) υπoστήριξε τη θέση ότι ο μύθος και η τελετουργία -αυτό που λέγεται και αυτό που πράττεται- ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένα στους πρώιμους πολιτισμούς της Αρχαίας Αιγύπτου, της Βαβυλώνας και της Xαναάν σε μία τελετουργική θρησκεία που επικεντρωνόταν στην δραματοποίηση του θανάτου και της ανάστασης του βασιλιά ως θεού, στον οποίο στηριζόταν η ευημερία της κοινότητας. Ουσιαστική για την τελετουργική πράξη ήταν η απαγγελώμενη ιστορία, που φαίνεται ότι περιέκλειε ίση δυνατότητα με την τελετουργική πράξη. Βέβαια, στην πορεία του χρόνου η πράξη και η εξιστόρηση διαχωρίστηκαν, γεννώντας διακριτές θρησκείες και δραματικά είδη. [14]
Η σχολή των κλασικιστών του Κέιμπριτζ ανέπτυξε συστηματικά τούτη τη θεωρία, επιχειρηματολογώντας ότι η λαϊκή παράδοση και η λογοτεχνία ξεπήδησαν από τελετουργικές δραστηριότητες αρχαίων ιερών βασιλέων, όχι από την πραγματική ιστορία ή τη λαϊκή φαντασία, όπως πίστευαν επί μακρόν οι άνθρωποι. Ιδιαίτερα οι Γκίλμπερτ Μάρεϊ (George Gilbert Aimé Murray), Φράνσις Μ. Κόρνφορντ (Francis Macdonald Cornford) προσπάθησαν να δείξουν με ποιον τρόπο παρέχει τα δομικά πρότυπα του ελληνικού δράματος ο μύθος του θνήσκοντος και αναγεννώμενου θεού-βασιλέα της Εγγύς Ανατολής, παρών και στις τελετουργίες της διονυσιακής γονιμότητας. [15]
Μία από τις σημαντικότερες μορφές που επηρέασε τους σύγχρονους και μεταγενεστέρους κλασικιστές του Κέιμπριτζ ήταν η Τζέιν Έλεν Χάρισον (Jane Ellen Harrison) με δύο σημαντικές μελέτες, τα Προλεγόμενα στη Μελέτη της Ελληνικής Θρησκείας (1903) και το Θέμις (1912), προσπάθησε εν μέρει να στερεώσει τις απαρχές του ελληνικού μύθου, του δραματικού θεάτρου ακόμη και τους ολυμπιακούς αγώνες στις αρχαίες τελετουργίες που περιγράφει ο Φρέιζερ. [16]
Θέτοντάς το απλά, η Χάρισον είδε την τελετουργία ως πηγή του μύθου. Το εξελικτικό της πλαίσιο υπέθετε πως οι αρχέγονες τελετουργικές δραστηριότητες έσβησαν με το πέρασμα του μύθου, ενώ οι συνοδευτικοί μύθοι συνέχισαν να υπάρχουν σε διάφορες μορφές. Θεώρησε επίσης ότι από τη στιγμή που ο μύθος έχασε την αρχέγονη σχέση του με την τελετουργία, εξαιτίας του εγγενούς δυναμικού του διευρύνθηκε διανοητικά εφαρμοζόμενος σε συγκεκριμένες ιστορικές μορφές, ενώ ταυτόχρονα υιοθετήθηκε ως ψευδοεπιστημονική -μαγική κατά τον Ράπαπορτ (Angelo Solomon Rappoport)- ερμηνεία ιδιαίτερων φαινομένων. Τούτη η υπόθεση, την οποία παρουσίασε η Χάρισον στο Θέμις, αποκρυστάλλωνε ουσιαστικά τις βασικές ιδέες της σχολής των τελετουργιστών του Κέιμπριτζ και πολλοί ερευνητές τις εφάρμοσαν ευρύτατα, όπως ο Κόρνφορντ, ο Μάρεϊ ή ο Χουκ. [17]
Σε μια ιδιαίτερα σημαντική κριτική που άσκησε ο Κλάιντ Κλάκχον (Clyde Kluckhohn), υπέδειξε ότι όπως υπάρχουν μύθοι και τελετουργικά πλήρως αλληλεξαρτώμενα, έτσι είναι δυνατόν να υπάρξουν μύθοι και τελετουργικά πλήρως ανεξάρτητα μεταξύ τους. Βασισμένος στις δικές του μελέτες υποστήριξε ότι «μήτε ο μύθος ούτε η τελετουργία μπορεί να θεωρηθεί πρωταρχική» [18] Προκειμένου να βελτιωθούν οι μέθoδοι που χρησιμοποιούσε η σχολή του μύθου και της τελετουργίας, ο Κλάκχον κάλεσε την ακαδημαϊκή κοινότητα να δοκιμάσει τις γενικότητες με πραγματικά δεδομένα και λεπτομερείς μελέτες των πραγματικών σχέσεων ανάμεσα στον μύθο και την τελετουργία. [19]
Η κριτική του Γιόζεφ Φόντενροουζ (Joseph Fontenrose) σχεδόν τριάντα χρόνια αργότερα υπήρξε ακόμη πιο αυστηρή από του Κλάκχον. Υποδεικνύοντας ασυνέπειες και λάθη της σχολής του μύθου και της τελετουργίας, ιδιαίτερα στο έργο του Φρέιζερ, ο Φόντενροουζ έδειξε ότι δεν υπάρχουν ιστορικά ή εθνογραφικά στοιχεία που να μπορούν να χρησιμεύσουν ως μαρτυρίες για το πρότυπο της θυσίας στους βασιλείς της Εγγύς Ανατολής. Η κριτική του που ήταν συνδυασμός των προκλήσεων του Κλάκχον και άλλων υπονόμευσε σε μεγάλο βαθμό τις τάσεις καθολικής εφαρμογής προτύπων των προηγούμενων γενεών ερευνητών. [20]
Με τη σειρά τους οι φαινομενολόγοι της θρησκείας μετατόπισαν αρκετά την ιδέα της τελετουργίας στη βάση της Religionswissenschaft, ή της «επιστήμης της θρησκείας», όρο που χρησιμοποίησε πρώτος ο Μίλερ για να προσδιορίσει μία μη θεολογική και μη φιλοσοφική προσέγγιση στη θρησκεία, ακόμη και αν δεν ήταν σίγουρος πως ήταν η κατάλληλη εποχή για τέτοιες ιδέες. Οι φαινομενολόγοι απέρριψαν την ορθολογιστική προσέγγιση της θρησκείας του Τάιλορ ως μορφή πρωτόγονης ερμηνείας. Ανέπτυξαν την ιδέα του ότι οι μύθοι είναι ή αντιπροσωπεύουν μια μορφή κατανόησης, ενώ παράλληλα απέρριψαν το συμπέρασμά του ότι «τέτοιες θρησκευτικές ερμηνείες, αν και ενδιαφέρουσες, δεν είναι τίποτα άλλο από υποκειμενικές πλάνες και λανθασμένες λογικές επαγωγές».
Ένας από τους πρώτους φαινομενολόγους, ο Ρούντολφ Ότο (Rudolf Otto) (1869-1937) στο “Ιδέα του Ιερού” (1917), προσέγγισε τη θρησκευτική εμπειρία ως πραγματικό φαινόμενο και συμβούλεψε τους λόγιους ερευνητές να εξερευνήσουν τα στοιχεία τέτοιων εμπειριών όπως η βίωση του μύθου, η τελετουργία και άλλες εμπειρίες του «ιερού» ως κάτι εντελώς διαφορετικό. Αργότερα οι φαινομενολόγοι κατανόησαν πως δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το εξελικτικό πρότυπο για να αιτιολογήσουν τις διαφορές ανάμεσα στις διάφορες θρησκείες, ούτε να διερευνήσουν την ιστορικότητα του μύθου και της τελετουργίας. Σε γενικές γραμμές για τον ιστορικό των θρησκειών το γεγονός ότι η τελετουργία ή ο μύθος είναι σχεδόν πάντα ιστορικά τροποποιημένος, δεν εξηγεί καθόλου την ίδια την ύπαρξη του μύθου ή της τελετουργίας. Με άλλα λόγια η ιστορικότητα μιας θρησκευτικής εμπειρίας δεν μας λέει απολύτως τίποτα για το τι είναι εν τέλει η θρησκευτική εμπειρία.
Η Τελετουργία στην Εσωτερική Παράδοση
Οι θρησκείες, οι φιλοσοφίες και οι επιστήμες ωριμάζουν όσο ωριμάζει η ίδια η ανθρωπότητα, επεκτείνoντας τη συνειδητότητά της προς το άγνωστο –κάτι που συνιστά απόλυτη αναγκαιότητα για την εξέλιξη. Η βάση όλων των πεποιθήσεών μας δεν είναι τίποτε άλλο από «μαγεία»[21]
Ο ορισμός της μαγείας είναι σε ένα μεγάλο μέρος του ζήτημα ατομικής άποψης, δεδομένου ότι σημαίνει τόσα πολλά πράγματα σε διαφορετικούς ανθρώπους. Ωστόσο, στη θεμελιακή ερμηνεία της η μαγεία ήταν η πλέον αποφασιστική προσπάθεια για να καθιερωθεί μια πραγματική λειτουργική σχέση μεταξύ των εσωτερικών και των εξωτερικών καταστάσεων της ύπαρξης.
Η μαγεία μεταφράζει ή προσπαθεί να μεταφράσει ενέργειες από τη μία κατάσταση ύπαρξης σε μια άλλη στηριζόμενη στην πρόθεση της ενεργητικής διάνοιας. Το ίδιο κάνει ουσιαστικά και η επιστήμη αλλά με έναν διαφορετικό τρόπο και διαφορετική μέθοδο. [22] Τα συμβολικά εργαλεία του μάγου και του μαθηματικού λειτουργούν στις εσωτερικές διαστάσεις του σύμπαντος για να παράγουν εξωτερικά αποτελέσματα.
Υπό αυτή την έννοια η τελετουργία είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο μετουσίωσης της δύναμης και είναι ανεκτίμητης αξίας για εκείνους που μπορούν να τη χειριστούν αποτελεσματικά, ενώ σαν τρόπος ζωής έχει πολλά να προσφέρει σε εκείνους που μπορούν να ακολουθήσουν τα μονοπάτια της. [23] Ουσιαστικά είμαστε όλοι τελετουργοί, γιατί η ίδια η ζωή χρειάζεται μια τελετουργικά επαναλαμβανόμενη πράξη, προκειμένου να κυλήσει τον τροχό του χρόνου. Είμαστε επίσης τελετουργοί στη λογοτεχνία, στο δράμα, τη μουσική, την τέχνη και την επιστήμη. Όλες οι εκφάνσεις της ζωής υφαίνουν τελετουργικά το χαλί της ύπαρξης είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι.
Στη σύγχρονη εποχή η τελετουργία θεωρείται τύπος στερεότυπης συμπεριφοράς που συμβολίζει ή εκφράζει κάτι και, υπό αυτή τη μορφή, συσχετίζει την ατομική συνείδηση με την κοινωνική οργάνωση. Δηλαδή, δεν είναι πλέον συνταγή γραμμένη για να ρυθμίσει την πρακτική του εσωτεριστή, αλλά ένας λειτουργικός τύπος πρακτικής ερμηνεύσιμος και αντιπροσωπευτικός μιας αόρατης και σιωπηρής πράξης. [24]
Από τα τελετουργικά κείμενα και τα μαγικά γκριμουάρ η ανθρωπότητα έφθασε να συνειδητοποιεί την τελετουργία ως πράξη επαναλαμβανόμενης συμβολικής συμπεριφοράς, [25] γεγονός που υποδεικνύει την ευρύτητα του όρου στις διαφορετικές εκφάνσεις όχι μόνον της εσωτερικής αλλά και της εξωτερικής ζωής.
--------------------------
Σημειώσεις
[1]. Kertzer, D.I. (1988) Ritual, Politics and Power, London: Yale University Press, σ. 9.
[2]. Alan Barnard – Jonathan Spencer (eds), Encyclopedia of Social and Cultural Anthropology, New York, USA, σ. 738.
[3]. Kelly, J.D. – Kaplan M. (1990) «History, Structure and Ritual», Annual Review of Anthropology, 19, σσ. 119–150.
[4]. Βλ. το Muller F. Max (1967) Lectures on the Science of Language, Scribner, Armstrong and Co., New York.
[5]. ‘Aποψη που εκτέθηκε στο Lang Andrew, (1968) The Making of Religion, AMS Press, New York.
[6]. Ackerman Robert, (1975) «Frazer on Myth and Ritual», στο Journal of the History of Ideas, 36, σ. 117.
[7]. Robertson Smith William, Lectures on the Religion of the Semites: The Fundamental Institutions, KTAV Publishing House, New York, σσ. 28-29.
[8]. Beidelman T.O. (1974), W. Robertson Smith and the Sociological Study of Religion, University of Chicago Press, Chicago, σσ. 57-61.
[9]. Robertson Smith William, (1969) ό.π., σ. 29.
[10]. Ackerman Robert, (1975) ό.π., σσ. 115, 122.
[11]. Για τις σύνθετες μετατοπίσεις της σκέψης του Φρέιζερ βλ. Ackerman Robert, (1975) ό.π., 123, 132.
[12]. Frazer James George (1955), The Golden Bough: A Study in Magic and Religion, 3d ed. [1911] Macmillan, London, vol. 10, p. vi. επίσης Jonathan Z. Smith, (1973) «When the Bough Breaks», History of Religions 12, no. 4, σ. 345.
[13]. Περαιτέρω ανάλυση αυτών των σχολών στο Doty W.G. (1986), Mythography: The Study of Mths and Rituals, University of Alabama Press, Tuscaloosa, σσ. 73-78 και Segal R.A. (1980), «The Myth-Ritualist Theory of Religion», στο Journal for the Scientific Study of Religion 19, no. 2 : 173-85.
[14]. Bell, Catherine M., (1997), Ritual: perspectives and dimensions, Oxford University Press, New York Oxford.
[15]. Arlen Shelley (1990), The Cambridge Ritualists: An Annotated Bibliography of the Works by and about Jane Ellen Harrison, Gilbert Murray, Francis M. Cornford, and Arthur Bernard Cook, Scarecrow, Metuchen, N.J. και το Calder W.M. (1991)(ed.), The Cambridge Ritualists Reconsidered, Scholars Press, Atlanta.
[16]. Jane Ellen Harrison, Προλεγόμενα στη μελέτη της ελληνικής θρησκείας, Ιάμβλιχος, Αθήνα και Jane Ellen Harrison, Θέμις: Μια μελέτη των κοινωνικών πηγών της ελληνικής θρησκείας, Ιάμβλιχος, Αθήνα.
[17]. Hyman St.E., (1955), «The Ritual View of Myth and the Mythic», Journal of American Folklore 68 σσ. 463-65.
[18]. Kluckhohn Clyde (1942), «Myths and Rituals: A General Theory» στο Harvard Theological Review, σσ. 54, 55.
[19]. Kluckhohn Clyde (1942), «Myths and Rituals: A General Theory» ό.π., σ. 59. 35.
[20]. Fontenrose Joseph (1971, The Ritual Theory of Myth, University of California Press, Berkeley, σσ. 56-59, όπου εφαρμόζει έναν λειτουργιστικό τύπο προσέγγισης, χρησιμοποιώντας για παράδειγμα τον σχηματισμό του μύθου που προτείνει ο Μπρόνισλαβ Μαλινόβσκι.
[21]. Gray William G., Magical Ritual Methods, Wiser, Maine, York Beach, 7.
[22]. Butler Eliza Marian 1949, Ritual Magic, Cambridge University Press, 3.
[23]. Gray William G., ό.π., 8.
[24]. Asad, Talal. «Toward a Genealogy of the Concept of Ritual» in Asad (ed.). Genealogies of Religion: Discipline and Reasons of Power in Christianity and Islam. Baltimore and London: Johns Hopkins University Press, 1993. 55–79. σ 57.
[25]. Boudewijnse, B. 1998. «British roots of the concept of ritual» in Molendijk and Pels (eds.) Religion in the Making, 277–295, σ. 277.
Ο Αριστοτέλης, οι δούλοι και η θέση της γυναίκας στη Σπάρτη
Ο Αριστοτέλης στο δεύτερο βιβλίο από τα «Πολιτικά» του καθιστά σαφές ότι η καλή διακυβέρνηση μιας πολιτείας σχετίζεται αναγκαστικά από τον τρόπο διευθέτησης της παραγωγής της, δηλαδή από τη μέριμνα στο ζήτημα της παροχής των αναγκαίων αγαθών που εξασφαλίζουν την καλή ζωή: «Όλοι παραδέχονται ότι σε μια πολιτεία που πρόκειται να κυβερνηθεί καλά πρέπει οι πολίτες της να είναι απελευθερωμένοι από τη φροντίδα των αναγκαίων για τη ζωή. Αλλά δεν είναι εύκολο να βρούμε με ποιο τρόπο μπορεί αυτό να επιτευχθεί». Με δεδομένο ότι η παραγωγή των αγαθών (και η συνακόλουθη παροχή όλων των υπηρεσιών), που αφορούν την επάρκεια της κοινωνίας, στηρίζεται στους δούλους, το ζήτημα της διακυβέρνησης επικεντρώνεται στον τρόπο που θα εξασφαλιστούν οι αρμονικές σχέσεις ανάμεσα στους δούλους και τους ελεύθερους: «Διότι οι πενέστες της Θεσσαλίας πολλές φορές ξεσηκώθηκαν εναντίον των Θεσσαλών. Το ίδιο έκαναν εναντίον των Σπαρτιατών οι είλωτες (διότι τρόπον τινά συνεχώς καιροφυλακτούν για κάποιο ατύχημα των Σπαρτιατών)»..
Βρισκόμαστε μπροστά στο αιώνιο ζήτημα της ταξικής πάλης, που αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στην κατανομή της εργασίας και την κατανάλωση των αγαθών που προκύπτουν από αυτή. Οι δούλοι είναι οι άνθρωποι που θα δουλεύουν και ταυτόχρονα θα αποκλείονται από τις αντίστοιχες απολαβές που οι ίδιοι παράγουν, ή τουλάχιστο, θα συμμετέχουν το λιγότερο δυνατό. Φυσικά, στη σπαρτιατική κοινωνία, αυτό δε σημαίνει ότι οι ελεύθεροι πολίτες απολάμβαναν την τρυφηλότητα της δίχως μόχθο κατανάλωσης. Γιατί όλοι οι Σπαρτιάτες επωμίζονται τα στρατιωτικά τους καθήκοντα, που απέχουν πολύ απ’ αυτό που ονομάζουμε τεμπελιά ή καλοπέραση. «οι γνήσιοι Σπαρτιάτες δεν ήταν τεμπέληδες, κάθε άλλο μάλιστα, αφού όλοι τους ήταν ισόβιοι επαγγελματίες πολεμιστές. Και καμιά δουλειά δεν είναι πιο σκληρή απ’ αυτή του στρατιωτικού, που κάθε τόσο παίζει το κεφάλι του κορόνα γράμματα προκειμένου να σώσει, έναντι αμοιβής φυσικά, την πατρίδα».
Όμως, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η σκληρή στρατιωτική ζωή των Σπαρτιατών ισοδυναμεί με κάτι σαν καταμερισμό εργασίας (εμείς πολεμάμε, εσείς δουλεύετε), και πάλι είναι αδύνατο να αποφευχθεί η μοιραία σύγκρουση των συμφερόντων που γεννιούνται μέσα από την ίδια τη διαμόρφωση της δομής των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί οι είλωτες διαρκώς καραδοκούν για ευκαιρίες προς ξεσηκωμό, όπως παραδέχεται κι ο Αριστοτέλης. Η κοινωνική αδικία σε βάρος των ανθρώπων που δουλεύουν χωρίς να απολαμβάνουν αυτά που δικαιούνται, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί όπως κι αν το θέσει κανείς. Βρισκόμαστε μπροστά στην ανισότητα που δεν πρέπει ποτέ ομολογηθεί. Κι αυτός είναι ο δρόμος της καταπίεσης. Η ελευθερία δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα της έκφρασης των απόψεων ή της συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα ή της ισότιμης πρόσβασης σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση ή η δικαιοσύνη (φυσικά και δεν αποκλείονται όλα αυτά), αλλά και στην ίδια την καταναλωτική ισχύ που αποδίδεται στους πολίτες. Γιατί η πρόσβαση στα αγαθά αφορά την πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Αυτός που δουλεύει και δεν απολαμβάνει νιώθει αδικημένος, γιατί είναι αδικημένος. Οι δούλοι, εκπροσωπώντας τα μέσα παραγωγής της εποχής, είναι οι άνθρωποι που πρέπει να δουλέψουν προς όφελος των άλλων. Από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης ομολογεί ότι «αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους» αυτομάτως παραδέχεται ότι είναι ο τρόπος της παραγωγής που επιβάλλει τη δουλεία. Υπό αυτές τις συνθήκες οι δούλοι πρέπει να παραμείνουν δούλοι, γιατί αυτό ορίζουν οι οικονομικές ανάγκες. Μόνο η επανάσταση της αυτοματοποιημένης παραγωγής μπορεί να τους απελευθερώσει. (Το κατά πόσο, με την εμφάνιση της μηχανής, οι εργάτες που τη χειρίζονται είναι πράγματι απελευθερωμένοι, είναι μια άλλη ιστορία). Μέχρι τότε, αυτό που μένει ως κύριο ζήτημα, είναι η διαχείριση των δούλων, ώστε να μην ξεσηκώνονται. «Άλλοι πάλι νομίζουν ότι η εξουσία του δουλοκτήτη πάνω στο δούλο είναι ένα είδος τέχνης – επιστήμης και ότι, όπως είπαμε στην αρχή, κατά τη γνώμη τους η τέχνη – επιστήμη του οικοδεσπότη, του δουλοκτήτη, του πολιτικού και του βασιλιά ταυτίζονται». Με άλλα λόγια αυτό που προέχει είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας, που συνίσταται σε μεγάλο βαθμό, στη διαχείριση των δούλων: «Διότι, αν τους αφήσει κανείς ελεύθερους, συμπεριφέρονται με αναίδεια και απαιτούν να εξισωθούν με τους κυρίους τους, και όταν κακοπάθουν τους επιβουλεύονται και τους μισούν».
Το ότι ο Αριστοτέλης δεν μπαίνει ποτέ στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με το θεσμό της δουλείας, είναι η σιωπηλή του παραδοχή ότι οι παραγωγικές δομές της κάθε εποχής ορίζουν και τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι απόψεις του σχετικά με τη δουλεία (ότι είναι σύμφωνη με τη φύση) και τους ανθρώπους (ότι από τη φύση τους είναι πλασμένοι να άρχουν ή άρχονται). Γιατί πρέπει να υποστηρίξει αυτό που ο Μαρξ θα χαρακτήριζε εποικοδόμημα, δηλαδή τις αντιλήψεις (ηθικές, θρησκευτικές, κλπ), που διαμορφώνονται πάνω στην υλική βάση που ορίζει ο τρόπος της παραγωγής. Κι εδώ είναι και η απαρχή των αντιφάσεών του Αριστοτέλη, αφού, παρόλο που οι δούλοι είναι από τη φύση τους δούλοι, διαρκώς προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. (Θα έλεγε κανείς ότι οι δούλοι πάνε κόντρα στη φύση τους). Κάτι τέτοιο όμως σύμφωνα με την αριστοτελική τελεολογία, όπου κάθε πλάσμα από τη φύση του έχει ως στόχο να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο, είναι αδύνατο να συμβεί. Εφόσον ο δούλος είναι δούλος από τη φύση, τότε η ίδια η φύση όφειλε να τον καθοδηγήσει στο δρόμο της υπακοής και της υποτέλειας. Ο Αριστοτέλης προτιμά να προσπεράσει το θέμα μεταθέτοντάς το στη διαχείριση της εξουσίας. Σωστή εξουσία είναι αυτή που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Και η κοινωνική συνοχή στηρίζεται κατά πολύ και στη συμπεριφορά των δούλων. Η σωστή διακυβέρνηση οφείλει να το λύσει αυτό, και η Σπαρτιάτες δε φαίνεται να το έχουν πετύχει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι όσοι ζουν, όπως οι Σπαρτιάτες με τους είλωτες, δεν έχουν βρει τον πιο καλό τρόπο ζωής».
Όμως ο Αριστοτέλης, πέρα από τους δούλους, βλέπει ακόμη ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα της σπαρτιατικής διακυβέρνησης: «Έπειτα η ελευθεριότητα των γυναικών είναι βλαβερή και για το στόχο του πολιτεύματος και για την ευδαιμονία της πόλης». Οι γυναίκες στη Σπάρτη, κατά τον Αριστοτέλη, είχαν τόσα δικαιώματα που ετίθετο ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης για την ισότητα των δύο φίλων: «Στην αρχή βεβαίως η ελευθεριότητα των γυναικών στους Σπαρτιάτες φαίνεται να υπήρξε δικαιολογημένη. Διότι οι Σπαρτιάτες λόγω των εκστρατειών τους ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους για πολύ καιρό διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Αργείων και κατόπιν εναντίον των Αρκάδων και των Μεσσηνίων. Όταν δε ησύχασαν, έθεσαν τους εαυτούς τους, ώριμους μέσα από τη στρατιωτική ζωή, στη διάθεση του νομοθέτη (γιατί η στρατιωτική ζωή συμβάλλει στην απόκτηση πολλών αρετών). Ενώ τις γυναίκες, λένε, προσπάθησε βεβαίως ο Λυκούργος να τις υπαγάγει στους νόμους, όταν όμως αυτές εναντιώθηκαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει». Για να ολοκληρώσει: «Όπως ακριβώς ο άντρας και η γυναίκα είναι μέρη της οικογένειας, έτσι είναι φανερό ότι πρέπει να δεχτούμε ότι και η πολιτεία κατά κάποιο τρόπο διαιρείται σε δυο μέρη, στον αντρικό και το γυναικείο πληθυσμό, ώστε σε όσα πολιτεύματα η σχετική με τις γυναίκες νομοθεσία είναι ανεπαρκής, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η μισή πολιτεία είναι ουσιαστικά χωρίς νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό ακριβώς συνέβη εκεί, δηλαδή στη Σπάρτη. Διότι, αν και ο νομοθέτης θέλει να γίνει όλος ο πληθυσμός της πολιτείας ανθεκτικός στις δυσκολίες, το έπραξε αυτό προφανώς μόνο για τους άντρες, ενώ για τις γυναίκες δε φρόντισε. Διότι ζουν κατά τρόπο αχαλίνωτο και μαλθακό». «Η Σπαρτιάτισσα ήταν σχεδόν πλήρως ισότιμη με το Σπαρτιάτη και δεν καθόταν κλεισμένη στο σπίτι της, όπως η κακόμοιρη η Αθηναία, αλλά εν πολλοίς και η σημερινή Νεοελληνίδα. Έπαιρνε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή, είχε λόγο για όλα και κανείς σύζυγος δεν κατάφερε να της καθίσει στο σβέρκο».
Ο Αριστοτέλης εκπροσωπώντας μάλλον την αθηναϊκή αντίληψη σχετικά με τη γυναίκα αδυνατεί να καταλάβει τη σπαρτιατική συμπεριφορά. Την ελευθερία των γυναικών την αντιλαμβάνεται μόνο ως πηγή κινδύνων και συμφορών. Όσο για τη γενναιότητα της Σπαρτιάτισσας, ο Αριστοτέλης παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα: «Και ενώ η θρασύτητα δεν είναι χρήσιμη σε καμία από τις καθημερινές ασχολίες, παρά μόνο, αν αυτό αληθεύει, στον πόλεμο, οι γυναίκες των Σπαρτιατών και σ’ αυτό το πεδίο προκάλεσαν μεγάλη ζημιά. Και το έδειξαν κατά την εισβολή των Θηβαίων. Όχι μόνο δεν πρόσφεραν τίποτε, όπως εντούτοις συμβαίνει σε άλλες πολιτείες, αλλά προκάλεσαν μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ό,τι οι εχθροί». Όμως ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Προχωρά ακόμη περισσότερο θεωρώντας τη γυναίκα υπεύθυνη για τη φιλαργυρία και εξεγείρεται για την άνιση διανομή του πλούτου, που πλέον έχει περιπέσει στα χέρια των γυναικών: «Οι κακές όμως καταστάσεις σχετικά με τις γυναίκες δε φαίνεται να συνιστούν, καθώς ήδη ελέχθη, μόνον απρέπεια για το ίδιο το πολίτευμα, αλλά φαίνεται να προκαλούν σ’ έναν βαθμό και αύξηση της φιλοχρηματίας». Και συμπληρώνει: «Και έτσι σχεδόν τα δύο πέμπτα της χώρας, δηλαδή της εγγείου ιδιοκτησίας, ανήκουν στις γυναίκες και επειδή πολλές είναι μοναδικές κληρονόμοι και επειδή συμβαίνει να δίνουν (ενν. στις γυναίκες) μεγάλες προίκες. Και βεβαίως θα ήταν καλύτερα να οριστεί ή να μη δίνεται καθόλου προίκα ή να δίνεται μικρή ή μέτρια».
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης αδυνατεί να προσεγγίσει τις γυναίκες με ισότιμο τρόπο. Το ότι κατέχουν τα δύο πέμπτα της γης του φαίνεται αδιανόητο, ενώ παραδέχεται ότι αποτελούν το ήμισυ του πληθυσμού. (Θα έλεγε κανείς ότι δικαιούνταν τα δυόμιση πέμπτα). Τις θεωρεί μάλλον ανάξιες εμπιστοσύνης και πηγή κακών. Ο τρόπος της διανομής της γης – που, κατά τον Αριστοτέλη, ευνοεί τις γυναίκες – είναι η βασικότερη αιτία της μείωσης του πληθυσμού: «Λοιπόν, αν και η χώρα μπορούσε να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες, είχε λιγότερους από χίλιους λένε ότι κάποτε οι Σπαρτιάτες έφταναν τις δέκα χιλιάδες. Αλλά είτε αυτά αληθεύουν είτε όχι είναι καλύτερα να εξασφαλίζει η πόλη τον ανδρικό πληθυσμό της με την εξισωτική κατανομή της περιουσίας». Η θέση που διεκδίκησε και πέτυχε η Σπαρτιάτισσα μέσα στην κοινωνία είναι προφανές ότι ενοχλεί τον Αριστοτέλη. Οι απόψεις αυτές προδίδουν ότι δεν επιχείρησε να εμβαθύνει στις σχέσεις των δύο φύλων, ούτε ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την γυναικεία προσωπικότητα. Ο Jostein Gaarder σχολιάζει: «Είναι εκπληκτικό και ταυτόχρονα λυπηρό το γεγονός ότι ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος μπόρεσε να κάνει τέτοια χοντρά λάθη, όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φίλων. Δείχνει, όμως, δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο Αριστοτέλης δεν είχε πείρα από τη ζωή των γυναικών και των παιδιών, και δεύτερον, πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα, όταν οι άντρες διεκδικούν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα στη φιλοσοφία και στην επιστήμη».
Εξετάζοντας τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα και τη Σπάρτη επικαλείται τον όρο “εσωτερική δημοκρατία”, που εμπεριέχει και το αντίθετό του, την “εσωτερική δικτατορία”: «το κράτος των Λακεδαιμονίων δεν ήταν ούτε αντιδραστικό ούτε προοδευτικό, όπως θα λέγαμε με τη σύγχρονη γλώσσα. Ήταν ολιγαρχικό και στρατοκρατικό, αλλά με μια αξιοθαύμαστη “εσωτερική δημοκρατία”. Που όμως επειδή αφορούσε λίγους, δεν ήταν ακριβώς δημοκρατία, δηλαδή εξουσία του λαού. Πάντως, το καινούργιο που προσφέρει η Σπάρτη στη σύγχρονη σκέψη είναι ακριβώς η έννοια της “εσωτερικής δημοκρατίας” (τα κόμματα τη λένε “εσωκομματική δημοκρατία”). Η εσωτερική δημοκρατία αναφέρεται σε μικρές και κλειστές κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα η οικογένεια. Μια Σπαρτιάτισσα ποτέ δε θα τα σήκωνε κάτι τέτοια (εννοείται υποτιμητικές κι εξουσιαστικές συμπεριφορές), προσιδιάζοντα στην “εσωτερική δικτατορία” – γιατί υπάρχει και τέτοια, και λειτουργεί ερήμην της εξωτερικής δημοκρατίας οι Σπαρτιάτες, ενώ ήταν δημοκράτες στο “σπίτι” τους, δεν τα κατάφερναν να γίνουν και εκτός αυτού. Ακριβώς το αντίθετο με τους Αθηναίους, που δεν ήταν καθόλου δημοκράτες στο σπίτι τους, αλλά ήταν άψογοι δημοκράτες εκτός αυτού. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, χρειάζομαι και τις δύο μορφές δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αγαπώ τους Σπαρτιάτες, όσο και τους Αθηναίους».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Βρισκόμαστε μπροστά στο αιώνιο ζήτημα της ταξικής πάλης, που αφορά τη σύγκρουση ανάμεσα στην κατανομή της εργασίας και την κατανάλωση των αγαθών που προκύπτουν από αυτή. Οι δούλοι είναι οι άνθρωποι που θα δουλεύουν και ταυτόχρονα θα αποκλείονται από τις αντίστοιχες απολαβές που οι ίδιοι παράγουν, ή τουλάχιστο, θα συμμετέχουν το λιγότερο δυνατό. Φυσικά, στη σπαρτιατική κοινωνία, αυτό δε σημαίνει ότι οι ελεύθεροι πολίτες απολάμβαναν την τρυφηλότητα της δίχως μόχθο κατανάλωσης. Γιατί όλοι οι Σπαρτιάτες επωμίζονται τα στρατιωτικά τους καθήκοντα, που απέχουν πολύ απ’ αυτό που ονομάζουμε τεμπελιά ή καλοπέραση. «οι γνήσιοι Σπαρτιάτες δεν ήταν τεμπέληδες, κάθε άλλο μάλιστα, αφού όλοι τους ήταν ισόβιοι επαγγελματίες πολεμιστές. Και καμιά δουλειά δεν είναι πιο σκληρή απ’ αυτή του στρατιωτικού, που κάθε τόσο παίζει το κεφάλι του κορόνα γράμματα προκειμένου να σώσει, έναντι αμοιβής φυσικά, την πατρίδα».
Όμως, ακόμη κι αν δεχτούμε ότι η σκληρή στρατιωτική ζωή των Σπαρτιατών ισοδυναμεί με κάτι σαν καταμερισμό εργασίας (εμείς πολεμάμε, εσείς δουλεύετε), και πάλι είναι αδύνατο να αποφευχθεί η μοιραία σύγκρουση των συμφερόντων που γεννιούνται μέσα από την ίδια τη διαμόρφωση της δομής των παραγωγικών δυνάμεων. Γιατί οι είλωτες διαρκώς καραδοκούν για ευκαιρίες προς ξεσηκωμό, όπως παραδέχεται κι ο Αριστοτέλης. Η κοινωνική αδικία σε βάρος των ανθρώπων που δουλεύουν χωρίς να απολαμβάνουν αυτά που δικαιούνται, είναι αδύνατο να παραβλεφθεί όπως κι αν το θέσει κανείς. Βρισκόμαστε μπροστά στην ανισότητα που δεν πρέπει ποτέ ομολογηθεί. Κι αυτός είναι ο δρόμος της καταπίεσης. Η ελευθερία δεν αφορά μόνο τη δυνατότητα της έκφρασης των απόψεων ή της συμμετοχής στα πολιτικά δρώμενα ή της ισότιμης πρόσβασης σε θεσμούς όπως η εκπαίδευση ή η δικαιοσύνη (φυσικά και δεν αποκλείονται όλα αυτά), αλλά και στην ίδια την καταναλωτική ισχύ που αποδίδεται στους πολίτες. Γιατί η πρόσβαση στα αγαθά αφορά την πραγμάτωση της δικαιοσύνης. Αυτός που δουλεύει και δεν απολαμβάνει νιώθει αδικημένος, γιατί είναι αδικημένος. Οι δούλοι, εκπροσωπώντας τα μέσα παραγωγής της εποχής, είναι οι άνθρωποι που πρέπει να δουλέψουν προς όφελος των άλλων. Από τη στιγμή που ο Αριστοτέλης ομολογεί ότι «αν οι σαΐτες ύφαιναν από μόνες τους και οι χορδές της κιθάρας έπαιζαν από μόνες τους, τότε ούτε οι αρχιτεχνίτες θα χρειάζονταν υπηρέτες ούτε οι ελεύθεροι δούλους» αυτομάτως παραδέχεται ότι είναι ο τρόπος της παραγωγής που επιβάλλει τη δουλεία. Υπό αυτές τις συνθήκες οι δούλοι πρέπει να παραμείνουν δούλοι, γιατί αυτό ορίζουν οι οικονομικές ανάγκες. Μόνο η επανάσταση της αυτοματοποιημένης παραγωγής μπορεί να τους απελευθερώσει. (Το κατά πόσο, με την εμφάνιση της μηχανής, οι εργάτες που τη χειρίζονται είναι πράγματι απελευθερωμένοι, είναι μια άλλη ιστορία). Μέχρι τότε, αυτό που μένει ως κύριο ζήτημα, είναι η διαχείριση των δούλων, ώστε να μην ξεσηκώνονται. «Άλλοι πάλι νομίζουν ότι η εξουσία του δουλοκτήτη πάνω στο δούλο είναι ένα είδος τέχνης – επιστήμης και ότι, όπως είπαμε στην αρχή, κατά τη γνώμη τους η τέχνη – επιστήμη του οικοδεσπότη, του δουλοκτήτη, του πολιτικού και του βασιλιά ταυτίζονται». Με άλλα λόγια αυτό που προέχει είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ισορροπίας, που συνίσταται σε μεγάλο βαθμό, στη διαχείριση των δούλων: «Διότι, αν τους αφήσει κανείς ελεύθερους, συμπεριφέρονται με αναίδεια και απαιτούν να εξισωθούν με τους κυρίους τους, και όταν κακοπάθουν τους επιβουλεύονται και τους μισούν».
Το ότι ο Αριστοτέλης δεν μπαίνει ποτέ στο ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης σε σχέση με το θεσμό της δουλείας, είναι η σιωπηλή του παραδοχή ότι οι παραγωγικές δομές της κάθε εποχής ορίζουν και τη δικαιοσύνη. Γι’ αυτό και οι απόψεις του σχετικά με τη δουλεία (ότι είναι σύμφωνη με τη φύση) και τους ανθρώπους (ότι από τη φύση τους είναι πλασμένοι να άρχουν ή άρχονται). Γιατί πρέπει να υποστηρίξει αυτό που ο Μαρξ θα χαρακτήριζε εποικοδόμημα, δηλαδή τις αντιλήψεις (ηθικές, θρησκευτικές, κλπ), που διαμορφώνονται πάνω στην υλική βάση που ορίζει ο τρόπος της παραγωγής. Κι εδώ είναι και η απαρχή των αντιφάσεών του Αριστοτέλη, αφού, παρόλο που οι δούλοι είναι από τη φύση τους δούλοι, διαρκώς προσπαθούν να ανατρέψουν αυτή την κατάσταση. (Θα έλεγε κανείς ότι οι δούλοι πάνε κόντρα στη φύση τους). Κάτι τέτοιο όμως σύμφωνα με την αριστοτελική τελεολογία, όπου κάθε πλάσμα από τη φύση του έχει ως στόχο να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του ώστε να υπηρετήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το έργο για το οποίο είναι πλασμένο, είναι αδύνατο να συμβεί. Εφόσον ο δούλος είναι δούλος από τη φύση, τότε η ίδια η φύση όφειλε να τον καθοδηγήσει στο δρόμο της υπακοής και της υποτέλειας. Ο Αριστοτέλης προτιμά να προσπεράσει το θέμα μεταθέτοντάς το στη διαχείριση της εξουσίας. Σωστή εξουσία είναι αυτή που εξασφαλίζει την κοινωνική συνοχή. Και η κοινωνική συνοχή στηρίζεται κατά πολύ και στη συμπεριφορά των δούλων. Η σωστή διακυβέρνηση οφείλει να το λύσει αυτό, και η Σπαρτιάτες δε φαίνεται να το έχουν πετύχει: «Είναι λοιπόν φανερό ότι όσοι ζουν, όπως οι Σπαρτιάτες με τους είλωτες, δεν έχουν βρει τον πιο καλό τρόπο ζωής».
Όμως ο Αριστοτέλης, πέρα από τους δούλους, βλέπει ακόμη ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα της σπαρτιατικής διακυβέρνησης: «Έπειτα η ελευθεριότητα των γυναικών είναι βλαβερή και για το στόχο του πολιτεύματος και για την ευδαιμονία της πόλης». Οι γυναίκες στη Σπάρτη, κατά τον Αριστοτέλη, είχαν τόσα δικαιώματα που ετίθετο ζήτημα νομοθετικής ρύθμισης για την ισότητα των δύο φίλων: «Στην αρχή βεβαίως η ελευθεριότητα των γυναικών στους Σπαρτιάτες φαίνεται να υπήρξε δικαιολογημένη. Διότι οι Σπαρτιάτες λόγω των εκστρατειών τους ζούσαν μακριά από την πατρίδα τους για πολύ καιρό διεξάγοντας πόλεμο εναντίον των Αργείων και κατόπιν εναντίον των Αρκάδων και των Μεσσηνίων. Όταν δε ησύχασαν, έθεσαν τους εαυτούς τους, ώριμους μέσα από τη στρατιωτική ζωή, στη διάθεση του νομοθέτη (γιατί η στρατιωτική ζωή συμβάλλει στην απόκτηση πολλών αρετών). Ενώ τις γυναίκες, λένε, προσπάθησε βεβαίως ο Λυκούργος να τις υπαγάγει στους νόμους, όταν όμως αυτές εναντιώθηκαν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει». Για να ολοκληρώσει: «Όπως ακριβώς ο άντρας και η γυναίκα είναι μέρη της οικογένειας, έτσι είναι φανερό ότι πρέπει να δεχτούμε ότι και η πολιτεία κατά κάποιο τρόπο διαιρείται σε δυο μέρη, στον αντρικό και το γυναικείο πληθυσμό, ώστε σε όσα πολιτεύματα η σχετική με τις γυναίκες νομοθεσία είναι ανεπαρκής, πρέπει να ομολογήσουμε ότι η μισή πολιτεία είναι ουσιαστικά χωρίς νομοθετικό πλαίσιο. Αυτό ακριβώς συνέβη εκεί, δηλαδή στη Σπάρτη. Διότι, αν και ο νομοθέτης θέλει να γίνει όλος ο πληθυσμός της πολιτείας ανθεκτικός στις δυσκολίες, το έπραξε αυτό προφανώς μόνο για τους άντρες, ενώ για τις γυναίκες δε φρόντισε. Διότι ζουν κατά τρόπο αχαλίνωτο και μαλθακό». «Η Σπαρτιάτισσα ήταν σχεδόν πλήρως ισότιμη με το Σπαρτιάτη και δεν καθόταν κλεισμένη στο σπίτι της, όπως η κακόμοιρη η Αθηναία, αλλά εν πολλοίς και η σημερινή Νεοελληνίδα. Έπαιρνε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή, είχε λόγο για όλα και κανείς σύζυγος δεν κατάφερε να της καθίσει στο σβέρκο».
Ο Αριστοτέλης εκπροσωπώντας μάλλον την αθηναϊκή αντίληψη σχετικά με τη γυναίκα αδυνατεί να καταλάβει τη σπαρτιατική συμπεριφορά. Την ελευθερία των γυναικών την αντιλαμβάνεται μόνο ως πηγή κινδύνων και συμφορών. Όσο για τη γενναιότητα της Σπαρτιάτισσας, ο Αριστοτέλης παρουσιάζει μια εντελώς διαφορετική εικόνα: «Και ενώ η θρασύτητα δεν είναι χρήσιμη σε καμία από τις καθημερινές ασχολίες, παρά μόνο, αν αυτό αληθεύει, στον πόλεμο, οι γυναίκες των Σπαρτιατών και σ’ αυτό το πεδίο προκάλεσαν μεγάλη ζημιά. Και το έδειξαν κατά την εισβολή των Θηβαίων. Όχι μόνο δεν πρόσφεραν τίποτε, όπως εντούτοις συμβαίνει σε άλλες πολιτείες, αλλά προκάλεσαν μεγαλύτερη σύγχυση απ’ ό,τι οι εχθροί». Όμως ο Αριστοτέλης δεν περιορίζεται μόνο σ’ αυτά. Προχωρά ακόμη περισσότερο θεωρώντας τη γυναίκα υπεύθυνη για τη φιλαργυρία και εξεγείρεται για την άνιση διανομή του πλούτου, που πλέον έχει περιπέσει στα χέρια των γυναικών: «Οι κακές όμως καταστάσεις σχετικά με τις γυναίκες δε φαίνεται να συνιστούν, καθώς ήδη ελέχθη, μόνον απρέπεια για το ίδιο το πολίτευμα, αλλά φαίνεται να προκαλούν σ’ έναν βαθμό και αύξηση της φιλοχρηματίας». Και συμπληρώνει: «Και έτσι σχεδόν τα δύο πέμπτα της χώρας, δηλαδή της εγγείου ιδιοκτησίας, ανήκουν στις γυναίκες και επειδή πολλές είναι μοναδικές κληρονόμοι και επειδή συμβαίνει να δίνουν (ενν. στις γυναίκες) μεγάλες προίκες. Και βεβαίως θα ήταν καλύτερα να οριστεί ή να μη δίνεται καθόλου προίκα ή να δίνεται μικρή ή μέτρια».
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης αδυνατεί να προσεγγίσει τις γυναίκες με ισότιμο τρόπο. Το ότι κατέχουν τα δύο πέμπτα της γης του φαίνεται αδιανόητο, ενώ παραδέχεται ότι αποτελούν το ήμισυ του πληθυσμού. (Θα έλεγε κανείς ότι δικαιούνταν τα δυόμιση πέμπτα). Τις θεωρεί μάλλον ανάξιες εμπιστοσύνης και πηγή κακών. Ο τρόπος της διανομής της γης – που, κατά τον Αριστοτέλη, ευνοεί τις γυναίκες – είναι η βασικότερη αιτία της μείωσης του πληθυσμού: «Λοιπόν, αν και η χώρα μπορούσε να θρέψει χίλιους πεντακόσιους ιππείς και τριάντα χιλιάδες οπλίτες, είχε λιγότερους από χίλιους λένε ότι κάποτε οι Σπαρτιάτες έφταναν τις δέκα χιλιάδες. Αλλά είτε αυτά αληθεύουν είτε όχι είναι καλύτερα να εξασφαλίζει η πόλη τον ανδρικό πληθυσμό της με την εξισωτική κατανομή της περιουσίας». Η θέση που διεκδίκησε και πέτυχε η Σπαρτιάτισσα μέσα στην κοινωνία είναι προφανές ότι ενοχλεί τον Αριστοτέλη. Οι απόψεις αυτές προδίδουν ότι δεν επιχείρησε να εμβαθύνει στις σχέσεις των δύο φύλων, ούτε ασχολήθηκε ποτέ σοβαρά με την γυναικεία προσωπικότητα. Ο Jostein Gaarder σχολιάζει: «Είναι εκπληκτικό και ταυτόχρονα λυπηρό το γεγονός ότι ένας τόσο έξυπνος άνθρωπος μπόρεσε να κάνει τέτοια χοντρά λάθη, όσον αφορά στις σχέσεις των δύο φίλων. Δείχνει, όμως, δύο πράγματα: πρώτον, ότι ο Αριστοτέλης δεν είχε πείρα από τη ζωή των γυναικών και των παιδιών, και δεύτερον, πόσο στραβά μπορούν να πάνε τα πράγματα, όταν οι άντρες διεκδικούν για τον εαυτό τους την αποκλειστικότητα στη φιλοσοφία και στην επιστήμη».
Εξετάζοντας τη θέση της γυναίκας στην Αθήνα και τη Σπάρτη επικαλείται τον όρο “εσωτερική δημοκρατία”, που εμπεριέχει και το αντίθετό του, την “εσωτερική δικτατορία”: «το κράτος των Λακεδαιμονίων δεν ήταν ούτε αντιδραστικό ούτε προοδευτικό, όπως θα λέγαμε με τη σύγχρονη γλώσσα. Ήταν ολιγαρχικό και στρατοκρατικό, αλλά με μια αξιοθαύμαστη “εσωτερική δημοκρατία”. Που όμως επειδή αφορούσε λίγους, δεν ήταν ακριβώς δημοκρατία, δηλαδή εξουσία του λαού. Πάντως, το καινούργιο που προσφέρει η Σπάρτη στη σύγχρονη σκέψη είναι ακριβώς η έννοια της “εσωτερικής δημοκρατίας” (τα κόμματα τη λένε “εσωκομματική δημοκρατία”). Η εσωτερική δημοκρατία αναφέρεται σε μικρές και κλειστές κοινωνικές ομάδες, όπως για παράδειγμα η οικογένεια. Μια Σπαρτιάτισσα ποτέ δε θα τα σήκωνε κάτι τέτοια (εννοείται υποτιμητικές κι εξουσιαστικές συμπεριφορές), προσιδιάζοντα στην “εσωτερική δικτατορία” – γιατί υπάρχει και τέτοια, και λειτουργεί ερήμην της εξωτερικής δημοκρατίας οι Σπαρτιάτες, ενώ ήταν δημοκράτες στο “σπίτι” τους, δεν τα κατάφερναν να γίνουν και εκτός αυτού. Ακριβώς το αντίθετο με τους Αθηναίους, που δεν ήταν καθόλου δημοκράτες στο σπίτι τους, αλλά ήταν άψογοι δημοκράτες εκτός αυτού. Προσωπικά, αν με ρωτάτε, χρειάζομαι και τις δύο μορφές δημοκρατίας. Γι’ αυτό και αγαπώ τους Σπαρτιάτες, όσο και τους Αθηναίους».
Αριστοτέλης, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΠΛΑΤΩΝ, ΑΛΚΙΒΙΑΔΗΣ Β΄
ΠΛ Αλκ2 141c–143a
Ο Σωκράτης συζητά με τον Αλκιβιάδη για τη σημασία που έχει να προσέχει κανείς τι ζητά με τις προσευχές του από τους θεούς, καθώς πολύ συχνά πρόκειται για πράγματα που τελικά του προξενούν συμφορές. Ο Αλκιβιάδης παραδέχτηκε, μάλιστα, ότι δεν θα ήθελε να του προσφερθεί το αξίωμα του τυράννου όλης της Ευρώπης, σε περίπτωση που γνώριζε εκ των προτέρων ότι το τίμημα θα ήταν η ψυχή του ή η κακή και επιβλαβής χρήση του αξιώματος. Τότε ο Σωκράτης παρατηρεί:
ΣΩ. Ὁρᾷς οὖν ὡς οὐκ ἀσφαλὲς οὔτε τὰ διδόμενα εἰκῇ
δέχεσθαί τε οὔτε αὐτὸν εὔχεσθαι γενέσθαι, εἴ γέ τις
[141d] βλάπτεσθαι μέλλοι διὰ ταῦτα ἢ τὸ παράπαν τοῦ βίου
ἀπαλλαγῆναι. πολλοὺς δ’ ἂν ἔχοιμεν εἰπεῖν, ὅσοι τυραν-
νίδος ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ σπουδάσαντες τοῦτ’ αὐτοῖς
παραγενέσθαι, ὡς ἀγαθόν τι πράξαντες, διὰ τὴν τυραννίδα
ἐπιβουλευθέντες τὸν βίον ἀφῃρέθησαν. οἶμαι δέ σε οὐκ
ἀνήκοον εἶναι ἔνιά γε χθιζά τε καὶ πρωϊζὰ γεγενημένα,
ὅτε Ἀρχέλαον τὸν Μακεδόνων τύραννον τὰ παιδικά, ἐρα-
σθέντα τῆς τυραννίδος οὐθὲν ἧττον ἤπερ ἐκεῖνος τῶν παι-
δικῶν, ἀπέκτεινε τὸν ἐραστὴν ὡς τύραννός τε καὶ εὐδαίμων
[141e] ἀνὴρ ἐσόμενος· κατασχὼν δὲ τρεῖς ἢ τέτταρας ἡμέρας τὴν
τυραννίδα πάλιν αὐτὸς ἐπιβουλευθεὶς ὑφ’ ἑτέρων τινῶν
ἐτελεύτησεν. ὁρᾷς δὴ καὶ τῶν ἡμετέρων πολιτῶν ―ταῦτα
γὰρ οὐκ ἄλλων ἀκηκόαμεν, ἀλλ’ αὐτοὶ παρόντες οἴδαμεν―
[142a] ὅσοι στρατηγίας ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ τυχόντες αὐτῆς οἱ
μὲν ἔτι καὶ νῦν φυγάδες τῆσδε τῆς πόλεώς εἰσιν, οἱ δὲ
τὸν βίον ἐτελεύτησαν· οἱ δὲ ἄριστα δοκοῦντες αὐτῶν πράτ-
τειν διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες καὶ φόβων οὐ μόνον
ἐν ταύτῃ τῇ στρατηγίᾳ, ἀλλ’ ἐπεὶ εἰς τὴν ἑαυτῶν κατῆλθον,
ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν
ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων διετέλεσαν, ὥστε ἐνίους
αὐτῶν εὔχεσθαι ἀστρατηγήτους εἶναι μᾶλλον ἢ ἐστρατηγη-
[142b] κέναι. εἰ μὲν οὖν ἦσαν οἱ κίνδυνοί τε καὶ πόνοι φέροντες
εἰς ὠφέλειαν, εἶχεν ἄν τινα λόγον· νῦν δὲ καὶ πολὺ τοὐ-
ναντίον. εὑρήσεις δὲ καὶ περὶ τέκνων τὸν αὐτὸν τρόπον,
εὐξαμένους τινὰς ἤδη γενέσθαι καὶ γενομένων εἰς συμφοράς
τε καὶ λύπας τὰς μεγίστας καταστάντας. οἱ μὲν γὰρ
μοχθηρῶν διὰ τέλους ὄντων τῶν τέκνων ὅλον τὸν βίον
λυπούμενοι διήγαγον· τοὺς δὲ χρηστῶν μὲν γενομένων,
[142c] συμφοραῖς δὲ χρησαμένων ὥστε στερηθῆναι, καὶ τούτους
οὐδὲν εἰς ἐλάττονας δυστυχίας καθεστηκότας ἤπερ ἐκείνους
καὶ βουλομένους ἂν ἀγένητα μᾶλλον εἶναι ἢ γενέσθαι.
ἀλλ’ ὅμως τούτων τε καὶ ἑτέρων πολλῶν ὁμοιοτρόπων τού-
τοις οὕτω σφόδρα καταδήλων ὄντων, σπάνιον εὑρεῖν ὅστις
ἂν ἢ διδομένων ἀπόσχοιτο ἢ μέλλων δι’ εὐχῆς τεύξεσθαι
παύσαιτο ἂν εὐχόμενος· οἱ δὲ πολλοὶ οὔτε ἂν τυραννίδος
διδομένης ἀπόσχοιντο ἂν οὔτε στρατηγίας οὐδ’ ἑτέρων
[142d] πολλῶν, ἃ παρόντα βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, ἀλλὰ κἂν
εὔξαιντο ἂν γενέσθαι, εἴ τῳ μὴ παρόντα τυγχάνει· ὀλίγον
δὲ ἐπισχόντες ἐνίοτε παλινῳδοῦσιν, ἀνευχόμενοι ἅττ’ ἂν
τὸ πρῶτον εὔξωνται. ἐγὼ μὲν οὖν ἀπορῶ μὴ ὡς ἀληθῶς
μάτην θεοὺς ἄνθρωποι αἰτιῶνται, ἐξ ἐκείνων φάμενοι
κακά σφισιν εἶναι· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν εἴτε ἀτα-
σθαλίαισιν εἴτε ἀφροσύναις χρὴ εἰπεῖν, ὑπὲρ μόρον
[142e] ἄλγε’ ἔχουσι. κινδυνεύει γοῦν, ὦ Ἀλκιβιάδη, φρόνιμός
τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ποιητής, ὃς δοκεῖ μοι φίλοις ἀνοήτοις
τισὶ χρησάμενος, ὁρῶν αὐτοὺς καὶ πράττοντας καὶ εὐχο-
μένους ἅπερ οὐ βέλτιον ἦν, ἐκείνοις δὲ ἐδόκει, κοινῇ ὑπὲρ
ἁπάντων αὐτῶν εὐχὴν ποιήσασθαι· λέγει δέ πως ὡδί―
[143a] Ζεῦ βασιλεῦ, τὰ μὲν ἐσθλά, φησί, καὶ εὐχομένοις
καὶ ἀνεύκτοις
ἄμμι δίδου, τὰ δὲ δειλὰ καὶ εὐχομένοις ἀπαλέξειν
κελεύει. ἐμοὶ μὲν οὖν καλῶς δοκεῖ καὶ ἀσφαλῶς λέγειν ὁ
ποιητής· σὺ δ’ εἴ τι ἐν νῷ ἔχεις πρὸς ταῦτα, μὴ σιώπα.
ΠΛ Αλκ2 141c–143a
Οι άνθρωποι εύχονται συχνά να αποκτήσουν αγαθά που τελικά τους προκαλούν δυστυχία
Ο Σωκράτης συζητά με τον Αλκιβιάδη για τη σημασία που έχει να προσέχει κανείς τι ζητά με τις προσευχές του από τους θεούς, καθώς πολύ συχνά πρόκειται για πράγματα που τελικά του προξενούν συμφορές. Ο Αλκιβιάδης παραδέχτηκε, μάλιστα, ότι δεν θα ήθελε να του προσφερθεί το αξίωμα του τυράννου όλης της Ευρώπης, σε περίπτωση που γνώριζε εκ των προτέρων ότι το τίμημα θα ήταν η ψυχή του ή η κακή και επιβλαβής χρήση του αξιώματος. Τότε ο Σωκράτης παρατηρεί:
ΣΩ. Ὁρᾷς οὖν ὡς οὐκ ἀσφαλὲς οὔτε τὰ διδόμενα εἰκῇ
δέχεσθαί τε οὔτε αὐτὸν εὔχεσθαι γενέσθαι, εἴ γέ τις
[141d] βλάπτεσθαι μέλλοι διὰ ταῦτα ἢ τὸ παράπαν τοῦ βίου
ἀπαλλαγῆναι. πολλοὺς δ’ ἂν ἔχοιμεν εἰπεῖν, ὅσοι τυραν-
νίδος ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ σπουδάσαντες τοῦτ’ αὐτοῖς
παραγενέσθαι, ὡς ἀγαθόν τι πράξαντες, διὰ τὴν τυραννίδα
ἐπιβουλευθέντες τὸν βίον ἀφῃρέθησαν. οἶμαι δέ σε οὐκ
ἀνήκοον εἶναι ἔνιά γε χθιζά τε καὶ πρωϊζὰ γεγενημένα,
ὅτε Ἀρχέλαον τὸν Μακεδόνων τύραννον τὰ παιδικά, ἐρα-
σθέντα τῆς τυραννίδος οὐθὲν ἧττον ἤπερ ἐκεῖνος τῶν παι-
δικῶν, ἀπέκτεινε τὸν ἐραστὴν ὡς τύραννός τε καὶ εὐδαίμων
[141e] ἀνὴρ ἐσόμενος· κατασχὼν δὲ τρεῖς ἢ τέτταρας ἡμέρας τὴν
τυραννίδα πάλιν αὐτὸς ἐπιβουλευθεὶς ὑφ’ ἑτέρων τινῶν
ἐτελεύτησεν. ὁρᾷς δὴ καὶ τῶν ἡμετέρων πολιτῶν ―ταῦτα
γὰρ οὐκ ἄλλων ἀκηκόαμεν, ἀλλ’ αὐτοὶ παρόντες οἴδαμεν―
[142a] ὅσοι στρατηγίας ἐπιθυμήσαντες ἤδη καὶ τυχόντες αὐτῆς οἱ
μὲν ἔτι καὶ νῦν φυγάδες τῆσδε τῆς πόλεώς εἰσιν, οἱ δὲ
τὸν βίον ἐτελεύτησαν· οἱ δὲ ἄριστα δοκοῦντες αὐτῶν πράτ-
τειν διὰ πολλῶν κινδύνων ἐλθόντες καὶ φόβων οὐ μόνον
ἐν ταύτῃ τῇ στρατηγίᾳ, ἀλλ’ ἐπεὶ εἰς τὴν ἑαυτῶν κατῆλθον,
ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν οὐδὲν
ἐλάττω τῆς ὑπὸ τῶν πολεμίων διετέλεσαν, ὥστε ἐνίους
αὐτῶν εὔχεσθαι ἀστρατηγήτους εἶναι μᾶλλον ἢ ἐστρατηγη-
[142b] κέναι. εἰ μὲν οὖν ἦσαν οἱ κίνδυνοί τε καὶ πόνοι φέροντες
εἰς ὠφέλειαν, εἶχεν ἄν τινα λόγον· νῦν δὲ καὶ πολὺ τοὐ-
ναντίον. εὑρήσεις δὲ καὶ περὶ τέκνων τὸν αὐτὸν τρόπον,
εὐξαμένους τινὰς ἤδη γενέσθαι καὶ γενομένων εἰς συμφοράς
τε καὶ λύπας τὰς μεγίστας καταστάντας. οἱ μὲν γὰρ
μοχθηρῶν διὰ τέλους ὄντων τῶν τέκνων ὅλον τὸν βίον
λυπούμενοι διήγαγον· τοὺς δὲ χρηστῶν μὲν γενομένων,
[142c] συμφοραῖς δὲ χρησαμένων ὥστε στερηθῆναι, καὶ τούτους
οὐδὲν εἰς ἐλάττονας δυστυχίας καθεστηκότας ἤπερ ἐκείνους
καὶ βουλομένους ἂν ἀγένητα μᾶλλον εἶναι ἢ γενέσθαι.
ἀλλ’ ὅμως τούτων τε καὶ ἑτέρων πολλῶν ὁμοιοτρόπων τού-
τοις οὕτω σφόδρα καταδήλων ὄντων, σπάνιον εὑρεῖν ὅστις
ἂν ἢ διδομένων ἀπόσχοιτο ἢ μέλλων δι’ εὐχῆς τεύξεσθαι
παύσαιτο ἂν εὐχόμενος· οἱ δὲ πολλοὶ οὔτε ἂν τυραννίδος
διδομένης ἀπόσχοιντο ἂν οὔτε στρατηγίας οὐδ’ ἑτέρων
[142d] πολλῶν, ἃ παρόντα βλάπτει μᾶλλον ἢ ὠφελεῖ, ἀλλὰ κἂν
εὔξαιντο ἂν γενέσθαι, εἴ τῳ μὴ παρόντα τυγχάνει· ὀλίγον
δὲ ἐπισχόντες ἐνίοτε παλινῳδοῦσιν, ἀνευχόμενοι ἅττ’ ἂν
τὸ πρῶτον εὔξωνται. ἐγὼ μὲν οὖν ἀπορῶ μὴ ὡς ἀληθῶς
μάτην θεοὺς ἄνθρωποι αἰτιῶνται, ἐξ ἐκείνων φάμενοι
κακά σφισιν εἶναι· οἱ δὲ καὶ αὐτοὶ σφῇσιν εἴτε ἀτα-
σθαλίαισιν εἴτε ἀφροσύναις χρὴ εἰπεῖν, ὑπὲρ μόρον
[142e] ἄλγε’ ἔχουσι. κινδυνεύει γοῦν, ὦ Ἀλκιβιάδη, φρόνιμός
τις εἶναι ἐκεῖνος ὁ ποιητής, ὃς δοκεῖ μοι φίλοις ἀνοήτοις
τισὶ χρησάμενος, ὁρῶν αὐτοὺς καὶ πράττοντας καὶ εὐχο-
μένους ἅπερ οὐ βέλτιον ἦν, ἐκείνοις δὲ ἐδόκει, κοινῇ ὑπὲρ
ἁπάντων αὐτῶν εὐχὴν ποιήσασθαι· λέγει δέ πως ὡδί―
[143a] Ζεῦ βασιλεῦ, τὰ μὲν ἐσθλά, φησί, καὶ εὐχομένοις
καὶ ἀνεύκτοις
ἄμμι δίδου, τὰ δὲ δειλὰ καὶ εὐχομένοις ἀπαλέξειν
κελεύει. ἐμοὶ μὲν οὖν καλῶς δοκεῖ καὶ ἀσφαλῶς λέγειν ὁ
ποιητής· σὺ δ’ εἴ τι ἐν νῷ ἔχεις πρὸς ταῦτα, μὴ σιώπα.
***
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνον ούτε τα διδόμενα να δέχεται κανείς ασυλλόγιστα ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν, αν βέβαια θα έμελλε να βλαφθή δι' αυτά ή όλως διόλου να απαλλαγή από την ζωήν. Πολλούς δε θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, όσοι επειδή επεθύμησαν να γίνουν τύραννοι μέχρι τούδε και εφρόντισαν να επιτύχουν τούτο, διότι ενόμιζαν ότι θα αποκτήσουν κάποιαν ευτυχίαν εξ αίτιας της τυραννίδος, εστερήθησαν της ζωής από επιβουλάς. Νομίζω δε ότι έχεις ακούσει μερικά πράγματα, τα οποία συνέβησαν εις το εγγύς παρελθόν, ότε τον Αρχέλαον, τον βασιλέα των Μακεδόνων, ο ευνοούμενός του, επειδή ερωτεύθη την βασιλείαν όχι ολιγώτερον, παρ' όσον εκείνος αυτόν, εφόνευσε τον εραστήν, με την ελπίδα ότι θα γίνη βασιλεύς και ευτυχής άνθρωπος· αφού δε εκράτησε την βασιλείαν τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εφονεύθη και αυτός από μερικούς άλλους, που τον επεβουλεύθησαν. Βλέπεις δε και από τους ιδικούς μας συμπολίτας ―διότι αυτά δεν έχομεν ακούσει από άλλους, αλλ' ημείς οι ίδιοι παρόντες τα είδαμεν― πόσοι μέχρι τούδε, επειδή επεθύμουν να γίνουν στρατηγοί και επέτυχον τούτο, άλλοι ακόμη και τώρα είναι εξόριστοι απ' αυτήν εδώ την πόλιν, άλλοι δε απέθαναν· άλλοι δ' απ' αυτούς, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ευρίσκοντο εις μεγίστην ευτυχίαν, αφού επέρασαν πολλούς κινδύνους και φόβους, όχι μόνον κατά το διάστημα της στρατηγίας αυτής, αλλ' αφού επέστρεψαν εις την πατρίδα των εξηκολούθησαν να υφίστανται πολιορκίαν από τους συκοφάντας ουδόλως κατωτέραν τής από τους εχθρούς, ώστε μερικοί απ' αυτούς να εύχωνται να μη εγίνοντο στρατηγοί μάλλον παρά να έχουν στρατηγήσει. Αν λοιπόν οι κίνδυνοι και οι κόποι έφερον εις ωφέλειαν, θα είχε το πράγμα κάποιαν δικαιολογίαν· τώρα όμως συμβαίνει και όλως το εναντίον. Θα εύρης δε και περί τέκνων κατά τον ίδιον τρόπον, ότι ηυχήθησαν μερικοί ήδη να αποκτήσουν τοιαύτα, και όταν εγεννήθησαν αυτά, κατήντησαν αυτοί εις τας πάρα πολύ μεγάλας συμφοράς και λύπας. Διότι άλλοι μεν, επειδή τα τέκνα των ήσαν μέχρι τέλους ελεεινά, επέρασαν την ζωήν των όλην με λύπας· άλλοι δε, επειδή τα τέκνα των έγιναν μεν καλά, αλλ' όμως περιέπεσαν εις συμφοράς, ώστε να τα στερηθούν, και ούτοι έχουν καταντήσει εις όχι ολιγωτέρας δυστυχίας παρά εκείνοι και θα ήθελαν να μη εγεννώντο μάλλον ταύτα παρά να γεννηθούν. Αλλ' όμως αν και είναι τόσον πολύ ολοφάνερα και αυτά και άλλα πολλά όμοια με αυτά, είναι σπάνιον να εύρωμεν άνθρωπον, όστις ή, αν εδίδοντο εις αυτόν, θα τα ηρνείτο ή, αν έμελλε δι' ευχής να τα επιτύχη, ήθελε παύσει να εύχεται. Οι περισσότεροι δε ούτε βασιλεία, αν τους εδίδετο, θα την ηρνούντο, ούτε στρατηγία ούτε άλλα πολλά, τα οποία, όταν τα έχωμεν, περισσότερον βλάπτουν ή ωφελούν∙ αλλά και θα ηύχοντο να γίνουν, αν τυχόν δεν τα είχαν. Αφού δε ολίγον σταματήσουν κάποτε, αναιρούν όσα την πρώτην φοράν τυχόν είχον ευχηθή. Εγώ λοιπόν απορώ μήπως αληθινά οι άνθρωποι αδίκως θεωρούν αίτιους τους θεούς, ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας εκείνων είναι τα κακά εις αυτούς· διότι και αυτοί οι ίδιοι είτε από τους υπερηφάνους τρόπους των είτε από τας ανοησίας των, πρέπει να ειπή κανείς, υποφέρουν δυστυχήματα, χωρίς να είναι της μοίρας των. Φαίνεται λοιπόν, Αλκιβιάδη, ότι ήτο πολύ φρόνιμος ο ποιητής εκείνος, όστις, επειδή μου φαίνεται είχε φίλους μερικούς ανοήτους και τους έβλεπεν ότι και έκαμναν και ηύχοντο όσα ακριβώς δεν τους συνέφεραν, εις εκείνους όμως εφαίνοντο καλά, έκαμε δημοσία χάριν όλων αυτών ανεξαιρέτως μίαν ευχήν. Λέγει δε περίπου τα εξής:
Θεέ μου βασιλεύ, τα μεν καλά, λέγει, και όταν τα ευχώμεθα και όταν δεν τα ευχώμεθα, να μας τα δίδης· τα κακά όμως, και όταν τα ζητούμεν προσευχόμενοι, να τα απομακρύνης από ημάς.
Εις εμέ λοιπόν ο ποιητής φαίνεται ότι ομιλεί καλώς και χωρίς λάθος· συ δε, αν έχης εις τον νουν σου καμμίαν αντίρρησιν προς αυτά, λέγε.
ΣΩ. ― Βλέπεις λοιπόν ότι δεν είναι ακίνδυνον ούτε τα διδόμενα να δέχεται κανείς ασυλλόγιστα ούτε ο ίδιος να εύχεται να γίνουν, αν βέβαια θα έμελλε να βλαφθή δι' αυτά ή όλως διόλου να απαλλαγή από την ζωήν. Πολλούς δε θα ηδυνάμεθα να είπωμεν, όσοι επειδή επεθύμησαν να γίνουν τύραννοι μέχρι τούδε και εφρόντισαν να επιτύχουν τούτο, διότι ενόμιζαν ότι θα αποκτήσουν κάποιαν ευτυχίαν εξ αίτιας της τυραννίδος, εστερήθησαν της ζωής από επιβουλάς. Νομίζω δε ότι έχεις ακούσει μερικά πράγματα, τα οποία συνέβησαν εις το εγγύς παρελθόν, ότε τον Αρχέλαον, τον βασιλέα των Μακεδόνων, ο ευνοούμενός του, επειδή ερωτεύθη την βασιλείαν όχι ολιγώτερον, παρ' όσον εκείνος αυτόν, εφόνευσε τον εραστήν, με την ελπίδα ότι θα γίνη βασιλεύς και ευτυχής άνθρωπος· αφού δε εκράτησε την βασιλείαν τρεις ή τέσσαρας ημέρας, εφονεύθη και αυτός από μερικούς άλλους, που τον επεβουλεύθησαν. Βλέπεις δε και από τους ιδικούς μας συμπολίτας ―διότι αυτά δεν έχομεν ακούσει από άλλους, αλλ' ημείς οι ίδιοι παρόντες τα είδαμεν― πόσοι μέχρι τούδε, επειδή επεθύμουν να γίνουν στρατηγοί και επέτυχον τούτο, άλλοι ακόμη και τώρα είναι εξόριστοι απ' αυτήν εδώ την πόλιν, άλλοι δε απέθαναν· άλλοι δ' απ' αυτούς, οι οποίοι ενόμιζαν ότι ευρίσκοντο εις μεγίστην ευτυχίαν, αφού επέρασαν πολλούς κινδύνους και φόβους, όχι μόνον κατά το διάστημα της στρατηγίας αυτής, αλλ' αφού επέστρεψαν εις την πατρίδα των εξηκολούθησαν να υφίστανται πολιορκίαν από τους συκοφάντας ουδόλως κατωτέραν τής από τους εχθρούς, ώστε μερικοί απ' αυτούς να εύχωνται να μη εγίνοντο στρατηγοί μάλλον παρά να έχουν στρατηγήσει. Αν λοιπόν οι κίνδυνοι και οι κόποι έφερον εις ωφέλειαν, θα είχε το πράγμα κάποιαν δικαιολογίαν· τώρα όμως συμβαίνει και όλως το εναντίον. Θα εύρης δε και περί τέκνων κατά τον ίδιον τρόπον, ότι ηυχήθησαν μερικοί ήδη να αποκτήσουν τοιαύτα, και όταν εγεννήθησαν αυτά, κατήντησαν αυτοί εις τας πάρα πολύ μεγάλας συμφοράς και λύπας. Διότι άλλοι μεν, επειδή τα τέκνα των ήσαν μέχρι τέλους ελεεινά, επέρασαν την ζωήν των όλην με λύπας· άλλοι δε, επειδή τα τέκνα των έγιναν μεν καλά, αλλ' όμως περιέπεσαν εις συμφοράς, ώστε να τα στερηθούν, και ούτοι έχουν καταντήσει εις όχι ολιγωτέρας δυστυχίας παρά εκείνοι και θα ήθελαν να μη εγεννώντο μάλλον ταύτα παρά να γεννηθούν. Αλλ' όμως αν και είναι τόσον πολύ ολοφάνερα και αυτά και άλλα πολλά όμοια με αυτά, είναι σπάνιον να εύρωμεν άνθρωπον, όστις ή, αν εδίδοντο εις αυτόν, θα τα ηρνείτο ή, αν έμελλε δι' ευχής να τα επιτύχη, ήθελε παύσει να εύχεται. Οι περισσότεροι δε ούτε βασιλεία, αν τους εδίδετο, θα την ηρνούντο, ούτε στρατηγία ούτε άλλα πολλά, τα οποία, όταν τα έχωμεν, περισσότερον βλάπτουν ή ωφελούν∙ αλλά και θα ηύχοντο να γίνουν, αν τυχόν δεν τα είχαν. Αφού δε ολίγον σταματήσουν κάποτε, αναιρούν όσα την πρώτην φοράν τυχόν είχον ευχηθή. Εγώ λοιπόν απορώ μήπως αληθινά οι άνθρωποι αδίκως θεωρούν αίτιους τους θεούς, ισχυριζόμενοι ότι εξ αιτίας εκείνων είναι τα κακά εις αυτούς· διότι και αυτοί οι ίδιοι είτε από τους υπερηφάνους τρόπους των είτε από τας ανοησίας των, πρέπει να ειπή κανείς, υποφέρουν δυστυχήματα, χωρίς να είναι της μοίρας των. Φαίνεται λοιπόν, Αλκιβιάδη, ότι ήτο πολύ φρόνιμος ο ποιητής εκείνος, όστις, επειδή μου φαίνεται είχε φίλους μερικούς ανοήτους και τους έβλεπεν ότι και έκαμναν και ηύχοντο όσα ακριβώς δεν τους συνέφεραν, εις εκείνους όμως εφαίνοντο καλά, έκαμε δημοσία χάριν όλων αυτών ανεξαιρέτως μίαν ευχήν. Λέγει δε περίπου τα εξής:
Θεέ μου βασιλεύ, τα μεν καλά, λέγει, και όταν τα ευχώμεθα και όταν δεν τα ευχώμεθα, να μας τα δίδης· τα κακά όμως, και όταν τα ζητούμεν προσευχόμενοι, να τα απομακρύνης από ημάς.
Εις εμέ λοιπόν ο ποιητής φαίνεται ότι ομιλεί καλώς και χωρίς λάθος· συ δε, αν έχης εις τον νουν σου καμμίαν αντίρρησιν προς αυτά, λέγε.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)