Η Αρχαιότητα είναι ο χώρος του δημόσιου, του κοινού. Όλα προσφεύγουν σε αυτό το γνώμονα και αποκτούν αξία και καταξίωση, όταν η αγορά τα επικυρώσει. Η παρουσία του σοφού είναι σε αυτή την περίπτωση αναγκαία, ώστε με τη διδαχή του να δίνει την αντικειμενικότητα της αγοράς. Πολύ λογικά, η φιλοσοφία είναι στραμμένη στην ερμηνεία του κόσμου, θεωρουμένου ως προτύπου, θεϊκού μάλιστα και εν πολλοίς απόκρυφου έργου, ερμηνεία που, μετά την προσωκρατική περίοδο, ενσωματώνει τον άνθρωπο, για τον οποίο αναζητούνται πρότυπα και αποδεκτές συμπεριφορές.
Η Ηθική καθίσταται ο κολοφώνας της φιλοσοφίας. Αυτή χαρακτηρίζει τον καλό και αγαθό, δίνει στο πρόσωπο το ρόλο που οφείλει να παίξει. Και η προτροπή του Σωκράτη «Να είσαι όπως θα επιθυμούσες να φαίνεσαι στους άλλους» επιβεβαιώνει ότι το δημόσιο πρυτανεύει, αυτό κατακυρώνει το ιδιωτικό. Φιλοδοξία της Αρχαιότητας είναι ο έπαινος του Δήμου. Και η Ιστορία είναι η σειρά των καταγεγραμμένων μεγάλων πράξεων, εκείνων που θα μείνουν εσαεί και από τις οποίες ο Δήμος οφείλει να παραδειγματίζεται, ώστε να είναι συνεπής προς τον έπαινο ή τον ψόγο που πρέπει ν’ αποδίδει. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως την ελληνιστική περίοδο και την παρουσία του «μυθιστορήματος» Λάφνις και Χλόη, το εγώ δεν αποτελεί σημείο αφετηρίας. Οι ήρωες του Ομήρου, τα πρόσωπα της τραγωδίας, οι δημηγορίες του Θουκυδίδη δεν καταξιώνουν το εγώ, αλλά τους ρόλους που παίζονται και που αποτελούν όρια μιμήσεων ή αποφυγής.
Στην αυγή των Νέων Χρόνων, ο Νικολό Μακιαβέλι προτείνει: «Μην νοιάζεσαι πώς είσαι! Αν καταφέρεις να φαίνεσαι στους άλλους όπως θα επιθυμούσες να είσαι, αυτό φτάνει στους κριτές του κόσμου τούτου». Ο Φλωρεντινός στοχαστής υποδηλώνει όχι ο κόσμος δεν έχει την αταραξία και την αθανασία, που οι Αρχαίοι του απέδιδαν, δεν έχει τελειωθεί από τους Θεούς, ώστε στη δική τους αθανασία, την πρωταρχική και αποδεκτή, να τείνει ο άνθρωπος. Ο Μακιαβέλι εισάγει την αστάθεια. Τα ανθρώπινα έχουν κριτές στον κόσμο τούτο, οι οποίοι διακρίνουν ποιος είσαι και σε κατατάσσουν ανάλογα. Αυτή η σχετικότητα, που δεν αρνείται ότι κάθε πρόσωπο παίζει ένα ρόλο, στηρίζεται σ’ εκείνο που ο άνθρωπος δείχνει. Η μορφή λοιπόν (forma), το εμφανιζόμενο, προσδίδει την ομορφιά (formosus). Κι αυτή η αρμονία, αποτέλεσμα της ανθρώπινης κρίσης, είναι ό,τι συγκροτεί τα δημόσια πράγματα (res publica).
Η αστάθεια που εισάγει ο Μακιαβέλι κινδυνεύει ν’ αφαιρέσει κάθε έννοια από την αθανασία, τόσο μάλλον που η επιτήδευση αποτελεί παραπλάνηση. Τι είναι εκείνο που θα μπορούσε να διατηρήσει, παρ’ όλα ταύτα τη σταθερότητα των αρχών, ώστε ο κόσμος να μην είναι μια διαρκής σύγχυση; Τίποτε άλλο από το ατομικό εγώ. Με άλλα λόγια, το δημόσιο (publicus) νερώνεται από το ιδιωτικό (privatus). Στους ώμους του ατόμου πέφτει ν’ αποφασίσει πώς θα συγκεράσει αυτά τα δύο. Η μάθηση θα του δώσει την ανάλογη βοήθεια. Είναι η εποχή όπου διαχέονται εγχειρίδια συμπεριφοράς, κώδικες ηθικής, θρησκευτικές διδαχές, δόγματα πολιτείας. Η Δύση, σε πλήρη αντίθεση με την Αρχαιότητα, δεν θα πάψει να τείνει προς την περιχαράκωση και ανάδειξη του ιδιωτικού, που ως ψηφίδα θα συμπληρώνει και θα υμνεί το δημόσιο. Η θέση της ψηφίδας στο μωσαϊκό προσφέρει την αθανασία, τόσο στην ίδια όσο και στο έργο.
Αυτή η αντίληψη, που έχει τις ρίζες της στο δυτικό Μεσαίωνα, είναι αριστοκρατική: στη μια πλευρά οι λίγοι, οι εκλεκτοί, οι έχοντες ρόλο. Στην άλλη οι πολλοί, οι βιλάνοι, το πλήθος (plebs). Οι πρώτοι, παραγωγοί της Ιστορίας, πολεμούντες για μια θέση στην αθανασία. Οι δεύτεροι υφίστανται την Ιστορία, κομπάρσοι για να καλύπτουν τα κενά, ομάδες από τις οποίες τρέφεται η Ιστορία. Απαραίτητο λοιπόν να δίνονται κατευθύνσεις, να οικοδομούνται τα πρότυπα, που κάθε εποχή έχει ανάγκη. Ο Μακιαβέλι θα γράψει τον Ηγεμόνα, ο Μπαλντάσαρε Καστιλιόνε τον Αυλίκό, ο Έρασμος θα πλέξει το Μωρίας Εγκώμιο, ο Μισέλ ντε Μονταίνι (δημιουργός του όρου «δοκίμιο») θα καταγράψει την ανθρώπινη φύση στα Δοκίμιά του, πράγμα που θα επιχειρήσει και ο Φράνσις Μπέικον στα δικά του. Θα εμφανιστεί έτσι μια τάση γενίκευσης του ειδικού θέματος, μια διεύρυνση του κύκλου, ώστε το ιδιωτικό να λάβει την ευλογία του συνολικού, που μπορεί εντέλει να θεωρηθεί και δημόσιο. Όσο ο άνθρωπος αμφισβητεί τον Θεό και στη θέση του βάζει με όλο και μεγαλύτερο πείσμα τον εαυτό του, τα συγγράμματα του «δέοντος πράττειν» (και μη-πράττειν), του «δέοντος είναι» (περίπου του «όντως όντος») γίνονται έμμονη ιδέα των στοχαστών, αλλά και της φιλοσοφίας της Δύσης. Αρχίζει η επιβολή του ιδιωτικού (privacy) και του οικείου (intime). Και να σημειωθεί πως η ελληνική γλώσσα, τόσο στην αρχαία της μορφή όσο και στη σύγχρονη δεν περιλαμβάνει όρους που ν’ αποδίδουν με ακρίβεια την έννοια privacy ή intime, λες και στο πεδίο της τέτοιοι όροι δε χωρούν.
Το φαινόμενο της ανάδειξης του ιδιωτικού έχει ιδιαίτερη ισχύ στην Ισπανία. Κορύφωσή του θα πρέπει να θεωρηθεί ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες, όπου το εγώ, ετεροχρονισμένο -επειδή έτσι θέλει- με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εξεγείρεται και εξέρχεται του οίκου, σ’ ένα είδος εξέγερσης, αντίστασης και στάσης για τη διόρθωση του κόσμου. Από τα ανώνυμα αφηγήματα (π.χ. Λασαρίγιο δε Τόρμες) και θεατρικά έργα (π.χ. Σελεστίνά), στην επώνυμη δημιουργία -από τον Δον Ζουάν του Τίρσο δε Μολίνα ώς τις μορφές του θεάτρου του Καλδερόν δε λα Μπάρκα και του Λόπε δε Βέγκα- η Ισπανία παράγει ανθρώπινα πρότυπα που πράττουν το μη αναμενόμενο (Δον Κιχώτης), το μεγαλειωδώς άνομο (Δον Ζουάν), αλλά και το ηρωικό και υψηλόφρονο. Κοινός παρονομαστής ο ιδαλγός (hidalgo), παραφθορά του hijo de alguien, γιος κάποιου, γιος του οποιουδήποτε, ικανός όμως ν’ αναλάβει την ευθύνη των πράξεών του.
Αυτή η παραγωγή προτύπων δεν είναι άμοιρη της αντίληψης και της θέσης που η Ισπανία επιφυλάσσει στον εαυτό της. Στην περίοδο του Χρυσού Αιώνα της (1580-1680), η Ισπανία ζει τελείως διαφορετικά απ’ ό,τι το σύνολο της υπόλοιπης Ευρώπης: συγκροτημένο κράτος, απέραντη αυτοκρατορία από τον Νέο Κόσμο ως τις Φιλιππίνες, γεωγραφικός χώρος που τα Πυρηναία απομονώνουν από τους κραδασμούς της Γαλλίας, Ιταλίας, Γερμανίας, με απόλυτη επιβολή του καθολικισμού χάρη στην Ιερά Εξέταση και την Κοινωνία του Χριστού του Ιγνάσιο δε Λογιόλα (ιησουιτισμός), με κοινή γλώσσα τα καστιλιάνικα,με σαφείς και αδιάτρητες κοινωνικές διαστρωματώσεις, με διαφυγή του πλεονάσματος δύναμης και ανατροπής προς τις αποικίες της, είναι αυτάρκης και αλαζονική.
Αυτή η «ασπίδα», που προσφέρει ασφάλεια και την αίσθηση της αθανασίας του κόσμου, γίνεται ταυτόχρονα αντιληπτή και ως αγκύλωση. Είναι τόσο ισχυρή και απρόσβλητη, ώστε δεν επιδέχεται την παραμικρότερη προσαρμογή στα γεγονότα, πόσο μάλλον στα διαφαινόμενα. Η χειραγώγηση της Ιερός Εξέτασης είναι τέτοια, ώστε ένας χρονικογράφος της εποχής προβλέπει: «...και θα έρθει οπωσδήποτε μεγάλη μείωση των γραμμάτων στην Ισπανία... γιατί “όσοι θέλουν να μιλήσουν” δεν τολμούν να μιλήσουν». Παράλληλα, η θρησκεία υπογραμμίζει: «η μελέτη ήταν υπόθεση της Ιεράς Εξέτασης». Θα πρέπει λοιπόν να θεωρήσουμε ηρωικές τις μορφές εκείνες που τολμούν να θίξουν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων.
Ο αριθμός τους είναι εξαιρετικά περιορισμένος, η σφοδρότητα όμως είναι εμφανής. Πληρώνεται με θάνατο, στην καλύτερη περίπτωση με μακρόχρονους και εκλεπτυσμένους διωγμούς. Ετσι, αναπτύσσεται ένα υπόγειο ρεύμα, που δεν λέει αλλά σημαίνει, που δεν επιδιώκει την ανατροπή αλλά τη διάκριση, που δεν υψώνεται, αλλά με προσοχή, ευστροφία, φρόνηση προβάλλει αρετές, πρότυπα, δέοντα. Η φρόνηση καθίσταται κορυφαία τέχνη. Αυτή εξηγεί εν τινι μέτρω τις υπαναχωρήσεις. «Προτιμώ να καταδικαστώ ως κουφιοκέφαλος», έλεγε ο μεγάλος ποιητής της εποχής Λουίς δε Γκόνγκορα, «παρά ως αιρετικός». Σε αυτή την κατηγορία των ανήσυχων και φρόνιμων ανήκει και ο Μπαλτάσαρ Γκρασιάν (1601-1658).
Υπηρέτης της Κοινωνίας του Ιησού, στην οποία γίνεται δεκτός ύστερα από διαδοχικές δοκιμασίες, εργάζεται ως ιερωμένος υπέρ των αρχών του τάγματος και της σωτηρίας του ποιμνίου. Το αν ταυτόχρονα ζει κοσμική σχεδόν ζωή, συναναστρεφόμενος λαϊκούς, το αν ακολουθεί το στρατό που μάχεται κατά των Γάλλων, δεν είναι στοιχεία περίεργα και πρωτόγνωρα. Ο ιερωμένος στην εποχή του δεν είναι αναχωρητής, αλλά μια άλλη πλευρά του κοινωνικού ιστού, ο οποίος χρειάζεται ανά πάσα στιγμή την ευλογία του ή την άφεση των αμαρτιών του, για να προχωρήσει στον πλουτισμό, στην επικράτηση πάνα) ιτε έμψυχα και άψυχα, συνδυάζοντας έτσι τις επιταγές της Βίβλου με τις αδυναμίες του πρόσκαιρου τούτου βίου.
Το παράδοξο στην περίπτωση του Γκρασιάν είναι πως ο υπηρέτης του Θεού σπάνια αναφέρεται στον Κύριό του και δε μοιάζει να ασχολείται μαζί του. Έχουν βέβαια προηγηθεί ο Λούθηρος (1483-1546), ο Καλβίνος (1509-1564), ο Κοπέρνικος (1473-1543) και ζει ο Γαλιλαίος (1564-1642), αλλά ο Θεός του στοχαστή μας λείπει τόσο πολύ από το έργο του, ώστε θα τον θεωρούσαμε ολότελα απάντα ή ανύπαρκτο.
Αντί για το Θεό, ο Μπ. Γκρασιάν καταγίνεται με τον άνθρωπο και σμιλεύει ανθρώπινες μορφές, δηλαδή αρμονίες/ομορφιές που, με τέτοιο φορτίο, δεν έχουν ανάγκη το Θεό. Τι χρειάζεται, όταν υπάρχει το μέτρο, η σκέψη, η ελευθερία της βούλησης, η φιλοδοξία της πρωτιάς και της τελειότητας; Έχοντας μελετήσει τους φιλοσόφους (Επίκτητο, Σενέκα, Νεοστωικούς), τους ιστορικούς (Τάκιτο, Σαλλούστιο, Σουετόνιο), τους ποιητές (Ιουβενάλιο, Πέρσιο, Μαρτιάλη), τους μεγάλους πατέρες της Δυτικής Εκκλησίας (Αυγουστίνο, Ακινάτη), έχοντας δηλαδή την καλλιέργεια, ο Μπ. Γκρασιάν ερευνά τον άνθρωπο, που, εφ’ όσον ασκείται με βάση κανόνες, αίρεται υπεράνω των άλλων και αρχηγεύει όχι χάριν της εξουσίας, που είναι παιχνίδι παλιμπαίδων, αλλά για να δρέψει την ελευθερία και την ευθύνη της.
Οι ειδικοί θεωρούν πως το σπουδαιότερο κείμενό του είναι το ογκώδες Criticon, σε τρία μέρη, έργο που ως κριτική έγινε αντιληπτό από τους προϊσταμένους του και υπήρξε ο καταλύτης για κατατρεγμούς και δυσμένειες. Ο,τι προηγείται του Criticon , το προετοιμάζει: πρόκειται για έργα σύντομα, υπαινικτικά, συμπυκνωμένα, εγχειρίδια για μυημένους, που προϋποθέτουν πως καθένας είναι εκλεκτός εκ προοιμίου και συνεπώς υποχρεωμένος σχεδόν να κάνει χρήση των δυνατοτήτων του. Αν δεν τις χρησιμοποιήσει, ο Μπ. Γκρασιάν δεν έχει λόγο να τον κακίσει: τον κατατάσσει απλώς στις μετριότητες ή στις μηδαμινότητες.
Αυτοί οι πρόγονοι του Criticon επαναλαμβάνουν τα κύρια στοιχεία της σκέψης του. Υπάρχει μια μονομανία σχεδόν στο συγγραφέα σε ότι αφορά την υπογράμμιση της ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στη ζωή, την ανάγκη άσκησης, την αποδοχή ότι η ζωή είναι το σοβαρότερο παιχνίδι -το ανθρώπινο γίγνεσθαι «παίζεται» (homo ludens)- μια χαρτοπαιξία για άρι-στους χαρτοπαίκτες, άτομα αυτοδύναμα, κυρίαρχα των πράξεών τους και της φρόνησης που οφείλει να συνοδεύει αυτές τις πράξεις. Στο Criticon , θα ειρωνευτεί τις φιλανθρωπίες, τα συστήματα ελέγχου της ζωής και των συνειδήσεων, την αλαζονεία, τη βλακεία και τη χυδαιότητα, που στεφανώνουν οι δεδομένες αξίες της υποταγής, της αποφυγής των ερωτημάτων, της σύγχυσης των ιδεών.
Η Ιστορία δεν έχει κενά και δεν είναι πορεία κατά το πώς φυσούν οι άνεμοι. Στερημένη νοήματος, δεν παύει να είναι η μόνη πραγματικότητα που αφορά τον άνθρωπο. Δεν υπάρχει σφαίρα των ιδεών και τίποτα δεν είναι υπερφυσικό, ούτε μεταφυσικό. Παραμερίζοντας τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, ο Μπ. Γκρασιάν κάνει λόγο για τον άνθρωπο που ως ιστορικό ον είναι ταυτόχρονα παρόν και λήθη, ένας νικημένος, που έχει στο ενεργητικό του τη μεγαλοπρέπεια της ήττας του, ικανή να καταγραφεί στην αθανασία, στη μνήμη τουλάχιστον των συγχρόνων του.
Τι έχουμε να πούμε γι’ αυτόν τον προσεκτικό και ιδιόμορφο άνθρωπο που αγαπούσε τα προσωπεία, συνελάμβανε με τον καλύτερο τρόπο την ευστροφία και την επιτυχία, αλλά είχε τις χειρότερες σκοτούρες με τους ανωτέρους του, που τους αποκαλούσε «πατριούς»;
Γεννήθηκε το 1601 στο βασίλειο της Αραγόνας και δεν έγραψε ή τουλάχιστον δε δημοσίευσε τίποτα πριν το 1637. Από την παιδική του ηλικία ως εκείνη τη χρονιά, ήταν πιστός στρατιώτης της Κοινωνίας του Ιησού, πράγμα που του επέτρεψε να φτάσει ώς τη βαθμίδα του βοηθού ηγουμένου και να διδάξει σε κολέγια του τάγματος. Από το 1637 όμως, που κυκλοφορεί το πρώτο του έργο Ο Ήρωας, ένα εγχειρίδιο «της τέχνης τού να είσαι ανώτερος με μερικούς κανόνες φρόνησης», ως το 1657 που δίνει στη δημοσιότητα το τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου του Criticon, έχουν μεσολαβήσει αρκετά άλλα γραφτά, που έχουν προκαλέσει τον εκνευρισμό των ανωτέρων του.
Δεν είναι μόνο πως τα θέματα των βιβλίων του εκτός από ένα έχουν λαϊκό χαρακτήρα και τίποτα το θρησκευτικό. Η έκδοσή τους γίνεται -παράπτωμα σοβαρότατο- χωρίς την απαιτούμενη άδεια του τάγματος και υπογράφονται με το ψευδώνυμο Λορένσο Γκρασιάν, που βέβαια σαν ειρωνεία μοιάζει παρά σαν ουσιαστική κάλυψη. Εκτός όμως αυτών, που αρκούν να δημιουργήσουν εχθρότητες, ο Μπ. Γκρασιάν είναι διαρκώς στο προσκήνιο, ώστε γίνεται εύκολα στόχος: λαμπρός ιεροκήρυκας, εξομολόγος του αντιβασιλιά της Αραγόνας, πληθωρικός επιστολογράφος, έτοιμος ν’ αφιερώσει τα βιβλία του σε πρόσωπα επιφανή, είναι επιπλέον διαρκώς άγρυπνος, ώστε να συγκεντρώνει τα πνευματικά του δικαιώματα, που μέρος τους ξόδευε για τη συντήρηση του νόθου γιου κάποιου άλλου ιησουίτη. Αν σε αυτά προσθέσουμε ότι αγόραζε βιβλία κι ότι του άρεσαν τα χωρατά, μπορούμε εύκολα να συμπεράνουμε πως η θύελλα δεν θ’ αργούσε να ξεσπάσει.
Ξέσπασε το 1651, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο μέρος του Criticon, ένα έργο που ο Σοπενχάουερ θα θεωρήσει το σπουδαιότερο αλληγορικό μυθιστόρημα όλων των εποχών.
Οι «πατριοί» του τού μήνυσαν να μην το συνεχίσει. Ομως δύο χρόνια αργότερα, το 1653, το δεύτερο μέρος του έργου κυκλοφορεί. Ισως για να τον αφήσουν ήσυχο ή για να του συγχωρήσουν την ανυπακοή του, γράφει το Comulgatorio («Τέχνη της θείας μετάληψης», θα λέγαμε), το μόνο θρησκευτικό βιβλίο του, που υπογράφει φαρδιά-πλατιά με τ’ όνομά του. Να όμως που σύντομα κυκλοφορεί και το τρίτο μέρος του Criticon, οπότε ο Μπ. Γκρασιάν χάνει την έδρα του στο κολέγιο της Σαραγόσα, εξορίζεται, υποχρεώνεται να τρέφεται μόνο με ψωμί και νερό. Κάποιοι λένε μάλιστα πως η Κοινωνία του Ιησού του πήρε την πένα και το χαρτί, ώστε να είναι βέβαιη πως δεν θα γράψει άλλο. Λίγους μήνες αργότερα, αποκαταστάθηκε. Δεν άντεξε όλ’ αυτά. Μερικές μέρες πριν το τέλος του 1658, οκτώ μήνες περίπου μετά την αποκατάστασή του, πέθανε.