Δελφοί
Oι Δελφοί ήταν το γεωγραφικό κέντρο της γης, ο ομφαλός του κόσμου, όπου συναντήθηκαν οι δυο αετοί που έστειλε ο Δίας από τα ακρότατα σημεία του σύμπαντος θέλοντας να βρει το κέντρο του κόσμου. Τίποτα δεν υπήρξε πιο δυνατό μέσα στην ψυχή των αρχαίων Ελλήνων από τον φόβο και την έκσταση που πήγαζαν από το ασύγκριτο μεγαλείο των Δελφών. Στα σημερινά ερείπια αντικατοπτρίζεται ολόκληρη η ιστορία του ελλαδικού χώρου με τις εξάρσεις αλλά και τις μικρότητες της. Τα σημαντικότερα γεγονότα της αρχαιότητας σημάδεψαν την πορεία του μαντείου στην ελληνική ιστορία, μια πορεία που καθρεπτίζεται στο ελληνικό πνεύμα...
Θέση, Ονομασία και Ίδρυση του Μαντείου
Μια θέση θεϊκά χαρισματική, όπου οι γεωλογικές μεταβολές δημιούργησαν βάραθρα και ύψωσαν απότομους βράχους, διαλέχτηκε από τους Έλληνες και «υποδείχθηκε από τους Θεούς», για να ιδρυθεί το διασημότερο μαντείο του αρχαίου κόσμου και ένα από τα σπουδαιότερα ιερά. Στα ριζά δυο πελώριων βράχων, των Φαιδριάδων, αναπτύχθηκε το ιερό. Σ' ένα τρομερά υποβλητικό τοπίο που όμως δεν καταπιέζει τον επισκέπτη και μαλακώνει περισσότερο από τις απαλές κορυφογραμμές της απέναντι οροσειράς, της Κίρφης. Παλιότερα το όνομα της περιοχής ήταν Θυία και είχε σχέση με τις Θυιαδες που ήταν μαινάδες του Διόνυσου. Στην εποχή του Όμηρου, και συγκεκριμένα στο έργο του μεγάλου επικού ποιητή «Ιλιάδα» το μαντείο αναφέρεται με το όνομα «Πειθώ», που σημαίνει «σαπίζω», επειδή αφέθηκε να σαπίσει το σώμα το Πύθωνα μετά τον φόνο του από τον Απόλλωνα. Νεότερο όνομα που επικράτησε (τον 7ο ίσως π.Χ. αιώνα) είναι το Δελφοί, από την λέξη «δελφύς» που σημαίνει «μήτρα, κοιλιά, κοίλον».
Σύμφωνα με τον μύθο το μαντείο ιδρύθηκε τυχαία. Κάποιος βοσκός, ο Κουρητας, παρατήρησε ότι πάνω από ένα χάσμα η κατσίκα του φερόταν τρελά. Πλησίασε, ζαλίστηκε κι ο ίδιος και άρχισε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Όταν μαθεύτηκε το γεγονός, ol γύρω κάτοικοι πήγαιναν στην περιοχή και όλοι εμπνέονταν από τους ατμούς του χάσματος, αλλά και πολλοί, ζαλισμένοι, έπεφταν και σκοτώνονταν. Γι’ αυτό τοποθέτησαν πάνω στο χάσμα έναν τρίποδα και μια γυναίκα ανέλαβε τον ρόλο του χρησμοδότη. Αργότερα έχτισαν στην θέση αυτή τον ναό και οργανώθηκε το μαντείο.
Ιστορική ανάδρομη
Τα πρώτα ίχνη κατοίκησης της περιοχής των Δελφών ανάγονται στα μυκηναϊκά χρόνια (14ος - 11ος π.Χ. αιώνας). Την εποχή αυτή η κύρια θεότητα που λατρευόταν στο μικρό οικισμό ήταν η Γη (Γαία). Στην επόμενη περίοδο (11ος - 9ος αι. π.Χ.) εγκαθιδρύεται στους Δελφούς η λατρεία του Απόλλωνα, αφού όπως λέει ο μύθος σκότωσε τον υιό της Γαίας δράκοντα Πύθωνα που φύλαγε το μαντείο. Ο 8ος και ο 7ος αι. π.Χ. υπήρξαν εποχή διαμόρφωσης του ιερού χώρου και προς το τέλος του 7ου αιώνα χτίστηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. οι Δελφοί προσχωρήσαν στην Αμφικτιονία, ένωση πόλεων-κρατών με κοινούς πολιτικούς σκοπούς, η οποία προστάτευε το ιερό από κατακτητικές βλέψεις. Με τον καιρό η Δελφική Αμφικτιονία απέκτησε αποφασιστικές αρμοδιότητες στην διοίκηση του ιερού του Απόλλωνα και το 582 π.Χ. αναδιοργάνωσε τους Πυθικούς αγώνες (ή Πύθια) που τελούνταν κάθε 4 χρόνια προς τιμήν του Απόλλωνα, για να θυμίζουν την νίκη του θεού εναντίον του Πύθωνα. Εκτός από τα Πύθια γίνονταν και διάφορες άλλες γιορτές. Για τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και την σωτηρία των κατοίκων των Δελφών από τους λύκους (οι οποίοι τους οδήγησαν στον Παρνασσό όπου και ιδρύσαν την Λυκώρεια) γινόταν το Φεβρουάριο η θυσία Αίγλη.
Για να τιμήσουν τον Απόλλωνα γίνονταν οι εξής γιορτές:
• τα Δελφίνια, κάθε Απρίλιο σε ανάμνηση της μεταμόρφωσης του Θεού σε δελφίνι που οδήγησε τους Κρητες στην περιοχή και την ίδρυση του ιερού.
• Τα Θαργηλεια, κάθε άνοιξη, για την ιδιότητα του Θεού να θεραπεύει από τους λοιμούς.
• Τα Σεπτηρια ή Στεπτηρια σε ανάμνηση της αναχώρησης του Θεού για κάθαρση μετά το φόνο του δράκοντα, και
• Τα Θεοφάνια, γιορτή για την επιστροφή του Θεού από την κάθαρση.
Ολυμπία
Ολυμπία: Από το επίθετο Ολύμπιος που αποδιδόταν στον Δια και σημαίνει θεϊκός, ουράνιος, υπερκόσμιος
Η Ολυμπία είναι ο τόπος όπου γεννήθηκαν και τελούνταν κατά την αρχαιότητα οι Ολυμπιακοί Αγώνες και είναι ένα από τα σημαντικότερα Ιερά της Αρχαιότητας, αφιερωμένο στον πατέρα των θεών, τον Ολύμπιο Δία.
Το Ιερό της Ολυμπίας βρίσκεται στο εσωτερικό της δυτικής Πελοποννήσου, στους νότιους πρόποδες του λόφου Κρονίου και στο σημείο της συμβολής του Αλφειού και του Κλαδέου ποταμού. Η κοιλάδα μεταξύ των δύο ποταμών στην αρχαιότητα ήταν κατάφυτη από ελιές, λεύκες, δρύες, πεύκα και πλατάνια, γι' αυτό το Ιερό ονομάστηκε Άλτις, δηλαδή άλσος. Στα πολύ αρχαία χρόνια, η περιοχή ανήκε στην κυριαρχία της πόλης Πίσας, αλλά μετά το 570 π.Χ. περιήλθε στην κηδεμονία της Ηλείας.
Η λατρεία, οι αγώνες και η ειρηνοποιός όψη τους
Η απαρχή της λατρείας αλλά και των μυθικών αναμετρήσεων που έλαβαν χώρα στην Ολυμπία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Ήδη από την Πρωτοελλαδική εποχή υπάρχει μια οικιστική εγκατάσταση στην περιοχή. Συμφωνά με τον Παυσανία ο πρώτος βασιλιάς της Ηλείας ήταν ο Αίθλιος και ο γιος του, Ενδυμίων ήταν ο πρώτος που οργάνωσε αγώνα δρόμο στην Ολυμπία. Ο αγώνας αυτός διεξήχθη μεταξύ των τριών γιων του, Παίονα, Επειού και Αιτωλού με έπαθλο το βασίλειο. Ο Επειός κέρδισε τον αγώνα και οι κάτοικοι ονομάσθηκαν Επειοί, όπως τους ονομάζει και ο Όμηρος. Κατά την βασιλεία του Επειου, ο Πέλοπας παντρεύτηκε την Ιπποδάμεια (κόρη του Οινόμαου, κυβερνήτη της Πισας) και αφού έγινε βασιλιάς της Πισας κατέλαβε την Ολυμπία. Αργότερα, γύρω στο 1200 π.Χ. στην ευρύτερη περιοχή του Ιερού εγκαθίστανται οι Αιτωλοί με αρχηγό τον Όξυλο. Τότε ήταν που πιθανότατα άρχισε και η λατρεία του Διός και η Ολυμπία από τόπος κατοίκησης έγινε τόπος λατρείας. Σύντομα εξελίσσεται σε πανελλήνιο κέντρο. Τα πρώτα κτήρια του ιερού ιδρύθηκαν κατά την πρώιμη αρχαϊκή εποχή. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ξεκίνησαν το 776 π.Χ. προς τιμήν του Διός και λάμβαναν μέρος στοιερό άλσος της Άλτις έως το τέλος του 4ου αιώνος π.Χ. Να σημειώσουμε εδώ πως η Άλτη περικλειόταν από περίβολο, όπου και περιλαμβάνονταν τα κυριότερα θρησκευτικά οικοδομήματα και αναθήματα του ιερού, ενώ οι βοηθητικοί χώροι όπως ήταν οι κατοικίες των ιερέων, τα λουτρά, οι χώροι προετοιμασίας των αθλητών, και οι ξενώνες βρίσκονταν έξω από τον περίβολο αυτό. Οι αγώνες, που από την αρχή έως το τέλος του θεσμού περιβάλλονται από θρησκευτικό χαρακτήρα και αυστηρό τελετουργικό, αρχικά διεξάγονταν μπροστά από το χώρο τωνβωμών, διαρκούσαν μόνο μία μέρα και περιλάμβαναν μόνον ένα αγώνισμα, τον αγώνα δρόμου, ο οποίος γίνονταν κατά το μήκος του σταδίου. Αργότερα προστέθηκαν και άλλα αγωνίσματα όπως οι αρματοδρομίες, η δισκοβολία, το άλμα, το ακόντιο, η πυγμαχία, η πάλη και το πένταθλο, και η διάρκεια των αγώνων αυξήθηκε από μια μέρα σε πέντε. Σ' αυτό το ενοποιητικό γεγονός, μόνον ελεύθεροι Έλληνες επιτρέπονταν να λάβουν μέρος. Έλληνες από τις Πύλες του Ηρακλέους, την Κασπία Θάλασσα και την Αφρική έρχονταν να αγωνισθούν και να παρακολουθήσουν τους αγώνες, μεταξύ αυτών φιλόσοφοι, σοφοί, ήρωες και φημισμένοι άνδρες. Οί νικητές των Αγώνων θεωρούνταν ήρωες, οι ποιητές και οι μουσικοί τραγουδούσαν την δύναμη και την ομορφιά τους, οι γλύπτες έφτιαχναν τα αγάλματα τους. Το έπαθλο τους δε, ήταν ο κότινος, ένα στεφάνι από αγριελιά. Κατά την περίοδο διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων και όλη τους την διάρκεια κάθε εχθροπραξία μεταξύ των Ελληνίκών πόλεων έπρεπε να σταματήσεί καί όποίος έμπαίνε στην Ηλεία ήταν υποχρεωμένος να παραδίνεί τα όπλα του, τα οποία μπορούσε να πάρεί πίσω μονό όταν έφευγε. Η συμφωνία αυτή ήταν έγκυρη και σεβαστή από τις Ελληνικές πόλείς γία πολλούς αίώνες. Ο Αρίστοτέλης γράφεί πως η συμφωνία αυτή ήταν γραμμένη πάνω σε ένα χάλκίνο δίσκο, ο οποίος φυλάσσονταν στο ίερό της Ήρας.
Τα αναθήματα και η τέχνη
Τα αναρίθμητα αφιερώματα του 7ου-6ου π.Χ. αιώνα τοποθετούνταν στο ύπαιθρο, επάνω στα δέντρα καί σε βωμούς. Σημαντίκότερα από τα αναθήματα αυτής της περίόδου είναί οι εξαιρετικής τέχνης χάλκινοι τρίποδες και λέβητες, καθώς και τα όπλα. Με το πέρασμα των αιώνων διαμορφώνεται το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα του Ιερού, το οποίο ολοκληρώνεταί στο τέλος του 4ου αίώνα π.Χ.
Ωστόσο και κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, κατασκευάζονται νέα οικοδομήματα (κυρίως θέρμες, επαύλείς, ξενώνες, υδραγωγείο κ.α.), παρότί έχεί ήδη αρχίσεί η παρακμή του Ιερού. Η Ολυμπία λείτουργούσε ανέκαθεν ως χώρος πολίτίκής προβολής καί οί αγώνες γίνονταν συχνά - ίδίως κατά την ύστερη αρχαίότητα - θύμα πολίτίκής εκμετάλλευσης από μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Φίλιππος Β', ο Μέγας Αλέξανδρος και οι δίάδοχοί του. Οί Ρωμαίοί παρουσίάζοντας πείστήρία γία την ελληνίκή τους καταγωγή, μετείχαν καί αυτοί στους αγώνες, μετά την πλήρη υποταγή της Ελλάδας στη Ρώμη, όμως η λάμψη και το ίδεολογίκό υπόβαθρο των αγώνων εξασθένίσε σημαντίκά. Άμεσα συνδεδεμένη με τους αγώνες καί το Ιερό της Ολυμπίας ήταν η πόλη της Ηλίδας, της οποίας μέλημα καί προνόμίο ήταν η τέλεση καί η προετοίμασία των αγώνων.
Το 267 μ.Χ. υπό την απείλή της επίδρομής των Ερούλων, οί οποίοί τελίκά δεν έφτασαν στο Ιερό, κτίστηκε βίαστίκά ένα τείχος, γία να προστατευθούν τα σημαντίκότερα κτήρία, τα αναθήματα καί κυρίως το χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δίός. Τότε αρκετά κτήρία υπέστησαν σοβαρές ζημίές, προκείμένου το οίκοδομίκό υλίκό τους να χρησίμοποίηθεί στην κατασκευή του τείχους.
Η Ολυμπία ήταν γεμάτη από έργα απαράμίλλης τέχνης με σημαντίκότερα το Χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δία, τον Ερμή του Πραξίτέλη, τα περίφημα αετώματα του ναού του Δίός, τα γνωστά γλυπτά ου αναπαρίστούν τους άθλους του Ηρακλή (Στυμφαλίδες Όρνίθες, οί Στάβλοί του Αυγεία, τα Μήλα των Εσπερίδων) καθώς καί πολλά αγάλματα θεϊκών μορφών όπως του Απόλλωνα, του Δία με τον Γανυμήδη, της Νίκης του Παναινου κ.λπ. Θα ήθελα όμως να εστιάσουμε λίγο στα πιο σημαντικά...
Πρώτον, το Χρυσελεφάντίνο Άγαλμα του Δίός.
Κατασκευάσθηκε από τον Φειδία γύρω στο 432 π.Χ. και είχε ύψος περίπου 12 μέτρα (επτά φορές το ύψος του κανονίκού ανθρώπου).
Ο Δίας καθόταν επάνω σε θρόνο, ο οποίος ήταν κατασκευασμένος από χαλκό, χρυσό, ελεφαντοστό καί δίάφορες πολύτίμες πέτρες καί ήταν δίακοσμημένος από τους μαθητές του, Πάναινο και Κολώτη, με μυθολογικές παραστάσεις. Το γυμνό σώμα του Διός ήταν φτιαγμένο από ελεφαντοστό και η ρόμπα του ήταν καλυμμένη από χρυσά φύλλα, δίακοσμημένα με κρίνους καί ζωδίακές σκηνές. Τα σανδάλία του ήταν χρυσά. Το κεφάλί ήταν στεφανωμένο με ασημένίο στεφάνί ελίάς καί τα μαλλίά του καί η γενείάδα του ήταν από χρυσό. Στο δεξί του χέρι κρατούσε την Νίκη, φτιαγμένη από χρυσό και ελεφαντοστό καί στο αρίστερό του κρατούσε ένα σκήπτρο με έναν αετό στην κορυφή το οποίο ήταν φτιαγμένο από όλα τα γνωστά μέταλλα εκείνων των χρόνων. Το πρόσωπο του ήταν επίβλητίκό, καί όταν ο Πάναίνος ρώτησε τον Φείδία από που το εμπνεύσθηκε, αυτός απάντησε με κάποιους στίχους από την Ιλίάδα του Ομήρου που περιγράφουν το μέτωπο και τα μαλλίά του Δία.
Ο Παυσανίας γράφεί ότί όταν τελείωσε το έργο ο Φείδίας ρώτησε τον Δία αν του άρεσε καί ο θεός απάντησε με ένα κεραυνό που δίαπέρασε τον ναό, χωρίς να καταστρέψεί τίποτα. Στο σημείο που χτύπησε ο κεραυνός, τοποθετήθηκε μία χάλκίνη υδρία. Το άγαλμα παρέμείνε στην Ολυμπία μέχρί το 393 μ.Χ. οπότε καί μεταφέρθηκε στην Κωνσταντίνούπολη, όπου καταστράφηκε στην μεγάλη φωτίά του Λαυσείου, το 476 μ.Χ.
Ο Ερμής του Πραξιτέλη
Το άγαλμα χρονολογείταί από το 343 π.Χ. καί είναί κατασκευασμένο από μάρμαρο της Πάρου. Αξίοσημείωτο είναί πως είναί το μόνο αυθεντίκό έργο του Πραξίτέλη που έχεί δίασωθεί.
Βρέθηκε στην Ολυμπία, απείραχτο στο βάθρο του, αρκετά μέτρα κάτω από την γη καί έχεί ύψος 2.10 μ. Ήταν αφίερωμένο από τους Ηλείους καί Αρκάδες στο ίερό Άλτίς γία να γίορτάσουν την συνθήκη είρήνης καί αργότερα είχε τοποθετηθεί στον ναό της Ήρας, όπου καί βρέθηκε το 1877.
Το έργο αυτό που χαρακτηρίζεταί καί ως "το δίαμάντί της Ολυμπίας", παρίστάνεί τον Ερμή με τον μίκρό Δίόνυσο να προσπαθεί να πάρεί κάτί από το χέρί του. Η ίστορία έχεί πως η Σεμέλη, μητέρα του Δίόνυσου, αφού ζήτησε από τον Δία να εμφανίστεί μπροστά της με την θεϊκή του μορφή, με κεραυνούς καί λάμψη (παρακίνούμενη αρχίκά από την Ήρα) πέθανε από τον τρόμο της. Ήταν όμως έγκυος καί ο Δίας πήρε το βρέφος καί το έστείλε στίς νύμφες της Κρήτης με τον Ερμή. Όταν το μωρό άρχίσε να κλαίεί, ο Ερμής γία να το καθησυχάσεί, του έδείξε κάποίο γυαλίστερό αντίκείμενο.
Αυτήν την σκηνή απείκονίζεί το έργο, το οποίο παρουσίάζεί τον Ερμή νωθρό, αλλά αρρενωπό, να ακουμπάεί στον κορμό ενός δένδρου. Στα χείλία του, που αφήνουν μία ελαφρά σκίά δίακρίνεταί η αρχή ενός χαμόγελου. Η λεπτότητα του στόματος έρχεταί σε αντίθεση με την δυνατή μύτη του ενώ τα μαλλίά του είναί άτακτα καί κάνουν το δέρμα του να φαίνεταί πίο απαλό καί πίο λείο. Η απαράμίλλη τέχνη του Πραξίτέλη, στο να αφαίρεί την σκληράδα από το μάρμαρο καί να κάνεί την όψη του να μοίάζεί ίδία με αυτή της σάρκας οφείλεταί στην μεγάλη δεξίοτεχνία του στην χρήση των σκίών. Ο Πραξίτέλης γία να δώσεί ζωντάνία στο άγαλμα, σκοπίμως δεν κρατάεί τίς αναλογίες. Εάν το παρατηρήσεί κανείς από τ' αρίστερά φαίνεταί λυπημένο από τα δεξίά φαίνεταί γελαστό καί όταν το κοίτάξείς από μπροστά φαίνεταί ήρεμο.
Το άδοξο τέλος
Το τέλος του Ιερού του Δίός ήλθε στα 393 μ.Χ. όταν ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Θεοδόσίος ο Α' με ένα δίάταγμά του απαγόρευσε τη λείτουργία των είδωλολατρίκών ίερών καί δίέταξε την κατάργηση των αγώνων. Ήταν ο ίδίος χρόνος, όπου το χρυσελεφάντίνο άγαλμα του Δίός, το έργο του Φείδία, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντίνούπολη γία να καταστραφεί αργότερα στην μεγάλη πυρκαγίά του Λαυσείου. Λίγο αργότερα το 426 μ.Χ. ο Θεοδόσίος ο Β' δίέταξε την καταστροφή των κτηρίων της Άλτεως. Τον 5ο καί 6ο αί. μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Ολυμπία ένα μίκρός χρίστίανίκός οίκίσμός καί το εργαστήρίο του Φείδία δίαμορφώθηκε σε χρίστίανίκή βασίλίκή. Στον 6ον αίώνα μ.Χ., ένας μεγάλος καί καταστρεπτίκός σείσμός, κατέστρεψε ότί είχε απομείνεί καί οί πλημμύρες των δύο ποταμών, του Αλφείού καί του Κλαδέου, καθώς καί οί κατολίσθήσείς του Κρονίου, κάλυψαν με λάσπη τα χαλάσματα του Ιερού. Γία πολλούς αίώνες η Ολυμπία ξεχάσθηκε, μέχρί που άρχίσαν οί πρώτες έρευνες το 19ο αίώνα μ.Χ. Οί ανασκαφές στην Ολυμπία άρχίσαν τον Μάίο του 1829, δύο χρόνία μετά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου, από Γάλλους αρχαίολόγους. Τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο Μουσείο του Λούβρου, όπου εκτίθενταί μέχρί σήμερα. Όταν η ελληνίκή κυβέρνηση πληροφορήθηκε το γεγονός της αρπαγής των ευρημάτων, οί ανασκαφές δίακόπηκαν γία να ξαναρχίσουν αργότερα, το 1875 από Γερμανούς αρχαίολόγους. Οί έρευνες συνεχίζονταί έως σήμερα από το Γερμανίκό Αρχαίολογίκό Ινστίτούτο της Αθήνας υπό την εποπτεία της Εφορείας Αρχαίοτήτων Ολυμπίας.
Ενδιαφέρουσες Πληροφορίες
~ Αν καί οί αγώνες ίστορίκά αρχίζουν από το 776 π.Χ., ημερομηνία που θεωρείταί ως η πρώτη Ολυμπίάδα, λάμβαναν μέρος από τους πανάρχαίους χρόνους καί σύμφωνα με την παράδοση ένας από τους ανακαίνίστές τους ήταν ο ήρωας Ηρακλής που ανακαίνίσε τους Αγώνες καί έκτίσε βωμούς
~ Οί Αγώνες εγκαταλείφθηκαν επί πολλά χρόνία καί ανακαίνίσθηκαν από τον Ίφίτο, απόγονο του Όξυλου, ο οποίος ήταν σύγχρονος του βασίλίά Λυκούργου της Σπάρτης.
~ Το 433 π.Χ., οί Ηλείοί πήραν μέρος στην ναυμαχία στα Σύβοτα, με δέκα πλοία καί από το ένα δέκατο των λαφύρων, έκτίσαν την στοά των Κερκυραίων, στην αγορά της Ηλείας
~ Το 420 π.Χ., η Ηλεία έκανε συμμαχία με την Αθήνα. Τον ίδίο χρόνο, κατά την δίάρκεία των Ολυμπίακών Αγώνων, η Σπάρτη προσπάθησε να καταλάβεί το οχυρό του Φείρκου καί η Ηλεία της επέβαλλε αυστηρό πρόστίμο, αλλά οί Σπαρτίάτες αρνήθηκαν να το πληρώσουν καί έτσί η Ηλεία τους απέκλείσε από τους Ολυμπίακούς Αγώνες.
~ Το 364 π.Χ. όταν οί Αρκάδες επανέκτησαν την πόλη Κρόμνος, είσέβαλλαν στην Ηλεία καί οχύρωσαν την Ολυμπία. Από τα λάφυρα του ίερού, έκοψαν χρυσά νομίσματα. Την ίδία χρονίά κατά την δίάρκεία των Ολυμπίακών Αγώνων, οί Ηλείοί με τους συμμάχους τους, Αχαίούς καί Αργείους, επίτέθηκαν στην Ολυμπία. Παρόλο που κέρδίζαν την μάχη δυστυχώς γί' αυτούς ο ηγέτης των τρίακοσίων επίλεκτων, Στρατόλας, σκοτώθηκε καί αναγκάσθηκαν να αποσυρθούν. Οί Αρκάδες αναγκάσθηκαν να φύγουν από την Ολυμπία καί το 363 π.Χ. έκαναν συμφωνία με τους Ηλείους, δίνοντας πίσω τίς πόλείς τους, εκτός από το Λέπρεο καί το Λάσίο, οί οποίες αφίέρωσαν ένα μπρούτζίνο άγαλμα του Δίός στην
Ολυμπία.
~ Το 87 π.Χ., ο Σύλλας λεηλάτησε την Ολυμπία, γία να κάνεί πόλεμο εναντίον του Μίθρίδάτη, αλλά μετά την επίτυχή έκβαση του πολέμου έδωσε την μίσή περίοχή των Θηβαίων, στους Ηλείους. Γενίκά η Ολυμπία καί η υπόλοίπη Ηλεία ωφελήθηκε από τους Ρωμαίους καί κατά τον 2ο μ.Χ., η Ηλεία ευημερούσε.
~ Ήταν ντροπή να πεθάνεί κανείς χωρίς να επίσκεφθεί την Ολυμπία γία να δεί το άγαλμα. Ο Θείος Χρυσόστομος, σε ομίλία του μπροστά στον Ναό το 97 μ.Χ., είπε: "Αν ένας άνθρωπος, με βαρίά καρδίά από τίς στεναχώρίες καί λύπες της ζωής, βρεθεί μπροστά στο άγαλμα, τα ξεχνάεί όλα".
Δωδώνη
Το μαντείο της Δωδώνης ήταν το δεύτερο σημαντικότερο μαντείο της αρχαιότητας, μετά τους Δελφούς, και η αρχαία παράδοση το θεωρούσε ως το αρχαιότερο ελληνικό μαντείο και το μοναδικό ως έναν καιρό. Βρίσκεται 22 χλμ. νότια των Ιωαννίνων, στη στενή κοιλάδα ανάμεσα στον Τόμαρο και τη Μανολίάσα, σε ύψος 600 μέτρων και η χρήση της θέσης αυτής ανάγεται στους προϊστορικούς χρόνους.
Το μαντείο αναφέρεται στην Αργοναυτική Εκστρατεία, στην Ιλίάδα και την Οδύσσεια του Όμηρου, από τον Αριστοτέλη καθώς και από τον Ηρόδοτο, ο οποίος αφού επισκέφθηκε τη Δωδώνη αναφέρει ότι οι. ιέρειες του επιβεβαίωσαν το μύθο για τα δύο μαύρα περιστέρια που πέταξαν από τη Θήβα της Αιγύπτου. Από αυτά το ένα προσγειώθηκε στη Λιβύη, όπου χτίσθηκε ο ναός του Άμμωνος Διός, και το άλλο στη Δωδώνη, όπου ιδρύθηκε το μαντείο.
Λατρεία, Χρησμοί και Ιερείς του Μαντείου
Στην Δωδώνη από τον 30ο αιώνα π.Χ. και μέχρι τον 20ο αι.. π.Χ. λατρευόταν η Θεά Γαία στην οποία θυσιαζόταν ο ιερός ταύρος που γονιμοποιούσε την γη. Η λατρεία του Δία και της Δρυός εισάγεται στη Δωδώνη από κλάδο των Θεσπρωτών (Σελλοί) (19ος - 14ος π.Χ. αιώνας) και σύντομα εξελίσσεται σε κυρίαρχη λατρεία. Πιο συγκεκριμένα στο Ιερό αυτό λατρεύονταν ο Ζεύς ο Πελασγικός, Δωδωναίος και Νάϊος καθώς και η σύζυγός του Διώνη (ηπειρωτική σύλληψη του «θηλυκού» Διός που μαζί με το Δία σχηματίζουν το «Ιερό Ζεύγος». Αργότερα προσετέθη και η Θεά Αφροδίτη ως «Κόρη») και όλα αυτά σε συνδυασμό με το ιερό δέντρο, τη δρυ (βελανιδιά) όπου και κατοικούσε το θεϊκό ζευγάρι.
Οι. χρησμοί στο μαντείο δίνονταν με την ερμηνεία του θροίσματος των φύλλων της βελανιδιάς, του κελαρύσματος του νερού της ιεράς Ναϊου Πηγής, των κρωγμών των ιερών περιστεριών που φώλιαζαν στην Φηγό καθώς και των ήχων από τους χάλκινους λέβητες με τρίποδες που περιστοίχιζαν το ιερό δέντρο και αργότερα από τον ήχο του Δωδωναίου Χαλκείου (μεγάλος λέβητας) που ήταν αναρτημένος επάνω στο δέντρο. Οι ερωτήσεις για τους χρησμούς χαράζονταν πάνω σε μολυβένια ελάσματα, πολλά από τα οποία έχουν βρεθεί στις ανασκαφές.