ΕΙΣΑΓΩΓΗ
§3.0. Το ρήμα είναι το βασικό στοιχείο για τον σχηματισμό της αρχαιοελληνικής πρότασης, όπως συμβαίνει και στην νέα ελληνικής. Στο συγκεκριμένο κεφάλαιο θα εξεταστούν οι βασικές γραμματικές κατηγορίες του ρήματος, οι διαθέσεις, οι χρόνοι, οι όψεις και οι εγκλίσεις, ως προς τις συντακτικές λειτουργίες που επιτελούν. Παράλληλα θα περιγραφούν και οι πτώσεις ως συμπληρώμα της σημασίας του ρήματος.
Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023
Με τον φόβο χάνουμε την ευτυχία
Μεγάλη υπόθεση η ευτυχία. Όλοι την αναζητάμε και συνεχώς τη χάνουμε μέσα από τα χέρια μας. Εκεί που πιστεύουμε πως φτάσαμε στο τέλος του αγώνα για να την βρούμε και θα ξεκινήσει ένα κεφάλαιο που πλέον εκείνη θα πρωταγωνιστεί, τη χάνουμε! Μας ξεγλιστράει μέσα από τα χέρια μας, σαν να μας παίζει!
Και κάποιες φορές, την καταστρέφουμε οι ίδιοι. Λες και έχουμε αλλεργία σε εκείνη, ενώ συνεχώς την αναζητάμε. Φταίνε οι υποψίες, οι θεωρίες και οι πληγές του παρελθόντος. Φταίνε πράξεις ανθρώπων που μας έκαναν να χάσουμε την πίστη μας προς εκείνους και ενώ στην πορεία άλλαξαν συμπεριφορά και εξελίσσονταν προς το καλύτερο, επειδή μετράμε πληγή από εκείνους και μια τσακισμένη εμπιστοσύνη, δεν μπορούμε να δούμε την αλήθεια. Είναι σαν άμυνα του εαυτού μας. Δεν γίνεται ηθελημένα. Απλά πονάμε ακόμα και φοβόμαστε μην γίνει ξανά και άλλη πληγή.
Κι αν τελικά εκεί κρύβεται η ευτυχία; Και εμείς τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση; Τι γίνεται;
Δεν έχω ιδέα! Ακόμα ψάχνω απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Σίγουρα όμως κάποια στιγμή θα πάρουμε αγκαλιά την ευτυχία που μας ανήκει! Γιατί ίσως τελικά, όλα για κάποιο λόγο γίνονται! Απλά είναι δύσκολο να τον αναγνωρίσουμε όταν βρισκόμαστε σε αναστάτωση ψυχής!
Και κάποιες φορές, την καταστρέφουμε οι ίδιοι. Λες και έχουμε αλλεργία σε εκείνη, ενώ συνεχώς την αναζητάμε. Φταίνε οι υποψίες, οι θεωρίες και οι πληγές του παρελθόντος. Φταίνε πράξεις ανθρώπων που μας έκαναν να χάσουμε την πίστη μας προς εκείνους και ενώ στην πορεία άλλαξαν συμπεριφορά και εξελίσσονταν προς το καλύτερο, επειδή μετράμε πληγή από εκείνους και μια τσακισμένη εμπιστοσύνη, δεν μπορούμε να δούμε την αλήθεια. Είναι σαν άμυνα του εαυτού μας. Δεν γίνεται ηθελημένα. Απλά πονάμε ακόμα και φοβόμαστε μην γίνει ξανά και άλλη πληγή.
Κι αν τελικά εκεί κρύβεται η ευτυχία; Και εμείς τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση; Τι γίνεται;
Δεν έχω ιδέα! Ακόμα ψάχνω απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Σίγουρα όμως κάποια στιγμή θα πάρουμε αγκαλιά την ευτυχία που μας ανήκει! Γιατί ίσως τελικά, όλα για κάποιο λόγο γίνονται! Απλά είναι δύσκολο να τον αναγνωρίσουμε όταν βρισκόμαστε σε αναστάτωση ψυχής!
Όλοι θέλουμε να αρέσουμε, αλλά αυτό έχει συνέπειες
Η αποδοχή αποτελεί μια σχεδόν οικουμενική ανθρώπινη επιθυμία. Εξάλλου, εξελιχθήκαμε με τέτοιο τρόπο που επιβιώνουμε μόνο σε ομάδες, μέσα στις οποίες η προσαρμογή, ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη αποτελούν βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία. Η ανάγκη του ανήκειν βρίσκεται στο DNA μας.
Εντούτοις, ορισμένες φορές αυτή η ανάγκη λαμβάνει κεντρικό ρόλο στη ζωή μας, τόσο που μπορεί να μας αποπροσανατολίσει πλήρως. Μπορεί να αναλύουμε κάθε βλέμμα και κάθε λέξη που έχει αποδέκτες εμάς. Να προσπαθούμε να αποκωδικοποιήσουμε αν οι άλλοι μας κρίνουν θετικά ή αρνητικά. Κάποιος που μπορεί να περάσει χωρίς να μας χαιρετήσει μπορεί να μας πείσει ότι δεν αξίζουμε προσοχής. Και σ’ αυτή μας την προσπάθεια να αρέσουμε, βάζουμε πάντα τους άλλους σε προτεραιότητα, κυνηγώντας έναν έπαινο, πιεζόμαστε να γίνουμε επιτυχημένοι, ελκυστικοί και εργατικοί, ώστε να νιώσουμε ότι αξίζουμε. Αλλά τι βρίσκεται πίσω από αυτό το άγχος να αρέσουμε και γιατί κάποιοι είναι πιο επιρρεπείς σε αυτό από άλλους;
Σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για μια ηχώ από το παρελθόν, όπου κάτι ή κάποιος μας προσέφεραν την τρυφερότητα και τη σύνδεση μόνο υπό όρους, για τα οποία έπρεπε να παλέψουμε σκληρά και που δεν τα αξίζαμε πραγματικά. Έτσι, δημιουργήθηκε μια αίσθηση ντροπής, αφού αναπόφευκτα συνειδητοποιήσαμε δεν ήμασταν τέλειοι. Ή ίσως ο άνθρωπος που σας φρόντιζε, όταν ήσασταν παιδιά ήταν συναισθηματικά απόμακρος, σωματικά ή λεκτικά κακοποιητικός και σας έθετε ανεκπλήρωτους όρους. Πιθανώς να είχατε υποστεί bullying στο σχολείο ή να μην νιώθατε ότι είχατε μια θέση μέσα στην ανταγωνιστική κουλτούρα που μας περιβάλλει.
Ή ίσως και να μην μπορείτε να βρείτε κάποια εξήγηση. Αυτό που απλά γνωρίζετε είναι ότι νιώθετε ανασφαλείς και ανάξιοι και αυτό σας οδηγεί στο να βασίζεστε στους άλλους για επιβεβαίωση. Βεβαίως, το να θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι θετικά δεν είναι απαραίτητα κακό. Όλοι χρειαζόμαστε μια αντίληψη του πώς οι άλλοι μας βλέπουν και το πώς τους επηρεάζουμε. Αλλά αν προβληματιζόμαστε υπερβολικά για το τι οι άλλοι πιστεύουν για εμάς, θα καταλήξουμε να γίνουμε αυτό που μόνο οι άλλοι θέλουν και όχι ό,τι εμείς επιθυμούμε να είμαστε. Και η ειρωνεία εδώ είναι ότι με αυτό τον τρόπο αν και αναζητάμε την ευτυχία μέσω της αποδοχής, στο τέλος καταλήγουμε στο ακριβώς αντίθετο, στη δυστυχία.
Διαμορφώνοντας μια νέα στάση ζωής
Αν αναγνωρίζετε ότι είστε αγχώδεις για το αν αρέσετε, υπάρχουν κάποια μικρά βήματα που μπορείτε να κάνετε για να επαναφέρετε τις σχέσεις σας με τον εαυτό και τους άλλους σε υγιή επίπεδα.
1. Δείτε τα πράγματα από την σωστή οπτική γωνία
Λέγεται ότι οι άνθρωποι θα ενδιαφέρονταν πολύ λιγότερο για το τι πιστεύει ο κόσμος γι΄ αυτούς, αν γνώριζαν το πόσο λίγο οι άλλοι πραγματικά τους σκέφτονται. Κι αυτό είναι αλήθεια. Όλοι έχουμε πολλά ζητήματα που απασχολούν το νου μας. Έχουμε επίσης και τις δικές μας ανασφάλειες. Αν ανησυχείτε για το πώς φανήκατε σε κάποιον που μόλις γνωρίσατε, έχετε υπόψη σας ότι και εκείνος μάλλον σκέφτεται ακριβώς το ίδιο.
2. Αμφισβητήστε τις σκέψεις σας
Οι άνθρωποι τείνουμε εύκολα προς τις γνωστικές διαστρεβλώσεις και προς τα μοτίβα αρνητικών σκέψεων που μπορεί να βλάψουν τη διάθεση ή τη συμπεριφορά μας. Για παράδειγμα, υποθέτουμε το χειρότερο ή αφαιρούμε τα καλά στοιχεία από μια κατάσταση και εστιάζουμε στα κακά. Ή μπορεί να υπεραναλύουμε και να βγάζουμε βιαστικά και αυθαίρετα συμπεράσματα. Δώστε την απαιτούμενη προσοχή στις σκέψεις σας και αμφισβητήστε τις, για να μη μένετε με λανθασμένες εντυπώσεις. Πιθανώς να ανακαλύψετε ότι τρώγεστε με κάτι που τελικά δεν υφίσταται.
3. Ξεχάστε την τελειότητα
Είναι δύσκολο να αποτινάξουμε από πάνω μας την αντίληψη αυτή, ότι αν τα κάνουμε όλα σωστά, θα αγαπηθούμε και θα θαυμαστούμε. Αλλά αυτή είναι μια άκαρπη προσπάθεια, όχι μόνο επειδή η τελειότητα αποτελεί μια ψευδαίσθηση, αλλά και επειδή αυτό που οι άνθρωποι σκέφτονται για εσάς έχει περισσότερο να κάνει με εκείνους παρά με εσάς.
4. Γνωρίστε τον εαυτό σας
Τι είναι αυτό που πραγματικά σας αρέσει; Και το οποίο επιθυμείτε αληθινά; Κάνετε επιλογές για την καριέρα, τις σχέσεις και το παρελθόν σας επειδή τις θέλετε ή επειδή ευχαριστούν ή εντυπωσιάζουν κάποιον άλλο; Αφήστε τον εαυτό σας να επιχειρήσει νέα πράγματα και αναρωτηθείτε «Τι είναι αυτό που θα αναζητούσα και θα απολάμβανα, αν δεν ανησυχούσα ότι θα κριθώ από άλλους;».
5. Βρείτε τους πραγματικούς σας φίλους
Κάπου εκεί έξω, υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να ταυτιστούν μαζί σας και να σας εκτιμήσουν γι’ αυτό ακριβώς που είστε. Μη σπαταλάτε το χρόνο σας επιμένοντας με εκείνους που αναμένουν να ικανοποιείτε συνεχώς τις επιθυμίες και τις ανάγκες τους. Καλλιεργείστε την αυθεντικότητα και θα βρεθείτε με άτομα που προορίζονται για εσάς. Γιατί το πραγματικό ανήκειν εκπληρώνεται μόνο όταν είμαστε οι πραγματικοί, αυθεντικοί εαυτοί μας με τους άλλους και μόνο όταν έχουμε επιτεύξει την αυτο-αποδοχή.
6. Επιτρέψτε στον εαυτό σας να είναι ευάλωτος
Μπορεί να είναι τρομακτικό να πάτε ενάντια στο ρεύμα, να αντισταθείτε, να πάρετε το ρίσκο ή να γευτείτε την αποδοκιμασία των άλλων. Αλλά αποφασίστε τι είναι αυτό που αξίζει για εσάς, εμπιστευτείτε τον εαυτό σας και τολμήστε το. Δεν εξελισσόμαστε, παίζοντας πάντα εκ του ασφαλούς· αλλά επιτρέποντας και στον εαυτό μας κάποιες φορές να αποτύχει.
7. Δεχτείτε ένα χέρι βοηθείας
Το άγχος που νιώθετε για το τι σκέφτονται οι άλλοι, μπορεί ορισμένες φορές να ξεπεραστεί με λίγη αυτεπίγνωση. Αλλά σε κάποιες περιπτώσεις, ειδικά για εκείνους που αντιμετωπίζουν κάποιο ψυχικό τραύμα ή διαταραχή, η επαγγελματική βοήθεια θα σας βοηθήσει να φτάσετε στη ρίζα του προβλήματος και των συναισθημάτων σας. Επιτρέψτε στον εαυτό σας να λάβει τη φροντίδα που χρειάζεται, αντί να παρατείνετε τον πόνο σας.
8. Γίνετε φίλος με εσάς
Είναι σκληρό για να το αποδεχτείτε, αλλά ποτέ δεν πρόκειται να κάνετε κάποιον να είναι σαν και εσάς, ό,τι και αν κάνετε. Όμως, δείτε και τη θετική πλευρά: Κανείς άλλος δεν πρόκειται να το καταφέρει επίσης. Επομένως, αποδεχτείτε τον πόνο της απογοήτευσης που αναπόφευκτα θα νιώσετε, όταν συνειδητοποιήσετε ότι δεν έχετε συνδεθεί απόλυτα με κάποιον και εστιάστε σε έναν στόχο που θα σας οδηγήσει να γίνετε το άτομο που θέλετε να είστε- μάθετε να αγαπάτε εσάς, με τα μειονεκτήματά σας.
Είναι τόσο δύσκολο να κάνουμε νέους φίλους ως ενήλικες;
Αν έχετε προσπαθήσει ποτέ να κάνετε νέους φίλους ως ενήλικες, θα καταλάβετε πιθανώς γιατί η μοναξιά βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα. Το να κάνουμε νέους φίλους είναι απλώς δύσκολο.
Στο σχολείο, το να κάνουμε φίλους μπορεί να ήταν τόσο απλό όσο το να ανεβαίνουμε μαζί στο μονόζυγο. Αλλά ως ενήλικες, η δημιουργία, η ανάπτυξη και η διατήρηση φιλικών σχέσεων μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολη.
Αυτό έχει σημασία, γιατί χρειαζόμαστε τους φίλους. Και ενώ οι παλιοί φίλοι είναι χρυσός, τίποτα δεν μένει ίδιο για πάντα. Οι παλιοί φίλοι μετακομίζουν ή ο χρόνος τους απορροφάτε από την ανατροφή των παιδιών ή την καριέρα τους. Χωρίς δράση, η μοναξιά μπορεί να μεγαλώσει χωρίς να το αντιληφθούμε. Αξίζει να το πάρουμε στα σοβαρά, γιατί τα στοιχεία δείχνουν πλέον ότι η χρόνια μοναξιά μπορεί να είναι μέχρι και θανατηφόρα – η επίδραση είναι ισοδύναμη με 15 τσιγάρα την ημέρα στα ποσοστά θνησιμότητας.
Δεν είμαστε μόνο εμείς. Σε πολλές χώρες, η μοναξιά λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας.
Η πρόκληση της εμπιστοσύνης
Καθώς φτάνουμε σε μια νέα κανονικότητα, αξίζει να κάνουμε έναν απολογισμό των φιλικών μας σχέσεων – και να αξιολογήσουμε αν αισθανόμαστε ότι η κοινωνική μας ζωή είναι μια χαρά ή θα χρειαζόταν λίγη βοήθεια.
Όταν ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από ενήλικες σχετικά με τη δημιουργία φιλιών σε μια πρόσφατη μελέτη, η σημαντικότερη πρόκληση που αναφέρθηκε ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης. Δηλαδή, οι άνθρωποι δυσκολεύονταν περισσότερο να εμπιστευτούν κάποια καινούρια γνωριμία και να επενδύσουν πλήρως σε αυτή φιλικά σε σύγκριση με όταν ήταν νεότεροι.
Ίσως γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν τον κύκλο των παλιών τους φίλων όσο το δυνατόν περισσότερο, δεδομένης της εμπιστοσύνης που μπορεί να έχουν χτίσει επί πολλά χρόνια. Ποιος το βρήκε πιο δύσκολο; Οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό από τους άνδρες να πουν ότι δεν έκαναν εύκολα νέους φίλους επειδή δυσκολεύονταν να εμπιστευτούν τους άλλους.
Τι φταίει λοιπόν στην ενηλικίωση; Ως ενήλικες έχουμε μεγαλύτερη αυτογνωσία από ό,τι τα παιδιά. Αν και αυτό είναι συχνά θετικό, σημαίνει επίσης ότι έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση των κινδύνων του να μας κρίνουν οι άλλοι, να μην είμαστε αρεστοί, να μας απορρίψουν και να μας πληγώσουν. Ή ίσως σημαίνει απλώς ότι έχουμε περάσει το λύκειο και τα 20 μας χρόνια.
Αν είχαμε προηγούμενες απορρίψεις ως φίλοι ή είχε προδοθεί αρκετές φορές η εμπιστοσύνη μας, ίσως δυσκολευτούμε να εμπιστευτούμε τους άλλους στο μέλλον. Το να εμπιστευτούμε έναν νέο φίλο σημαίνει να ανοιχτούμε και να γίνουμε ευάλωτοι, όπως ακριβώς κάνουμε και στις σχέσεις μας.
Οι φιλίες χρειάζονται χρόνο
Μετά το θέμα της εμπιστοσύνης έρχεται ο χρόνος. Η «έλλειψη χρόνου» ήταν ο δεύτερος πιο συνηθισμένος λόγος που έδωσαν οι άνθρωποι μετά την «έλλειψη εμπιστοσύνης» όταν ρωτήθηκαν γιατί δυσκολεύονται να κάνουν φίλους ως ενήλικες.
Αυτό δεν είναι είδηση για πολλούς από εμάς. Όταν έχουμε απαιτητικό πρόγραμμα εργασίας, πολύ έντονη οικογενειακή ζωή ή συνδυασμό και των δύο, ο χρόνος μας για να επενδύσουμε σε φιλίες μειώνεται. Ακόμη και όταν συναντάμε έναν πολλά υποσχόμενο νέο φίλο, μπορεί να είναι δύσκολο να διαθέσουμε χρόνο για να επενδύσουμε σε αυτόν. Αυτό είναι μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διαπιστώνουν ότι οι υποχρεώσεις τους αυξάνονται με την ηλικία.
Πόσος χρόνος χρειάζεται στην πραγματικότητα για να κάνουμε φίλους; Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι στενότερες φιλίες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να δημιουργηθούν από ό,τι οι περιστασιακές γνωριμίες. Αμερικανοί ερευνητές προσπάθησαν να το ποσοτικοποιήσουν αυτό, εκτιμώντας ότι χρειάζονται περίπου 50 ώρες κοινής επαφής για να μεταβούμε από γνωστούς σε περιστασιακούς φίλους. Για να γίνει κανείς στενός φίλος; Περισσότερες από 200 ώρες.
Επιπλέον, οι ώρες που περνάμε μαζί χρειάζεται να είναι ποιοτικές. Ενώ μπορούμε κάλλιστα να αφιερώσουμε χρόνο με τους συναδέλφους μας στη δουλειά, οι επαγγελματικές αλληλεπιδράσεις δεν μετρούν πολύ. Για να αναπτύξουμε μια νέα φιλία, χρειαζόμαστε προσωπική σύνδεση. Δεν χρειάζεται να είναι μια οικεία συζήτηση για να δυναμώσει μια φιλία. Οι περιστασιακές επαφές και τα αστεία μπορούν να είναι εξίσου σημαντικά.
Υπάρχουν πολλά άλλα εμπόδια που μας δυσκολεύουν στο να έχουμε τις φιλίες που θέλουμε. Αυτά μπορεί να είναι μια πιο εσωστρεφής προσωπικότητα, εμπόδια υγείας, προσωπικές ανασφάλειες ή διατήρηση μιας επίσημης στάσης και τη μη αποδοχή πιθανών φίλων.
Οι ηλικιωμένοι είναι πιο πιθανό να αναφέρουν την ασθένεια και την αναπηρία ως εμπόδιο στην κοινωνικοποίηση, ενώ οι νεότεροι ενήλικες είναι πιο πιθανό να τους εμποδίζει η εσωστρέφεια και ο φόβος της απόρριψης.
Πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι στο να κάνουμε φίλους ως ενήλικες
Είναι απολύτως εφικτό να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια ως ενήλικες και να δημιουργήσουμε ουσιαστικές, μακροχρόνιες φιλίες. Δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε τη μοναξιά ως αναπόφευκτη. Και ενώ μπορεί να νομίζετε ότι όλοι οι άλλοι έχουν μια υπέροχη κοινωνική ζωή, να θυμάστε ότι η μοναξιά είναι ευρέως διαδεδομένη. Πώς τα καταφέρνουμε λοιπόν;
Δημιουργούμε φιλίες για δέκα λεπτά την ημέρα
Δεν χρειάζεται να σκαρφαλώνετε σε βουνά ή να δένεστε έντονα με ένα κοινό χόμπι για να εδραιώσετε μια νέα φιλία. Αν αφιερώσετε δέκα λεπτά την ημέρα, μπορείτε να διατηρήσετε τις υπάρχουσες φιλίες και να χτίσετε νέες. Μην αναλώνεστε στο πόση προσπάθεια, ενέργεια και χρόνο χρειάζεται για να χτίσετε φιλίες. Δέκα λεπτά την ημέρα μπορεί να είναι το μόνο που χρειάζεστε.
Αξιοποιούμε στο έπακρο κάθε ποιοτικό χρόνο
Όταν καταφέρετε να περάσετε χρόνο με έναν φίλο ή γνωστό, αξιοποιήστε τον στο έπακρο. Αποφύγετε τους περισπασμούς αν είναι δυνατόν, κρατήστε το Instagram για τον καναπέ στο σπίτι και να είστε παρόντες με τον νέο σας φίλο.
Δεν πειράζει να δείχνουμε την ευαλωτότητά μας
Συχνά μας τρομάζει η ιδέα του να είμαστε ευάλωτοι. Ίσως χρειάζεται να την αγκαλιάσουμε. Να θυμάστε ότι έχετε τον έλεγχο του πόσο εμπιστεύεστε και πόσο ανοίγεστε. Αν δυσκολεύεστε με την εμπιστοσύνη, σκεφτείτε να μοιραστείτε προσωπικές πληροφορίες σιγά σιγά και όχι όλες μαζί.
Στο σχολείο, το να κάνουμε φίλους μπορεί να ήταν τόσο απλό όσο το να ανεβαίνουμε μαζί στο μονόζυγο. Αλλά ως ενήλικες, η δημιουργία, η ανάπτυξη και η διατήρηση φιλικών σχέσεων μπορεί να είναι πολύ πιο δύσκολη.
Αυτό έχει σημασία, γιατί χρειαζόμαστε τους φίλους. Και ενώ οι παλιοί φίλοι είναι χρυσός, τίποτα δεν μένει ίδιο για πάντα. Οι παλιοί φίλοι μετακομίζουν ή ο χρόνος τους απορροφάτε από την ανατροφή των παιδιών ή την καριέρα τους. Χωρίς δράση, η μοναξιά μπορεί να μεγαλώσει χωρίς να το αντιληφθούμε. Αξίζει να το πάρουμε στα σοβαρά, γιατί τα στοιχεία δείχνουν πλέον ότι η χρόνια μοναξιά μπορεί να είναι μέχρι και θανατηφόρα – η επίδραση είναι ισοδύναμη με 15 τσιγάρα την ημέρα στα ποσοστά θνησιμότητας.
Δεν είμαστε μόνο εμείς. Σε πολλές χώρες, η μοναξιά λαμβάνει διαστάσεις επιδημίας.
Η πρόκληση της εμπιστοσύνης
Καθώς φτάνουμε σε μια νέα κανονικότητα, αξίζει να κάνουμε έναν απολογισμό των φιλικών μας σχέσεων – και να αξιολογήσουμε αν αισθανόμαστε ότι η κοινωνική μας ζωή είναι μια χαρά ή θα χρειαζόταν λίγη βοήθεια.
Όταν ερευνητές πήραν συνεντεύξεις από ενήλικες σχετικά με τη δημιουργία φιλιών σε μια πρόσφατη μελέτη, η σημαντικότερη πρόκληση που αναφέρθηκε ήταν η έλλειψη εμπιστοσύνης. Δηλαδή, οι άνθρωποι δυσκολεύονταν περισσότερο να εμπιστευτούν κάποια καινούρια γνωριμία και να επενδύσουν πλήρως σε αυτή φιλικά σε σύγκριση με όταν ήταν νεότεροι.
Ίσως γι’ αυτό πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να διατηρήσουν τον κύκλο των παλιών τους φίλων όσο το δυνατόν περισσότερο, δεδομένης της εμπιστοσύνης που μπορεί να έχουν χτίσει επί πολλά χρόνια. Ποιος το βρήκε πιο δύσκολο; Οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό από τους άνδρες να πουν ότι δεν έκαναν εύκολα νέους φίλους επειδή δυσκολεύονταν να εμπιστευτούν τους άλλους.
Τι φταίει λοιπόν στην ενηλικίωση; Ως ενήλικες έχουμε μεγαλύτερη αυτογνωσία από ό,τι τα παιδιά. Αν και αυτό είναι συχνά θετικό, σημαίνει επίσης ότι έχουμε μεγαλύτερη επίγνωση των κινδύνων του να μας κρίνουν οι άλλοι, να μην είμαστε αρεστοί, να μας απορρίψουν και να μας πληγώσουν. Ή ίσως σημαίνει απλώς ότι έχουμε περάσει το λύκειο και τα 20 μας χρόνια.
Αν είχαμε προηγούμενες απορρίψεις ως φίλοι ή είχε προδοθεί αρκετές φορές η εμπιστοσύνη μας, ίσως δυσκολευτούμε να εμπιστευτούμε τους άλλους στο μέλλον. Το να εμπιστευτούμε έναν νέο φίλο σημαίνει να ανοιχτούμε και να γίνουμε ευάλωτοι, όπως ακριβώς κάνουμε και στις σχέσεις μας.
Οι φιλίες χρειάζονται χρόνο
Μετά το θέμα της εμπιστοσύνης έρχεται ο χρόνος. Η «έλλειψη χρόνου» ήταν ο δεύτερος πιο συνηθισμένος λόγος που έδωσαν οι άνθρωποι μετά την «έλλειψη εμπιστοσύνης» όταν ρωτήθηκαν γιατί δυσκολεύονται να κάνουν φίλους ως ενήλικες.
Αυτό δεν είναι είδηση για πολλούς από εμάς. Όταν έχουμε απαιτητικό πρόγραμμα εργασίας, πολύ έντονη οικογενειακή ζωή ή συνδυασμό και των δύο, ο χρόνος μας για να επενδύσουμε σε φιλίες μειώνεται. Ακόμη και όταν συναντάμε έναν πολλά υποσχόμενο νέο φίλο, μπορεί να είναι δύσκολο να διαθέσουμε χρόνο για να επενδύσουμε σε αυτόν. Αυτό είναι μεγαλύτερο πρόβλημα για τους ενήλικες μεγαλύτερης ηλικίας, δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι διαπιστώνουν ότι οι υποχρεώσεις τους αυξάνονται με την ηλικία.
Πόσος χρόνος χρειάζεται στην πραγματικότητα για να κάνουμε φίλους; Δεν θα έπρεπε να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι στενότερες φιλίες χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να δημιουργηθούν από ό,τι οι περιστασιακές γνωριμίες. Αμερικανοί ερευνητές προσπάθησαν να το ποσοτικοποιήσουν αυτό, εκτιμώντας ότι χρειάζονται περίπου 50 ώρες κοινής επαφής για να μεταβούμε από γνωστούς σε περιστασιακούς φίλους. Για να γίνει κανείς στενός φίλος; Περισσότερες από 200 ώρες.
Επιπλέον, οι ώρες που περνάμε μαζί χρειάζεται να είναι ποιοτικές. Ενώ μπορούμε κάλλιστα να αφιερώσουμε χρόνο με τους συναδέλφους μας στη δουλειά, οι επαγγελματικές αλληλεπιδράσεις δεν μετρούν πολύ. Για να αναπτύξουμε μια νέα φιλία, χρειαζόμαστε προσωπική σύνδεση. Δεν χρειάζεται να είναι μια οικεία συζήτηση για να δυναμώσει μια φιλία. Οι περιστασιακές επαφές και τα αστεία μπορούν να είναι εξίσου σημαντικά.
Υπάρχουν πολλά άλλα εμπόδια που μας δυσκολεύουν στο να έχουμε τις φιλίες που θέλουμε. Αυτά μπορεί να είναι μια πιο εσωστρεφής προσωπικότητα, εμπόδια υγείας, προσωπικές ανασφάλειες ή διατήρηση μιας επίσημης στάσης και τη μη αποδοχή πιθανών φίλων.
Οι ηλικιωμένοι είναι πιο πιθανό να αναφέρουν την ασθένεια και την αναπηρία ως εμπόδιο στην κοινωνικοποίηση, ενώ οι νεότεροι ενήλικες είναι πιο πιθανό να τους εμποδίζει η εσωστρέφεια και ο φόβος της απόρριψης.
Πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι στο να κάνουμε φίλους ως ενήλικες
Είναι απολύτως εφικτό να ξεπεράσουμε αυτά τα εμπόδια ως ενήλικες και να δημιουργήσουμε ουσιαστικές, μακροχρόνιες φιλίες. Δεν χρειάζεται να αποδεχτούμε τη μοναξιά ως αναπόφευκτη. Και ενώ μπορεί να νομίζετε ότι όλοι οι άλλοι έχουν μια υπέροχη κοινωνική ζωή, να θυμάστε ότι η μοναξιά είναι ευρέως διαδεδομένη. Πώς τα καταφέρνουμε λοιπόν;
Δημιουργούμε φιλίες για δέκα λεπτά την ημέρα
Δεν χρειάζεται να σκαρφαλώνετε σε βουνά ή να δένεστε έντονα με ένα κοινό χόμπι για να εδραιώσετε μια νέα φιλία. Αν αφιερώσετε δέκα λεπτά την ημέρα, μπορείτε να διατηρήσετε τις υπάρχουσες φιλίες και να χτίσετε νέες. Μην αναλώνεστε στο πόση προσπάθεια, ενέργεια και χρόνο χρειάζεται για να χτίσετε φιλίες. Δέκα λεπτά την ημέρα μπορεί να είναι το μόνο που χρειάζεστε.
Αξιοποιούμε στο έπακρο κάθε ποιοτικό χρόνο
Όταν καταφέρετε να περάσετε χρόνο με έναν φίλο ή γνωστό, αξιοποιήστε τον στο έπακρο. Αποφύγετε τους περισπασμούς αν είναι δυνατόν, κρατήστε το Instagram για τον καναπέ στο σπίτι και να είστε παρόντες με τον νέο σας φίλο.
Δεν πειράζει να δείχνουμε την ευαλωτότητά μας
Συχνά μας τρομάζει η ιδέα του να είμαστε ευάλωτοι. Ίσως χρειάζεται να την αγκαλιάσουμε. Να θυμάστε ότι έχετε τον έλεγχο του πόσο εμπιστεύεστε και πόσο ανοίγεστε. Αν δυσκολεύεστε με την εμπιστοσύνη, σκεφτείτε να μοιραστείτε προσωπικές πληροφορίες σιγά σιγά και όχι όλες μαζί.
Το «σπίτι-δουλειά» μας γερνάει
Από μικρός απεχθανόμουν μέχρι αηδίας οτιδήποτε συμβατικό. Ακόμη και την ίδια τη ζωή, αν κατέληγε να ταυτιστεί με μια ακόμη σύμβαση. Ίσως όλα να ‘ναι συμβάσεις, αναπόφευκτα τελικά, ποιος ξέρει. Ίσως όχι. Το point μου όμως είναι ότι όπως και να ‘χει, ό,τι κι αν ισχύει, ακόμη κι αν μιλάμε για συμβάσεις κάθε είδους, ας τις γουστάρουμε τουλάχιστον τις άτιμες, ποιος μας εμποδίζει στο κάτω-κάτω;
Γι’ αυτό κι όσο οι άλλοι γύρω μου επέμεναν να ενηλικιώνονται, να μεγαλώνουν, να ωριμάζουν και να μεταλλάσσονται, καθοδηγούμενοι από μια «φυσική εξέλιξη» των πραγμάτων που ποτέ δεν κατάλαβα ούτε ενστερνίστηκα αν με ρωτήσεις, εγώ έμοιαζα ν’ ακολουθώ την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό το flat επαναλαμβανόμενο μοτίβο του «σπουδάζω, πιάνω δουλειά, παντρεύομαι, κάνω κι ένα-δυο κουτσούβελα», χάνοντας τη δική μου ταυτότητα κάπου στη διαδρομή, ποτέ δε μου ‘κατσε καλά και το αποποιήθηκα από νωρίς. Για όσους το επιλέγουν με γεια τους, με χαρά τους. Για όσους τη βρίσκουν μ’ αυτό κι εγώ μαζί τους και μπράβο τους.
Στόχος μου είναι, παρ’ όλα αυτά, μια ζωή όσο γίνεται πιο γεμάτη. Γεμάτος εμπειρίες και περιπέτειες, γεμάτος ανθρώπους και συναισθήματα κι όλα στο κόκκινο, γιατί μόνο έτσι νιώθω ζωντανός. Για τον εαυτό μου αποφάσισα κάποτε ότι καλώς ή κακώς δε θέλω και δεν μπορώ να συνδυάσω μια συνηθισμένη πορεία μ’ όλα τα παραπάνω. Ακόμη κι αν εγώ κατέληξα έτσι επειδή είμαι των άκρων εκ φύσεως, δε σημαίνει ότι είναι υγιές ένας άνθρωπος που δε λειτουργεί όπως εγώ να παραιτείται από τις προσωπικές επιθυμίες του, θάβοντας το παρόν και το μέλλον του κάτω από υποχρεώσεις, είτε εργασιακές είτε οικογενειακές.
Όταν εγκλωβίζεσαι σε μια μίζερη καθημερινότητα που θυμίζει μέρα της μαρμότας δίχως εναλλαγές, ακόμη κι αν απαρτίζεται από ανθρώπους που αγαπάς κι έχεις επιλέξει να μοιραστείς μαζί τους τη ζωή σου -είτε πρόκειται για το σύντροφό σου σκέτο είτε για ένα ολόκληρο πακέτο με παιδιά, σκυλιά και γατιά μ’ αυτόν επικεφαλής- δεν μπορεί παρά να χαθείς κάπου στην πορεία και να μπουχτίσεις. Αν ο χρόνος ή οι αντοχές σου φτάνουν μόνο για να πραγματοποιείς τη συναρπαστική διαδρομή «δουλειά-σπίτι-σπίτι-δουλειά» κάθε μέρα, τότε θαρρώ πως ήρθε η ώρα να το πάρεις λίγο αλλιώς το όλο θέμα.
Δεν έχω πρόθεση να το παίξω ξερόλας, ούτε να δώσω μαθήματα ζωής σε κανέναν. Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις του, απ’ την αρχή ως το τέλος κι ίσως όλα όσα λέω ή θα πω από κάποιους να θεωρηθούν πολυτέλειες. Όμως με μια γρήγορη ματιά γύρω μου, στους συνομήλικούς μου που ‘χουν αρχίσει να μου φαίνονται ξένοι εδώ και καιρό, παρατηρώ πως ο άνθρωπος φθείρεται και γερνάει όταν τραβάει τον δρόμο της επιβίωσης, ξεχνώντας τι πάει να πει ζωή. Φθείρεται και γερνάει πριν την ώρα του. Φθείρεται και γερνάει τόσο εξωτερικά, όσο κι εσωτερικά, πράγμα που ίσως είναι χειρότερο, πιο τρομακτικό και πιο θλιβερό.
Γιατί όταν καταλήγει κανείς να ζει για να δουλεύει κι όχι το αντίστροφο, όταν καταλήγει να ταυτίζει την αγάπη για την οικογένειά του με θάψιμο των προσωπικών, ξεχωριστών επιθυμιών κι αναγκών του, όταν φτάνει στο σημείο να περιορίζεται κάπου ανάμεσα σε προϊσταμένους, συναδέλφους, πεθερικά και συμπεθέρια, καταλήγοντας όλα αυτά ν’ αποτελούν τα μοναδικά ερεθίσματά του, καθώς ο καιρός περνάει το πιθανότερο είναι πως κάποια μέρα θα νιώσει ανεξήγητα καταπιεσμένος, σ’ απροχώρητο ίσως βαθμό.
Ο χρόνος κι ο χώρος που χρωστάμε στον ίδιο μας τον εαυτό είναι οι ανάσες τις ψυχικής μας ισορροπίας. Όσο περιορίζουμε τις ανάγκες μας τόσο περισσότερο ασφυκτιούμε υποσυνείδητα. Use it or lose it είχε πει κάποτε ένας καθηγητής μου αναφερόμενος στο μυαλό μας. Όμως, μεγαλώνοντας κατάλαβα πως αυτό ισχύει για πολλά άλλα πράγματα επίσης.
Αν δεν εκμεταλλευτείς τις δυναμικές της ηλικίας σου όσο ακόμη τις έχεις, λογικό είναι να σ’ εγκαταλείψουν κι εκείνες από νωρίς. Πριν καν συνειδητοποιήσεις τι έχει συμβεί, θα σ’ αφήσουν σύξυλο, όταν θα ‘ρθει η ώρα που θα καταλάβεις ότι στα 35 σου έχεις αποκτήσει συνήθειες, αντοχές και διάθεση που θυμίζουν ήδη τους γονείς σου. Αν θέσεις στο περιθώριο την κοινωνική σου ζωή, πέφτοντας στην παγίδα του γνωστού «πού να τρέχω τώρα έτσι πτώμα μετά τη δουλειά» ή στο εξίσου πολυφορεμένο «έχω οικογένεια και παιδιά, δεν είμαστε για τέτοια», τότε θα σ’ αποβάλει κι ο κόσμος, αφήνοντάς σε στο περιθώριο να παρακολουθείς από μακριά όσους ακόμη τολμούν να ζουν και να διασκεδάζουν, έχοντας παρέες και διαφόρων ειδών ενδιαφέροντα.
Τι σε κάνει όμως να πιστεύεις ότι είναι δευτερεύον το να ‘χεις δραστηριότητες, χόμπι και παρέες; Τι μας κρατάει σ’ εγρήγορση, αν όχι οι εναλλαγές παραστάσεων, η δράση, η ανταλλαγή απόψεων, η ανθρώπινη επαφή, η ενασχόληση με κάτι που αγαπάμε και μας γεμίζει και που μπορεί να γίνει όμορφα δημιουργικό, δίνοντας στο μυαλό μας διεξόδους γι’ ανανέωση;
Ο άνθρωπος είναι ον πολύπλευρο. Αν δώσεις μια ευκαιρία στον εαυτό σου να υπάρξει και πέρα απ’ τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις, θα δεις ότι η βελτιωμένη σου εκδοχή θα κάνει καλό και σ’ αυτούς που αγαπάς. Αν εσύ νιώθεις όμορφα, δεν μπορεί παρά η ζωντάνια σου αυτή να μεταφερθεί και στο περιβάλλον σου. Αν εσύ τρέφεις όσες περισσότερες πλευρές τις προσωπικότητάς σου μπορείς, τόσο πιο ενδιαφέρων και ζωντανός θα φαντάζεις στα μάτια των δικών σου, κάνοντάς τους να χαίρονται για ‘σένα, μαζί σου.
Δεν είναι εγωιστικό να θέλει κανείς προσωπικό χρόνο και ποικιλία στη ζωή του. Ο παραιτημένος άνθρωπος, ακόμη κι αν από συνήθεια πιστεύει πως όλα είναι εντάξει, μέσα του πάντα θα τρώγεται μέχρι που θα γίνει τελικά ένας γέρος ανεξαρτήτου ηλικίας.
Γι’ αυτό κι όσο οι άλλοι γύρω μου επέμεναν να ενηλικιώνονται, να μεγαλώνουν, να ωριμάζουν και να μεταλλάσσονται, καθοδηγούμενοι από μια «φυσική εξέλιξη» των πραγμάτων που ποτέ δεν κατάλαβα ούτε ενστερνίστηκα αν με ρωτήσεις, εγώ έμοιαζα ν’ ακολουθώ την αντίθετη κατεύθυνση. Αυτό το flat επαναλαμβανόμενο μοτίβο του «σπουδάζω, πιάνω δουλειά, παντρεύομαι, κάνω κι ένα-δυο κουτσούβελα», χάνοντας τη δική μου ταυτότητα κάπου στη διαδρομή, ποτέ δε μου ‘κατσε καλά και το αποποιήθηκα από νωρίς. Για όσους το επιλέγουν με γεια τους, με χαρά τους. Για όσους τη βρίσκουν μ’ αυτό κι εγώ μαζί τους και μπράβο τους.
Στόχος μου είναι, παρ’ όλα αυτά, μια ζωή όσο γίνεται πιο γεμάτη. Γεμάτος εμπειρίες και περιπέτειες, γεμάτος ανθρώπους και συναισθήματα κι όλα στο κόκκινο, γιατί μόνο έτσι νιώθω ζωντανός. Για τον εαυτό μου αποφάσισα κάποτε ότι καλώς ή κακώς δε θέλω και δεν μπορώ να συνδυάσω μια συνηθισμένη πορεία μ’ όλα τα παραπάνω. Ακόμη κι αν εγώ κατέληξα έτσι επειδή είμαι των άκρων εκ φύσεως, δε σημαίνει ότι είναι υγιές ένας άνθρωπος που δε λειτουργεί όπως εγώ να παραιτείται από τις προσωπικές επιθυμίες του, θάβοντας το παρόν και το μέλλον του κάτω από υποχρεώσεις, είτε εργασιακές είτε οικογενειακές.
Όταν εγκλωβίζεσαι σε μια μίζερη καθημερινότητα που θυμίζει μέρα της μαρμότας δίχως εναλλαγές, ακόμη κι αν απαρτίζεται από ανθρώπους που αγαπάς κι έχεις επιλέξει να μοιραστείς μαζί τους τη ζωή σου -είτε πρόκειται για το σύντροφό σου σκέτο είτε για ένα ολόκληρο πακέτο με παιδιά, σκυλιά και γατιά μ’ αυτόν επικεφαλής- δεν μπορεί παρά να χαθείς κάπου στην πορεία και να μπουχτίσεις. Αν ο χρόνος ή οι αντοχές σου φτάνουν μόνο για να πραγματοποιείς τη συναρπαστική διαδρομή «δουλειά-σπίτι-σπίτι-δουλειά» κάθε μέρα, τότε θαρρώ πως ήρθε η ώρα να το πάρεις λίγο αλλιώς το όλο θέμα.
Δεν έχω πρόθεση να το παίξω ξερόλας, ούτε να δώσω μαθήματα ζωής σε κανέναν. Ο καθένας μας είναι υπεύθυνος για τις επιλογές και τις πράξεις του, απ’ την αρχή ως το τέλος κι ίσως όλα όσα λέω ή θα πω από κάποιους να θεωρηθούν πολυτέλειες. Όμως με μια γρήγορη ματιά γύρω μου, στους συνομήλικούς μου που ‘χουν αρχίσει να μου φαίνονται ξένοι εδώ και καιρό, παρατηρώ πως ο άνθρωπος φθείρεται και γερνάει όταν τραβάει τον δρόμο της επιβίωσης, ξεχνώντας τι πάει να πει ζωή. Φθείρεται και γερνάει πριν την ώρα του. Φθείρεται και γερνάει τόσο εξωτερικά, όσο κι εσωτερικά, πράγμα που ίσως είναι χειρότερο, πιο τρομακτικό και πιο θλιβερό.
Γιατί όταν καταλήγει κανείς να ζει για να δουλεύει κι όχι το αντίστροφο, όταν καταλήγει να ταυτίζει την αγάπη για την οικογένειά του με θάψιμο των προσωπικών, ξεχωριστών επιθυμιών κι αναγκών του, όταν φτάνει στο σημείο να περιορίζεται κάπου ανάμεσα σε προϊσταμένους, συναδέλφους, πεθερικά και συμπεθέρια, καταλήγοντας όλα αυτά ν’ αποτελούν τα μοναδικά ερεθίσματά του, καθώς ο καιρός περνάει το πιθανότερο είναι πως κάποια μέρα θα νιώσει ανεξήγητα καταπιεσμένος, σ’ απροχώρητο ίσως βαθμό.
Ο χρόνος κι ο χώρος που χρωστάμε στον ίδιο μας τον εαυτό είναι οι ανάσες τις ψυχικής μας ισορροπίας. Όσο περιορίζουμε τις ανάγκες μας τόσο περισσότερο ασφυκτιούμε υποσυνείδητα. Use it or lose it είχε πει κάποτε ένας καθηγητής μου αναφερόμενος στο μυαλό μας. Όμως, μεγαλώνοντας κατάλαβα πως αυτό ισχύει για πολλά άλλα πράγματα επίσης.
Αν δεν εκμεταλλευτείς τις δυναμικές της ηλικίας σου όσο ακόμη τις έχεις, λογικό είναι να σ’ εγκαταλείψουν κι εκείνες από νωρίς. Πριν καν συνειδητοποιήσεις τι έχει συμβεί, θα σ’ αφήσουν σύξυλο, όταν θα ‘ρθει η ώρα που θα καταλάβεις ότι στα 35 σου έχεις αποκτήσει συνήθειες, αντοχές και διάθεση που θυμίζουν ήδη τους γονείς σου. Αν θέσεις στο περιθώριο την κοινωνική σου ζωή, πέφτοντας στην παγίδα του γνωστού «πού να τρέχω τώρα έτσι πτώμα μετά τη δουλειά» ή στο εξίσου πολυφορεμένο «έχω οικογένεια και παιδιά, δεν είμαστε για τέτοια», τότε θα σ’ αποβάλει κι ο κόσμος, αφήνοντάς σε στο περιθώριο να παρακολουθείς από μακριά όσους ακόμη τολμούν να ζουν και να διασκεδάζουν, έχοντας παρέες και διαφόρων ειδών ενδιαφέροντα.
Τι σε κάνει όμως να πιστεύεις ότι είναι δευτερεύον το να ‘χεις δραστηριότητες, χόμπι και παρέες; Τι μας κρατάει σ’ εγρήγορση, αν όχι οι εναλλαγές παραστάσεων, η δράση, η ανταλλαγή απόψεων, η ανθρώπινη επαφή, η ενασχόληση με κάτι που αγαπάμε και μας γεμίζει και που μπορεί να γίνει όμορφα δημιουργικό, δίνοντας στο μυαλό μας διεξόδους γι’ ανανέωση;
Ο άνθρωπος είναι ον πολύπλευρο. Αν δώσεις μια ευκαιρία στον εαυτό σου να υπάρξει και πέρα απ’ τις προβλεπόμενες υποχρεώσεις, θα δεις ότι η βελτιωμένη σου εκδοχή θα κάνει καλό και σ’ αυτούς που αγαπάς. Αν εσύ νιώθεις όμορφα, δεν μπορεί παρά η ζωντάνια σου αυτή να μεταφερθεί και στο περιβάλλον σου. Αν εσύ τρέφεις όσες περισσότερες πλευρές τις προσωπικότητάς σου μπορείς, τόσο πιο ενδιαφέρων και ζωντανός θα φαντάζεις στα μάτια των δικών σου, κάνοντάς τους να χαίρονται για ‘σένα, μαζί σου.
Δεν είναι εγωιστικό να θέλει κανείς προσωπικό χρόνο και ποικιλία στη ζωή του. Ο παραιτημένος άνθρωπος, ακόμη κι αν από συνήθεια πιστεύει πως όλα είναι εντάξει, μέσα του πάντα θα τρώγεται μέχρι που θα γίνει τελικά ένας γέρος ανεξαρτήτου ηλικίας.
Η ΕΠΙΓΕΝΕΣΗ Ο ΕΞΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑΣ
Επιγένεση είναι η διαδικασία μέσω της οποίας πραγματοποιείται η ανάπτυξη σαν διαφοροποίηση και διάκριση ενός αρχικά αδιαφοροποίητου συνόλου. Ο Έρικ Λίνεμπεργκ την περιγράφει ως εξής: Η ωρίμανση μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια αλληλουχία καταστάσεων. Σε κάθε κατάσταση, ο αναπτυσσόμενος οργανισμός έχει την ικανότητα να δεχτεί ορισμένα δεδομένα προς επεξεργασία- διαλύεται και ανασυντίθεται με τέτοιο τρόπο, που εξελίσσεται σε μια νέα κατάσταση. Η νέα αυτή κατάσταση ευαισθητοποιεί τον οργανισμό σε καινούργια και διαφορετικού είδους δεδομένα, η αποδοχή των οποίων τον μετατρέπει σε ακόμα μία περαιτέρω κατάσταση, που ανοίγει το δρόμο σε διαφορετικά δεδομένα κ.ο.κ. Είναι η ιστορία της εμβρυολογικής εξέλιξης, παρατηρήσιμης στη μορφοποίηση του σώματος, όπως επίσης και σε ορισμένες πλευρές της συμπεριφοράς. Κάθε φάση της ωρίμανσης είναι ασταθής. Είναι επιρρεπής σε αλλαγή προς δεδομένες κατευθύνσεις, αλλά απαιτεί ένα έναυσμα από το περιβάλλον.
Ο ψυχολόγος Έρικ Έρικσον έχει καθορίσει τις βασικές συγκρούσεις και τους μετασχηματισμούς στην εξέλιξη της ανθρώπινης προσωπικότητας από τη βρεφική ηλικία μέχρι τα γεράματα, χρησιμοποιώντας αυτή τη θεωρία. Διατύπωσε μια επιγενετική θεωρία ανάπτυξης της προσωπικότητας. Παρατήρησε ότι υπήρχε μια γενική βάση για την εξέλιξη της προσωπικότητας και πως από αυτή αναδύονται τμήματα, “έχοντας κάθε τμήμα μια χρονική περίοδο ιδιαίτερης κυριαρχίας, μέχρι ν’ αναδυθούν όλα τα τμήματα για να σχηματίσουν το λειτουργικό σύνολο”. Περιέγραψε αυτά τα τμήματα ως γενικές φάσεις, όπου κατά τη διάρκεια κρίσιμων περιόδων της εξέλιξης εμφανίζονται ορισμένα γνωρίσματα του “εγώ”. Ο Έρικσον αισθάνθηκε ότι όλες οι φάσεις υπήρχαν σε κάποια μορφή από την αρχή, αλλά κάθε μία είχε την κρίσιμη περίοδο ανάπτυξής της μέσα από μια σειρά περιόδων αλληλοσχετιζόμενης ανάπτυξης.
Ο Αβραάμ Μάσλοου, τον οποίο ανέφερα πρωτύτερα, ήταν ο πρωτοπόρος της μελέτης της ανάπτυξης στην αυτοπραγμάτωση και στο ολοκληρωμένο ανθρώπινο ον. Απομόνωσε και μελέτησε ένα είδος παρόρμησης σ’ ολόκληρη τη ζωή που φαινόταν να σπρώχνει το άτομο προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης σε ολοκληρωμένο άνθρωπο. Βρήκε ότι μέσα απ’ όλες τις φάσεις της ζωής μια ισχυρή δύναμη προωθεί τα ανθρώπινα όντα προς την ενότητα της προσωπικότητας, για να γίνουν πιο ολοκληρωμένα όντα. Συνεπαίρανε ότι,
Ο άνθρωπος επιδεικνύει με το δικό του τρόπο μια πίεση προς όλο και μια πιο ολοκληρωμένη Ύπαρξη, όλο και μεγαλύτερη τέλεια πραγμάτωση του ανθρωπισμού του, ακριβώς με την ίδια φυσική, επιστημονική έννοια που μπορούμε να πούμε ότι μια βελανιδιά “πιέζει προς την κατεύθυνση” του να γίνει δρυς, ή ότι μια τίγρις μπορεί να παρατηρηθεί ότι “πιέζει προς” το να είναι τιγρίσια, ή ένα άλογο προς το να είναι αλογίσιο. Σε τελευταία ανάλυση ο άνθρωπος δεν έχει διαμορφωθεί μέσα στον ανθρωπισμό, ούτε έχει διδαχθεί να είναι ανθρώπινος. Ο ρόλος του περιβάλλοντος είναι τελικά να του επιτρέψει ή να τον βοηθήσει να πραγματώσει τις ανθρώπινές του δυνατότητες, και όχι τις περιβαλλοντικές δυνατότητες. Το περιβάλλον δεν του δίνει δυνατότητες και ικανότητες· τις έχει σε στοιχειώδη ή εμβρυακή μορφή, όπως ακριβώς έχει εμβρυακά χέρια και πόδια. Και η δημιουργικότητα, ο αυθορμητισμός, η ατομικότητα, η αυθεντικότητα, η φροντίδα για τους άλλους, η ικανότητα ν’ αγαπάει, η επιδίωξη της αλήθειας είναι εμβρυακές δυνατότητες που ανήκουν στο βιολογικό του είδος, ακριβώς τόσο, όσο και τα χέρια, τα πόδια, ο εγκέφαλος και τα μάτια του.
Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον του Μάσλοου ήταν η εξερεύνηση και ανάπτυξη του μοναδικού, ολοκληρωμένα κατανοητού ανθρώπινου όντος. Τα αντικείμενα που επέλεξε για μελέτη ήταν γενικά ηλικιωμένοι άνθρωποι, που είχαν ήδη περάσει τις περισσότερες φάσεις της ζωής και είχαν πετύχει φανερά στη διαδικασία της ζωής ως ώριμα πρόσωπα. Μελέτησε την αυτοπραγμάτωση, κύρια, ως μια τελική φάση. Φυσικά υπάρχει θαυμασμός στην παρατήρηση και τη μελέτη προσώπων που έχουν φτάσει σε μεγάλη ηλικία έχοντας, σε μεγάλο βαθμό, κατανοήσει την υπόστασή τους. Όλοι έχουμε γνωρίσει τέτοιους ανθρώπους, άτομα που ζουν. όπως περιγράφει ο Μάσλοου, με ικανότερη αίσθηση της πραγματικότητας, μεγαλύτερη ευρύτητα αντιλήψεων, αυθορμητισμό, πιο στέρεη ταυτότητα, μεγαλύτερη αντικειμενικότητα, δημιουργικότητα, πιο δημοκρατική νοοτροπία, όπως επίσης και μεγαλύτερη ικανότητα ν’ αγαπούν.
Για μένα, το να ζει κανείς ολοκληρωμένα σε κάθε φάση είναι η πραγματική πρόκληση. Βρίσκεται στη δυνατότητα να ζούμε τη ζωή μας και να πραγματώνουμε τον εαυτό μας κάθε στιγμή, ζώντας την κάθε στιγμή και κατανοώντας την ολότητά της. Ο κόσμος έχει μια διαφορετική όψη, και γι’ αυτό ένα διαφορετικό νόημα και σκοπό σε κάθε στιγμή της ζωής. Είναι φανερό, για παράδειγμα, ότι η αγάπη που μαθαίνει κάποιος στην παιδική ηλικία είναι ριζικά διαφορετική και έχει μικρή σχέση με αυτή που βιώνει ο ώριμος άνθρωπος. Το ίδιο συμβαίνει με την εξάρτηση, την πίστη, την ηθική και την υπευθυνότητα.
Κάθε Φάση εμπεριέχει τις δικές της μοναδικές σημασίες, απαιτήσεις και δυνατότητες. Μπορούν να πραγματωθούν μόνον, αν κάθε φάση βιώνεται και κατανοείται πλήρως.
Το ζήτημα λοιπόν είναι, όχι μόνο τι σημαίνει να είσαι ένας ολοκληρωμένος ενήλικας, αλλά πιο ειδικά, τι συνιστά ένα ολοκληρωμένο παιδί, έφηβο, ενήλικα, εραστή και υπερήλικα.
MACHIAVELLI: Πως οι ηγεμόνες πρέπει να κρατούν τον λόγο τους
1. Όλοι καταλαβαίνουν πόσο αξιέπαινο είναι ένας ηγεμόνας να κρατάει τον λόγο που έχει δώσει και να ζει με ακεραιότητα και όχι με πανουργία. Παρ όλα αυτά, βλέπουμε από πρόσφατα παραδείγματα ότι κατάφεραν σπουδαία πράγματα εκείνοι οι ηγεμόνες οι οποίοι έδωσαν λίγη σημασία στη συνέπεια τους και κατάφεραν με την πανουργία τους να γυρίσουν τα μυαλό των ανθρώπων. Και στο τέλος ξεπέρασαν εκείνους που στηρίχτηκαν στη συνέπεια τους.
2. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως υπάρχουν δύο τρόποι για να πολεμάς: ο ένας είναι με τους νόμους και ο άλλος με τη βία. Ο πρώτος είναι ίδιον του ανθρώπου, ο δεύτερος των ζώων. Όμως, επειδή ο πρώτος τρόπος πολλές φορές δεν επαρκεί, πρέπει να καταφύγεις στο δεύτερο. Έτσι, ο ηγεμόνας πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί καλά και το ζώο και τον άνθρωπο. Αυτή την αρχή δίδαξαν συγκαλυμμένα στους ηγεμόνες οι αρχαίοι συγγραφείς με τους μύθους, γράφοντας πως ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι αρχαίοι ηγεμόνες ανατράφηκαν από τον κένταυρο Χείρωνα για να τους διαπαιδαγωγήσει σύμφωνα με τις αρχές του. Το να έχεις για παιδαγωγό ένα πλάσμα που είναι μισό ζώο και μισό άνθρωπος σημαίνει πως ο ηγεμόνας πρέπει να χρησιμοποιεί τόσο τη μία όσο και την άλλη φύση, καθώς η μία δε μπορεί να έχει διάρκεια χωρίς την άλλη.
3. Ένας ηγεμόνας λοιπόν, εφόσον πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί καλά τη φύση του ζώου, οφείλει να παίρνει ως παράδειγμα την αλεπού και το λιοντάρι, γιατί το λιοντάρι δεν ξέρει να προφυλάγεται από τις παγίδες και η αλεπού δεν μπορεί να προφυλαχτεί από τους λύκους. Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς αλεπού για να αναγνωρίζει τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζει τους λύκους. Εκείνοι που ακολουθούν μόνο την πρακτική του λιονταριού δεν καταλαβαίνουν από πολιτική. Επομένως, ένας συνετός ηγεμόνας δεν μπορεί ούτε πρέπει να τηρεί τον λόγο του, όταν η τήρηση αυτή αποδεικνύεται πως είναι σε βάρος του και όταν έχουν πάψει να υπάρχουν οι αιτίες που τον έκαναν να υποσχεθεί κάτι. Και αν οι άνθρωποι ήταν όλοι καλοί, αυτή η αρχή δεν θα ήταν σωστή. Όμως επειδή είναι κακοί και δεν θα τηρούσαν τον λόγο τους απέναντί σου, δεν πρέπει κι εσύ να τον τηρείς απέναντί τους. Ούτε έλειψαν ποτέ από έναν ηγεμόνα τα νόμιμα αίτια για να δικαιολογήσει αυτή την αθέτηση, Θα μπορούσαμε να δώσουμε άπειρα σύγχρονα σχετικά παραδείγματα και να αποδείξουμε πόσες συνθήκες ειρήνης και πόσες υποσχέσεις αποδείχτηκαν μάταιες και άχρηστες, γιατί οι ηγεμόνες δεν τήρησαν το λόγο που είχαν δώσει. Και όποιος ήξερε να χρησιμοποιεί καλύτερα την τακτική της αλεπούς πέτυχε καλύτερα αποτελέσματα. Είναι όμως απαραίτητο να ξέρει να κρύβει καλά αυτή τη φύση του και να είναι καλός ψεύτης και υποκριτής. Οι άνθρωποι είναι τόσοι αφελείς και υπακούουν τόσο πολύ στην ανάγκη της στιγμής, ώστε εκείνος που τους εξαπατά θα βρίσκει πάντα κάποιον πρόθυμο να εξαπατηθεί.
4. Μεταξύ των πρόσφατων παραδειγμάτων θέλω να παραθέσω ετούτο: ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν έκανε ποτέ τίποτ’ άλλο και δεν σκέφτηκε ποτέ τίποτε άλλο παρά πώς να εξαπατά τους άλλους· και πάντα έβρισκε κάποιους που μπορούσε να τους εξαπατήσει. Κανένας ποτέ δεν είχε μεγαλύτερη πειθώ από αυτόν και κανένας ποτέ δεν έδωσε μεγαλύτερες υποσχέσεις, τις οποίες στη συνέχεια δεν τήρησε. Παρ’ όλα αυτά, πάντα οι απάτες του γνώριζαν επιτυχία, γιατί ήξερε καλά αυτή την πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
5. Ο ηγεμόνας λοιπόν δεν πρέπει απαραίτητα να έχει πραγματικά όλες τις ικανότητες που ανέφερα, θα τολμήσω όμως να πω ότι πρέπει να δείχνει πως τις έχει. Θα πω και κάτι άλλο: αν τις έχει και τις εφαρμόζει πάντα, είναι βλαβερές· αν όμως φαίνεται πως τις έχει, είναι χρήσιμες. Πρέπει να εμφανίζεται ευσπλαχνικός, νομιμόφρων, ανθρώπινος, ειλικρινής, ευσεβής και πρέπει να είναι. Πάντως, όταν πρέπει να μην είναι, οφείλει να γνωρίζει πώς θα αλλάζει στο αντίθετό τους. Πρέπει να καταλάβουμε πως ένας ηγεμόνας, κυρίως ένας νέος ηγεμόνας, δεν μπορεί να εφαρμόσει όλα αυτό τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θεωρούνται καλοί, επειδή συχνά, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία, είναι απαραίτητο να ενεργήσει ενάντια στον λόγο που έχει δώσει, ενάντια στην ευσπλαχνία, ενάντια στην ανθρωπιά, ενάντια στη θρησκεία. Οπότε, χρειάζεται να αλλάζει ανάλογα με το πώς φυσάει ο άνεμος της τύχης και όπως επιβάλλουν οι καταστάσεις. Και όπως είπα προηγουμένως, δεν πρέπει να απομακρύνεται από το καλό, αν μπορεί να το κάνει· πρέπει όμως να ξέρει να χρησιμοποιεί και το κακό, αν τον αναγκάσουν οι συνθήκες.
6. Επομένως, ένας ηγεμόνας πρέπει να προσέχει και να μην ξεστομίζει ποτέ κάτι που να μην περιέχει τις παραπάνω πέντε ιδιότητες· να φαίνεται, ακούγοντας τον και βλέποντας τον, όλος συμπόνια, όλος νομιμοφροσύνη, όλος ειλικρίνεια, όλος ανθρωπιά, όλος θρησκευτική πίστη. Και δεν υπάρχει πιο απαραίτητο πράγμα από το να δείχνεις ότι διαθέτεις αυτή την τελευταία ιδιότητα. Οι άνθρωποι γενικά κρίνουν περισσότερο με βάση όσα βλέπουν παρά με όσα αγγίζουν· όλοι βλέπουν την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων, λίγοι όμως καταλαβαίνουν τι υπάρχει από πίσω. Ο καθένας βλέπει πώς φαίνεσαι, λίγοι όμως καταλαβαίνουν ποιος είσαι. Κι αυτοί οι λίγοι δεν τολμούν να αντιταχθούν στη γνώμη των πολλών, οι οποίοι διαθέτουν την εξουσία του κράτους που τους προστατεύει. Οι πράξεις όλων των ανθρώπων, αλλά κυρίως των ηγεμόνων, καθώς δεν υπάρχει ένα δικαστήριο όπου μπορείς να στραφείς, κρίνονται από το αποτέλεσμα. Επομένως, ένας ηγεμόνας οφείλει να φροντίζει αποκλειστικά πώς να νικήσει και πώς να διατηρήσει την εξουσία: τα μέσα θα κριθούν πάντα έντιμα και θα επαινεθούν απ’ όλους, επειδή ο όχλος παρασύρεται μόνο από τα φαινόμενα και όχι από την πραγματικότητα. Και στον κόσμο δεν υπάρχει παρά μόνο όχλος και οι λίγοι δεν έχουν θέση, ενώ οι πολλοί έχουν πού να στηριχτούν. Ένας ηγεμόνας της εποχής μας, τον οποίο δεν είναι καλό να ονομάσω, δεν κηρύσσει ποτέ τίποτ’ άλλο παρά ειρήνη και νομιμοφροσύνη, ενώ είναι φανατικός εχθρός και των δύο. Κι αν εφάρμοζε αυτό τα δύο, θα είχε χάσει πολλές φορές τόσο τη φήμη του όσο και την εξουσία.
ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ, Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ
2. Πρέπει λοιπόν να ξέρετε πως υπάρχουν δύο τρόποι για να πολεμάς: ο ένας είναι με τους νόμους και ο άλλος με τη βία. Ο πρώτος είναι ίδιον του ανθρώπου, ο δεύτερος των ζώων. Όμως, επειδή ο πρώτος τρόπος πολλές φορές δεν επαρκεί, πρέπει να καταφύγεις στο δεύτερο. Έτσι, ο ηγεμόνας πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί καλά και το ζώο και τον άνθρωπο. Αυτή την αρχή δίδαξαν συγκαλυμμένα στους ηγεμόνες οι αρχαίοι συγγραφείς με τους μύθους, γράφοντας πως ο Αχιλλέας και πολλοί άλλοι αρχαίοι ηγεμόνες ανατράφηκαν από τον κένταυρο Χείρωνα για να τους διαπαιδαγωγήσει σύμφωνα με τις αρχές του. Το να έχεις για παιδαγωγό ένα πλάσμα που είναι μισό ζώο και μισό άνθρωπος σημαίνει πως ο ηγεμόνας πρέπει να χρησιμοποιεί τόσο τη μία όσο και την άλλη φύση, καθώς η μία δε μπορεί να έχει διάρκεια χωρίς την άλλη.
3. Ένας ηγεμόνας λοιπόν, εφόσον πρέπει να ξέρει να χρησιμοποιεί καλά τη φύση του ζώου, οφείλει να παίρνει ως παράδειγμα την αλεπού και το λιοντάρι, γιατί το λιοντάρι δεν ξέρει να προφυλάγεται από τις παγίδες και η αλεπού δεν μπορεί να προφυλαχτεί από τους λύκους. Πρέπει λοιπόν να είναι κανείς αλεπού για να αναγνωρίζει τις παγίδες και λιοντάρι για να τρομάζει τους λύκους. Εκείνοι που ακολουθούν μόνο την πρακτική του λιονταριού δεν καταλαβαίνουν από πολιτική. Επομένως, ένας συνετός ηγεμόνας δεν μπορεί ούτε πρέπει να τηρεί τον λόγο του, όταν η τήρηση αυτή αποδεικνύεται πως είναι σε βάρος του και όταν έχουν πάψει να υπάρχουν οι αιτίες που τον έκαναν να υποσχεθεί κάτι. Και αν οι άνθρωποι ήταν όλοι καλοί, αυτή η αρχή δεν θα ήταν σωστή. Όμως επειδή είναι κακοί και δεν θα τηρούσαν τον λόγο τους απέναντί σου, δεν πρέπει κι εσύ να τον τηρείς απέναντί τους. Ούτε έλειψαν ποτέ από έναν ηγεμόνα τα νόμιμα αίτια για να δικαιολογήσει αυτή την αθέτηση, Θα μπορούσαμε να δώσουμε άπειρα σύγχρονα σχετικά παραδείγματα και να αποδείξουμε πόσες συνθήκες ειρήνης και πόσες υποσχέσεις αποδείχτηκαν μάταιες και άχρηστες, γιατί οι ηγεμόνες δεν τήρησαν το λόγο που είχαν δώσει. Και όποιος ήξερε να χρησιμοποιεί καλύτερα την τακτική της αλεπούς πέτυχε καλύτερα αποτελέσματα. Είναι όμως απαραίτητο να ξέρει να κρύβει καλά αυτή τη φύση του και να είναι καλός ψεύτης και υποκριτής. Οι άνθρωποι είναι τόσοι αφελείς και υπακούουν τόσο πολύ στην ανάγκη της στιγμής, ώστε εκείνος που τους εξαπατά θα βρίσκει πάντα κάποιον πρόθυμο να εξαπατηθεί.
4. Μεταξύ των πρόσφατων παραδειγμάτων θέλω να παραθέσω ετούτο: ο πάπας Αλέξανδρος ΣΤ’ δεν έκανε ποτέ τίποτ’ άλλο και δεν σκέφτηκε ποτέ τίποτε άλλο παρά πώς να εξαπατά τους άλλους· και πάντα έβρισκε κάποιους που μπορούσε να τους εξαπατήσει. Κανένας ποτέ δεν είχε μεγαλύτερη πειθώ από αυτόν και κανένας ποτέ δεν έδωσε μεγαλύτερες υποσχέσεις, τις οποίες στη συνέχεια δεν τήρησε. Παρ’ όλα αυτά, πάντα οι απάτες του γνώριζαν επιτυχία, γιατί ήξερε καλά αυτή την πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
5. Ο ηγεμόνας λοιπόν δεν πρέπει απαραίτητα να έχει πραγματικά όλες τις ικανότητες που ανέφερα, θα τολμήσω όμως να πω ότι πρέπει να δείχνει πως τις έχει. Θα πω και κάτι άλλο: αν τις έχει και τις εφαρμόζει πάντα, είναι βλαβερές· αν όμως φαίνεται πως τις έχει, είναι χρήσιμες. Πρέπει να εμφανίζεται ευσπλαχνικός, νομιμόφρων, ανθρώπινος, ειλικρινής, ευσεβής και πρέπει να είναι. Πάντως, όταν πρέπει να μην είναι, οφείλει να γνωρίζει πώς θα αλλάζει στο αντίθετό τους. Πρέπει να καταλάβουμε πως ένας ηγεμόνας, κυρίως ένας νέος ηγεμόνας, δεν μπορεί να εφαρμόσει όλα αυτό τα πράγματα για τα οποία οι άνθρωποι θεωρούνται καλοί, επειδή συχνά, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία, είναι απαραίτητο να ενεργήσει ενάντια στον λόγο που έχει δώσει, ενάντια στην ευσπλαχνία, ενάντια στην ανθρωπιά, ενάντια στη θρησκεία. Οπότε, χρειάζεται να αλλάζει ανάλογα με το πώς φυσάει ο άνεμος της τύχης και όπως επιβάλλουν οι καταστάσεις. Και όπως είπα προηγουμένως, δεν πρέπει να απομακρύνεται από το καλό, αν μπορεί να το κάνει· πρέπει όμως να ξέρει να χρησιμοποιεί και το κακό, αν τον αναγκάσουν οι συνθήκες.
6. Επομένως, ένας ηγεμόνας πρέπει να προσέχει και να μην ξεστομίζει ποτέ κάτι που να μην περιέχει τις παραπάνω πέντε ιδιότητες· να φαίνεται, ακούγοντας τον και βλέποντας τον, όλος συμπόνια, όλος νομιμοφροσύνη, όλος ειλικρίνεια, όλος ανθρωπιά, όλος θρησκευτική πίστη. Και δεν υπάρχει πιο απαραίτητο πράγμα από το να δείχνεις ότι διαθέτεις αυτή την τελευταία ιδιότητα. Οι άνθρωποι γενικά κρίνουν περισσότερο με βάση όσα βλέπουν παρά με όσα αγγίζουν· όλοι βλέπουν την εξωτερική πλευρά των πραγμάτων, λίγοι όμως καταλαβαίνουν τι υπάρχει από πίσω. Ο καθένας βλέπει πώς φαίνεσαι, λίγοι όμως καταλαβαίνουν ποιος είσαι. Κι αυτοί οι λίγοι δεν τολμούν να αντιταχθούν στη γνώμη των πολλών, οι οποίοι διαθέτουν την εξουσία του κράτους που τους προστατεύει. Οι πράξεις όλων των ανθρώπων, αλλά κυρίως των ηγεμόνων, καθώς δεν υπάρχει ένα δικαστήριο όπου μπορείς να στραφείς, κρίνονται από το αποτέλεσμα. Επομένως, ένας ηγεμόνας οφείλει να φροντίζει αποκλειστικά πώς να νικήσει και πώς να διατηρήσει την εξουσία: τα μέσα θα κριθούν πάντα έντιμα και θα επαινεθούν απ’ όλους, επειδή ο όχλος παρασύρεται μόνο από τα φαινόμενα και όχι από την πραγματικότητα. Και στον κόσμο δεν υπάρχει παρά μόνο όχλος και οι λίγοι δεν έχουν θέση, ενώ οι πολλοί έχουν πού να στηριχτούν. Ένας ηγεμόνας της εποχής μας, τον οποίο δεν είναι καλό να ονομάσω, δεν κηρύσσει ποτέ τίποτ’ άλλο παρά ειρήνη και νομιμοφροσύνη, ενώ είναι φανατικός εχθρός και των δύο. Κι αν εφάρμοζε αυτό τα δύο, θα είχε χάσει πολλές φορές τόσο τη φήμη του όσο και την εξουσία.
ΝΙΚΟΛΟ ΜΑΚΙΑΒΕΛΙ, Ο ΗΓΕΜΟΝΑΣ
Το τραγικό τέλος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας
Το τέλος του τελευταίου βασιλιά της Μακεδονίας, Περσέα, ήταν τόσο φρικτό που ο ιστορικός Διόδωρος γράφει πως ξεπερνάει κάθε φαντασία.
Στην αρχή, οι Ρωμαίοι τον φυλάκισαν σε υπόγειο κάτεργο στην Άλβα Φουκέντια. Εκεί ήταν φυλακισμένος μαζί με τα παιδιά του και πολλούς ακόμα καταδικασμένους σε θάνατο.
Η βρώμα από τα περιττώματα και τα σαπισμένα φαγητά ήταν τόσο ανυπόφορη, που κανένας δεν μπορούσε να σταθεί κοντά στο κελί.
Παρόλο που τους έριξαν ένα σπαθί και ένα σχοινί, ο βασιλιάς αρνιόταν να δώσει τέλος στη ζωή του.
Τελικά, η Σύγκλητος αποφάσισε να τον απελευθερώσει και να τον έχει απλώς υπό ισχυρή φρούρηση.
Αφού πέρασε δύο χρόνια ασφαλής, ο Περσέας νόμισε ότι η τύχη είχε γυρίσει με το μέρος του και άρχισε να χλευάζει τους φρουρούς του. Εκείνοι τον τιμώρησαν κρατώντας τον ξύπνιο μέχρι που πέθανε από έλλειψη ύπνου. Αυτό συνέβη το 165 με 162 π.Χ.
Στην αρχή, οι Ρωμαίοι τον φυλάκισαν σε υπόγειο κάτεργο στην Άλβα Φουκέντια. Εκεί ήταν φυλακισμένος μαζί με τα παιδιά του και πολλούς ακόμα καταδικασμένους σε θάνατο.
Η βρώμα από τα περιττώματα και τα σαπισμένα φαγητά ήταν τόσο ανυπόφορη, που κανένας δεν μπορούσε να σταθεί κοντά στο κελί.
Παρόλο που τους έριξαν ένα σπαθί και ένα σχοινί, ο βασιλιάς αρνιόταν να δώσει τέλος στη ζωή του.
Τελικά, η Σύγκλητος αποφάσισε να τον απελευθερώσει και να τον έχει απλώς υπό ισχυρή φρούρηση.
Αφού πέρασε δύο χρόνια ασφαλής, ο Περσέας νόμισε ότι η τύχη είχε γυρίσει με το μέρος του και άρχισε να χλευάζει τους φρουρούς του. Εκείνοι τον τιμώρησαν κρατώντας τον ξύπνιο μέχρι που πέθανε από έλλειψη ύπνου. Αυτό συνέβη το 165 με 162 π.Χ.
Ο μύθος του Πάνα και η δημιουργία της λέξης «πανικός»
Ο Πάνας ήταν ο θεός των αγρών, των βουνών, των κοπαδιών και γενικά της άγριας φύσης. Είχε κεφάλι και κορμό άνδρα, πόδια τράγου, κέρατα και μυτερά αυτιά. Γεννήθηκε στα βουνά της Αρκαδίας, σύμφωνα με την Ελληνική μυθολογία, από τον Ερμή και μία νύμφη.
Όταν η μητέρα του τον αντίκρισε, τρόμαξε από τη μορφή του και τον εγκατέλειψε. Ο Ερμής είδε τη σκηνή, έτρεξε στο παιδί του, το πήρε αγκαλιά και το πήγε στον Όλυμπο, όπου οι θεοί το καλοδέχτηκαν.
Ο Πάνας ήταν γνωστός για τη λάγνα φύση του και συχνά κυνηγούσε νύμφες. Μια μέρα έβαλε στο μάτι τη Σύριγγα και την κάλεσε να κοιμηθεί μαζί του.
Η Σύριγγα το έβαλε στα πόδια και ο Πάνας την κυνήγησε. Η όμορφη νύμφη έφτασε στον ποταμό Λάδωνα τον οποίο δεν μπορούσε να περάσει. Συνειδητοποιώντας τι την περίμενε αν την έπιανε ο Πάνας, ζήτησε από τις νύμφες του ποταμού να τη σώσουν.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ζήτησε από τον ίδιο τον Λάδωνα να τη σώσει από τα χέρια του Πάνα. Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν ισχύει, η Σύριγγα σώθηκε, καθώς την ώρα που την άρπαζε ο Πάνας, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά.
Ο Πάνας αναστέναξε απογοητευμένος. Τότε άκουσε την ανάσα του που πέρασε από το κούφιο καλάμι και γοητεύτηκε από τον ήχο. Ο Πάνας έκοψε καλάμια και τα ένωσε, φτιάχνοντας το σουραύλι το οποίο ονόμασε σύριγγα, στη μνήμη του χαμένου του έρωτα.
Ο Πάνας περνούσε την ώρα του με περιπλανήσεις στην άγρια φύση, παίζοντας μελωδίες με τη φλογέρα του, προσέχοντας τους βοσκούς και τα κοπάδια τους και αναζητώντας ερωτικές απολαύσεις.
Ο ξαφνικός, συχνά ανεξήγητος φόβος που ωθεί τα κοπάδια σε φυγή αποδιδόταν στον Πάνα που περιπλανιόταν ανάμεσά τους και έμεινε γνωστός ως «πανικός».
Η μουσική κόντρα με τον Απόλλωνα
Η μουσική του ικανότητα στο παίξιμο του πνευστού ήταν τέτοια που τόλμησε να προκαλέσει τον Απόλλωνα σε αγώνα. Ο Απόλλωνας κατέφθασε με τη χρυσή του λύρα στο χέρι, αλλά πρώτος ο Πάνας άρχισε να παίζει. Στις βουνοπλαγιές αντιλαλούσαν οι γλυκές μελωδίες από τη φλογέρα του. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του, ήρθε η σειρά του Απόλλωνα. Οι νότες που έβγαιναν από τη λύρα του, μάγεψαν όσους άκουγαν το τραγούδι. Μόλις τελείωσε όλοι τον δόξασαν.
Ο Πάνας νικήθηκε. Λυπημένος καθώς ήταν, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στα λαγκάδια, όπου ηχούσαν οι μελαγχολικές μελωδίες του την αγαπημένη του σύριγγα.
Όταν η μητέρα του τον αντίκρισε, τρόμαξε από τη μορφή του και τον εγκατέλειψε. Ο Ερμής είδε τη σκηνή, έτρεξε στο παιδί του, το πήρε αγκαλιά και το πήγε στον Όλυμπο, όπου οι θεοί το καλοδέχτηκαν.
Ο Πάνας ήταν γνωστός για τη λάγνα φύση του και συχνά κυνηγούσε νύμφες. Μια μέρα έβαλε στο μάτι τη Σύριγγα και την κάλεσε να κοιμηθεί μαζί του.
Η Σύριγγα το έβαλε στα πόδια και ο Πάνας την κυνήγησε. Η όμορφη νύμφη έφτασε στον ποταμό Λάδωνα τον οποίο δεν μπορούσε να περάσει. Συνειδητοποιώντας τι την περίμενε αν την έπιανε ο Πάνας, ζήτησε από τις νύμφες του ποταμού να τη σώσουν.
Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ζήτησε από τον ίδιο τον Λάδωνα να τη σώσει από τα χέρια του Πάνα. Όποια από τις δύο εκδοχές κι αν ισχύει, η Σύριγγα σώθηκε, καθώς την ώρα που την άρπαζε ο Πάνας, μεταμορφώθηκε σε καλαμιά.
Ο Πάνας αναστέναξε απογοητευμένος. Τότε άκουσε την ανάσα του που πέρασε από το κούφιο καλάμι και γοητεύτηκε από τον ήχο. Ο Πάνας έκοψε καλάμια και τα ένωσε, φτιάχνοντας το σουραύλι το οποίο ονόμασε σύριγγα, στη μνήμη του χαμένου του έρωτα.
Ο Πάνας περνούσε την ώρα του με περιπλανήσεις στην άγρια φύση, παίζοντας μελωδίες με τη φλογέρα του, προσέχοντας τους βοσκούς και τα κοπάδια τους και αναζητώντας ερωτικές απολαύσεις.
Ο ξαφνικός, συχνά ανεξήγητος φόβος που ωθεί τα κοπάδια σε φυγή αποδιδόταν στον Πάνα που περιπλανιόταν ανάμεσά τους και έμεινε γνωστός ως «πανικός».
Η μουσική κόντρα με τον Απόλλωνα
Η μουσική του ικανότητα στο παίξιμο του πνευστού ήταν τέτοια που τόλμησε να προκαλέσει τον Απόλλωνα σε αγώνα. Ο Απόλλωνας κατέφθασε με τη χρυσή του λύρα στο χέρι, αλλά πρώτος ο Πάνας άρχισε να παίζει. Στις βουνοπλαγιές αντιλαλούσαν οι γλυκές μελωδίες από τη φλογέρα του. Μόλις τελείωσε το τραγούδι του, ήρθε η σειρά του Απόλλωνα. Οι νότες που έβγαιναν από τη λύρα του, μάγεψαν όσους άκουγαν το τραγούδι. Μόλις τελείωσε όλοι τον δόξασαν.
Ο Πάνας νικήθηκε. Λυπημένος καθώς ήταν, χώθηκε ακόμα πιο βαθιά στα λαγκάδια, όπου ηχούσαν οι μελαγχολικές μελωδίες του την αγαπημένη του σύριγγα.
Σε άλλη εκδοχή κατέφυγε στην χώρα του Πανός την επονομαζόμενη Ισπανία (εις πάνα χώρα).
Ο Αριστοτέλης και η διαφοροποίηση του ακρατή από τον ακόλαστο
Συνεχίζοντας το δεύτερο βιβλίο από τα «Ηθικά Μεγάλα» ο Αριστοτέλης διαχωρίζει την ακράτεια από τη μαλθακότητα: «Η ακράτεια και η μαλθακότητα δεν είναι το ίδιο πράγμα· η μαλθακότητα και ο μαλθακός, από τη μία, είναι αυτός που δεν μπορεί να αντέξει τους κόπους και τα βάσανα, όχι βέβαια κάθε είδους κόπους και βάσανα αλλά εκείνα τα άφευκτα που ένας άλλος θα τα άντεχε· ο ακρατής, από την άλλη, είναι αυτός που δεν μπορεί να αντέξει τις ηδονές, αλλά κατανικιέται από αυτές και άγεται και φέρεται» (1202b 6.28).
Κι αμέσως μετά από αυτό το διαχωρισμό ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Άραγε ακόλαστος και ακρατής είναι το ίδιο πράγμα; Ή μήπως όχι;» (1202b 6.29 και 1203a 6.29). Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «… ο ακόλαστος χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα να φαντάζεται πως όσα κάνει, αυτά είναι και τα καλύτερα γι’ αυτόν και τα συμφερότερα, και δε βρίσκει καμία λογική αντίρρηση ενάντια σε όσα του φαίνονται ηδονικά· ο ακρατής, αντίθετα, έχει το λογικό, που τον κατευθύνει ενάντια σε όσα τον τραβά η επιθυμία» (1203a 6.29).
Το δεδομένο ότι ο ακόλαστος δε διαφέρει από τον ακρατή στις πράξεις (αφού και οι δύο επιδίδονται στις σωματικές ηδονές) αλλά στη σκέψη (ο ακρατής έχει επίγνωση της χαμηλής ποιότητας των ενεργειών του, ενώ ο ακόλαστος θεωρεί ότι συμπεριφέρεται σωστά), δίνει την εντύπωση ότι ο ακόλαστος έχει περισσότερες πιθανότητες να διορθωθεί από τον ακρατή: «Διότι αυτός, αν αποκτήσει τη λογική, και καταλάβει ότι οι πράξεις του είναι κακές, δεν πρόκειται να τις ξαναπράξει· στον ακρατή, όμως, υπάρχει ήδη η λογική, κι όμως αυτός φτάνει στην πράξη· άρα ο ακρατής φαίνεται να είναι μάλλον ανίατος» (1203a 6.30).
Ο ακόλαστος δείχνει να εντάσσεται περισσότερο στους ανθρώπους που σφάλλουν λόγω κακής υποκειμενικής άποψης θυμίζοντας τη σωκρατική ρήση «ουδείς έκων κακός». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτό θα απλουστεύσει τη βελτίωσή του, αφού η κατανόηση του λάθους είναι αρκετή για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Η πρώτη, όμως, αυτή εντύπωση κρίνεται απατηλή. Όταν τα πράγματα τεθούν στη σωστή τους βάση θα αποδειχθεί το αντίθετο.
Ακόμη κι αν ο ακόλαστος φαινομενικά μπορεί να διορθωθεί ευκολότερα από τον ακρατή, δε σημαίνει ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση: «Αλλά ποιος από τους δύο βρίσκεται σε χειρότερη θέση, αυτός που δεν κατέχει κανένα αγαθό <ή αυτός που κατέχει κάποιο αγαθό> αλλά μαζί με τα άσχημα που προαναφέραμε; Σίγουρα ο πρώτος, και μάλιστα τόσο χειρότερα όσο χειρότερα λειτουργεί εκείνο το πολυτιμότατο στοιχείο του» (1203a 6.31).
Κι ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει αμέσως: «Ο ακρατής, με άλλα λόγια, κατέχει ένα αγαθό, τον ορθό λόγο, ενώ ο ακόλαστος αυτό το στερείται. Με δεδομένο ότι ο λόγος είναι η αρχή κάθε πράγματος, στην περίπτωση του ακρατούς η πολυτιμότατη αυτή αρχή είναι σε καλή κατάσταση, ενώ αντίθετα του ακόλαστου σε κακή κατάσταση· άρα ο ακόλαστος είναι σε χειρότερη θέση από τον ακρατή» (1203a 6.31-6.32).
Η συμπεριφορά του ακόλαστου οφείλεται στην εσφαλμένη λογική του κρίση, ενώ του ακρατή σε ψυχική αδυναμία. Η διαφορά αυτή καθιστά τον ακόλαστο περισσότερο απεχθή, αφού η λογική του αντί να υπηρετήσει την αρετή τον οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτή είναι η αρχή της κακίας: «Στον ακόλαστο ενυπάρχει αρχή κακίας. Διότι στο βαθμό που προβαίνει σε κακές πράξεις έχοντας γι’ αυτές την έγκριση του λογικού, το οποίο θεωρεί πως πρέπει όντως να γίνουν αυτές, η αρχή που υπάρχει μέσα στον ακόλαστο δεν είναι υγιής. Αυτή είναι η αιτία που ο ακρατής θα θεωρούνταν καλύτερος του ακόλαστου» (1203a 6.34).
Η λογική κρίνεται ως καθοριστικό σημείο («αρχή») της κακίας κι αυτός είναι ο λόγος που η κακία αφορά μόνο τους ανθρώπους κι όχι τα ζώα: «Το ίδιο μπορεί να φανεί και με αναφορά σε εκείνη τη μορφή κακίας τη θηριωδία· αυτή δε συναντάται σε θηρία αλλά μόνο στον άνθρωπο· η θηριωδία, δηλαδή, είναι απλώς το όνομα της υπερβολικής κακίας – για ποιο λόγο; Όχι για τίποτε άλλο αλλά μόνο για το ότι στα θηρία δεν υπάρχει αρχή κακίας· αυτή η αρχή είναι ο λόγος» (1203a 6.33).
Η αριστοτελική άποψη που διατυπώθηκε στα «Πολιτικά» ότι «η χειρότερη μορφή αδικίας είναι εκείνη που διαθέτει όπλα» (1253a 35), επιβεβαιώνεται και εδώ. Με δεδομένο ότι στα «Πολιτικά» ως κύριο όπλο εννοούνταν η λογική (μαζί με τα πάθη), η διαπίστωση στα «Ηθικά Μεγάλα» ότι η αρχή της κακίας είναι η λογική που δεν υπηρετεί την αρετή, γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο ον από τον άνθρωπο που διαθέτει αυτά τα εφόδια στην υπηρεσία του κακού.
Κανένα λιοντάρι δεν μπορεί να είναι κακό, γιατί δεν έχει λογική, και βέβαια δεν μπορεί να προξενήσει τις συμφορές που είναι σε θέση να προκαλέσει ο άνθρωπος κάνοντας χρήση της λογικής του: «… ποιος άραγε θα προξενούσε μεγαλύτερες συμφορές, ένα λιοντάρι ή ο Διονύσιος και ο Φάλαρις και ο Κλέαρχος» (πρόκειται για τρεις τυράννους) «και όποιος άλλος είναι τόσο υπερβολικά κακός άνθρωπος όσο αυτοί; Δεν είναι προφανές ότι αυτοί; Διότι η αρχή που υπάρχει μέσα τους και είναι κακή έχει μεγάλη αρνητική επίδραση, ενώ στα θηρία δεν υπάρχει καν μια τέτοια αρχή» (1203a 6.33).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο ακόλαστος κρίνεται χειρότερος από τον ακρατή. Η ακολασία παρουσιάζεται ως πραγμάτωση του κακού, αφού στρέφει τη λογική στην υπηρεσία του. Ο ακόλαστος μπορεί να γίνει κτηνώδης. Η λογική μπορεί να τον ωθήσει στην επινόηση των πιο επαίσχυντων διαστροφών. Ο ακρατής, αν και συμπεριφέρεται επίσης αχαλίνωτα, έχει επίγνωση του λάθους. Εν τέλει αισθάνεται άσχημα. Είναι περισσότερο θύμα των παθών του. Στο βάθος είναι δυστυχής.
Εν τέλει, ο Αριστοτέλης αποδίδει την κακία του ακόλαστου στη φύση: «Ο ακόλαστος ο ίδιος είναι άνθρωπος κακός από τη φύση, οπότε για τούτο ακριβώς και το λογικό μέσα του είναι επίσης κακό» (1203b 6.41). Η εκδοχή της ακολασίας σε φυσικό ελάττωμα καθιστά τη διόρθωση του ακόλαστου σχεδόν αδύνατη: «Διότι όσα ανάγονται στη φύση επιδέχονται πιο δύσκολα θεραπεία από όσα είναι θέμα συνήθειας (μάλιστα η συνήθεια για τούτο ακριβώς θεωρείται ισχυρή, για το λόγο ότι καθίσταται δεύτερη φύση)» (1203b 6.40).
Τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Το αρχικό φαινομενικό συμπέρασμα που ήθελε τον ακόλαστο να αλλάζει ευκολότερα από τον ακρατή καταρρίπτεται ανεπιστρεπτί. Αυτό που φαίνεται εξαρχής δε σημαίνει ότι ισχύει.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Με τον ακρατή δεν είναι έτσι τα πράγματα· δεν είναι η φύση η αιτία ώστε το λογικό του να μην είναι καλό (διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε ο λόγος του να είναι κακός, αν ο ακρατής ήταν λόγω φύσεως άνθρωπος κακός)· άρα ο ακρατής φαίνεται ότι είναι κακός λόγω συνήθειας, ενώ αντίθετα ο ακόλαστος λόγω φύσεως· έτσι ο ακόλαστος δεν μπορεί να θεραπευτεί τόσο εύκολα. Διότι η μια συνήθεια μπορεί να χτυπηθεί από μία άλλη, ενώ η φύση δε χτυπιέται με τίποτα» (1203b 6.41 και 1204a 6.41-6.42).
Από κει και πέρα, ο Αριστοτέλης θα διακρίνει δύο μορφές ακράτειας: «Η ακράτεια διαιρείται σε δύο είδη: η πρώτη είναι ορμητική [προτρεπτική] και μη προμελετημένη και προκύπτει ξαφνικά (παράδειγμα: βλέπουμε μια ωραία γυναίκα, και αμέσως κάτι παθαίνουμε, και από το πάθος προξενείται μια ορμή να πράξουμε κάτι από αυτά που ίσως δεν έπρεπε να πράξουμε)· η δεύτερη μορφή μοιάζει με ασθένεια και συνυπάρχει με το λογικό που προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά» (1203a 6.35).
Για το πρώτο είδος ακράτειας ο Αριστοτέλης φαίνεται περισσότερο επιεικής: «Η πρώτη μορφή ακράτειας ίσως δεν μπορεί να θεωρηθεί άξια μεγάλου ψόγου· μάλιστα η μορφή αυτή συναντάται σε ενάρετους ανθρώπους, σε όσους ακριβέστερα από αυτούς είναι θερμόαιμοι και ευφυείς» (1203a 6.36 και 1203b 6.36).
Αντίθετα, για το δεύτερο είδος έχει επικριτικότερη στάση: «Η άλλη, πάλι, μορφή» (ακράτειας εννοείται) «συναντάται σε ανθρώπους ψυχρούς και μελαγχολικούς· σ’ αυτούς τους τελευταίους αποδίδεται ψόγος» (1203b 6.36).
Η λόγος που προφανώς η δεύτερη μορφή ακράτειας παρουσιάζεται ως χειρότερη έχει να κάνει και πάλι με την παρουσία της λογικής. Στην πρώτη περίπτωση ο ακρατής συμπεριφέρεται αυθόρμητα, θα έλεγε κανείς ενστικτωδώς. Στη δεύτερη υπάρχει πάλη με τη λογική που προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά αλλά αποτυγχάνει. Για τον Αριστοτέλη η πλήρης απουσία της λογικής σε μια τέτοια στιγμή (φαίνεται ότι) είναι πιο κατανοητή. Όχι όμως ότι δεν είναι κατακριτέα.
Μετά την ολοκλήρωση της διάκρισης ανάμεσα στον ακόλαστο και στον ακρατή σειρά έχει η διερεύνηση του φρόνιμου ανθρώπου: «Με δεδομένα, τώρα, πρώτον ότι ο ακρατής είναι ο άνθρωπος που έχει τη γνώση πλην όμως αυτή δε λειτουργεί αποτρεπτικά, και δεύτερον ότι ο φρόνιμος είναι ο άνθρωπος που προσεγγίζει θεωρητικά τα πάντα με κριτήριο τον ορθό λόγο, γίνεται άραγε να είναι ο φρόνιμος ακρατής; Ή μήπως όχι;» (1204a 6.43).
Θα λέγαμε ότι η διερεύνηση αυτή γίνεται περισσότερο για λόγους μεθοδολογίας. Η απάντηση είναι απολύτως αναμενόμενη: «Αν ακολουθήσουμε προσεκτικά τις συνέπειες όσων έχουμε πει, δεν πρόκειται ο φρόνιμος να είναι ακρατής. Διότι ορίσαμε τον φρόνιμο ως εξής: ο άνθρωπος που όχι μόνο έχει τον ορθό λόγο, αλλά προβαίνει και στις πράξεις που του εισηγείται ο λόγος ως άριστες· αλλά αν ο φρόνιμος πράττει άριστα, τότε δεν μπορεί να είναι ακρατής. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι επιτήδειος» (1204a 6.43).
Μοιραία επανερχόμαστε στο διαχωρισμό του φρόνιμου από τον επιτήδειο. Ενώ και οι δύο είναι σε θέση να κάνουν τα χρήσιμα, ο φρόνιμος ακολουθεί πάντα το δρόμο της αρετής σε αντίθεση με τον επιτήδειο που μπορεί να μεταχειριστεί και άλλα μέσα: «επιτήδειος ονομάζεται και ένας άνθρωπος κακός, παράδειγμα ο Μέντωρ, που θεωρείται ότι ήταν μεν επιτήδειος, όχι όμως και φρόνιμος άνθρωπος» (1197b 34.20). (πρόκειται για τον Μέντορα που ενεχόταν στην καταδίκη του Ερμεία πεθερού του Αριστοτέλη).
Εν τέλει, ο φρόνιμος θα κάνει αυτά που πρέπει, ενώ ο επιτήδειος όχι: «Μπορεί βέβαια να έχουν να κάνουν με τα ίδια πράγματα, αλλά ο ένας έχει την τάση να προβαίνει στην πράξη όσων πρέπει, ο άλλος το αντίθετο» (1204a 6.44). Γι’ αυτό ο επιτήδειος δεν αποκλείεται να είναι ακρατής: «Άρα ο επιτήδειος μπορεί να είναι ακρατής (διότι δεν έχει την τάση να πράττει αυτά ακριβώς στα οποία είναι επιτήδειος)· αντίθετα, ο φρόνιμος δε γίνεται να είναι ακρατής» (1204a 6.44).
Αυτό που μένει είναι η διαφοροποίηση του σώφρονα από τον εγκρατή: «η εγκράτεια είναι επακόλουθο της σωφροσύνης, και θα είναι ο σώφρων εγκρατής, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως και ο εγκρατής θα είναι σώφρων. Διότι σώφρων είναι αυτός που δεν έχει πάθη, ενώ ο εγκρατής αυτός που έχει αλλά τα ελέγχει ή τουλάχιστον μπορεί και τα αντέχει· κανένα από αυτά τα δύο δεν είναι γνώρισμα του σώφρονος· γι’ αυτό και ο εγκρατής δεν είναι υποχρεωτικά και σώφρων» (1203b 6.38).
Το ότι ο σώφρων, ζει απαλλαγμένος από τα πάθη (κι ως εκ τούτου είναι αναγκαστικά κι εγκρατής) δεν υπονοεί ότι η σωφροσύνη είναι κάτι που δίνεται από τη φύση. Ο σώφρων κατάφερε να απαλλαγεί από τα πάθη του συνηθίζοντας να υπηρετεί την αρετή με βάση τις επιταγές του ορθού λόγου. Γι’ αυτό και είναι αξιέπαινος. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι και η αποστολή του ανθρώπου: η διαρκής προσπάθεια βελτίωσης του εαυτού προς την κατάκτηση της αρετής, αφού μόνο έτσι θα βιώσει την ευτυχία. Ο εγκρατής είναι επίσης αξιέπαινος, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει στα ύψη της σωφροσύνης.
Η τελική απολύτως εξονυχιστική διαλεύκανση των όρων έχει να κάνει με το διαχωρισμό της εγκράτειας από την καρτερία: «… η εγκράτεια έχει να κάνει με τις ηδονές, ενώ η καρτερία έχει να κάνει με τις λύπες· διότι όποιος καρτερεί και υπομένει τις λύπες, αυτός είναι καρτερικός» (1202b 6.27).
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα, Πολιτικά
Κι αμέσως μετά από αυτό το διαχωρισμό ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Άραγε ακόλαστος και ακρατής είναι το ίδιο πράγμα; Ή μήπως όχι;» (1202b 6.29 και 1203a 6.29). Η απάντηση θα δοθεί αμέσως: «… ο ακόλαστος χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα να φαντάζεται πως όσα κάνει, αυτά είναι και τα καλύτερα γι’ αυτόν και τα συμφερότερα, και δε βρίσκει καμία λογική αντίρρηση ενάντια σε όσα του φαίνονται ηδονικά· ο ακρατής, αντίθετα, έχει το λογικό, που τον κατευθύνει ενάντια σε όσα τον τραβά η επιθυμία» (1203a 6.29).
Το δεδομένο ότι ο ακόλαστος δε διαφέρει από τον ακρατή στις πράξεις (αφού και οι δύο επιδίδονται στις σωματικές ηδονές) αλλά στη σκέψη (ο ακρατής έχει επίγνωση της χαμηλής ποιότητας των ενεργειών του, ενώ ο ακόλαστος θεωρεί ότι συμπεριφέρεται σωστά), δίνει την εντύπωση ότι ο ακόλαστος έχει περισσότερες πιθανότητες να διορθωθεί από τον ακρατή: «Διότι αυτός, αν αποκτήσει τη λογική, και καταλάβει ότι οι πράξεις του είναι κακές, δεν πρόκειται να τις ξαναπράξει· στον ακρατή, όμως, υπάρχει ήδη η λογική, κι όμως αυτός φτάνει στην πράξη· άρα ο ακρατής φαίνεται να είναι μάλλον ανίατος» (1203a 6.30).
Ο ακόλαστος δείχνει να εντάσσεται περισσότερο στους ανθρώπους που σφάλλουν λόγω κακής υποκειμενικής άποψης θυμίζοντας τη σωκρατική ρήση «ουδείς έκων κακός». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι αυτό θα απλουστεύσει τη βελτίωσή του, αφού η κατανόηση του λάθους είναι αρκετή για την αλλαγή της συμπεριφοράς του. Η πρώτη, όμως, αυτή εντύπωση κρίνεται απατηλή. Όταν τα πράγματα τεθούν στη σωστή τους βάση θα αποδειχθεί το αντίθετο.
Ακόμη κι αν ο ακόλαστος φαινομενικά μπορεί να διορθωθεί ευκολότερα από τον ακρατή, δε σημαίνει ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση: «Αλλά ποιος από τους δύο βρίσκεται σε χειρότερη θέση, αυτός που δεν κατέχει κανένα αγαθό <ή αυτός που κατέχει κάποιο αγαθό> αλλά μαζί με τα άσχημα που προαναφέραμε; Σίγουρα ο πρώτος, και μάλιστα τόσο χειρότερα όσο χειρότερα λειτουργεί εκείνο το πολυτιμότατο στοιχείο του» (1203a 6.31).
Κι ο Αριστοτέλης θα διευκρινίσει αμέσως: «Ο ακρατής, με άλλα λόγια, κατέχει ένα αγαθό, τον ορθό λόγο, ενώ ο ακόλαστος αυτό το στερείται. Με δεδομένο ότι ο λόγος είναι η αρχή κάθε πράγματος, στην περίπτωση του ακρατούς η πολυτιμότατη αυτή αρχή είναι σε καλή κατάσταση, ενώ αντίθετα του ακόλαστου σε κακή κατάσταση· άρα ο ακόλαστος είναι σε χειρότερη θέση από τον ακρατή» (1203a 6.31-6.32).
Η συμπεριφορά του ακόλαστου οφείλεται στην εσφαλμένη λογική του κρίση, ενώ του ακρατή σε ψυχική αδυναμία. Η διαφορά αυτή καθιστά τον ακόλαστο περισσότερο απεχθή, αφού η λογική του αντί να υπηρετήσει την αρετή τον οδηγεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κι αυτή είναι η αρχή της κακίας: «Στον ακόλαστο ενυπάρχει αρχή κακίας. Διότι στο βαθμό που προβαίνει σε κακές πράξεις έχοντας γι’ αυτές την έγκριση του λογικού, το οποίο θεωρεί πως πρέπει όντως να γίνουν αυτές, η αρχή που υπάρχει μέσα στον ακόλαστο δεν είναι υγιής. Αυτή είναι η αιτία που ο ακρατής θα θεωρούνταν καλύτερος του ακόλαστου» (1203a 6.34).
Η λογική κρίνεται ως καθοριστικό σημείο («αρχή») της κακίας κι αυτός είναι ο λόγος που η κακία αφορά μόνο τους ανθρώπους κι όχι τα ζώα: «Το ίδιο μπορεί να φανεί και με αναφορά σε εκείνη τη μορφή κακίας τη θηριωδία· αυτή δε συναντάται σε θηρία αλλά μόνο στον άνθρωπο· η θηριωδία, δηλαδή, είναι απλώς το όνομα της υπερβολικής κακίας – για ποιο λόγο; Όχι για τίποτε άλλο αλλά μόνο για το ότι στα θηρία δεν υπάρχει αρχή κακίας· αυτή η αρχή είναι ο λόγος» (1203a 6.33).
Η αριστοτελική άποψη που διατυπώθηκε στα «Πολιτικά» ότι «η χειρότερη μορφή αδικίας είναι εκείνη που διαθέτει όπλα» (1253a 35), επιβεβαιώνεται και εδώ. Με δεδομένο ότι στα «Πολιτικά» ως κύριο όπλο εννοούνταν η λογική (μαζί με τα πάθη), η διαπίστωση στα «Ηθικά Μεγάλα» ότι η αρχή της κακίας είναι η λογική που δεν υπηρετεί την αρετή, γίνεται σαφές ότι δεν υπάρχει πιο επικίνδυνο ον από τον άνθρωπο που διαθέτει αυτά τα εφόδια στην υπηρεσία του κακού.
Κανένα λιοντάρι δεν μπορεί να είναι κακό, γιατί δεν έχει λογική, και βέβαια δεν μπορεί να προξενήσει τις συμφορές που είναι σε θέση να προκαλέσει ο άνθρωπος κάνοντας χρήση της λογικής του: «… ποιος άραγε θα προξενούσε μεγαλύτερες συμφορές, ένα λιοντάρι ή ο Διονύσιος και ο Φάλαρις και ο Κλέαρχος» (πρόκειται για τρεις τυράννους) «και όποιος άλλος είναι τόσο υπερβολικά κακός άνθρωπος όσο αυτοί; Δεν είναι προφανές ότι αυτοί; Διότι η αρχή που υπάρχει μέσα τους και είναι κακή έχει μεγάλη αρνητική επίδραση, ενώ στα θηρία δεν υπάρχει καν μια τέτοια αρχή» (1203a 6.33).
Κι αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο ακόλαστος κρίνεται χειρότερος από τον ακρατή. Η ακολασία παρουσιάζεται ως πραγμάτωση του κακού, αφού στρέφει τη λογική στην υπηρεσία του. Ο ακόλαστος μπορεί να γίνει κτηνώδης. Η λογική μπορεί να τον ωθήσει στην επινόηση των πιο επαίσχυντων διαστροφών. Ο ακρατής, αν και συμπεριφέρεται επίσης αχαλίνωτα, έχει επίγνωση του λάθους. Εν τέλει αισθάνεται άσχημα. Είναι περισσότερο θύμα των παθών του. Στο βάθος είναι δυστυχής.
Εν τέλει, ο Αριστοτέλης αποδίδει την κακία του ακόλαστου στη φύση: «Ο ακόλαστος ο ίδιος είναι άνθρωπος κακός από τη φύση, οπότε για τούτο ακριβώς και το λογικό μέσα του είναι επίσης κακό» (1203b 6.41). Η εκδοχή της ακολασίας σε φυσικό ελάττωμα καθιστά τη διόρθωση του ακόλαστου σχεδόν αδύνατη: «Διότι όσα ανάγονται στη φύση επιδέχονται πιο δύσκολα θεραπεία από όσα είναι θέμα συνήθειας (μάλιστα η συνήθεια για τούτο ακριβώς θεωρείται ισχυρή, για το λόγο ότι καθίσταται δεύτερη φύση)» (1203b 6.40).
Τα πράγματα μπαίνουν στη θέση τους. Το αρχικό φαινομενικό συμπέρασμα που ήθελε τον ακόλαστο να αλλάζει ευκολότερα από τον ακρατή καταρρίπτεται ανεπιστρεπτί. Αυτό που φαίνεται εξαρχής δε σημαίνει ότι ισχύει.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Με τον ακρατή δεν είναι έτσι τα πράγματα· δεν είναι η φύση η αιτία ώστε το λογικό του να μην είναι καλό (διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα έπρεπε ο λόγος του να είναι κακός, αν ο ακρατής ήταν λόγω φύσεως άνθρωπος κακός)· άρα ο ακρατής φαίνεται ότι είναι κακός λόγω συνήθειας, ενώ αντίθετα ο ακόλαστος λόγω φύσεως· έτσι ο ακόλαστος δεν μπορεί να θεραπευτεί τόσο εύκολα. Διότι η μια συνήθεια μπορεί να χτυπηθεί από μία άλλη, ενώ η φύση δε χτυπιέται με τίποτα» (1203b 6.41 και 1204a 6.41-6.42).
Από κει και πέρα, ο Αριστοτέλης θα διακρίνει δύο μορφές ακράτειας: «Η ακράτεια διαιρείται σε δύο είδη: η πρώτη είναι ορμητική [προτρεπτική] και μη προμελετημένη και προκύπτει ξαφνικά (παράδειγμα: βλέπουμε μια ωραία γυναίκα, και αμέσως κάτι παθαίνουμε, και από το πάθος προξενείται μια ορμή να πράξουμε κάτι από αυτά που ίσως δεν έπρεπε να πράξουμε)· η δεύτερη μορφή μοιάζει με ασθένεια και συνυπάρχει με το λογικό που προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά» (1203a 6.35).
Για το πρώτο είδος ακράτειας ο Αριστοτέλης φαίνεται περισσότερο επιεικής: «Η πρώτη μορφή ακράτειας ίσως δεν μπορεί να θεωρηθεί άξια μεγάλου ψόγου· μάλιστα η μορφή αυτή συναντάται σε ενάρετους ανθρώπους, σε όσους ακριβέστερα από αυτούς είναι θερμόαιμοι και ευφυείς» (1203a 6.36 και 1203b 6.36).
Αντίθετα, για το δεύτερο είδος έχει επικριτικότερη στάση: «Η άλλη, πάλι, μορφή» (ακράτειας εννοείται) «συναντάται σε ανθρώπους ψυχρούς και μελαγχολικούς· σ’ αυτούς τους τελευταίους αποδίδεται ψόγος» (1203b 6.36).
Η λόγος που προφανώς η δεύτερη μορφή ακράτειας παρουσιάζεται ως χειρότερη έχει να κάνει και πάλι με την παρουσία της λογικής. Στην πρώτη περίπτωση ο ακρατής συμπεριφέρεται αυθόρμητα, θα έλεγε κανείς ενστικτωδώς. Στη δεύτερη υπάρχει πάλη με τη λογική που προσπαθεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά αλλά αποτυγχάνει. Για τον Αριστοτέλη η πλήρης απουσία της λογικής σε μια τέτοια στιγμή (φαίνεται ότι) είναι πιο κατανοητή. Όχι όμως ότι δεν είναι κατακριτέα.
Μετά την ολοκλήρωση της διάκρισης ανάμεσα στον ακόλαστο και στον ακρατή σειρά έχει η διερεύνηση του φρόνιμου ανθρώπου: «Με δεδομένα, τώρα, πρώτον ότι ο ακρατής είναι ο άνθρωπος που έχει τη γνώση πλην όμως αυτή δε λειτουργεί αποτρεπτικά, και δεύτερον ότι ο φρόνιμος είναι ο άνθρωπος που προσεγγίζει θεωρητικά τα πάντα με κριτήριο τον ορθό λόγο, γίνεται άραγε να είναι ο φρόνιμος ακρατής; Ή μήπως όχι;» (1204a 6.43).
Θα λέγαμε ότι η διερεύνηση αυτή γίνεται περισσότερο για λόγους μεθοδολογίας. Η απάντηση είναι απολύτως αναμενόμενη: «Αν ακολουθήσουμε προσεκτικά τις συνέπειες όσων έχουμε πει, δεν πρόκειται ο φρόνιμος να είναι ακρατής. Διότι ορίσαμε τον φρόνιμο ως εξής: ο άνθρωπος που όχι μόνο έχει τον ορθό λόγο, αλλά προβαίνει και στις πράξεις που του εισηγείται ο λόγος ως άριστες· αλλά αν ο φρόνιμος πράττει άριστα, τότε δεν μπορεί να είναι ακρατής. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι επιτήδειος» (1204a 6.43).
Μοιραία επανερχόμαστε στο διαχωρισμό του φρόνιμου από τον επιτήδειο. Ενώ και οι δύο είναι σε θέση να κάνουν τα χρήσιμα, ο φρόνιμος ακολουθεί πάντα το δρόμο της αρετής σε αντίθεση με τον επιτήδειο που μπορεί να μεταχειριστεί και άλλα μέσα: «επιτήδειος ονομάζεται και ένας άνθρωπος κακός, παράδειγμα ο Μέντωρ, που θεωρείται ότι ήταν μεν επιτήδειος, όχι όμως και φρόνιμος άνθρωπος» (1197b 34.20). (πρόκειται για τον Μέντορα που ενεχόταν στην καταδίκη του Ερμεία πεθερού του Αριστοτέλη).
Εν τέλει, ο φρόνιμος θα κάνει αυτά που πρέπει, ενώ ο επιτήδειος όχι: «Μπορεί βέβαια να έχουν να κάνουν με τα ίδια πράγματα, αλλά ο ένας έχει την τάση να προβαίνει στην πράξη όσων πρέπει, ο άλλος το αντίθετο» (1204a 6.44). Γι’ αυτό ο επιτήδειος δεν αποκλείεται να είναι ακρατής: «Άρα ο επιτήδειος μπορεί να είναι ακρατής (διότι δεν έχει την τάση να πράττει αυτά ακριβώς στα οποία είναι επιτήδειος)· αντίθετα, ο φρόνιμος δε γίνεται να είναι ακρατής» (1204a 6.44).
Αυτό που μένει είναι η διαφοροποίηση του σώφρονα από τον εγκρατή: «η εγκράτεια είναι επακόλουθο της σωφροσύνης, και θα είναι ο σώφρων εγκρατής, χωρίς αυτό να συνεπάγεται πως και ο εγκρατής θα είναι σώφρων. Διότι σώφρων είναι αυτός που δεν έχει πάθη, ενώ ο εγκρατής αυτός που έχει αλλά τα ελέγχει ή τουλάχιστον μπορεί και τα αντέχει· κανένα από αυτά τα δύο δεν είναι γνώρισμα του σώφρονος· γι’ αυτό και ο εγκρατής δεν είναι υποχρεωτικά και σώφρων» (1203b 6.38).
Το ότι ο σώφρων, ζει απαλλαγμένος από τα πάθη (κι ως εκ τούτου είναι αναγκαστικά κι εγκρατής) δεν υπονοεί ότι η σωφροσύνη είναι κάτι που δίνεται από τη φύση. Ο σώφρων κατάφερε να απαλλαγεί από τα πάθη του συνηθίζοντας να υπηρετεί την αρετή με βάση τις επιταγές του ορθού λόγου. Γι’ αυτό και είναι αξιέπαινος. Σε τελική ανάλυση, αυτή είναι και η αποστολή του ανθρώπου: η διαρκής προσπάθεια βελτίωσης του εαυτού προς την κατάκτηση της αρετής, αφού μόνο έτσι θα βιώσει την ευτυχία. Ο εγκρατής είναι επίσης αξιέπαινος, αλλά δεν κατάφερε να φτάσει στα ύψη της σωφροσύνης.
Η τελική απολύτως εξονυχιστική διαλεύκανση των όρων έχει να κάνει με το διαχωρισμό της εγκράτειας από την καρτερία: «… η εγκράτεια έχει να κάνει με τις ηδονές, ενώ η καρτερία έχει να κάνει με τις λύπες· διότι όποιος καρτερεί και υπομένει τις λύπες, αυτός είναι καρτερικός» (1202b 6.27).
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα, Πολιτικά
Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας
ΞΕΝΟΦΩΝ, ΑΓΗΣΙΛΑΟΣ
ΞΕΝ Αγ 1.1–1.5
Στο έργο αυτό ο Ξενοφώντας εγκωμιάζει τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο τον Β´, που βασίλευσε από το 399 έως το 360 π.Χ.
[1.1] Οἶδα μὲν ὅτι τῆς Ἀγησιλάου ἀρετῆς τε καὶ δόξης οὐ
ῥᾴδιον ἄξιον ἔπαινον γράψαι, ὅμως δ’ ἐγχειρητέον. οὐ
γὰρ ἂν καλῶς ἔχοι εἰ ὅτι τελέως ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐγένετο, διὰ
τοῦτο οὐδὲ μειόνων ἂν τυγχάνοι ἐπαίνων. [1.2] περὶ μὲν οὖν
εὐγενείας αὐτοῦ τί ἄν τις μεῖζον καὶ κάλλιον εἰπεῖν ἔχοι
ἢ ὅτι ἔτι καὶ νῦν τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνη-
μονεύεται ὁπόστος ἀφ’ Ἡρακλέους ἐγένετο, καὶ τούτοις οὐκ
ἰδιώταις ἀλλ’ ἐκ βασιλέων βασιλεῦσιν; [1.3] ἀλλὰ μὴν οὐδὲ
ταύτῃ γ’ ἄν τις ἔχοι καταμέμψασθαι αὐτοὺς ὡς βασιλεύουσι
μέν, πόλεως δὲ τῆς ἐπιτυχούσης· ἀλλ’ ὥσπερ τὸ γένος
αὐτῶν τῆς πατρίδος ἐντιμότατον, οὕτω καὶ ἡ πόλις ἐν τῇ
Ἑλλάδι ἐνδοξοτάτη· ὥστε οὐ δευτέρων πρωτεύουσιν, ἀλλ’
ἡγεμόνων ἡγεμονεύουσιν. [1.4] τῇδέ γε μὴν καὶ κοινῇ ἄξιον
ἐπαινέσαι τήν τε πατρίδα καὶ τὸ γένος αὐτοῦ· ἥ τε γὰρ
πόλις οὐδεπώποτε φθονήσασα τοῦ προτετιμῆσθαι αὐτοὺς
ἐπεχείρησε καταλῦσαι τὴν ἀρχὴν αὐτῶν, οἵ τε βασιλεῖς
οὐδεπώποτε μειζόνων ὠρέχθησαν ἢ ἐφ’ οἷσπερ ἐξ ἀρχῆς
τὴν βασιλείαν παρέλαβον. τοιγαροῦν ἄλλη μὲν οὐδεμία
ἀρχὴ φανερά ἐστι διαγεγενημένη ἀδιάσπαστος οὔτε δημο-
κρατία οὔτε ὀλιγαρχία οὔτε τυραννὶς οὔτε βασιλεία· αὕτη
δὲ μόνη διαμένει συνεχὴς βασιλεία. [1.5] ὥς γε μὴν καὶ πρὶν
ἄρξαι ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι Ἀγησίλαος τάδε τὰ
σημεῖα. ἐπεὶ γὰρ Ἆγις βασιλεὺς ὢν ἐτελεύτησεν, ἐρισάν-
των περὶ τῆς ἀρχῆς Λεωτυχίδα μὲν ὡς Ἄγιδος ὄντος υἱοῦ,
Ἀγησιλάου δὲ ὡς Ἀρχιδάμου, κρίνασα ἡ πόλις ἀνεπικλη-
τότερον εἶναι Ἀγησίλαον καὶ τῷ γένει καὶ τῇ ἀρετῇ τοῦτον
ἐστήσατο βασιλέα. καίτοι τὸ ἐν τῇ κρατίστῃ πόλει ὑπὸ
τῶν ἀρίστων κριθέντα τοῦ καλλίστου γέρως ἀξιωθῆναι
ποίων ἔτι τεκμηρίων προσδεῖται τῆς γε πρὶν ἄρξαι αὐτὸν
ἀρετῆς;
ΞΕΝ Αγ 1.1–1.5
Προοίμιον: Η δυσκολία του εγχειρήματος – Έπαινος της Σπάρτης και των θεσμών της – Η εκλογή του Αγησίλαου
Στο έργο αυτό ο Ξενοφώντας εγκωμιάζει τον Σπαρτιάτη βασιλιά Αγησίλαο τον Β´, που βασίλευσε από το 399 έως το 360 π.Χ.
[1.1] Οἶδα μὲν ὅτι τῆς Ἀγησιλάου ἀρετῆς τε καὶ δόξης οὐ
ῥᾴδιον ἄξιον ἔπαινον γράψαι, ὅμως δ’ ἐγχειρητέον. οὐ
γὰρ ἂν καλῶς ἔχοι εἰ ὅτι τελέως ἀνὴρ ἀγαθὸς ἐγένετο, διὰ
τοῦτο οὐδὲ μειόνων ἂν τυγχάνοι ἐπαίνων. [1.2] περὶ μὲν οὖν
εὐγενείας αὐτοῦ τί ἄν τις μεῖζον καὶ κάλλιον εἰπεῖν ἔχοι
ἢ ὅτι ἔτι καὶ νῦν τοῖς προγόνοις ὀνομαζομένοις ἀπομνη-
μονεύεται ὁπόστος ἀφ’ Ἡρακλέους ἐγένετο, καὶ τούτοις οὐκ
ἰδιώταις ἀλλ’ ἐκ βασιλέων βασιλεῦσιν; [1.3] ἀλλὰ μὴν οὐδὲ
ταύτῃ γ’ ἄν τις ἔχοι καταμέμψασθαι αὐτοὺς ὡς βασιλεύουσι
μέν, πόλεως δὲ τῆς ἐπιτυχούσης· ἀλλ’ ὥσπερ τὸ γένος
αὐτῶν τῆς πατρίδος ἐντιμότατον, οὕτω καὶ ἡ πόλις ἐν τῇ
Ἑλλάδι ἐνδοξοτάτη· ὥστε οὐ δευτέρων πρωτεύουσιν, ἀλλ’
ἡγεμόνων ἡγεμονεύουσιν. [1.4] τῇδέ γε μὴν καὶ κοινῇ ἄξιον
ἐπαινέσαι τήν τε πατρίδα καὶ τὸ γένος αὐτοῦ· ἥ τε γὰρ
πόλις οὐδεπώποτε φθονήσασα τοῦ προτετιμῆσθαι αὐτοὺς
ἐπεχείρησε καταλῦσαι τὴν ἀρχὴν αὐτῶν, οἵ τε βασιλεῖς
οὐδεπώποτε μειζόνων ὠρέχθησαν ἢ ἐφ’ οἷσπερ ἐξ ἀρχῆς
τὴν βασιλείαν παρέλαβον. τοιγαροῦν ἄλλη μὲν οὐδεμία
ἀρχὴ φανερά ἐστι διαγεγενημένη ἀδιάσπαστος οὔτε δημο-
κρατία οὔτε ὀλιγαρχία οὔτε τυραννὶς οὔτε βασιλεία· αὕτη
δὲ μόνη διαμένει συνεχὴς βασιλεία. [1.5] ὥς γε μὴν καὶ πρὶν
ἄρξαι ἄξιος τῆς βασιλείας ἐδόκει εἶναι Ἀγησίλαος τάδε τὰ
σημεῖα. ἐπεὶ γὰρ Ἆγις βασιλεὺς ὢν ἐτελεύτησεν, ἐρισάν-
των περὶ τῆς ἀρχῆς Λεωτυχίδα μὲν ὡς Ἄγιδος ὄντος υἱοῦ,
Ἀγησιλάου δὲ ὡς Ἀρχιδάμου, κρίνασα ἡ πόλις ἀνεπικλη-
τότερον εἶναι Ἀγησίλαον καὶ τῷ γένει καὶ τῇ ἀρετῇ τοῦτον
ἐστήσατο βασιλέα. καίτοι τὸ ἐν τῇ κρατίστῃ πόλει ὑπὸ
τῶν ἀρίστων κριθέντα τοῦ καλλίστου γέρως ἀξιωθῆναι
ποίων ἔτι τεκμηρίων προσδεῖται τῆς γε πρὶν ἄρξαι αὐτὸν
ἀρετῆς;
***
Γνωρίζω μεν ότι δεν είναι εύκολον να γραφή έπαινος αντάξιος της αρετής και της δόξης του Αγησιλάου, αλλ' εν τούτοις θα το επιχειρήσω. Διότι δεν είναι σωστόν να μη επαινεθή περισσότερον, δια τον λόγον ότι υπήρξε τελείως εκλεκτός. Δια μεν λοιπόν την ευγένειάν του τι μεγαλύτερον και καλύτερον ημπορεί να ειπή κανείς παρά ότι και σήμερον ακόμη μεταξύ των ονομαστί αναφερομένων Π ρ ο γ ό ν ω ν από τον Ηρακλήν κατέχει εξαιρετικήν θέσιν και δη όχι μεταξύ των ιδιωτών, αλλά μεταξύ των βασιλέων των καταγομένων από βασιλείς; Ούτε δύναται κανείς να τους κατακρίνη ως βασιλεύσαντας μεν αλλ' επί πόλεως ασημάντου· αλλ' όπως το γένος των ήτο εντιμότατον εις την πατρίδα των, έτσι και η πόλις των ήτο ενδοξοτάτη εις την Ελλάδα. Ώστε δεν πρωτεύουν μεταξύ δευτερευόντων, αλλά και διακρίνονται μεταξύ των πρώτων. Είναι λοιπόν δίκαιον να επαινέσωμεν μαζί και την πατρίδα και το γένος του, διότι ούτε η πόλις, φθονήσασα ποτέ την προέχουσαν θέσιν την οποίαν κατείχον, επεχείρησε να καταλύση την εξουσίαν των, ούτε οι βασιλείς εφιλοδόξησαν ποτέ μεγαλυτέραν βασιλικήν εξουσίαν από εκείνην την οποίαν αρχικώς παρέλαβον. Λοιπόν καμμία άλλη εξουσία δεν παρουσιάζεται παραμείνασα χωρίς διακοπήν, ούτε δημοκρατία ούτε ολιγαρχία, ούτε τυραννία, ούτε βασιλεία· αλλά μόνη αυτή η βασιλεία (της Λακεδαίμονος) παραμένει συνεχής.
Ότι δε ο Αγησίλαος εκρίθη άξιος να βασιλεύση και πριν ακόμη αναλάβη την αρχήν, έχομεν την ακόλουθον απόδειξιν: Διότι μετά τον θάνατον του βασιλέως Άγιδος, επειδή εφιλονίκησαν περί της αρχής ο μεν Λεωτυχίδας ως υιός του Άγιδος ο δε Αγησίλαος ως υιός του Αρχιδάμου, η πόλις, κρίνασα ότι ο Αγησίλαος ήτο υπέρτερος κατά την γέννησιν και την ατομικήν ικανότητα, εξέλεξε αυτόν βασιλέα. Αφού λοιπόν εις την ισχυροτέραν πολιτείαν εκρίθη υπό των αρίστων ως άξιος να λάβη την καλυτέραν ανταμοιβήν, ποία άλλα ακόμη τεκμήρια χρειάζονται δια ν' αποδειχθή η αξία του προτού αναλάβη την αρχήν;
Ότι δε ο Αγησίλαος εκρίθη άξιος να βασιλεύση και πριν ακόμη αναλάβη την αρχήν, έχομεν την ακόλουθον απόδειξιν: Διότι μετά τον θάνατον του βασιλέως Άγιδος, επειδή εφιλονίκησαν περί της αρχής ο μεν Λεωτυχίδας ως υιός του Άγιδος ο δε Αγησίλαος ως υιός του Αρχιδάμου, η πόλις, κρίνασα ότι ο Αγησίλαος ήτο υπέρτερος κατά την γέννησιν και την ατομικήν ικανότητα, εξέλεξε αυτόν βασιλέα. Αφού λοιπόν εις την ισχυροτέραν πολιτείαν εκρίθη υπό των αρίστων ως άξιος να λάβη την καλυτέραν ανταμοιβήν, ποία άλλα ακόμη τεκμήρια χρειάζονται δια ν' αποδειχθή η αξία του προτού αναλάβη την αρχήν;
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)