Η περιβόητη φράση του Σωκράτη «ουδείς έκων κακός» καταδεικνύει την αισιόδοξη οπτική του ανθρώπου, αφού κανένας δε θα ήθελε να κάνει το κακό εν γνώσει του. Για το Σωκράτη η πρόθεση του ανθρώπου να υπηρετήσει το καλό τίθεται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο, καθώς αυτός που δεν το πράττει αποτελεί θύμα της άγνοιας ή της πλάνης, που τον καθηλώνει στο κακό άθελά του. Σε τελική ανάλυση, το κακό σχετίζεται με την παρεξήγηση, την εσφαλμένη αντίληψη ή την κακή επικοινωνία των ανθρώπων.
Ο Αριστοτέλης σχολιάζει: «Λέει ο Σωκράτης: Έστω ότι ερωτάται ο οποιοσδήποτε άνθρωπος τι θα προτιμούσε από τα δύο, να είναι δίκαιος ή άδικος. Κανένας δε θα διάλεγε την αδικία. Το ίδιο συμβαίνει τόσο στην περίπτωση της ανδρείας και δειλίας όσο και σε όλες τις υπόλοιπες αρετές. Είναι, έτσι, φανερό ότι όσοι τυχόν είναι άνθρωποι κακοί, δεν είναι με τη θέλησή τους κακοί» (1187a 9.7 και 9.8).
Αν όμως γίνει αποδεκτή μια τέτοια άποψη, τότε θα πρέπει να ισχύει και το αντίστροφο: «Άρα και όσοι είναι καλοί, δεν είναι με τη θέλησή τους καλοί» (1187a 9.8). Με άλλα λόγια, εφόσον η φύση καθιστά από θέση αρχής τον άνθρωπο καλό –και μόνο η άγνοια μπορεί να φέρει το αντίθετο– τότε το καλό και το κακό στερούνται επιλογής και ματαιώνονται, ως φυσική αναγκαιότητα που ακυρώνει τη βούληση. Υιοθετώντας την αντίληψη της εκ των προτέρων φυσικής επιβολής θα ήταν παράλογο να τιμάται ή να τιμωρείται κανείς για την αρετή του, όπως είναι παράλογο να επικριθεί ή να επαινεθεί κάποιος επειδή βλέπει ή ακούει.
Εξάλλου, μια τέτοια αντίληψη θα ματαίωνε και την έννοια της ποινής, αφού ο σωφρονισμός δε θα είχε κανένα νόημα. Το αναντίρρητο φυσικό δεδομένο της καλοσύνης θα εκμηδένιζε κάθε περίπτωση πρόθεσης μετατρέποντας οποιαδήποτε αξιόποινη πράξη σε αμέλεια. Υπό αυτή τη συνθήκη, οι τιμωρίες θα είχαν περισσότερο ενημερωτικό χαρακτήρα κι όχι σωφρονιστικό, καθώς δε θα μπορούσε να υπάρξει κανένα κίνητρο για άδικη συμπεριφορά.
Ο Αριστοτέλης θα θέσει το ζήτημα στην ορθή του βάση: «Η σωκρατική αυτή επιχειρηματολογία δεν είναι σωστή. Ποιος είναι ο λόγος που ο νομοθέτης δεν επιτρέπει να κάνουμε το κακό, ενώ μας προτρέπει να κάνουμε το καλό και το σωστό; Και ποιος είναι ο λόγος που ορίζει ποινή τόσο για τους κακούς που πράττουν το κακό, όσο και για τους καλούς που δεν πράττουν το καλό;» (1187a 9.9).
Και συμπληρώνει: «Σίγουρα θα ήταν παραλογισμός εκ μέρους του νομοθέτη να επιτάσσει με νόμους κάτι που δεν είναι στο χέρι μας να πράξουμε. Αλλά, όπως φαίνεται, από εμάς εξαρτάται το να είμαστε καλοί οι κακοί. Αυτό το επιβεβαιώνουν, επίσης, οι έπαινοι και οι ψόγοι που αποδίδονται στους ανθρώπους· διότι η αρετή επαινείται, ενώ η κακία ψέγεται· και τόσο ο έπαινος όσο και ο ψόγος αποδίδονται σε κάτι το εκούσιο. Συμπέρασμα φανερό: από εμάς εξαρτάται να πράττουμε τόσο το καλό όσο και το κακό» (1187a 9.10).
Ο Αριστοτέλης έχει αποδείξει στα «Ηθικά Νικομάχεια» ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά ούτε και αντίθετή της. Καταδεικνύοντας ότι η αρετή έχει να κάνει με τον εθισμό (συνήθεια) είναι φανερό ότι είναι σύμφυτη κι όχι έμφυτη, αφού οτιδήποτε δίνεται ως δεδομένο από τη φύση είναι αδύνατο να αλλάξει συμπεριφορά, όπως η πέτρα που από τη φύση πηγαίνει προς τα κάτω δε θα μπορούσε να πηγαίνει προς τα πάνω, ακόμη κι αν κάποιος προσπαθούσε να την εθίσει σε κάτι τέτοιο ρίχνοντάς τη προς τα πάνω χιλιάδες φορές. Η φύση έχει κάνει τον άνθρωπο ηθικά ουδέτερο κι είναι στη διαμόρφωσή του το κατά πόσο θα στραφεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Κι αυτός είναι ο λόγος που φέρει και την ευθύνη των επιλογών του.
Κι ακριβώς πάνω στο ζήτημα της ευθύνης ο Αριστοτέλης θα προσθέσει: «Κάποιοι που ήθελαν να δείξουν ότι η αρετή και η κακία δεν είναι κάτι το εκούσιο, το υποστήριζαν με ένα αναλογικό επιχείρημα πάνω-κάτω σαν και τούτο: για ποιο λόγο, ρωτάνε αυτοί, κανείς δεν ψέγει τους αρρώστους ή τους άσχημους; Αυτό το σκεπτικό δεν είναι σωστό· τους ψέγουμε και αυτούς, εφόσον θεωρήσουμε ότι οι ίδιοι είναι υπαίτιοι της αρρώστιας ή της σωματικής τους ασχήμιας· το σκεπτικό μας είναι ότι και σε τούτη την περίπτωση υπάρχει το εκούσιο» (1187a 9.11).
Το εκούσιο μιας πράξης καταδεικνύει και την ευθύνη αυτού που την κάνει, ακόμη και σε ζητήματα υγείας και σωματικής ευεξίας, γιατί άλλο αυτός που αρρωσταίνει με τρόπο απρόβλεπτο κι άλλο αυτός που χαλά την υγεία του με τον κακό τρόπο ζωής που επιλέγει. Κι εφόσον, ακόμη και σε θέματα υγείας, υπάρχει διαχωρισμός που ορίζεται από την ευθύνη –δηλαδή τη βούληση– του ενεργούντος, είναι φανερό ότι σε ζητήματα ηθικής αρετής το πράγμα γίνεται εντονότερο.
Η απόδοση του καλού στη φύση είναι η μετάθεση της ευθύνης που πλέον δεν αφορά τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο αφορά μόνο η γνώση, που προφανώς έχει ευθύνη για την απόκτησή της, άποψη αναμφισβήτητα αθωωτική σε σχέση με το βάρος της βούλησης, δηλαδή την ευθύνη του συνειδητού λάθους.
Ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί και πάλι το ενδεχόμενο του ανθρώπου να αλλάξει συμπεριφορά (σε αντίθεση με την πέτρα που δε θα το κάνει ποτέ) ως απόδειξη ότι η ηθική αρετή που θα επιφέρει την ηθική πράξη δεν είναι κάτι δεδομένο από τη φύση: «Με αναμφίβολα, τώρα, δεδομένα πρώτον ότι οι πράξεις μεταβάλλονται και ποτέ δεν πράττουμε τα ίδια, και δεύτερον ότι οι πράξεις έχουν προκύψει από κάποιες αρχές, συμπεραίνουμε με σιγουριά πως, εφόσον μεταβάλλονται οι πράξεις, μεταβάλλονται και οι αρχές από τις οποίες προέκυψαν οι συγκεκριμένες πράξεις» (1187b 11.2).
Κι όταν ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για αρχές, εννοεί τη βούληση και την προαίρεση που τελικά γεννούν τις πράξεις: «… αρχή μιας πράξεως, είτε ενάρετης είτε κακής, είναι η προαίρεση και η βούληση και το σύνολο του λογικού μέρους της ψυχής. Είναι σίγουρο, όμως, αφενός ότι και όλα αυτά μεταβάλλονται, αφετέρου ότι και τις πράξεις μας τις μεταβάλλουμε εκουσίως. Συμπέρασμα: από εμάς εξαρτάται τόσο το αν θα είμαστε ενάρετοι όσο και το αν θα είμαστε κακοί» (1187b 11.3).
Ωστόσο, η αποδοχή του ανθρώπου ως όντος ενεργητικού που διαμορφώνει το χαρακτήρα του δεν απορρίπτει τα όρια της φύσης. Ο Αριστοτέλης αποδέχεται τον εθισμό ως κύριο διαμορφωτικό παράγοντα της προσωπικότητας, χωρίς όμως να ακυρώνει τις δυνατότητες με τις οποίες κάθε άνθρωπος έχει προικιστεί εξ αρχής από τη φύση: «Με βάση το προηγούμενο ίσως να πει κανείς: “αφού ακριβώς εξαρτάται από μένα να είμαι δίκαιος και ενάρετος, τότε, εάν το θέλω, θα γίνω ο πιο ενάρετος στον κόσμο”. Αυτό σίγουρα δεν είναι δυνατό» (1187b 11.4).
Και θα εξηγήσει αμέσως: «Μα ούτε καν σε σωματικό επίπεδο δεν είναι τούτο πραγματοποιήσιμο. Διότι δε φτάνει η θέληση να επιμελείται κανείς το σώμα του για να γίνει αυτό αμέσως το καλύτερο σώμα του κόσμου: δεν απαιτείται μόνο η επιμέλεια, αλλά πρέπει και από τη φύση του το συγκεκριμένο σώμα να έχει τη δυνατότητα να γίνει υγιές και όμορφο. Ασφαλώς και θα αποκτήσει ένα καλύτερο σώμα όποιος το επιμελείται, αυτό όμως δε συνεπάγεται ότι θα είναι και το καλύτερο σώμα του κόσμου. Το ίδιο πρέπει να σκεφτούμε και για την ψυχή· δεν πρόκειται να γίνει ο πιο ενάρετος άνθρωπος του κόσμου αυτός που απλώς το αποφάσισε και το θέλει· υπάρχει και η προϋπόθεση της φύσης του· πάντως, καλύτερος σίγουρα θα γίνει» (1187b 11.4-11.6).
Για τον Αριστοτέλη, όπως το σώμα υπόκειται σε όρια που έχουν δοθεί από τη φύση με τη γέννηση του ανθρώπου, με τον ίδιο τρόπο καθορίζονται και τα όρια της ψυχής, δηλαδή τα διανοητικά και ηθικά όρια καθενός. Η φύση είναι που δίνει τις δυνατότητες και ο εθισμός, ως πραγμάτωση της ανθρώπινης προσπάθειας, θα συμβάλει στην αξιοποίησή τους. Πρόκειται για την αιώνια διαπάλη του είναι και του γίγνεσθαι, στην οποία ο Αριστοτέλης παίρνει θέση υποστηρίζοντας ότι ο άνθρωπος και γεννιέται και γίνεται.
Το ότι κάποιος από τη γέννησή του έχει τη δυνατότητα από τη φύση (γονίδια θα λέγαμε σήμερα), ώστε να φτάσει σε ύψος τα δύο μέτρα, δε σημαίνει ότι απαραίτητα θα συμβεί αυτό. Αν έχει γεννηθεί σε φτωχό μέρος και υπόκειται σε κακή-ελλιπή διατροφή για όλη την παιδική του ηλικία, είναι προφανές ότι δε θα φτάσει ποτέ σε αυτό το ύψος. Αν όμως έχει τη διατροφή που πρέπει θα τείνει όλο και περισσότερο στην εκπλήρωση της φυσικής του δυνατότητας. Σε συνθήκες ιδανικές θα φτάσει και τα δύο μέτρα, που ήταν το ανώτατο όριο που του είχε αποδοθεί. Όσο ιδανικά όμως κι αν τρέφεται ή γυμνάζεται, το ύψος αυτό δε θα το ξεπεράσει. Κι αυτό γιατί η φύση δεν του έδωσε περαιτέρω δυνατότητες.
Με τον ίδιο τρόπο καθορίζονται και οι διανοητικές και οι ηθικές αρετές. Έχει μεγάλη σημασία το πώς θα διαμορφωθεί κανείς και τι λογής ερεθίσματα θα έχει, ώστε να διευρυνθούν οι πνευματικοί του ορίζοντες, όμως αυτό δε σημαίνει ότι μπορεί να ξεπεράσει να όρια που του έχουν προκαθοριστεί από τη φύση. Η ανθρώπινη προσπάθεια έχει πολύ μεγάλη σημασία, καθώς αναμφισβήτητα συμβάλλει στην ποιοτικότερη εκδοχή του εαυτού. Γι’ αυτό και δεν ματαιώνεται.
Είναι όμως παράλογο να έχουμε υπερβολικές απαιτήσεις από τους ανθρώπους, απαιτήσεις δηλαδή που ξεπερνούν τις φυσικές τους δυνατότητες. Το ότι θα είναι κανείς γυμνασμένος και θα έχει καλή υγεία, αν μεριμνά για το σώμα του και διατρέφεται σωστά είναι δεδομένο. Όχι όμως ότι θα ξεπερνά και όλους τους άλλους που κάνουν το ίδιο πράγμα. Εξάλλου, σε τελική ανάλυση κάτι τέτοιο δεν έχει και σημασία. Σημασία έχει να είναι κανείς γυμνασμένος, όπως σημασία έχει να είναι ενάρετος. Το να είναι ο πιο ενάρετος (ή ο πιο γυμνασμένος) του κόσμου δεν το επιβάλλει κανείς.
Το ότι το μέγεθος της προσπάθειας ενδέχεται να μην ανταποκρίνεται στα αποτελέσματα που έχει κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να λειτουργεί αποθαρρυντικά. Το μέγεθος του κόπου θα καταδείξει και το μέγεθος της βούλησης κι αυτό είναι το μέτρο για τον έπαινο μιας πράξης. Εκείνος που έχει πολύ ωραίο σώμα χωρίς να καταβάλει την ελάχιστη προσπάθεια δεν αξίζει τόσο τον έπαινο σε αντίθεση με εκείνον που καταβάλλοντας τεράστιο μόχθο αποκτά ένα μέτριο σώμα.
Εν τέλει, ο έπαινος δεν επιβραβεύει το αποτέλεσμα, αλλά τον καταβλημένο μόχθο. Και το ζήτημα δεν είναι μόνο ηθικό αλλά και πρακτικό. Γιατί εκείνος που μοχθώντας έχει μέτριο σώμα θα πρέπει να σκεφτεί τι λογής σώμα θα είχε και πόσο βεβαρυμμένη υγεία, αν δεν είχε καταβάλει το μόχθο που κατέβαλε. Με τον ιδρώτα του κατάφερε να εξισορροπήσει μια φυσική του αδυναμία βελτιώνοντας τον εαυτό του. Και δεν υπάρχει τίποτε πιο αξιέπαινο από αυτό.
Από την άλλη, η άνευ όρων παράδοση στα πιθανά μειονεκτήματα της φύσης δεν μπορούν παρά να επιφέρουν επικρίσεις. Η εγκατάλειψη του σώματος με τη δικαιολογία ότι η φύση δεν έδωσε δυνατότητες σε αυτόν τον τομέα ισοδυναμεί με εγκατάλειψη του εαυτού στο όνομα της μοίρας. Αν πράγματι η φύση δεν προίκισε με σωματικά προσόντα το συγκεκριμένο άνθρωπο θα έπρεπε να είναι περισσότερο προσεκτικός, ώστε με τον αγώνα του να αναπληρώσει το φυσικό του μειονέκτημα. Οπωσδήποτε δε θα μπορούσε να γίνει πρωταθλητής, αλλά θα μπορούσε να προστατεύσει την υγεία του. Κι αυτή ακριβώς είναι η ευθύνη κάθε ανθρώπου απέναντι στον εαυτό του.
Η επίγνωση των φυσικών δυνατοτήτων θα επιφέρει και τις ανάλογες ενέργειες για τη βελτίωση του εαυτού. Εν τέλει το πρόβλημα δεν είναι τα μειονεκτήματα της φύσης που μπορεί να υπάρχουν, αλλά η μη παραδοχή τους (που καταδεικνύει την έλλειψη αυτογνωσίας) ή η παθητική εγκατάλειψη σε αυτά, σαν να πρόκειται για κάτι που δεν αξίζει να αγωνίζεται κανείς.
Δε χρειάζεται να είναι κανείς καλύτερος σε όλα. Αυτό που χρειάζεται είναι να ανακαλύψει τον τομέα που πράγματι η φύση του δίνει πλεονέκτημα και να τον καλλιεργήσει στο μέγιστο βαθμό, ώστε να φτάσει στα ανώτερα φυσικά όρια που διαθέτει. Από κει πέρα, σε άλλους τομείς που υστερεί αξίζει να προσπαθήσει, έχοντας πλήρη επίγνωση του μειονεκτήματός του, ώστε να φτάσει σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο ολοκληρώνοντας την προσωπικότητά του.
Κι αυτός είναι ακόμη ένας λόγος που το σωκρατικό «ουδείς έκων κακός» δεν μπορεί να πείσει. Γιατί εναποθέτοντας την ψυχική δυνατότητα της αρετής στη φύση υπονομεύει τη βούληση που θα επιλέξει ανάμεσα στο καλό και το κακό. Όμως, η βούληση είναι που κινεί την ανθρώπινη δράση κι έχει τέτοια ισχύ, που μπορεί (ως ένα βαθμό) να βελτιώσει ακόμη και τις φυσικές αδυναμίες. Το θέμα είναι πού θα στραφεί από τον κάτοχό της. Κι αυτό δεν κρίνεται δεδομένο από θέση αρχής…
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα