ΧΟ. ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες, ἴτ᾽ εἰς ὄρος, [στρ.]
θίασον ἔνθ᾽ ἔχουσι Κάδμου κόραι·
ἀνοιστρήσατέ νιν
980 ἐπὶ τὸν ἐν γυναικομίμωι στολᾶι
λυσσώδη κατάσκοπον μαινάδων.
μάτηρ πρῶτά νιν λευρᾶς ἀπὸ πέτρας
†ἢ σκόλοπος† ὄψεται
δοκεύοντα, μαινάσιν δ᾽ ἀπύσει·
985 Τίς ὅδ᾽ ὀρειδρόμων μαστὴρ Καδμειᾶν
ἐς ὄρος ἐς ὄρος ἔμολ᾽ ἔμολεν, ὦ βάκχαι;
τίς ἄρα νιν ἔτεκεν;
οὐ γὰρ ἐξ αἵματος
γυναικῶν ἔφυ, λεαίνας δέ τινος
990 ὅδ᾽ ἢ Γοργόνων Λιβυσσᾶν γένος.
ἴτω δίκα φανερός, ἴτω
ξιφηφόρος φονεύου-
σα λαιμῶν διαμπὰξ
995 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
γόνον γηγενῆ·
ὃς ἀδίκωι γνώμαι παρανόμωι τ᾽ ὀργᾶι [ἀντ.]
†περὶ βάκχι᾽ ὄργια ματρός τε σᾶς†
μανείσαι πραπίδι
1000 παρακόπωι τε λήματι στέλλεται,
τἀνίκατον ὡς κρατήσων βίαι.
†γνώμαν σώφρονα θάνατος ἀπροφάσιστος
εἰς τὰ θεῶν ἔφυ
βροτείω τ᾽ ἔχειν ἄλυπος βίος.
1005 τὸ σοφὸν οὐ φθόνω χαίρω θηρεύου-
σα τὰ δ᾽ ἕτερα μεγάλα φανερὰ τῶν ἀεὶ
ἐπὶ τὰ καλὰ βίον,†
ἦμαρ ἐς νύκτα τ᾽ εὐ-
αγοῦντ᾽ εὐσεβεῖν, τὰ δ᾽ ἔξω νόμιμα
1010 δίκας ἐκβαλόντα τιμᾶν θεούς.
ἴτω δίκα φανερός, ἴτω
ξιφηφόρος φονεύου-
σα λαιμῶν διαμπὰξ
1015 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
γόνον γηγενῆ.
φάνηθι ταῦρος ἢ πολύκρανος ἰδεῖν [ἐπῳδ.]
δράκων ἢ πυριφλέγων
ὁρᾶσθαι λέων.
1020 ἴθ᾽, ὦ Βάκχε, θὴρ ἀγρευτᾶι βακχᾶν
προσώπωι γελῶντι περίβαλε βρόχον
θανάσιμον ὑπ᾽ ἀγέλαν πεσόν-
τι τὰν μαινάδων.
***
ΧΟΡΟΣ
Ίτε
γρήγορες σκύλες της Λύσσας,
ίτε
στα όρη,
όπου έχουν τον θίασο οι κόρες του Κάδμου.
Με τον οίστρο κεντρίστε τις,
να οργισθούν με τον λυσσαλέο κατάσκοπο των μαινάδων
980 που φόρεσε στολή γυναίκας.
Η μητέρα του πρώτη
θα τον δει να καραδοκεί
από κάποιο ύψωμα ή βράχο χυτό
και θα φωνάξει στις μαινάδες:
Ποιός κυνηγός των Καδμείων μαινάδων
985 που πλανώνται στα βουνά
στα όρη στα όρη
ανέβηκε ανέβηκε, βάκχες;
Άραγε τί να τον γέννησε;
Από αίμα γυναίκας αυτός δεν βλάστησε.
Από κάποια λέαινα κρατά η γενιά του
990 ή από τις Γοργόνες της Λιβύης.
Να έλθει η Δίκη, να φανεί,
να έλθει κρατώντας το ξίφος,
να του κόψει το λαιμό πέρα πέρα,
να σκοτώσει
995 τον άθεο, άνομο, άδικο
γιο του Εχίονος,
το γένος της γης·
που με άδικη γνώμη και άνομο ζήλο
έρχεται, Βάκχε, να χλευάσει τα δικά σου όργια και της μητρός σου,
1000 με σκέψη μαινόμενη και κίβδηλο πνεύμα,
που ζητάει με την βία να νικήσει το ανίκητο.
Τη σωφροσύνη τη διδάσκει ο θάνατος.
Να δέχεσαι πρόθυμα τους θεούς
και να φέρεσαι ως θνητός
είναι βίος χωρίς λύπη.
1005 Δεν ζηλεύω τη σοφία.
Χαίρομαι να κυνηγώ εκείνα τα άλλα,
τα μεγάλα, τα φανερά.
Ας γινόταν να ζούσα για τα ωραία,
ευλαβική και αγνή μέρα νύχτα,
να αρνηθώ δοξασίες που είναι έξω από το δίκιο
1010 και να τιμώ τους θεούς.
Να έλθει η Δίκη, να φανεί,
να έλθει κρατώντας το ξίφος,
να του κόψει το λαιμό πέρα πέρα,
να σκοτώσει
1015 τον άθεο, άνομο, άδικο
γιο του Εχίονος,
το γένος της γης.
Φανερώσου ως ταύρος,
ως πολυκέφαλος δράκων,
ως λέων πυρίπνοος.
1020 Ελθέ, ω Βάκχε,
με γελαστό πρόσωπο
πέρασε το βρόχο στον κυνηγό των βακχών,
όταν θα πέφτει απάνω του η αγέλη των μαινάδων
θανατηφόρος.
θίασον ἔνθ᾽ ἔχουσι Κάδμου κόραι·
ἀνοιστρήσατέ νιν
980 ἐπὶ τὸν ἐν γυναικομίμωι στολᾶι
λυσσώδη κατάσκοπον μαινάδων.
μάτηρ πρῶτά νιν λευρᾶς ἀπὸ πέτρας
†ἢ σκόλοπος† ὄψεται
δοκεύοντα, μαινάσιν δ᾽ ἀπύσει·
985 Τίς ὅδ᾽ ὀρειδρόμων μαστὴρ Καδμειᾶν
ἐς ὄρος ἐς ὄρος ἔμολ᾽ ἔμολεν, ὦ βάκχαι;
τίς ἄρα νιν ἔτεκεν;
οὐ γὰρ ἐξ αἵματος
γυναικῶν ἔφυ, λεαίνας δέ τινος
990 ὅδ᾽ ἢ Γοργόνων Λιβυσσᾶν γένος.
ἴτω δίκα φανερός, ἴτω
ξιφηφόρος φονεύου-
σα λαιμῶν διαμπὰξ
995 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
γόνον γηγενῆ·
ὃς ἀδίκωι γνώμαι παρανόμωι τ᾽ ὀργᾶι [ἀντ.]
†περὶ βάκχι᾽ ὄργια ματρός τε σᾶς†
μανείσαι πραπίδι
1000 παρακόπωι τε λήματι στέλλεται,
τἀνίκατον ὡς κρατήσων βίαι.
†γνώμαν σώφρονα θάνατος ἀπροφάσιστος
εἰς τὰ θεῶν ἔφυ
βροτείω τ᾽ ἔχειν ἄλυπος βίος.
1005 τὸ σοφὸν οὐ φθόνω χαίρω θηρεύου-
σα τὰ δ᾽ ἕτερα μεγάλα φανερὰ τῶν ἀεὶ
ἐπὶ τὰ καλὰ βίον,†
ἦμαρ ἐς νύκτα τ᾽ εὐ-
αγοῦντ᾽ εὐσεβεῖν, τὰ δ᾽ ἔξω νόμιμα
1010 δίκας ἐκβαλόντα τιμᾶν θεούς.
ἴτω δίκα φανερός, ἴτω
ξιφηφόρος φονεύου-
σα λαιμῶν διαμπὰξ
1015 τὸν ἄθεον ἄνομον ἄδικον Ἐχίονος
γόνον γηγενῆ.
φάνηθι ταῦρος ἢ πολύκρανος ἰδεῖν [ἐπῳδ.]
δράκων ἢ πυριφλέγων
ὁρᾶσθαι λέων.
1020 ἴθ᾽, ὦ Βάκχε, θὴρ ἀγρευτᾶι βακχᾶν
προσώπωι γελῶντι περίβαλε βρόχον
θανάσιμον ὑπ᾽ ἀγέλαν πεσόν-
τι τὰν μαινάδων.
***
ΧΟΡΟΣ
Ίτε
γρήγορες σκύλες της Λύσσας,
ίτε
στα όρη,
όπου έχουν τον θίασο οι κόρες του Κάδμου.
Με τον οίστρο κεντρίστε τις,
να οργισθούν με τον λυσσαλέο κατάσκοπο των μαινάδων
980 που φόρεσε στολή γυναίκας.
Η μητέρα του πρώτη
θα τον δει να καραδοκεί
από κάποιο ύψωμα ή βράχο χυτό
και θα φωνάξει στις μαινάδες:
Ποιός κυνηγός των Καδμείων μαινάδων
985 που πλανώνται στα βουνά
στα όρη στα όρη
ανέβηκε ανέβηκε, βάκχες;
Άραγε τί να τον γέννησε;
Από αίμα γυναίκας αυτός δεν βλάστησε.
Από κάποια λέαινα κρατά η γενιά του
990 ή από τις Γοργόνες της Λιβύης.
Να έλθει η Δίκη, να φανεί,
να έλθει κρατώντας το ξίφος,
να του κόψει το λαιμό πέρα πέρα,
να σκοτώσει
995 τον άθεο, άνομο, άδικο
γιο του Εχίονος,
το γένος της γης·
που με άδικη γνώμη και άνομο ζήλο
έρχεται, Βάκχε, να χλευάσει τα δικά σου όργια και της μητρός σου,
1000 με σκέψη μαινόμενη και κίβδηλο πνεύμα,
που ζητάει με την βία να νικήσει το ανίκητο.
Τη σωφροσύνη τη διδάσκει ο θάνατος.
Να δέχεσαι πρόθυμα τους θεούς
και να φέρεσαι ως θνητός
είναι βίος χωρίς λύπη.
1005 Δεν ζηλεύω τη σοφία.
Χαίρομαι να κυνηγώ εκείνα τα άλλα,
τα μεγάλα, τα φανερά.
Ας γινόταν να ζούσα για τα ωραία,
ευλαβική και αγνή μέρα νύχτα,
να αρνηθώ δοξασίες που είναι έξω από το δίκιο
1010 και να τιμώ τους θεούς.
Να έλθει η Δίκη, να φανεί,
να έλθει κρατώντας το ξίφος,
να του κόψει το λαιμό πέρα πέρα,
να σκοτώσει
1015 τον άθεο, άνομο, άδικο
γιο του Εχίονος,
το γένος της γης.
Φανερώσου ως ταύρος,
ως πολυκέφαλος δράκων,
ως λέων πυρίπνοος.
1020 Ελθέ, ω Βάκχε,
με γελαστό πρόσωπο
πέρασε το βρόχο στον κυνηγό των βακχών,
όταν θα πέφτει απάνω του η αγέλη των μαινάδων
θανατηφόρος.