Ο Αριστοτέλης, μετά την απόρριψη της πλατωνικής εκδοχής του αγαθού, έρχεται και πάλι αντιμέτωπος με το ερώτημα: «Ας ξαναγυρίσουμε λοιπόν, άλλη μια φορά, στο αγαθό που αποτελεί το αντικείμενο της έρευνάς μας: Ποια μπορεί άραγε να είναι η ουσία του;» (1097a 7, 18-19).
Το πρώτο πράγμα που ξεκαθαρίζεται είναι ότι πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη η διαφορετικότητα των τομέων της ανθρώπινης δράσης, ώστε να γίνει κατανοητό ότι αντιστοίχως θα διαφοροποιείται και το αγαθό που επιδιώκεται: «Ασφαλώς το αγαθό είναι άλλο στη μια και άλλο σε άλλη πράξη, άλλο στη μια κι άλλο σε άλλη τέχνη: άλλο στην ιατρική και άλλο στη στρατηγική τέχνη· παρόμοια και στις άλλες τέχνες. Ποιο είναι λοιπόν το αγαθό στην περίπτωση της καθεμιάς τους;» (1097a 7, 19-21).
Σε τελική ανάλυση το αγαθό δεν μπορεί παρά να σχετίζεται με τους στόχους του εκάστοτε τομέα που διερευνάται. Άλλους στόχους έχει η ιατρική, άλλους η στρατηγική. Βρισκόμαστε ξανά μπροστά στην αριστοτελική τελεολογία, που θέτει τα πάντα στην υπηρεσία ενός σκοπού. Η επίτευξη του σκοπού είναι η ολοκλήρωση, το τέλος, κάθε πράγματος: «Στην ιατρική αυτό είναι η υγεία, στη στρατηγική η νίκη, στην οικοδομική το σπίτι, σε μιαν άλλη τέχνη κάτι άλλο· σε κάθε πράξη, σε κάθε διαδικασία επιλογής και προτίμησης αγαθό είναι το τέλος· για χάρη του όλοι οι άνθρωποι κάνουν ό,τι άλλο κάνουν». (1097a 7, 22-26).
Και προτίθεται να γίνει κατατοπιστικότερος: «Αν λοιπόν υπάρχει ένα τέλος για όλες τις πράξεις των ανθρώπων, αυτό θα είναι το αγαθό που οι άνθρωποι μπορούν να αποκτήσουν με τις πράξεις τους, και αν υπάρχουν περισσότερα από ένα, αυτά θα είναι τα αγαθά που μπορούν να αποκτήσουν με τις πράξεις τους οι άνθρωποι». (1097a 7, 26-28). Η μοναδικότητα του απόλυτου αγαθού-Ιδέα, όπως ορίστηκε από τον Πλάτωνα, είναι αδύνατο να επαληθευτεί από την πράξη.
Ο Αριστοτέλης ανοίγοντας το δικό του δρόμο για τη διερεύνηση του θέματος τοποθετεί τα δεδομένα σε νέες βάσεις συνυπολογίζοντας όλες τις παραμέτρους, δηλαδή όλα τα τέλη της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Αφού είναι προφανές ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα τέλη, και ότι μερικά από αυτά (τον πλούτο π.χ., τους αυλούς και γενικά τα όργανα) τα επιλέγουμε για χάρη κάποιου άλλου τέλους, είναι φανερό ότι όλα τους δεν είναι τελικά τέλη· το ύψιστο όμως αγαθό είναι φανερό ότι είναι ένα τελικό τέλος». (1097a 7, 31-34). Το συμπέρασμα έρχεται αβίαστα: «Αν ένα μόνο από τα τέλη είναι τελικό, αυτό θα είναι το αγαθό που αναζητούμε· αν, πάλι είναι περισσότερα από ένα, τότε το αγαθό που αναζητούμε θα είναι το πιο τελικό από αυτά». (1097a 7, 34-36).
Με άλλα λόγια, εφόσον η εκπλήρωση του σκοπού κάθε ενέργειας αποτελεί το αγαθό γι’ αυτήν, είναι επόμενο ότι υπάρχουν πολλά αγαθά ανάλογα με τη φύση κάθε ενέργειας. Αν, όμως, κάποιος θελήσει να βρει το σπουδαιότερο αγαθό, που εμπεριέχει όλα τα άλλα, δε μένει παρά να βρει τον τελικό σκοπό (τελικό τέλος) που εξυπηρετούν όλοι οι επιμέρους στόχοι (τέλη).
Για τον Αριστοτέλη δεν θα μπορούσε να υπάρξει άλλος τέτοιος ολικός σκοπός από την ανθρώπινη ευτυχία: «Ένα τέτοιο αγαθό είναι κατά τη γνώμη όλων ανεξαίρετα η ευδαιμονία, γιατί αυτήν την επιλέγουμε πάντοτε γι’ αυτό που είναι η ίδια και ποτέ για χάρη κάποιου άλλου αγαθού, ενώ την τιμή, την ηδονή, τη διανοητική δραστηριότητα και γενικά κάθε αρετή τις επιλέγουμε, βέβαια, και γι’ αυτό που είναι (γιατί, ακόμη και αν δεν προέκυπτε κανένα άλλο όφελος από αυτές, εμείς θα τις επιλέγαμε), τις επιλέγουμε όμως και για χάρη της ευδαιμονίας, επειδή θεωρούμε ότι μέσω αυτών θα γίνουμε ευδαίμονες». (1097b 7, 1-6).
Η ανάδειξη της ευτυχίας σε ύψιστο αγαθό είναι η πεποίθηση ότι η φιλοσοφία οφείλει να κινηθεί στα ανθρώπινα μέτρα. Ο ορισμός ενός αγαθού-Ιδέα, που δεν ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια, δεν αφορά τον άνθρωπο, αφού δεν του δίνει το στίγμα της συμμετοχής. Η φιλοσοφία, ως αποκλειστικό γέννημα του ανθρώπου, νοηματοδοτείται μόνο όταν εξυπηρετεί τις ανθρώπινες ανάγκες. Από αυτή την άποψη, μέριμνά της δεν είναι η αναζήτηση ενός υπερβατικό-θεϊκού αγαθού, αλλά του ανθρώπινου αγαθού. Μιλώντας με αριστοτελικούς όρους θα λέγαμε ότι και η φιλοσοφία έχει το δικό της τέλος, το οποίο είναι αλληλένδετο με τον άνθρωπο. Σχετίζεται, δηλαδή, με τη ζωή και την καθημερινότητά του. Η φιλοσοφία που δεν εκφράζεται με γήινους όρους δεν είναι φιλοσοφία.
Κι αφού όλα τοποθετούνται σε ανθρώπινες βάσεις, η ευτυχία δεν μπορεί να πραγματωθεί χωρίς τη συνάρτηση της αυτάρκειας: «Στο ίδιο αποτέλεσμα μας οδηγεί και η έννοια της αυτάρκειας· γιατί κατά την κοινή αντίληψη το τελικό αγαθό είναι αύταρκες. Με το “αύταρκες” όμως δεν εννοούμε κάτι που είναι αρκετό μόνο για το ίδιο το άτομο, για κάποιον δηλαδή που ζει μοναχική ζωή, αλλά και για τους γονείς του, τα παιδιά του, τη γυναίκα του και, γενικά, για τους φίλους και συμπολίτες του, δεδομένου ότι ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τη φύση να ζει σε πόλη». (1097b 7, 8-13).
Το ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση προορισμένος να ζει σε πόλη έχει αποδειχθεί από τον Αριστοτέλη στα «Πολιτικά», αφού η ίδια η δυνατότητα του λόγου (και ως ομιλία και ως λογική) τον καθιστά ικανό να συλλάβει τις λεπτές έννοιες της ηθικής αρετής και του δικαίου, που επί της ουσίας συγκροτούν τη συνύπαρξη. Όμως, και πέρα απ’ αυτό, αποδεχόμενος ότι ο τελικός προορισμός για τον άνθρωπο είναι η ευτυχία, καθιστά σαφές ότι μόνο μέσα στην πόλη μπορεί να επιτευχθεί αυτό, καθώς η ευτυχία του ανθρώπου αφορά την εκπλήρωση όλων των αναγκών του.
Κι εδώ ερχόμαστε και πάλι στην αυτάρκεια, η οποία δεν αφορά μόνο τα απαραίτητα υλικά αγαθά (ούτε βέβαια και τα παραβλέπει), αλλά εμπεριέχει όλες τις προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν στον άνθρωπο τη γαλήνη. Γι’ αυτό η ιδανική πόλη πρέπει να έχει γύρω της εύφορα εδάφη (εξασφάλιση υλικών αγαθών), ισχυρό στρατό και στρατηγική θέση για την άμυνά της (αίσθημα ασφάλειας), οργανωμένη παιδεία (εκπλήρωση πνευματικών αναγκών), σωστή διοίκηση κι ευνομία (διασφάλιση δικαίου και ατομικών δικαιωμάτων). Αν δεν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, η αυτάρκεια δεν υφίσταται κι αυτό καθιστά την πόλη ανίσχυρη κι ευάλωτη, πράγμα επίφοβο για την ευτυχία των πολιτών.
Αλλά και σε επίπεδο καθαρά εννοιολογικό ο συσχετισμός της αυτάρκειας με την ευδαιμονία είναι αναπόδραστος: «για “αύταρκες”, πάντως, μιλούμε, όταν ο λόγος μας είναι για κάτι που και μόνο του κάνει τη ζωή επιθυμητή και δίχως καμιά απολύτως έλλειψη. Τέτοια πιστεύουμε ότι είναι η ευδαιμονία». (1097b 7, 17-19). Για να συμπεράνει: «Γίνεται λοιπόν έτσι φανερό ότι η ευδαιμονία είναι ένα τελικό αγαθό, κάτι που και από μόνο του είναι αρκετό για τον άνθρωπο: είναι το τέλος των πράξεών μας». (1097b 7, 24-25).
Το ζήτημα όμως δεν μπορεί να σταματήσει εδώ: «Ίσως όμως το να λέμε ότι το υπέρτατο αγαθό φέρει το όνομα ευδαιμονία, είναι – ολοφάνερα – κάτι το αυτονόητο, κάτι στο οποίο βρίσκονται σύμφωνοι όλοι· μια πιο ξεκάθαρη, ωστόσο, απάντηση στο ερώτημα “Ποια είναι η ουσία του υπέρτατου αγαθού;”, εξακολουθεί να είναι επιθυμητή». (1097b 7, 26-28).
Με άλλα λόγια, δε φτάνει να ορίσει κανείς την ευτυχία ως νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης. Οφείλει να ξεκαθαρίσει τι ακριβώς ορίζεται ως ευτυχία (και κατ’ επέκταση πώς επιτυγχάνεται): «Αυτό θα πετυχαινόταν ίσως, αν πρώτα προσδιοριζόταν το έργο του ανθρώπου. Όπως δηλαδή στην περίπτωση του αυλητή, του γλύπτη, του κάθε τεχνίτη, γενικά σε κάθε περίπτωση που υπάρχει κάποιο έργο και κάποια πράξη, το αγαθό και το τέλειο ενυπάρχει, κατά την αντίληψη όλων, σ’ αυτό το έργο, το ίδιο θα πρέπει να γίνει αποδεκτό και για τον άνθρωπο, αν φυσικά είναι αλήθεια ότι έχει και ο άνθρωπος το δικό του έργο». (1097b 7, 28-33).
Για τον Αριστοτέλη είναι αδιανόητο να αρνηθεί κανείς ότι και ο άνθρωπος έχει να επιτελέσει το δικό του έργο ή, για να το πούμε αλλιώς, δε θα μπορούσε να στερείται τελεολογικής αποστολής: «Αλήθεια τι θα πούμε; Πως ο μαραγκός και ο τσαγκάρης έχουν κάποιο δικό τους έργο και κάποιες δικές τους πράξεις, αυτό όμως δεν ισχύει για τον άνθρωπο, και ότι η φύση τον έκανε ένα ον δίχως έργο; Ή μήπως θα πούμε ότι, όπως το μάτι, το χέρι, το πόδι και γενικά κάθε μέλος του σώματος έχει – ολοφάνερα – κάποιο δικό του έργο, έτσι και ο άνθρωπος έχει, πέρα από όλα αυτά, κάποιο δικό του έργο;» (1097b 7, 33-38).
Αυτό που μένει είναι να διερευνηθεί ποιο ακριβώς είναι το έργο του ανθρώπου: «Φυσικά όχι η ζωή, αφού είναι φανερό ότι αυτή αποτελεί κοινό γνώρισμα του ανθρώπου και των φυτών – και εμείς ζητούμε να βρούμε αυτό που προσιδιάζει μόνο στον άνθρωπο. Πρέπει, επομένως, να αποκλεισθεί η θρεπτική και αυξητική ζωή». (1097b 7, 39-40, 1098a 7, 1-2).
Ο περιορισμός της ανθρώπινης ύπαρξης αποκλειστικά στο ζην είναι προφανής υποβάθμιση που αρμόζει περισσότερο στα φυτά – και τα ζώα. Αυτό που ασφαλώς προέχει για τον άνθρωπο είναι το ευ ζην, το οποίο όμως είναι επίσης αδύνατο να προσδιοριστεί με αποκλειστικό γνώμονα την ικανοποίηση των αισθήσεων: «Αμέσως μετά θα ερχόταν αυτή που θα τη λέγαμε “αισθητική” ζωή, είναι όμως φανερό ότι και αυτή αποτελεί κοινό γνώρισμα του ανθρώπου, του αλόγου, του βοδιού και γενικά του κάθε ζώου». (1098a 7, 2-3).
Και η «αισθητική» ζωή απορρίπτεται ως κάτι ζωώδες: «Μένει λοιπόν αυτή που θα τη λέγαμε “πρακτική”, αυτή δηλαδή που εκδηλώνεται ως ενέργεια του λογικού μέρους του ανθρώπου». (1098a 7, 3-4). Η λογική δε θα αποτελούσε να μη συμπεριληφθεί στα βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του ανθρώπινου έργου, αφού αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα. Από τη στιγμή που διερευνάται η αποστολή που αρμόζει στον άνθρωπο – και μόνο σ’ αυτόν – είναι φανερό ότι τα κριτήρια πρέπει να αφορούν αποκλειστικά τα δικά του μέτρα. Όμως, η προτεραιότητα της λογικής, για τον Αριστοτέλη, οδηγεί σε μια διπλή εκδοχή: «Αυτό όμως πρέπει να εκληφθεί με διπλό νόημα: αφενός με το νόημα ότι υπακούει στο λόγο και αφετέρου με το νόημα ότι είναι κάτοχος του λόγου και λειτουργεί νοητικά». (1098a 7, 4-6).
Κι όχι μόνο αυτό: «Αφού λοιπόν και αυτή η ζωή εκλαμβάνεται με διπλό νόημα, πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό που εμείς εννοούμε είναι η ζωή ως ενέργεια· γιατί αυτό είναι, κατά την κοινή παραδοχή, το κυριότερο νόημα της λέξης “ζωή”». (1098a 7, 7-8). Το ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι κάτοχος του λόγου δεν αρκεί από μόνο του. Πρέπει να πράττει και αναλόγως (λειτουργεί νοητικά). Με άλλα λόγια, πρέπει να λειτουργεί με γνώμονα τη λογική, να μην υπερβαίνει, δηλαδή, το λογικό μέτρο. Από αυτή την άποψη πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή ενέργεια (δράση) τόσο για να υπηρετήσει τη λογική, που τίθεται ως ανθρώπινη αποστολή, όσο και γιατί αυτό επιβάλλει η ίδια η έννοια της ζωής, καθώς η αδράνεια (και μιλάμε για τη διαρκή αδράνεια της παθητικότητας κι όχι για τις στιγμές της χαλάρωσης) αντίκειται σ’ αυτό που ονομάζουμε ζωτικότητα.
Η λογική, ως κυρίαρχο ανθρώπινο γνώρισμα, πρέπει να κινητοποιεί τη δράση προς την κατεύθυνση της αρετής. Η ηθική αρετή έχει άμεση σχέση με τη λογική, καθώς αποτελεί επίσης ειδοποιό διαφορά του ανθρώπου από τα ζώα. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο άνθρωπος είναι σε θέση να οργανώσει κοινωνίες. Η λογική του επιτρέπει να κατανοεί την ηθική αρετή και η ηθική αρετή του δίνει τη δυνατότητα της συνύπαρξης. (Η ηθική αρετή στη ζούγκλα είναι απολύτως άχρηστη). Η πόλη είναι ο μόνος δρόμος για την αυτάρκεια, δηλαδή για την ευδαιμονία. Κι αν ο άνθρωπος θέλει να ζήσει ευτυχισμένος (να εκπληρώσει δηλαδή το σκοπό της ζωής του) οφείλει να ενεργήσει προς αυτή την κατεύθυνση.
Από αυτή την άποψη, η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής, αφού μόνο έτσι μπορεί να κατακτηθεί. Κι αυτό απαιτεί ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής που συμβαδίζει με την ηθική αρετή. Αν ο άνθρωπος δεν κατακτήσει την ηθική αρετή, είναι καταδικασμένος στη δυστυχία: «αν έτσι έχει το πράγμα και αν έργο του ανθρώπου θεωρούμε έναν ορισμένο τρόπο ζωής, που το περιεχόμενό του είναι ενέργεια και πράξεις της ψυχής βασισμένες στο λόγο, και έργο του εξαίρετου ανθρώπου θεωρούμε ότι είναι το να κάνει τα πράγματα αυτά τέλεια και ωραία». (1098a14-17).
Κι αν αυτό δεν είναι αρκετό, ο Αριστοτέλης προτίθεται να επαναδιατυπώσει το συμπέρασμά του: «Αν λοιπόν έτσι έχουν τα πράγματα, το ύψιστο, τότε, για τον άνθρωπο αγαθό καταντάει να είναι ενέργεια της ψυχής σύμφωνη με την αρετή, κι αν υπάρχουν περισσότερες αρετές, τότε σύμφωνη με την καλύτερη και πιο τέλεια από αυτές». (1098a 7, 18-20).
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια