ΚΑ. οὐκ ἔστ᾽ ἄλυξις, οὔ, ξένοι, † χρόνῳ πλέῳ.
1300 ΧΟ. ὁ δ᾽ ὕστατός γε τοῦ χρόνου πρεσβεύεται.
ΚΑ. ἥκει τόδ᾽ ἦμαρ· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴσθι τλήμων οὖσ᾽ ἀπ᾽ εὐτόλμου φρενός.
ΚΑ. οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν εὐδαιμόνων.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν χάρις βροτῷ.
1305 ΚΑ. ἰὼ πάτερ σοῦ σῶν τε γενναίων τέκνων.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; τίς σ᾽ ἀποστρέφει φόβος;
ΚΑ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τί τοῦτ᾽ ἔφευξας; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος.
ΚΑ. φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ.
1310 ΧΟ. καὶ πῶς; τόδ᾽ ὄζει θυμάτων ἐφεστίων.
ΚΑ. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει.
ΧΟ. οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις;
ΚΑ. ἀλλ᾽ εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ᾽ ἐμὴν
Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν. ἀρκείτω βίος.
1315 ἰὼ ξένοι.
οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις, φόβῳ
ἄλλως· θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε,
ὅταν γυνὴ γυναικὸς ἀντ᾽ ἐμοῦ θάνῃ,
ἀνήρ τε δυσδάμαρτος ἀντ᾽ ἀνδρὸς πέσῃ.
1320 ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ᾽ ὡς θανουμένη.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου.
ΚΑ. ἅπαξ ἔτ᾽ εἰπεῖν ῥῆσιν, ἢ θρῆνον θέλω
ἐμὸν τὸν αὐτῆς. ἡλίου δ᾽ ἐπεύχομαι
πρὸς ὕστατον φῶς τοῖς ἐμοῖς τιμαόροις
1325 ἐχθροὺς φόνευσιν τὴν ἐμὴν τίνειν ὁμοῦ,
δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος.
ΧΟ. ἰὼ βρότεια πράγματ᾽· εὐτυχοῦντα μὲν
σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν· εἰ δὲ δυστυχοῖ,
βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν.
1330 καὶ ταῦτ᾽ ἐκείνων μᾶλλον οἰκτίρω πολύ.
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Δεν έχω γλιτωμό, φίλοι, αν κερδίσω χρόνο.
ΧΟΡΟΣ
1300 Μα η ώρα ᾽ναι η στερνή που πιότερη έχει αξία.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ήρθεν η μέρα· ποιό έχω κέρδος κι αν θα φύγω;
ΧΟΡΟΣ
Ψυχή γενναία η τόλμη σου, ξέρε το, δείχτει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Κανείς αυτό απ᾽ τους ευτυχείς δε θα τ᾽ ακούσει.
ΧΟΡΟΣ
Μα ο ένδοξος είναι θάνατος μεγάλη χάρη.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Οϊμένα εσύ και τ᾽ άξια σου παιδιά, πατέρα!
ΧΟΡΟΣ
Τί ᾽ναι; ποιός φόβος σού γυρνάει το νου σου πάλι;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αχ και αχ!
ΧΟΡΟΣ
Τί πάλι αυτό σου το αχ; εκτός του νου σου αν βλάβη…
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Πνοή αναδίδει αιματοστάλαχτη το σπίτι.
ΧΟΡΟΣ
1310 Και πώς; είν᾽ τα σφαχτά που στους βωμούς μυρίζουν.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Είν᾽ όμοιο σαν αχνός που βγαίνει από ᾽να τάφο.
ΧΟΡΟΣ
Βέβαια δε λες για αραβικά εδώ μέσα μύρα.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Μα πάω και στους νεκρούς τη μοίρα μου να κλάψω
και του Αγαμέμνονα· αρκετά κι όσο έχω ζήσει.
Αχ ξένοι μου!
δε σκούζω σαν πουλί έτσι από μάταιο φόβο
μπρος σ᾽ ένα θάμνο… θα πεθάνω και σας θέλω
μάρτυρες, σαν πεθάνει αντίς για με γυναίκα
κι άντρας αντίς για τον κακότυχο τον άντρα·
1320 σα ξένιο δώρο αυτό πεθαίνοντας ζητώ σας.
ΧΟΡΟΣ
Αθλία, σου κλαίω τη μοίρα σου που προφητεύεις.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Να πω ένα λόγο θέλω ακόμα κι όχι θρήνο
δικό πια· μπρος στο στερνό το φως του ήλιου
εύχομαι οι εκδικάτορες του βασιλιά μου
να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες
για το εύκολο κατόρθωμα φόνου μιας σκλάβας.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, και το τί ᾽ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του
είναι σα μια ελαφρή σκιά· μα η δυστυχία
μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβήνει·
1330 κι αυτά ᾽πό κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμα.
1300 ΧΟ. ὁ δ᾽ ὕστατός γε τοῦ χρόνου πρεσβεύεται.
ΚΑ. ἥκει τόδ᾽ ἦμαρ· σμικρὰ κερδανῶ φυγῇ.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἴσθι τλήμων οὖσ᾽ ἀπ᾽ εὐτόλμου φρενός.
ΚΑ. οὐδεὶς ἀκούει ταῦτα τῶν εὐδαιμόνων.
ΧΟ. ἀλλ᾽ εὐκλεῶς τοι κατθανεῖν χάρις βροτῷ.
1305 ΚΑ. ἰὼ πάτερ σοῦ σῶν τε γενναίων τέκνων.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐστὶ χρῆμα; τίς σ᾽ ἀποστρέφει φόβος;
ΚΑ. φεῦ φεῦ.
ΧΟ. τί τοῦτ᾽ ἔφευξας; εἴ τι μὴ φρενῶν στύγος.
ΚΑ. φόνον δόμοι πνέουσιν αἱματοσταγῆ.
1310 ΧΟ. καὶ πῶς; τόδ᾽ ὄζει θυμάτων ἐφεστίων.
ΚΑ. ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου πρέπει.
ΧΟ. οὐ Σύριον ἀγλάισμα δώμασιν λέγεις;
ΚΑ. ἀλλ᾽ εἶμι κἀν δόμοισι κωκύσουσ᾽ ἐμὴν
Ἀγαμέμνονός τε μοῖραν. ἀρκείτω βίος.
1315 ἰὼ ξένοι.
οὔτοι δυσοίζω, θάμνον ὡς ὄρνις, φόβῳ
ἄλλως· θανούσῃ μαρτυρεῖτέ μοι τόδε,
ὅταν γυνὴ γυναικὸς ἀντ᾽ ἐμοῦ θάνῃ,
ἀνήρ τε δυσδάμαρτος ἀντ᾽ ἀνδρὸς πέσῃ.
1320 ἐπιξενοῦμαι ταῦτα δ᾽ ὡς θανουμένη.
ΧΟ. ὦ τλῆμον, οἰκτίρω σε θεσφάτου μόρου.
ΚΑ. ἅπαξ ἔτ᾽ εἰπεῖν ῥῆσιν, ἢ θρῆνον θέλω
ἐμὸν τὸν αὐτῆς. ἡλίου δ᾽ ἐπεύχομαι
πρὸς ὕστατον φῶς τοῖς ἐμοῖς τιμαόροις
1325 ἐχθροὺς φόνευσιν τὴν ἐμὴν τίνειν ὁμοῦ,
δούλης θανούσης, εὐμαροῦς χειρώματος.
ΧΟ. ἰὼ βρότεια πράγματ᾽· εὐτυχοῦντα μὲν
σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν· εἰ δὲ δυστυχοῖ,
βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν.
1330 καὶ ταῦτ᾽ ἐκείνων μᾶλλον οἰκτίρω πολύ.
***
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Δεν έχω γλιτωμό, φίλοι, αν κερδίσω χρόνο.
ΧΟΡΟΣ
1300 Μα η ώρα ᾽ναι η στερνή που πιότερη έχει αξία.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Ήρθεν η μέρα· ποιό έχω κέρδος κι αν θα φύγω;
ΧΟΡΟΣ
Ψυχή γενναία η τόλμη σου, ξέρε το, δείχτει.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Κανείς αυτό απ᾽ τους ευτυχείς δε θα τ᾽ ακούσει.
ΧΟΡΟΣ
Μα ο ένδοξος είναι θάνατος μεγάλη χάρη.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Οϊμένα εσύ και τ᾽ άξια σου παιδιά, πατέρα!
ΧΟΡΟΣ
Τί ᾽ναι; ποιός φόβος σού γυρνάει το νου σου πάλι;
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Αχ και αχ!
ΧΟΡΟΣ
Τί πάλι αυτό σου το αχ; εκτός του νου σου αν βλάβη…
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Πνοή αναδίδει αιματοστάλαχτη το σπίτι.
ΧΟΡΟΣ
1310 Και πώς; είν᾽ τα σφαχτά που στους βωμούς μυρίζουν.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Είν᾽ όμοιο σαν αχνός που βγαίνει από ᾽να τάφο.
ΧΟΡΟΣ
Βέβαια δε λες για αραβικά εδώ μέσα μύρα.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Μα πάω και στους νεκρούς τη μοίρα μου να κλάψω
και του Αγαμέμνονα· αρκετά κι όσο έχω ζήσει.
Αχ ξένοι μου!
δε σκούζω σαν πουλί έτσι από μάταιο φόβο
μπρος σ᾽ ένα θάμνο… θα πεθάνω και σας θέλω
μάρτυρες, σαν πεθάνει αντίς για με γυναίκα
κι άντρας αντίς για τον κακότυχο τον άντρα·
1320 σα ξένιο δώρο αυτό πεθαίνοντας ζητώ σας.
ΧΟΡΟΣ
Αθλία, σου κλαίω τη μοίρα σου που προφητεύεις.
ΚΑΣΣΑΝΤΡΑ
Να πω ένα λόγο θέλω ακόμα κι όχι θρήνο
δικό πια· μπρος στο στερνό το φως του ήλιου
εύχομαι οι εκδικάτορες του βασιλιά μου
να θυμηθούν και τους δικούς μου τους φονιάδες
για το εύκολο κατόρθωμα φόνου μιας σκλάβας.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, και το τί ᾽ναι ο άνθρωπος! στην ευτυχία του
είναι σα μια ελαφρή σκιά· μα η δυστυχία
μια σα σφουγγάρι υγρό της δίνει και τη σβήνει·
1330 κι αυτά ᾽πό κείνα πιο πολύ ελεούμαι ακόμα.