Ο τελευταίος ήταν πατέρας του Καρόλου Μαρτέλου, και άρα προπάππους του Καρλομάγνου. Όλοι οι ανωτέρω πρόγονοι είχαν σταδιοδρομήσει στην υπηρεσία των βασιλιάδων της φραγκικής δυναστείας των Μεροβιγγείων ως Μαγιορδόμοι (λατ. Major Domus, γερμ. Hausmeier, Majordomus, αγγλ. Mayor of the Palace) ή αυλάρχες, αξιωματούχοι δηλαδή του παλατιού, που ουσιαστικά κυβερνούσαν το φραγκικό βασίλειο επί των τελευταίων Μεροβίγγειων βασιλέων.
Παππούς του Καρλομάγνου ήταν ο Κάρολος Μαρτέλος, ο ηγεμόνας που συνέτριψε τους Σαρακηνούς.
Αυτό το γεγονός έλαβε χώρα μεταξύ Τουρ και Πουατιέ στη Γαλλία (732 μ.Χ.). Ο Καρλομάγνος ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Βερτράδης και του Πιπίνου του Βραχέος. Το 752 μ.Χ., όταν ο Κάρολος ήταν περίπου δέκα ετών, ο Πιπίνος ο Βραχύς έκανε έκκληση στον Πάπα Ζαχαρία να του αποδώσει βασιλικό τίτλο.
Αποτέλεσμα αυτής της έκκλησης προς την Αγία Έδρα ήταν το ταξίδι του Πάπα Στεφάνου Β΄ στις Άλπεις δύο έτη αργότερα, με σκοπό να χρίσει με το βασιλικό έλαιο όχι μόνο τον Πιπίνο, αλλά και το γιο του Κάρολο και έναν νεώτερο γιο του, τον Καρλομάνο. Έπειτα ο Πάπας έβαλε όρο στους Φράγκους, κάτω από τις πιο σοβαρές πνευματικές ποινικές ρήτρες, ποτέ να μην επιλέξουν τους βασιλιάδες τους από οποιαδήποτε άλλη οικογένεια.
ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Ο Καρλομάγνος αποτέλεσε ταυτόχρονα το πρότυπο του μεσαιωνικού στιβαρού ηγεμόνα-πολεμιστή και του «εκλεπτυσμένου» προστάτη της Καθολικής Εκκλησίας, της επιστήμης και των τεχνών. Εστεμμένος ως αυτοκράτορας της Δύσης από τον πάπα Λέοντα Γ' το έτος 800 μ.Χ., πρωτοστάτησε στην εδραίωση της έννοιας «Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία».
Οι πολυάριθμες πολιτικές και στρατιωτικές δραστηριότητές του εστιάσθηκαν κυρίως στη δημιουργία μιας ενοποιημένης δυτικής "κουλτούρας", η οποία θα προωθείτο ως πολιτιστικό αντίβαρο έναντι της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζάντιο), η οποία την ίδια περίοδο αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα διαδοχής στον αυτοκρατορικό θρόνο και παρέμενε διχασμένη από τον εμφύλιο πόλεμο μεταξύ εικονομάχων και εικονολατρών.
Τον 4ο-5ο αιώνα μ.Χ. η δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν εξασθενημένη οικονομικά και στρατιωτικά από τους αδιάκοπους εμφυλίους πολέμους μεταξύ των φιλόδοξων Ρωμαίων στρατηγών που επεδίωκαν να ανακηρυχθούν αυτοκράτορες εκμεταλλευόμενοι το κενό εξουσίας, την πολιτική απάθεια και τη δυσλειτουργία των κρατικών θεσμών.
Τη χρονική περίοδο που οι λεγεώνες δεν διατηρούσαν τη λάμψη και το αήττητο της πάλαι ποτέ Ρωμαϊκής ανωτερότητας, η αυτοκρατορία δέχθηκε την εισβολή πολυάριθμων βάρβαρων Γερμανικών φυλών, τις οποίες λόγω αριθμητικής και ποιοτικής κατωτερότητας των στρατευμάτων της δεν μπόρεσε να απωθήσει αποτελεσματικά.
Αρχικά οι άνδρες των Γερμανικών φυλών χρησιμοποιήθηκαν στις λεγεώνες ως βοηθητικοί (auxilia) και αμοιβή τους ήταν η άδεια παραμονής τους σε Ρωμαϊκά εδάφη ή ο Ρωμαϊκός χρυσός. Παράλληλα η αδιάκοπη προώθηση των αήττητων έφιππων ορδών των Ούννων και των συμμάχων τους προς τις πεδιάδες της δυτικής Ευρώπης ανάγκασε μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες, όπως οι Βουργουνδοί, οι Φράγκοι και οι Γότθοι, να μεταναστεύσουν μαζικά βρίσκοντας καταφύγιο στα ασφαλή εδάφη της αυτοκρατορίας.
Τα όρια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ανέκαθεν προφυλάσσονταν από φυσικά κωλύματα, μεγάλα ποτάμια ή εκτεταμένες οροσειρές, ενώ από το 83 μ.Χ. και ύστερα μεταξύ των δύο μεγάλων ποταμών, του Δούναβη και του Ρήνου, κατασκευάστηκε μια εκτεταμένη «απροσπέλαστη» οχυρωματική γραμμή (limes) που προσδιόριζε τα Ρωμαϊκά σύνορα σε μήκος 550 χλμ. Από τον 3ο αιώνα, ωστόσο, λαοί όπως οι Φράγκοι και οι Αλαμανοί διέσχιζαν ευκαιριακά τα παγωμένα νερά των δύο θεωρητικώς αδιάβατων ποταμών, εισβάλλοντας αιφνιδιαστικά στα ρωμαϊκά εδάφη και προκαλώντας παράλληλα εκτενείς φθορές στις αφύλακτες επαρχίες.
Η ορμητική εμφάνιση των Φράγκων στα εδάφη της σημερινής Γαλλίας αποτέλεσε ένα μόνιμο στρατιωτικό πρόβλημα το οποίο οι ανίσχυροι Ρωμαίοι στρατηγοί δεν κατόρθωσαν να επιλύσουν. Η εμφάνισή τους στη Γαλατία δεν ήταν απρόσμενη, καθώς πρόγονοι των Φράγκων θεωρούντο οι πολεμοχαρείς Γερμανικές φυλές που ήδη από το 9 μ.Χ. είχαν εξολοθρεύσει τις τρεις ρωμαϊκές λεγεώνες του Βάρου στην «κόλαση» του Τευτοβούργειου δρυμού. Κοιτίδα της φυλής θεωρείται το δέλτα του Ρήνου στη Βόρεια θάλασσα.
Φυλετικά οι Φράγκοι διακρίνονταν στους Ριπάριους (Riparian) ή παρόχθιους Φράγκους, που δρούσαν στην ευρύτερη περιοχή μεταξύ Βόννης και Κολωνίας, και στους Σάλιους (Salian) ή παραθαλάσσιους Φράγκους, οι οποίοι δρούσαν μεταξύ των ποταμών Ρήνου, Μοζέλα και Εσκώ βορείως της Ρεμς, εγκατεστημένοι στις σημερινές Ολλανδικές ακτές. Οι Σάλιοι είχαν λάβει την ονομασία τους από τον ποταμό Ισελ (Yssel).
Εκμεταλλευόμενοι την αδράνεια των Ρωμαίων οι Φράγκοι μαζί με άλλα βαρβαρικά φύλα κατόρθωσαν να εξολοθρεύσουν με πρωτοφανή μανία τους ανυπεράσπιστους κατοίκους της σημερινής νότιας και βόρειας Γαλλίας, έως ότου αναχαιτίστηκαν προσωρινά το 436 μ.Χ. από τον τελευταίο ικανό Ρωμαίο στρατηγό, τον Αέτιο (magister militum).
Γενικά οι Φράγκοι οργανώνονταν σε μεγάλες πολεμικές ομάδες, αποτελούμενες αρχικά από πεζούς πολεμιστές οι οποίοι φημίζονταν για την ταχύτητά τους και τη χρήση θανατηφόρων πολεμικών οργάνων, όπως ήταν τα ακόντια και ο περίφημος βαρύς πολεμικός πέλεκυς (francisca), από τον οποίο μάλλον προέρχεται και η ετυμολογία του ονόματός τους. Σε αντίθεση με άλλες Γερμανικές φυλές εκτός από ακόντια (άγγονες) κατά το Ρωμαϊκό πρότυπο (pilum) κράδαιναν και εκτόξευαν με ιδιαίτερη επιτυχία τα ακονισμένα τσεκούρια τους, αντί να τα χρησιμοποιούν σε μάχες εκ παρατάξεως.
Λόγω της υπέρτερης πολεμικής τους αρετής οι Φράγκοι κατάφεραν να εξαπλωθούν σε ολόκληρη τη Γαλατία, αφού επιβλήθηκαν εύκολα επί των αυτοχθόνων κελτικών φυλών. Σταδιακά οι ολιγάριθμες φρουρές των οχυρωμένων Ρωμαϊκών πόλεων, ξεχασμένες από την εκφυλισμένη κεντρική εξουσία, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν με τους αιμοχαρείς εισβολείς για να αποφύγουν μακροχρόνιες πολιορκίες και την άσκοπη λεηλασία της ιδιοκτησίας τους.
Μετά τις αιματηρές συγκρούσεις η πολιτισμική επίδραση μεταξύ των κατακτημένων Γαλλο-Βρετόνων και των ανήσυχων Τευτόνων ήταν αμφίδρομη. Ο μέσος Ρωμαίος πολίτης είτε Κελτικής, είτε Λατινικής καταγωγής επεδίωκε να μοιάσει στην πολεμική αρετή με τους υψηλόσωμους Φράγκους, ενώ αντίθετα οι Φράγκοι ευγενείς αντέγραφαν με λατρευτική πιστότητα τις συνήθειες και την ενδυμασία των Ρωμαίων αριστοκρατών προσπαθώντας να εκρωμαϊστούν και να αφομοιώσουν τον τρόπο ζωής και τη συμπεριφορά των Πατρικίων.
Σε αυτή την πολιτιστική αλληλεπίδραση ο ανώτερος Λατινικός πολιτισμός της Γαλατίας δεν μπόρεσε να κατακτήσει την τραχύτητα και την έλλειψη κουλτούρας των Φράγκων. Οι παλαιοί Ρωμαϊκοί τρόποι ξεχάστηκαν και ο Μεσαίωνας άρχισε να προβάλλει δειλά μέσα από τα χαλάσματα και τα ερείπια των άλλοτε ισχυρών Ρωμαϊκών τειχών. Σταδιακά η Λατινική δυτική Ευρώπη μετασχηματιζόταν σε Γερμανική Ευρώπη.
Εκτός από την Ιταλία η ενδοχώρα πίσω από τα σύνορα του Ρήνου ήταν μία περιοχή η οποία γρήγορα εξελίχθηκε και στην οποία αναπτύχθηκαν και διδάχθηκαν εκ νέου οι Ρωμαϊκές τέχνες της υαλουργίας, του σμάλτου και της υαλοτεχνίας.
Με την πάροδο των χρόνων η αρχική χαλαρή ομοσπονδία των άτακτων Φραγκικών ομάδων μετατράπηκε σε εδραιωμένο και ενοποιημένο βασίλειο, κυρίως υπό τη σθεναρή ηγεσία της σχεδόν μυθικής δυναστείας των Μεροβίγγειων βασιλέων. Ιδρυτής της συγκεκριμένης δυναστείας ήταν ο θρυλικός βασιλιάς Χλοδοβίκος (Clovis, 481 μ.Χ.-511 μ.Χ.) ο οποίος αφού έκαμψε την αντίσταση του Συάγριου, τελευταίου Ρωμαίου έπαρχου της βόρειας Γαλλίας (regem romanorum), ασπάστηκε το καθολικό δόγμα εγκαταλείποντας την αίρεση του Αρειανισμού, που ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη μεταξύ των βάρβαρων λαών της Γερμανίας.
Το έτος 476 μ.Χ. μετά την εκθρόνιση του ανήλικου Ρωμύλου, τελευταίου αυτοκράτορα της Δύσης, οι Φράγκοι εδραίωσαν την παρουσία τους στη νότια και στη βόρεια Γαλλία εμπλεκόμενοι σε μία σειρά σκληρών μαχών με τους Λομβαρδούς της βόρειας Ιταλίας και τους Βησιγότθους που είχαν προωθηθεί και εγκατασταθεί στην Ακουϊτανία. Αναλαμβάνοντας την πρωτοβουλία κινήσεων σε ένα απαιτητικό παιχνίδι ισχύος νίκησαν φύλα όπως οι Αλαμανοί (496 μ.Χ.), οι Βησιγότθοι (507 μ.Χ.) και οι Βουργουνδοί (532-4 μ.Χ.).
Γεωγραφικά το εκτεταμένο φραγκικό βασίλειο (regnum frankorum) συμπεριελάμβανε εδάφη που εκτείνονταν από τη σημερινή Ολλανδία και το Βέλγιο μέχρι την Ισπανία και από τις όχθες του Ατλαντικού ως τη Βαυαρία και τη Βεστφαλία.
Μέχρι τον 7ο αιώνα οι απόγονοι του Χλοδοβίκου συνέχιζαν να διευθύνουν το αχανές Φραγκικό κράτος το οποίο διακρινόταν στο ανατολικό ή Αυστρασία, στις όχθες και στους παραπόταμους του Ρήνου, στο δυτικό ή Νευστρία, στα εδάφη της σημερινής βορειοδυτικής Γαλλίας, και στην Ακουϊτανία, στα εδάφη της σημερινής νότιας Γαλλίας. Όμως οι συνεχείς διαμάχες και οι αντιζηλίες μεταξύ των τοπικών ηγεμόνων κάθε περιοχής είχαν προκαλέσει εκ νέου τον κατακερματισμό του βασιλείου.
Την πραγματική εξουσία επί των Φράγκων ασκούσαν υψηλοί αξιωματούχοι της Φραγκικής βασιλικής Αυλής, οι επονομαζόμενοι Μαγιορδόμοι (major domi), που εκτελούσαν χρέη διαχειριστών του παλατιού και των κρατικών υποθέσεων φέροντες αξίωμα όμοιο ιεραρχικά με εκείνο του Δούκα. Τον 8ο αιώνα η δράση τέτοιων χαρισματικών αξιωματούχων διατήρησε τη συνοχή του απέραντου Φραγκικού βασιλείου.
Το 732 μ.Χ. ο Μαγιορδόμος Κάρολος Μαρτέλος (714 μ.Χ.-741 μ.Χ.), νόθος γιος του βασιλιά Πεπίνου Β', κόμητα του Εριστάλ του Βελγίου, τέθηκε επικεφαλής των σκληροτράχηλων Φράγκων της Αυστρασίας και ανέκοψε τη θυελλώδη εισβολή των Αράβων στα εδάφη της Ακουϊτανίας κατά την αποφασιστική μάχη του Πουατιέ.
Αν και δεν ανήκε νόμιμα στους Μεροβίγγειους ο Μαρτέλος, ο επονομαζόμενος «Σφυροκοπητής», έθεσε τη βάση για τη δημιουργία της ισχυρής δυναστείας των Καρολιγγείων (γνωστοί και ως Πεπίνειοι ή Αρνοφλιανοί). Το 751 μ.Χ. με τη συγκατάθεση του πάπα Ζαχαρία ο γιος του Μαρτέλου, Πεπίνος Γ' ο Βραχύς (741 μ.Χ.-768 μ.Χ.), εκθρόνισε τον τελευταίο Μεροβιγγειανό βασιλιά των Φράγκων, Χιλδέριχο Γ', περιορίζοντάς τον σε μοναστική ζωή.
Ακολούθως ανακηρύχθηκε στo Αβαείο του Αγίου Διονυσίου στη Σουασόν βασιλιάς των Φράγκων, εγκαινιάζοντας τη δυναστεία των Καρολιγγείων και μία νέα σελίδα στην ταραχώδη ιστορία του Φραγκικού βασιλείου. Η επικύρωση του νέου βασιλιά έγινε με την «ευλογία» της Αγίας Έδρας, αφού ο καθολικός επίσκοπος Βονιφάτιος έχρισε συμβολικά με Ιερό Λάδι τον σφετεριστή θεσπίζοντας την ανώτατη αρχή της Θείας Χάριτος. Η Εκκλησία με το κύρος της αναγνώρισε το πραξικόπημα.
Οι σχέσεις του Πεπίνου με τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία έγιναν ακόμα στενότερες όταν ο νέος πάπας, Στέφανος Γ' (754 μ.Χ.), προσέφερε στον Πεπίνο και στους δύο αρσενικούς διαδόχους του την κληρονομική βασιλεία και τον τίτλο των Ρωμαίων πατρικίων με αντάλλαγμα οι στρατιές των Φράγκων να υπερασπίζουν τα παπικά συμφέροντα έναντι των απειλητικών Λομβαρδών της βόρειας Ιταλίας. Με την ανανεωμένη αναγνώριση των δύο απογόνων του, Κάρολου (Καρλομάγνου) και Καρλομάνου, ο Πεπίνος έγινε ο πιστός υπερασπιστής της Αγίας Έδρας αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία του πάπα στα εδάφη της νότιας Ιταλίας (Λάτιο, Τοσκάνη).
Το 759 μ.Χ, αφού τσάκισε τους Λομβαρδούς σε διαδοχικές μάχες, συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις του εναντίον των επίμονων Αράβων οι οποίοι μετά την ήττα στο Πουατιέ είχαν αποσυρθεί στη νότια Γαλλία, στις εύφορες επαρχίες της Προβηγκίας και της Ναρβόνης. Η επιτυχία της νέας εκστρατείας σφραγίστηκε με την οριστική απώθηση των Αράβων πέρα από τα Πυρηναία. Όμως κατά τη διάρκεια της θριαμβευτικής εκστρατείας του ο Πεπίνος ασθένησε και σύντομα απεβίωσε.
Η ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Σύμφωνα με τη Φραγκική παράδοση οι δύο νεαροί διάδοχοι μοιράστηκαν την εξουσία ισότιμα, αν και ήδη από τα πρώτα χρόνια της κοινής βασιλείας τους (768 μ.Χ.-771 μ.Χ.) ο Κάρολος (Καρλομάγνος) έδειχνε να υπερέχει σε επίπεδο προσωπικότητας από τον ασθενικού χαρακτήρα αδερφό του. Ιδιαίτερα ψηλός, ανδροπρεπής, με έντονα χαρακτηριστικά προσώπου και σταθερό τόνο φωνής, χειριζόταν με την ίδια ευχέρεια τα Λατινικά και τα Γερμανικά.
Επωμίστηκε τη διοίκηση του Φραγκικού βασιλείου σε μία ταραχώδη περίοδο κατά την οποία οι υποτελείς φυλές των παγανιστών Σαξόνων του βορρά επαναστατούσαν διαρκώς εναντίον της Φραγκικής επικυριαρχίας, ενώ στην Ιταλία η μόνιμη απειλή των Λομβαρδών αποτελούσε θανάσιμο αγκάθι στα νότια σύνορα του βασιλείου. Παράλληλα οι Φράγκοι έπαρχοι της Ακουϊτανίας με επικεφαλής τον γηραιό δούκα Ουνόλδο αμφισβήτησαν προσβλητικά τη νομιμότητα του νεαρού βασιλιά, δημιουργώντας νέο κύμα αναστάτωσης στην απέραντη επικράτειά του.
Έδρα της δυναστείας των Καρολιγγείων ήταν το παλάτι και η ευρύτερη περιοχή του Άαχεν (Ακυίσγρανον) κοντά στην Κολωνία, στη βόρεια Γαλατία. Η συγκεκριμένη περιοχή ήταν παλαιά Γαλατορωμαϊκή λουτρόπολη (Αίξ λα Σαπέλ) από όπου ο Κάρολος αντλούσε φυσικούς πόρους, φρουρές έμπιστων πολεμιστών (scara) και οικονομική υποστήριξη για τις πολυάριθμες εκστρατείες του και τους μισθούς των στρατιωτών του.
Ο ίδιος είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του όλες τις αμιγώς Φραγκικές περιοχές της Αυστρασίας και της Νευστρίας, δηλαδή όλες τις επαρχίες στις οποίες το ανθρώπινο δυναμικό ήταν πιστό και φημιζόταν για την πολεμική αξία του, και τη δυτική Ακουϊτανία. Ο αδελφός του, αν και κληρονόμησε ίδιας έκτασης περιοχές όπως η ανατολική Ακουϊτανία, η Βουργουνδία, τα εδάφη της Σουηβίας εκατέρωθεν του Άνω Ρήνου και εκτάσεις στα Μεσογειακά παράλια από τα Ισπανικά σύνορα μέχρι τις Άλπεις, δεν είχε άμεσο έλεγχο επί του στρατού.
Πρακτικά το στρατιωτικό πλεονέκτημα βρισκόταν στα χέρια του ισχυρού Κάρολου, ενώ ο μικρότερος αδελφός του έπρεπε να βρει έξωθεν υποστήριξη (Λομβαρδοί) για να μπορέσει να αντισταθεί στις στρατιές του αδελφού του. Η εξέγερση των ευγενών της Ακουϊτανίας απαιτούσε άμεση στρατιωτική αντίδραση, όμως ο Καρλομάνος αρνήθηκε να τεθεί υπό τις διαταγές του μεγαλύτερου αδελφού του.
Η καταλυτική και συναινετική επέμβαση της μητέρας τους, Βερτράνδης, λειτούργησε αποτελεσματικά ώστε τα δύο αδέλφια να μη καταλήξουν σε εμφύλια πολεμική σύγκρουση με ολέθρια αποτελέσματα. Ωστόσο ο Κάρολος αναγκάστηκε να αναλάβει μόνος του την τιμωρία των επαναστατημένων περιοχών, καθώς ο Καρλομάνος αποσύρθηκε επιδεικτικά στα εδάφη της Βουργουνδίας αρνούμενος να συμμαχήσει με τον αδελφό του.
Εκστρατεύοντας με μεγάλη ταχύτητα, επικεφαλής των ετοιμοπόλεμων στρατιωτών της Αυστρασίας, ο Κάρολος κατατρόπωσε τις επαναστατημένες μονάδες των Ακουϊτανών σε ολόκληρη τη νότια Γαλλία, καταδιώκοντας τον απελπισμένο Ουνόλδο και τον διασπασμένο στρατό του μέχρι το Μπορντώ. Ο Ουνόλδος επιχείρησε να διαφύγει στη γειτονική επαρχία της Γασκωνίας την οποία διοικούσε ο έπαρχος Λύκος, ο οποίος φοβούμενος την απειλητική παρουσία του Καρόλου συνθηκολόγησε και παρέδωσε τον γηραιό επαναστάτη στον νικητή βασιλιά.
Ηττημένος και προδομένος ο Ουνόλδος αποσύρθηκε –σύμφωνα με τα ήθη της εποχής- ακολουθώντας μοναστική ζωή. Η κατάκτηση της Ακουϊτανίας ολοκληρώθηκε με τον κατακερματισμό της σε μικρότερες κομητείες τις οποίες κυβερνούσαν εντεταλμένοι πιστοί υποτελείς του Καρόλου.
Η επιτυχημένη έκβαση της εκστρατείας ισχυροποίησε τη θέση του τελευταίου και τού προσέφερε τη διπλωματική δυνατότητα να καταλήξει σε συνθηκολόγηση με διάφορα γειτονικά έθνη όπως οι Βαυαροί και οι Λομβαρδοί, που αναγνώρισαν τη νόμιμη και αναμφισβήτητη κυριαρχία του επί του Φραγκικού βασιλείου.
Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ο Κάρολος χώρισε την πρώτη του γυναίκα Ιμιλτρούδη και προχώρησε σε γάμο διπλωματικών συμφερόντων με τη Δεζιράτη, κόρη του Θεοδώριχου, βασιλιά των Λομβαρδών, ώστε να αποφύγει το ενδεχόμενο να βρεθεί αντιμέτωπος με μία «ανίερη» συμμαχία μεταξύ του αδελφού του και των Λομβαρδών.
Ο πάπας θεώρησε τον συγκεκριμένο γάμο προσβολή και προσπάθησε να μεταπείσει τον Κάρολο, καθώς η συμμαχία μεταξύ Λομβαρδών και Φράγκων άφηνε τα παπικά εδάφη ευάλωτα απέναντι στις έφιππες μονάδες του Θεοδώριχου, ο οποίος ανέκαθεν εποφθαλμιούσε τα εδάφη της νότιας Ιταλίας. Ο «κατασκευασμένος» γάμος του Καρόλου δεν διήρκεσε πολύ. Σε μια στιγμή αυθόρμητης έξαρσης ο Κάρολος χώρισε τη Λομβαρδή πριγκίπισα με το πρόσχημα ότι ήταν αδύναμη και ασθενική.
Η κοπέλα ταπεινωμένη και με συνοδεία τη νεογέννητη κόρη της και μερικούς πιστούς ακολούθους επέστρεψε στην Ιταλία. Ο πατέρας της, έξαλλος από την προσβολή του γαμπρού του, αποπειράθηκε να συμμαχήσει με τον νεαρό Καρλομάνο, ο οποίος όμως απεβίωσε πρόωρα (771 μ.Χ.) αφήνοντας τον Κάρολο απόλυτο κυρίαρχο στη Φραγκική επικράτεια. Σε ένδειξη διπλωματικού εκβιασμού ο Θεοδώριχος προσέφερε άσυλο στη χήρα του Καρλομάνου και στους δύο ανήλικους γιους της, οι οποίοι έπρεπε να κληρονομήσουν τα εδάφη της Βουργουνδίας, της Σουηβίας και της Ακουϊτανίας.
Οι εχθροί πλήθαιναν και παράλληλα τα σύννεφα του πολέμου συσσωρεύονταν απειλητικά πάνω από το Φραγκικό βασίλειο. Κατά το παρελθόν οι πρόγονοι του Καρόλου είχαν εκχριστιανίσει φυλές της Γερμανίας, τους Φρίσιους, τους Θουρίγγειους και τους Βαυαρούς, παρέχοντάς τους το δικαίωμα της αυτοδιοίκησης. Όμως δεν είχαν κατορθώσει να επιβληθούν ολοκληρωτικά έναντι των πολεμοχαρών
Σαξώνων. Οι τελευταίοι αποτελούσαν μια χαλαρή ομοσπονδία παγανιστικών φυλών που αγνοούσαν επιδεικτικά τη Φραγκική εξουσία προβαίνοντας σε διαρκείς εξεγέρσεις οι οποίες κλόνιζαν τη συνοχή των Φραγκικών επαρχιών. Το νέο κύμα Σαξωνικών επιθέσεων και λεηλασιών σε Φραγκικά μοναστήρια και μικρά οχυρά συνδυάστηκε με την έναρξη της Φραγκο-Λομβαρδικής διένεξης ύστερα από τον ατιμωτικό χωρισμό με τη Δεζιράτη.
ΠΡΩΤΗ ΣΑΞΩΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Το καλοκαίρι του 772 μ.Χ. ο Κάρολος αποφάσισε να ασχοληθεί προσωπικά με τη Σαξωνική εξέγερση των Ενγκρίων (Σαξωνική φυλή), εγκαινιάζοντας την πρώτη μίας σειράς από πολυάριθμες εκστρατείες οι οποίες θα διαρκούσαν τουλάχιστον 30 χρόνια μέχρι να καμφθεί η μαχητικότητα των Σαξώνων.
Πρακτικά οι Σάξωνες πολεμιστές δεν διέθεταν τον κατάλληλο εξοπλισμό, την τακτική οργάνωση και την αριθμητική δύναμη να αντιπαραταχθούν με τους πολυάριθμους και βαρύτατα εξοπλισμένους Φράγκους. Στηρίζονταν σε τυπικές μορφές ανταρτοπόλεμου, είτε με ξαφνικές αιματηρές επιδρομές κατά των οργανωμένων Φραγκικών θέσεων, είτε με λεηλασίες σε καθολικά μοναστήρια οι οποίες τελείωναν απότομα καθώς οι ξέφρενοι Σάξωνες εξαφανίζονταν με την πλούσια λεία τους μέσα στα πυκνά δάση της Γερμανίας.
Οι κατάφρακτοι ιππείς των Φράγκων δεν μπορούσαν να επιβληθούν στις άτακτες Σαξωνικές φυλές, οι οποίες προστατευμένες από την έλλειψη δρόμων, την πυκνή βλάστηση και τους εκτεταμένους βαλτότοπους απέφευγαν την κατά μέτωπο σύγκρουση και παρακολουθούσαν υπομονετικά τις Φραγκικές περιπόλους να αναλώνονται σε επιπόλαιες και αναποτελεσματικές τιμωρίες παραδειγματισμού.
Σε αντίθεση με τους καθολικούς Φράγκους οι Σάξωνες λάτρευαν αρχαίες θεότητες του δάσους, ουράνια σώματα, αστερισμούς και πλανήτες, εφάρμοζαν δε τελετουργικά ανθρωποθυσιών σε απομονωμένες και δύσβατες περιοχές. Το πιο διάσημο ιερό τους ήταν ο απόκρυφος χώρος όπου βρισκόταν το ιερό δένδρο Ιρμινσουλ, στον ναό του οποίου οι Σαξωνικές φυλές αφιέρωναν στη θεά της Γης μεγάλα τμήματα από την εκάστοτε πολεμική λεία τους.
Σύμφωνα με τη συνήθη Φραγκική πρακτική ο Κάρολος συγκέντρωσε τη μικρή αλλά πάνοπλη στρατιά του (5.000-10.000 άνδρες) τους ανοιξιάτικους μήνες, με την προοπτική να εκστρατεύσει κατά των εχθρικών θέσεων το καλοκαίρι. Εχοντας εξασφαλίσει τις απαραίτητες προμήθειες προωθήθηκε μέσα στα Σαξωνικά εδάφη σε βάθος 50 περίπου χιλιομέτρων, κατακτώντας τα συνοριακά οχυρά Ερεσμπουργκ και Πάντερμπορν και εξουδετερώνοντας με ιδιαίτερη ευκολία την ασθενική αντίσταση των εχθρών του.
Αποφασισμένος να τονίσει τη θρησκευτική ανωτερότητα και την επικράτηση των χριστιανικών δυνάμεων έναντι των ειδωλολατρών εισχώρησε στα ιερά εδάφη των Σαξώνων, έκοψε συμβολικά το Ιρμινσούλ, το οποίο αποτελούσε ένα είδος λατρευτικού «τοτέμ» που συμβόλιζε τη θρησκευτική ενότητα των παγανιστικών φυλών, και δήμευσε τον μεγάλο θησαυρό του ιερού. Ο συμβολισμός της πράξης ήταν ενδεικτικός των Φραγκικών διαθέσεων: «Υποταγή ή θάνατος».
Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εκστρατείες του, εναντίον των βαρβάρων του βορρά, ο Κάρολος επέτρεπε και παρότρυνε προς τη λεηλασία των Σαξωνικών χωριών ή τη συστηματική εξόντωση των πληθυσμών σε βαθμό γενοκτονίας. Η Σαξωνική αντίσταση κάμφθηκε εύκολα αφήνοντας στον Κάρολο πλούσια οικονομικά οφέλη και την ευκαιρία να ασχοληθεί με το φλέγον ζήτημα της απειλητικής Λομβαρδίας.
Στο μεταξύ οι Λομβαρδοί, εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Καρόλου στον βορρά, είχαν αναλάβει επιθετική πρωτοβουλία εναντίον των Παπικών εδαφών της νότιας Ιταλίας με αφορμή την αμοιβαία διεκδίκηση, με την Αγία Έδρα, των εδαφών του πρώην Βυζαντινού εξαρχάτου της Ραβένας και της πόλης Φεράρα.
Ο φιλόδοξος Θεοδώριχος επικεφαλής μεγάλης δύναμης απέσπασε διαδοχικά μια σειρά από Ιταλικές πόλεις, φθάνοντας σαν ορμητικός χείμαρρος έξω από τα τείχη της «αιώνιας πόλης» στην οποία είχαν συγκεντρωθεί ισχυρές Παπικές δυνάμεις. Ο νέος Πάπας, Αδριανός (772 μ.Χ.), βρισκόταν σε απελπιστική θέση. Οι Λομβαρδοί ήταν αδίστακτοι και ο Κάρολος δεν αποτελούσε τον τύπο του βασιλιά- μαριονέτα ο οποίος θα υπάκουε πειθήνια στα κελεύσματα του «Ιερού Πατέρα». Αντιπρόσωποι του Πάπα και του Θεοδώριχου συνάντησαν τον Κάρολο και τον ενημέρωσαν αναλυτικά για τις νέες δυσάρεστες εξελίξεις.
Όπως αναμενόταν, ο Κάρολος υπερασπίστηκε τον Αδριανό απαιτώντας να αποσυρθούν οι λομβαρδικές δυνάμεις από τη Ρώμη. Η επίμονη άρνηση του Θεοδώριχου δρομολόγησε τα γεγονότα της επόμενης Φραγκικής εκστρατείας. Ο κύβος είχε ριφθεί.
Η ΥΠΟΤΑΓΗ ΤΗΣ ΛΟΜΒΑΡΔΙΑΣ - Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ ΙΤΑΛΙΑΣ
Από τις Γερμανικές φυλές που κατέλυσαν το ύστερο Ρωμαϊκό κράτος οι Λομβαρδοί/Λογγοβάρδοι, οι επονομαζόμενοι «μακριές γενειάδες», ήταν οι μόνοι οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τα άλογα εκτενώς, σε αντίθεση με τους πρώιμους Φράγκους, τους Αλαμανούς ή τους Βουργουνδούς που πολεμούσαν κυρίως πεζοί.
Εκμεταλλευόμενοι το πολιτικό και στρατιωτικό χάος που επικράτησε στην Ιταλία μετά τις σκληρές συγκρούσεις των Βυζαντινών του Βελισάριου και των Γότθων οι Λομβαρδοί μετανάστευσαν από τις όχθες του Δούναβη πιεζόμενοι από τους Αβάρους (λαός Μογγολικής καταγωγής) και εγκαταστάθηκαν στη βόρεια Ιταλία τον 6ο αιώνα (568 μ.Χ.) ασπαζόμενοι τη χριστιανική θρησκεία (οπαδοί του Αρειανισμού). Άλλοι πολέμαρχοι κινήθηκαν νοτιότερα ιδρύοντας αυτόνομες ηγεμονίες στο Σπολέτο και στο Μπενεβέντο.
Φημισμένοι για την ορμητικότητά τους οι Λομβαρδοί αποτέλεσαν την πρόδρομη μορφή του Μεσαιωνικού ιππότη, καθώς έφεραν ισχυρή μεταλλική θωράκιση και στήριζαν τις επιθέσεις τους στη χρήση της λόγχης και της μακριάς σπάθας. Τις ξύλινες ασπίδες τους κοσμούσαν σταυροί και εικόνες Αγίων.
Εναντίον των Λομβαρδών ο Κάρολος εφάρμοσε το αγαπημένο του σχέδιο εισβολής και δράσης, σύμφωνα με το οποίο ο ίδιος ή κάποιος γιος του ανελάμβανε τη γενική διοίκηση της κύριας Φραγκικής στρατιάς και μία ή περισσότερες βοηθητικές στρατιές ετίθεντο υπό τις διαταγές κάποιου έμπιστου και πεπειραμένου στρατηγού. Στηριζόμενος στη μεγάλη ταχύτητα των Φράγκων πολεμιστών ο Κάρολος περικύκλωνε με περίτεχνους ελιγμούς τις εχθρικές δυνάμεις και τις αποτελείωνε με τη συνδυασμένη δράση των στρατιών του, που ενώνονταν λίγο πριν το τελειωτικό πλήγμα κατά των σαστισμένων αντιπάλων.
Οι επιτυχημένες εκστρατείες των Φράγκων οφείλονταν επίσης στην άριστη εφαρμογή μεθόδων κατασκοπείας. Έτσι ο βασιλιάς ενημερωνόταν για τη γεωγραφία μιας περιοχής, τη δύναμη των αντιπάλων του και την κατάσταση των δρόμων.
Το 773 μ.Χ. ο Φραγκικός στρατός στρατοπέδευσε και διαχείμασε στη Γενεύη. Αντιλαμβανόμενος τον επικείμενο κίνδυνο ο Θεοδώριχος έλυσε την πολιορκία της Ρώμης και έσπευσε να οργανώσει τη γραμμή άμυνάς του στη βόρεια Ιταλία, γνωρίζοντας πως τα στενά των Άλπεων θα αποτελούσαν τον στόχο του Κάρολου. Προβλέποντας τα αμυντικά σχέδια του Θεοδώριχου ο Κάρολος διαίρεσε τον στρατό του.
Μια ευέλικτη στρατιά υπό τον θείο του Βερνάρδο διέσχισε μυστικά το μονοπάτι του Αγίου Βερνάρδου και ξεχύθηκε ανενόχλητη στην πεδιάδα του Πάδου, στα νώτα των Λομβαρδικών δυνάμεων, οι οποίες βρέθηκαν ξαφνικά ανάμεσα στην κυρίως δύναμη του Καρόλου που προωθείτο προς το Τορίνο και στη στρατιά του Βερνάρδου.
Εμβρόντητοι οι Λομβαρδοί εγκατέλειψαν βιαστικά τις οχυρωμένες θέσεις τους και αναδιπλώθηκαν πίσω από τα ασφαλή τείχη της Παβίας, πρωτεύουσας της Λομβαρδίας, επιτρέποντας στον Κάρολο να στρατοπεδεύσει με τους σιδηρόφρακτους στρατιώτες του έξω από τη μεγάλη πόλη και να προβεί σε μια μακρά πολιορκία που διήρκεσε εννέα μήνες.
Η μοναδική ελπίδα σωτηρίας του αποκλεισμένου Θεοδώριχου στηριζόταν στις δυνάμεις ενίσχυσης των Λομβαρδών ευγενών, οι οποίοι προσπαθώντας να αντιδράσουν στη φραγκική πλημμυρίδα συσπειρώθηκαν στα περίχωρα της Βερόνας στο πλευρό του πρίγκιπα Αδαλγίζ, γιου του Θεοδώριχου.
Πριν προλάβουν να ενωθούν με τους πολιορκημένους οι πολυπόθητες ενισχύσεις ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Καρόλου, ο οποίος καταδιώκοντας τους αποδεκατισμένους Λομβαρδούς κατέλαβε επίσης τη Βερόνα, την Μπρέσια και το Μπέργκαμο. Ο Αδαλγίζ ταπεινωμένος αναζήτησε καταφύγιο στην Αυλή του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Κοπρώνυμου στην Κωνσταντινούπολη.
Σε αντίθεση με τα ευπαθή ξύλινα οχυρά των Σαξωνικών συνόρων, που δεν αποτελούσαν ισχυρά εμπόδια έναντι των βαρβαρικών επιδρομών, σε περιοχές όπως η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία, η κατοχή μεγάλων αστικών κέντρων οχυρωμένων με επιβλητικά πέτρινα τείχη διευκόλυνε καταλυτικά την ολοκληρωτική κατάκτηση μιας απείθαρχης επαρχίας. Η ασφυκτική πολιορκία της Παβίας από τους «σιδερένιους» Φράγκους οδήγησε τους κάτοικους της πόλης στα όρια της εξαθλίωσης, καθώς τα λιγοστά διαθέσιμα τρόφιμα σύντομα εξαντλήθηκαν.
Ο Θεοδώριχος αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει παραδίδοντας την πόλη το καλοκαίρι του 774 μ.Χ. Πρακτικά η λήξη της πολιορκίας σηματοδότησε την οριστική ένταξη της Λομβαρδικής Ιταλίας στο Φραγκικό στέμμα. Ο Θεοδώριχος εξορίστηκε ταπεινωμένος στη Νευστρία. Απόλυτος κυρίαρχος στον βορρά, ο Κάρολος στέφθηκε στην Παβία «Ελέω Θεού βασιλιάς (rex) Φράγκων και Λομβαρδών και Πατρίκιος των Ρωμαίων».
Αν και η ήττα του Θεοδώριχου ήταν αδιαμφισβήτητη αρκετοί Λομβαρδοί ευγενείς στον νότο αρνήθηκαν να υποταχθούν εξακολουθώντας να αγνοούν την επικυριαρχία του Καρόλου. Εκείνος αρχικά προσπάθησε να ακολουθήσει συμφιλιωτική πολιτική απέναντί τους ώστε να ξεπεραστεί το διαφυλετικό μίσος. Τα δύο επόμενα χρόνια (776 μ.Χ.) προσάρτησε διά της βίας το Δουκάτο του Σπολέτο και επέκτεινε τη Φραγκική κυριαρχία νότια, μέχρι το Δουκάτο του Μπενεβέντο, εξουδετερώνοντας τις τελευταίες Λομβαρδικές εστίες αντίστασης.
Μετά το 774 μ.Χ. οι Λομβαρδοί στελέχωσαν μαζικά τις τάξεις του Φραγκικού στρατού συντελώντας στη σταδιακή μετατροπή του έφιππου μαχητή σε κυρίαρχη μορφή του πεδίου μάχης έναντι του πεζού πολεμιστή. Από τον 9ο αιώνα το ιππικό, με την εκτεταμένη χρήση του αναβολέα (αναβατήρα), αναδείχθηκε στην αφρόκρεμα του Φραγκικού στρατού.
Η σωματοφυλακή του Καρόλου και οι νέες αμιγώς ιππικές μονάδες θα αποδεικνύονταν πολύτιμο όπλο στον αιματηρό αγώνα εναντίον των σκληροτράχηλων φυλών της Σαξωνίας, κατατροπώνοντας κάθε εστία αντίστασης. Η βαθμιαία μετατροπή στην ποσοστιαία αναλογία μεταξύ ιππικού και πεζικού στον Φραγκικό στρατό ολοκληρώθηκε κατά το διάστημα 774 μ.Χ.-814 μ.Χ. οπότε η χρήση των ιππέων αυξήθηκε εντυπωσιακά.
Η ΣΑΞΩΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Παβίας ο Κάρολος επισκέφθηκε επίσημα τη Ρώμη το Πάσχα του 774 μ.Χ.. Γοητευμένος από την αίγλη και την κατανυκτική ατμόσφαιρα της αυτοκρατορικής πρωτεύουσας δέχθηκε πολλαπλά πνευματικά και διπλωματικά μηνύματα, τα οποία φαίνεται πως τον επηρέασαν στη συνέχεια της πορείας του προς την αναρρίχηση στον αυτοκρατορικό θώκο (800 μ.Χ.).
Η συνάντηση του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη της Δύσης και του απόλυτου στρατιωτικού κυρίαρχου στα πεδία των μαχών επιβεβαίωσε την άρρηκτη σχέση μεταξύ του Βατικανού και των Φράγκων. Σε αυτήν ο Κάρολος αναγνώρισε τα κυριαρχικά δικαιώματα του Πάπα στο άλλοτε Βυζαντινό Εξαρχάτο της Ραβένας, το οποίο εκτεινόταν από τη Φεράρα στον βορρά μέχρι το Όσιμο στον νότο.
Μετά την περιπετειώδη κατάκτηση της Λομβαρδίας το άλυτο Σαξωνικό ζήτημα απασχόλησε εκ νέου τον Φράγκο βασιλιά. Ο πυρετός της επανάστασης είχε επανέλθει στους Σάξωνες, οι οποίοι αθετώντας τις συμφωνίες ειρήνης επιτέθηκαν εναντίον μοναστηριών και συνοριακών οχυρών εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Φραγκικού στρατού στις πεδιάδες της Λομβαρδίας. Η αντίδραση του Καρόλου, όπως αναμενόταν, ήταν ιδιαίτερα σκληρή.
Επικεφαλής μιας αήττητης στρατιάς ενισχυμένης με το Λομβαρδικό ιππικό εισέβαλε στη Βεστφαλία σαν καταιγίδα, εκπόρθησε το Σαξωνικό οχυρό Σίγκσμπουργκ στον ποταμό Ρούρ και στη συνέχεια τσάκισε για δεύτερη φορά τις δυνάμεις των Ένγκριων Σαξώνων (Σαξονική φυλή). Ακάθεκτες οι Φραγκικές δυνάμεις διέσχισαν τον ποταμό Βέζερ και πέρασαν διά πυρός και σιδήρου τα χωριά και τους οικισμούς των Εστφαλών παγανιστών.
Οι εχθροπραξίες διακρίνονταν από την εφαρμογή απάνθρωπων μεθόδων στις οποίες είχαν κυρίαρχο ρόλο ο βίαιος εκχριστιανισμός και οι ομαδικές σφαγές. Ανήμποροι να αντισταθούν οι Εστφαλοί Σάξωνες αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν αποδεχόμενοι να βαπτισθούν χριστιανοί, ακολουθούμενοι από τους Ενγκριους Σάξωνες.
Οι τελευταίοι που προσχώρησαν στη χριστιανική πίστη ήταν οι αλύγιστοι Βεστφαλοί, οι οποίοι έγιναν θύματα ενός ιδιόμορφου παιδομαζώματος, κατά τη διάρκεια του οποίου νεαροί πολεμιστές και γόνοι σημαντικών αρχηγών αιχμαλωτίζονταν και αποστέλλονταν στην Αυστρασία σε χριστιανικές εστίες, για να γαλουχηθούν από ιερείς με τα χριστιανικά ιδεώδη.
Η πολιτική του αδίστακτου Καρόλου επισφραγίστηκε με την ανέγερση, σε στρατηγική θέση, ενός ισχυρού οχυρού (Κάρλσμπουργκ), ο κάτοχος του οποίου μπορούσε να ελέγχει και να εποπτεύει αποτελεσματικά την κυκλοφορία των πλοιαρίων στον ποταμό Λίπε. Η ανέγερση τέτοιων κάστρων διευκόλυνε τις μετακινήσεις των φραγκικών μονάδων και συνδέθηκε άμεσα με τον παρατεταμένο πόλεμο εναντίον των Σαξώνων.
Το έτος 777 μ.Χ. επισφραγίστηκε η ένταξη των Σαξώνων στους κόλπους του φραγκικού βασιλείου με τη σύγκληση Δίαιτας στο Πάντερμπορν στις όχθες του ποταμού Λίπε (Lippe), όπου ο ανθός της επιβλητικής Φραγκικής αριστοκρατίας και οι εκπρόσωποι της καθολικής Εκκλησίας παρακολούθησαν την τελετή βάπτισης των απείθαρχων παγανιστών αρχηγών και την υποταγή τους στον αγέρωχο βασιλιά. Η εσφαλμένη πεποίθηση ότι οι Σάξωνες θα υπέκυπταν εύκολα, σύντομα διαψεύστηκε πανηγυρικά.
Από το 779 μ.Χ. ως το 785 μ.Χ. ηγέτης της ανανεωμένης Σαξωνικής αντίστασης αναδείχθηκε ο πολεμιστής Βιτίκινδος, ο οποίος σαν νέος Βερκιγκετόριξ (Γαλάτης αρχηγός) πραγματοποίησε αιφνιδιαστικές επιδρομές όταν ο «Καίσαρας» Κάρολος απουσίαζε από τη Γερμανία.
Εκμεταλλευόμενος τις εκστρατείες του Καρόλου εναντίον των εναπομεινάντων Λομβαρδών του νότου, των Αράβων στην Καταλωνία και των Σλάβων στον Δούναβη ο Βιτίκινδος επικεφαλής των πολεμικών του μονάδων προκάλεσε μεγάλες απώλειες στους Φράγκους, πυρπόλησε οχυρά τους και λεηλάτησε τα μοναστήρια τους κλονίζοντας τον ιστό ασφάλειας και τον μύθο περί των αήττητων Φράγκων.
Σε κάθε βιαστική επιστροφή του ο Κάρολος οργισμένος σκόρπιζε θάνατο και στάχτες από καμένα χωριά, όμως ο Βιτίκινδος διέφευγε διαρκώς, αναζητώντας καταφύγιο στις παγωμένες και απρόσιτες ακτές της Δανίας, όπου οι βάρβαροι Βίκινγκ θυσίαζαν στον αρχαίο θεό Οντίν/ Βόντεν και οι νεκροί παραδίδονταν στην πυρά αντί να θάβονται.
Η ένταση και το φοβερό φυλετικό μίσος μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών διαφαίνεται στο γλαφυρό απόσπασμα ενός χρονικού το οποίο περιγράφει τα δραματικά γεγονότα της σύγκρουσης στο όρος Ζύντελ («πεδίο του ραπίσματος»): «το 782 μ.Χ. οι κόμητες Γκέιλο και Αδαλγίζ επικεφαλής ενός Φραγκικού αποσπάσματος που επέστρεφε από επιτυχημένη εκστρατεία κατά των Σόρβων Σλάβων οι οποίοι είχαν εισβάλει στη Θουριγγία, ενημερώθηκαν από περιπόλους ότι Σαξωνικά στίφη βρίσκονταν κοντά τους.
Εναντίον των Σαξώνων εκινείτο και ο κόμης Θεοδώριχος, επικεφαλής άλλου Φραγκικού αποσπάσματος που απειλούσε να προλάβει πρώτο τους επαναστάτες και να επωμισθεί τη δόξα για την εξολόθρευσή τους. Πιστεύοντας ότι κάποιος άλλος θα τους έκλεβε τη «λεία» οι δύο ευγενείς και η ακολουθία τους κάλπασαν φρενιασμένοι εναντίον των Σαξώνων, χάνοντας το στοιχείο του αιφνιδιασμού.
Οι Σαξωνικές φάλαγγες παρατάχθηκαν μπροστά από τον καταυλισμό τους αναμένοντας τη θυελλώδη επίθεση. Η άτακτη και ασυντόνιστη επίθεση των ιππέων με τα προτεταμένα ξίφη και τις γυμνές λόγχες χωρίς την υποστήριξη του πεζικού τους, είχε ως αποτέλεσμα τη σφαγή τεσσάρων ευγενών, δύο διοικητικών υπαλλήλων και είκοσι ακόμα επιφανών πολεμιστών και των ακολούθων τους, οι οποίοι ακολούθησαν τους αρχηγούς τους στον αναπόφευκτο όλεθρο μη καταδεχόμενοι να υποχωρήσουν σε έναν αγώνα τιμής».
Η αντίδραση του Καρόλου κλόνισε ακόμα και τους συμμάχους του προκαλώντας γενικό αποτροπιασμό. Στο ματωμένο στρατόπεδο του Βερντέν, στις όχθες του ποταμού Αλε, 4.500 αιχμάλωτοι Σάξωνες οπλαρχηγοί και πολεμιστές αποκεφαλίστηκαν εν ψυχρώ δεμένοι οπισθάγκωνα για να ανταποδοθεί η προσβολή της ήττας. Οι Σάξωνες διψούσαν για εκδίκηση.
Το 783 μ.Χ. αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν τους Φράγκους σε μάχη εκ παρατάξεως αρχικά στον Τευτοβούργειο δρυμό κοντά στο Ντέτμολντ, όπου ηττήθηκαν, και ακολούθως στον ποταμό Χάζε, όπου συνετρίβησαν. Τον χειμώνα του 784 μ.Χ. ο Κάρολος παρέμεινε στη Σαξωνία και με την έλευση του νέου χρόνου συνέχισε την τακτική της «Καμένης Γης», αναγκάζοντας τον καταπονημένο Βιτίκινδο να συνθηκολογήσει οριστικά για να σώσει το κεφάλι του.
Οι αρχικές αποφάσεις του εναντίον των απείθαρχων Σαξώνων διακρίνονται στο αυστηρό κείμενο του Διατάγματος περί Σαξωνικών χωρών («Capitulare de partibus Saxonis» -Σαξωνικό Καπιτουλάριο), όπου μεταξύ άλλων προβλέπονταν θανάσιμες ποινές, ο βίαιος εκχριστιανισμός με αναγκαστικές βαπτίσεις και η μετακίνηση πληθυσμών. Μεταξύ των ετών 785 μ.Χ. και 792 μ.Χ. εκδηλώθηκαν εξεγέρσεις περιορισμένης εμβέλειας, που γρήγορα εκτονώθηκαν καθώς η Σαξωνική αριστοκρατία δεν ήταν πλέον ιδιαίτερα εχθρική προς τον Κάρολο.
Η αυστηρή πολιτική του εναντίον των Σαξώνων είχε μετριασθεί, με αποτέλεσμα το 797 μ.Χ. να εκδοθεί ένας μετριοπαθέστερος κώδικας, ως δείγμα αβρότητας προς τους Σάξωνες ευγενείς που δεν συμμετείχαν στις ταραχές.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΑΙΑ
Η επιτυχία του Καρόλου έγκειται στο γεγονός πως η κεντρική εξουσία του είχε κατορθώσει να επιβληθεί έναντι των ισχυρών γαιοκτημόνων και της αριστοκρατίας (Κόμητες, Δούκες, Μαρκήσιοι). Το κράτος ήταν διαιρεμένο σε 230 κομητείες, επικεφαλής των οποίων βρίσκονταν οι Κόμητες που δρούσαν διοικητικά ως αντιπρόσωποι του μεγάλου Ηγεμόνα.
Διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων περισσότερων της μίας κομητείας, ειδικότερα στις επτά συνοριακές και ευπαθείς περιοχές, τις επονομαζόμενες Μαρκιονίες (marchia), ήταν ο επονομαζόμενος μαρκήσιος ή δούκας. Ο Κάρολος ήταν ο αδιαφιλονίκητος ανώτατος αρχηγός του στρατού, της νομοθετικής εξουσίας και της Εκκλησίας. Η κυριαρχία του σε κάθε επίπεδο οργάνωσης της πολιτικής ζωής «περιοριζόταν» μερικώς από τις αποφάσεις της ετήσιας «γενικής συνέλευσης» η οποία γινόταν κάθε Μάρτιο (campus Martis) ή Μάιο (campus Madius) πριν από μεγάλες εκστρατείες κοντά σε κάποιο μεγάλο παλάτι.
Το 777 μ.Χ. στη συνέλευση του Πάντερμπορν, που πιστοποίησε την υποταγή των Σαξώνων, συμμετείχαν και πρεσβευτές του Σαρακηνού ηγεμόνα της Βαρκελώνης, Σουλεϊμάν Ιμπν Αλαραμπί, της Χερόνας και άλλων μικρότερων συνοριακών Αραβικών πόλεων της βόρειας Ισπανίας οι οποίες υποσχέθηκαν να αναγνωρίσουν τον Κάρολο ως επικυρίαρχό τους αν τους βοηθούσε στρατιωτικά στην εμφύλια διαμάχη τους με τον χαλίφη της Κόρδοβας Αμπντ αρ Ραχμάν Α'.
Οι Άραβες είχαν αποβιβαστεί στην Ισπανία το 711 μ.Χ. συντρίβοντας τους εκφυλισμένους Βησιγότθους και τον τελευταίο βασιλιά τους Ροδρίγο, σε διαδοχικές μάχες και καταλαμβάνοντας θριαμβευτικά τη Σεβίλη, το Τολέδο και την Κόρδοβα. Προελαύνοντας στην Ιβηρική κατέκτησαν κάθε επαρχία εκτός από μερικές απομονωμένες ορεινές περιοχές που παρέμειναν στην κατοχή αυτόνομων Βησιγότθων.
Σύντομα οι μεγάλες επιτυχίες του Ισλάμ ακολουθήθηκαν από περίοδο έντασης ανάμεσα στις ηγετικές μορφές των Αράβων, με αποτέλεσμα να διασπαστεί το ενιαίο χαλιφάτο των Ουμαγιάδων και να δημιουργηθούν το χαλιφάτο των Αββασίδων με έδρα την εξωτική Βαγδάτη και το αντίζηλο χαλιφάτο των Σαρακηνών της Κόρδοβας. Ενδιάμεσα δημιουργήθηκαν τα κράτη των εμίρηδων της Τυνησίας, της Αιγύπτου, της Σικελίας και του Μαρόκου.
Από την εποχή του Μαρτέλου οι Αραβες αποτελούσαν μόνιμη απειλή για το Φραγκικό βασίλειο, καθώς διέσχιζαν τα Πυρηναία και πολιορκούσαν μεγάλα αστικά κέντρα στη νότια Γαλλία. Η πρώτη οργανωμένη εκστρατεία του Καρόλου εναντίον των Αράβων της Κόρδοβας ξεκίνησε την άνοιξη του 778 μ.Χ. με δύο σώματα στρατού.
Το πρώτο, αποτελούμενο από Λομβαρδούς, Βουργουνδούς και Φράγκους της Αυστρασίας, κατευθύνθηκε προς τη Βαρκελώνη για να εξασφαλίσει την ακεραιότητα της πόλης, ενώ το δεύτερο, αποτελούμενο από Φράγκους της Νευστρίας με επικεφαλής τον Κάρολο, διέσχισε τη βορειοδυτική Ισπανία και συνέτριψε κάθε εχθρική αντίσταση μέχρι τα τείχη της Παμπλόνα, τα οποία κατέλαβε με έφοδο και παρέδωσε την πόλη στη λεηλασία.
Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο οι δύο νικηφόρες στρατιές θα ενώνονταν μπροστά στα απόρθητα τείχη της Σαραγόσας, εξασφαλίζοντας έτσι την απαραίτητη αριθμητική υπεροχή και μια σίγουρη νίκη εναντίον των δυνάμεων του Χαλίφη. Τα γεγονότα διέψευσαν τον ενθουσιασμένο Κάρολο. Χωρίς να το γνωρίζει ο Σουλεϊμάν καθαιρέθηκε ως προδότης και τη θέση του ανέλαβε ο πιστός στον Χαλίφη Χουσεϊν Ιμπν Βαγιά.
Η εξέλιξη αυτή τερμάτισε κάθε όνειρο για άνευ όρων συνθηκολόγηση της Σαραγόσας. Τα αιφνιδιασμένα φραγκικά στρατεύματα τέθηκαν αντιμέτωπα με τις υπέρτερες δυνάμεις του Χαλίφη που επεδίωκαν να εξολοθρεύσουν τους εισβολείς από τον παγωμένο βορρά. Οι ευκίνητες έφιππες Αραβικές ίλες προκαλούσαν σύγχυση και διάσπαση στο Φραγκικό πεζικό, που κινδύνευε να περικυκλωθεί από τις Μαυριτανικές δυνάμεις.
Οι μόνοι οι οποίοι αντιστέκονταν με επιτυχία ήταν οι θωρακισμένοι ιππείς, όμως μόνοι τους δεν μπορούσαν να αναχαιτίσουν τις Αραβικές επελάσεις. Η υποχώρηση φαινόταν η πιο σοφή λύση και ο Φραγκικός στρατός βρέθηκε για πρώτη φορά αντιμέτωπος με μια τέτοιας έκτασης αποτυχία.
Το δράμα των Φράγκων ολοκληρώθηκε στα στενά φαράγγια των Πυρηναίων, στο ξακουστό πέρασμα του Ρονσεβώ. Την πορεία υποχώρησης της Φραγκικής στρατιάς παρακολουθούσαν τα άγρυπνα μάτια των σκληροτράχηλων Βάσκων (ορεσίβιος λαός της βόρειας Ισπανίας), οι οποίοι επεδίωκαν να εκδικηθούν τους Φράγκους για την καταστροφή της γης τους και ταυτόχρονα να αρπάξουν τμήμα από τα λάφυρα που μετέφερε η μεγάλη Φραγκική εφοδιοπομπή.
Αδυνατώντας να αντιμετωπίσουν τους Φράγκους σε μάχη εκ παρατάξεως οι Βάσκοι εκδήλωσαν την επίθεσή τους κατά της απομονωμένης Φραγκικής οπισθοφυλακής, εκμεταλλευόμενοι την αταξία της εκτενούς Φραγκικής φάλαγγας καθώς οι άνδρες διέσχιζαν με δυσκολία τις στενωπούς των κακοτράχαλων περασμάτων.
Στη σύντομη σύγκρουση η οποία ακολούθησε θανατώθηκαν τρεις σπουδαίες προσωπικότητες της φραγκικής αριστοκρατίας: ο διοικητής της Μαρκιονίας της Βρετάνης, ο θρυλικός Ρολάνδος, ο Ανσέλμος, βασιλικός ακόλουθος, και ο Εγγιχάρδος, αυλάρχης του Καρόλου. Η είδηση του θανάτου τους προκάλεσε μεγάλη συγκίνηση.
Αργότερα στη δυτική ποίηση και λογοτεχνία ο Ρολάνδος αποτέλεσε κεντρική φιγούρα σε θέματα θρύλων, δοξασιών, τραγουδιών (Chanson de Roland), ποιημάτων και μυθιστορημάτων, τα οποία εξιδανίκευσαν τη μορφή και τον θάνατό του και θεωρούνται από τα πρώτα μνημεία της Μεσαιωνικής Γαλλικής λογοτεχνίας. Ο θρύλος του λαβωμένου μαχητή που πέθανε μαχόμενος κατά των «απίστων» αποτέλεσε πρότυπο υπερηφάνειας, αρετής, γενναιότητας, ανδρείας και πίστης στη θρησκεία και στον βασιλιά, καλλιεργώντας έτσι την ανάπτυξη του ιπποτικού ιδεώδους τον 11ο και τον 12ο αιώνα.
Από το 781 μ.Χ. ως το 814 μ.Χ. ο Κάρολος είχε αναθέσει διοικητικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες στους τρεις νόμιμους γιους του: ο πρωτότοκος Κάρολος ανέλαβε τις επαρχίες της Νευστρίας (Ανζού, Μαίην, Τουραίνη) εναντίον των απείθαρχων Βρετόνων της Μαρκιονίας της Αρμορικής και των Τσέχων, ο δευτερότοκος Πεπίνος ανέλαβε την αντιβασιλεία και την επίβλεψη της Λομβαρδίας και των Αβάρων και ο νεώτερος Λουδοβίκος, ο επονομαζόμενος Ευσεβής, διοικούσε την ευρύτερη περιοχή της Ακουϊτανίας, συνεπώς και την περιοχή των Πυρηναίων.
Λόγω των συνεχών εξεγέρσεων στη Σαξωνία ο πόλεμος με τους Μαυριτανούς ανατέθηκε εξ ολοκλήρου στον μαλθακό Λουδοβίκο, ο οποίος με τη βοήθεια του κόμη Γουλιέλμου της Τουλούζης ανανέωσε τον πόλεμο εναντίον του Χαλιφάτου της Κόρδοβας. Σταδιακά από το 785 μ.Χ. ως το 811 μ.Χ. οι Φράγκοι κατέκτησαν μετά από εξαντλητικές πολιορκίες τη Χερόνα (785 μ.Χ.), την οχυρωμένη Βαρκελώνη δύο φορές (το 797 μ.Χ. και το 801 μ.Χ. οριστικά), την Ταραγόνα (809 μ.Χ.) και το στρατηγικό οχυρό της Τορτόσα (811 μ.Χ.), αποκτώντας τον έλεγχο κινήσεων στον ποταμό Εβρο.
Ο νέος χαλίφης της Κόρδοβας, Αλ Χακίμ, αδυνατώντας να αναχαιτίσει τη Φραγκική πλημμυρίδα η οποία έφθασε να εισβάλει βαθιά στα Αραβικά εδάφη μέχρι την πλούσια Βαλένθια, συνθηκολόγησε το έτος 812 μ.Χ. αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία των Φράγκων στα ημιαυτόνομα Καταλανικά εδάφη εκατέρωθεν των Πυρηναίων, τα οποία αργότερα αποτέλεσαν τον πυρήνα του Βασιλείου της Αραγωνίας.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΕΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΩΝ ΛΑΩΝ
Οι Άβαροι αποτελούσαν συγγενικό φύλο των Λευκών Ούννων το οποίο πιεζόμενο από Τουρκικά φύλα μετανάστευσε δυτικά, διασχίζοντας στα μέσα του 6ου αιώνα τη νότια Ρωσία και καταλήγοντας στις όχθες του Δούναβη στην Παννονία.
Ιδιαίτερα πολεμοχαρής λαός, προσάρτησαν βίαια στο βασίλειό τους τα υπολείμματα των υποτελών φυλών του Αττίλα (Οϊγούρους, Κοτριγούρους, Σαμπίρ Ούννους) και άλλες Σλαβικές φυλές, μεγαλώνοντας εντυπωσιακά τη δύναμη των ορδών τους. Το 567 μ.Χ. συμμάχησαν με τους Λομβαρδούς και αποδεκάτισαν τους διαβόητους Γέπιδες, ενώ το 626 μ.Χ. νιώθοντας αρκετά ισχυροί επιχείρησαν να πολιορκήσουν ακόμα και την απόρθητη Κωνσταντινούπολη, όπου υπέστησαν φοβερές απώλειες και μεγαλειώδη ήττα.
Η επαφή των Φράγκων με τους Αβάρους και τις υπόλοιπες Σλαβικές φυλές επισπεύσθηκε μετά την κρίση που εκδηλώθηκε στην επαναστατημένη Βαυαρία, την οποία διοικούσε ο δούκας Τασιλών Γ' που είχε ορκισθεί υποταγή στον Κάρολο και στους απογόνους του. Ο Τασιλών επηρεαζόταν αρνητικά εναντίον του Καρόλου από τη σύζυγό του, πριγκίπισσα Λιουτβέργη, κόρη του ηττημένου Θεοδώριχου, η οποία αρνείτο να αποδεχθεί την κατάρρευση του Λομβαρδικού βασιλείου και επεδίωκε την καταστροφή των Φράγκων.
Η εξέγερση του δούκα της Βαυαρίας δεν πρόλαβε να εξαπλωθεί. Οι στρατιές του Καρόλου και των συμμάχων του κατευθύνθηκαν προς τη Ρατισβόνη (785 μ.Χ.) σαρώνοντας κάθε εστία αντίστασης. Η επιμονή του δούκα διατήρησε τη Βαυαρία σε αναβρασμό μέχρι το 793 μ.Χ. οπότε ο Τασιλών καθαιρέθηκε και περιορίστηκε σε μοναστική ζωή. Μετά την επικράτηση στη Βαυαρία ο Κάρολος κατόρθωσε να οργανώσει μία αριστοτεχνική εκστρατεία εναντίον των Αβάρων, οι οποίοι λεηλατούσαν τη νότια Βαυαρία και τη Λομβαρδία από το 788 μ.Χ..
Η επιτακτική ανάγκη να απωθήσει τους αναρίθμητους εχθρούς που δρούσαν περιμετρικά του αχανούς βασιλείου του, τον ώθησε να στηριχθεί ακόμα περισσότερο στην (απαραίτητη) χρήση του ιππικού παρά στις μονάδες πεζικού.
Στις μάχες εναντίον των Αβάρων ιπποτοξοτών διακρίθηκε το Λομβαρδικό ιππικό, το οποίο κατά το διάστημα 791-6 μ.Χ. υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Πεπίνου και του δούκα Ερρίκου του Φρίουλι κατατρόπωσε τους Αβάρους σε διαδοχικές συγκρούσεις. Εισχωρώντας βαθιά στα εδάφη της Παννονίας οι Λομβαρδοί επιδίδονταν σε σχολαστική γενοκτονία, ενώ το πιο δυσκίνητο πεζικό των Φράγκων βάδιζε με πιο αργούς ρυθμούς μέχρι τον ποταμό Ράαμπ.
Το 795 μ.Χ. οι προελαύνοντες σύμμαχοι πολιόρκησαν τη θρυλική πρωτεύουσα των Αβάρων, που βρισκόταν βορείως του σημερινού Βελιγραδίου. Η πόλη ήταν ουσιαστικά ένας κυκλικός καταυλισμός οχυρωμένος με πασσάλους, στον οποίο υπήρχε το θησαυροφυλάκιο του Χαγάνου, του μεγάλου πολεμικού αρχηγού των Αβάρων. Ο θησαυρός που είχαν συγκεντρώσει επί δεκαετίες οι Άβαροι προερχόταν από εισφορές, λύτρα και φόρους τους οποίους εισέπρατταν από ληστρικές επιδρομές εναντίον των υποτελών Σλάβων ή βαριά φορολογούμενων λαών όπως οι Βυζαντινοί.
Η κατάληψη της πόλης οριστικοποίησε την πανωλεθρία των Αβάρων. Τον θησαυρό μετέφερε στο Άαχεν μια επιβλητική φάλαγγα από 15 μεγάλες βοϊδάμαξες, σκορπίζοντας κύματα ενθουσιασμού στους εκστασιασμένους Φράγκους. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις εναντίον των Αβάρων συνεχίστηκαν και το 796 μ.Χ. οπότε οι Λομβαρδοί του νεαρού Πεπίνου εκθεμελίωσαν τα χωριά τους και ισοπέδωσαν εκ νέου την πρωτεύουσα του Χαγάνου.
Η καταστροφή ήταν τόσο εκτεταμένη και συστηματική ώστε η Παννονία παρέμεινε ακατοίκητη για πολλά χρόνια, σύμφωνα με τους χρονικογράφους της εποχής. Από το 805 μ.Χ. οι εναπομείναντες Άβαροι βαπτίσθηκαν χριστιανοί και ενσωματώθηκαν πλήρως στην αυτοκρατορία του Καρόλου.
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ
Η στέψη του Καρόλου ως αυτοκράτορα της Δύσης έγινε στη βασιλική του Αγίου Πέτρου τα Χριστούγεννα του έτους 800 μ.Χ. Η τελετή με τον πάπα Λέοντα Γ' σηματοδότησε για αρκετούς Δυτικούς ιστορικούς τη γένεση της Ευρώπης με τη σημερινή της έννοια και οντότητα.
Με τα πομπώδη λόγια «Τω Καρόλω Αυγούστω, υπό Θεού στεφθέντι, μεγάλω και ειρηνοποιώ αυτοκράτορι, ζωήν και νίκας» ο θρησκευτικός ηγέτης της Δύσης δημιουργούσε ζήτημα διεκδίκησης του αυτοκρατορικού τίτλου ο οποίος επί αιώνες ανήκε νόμιμα στους Βυζαντινούς ηγέτες. Παράλληλα ανταπέδιδε στον Κάρολο τη βοήθεια που του είχε παράσχει για να απαλλαγεί από τις ανταγωνιστικές φατρίες που αποπειράθηκαν να τον τυφλώσουν και να τον εκτελέσουν με σκοπό να απαλλαγούν από την ενοχλητική παρουσία του.
Σε μία κατανυκτική ιεροτελεστία ο πάπας έστεψε τον ισχυρό ηγεμόνα υπογραμμίζοντας τα πρωτεία της πνευματικής έναντι της κοσμικής εξουσίας.
Η συγκυρία για τον Φράγκο βασιλιά ήταν ευνοϊκή. Είχε κατακτήσει πολυάριθμα βαρβαρικά και αλλόθρησκα έθνη, είχε προσφέρει ενότητα, εκπαίδευση, αξιόπιστη κεντρική διοίκηση, νομοθετικά διατάγματα και σχετικούς κώδικες, δρούσε ως προστάτης του Βατικανού, ήταν ένας «Καίσαρας» στην προγονική γη των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ήταν ο «Κάρολος ο Μέγας» (Καρλομάγνος) και αποτελούσε την κατάλληλη επιλογή ως πολιτικό αντίβαρο έναντι της διεφθαρμένης αυτοκράτειρας Ειρήνης του Βυζαντίου, η οποία εκθρονίζοντας τον γιο της αντιμετωπιζόταν με δυσπιστία από τους Λατίνους.
Αντικειμενικά η στέψη του Καρόλου αποτελούσε ένα μοναδικό πραξικόπημα σε θρησκευτικό και πολιτικό επίπεδο. Μετά από έντονο διπλωματικό παρασκήνιο και διαβουλεύσεις οι Βυζαντινοί κατόρθωσαν να εξασφαλίσουν τα πρωτεία του αυτοκρατορικού τίτλου, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του Καρόλου στον τίτλο μόνο εντός των Φραγκικών εδαφών, ενώ ο Βυζαντινός αυτοκράτορας διατηρούσε τον τίτλο "Βασιλέας Ρωμαίων" σε όλη την οικουμένη. Οι Βυζαντινοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με τη Φραγκική εξάπλωση στην περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας και στο Δουκάτο του Μπενεβέντο.
Το 809 μ.Χ. ο Πεπίνος κατέλαβε τη Βενετία οδηγώντας τους Φράγκους σε εκτεταμένες ναυτικές συγκρούσεις με τους Βυζαντινούς στη Δαλματία και στην Ιστρία μέχρι το 812 μ.Χ. οπότε υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης και αδελφοσύνης. Με βάση αυτή παραχωρήθηκαν στους Βυζαντινούς τα δικαιώματα επί της Βενετίας και της Δαλματίας, όμως αναγνωρίστηκε και στον Κάρολο ο αμφιλεγόμενος τίτλος του αυτοκράτορα.
Κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Καρόλου εμφανίστηκε μία νέα απειλή από τον βορρά, οι αγέρωχοι Βίκινγκ. Οι κουρσάροι-πολεμιστές από τις Σκανδιναβικές χώρες άρχισαν το 799 μ.Χ. να λεηλατούν τα ανυπεράσπιστα παράλια της βόρειας Ευρώπης εξοπλισμένοι με τα ευέλικτα πλοιάριά τους, τα περιβόητα Ντράκαρ, χωρητικότητας 50-60 ανδρών και μήκους 25 περίπου μέτρων.
Ο Δανός βασιλιάς Γκόντφρεντ πολέμησε με λύσσα εναντίον των Σλάβων συμμάχων των Φράγκων και απειλούσε ότι θα κατέστρεφε το Άαχεν καθώς οι πολεμιστές του, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Φραγκικού στόλου, λεηλάτησαν τις πλούσιες ακτές της Φρισίας (810 μ.Χ.). Τα φιλόδοξα σχέδια του βάρβαρου ηγεμόνα δεν ευδοκίμησαν διότι δολοφονήθηκε. Ο ανιψιός και διάδοχός του Χέμινγκ έσπευσε να συνθηκολογήσει με τον Κάρολο αναβάλλοντας την αναπόφευκτη σύγκρουση μεταξύ Φράγκων και Βίκινγκ.
Ακολουθώντας μεγάλους ποταμούς όπως ο Ρήνος ή ο Σηκουάνας οι τελευταίοι εκμεταλλεύθηκαν το κενό εξουσίας μετά τον θάνατο του Καρόλου, επεκτάθηκαν, τρομοκράτησαν και ποδοπάτησαν σκληρά τα υπολείμματα της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας.
Οι δύο αγαπημένοι γιοι του Καρόλου, ο Πεπίνος και ο πρωτότοκος συνονόματός του, πέθαναν πρόωρα το 810 μ.Χ. και το 811 μ.Χ. αντίστοιχα. Νόμιμος διάδοχος της δυναστείας παρέμεινε ο Λουδοβίκος, ο υπέρμαχος του πολέμου κατά των Αράβων. Τον Σεπτέμβριο του 813 μ.Χ. κατά τη συνέλευση του Άαχεν στέφθηκε στον καθεδρικό ναό της πόλης με πλήρη επισημότητα συναυτοκράτορας με τον γηραιό πατέρα του.
Ο γιος του Πεπίνου Βερνάρδος στέφθηκε βασιλιάς της Ιταλίας. Το 814 μ.Χ. σε ηλικία 71 ετών, ο Κάρολος απεβίωσε έχοντας κατορθώσει να αποκαταστήσει την ενότητα και την ισχύ της αυτοκρατορίας της Δύσης, η οποία σε διάστημα λίγων ετών από τον θάνατο του ιδρυτή της διασπάστηκε οριστικά με αποτέλεσμα να γεννηθούν το Γαλλικό, το Ιταλικό και το Γερμανικό έθνος.
Ο ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ Η ΑΘΗΝΑΙΑ
Οι καμπάνες του Αγίου Πέτρου χτυπούσαν χαρμόσυνα, καθώς ο πάπας Λέων Γ’ έχριζε με κάθε επισημότητα τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν Χριστούγεννα του 800 μ.Χ. κι ο νέος μονάρχης ζούσε τον θρίαμβό του. Το κράτος του απλωνόταν στα εδάφη που σήμερα απαρτίζουν τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Γερμανία και συνόρευε με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, όπου η Ειρήνη η Αθηναία πάσχιζε να επιβιώσει.
Τώρα, το όνειρό του μπορούσε πια να πραγματοποιηθεί: Αν την παντρευόταν, η αυτοκρατορία τους θα εκτεινόταν από τον Ατλαντικό ως τη Συρία. Περασμένα ξεχασμένα τα παλιά. Της έστειλε πανάκριβα δώρα μαζί με την πρόταση γάμου. Η Ειρήνη δεν την απέρριψε. Έπρεπε, όμως, να παρακαμφθεί το διπλωματικό πρόβλημα. Αν κάποιος δει τα πράγματα Ελληνοκεντρικά ρεαλιστικά, θα διαπιστώσει πως το μοναδικό σφάλμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Ε’ (741 μ.Χ. - 775 μ.Χ.) ήταν ότι απέκτησε γιο τον και φυματικό Λέοντα Δ’ Χάζαρο.
Στη διάρκεια της βασιλείας του, ο Κωνσταντίνος Ε’ ασφάλισε την αυτοκρατορία από τον Αραβικό κίνδυνο και ξανάκανε υποτελείς τους Βουλγάρους που είχαν ξεθαρρέψει. Κι ακόμα, έκοψε στη γέννησή της κάθε Σλαβική απόπειρα για αυτονομία νότια του Δούναβη και του Σαύου, ενώ 208.000 από αυτούς (που κατοικούσαν στην περιοχή της σημερινής Βουλγαρίας) τους έστειλε με αναγκαστική μετανάστευση στη Βιθυνία να συναντήσουν τους απογόνους εκείνων που είχε εγκαταστήσει εκεί, τον προηγούμενο αιώνα, ο Ιουστινιανός Β’.
Κι επειδή η πανώλη είχε αφανίσει τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης, μπόλιασε τις συνοικίες της με μετακινήσεις Ελλήνων από την Κυρίως Ελλάδα και τα νησιά. Ως γνήσιος Ίσαυρος, τσάκισε μιαν εξέγερση που υποκίνησαν οι εικονολάτρες κι άρχισε να καταργεί το ένα μετά το άλλο τα μοναστήρια, τα οποία μετέτρεπε σε στρατώνες. Όποιοι καλόγεροι αντιστέκονταν, σκοτώνονταν επιτόπου. Του κόλλησαν το παρατσούκλι Κοπρώνυμος αλλά λίγο τον ένοιαξε.
Τη χρονιά που ο Κωνσταντίνος Ε’ ανέβηκε στον θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (741 μ.Χ.), πέθανε ο ηγεμόνας των Φράγκων Κάρολος Μαρτέλλος που είχε νικήσει τους Άραβες της Ισπανίας και είχε σταματήσει οριστικά την επέκτασή τους στην Ευρώπη. Οι Φράγκοι αναγνώρισαν βασιλιά τους τον γιο του, Πεπίνο Βραχύ (715 μ.Χ. - 768 μ.Χ.). Ο Πεπίνος παντρεύτηκε τη Βέρθα την Ποδαρού, όπως αποκλήθηκε από τα μεγάλα της πόδια. Απέκτησαν δυο γιους: Τον Κάρολο (742 μ.Χ. - 814 μ.Χ.) και τον Καρλομάνο.
Ο Πεπίνος ήταν αυτός που ένωσε όλους τους Φράγκους σ’ ένα βασίλειο. Όταν πέθανε, στο θρόνο ανέβηκαν τα παιδιά του και συμβασίλευσαν ως το 771 μ.Χ. οπότε πέθανε ο Καρλομάνος. Ο Κάρολος έμεινε μονοκράτορας. Ο Κωνσταντίνος Ε’ πέθανε το 775μ.Χ. Ο γιος του, Λέων Δ’ (775 μ.Χ. - 780 μ.Χ.), το μόνο που πρόλαβε να κάνει, ήταν να ερωτευτεί και να παντρευτεί (από το 769 μ.Χ.) μια πανέμορφη μετανάστρια από την ειδωλολατρική Αθήνα, την Ειρήνη. Απέκτησαν γιο τον Κωνσταντίνο ΣΤ’ που ήταν ανήλικος, όταν ανέβηκε στον θρόνο, οπότε τον επιτρόπευε η μητέρα του.
Το πρώτο που έκανε εκείνη, ήταν να απολύσει όλους τους υπουργούς και αξιωματικούς του πεθερού της και να προσλάβει δυο ευνούχους που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Οι Άραβες ξαναγύρισαν στη Μ. Ασία οχυρώνοντας τις πόλεις κλειδιά και οι Βούλγαροι ξανάστησαν την ηγεμονία τους. Μόνον οι Σλάβοι δεν μπόρεσαν να επωφεληθούν. Η Ειρήνη αναζήτησε στηρίγματα στη Δύση. Μια πρεσβεία στάλθηκε στον Κάρολο των Φράγκων που δεν βρισκόταν και στην καλύτερή του φόρμα.
Πολεμώντας συνεχώς, ο Κάρολος δεν μπόρεσε να νικήσει τους Άραβες της Ισπανίας και να επεκτείνει το κράτος του νότια των Πυρηναίων. Στη μάχη του Ρονσεβάλ (778 μ.Χ.), σκοτώθηκε ο ανιψιός του Ρολάνδος. Ο θάνατός του τραγουδήθηκε από τους Φράγκους, που δημιούργησαν το «Έπος του Ρολάνδου», αντίστοιχο προς το Βυζαντινό «Έπος του Διγενή Ακρίτα». Η Βυζαντινή αντιπροσωπεία έφτασε στο παλάτι του τυλιγμένη στη χλιδή και την επισημότητα. Η πρόταση ήταν σαφής:
Γράφει ο χρονογράφος της εποχής:
«Απέστειλεν η Ειρήνη Κωνσταντίνον σακελλάριον (=εκκλησιαστικό αξιωματούχο) και Μάμαλον τον πριμικήριον (=αυλικό αξιωματούχο) προς Κάρουλον τον ρήγα των Φράγκων, όπως την αυτού θυγατέρα, Ερυθρώ λεγομένην, νυμφεύσηται τω βασιλεί Κωνσταντίνω τω υιώ αυτής».
Ο Κάρολος είχε μια κόρη που η Βυζαντινοί ονόμαζαν Ερυθρώ. Η Ειρήνη είχε γιο τον ανήλικο ακόμα Κωνσταντίνο. Αν τους πάντρευαν, οι Φράγκοι θ’ αποκτούσαν ισχυρούς συμμάχους στ’ ανατολικά. Η τιμή ήταν από αυτές που δεν μπορεί κανένας να τις αρνηθεί. Το βασιλόπουλο του παραμυθιού γαμπρός ενός ταλαίπωρου μονάρχη της άγριας Ευρωπαϊκής Δύσης. Φυσικά και δέχτηκε. Ήταν το 781 μ.Χ. Οι αρραβώνες έγιναν με αλληλογραφία.
Κι ενώ ο Κάρολος βυθίστηκε σε σκέψεις για το νόημα της αυτοκρατορικής χειρονομίας, η Ειρήνη «κατέλιπεν Ελισαίον τον ευνούχον και νοτάριον (=στενογράφο) προς το διδάξαι αυτήν (δηλαδή την Ερυθρώ) τα τε των Γραικών γράμματα και την γλώσσαν και παιδεύσαι αυτήν τα ήθη της Ρωμαίων βασιλείας».
Η Ειρήνη χρειαζόταν τη συμμαχία για να τα βγάλει πέρα στο εσωτερικό της χώρας, καθώς οι παλιοί στρατιωτικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις ερωτοτροπίες της με τα μοναστήρια και την αποδυναμωμένη Εκκλησία. Ο πάπας ευλόγησε τη συμμαχία, καθώς την είδε σαν μια καλή ευκαιρία για την ανάδειξη της Ρώμης στην πρωτοκαθεδρία της χριστιανοσύνης. Πρωτοκαθεδρία που τότε ανήκε στο πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης. Κι ο Κάρολος πολεμούσε:
Κατάφερε να καταλύσει το κράτος των Λογγοβάρδων της Ιταλίας (783 μ.Χ.), να διαλύσει το κράτος των Αβάρων και να ενώσει στο σκήπτρο του όλα τα εδάφη που σήμερα απαρτίζουν τα κράτη Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Ιταλίας.
Στην Κωνσταντινούπολη, οι καλόγεροι έπεισαν την Ειρήνη να αποκαταστήσει τη λατρεία των εικόνων (787 μ.Χ. Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας) και, τον επόμενο χρόνο, να διαλύσει τον αρραβώνα του γιου της με την κόρη του Καρόλου και να τον παντρέψει με τη Μαρία την Παφλαγονία. Ο Κάρολος δεν αντέδρασε αμέσως.
Στα 790 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος ΣΤ’ ενηλικιώθηκε, οπότε αναγκαστικά η Ειρήνη παραμερίστηκε. Όμως, ο νέος αυτοκράτορας δε φημιζόταν για την εξυπνάδα του. Δυο χρόνια αργότερα, προσέλαβε τη μητέρα του ως συμβασίλισσα, κάνοντας τους στρατιωτικούς να βγουν από τα ρούχα τους. Στα 795 μ.Χ. έδιωξε και τη γυναίκα του για να παντρευτεί κάποια Θεοδότη, υπάλληλο της Αυλής, οπότε εκκλησιαστικοί και μοναχοί στράφηκαν εναντίον του.
Στα 796 μ.Χ. οι Βούλγαροι ξεκίνησαν εκστρατεία κι έφτασαν ως τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης, αποκαλύπτοντας στον λαό και την ανικανότητά του. Η Ειρήνη καλλιέργησε την αντιδημοτικότητα του γιου της και οργάνωσε δολοφονική απόπειρα εναντίον του (797 μ.Χ.). Ο Κωνσταντίνος το έσκασε στην ασιατική ακτή, όπου τον πρόλαβαν οι άνθρωποι της μητέρας του και τον έσυραν στο παλάτι. Ήταν Δεκαπενταύγουστο, όταν, με εντολή της Ειρήνης, τον τύφλωσαν. Η φιλόστοργη μητέρα έμεινε μόνη στον θρόνο, ενώ, στη Δύση, μεσουρανούσε το άστρο του Καρόλου.
Στις 25 Δεκεμβρίου του 800 μ.Χ. ο πάπας Λέων ο Γ’ (795 μ.Χ. - 816 μ.Χ.) τον αναγόρευσε αυτοκράτορα των Ρωμαίων. Ήταν πια ο Κάρολος Α’ ο Μέγας ή Καρλομάγνος, ο πιο μεγάλος αυτοκράτορας της Ευρωπαϊκής Δύσης. Αυτοκράτορας ο Καρλομάγνος, αυτοκράτειρα και η Ειρήνη. Ο Φράγκος συνέλαβε το φιλόδοξο σχέδιο:
Της πρότεινε να παντρευτούν. Θα ένωναν τα κράτη τους σε μια απέραντη αυτοκρατορία από τον Ατλαντικό ως τη Συρία. Η Ειρήνη δέχτηκε. Οι ετοιμασίες ξεκίνησαν αλλά παρατράβηξαν. Το πράγμα κολλούσε στο ότι μια τέτοια κίνηση σήμαινε ντε φάκτο αναγνώριση Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους. Και το μόνο κράτος που δικαιούταν να ονομάζεται Ρωμαϊκό (συνεχιστής και διάδοχος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας) ήταν το Βυζαντινό. Οπότε, ο γάμος ουσιαστικά ισοδυναμούσε με προδοσία.
Πάνω στις συζητήσεις για το πώς μπορούσε να διευθετηθεί το ζήτημα, επαναστάτησαν οι δημόσιοι υπάλληλοι, ανατρέψανε την αυτοκράτειρα, ξέχασαν πως ο γιος της ζούσε ακόμα κι αναγόρευσαν αυτοκράτορα τον υπουργό Νικηφόρο (802 μ.Χ.). Η Ειρήνη βρέθηκε εξόριστη στο Πριγκιπονήσι (κοντά στη Μυτιλήνη), όπου και πέθανε το 803 μ.Χ. Ο Νικηφόρος Α’ ξανάρχισε την εικονομαχία και βάλθηκε ν’ ανορθώσει το ρημαγμένο κράτος. Σκοτώθηκε το 811 μ.Χ. πολεμώντας τους Βουλγάρους.
Το όνειρο του Καρλομάγνου για παντοκρατορία αναβλήθηκε. Από τη στιγμή εκείνη, όμως, άρχισε η εποχή της μεγάλης ακμής των Φράγκων που ονομάστηκε «Καρολίγγεια αναγέννηση». Ο αυτοκράτορας βάλθηκε να οργανώσει το κράτος του κατά τα αρχαία Ρωμαϊκά πρότυπα, αναμόρφωσε τη νομοθεσία, προστάτευσε τα γράμματα και δημιούργησε ονομαστά σχολεία. Στα 813 μ.Χ. μετέφερε την πρωτεύουσά του στο Ακυίσγρανο (Εξ Λα Σαπέλ ή Άαχεν, στη σημερινή Γερμανία) και υπέγραψε, εκεί, την ομώνυμη συνθήκη με τον τότε αυτοκράτορα του Βυζαντίου Λέοντα Ε’ Αρμένιο (813 μ.Χ. - 820 μ.Χ.).
Σύμφωνα με αυτήν, η «Αυτοκρατορία των Ρωμαίων» ήταν μία, από τον Ατλαντικό ως την Αρμενία (η Συρία ανήκε, πια, στους Άραβες) με δυο αυτοκράτορες: Έναν στην Ανατολή κι έναν στη Δύση.
Όμως, ο Καρλομάγνος πέθανε το 814 μ.Χ. Οι διάδοχοί του φρόντισαν να μοιραστούν τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Από το 842 μ. Χ. ξεπρόβαλαν τα χωριστά κράτη της Γαλλίας και της Γερμανίας. Αργά αλλά σταθερά, η Δύση δεχόταν όλο και πιο πολύ την εποχή της φεουδαρχίας και των εκλεκτόρων. Και στην Ανατολή, το Βυζάντιο προχωρούσε στον εκχριστιανισμό των Σλάβων και των Βουλγάρων.
ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΣ ΚΑΙ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Η πορεία του Καρόλου από επιτυχία σε επιτυχία στον στρατιωτικό και τον πολιτικό τομέα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριάντα χρόνων του 8ου αι. ενοχλούσε ασφαλώς πολύ και απασχολούσε το Βυζάντιο.
Ιδιαίτερα η κατάλυση του Λομβαρδικού Βασιλείου, στο οποίο ανήκαν πλέον και τα Βυζαντινά εδάφη τηs περιοχής Πενταπόλεως και Ραβέννας το 774 μ.Χ. και η προσθήκη του τίτλου του βασιλέως των Λομβαρδών (reχ Laηgobardorum) στον επίσημο τίτλο του Kαρόλου ως βασιλιά των Φράγκων (reχ Fraηcorum), αλλά και ο ρόλος του προστάτη της Εκκλησίας τηs Ρώμης, που ο Kάρολος είχε ιδιοποιηθεί υπό την πίεση του πάπα Αδριανού Α’, αποτελούσαν ενέργειες που έθιγαν αισθητά τα συμφέροντα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίαs.
Παρά ταύτα η κυβέρνηση της Kωνσταντινουπόλεως αναγνώριζε ότι δεν διέθετε τη δυνατότητα να ανατρέψει την κατάσταση αυτή και για το λόγο αυτόν ακολουθούσε μια φιλειρηνική και συμφιλιωτική πολιτική, που οδήγησε στον αρραβώνα του νεαρού αυτοκράτορα Kωνσταντίνου ΣΤ’ με την κόρη του Kαρόλου Ροτρούνδη (Ερυθρώ) το 781 μ.Χ.
Ωστόσο η κατάσταση αυτή άλλαξε το 786 μ.Χ. άρδην. Πολιτικά και εκκλησιαστικά ήταν τα αίτια που οδήγησαν στο ναυάγιο των φιλικών σχέσεων. Αφενός οξύνθηκε ένα πολιτικό πρόβλημα, που είχε μείνει άλυτο, ο έλεγχος του Λομβαρδικού δουκάτου του Βενεβέντου, το οποίο διεκδικούσε ο Κάρολος ωs βασιλιάς των Λομβαρδών, ενώ συγχρόνως το διεκδικούσε και η Βυζαντινή κυβέρνηση, η οποία άλλωστε φιλοξενούσε ως πολιτικό πρόσφυγα στην Kωνσταντινούπολη τον γιο του τελευταίου Λομβαρδού βασιλιά.
Η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη στο στρατιωτικό πεδίο, παρ’ όλο ότι αυτή δεν οδήγησε σε οριστική λύση. Παράλληλα, η πολιτική όξυνση έγινε ορατή και στις Βυζαντινές κτήσεις στη βορειοανατολική Ιταλία, την οποία φιλοδόξησε να προσαρτήσει ο Κάρολος.
Η δεύτερη αιτία ήταν εκκλησιαστική και ίσως βρίσκεται στην αρχή της φάσης επιδείνωσης των σχέσεων. Η αυτοκράτειρα Ειρήνη αποφάσισε να εγκαταλείψει την εικονομαχική πολιτική των προκατόχων της και μαζί με τον Πατριάρχη Ταράσιο ζήτησε τη συνεννόηση και τη συνεργασία με τον Πάπα Αδριανό. Φαίνεται ότι στις διαπραγματεύσεις για την προετοιμασία της Ζ’ Οικουμενικής Συνόδου τόσο η αυτοκράτειρα όσο και ο Πάπαs άφησαν χωρίς ενημέρωση τον Κάρολο.
Άλλωστε κατά την ισχύουσα κανονική παράδοση τις Οικουμενικές Συνόδους τις συγκαλεί ο αυτοκράτορας σε συνεννόηση με τον Πάπα, ο οποίοs καλείται να προεδρεύσει διά των αντιπροσώπων του. Ωστόσο, η εφαρμογή τηs συνοδικής αυτής παράδοσης εξόργισε τον βασιλέα των Φράγκων, ο οποίος στηριζόταν σε μια μακραίωνη δυτική παράδοση, σύμφωνα με την οποία ο βασιλέαs παίζει καθοριστικό ρόλο στα δογματικά και διοικητικά πράγματα της Εκκλησίας του βασιλείου του.
Ιδιαίτερα ο Κάρολος είχε δραστηριοποιηθεί ενεργότατα σε θέματα πίστεως, είχε προσκαλέσει στην αυλή του τους λογιότερους θεολόγους της δυτικής Εκκλησίας και μετείχε στις θεολογικές συζητήσεις με ενθουσιασμό.
Διάλυση του Δυναστικού Συνοικεσίου
Η σύγκρουση στο πολιτικό και το εκκλησιαστικό πεδίο οδήγησε στη διάλυση του δυναστικού συνοικεσίου και έτσι δημιουργήθηκε ένα καθεστώς οξύτητας. Μια σειρά από πυκνές διπλωματικές πρεσβείες από τιs δυο μεριές φρόντιζαν να μένει ζωντανός ο διάλογος, χωρίς όμως αυτός να καταλήγει σε συμφωνία οριστικήs ειρήνης.
Μετά την ανατροπή και τύφλωση του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΣΤ’ από τη μητέρα του, η Ειρήνη, που ήταν ανασφαλής, προσπάθησε το 798 μ.Χ. να επιταχύνει τη συμφωνία και φάνηκε περισσότερο συμβιβαστική στις αξιώσεις του Καρόλου, ενώ το περιβάλλον του διακήρυσσε σαρκαστικά ότι ο αυτοκρατορικός θρόνος ήταν κενός, αφού είχε καταληφθεί από μια γυναίκα, πράγμα φυσικά πρωτάκουστο για την εποχή εκείνη.
Είναι φυσικό ότι τέθηκε τότε το θέμα ανάληψης της αυτοκρατορικής εξουσίας από τον Κάρολο, που βρισκόταν στο απόγειο τηs δύναμήs του. Ωστόσο ένα επεισόδιο στη Ρώμη επιτάχυνε τιs εξελίξεις. Οι αντίπαλοι του Πάπα Λέοντα Γ’ επιχείρησαν το 799 μ.Χ. να τον τυφλώσουν και να τον καθαιρέσουν. Ο Λέων γλίτωσε και κατέφυγε στον Κάρολο που τότε βρισκόταν στη Γερμανία, ο οποίος δέχθηκε τον Πάπα με όλες τις τιμές.
Επανεγκατέστησε τον Λέοντα στο θρόνο του, οργάνωσε μια δίκη στη Ρώμη, στην οποία προήδρευσε αυτοπροσώπως, όπου διακηρύχτηκε η αθωότητα του Πάπα και καταδικάστηκαν οι αντίπαλοί του. Όλες αυτές οι ενέργειες του Καρόλου βρίσκονταν βέβαια έξω από τιs βασιλικές του αρμοδιότητες, αφού ανήκαν στα καθιερωμένα προνόμια του Βυζαντινού αυτοκράτορα.
Έτσι, η αναγόρευση του αυτοκράτορα και η στέψη του Καρόλου ήταν πια εντελώς απαραίτητη για τον ίδιο τον Πάπα, ώστε να αποκτήσει, έστω εκ των υστέρων, κανονικό ένδυμα η αθώωσή του. Την άμεση σύνδεση τηs στέψης με την αθώωση του Πάπα μνημονεύει και η μόνη Βυζαντινή πηγή που αναφέρεται στα γεγονότα αυτά, ο χρονογράφος Θεοφάνης, ο οποίοs λέγει καθαρά ότι ο Πάπας με τη στέψη αντάμειψε τον Κάρολο για την αθώωση.
Για την πολιτειακή τάξη της εποχής, την οποία συμμερίζονταν όλοι οι σύγχρονοι με τα γεγονότα, η αναγόρευση και στέψη του Καρόλου ήταν ένα πολιτειακό και εκκλησιαστικό πραξικόπημα, που συντελέστηκε μέσα στην εκκλησία το Αγίου Πέτρου, κατά τη Θεία Λειτουργία των Χριστουγέννων. Πέραν όμως από τον σφετερισμό του τίτλου και την πολιτειακή αρμονία η στέψη του Καρόλου απειλούσε να έχει κρίσιμες πολιτικές συνέπειες.
Κατέβαλε λοιπόν η Ειρήνη απεγνωσμένεs προσπάθειες να διαγνώσει τις περαιτέρω πολιτικές συνέπειες τηs στέψης. Θα διεκδικούσε ο Κάρολος την εξουσία επί της οικουμενικής αυτοκρατορίας της πρεσβυτέρας Ρώμης στρεφόμενος πλέον κατά τηs Κωνσταντινουπόλεως, όπως έκαναν όλοι οι προηγούμενοι σφετεριστές, θα περιοριζόταν να καταλάβει τις υπόλοιπες κτήσεις των Βυζαντινών στην Ιταλία, ή θα περιοριζόταν στο βασίλειό του, διακοσμώντας απλώς τη θέση του με τον αυτοκρατορικό τίτλο;
Οι διεργασίες στη σκέψη του Καρόλου, ο οποίος φαίνεται πως δεν είχε από την αρχή σαφείς στόχους και οι διπλωματικές διαπραγματεύσεις με το Βυζάντιο κράτησαν δώδεκα χρόνια και πέρασαν από διάφορες φάσεις. Για το 802 μ.Χ. οι πηγές αναφέρουν πρόταση του Καρόλου να συνάψει γάμο με την Ειρήνη με στόχο να ενωθεί η Ανατολή με τη Δύση («ενώσαι τα εώα και τα εσπέρια»). Η ιστορικότητα της πρότασης αυτής αμφισβητείται από πολλούς νεότερους ιστορικούς, αλλά στο θέμα αυτό δεν μπορούμε να είμαστε κατηγορηματικοί.
Ο Κάρολοs ήταν τότε 59 ετών και έχαιρε άκρας υγείας, μόλις είχε χηρέψει από την τέταρτη γυναίκα του και στα επόμενα χρόνια τηs ζωής του είναι γνωστό ότι είχε τρεις τουλάχιστον παλλακίδες από τις οποίες απέκτησε παιδιά. Για τον Κάρολο λοιπόν ο γάμος δεν ήταν κάτι το αδιανόητο. Η Ειρήνη ήταν τότε 49 ετών, αλλά μετά τη χηρεία της το 780 μ.Χ. περιβαλλόταν, όσο ξέρουμε, μόνον από ευνούχους.
Όπως και αν έχει το θέμα τηs πρότασης «γαμικού συναλλαγίου», το βέβαιον είναι ότι όταν το σχέδιο αυτό έγινε γνωστό στην Κωνσταντινούπολη –έστω και ως διάδοση– οι αυλικοί τηs Ειρήνης έσπευσαν να το ματαιώσουν ανατρέποντάς την από τον θρόνο. Προφανώς υπήρχαν φόβοι ότι οποιοσδήποτε διακανονισμός και αν γινόταν για την «ένωση» τηs Ανατολής και τηs Δύσης θα κυριαρχούσε ο δυναμικός Κάρολος.
Συμφωνία Ειρήνης
Ύστερα από πολλές διαπραγματεύσεις με τουs διαδόχους της Ειρήνης, η συμφωνία ειρήνης υπογράφτηκε το 812 μ.Χ. Το Φραγκικό Χρονικό περιγράφει ωs εξής την τελετή υπογραφής της συμφωνίαsς: «Στο Άαχεν, όπου πήγαν στον αυτοκράτορα (Κάρολο), οι Βυζαντινοί πρέσβεις έλαβαν από αυτόν το έγγραφο της συνθήκης μέσα στην εκκλησία, τον επευφήμησαν κατά το τυπικό τους, δηλαδή στην Ελληνική γλώσσα με αντίφωνα και τον αναγόρευσαν ως βασιλέα (δηλαδή αυτοκράτορα) και imperatorem».
Πίσω από την απλή αυτή περιγραφή κρύβεται το περιεχόμενο μιας περίπλοκης συμφωνίας. Οι Βυζαντινοί θα αναγνώριζαν τον αυτοκρατορικό τίτλο,το nomen imperatoris του Καρόλου, αλλά με ισχύ μόνο μέσα στην επικράτεια του Φραγκικού βασιλείου, ενώ αντίθετα ο τίτλος του Βυζαντινού αυτοκράτορα θα ήταν «Βασιλεύς Ρωμαίων», δηλαδή θα κάλυπτε όλη την οικουμενική ισχύ του αξιώματος, το οποίο, με την έννοια αυτή παρέμενε μοναδικό.
Ο περιορισμός του τίτλου μέσα στη Φραγκική επικράτεια είχε την πολιτική συνέπεια ο Κάρολοs να παραιτηθεί από τυχόν επεκτατικές βλέψεις σε βάρος των Βυζαντινών. Λυδία λίθος του περιορισμού αυτού αναδεικνυόταν η περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας (Βενετία, Ιστρία και Δαλματικές Ακτές), που παρέμεναν Βυζαντινέs κτήσεις, ενώ οριζόταν ως νότιο σύνορο των δύο αυτοκρατοριών στην Ιταλία η παραμεθόριος μεταξύ του δουκάτου του Βενεβέντου και της Βυζαντινής νότιας Ιταλίας.
Οι Βυζαντινοί έμαθαν πολλά από τη μακρά προστριβή τους με τουs Φράγκους. Ο βιογράφος του Καρόλου Εγινάρδος γράφει ότι οι Βυζαντινοί είχαν συντάξει ένα γνωμικό, με το οποίο εξέφραζαν τα αισθήματά τους προς τους κατακτητές της Ευρώπης, το οποίο και παραθέτει στα Ελληνικά μέσα στο Λατινικό του κείμενο:
Τον Φράγκο μπορείς να τον έχεις φίλο, αλλά καλύτερα να μην τον έχεις γείτονα.
ΑΓΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ ΤΩΝ ΡΩΜΑΙΩΝ
Την ημέρα των Χριστουγέννων του έτους 800 μ.Χ. ενώ ο Κάρολος προσευχόταν γονατιστός στο ναό του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, ο Πάπας Λέων Γ΄ τοποθέτησε μια χρυσή κορώνα στο σκυμμένο κεφάλι του βασιλιά στέφοντάς τον Αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Imperator Romanorum). Ο Καρλομάγνος λέγεται πως εξεπλάγη από τη στέψη, δηλώνοντας ότι δεν θα είχε μπει στην εκκλησία αν ήξερε το σχέδιο του Πάπα. Εντούτοις, μερικοί ιστορικοί λένε ότι ο Πάπας δεν θα είχε τολμήσει να ενεργήσει χωρίς την έγκριση του Καρλομάγνου.
Ο Καρλομάγνος δεν έκανε χρήση του τίτλου Imperator Romanorum («Ρωμαίος Αυτοκράτορας», που αποτελούσε τίτλο του Αυτοκράτορα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) αλλά του τίτλου Imperator Romanum gubernans Imperium («Αυτοκράτορας που κυβερνά τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία»). Πιθανώς ο Καρλομάγνος να το θεωρούσε αυτό δείγμα μετριοπάθειας, καθώς επιζητούσε να διασφαλίσει πρώτα τη Βυζαντινή αναγνώρισή του ως Αυτοκράτορα, δηλαδή ως συναυτοκράτορα ή συγκυβερνήτη του Βυζαντινού άρχοντα.
Συνεχίζοντας τις μεταρρυθμίσεις του πατέρα του, ο Καρλομάγνος κατήργησε το βασιζόμενο στο χρυσό σόλιδο νομισματικό σύστημα. Καθιέρωσε νέα μονάδα, τη λίβρα — χρηματική μονάδα και μονάδα βάρους — η οποία άξιζε 20 σολίδους ή 240 δηνάρια.
Ο Καρλομάγνος δεν σταμάτησε ποτέ να μορφώνεται. Έφερε στην Αυλή του στο Άαχεν έναν Άγγλο μοναχό τον Αλκουίνο, και διάφορους άλλους δασκάλους. Στο Άαχεν δημιουργήθηκε σημαντική σχολή και ιστορικοί μιλάνε για την Καρολίγγεια αναγέννηση που συνοδεύεται με τη βασιλεία του Καρλομάγνου.
Έχτισε πλήθος παλατιών (γερμ. Pfalz) σε όλη την επικράτεια του βασιλείου του, όπου διέμενε κατά τις περιοδείες του ανά τη χώρα. Το μεγαλοπρεπέστερο χτίστηκε στο Άαχεν, το οποίο αποτελούσε και την αγαπημένη του πόλη, όπου διέμεινε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Έμαθε να διαβάζει Λατινικά και λίγα Ελληνικά αλλά δεν κατάφερε να μάθει γραφή.
Οργάνωσε την αυτοκρατορία του σε 350 κομητείες, που κάθε μια διοικούνταν από έναν διορισμένο κόμη. Οι Κόμητες υπηρετούσαν όπως οι δικαστές, οι διοικητές, και τα μέλη των εκκλησιαστικών δικαστηρίων. Όταν ο Καρλομάγνος πέθανε στις 28 Ιανουαρίου του 814 μ.Χ., ετάφη στον δικό του καθεδρικό ναό στο Άαχεν.
ΚΑΡΟΛΙΓΓΕΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Στα χρόνια της βασιλείας του Καρλομάγνου αλλά και του διαδόχου του Λουδοβίκου του Ευσεβούς παρατηρείται μια ανάκαμψη των γραμμάτων και των τεχνών που είχαν εκπέσει μετά την κατάρρευση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 476 μ.Χ. με αποτέλεσμα την απομάκρυνση από την αρχαία και Ελληνορωμαϊκή γραμματεία. Η περίοδος αυτή ονομάστηκε -για κάποιους ιστορικούς πιθανώς υπερβολικά- Καρολίγγεια Αναγέννηση.
Την εποχή εκείνη η πνευματική ζωή επηρεαζόταν ως επί το πλείστον από την στάση του εκάστοτε ηγεμόνα και από την πατρωνία που μπορούσαν να παρέχουν οι αρχές στους καλλιτέχνες και λόγιους. Έτσι έχουμε ένα βαθύ χάσμα ανάμεσα στην «επιχορηγούμενη» αυλική κουλτούρα και σε μια πιο ελεύθερη πολιτισμική ζωή.
Θρησκεία Εκπαίδευση
Αρχικός στόχος του Καρλομάγνου ήταν να εξυψώσει το μορφωτικό επίπεδο του λαού του. Ξεκινώντας από τον κλήρο που ήταν και ο φορέας της γνώσης και των τεχνικών μετάδοσης της, στην χριστιανική αυτοκρατορία που επιθυμούσε να έχει προχώρησε στις εξής ανακατατάξεις:
Αντικατέστησε τις μητροπόλεις από τις αρχιεπισκοπές, υπάγοντας όλα τα μοναστήρια της αυτοκρατορίας του στον κανονισμό των Βενεδικτίνων μοναχών και ίδρυσε ενοριακές, επισκοπικές και μοναστικές σχολές για να βελτιώσει την εκπαίδευση των κληρικών. Σε αυτές διέταξε να λειτουργούν σχολεία όπου θα μπορούσαν να μορφωθούν μόνο τα αγόρια και μόνο στην ανάγνωση, μια και πίστευε ότι η γραφή διέφθειρε την νεολαία.
Επανίδρυσε την ανακτορική σχολή εν είδει Ακαδημίας, για την ανώτερη μόρφωση του κλήρου και κάλεσε διάσημους λόγιους της εποχής να διδάξουν στο ανάκτορο του στο Αιξ-λα Σαπέλ (Άαχεν), όπως τους Πέτρο της Πίζας, Παυλίνο της Ακυληίας, τον ιστορικό Παύλο το Διάκονο κ.ά.
Ένας από αυτούς ήταν και ο Αλκουίνος της Υόρκης (732 μ.Χ.-811 μ.Χ.) στον οποίο ανέθεσε την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης. Ο τελευταίος συστηματοποίησε τη Λατινική ορθογραφία και γραμματική και κατήρτισε στην Ανακτορική σχολή έναν απαιτητικό κύκλο σπουδών σε δύο επίπεδα: την τριττύα (trivium που περιελάμβανε τη γραμματική, τη ρητορική και τη διαλεκτική) και την τετρακτύα (quadrivium που περιλαμβάνει τη γεωμετρία, την αριθμητική, την αστρονομία και τη θεωρία της μουσικής).
Επέβαλε, επίσης, μία ενιαία θεία λειτουργία σε όλο το βασίλειο το 786 μ.Χ. βασισμένη στο Γρηγοριανό λειτουργικό, που αντικατέστησε τις αντίστοιχες τοπικές. Παράλληλα καθιέρωσε, μέσα από τα εργαστήρια συγγραφής των μοναστηριών (scriptoria), μια νέα μορφή μικρογράμματης γραφής, κάτι που διευκόλυνε το έργο της αντιγραφής των χειρογράφων.
Τα κείμενα που αντιγράφηκαν εκείνη την εποχή, είναι το πλείστον έργα Λατινικής γραμματείας αλλά και Λατινικές μεταφράσεις Ελληνικών εκκλησιαστικών κειμένων, ενώ εκδόθηκαν και λίγα πρωτότυπα έργα, τα οποία διακοσμούνταν με εξαιρετικής τεχνικής μικρογραφίες.
Έτσι, υπήρξε μία επαναπροσέγγιση της κλασικής και Λατινικής παιδείας και την αναγέννηση της Λατινικής γλώσσας, μέσα από την ευρύτερη χρήση της ως κύριας γλώσσας της αυτοκρατορίας, μόνο όμως για την εκκλησία και την λογιοσύνη, σε μια εποχή που ήδη έχουν αρχίσει να εδραιώνονται τα τοπικά ιδιώματα (δημώδεις γλώσσες) στον λαό. Η διαφορά, όμως της επίσημης γλώσσας από την ομιλούμενη δεν επέτρεψε τη γενικότερη άνοδο του μορφωτικού επιπέδου.
Η αρχαία Ελληνική γραμματεία έγινε ευρύτερα γνωστή αργότερα μέσα από μεταφράσεις από τα Αραβικά στα Λατινικά κειμένων του Αριστοτέλη και του Πλάτωνα, τα οποία είχαν αρχικά μεταφράσει από τα Ελληνικά στα Αραβικά Άραβες λόγιοι.
Τέχνες
Αναγέννηση, όμως, υπήρξε και στις τέχνες. Στην αρχιτεκτονική λόγω της μεγάλης εύνοιας, που έχαιρε πλέον η εκκλησία, παρατηρήθηκε κατασκευαστικός οργασμός (από το 768 μ.Χ. ως το 855 μ.Χ. κτίσθηκαν 27 νέοι καθεδρικοί ναοί και 417 μοναστήρια). Τα κτήρια συνδύαζαν ποικίλες επιρροές, από τις οποίες η πιο εμφανής ήταν η Βυζαντινή.
Στη ζωγραφική, τη μικρογραφία, την επεξεργασία του μετάλλου και του ελεφαντοστού, στην κοσμηματοτεχνία, στην εσωτερική και εξωτερική διακόσμηση, εμφανίστηκαν επιρροές από διάφορα στυλ και τεχνοτροπίες της εποχής, (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Φραγκική κ.ά.) και έτσι διαμορφώθηκε μία τάση από την οποία άντλησε την έμπνευσή της στα επόμενα χρόνια η τέχνη της Δύσης. Στη μουσική τέλος επινοήθηκε η πολυφωνία, που προετοίμασε το έδαφος για τη μεταγενέστερη εξέλιξη της μουσικής.
Μετά τον θάνατο του Καρλομάγνου το 814 μ.Χ. ο γιος του Λουδοβίκος ο Ευσεβής συνέχισε την προσπάθεια του πατέρα του. Οι διάδοχοι όμως του τελευταίου μοιράστηκαν την αυτοκρατορία του, η οποία κατακερματίστηκε σταδιακά και εξέπεσε. Ωστόσο, το πρότυπο της διοικητικής δομής που κατάφερε να επιβάλλει ο Καρλομάγνος στην αυτοκρατορία του, συνέχισε να επηρεάζει στους μετέπειτα αιώνες τα κράτη που δημιουργήθηκαν.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΡΛΟΜΑΓΝΟΥ
(Κάντε κλικ στις φωτογραφίες για μεγέθυνση)