ΟΡ. ἆ, ἆ,
δμωαὶ γυναῖκες· αἵδε, Γοργόνων δίκην,
φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι
1050 πυκνοῖς δράκουσιν· οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. τίνες σε δόξαι, φίλτατ᾽ ἀνθρώπων πατρί,
στροβοῦσιν; ἴσχε, μὴ φοβοῦ, νικῶν πολύ.
ΟΡ. οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί·
σαφῶς γὰρ αἵδε μητρὸς ἔγκοτοι κύνες.
1055 ΧΟ. ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι·
ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει.
ΟΡ. ἄναξ Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δή,
κἀξ ὀμμάτων στάζουσι νᾶμα δυσφιλές.
ΧΟ. εἷς σοι καθαρμός· Λοξίας δὲ προσθιγὼν
1060 ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει.
ΟΡ. ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·
ἐλαύνομαι δὲ κοὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης, καί σ᾽ ἐποπτεύων πρόφρων
θεὸς φυλάσσοι καιρίοισι συμφοραῖς.
1065 — ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανες [τε Θυέστου]·
1070 δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη,
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ—
ἢ μόρον εἴπω;
1075 ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Α! α!
Πιστές μας σκλάβες, να τις κείνες σα Γοργόνες
σταχτόμαυρα ντυμένες, πλοκαμοζωσμένες
1050 μ᾽ αρμαθιές φίδια· δε μπορώ πια εδώ να μείνω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ποιές φρεναπάτες, πολυαγάπητε, σε δέρνουν;
θάρρος· κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είναι φρεναπάτες τούτα μου τα πάθη·
της μάνας μου είναι, νά! οι σκύλες οι ογισμένες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Γιατ᾽ είν᾽ νωπό το αίμα των χεριών σου ακόμα
κι αυτό ᾽ναι που σου φέρνει ταραγμό στο νου σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Απόλλωνα σωτήρα! πόσο αυτές πληθαίνουν
και στάζουν απ᾽ τα μάτια τους μισητόν αίμα!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μα υπάρχει καθαρμός κι όταν σ᾽ αγγίξει ο Φοίβος,
1060 από τις συμφορές σου αυτές θα σε γλιτώσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσείς δε θα τις βλέπετε, μα εγώ τις βλέπω
και δρόμο παίρνω· δεν μπορώ πια εδώ να μείνω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πήγαινε στην ευχή! κι ο θεός καλόσκεπός σου
για τύχες πιο καλύτερες ας σε φυλάει.
ΧΟΡΟΣ
Νά κι ο τρίτος που ξέσπασε πάνω σ᾽ αυτά
τα παλάτια ξανά
μ᾽ άγριαν άξαφνη μπόρα χειμώνας.
Πρώτην έκαμε αρχή του Θυέστη, οϊμέ,
το φριχτό παιδοφάγωμα εκείνο.
1070 Δεύτερ᾽ ήρθ᾽ η σειρά του γενναίου βασιλιά
που σφαγμένος εχάθηκε μες σε λουτρό,
ο αρχηγός των Ελλήνων!
Τώρα πάλ᾽ ήρθε τρίτο από κάπου — μα πώς
σωτηρία ή χαμό να το πω;
Αχ! πού τάχα θα βγει και πού θα σταθεί,
1076 ησυχία να βρει αυτ᾽ η άγρια η Λύσσα;
δμωαὶ γυναῖκες· αἵδε, Γοργόνων δίκην,
φαιοχίτωνες καὶ πεπλεκτανημέναι
1050 πυκνοῖς δράκουσιν· οὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. τίνες σε δόξαι, φίλτατ᾽ ἀνθρώπων πατρί,
στροβοῦσιν; ἴσχε, μὴ φοβοῦ, νικῶν πολύ.
ΟΡ. οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων ἐμοί·
σαφῶς γὰρ αἵδε μητρὸς ἔγκοτοι κύνες.
1055 ΧΟ. ποταίνιον γὰρ αἷμά σοι χεροῖν ἔτι·
ἐκ τῶνδέ τοι ταραγμὸς ἐς φρένας πίτνει.
ΟΡ. ἄναξ Ἄπολλον, αἵδε πληθύουσι δή,
κἀξ ὀμμάτων στάζουσι νᾶμα δυσφιλές.
ΧΟ. εἷς σοι καθαρμός· Λοξίας δὲ προσθιγὼν
1060 ἐλεύθερόν σε τῶνδε πημάτων κτίσει.
ΟΡ. ὑμεῖς μὲν οὐχ ὁρᾶτε τάσδ᾽, ἐγὼ δ᾽ ὁρῶ·
ἐλαύνομαι δὲ κοὐκέτ᾽ ἂν μείναιμ᾽ ἐγώ.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐτυχοίης, καί σ᾽ ἐποπτεύων πρόφρων
θεὸς φυλάσσοι καιρίοισι συμφοραῖς.
1065 — ὅδε τοι μελάθροις τοῖς βασιλείοις
τρίτος αὖ χειμὼν
πνεύσας γονίας ἐτελέσθη.
παιδοβόροι μὲν πρῶτον ὑπῆρξαν
μόχθοι τάλανες [τε Θυέστου]·
1070 δεύτερον ἀνδρὸς βασίλεια πάθη,
λουτροδάικτος δ᾽ ὤλετ᾽ Ἀχαιῶν
πολέμαρχος ἀνήρ·
νῦν δ᾽ αὖ τρίτος ἦλθέ ποθεν σωτήρ—
ἢ μόρον εἴπω;
1075 ποῖ δῆτα κρανεῖ, ποῖ καταλήξει
μετακοιμισθὲν μένος ἄτης;
***
ΟΡΕΣΤΗΣ
Α! α!
Πιστές μας σκλάβες, να τις κείνες σα Γοργόνες
σταχτόμαυρα ντυμένες, πλοκαμοζωσμένες
1050 μ᾽ αρμαθιές φίδια· δε μπορώ πια εδώ να μείνω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ποιές φρεναπάτες, πολυαγάπητε, σε δέρνουν;
θάρρος· κι ας μη σε παρακυριεύει ο φόβος.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν είναι φρεναπάτες τούτα μου τα πάθη·
της μάνας μου είναι, νά! οι σκύλες οι ογισμένες.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Γιατ᾽ είν᾽ νωπό το αίμα των χεριών σου ακόμα
κι αυτό ᾽ναι που σου φέρνει ταραγμό στο νου σου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Απόλλωνα σωτήρα! πόσο αυτές πληθαίνουν
και στάζουν απ᾽ τα μάτια τους μισητόν αίμα!
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μα υπάρχει καθαρμός κι όταν σ᾽ αγγίξει ο Φοίβος,
1060 από τις συμφορές σου αυτές θα σε γλιτώσει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Εσείς δε θα τις βλέπετε, μα εγώ τις βλέπω
και δρόμο παίρνω· δεν μπορώ πια εδώ να μείνω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πήγαινε στην ευχή! κι ο θεός καλόσκεπός σου
για τύχες πιο καλύτερες ας σε φυλάει.
ΧΟΡΟΣ
Νά κι ο τρίτος που ξέσπασε πάνω σ᾽ αυτά
τα παλάτια ξανά
μ᾽ άγριαν άξαφνη μπόρα χειμώνας.
Πρώτην έκαμε αρχή του Θυέστη, οϊμέ,
το φριχτό παιδοφάγωμα εκείνο.
1070 Δεύτερ᾽ ήρθ᾽ η σειρά του γενναίου βασιλιά
που σφαγμένος εχάθηκε μες σε λουτρό,
ο αρχηγός των Ελλήνων!
Τώρα πάλ᾽ ήρθε τρίτο από κάπου — μα πώς
σωτηρία ή χαμό να το πω;
Αχ! πού τάχα θα βγει και πού θα σταθεί,
1076 ησυχία να βρει αυτ᾽ η άγρια η Λύσσα;