Τρίτη 3 Αυγούστου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (33-80)

ΟΙ. ὦ ξεῖν᾽, ἀκούων τῆσδε τῆς ὑπέρ τ᾽ ἐμοῦ
αὑτῆς θ᾽ ὁρώσης οὕνεχ᾽ ἡμὶν αἴσιος
35 σκοπὸς προσήκεις ὧν ἀδηλοῦμεν φράσαι …
ΞΕΝΟΣ
πρίν νυν τὰ πλείον᾽ ἱστορεῖν, ἐκ τῆσδ᾽ ἕδρας
ἔξελθ᾽· ἔχεις γὰρ χῶρον οὐχ ἁγνὸν πατεῖν.
ΟΙ. τίς δ᾽ ἔσθ᾽ ὁ χῶρος; τοῦ θεῶν νομίζεται;
ΞΕ. ἄθικτος οὐδ᾽ οἰκητός· αἱ γὰρ ἔμφοβοι
40 θεαί σφ᾽ ἔχουσι, Γῆς τε καὶ Σκότου κόραι.
ΟΙ. τίνων τὸ σεμνὸν ὄνομ᾽ ἂν εὐξαίμην κλύων;
ΞΕ. τὰς πάνθ᾽ ὁρώσας Εὐμενίδας ὅ γ᾽ ἐνθάδ᾽ ἂν
εἴποι λεώς νιν· ἄλλα δ᾽ ἀλλαχοῦ καλά.
ΟΙ. ἀλλ᾽ ἵλεῳ μὲν τὸν ἱκέτην δεξαίατο·
45 ὡς οὐχ ἕδρας γῆς τῆσδ᾽ ἂν ἐξέλθοιμ᾽ ἔτι.
ΞΕ. τί δ᾽ ἐστὶ τοῦτο; ΟΙ. ξυμφορᾶς ξύνθημ᾽ ἐμῆς.
ΞΕ. ἀλλ᾽ οὐδὲ μέντοι τοὐξανιστάναι πόλεως
δίχ᾽ ἐστὶ θάρσος, πρίν γ᾽ ἂν ἐνδείξω τί δρῶ.
ΟΙ. πρός νυν θεῶν, ὦ ξεῖνε, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς,
50 τοιόνδ᾽ ἀλήτην, ὧν σε προστρέπω φράσαι.
ΞΕ. σήμαινε, κοὐκ ἄτιμος ἔκ γ᾽ ἐμοῦ φανῇ.
ΟΙ. τίς ἔσθ᾽ ὁ χῶρος δῆτ᾽ ἐν ᾧ βεβήκαμεν;
ΞΕ. ὅσ᾽ οἶδα κἀγὼ πάντ᾽ ἐπιστήσῃ κλύων.
χῶρος μὲν ἱερὸς πᾶς ὅδ᾽ ἔστ᾽· ἔχει δέ νιν
55 σεμνὸς Ποσειδῶν, ἐν δ᾽ ὁ πυρφόρος θεὸς
Τιτὰν Προμηθεύς· ὃν δ᾽ ἐπιστείβεις τόπον
χθονὸς καλεῖται τῆσδε χαλκόπους ὀδός,
ἔρεισμ᾽ Ἀθηνῶν· οἱ δὲ πλησίοι γύαι
τόνδ᾽ ἱππότην Κολωνὸν εὔχονται σφίσιν
60 ἀρχηγὸν εἶναι, καὶ φέρουσι τοὔνομα
τὸ τοῦδε κοινὸν πάντες ὠνομασμένοι.
τοιαῦτά σοι ταῦτ᾽ ἐστίν, ὦ ξέν᾽, οὐ λόγοις
τιμώμεν᾽, ἀλλὰ τῇ ξυνουσίᾳ πλέον.
ΟΙ. ἦ γάρ τινες ναίουσι τούσδε τοὺς τόπους;
65 ΞΕ. καὶ κάρτα, τοῦδε τοῦ θεοῦ γ᾽ ἐπώνυμοι.
ΟΙ. ἄρχει τις αὐτῶν, ἢ ᾽πὶ τῷ πλήθει λόγος;
ΞΕ. ἐκ τοῦ κατ᾽ ἄστυ βασιλέως τάδ᾽ ἄρχεται.
ΟΙ. οὗτος δὲ τίς λόγῳ τε καὶ σθένει κρατεῖ;
ΞΕ. Θησεὺς καλεῖται, τοῦ πρὶν Αἰγέως τόκος.
70 ΟΙ. ἆρ᾽ ἄν τις αὐτῷ πομπὸς ἐξ ὑμῶν μόλοι;
ΞΕ. ὡς πρὸς τί; λέξων ἢ καταρτύσων μολεῖν;
ΟΙ. ὡς ἂν προσαρκῶν σμικρὰ κερδάνῃ μέγα.
ΞΕ. καὶ τίς πρὸς ἀνδρὸς μὴ βλέποντος ἄρκεσις;
ΟΙ. ὅσ᾽ ἂν λέγωμεν πάνθ᾽ ὁρῶντα λέξομεν.
75 ΞΕ. οἶσθ᾽, ὦ ξέν᾽, ὡς νῦν μὴ σφαλῇς; ἐπείπερ εἶ
γενναῖος, ὡς ἰδόντι, πλὴν τοῦ δαίμονος·
αὐτοῦ μέν᾽, οὗπερ κἀφάνης, ἕως ἐγὼ
τοῖς ἐνθάδ᾽ αὐτοῦ, μὴ κατ᾽ ἄστυ, δημόταις
λέξω τάδ᾽ ἐλθών· οἵδε γὰρ κρινοῦσί γε
80 εἰ χρή σε μίμνειν, ἢ πορεύεσθαι πάλιν.

***
ΟΙ. Ω ξένε, όπως είπε κι η κόρη που βλέπει και για μένα,
πάνω στην ώρα φτάνεις, καλόγνωμος σκοπός· όσα λοιπόν
35 μας είναι αγνώριστα, εξήγησε —
ΞΕΝΟΣ
Προτού ρωτήσεις περισσότερα, σήκω από εκεί που κάθεσαι·
ανόσιο να πατάς τόπο ιερό.
ΟΙ. Και ποιός ο χώρος; ποιός θεός εδώ λατρεύεται;
ΞΕ. Άθικτος κι ακατοίκητος· τον έχουν έμφοβες θεές,
40 κόρες του Σκότου και της Γης.
ΟΙ. Δεν θα μπορούσα το σεμνό τους όνομα ν᾽ ακούσω,
να τις ικετέψω;
ΞΕ. Τις Ευμενίδες, που τα πάντα βλέπουν· έτσι ο λαός
τις λέει εδώ — άλλα ονόματα αλλού, καλά.
ΟΙ. Έναν ικέτη όμως θα μπορούσαν σπλαχνικά να τον δεχτούνε·
45 γιατί αποδώ που απόστασα, δεν πρόκειται να το κουνήσω.
ΞΕ. Τί πάει να πει ο λόγος σου; ΟΙ. Είναι το σύμβολο της μοίρας μου.
ΞΕ. Έτσι κι αλλιώς, δίχως την άδεια της πόλης, παράτολμο
το βρίσκω να σε ξεσηκώσω, προτού ρωτήσω τί να πράξω.
ΟΙ. Για τον θεό, ω ξένε, μην ατιμάσεις έναν μετανάστη
50 κι όσα ικετεύω, εξήγησε.
ΞΕ. Μίλα ξεκάθαρα, κι εγώ δεν πρόκειται να σε καταφρονήσω.
ΟΙ. Ποιός τέλος πάντων είναι ο χώρος που καταπατήσαμε;
ΞΕ. Όσα γνωρίζω ο ίδιος, θ᾽ ακούσεις τα πάντα και θα μάθεις.
55 Είναι ιερός ο χώρος όλος. Τον έχει ο Ποσειδών σεπτός,
μέσα λατρεύεται ο τιτάνας Προμηθεύς, θεός πυρφόρος·
ο τόπος που πατείς καλείται χαλκόστρωτο κατώφλι
αυτής της χώρας, της Αθήνας έρεισμα.
Γύρω χωράφια, χωρικοί σεμνύνονται πως έχουν
60 τον ίππιο Κολωνό γενάρχη τους· όλοι τους φέρουν τ᾽ όνομά του
παρονόμι, μ᾽ αυτό συνονομάζονται.
Αυτά για σένα, ξένε, όχι με λόγια μόνο μέρη τιμημένα,
όσο με τη λατρευτική φροντίδα μας.
ΟΙ. Πράγματι κάποιοι κατοικούν τα μέρη αυτά;
65 ΞΕ. Μα φυσικά. Κι έχουν επώνυμό τους τον θεό του τόπου.
ΟΙ. Κάποιος τούς διαφεντεύει; ή μήπως έχει ο λαός τον λόγο;
ΞΕ. Ο βασιλιάς της πόλης κυβερνά κι αυτά τα μέρη.
ΟΙ. Ποιός είναι εκείνος που τον λόγο και το σθένος του επιβάλλει;
ΞΕ. Θησέας τ᾽ όνομά του, γόνος και του Αιγέα διάδοχος.
ΟΙ. Δεν θα μπορούσε κάποιος από σας να πάει σ᾽ αυτόν
70 μαντατοφόρος μας;
ΞΕ. Για ποιό σκοπό ακριβώς; να του μιλήσει;
ή να τον πείσει νά ᾽ρθει;
ΟΙ. Μικρή εκδούλευση θα φέρει κέρδος μέγα, να του πει.
ΞΕ. Τί σόι αμοιβή από έναν που δεν βλέπει;
ΟΙ. Βλέπουν πολύ καλά τα λόγια που θα πούμε.
75 ΞΕ. Έχεις τη γνώση, ξένε, το σφάλμα ν᾽ αποφύγεις;
Όποιος σε βλέπει, αναγνωρίζει την καλή γενιά σου, εκτός
απ᾽ τον κακό σου δαίμονα· μείνε λοιπόν εδώ, όπου σ᾽ αντάμωσα,
ωσότου εγώ στους συντοπίτες μου να πεταχτώ· όχι στην πόλη,
σ᾽ αυτούς να πω τί τρέχει· γιατί αυτοί θα κρίνουν αν
80 μπορείς να παραμείνεις, ή θα πρέπει πάλι να πορευτείς μακριά.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 4. Μορφή και ρόλος του αοιδού

4.2. Φήμιος


Η πρώτη εμφάνιση του Φήμιου στο βασιλικό παλάτι της Ιθάκης είναι τυπική, σύντομη και διακριτική. Κορεσμένοι οι μνηστήρες από φαΐ και πιοτό, επιθυμούν τραγούδι, μουσική, χορό - συμπλήρωμα απαραίτητο, όπως λέγεται, σε κάθε καλό τραπέζι. Τότε ο κήρυκας φέρνει και δίνει την όμορφη κιθάρα στα χέρια του Φήμιου, κι εκείνος, κρούοντας τις χορδές της, ψάχνει να βρει σκοπό για ωραίο τραγούδι. Παρενθετικά προσθέτει ο ποιητής πως ο αοιδός τραγουδούσε στα συμπόσια των μνηστήρων από ανάγκη. Που πάει να πει: αυτοί τον εξεβίαζαν, κι εκείνος από αμηχανία υποχωρούσε στις ορέξεις τους (α 150-155). Καμιά άλλη σύσταση προς το παρόν, εκτός και αν συνυπολογίσουμε το όνομα του αοιδού: παράγωγο της λέξης φήμη, παραπέμπει στη φημισμένη τέχνη του. Κάτι ανάλογο υποδηλώνεται και με το όνομα του Δημοδόκου: αρεστός στον δήμο, στον λαό.

Στο μεταξύ, και όσο ο Φήμιος τέρπει με το τραγούδι και τη μουσική του τους μνηστήρες (προς το παρόν το θέμα της αοιδής δεν δηλώνεται), προχωρεί παράμερα ο διάλογος του Τηλεμάχου με τη μεταμορφωμένη σε Μέντη Αθηνά. Ώσπου απροσδόκητα κάνει την εμφάνισή της, κατεβαίνοντας από το υπερώο στην αίθουσα του παλατιού, η Πηνελόπη, ερεθισμένη από το τραγούδι του Φήμιου και δακρυσμένη. Διαμαρτύρεται η βασίλισσα, γιατί ο αοιδός επιμένει να τραγουδά, όχι ἔργα ἀνδρῶν τε θεῶν τε, καθώς συνηθίζεται, αλλά ένα τραγούδι λυπητερό, τον πικρό νόστο των Αχαιών, όπως τον όρισε πικρό η Αθηνά Παλλάδα (α 325-327). Τραγούδι που ξύνει τις πληγές της Πηνελόπης, τον πόθο για τον άντρα της· χρόνια τώρα λείπει, και εκείνη τον θυμάται αδιάκοπα, στον νου της φέρνοντας την πανελλήνια δόξα του (α 335-344). Παρεμβαίνει όμως απότομα ο Τηλέμαχος ελέγχοντας τη μάνα του. Δεν έχει λόγο, λέει, να τα βάζει με τον τιμημένο αοιδό· αυτός κάνει το κέφι του τραγουδώντας ό,τι τραβά η ψυχή του. Όσο για το θέμα της αοιδής, τον πικρό νόστο των Αχαιών, αυτός υπήρξε απόφαση του Δία, δεν τον φαντάστηκαν οι αοιδοί. Αυτοί, έτσι κι αλλιώς, υποχωρούν στα γούστα των ακροατών τους: ο κόσμος θέλει ν᾽ ακούει νέα τραγούδια, κι αυτό που τραγουδά τώρα ο Φήμιος είναι της τελευταίας μόδας.

Αυτή η εικόνα του Φήμιου θα μείνει σταθερή μέχρι την εικοστή δεύτερη ραψωδία, όταν έχει συντελεστεί πια η εκδικητική μνηστηροφονία και ο Οδυσσέας ψάχνει μήπως απόμεινε ακόμη κάποιος ζωντανός. Οπότε παίρνει το μάτι του τον αοιδό Φήμιο να στέκει ορθός στο μεσοπόρτι, με την κιθάρα του στο χέρι, αναποφάσιστος αν πρέπει να βγει έξω από το μέγαρο και να προσπέσει ικέτης στον βωμό του Δία, ή να πέσει στου Οδυσσέα τα γόνατα, να τον παρακαλέσει, για να τον εξαιρέσει από το άγριο φονικό. Κάνει το δεύτερο: ακουμπά την κιθάρα του στο δάπεδο, μετά προστρέχει, γονατιστός στα γόνατα του Οδυσσέα. Παρακαλώντας να του δείξει έλεος, να τον ντραπεί, για να μην ντρέπεται μετά ο ίδιος και το ᾽χει βάρος στην καρδιά του, που έσφαξε με το χέρι του έναν αοιδό. Κάποιον που υμνεί θεούς και θνητούς, που ένας θεός τού φύτεψε στον νου κάθε λογής τραγούδια και που, μαθαίνοντας στο μεταξύ την τέχνη, έγινε πια αυτοδίδακτος. Έτσι που θα μπορούσε, εδώ και τώρα, να συνθέσει ένα τραγούδι και για εκείνον, τον Οδυσσέα τον ίδιο, που τον βλέπει σαν θεό. Γι᾽ αυτό δεν πρέπει να του κόψει τον λαιμό. Κι αν τραγουδούσε στα γλέντια των μνηστήρων, το έκανε με το ζόρι· πολλοί αυτοί και δυνατοί, τον έσερναν με βία να τους τραγουδά. Μάρτυράς του ο Τηλέμαχος. Ευαίσθητος ο Τηλέμαχος, παίρνει το μέρος του, μεσολαβώντας στον πατέρα του να μην τον σφάξει. Έτσι ο Φήμιος γλιτώνει τη ζωή του και σώζει τη μουσική τιμή (χ 330-356).

Χαρακτηρίστηκε ο Φήμιος οικείος και νεωτερικός. Θα μπορούσαμε καταχρηστικά να τον πούμε και ρεαλιστή. Γιατί, σε σύγκριση προς τον τυφλό Δημόδοκο, που μοιάζει επίσημος και τελετουργικός, ο Φήμιος είναι κοντινός, ευέλικτος, καπάτσος. Όσο το πάνω χέρι στο παλάτι της Ιθάκης το έχουν οι μνηστήρες, ενδίδει στην όρεξή τους για τραγούδι, και τραγουδά για χάρη τους. Δίνει ωστόσο την αίσθηση στην Πηνελόπη και στον νεαρό Τηλέμαχο πως δεν εγκρίνει την καταχρηστική συμπεριφορά των μνηστήρων· αν το μπορούσε, δεν θα τους έκανε το χατίρι, να παίρνει μέρος στα συμπόσιά τους τραγουδώντας, με την κιθάρα του στο χέρι. Που πάει να πει: και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος.

Κάτι ακόμη ανάλογο· αναγνωρίζει ο αοιδός την εξάρτησή του από τον μουσικό θεό, ενώ συνάμα αυτοχαρακτηρίζεται αυτοδίδακτος. Έτσι, αποφεύγει την πρόκληση και την παρεπόμενη τιμωρία του Θάμυρη, κρατώντας ωστόσο με διακριτικότητα ένα μερίδιο τιμής για την προσωπική του τέχνη. Τρίτο στοιχείο που τον συστήνει κοντινό και διπλωματικό: δεν τραγουδά παλιά ηρωικά τραγούδια του τρωικού πολέμου, όπως ο Δημόδοκος· αυτός είναι μέσα στην τελευταία μόδα, μελοποιώντας μελαγχολικά τον μετατρωικό νόστο των Αχαιών. Αν λογαριάσουμε ότι στο πλαίσιο αυτό ανήκει και ο νόστος του Οδυσσέα, που βρίσκεται ακόμη σε εκκρεμότητα, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε τη διπλή εξυπνάδα του Φήμιου: στον βαθμό που ο προκείμενος νόστος αποδείχτηκε πικρός, ανακουφίζει τους μνηστήρες, οι οποίοι θέλουν να πιστεύουν πως ο Οδυσσέας χάθηκε και πως δεν πρόκειται πια να γυρίσει πίσω· από την άλλη μεριά, με το θέμα αυτό δείχνει ο Φήμιος να μην ξεχνά ο ίδιος τον νόμιμο βασιλιά του παλατιού, κι ας λείπει είκοσι χρόνια τώρα από το νησί. Τέλος, ο τρόπος που εξασφαλίζει ο αοιδός τον γλιτωμό του στην έξοδο της «Μνηστηροφονίας» (η στάση του, τα επιχειρήματά του και η επίκληση της καλής μαρτυρίας του Τηλεμάχου) μαρτυρούν ευελιξία και καπατσοσύνη στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής του. Αδιαφορώντας αν θα θεωρηθεί δειλός και ιδιοτελής, εκμεταλλεύεται την τέχνη του, για να σώσει το κεφάλι του.

Η επιείκεια εξάλλου που δείχνει ο Οδυσσέας στον αοιδό της Ιθάκης, κι ας βρέθηκε να υπηρετεί με το τραγούδι του τα γούστα των μνηστήρων, αποδεικνύει δύο πράγματα: το ένα άμεσα· το άλλο έμμεσα. Άμεσα προκύπτει πως ο ίδιος ο Οδυσσέας, παρά τα σκληρά πάθη της εικοσάχρονης περιπλάνησής του, παρέμεινε φιλόμουσος, ιδιότητα που φαίνεται πιο καθαρά στη σχέση του με τον αοιδό της Σχερίας, τον Δημόδοκο. Έμμεσα, η εξαίρεση του Φήμιου από το σφαγείο της μνηστηροφονίας υπονοεί την κατοχύρωση της επικής ποίησης, τον σεβασμό όσων την ασκούν. Για να το πούμε απλούστερα: η ενδεχόμενη σφαγή του Φήμιου θα σήμαινε ακύρωση του έπους της Οδύσσειας. Γιατί χωρίς αοιδό ο ποιητής της θα έμενε ορφανός και το ποίημά του κολοβό.

Μια τελευταία παρατήρηση: ο πικρός νόστος των Αχαιών, που τραγουδά ο Φήμιος στην πρώτη ραψωδία και που χαρακτηρίζεται τραγούδι της μόδας, δείχνει ότι πριν από την Οδύσσεια κυκλοφορούσαν και άλλα ομόθεμα έπη, τα οποία δεν τα αγνοούσε ο δικός μας ποιητής. Συμπτωματικά μας σώζεται ο τίτλος Ατρειδών Κάθοδος, που παραπέμπει σε αρχαιότερο έπος με θέμα τον νόστο του Μενελάου και του Αγαμέμνονα. Κάποιοι μάλιστα ομηριστές πιστεύουν πως το χαμένο αυτό έπος υπήρξε πρότυπο της Οδύσσειας σε ό,τι αφορά την αντιθετική συγγένεια ανάμεσα στον νόστο του Οδυσσέα και στον νόστο του Αγαμέμνονα.

Λίγο πριν τα παρατήσεις, πίστεψε ξανά στον εαυτό σου και ξεκίνα να ζεις

Θα έρθουνε μέρες που δεν θα μπορείς να σηκωθείς από το κρεβάτι. Που δεν θα έχεις όρεξη να κουνήσεις ούτε το χέρι σου, ούτε το πόδι σου. Δεν θα μπορείς να κάνεις ένα βήμα.

Θα έρθουνε μέρες που θα σου φανούν όλα άδικα και ανούσια, ότι τζάμπα παλεύεις για να φτιάξεις κάποια πράγματα, όμως κανένας δεν τα εκτιμάει και είσαι αναγκασμένος να προσπαθήσεις ξανά.

Θα έρθουνε μέρες που το στόμα σου θα είναι πικρό και στυφό από το παράπονο. Που τα μέλη σου θα κρέμονται άψυχα στο σώμα σου, δίχως να έχουν καμία διάθεση να συνεργαστούν.

Θα νιώθεις την απογοήτευση να κατακλύζει το σώμα σου και το πνεύμα σου. Το δρόμο να στενεύει και να αρχίζει να γίνεται αδιέξοδο, που προσπαθεί να σε εγκλωβίσει για πάντα.

Θα σου φαίνονται όλα άσκοπα και περιττά και δεν θα έχεις κανένα ερέθισμα για να σηκωθείς από το κρεβάτι. Δεν περιμένεις τίποτα πια και ούτε αυτό το χαμόγελο – που έντεχνα φοράς για να ξεγελάς τους άλλους – δεν θα μπορείς να το ζωγραφίσεις.

Εκείνες τις ώρες που θα είσαι ένα βήμα πριν τα παρατήσεις όλα και παραιτηθείς, τότε θα είναι η στιγμή που θα κάνεις την δυνατότερη έκρηξη μέσα σου.

Τότε θα αποφασίσεις ότι δεν θα πετάξεις τη ζωή σου στα σκουπίδια, αλλά θα την φτιάξεις και θα την τοποθετήσεις στο υψηλότερο βάθρο.

Τότε θα φωνάξεις δυνατά, ότι δεν θα επιτρέψεις την απογοήτευση να σε κερδίσει. Θα κάνεις τον πόνο φίλο και τότε κανένας δεν θα μπορέσει να σε πονέσει ξανά. Βάλε το μυαλό σου μπροστά να δουλέψει και τα συναισθήματα στην άκρη. Έχεις αγώνα να δώσεις…και το συναίσθημα δεν βοηθάει.

Μπορεί να πονέσεις την καρδιά σου, μα θα πάρεις την ψυχή σου πίσω. Θα την πάρεις και θα την περιφράξεις με συρματόπλεγμα και δεν θα επιτρέψεις να την αγγίξει με βρώμικα χέρια, ουδείς πλέον.

Θα βγάλεις απ’ έξω από το χώρο σου όλους αυτούς που ρουφούν την δύναμη σου και δεν θα τους αφήσεις να ξαναμπούν, εάν δεν πλύνουν τα χέρια τους και το στόμα τους.

Δεν γεννήθηκες για να υπηρετείς, δεν γεννήθηκες για να σε εκμεταλλεύονται και ούτε για να σε ποδοπατούν. Ήρθες σε αυτό τον κόσμο με τα ίδια δικαιώματα που έχουν όλοι και αυτό πλέον θα είναι αδιαπραγμάτευτο.

Κανένας δεν είναι καλύτερος από σένα και δεν μπορεί ούτε να σε μειώνει ούτε να σε φοβίζει. Ο καθένας σε αυτή τη ζωή πρέπει να έχει το χώρο του κι εσένα….σου τον καταπάτησαν. Και τώρα αδυνατείς να αναπνεύσεις.

Ήρθε η ώρα λοιπόν, να τον πάρεις πίσω και ας μην τους αρέσει. Δεν θα μένεις εσύ στην υπόγεια γκαρσονιέρα και οι άλλοι – εκμεταλλευόμενοι το δικό σου χώρο – στην διώροφη μεζονέτα.

Δεν υπάρχει καμία θρησκεία, κανένας νόμος και καμία υποχρέωση που σε κρατάει δέσμιο εκεί που σε χρησιμοποιούν.

Θα σηκωθείς λοιπόν και θα βάλεις ένα τέλος σε όλα. Ήρθε η ώρα να ζήσεις τη ζωή σου όπως σου αρέσει και χωρίς να δίνεις λογαριασμό σε κανέναν. Να το θυμάσαι πάντα, ότι είναι η ΔΙΚΉ σου ζωή.

Ήρθε η ώρα να σπάσεις τις αλυσίδες που κουβαλάς και να απολαύσεις την ομορφιά που υπάρχει εκεί έξω, στο έπακρο. Δίχως τύψεις και χωρίς να χρειαστεί να απολογηθείς στον οποιονδήποτε.

Ανέπνευσε βαθιά και θυμήσου ποιος είσαι.
Πίστεψε στις δυνάμεις σου και θα δικαιωθείς.
Αυτή η μέρα που διανύεις δεν θα ξανάρθει, κάνε την να αξίζει λοιπόν στο μέγιστο.
Μην ψάχνεις κάποιον να σε κάνει χαρούμενο, κάνε εσύ τον εαυτό σου χαρούμενο.
Κάνε τον περήφανο για αυτό που κατάφερες.

Σταμάτα να υποφέρεις και ξεκίνα να ζεις.

Υπερανάλυση του παρελθόντος: Πώς σχετίζονται με το άγχος, την κατάθλιψη, το υποσυνείδητο και την προσωπικότητα μας

Είναι αυτή η ανάμνηση που με κρατάει ζωντανό, και είναι και η άλλη που μοιάζει με πρόωρο θάνατο της ευτυχίας μου. 

Αναμνήσεις... Ένα κεφάλαιο που στις πρώτες σελίδες καταγράφει στιγμές και τελειώνει με ολόκληρα βιώματα, και όλα αυτά υπογραμμισμένα με συναισθήματα και ανθρώπινες σχέσεις.

Κάθε ανάμνηση, ευχάριστη ή δυσάρεστη, φέρει το αποτύπωμά της στη συνείδησή μας και κουβαλάει το άρωμά της πάνω στην ύπαρξή μας, τη διάθεσή μας και τη σκέψη μας.

Οι αναμνήσεις – ορόσημα της ταυτότητά μας

Ποιος ήμουν – ποιος είμαι – ποιος θέλω να είμαι;

Η ανάμνηση μπορεί να ανήκει στο παρελθόν όμως έχει μια πολύτιμη δυναμική, μας κάνει ανθρώπους, τόσο στο εδώ και το τώρα όσο και για το μέλλον. Μέσα από τις αναμνήσεις πλέκουμε την ταυτότητά μας, προσδίδοντας μια συνέχεια του εαυτού μας στο χρόνο και έχοντας κωδικοποιήσει ποιοι είμαστε, τι έχουμε καταφέρει, τι ονειρευόμαστε για τον εαυτό μας και ποιοι θέλουμε να είμαστε. Οι αναμνήσεις γεννούν τόσο την ικανοποίηση από τις εμπειρίες όσο και μια υπαρξιακή αγωνία.

Μαθαίνω από τα λάθη μου – Προσαρμόζομαι – Δεν μετανιώνω – Νιώθω χορτασμένος από τη ζωή μου

Είναι όμως πάντα έτσι;

Υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν «αμαρτίες», πάθη, ενοχές, μαζεμένα απωθημένα ή που έχουν κάνει λάθος επιλογές που τους σφράγισαν μια πορεία γεμάτη σύγχυση και πίεση;

«Νομίζω ο καθένας έχει τα μυστικά του. Αυτό που θυμάται αλλά εύχεται να μπορούσε να ξεχάσει, και αυτό που θυμάται αλλά εύχεται να είχε ζήσει ή να ζήσει στο μέλλον».

Καταλαβαίνουμε ότι ο άνθρωπος μπορεί να δημιουργεί αναμνήσεις, μέσα από νοητές εικόνες και φαντασιώσεις, για μη πραγματοποιήσιμα πράγματα. Αναμνήσεις στη σφαίρα της φαντασίας, εκδηλώνοντας πολλές φορές μια έντονη προσκόλληση σε αυτές γιατί θέλουμε να κατακτήσουμε αυτό το ιδανικό που σκεπτόμαστε.

Και γιατί να είναι τόσο σημαντικό αυτό το κάτι που δεν έχουμε καν βιώσει και απλώς τριγυρνάει στο μυαλό μας;

Μάλλον είναι το κλειδί της ευτυχίας που ονειρευόμαστε και ο στόχος που θα θέλαμε να εκπληρώσουμε. Χωρίς αυτό, διακυβεύεται η ψυχική ισορροπία και συνείδηση του ατόμου. Όταν κάτι απειλεί την συνείδησή μας απέναντι σε ένα γεγονός, δημιουργούμε ένα αντίβαρο, μια άμυνα, ώστε να πάρουμε ώθηση να το καταπολεμήσουμε. Σε πολλούς, αυτός ο άπιαστος στόχος, είναι τόσο δελεαστικός που καταλήγει σε εμμονή.

Η εμμονή, ακόμη και η απλώς επαναλαμβανόμενη ανάκληση παρελθοντικών εμπειριών κρατάει το άτομο κολλημένο, μπλοκαρισμένο μη μπορώντας να προχωρήσει στη ζωή του. Αυτό με τη σειρά του φέρνει και τα πρώτα σημάδια άρνησης της πραγματικότητας, άγχους, στρες, κατάθλιψης, επιθετικότητας ή αναβλητικότητας σε άλλους τομείς.

Είναι μια προσωπική ρήξη με τον εαυτό μας, και ίσως κάτι φταίει με το μέσα μας παρά με τους άλλους.

«Γερνάμε πιο γρήγορα, όταν αρχίζουμε να νοσταλγούμε στιγμές που δεν υπήρξαν.»

Σβήνει ο χρόνος τις πληγές;

Ένας παρηγορητικός μύθος είναι το «ο χρόνος σβήνει τις πληγές», αλλά δεν είναι η πραγματικότητα. Ο χρόνος δεν έχει την μεταφυσική ικανότητα να παρέμβει στον εγκέφαλο και να διαγράψει όλες τις άσχημες αναμνήσεις, ώστε να νιώθουμε ευτυχισμένοι χωρίς κανένα βάρος. Άλλωστε και να γινόταν αυτό και να είχαμε μόνο τις όμορφες στιγμές στο ιστορικό μας θα ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι ή περισσότερο αποτελεσματικοί;

To ότι ο χρόνος σβήνει τις πληγές, σηματοδοτεί ότι με την πάροδο του χρόνου η συνείδηση του ατόμου «χωνεύει» το αρνητικό γεγονός, το έχει αποδεχτεί και συνηθίζει να ζει με αυτό. Δεν είναι τυχαίο που λέμε πως ακόμη και οι νεκροί ανασταίνονται κάθε φορά που τους λησμονούμε. Το συναίσθημα, λοιπόν, σταδιακά θα καταλαγιάζει αλλά πάντα θα υπάρχει η θύμηση, όπως συμβαίνει στο πένθος, τα ψυχικά τραύματα και τις εμπειρίες που αναβλύζουν ενοχή.

Οι μοναδικές περιπτώσεις στις οποίες ο χρόνος μπορεί να προστατέψει τον άνθρωπο από τις πληγές του παρελθόντος είναι οι άνοιες του γήρατος. Στην άνοια και την ασθένεια του Alzheimer, έχουμε να κάνουμε με μια νευρο-εκφυλιστική νόσο του εγκεφάλου, όπου γίνεται ατροφία των κυττάρων μνήμης, κινητικότητας, μάθησης και γνωστικών λειτουργιών, τα οποία σβήνουν το παρελθόν και κάθε στοιχείο ταυτότητας και προσωπικότητας.

«Τα πράγματα που θυμόμαστε καλύτερα είναι αυτά που θα ήταν προτιμότερο να τα ξεχνούσαμε.»

Οι 5 Τύποι αναστοχασμών του παρελθόντος

Υπερανάλυση του παρελθόντος: Όταν η μια σκέψη φέρνει την άλλη, και γίνεται ένας φαύλος κύκλος καθώς εκμαιεύουμε πιθανές εναλλακτικές που θα μπορούσαν να συμβούν γύρω από το σενάριο της εμπειρίας.

Αυθαίρετα συμπεράσματα: Αυτά γεννιούνται καθώς κάνουμε σκέψεις και ερμηνεύουμε με διαφορετικές πιθανές αιτίες για ένα αρνητικό γεγονός. Ένας φίλος μας που μας μίλησε θυμωμένος δεν σημαίνει ότι είναι θυμωμένος με εμάς, ή όταν συμπεραίνουμε ότι κάποιος μας αγνοεί ενώ συμβαίνει κάτι άλλο που δεν γνωρίζουμε.

Σκέψεις γύρω από τις προσδοκίες: Στοχάζοντας υψηλές ιδέες, αναπτύσσοντας πολλές απαιτήσεις από τον εαυτό μας και τους άλλους δύναται να οδηγήσουν σε μια απογοήτευση με την πραγματική διάσταση των πραγμάτων και τις αντοχές μας. Η καθημερινότητα χρήζει οργάνωσης και μεθοδικότητας και ένα χάος από υψηλά standards, ίσως μας παρασύρει και μας γεμίσει θλίψη.

Εστίαση στο αρνητικό: Όταν οι σκέψεις φλερτάρουν με τα αρνητικά ερεθίσματα δίχως να λαμβάνουμε υπόψη τα θετικά, βαφτίζοντας το καμένο δέντρο καμένο δάσος. Μία αρνητική σκέψη μπορεί να γενικευτεί προσδίδοντας αρνητικό πρόσημο και σε άλλες εμπειρίες, πτυχές του χαρακτήρα μας και προσωπικές αποτυχίες.

Γνωρίζοντας το μέλλον: Η τάση του να σκεπτόμαστε και να σμιλεύουμε το αύριο. Η σκέψη του «τι θα γίνει αν…», «και αν γίνει αυτό;..», που ίσως να συνοδεύεται από φαντασιώσεις και εικόνες του πως θα μοιάζουν τα πράγματα σε κάτι που μας απασχολεί είναι ένα βασανιστικό κυνήγι του μυαλού να προβλέψει το μέλλον επιφέροντας στρες, αγωνία και αποπροσανατολισμό του σήμερα.

Η στενή σχέση της ανάμνησης με ψυχολογικά προβλήματα

Δεδομένου ότι η αναπόληση του παρελθόντος συνδέεται με το πώς λειτουργούμε ως άνθρωποι, δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι ποικίλες ψυχικές διαταραχές «μαρτυρούν» και κάποια διαταραχή μνήμης.

«Φαίνεται πως η μνήμη μας απατά με πολλούς τρόπους.»

Αναμνήσεις και καταθλιπτική διάθεση

Ένας άνθρωπος που διασχίζει μια καταθλιπτική περίοδο, τείνει να ανακαλεί περισσότερο τις αρνητικές αναμνήσεις παρά τις θετικές. Εστιάζει στις προσωπικές αποτυχίες παραλείποντας ό,τι θετικό ή ωφέλιμο μπορεί να υπήρξε μέσα σε αυτές. Οι σκέψεις προϋπάρχουν των αναμνήσεων και η διάθεση επιδρά στη συναισθηματική όψη της σκέψης, πράγμα που υποβοηθάει το άτομο να θυμάται τα αρνητικά σενάρια της ζωής του.

Σε μια κατάσταση όπως την κατάθλιψη, υπάρχει μια ανηδονία, μια έλλειψη ενθουσιασμού και μια απαισιοδοξία με όλα γύρω να μοιάζουν μαύρα, γεγονός που οδηγεί το άτομο να σκέπτεται υπό αρνητικό πρίσμα και ως εκ τούτου να ανακαλεί τις αντίστοιχες αναμνήσεις. Υποστηρίζεται ότι ο βαθμός που το άτομο αναστοχάζεται το παρελθόν δίνει μια εικόνα για την έναρξη, την ένταση και τη διάρκεια της κατάθλιψης όταν αυτή αναπτυχθεί.

Όταν μελαγχολούμε...

Επίσης, στην κατάθλιψη ή ακόμα και στις περιόδους που είμαστε μελαγχολικοί, μπορεί να παρατηρήσουμε μια γενίκευση στις εμπειρίες του παρελθόντος. Αυτό σημαίνει ότι μια παρελθοντική ή και πρόσφατη αρνητική ανάμνηση-εμπειρία οδηγεί το άτομο σε ένα γενικευμένο αρνητικό συμπέρασμα για τον εαυτό του, «πάντα αποτυγχάνω σε αυτά τα πράγματα…», «Είμαι άχρηστος, δεν μπορώ να τα καταφέρω.».

Ακόμη ένα γνωστικό σφάλμα της κατάθλιψης είναι η δυσκολία να ανακαλέσει το άτομο ένα γεγονός που πραγματοποιήθηκε σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο. Η τάση του να κατηγορεί ο άνθρωπος τον εαυτό του για ένα γεγονός, να βάζει την ταμπέλα του «εγώ ο φταίχτης», είναι πολύ σύνηθες στην καταθλιπτική διάθεση, κάτι που επιδεινώνεται όσο το άτομο είναι επιρρεπές στην ανάκληση αρνητικών αναμνήσεων.

Αγχώδεις διαταραχές: Πώς η ανάμνηση δημιουργεί προκατάληψη

Οι ανεπιθύμητες, ενοχλητικές προσωπικές αρνητικές αναμνήσεις που αυθόρμητα και απρόσκοπτα ξεπηδούν στο μυαλό είναι ένα γνώρισμα χαρακτηριστικό και στις αγχώδεις διαταραχές.

Υπάρχει μεγάλος αριθμός ατόμων που υποφέρει από κοινωνικό άγχος, στιγμές ή γεγονότα που στο παρελθόν γέννησαν την ντροπή, την αμηχανία, την έκθεση, τη στοχοποίηση ενώπιον ενός κοινωνικού κύκλου. Τα άτομα που συνήθως είναι ανασφαλή και αγχώδη θεωρούνται και πιο ευάλωτα στο να καλλιεργήσουν προκαταλήψεις εαυτού μέσα από ατυχούντα συμβάντα του παρελθόντος.

Ένα μπέρδεμα της γλώσσας σε μια δημόσια ομιλία, μια αδέξια κίνηση στο χώρο εργασίας, ή ένα ντύσιμο μη αποδεκτό σε μια περίσταση είναι παραδείγματα-αναμνήσεις που κυοφορούν το αίσθημα της ντροπής σε συσχέτιση με τη κοινωνία. Θυμούμενος κανείς τέτοιες αναμνήσεις αυθυποβάλλεται μια προκατάληψη, μια γνωστική απάτη του τύπου «είμαι αδέξιος, ανίκανος, στιγματισμένος, περίεργος», η οποία τον ακολουθεί σε επίκαιρες δραστηριότητες.

Διαταραχή μνήμης μετά από τραυματικό στρες

Δυστυχώς πολλοί γινόμαστε ανά καιρούς μάρτυρες ή αποδέκτες απειλητικών γεγονότων που τραυματίζουν με διαφορετικό τρόπο και ένταση τον καθένα και φέρουμε ως άμεση αντίδραση έναν έντονο φόβο, ένα αίσθημα αβοηθητότητας ή τρόμο.

Παρεισφρέουσες αναμνήσεις: Το τραυματικό γεγονός αναβιώνεται μέσα από ενοχλητικές σκέψεις, επαναβιώσεις ή εφιάλτες. Η αναβίωση δύναται να είναι και εσκεμμένη καθώς το άτομο «μηρυκάζει» το τραυματικό γεγονός. Απρόσκλητες εικόνες ξεπηδούν στο μυαλό μη μπορώντας να ελεγχθούν από το άτομο. Τα συναισθήματα διακοσμούνται με την ίδια ένταση που είχαν βιωθεί στη στιγμή του συμβάντος.

Αποφυγή: Μια συνηθισμένη στρατηγική αποτελεί η υιοθέτηση δραστηριοτήτων ή συμπεριφορών που αποτρέπουν το άτομο να θυμάται το τραυματικό γεγονός.

Το άτομο επιστρατεύει νοητικούς αμυντικούς μηχανισμούς, όπως η αδυναμία ανάκλησης κάποιων τμημάτων της εμπειρίας, το συναισθηματικό «μούδιασμα» ή η αποξένωση από τους άλλους, καθώς και η φυσική αποφυγή αυτών που του θυμίζουν αυθόρμητα το τραύμα.

Τι μορφή παίρνουν τα τραύματα όταν ξεχαστούν;

Ιδιαίτερα για τα τραύματα που συνέβησαν στην πρώιμη παιδική ηλικία, η εμπειρία είναι πιθανό να μη μετουσιωθεί σε ανάμνηση συνειδητή αλλά σαν ένα θραύσμα γυαλιού να απωθηθεί και να εισχωρήσει στο υποσυνείδητο.

Μακροχρόνια, αυτό δύναται να επηρεάσει την προσωπικότητα και τη ψυχική ισορροπία του ατόμου, χωρίς το ίδιο να θυμάται τι ακριβώς συνέβη αλλά να συμπεριφέρεται με βάση τις πληγές που έχει αφήσει πάνω του το πρώιμο τραύμα.

Αποσυνδετική Διαταραχή Ταυτότητας

Υπό το φως των κλινικών περιπτώσεων και ερευνητικών δεδομένων, το τραύμα της παιδικής σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης έχει συνυφανθεί με την ανάπτυξη αποσυνδετικής διαταραχής ταυτότητας.

Υπάρχει η παρουσία δύο ή περισσότερων διακριτών ταυτοτήτων ή προσωπικοτήτων. Ο αριθμός των δευτερευουσών προσωπικοτήτων εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, όπως την σοβαρότητα και την χρονική διάρκεια της κακοποίησης. Οι περισσότερες δευτερεύουσες προσωπικότητες αναδύονται ουσιαστικά για να προασπίσουν την κύρια και αυθεντική ταυτότητα του ατόμου που έζησε το τραύμα και κουβαλάει την ανάμνηση. Το κακοποιημένο παιδί μαθαίνει να αποσυνδέεται ή να εισέρχεται σε μια κατάσταση αυτούπνωσης, απωθώντας στο υποσεινήδητο την ανάμνηση της κακοποίησης ως μέσον αντιμετώπισης.

Το «θεραπευτικό στοίχημα» είναι να βοηθήσουμε το άτομο να ανακτήσει τις απωθημένες αναμνήσεις, να αποτραυματισθεί από αυτές, ώστε η ανάκληση αναμνήσεων να μην εμφανίσει και άλλες προσωπικότητες, καθώς και την εξουδετέρωση των δευτερευουσών προσωπικοτήτων και ανάδειξη της κύριας του ταυτότητας.

«Οι αναμνήσεις ίσως να ξεθωριάζουν, αλλά δεν γερνάνε στο χρόνο.»

Ποιος άλλος κινεί τα νήματα των αναμνήσεων;

Ο αναστοχασμός του παρελθόντος δεν είναι απλώς μία σκέψη ή θύμηση που «τσιγκλίζει» τα συναισθήματα. Υπάρχει κάτι που ούτε βλέπουμε ούτε νιώθουμε. Υπάρχει ένα ολόκληρο νευρωνικό υπόστρωμα σε συγκεκριμένες γωνιές του εγκεφάλου που επεξεργάζεται διαφορετικά τη διαδικασία του αναστοχασμού.

Το «κοίταγμα στο παρελθόν», απαιτεί πολλές γνωστικές διεργασίες, ώστε να έρθει η θύμηση στην επιφάνεια.

Τα κλινικά δεδομένα και οι νευροαπεικονήσεις εγκεφάλων έχουν δείξει ότι υπάρχει μια δυσκολία στον έλεγχο, ιδιαίτερα την αναστολή, την αλλαγή και την διακοπή των συναισθηματικών αποκρίσεων.

Έχει επίσης βρεθεί χαμηλή συγκέντρωση φαιάς ουσίας στις δομές του εγκεφάλου που είναι υπεύθυνες για αυτές τις λειτουργίες, κάνοντάς τες λιγότερο εύπλαστες και ευέλικτες. Αυτά τα ευρήματα έχουν αναδειχθεί τόσο από συμμετέχοντες ερευνών που έχουν διαγνωσθεί με κατάθλιψη όσο και από υγιείς που έχουν μεγαλύτερη ευαλωτότητα στον αναστοχασμό.

Η αδυναμία, λοιπόν, αναστολής της σκέψης και των ερεθισμάτων είναι αυτή που εμβολιάζει το μυαλό με μεγαλύτερη παρορμητικότητα, επιτρέποντας τις ενοχλητικές σκέψεις να εισχωρήσουν πιο εύκολα στη μνήμη. Αυτό το «γνωστικό ελάττωμα» εμποδίζει το άτομο από το να θέσει στόχους αλλά ιδίως να τους διατηρήσει στο χρόνο, να τους εδραιώσει.

Το ίδιο έχει παρατηρηθεί και στην αλλαγή της προσοχής, όταν σε πειράματα ερευνών οι «αναστοχαστές» δυσκολεύονταν να προσανατολίσουν για δεδομένο χρόνο την προσοχή τους σε ένα ερέθισμα, κάτι που αναλύθηκε έπειτα από παρακολούθηση του οπτικού πεδίου. Αποτελέσματα άλλων ερευνών συμπέραναν ότι η χαμηλή τάση για αναστοχαμό συνδέεται με μεγαλύτερη ενεργοποίηση του οπτικού φλοιού. Μάλιστα, αυτά τα ευρήματα σηματοδοτούν και το υψηλό ρίσκο εμφάνισης κατάθλιψης σε εφήβους.

Είναι πράγματι εντυπωσιακό το τι μπορεί να κρύβεται πίσω από μία ανάμνηση και ίσως το ότι «όλα είναι στο μυαλό μας» είναι μια κοινή αλήθεια αλλά με βαθύτερα και αόρατα ακόμη ψήγματα.

Όσο κολλημένος είναι κανείς στις αναμνήσεις και το παρελθόν, τόσο κολλημένος και δυσκίνητος φαίνεται να είναι και ο εγκέφαλός του. Ως εκ τούτου, και η συμπεριφορά που είναι το αποτέλεσμα των σκέψεων, αντανακλά αυτά τα «πισωγυρίσματα», χάνοντας τον έλεγχο, την αυτο-επίγνωση, τη συναισθηματική διαχείριση και την ευκαιρία να προχωρήσει.
 
Προσωπικότητα και αναμνήσεις

Ο εγκέφαλος είναι ένας μεσάζων που σίγουρα θολώνει τα νερά της σκέψης.

Από την άλλη, η ιδιοσυγκρασία και η προσωπικότητα, πέρα από τα αρνητικά ή τραυματικά βιώματα που φέρει ο καθένας μόνος του, αποτελούν το καύσιμο που «αναζωπυρώνει» τις αναμνήσεις. Τα στοιχεία της προσωπικότητας ξεβράζουν ένα ηχηρό κάλεσμα της ανάμνησης και του τρόπου ανταπόκρισης σε αυτή.

Σε γενικές γραμμές, η ανασφάλεια που τρέφεται από την παιδική ηλικία, η χαμηλή αυτό-εκτίμηση, η τελειομανία, η αδυναμία συγχώρεσης του εαυτού και των άλλων καθώς και ο θυμός, υποσυνείδητος ή συνειδητός, είναι χαρακτηριστικά ανθρώπων που έχουν μεγάλη τάση στον αναστοχασμό του παρελθόντος.

Ακόμη τα άτομα που έχουν έντονο άγχος και πανικό, χάνουν την ψυχραιμία τους και τον έλεγχο ακόμη και αν δεν είναι μπροστά τους μια απειλή, τροφοδοτώντας αρνητικές σκέψεις παντρεμένες με τις αρνητικές αναμνήσεις. Η εξωστρέφεια και η εσωστρέφεια είναι δύο πυλώνες προσωπικότητας που δε φαίνεται απαραίτητα να συσχετίζονται με την ροπή στον αναστοχασμό στο παρελθόν.

Παρόλα αυτά, το γνώρισμα του να είναι κανείς ανοιχτός σε εμπειρίες, (openness to experience personality trait), γεννά μια όρεξη να γεύεται κανείς τη γεύση και την αίσθηση των αναμνήσεων.

Είναι αυτοί οι τύποι που συνεχώς «ψάχνονται», έχουν την ανάγκη να εμπνευστούν, και πολλές φορές όταν υπάρχει συναισθηματικό κενό στο παρόν, ανατρέχουν στο παρελθόν λησμονώντας ή αναβιώνοντας μια ανάμνηση. Είναι σαν ένα νοητό ναρκωτικό-αναλγητικό του ψυχικού πόνου. Αυτό όσο δημιουργικά και αν μπορεί να λειτουργήσει είναι και βασανιστικό ακριβώς επειδή δεν μπορούν να γεμίσουν το κενό και να ικανοποιηθούν από την πραγματικότητα του τώρα εμμένοντας σε ένα μοτίβο έντονης νοσταλγίας, στις «παλιές καλές ή κακές στιγμές».

Δεν θέλω άλλο να υπεραναλύω το παρελθόν

Ενώ δεν το θέλουμε, ενώ μας βασανίζει, ενώ μας μπλοκάρει, εμείς συνεχίζουμε τον φαύλο κύκλο των αρνητικών αναμνήσεων. Συνεχίζουμε να σκηνοθετούμε στο μυαλό μας και με τη φαντασία μας εναλλακτικά σενάρια που αφορούν τα λάθη μας, τα τραύματά μας, την προηγούμενη ζωή μας. Θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί πως πρόκειται για μια μαζοχιστική νοοτροπία.

Όμως, στην πραγματικότητα, σε κανέναν δεν αρέσει να πονάει από σκέψεις και εμπειρίες του παρελθόντος. Ο καθένας καταβάθος κυνηγάει να ξεφύγει από τις εμπειρίες που κουβαλούν ένα προσωπικό στίγμα, να αλλάξει σελίδα, να απελευθερωθεί, να σταματήσει να βασανίζει το μυαλό του και το σώμα του.

Όταν τα βλέμματα είναι στραμμένα στο παρελθόν, ξανά και ξανά

Ερωτήσεις κρίσεως προς τον εαυτό μας:
  • Τι με κάνει να αναλογίζομαι ξανά και ξανά το ίδιο γεγονός;
  • Τι συναισθήματα μου γεννιούνται κάθε φορά με αυτή τη σκέψη και γιατί;
  • Τι συνέπειες έχει πάνω μου αυτή η ανάλυση του παρελθόντος;
  • Πώς θα μπορούσα να αλλάξω τα συναισθήματά μου απέναντι σε αυτό;
  • Πώς μπορώ να προλάβω τον εαυτό μου όταν παρασύρομαι και πέφτω σε αυτή την παγίδα;
Το πρόβλημα είναι ότι δεν τα έχουμε βρει καλά με τον εαυτό μας, όσες ανακατατάξεις σκέψεων και εκδοχών και αν έχουμε κάνει για να «σώσουμε» μια αρνητική εμπειρία. Το να κουκουλώνουμε τα πράγματα, να αποποιούμαστε της ευθύνης ή και να κατηγορούμε τον εαυτό μας για το φέρσιμό μας, να μετανιώνουμε και να λέμε συνέχεια γιατί και γιατί, ποτέ δεν θα μας βοηθήσει να απαλλαγούμε από αυτό το μοτίβο. Πρέπει να αποδεχτούμε ότι έγινε, να το επεξεργαστούμε βαθιά, ώστε να πάρουμε ό,τι μπορούμε να κερδίσουμε για τον εαυτό μας, ό,τι μπορεί να μας δυναμώσει και να μας εξελίξει σαν ανθρώπους.

Οι αναμνήσεις θα πρέπει να μας κάνουν παραγωγικούς, επιλύοντας τα προβλήματα και παίρνοντας μαθήματα από τα παθήματα.

Αυτό θα είναι μια απελευθέρωση που δεν θα πρέπει να εγκυμονεί εγωισμούς και άρνηση. Είναι μια εσωτερική διαδικασία καταγράφοντας τα συναισθήματα και τις ανησυχίες παίρνοντας βαθιές ανάσες και ανακαλώντας και τις θετικές αναμνήσεις που θα μας ενισχύσουν το εγώ χτίζοντας ένα ευτυχέστερο αύριο.

Η αρρώστια… του φόβου

Ο φόβος της αρρώστιας, μια κατάσταση σε κάποιο βαθμό φυσιολογική για τους περισσότερους ανθρώπους, μπορεί ξεπερνώντας κάποια όρια να μετατραπεί σε αρρώστια καθαυτή, γεγονός που παρατηρούμε γύρω μας ιδίως αυτή την εποχή.

Ο φόβος από μόνος του είναι γνωστό ότι αποδυναμώνει τον άνθρωπο πολλαπλά. Η επίδρασή του στον ψυχισμό, στην δύναμη, την αισιοδοξία και το κουράγιο μας είναι βέβαια προφανής. Αυτό που είναι ίσως λιγότερο προφανές αν και όχι άγνωστο σαν εμπειρία σε πολλούς, είναι ο τρόπος με τον οποίο ο φόβος επιδρά στο σώμα και στην κατάσταση της υγείας μας γενικά και στην κατάσταση του ανοσοποιητικού μας συστήματος ειδικότερα, όταν πρόκειται για την άμυνα του οργανισμού μας απέναντι στα συνηθισμένα προβλήματα.

Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον και πραγματικά τόσο επίκαιρο αυτό που έγραφε ο E.Bach ήδη στα 1931 σχετικά με το φόβο και την επίδρασή του στην υγεία και την αρρώστια:

Στην εποχή μας ο φόβος της αρρώστιας έχει αναπτυχθεί τόσο που έχει γίνει μια μεγάλη δύναμη καταστροφής, επειδή ανοίγει την πόρτα σε εκείνα τα πράγματα που τρέμουμε και διευκολύνει το να μας συμβούν.

Ο φόβος στους τωρινούς καιρούς παίζει μεγάλο ρόλο στην ενδυνάμωση της αρρώστιας και η σύγχρονη επιστήμη έχει μεγαλώσει την κυριαρχία του τρόμου μέσα από τη διάδοση στο ευρύ κοινό των ανακαλύψεών της, που αποτελούν όμως καθαυτές μισές αλήθειες.

Οι γνώσεις σχετικά με τα βακτήρια και τους διάφορους ιούς που συνδέονται με την ασθένεια έχουν προκαλέσει τρομακτική ταραχή στο νου αμέτρητων ανθρώπων και ο τρόμος αυτός που δημιουργείται μέσα τους, τους καθιστά πιο ευάλωτους στο να νοσήσουν. Παρόλο όμως που κατώτερες μορφές ζωής, όπως τα βακτήρια, μπορούν να παίζουν ένα ρόλο ή να συνδέονται με τη σωματική ασθένεια, δεν αποτελούν σε καμία περίπτωση όλη την αλήθεια σχετικά με το πρόβλημα, όπως μπορεί να αποδειχθεί επιστημονικά αλλά και μέσα από τα γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας. Υπάρχει ένας παράγοντας τον οποίο η επιστήμη αδυνατεί να εξηγήσει με φυσικούς όρους και αυτός είναι το γιατί ορισμένοι άνθρωποι προσβάλλονται από την ασθένεια ενώ άλλοι όχι, παρόλο που όλοι υπόκεινται στις ίδιες πιθανότητες νόσησης. Ο υλισμός ξεχνά ότι υπάρχει ένας παράγοντας πάνω από το υλικό επίπεδο, ο οποίος καθορίζει το γιατί η ζωή προστατεύει ή αντίθετα αφήνει ευάλωτο κάποιον άνθρωπο απέναντι στην αρρώστια οποιασδήποτε μορφής.

Ο φόβος με την καταθλιπτογόνο του δράση στο νου μας, δημιουργώντας δυσαρμονία στα φυσικά και μαγνητικά μας σώματα, στρώνει το δρόμο στο να προσβληθούμε από βακτήρια, και αν τα βακτήρια και άλλες σχετικές φυσικές μορφές ήταν η μοναδική αιτία για αρρώστια, τότε πραγματικά θα υπήρχε πολύ λίγη ενθάρρυνση προκειμένου να μη φοβάται κανείς. Αλλά όταν συνειδητοποιούμε ότι ακόμη και στις χειρότερες επιδημίες μόνο ένα ποσοστό από αυτούς που εκτίθενται στη μόλυνση προσβάλλονται από την επιδημία, και καθώς έχουμε δει ήδη, η πραγματική αιτία της αρρώστιας βρίσκεται στην προσωπικότητά μας και είναι μέσα στα όρια του ελέγχου μας, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούμε να προχωράμε χωρίς τρόμο και άφοβοι, γνωρίζοντας ότι το γιατρικό βρίσκεται μέσα μας. Μπορούμε να βγάλουμε από το νου μας όλους τους φόβους των φυσικών αιτίων σαν αποκλειστικών λόγων για αρρώστια, γνωρίζοντας ότι ένα τέτοιο άγχος μας κάνει ευπρόσβλητους στην αρρώστια και ότι αν κατευθυνόμαστε προς το να φέρνουμε αρμονία στην προσωπικότητά μας δεν χρειάζεται να ανησυχούμε για την αρρώστια περισσότερο από όσο τρέμουμε στην ιδέα του να μας χτυπήσει ένας κεραυνός ή ένα κομμάτι από μετεωρίτη.

(Edward Bach: Heal Thyself)

Εκτός από τον τομέα της υγείας όμως, η αρρώστια του φόβου επεκτείνεται και διηθεί τη ζωή μας σχετικά με ένα πλήθος ζητημάτων και καταστάσεων. Είναι σημαντικό να είμαστε αισιόδοξα ρεαλιστές και αγωνιστικοί απέναντι στα προβλήματά μας. Η απόφαση του να προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που μας φοβίζει, ήδη από μόνη της αρχίζει να μειώνει το φόβο και να τον αντικαθιστά με δύναμη και γενναιότητα.

Βγαίνουμε έτσι από την κατάσταση της παθητικής αναμονής των όσων φοβόμαστε και μπαίνουμε στο ρόλο του υποκειμένου που δρα. Η ενέργειά μας, που με το φόβο εμφάνιζε τάσεις συρρίκνωσης, ανοίγοντας την πόρτα σε βλαπτικούς παράγοντες να ‘καταλάβουν τον χώρο’ μέσα μας, αρχίζει τώρα να δυναμώνει, να γεμίζει το σώμα μας και να ξεχειλίζει προς τα έξω. Συνειδητοποιούμε τη ζωή που υπάρχει μέσα μας και αυτό μας ενισχύει και μας γεμίζει κουράγιο.

Μην αποθηκεύετε σιωπές, φωνάξτε που και που

Ακόμα και οι πιο ήσυχοι άνθρωποι στον κόσμο δεν μπορούν να κουβαλήσουν όλα τα συναισθήματα μέσα τους αφού όλοι χρειαζόμαστε να απελευθερώσουμε τα αρνητικά συναισθήματα ανά καιρούς και να εκφράσουμε με λέξεις αυτά που καταπνιγούμε μέσα μας. Στην πραγματικότητα, θα υπάρξουν στιγμές που ίσως θα ξέρετε πως οι λέξεις σας πνίγουν, σας πληγώνουν εσωτερικά και απλώς δεν ξέρετε πως να εκφράσετε αυτό που νιώθετε. Είναι σαν να πνίγεστε και η καρδιά σας δεν σας αφήνει να αναπνεύσετε.

Μπορεί ακόμα να σκεφτείτε πως δεν υπάρχουν λέξεις αρκετά ακριβείς να μεταφέρουν την αληθινή εικόνα από το τι πραγματικά σας συμβαίνει. Είναι εντελώς φυσιολογικό, απλώς πρέπει να προσπαθήσουμε και να μάθουμε πως να αναπνέουμε βαθιά. Όλοι έχουμε περάσει μια παρόμοια κατάσταση αλλά μπορώ να σας πω πως δε θα είναι έτσι για πάντα: είτε το πιστεύετε είτε όχι η φούσκα του πόνου σας θα σπάσει και θα βρείτε τον τρόπο να τον ανακουφίσετε και να νιώσετε καλύτερα.

Το να μην εκφράζετε τα συναισθήματα σας μπορεί να σας κάνει άρρωστους

Υπάρχουν πολλά συναισθήματα που μπορούμε να νιώσουμε και ανεξάρτητα από το αν είναι αρνητικά ή θετικά πρέπει να εξωτερικεύονται ώστε να μπορούμε να τα διοχετεύσουμε σωστά. Αλλιώς παραμένουν μέσα σας, δημιουργούν μια ενόχληση και κλέβουν κάποια από την ενέργεια σας.

Μην αποθηκεύετε σιωπές, φωνάξτε που και που.

Το σώμα και το μυαλό χρειάζεται να εκφράσουν τις πληροφορίες που συλλέγουν από τις εμπειρίες που έχουμε και αν δεν το κάνουμε τότε αρρωσταίνουν: Για παράδειγμα η αλεξιθυμία είναι μια κατάσταση που εμφανίζεται όταν πιέζουμε τα όρια αυτής της αδυναμίας του εκδηλώνουμε τα συναισθήματα μας. Αν νιώθετε πως καταπιέζεστε και δεν ξέρετε πως να συνεχίσετε είναι ίσως καιρός να αφήσετε τις λέξεις να μιλήσουν για εσάς ή ακόμα να αναζητήσετε βοήθεια- χωρίς να θέλουμε να σας πούμε τι να κάνετε και τι να μην κάνετε αλλά το να αναζητήσετε αυτού του είδους αίσθηση κατανόησης είναι αυτό που χρειάζεστε.

Κυνηγήστε τις λέξεις που θέλουν να απομακρυνθούν

Είναι περίεργο πως όταν παροτρύνεστε να πείτε κάτι δεν μπορείτε επειδή τα λόγια φαίνεται πως απομακρύνονται και δεν σας αφήνουν! Ωστόσο αν αναζητείτε δύναμη κυνηγήστε τα και στο τέλος θα τα κρατήσετε.

Κάθε αναστεναγμός είναι σαν μια γουλιά ζωής με την οποία ξετυλίγεται ο εαυτός σας.

Είναι πιθανό πως όταν θα είστε έτοιμοι να μιλήσετε, θα τραυλίσετε, οι προτάσεις θα διακόπτονται και το στόμα σας θα είναι στεγνό. Ή ίσως αντί να μιλήσετε, προσπαθήστε να γράψετε τις σκέψεις σας αν και μπορεί να μην έχουν συνοχή αλλά θα εκπλαγείτε από αυτό που θα δείτε στο χαρτί.

Ωστόσο , οι λέξεις που σας πνίγουν πρέπει να βγουν έξω επειδή είναι ωφέλιμο για εσάς να τις ακούσετε και να τις αποδεχθείτε. Μέχρι να τις εκφράσετε, δε θα μπορείτε να τις αποδεχθείτε ούτε θα ξέρετε πως να τις εφαρμόσετε στην ζωή σας.

Κάποια εργαλεία για το πώς να απελευθερώσετε τα αρνητικά συναισθήματα

Το να απελευθερώσετε τα αρνητικά συναισθήματα είναι μια από τις πιο περίπλοκες διαδικασίες που έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως άνθρωποι επειδή πρέπει να εκθέσουμε τον εαυτό μας σε όλα αυτά που μας ταλαιπωρούν ώστε να δούμε προσεκτικά τι είναι αυτό που μας βασανίζει.

Ωστόσο υπάρχουν κάποιες τεχνικές που θα μπορούσαν να διευκολύνουν την απελευθέρωση των συναισθημάτων και να σας βοηθήσουν να βρείτε την εσωτερική σας γαληνή:

● Να είστε ο σύμβουλος σας: αν νομίζετε πως είστε ικανοί στην αντικειμενικότητα, πρέπει να αναλύσετε τον εαυτό σας, το να ξεχωρίσετε τα πλεονεκτήματα και τα μειονέκτημα αυτών που σας συμβαίνουν είναι μια καλή άσκηση ηρεμίας.

● Κλάψτε: πάντα λέω πως το κλάμα είναι ωφέλιμο αλλά θεωρώ πως είναι αναγκαίο να καταλάβουμε πως είναι χρήσιμο μόνο όταν γνωρίζουμε ότι μας ηρεμεί. Δώστε την ευκαιρία στον εαυτό σας να κλάψει μέχρι να μην μπορεί άλλο και μετά προσπαθήστε να βγάλετε συμπεράσματα.

● Αποκτήστε γαλήνη και ηρεμία: Ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσετε τα προβλήματα είναι μια ατμόσφαιρα γαλήνης και ηρεμίας. Αν είχατε μια κακή στιγμή, κάντε κάτι που σας χαλαρώνει, όπως το να ακούσετε μουσική και μετά ψάξτε τα λόγια που θέλετε να πείτε.

● Να περιβάλλεστε από ανθρώπους που σας αγαπάνε: Είναι προφανές ότι είναι πολύ σημαντικό να βρείτε κάποιον κοντινό σας που να χαίρεται με τις επιτυχίες σας και να δείχνει κατανόηση στις αποτυχίες, στους φόβους ή στους δισταγμούς σας. Είναι σίγουρο πως υπάρχει κάποιος στο πλευρό σας ο οποίος είναι πρόθυμος να μην σας κρίνει, με τον οποίο νιώθετε ελεύθεροι να μιλήσετε και να ακουστείτε.

Νομίζω ότι είσαι από αυτούς τους ανθρώπους που ξέρει πως να ακούει με τα αυτιά, με τα μάτια και με την καρδιά την ίδια στιγμή.

Η γαλήνη είναι η ισχυρότερη μορφή δύναμης

Γίνε αναζητητής της γαλήνης.

Σ ένα κόσμο που ταράζεται συθέμελα, εσύ μη σταματάς να αναζητάς τη γαλήνη.

Σε μια χώρα που χάνεται και παράλληλα, σου κλείνει πόρτες σε κάθε ευκαιρία, εσύ μείνε γαλήνιος, ατάραχος, ψύχραιμος.

Όταν το φως φαίνεται να λιγοστεύει και το σκοτάδι να θεριεύει, εσύ μείνε γαλήνιος.

Εκείνες τις ώρες που ο φόβος σε σκεπάζει, εσύ άνοιξε την αγκαλιά σου στη γαλήνη.

Πάντα να αναζητάς και να βρίσκεις το χρόνο για να γαληνεύεις.

Γιατί η γαλήνη είναι γεννήτορας της δύναμης.

Κάθε μορφής δύναμη βρίσκεται κάτω από τη γαλήνη του μυαλού, της καρδιάς και της ψυχής.

Γαλήνη δεν σημαίνει απάθεια, υποχώρηση ή αδιαφορία.

Γαλήνη σημαίνει δύναμη να αυτοσυγκεντρωθείς και να εστιάσεις την προσοχή σου σε ότι κι αν έχεις στη διάθεσή σου για να νικήσεις, να ξεπεράσεις τις δυσκολίες, να απελευθερωθείς από εκείνο που σε ταλαιπωρεί, σε πονάει, σε καταδυναστεύει.

Γιατί αυτό που έχεις, πάντα είχες και ποτέ δεν θα σου πάρουν είναι η ικανότητα να μπορείς να γαληνεύεις στο επίκεντρο της ταραχής.

Είναι η ικανότητα να βρίσκεις το δικό σου κέντρο όταν οι άλλοι γύρω σου παραπατάνε.

Είναι η δύναμη να επιβιώσεις όταν όλα γύρω σου βουλιάζουν.

Είναι η δύναμη να ανοίγεις δρόμους εκεί που σβήνουν όλα τα μονοπάτια.

Γιατί όταν μπορείς να γαληνεύεις μέσα στην αναστάτωση, στο επίκεντρο κάθε αναστάτωσης, τότε έχεις τη δύναμη να την αντιμετωπίσεις ψύχραιμα, δημιουργικά και νικηφόρα.

Η γαλήνη είναι η ξεχωριστή εκείνη δύναμη που θα οπλίσει το χέρι να σημαδέψει επιδέξια το στόχο του και να τον πετύχει.

Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους

Πώς μας επηρεάζει η έλλειψη αγάπης; Γιατί η ακραία παραμέληση θα μας ωθούσε σε τέτοια «οργή και ανείπωτη απελπισία», ώστε ακόμη και τα βασανιστήρια να τα θεωρούμε ανακούφιση μπροστά της;

Η προσοχή των άλλων έχει πρωταρχική σημασία, μάλλον, επειδή υποφέρουμε εκ γενετής από αβεβαιότητα ως προς την αξία μας· πράγμα που σημαίνει ότι η γνώμη των άλλων για το άτομό μας καταλήγει να επιδρά καθοριστικά στην εικόνα που είμαστε σε θέση να διαμορφώνουμε εμείς για τον εαυτό μας. Η αυτοθεώρησή μας είναι δέσμια της γνώμης εκείνων που μας περιβάλλουν. Αν διασκεδάζουν με τα ανέκδοτά μας, αποκτούμε σιγουριά ως προς την ικανότητά μας να είμαστε διασκεδαστικοί. Αν μας επαινούν, σχηματίζουμε την εντύπωση ότι είμαστε σπουδαίοι. Αν όμως κάποιος αποφύγει τη ματιά μας την ώρα που μπαίνουμε σε κάποιο χώρο ή το βάλει στα πόδια μόλις αναφέρουμε τι δουλειά κάνουμε, είναι πιθανόν να νιώσουμε ανάξιοι και να μας καταλάβει διάθεση αυτοαμφισβήτησης.

Σε έναν ιδεώδη κόσμο δε θα ήμαστε τόσο ευάλωτοι. Θα παραμέναμε ατάραχοι, ασχέτως αν θα μας πρόσεχαν ή θα μας αγνοούσαν, αν θα μας εγκωμίαζαν ή θα μας χλεύαζαν. Δε θα μας ξελόγιαζε όποιος μας απευθύνει μια απατηλή φιλοφρόνηση. Και αφού θα αποτιμούσαμε σωστά τον εαυτό μας για να συμπεράνουμε την αξία μας, δε θα μας πλήγωναν τα υποτιμητικά σχόλια των άλλων. Θα ξέραμε τι αξίζουμε. Εμείς όμως, αντίθετα, φαίνεται ότι διαθέτουμε ολόκληρο φάσμα από αποκλίνουσες απόψεις ως προς το χαρακτήρα μας. Έχουμε ενδείξεις ότι είμαστε έξυπνοι και βλάκες, ευχάριστοι και πληκτικοί, πολύτιμοι και περιττοί. Καθώς όμως οι περιστάσεις είναι τόσο ευμετάβλητες, το ζήτημα της σημαντικότητάς μας επαφίεται κατά κανόνα στη στάση των γύρω μας. Η αδιαφορία των άλλων φέρνει στο προσκήνιο τις αρνητικές πλευρές της αυτοαποτίμησης, ενώ μ’ ένα χαμόγελο η με μια φιλοφρόνηση ευδοκιμούν ακαριαία οι θετικές. Φαίνεται πως το χρωστάμε στη στοργή των άλλων ότι αντέχουμε τον εαυτό μας.

Το «εγώ» μας, λοιπόν, η νοερή εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, μοιάζει μ’ ένα μπαλόνι που από κάπου χάνει, και γι’ αυτό απαιτεί διαρκώς ήλιον –την αγάπη των άλλων- για να κρατηθεί φουσκωμένο, ενώ παραμένει ανά πάσα στιγμή τρωτό ακόμη και στο πιο μικρό αγκαθάκι παραμέλησης. Είναι πραγματικά ανησυχητικό και παράλογο πόσο μας χαροποιεί η προσοχή των άλλων και πόσο μας θίγει η αδιαφορία τους. Μπορεί να μας μαυρίσει η ψυχή επειδή κάποιος στη δουλειά μας χαιρέτησε αφηρημένα ή δεν απάντησε όταν τον ζητήσαμε. Και κατά τον ίδιο τρόπο μπορεί να βρούμε νόημα στη ζωή απλώς και μόνο επειδή θυμήθηκαν τη γιορτή μας και μας έφεραν λουλούδια.

Δεν έχουμε δεύτερη ευκαιρία στη ζωή

Το ότι φτάνουμε τόσο κοντά στον θάνατο μας φέρνει σε επαφή με τον αναπόφευκτο χαρακτήρα του και την αξία του. Πάρα πολύ συχνά φοβόμαστε τον θάνατο, ενώ δεν είναι αυτός που πρέπει να μας τρομάζει, αλλά μάλλον η απάθεια, με την οποία δεχόμαστε να μη ζήσουμε τη ζωή μας.

Όσοι δεν αναγνωρίζουν τη θνητότητά τους στερούνται της απαραίτητης δύναμης να αντιμετωπίσουν τη ζωή. Η ύπαρξη, στο κάτω-κάτω, δεν έχει νόημα από μόνη της. Είναι απλώς μια σειρά από στιγμές που αποκτούν νόημα μόνο αφού περάσουν, και ειδωθούν στο πλαίσιο ολόκληρης της ζωής. Όταν παραβλέπουμε σκόπιμα το γεγονός ότι όλοι θα πεθάνουμε, ότι η ζωή μας είναι περιορισμένη, δεν αναγνωρίζουμε τη σημασία της κάθε στιγμής και την αφήνουμε να περάσει ανεκμετάλλευτη, αδιαφορώντας για το γεγονός ότι χάνεται για πάντα.

Τη μέρα που γεννιόμαστε μας δίνεται μια ζωή για να τη ζήσουμε και η ικανότητα να το κάνουμε αυτό με αγάπη. Δεδομένου ότι ο θάνατος έρχεται τις περισσότερες φορές αναπάντεχα, σπάνια έχουμε μια δεύτερη ευκαιρία είτε για το ένα είτε για το άλλο.

Η πιο ακατανίκητη λαχτάρα για αγάπη και μια γεμάτη ζωή έρχεται όταν έχουμε αποδεχτεί την πραγματικότητα, πως για κανέναν μας δεν θα είναι αιώνια .

Η πλήξη δεν είναι κάτι που μπορούμε να το πάρουμε αψήφιστα

Η ζωή της μεγάλης πλειοψηφίας των ανθρώπων είναι ένας διαρκής αγώνας να επιβιώσουν, όντας σίγουροι πως στο τέλος θα χάσουν. Αυτό που τους δίνει τη δυνατότητα ν’ αντέξουν τον κάματο της μάχης δεν είναι τόσο πολύ η αγάπη της ζωής όσο ο φόβος του θανάτου, ο οποίος ωστόσο ως αναπόφευκτος περιμένει στα παρασκήνια, απ’ όπου μπορεί την κάθε στιγμή να βγει στη σκηνή. Η ίδια η ζωή είναι μια θάλασσα γεμάτη βράχια και φουρτούνες. Ο άνθρωπος αποφεύγει αυτές τις κακοτοπιές όσο πιο προσεχτικά μπορεί, αν και γνωρίζει ότι, ακόμα κι αν, με κόπο και επιδεξιότητα καταφέρει να τις ξεπεράσει, κάθε του βήμα τον φέρνει όλο και πιο κοντά στο μεγαλύτερο, στο απόλυτο, στο αναπόφευκτο και αναπότρεπτο ναυάγιο, για την ακρίβεια κατευθύνεται πλησίστιος προς αυτό, προς τον θάνατο. Αυτός είναι ο τελικός προορισμός του κουραστικού ταξιδιού και είναι χειρότερος απ’ όλα τα βράχια που έχει καταφέρει να αποφύγει.

Αξίζει εδώ να παρατηρήσουμε ότι απ’ τη μια μεριά, τα βάσανα και οι θλίψεις της ζωής μπορούν εύκολα να πάρουν τόσο μεγάλες διαστάσεις, ώστε ακόμη κι ο θάνατος, αυτό που κάθε ζωή προσπαθεί να αποφύγει, γίνεται επιθυμητός, κι ο άνθρωπος εκούσια πορεύεται προς αυτόν. Απ’ την άλλη μεριά, όμως, αξίζει να παρατηρήσουμε ότι, μόλις χαλαρώσουν κάπως οι στερήσεις και τα βάσανα, υπεισέρχεται αμέσως η πλήξη τόσο πιεστικά, ώστε οι άνθρωποι να χρειάζονται έναν τρόπο να ροκανίσουν το χρόνο. Αυτό που απασχολεί και κρατάει σε κίνηση όλα τα ζωντανά όντα είναι ο αγώνας για την ύπαρξη. Όταν όμως η ύπαρξη εξασφαλιστεί, δεν ξέρουν τι να την κάνουν. Οπότε το δεύτερο πράγμα που τους θέτει σε κίνηση, είναι η προσπάθεια ν’ απαλλαγούν απ’ το βάρος της ύπαρξης, να πάψουν να το νιώθουν, «να σκοτώσουν το χρόνο τους», με άλλα λόγια να ξεφύγουν απ’ την πλήξη. Έτσι παρατηρούμε, ότι σχεδόν όλοι, όσοι έχουν απαλλαγεί από έγνοιες και στερήσεις, τελικά, έχοντας απαλλαγεί απ’ όλα τα άλλα βάρη, έχουν μετατραπεί σε βάρος του εαυτού τους. Θεωρούν κέρδος κάθε ώρα που περνάει, δηλαδή κάθε μείωση αυτής της ίδιας ζωής, την οποία μέχρι τότε κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να παρατείνουν. 

Η πλήξη δεν είναι κάτι που μπορούμε να το πάρουμε αψήφιστα` σε τελευταία ανάλυση ζωγραφίζει στα πρόσωπά μας την πραγματική απόγνωση. Κάνει κάποια πλάσματα, που αγαπιούνται ελάχιστα μεταξύ τους, όπως οι άνθρωποι, να επιζητούν το ένα την παρέα του άλλου, γι’ αυτό και αποτελεί τη ρίζα της κοινωνικότητας.

Το κράτος ενεργώντας έξυπνα, με τον ίδιο τρόπο που αντιμετωπίζει και άλλες συμφορές, παίρνει παντού μέτρα εναντίον της πλήξης` γιατί αυτή η μάστιγα, όπως και το άκρο αντίθετό της, η πείνα, μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους στις μεγαλύτερες υπερβολές και στην αναρχία` «άρτον και θεάματα» χρειάζεται ο λαός.

H ιστορία του ανθρώπου που δεν πίστευε στην αγάπη

Ο σοφός άντρας συνέχισε να απαριθμεί τους λόγους για τους οποίους πίστευε ότι η αγάπη δεν υπάρχει και είπε «Τα έχω ζήσει όλα αυτά. Δεν θα αφήσω πια κανέναν να χειραγωγήσει τον νου μου και να ελέγξει τη ζωή μου στο όνομα της αγάπης».

Τα επιχειρήματά του ήταν αρκετά λογικά και τα λόγια του έπεισαν πολλούς. Δεν υπάρχει αγάπη.

Τότε, μια μέρα, καθώς περπατούσε στο πάρκο, είδε μια πανέμορφη γυναίκα να κάθεται σε ένα παγκάκι και να κλαίει. Ένιωσε περιέργεια. Κάθισε δίπλα της και ρώτησε αν μπορούσε να τη βοηθήσει. Τη ρώτησε γιατί έκλαιγε. Μπορείτε να φανταστείτε την έκπληξή του όταν του είπε ότι έκλαιγε επειδή δεν υπάρχει αγάπη. Τότε είπε: «Εκπληκτικό – μια γυναίκα που δεν πιστεύει ότι υπάρχει αγάπη!» Φυσικά, ήθελε να μάθει περισσότερα για κείνη.

«Γιατί λες ότι δεν υπάρχει αγάπη;» τη ρώτησε.

«Είναι μεγάλη ιστορία», απάντησε εκείνη. «Παντρεύτηκα πολύ μικρή, με όλη αυτή την αγάπη, όλες τις αυταπάτες, γεμάτη ελπίδα ότι θα μοιραζόμουν τη ζωή μου με τον σύντροφό μου. Ορκιστήκαμε ότι θα έχουμε πίστη, σεβασμό και εκτίμηση, και κάναμε οικογένεια. Σύντομα, όμως, όλα άλλαξαν. Εγώ ήμουν η αφοσιωμένη σύζυγος που φρόντιζε τα παιδιά και το σπίτι. Ο άντρας μου συνέχισε να προχωρά στην καριέρα του και η επιτυχία και η εικόνα του εκτός σπιτιού ήταν για κείνον σημαντικότερα από την οικογένειά μας. Έχασε τον σεβασμό που μου είχε και εγώ το ίδιο. Πληγώσαμε ο ένας τον άλλο και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν τον αγαπούσα και πως ούτε εκείνος με αγαπούσε» Όμως, τα παιδιά χρειάζονταν έναν πατέρα και αυτή ήταν η δικαιολογία που με έκανε να μένω μαζί του και να κάνω ό,τι μπορούσα για να τον στηρίξω. Τώρα τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφυγαν. Δεν έχω πια λόγο να μένω κοντά του. Δεν υπάρχει σεβασμός και καλοσύνη. Ξέρω ότι ακόμη και αν βρω κάποιον άλλο, θα είναι το ίδιο, γιατί δεν υπάρχει αγάπη. Δεν έχει νόημα να αναζητάς κάτι που δεν υπάρχει. Γι’ αυτό κλαίω».

Καταλαβαίνοντάς την απόλυτα, την αγκάλιασε και της είπε. «Έχεις δίκιο· δεν υπάρχει αγάπη. Την αναζητάμε, ανοίγουμε την καρδιά μας και γινόμαστε ευάλωτοι, και το μόνο που βρίσκουμε είναι εγωισμός. Κι αυτό μας πληγώνει ακόμη κι αν δεν θεωρούμε ότι μπορούμε να πληγωθούμε. Δεν έχει σημασία πόσες σχέσεις κάνουμε- το ίδιο συμβαίνει κάθε φορά. Γιατί, λοιπόν, να αναζητάμε πια την αγάπη;»

Έμοιαζαν τόσο που έγιναν οι καλύτεροι φίλοι. Ήταν μια υπέροχη σχέση. Υπήρχε αμοιβαίος σεβασμός και δεν κατέκρινε ποτέ ο ένας τον άλλο. Κάθε δευτερόλεπτο που περνούσαν μαζί ήταν χαρούμενοι. Δεν υπήρχε φθόνος ή ζήλια, δεν υπήρχε έλεγχος και κτητικότητα. Η σχέση τους εξελισσόταν συνεχώς. Τους άρεσε πολύ να κάνουν παρέα, γιατί όταν ήταν μαζί διασκέδαζαν πολύ. Όταν δεν ήταν μαζί, έλειπε ο ένας στον άλλο.

Μια μέρα, ενώ εκείνος ταξίδευε, του ήρθε στο μυαλό η πιο παράλογη ιδέα. Σκέφτηκε: «Χμ, ίσως αυτό που αισθάνομαι για κείνη να είναι αγάπη. Όμως, είναι τόσο διαφορετικό απ’ ό,τι έχω νιώσει στο παρελθόν. Δεν είναι αυτό που περιγράφουν οι ποιητές και οι θρησκείες, γιατί δεν είμαι υπεύθυνος για κείνη. Δεν αποκομίζω κάτι από αυτή- δεν έχω την ανάγκη να με φροντίζει- δεν την κατηγορώ για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζω, ούτε της λέω τον πόνο μου. Περνάμε υπέροχα μαζί και απολαμβάνουμε ο ένας την παρέα του άλλου. Σέβομαι τον τρόπο που σκέφτεται και αυτό που αισθάνεται. Δεν με ντροπιάζει- δεν με ενοχλεί καθόλου. Δεν αισθάνομαι ζήλια όταν είναι με άλλους ανθρώπους- δεν τη φθονώ όταν πετυχαίνει κάτι. Ίσως, τελικά, να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην είναι αυτό που πιστεύει ο κόσμος».

Ανυπομονούσε να γυρίσει και να της μιλήσει, να της πει την παράλογη ιδέα του. Με το που άρχισε να μιλά, εκείνη του είπε: «Ξέρω ακριβώς τι εννοείς. Σκέφτηκα κι εγώ το ίδιο καιρό τώρα, αλλά δεν ήθελα να σου πω τίποτα, γιατί ξέρω ότι δεν πιστεύεις στην αγάπη. Ίσως να υπάρχει αγάπη, αλλά να μην είναι αυτό που πιστεύαμε». Αποφάσισαν να γίνουν εραστές και να ζήσουν μαζί, και ήταν θαυμάσια, γιατί τα πράγματα δεν άλλαξαν καθόλου. Συνέχισαν να σέβονται και να στηρίζουν ο ένας τον άλλο και η αγάπη τους αυξανόταν. Ακόμη και τα απλούστερα πράγματα γέμιζαν την καρδιά τους αγάπη, γιατί ήταν τόσο ευτυχισμένοι.

Η καρδιά του άντρα ήταν τόσο γεμάτη με την αγάπη που ένιωθε ώστε κάποιο βράδυ έγινε ένα θαύμα. Κοιτούσε τα αστέρια και βρήκε το πιο όμορφο και η αγάπη του ήταν τόσο μεγάλη που αυτό άρχισε να κατεβαίνει από τον ουρανό και σύντομα το κρατούσε στα χέρια του. Ύστερα συνέβη κι άλλο θαύμα και η ψυχή του έγινε ένα με το αστέρι. Ένιωσε τεράστια χαρά και ανυπομονούσε να πάει στη γυναίκα και να της δώσει το αστέρι για να της αποδείξει την αγάπη του.’Οταν της πρόσφερε το αστέρι, εκείνη ένιωσε για μια στιγμή αμφιβολία. Η αγάπη ήταν τόση που την τρόμαξε και, τότε, το αστέρι τής έπεσε από τα χέρια και έγινε χίλια κομμάτια.

Τώρα υπάρχει ένας ηλικιωμένος άντρας που περιφέρεται στον κόσμο και πιστεύει πλέον ακράδαντα ότι δεν υπάρχει αγάπη και μια όμορφη ηλικιωμένη γυναίκα που περιμένει τον άντρα της στο σπίτι κλαίγοντας για τον παράδεισο που κάποτε είχε στα χέρια της και που, σε μια στιγμή αμφιβολίας, άφησε να της φύγει. Αυτή είναι η ιστορία του ανθρώπου που δεν πίστευε στην αγάπη.

Ποιος έκανε το λάθος; Θέλετε να μαντέψετε τι πήγε στραβά; Το λάθος ήταν του άντρα που νόμισε ότι μπορούσε να δώσει την ευτυχία του στη γυναίκα. Το αστέρι ήταν η ευτυχία του, και το λάθος του ήταν ότι την εναπόθεσε στα χέρια της. Η ευτυχία δεν έρχεται ποτέ από έξω. Και οι δύο ήταν χαρούμενοι λόγω της αγάπης που πήγαζε από μέσα τους. Όμως, με το που της έδωσε την ευτυχία του, εκείνη έσπασε το αστέρι, γιατί δεν μπορούσε να είναι υπεύθυνη για την ευτυχία του.

Όσο κι αν τον αγαπούσε, δεν μπορούσε να τον κάνει ποτέ ευτυχισμένο, γιατί δεν ήξερε τι σκεφτόταν. Δεν μπορούσε να ξέρει τις προσδοκίες του, γιατί δεν γνώριζε τα όνειρά του.

Αν πάρετε την ευτυχία σας και την εναποθέσετε στα xέρια του άλλου, αργά ή γρήγορα, θα σπάσει. Αν δώσετε την ευτυχία σας σε κάποιον, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο να σας τη στερήσει. Αν, λοιπόν, η ευτυχία προέρχεται μόνο από μέσα σας και είναι αποτέλεσμα της αγάπης σας, αυτό σημαίνει ότι εσείς είστε υπεύθυνοι για αυτή. Δεν μπορείτε να κάνετε υπεύθυνο κάποιον άλλο για τη δική σας ευτυχία. Όταν, όμως, πηγαίνουμε στην εκκλησία να παντρευτούμε, το πρώτο πράγμα που κάνουμε είναι να ανταλλάξουμε βέρες. Βάζουμε το αστέρι μας στα χέρια του άλλου, περιμένοντας ότι θα κάνει ο ένας τον άλλο ευτυχισμένο. Όσο κι αν αγαπάτε κάποιον, δεν θα γίνετε ποτέ το άτομο που επιθυμεί.

Αυτό είναι το λάθος που κάνουμε οι περισσότεροι εξαρχής. Εναποθέτουμε την ευτυχία μας στον σύντροφό μας, αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Δίνουμε όλες αυτές τις υποσχέσεις που δεν μπορούμε να κρατήσουμε και δημιουργούμε τις συνθήκες της ίδιας μας της αποτυχίας.

Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας

Δύσκολα μπορεί κάποιος να αντλήσει από τους διαλόγους του Πλάτωνα πραγματικά ιστορικά στοιχεία για τον Σωκράτη, τον άντρα που περιφερόταν ξυπόλυτος στην αθηναϊκή αγορά φορώντας έναν πεντακάθαρο χιτώνα και έθετε επίμονα ερωτήματα των οποίων η ουσία δεν γινόταν εύκολα αντιληπτή, καταφέρνοντας να δημιουργήσει γύρω του ένα πλήθος από περίεργους, καθώς ανέτρεπε κάθε απάντηση που του έδιναν. Ήταν ένας πλανόδιος της διαλεκτικής, ένας φιλόσοφος-αντάρτης της πόλης.

Ο Πλάτωνας βέβαια δεν είναι ο μόνος Αθηναίος που έγραψε σωκρατικούς διαλόγους μετά τον θάνατο του Σωκράτη. Είναι, όμως, ο μόνος συγγραφέας σωκρατικών διαλόγων που υπήρξε, συνάμα, και φιλοσοφική ιδιοφυία. Η στάση του Πλάτωνα απέναντι στον «δικό» του Σωκράτη δεν παραμένει στάσιμη κατά τη διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν παρακολουθήσουμε τις μεταβολές στη στάση του απέναντι στον φιλόσοφο, του οποίου ο θάνατος έκανε τον ίδιο φιλόσοφο, ίσως καταφέρουμε να πλησιάσουμε περισσότερο το πρόσωπο της απόμακρης μορφής του Πλάτωνα.

Είναι δύσκολο, για να μην πω ανάρμοστο, να προσεγγίσουμε τον Πλάτωνα ως πρόσωπο. Κανείς άλλος φιλόσοφος δεν αποθαρρύνει τόσο πολύ μια τέτοια προσέγγιση. Ο Πλάτωνας φαινόταν να συμπαθεί ελάχιστα ό,τι ήταν προσωπικό. Θεωρούσε ότι όσο περισσότερο στρέφουμε τον νου μας προς το απρόσωπο, μεγαλώνει η αξία μας. Ότι γινόμαστε καλύτεροι όσο περισσότερο κατανοούμε το Σύμπαν, όσο περισσότερο αναλογιζόμαστε το μεγαλείο του και όσο λιγότερο τη δική μας μικρότητα. Ο Πλάτωνας εκδηλώνει συχνά τρόμο μπροστά στην ανθρώπινη φύση, την οποία θεωρεί πλησιέστερη προς εκείνη του ζώου παρά του Θεού. Η ανθρώπινη φύση είναι ένα ηθικό και πολιτικό πρόβλημα προς επίλυση, και μόνο το Σύμπαν φαντάζει επαρκές για την απεραντοσύνη του εγχειρήματος.

Η ζοφερή απόγνωση του Πλάτωνα για το «γένος μας» έγινε μάλλον πιο φανερή στα τελευταία του χρόνια, ωστόσο, διαισθάνομαι πως είχε άσχημη γνώμη για την ανθρωπότητα ακόμη και όταν ήταν πιο νέος. Η μοίρα του Σωκράτη στα χέρια της δημοκρατίας -η θανατική καταδίκη του, όπως και η ετυμηγορία της ενοχής του, ήταν αποτέλεσμα λαϊκής ψήφου- ίσως σχετίζεται τόσο με την άσχημη εικόνα που είχε διαμορφώσει για την ανθρωπότητα, όσο και με την εξαρχής στροφή του στη φιλοσοφία. Ενώ ο Σωκράτης γελούσε δυνατά με τα κακόγουστα αστεία των κωμικών συγγραφέων, ακόμη και όταν γινόταν ο ίδιος αντικείμενο διακωμώδησης, η χαρακτηριστική αντίδραση του Πλάτωνα στις ταραχώδεις και γελοίες πτυχές της ανθρώπινης φύσης θα ήταν, υποψιάζομαι, ένα ρίγος ανατριχίλας. Η αγάπη του για τον Σωκράτη τον βοήθησε να απωθήσει το ρίγος. Ο Σωκράτης στάθηκε γι’ αυτόν ένα μέσον για να συμφιλιώσει τον εαυτό του με την παραμορφωμένη από τις ασχήμιες και τις αντιφάσεις ανθρώπινη ζωή. Μάλιστα, ο Σωκράτης, ως πολύ ανθρώπινος -όπως ο Πλάτωνας πασχίζει να μας δείξει-ενσαρκώνει ο ίδιος αυτές τις αντιφάσεις.

Απλώς επειδή υπήρξε ένας άνθρωπος όπως ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας θα μπορούσε να πειστεί ότι τελικά αξίζει να νοιάζεται κάποιος για την ανθρώπινη ζωή.

Με τα γραπτά του ο Πλάτωνας δημιούργησε ένα αδιέξοδο και μια ερμηνευτική σύγχυση. ‘Όμως, δημιούργησε επίσης και τη φιλοσοφία, καθιστώντας την ζωντανό μνημείο του Σωκράτη. Η λέξη φιλοσοφία δηλώνει την αγάπη για τη σοφία. Και η αγάπη για τη σοφία είναι ένα απρόσωπο είδος αγάπης. Αξίζει, λοιπόν, να σημειωθεί ότι μια πολύ προσωπική αγάπη -η αγάπη του Πλάτωνα για τον Σωκράτη- ενεργούσε μέσα στον άνθρωπο που δημιούργησε τη φιλοσοφία όπως την γνωρίζουμε.

Όλα αυτά προσθέτουν ένα στοιχείο παραδόξου στο ύφος με το οποίο έγραψε ο Πλάτωνας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη όσα θα πει για τον φιλοσοφικό έρωτα, που αντικαθιστά τον προσωπικό έρωτα (από εδώ πηγάζει η στρεβλωμένη ιδέα μας για τον «πλατωνικό έρωτα»). Όμως, ακόμη και αυτή η ένταση χρησιμοποιείται από τη φιλοσοφία. Στόχος του Πλάτωνα -ή, τουλάχιστον, έτσι το αντιλαμβάνομαι εγώ- είναι να μην αφήσει ποτέ τη σκέψη να γίνει υπερβολικά αυτόματη, να μην επαναπαυθεί. Στόχος του, με άλλα λόγια, είναι ο άνθρωπος να σκέφτεται διαρκώς, να μην περιπίπτει σε νοητική αδράνεια, και γι’ αυτό δεν είναι ποτέ αρνητικός απέναντι στις αποσταθεροποιητικές επιδράσεις του παραδόξου.

Η επικαιρότητά του οφείλεται αποκλειστικά στα ερωτήματα που έθεσε και στην επιμονή του ότι δεν μπορούμε να απαλλαγούμε εύκολα απ’ αυτά, όπως νομίζουν οι περισσότεροι. ‘Ένα από τα περίεργα χαρακτηριστικά των φιλοσοφικών ερωτημάτων είναι η προθυμία με την οποία δίνουν πολλοί απαντήσεις οι οποίες δεν συλλαμβάνουν την ουσία των ερωτημάτων. Μερικές φορές οι λανθασμένες απαντήσεις δίνονται από επιστήμονες, άλλοτε στο πλαίσιο θρησκειών, άλλοτε βασισμένες σε αυτό που ονομάζουμε απλή, κοινή λογική. Ο Πλάτωνας διατύπωσε μερικά από τα πιο οριστικά αντεπιχειρήματα απέναντι σε απαντήσεις που αποτυγχάνουν να συλλάβουν την ουσία του φιλοσοφικού ερωτήματος.

Ο ίδιος σπανίως παρουσιαζόταν σαν να δίνει τις τελικές απαντήσεις. Αυτό που τόνιζε ήταν η απειθαρχία την οποία επιδεικνύουν τα ερωτήματα απέναντι στην προσπάθεια να τους δώσει κάποιος ρηχές απαντήσεις.

Το άγγιγμα του Μίδα

Σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ο Μίδας ήταν ο βασιλιάς τής Φρυγίας.

Ο Ηρόδοτος γράφει ότι ο Μίδας είχε αφιερώσει έναν θρόνο στους Δελφούς πριν από τον Γύγη, δηλαδή λίγο πριν ή λίγο μετά το 700 π.Χ. Ήταν γιος του Γόρδιου, ενός φτωχού αγρότη, απογόνου του μακεδονικού βασιλικού γένους των Βριγών που μετανάστευσε στη Μικρά Ασία και έγινε βασιλιάς του Γορδίου ή Γορδίειου, παλιάς πρωτεύουσας της Φρυγίας στον άνω ρου στον ποταμού Σαγγάριου. Ανέβηκε στον θρόνο επειδή επιβεβαίωσε το χρησμό του Μαντείου, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα ερχόταν πάνω σε ένα κάρο. Στο ζυγό του κάρου αυτού υπήρχε ένα σχοινί δεμένο σε κόμπο το οποίο έκοψε ο Μέγας Αλέξανδρος, όταν πήγε στο Γόρδιο.

Γυναίκα του Μίδα ήταν η Ερμοδίκη ή Δημοδίκη, κόρη του Αγαμέμνονα, βασιλιά της αιολικής Κύμης.

Ο Μίδας φημιζόταν για τη σοφία, την ευσέβεια και τα πλούτη του. Ήταν μεταξύ εκείνων που θέσπισαν τη λατρεία της θεάς Κυβέλης. Στα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία και κατέλυσαν το βασίλειο του Μίδα, ο οποίος από τη λύπη του αυτοκτόνησε. Όταν οι Φρύγες εξεδίωξαν τους Κιμμέριους, έφτιαξαν τον τάφο του Μίδα ανάμεσα στον Πρυμνησό και το Μίδαιο. Πάνω στον τάφο υπάρχει μία επιγραφή σε γλώσσα συγγενή με την Eλληνική όπου αναφέρεται το όνομα του Μίδα. Επίσης τον λάτρευαν ως γιό της θεάς Κυβέλης.

Ο Σειληνός ήταν ένας πιστός σύντροφος του Διονύσου, θεού τού οίνου. Κάποτε ο βασιλιάς φιλοξένησε τον Σειληνό στο παλάτι του και όταν ο Διόνυσος το έμαθε, ρώτησε τον βασιλιά τί ήθελε σε αντάλλαγμα για την καλή του πράξη. Ο βασιλιάς απάντησε ότι ήθελε να γίνεται χρυσάφι, οτιδήποτε και εάν άγγιζε με τα χέρια του.

Ο Μίδας χωρίς να έχει καταλάβει τι ακριβώς ζήτησε, πίστευε ότι θα γινόταν ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου. Όμως διεπίστωσε πολύ σύντομα πώς ό,τι και εάν άγγιζε γινόταν χρυσάφι, ακόμη και το φαγητό του. Πεινασμένος και απελιπσμένος, αγκάλιασε τη νεαρή θυγατέρα του για να παρηγορηθεί, αλλά και αυτή έγινε χρυσάφι.

Ο βασιλιάς, ευρισκόμενος σε απόγνωση, ζήτησε από τον Διόνυσο να τον απαλλάξει από το άγγιγμα και ο θεός τού είπε ότι για να απαλλαγεί από αυτό, θα πρέπει να πλυθεί στον ποταμό Πακτωλό. Ο Μίδας πλύθηκε στον ποταμό και έτσι ακριβώς επανέφερε στην ζωή και τη νεαρή θυγατέρα του.

Από τότε, τα σημαντικά αποθέματα χρυσού τού ποταμού Πακτωλού, ήταν η πηγή τού πλούτου του βασιλιά Κροίσου, ο οποίος βασίλευσε από το 546 έως το 500 π.Χ.

Το «Χρυσό άγγιγμα» είναι ένας μύθος που διδάσκει ένα σημαντικό μήνυμα. Ο άνδρας που είχε τα πάντα – μία οικογένεια που τον αγαπούσε, ένα πανέμορφο κάστρο και όλα τα χρήματα που θα μπορούσε ποτέ να χρειαστεί, τι έπαθε όταν ζήτησε περισσότερα; Το ότι απέκτησε «περισσότερα» του έφερε την ευτυχία;

Από τον Σωκράτη στον Ξενοφάνη: η ουσία των Ολυμπιακών αγώνων

Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος: 570–480 (περίπου)

Ολυμπιακοί αγώνες: Θέαμα εξουσιασμού, αμορφωσιάς και βαρβαρότητας

§1

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Οι Ολυμπιακοί αγώνες, αυτοί καθεαυτούς, είναι μια αθώα πραγματικότητα, όπου συναντιούνται όλοι οι λαοί του κόσμου μέσω των αθλητών τους και φαίνεται να καλλιεργείται ένας ευγενής συναγωνισμός. Όταν όμως ιδωθούν από την πλευρά διαφόρων σκοπιμοτήτων, τότε παύει να είναι κάτι το αθώο, έτσι ώστε ο πρωταθλητισμός των ποδιών, των χεριών, των αλμάτων κ.λπ. να περνάει για ύψιστη πνευματικότητα και κατ’ επέκταση εθνική ευφορία. Το αποτέλεσμα είναι να βλέπουμε, όπως αυτές τις ημέρες στην Ελλάδα, αντι-αισθητικά και αντιδεολογικά θεάματα από τη συμπεριφορά των μαζών απέναντι στους νικητές Ολυμπιονίκες, των μέσων μαζικής επικοινωνίας, των ακατέργαστων πολιτικών και παρόμοιων νηπίων σε Γνώση και επί-Γνωση

Συμβαίνει πράγματι στην ολόμαυρη ράχη της κοινωνίας του άρτου και του θεάματος, οι μίσθαρνοι και πραιτοριανοί της πολιτικής, οικονομικής, αθλητικής και πάσας παρόμοιας εξουσίας να μην παύουν να ασχημονούν και σε εκείνη τη σφαίρα του αθλητισμού, που μας είναι γνωστή ως Ολυμπιακοί αγώνες με το αντίστοιχο πνεύμα του Ολυμπισμού. Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτός ο θεσμός έχει εκφυλιστεί πλήρως κάτω από τις εκάστοτε βάρβαρες σκοπιμότητες, που καλείται να υπηρετήσει: από θεσμός –υποτίθεται– ειρηνοφόρων ιδεών και ιδεωδών έχει μετατραπεί σε φτηνό θέαμα αποκοιμίσματος συνειδήσεων, μαζικής αποβλάκωσης και εξωραϊσμού των εκάστοτε άνομων δυνάμεων εξ-ουσίας. Το παιχνίδι είναι άγρια πολιτικό, με την ευρεία έννοια της Πόλεως, και –εννοείται– οικονομικό με θύματα πάντα τους ίδιους τους αθλητές, που έχουν ταυτίσει τον αθλητισμό με το φαρμακερό κεντρί του πρωταθλητισμού, και την ευρεία μάζα των πολιτών, που αποχαυνωμένη πια ψάχνει σ’ αυτούς τους βρώμικους χώρους να ξαναβρεί τη χαμένη της τιμή σχετικά με εθνικά ιδεώδη, με πατριωτικά φρονήματα, με αληθινή πρόοδο, με ατομική και συλλογική αυτοπραγμάτωση.

Είναι γεγονός πως αθλητές και οπαδοί αποτελούν ένα συνονθύλευμα ανθρώπων, απελπιστικά απαίδευτο εν πολλοίς και ως εκ τούτου χωρίς ανεπτυγμένη, πέραν των μηχανισμών, στοχαστική συνείδηση· το αποτέλεσμα είναι να άγεται και να φέρεται από τους πονηρούς, αλλά ανίκανους καθ’ όλα πολιτικούς του Φύρερ· να αποζητά απ’ αυτούς τη δικαίωσή του, απ’ αυτούς που μπορούν μόνο μια δικαίωση να χορηγούν: την καθολική ανυποληψία και τους άγουστους πανηγυρισμούς σε δρόμους και σ’ αυλές, στα βουλευτήρια και τα πολιτικά μέγαρα. Τη στιγμή λοιπόν που ένας ολόκληρος λαός πένεται μέχρι τελικού θανάτου σε όλα τα επίπεδα της ζωής, και μαζί του εξανδραποδίζονται κι άλλοι λαοί, λογής-λογής άεργοι και άκρως άκομψοι γραφειοκράτες της/των ολυμπιακής/ών ομάδας/ων –δεν συμπεριλαμβάνονται υποχρεωτικά οι (ή όλοι οι) αθλητές– πότε στους ολυμπιακούς της Αθήνας, πότε σε εκείνους του Λονδίνου, του Ρίου ή του Τόκιου, συναγωνίζονται ποιος θα σπαταλήσει πιο άγρια, δεόντως βάρβαρα, ό,τι έχει απομείνει από δημόσιο χρήμα κι από ηθική και αισθητική ευαισθησία: ο μικρόκοσμος της Ολυμπιακής-«αθλητικής» πολιτικής αναπαράγει την κακογουστιά και την ασωτία του μεγάκοσμου της επαγγελματικής πολιτικής.

§2

Το αθώο και το ειδεχθές

Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Οι Ολυμπιακοί αγώνες είναι όντως ιερή κληρονομιά των Ελλήνων ή, υπό το προσωπείο του πολιτισμικού «ιερού», διαπράττονται τα πιο ειδεχθή εγκλήματα οικονομικής, πολιτικής, πολιτισμικής, αισθητικής υφής; Ιστορικά ιδωμένο το πράγμα, ισχύει εν πολλοίς το δεύτερο: φαίνεται πως οι Ολυμπιακοί αγώνες ανήκουν στα φαινόμενα μαζικού θεάματος με το μοναδικό του Συντακτικό του άκρατου ωφελιμισμού. Άρα βρισκόμαστε ενώπιον ενός ευέλικτα οργανωμένου και ιδεολογικά φορτισμένου εγχειρήματος με ολέθριες συνέπειες για την περαιτέρω αποβλάκωση των ήδη φενακισμένων μαζών. Οι τελευταίες είναι παγιδευμένες μέσα σε ένα απέραντο κενό ιδεών, πολιτισμού και εθνικής συνείδησης και αισθάνονται προφανώς πως τέτοιου είδους «αθλητικά» θεάματα, όπως και το ποδόσφαιρο, αποτελούν ιδανικά αντιστηρίγματα για να νιώσουν «εθνική υπερηφάνεια» και αντίστοιχη δικαίωση.

Την ίδια στιγμή ωστόσο ασυνάρτητοι παραγοντίσκοι επιτροπών, ομάδων, ομοσπονδιών, συντεχνιών κ.λπ. –αντανάκλαση πάντα των υποκριτικών δεσμών του αθλητικό-πολιτικού κατεστημένου– διασκεδάζουν με την έξαρση των πιο ζωωδών ενστίχτων τους: «αδυνατούν» να αποβάλουν την οντολογικά άρρωστη αρχομανία τους και συνάμα να ξεπεράσουν τις αστικές-υποκοσμιακές τους βλέψεις υλικών απολαύσεων με χρήμα του εξαπατώμενου πλήθους. Έτσι, απέναντι σε μια καλόγνωμη-ανυποψίαστη μάζα, προβάλλουν ως οι θεματοφύλακες της καθαρότητας των Ολυμπιακών-αθλητικών ιδεών και αυθαιρετούν με αρεστούς ή μη αρεστούς αθλητές: «με τα έργα και τις ημέρες» τους υπονομεύουν εν όλω και το τελευταίο πολλοστημόριο αγνού ιδεαλισμού, που θα μπορούσε να έχει απομείνει στα αθλητικά πράγματα.

§3

Τι μας παραδίδει ο Ξενοφάνης για το θέμα;

Το αθλητικό γίγνεσθαι στην αρχαία Ελλάδα, έτσι όπως συνδεόταν με πολιτικές σκοπιμότητες και υλικές προτεραιότητες έναντι του αυθεντικού σκέπτεσθαι, συσκότιζε μάλλον το υπαρκτικό Είναι των ανθρώπων παρά το φώτιζε. Γι’ αυτό και οι φιλόσοφοι το αντιμετώπιζαν με καχυποψία. Ο Πλάτων, για παράδειγμα, στην Πολιτεία αντιπαρατάσσει στο χυδαίο «αθλητικό» θέαμα της καθημερινής πολιτικής την οντολογικά εννοούμενη πολιτική Ιδέα του αθλητικού γίγνεσθαι. Ο Ξενοφάνης, ως ένας από τους πρώτους ιστορικά σοφούς-φιλοσόφους της Ελλάδας, κατακεραυνώνει το ατελέσφορο ενός αθλητικοειδούς απολυταρχισμού, που, ως επίσημος θεσμός της Πόλεως-πολιτείας, εκκολάπτει τη μη-αναστρέψιμη παρακμή της. Αναφέρει λοιπόν ο Ξενοφάνης στο απόσπασμα 2:

"Μα αν κάποιος με των ποδιών τη γρηγοράδα νίκη πάρει

είτε σε πένταθλο κερδίσει, σιμά στο ιερό του Δία,

στης Πίσας τις ροές στην Ολυμπία, είτε παλεύοντας

είτε κατέχοντας την αλγεινή τέχνη της πυγμαχίας

είτε στο φοβερό εκείν’ αγώνισμα –παγκράτιο το λεν–

πιο τιμημένος θα ’ταν μες στους συμπολίτες

και στους αγώνες θέση θα ’χε από τις πρώτες,

απ’ το δημόσιο θα τρεφότανε ταμείο

και δώρο από την πόλη θα ’χε –θυμητάρι–,

είτε με ίππους να του λάχαιναν ετούτα,

άξιος δεν θα ’ταν όσο εγώ· γιατί ’ναι πιο μεγάλη από τη ρώμη

και των ανδρών και των αλόγων η δική μου γνώση.

Αλόγιστα πολύ έτσι το νομίζουν, κι ούτε είναι δίκιο

Να προκρίνουμε τη ρώμη αντί την άξια γνώση.

Γιατί ούτε κι αν πυγμάχος ικανός μες στον λαό βρισκόταν

ούτ’ έμπειρος στο πένταθλο ή στην πάλη

ή και στη γρηγοράδα των ποδιών, που πιο πολύ τιμάται

απ’ όλα των ανδρών τα έργα στον αγώνα,

θα ’ταν γι’ αυτό περισσότερο η Πόλη σε ευνομία.

αν κάποιος στις όχθες της Πίσας θα νικούσε,

μια κι όλα τούτα των πολιτών δεν αυγατίζουν τα κελάρια
".

§4

Ένα σχόλιο

Τι μας λέει εδώ ο Ξενοφάνης με λόγια που μοιάζουν να λέγονται για το σήμερα; Πως την ευνομία της πόλης, την ευημερία του λαού, την αρμονική συνεργασία κοινότητας και ατομικότητας, την ελεύθερη ανάπτυξη του ανθρώπινου ατόμου, όλα τούτα και όσα ακόμη συνδέονται με την ακμή ενός πολιτισμού και με τον οντολογικό καταυγασμό της ανθρώπινης ύπαρξης δεν μας τα χορηγούν οι αθλητικοί ή Ολυμπιακοί αγώνες ούτε οι μεν ή οι δε αθλητικές επιδόσεις ούτε έτι περισσότερο οι αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις αθλητικών φορέων ή παραγόντων ούτε συναφώς οι αφειδώλευτες επιβραβεύσεις –υλικές και ηθικές– αθλητών από πολιτικούς και πολιτειακούς παράγοντες χωρίς κύρος και υπόληψη.

Όλα τα προαναφερθέντα είναι απλώς απρόσωπες πτυχές μιας ανελέητης εισβολής της παρακμής μέσα στην κοινωνία ή τις κοινωνίες. Και τούτη η εισβολή δεν ενσκήπτει ως κάτι ξένο, απροσδόκητο, άγνωστο, ανοίκειο παρά ως κάτι το πολύ γνωστό και οικείο. Διότι εισέρχεται στη ζωή μας ως αναγκαία συνέπεια μιας καθυστερημένης πνευματικά και κατ’ επέκταση πολιτικά και πολιτιστικά κοινότητας ή πόλης –με σημερινούς όρους μαζικο-«δημοκρατικής» πολιτείας– η οποία έχει εκπέσει σε κράτος, δηλαδή σε βία και αυταρχία. Ένα τέτοιο κράτος γνωρίζει μόνο από λογιστική υπεράσπιση ή προώθηση ιδιοτελών συμφερόντων των στυφών ομάδων διακυβέρνησης. Για να μην εκπέσει η πόλη, η πολιτεία, σε κράτος, παρατηρεί ο Ξενοφάνης, χρειάζεται, πριν απ’ όλα, ο Ένας αγώνας: εκείνος που μας οδηγεί στην άξια γνώση, στην αγαθή σοφία, δηλαδή στην ορθή, αληθινή σκέψη.

Αυτός ο αγώνας αποτρέπει την ήττα του βίου μας και στο βίο μας. Η γνώση τούτη ή η σοφία είναι αυτή που λείπει τότε και τώρα, η αληθινή παιδεία, όχι απλώς η τυπική εκπαίδευση, τουτέστι: η φιλοσοφική παιδεία. Όπως πολύ εύστοχα σημειώνει ο Χάιντεγκερ, μόνο μια τέτοια φιλοσοφική παιδεία είναι «που ιστορικά θεμελιώνει τον λαό στο Dasein του και τον παρωθεί να γίνεται φύλακας της αλήθειας του Είναι». Να γιατί και ο Σωκράτης, που λογίζεται, μέσα στην ιστορία, ως ένας από τους φιλοσόφους «φύλακες της αλήθειας του Είναι», αντιπρότεινε στην Απολογία, ειρωνευόμενος τους άκριτους δικαστές που του επέβαλαν τη θανατική ποινή, την «ποινή» να σιτίζεται δωρεάν στο πρυτανείο, όπως σιτίζονταν και οι –απαίδευτοι κατά τα άλλα– αθλητές. Τέτοιοι «αθλητές» «σιτίζονται» και σήμερα δωρεάν στα διάφορα πρυτανεία των κοινοβουλίων και των μεγάρων του λατρεμένου κρατισμού, ενώ κάποιοι άλλοι, που δεν μεταθέτουν την ξεχωριστή τους εγκόσμια συνθήκη σε μια τεχνητή συνθήκη, που επιβάλλει η μεσσιανική κλήση υπακοής στον βιαστή, τον εκβιαστή και σε καθέναν που φέρει εξουσία, εγκαταλείπονται η εξαφανίζονται.

Το ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας

Στον «Πρωταγόρα» (321e-324a) εκθέτει ο Πλάτων, οιωνοί μυθικά μια φιλοσοφία της ιστορίας, διαποτισμένη από ριζική δυσπιστία προς την πολιτική ορθοφροσύνη της ανθρωπότητας. Και είναι παράδοξο πως ο φιλόσοφος ενός λαού και μιας εποχής με ανεπτυγμένη την πολιτική ευθυκρισία και υποανάπτυκτη μάλλον την τεχνική, συγκριτικά προπάντων προς τις αντίστοιχες επιδόσεις της σύγχρονης μας ανθρωπότητας, διακηρύττει, έστω διαμέσου του Πρωταγόρα, πως ήδη από την πρωτοϊστορία το ανθρώπινο γένος είχε αποκτήσει τεχνική, πρόσφορη για το βιοπορισμό του, όχι όμως πολιτική. Αντίθετα, η πολιτική έμεινε απρόσιτη σχεδόν στο ανθρώπινο πνεύμα, καθώς ήταν φυλαγμένη αυστηρά σε υψηλή, απρόσβατη θέση (321d6-8). Η στέρηση της πολιτικής, απαραίτητη για την ορθοπόδηση της κοινωνίας, εμφανίζεται να έχει μοιραία συνέπεια την έμμονη κακοδαιμονία της ανθρωπότητας.

Ύστερα λοιπόν από μιαν άθλια περίοδο ακοινωνησίας των ανθρώπων και αγριότητος και αδυναμίας για ζωή κοινωνική – αφού δεν είχαν την πολιτική -, άρα και υποβολής στον κίνδυνο, τον έσχατο, να εξοντωθούν από τα θηρία, δόθηκαν θεόθεν στο ανθρώπινο γένος, βλάστησαν δηλαδή στις ανθρώπινες ψυχές, δύο ριζικά ηθικά συναισθήματα: η «αιδώς» και η «δίκη» (322c). Τα δύο αυτά ηθικά συναισθήματα εμφανίζονται σαν υποκατάστατα έτσι κάπως της πολιτικής, όπως ήταν πρόσφορα να δημιουργήσουν βαθμιαία τον ηθικό πολιτισμό, ανύπαρκτο ακόμη στην πρωτοϊστορία, και με αυτόν να δυνατοποιήσουν τη σύμπηξη και την συντήρηση των ανθρώπινων κοινωνιών.

Σύμφωνα με το μύθο, ενώ οι άνθρωποι από στέρηση της πολιτικής εκινδύνευαν να εξοντωθούν, ο Ζευς, αν και ο ίδιος ήταν κάτοχος της πολιτικής, δεν εδώρησε στους ανθρώπους αυτήν, αλλά την «αιδώ» και την «δίκην», ώστε να εξοικονομηθούν με αυτές. Εξάλλου ο Πρωταγόρας, στο λόγο του που ακολουθεί το μύθο, μετονομάζοντας ήδη σιωπηρά την αιδώ σωφροσύνη και την δίκη δικαιοσύνη, τις αναφέρει σαν υπηρετικές της πολιτικής αρετής (323a-b).

Τη βάση άρα, σύμφωνα με τον φιλοσοφικό αυτό μύθο, της δυνατότητας για ζωή κοινωνική αποτέλεσαν η «αιδώς» και η «δίκη», που έγκαιρα παρουσιάστηκαν στην ιστορία, και σύμφυτες σχεδόν με την ύπαρξη του κάπως διαπλασμένου ανθρώπου. Πραγματικά, ιδίωμα τους, κρίσιμο για την έξοχη αυτή λειτουργία τους, εμφανίζεται η αδιαφόριστη διανομή τους σε όλους τους ανθρώπους - αντίθετα με ότι συμβαίνει στις τέχνες – ή τουλάχιστον η ευχέρεια και η εντολή για όλους τους ανθρώπους να μετέχουν σ’ αυτές (322c-d). 

Έξοχα είναι διατυπωμένη, στο μύθο (322c), η κοινωνιοπλαστική αποστολή που έχουν να επιτελέσουν η αιδώς και η δίκη. Η αιδώς πρέπει να αποτελεί ότι ονομάζεται «πόλεων κόσμοι» δηλαδή με την εμπνοή της να αυτό-υποβάλλονται οι πολίτες (αυτονομία) σε κόσμια συμπεριφορά, ώστε και να υπάρχει αυτόδοτη αρμονία της πολιτείας· η δίκη πρέπει ν’ αποτελεί ότι χαρακτηρίζεται «πόλεων… δεσμοί», δηλαδή με τις υπαγορεύσεις τους να υποβάλλονται οι πολίτες σε δεσμεύσεις της συμπεριφοράς τους (ετερονομία), ώστε και να υπάρχει επιβλητή συνοχή της πολιτείας· η σύνδρομη αυτή λειτουργία τους θα συνεπάγεται «φιλίαν», δηλαδή ενότητα ηθική της πολιτείας, άρα σύμπνοια και ομόνοια των πολιτών, ώστε να ζουν στο χώρο της, χωρίς έχθρα τουλάχιστον μεταξύ τους.

Κήρυγμα ανθρωπισμού, το θεώρημα για συμμετοχή όλων των ανθρώπων στα ριζικά ηθικά συναισθήματα, όπως και το θεώρημα για την κοινωνιοπλαστική αποστολή των ηθικών αυτών συναισθημάτων, είναι κατεξοχήν πρόσφορα για ν’ αποτελέσουν ιδεολογικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Και αναμφίβολα ήταν αρμόδιος ο Πρωταγόρας να τα εξαγγείλει. Αξίζει όμως να τονισθεί πως τα δύο αυτά θεωρήματα, συμπληρωμένα είτε διορθωμένα, δεν είναι ξένα προς την πολιτειολογία του Πλάτωνος, ακριβέστερα πως η αιδώς και η δίκη αποτελούν καίρια στοιχεία της, με τις μετατροπίες τους προπάντων: σωφροσύνη και δικαιοσύνη.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (4.3.5-4.4.3)

[4.3.5] Τὴν δὲ ἑβδόμην πόλιν ἐξ ἐφόδου ἔλαβε, Πτολεμαῖος μὲν λέγει, ὅτι αὐτοὺς σφᾶς ἐνδόντας, Ἀριστόβουλος δέ, ὅτι βίᾳ καὶ ταύτην ἐξεῖλεν καὶ ὅτι πάντας τοὺς καταληφθέντας ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε. Πτολεμαῖος δὲ κατανεῖμαι λέγει αὐτὸν τοὺς ἀνθρώπους τῷ στρατιᾷ καὶ δεδεμένους κελεῦσαι φυλάσσεσθαι ἔστ᾽ ἂν ἐκ τῆς χώρας ἀπαλλάττηται αὐτός, ὡς μηδένα ἀπολείπεσθαι τῶν τὴν ἀπόστασιν πραξάντων.
[4.3.6] Ἐν τούτῳ δὲ τῶν τε ἐκ τῆς Ἀσίας Σκυθῶν στρατιὰ ἀφικνεῖται πρὸς τὰς ὄχθας τοῦ ποταμοῦ τοῦ Τανάϊδος, ἀκούσαντες οἱ πολλοὶ αὐτῶν, ὅτι ἔστιν οἳ καὶ τῶν ἐπέκεινα τοῦ ποταμοῦ βαρβάρων ἀπ᾽ Ἀλεξάνδρου ἀφεστᾶσιν, ὡς, εἰ δή τι λόγου ὂν ἄξιον νεωτερίζοιτο, καὶ αὐτοὶ ἐπιθησόμενοι τοῖς Μακεδόσι. καὶ οἱ ἀμφὶ Σπιταμένην δὲ ἀπηγγέλθησαν ὅτι τοὺς ἐν Μαρακάνδοις καταλειφθέντας ἐν τῇ ἄκρᾳ πολιορκοῦσιν. [4.3.7] ἔνθα δὴ Ἀλέξανδρος ἐπὶ μὲν τοὺς ἀμφὶ Σπιταμένην Ἀνδρόμαχόν τε ἀποστέλλει καὶ Μενέδημον καὶ Κάρανον, ἱππέας μὲν ἔχοντας τῶν ἑταίρων ἐς ἑξήκοντα καὶ τῶν μισθοφόρων ὀκτακοσίους, ὧν Κάρανος ἡγεῖτο, πεζοὺς δὲ μισθοφόρους ἐς χιλίους πεντακοσίους· ἐπιτάσσει δὲ αὐτοῖς Φαρνούχην τὸν ἑρμηνέα, τὸ μὲν γένος Λύκιον τὸν Φαρνούχην, ἐμπείρως δὲ τῆς τε φωνῆς τῶν ταύτῃ βαρβάρων ἔχοντα καὶ τὰ ἄλλα ὁμιλῆσαι αὐτοῖς δεξιὸν φαινόμενον.
[4.4.1] Αὐτὸς δὲ τὴν πόλιν, ἣν ἐπενόει, τειχίσας ἐν ἡμέραις εἴκοσι καὶ ξυνοικίσας ἐς αὐτὴν τῶν τε Ἑλλήνων μισθοφόρων καὶ ὅστις τῶν προσοικούντων βαρβάρων ἐθελοντὴς μετέσχε τῆς ξυνοικήσεως καί τινας καὶ τῶν ἐκ τοῦ στρατοπέδου Μακεδόνων, ὅσοι ἀπόμαχοι ἤδη ἦσαν, θύσας τοῖς θεοῖς ὡς νόμος αὐτῷ καὶ ἀγῶνα ἱππικόν τε καὶ γυμνικὸν ποιήσας, ὡς οὐκ ἀπαλλασσομένους ἑώρα τοὺς Σκύθας ἀπὸ τῆς ὄχθης τοῦ ποταμοῦ, [4.4.2] ἀλλ᾽ ἐκτοξεύοντες ἐς τὸν ποταμὸν ἑωρῶντο οὐ πλατὺν ταύτῃ ὄντα, καί τινα καὶ πρὸς ὕβριν τοῦ Ἀλεξάνδρου βαρβαρικῶς ἐθρασύναντο, ὡς οὐκ ἂν τολμήσαντα Ἀλέξανδρον ἅψασθαι Σκυθῶν ἢ μαθόντα ἂν ὅτι περ τὸ διάφορον Σκύθαις τε καὶ τοῖς Ἀσιανοῖς βαρβάροις, — ὑπὸ τούτων παροξυνόμενος ἐπενόει διαβαίνειν ἐπ᾽ αὐτοὺς καὶ τὰς διφθέρας παρεσκεύαζεν ἐπὶ τῷ πόρῳ. [4.4.3] θυομένῳ δὲ ἐπὶ τῇ διαβάσει τὰ ἱερὰ οὐκ ἐγίγνετο· ὁ δὲ βαρέως μὲν ἔφερεν οὐ γιγνομένων, ὅμως δὲ ἐκαρτέρει καὶ ἔμενεν. ὡς δὲ οὐκ ἀνίεσαν οἱ Σκύθαι, αὖθις ἐπὶ τῇ διαβάσει ἐθύετο, καὶ αὖ ἐς κίνδυνον αὐτῷ σημαίνεσθαι Ἀρίστανδρος ὁ μάντις ἔφραζεν· ὁ δὲ κρεῖσσον ἔφη ἐς ἔσχατον κινδύνου ἐλθεῖν ἢ κατεστραμμένον ξύμπασαν ὀλίγου δεῖν τὴν Ἀσίαν γέλωτα εἶναι Σκύθαις, καθάπερ Δαρεῖος ὁ Ξέρξου πατὴρ πάλαι ἐγένετο. Ἀρίστανδρος δὲ οὐκ ἔφη παρὰ τὰ ἐκ τοῦ θείου σημαινόμενα ἄλλα ἀποδείξεσθαι, ὅτι ἄλλα ἐθέλει ἀκοῦσαι Ἀλέξανδρος.

***
[4.3.5] Και την έβδομη πόλη κατέλαβε με έφοδο. Ο Πτολεμαίος λέγει ότι παραδόθηκαν μόνοι τους οι βάρβαροι, ενώ ο Αριστόβουλος ότι κυρίευσε και την πόλη αυτή με επίθεση και ότι σκότωσε όλους όσους συνέλαβε μέσα σε αυτήν. Αναφέρει ακόμη ο Πτολεμαίος ότι ο Αλέξανδρος μοίρασε στον στρατό του τους ανθρώπους που συνέλαβε και διέταξε, έως ότου αποχωρήσει ο ίδιος από την περιοχή τους, να τους φυλάγουν δεμένους, ώστε να μην μείνει πίσω του κανένας από τους υπεύθυνους της αποστασίας.
[4.3.6] Στο μεταξύ έφθασε στις όχθες του ποταμού Τάναη και ο στρατός των Σκυθών της Ασίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πληροφορηθεί ότι είχαν εξεγερθεί κατά του Αλεξάνδρου και μερικοί από τους πέραν του ποταμού βαρβάρους, οι οποίοι σκόπευαν να επιτεθούν και οι ίδιοι κατά των Μακεδόνων, αν εκδηλωνόταν κάποια αξιόλογη επανάσταση. Έφθασε επίσης η είδηση ότι και ο στρατός του Σπιταμένη πολιορκούσε τους Μακεδόνες που είχαν μείνει πίσω στην ακρόπολη των Μαρακάνδων. [4.3.7] Τότε, λοιπόν, ο Αλέξανδρος έστειλε κατά των ανδρών του Σπιταμένη τον Ανδρόμαχο και τον Μενέδημο και τον Κάρανο που είχαν μαζί τους εξήντα περίπου ιππείς από τους εταίρους και οκτακόσιους μισθοφόρους ιππείς με αρχηγό τον Κάρανο, καθώς και χίλιους πεντακόσιους περίπου πεζούς μισθοφόρους. Όλων αυτών όρισε αρχηγό τον Φαρνούχη τον διερμηνέα, που ήταν Λύκιος την καταγωγή, γνώριζε καλά την γλώσσα των βαρβάρων της περιοχής αυτής και κατά τα άλλα φαινόταν ικανός να διαπραγματευθεί μαζί τους.
[4.4.1] Ο ίδιος, αφού οχύρωσε με τείχος μέσα σε είκοσι μέρες την πόλη που σκόπευε να ιδρύσει, εγκατέστησε σε αυτήν όσους Έλληνες μισθοφόρους και γειτονικούς βαρβάρους είχαν δεχθεί μόνοι τους να πάρουν μέρος στην ίδρυσή της, καθώς και όσους Μακεδόνες του στρατεύματος ήταν ανίκανοι πλέον για μάχη. Μετά θυσίασε στους θεούς, όπως συνήθιζε, και τέλεσε ιππικούς και γυμνικούς αγώνες. [4.4.2] Επειδή οι Σκύθες δεν αποχωρούσαν από την όχθη του ποταμού, αλλά τους έβλεπαν να ρίχνουν βέλη στον ποταμό, ο οποίος σε αυτό το μέρος δεν ήταν πλατύς, και κάπως να χλευάζουν τον Αλέξανδρο με βαρβαρική θρασύτητα, —γιατί πίστευαν ότι τάχα δεν θα τολμούσε να τα βάλει με τους Σκύθες ή και αν το επιχειρούσε, θα μάθαινε τη διαφορά ανάμεσα στους Σκύθες και τους βαρβάρους της Ασίας— εξοργισμένος από αυτά ο Αλέξανδρος σκεφτόταν να περάσει τον ποταμό και να τους επιτεθεί. Έτσι άρχισε να ετοιμάζει τις δερμάτινες σχεδίες για τη διάβαση. [4.4.3] Ενώ όμως θυσίαζε για τη διάβαση, δεν είχε ευνοϊκό αποτέλεσμα. Αν και στενοχωριόταν που δεν ήταν ευνοϊκό, περίμενε εκεί με υπομονή. Επειδή ωστόσο δεν έφευγαν οι Σκύθες, ο Αλέξανδρος θυσίασε ξανά για τη διάβαση, αλλά και πάλι ο μάντης Αρίστανδρος του είπε ότι οι θυσίες προμήνυαν κίνδυνο για αυτόν. Ο Αλέξανδρος είπε τότε ότι ήταν προτιμότερο να διατρέξει τον έσχατο κίνδυνο παρά αυτός που είχε υποτάξει ολόκληρη σχεδόν την Ασία να γίνει περίγελος των Σκυθών, όπως ακριβώς είχε γίνει πριν από πολλά χρόνια ο Δαρείος, ο πατέρας του Ξέρξη. Ο Αρίστανδρος όμως αρνήθηκε να εξηγήσει τις θυσίες κατά τρόπο διαφορετικό από εκείνον που φανέρωνε ο θεός, επειδή ο Αλέξανδρος επιθυμούσε να ακούσει άλλα πράγματα.