Ο Μωάμεθ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη διχόνοια μεταξύ των δύο δεσποτών, αδελφών Θωμά και Δημητρίου Παλαιολόγων, και κατέλαβε χωρίς σοβαρή αντίσταση τη χώρα. Μετά την οριστική κατάληψη της Πελοποννήσου, οι Έλληνες «ησύχασαν» για δύο περίπου χρόνια. Το 1463 όμως ξέσπασε ο Α΄ Ενετοτουρκικός Πόλεμος, κατά τον οποίο οι Έλληνες συντάχτηκαν στο πλευρό των Ενετών.
Οι σχέσεις μεταξύ Ενετών και Τούρκων είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται αμέσως μετά την υποταγή της Πελοποννήσου στους τελευταίους. Η αφορμή για την έκρηξη του πολέμου δόθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι, υπό τον πασά της Αθήνας, κυρίευσαν το ενετοκρατούμενο Άργος.
Οι Ενετοί είχαν πληροφορηθεί τις προθέσεις των Τούρκων, και ήδη από τις 25 Ιανουαρίου 1463 μοίρα του στόλου τους είχε αποπλεύσει από την πόλη με κατεύθυνση την Ελλάδα. Ο Ενετός ναύαρχος Λουδοβίκος Λορενδάνος έφτασε επικεφαλής ισχυρής δύναμης στον Αργολικό κόλπο και ζήτησε από τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το Άργος. Η άρνηση του Τούρκου διοικητή ανάγκασε τον Ενετό να αρχίσει τις επιχειρήσεις.
Υπό τη διοίκηση του Μπερτόλδου ντ’ Έστε, τα ενετικά στρατεύματα κινήθηκαν από το Ναύπλιο κατά του Άργους. Και οι Τούρκοι όμως πολιόρκησαν την Ναύπακτο και επιτέθηκαν κατά της Μεθώνης. Με την έναρξη του πολέμου οι Ενετοί δημοσίευσαν προκήρυξη με την οποία καλούσαν τους Έλληνες να ταχθούν μαζί τους στον αγώνα κατά του «άπιστου εχθρού». Οι Έλληνες του Μοριά δεν δυσκολεύτηκαν να πειστούν.
Οι Σπαρτιάτες, υπό τον Μιχαήλ Ράλλη, οι Αρκάδες, υπό τον Πέτρο Μπούα, και οι Μανιάτες, υπό τον Κροκόδειλο (ή Κροκόνδειλο) Κλαδά, τάχθηκαν ολόψυχα υπέρ των Ενετών και δέχθηκαν να παράσχουν κάθε συνδρομή στον αγώνα για την εκδίωξη των Τούρκων.
Αμέσως δε άρχισαν τις επιχειρήσεις. Ο Ράλλης και οι άνδρες του κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από την παλαιά πρωτεύουσα του δεσποτάτου, το Μιστρά. Επίσης απελευθερώθηκε και η Βοστίτσα (Αίγιο) και ολόκληρη η Μάνη ξεσηκώθηκε.
Με τις σημαίες με τον αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό, αλλά και με την πρώτη γαλανόλευκη σημαία επικεφαλής, οι Μανιάτες του Κλαδά εξεδίωξαν τους Τούρκους από τη νοτιοανατολική Πελοπόννησο.
Την ίδια ώρα, οι Ενετοί, με τους οποίους είχαν συμπράξει και σπαρτιατικά και αρκαδικά τμήματα, επιτέθηκαν στο Άργος και κατέλαβαν την πόλη. Λίγο αργότερα και το ισχυρό φρούριο της πόλης, η Λάρισα, έπεσε στα χέρια των επαναστατών.
Ύστερα από τις επιτυχίες αυτές, ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός της Κορίνθου και της Πάτρας, είχε απελευθερωθεί. Οι σύμμαχοι λοιπόν αποφάσισαν να καταλάβουν και τα δύο τελευταία τουρκικά ερείσματα στην Πελοπόννησο.
Κατά της Πάτρας εξεστράτευσαν ελληνικές και ενετικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Μιχαήλ Ράλλη και τον Ενετό Μπαρμπαρίγο.
Τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα των Πατρών, υπό τον Ομάρ μπέη, εξήλθαν της πόλης και προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τα συμμαχικά στρατεύματα σε κατά παράταξη μάχη. Στη μάχη όμως που ακολούθησε, οι Έλληνες του Ράλλη υπερέβαλαν εαυτούς και συνέτριψαν τους Τούρκους. O Eνετός στρατηγός επέμεινε τότε ότι πρέπει να αναληφθεί καταδίωξη κατά των ηττημένων Τούρκων. Όταν δε ο Ράλλης του δήλωσε ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν παρακινδυνευμένη, λόγω και της μορφολογίας του εδάφους, αυτός τον κατηγόρησε για απιστία, αν όχι για δειλία.
Η προσβολή ήταν πολύ βαριά για την ελληνική φιλοτιμία. Έτσι ο Ράλλης διέταξε τους άνδρες του να καταδιώξουν τους διαφυγόντες Τούρκους στις ορεινές ατραπούς. Όπως ήταν φυσικό, η πρόβλεψη του Έλληνα οπλαρχηγού δυστυχώς επαληθεύτηκε.
Ο Ομάρ πασάς, αντιλαμβανόμενος το σφάλμα των εχθρών του, αναδιοργάνωσε τα τμήματά του και εκτέλεσε επιθετική επιστροφή, κατά των διασκορπισμένων, στα ορεινά μονοπάτια ελληνικών και –ελάχιστων– ενετικών δυνάμεων. Οι χριστιανικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν και τμηματικά εξοντώθηκαν. Ο Ενετός υπαίτιος της καταστροφής Μπαρμαρίγο υπήρξε και τώρα τυχερός και σκοτώθηκε στη μάχη.
Ο ήρωας Μιχαήλ Ράλλης όμως έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των βαρβάρων και, αφού υπέστη τα πάνδεινα, θανατώθηκε μαρτυρικά με παλούκωμα. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ο καθηγητής του Παντείου Πανεπιστημίου Νεοκλής Σαρρής αναφέρει σε ένα από τα βιβλία του την τουρκική επιδεξιότητα στο μαρτύριο του παλουκώματος ή σουβλίσματος.
Οι Τούρκοι δήμιοι ήσαν τόσο έμπειροι, ώστε εκτελούσαν το σούβλισμα, χωρίς να πειράξουν κάποιο ζωτικό όργανο του θύματός τους, έτσι ώστε να παρατείνουν όσο το δυνατόν το μαρτύριό του. Πολλές φορές μάλιστα άλειφαν με πίσα τον μάρτυρα και τον… σιγόψηναν στη φωτιά!
Η συμφορά στην Πάτρα (1466) είχε δυστυχώς και συνέχεια. Και η εκστρατεία κατά της Κορίνθου, και ιδίως κατά του τρομερού φρουρίου του Ακροκορίνθου, απέτυχε οικτρά. Οι Τούρκοι απέστειλαν ισχυρές ενισχύσεις και σε μάχη έξω από την πόλη νίκησαν τα ελληνοενετικά στρατεύματα σε αιματηρότατη μάχη, με μεγάλες απώλειες και για τις δύο παρατάξεις.
Τότε ο Ενετός αρχιστράτηγος Μπερτόλντο ντ’ Έστε αποφάσισε να αναστυλώσει το παλαιό τείχος του Εξαμιλίου, έτσι ώστε να αποκλειόταν η αποστολή και νέων τουρκικών ενισχύσεων προς την Πελοπόννησο. Οι ελληνοενετικές λοιπόν δυνάμεις, μαζί με 30.000 περίπου πολίτες, κατόρθωσαν μέσα σε δύο εβδομάδες να ξαναχτίσουν το Εξαμίλιον με 136 πύργους. Πριν την ολοκλήρωση των εργασιών, έφτασαν απέναντί του 10.000 Τούρκοι υπό τον Ομάρ πασά.
Δεν αποτόλμησαν όμως επίθεση κατά του τείχους. Επρόκειτο για δύναμη-προπομπό. Θα ακολουθούσαν και άλλες εχθρικές δυνάμεις. Στο μεταξύ ο ντ’ Έστε, καλυπτόμενος από το Εξαμίλιον, αποφάσισε να επαναλάβει την επίθεση κατά του Ακροκορίνθου.
Πράγματι, οι Ενετοί και οι Έλληνες επαναστάτες επιτέθηκαν στο οχυρό, αλλά αποκρούστηκαν και, σαν να μην έφτανε αυτό, ο γενναίος Μπερτόλτο ντ’ Έστε επλήγη από ένα λίθο και πέθανε λίγες μέρες αργότερα από το τραύμα του.
Την ίδια ώρα έφταναν απέναντι από το Εξαμίλιον 80.000 επιπλέον Τούρκοι. Ενώπιον τέτοιου μεγέθους απειλής, οι Ενετοί, μη διαθέτοντες παρά μικρές δυνάμεις, εγκατέλειψαν αμαχητί το τείχος, ήραν την πολιορκία του Ακροκορίνθου και κατέφυγαν στο Ναύπλιο, εγκαταλείποντας τους Έλληνες στην τύχη τους. Υπό τον Μαχμούτ πασά, οι χιλιάδες Τούρκοι εισέβαλαν ανενόχλητοι στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν και το Άργος, προβαίνοντες στις συνήθεις θηριωδίες κατά του πληθυσμού.
Παρά τη συνθήκη παράδοσης της πόλης, 70 Ενετοί στρατιώτες της φρουράς του Άργους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη σιδηροδέσμιοι, και 60 Κρήτες αρκεβουζιοφόροι εκτελέστηκαν.
Ύστερα από τις αναίμακτες αυτές επιτυχίες, ο Μαχμούτ στράφηκε κατά του Ναυπλίου. Εκεί όμως η επίθεσή του αναχαιτίστηκε και ο στρατός του υπέστη πλήγμα, μετρώντας 5.000 νεκρούς και πολλούς περισσότερους τραυματίες. Κατόπιν της συντριβής του, ο Μαχμούτ εγκατέλειψε την πολιορκία του Ναυπλίου και κινήθηκε προς το Λεοντάρι, και από εκεί διέταξε ένα απόσπασμα του στρατού να κινηθεί προς την Πάτρα, για να ανεφοδιάσει τις αποκλεισμένες τουρκικές φρουρές.
Ένα άλλο απόσπασμα εστάλη, υπό τον Ομάρ, για να λεηλατήσει τις ενετοκρατούμενες περιοχές. Και πράγματι, ο άγριος πασάς εκτέλεσε κατά γράμμα τις εντολές του προϊσταμένου του. Ιδιαίτερα σκληρά λεηλατήθηκε η περιοχή της Κορώνης, όπου οι Τούρκοι συνέλαβαν και 500 αιχμαλώτους, τους οποίους και έκοψαν στα δύο! (Συνήθως αυτό γινόταν με πριόνι).
Στο μεταξύ, οι Ενετοί ουσιαστικά εγκατέλειψαν την Πελοπόννησο, πλην τινών οχυρών. Ο πόλεμος όμως συνεχίστηκε. Μόνο που τώρα το βάρος του θα σήκωναν εξ ολοκλήρου οι Έλληνες. Ανενόχλητοι από τακτικά στρατεύματα, οι Τούρκοι προήλασαν έως τη Σπάρτη, καίγοντας και ρημάζοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.
Πολλές περιοχές υποτάχθηκαν, όχι όμως και οι πληθυσμοί τους. Αρκετοί, με επικεφαλής τους επιζώντες του στρατού του Μιχαήλ Ράλλη, κατέφυγαν στον Ταϋγετο. Εκεί άρχισαν να γεννιούνται τα κλέφτικα σώματα.
Ο πόλεμος όμως και η επανάσταση δεν περιορίστηκαν στην Πελοπόννησο. Ένας Έλληνας «πειρατής», ο αναφερόμενος ως Κομνηνός ο Πελοποννήσιος, με δύο μόνο πλοία, είχε καταπλεύσει στη Λήμνο, είχε τσακίσει την τουρκική φρουρά και είχε κυριεύσει το φρούριο του νησιού.
Οι μικρές του δυνάμεις όμως δεν του επέτρεπαν να διατηρεί ελπίδες ότι θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τυχόν τουρκική επίθεση. Έτσι ζήτησε την «προστασία» των Ενετών, παραχωρώντας τους την κυριαρχία της νήσου. Πράγματι, οι Ενετοί δέχθηκαν την πρόσκληση και απέστειλαν δύο ισχυρές ναυτικές μοίρες τους στο νησί, υπό τους Λορεντάνο και Ιουστινιάνη. Με ορμητήριο τη Λήμνο, οι Ενετοί επιτέθηκαν και κατά της Λέσβου.
Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν και, αποστέλλοντες μεγάλο στόλο, ανάγκασαν τους Ενετούς να άρουν την πολιορκία της Λέσβου. Αποχωρούντες, πάντως, οι Ενετοί πήραν μαζί τους και αρκετούς Έλληνες επαναστάτες της Λέσβου, σώζοντάς τους από τη μανία των Τούρκων.
Στο μεταξύ οι επιχειρήσεις συνεχίζονταν στην Πελοπόννησο. Ο νέος Ενετός αρχιστράτηγος Σιγισμούνδος Μαλατέστα, διάσημος κοντοτιέρος του καιρού του, επιχείρησε να καταλάβει το Μιστρά. Πράγματι, με ορμητική έφοδο, τα στρατεύματά του κατέλαβαν τις δύο οχυρωματικές γραμμές, από τις τρεις που προστάτευαν την πόλη.
Αδυνατώντας όμως να κάμψει την τουρκική αντίσταση, αναγκάστηκε να διακόψει την επιχείρηση και να επιστρέψει στην Ιταλία παίρνοντας μαζί του και τα λείψανα του Πλήθωνος Γεμιστού. Την ίδια ώρα, τα λείψανα του στρατού του Μιχαήλ Ράλλη και του Ιακώβου Μπαρμαρίγου υποχώρησαν προς την Καλαμάτα.
Έξω από την πόλη υποχρεώθηκαν να δώσουν νέα μάχη με τους Τούρκους, στην οποία επίσης ηττήθηκαν. Κατανικημένοι οι Ενετοί έσπευσαν τότε να ζητήσουν τη συνδρομή του πάπα, εκλιπαρώντας τον να κηρύξει μια νέα σταυροφορία.
Ο πάπας Παύλος Β’ όμως όχι μόνο δεν συνέδραμε τους Ενετούς, αλλά απείλησε με αφορισμό ακόμα και τους ιδιώτες που θα επιθυμούσαν να ενισχύσουν αυτούς, και κατ’ επέκταση τους Έλληνες.
Την ίδια απογοήτευση με τους Ενετούς δοκίμασε τότε και ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, ο ηγεμόνας της Αλβανίας Γεώργιος Καστριώτης, τον οποίο οι Τούρκοι αναφέρουν ως Σκεντέρμπεη. Ο Καστριώτης πολεμούσε τους Τούρκους επί τρεις δεκαετίες ήδη, όταν ζήτησε και αυτός τη συνδρομή του Βατικανού. Μη λαμβάνοντας ξεκάθαρες απαντήσεις, αποφάσισε να μεταβεί αυτοπροσώπως στη Ρώμη και να συνομιλήσει με τον πάπα.
Έχει διασωθεί η δραματική έκκληση που απήυθυνε στον ποντίφικα: «…Μετά την καταστροφή της Ασίας και της Ελλάδος, μετά τη σφαγή των ηγεμόνων της Κωνσταντινουπόλεως, της Τραπεζούντος, της Σερβίας, της Βοσνίας και της Μολδοβλαχίας, μετά την υποδούλωσιν της Πελοποννήσου και την λεηλασίαν του μείζονος μέρους της Μακεδονίας και της Ηπείρου, έμεινα μόνος εγώ, μετά του ανισχύρου και μικρού κράτους μου, με τους στρατιώτας μου εξηντλημένους εκ τόσων πολέμων, αποδεκατισμένους εκ τόσων μαχών, ώστε η Ήπειρος δεν διατηρεί πλέον ουδέν μέρος υγιές ίνα δεχθή νέας πληγάς και δεν απομένει πλέον αίμα ίνα χύσει υπέρ του χριστιανικού λαού… Εις αυτήν την Μακεδονία, την μητέρα τόσουτων ηγεμόνων και στρατηλατών, ουδέν άλλο μένει εκτός της ημετέρας ανδρείας και της αδαμάστου ψυχής μας. Δράμετε λοιπόν εις βοήθειαν μας, εφ’ όσον υπάρχει καιρός, διότι δεν θα παρέλθη πολύ και εις ταντίπεραν του Αδριατικού πελάγους δεν θα υπάρχουν πλέον αθληταί του Χριστού…»
Στις εκκλήσεις του Ηπειρώτη (και όχι Αλβανού, όπως πολλοί τον θέλουν) ηγεμόνα, το Βατικανό δεν απάντησε. Η προμαχούσα της Χριστιανοσύνης καθολική εκκλησία δεν προέβη στην παραμικρή κίνηση για την ενίσχυση των Χριστιανών, αλλά ορθοδόξων σχισματικών κατ’ αυτήν, Ελλήνων και Αλβανών.
Απογοητευμένος ο Καστριώτης άφησε τη Ρώμη και επέστρεψε στην πατρίδα. Γνώριζε ότι ήταν μόνος. Δεν παραιτήθηκε όμως του αγώνα. Συγκέντρωσε όσες δυνάμεις είχε και επιτέθηκε κατά των τουρκικών φρουρών στην περιοχή της Χαονίας – εκεί που στην αρχαιότητα κατοικούσε το ελληνικό ηπειρωτικό φύλο των Χαόνων.
Ο Καστριώτης συνέτριψε τους Τούρκους, προκαλώντας την οργή του σουλτάνου Μωάμεθ Β’, του γνωστού και ως Πορθητή. Κατά του ατρόμητου Ηπειρώτη εξεστράτευσε τότε ο ίδιος ο σουλτάνος, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο Καστριώτης όμως λίγο αργότερα αρρώστησε και πέθανε στην επίσης αρχαιοελληνική παράλια πόλη Λισσό (σημερινή Λέζα).
Ο θάνατος του Καστριώτη απάλλαξε τον Μωάμεθ από ένα μεγάλο αντίπαλο. Τώρα ο σουλτάνος μπορούσε ανενόχλητος να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του κατά των ενετικών κτήσεων στη νότια Ελλάδα.
Οι Ενετοί από την πλευρά τους, μη διαθέτοντες σοβαρές χερσαίες δυνάμεις και έχοντας λόγω της συμπεριφοράς τους εγκαταλειφθεί από τους Έλληνες οπλαρχηγούς, αποφάσισαν να πλήξουν τους Τούρκους με το στόλο τους. Ο Ενετός ναύαρχος Νικολό Κανάλε λεηλάτησε τα παράλια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και κυρίευσε την πόλη Αίνο στα θρακικά παράλια. Κατόπιν επέστρεψε στο ορμητήριό του, τη Χαλκίδα. Κατά αυτής ακριβώς της ενετικής βάσης στράφηκαν τώρα οι Τούρκοι.
Η Χαλκίδα ήταν άριστα οχυρωμένη. Τα τείχη της υπεράσπιζαν λίγοι Ενετοί στρατιώτες και οι Έλληνες κάτοικοί της. Υπό την προστασία του ισχυρού ενετικού στόλου η πόλη ήταν σχεδόν αδύνατο να κυριευτεί. Ο Μωάμεθ όμως ήταν αποφασισμένος να την καταλάβει. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις. Τον Ιούνιο του 1470 απέπλευσε από την Πόλη η τουρκική αρμάδα με 300 πλοία και 70.000 άνδρες πλήρωμα.
Παράλληλα, από τη βασιλεύουσα ξεκίνησε μια ακόμα τουρκική στρατιά 120.000 ανδρών με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο. Τα τουρκικά πλοία επιτέθηκαν πρώτα στην Ίμβρο, την οποία και κατέστρεψαν, και κατόπιν στη Λήμνο. Εκεί όμως οι Τούρκοι αποκρούστηκαν και, για να εκδικηθούν τους Έλληνες που πολεμούσαν με τους Ενετούς, επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τη Σύρο. Από τη Σύρο η αρμάδα του σουλτάνου κατέπλευσε στην Εύβοια και ελλιμενίστηκε στα Βασιλικά και στα Στείρα.
Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε ενώπιον των τειχών της πόλης και η τεράστια τουρκική στρατιά. Ο ενετικός στόλος, υπό τον Κανάλε, ναυλοχούσε εκείνο το διάστημα στη Σαλαμίνα. Αν και ο Ενετός ναύαρχος πληροφορήθηκε την προσέγγιση του τουρκικού στόλου, δεν έπραξε το παραμικρό για να τον εμποδίσει να αποκλείσει την Χαλκίδα, παρόλο που το μικρό πλάτος του Ευβοϊκού του το επέτρεπε.
Εξαιτίας της αδράνειας του Κανάλε, η Χαλκίδα τελικά υπέκυψε στις ορμητικές εφόδους των Τούρκων, παρά την ηρωική αντίσταση που προέβαλε η μικρή ενετική φρουρά και οι Έλληνες κάτοικοι (1470).
Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν με θαυμασμό τα κατορθώματα των ανδρών, αλλά και των γυναικών και των παιδιών της Χαλκίδος. Ενώπιον της τουρκικής αριθμητικής και υλικής όμως υπεροχής, τα κατορθώματα των αμυνόμενων έσωσαν μόνο την τιμή τους, όχι όμως και τη ζωή τους.
Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν φρενιασμένοι στην πόλη, έκαψαν, βίασαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν, σύμφωνα με το έθος της στέπας από όπου και έλκουν την καταγωγή τους. Όσοι στρατιώτες παραδόθηκαν, μαζί με τον διοικητή τους Παύλο Ερίτζο, θανατώθηκαν με φρικτό τρόπο, χωρίς ωστόσο οι δήμιοι του σουλτάνου να εξαντλήσουν την ελεεινή τους φαντασία. Μάταια διοργανώθηκε τότε, υπό τις διαταγές του ακαταπόνητου Έλληνα καρδιναλίου Βησσαρίωνα, μια σταυροφορία.
Ακόμα και τα λιγοστά πλοία που κατόρθωσε να συγκεντρώσει, αντί να επιτεθούν στους Τούρκους, έπληξαν τους Έλληνες! Τελικά, το 1479 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ενετών και Τούρκων, η οποία, ως συνήθως, άφηνε ακάλυπτους τους Έλληνες απέναντι στην εκδικητική μανία των Οθωμανών.
Αν όμως η γαληνοτάτη δημοκρατία της Αδριατικής είχε υπογράψει ειρήνη, ένας Έλληνας αρνήθηκε να την προσυπογράψη. Ήταν ο Κροκόνδειλος Κλαδάς…
Ο πρώτος επαναστάτης
Ο Κροκόδειλος (ή Κροκόνδειλος, ή Ακροκόδυλος) Κλαδάς ήταν γιος του Θεόδωρου Κλαδά, αξιωματικού στην υπηρεσία των Δεσποτών του Μιστρά. Γεννήθηκε το 1425 και αμέσως μόλις ανδρώθηκε ακολούθησε τα βήματα του πατέρα του και έγινε «στρατιώτης». Σήμερα ορισμένοι επιθυμούν να τον χαρακτηρίζουν Αλβανό, λόγω της καταγωγής της οικογένειας από τη Χιμάρα της Βόρειας Ηπείρου, ως η Χιμάρα να έπαψε ποτέ να κατοικείται από Έλληνες, έως και σήμερα.
Ο Κροκόνδειλος επέζησε της τουρκικής κατάκτησης της Πελοποννήσου και για λίγο σταμάτησε να πολεμά. Με την έκρηξη όμως του πρώτου τουρκοενετικού πολέμου, το 1463, πήρε και πάλι τα όπλα και πολέμησε, επικεφαλής σώματος στρατιωτών, υπέρ των Ενετών και κατά των Οθωμανών.
Ο Κροκόνδειλος πολέμησε άριστα καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Όταν όμως οι Ενετοί υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης με τον Μωάμεθ τον Πορθητή, διέταξαν και τους υπέρ αυτών πολεμήσαντες Έλληνες να σταματήσουν τις εχθροπραξίες (αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι η ιστορία του Κλαδά ταυτίζεται σχεδόν με αυτή του Λάμπρου Κατσώνη). Βάσει των όρων της συνθήκης, η Μάνη παραδιδόταν από τους Ενετούς στους Τούρκους.
Όπως ήταν φυσικό, ο όρος αυτός προκάλεσε οργή στους Λάκωνες, οι οποίοι είχαν ήδη αφειδώς χύσει το αίμα τους για την ελευθερία τους και τη Βενετία. Ο Κροκόνδειλος ήταν από την εποχή των Παλαιολόγων άρχοντας του κάστρου του Αγίου Γεωργίου. Όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Πελοπόννησο, ο ίδιος ο Μωάμεθ είχε επιχειρήσει να τον πάρει με το μέρος του, δελεάζοντάς τον με παροχές γαιών. Ο Κλαδάς τότε είχε προτιμήσει αντί των προσφορών του Τούρκου, να πολεμήσει για της ελευθερία της πατρίδας.
Εντάχθηκε στον ενετικό στρατό, στον οποίο ανακηρύχθηκε γενικός αρχηγός των Ελλήνων αρματολών (άνδρες των αρμάτων = πολεμιστές). Μετά την υπογραφή της κατάπτυστης συμφωνίας Ενετών-Τούρκων, ο Κλαδάς αποφάσισε να συνεχίσει τον πόλεμο. Δεν θα επέτρεπε ποτέ στους Τούρκους «να λερώσουν το χώμα της Μάνης»!
Δεν είχε καλά καλά στεγνώσει η μελάνη επί του επαίσχυντου εγγράφου, όταν ο Κλαδάς, στις 9 Οκτωβρίου του 1479, εγκατέλειψε την Κορώνη και, επικεφαλής στρατιωτικού σώματος 1.600 ανδρών, βάδισε προς τη Μάνη. Μόλις έφτασε εκεί, διακήρυξε την απόφασή του να συνεχίσει τον πόλεμο και κάλεσε τους Έλληνες στα όπλα, υψώνοντας το λάβαρο του, σημαία γαλάζια με ολόλευκο σταυρό στη μέση, πλάι στην κόκκινη πολεμική σημαία των Παλαιολόγων με τον δικέφαλο αετό (έμβλημα που επίσης καπηλεύτηκαν οι Βόρειοι γείτονες).
Χιλιάδες Έλληνες έσπευσαν με ενθουσιασμό να καταταγούν στον επαναστατικό στρατό του Κλαδά, ο οποίος μέσα σε έναν μήνα έφτασε να αριθμεί 16.000 μάχιμους, σύμφωνα με τις πηγές. Για να ενισχύσει τη θέληση του λαού, αλλά και για να εξαναγκάσει τους Ενετούς να αρχίσουν ξανά τον πόλεμο με τους Τούρκους, κήρυττε δημόσια ότι ενεργεί με τη σύμφωνη γνώμη της Βενετίας. Δεν δίστασε μάλιστα να υψώσει δίπλα στις ελληνικές σημαίες και αυτή του Αγίου Μάρκου.
Έχοντας συγκεντρώσει αρκετό στρατό, ο Κλαδάς κινήθηκε αρχικά προς απελευθέρωση των οχυρών της Μάνης, τα οποία οι Ενετοί είχαν παραχωρήσει στους Τούρκους. Με μεγάλο ενθουσιασμό και με την ιαχή «Κύριε, ελέησον», οι Έλληνες επιτέθηκαν στους Τούρκους και τους κατανίκησαν. Οι τουρκικές φρουρές στα χωριά Μάνη και Μεγαλοχώρι αφανίστηκαν, τα φρούρια του Τριγοφίλου και του Οιτύλου κατελήφθησαν και οι φρουρές τους εξοντώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν.
Οι πύργοι της Καστανιάς, της Γαστέλας, του Λεφτινιού, της Ανδρούσσας, του Βάσκου, της Πιάγας και του Παπαφίγγου κατελήφθησαν επίσης, όπως και οι ορεινές διαβάσεις του Μεγαλοβουνίου και της Μαίνας. Οι νίκες αυτές προκάλεσαν ρίγη ενθουσιασμού στους Έλληνες, αλλά και τρόμο στο σουλτάνο.
Ο μεγάλος φόβος του Μωάμεθ ήταν ότι η Βενετία βοηθούσε την εξέγερση. Εκείνη την εποχή οι Τούρκοι πολεμούσαν σκληρά και σε άλλα μέτωπα, στην Ανατολία κατά τουρκομανικών φύλων, στην Αίγυπτο κατά των Μαμελούκων και στη Μεσοποταμία κατά των Περσών. Άρα η έκρηξη νέου ενετοτουρκικού πολέμου θα ήταν άκρως επιζήμια, ίσως και μοιραία για την οθωμανική κυριαρχία.
Η Βενετία, όμως, επίσης εξαντλημένη από τον προηγηθέντα μακροχρόνιο πόλεμο, ξεκαθάρισε τη θέση στον σουλτάνο, δηλώνοντας ότι ουδεμία σχέση είχε με το κίνημα και ήταν μάλιστα πρόθυμη να βοηθήσει στην κατάπνιξή του! Ως δείγμα καλής θέλησης απέναντι στον Μωάμεθ, ο Ενετός διοικητής της Κορώνης Νικολό Κονταρίνι, συνέλαβε τη σύζυγο και τα παιδιά του Κλαδά, τα οποία ο Έλληνας αρματολός είχε αφήσει εκεί. θεωρώντας ότι θα είναι πιο ασφαλείς.
Κατόπιν εξέδωσαν προκήρυξη, με την οποία αποκήρυσσαν τον Κλαδά και απαγόρευαν, με την ποινή του θανάτου, στους Έλληνες υπηκόους της «γαληνοτάτης», να πολεμούν υπέρ του Κλαδά. Έχει διασωθεί το κείμενο της αποκήρυξης: «1480 Ιανουαρίου 23.
Η διαγωγή του Κροκοδείλου Κλαδά, ανθρώπου απιστοτάτου, σκανδαλωδεστάτου και ανατροπέως της ησυχίας της Μάνης, ανήκουσας εις τον Τούρκον κυρίαρχον είναι τοιαύτη, ώστε αμέσως η εν Κορώνη διοίκησίς μας εκήρυξεν αυτόν αντάρτην της ημετέρας αρχής. Αι δε περί του ανθρώπου τούτου και των πράξεων αυτού επιστολαί του άνω κυριάρχου εγχειρισθείσαι ημίν προ ολίγων ημερών δικαίως πρέπει να συγκινήσωσιν ημάς προς λήψιν καταλλήλων προβλεπτικών μέτρων τοιούτων, ώστε ο ίδιος Τούρκος κυρίαρχος να εννοήση εκ βεβαιοτάτης αποδείξεως την περί τούτου ημετέραν εγκάρδιον δυσαρέσκειαν» (έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του πρωτοτύπου).
Οι Ενετοί δεν περιορίστηκαν όμως σε αυτά, αλλά επικήρυξαν τον Κλαδά, δίδοντας αμοιβή 10.000 χρυσά νομίσματα –ποσό εξωφρενικά μεγάλο για την εποχή– σε όποιον παραδόσει στις ενετικές αρχές τον Κλαδά ζωντανό, για να τον παραδώσουν κατόπιν στους Τούρκους.
Έχοντας ησυχάσει από την «ενετική» απειλή, ο Μωάμεθ αποφάσισε να καταστείλει μόνος του την εξέγερση. Για το σκοπό αυτό διέταξε τον μπεηλέρμπεη Αλή Βούμικο να εκστρατεύσει κατά του Κλαδά. Ο Αλή Βούμικος, αφού συγκέντρωσε 6.000 επιπλέον άνδρες- οι πηγές δεν αναφέρουν τον ακριβή αριθμό του στρατού του Βούμικου- κίνησε από τον Μιστρά για τη Μάνη. Στις 16 Ιανουαρίου 1481 ο οθωμανικός στρατός εισέβαλε στη Μάνη και επιτέθηκε κατά του πύργου του Τριγοφίλου.
Τον πύργο υπεράσπιζαν τρεις μόνο στρατιώτες, ενώ εντός του είχαν βρει καταφύγιο και 16 άμαχοι, οι οποίοι φυσικά βοήθησαν στην άμυνα. Οι λιγοστοί Έλληνες αντιστάθηκαν όσο μπόρεσαν, αλλά στο τέλος ο πύργος κυριεύτηκε και όλοι όσοι βρίσκονταν σε αυτόν σφαγιάστηκαν. Μετά τη μεγάλη του νίκη, ο Βούμικος κινήθηκε στα ενδότερα της Μάνης, και στις 19 Ιανουαρίου προσέγγισε το Οίτυλο. Ο Κλαδάς όμως είχε συγκεντρώσει τις δυνάμεις του και δεν δίστασε να δώσει μάχη εκ παρατάξεως με τους αήττητους, έως τότε, Οθωμανούς.
Προστατευμένοι στο ορεινό έδαφος, οι πεζοί του Κλαδά, τοξότες στην πλειοψηφία τους, θέρισαν τους σπαχήδες του Βούμικου. Έτσι, όταν οι στρατιώτες του Κλαδά αντεπιτέθηκαν, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, αφήνοντας πίσω τους 700 νεκρούς και άγνωστο αριθμό τραυματιών. Ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων έναντι του κατακτητή, από την άλωση της Πόλης.
Ταπεινωμένος ο οθωμανικός στρατός σταμάτησε τη φυγή του, όταν έφτασε στα τείχη του Μιστρά. Στο μεταξύ, οι Ενετοί, σε μια αναλαμπή ανθρωπισμού, απέρριψαν την πρόταση του Μωάμεθ περί παραδόσεως σε αυτόν της οικογένειας του Κλαδά, αλλά έστειλαν τα μέλη της στη Βενετία, όπου και τα έκλεισαν στη φυλακή.
Παράλληλα, οι Ενετοί, για να είναι βέβαιοι ότι δεν θα δημιουργούνταν ζητήματα με τον Μωάμεθ, αποφάσισαν να αποστρατεύσουν τους περισσότερους από τους Έλληνες αρματολούς που είχαν στην υπηρεσία τους.
Ένας από αυτούς ήταν ο Θεόδωρος Μπούας (Μπουγάς ήταν το πραγματικό του όνομα). Ο Μπούας, οργισμένος με τους Ενετούς, εγκατέλειψε το Ναύπλιο, επικεφαλής 60 στρατιωτών, με σκοπό να ενωθεί με τον Κλαδά.
Αντί όμως να βαδίσει κατευθείαν προς τη Μάνη, πήγε πρώτα στο Άργος. Εκεί έστησε ενέδρα σε τουρκικό απόσπασμα, το οποίο και εξουδετέρωσε. Από τους Τούρκους, οι τρείς σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι 27 παραδόθηκαν.
Παρά τη συντριβή του στρατού, ο Μωάμεθ οργίστηκε μεν, δεν απογοητεύτηκε δε. Ανέθεσε τη διοίκηση νέας στρατιάς στον σαντζάκμπεη Αχμέτ, στου οποίου τη διάθεση έθεσε και επίλεκτους γενίτσαρους και ατάκτους αζάπηδες. Στις 16 Φεβρουαρίου 1481 ο Αχμέτ είχε στρατοπεδεύσει στο Μιστρά, έχοντας συγκεντρώσει τουλάχιστον 10.000 άνδρες.
Από την άλλη πλευρά, η θέση του Κλαδά εξασθενούσε. Πρώτα από όλα, την επανάσταση έβλαψε ιδιαιτέρως η διαμάχη μεταξύ του Κλαδά και του Μπούα και η αποχώρηση του τελευταίου από τη Μάνη. Αλλά και η στάση της Βενετίας είχε επηρεάσει πολλούς επαναστάτες, οι οποίοι έβλεπαν αννέφικτη την επιτυχία τους χωρίς τη βοήθεια μιας ξένης δύναμης. Έτσι σιγά σιγά η δύναμη του Κλαδά εξασθενούσε.
Ο Αχμέτ παρ’ όλα αυτά δεν απετόλμησε επίθεση, παρά μόνο στις 4 Απριλίου, όταν κατέπλευσε στα ύδατα της Μάνης και μια τουρκική γαλέρα. Η εμφάνισή της οδήγησε σε ακόμα μεγαλύτερη πτώση το ηθικό των επαναστατών, με συνέπεια να συρρικνωθεί περαιτέρω ο στρατός του Κλαδά.
Ο τελευταίος μπορούσε πλέον να στηρίζεται αποκλειστικά στους δικούς του στρατιώτες, ελαφρούς ιππείς και στους «ζαγραδόρους» (παραστάτες των εφίππων στρατιωτών) πεζούς του. Με τις δυνάμεις αυτές δεν μπορούσε καν να διανοηθεί να αντιμετωπίσει τον Αχμέτ μπέη. Ο Τούρκος όμως έκανε το λάθος να διαχωρίσει τις δυνάμεις του και να επιτεθεί μόνο με 2.000 γενιτσάρους και ιππείς κατά του χωριού Καστανιά.
Ο Κλαδάς αντεπιτέθηκε στο τουρκικό αυτό Σώμα -παρά το γεγονός ότι ακόμα και απέναντι σε αυτό οι δυνάμεις του υστερούσαν δραματικά σε αριθμό- και κατόρθωσε να το νικήσει. Οι Τούρκοι εξαπέλυσαν και νέες επιθέσεις. Η μάχη στο χωριό μαινόταν για ένα ολόκληρο μερόνυχτο. Στο τέλος, οι λιγοστοί Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Βρέθηκαν όμως αποκλεισμένοι από παντού, καθώς ένα ακόμα τουρκικό σώμα, με επικεφαλής τον βοεβόδα της Καλαμάτας, είχε κινηθεί στα νώτα των Ελλήνων.
Ακολούθησε πανικός, και ο επαναστατικός στρατός διαλύθηκε. Οι περισσότεροι πάντως άνδρες του διεσώθησαν, αφού κατόρθωσαν διασπάσουν τον τουρκικό κλοιό με μια απελπισμένη έφοδο. Ανάμεσα στους διασωθέντες ήταν και ο Κλαδάς, ο οποίος κατάφερε να ανασυγκροτήσει 50 μόλις άνδρες του. Οι υπόλοιποι Μανιάτες έσπευσαν προς τα χωριά τους για να τα υπερασπίσουν από τους εισβάλοντες Τούρκους.
Τις επόμενες ημέρες η στρατιά του Αχμέτ προήλασε χωρίς να αντιμετωπίζει οργανωμένη αντίσταση. Πολλά χωριά ξεθεμελιώθηκαν και οι κάτοικοι ανασκολοπίστηκαν. Ο Κλαδάς, στο μεταξύ, πολιορκούνταν μαζί με τους λιγοστούς άνδρες του σε έναν πύργο.
Για καλή του τύχη όμως είχαν φτάσει εκείνες τις ημέρες στη Μάνη τέσσερις (κατ’ άλλους, τρεις) γαλέρες του βασιλιά των Δύο Σικελιών Φερδινάνδου, φανατικού εχθρού των Τούρκων. Επικεφαλής δε του στολίσκου ήταν ένας καλός φίλος του Κλαδά, ο αναφερόμενος ως Γιάγκος. Αυτός, βλέποντας τη δυσχερή θέση του Κλαδά, έστειλε μήνυμα, προτείνοντάς του να επιβιβαστεί με τους άνδρες του στα πλοία.
Ο Κλαδάς, που δεν είχε άλλωστε και άλλη επιλογή, δέχθηκε. Πριν όμως αποχωρήσει αποφάσισε να δώσει μια τελευταία μάχη με τον Αχμέτ. Έτσι το βράδυ της 12ης προς 13ης Απριλίου 1481, οι Έλληνες επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά κατά των πολιορκητών Τούρκων και κατέσφαξαν πολλούς από αυτούς, μέσα στη σύγχυση και τον πανικό που προκλήθηκε.
Αμέσως μετά πέρασαν τις τουρκικές θέσεις και έσπευσαν στο Πόρτο Κάγιο, εκεί όπου είχαν αγκυροβολήσει οι ιταλικές γαλέρες. Την επομένη επιβιβάστηκαν σε αυτές και αναχώρησαν για τη Νεάπολη της Ιταλίας. Ο Κλαδάς όμως δεν είχε ακόμα πει την τελευταία του λέξη. Πολύ σύντομα οι Τούρκοι θα τον έβρισκαν και πάλι απέναντι τους.
Εκείνη την εποχή ο βασιλιάς Φερδινάνδος πολεμούσε με τους Τούρκους, οι οποίοι είχαν αποτολμήσει απόβαση ακόμα και στην Ιταλία – στο Οτράντο. Ο Φερδινάδος χάρηκε πολύ με την άφιξη του Κλαδά στην Νεάπολη, γιατί σκόπευε να οργανώσει μια εκστρατεία στην Ήπειρο, εν είδει αντιπερισπασμού. Επικεφαλής της επιχείρησης θα έθετε τον Κλαδά, αναγνωρισμένο στρατιωτικό ηγέτη, και τον Ιωάννη Καστριώτη, γιο του περίφημου Γεωργίου Καστριώτη (του Σκεντέρμπεη των Τούρκων και των Αλβανών).
Η πρώτη επιδρομή των Ελλήνων στην Ήπειρο απέτυχε, γιατί οι Τούρκοι είχαν συγκεντρώσει ισχυρές δυνάμεις στην περιοχή, ενώ οι Έλληνες ήσαν μόλις 800, μαζί με τους ναύτες των πλοίων. Έτσι, επέστρεψαν στην Ιταλία, και υπό τις διαταγές του δούκα της Καλαβρίας έλαβαν μέρος στην πολιορκία του Οτράντο (Υδρούς).
Τα ελληνικά στρατεύματα πολέμησαν και πάλι ηρωικά και διακρίθηκαν ιδιαιτέρως στις επιχειρήσεις που οδήγησαν τελικά στην άλωση της πόλης και στην οριστική αποσόβηση του τουρκικού κινδύνου στην Ιταλία. Σε αναγνώριση των πολυτίμων υπηρεσιών του, ο Κλαδάς έλαβε ετήσια χορηγία 300 χρυσών νομισμάτων, βάσει βασιλικού διατάγματος της 12ης Ιουνίου 1481.
Ύστερα από την εξάλειψη του κινδύνου για τα ίδια εδάφη, ο βασιλιάς Φερδινάνδος διέταξε και πάλι τον Κλαδά και τον Καστριώτη να επιχειρήσουν εκ νέου στην Ήπειρο. Έτσι, πριν το τέλος του καλοκαιριού του 1481, τέσσερις γαλέρες του βασιλείου των Δύο Σικελιών έφθασαν στον Αυλώνα της σημερινής Αλβανίας και αποβίβασαν λίγες δεκάδες στρατιωτών.
Το μικρό αυτό τμήμα, με επικεφαλής τον Κλαδά, προήλασε ως τη Χιμάρα. Σε λίγο οι διάσημοι Έλληνες Χιμαριώτες πολεμιστές ενώθηκαν μαζί του και άρχισαν τις επιθέσεις κατά των Τούρκων.
Αφού διασκόρπισαν τους Τούρκους, οι επαναστάτες κινήθηκαν κατά του κάστρου της Χιμάρας, ο διοικητής του οποίου είχε ήδη ενημερώσει τον πασά του Αυλώνα, που απέστειλε 3.000 άνδρες προς ενίσχυσή του. Ο Κλαδάς όμως είχε τοποθετήσει φρουρές στα ορεινά περάσματα και έμαθε για την προσέγγιση του τουρκικού Σώματος.
Έτσι, έστησε ενέδρα σε αυτό, με αποτέλεσμα περισσότεροι από 1.000 Τούρκοι να σκοτωθούν, ενώ όσοι επέζησαν τράπηκαν σε άτακτη φυγή, μεταφέροντας την είδηση της συμφοράς. Η δε έκβαση της μάχης είχε ως συνέπεια και την κατάληψη του κάστρου της Χιμάρας. Έτσι η ηρωική Χιμάρα ανάσανε αέρα ελευθερίας.
Ωστόσο, ο ήρωας Κλαδάς δεν έμελλε να δει την πατρίδα ελεύθερη. Αφού συνέχισε να πολεμά τους Τούρκους στη Ήπειρο, ήρθε κατόπιν στη Μάνη, όπου ηγήθηκε και νέας επανάστασης των Μανιατών. Αφού κέρδισε δύο μεγάλες μάχες και απελευθέρωσε τη Μάνη, πήγε και πάλι στην Ήπειρο.
Έξω από τη Χειμάρα έδωσε νέα μάχη με υπερδιπλάσιες τουρκικές δυνάμεις, ηττήθηκε όμως και είχε την ατυχία να πέσει ζωντανός στα χέρια των Τούρκων, το 1490. Εκείνοι τον «τιμώρησαν με θάνατο διά κατακερματισμού», καθιστώντας τον όμως έτσι όχι μόνο πρόμαχο της ελευθερίας αλλά και πρωτομάρτυρα του γένους των Ελλήνων.
ΔΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου