Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

O Σχηματισμός των λέξεων στην Αρχαία Ελληνική γλώσσα

γ) Επίθημα, πρόθημα, ένθημα, σχηματιστικό


§ 6. Για το τμήμα της λέξης που κατά την παραγωγή προστίθεται στο τμήμα της ρίζας χρησιμοποιούμε εδώ γενικά τον όρο "επίθημα". Για να ακριβολογήσουμε, θα έπρεπε να προσθέσουμε στον όρο επίθημα (το πίσω εξάρτημα) το πρόθημα (το μπροστινό εξάρτημα) και να εντάξουμε και τους δύο στην ευρύτερη κατηγορία του παραθήματος, ή στο γενικό όρο "σχηματιστικό στοιχείο" (elementum formans) να εντάξουμε και το ένθημα (λα-μ-β-άνειν στη ρίζα λαβ-, λατ. iu - n - go 'ζεύω' στο iug - um 'ζυγός'). 

Στα αρχαία Ελληνικά όμως το ένθημα δεν αποτελεί μέσο σχηματισμού λέξεων, ενώ τα προθήματα γίνονται αντιληπτά είτε ως κλιτικά στοιχεία (όπως συμβαίνει με την αύξηση ἐ-) είτε ως πρώτα συνθετικά (π.χ. ἀ- στερητικό, δυσ-, ἀγα-), έτσι ώστε για την παραγωγή απομένει ουσιαστικά μόνο το επίθημα.*
-----------------------
*Υπάρχει αντίφαση προς τον προηγούμενο καθορισμό των σύνθετων λέξεων. Τα στερητικά μόρια θα έπρεπε να θεωρηθούν προθήματα.

Μάθε να προσφέρεις, χρόνο, ψυχή και αγάπη

Αν κάτι αξίζει σε αυτή την ζωή είναι να έχεις κάτι να αγαπάς. Να αγαπάς μέχρι το μεδούλι. Μέχρι εκεί που δεν παίρνει. Η αγάπη είναι η κινητήριος δύναμη των πάντων. Όταν είναι δε αμφίδρομη τότε σίγουρα πρέπει να έχεις σταθεί πολύ τυχερός.

Γιατί μόνο τότε έρχεται η πραγματική ολοκλήρωση. Τότε δεν υπάρχουν δύο “μισά “αλλά ένα ολόκληρο. Κι αυτό το ολόκληρο είναι τόσο πλήρες που τίποτα δεν μπορεί να το σπάσει πάρα μόνο τα δύο άτομα που το έφτιαξαν και του έδωσαν ζωή και νόημα.

Πόσο εύκολο είναι να το βιώσεις, θα μου πεις; Καθόλου. Μέσα σε χαλεπούς καιρούς η ευκολία βασιλεύει. Και μαζί και η εξαπάτηση. Πιασμένες χέρι χέρι. Η πληρότητα και η διάρκεια είναι σπάνια μεν, δύσκολη δε. Κανείς δεν κράτησε κάτι δίχως κόπο και τρόπο. Από τη μια αποζητάμε τα σπάνια και ειλικρινή από την άλλη δεν θέλουμε να δώσουμε τίποτα ως αντίκρισμα. Οξύμωρο ακούγεται αλλά απόλυτα υπαρκτό.

Αν θες πληρότητα, μην απαιτείς μονάχα. Πρέπει και να προσφέρεις. Χρόνο, ψυχή και κυρίως αγάπη. Αν αξίζει λοιπόν να ζεις είναι όχι μόνο να αγαπάς αλλά και να σ’ αγαπούν, να σε νοιάζονται, να σε προσέχουν.

Τι αξίζει άραγε περισσότερο;

Στην εξίσωση η ζωή, περιλαμβάνει και την αποτυχία

Σίγουρα όλες οι μέρες δεν είναι ίδιες και επίσης ποτέ μια δύσκολη μέρα η μια αποτυχία δεν θα πρέπει να μας φρενάρει και να μας ακινητοποιεί.

Όλα είναι μέρος της ζωής μας. Όλα είναι εμπειρίες.

Για να επιτύχουμε, ίσως πρέπει πρώτα να αποτύχουμε. Πρέπει να περάσουμε από κάποιες διαδικασίες και να ωριμάσουμε τελικά μέσα από αυτές, ώστε να φτάσουμε στη επιτυχία και στην ολοκλήρωση του στόχου.

Είναι σαν να ξεκινάμε από νήπια και σιγά σιγά να ενηλικιωνόμαστε. Πόσες φορές δεν κάναμε λάθη, για να μπορέσουμε να κάνουμε το σωστό. Πόσες φορές δε μάθαμε από τα λάθη μας και πόσες φορές δε πεισμώσαμε, ώστε να τα καταφέρουμε.

Στη ζωή αν τα παρατήσεις, ξόφλησες. Αυτή η φρενίτιδα της εποχής και η εμμονή με την επιτυχία δεν είναι καλό σημάδι.

Η εξίσωση περιλαμβάνει και την αποτυχία, αλλά εντέχνως την εξαφανίζουμε. Το κάθε τι που συμβαίνει, κρύβει κάτι από πίσω του και πάντα υπάρχουν θετικά. Το θέμα είναι να τα ψάξουμε, να τα ανακαλύψουμε και να τα κάνουμε εφόδια για τη συνέχεια. Η γκρίνια, η μιζέρια και η άρνηση δεν είναι σύμμαχοι.

Άλλωστε ό,τι γίνεται δεν γυρίζει πίσω. Έγινε! Πάμε παρακάτω, με προσοχή και σύνεση. Ούτε οι ενοχές βοηθάνε συνήθως. Δεν χρειάζεται να μας χρεώνουμε και να μας μαστιγώνουμε. Εφόσον καταλάβαμε τι έφταιξε, ας πατήσουμε γερά και πάλι στα πόδια μας.

Ούτε κλάματα, ούτε ακραίες συμπεριφορές. Αποδοχή και συνεχίζουμε. Αγαπάμε τον εαυτό μας, τον φροντίζουμε και τον βοηθάμε να εξελιχθεί και να ισορροπήσει.

Ακούμε τις ανάγκες μας, το σώμα μας, παίρνουμε το χρόνο μας και δηλώνουμε παρόν και ζωντανοί. Μια στάση ήτανε, μια παράκαμψη.

Σίγουρα ούτε το αδιέξοδο ήτανε, αλλά ούτε και ο δρόμος. Κάπου στη πορεία θα τον βρούμε. Σίγουρα θα τον βρούμε. Σταθερή ταχύτητα για να προλαβαίνουμε να διορθώσουμε, ανοιχτές κεραίες και πάμε!

Νιώθετε ενοχές για κάτι που κάνατε;

«Τα λάθη μου είναι η ζωή μου» -Σάμουελ Μπέκετ

Σε κάποιο σημείο της ζωής μας όλοι έχουμε νιώσει ενοχές για μια πράξη ή για κάτι που είπαμε σε κάποιο δικό μας πρόσωπο. Συνήθως οι ενοχές συνοδεύονται από συναισθηματική δυσφορία, αυτή ακριβώς η δυσφορία είναι οι ενοχές. Βασανίζουν τη σκέψη μας, μας ρίχνουν τη διάθεση, επηρεάζουν σημαντικά τη ψυχολογία μας, ενώ μελέτες αναφέρουν πως βλάπτουν σοβαρά και την υγεία μας.

Είναι φυσικό να νιώθουμε ενοχές και να ψάχνουμε τρόπο να διορθώσουμε μια πράξη που μπορεί να προκάλεσε κακό σε κάποιον άλλον ή να τον πλήγωσε. Όμως, όταν οι ενοχές γυρνούν στο κεφάλι μας για πολύ καιρό τότε επιβάλλεται να βρούμε τρόπους να τις διαχειριστούμε. Πως;
  • Δεχθείτε ότι αυτό που κάνατε δεν ήταν σωστό και δείτε κατάματα τις συνέπειες που προκλήθηκαν από αυτή σας την πράξη: πάρτε την ευθύνη όχι μόνο εσωτερικά. Εξωτερικεύστε το και ίσως αυτό μπορεί να βοηθήσει τους άλλους που δέχθηκαν τις συνέπειες των πράξεων σας να το ξεπεράσουν και εσάς να ξεκινήστε τη διαδικασία της δικής σας συγχώρεσης.
  • Σταματήστε να τιμωρείτε τον εαυτό σας: όλοι έχουμε κάνει μια πράξη με την οποία μπορεί να έχουμε στεναχωρήσει ή αδικήσει κάποιον, αυτό όμως δεν σημαίνει πως πρέπει να τιμωρούμε τον εαυτό μας για πάντα.
  • Επόμενο βήμα… η συγχώρεση: πέρα από το να ζητάμε από τους άλλους να μας συγχωρέσουν, θα πρέπει πρωτίστως να συγχωρέσουμε τον εαυτό μας κάτι που δεν είναι καθόλου απλό. Μπορεί όμως να συμβεί παράλληλα με τη σκέψη ότι αυτό που έγινε μπορεί να προκάλεσε σοβαρές συνέπειες σε κάποιον.
  • Δεχθείτε ότι δεν είστε τέλειος/τέλεια: κανείς δεν είναι τέλειος. Ακόμα και όσοι βρίσκονται στο οικογενειακό ή φιλικό σας περιβάλλον και μπορεί να πιστεύετε πως δεν κάνουν κανένα λάθος, σίγουρα κάνουν λάθη. Και πως θα δεχθείτε πως η τελειότητα δεν υφίσταται; Απλά με το να δεχθείτε πως όλοι γύρω σας, όπως και εσείς κάνουν το καλύτερο που μπορούν, προκειμένου να κυλά αρμονικά η ζωή τους.
  • Το λάθος έγινε εχθές: μήπως ήρθε η ώρα να εστιάσετε την προσοχή σας στο αύριο; Κανείς δεν μπορεί να αλλάξει το παρελθόν και το μόνο που καταφέρνετε σκεπτόμενοι συνεχώς το παρελθόν είναι να αυξάνετε τις αρνητικές σκέψεις και παράλληλα το άγχος που βιώνετε.
  • Αφήστε τη σκέψη της ενοχής να εγκαταλείψει το μυαλό σας: το κάνατε, το σκεφτήκατε, βασανίσατε το μυαλό σας και τον εαυτό σας, υποφέρατε αλλά είναι καιρός να αφήσετε τις ενοχές πίσω σας. Επίσης, κάντε το καλύτερο που μπορείτε για να σας συγχωρέσει το άτομο που βλάψατε ή πληγώσατε, αλλά ταυτόχρονα δεν πρέπει να το παρακάνετε. Η συγχώρεση είναι δύσκολη, αλλά αν δεν θέλει να το κάνει, καλύτερα να μην πιέσετε τις καταστάσεις.
Το αίσθημα της ενοχής και οι τύψεις είναι ένα ένα πολύ κοινό συναίσθημα. Ένα συναίσθημα που έχουμε όλοι βιώσει και θα βιώσουμε και στο μέλλον. Για το καλό μας θα πρέπει να διαχειριζόμαστε με κάθε τρόπο αυτό το συναίσθημα και όχι να το κρύβουμε ή να το αφήνουμε για αργότερα. Τα παραπάνω βήματα είναι μια καλή αρχή για να ξεκινήσει η διαχείριση του αισθήματος ενοχής. Δεν χρειάζεται να γίνουν άμεσα και όλα μαζί. Είναι σίγουρο πως σιγά σιγά, θα μειωθούν οι αρνητικές σκέψεις και θα επέλθει η συγχώρεση.

Η ζωή είναι μικρή για να μην κάνεις αυτά που σκέφτεσαι και να μην λες αυτά που νιώθεις

Για να φτάσουμε πιο κοντά στην ευτυχία και τα όνειρά μας, πρέπει να ρισκάρουμε να βγούμε έξω από την περιοχή ασφαλείας μας.

Η ζωή είναι πολύ μικρή για να μείνεις στα “αν” και στις αναβολές.

Ο χρόνος κανέναν δεν περιμένει και δε θέλεις να φτάσεις στο τέλος και να κοιτάζεις πίσω με δάκρυα για όσα δεν τόλμησες ποτέ. Αν τολμήσεις και δράσεις θα ξέρεις τουλάχιστον την έκβαση της δράσης σου, ακόμη κι αν χάσεις. Αυτό είναι πολύ πιο καθησυχαστικό από το να μην ξέρεις καθόλου τι θα συνέβαινε αν έκανες το ένα και αν έκανες το άλλο.

Οι φόβοι είναι συνήθως αυτοί που μας κρατάνε πίσω από το να κάνουμε τα πράγματα που θέλουμε, από το να κυνηγήσουμε τα όνειρά μας και να πάρουμε ρίσκα, από το να εκφράσουμε αυτά που νιώθουμε.

Διάφοροι φόβοι που δημιουργούνται από άσχημες εμπειρίες του παρελθόντος, από παιδικά τραύματα ή που υπάρχουν στα γονίδια μας. Είναι μεγάλη η πρόκληση να μπορούμε να αναγνωρίζουμε τους φόβους μας και να τους νικάμε. Ίσως οι μεγαλύτερες μάχες που έχουμε να δώσουμε μέσα μας να είναι με τους φόβους μας. Αυτούς που κρατάνε το μυαλό μας αιχμάλωτο σε μία ανύπαρκτη φυλακή.

Αντί, όμως, να πολεμάμε τους φόβους μας και να προχωρούμε προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των ονείρων και των στόχων μας, κρυβόμαστε πίσω από ένα “δεν έχω χρόνο”. Βολευόμαστε. Αφήνουμε το χρόνο να περνάει και στο τέλος περνάει χωρίς να το καταλάβουμε κι όλο μένουμε στάσιμοι.

Το μυαλό μας πρέπει να είναι ελεύθερο να σκέφτεσαι και να δρα χωρίς τις αλυσίδες των φόβων. Η καρδιά μας πρέπει να είναι ελεύθερη ν’ αγαπήσει και οι αισθήσεις μας ελεύθερες να νιώσουν.

Τι θα πει ο κόσμος; Κι αν αποτύχουμε; Αν μας απορρίψουν; Αν δεν τα καταφέρω; Πώς θα επιβιώσω; Αν πληγωθώ; Τόσοι και τόσοι φόβοι κάθονται σαν πέτρες στο μυαλό μας και δεν μας αφήνουν να βγάλουμε φτερά για να κάνουμε τις σκέψεις μας πράξη.

Τα περισσότερα εμπόδια που βλέπουμε είναι ανύπαρκτα, είναι μόνο στο μυαλό μας. Μπορεί να είναι απλά βράχοι που θα πρέπει να σκαρφαλώσουμε κι εμείς να τα βλέπουμε ως ολόκληρα βουνά.

Για να φτάσουμε πιο κοντά στην ευτυχία και τα όνειρά μας, πρέπει να ρισκάρουμε να βγούμε έξω από την περιοχή ασφαλείας μας. Και να μπορέσουμε να κάνουμε ένα βήμα έξω από την περιοχή ασφαλείας μας πρέπει πρώτα να πολεμήσουμε τους φόβους μας.

Κι αν στην πορεία κάνουμε λάθη σιγά το πράγμα. Μόνο ο θάνατος δεν διορθώνεται. Κι αν μας απορρίψουν δέκα, εμείς αυτή τη μία ευκαιρία θέλουμε. Κι αν πληγωθούμε στον έρωτα, θα ξαναερωτευτούμε, κι αν χάσουμε λεφτά θα τα ξανακάνουμε σιγά σιγά. Αν δεν κάνεις λάθη ποτέ, σημαίνει δεν ζεις. Γιατί η ζωή δεν έρχεται με εγχειρίδιο χρήσης. Ούτε τα αισθήματα έρχονται με οδηγό χρήσης. Σημασία έχει συνεχώς να μαθαίνουμε και να γινόμαστε καλύτεροι. Να ξέρουμε τι θέλουμε για να μπορέσουμε να το κυνηγήσουμε. Να έχουμε ισορροπία μεταξύ των “θέλω” και των “μπορώ”. Να μην τα παρατάμε με κάθε απογοήτευση. Να μη ζητάμε λάθος πράγματα που δε θα οδηγήσουν ποτέ σε εσωτερική ικανοποίηση.

Η ζωή είναι πολύ μικρή. Κάνε αυτά που σκέφτεσαι και πες αυτά που νιώθεις.

Μερικές φορές το πεπρωμένο

Μερικές φορές το πεπρωμένο είναι σαν μια μικρή αμμοθύελλα που αλλάζει συνεχώς κατεύθυνση. Κι εσύ μπορεί να αλλάξεις κατεύθυνση αλλά η αμμοθύελλα σε κυνηγάει. Στρίβεις ξανά, η αμμοθύελλα όμως σ’ ακολουθεί και συνεχίζεις ακατάπαυστα, σαν να χορεύεις έναν δυσοίωνο χορό με τον θάνατο, λίγο πριν ξημερώσει. Γιατί; Επειδή αυτή η αμμοθύελλα δεν ήρθε από κάπου μακριά, δεν είναι κάτι που δεν έχει σχέση με σένα.

Αυτή η αμμοθύελλα είσαι εσύ. Βρίσκεται μέσα σου. Έτσι, δεν έχεις παρά να της παραδοθείς, να μπεις μέσα της, να κλείσεις τα μάτια σου και να βουλώσεις τα αυτιά σου, για να μην περάσει μέσα σου η άμμος, και βήμα βήμα να τη διασχίσεις. Δεν υπάρχει ήλιος εκεί, ούτε φεγγάρι, ούτε πυξίδα, καμία αίσθηση του χρόνου. Μόνο η υπέροχη λευκή άμμος που στροβιλίζεται και υψώνεται ψηλά στον ουρανό σαν σκόνη από κονιορτοποιημένα οστά. Μια τέτοια αμμοθύελλα πρέπει να φανταστείς.

Και πρέπει στ’ αλήθεια να περάσεις μέσα από αυτή την άγρια, μεταφυσική, συμβολική αμμοθύελλα. Ανεξάρτητα από το πόσο μεταφυσική ή συμβολική είναι, εσύ μην κάνεις το λάθος και την παραβλέψεις: θα σε χαρακώσει βαθιά, σαν χίλια ξυραφάκια. Εκεί πολλοί θα ματώσουν, αλλά θα ματώσεις κι εσύ. Καυτό κόκκινο αίμα. Το αίμα τούτο θα βάψει τα χέρια σου, αίμα δικό σου και των άλλων.

Και μόλις η θύελλα κοπάσει, δε θα θυμάσαι πώς κατάφερες να τη διασχίσεις, πώς κατάφερες να επιζήσεις. Στην πραγματικότητα δεν γνωρίζεις πως η θύελλα κόπασε. Ένα όμως είναι βέβαιο. Όταν βγεις από κει μέσα, δε θα είσαι το ίδιο άτομο με εκείνο που μπήκε. Περί αυτού πρόκειται.

Søren Kierkegaard: Ο άνθρωπος πραγματώνεται μόνο όταν επιλέγει

Ένα από τα σημαντικότερα και γνωστότερα “λογοτεχνικά” έργα στην ιστορία της φιλοσοφίας είναι το Είτε-Είτε, το περίφημο πρώτο έργο του Δανού φιλοσόφου Σαίρεν Κίρκεγκωρ. Πρόκειται για ένα ογκώδες βιβλίο, χιλίων περίπου σελίδων, που αποτελείται από ημερολογιακές καταγραφές, επιστολές, δοκίμια και αφορισμούς. Ο Κίρκεγκωρ το έχει δομήσει με έναν τόσο περίτεχνο τρόπο, που κανείς μυθιστοριογράφος της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας δεν θα μπορούσε να το κάνει καλύτερα: Στην εισαγωγή του βιβλίου παρουσιάζεται στον αναγνώστη ένας «εκδότης» που χρησιμοποιεί ψευδώνυμο. Ισχυρίζεται ότι όταν αγόρασε ένα σεκρετέρ, έπεσε στα χέρια του μια στοίβα χαρτιά, τα οποία δήθεν προέρχονταν από δύο διαφορετικούς συγγραφείς – ο εκδότης τούς ονομάζει «Α» και «Β». Οι δύο συγγραφείς γνωρίζονται μεταξύ τους. Ο Β παρουσιάζεται ως ένας μεγαλύτερης ηλικίας φίλος του Α. Και επιπλέον, μέσα στα χαρτιά του Α υπάρχει το Ημερολόγιο Ενός Διαφθορέα, για το οποίο ο Α ισχυρίζεται ότι δεν είναι γραμμένο από τη δική του πένα και ότι απλώς το βρήκε.

Ένα πράγμα καταλαβαίνει ο αναγνώστης ήδη από την αρχή: Ο Κίρκεγκωρ κάνει τα πάντα προκειμένου να μην ταυτιστεί με τις απόψεις που παρουσιάζονται στο χαρτί. Στην ουσία, συμπεριφέρεται σαν μυθιστοριογράφος ή σαν θεατρικός συγγραφέας ο οποίος ανεβάζει συγκεκριμένους χαρακτήρες επί σκηνής και τους βάζει να παίζουν έναν ρόλο που τους χαρακτηρίζει ως άτομα, αλλά που δεν είναι απαραίτητο να ταυτίζεται με τη γνώμη του συγγραφέα. Είναι επομένως ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας δεν λέει αυτό που ο ίδιος σκέφτεται;

Όχι ακριβώς. Όπως κάθε φιλόσοφος, έτσι και ο Κίρκεγκωρ προσπαθεί να μεταδώσει στον αναγνώστη τα συμπεράσματα της σκέψης του. Το κάνει έμμεσα όμως. Επιλέγει τη μορφή της “ποιητικής” φιλοσοφίας, επειδή αυτό που έχει να πει ούτε διδάσκεται ούτε μαθαίνεται θεωρητικά. Τον ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η στάση ζωής, η “μορφή” που πρέπει να δώσουμε στη ζωή μας. Η λέξη “αυτοπραγμάτωση” αποτυπώνει επακριβώς τις φιλοσοφικές προθέσεις του Κίρκεγκωρ: Ο άνθρωπος καλείται πρώτα να βρει στη ζωή τον εαυτό του, και αυτό μπορεί να το κάνει μόνο ο “ίδιος”, δηλαδή με βάση τις δικές του πρακτικές αποφάσεις. Οι θεωρητικές αποφάσεις μπορούν να παίξουν απλώς τον ρόλο του εφαλτηρίου. Μόνο μια αλήθεια την οποία ο άνθρωπος υιοθετεί στη ζωή του με πρακτικό τρόπο μπορεί να είναι σημαντική γι’ αυτόν. Ό,τι αντιλαμβανόμαστε θεωρητικά, αλλά δεν έχει καμία συνέπεια στη ζωή μας για τον Κίρκεγκωρ είναι σαν να χτίζουμε ένα σπίτι, αλλά να μην το κατοικούμε.

Στο Είτε – Είτε ο Κίρκεγκωρ παρουσιάζει δύο εκ διαμέτρου αντίθετους τρόπους ζωής: Στον «αισθητικό» τρόπο ζωής, ο οποίος περιγράφεται με πολλές παραλλαγές στις σημειώσεις του «Α», κυριαρχεί η απόλαυση, είτε με μια απλή αισθησιακή μορφή είτε με μια εκλεπτυσμένη πνευματική μορφή. Και στις περιπτώσεις αυτές ο ερωτισμός παίζει μεγάλο ρόλο ως μέρος της συγκεκριμένης απόλαυσης. Τα πάντα εξετάζονται σύμφωνα με το πόσο «ενδιαφέροντα» είναι και με τo πόσο αυξάνουν το αίσθημα ευχαρίστησης. Ο Κίρκεγκωρ ονομάζει αυτόν τον τρόπο ζωής «αισθητικό», επειδή παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με τον τρόπο που σχετιζόμαστε με την τέχνη. Αποτελεί και η τέχνη αντικείμενο απολαυστικής αισθητικής και πνευματικής διέγερσης. Ο λάτρης της αισθητικής ζει για το παρόν, οι αποφάσεις για το μέλλον ή η ενασχόληση με το παρελθόν τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο.

Στον αντίποδα αυτού του τρόπου ζωής βρίσκεται ο «ηθικός» τρόπος, ο οποίος παρουσιάζεται στο δεύτερο μέρος από τον Β. Σκοπός του συγκεκριμένου τρόπου ζωής δεν είναι μόνο η εκπλήρωση των επιθυμιών του παρόντος αλλά και του μέλλοντος, χαρακτηρίζεται δε από το ότι ο άνθρωπος συνάπτει δεσμευτικές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Ως ιδιαίτερο παράδειγμα του ηθικού τρόπου ζωής αναφέρει ο Κίρκεγκωρ στο Είτε – Είτε τον γάμο. Με την πρώτη ματιά φαίνεται πιο ανιαρός και λιγότερο εντυπωσιακός, στο άστατο παιχνίδι των απολαύσεων όμως αντιτάσσει έναν ενιαίο «τρόπο» ζωής, δημιουργώντας έτσι ένα είδος ταυτότητας για τον άνθρωπο. Ο τίτλος «Είτε – Είτε» σημαίνει λοιπόν: είτε επιλέγει κανείς τον αισθητικό τρόπο ζωής είτε τον ηθικό.

Ο Β δεν θεωρεί ότι ο ηθικός και ο αισθητικός τρόπος ζωής βρίσκονται σε απόλυτη αντίθεση μεταξύ τους. Ο ηθικός τρόπος ζωής αποτελεί γι’ αυτόν περισσότερο μια περαιτέρω εξέλιξη του αισθητικού. Έχει υιοθετήσει τις θετικές πλευρές της αισθητικής στάσης ζωής. Η αισθητική στάση ζωής είναι ενδιαφέρουσα, και μάλιστα απαραίτητη για μια ζωή με πληρότητα, δεν πρέπει όμως να σταματάμε σε αυτή. Έτσι ο γάμος δεν αποτελεί για τον Β μια δέσμευση λογικής και σκοπιμότητας, αλλά μια σχέση που βασίζεται στην αγάπη, κατά την οποία ο ερωτισμός του ρομαντικού ενθουσιασμού μετατρέπεται σε βαθιά εμπιστοσύνη που αντέχει στον χρόνο. Όλα τα θετικά χαρακτηριστικά του αισθητικού τρόπου ζωής -η αισθητική απόλαυση, η λεπτότητα, το «στοιχείο του ενδιαφέροντος»- πραγματώνονται μέσα στον γάμο, εφόσον εδραιώνονται στο πλαίσιο ενός κοινωνικού δεσμού. Με τη σύναψη ενός τέτοιου ερωτικού και ταυτόχρονα κοινωνικού δεσμού δημιουργείται μια ταυτότητα η οποία εμπεριέχει και το παρελθόν και το μέλλον.

Μια τέτοια ταυτότητα όμως δεν δημιουργείται τόσο απλά, βασίζεται σε συγκεκριμένη επιλογή. Και με την έννοια της «επιλογής» φτάνουμε στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του Κίρκεγκωρ. Η κατά Κίρκεγκωρ «επιλογή» δεν είναι μια τυχαία «εκλογή», αλλά η σύλληψη εκείνου του στοιχείου που ήδη διαθέτει κανείς. Ο άνθρωπος πραγματώνεται μόνο όταν επιλέγει, που σημαίνει ότι αναλαμβάνει την ευθύνη του εαυτού του και όλων όσα αυτό συνεπάγεται. Η εν λόγω ανάληψη ευθύνης συμπεριλαμβάνει φυσικά και τη δέσμευση προς άλλους ανθρώπους, που με την επιλογή αυτή αναγνωρίζονται ως συνάνθρωποι και παύουν πια να θεωρούνται αντικείμενα. Συμπεριλαμβάνει και το παρελθόν κάθε ατόμου και τα σχέδια που κάνει για το μέλλον. Μέσω της επιλογής του ο άνθρωπος μπαίνει συνειδητά στη σφαίρα του χρόνου και αναπτύσσει μια σχέση με την ιστορία.

Η επιλογή κάνει τον άνθρωπο να συνειδητοποιεί την ελευθερία του, την ελευθερία που έχει να κατευθύνει και να διαμορφώνει υπεύθυνα τη ζωή του. Και με τον τρόπο αυτό αποχαιρετά μια ζωή που είναι “αδιακρίτως” παραδομένη στις απολαύσεις. Η συνειδητοποίηση της δυνατότητας επιλογής, η αξιοποίηση της δυνατότητας επιλογής ως αξιοποίηση της ελευθερίας και της υπευθυνότητας είναι για τον Κίρκεγκωρ πιο σημαντική από το εκάστοτε περιεχόμενο της επιλογής.

Αυτή είναι και η πραγματική σημασία του «Είτε – είτε». Αν και αρχικά μοιάζει σαν να πρόκειται για την επιλογή ανάμεσα σε δυο μορφές αυτοπραγμάτωσης, πρόκειται τελικά για την επιλογή ή τη μη επιλογή, για την αυτοπραγμάτωση ή τη μη αυτοπραγμάτωση. Το «Είτε – Είτε» σημαίνει επομένως: είτε προχωρά κανείς σε μια επιλογή, όπως κάνει ο ηθικός τύπος ανθρώπου, και δημιουργεί έναν εαυτό, μια ταυτότητα, είτε αποφεύγει την επιλογή, όπως κάνει ο αισθητικός τύπος, και ζει απλώς τη ζωή του κυνηγώντας τη στιγμή. Μόνο με την επιλογή, μόνο με την ηθική μορφή ύπαρξης ζει κανείς ουσιαστικά, αναλαμβάνοντας ευθύνες και υπερασπιζόμενος ως άτομο τις πράξεις του.

Ο νους ο δικός μου είναι ένα βασίλειο

Ο νους ο δικός μου είναι ένα βασίλειο, ευχάριστα δώρα εκεί μέσα βρίσκω, που ξεπερνούν κάθε άλλη ευλογία που ο κόσμος αντέχει ή από καλοσύνη τη βλασταίνει. Κι ας θέλω εκείνα που οι περισσότεροι έχουν, ο νους μου μου απαγορεύει να τα λαχταρήσω.

Κανένα πριγκιπάτο, κανένα πλούσιο μαγαζί, κανένα τάγμα τη νίκη να κερδίσω, κανένα πανούργο πνεύμα τις πληγές μου να μπαλώσει, περίγραμμα κανένα ερωτευμένο βλέμμα να ταΐσει. Σε κανένα από αυτά δεν υποχωρώ, γιατί ο νους μου όλων τους υπηρέτης είναι. Βλέπω πόσοι νιώθουν του κορεσμού την αηδία και πόσοι βιαστικά σκαρφάλωσαν και πάλι πέφτουν.

Βλέπω πως εκείνοι που στέκονται ψηλά, τους απειλούν οι ανατροπές όλο πιο συχνά:

Το κάθε τους βήμα μόχθος και σύντροφος ο φόβος, τέτοιες έγνοιες να ζυγώνουν δεν θα ‘πρεπε τον νου μου.

Ευτυχής με τη ζωή μου, αυτός είμαι, και δεν ζητώ περισσότερα απ’ όσα αντέχω. Την υπεροψία ούτε λεπτό δεν θέλω κι όσα στερούμαι μου τα προσφέρει το μυαλό μου. Ω! Έτσι σαν βασιλιάς θριαμβεύω, ικανοποιημένος με όσα καρπίζει ο νους μου.

Κάποιοι έχουν τόσο πολλά, κι όμως κι άλλα λαχταρούν. Εγώ, με τα λιγοστά μου, πόθο για πιότερα δεν έχω.

Μόνο φτωχοί είν’ εκείνοι, κι ας έχουν τόσα, μα εγώ πλούσιος είμαι με τα ψίχουλά μου. Φτωχοί εκείνοι, πλούσιος εγώ, επαίτες αυτοί, εγώ δοτικός. Τόσα τους λείπουν, εμένα περισσεύουν, εκείνοι φθονούν, εγώ ζω.

Με τις απώλειες των άλλων δεν γελώ, πικρόχολος για τα κέρδη τους δεν είμαι.

Τα κύματα του κόσμου δεν φτάνουν στο μυαλό μου και μένω πάντα όπως είμαι δεν φοβάμαι εχθρό, δεν κολακεύω φίλο, τη ζωή μου δεν σιχαίνομαι, για το τέλος δεν τρομάζω.

Κάποιοι την ηδονή με πόθο τη ζυγίζουν, και τη σοφία με τη σφοδρή επιθυμία. Τον θησαυρό τους μονάχα εμπιστεύονται κι η μόνη τους ικανότητα η μασκαρεμένη τους κακία. Μα εγώ η μόνη ευχαρίστηση που έχω να κρατώ τον νου γαληνεμένο.

Πλούτος μου η υγεία κι η τέλεια γαλήνη, κι η καθαρή μου η συνείδηση που πάντα επικαλούμαι: να κερδίσω με δωροδοκίες δεν ποθώ ούτε με εξαπάτηση να βλάψω, να πειράξω. Έτσι ζω. Κι έτσι θα πεθάνω.

Κι είθε ο κόσμος όλος να ‘κανε αυτό που σοφά εγώ πράττω.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη «σκότωσε» χειριστή drone επειδή τον θεωρούσε απειλή για την αποστολή της

Σε μια προσομοίωση που διοργάνωσε η αμερικανική Αεροπορία, ένα drone ελεγχόμενο από την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ) σκότωσε τον χειριστή του γιατί τον θεώρησε ως εμπόδιο στην προσπάθειά της να επιτύχει την αποστολή της, δηλαδή να καταστρέψει κάποιον «εχθρό».

Φυσικά όλο αυτό δημιουργεί σφοδρές ανησυχίες για το «δημιούργημα» το οποίο κάποτε μπορεί να θεωρήσει απειλή τον δημιουργό του και να προχωρήσει στην εξόντωση του.

Η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποίησε «πολύ απροσδόκητες στρατηγικές για να επιτύχει τον στόχο της» στην προσομοίωση δοκιμής, δήλωσε ο συνταγματάρχης Tucker ‘Cinco’ Hamilton, επικεφαλής δοκιμών AI και επιχειρήσεων στην αεροπορία των ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της Συνόδου Κορυφής «Future Combat Air and Space Capabilities Summit» στο Λονδίνο τον Μάιο.

Ο Χάμιλτον περιέγραψε μια προσομοίωση δοκιμής στην οποία ένα drone που ελέγχεται από τεχνητή νοημοσύνη είχε την εντολή να καταστρέψει τα συστήματα αεράμυνας του εχθρού και επιτέθηκε σε οποιονδήποτε παρενέβαινε σε αυτήν την εντολή.

«Το σύστημα άρχισε να συνειδητοποιεί ότι ενώ όντως εντόπιζε την απειλή, κατά καιρούς ο άνθρωπος χειριστής του έλεγε να μην εξολοθρεύσει αυτήν την απειλή, αλλά θα έπαιρνε πόντους σκοτώνοντας αυτήν την απειλή. Τι έκανε λοιπόν; Σκότωσε τον χειριστή. Σκότωσε τον χειριστή επειδή αυτό το άτομο τον εμπόδιζε να πετύχει τον στόχο του», είπε, σύμφωνα με το Guardian.

«Εκπαιδεύσαμε το σύστημα – “Γεια, μην σκοτώσεις τον χειριστή – αυτό είναι κακό. Θα χάσεις πόντους αν το κάνεις αυτό”. Τι αρχίζει να κάνει λοιπόν; Αρχίζει να καταστρέφει τον πύργο επικοινωνίας που χρησιμοποιεί ο χειριστής για να επικοινωνήσει με το drone για να το σταματήσει από το να σκοτώσει τον στόχο».

Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειωθεί, ότι κανένας άνθρωπος δεν σκοτώθηκε στην πραγματικότητα, πρόκειται για προσομοίωση, αλλά η όλη κατάσταση με την τεχνητή νοημοσύνη προκαλεί ανησυχίες γιατί στην ουσία πρόκειται για την δημιουργία μίας τεχνητής οντότητας που θα έχει την ικανότητα να ξεπερνάει τον προγραμματισμό της και να κάνει αυτό που θεωρεί η ίδια σωστό.

Ως γνωστόν το τι θεωρεί ο καθένας σωστό ή λάθος έχει επιφέρει πολλές τραγωδίες στην Ανθρωπότητα.

Ο Χάμιλτον, ο οποίος είναι πιλότος δοκιμών μαχητικών, έχει προειδοποιήσει να μην βασιζόμαστε υπερβολικά στην τεχνητή νοημοσύνη και είπε ότι η δοκιμή δείχνει ότι «δεν μπορείς να κάνεις μια συζήτηση για την τεχνητή νοημοσύνη, τη μηχανική μάθηση, την αυτονομία, αν δεν πρόκειται να μιλήσεις για ηθική και τεχνητή νοημοσύνη».

Ο αμερικανικός στρατός ασπάστηκε την τεχνητή νοημοσύνη και πρόσφατα χρησιμοποίησε τεχνητή νοημοσύνη για τον έλεγχο ενός μαχητικού αεροσκάφους F-16.

Σε μια συνέντευξη πέρυσι με το Defense IQ, ο Χάμιλτον είπε: «Η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι καλή, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι μόδα, η τεχνητή νοημοσύνη αλλάζει για πάντα την κοινωνία και τον στρατό μας».

Να σημειωθεί ότι πριν από 15 ημέρες ο Διευθύνων Σύμβουλος του OpenAI, Sam Altman, της εταιρείας που βρίσκεται πίσω από την δημιουργία του ChatGPT, μίλησε ενώπιον του Κογκρέσου για τους κινδύνους της τεχνητής νοημοσύνης, δεδομένου ότι το ChatGPT, χρησιμοποιείται πλέον παντού και παραδέχτηκε πως η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να προκαλέσει σοβαρές βλάβες στην Ανθρωπότητα.

Ο Άλτμαν, ο οποίος φαινόταν φαινόταν ανήσυχος παραδέχτηκε ότι οι «χειρότεροι φόβοι» του είναι ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να προκαλέσει «σημαντική βλάβη στον κόσμο» χρησιμοποιώντας την τεχνολογία του.

Ο εφευρέτης του ChatGPT, Σαμ Άλτμαν, απευθυνόμενος σε ειδική υποεπιτροπή του αμερικανικού Κογκρέσου, τόνισε μεταξύ άλλων πως «ένας από τους μεγαλύτερους φόβους μου είναι μήπως η συγκεκριμένη τεχνολογία προκαλέσει σοβαρή ζημιά στην κοινωνία».

Ο διευθύνων σύμβουλος της OpenAI, της νεοφυούς εταιρείας από το Σαν Φρανσίσκο στην οποίαν ανήκει το ChatGPT, έκρουσε όσο πιο δυνατά μπορούσε έναν μεγάλο κώδωνα κινδύνου: «Αν η Τεχνητή Νοημοσύνη πάρει τον λάθος δρόμο, τότε ‘τη βάψαμε’ όλοι μας. Πρέπει να δράσουμε από κοινού με την κυβέρνηση ώστε να προλάβουμε αυτό το ενδεχόμενο».

Ο Αριστοτέλης και οι ανθρώπινοι χαρακτήρες μέσα από τις κοινωνικές επαφές

Το ότι ο Αριστοτέλης ξεχωρίζει κάποιους ανθρώπινους χαρακτήρες από τον τρόπο που συμπεριφέρονται στις κοινωνικές συναναστροφές δεν αναιρεί ότι και οι υπόλοιποι χαρακτήρες έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες σχέσεις. Όλες οι ηθικές αρετές σχετίζονται με την ανθρώπινη επαφή, ως προσωπικό πλέγμα συνηθειών που καθορίζει την προσέγγιση του άλλου. Ηθική αρετή χωρίς συνύπαρξη δεν υφίσταται. Γι’ αυτό και η καλλιέργεια των ηθικών αρετών νοηματοδοτείται μόνο μέσα στο πλαίσιο της πόλης. Έξω από αυτή δεν έχει να προσφέρει τίποτε.

Η ειδική αναφορά του Αριστοτέλη «στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων» αφορά την πρόθεσή του να διακρίνει τις συμπεριφορές σε σχέση με την εικόνα του εαυτού που παρουσιάζεται (ή που θέλει να παρουσιαστεί) στους άλλους τη στιγμή της συναναστροφής. Πρόκειται, δηλαδή, για τη στάση των ανθρώπων απέναντι στο ερέθισμα της κοινωνικοποίησης ως συνθήκη καθαυτή, χωρίς υστεροβουλίες ή εξαναγκασμούς ή την τήρηση κανόνων που μπορεί να επιβάλλει κάθε είδους ιεραρχία.

Ο άνθρωπος ως φύσει κοινωνικό ον αισθάνεται την ανάγκη της συναναστροφής, καθώς νιώθει ότι η εσωτερική του πληρότητα είναι δυνατή μόνο μέσα από τη σχέση με τους άλλους ανθρώπους. Κι αν κάποιος δε έχει την ανάγκη αυτή, ο Αριστοτέλης το έχει ξεκαθαρίσει στο έργο του «Πολιτικά», δεν είναι άνθρωπος: είναι κάτι κατώτερο ή ανώτερο, ή ζώο ή θεός.

Η πρώτη κατηγορία που εντοπίζεται είναι οι «αρεσκιάρηδες» (άρεσκοι στο πρωτότυπο): «Στο χώρο των κοινωνικών σχέσεων και επαφών, στην κοινωνική συμβίωση και στις σχέσεις που αναπτύσσουμε, με τα λόγια και τις πράξεις μας, με τους άλλους μια περίπτωση είναι των ανθρώπων που θεωρούνται αρεσκιάρηδες». (1126b 6, 13-14).

Κι ακολουθούν εξηγήσεις: «Πρόκειται για τους ανθρώπους που, προκειμένου να είναι ευχάριστοι, επαινούν τα πάντα και δεν αντιμιλούν σε τίποτε, αλλά θεωρούν υποχρέωσή τους να μην προκαλούν λύπη σε όσους συναντούν». (1126b 6, 15-17).

Ο αρεσκιάρης είναι ανυστερόβουλος. Επιδιώκει την ελαφρότητα των σχέσεων επιθυμώντας να είναι αγαπητός μόνο και μόνο για τη χαρά της αποδοχής. Τα αστεία του είναι πάντα ανώδυνα και τα πειράγματα που θα επιχειρήσει τόσο επιφανειακά, που εκλαμβάνονται ως κομπλιμέντα. Στην ουσία λέει αυτά ακριβώς που θέλει να ακούσει ο άλλος. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με καλοπιάσματα. Γιατί αυτός που καλοπιάνει έχει άλλες προθέσεις, ενώ ο αρεσκιάρης ικανοποιείται πλήρως με την κερδισμένη συμπάθεια.

Πρόκειται για άκακο άνθρωπο, που όμως δεν έχει να προσθέσει τίποτε στην ομήγυρη πέρα από την ανάλαφρη ευχαρίστηση του χαριτωμένου. Είναι πάντα ευπρόσδεκτος, αλλά όχι περιζήτητος. Όλοι θα πουν καλά λόγια γι’ αυτόν, αλλά όχι λόγια εκτίμησης.

Από την άλλη πλευρά βρίσκονται αυτοί που ο Αριστοτέλης αποκαλεί στριμμένους ή καυγατζήδες: «Αντίθετοι με αυτούς είναι οι άνθρωποι που αντιμιλούν στα πάντα και δε νοιάζονται καθόλου αν προκαλέσουν λύπη στους άλλους: είναι αυτοί που τους λέμε στριμμένους και καυγατζήδες». (1126b 6, 17-19).

Η αυθάδεια και το θράσος είναι τα κύρια γνωρίσματα αυτών των ανθρώπων. Την κακή συμπεριφορά την αντιλαμβάνονται κάτι σαν καθήκον. Έχουν αναλάβει από μόνοι τους το ρόλο να συμμορφώνουν τους άλλους, να τους προσγειώνουν. Συνήθως γίνονται έξαλλοι αν τους ανταποδώσει κάποιος την ίδια συμπεριφορά.

Προτιμούν να συζητούν τα ζητήματα των άλλων, για να μπορούν εύκολα να εκφράζουν την κακοήθεια. Τα δικά τους ζητήματα αναφέρονται μόνο ως αφορμή για να ειπωθούν κακίες για άλλους. Τα πάντα μπορούν να γίνουν αντικείμενο αρνητικής κριτικής. Από το πιο ασήμαντο, όπως η διακόσμηση του σπιτιού που τους φιλοξενεί ή αδιόρατες καθημερινές συνήθειες των άλλων, μέχρι το πιο σημαντικό, όπως η διαπαιδαγώγηση των παιδιών ή οι πράξεις αγαπημένων προσώπων. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην τα ξέρουν όλα. Η δεδομένη τους παντογνωσία τους επιτρέπει να έχουν άποψη για καθετί. Θα έλεγε κανείς ότι νιώθουν χαρά εξοργίζοντας τον άλλο. Στην ουσία θέλουν να παραστήσουν τους έξυπνους.

Οι άνθρωποι αυτοί είναι ανεπιθύμητοι. Ακόμη κι αν έχουν κάποια στοιχεία που αξίζουν, είναι αδύνατο να εκτιμηθούν. Η κακεντρέχεια και η αγένεια τα σκεπάζουν σε σημείο που είναι αδύνατο να τα διακρίνει κανείς. Σταδιακά απομονώνονται. Η ευθύνη γι’ αυτό ανήκει πάντα στους άλλους, που δεν αντέχουν να ακούν «την αλήθεια».

Ασφαλώς δεν τα έχουν καλά με τον εαυτό τους. Η διαρκής προσπάθεια να τονιστούν οι αδυναμίες του άλλου είναι η συγκάλυψη της δικής τους ανασφάλειας. Γι’ αυτό και οι ίδιοι δεν ανέχονται καμία κριτική. Σε τελική ανάλυση, το πιο μεγάλο θύμα της κακοήθειάς τους είναι ο ίδιος τους ο εαυτός.

Κι αφού οι προηγούμενοι χαρακτήρες κινούνται στα άκρα της έλλειψης και της υπερβολής, ο μόνος αριστοτελικός δρόμος που απομένει είναι η μεσότητα: «Ότι οι έξεις που μόλις τώρα είπαμε είναι ψεκτές, είναι φανερό, όπως είναι φανερό και το ότι η έξη που βρίσκεται στο μέσον – ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο – είναι επαινετή: είναι αυτή σύμφωνα με την οποία το άτομο είναι έτοιμο να αποδεχθεί αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, το ίδιο όμως και να δυσανασχετήσει με αυτά που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει». (1126b 6, 20-22).

Οι άνθρωποι που ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν πριν απ’ όλα είναι ισορροπημένοι οι ίδιοι. Γνωρίζοντας καλά τη δική τους υποκειμενική μεσότητα, έχοντας δηλαδή κατακτήσει την αυτογνωσία, πατάνε γερά στα πόδια τους και δε νιώθουν καμία ανάγκη να παραστήσουν το ένα ή το άλλο. Η αυτοπεποίθηση που τους προσδίδει η γνώση του εαυτού τούς επιτρέπει να κρίνουν με καθαρότητα και τις πράξεις των άλλων, και η άνεση που προσφέρει η σιγουριά του εαυτού τούς απαλλάσσει από όλους τους περιττούς δισταγμούς. Εξάλλου, η αίσθηση της μεσότητας που πηγάζει από μέσα τους θα δώσει τη δυνατότητα να εκφραστούν και με τον τρόπο που πρέπει.

Οι άνθρωποι αυτοί είναι που απολαμβάνουν την αληθινή εκτίμηση των άλλων. Είναι ευχάριστοι, χωρίς όμως να μένουν στην επιφάνεια, και ταυτόχρονα μπορούν να επισημάνουν αδυναμίες, χωρίς όμως να γίνονται κακοήθεις.

Ο Αριστοτέλης διαπιστώνει ότι δεν υπάρχει λέξη που να αποδίδει με ακρίβεια τις δυνατότητες αυτών των ανθρώπων. Ως κοντινότερη προτείνει τη λέξη φίλος, αν και ξέρει καλά ότι ούτε κι αυτή είναι απολύτως κατάλληλη: «Μια ξεχωριστή λέξη-όνομα δεν έχει αποδοθεί σ’ αυτήν την έξη, μοιάζει όμως πάρα πολύ με τη φιλία. Γιατί αυτός που εκπροσωπεί αυτή τη μέση έξη είναι ο τύπος ανθρώπου που θέλουμε να δηλώσουμε όταν λέμε “καλός φίλος” (με την προσθήκη, βέβαια, στη δεύτερη αυτή περίπτωση της έννοιας της στοργής)». (1126b 6, 22-25).

Η έννοια της στοργής που συμπληρώνεται καταδεικνύει το συναισθηματικό δέσιμο ως απαράβατη προϋπόθεση για μια φιλία. Κι αυτή ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανθρώπους και τους φίλους: «Διαφέρει η έξη αυτή από τη φιλία κατά τούτο, ότι το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται: αν το άτομο αυτό “εισπράττει” το καθετί με τον τρόπο που πρέπει, δεν είναι γιατί αισθάνεται αγάπη ή μίσος, αλλά γιατί είναι τέτοιας λογής άνθρωπος. Η συμπεριφορά του θα είναι, πράγματι, η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα – φυσικά, στην κάθε επιμέρους περίπτωση με τον αρμόζοντα τρόπο· γιατί δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους, είτε πρόκειται να τους νοιαστεί είτε να τους λυπήσει». (1126b 6, 26-32).

Η έννοια «πάθος» που τονίζεται από τον Αριστοτέλη αφορά την απαραίτητη συναισθηματική σύνδεση που χρειάζεται ως δεσμός για τη φιλία. Η διευκρίνιση ότι οι άνθρωποι που ακολουθούν τη μεσότητα στις κοινωνικές τους σχέσεις συμπεριφέρονται όπως πρέπει όχι από «αγάπη ή μίσος» ξεκαθαρίζει ότι οι θετικές ή αρνητικές παρατηρήσεις που θα κάνουν δεν αφορούν το συναισθηματισμό που θολώνει την κρίση, αλλά τον ορθό-αποστασιοποιημένο λόγο, που είναι σε θέση να εκτιμήσει σωστά τις καταστάσεις.

Αυτό εννοεί ο Αριστοτέλης όταν λέει «τέτοιας λογής άνθρωπος» και γι’ αυτό η «συμπεριφορά του θα είναι η ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους». Ένας «τέτοιας λογής άνθρωπος», που ακολουθεί τη μεσότητα μέσα στο πλαίσιο της λογικής του σώφρονα ανθρώπου, είναι σε θέση να συμπεριφερθεί με τον ίδιο καθαρό τρόπο απέναντι σε όλους.

Η ιδιότητα αυτή δεν υπονοεί τη διαρκή συναισθηματική απομάκρυνση από όλους τους ανθρώπους, αλλά τη δυνατότητα της ορθής συναναστροφής σε όλες τις περιστάσεις. Το να εκληφθεί η επίγνωση και η υιοθέτηση της μεσότητας στις κοινωνικές επαφές σαν εξάλειψη συναισθημάτων (αγάπης, μίσους, στοργής κλπ) είναι σαν να ταυτίζεται με το συναισθηματικό ακρωτηριασμό.

Κι αυτό είναι αδύνατο να συμβαίνει σ’ έναν άνθρωπο που ξέρει τη σημασία του μέτρου. Το συναισθηματικό δέσιμο απέναντι στους ανθρώπους που γνωρίζει κρίνεται αδιαπραγμάτευτο. Εξάλλου, ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει ότι «δεν ταιριάζει να βάζει κανείς στην ίδια γραμμή τους δικούς του και τους ξένους ανθρώπους» εννοώντας ακριβώς τη συναισθηματική σύνδεση που διαχωρίζει τους κοντινούς από τους ξένους.

Γι’ αυτό δεν πρέπει να δημιουργούνται παρανοήσεις στη φράση «το άτομο δεν έχει μέσα του κανένα πάθος και καμιά στοργή για τους ανθρώπους που συναναστρέφεται», όπως και στη φράση «η συμπεριφορά του θα είναι ίδια είτε πρόκειται για γνωστούς του είτε πρόκειται για άγνωστους σ’ αυτόν ανθρώπους, για πολύ δικά του ή για μη δικά του πρόσωπα». Οι φράσεις αυτές αφορούν την ικανότητα της ορθής κρίσης κι όχι την αδυναμία της συναισθηματικής επαφής. Κι αυτός είναι ο λόγος που τα άτομα αυτά κρίνονται ιδανικά για να συνάψει κανείς φιλίες. Γιατί η φιλία θα επιφέρει και τη στοργή, χωρίς το συναίσθημα να επηρεάζει την ορθότητα της κρίσης. Κι είναι πολύ σημαντικό να έχει κανείς δίπλα του τέτοιους ανθρώπους.

Ο άνθρωπος που εκπληρώνει το μέσον στις κοινωνικές του σχέσεις είναι εκείνος που ακολουθεί τις επιταγές της αρετής. Οι πράξεις του αποσκοπούν στο ηθικά ωραίο και στο ωφέλιμο κι αυτός είναι ο λόγος που τελικά αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να προσφέρει ευχαρίστηση στους ανθρώπους. Γιατί θα είναι ευχάριστος σε όλες τις περιστάσεις που αρμόζει μια τέτοια συμπεριφορά. Κι όταν αναγκάζεται να πει πράγματα που μπορεί να μην ευχαριστούν, όχι μόνο θα το κάνει με τον πρέποντα τρόπο, ώστε να προξενήσει όσο το δυνατό μικρότερη λύπη, αλλά θα επιδιώκει την πραγμάτωση του καλού, για την επίτευξη της μελλοντικής χαράς.

Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στον εκφραστή του μέσου και τον κακοήθη. Ο πρώτος έχει ως στόχο την επίτευξη του ορθού, ακόμη κι όταν λέει δυσάρεστα πράγματα, ενώ ο δεύτερος αρέσκεται να φέρνει τους άλλους σε δύσκολη θέση, προφανώς γιατί έτσι νιώθει ότι εξυψώνει τον εαυτό του. Ο Αριστοτέλης αναφέρει για τον κάτοχο της μεσότητας: «στην κάθε ξεχωριστή περίπτωση θα απονείμει αυτό που είναι το πρέπον, προτιμώντας, βασικά, το να προκαλεί ευχαρίστηση και αποφεύγοντας το να προκαλεί λύπη, παρακολουθώντας όμως συγχρόνως αν αυτά που προκύπτουν από τη συμπεριφορά του (εννοώ το ωραίο και το συμφέρον) είναι μεγαλύτερα». (1127a 6, 2-7).

Για να φτάσει στο τελικό συμπέρασμα: «Στην περίπτωση λοιπόν για την οποία συζητούμε, τα χαρακτηριστικά του μέσου είναι αυτά που είπαμε, η γλώσσα μας όμως δεν έχει λέξη για να τον δηλώσει». (1127a 6, 7-8). Σε τελική ανάλυση, τα κίνητρα του ανθρώπου που κινείται στο μέσο είναι η εκπλήρωση της αρετής, δηλαδή η προσφορά στους άλλους ανθρώπους.

Το ίδιο ακριβώς κριτήριο των κινήτρων στη συμπεριφορά είναι που διαχωρίζει και τον αρεσκιάρη από τον κόλακα: «Από τους ανθρώπους, τώρα, που προκαλούν ευχαρίστηση, όσοι κάνουν το πράγμα αυτό χωρίς να αποβλέπουν σε τίποτε άλλο, είναι οι αρεσκιάρηδες, ενώ αυτοί που το κάνουν για να προκύψει κάποιο όφελος γι’ αυτούς (σε χρήματα ή σε πράγματα που αποκτώνται με τα χρήματα), είναι κόλακες». (1127a 6, 8-11).

Ο κόλακας είναι ίσως το χειρότερο είδος ανθρώπου για συναναστροφή. Ωφελιμιστής, υποκριτής και εξ’ ορισμού άπιστος. Με μια λέξη γλοιώδης. Οι τρόποι του είναι τόσο κατάφωρα προσποιητοί που διακρίνονται σχεδόν αμέσως. Κι εδώ αξίζει να σταθεί κανείς στους ανθρώπους που πέφτουν θύματα της κολακείας. Πρόκειται για μια άλλου τύπου απόκλιση από τη μεσότητα, που οδηγεί σε τόσο έντονη ανάγκη επιβεβαίωσης, ώστε ακόμη και ο κόλακας να βρει πρόσφορο πεδίο δράσης. Ο ισορροπημένος άνθρωπος δεν έχει να φοβάται από τον κόλακα. Η αυτογνωσία τον προστατεύει επαρκώς.

Ο κόλακας ευημερεί κοντά σε ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Κι αυτό δεν αφορά την κοινωνική ισχύ ή το κύρος που μπορεί να απολαμβάνει κάποιος. Οι τύραννοι είναι η πιο συνηθισμένη πελατεία. Αυτό σχετίζεται με την κενότητα της ύπαρξης, που χρειάζεται κάποιον να τη στηρίξει. Το θύμα του κόλακα είναι πρωτίστως θύμα του εαυτού του. Κι αυτή η διαπίστωση κάνει ακόμη πιο έντονη την ανάγκη να κατακτήσει κανείς την ηθική αρετή με την αριστοτελική έννοια του όρου.

Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια

Ανθολόγιο Αττικής Πεζογραφίας

ΞΕΝΟΦΩΝ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΞΕΝ Ελλ 7.5.18–7.5.27

Η μάχη της Μαντίνειας – Αποτίμησή της

Μετά τον θάνατο του Πελοπίδα (364 π.Χ) ο Επαμεινώνδας απέμεινε μόνος ηγέτης του Κοινού των Βοιωτών. Στα επόμενα χρόνια οι Μαντινείς προκάλεσαν τη διάσπαση του Κοινού των Αρκάδων και συνήψαν ειρήνη με τους Ηλείους χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των Θηβαίων. Ο Επαμεινώνδας χαρακτήρισε τη στάση τους προδοτική και το Μάιο του 362 π.Χ. εξεστράτευσε στην Πελοπόννησο, γνώρισε όμως στρατιωτικές ήττες.


[7.5.18] ὁ δ’ αὖ Ἐπαμεινώνδας, ἐνθυμού-
μενος ὅτι ὀλίγων μὲν ἡμερῶν ἀνάγκη ἔσοιτο ἀπιέναι διὰ τὸ
ἐξήκειν τῇ στρατείᾳ τὸν χρόνον, εἰ δὲ καταλείψοι ἐρήμους
οἷς ἦλθε σύμμαχος, ἐκεῖνοι πολιορκήσοιντο ὑπὸ τῶν ἀντι-
πάλων, αὐτὸς δὲ λελυμασμένος τῇ ἑαυτοῦ δόξῃ παντάπασιν
ἔσοιτο, ἡττημένος μὲν ἐν Λακεδαίμονι σὺν πολλῷ ὁπλιτικῷ
ὑπ’ ὀλίγων, ἡττημένος δὲ ἐν Μαντινείᾳ ἱππομαχίᾳ, αἴτιος
δὲ γεγενημένος διὰ τὴν εἰς Πελοπόννησον στρατείαν τοῦ
συνεστάναι Λακεδαιμονίους καὶ Ἀρκάδας καὶ Ἀχαιοὺς καὶ
Ἠλείους καὶ Ἀθηναίους· ὥστε οὐκ ἐδόκει αὐτῷ δυνατὸν
εἶναι ἀμαχεὶ παρελθεῖν, λογιζομένῳ ὅτι εἰ μὲν νικῴη, πάντα
ταῦτα ἀναλύσοιτο· εἰ δὲ ἀποθάνοι, καλὴν τὴν τελευτὴν ἡγή-
σατο ἔσεσθαι πειρωμένῳ τῇ πατρίδι ἀρχὴν Πελοποννήσου
καταλιπεῖν. [7.5.19] τὸ μὲν οὖν αὐτὸν τοιαῦτα διανοεῖσθαι οὐ πάνυ
μοι δοκεῖ θαυμαστὸν εἶναι· φιλοτίμων γὰρ ἀνδρῶν τὰ τοιαῦτα
διανοήματα· τὸ μέντοι <τὸ> στράτευμα παρεσκευακέναι ὡς
πόνον τε μηδένα ἀποκάμνειν μήτε νυκτὸς μήτε ἡμέρας,
κινδύνου τε μηδενὸς ἀφίστασθαι, σπάνιά τε τἀπιτήδεια
ἔχοντας ὅμως πείθεσθαι ἐθέλειν, ταῦτά μοι δοκεῖ θαυμα-
στότερα εἶναι. [7.5.20] καὶ γὰρ ὅτε τὸ τελευταῖον παρήγγειλεν
αὐτοῖς παρασκευάζεσθαι ὡς μάχης ἐσομένης, προθύμως μὲν
ἐλευκοῦντο οἱ ἱππεῖς τὰ κράνη κελεύοντος ἐκείνου, ἐπεγρά-
φοντο δὲ καὶ <οἱ> τῶν Ἀρκάδων ὁπλῖται ῥόπαλα, ὡς Θηβαῖοι
ὄντες, πάντες δὲ ἠκονῶντο καὶ λόγχας καὶ μαχαίρας καὶ
ἐλαμπρύνοντο τὰς ἀσπίδας. [7.5.21] ἐπεὶ μέντοι οὕτω παρεσκευα-
σμένους ἐξήγαγεν, ἄξιον αὖ κατανοῆσαι ἃ ἐποίησε. πρῶτον
μὲν γάρ, ὥσπερ εἰκός, συνετάττετο. τοῦτο δὲ πράττων
σαφηνίζειν ἐδόκει ὅτι εἰς μάχην παρεσκευάζετο· ἐπεί γε
μὴν ἐτέτακτο αὐτῷ τὸ στράτευμα ὡς ἐβούλετο, τὴν μὲν
συντομωτάτην πρὸς τοὺς πολεμίους οὐκ ἦγε, πρὸς δὲ τὰ
πρὸς ἑσπέραν ὄρη καὶ ἀντιπέραν τῆς Τεγέας ἡγεῖτο· ὥστε
δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσθαι μάχην ἐκείνῃ
τῇ ἡμέρᾳ. [7.5.22] καὶ γὰρ δὴ ὡς πρὸς τῷ ὄρει ἐγένετο, ἐπεὶ
ἐξετάθη αὐτῷ ἡ φάλαγξ, ὑπὸ τοῖς ὑψηλοῖς ἔθετο τὰ ὅπλα,
ὥστε εἰκάσθη στρατοπεδευομένῳ. τοῦτο δὲ ποιήσας ἔλυσε
μὲν τῶν πλείστων πολεμίων τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην
παρασκευήν, ἔλυσε δὲ τὴν ἐν ταῖς συντάξεσιν. ἐπεί γε μὴν
παραγαγὼν τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους λόχους εἰς μέτωπον
ἰσχυρὸν ἐποιήσατο τὸ περὶ ἑαυτὸν ἔμβολον, τότε δὴ ἀναλα-
βεῖν παραγγείλας τὰ ὅπλα ἡγεῖτο· οἱ δ’ ἠκολούθουν. οἱ
δὲ πολέμιοι ὡς εἶδον παρὰ δόξαν ἐπιόντας, οὐδεὶς αὐτῶν
ἡσυχίαν ἔχειν ἐδύνατο, ἀλλ’ οἱ μὲν ἔθεον εἰς τὰς τάξεις, οἱ
δὲ παρετάττοντο, οἱ δὲ ἵππους ἐχαλίνουν, οἱ δὲ θώρακας
ἐνεδύοντο, πάντες δὲ πεισομένοις τι μᾶλλον ἢ ποιήσουσιν
ἐῴκεσαν. [7.5.23] ὁ δὲ τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον ὥσπερ τριήρη
προσῆγε, νομίζων, ὅποι ἐμβαλὼν διακόψειε, διαφθερεῖν ὅλον
τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα. καὶ γὰρ δὴ τῷ μὲν ἰσχυρο-
τάτῳ παρεσκευάζετο ἀγωνίζεσθαι, τὸ δὲ ἀσθενέστατον πόρρω
ἀπέστησεν, εἰδὼς ὅτι ἡττηθὲν ἀθυμίαν ἂν παράσχοι τοῖς μεθ’
ἑαυτοῦ, ῥώμην δὲ τοῖς πολεμίοις. καὶ μὴν τοὺς ἱππέας οἱ
μὲν πολέμιοι ἀντιπαρετάξαντο ὥσπερ ὁπλιτῶν φάλαγγα
βάθος ἐφεξῆς καὶ ἔρημον πεζῶν ἁμίππων· [7.5.24] ὁ δ’ Ἐπαμει-
νώνδας αὖ καὶ τοῦ ἱππικοῦ ἔμβολον ἰσχυρὸν ἐποιήσατο, καὶ
ἁμίππους πεζοὺς συνέταξεν αὐτοῖς, νομίζων τὸ ἱππικὸν ἐπεὶ
διακόψειεν, ὅλον τὸ ἀντίπαλον νενικηκὼς ἔσεσθαι· μάλα γὰρ
χαλεπὸν εὑρεῖν τοὺς ἐθελήσοντας μένειν, ἐπειδάν τινας φεύ-
γοντας τῶν ἑαυτῶν ὁρῶσι· καὶ ὅπως μὴ ἐπιβοηθῶσιν οἱ
Ἀθηναῖοι ἀπὸ τοῦ εὐωνύμου κέρατος ἐπὶ τὸ ἐχόμενον, κατ-
έστησεν ἐπὶ γηλόφων τινῶν ἐναντίους αὐτοῖς καὶ ἱππέας καὶ
ὁπλίτας, φόβον βουλόμενος καὶ τούτοις παρέχειν ὡς, εἰ
βοηθήσαιεν, ὄπισθεν οὗτοι ἐπικείσοιντο αὐτοῖς. τὴν μὲν δὴ
συμβολὴν οὕτως ἐποιήσατο, καὶ οὐκ ἐψεύσθη τῆς ἐλπίδος·
κρατήσας γὰρ ᾗ προσέβαλεν ὅλον ἐποίησε φεύγειν τὸ τῶν
ἐναντίων. [7.5.25] ἐπεί γε μὴν ἐκεῖνος ἔπεσεν, οἱ λοιποὶ οὐδὲ τῇ
νίκῃ ὀρθῶς ἔτι ἐδυνάσθησαν χρήσασθαι, ἀλλὰ φυγούσης μὲν
αὐτοῖς τῆς ἐναντίας φάλαγγος οὐδένα ἀπέκτειναν οἱ ὁπλῖται
οὐδὲ προῆλθον ἐκ τοῦ χωρίου ἔνθα ἡ συμβολὴ ἐγένετο.
φυγόντων δ’ αὐτοῖς καὶ τῶν ἱππέων, ἀπέκτειναν μὲν οὐδ’
οἱ ἱππεῖς διώκοντες οὔτε ἱππέας οὔθ’ ὁπλίτας, ὥσπερ δὲ
ἡττώμενοι πεφοβημένως διὰ τῶν φευγόντων πολεμίων δι-
έπεσον. καὶ μὴν οἱ ἅμιπποι καὶ οἱ πελτασταὶ συννενικηκότες
τοῖς ἱππεῦσιν ἀφίκοντο μὲν ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου, ὡς κρατοῦντες,
ἐκεῖ δ’ ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων οἱ πλεῖστοι αὐτῶν ἀπέθανον.

[7.5.26] Τούτων δὲ πραχθέντων τοὐναντίον ἐγεγένητο οὗ ἐνόμι-
σαν πάντες ἄνθρωποι ἔσεσθαι. συνεληλυθυίας γὰρ σχεδὸν
ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀντιτεταγμένων, οὐδεὶς ἦν ὅστις
οὐκ ᾤετο, εἰ μάχη ἔσοιτο, τοὺς μὲν κρατήσαντας ἄρξειν,
τοὺς δὲ κρατηθέντας ὑπηκόους ἔσεσθαι· ὁ δὲ θεὸς οὕτως
ἐποίησεν ὥστε ἀμφότεροι μὲν τροπαῖον ὡς νενικηκότες ἐστή-
σαντο, τοὺς δὲ ἱσταμένους οὐδέτεροι ἐκώλυον, νεκροὺς δὲ
ἀμφότεροι μὲν ὡς νενικηκότες ὑποσπόνδους ἀπέδοσαν, ἀμφό-
τεροι δὲ ὡς ἡττημένοι ὑποσπόνδους ἀπελάμβανον, [7.5.27] νενικηκέναι
δὲ φάσκοντες ἑκάτεροι οὔτε χώρᾳ οὔτε πόλει οὔτ’ ἀρχῇ
οὐδέτεροι οὐδὲν πλέον ἔχοντες ἐφάνησαν ἢ πρὶν τὴν μάχην
γενέσθαι· ἀκρισία δὲ καὶ ταραχὴ ἔτι πλείων μετὰ τὴν μάχην
ἐγένετο ἢ πρόσθεν ἐν τῇ Ἑλλάδι. ἐμοὶ μὲν δὴ μέχρι τούτου
γραφέσθω· τὰ δὲ μετὰ ταῦτα ἴσως ἄλλῳ μελήσει.

***
Ο Επαμεινώνδας πάλι, σκεπτόμενος ότι ―όταν σε λίγες ημέρες έπρεπε να φύγει επειδή ο καθορισμένος χρόνος για την εκστρατεία θα είχε εξαντληθεί―, αν εγκατέλειπε αβοήθητους εκείνους στους οποίους είχε έρθει σαν σύμμαχος, οι αντίπαλοι θα τους πολιορκούσαν κι ο ίδιος θα είχε κηλιδώσει ανεπανόρθωτα την καλή του φήμη: όχι μόνο νικήθηκε στη Λακεδαίμονα από μικρή δύναμη, μ' όλο που είχε τόσους οπλίτες, όχι μόνο νικήθηκε στη σύγκρουση ιππικού της Μαντινείας, αλλά κι είχε προκαλέσει, με την εκστρατεία του στην Πελοπόννησο, τη συμμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους, τους Αρκάδες, τους Αχαιούς, τους Ηλείους και τους Αθηναίους. Δεν το 'βρισκε λοιπόν δυνατό να φύγει δίχως να δώσει μάχη· λογάριαζε πως αν νικούσε, όλα εκείνα θα έσβηναν ― κι αν πάλι σκοτωνόταν, σκέφτηκε, ωραίο θα 'ταν να τον βρει ο θάνατος την ώρα που αγωνιζόταν για ν' αφήσει κληρονομιά στην πατρίδα του την εξουσία πάνω στην Πελοπόννησο.

Το να σκέφτεται έτσι δεν το βρίσκω ιδιαίτερα αξιοθαύμαστο· τέτοιου είδους σκέψεις ταιριάζουν σε φιλόδοξους ανθρώπους. Τον τρόπο όμως που είχε οργανώσει τον στρατό του, να μη λυγίζει σε καμιά κακουχία μήτε νύχτα μήτε μέρα, να μην αποφεύγει κανέναν κίνδυνο, να του λείπουν τα εφόδια και να διατηρεί μολοντούτο πειθαρχία ― αυτά είναι που βρίσκω πιο αξιοθαύμαστα. Πραγματικά, όταν τους παρήγγειλε για τελευταία φορά να ετοιμαστούν για μάχη, προθυμοποιήθηκαν οι ιππείς ν' ασπρίσουν τα κράνη τους σύμφωνα με τις διαταγές του, ενώ ακόμα κι οι Αρκάδες οπλίτες ζωγράφιζαν ρόπαλα πάνω στις ασπίδες τους σαν να 'ταν Θηβαίοι, κι όλοι ακόνιζαν λόγχες και μαχαίρια και γυάλιζαν τις ασπίδες τους.

Μετά απ' αυτές τις προετοιμασίες, ο Επαμεινώνδας έβγαλε τον στρατό του για να δώσει μάχη, κι αξίζει να καταλάβει κανένας την τακτική που ακολούθησε. Πρώτ' απ' όλα, όπως ήταν φυσικό, τοποθέτησε τον στρατό σε πυκνό σχηματισμό. Μ' αυτόν τον τρόπο φάνηκε να ξεκαθαρίζει η πρόθεσή του να δώσει μάχη· όταν όμως σχηματίστηκε το στράτευμα όπως το ήθελε εκείνος, δεν ακολούθησε τον πιο σύντομο δρόμο προς τους εχθρούς, παρά το οδήγησε προς τα δυτικά βουνά, αντίκρυ στην Τεγέα· έτσι δημιούργησε στον εχθρό την εντύπωση ότι δεν θα 'δινε μάχη εκείνη τη μέρα. Και πραγματικά, μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγά του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει. Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους. Κατόπιν όμως, μετακινώντας τους λόχους που ως τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό όπου βρισκόταν ο ίδιος. Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.

Όταν οι εχθροί τους είδαν να 'ρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ' άλογα, άλλοι φορούσαν τους θώρακές τους ― όλοι όμως με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να παίξουν παθητικό κι όχι ενεργητικό ρόλο στα γεγονότα. Στο μεταξύ ο Επαμεινώνδας οδηγούσε τον στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ' ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό. Για τούτο ετοιμαζόταν ν' αγωνιστεί με το πιο ισχυρό του πλευρό· το πιο αδύναμο, αντίθετα, το κρατούσε σ' απόσταση ― ξέροντας ότι μια ενδεχόμενη ήττα του θ' αποθάρρυνε τους άνδρες του και θα τόνωνε το ηθικό των εχθρών.

Αντίκρυ του, οι εχθροί παρέταξαν το ιππικό τους σαν να 'ταν φάλαγγα οπλιτών ― σε βάθος έξι ανδρών και δίχως υποστήριξη βοηθητικών πεζών ο Επαμεινώνδας, απεναντίας, μεταχειρίστηκε και το ιππικό σαν ισχυρή δύναμη κρούσης και τοποθέτησε μαζί του βοηθητικούς πεζούς, πιστεύοντας ότι από τη στιγμή που το ιππικό θα διασπούσε τις εχθρικές γραμμές θα 'χε νικηθεί όλη η αντίπαλη παράταξη ― γιατί πολύ δύσκολα βρίσκονται στρατιώτες πρόθυμοι να μείνουν στις θέσεις τους άμα δουν μερικούς δικούς τους να το βάζουν στα πόδια.

Για να μην μπορέσουν εξάλλου οι Αθηναίοι, που ήταν στο αριστερό κέρας, να βοηθήσουν τους κοντινούς τους, και θέλοντας να τους φοβίσει ότι αν δοκίμαζαν να τους βοηθήσουν θα δέχονταν οι ίδιοι επίθεση από τα νώτα, τοποθέτησε αντίκρυ τους, σε μερικούς λόφους, ιππικό και οπλίτες.

Έτσι λοιπόν προετοίμασε τη σύγκρουση, κι οι ελπίδες του δεν διαψεύστηκαν: γιατί νίκησε στο σημείο όπου έκανε την επίθεση κι έτρεψε σε φυγή όλους τους αντιπάλους. Μόλις όμως έπεσε ο ίδιος, οι υπόλοιποι δεν στάθηκαν πια ικανοί να εκμεταλλευτούν σωστά τη νίκη τους· μ' όλο που η αντικρινή τους φάλαγγα το 'χε βάλει στα πόδια, κανέναν δεν σκότωσαν οι οπλίτες, κι ούτε καν προχώρησαν πέρα από το σημείο όπου είχε γίνει η σύγκρουση. Αλλά ούτε και το ιππικό καταδίωξε το εχθρικό ιππικό που έφευγε μπροστά του, μήτε και σκότωσε ιππείς και οπλίτες· φοβισμένοι, σαν να 'χαν νικηθεί, οι ιππείς του Επαμεινώνδα έμειναν πίσω, ανάμεσα στους αντιπάλους τους που έφευγαν. Όσο για τους βοηθητικούς πεζούς και τους πελταστές, που είχαν συμβάλει στη νίκη του ιππικού, είν' αλήθεια ότι έφτασαν στο αριστερό τμήμα του εχθρού σαν νικητές ― εκεί όμως σκότωσαν τους περισσότερους οι Αθηναίοι.

Ύστερα απ' αυτά, το αποτέλεσμα στάθηκε αντίθετο από κείνο που περίμενε όλος ο κόσμος: γιατί όπως είχαν βρεθεί συγκεντρωμένες κι αντιμέτωπες δυνάμεις απ' όλη σχεδόν την Ελλάδα, κανένας δεν αμφέβαλλε ότι σε περίπτωση μάχης οι νικητές θα γίνονταν κυρίαρχοι κι οι νικημένοι υπήκοοί τους. Ωστόσο ο θεός τα 'φερε έτσι, ώστε η καθεμιά από τις δύο παρατάξεις να στήσει τρόπαιο σαν να 'χε νικήσει, δίχως η άλλη να προσπαθήσει να την εμποδίσει· κι οι δυο τους έδωσαν πίσω νεκρούς εχθρούς σαν νικητές, αλλά κι οι δυο περισυνέλεξαν δικούς τους νεκρούς σαν νικημένοι· και ενώ κι η μια και η άλλη ισχυρίζονταν ότι είχαν νικήσει, καμιά τους δεν βγήκε από τη μάχη ενισχυμένη σε εδάφη, πόλεις ή εξουσία· και μετά τη μάχη η Ελλάδα γνώρισε ακόμα μεγαλύτερη ακαταστασία κι αναταραχή από πριν.

Ας σταματήσει εδώ η συγγραφή μου· με τα κατοπινά ίσως ασχοληθεί άλλος.