101. ΑΓΑΛΜΑΤΟΠΩΛΗΣ [101.1] Ἑρμῆν τις ξύλινον κατασκευάσας καὶ προσενεγκὼν εἰς ἀγορὰν ἐπώλει. μηδενὸς δὲ ὠνητοῦ προσιόντος ἐκκαλέσασθαί τινας βουλόμενος ἐβόα, ὡς ἀγαθοποιὸν δαίμονα καὶ κέρδους τηρητικὸν πιπράσκει. τῶν δὲ παρατυχόντων τινὸς εἰπόντος πρὸς αὐτόν· «ὦ οὗτος, καὶ τί τοῦτον τοιοῦτον ὄντα πωλεῖς, δέον τῶν παρ᾽ αὐτοῦ ὠφελειῶν ἀπολαύειν;» ἀπεκρίνατο· «ὅτι ἐγὼ μὲν ταχείας ὠφελείας τινὸς ἐπιδέομαι, αὐτὸς δὲ βραδέως εἴωθε τὰ κέρδη περιποιεῖν».
πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ καὶ τῶν θεῶν περιφρονοῦντα.
102. ΖΕΥΣ, ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, ΑΘΗΝΑ, ΜΩΜΟΣ
[102.1] Ζεὺς καὶ Προμηθεὺς καὶ Ἀθηνᾶ κατασκευάσαντες ὁ μὲν ταῦρον, Προμηθεὺς δὲ ἄνθρωπον, ἡ δὲ οἶκον Μῶμον κριτὴν εἵλοντο. ὁ δὲ φθονήσας τοῖς δημιουργήμασιν ἀρξάμενος ἔλεγε τὸν μὲν Δία ἡμαρτηκέναι τοῦ ταύρου τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῖς κέρασι μὴ θέντα, ἵνα βλέπῃ, ποῦ τύπτει, τὸν δὲ Προμηθέα, διότι τοῦ ἀνθρώπου τὰς φρένας οὐκ ἔξωθεν ἀπεκρέμασεν, ἵνα μὴ λανθάνωσιν οἱ πονηροί, φανερὸν δὲ ᾖ, τί ἕκαστος κατὰ νοῦν ἔχει. τρίτον δὲ ἔλεγεν, ὡς ἔδει τὴν Ἀθηνᾶν τῷ οἴκῳ τροχοὺς ὑποθεῖναι, ἵνα, ἐὰν πονηρῷ τις παροικισθῇ γείτονι, ῥᾳδίως μεταβαίνῃ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτοῦ ἐπὶ τῇ βασκανίᾳ τοῦ Ὀλύμπου αὐτὸν ἐξέβαλεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐδὲν οὕτως ἐστὶν ἐνάρετον, ὃ μὴ πάντως περί τι ψόγον ἐπιδέχεται.
103. ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΙΣ
[103.1] Ζεὺς βουλόμενος βασιλέα ὀρνέων καταστῆσαι προθεσμίαν αὐτοῖς ἔταξεν, ἐν ᾗ παραγενήσονται. κολοιὸς δὲ συνειδὼς ἑαυτῷ δυσμορφίαν περιιὼν τὰ ἀποπίπτοντα τῶν ὀρνέων πτερὰ ἀνελάμβανε καὶ ἑαυτῷ περιῆπτεν. ὡς δὲ ἐνέστη ἡ ἡμέρα, ποικίλος γενόμενος ἧκε πρὸς τὸν Δία. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ διὰ τὴν εὐπρέπειαν βασιλέα αὐτὸν χειροτονεῖν τὰ ὄρνεα ἀγανακτήσαντα περιέστη καὶ ἕκαστον τὸ ἴδιον πτερὸν ἀφείλετο. οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ἀπογυμνωθέντι πάλιν κολοιὸν γενέσθαι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ χρεωφειλέται μέχρι μὲν τὰ ἀλλότρια ἔχουσι χρήματα, δοκοῦσί τινες εἶναι, ἐπειδὰν δὲ αὐτὰ ἀποδώσωσιν, ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς ἦσαν εὑρίσκονται.
104. ΕΡΜΗΣ ΚΑΙ ΓΗ
[104.1] Ζεὺς πλάσας ἄνδρα καὶ γυναῖκα ἐκέλευσεν Ἑρμῇ ἀγαγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ δεῖξαι, ὅθεν ὀρύξαντες †σπήλαιον ποιήσουσιν. τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος ἡ Γῆ τὸ μὲν πρῶτον ἐκώλυεν. ὡς δὲ Ἑρμῆς ἠνάγκαζε λέγων τὸν Δία προστεταχέναι, ἔφη· «ἀλλ᾽ ὀρυσσέττωσαν ὅσον βούλονται· στένοντες γὰρ αὐτὴν καὶ κλαίοντες ἀποδώσουσιν».
πρὸς τοὺς ῥᾳδίως μὲν δανειζομένους, μετὰ λύπης δὲ ἀποδιδόντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
105. ΕΡΜΗΣ
[105.1] Ζεὺς Ἑρμῇ προσέταξε πᾶσι τοῖς τεχνίταις ψεύδους φάρμακον χέαι. ὁ δὲ τοῦτο τρίψας καὶ μέτρον ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεεν. ἐπεὶ δὲ μόνου τοῦ σκυτέως ὑπολειφθέντος πολὺ φάρμακον κατελείπετο, λαβὼν ὅλην τὴν θυίαν κατ᾽ αὐτοῦ κατέχεεν. ἐκ τούτου συνέβη τοὺς τεχνίτας πάντας ψεύδεσθαι, μάλιστα δὲ πάντων τοὺς σκυτέας.
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
***
101. Ο έμπορος των αγαλμάτων.
[101.1] Ήταν ένας μάστορας που κατασκεύασε ένα ξύλινο ξόανο του Ερμή και το έφερε στην αγορά για να το πουλήσει. Έλα όμως που δεν τον πλησίαζε κανένας πελάτης. Έτσι, θέλοντας να προσελκύσει αγοραστές, ο ανθρωπάκος βάλθηκε να φωνάζει ότι έχει για πούλημα έναν θεό ευεργετικό και φύλακα καλό του κέρδους. Τότε κάποιος από τους περαστικούς τον πείραξε: «Καλά ρε εξυπνάκια, αν είναι τόσο καλός ο θεός σου, γιατί θες να τον πουλήσεις; Δεν τον κρατάς καλύτερα για σένα, να καρπωθείς εσύ ο ίδιος τα οφέλη του;». Σε αυτά ο μάστορας αποκρίθηκε: «Ξέρεις, εγώ έχω επείγουσα ανάγκη από όφελος τώρα σύντομα, ενώ αυτός εδώ κατά κανόνα χαρίζει τα κέρδη εν ευθέτω χρόνω».
Ο μύθος χρησιμοποιείται για άνθρωπο αισχροκερδή που καταφρονεί τα θεία.
102. Ο Δίας, ο Προμηθέας, η Αθηνά και ο Μώμος.
[102.1] Μια φορά βάλθηκαν να συναγωνιστούν στη δημιουργία ο Δίας, ο Προμηθέας και η Αθηνά. Ο πρώτος, που λέτε, έπλασε ταύρο, ο δεύτερος άνθρωπο και η Αθηνά έφτιαξε ένα σπίτι. Ύστερα διάλεξαν για κριτή του αγώνα τον Μώμο. Αυτός όμως στραβοκοίταξε τα δημιουργήματα με κακία και άρχισε να τους βρίσκει ψεγάδια. Για τον Δία δήλωσε πως έκανε μεγάλο λάθος που δεν τοποθέτησε τα μάτια του ταύρου πάνω στα κέρατά του, για να βλέπει το ζώο πού χτυπάει. Τον Προμηθέα, πάλι, τον μέμφθηκε που δεν κρέμασε την ψυχή του ανθρώπου απέξω από το σώμα του, έτσι ώστε να μη μπορούν οι αχρείοι να ξεγελούν τον κόσμο — θα έπρεπε, διάτανε, να είναι προφανές τί κουβαλάει μέσα στο μυαλό του ο καθένας. Τέλος, για να τριτώσει το κακό, ο βρομόστομος ισχυρίστηκε πως η Αθηνά έπρεπε να έχει εφοδιάσει το σπίτι με ρόδες από κάτω, ώστε αν κανείς βρεθεί να γειτονεύει με κανένα στραβόξυλο, να μπορεί εύκολα να αλλάξει μέρος. Τότε πια ο Δίας αγανάκτησε με την τόση κακοήθεια του Μώμου και τον πέταξε έξω από τον Όλυμπο.
Το δίδαγμα του μύθου: Τίποτε δεν είναι τόσο άρτιο που να μην είναι δυνατόν να του βρεις ψεγάδι από κάποιαν άποψη.
103. Η καλιακούδα και τα πουλιά.
[103.1] Μια φορά ο Δίας αποφάσισε να επιβάλει βασιλέα στα πουλιά. Τους όρισε λοιπόν προθεσμία για να παρουσιαστούν μπροστά του οι υποψήφιοι. Η καλιακούδα, που λέτε, είχε συνείδηση του πόσο άσχημη ήταν. Γι᾽ αυτό βάλθηκε να τριγυρνάει γύρω-γύρω και να μαζεύει τα φτερά που έπεφταν χάμω από τα διάφορα πτηνά, έτσι ώστε να τα προσκολλήσει πάνω της. Αποτέλεσμα: όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα, η καλιακούδα είχε πια σκεπαστεί ολόκληρη με πολύχρωμα φτερώματα και έτσι παρουσιάστηκε στον Δία. Εκείνος, εντυπωσιασμένος από τόση ομορφιά, ήταν έτοιμος να την επιλέξει για βασιλιά. Πάνω στην ώρα, ωστόσο, τα άλλα πετούμενα, που είχαν αγανακτήσει με αυτήν την απάτη, μαζεύτηκαν γύρω από την καλιακούδα και το καθένα τους τράβηξε και πήρε από πάνω της το δικό του φτερό. Με αυτόν τον τρόπο την ξεγύμνωσαν, και φάνηκε πάλι αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια καλιακούδα και τίποτε άλλο.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι χρεοφειλέτες, όσο έχουν τα λεφτά των άλλων, νομίζουν πως είναι σπουδαίοι και τρανοί. Όταν όμως χρειαστεί να τα δώσουν πίσω, φανερώνεται πια καθαρά αυτό που ήσαν εξαρχής.
104. Ο Ερμής και η Γη.
[104.1] Όταν ο Δίας έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα, έδωσε εντολή στον Ερμή να τους οδηγήσει κάτω στη γη και να τους υποδείξει πού να σκάψουν και να φτιάξουν σπηλιά για να μείνουν. Ο Ερμής πήγε ευθύς να εκτελέσει τις εντολές· έλα όμως που η Γη τού έφερνε εμπόδια στην αρχή. Τελικά ο θεός την εξανάγκασε να δεχτεί, λέγοντάς της πως ήταν διαταγή του Δία. Εκείνη πάντως παρατήρησε: «Βρε δεν πα να σκάβουν όσο θέλουν! Όλο το χώμα που θα ανασκάψουν, θα δεις που θα μου το γυρίσουν πίσω με κλάματα και στεναγμούς».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για εκείνους που παίρνουν εύκολα δάνειο αλλά το ξεπληρώνουν με μεγάλη στενοχώρια.
105. Ο Ερμής.
[105.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Δίας έδωσε διαταγή στον Ερμή να περιχύσει όλους τους μαστόρους με το φάρμακο της ψευτιάς. Ο Ερμής, λοιπόν, κοπάνισε τα υλικά για το φάρμακο, κατασκεύασε μάλιστα και έναν μετρητή, και έτσι έχυνε ίση ποσότητα φαρμάκου σε κάθε τεχνίτη. Στο τέλος τού είχε απομείνει μόνο ο τσαγκάρης, και ωστόσο υπήρχε ακόμη μεγάλη ποσότητα φαρμάκου αχρησιμοποίητη. Έτσι ο Ερμής σήκωσε ολόκληρο το γουδί και έχυσε μονοκοπανιά το φάρμακο από εκεί μέσα καταπάνω στον τσαγκάρη. Από τότε, που λέτε, παρατηρείται το φαινόμενο να λένε ψέματα όλοι οι μαστόροι — και από όλους πιο πολύ οι τσαγκάρηδες.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ψεύτες ανθρώπους.
πρὸς ἄνδρα αἰσχροκερδῆ καὶ τῶν θεῶν περιφρονοῦντα.
102. ΖΕΥΣ, ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ, ΑΘΗΝΑ, ΜΩΜΟΣ
[102.1] Ζεὺς καὶ Προμηθεὺς καὶ Ἀθηνᾶ κατασκευάσαντες ὁ μὲν ταῦρον, Προμηθεὺς δὲ ἄνθρωπον, ἡ δὲ οἶκον Μῶμον κριτὴν εἵλοντο. ὁ δὲ φθονήσας τοῖς δημιουργήμασιν ἀρξάμενος ἔλεγε τὸν μὲν Δία ἡμαρτηκέναι τοῦ ταύρου τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐπὶ τοῖς κέρασι μὴ θέντα, ἵνα βλέπῃ, ποῦ τύπτει, τὸν δὲ Προμηθέα, διότι τοῦ ἀνθρώπου τὰς φρένας οὐκ ἔξωθεν ἀπεκρέμασεν, ἵνα μὴ λανθάνωσιν οἱ πονηροί, φανερὸν δὲ ᾖ, τί ἕκαστος κατὰ νοῦν ἔχει. τρίτον δὲ ἔλεγεν, ὡς ἔδει τὴν Ἀθηνᾶν τῷ οἴκῳ τροχοὺς ὑποθεῖναι, ἵνα, ἐὰν πονηρῷ τις παροικισθῇ γείτονι, ῥᾳδίως μεταβαίνῃ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτοῦ ἐπὶ τῇ βασκανίᾳ τοῦ Ὀλύμπου αὐτὸν ἐξέβαλεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὐδὲν οὕτως ἐστὶν ἐνάρετον, ὃ μὴ πάντως περί τι ψόγον ἐπιδέχεται.
103. ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΙΣ
[103.1] Ζεὺς βουλόμενος βασιλέα ὀρνέων καταστῆσαι προθεσμίαν αὐτοῖς ἔταξεν, ἐν ᾗ παραγενήσονται. κολοιὸς δὲ συνειδὼς ἑαυτῷ δυσμορφίαν περιιὼν τὰ ἀποπίπτοντα τῶν ὀρνέων πτερὰ ἀνελάμβανε καὶ ἑαυτῷ περιῆπτεν. ὡς δὲ ἐνέστη ἡ ἡμέρα, ποικίλος γενόμενος ἧκε πρὸς τὸν Δία. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ διὰ τὴν εὐπρέπειαν βασιλέα αὐτὸν χειροτονεῖν τὰ ὄρνεα ἀγανακτήσαντα περιέστη καὶ ἕκαστον τὸ ἴδιον πτερὸν ἀφείλετο. οὕτω τε συνέβη αὐτῷ ἀπογυμνωθέντι πάλιν κολοιὸν γενέσθαι.
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ χρεωφειλέται μέχρι μὲν τὰ ἀλλότρια ἔχουσι χρήματα, δοκοῦσί τινες εἶναι, ἐπειδὰν δὲ αὐτὰ ἀποδώσωσιν, ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς ἦσαν εὑρίσκονται.
104. ΕΡΜΗΣ ΚΑΙ ΓΗ
[104.1] Ζεὺς πλάσας ἄνδρα καὶ γυναῖκα ἐκέλευσεν Ἑρμῇ ἀγαγεῖν αὐτοὺς ἐπὶ τὴν γῆν καὶ δεῖξαι, ὅθεν ὀρύξαντες †σπήλαιον ποιήσουσιν. τοῦ δὲ τὸ προσταχθὲν ποιήσαντος ἡ Γῆ τὸ μὲν πρῶτον ἐκώλυεν. ὡς δὲ Ἑρμῆς ἠνάγκαζε λέγων τὸν Δία προστεταχέναι, ἔφη· «ἀλλ᾽ ὀρυσσέττωσαν ὅσον βούλονται· στένοντες γὰρ αὐτὴν καὶ κλαίοντες ἀποδώσουσιν».
πρὸς τοὺς ῥᾳδίως μὲν δανειζομένους, μετὰ λύπης δὲ ἀποδιδόντας ὁ λόγος εὔκαιρος.
105. ΕΡΜΗΣ
[105.1] Ζεὺς Ἑρμῇ προσέταξε πᾶσι τοῖς τεχνίταις ψεύδους φάρμακον χέαι. ὁ δὲ τοῦτο τρίψας καὶ μέτρον ποιήσας ἴσον ἑκάστῳ ἐνέχεεν. ἐπεὶ δὲ μόνου τοῦ σκυτέως ὑπολειφθέντος πολὺ φάρμακον κατελείπετο, λαβὼν ὅλην τὴν θυίαν κατ᾽ αὐτοῦ κατέχεεν. ἐκ τούτου συνέβη τοὺς τεχνίτας πάντας ψεύδεσθαι, μάλιστα δὲ πάντων τοὺς σκυτέας.
ὁ λόγος εὔκαιρος πρὸς ἄνδρα ψευδολόγον.
***
101. Ο έμπορος των αγαλμάτων.
[101.1] Ήταν ένας μάστορας που κατασκεύασε ένα ξύλινο ξόανο του Ερμή και το έφερε στην αγορά για να το πουλήσει. Έλα όμως που δεν τον πλησίαζε κανένας πελάτης. Έτσι, θέλοντας να προσελκύσει αγοραστές, ο ανθρωπάκος βάλθηκε να φωνάζει ότι έχει για πούλημα έναν θεό ευεργετικό και φύλακα καλό του κέρδους. Τότε κάποιος από τους περαστικούς τον πείραξε: «Καλά ρε εξυπνάκια, αν είναι τόσο καλός ο θεός σου, γιατί θες να τον πουλήσεις; Δεν τον κρατάς καλύτερα για σένα, να καρπωθείς εσύ ο ίδιος τα οφέλη του;». Σε αυτά ο μάστορας αποκρίθηκε: «Ξέρεις, εγώ έχω επείγουσα ανάγκη από όφελος τώρα σύντομα, ενώ αυτός εδώ κατά κανόνα χαρίζει τα κέρδη εν ευθέτω χρόνω».
Ο μύθος χρησιμοποιείται για άνθρωπο αισχροκερδή που καταφρονεί τα θεία.
102. Ο Δίας, ο Προμηθέας, η Αθηνά και ο Μώμος.
[102.1] Μια φορά βάλθηκαν να συναγωνιστούν στη δημιουργία ο Δίας, ο Προμηθέας και η Αθηνά. Ο πρώτος, που λέτε, έπλασε ταύρο, ο δεύτερος άνθρωπο και η Αθηνά έφτιαξε ένα σπίτι. Ύστερα διάλεξαν για κριτή του αγώνα τον Μώμο. Αυτός όμως στραβοκοίταξε τα δημιουργήματα με κακία και άρχισε να τους βρίσκει ψεγάδια. Για τον Δία δήλωσε πως έκανε μεγάλο λάθος που δεν τοποθέτησε τα μάτια του ταύρου πάνω στα κέρατά του, για να βλέπει το ζώο πού χτυπάει. Τον Προμηθέα, πάλι, τον μέμφθηκε που δεν κρέμασε την ψυχή του ανθρώπου απέξω από το σώμα του, έτσι ώστε να μη μπορούν οι αχρείοι να ξεγελούν τον κόσμο — θα έπρεπε, διάτανε, να είναι προφανές τί κουβαλάει μέσα στο μυαλό του ο καθένας. Τέλος, για να τριτώσει το κακό, ο βρομόστομος ισχυρίστηκε πως η Αθηνά έπρεπε να έχει εφοδιάσει το σπίτι με ρόδες από κάτω, ώστε αν κανείς βρεθεί να γειτονεύει με κανένα στραβόξυλο, να μπορεί εύκολα να αλλάξει μέρος. Τότε πια ο Δίας αγανάκτησε με την τόση κακοήθεια του Μώμου και τον πέταξε έξω από τον Όλυμπο.
Το δίδαγμα του μύθου: Τίποτε δεν είναι τόσο άρτιο που να μην είναι δυνατόν να του βρεις ψεγάδι από κάποιαν άποψη.
103. Η καλιακούδα και τα πουλιά.
[103.1] Μια φορά ο Δίας αποφάσισε να επιβάλει βασιλέα στα πουλιά. Τους όρισε λοιπόν προθεσμία για να παρουσιαστούν μπροστά του οι υποψήφιοι. Η καλιακούδα, που λέτε, είχε συνείδηση του πόσο άσχημη ήταν. Γι᾽ αυτό βάλθηκε να τριγυρνάει γύρω-γύρω και να μαζεύει τα φτερά που έπεφταν χάμω από τα διάφορα πτηνά, έτσι ώστε να τα προσκολλήσει πάνω της. Αποτέλεσμα: όταν έφτασε η καθορισμένη μέρα, η καλιακούδα είχε πια σκεπαστεί ολόκληρη με πολύχρωμα φτερώματα και έτσι παρουσιάστηκε στον Δία. Εκείνος, εντυπωσιασμένος από τόση ομορφιά, ήταν έτοιμος να την επιλέξει για βασιλιά. Πάνω στην ώρα, ωστόσο, τα άλλα πετούμενα, που είχαν αγανακτήσει με αυτήν την απάτη, μαζεύτηκαν γύρω από την καλιακούδα και το καθένα τους τράβηξε και πήρε από πάνω της το δικό του φτερό. Με αυτόν τον τρόπο την ξεγύμνωσαν, και φάνηκε πάλι αυτό που ήταν στην πραγματικότητα: μια καλιακούδα και τίποτε άλλο.
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Οι χρεοφειλέτες, όσο έχουν τα λεφτά των άλλων, νομίζουν πως είναι σπουδαίοι και τρανοί. Όταν όμως χρειαστεί να τα δώσουν πίσω, φανερώνεται πια καθαρά αυτό που ήσαν εξαρχής.
104. Ο Ερμής και η Γη.
[104.1] Όταν ο Δίας έπλασε τον άνδρα και τη γυναίκα, έδωσε εντολή στον Ερμή να τους οδηγήσει κάτω στη γη και να τους υποδείξει πού να σκάψουν και να φτιάξουν σπηλιά για να μείνουν. Ο Ερμής πήγε ευθύς να εκτελέσει τις εντολές· έλα όμως που η Γη τού έφερνε εμπόδια στην αρχή. Τελικά ο θεός την εξανάγκασε να δεχτεί, λέγοντάς της πως ήταν διαταγή του Δία. Εκείνη πάντως παρατήρησε: «Βρε δεν πα να σκάβουν όσο θέλουν! Όλο το χώμα που θα ανασκάψουν, θα δεις που θα μου το γυρίσουν πίσω με κλάματα και στεναγμούς».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για εκείνους που παίρνουν εύκολα δάνειο αλλά το ξεπληρώνουν με μεγάλη στενοχώρια.
105. Ο Ερμής.
[105.1] Μια φορά και έναν καιρό ο Δίας έδωσε διαταγή στον Ερμή να περιχύσει όλους τους μαστόρους με το φάρμακο της ψευτιάς. Ο Ερμής, λοιπόν, κοπάνισε τα υλικά για το φάρμακο, κατασκεύασε μάλιστα και έναν μετρητή, και έτσι έχυνε ίση ποσότητα φαρμάκου σε κάθε τεχνίτη. Στο τέλος τού είχε απομείνει μόνο ο τσαγκάρης, και ωστόσο υπήρχε ακόμη μεγάλη ποσότητα φαρμάκου αχρησιμοποίητη. Έτσι ο Ερμής σήκωσε ολόκληρο το γουδί και έχυσε μονοκοπανιά το φάρμακο από εκεί μέσα καταπάνω στον τσαγκάρη. Από τότε, που λέτε, παρατηρείται το φαινόμενο να λένε ψέματα όλοι οι μαστόροι — και από όλους πιο πολύ οι τσαγκάρηδες.
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ψεύτες ανθρώπους.