Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Η σκιά του Περικλή

Περικλής ο Αθηναίος και η γέννηση της δημοκρατίας
ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΧΕΙ ΕΙΠΩΘΕΙ ΠΩΣ: «ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΔΡΕΣ Εχουν δύο ζωές· η μία διαρκεί όσο εργάζονται σε τούτη εδώ τη γη· η δεύτερη αρχίζει τη μέρα που πεθαίνουν και συνεχίζεται όσο οι ιδέες και τα οράματά τους παραμένουν ζωντανά».[1] Το ίδιο ισχύει και για τον Περικλή. Όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι ηγέτες, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό το οποίο κανείς δεν ήταν σε θέση να το καλύψει. Οι πολιτικοί της Αθήνας σύντομα στράφη­καν και πάλι στους ανταγωνισμούς του παρελθόντος, κα­θώς οι επιφανέστεροι άνδρες ανταγωνίζονταν για τη θέση που είχε αφήσει κενή ο Περικλής. Επειδή όμως εκείνοι δεν διέθεταν το ξεχωριστό του κύρος, ο ανταγωνισμός τους είχε τα τυπικά γνωρίσματα των δημοκρατικών αναμετρήσεων, τουτέστιν προσπαθούσαν να βρουν νέους τρόπους για να ευχαριστήσουν και να κολακέψουν τους ψηφοφόρους.

Ο Θουκυδίδης θεώρησε αυτούς τους διαδόχους αποτυχημένους και ισχυρίστηκε ότι η ανεπάρκεια της ηγεσίας τους ήταν υπεύθυνη για την ήττα της Αθήνας στον Πόλεμο. Οι προσωπικές τους φιλοδοξίες και η απληστία τους τους ανάγκασαν όχι απλώς να εγκαταλείψουν τη στρατηγική του Περικλή, αλλά και να προβούν σε πολιτικές επιλογές που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Αθήνας. «Τα όσα αναλάμβαναν, αν πετύχαιναν, προσπόριζαν όφελος και τιμές σε ιδιώτες, αν όμως αποτύχαιναν, έβλαπταν την Αθήνα και τη διεξαγωγή του πολέμου» (Θουκυδίδης 2.65.7). Αυτή η κρίση είναι υπερβολικά αυστηρή, γιατί οι διάδοχοι παρέλαβαν μιαν απελπιστική κατάσταση και κάποιοι από αυτούς – αν όχι όλοι – ακλούθησαν την πολιτική που θεωρούσαν καλύτερη για την Αθήνα. Κανείς τους, όμως, δεν συνδύαζε τα απαραίτητα προσόντα του ηγέτη που απαιτούνταν εκείνη την ώρα. Κανείς δεν διέθετε τις αρετές και την εμπειρία που έπρεπε να έχει για να γίνει «πρώτος ανήρ» με όλη τη σημασία της λέξης, όπως ήταν ο Περικλής. Κι όμως, ο καθένας με τον τρόπο του, φαίνεται ότι προσπάθησαν συνειδητά να μιμηθούν κάποιες από τις αρετές του Περικλή.

Ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας στα αμέσως επόμενα χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή ήταν ο Νικίας. Είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή κι έδειχνε ότι ήταν άξιος διάδοχός του, γιατί παρέμενε πιστός στη στρατηγική του. Αυτό προκάλεσε την εχθρότητα του Κλέωνα, ο οποίος ήταν οπαδός μιας πιο επιθετικής στρατηγικής κι εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον του, όπως είχε κάνει και με τον Περικλή. Χωρίς να διαθέτει το ανάστημα και τη ρητορική δεινότητα του μεγάλου ανδρός, ο Νικίας προσπάθησε εντούτοις να μιμηθεί το ύφος του. Έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει έμφαση στις ομοιότητες, όντας ακατάδεχτος στην ιδιωτική του ζωή και αποφεύγοντας τα συμπόσια, τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ακόμη και τις συζητήσεις. Ο Νικίας, όπως και ο Περικλής, ριχνόταν με πάθος στη δουλειά, είτε υπηρετούσε ως στρατηγός είτε ως απλό μέλος της Εκκλησίας του Δήμου. Έβαζε τους φίλους του να στέκονται στην πόρτα του σπιτιού του και να ζητούν συγγνώμη από τους επισκέπτες, επειδή «εκείνη τη στιγμή ο Νικίας ήταν απασχολημένος με σπουδαία ζητήματα της πόλης» (Πλού­ταρχος, Νικίας 5.2). Επίσης, είχε προσλάβει κι έναν υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Πλούταρχος τον αποκαλεί «βασικό συμπρωταγωνιστή του Νικία» σε όλο αυτό το θέατρο και αναφέρει ότι «συνεργαζόταν μαζί του για να τον περιβάλλει με κύρος και φήμη». Αυτός ο άνθρωπος, ο Ιέρων, είχε αναλάβει να διαδίδει διάφορες ιστορίες που έδειχναν πόσο δύσκολες ώρες περνούσε ο Νικίας για να υπηρετήσει την πόλη:

Ακόμη και όταν βρίσκεται στο λουτρό ή δειπνεί, όλο και κάποια δημόσια υπόθεση θα τον απασχολεί. Παραμελεί την προσωπική του ζωή σκεπτόμενος διαρκώς το κοινό συμφέρον και σπανίως πέφτει για ύπνο πριν από τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό και το σώμα του δεν είναι σε καλή κατάσταση και δεν συμπεριφέρεται ευγενικά κι ευχάριστα στους φίλους του, αντίθετα έχει χάσει και φίλους και χρήματα υπηρετώντας την πόλη. Άλλοι κερδίζουν φιλίες και πλουτίζουν από του βήματος, ενώ καλοπερνούν και παίζουν με τα συμφέροντα της πόλης. (5.3.4)

Επρόκειτο, βεβαίως, για μια καρικατούρα της αγέρωχης συμπεριφοράς που ήταν έμφυτη στον Περικλή και σύντομα φάνηκε ότι ο Νικίας δεν διέθετε ούτε τη διορατικότητα ούτε τη ρητορική πειθώ του προκατόχου του. Όμως ο Νικίας ήταν ακλόνητος πατριώτης και απολύτως αδιάφθορος. Έζησε άλλα δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή και σε αυτό το διάστημα συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στην Αθήνα, κατά έναν μεγάλο βαθμό επειδή είχε επιτύχει να συνδεθεί με το πρότυπό του.

Όλως παραδόξως, η σκιά του Περικλή επέδρασε ακόμη και στον Κλέωνα, τον άνθρωπο που είχε επιτεθεί με τόση δριμύτητα στον ίδιο και στην πολιτική του. Ο Κλέων ήταν το αντίθετο του Περικλή σχεδόν στα πάντα. Ενώ ο Περικλής συμπεριφερόταν με ατάραχη αυτοσυγκράτηση, ο Κλέων περιγράφεται ως «βιαιότατος» (Θουκυδίδης 3. 36.6). Ο Περικλής προσπαθούσε να είναι μετριοπαθής και στη συμπεριφορά του απέναντι στους συμμάχους και σε ό,τι αφορούσε τους πολεμικούς στόχους της πόλης· ο Κλέων υποστήριζε ότι οι αποστάτες έπρεπε να τιμωρούνται παραδειγματικά, ενώ τασσόταν υπέρ της επιθετικής στρατηγικής και πρότεινε πολεμικούς στόχους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν παρά μόνον με μεγάλες θυσίες. Ο Περικλής ενθάρρυνε τον ελεύθερο διάλογο για τα σημαντικά θέματα και ήταν ανοιχτός στις καινούργιες ιδέες. Ο Κλέων κατηγορούσε τους Αθηναίους για την προθυμία τους να εμπλέκονται σε παρατεταμένες συζητήσεις, να ακούνε πολλές διαφορετικές απόψεις και να αλλάζουν γνώμη κάθε φορά που πείθονταν από ένα καινούργιο επιχείρημα.

Κι όμως, ο Κλέων, αυτός ο περιβόητος δημαγωγός, συνήθιζε να αντιγράφει την πολιτική του Περικλή αγνοώντας ή ακόμη και επιπλήττοντας την πλειονότητα όποτε θεωρούσε ότι είχε άδικο. Μια φορά άρχισε την ομιλία του λέγοντας: «Μένω σταθερός στην ίδια γνώμη που είχα και πριν», σχεδόν επαναλαμβάνοντας τα λόγια που είχε πει ο Περικλής όταν είχε έρθει σε σύγκρουση με την πλειονότητα τις παραμονές του Πολέμου. Σ’ αυτόν τον λόγο, ο Κλέων κατηγόρησε τους ίδιους τους Αθηναίους για τα δεινά τους, όπως είχε κάνει πλειστάκις και ο Περικλής. Είχε την εξυπνάδα να μιμηθεί τους τρόπους και το ύφος του Περικλή, παρ’ όλο που επεδίωκε τελείως διαφορετικούς στόχους από εκείνον.

Όσο για τον Αλκιβιάδη, επόμενο ήταν ο προστατευόμενος του Περικλή, που είχε μεγαλώσει στο σπίτι του σπουδαίου ηγέτη, να επηρεαστεί επίσης από εκείνον. Τα χαρίσματα που είχε ως παιδί, η ιδιοσυγκρασία του και το μεγαλείο του πατέρα του θα τον οδηγούσαν, ούτως ή άλλως, σε μια πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία. Όμως όλες οι μαρτυρίες δείχνουν ότι το παράδειγμα του κηδεμόνα του ήταν αυτό που τον καθόρισε και τον κατηύθυνε. Η παιδική του ηλικία συνέπεσε με την ακμή της σταδιοδρομίας του Περικλή, όταν εκείνος ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Η προσωπική του φιλοδοξία και η ενθάρρυνση των φίλων του έκαναν τον Αλκιβιάδη να προσβλέπει σε μια σταδιοδρομία που δεν θα ήταν απλώς σπουδαία, αλλά θα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του κηδεμόνα του.

Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε με λαμπρό τρόπο όταν, όπως και ο Περικλής, εξελέγη στρατηγός λίγο μετά τα τριάντα του χρόνια. Ύστερα από τον θάνατο του Κλέωνα, έγινε ο ηγέτης της παράταξης που αντιτασσόταν στον Νικία και στην πολιτική του, η οποία υποστήριζε την ειρηνική συνύπαρξη με τους Σπαρτιάτες. Ο Αλκιβιάδης επεδίωκε ακριβώς το αντίθετο, τη δημιουργία μιας συμμαχίας ανάμεσα στην Αθήνα, στο Άργος και σε άλλους εχθρούς της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, ακολουθώντας μια στρατηγική που είχε ως πρότυπο τη στρατηγική του Περικλή κατά τον Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Λίγο έλειψε να βγάλει τη Σπάρτη εκτός μάχης και να χαρίσει μια ολοκληρωτική νίκη στην Αθήνα, πλην όμως ηττήθηκε στη μάχη της Μαντίνειας το 418.

Αυτό συνέβη, εν μέρει, επειδή ούτε ο Αλκιβιάδης ούτε ο Νικίας, ούτε οποιοσδήποτε άλλος Αθηναίος είχαν το πολιτικό έρεισμα που θα τους επέτρεπε να εφαρμόσουν την πολιτική τους αν έρχονταν αντιμέτωποι έστω και με μία αντιξοότητα. Η Αθήνα χρειαζόταν επειγόντως έναν Περικλή για να ενώσει τον λαό και να τον κατευθύνει με σταθερότητα και συνέπεια προς τη μία ή την άλλη πολιτική. Χωρίς συνετή και αποτελεσματική ηγεσία, η δημοκρατία παρέπαιε άσκοπα μεταξύ καταστροφικής αγριότητας και αυτοκαταστροφικού τυχοδιωκτισμού. Το χειρότερο, ίσως, παράδειγμα είναι αυτό των κατοίκων της Μήλου, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν τηρήσει αποστάσεις από την Αθήνα και τη συμμαχία της και για περισσότερα από εξήντα χρόνια οι Αθηναίοι τους το είχαν επιτρέψει. Καμιά επείγουσα ανάγκη δεν υποχρέωνε τους Αθηναίους να αλλάξουν πολιτική, όμως το 416 η αυξανόμενη απογοήτευση τους τους ώθησε να διατάξουν τη Μήλο να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Ηγεμονία. Όταν οι Μήλιοι αρνήθηκαν, οι Αθηναίοι πολιόρκησαν το νησί. Αφού οι Μήλιοι τελικά παραδόθηκαν, οι νικητές Αθηναίοι σκότωσαν όλους τους άνδρες και πούλησαν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους. Αυτή ήταν η πιο περιβόητη ωμότητα που διέπραξαν ποτέ οι Αθηναίοι και δεν έπαψε να κηλιδώνει τη φήμη τους ανά τους αιώνες. Ποτέ δεν είχαν διαπράξει κά­τι ανάλογο την εποχή του Περικλή, ακόμη κι όταν σοβαρές εξεγέρσεις απείλησαν τη δύναμη και την επιβίωσή τους.

Την επόμενη χρονιά, ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν τρόπο για να επικρατήσει, ο Αλκιβιάδης πρότεινε μια εκστρατεία για τον έλεγχο του μακρινού, αλλά πλούσιου νησιού της Σικελίας. Σε τέτοιου είδους περιπέτειες ο Περικλής ήταν πάντοτε αντίθετος. Και ο Νικίας ήταν αντίθετος, αλλά η προσπάθειά του να υπονομεύσει το σχέδιο είχε ως μόνο αποτέλεσμα να σταλεί μια εκστρατευτική δύναμη πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που προτάθηκε αρχικά. Έτσι αυτό που θα μπορούσε να αποδειχτεί μικρό λάθος εξελίχθηκε σε μεγάλη καταστροφή. Ο Αλκιβιάδης δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία ερήμην το 413, βρέθηκε εξόριστος στη Σπάρτη. Ο Νικίας είχε πεθάνει, όπως και χιλιάδες στρατιώτες, Αθηναίοι και σύμμαχοι το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου είχε βυθιστεί στα νερά της Σικελίας και το δημόσιο ταμείο ήταν σχεδόν άδειο. Όλα έδειχναν πως οι Αθηναίοι είχαν ηττηθεί. Οι σύμμαχοί τους εξεγέρθηκαν, οι Σπαρτιάτες ήταν βέβαιοι ότι θα νικούσαν εύκολα και γρήγορα, και ακόμη κι αυτοί που είχαν μείνει ουδέτεροι σχεδίαζαν να συνταχτούν με το μέρος τους για να μοιραστούν τα λάφυρα.

Εκείνη τη δύσκολη ώρα, ο ίδιος ο αθηναϊκός λαός απέδειξε ότι είχε διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση και την επιρροή του Περικλή. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για έναν συνετό και αξιόπιστο πολιτικό ηγέτη του αναστήματος του κι εφόσον δεν υπήρχε κάποια χαρισματική προσωπικότητα γι’ αυτόν τον ρόλο, οι Αθηναίοι επινόησαν ένα νέο τέχνασμα προκειμένου να εξασφαλίσουν καθοδήγηση και σταθερότητα. Αποφάσισαν με την ψήφο τους «να εκλέξουν ένα σώμα Γερόντων προβούλων, οι οποίοι θα τους συμβούλευαν και θα νομοθετούσαν σύμφωνα με τις περιστάσεις» (Θουκυδίδης 8.1.3). Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, αλλά και κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, είδαν αυτό το τέχνασμα ως απομάκρυνση από τη δημοκρατία, επειδή αυτό το συμβούλιο των σαράντα Γερόντων ήταν σε θέση να περιορίσει την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων, δηλαδή της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής. Όμως αυτή η άποψη είναι σαφέστατα λανθασμένη. Η Εκκλησία του Δήμου επέλεξε ελεύθερα και χωρίς καμία απολύτως πίεση να καθιερώσει το συμβούλιο αυτό ανταποκρινόμενη σε μια επείγουσα κατάσταση, και τα μέλη του εξελέγησαν ελεύθερα.

Μόνον δύο από τα ονόματα των σαράντα ανδρών μάς είναι γνωστά, ο Άγνων και ο Σοφοκλής, όμως στη σκέψη του λαού και οι δύο ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον Περικλή. Ο Άγνων είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή τουλάχιστον τρεις φορές, στη Σάμο το 440 και σε άλλες εμπόλεμες περιοχές το 430 και το 429. Το 438 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση του Περικλή από τις επιθέσεις των πολιτικών του εχθρών και το 437 είχε γίνει οικιστής μιας σπουδαίας αποικίας, της Αμφίπολης. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής είχε φέρει εις πέρας μια λεπτή διπλωματική αποστολή για λογαριασμό του Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαμιακού Πολέμου και ήταν ευρέως γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με εκείνον.[2] Προφανώς οι Αθηναίοι συμπεριέλαβαν όσο το δυνατόν περισσότερους παλαιούς οπαδούς του Περικλή στο νέο συμβούλιο Γερόντων.

Ο Θουκυδίδης δεν υπήρξε θαυμαστής της μετά τον Περικλή Αθήνας, και ο έπαινός του για τις προσπάθειες των Αθηναίων το 413 είναι κάπως απρόθυμος: «Παρασυρόμενοι από τον φόβο της στιγμής, όπως συνηθίζει ο Δήμος, ήταν έτοιμοι να επιβάλουν τάξη στα πάντα» (8.1.4). Στην πραγματικότητα, η στάση της αθηναϊκής δημοκρατίας σε αυτήν την κρίση δείχνει ιδιαίτερα επηρεασμένη από τον Περικλή. Τον πρώτο χρόνο του Πολέμου, όταν ο Περικλής φοβόταν πως τα πάθη θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή ορθής πολιτικής, εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο προσωπικό κύρος του για να περιορίσει τη δημοκρατία αποφεύγοντας τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Τώρα η Εκκλησία του Δήμου, δρώντας σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα του Περικλή -αποφασιστική, πρακτική, συγκρατημένη, συνετή και φειδωλή-, δέχτηκε να θέσει η ίδια ένα όριο στον εαυτό της παραχωρώντας πρωτοφανείς εξουσίες σε ένα σώμα αποτελούμενο από αξιοσέβαστους και αξιόπιστους μετριοπαθείς πολιτικούς, οι οποίοι είχαν μαθητεύσει στην παράδοση του Περικλή. Επίσης επέδειξαν αξιοσημείωτη ακεραιότητα σε δημοσιονομικά θέματα. «Αποφάσισαν, όσο τους το επέτρεπε η κατάσταση, να μην υποχωρήσουν αλλά να ετοιμάσουν στόλο, εξασφαλίζοντας ξυλεία και χρήματα από όπου μπορούσαν, για να φροντίσουν την ασφάλεια της συμμαχίας τους … και να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες» (8.1.3).

Με τη βοήθεια των προβούλων, οι Αθηναίοι πέτυχαν μια εντυπωσιακή ανάκαμψη. Ήταν έτοιμοι να καταστείλουν τις αποστασίες στη συμμαχία τους και να εκδιώξουν τον πελοποννησιακό στόλο από τις θάλασσες. Όμως η παρέμβαση των Περσών στο πλευρό της Σπάρτης έδωσε νέα δύναμη στον εχθρό. Οι Αθηναίοι έμοιαζε να μην έχουν καμιά πιθανότητα να νικήσουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία, αν αυτή διέθετε την υποστήριξη του Μεγάλου Βασιλιά. Στο μεταξύ, ο Αλκιβιάδης είχε δραπετεύσει από τη Σπάρτη για να αποφύγει τη θανατική ποινή και υπηρετούσε ως προσωπικός σύμβουλος του Τισσαφέρνη, του Πέρση σατράπη που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις για τη νέα συμφωνία με τη Σπάρτη. Ο Αλκιβιάδης ήταν πρόθυμος να επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά αυτό ήταν αδύνατον να συμβεί όσο υπήρχε η δημοκρατία, γιατί σοβαρές ποινικές κατηγορίες εκκρεμούσαν ακόμη εις βάρος του. Ήρθε σε διαπραγματεύσεις με κάποιους Αθηναίους στο Αιγαίο, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα έπειθε τον Τισσαφέρνη και τους Πέρσες να υποστηρίξουν την Αθήνα αν ανατρεπόταν η δημοκρατία και ο ίδιος επέστρεφε στην Αθήνα. Ακόμη και καλοί πατριώτες και οπαδοί της δημοκρατίας ήταν έτοιμοι να δεχτούν την επιστροφή του υπό αυτούς τους όρους, εφόσον αυτή θα τους εξασφάλιζε την περσική βοήθεια, τη νίκη και τη σωτηρία. Ακολούθη­σε ένα επιτυχές πραξικόπημα το 411 και η καθιέρωση της δικτατορίας των Τετρακοσίων αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανατρεπόταν η δημοκρατία στην Αθήνα μετά από έναν αιώνα.

Η κυρίαρχη παράταξη μεταξύ των Τετρακοσίων σύντομα απέδειξε ότι τα μέλη της ήταν γνήσιοι ολιγαρχικοί και εχθροί της δημοκρατίας. Εγκαινίασαν μια περίοδο εκτελέσεων και τρομοκρατίας με στόχο τους δημοκρατικούς και τους μετριοπαθείς πολίτες κι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πόλη στους Σπαρτιάτες, όταν οι μετριοπαθείς αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Μόλις τέσσερις μήνες μετά το πραξικόπημα, οι Τετρακόσιοι αντικαταστάθηκαν από μια ευρύτερη κυβέρνηση και μέσα σε έναν χρόνο η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Αυτή η αποκατεστημένη δημοκρατία δεν γέννησε μεγάλους ηγέτες, διέπραξε λάθη και, τελικά, έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Για όλα αυτά στηλιτεύθηκε στην αρχαιότητα και βρήκε ελάχιστους υποστηρικτές ανά τους αιώνες. Κι όμως τα επιτεύγματά της ήταν σημαντικά, το θάρρος και η αποφασιστικότητά της αξιοσημείωτα στην πραγματικότητα, εξάλλου, λίγο έλειψε να νικήσει. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί γι’ αυτήν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής:

Ακόμη και μετά την καταστροφή στη Σικελία, όπου έχασαν όλον τον στρατό που είχαν στείλει και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, κι ενώ άρχιζε ένας εσωτερικός σπαραγμός, κατόρθωσαν να αντέξουν οκτώ ολόκληρα χρόνια πολεμώντας, όχι μόνον εναντίον όσων αρχικά ήταν εχθροί τους, αλλά και εναντίον όσων από τη Σικελία ενώθηκαν με τους εχθρούς τους και εναντίον των δικών τους συμμάχων, που αργότερα επαναστάτησαν οι περισσότεροι, ακόμα και εναντίον του Κύρου, του γιου του Μεγάλου Βασιλέως, που έδινε χρήματα στους Πελοποννησίους για τον στόλο τους. Και δεν νικήθηκαν παρά μόνον όταν εξαντλήθηκαν από τον εσωτερικό σπαραγμό. (2.65.12- 13)

Ο Θουκυδίδης το επισημαίνει αυτό για να υποστηρίξει την πρόβλεψη του Περικλή ότι οι Αθηναίοι θα κέρδιζαν εύκολα τον Πόλεμο αν ακολουθούσαν την αρχική του στρατηγική. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε με αυτήν την άποψη για να συμμεριστούμε τον θαυμασμό του μεγάλου ιστορικού απέναντι στη σπάνια αντοχή και στο θάρρος που επέδειξε η αθηναϊκή δημοκρατία, ακόμη και μετά την απώλεια του ηγέτη της. Αντιθέτως, δικαιούμαστε να εκπλαγούμε από την αφοσίωσή της στο όραμά του για τη δημοκρατία, το οποίο υπηρέτησε πιστά και στις πιο δύσκολες ώρες. Αυτή η αφοσίωση παρέμεινε ακλόνητη ακόμη και όταν η ήττα είχε στερήσει από τους Αθηναίους την ηγεμονία τους, την αυτονομία τους και τη δημοκρατία τους.

To 404, οι Σπαρτιάτες επέβαλαν αυστηρούς όρους υποταγής στους ηττημένους και λιμοκτονούντες Αθηναίους. Οι ηττημένοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τη συμμαχία τους και τον στόλο τους· ένα μέρος του αμυντικού τείχους της πόλης γκρεμίστηκε και οι Αθηναίοι έχασαν τον έλεγχο της εξωτερικής τους πολιτικής εφόσον η πόλη τους έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, δίνοντας την υπόσχεση ότι «θα ακολουθεί τους Σπαρτιάτες όπου κι αν την οδηγήσουν». Εν συνεχεία, οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν μια κυβέρνηση αχυρανθρώπων ολιγαρχικών στους οποίους, λόγω της σκληρότητας τους, δόθηκε η ονομασία «Τριάκοντα Τύραννοι». Το νέο καθεστώς σύντομα εγκαινίασε μια νέα περίοδο τρομοκρατίας με γενικευμένες δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις, στρεφόμενο αρχικά, για πολιτικούς λόγους, ενάντια σε γνωστούς δημοκρατικούς ηγέτες, κατόπιν ενάντια στους πλούσιους πολίτες, αποσκοπώντας στο κέρδος, προτού επιτεθεί στο τέλος και κατά των μετριοπαθών, ακόμη και όσων ανήκαν στις τάξεις του, οι οποίοι διαμαρτύρονταν γι’ αυτές τις ωμότητες. Καθώς το μίσος και η αντίσταση του λαού μεγάλωναν, οι Τριάκοντα αναγκάστηκαν να φέρουν μια σπαρτιατική φρουρά προκειμένου να προστατευθούν από τους συμπολίτες τους.
Έχοντας αναλάβει τον έλεγχο της πρώην Αθηναϊκής Ηγεμονίας, οι Σπαρτιάτες κυριαρχούσαν πλέον στον ελληνικό κόσμο. Έδειχναν πως είχαν εδραιωθεί στην εξουσία καταστέλλοντας παντού τη δημοκρατία και αντικαθιστώντας τη με πειθήνιες ολιγαρχικές κυβερνήσεις. Ακόμη και η ίδια η Αθήνα αποτελούσε κατεχόμενο έδαφος, στο οποίο και η παραμικρή υποψία συμπάθειας προς τη δημοκρατία ήταν ικανή να οδηγήσει σε καταγγελίες και θανατώσεις. Η φλόγα της δημοκρατίας του Περικλή γι’ άλλη μια φορά φάνηκε να σβήνει τελείως.

Σε εκείνες τις δύσκολες ώρες, οι Αθηναίοι βρήκαν έναν ηγέτη στα μέτρα του Περικλή. Ο Θρασύβουλος, γιος του Λύκου, ήταν ένας από τους μετριοπαθείς πολιτικούς που ήθελαν να ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη στην Αθήνα για να σώσουν την πόλη και να κερδίσουν τον Πόλεμο. Όταν οι ολιγαρχικοί συνωμότες του 411 προσπάθησαν να επεκτείνουν το πραξικόπημά τους στη Σάμο, όπου ο Θρασύβουλος υπηρετούσε ως αρχηγός του αθηναϊκού στόλου, εκείνος οδήγησε τους δημοκράτες αντιστασιακούς στη νίκη. Υπό το μετριοπαθές καθεστώς που διαδέχθηκε τους Τετρακοσίους, αλλά και αργότερα, αφού πια η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως, είχε μια λαμπρή παρουσία ως διοικητής των αθηναϊκών στόλων νικώντας στις σπουδαιότερες ναυμαχίες του Πολέμου. Ο Θρασύβουλος ήταν παιδί της δημοκρατίας του Περικλή και προϊόν της πολιτικής του παιδείας, είχε μαθητεύσει στην παράδοση του καθήκοντος και της αφοσίωσης στην Αθηναϊκή Ηγεμονία σε αυτά τα ιδανικά παρέμεινε πιστός για όλη του τη ζωή.[3]

Μετά τη νίκη της Σπάρτης, οι επιλογές των Αθηναίων ήταν παρόμοιες με εκείνες των Γάλλων το 1940. Οι περισσότεροι Γάλλοι αποδέχθηκαν όσο ήταν δυνατόν την ήττα τους και τη γερμανική κατοχή και προσπάθησαν να συνεχίσουν τη ζωή τους όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Ορισμένοι επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς είτε λόγω πεποιθήσεων, είτε επειδή αυτό θα τους παρείχε ασφάλεια και ευκαιρίες, είτε επειδή ήλπιζαν ότι θα βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους καθιστώντας πιο ήπιες τις συνέπειες της κατοχής. Κάποιοι άλλοι Γάλλοι, πολύ λίγοι αριθμητικά, υπό την ηγεσία του Σαρλ Ντε Γκολ, αποφάσισαν αμέσως να παλέψουν για την απελευθέρωση, αναζητώντας στήριγμα και βοήθεια στη Μ. Βρετανία.

Ο Θρασύβουλος ήταν ο Αθηναίος Ντε Γκολ. Κατέφυγε στη Θήβα, η οποία παλιότερα ήταν εχθρός των Αθηναίων, αλλά τώρα είχε αποξενωθεί από τη Σπάρτη. Εκεί, διάφοροι φυγάδες Αθηναίοι, δημοκράτες και πατριώτες συσπειρώθηκαν γύρω του και σχημάτισαν έναν μικρό στρατό, τον οποίο εκείνος εγκατέστησε σε ένα ορεινό φρούριο στα βόρεια σύνορα της Αθήνας. Όταν αποδείχτηκε ότι οι δυνάμεις των Τριάκοντα δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν τους επαναστάτες, οι περισσότεροι Αθηναίοι αναθάρρησαν και δραπέτευσαν από την πόλη για να συμμετάσχουν στην αντίσταση. Τελικά, ο Θρασύβουλος βρήκε τη δύναμη να βαδίσει κατά του Πειραιά, να τον καταλάβει και να νικήσει τον σπαρτιατικό στρατό ανακόπτοντας την προέλασή του. Οι Σπαρτιάτες προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και το 403 ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του αποκατέστησαν πλήρως τη δημοκρατία. Καθόλου παράξενο που οι Αθηναίοι τον τίμησαν όταν πέθανε θάβοντάς τον στο δημόσιο νεκροταφείο, κοντά στον τάφο του Περικλή.

Οργισμένοι με τις ωμότητες των Τριάκοντα, πολλοί πολίτες ήθελαν τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων και των συνεργατών τους. Αυτό θα σήμαινε δίκες, εκτελέσεις και εξορίες. Η Αθήνα θα διαλυόταν από τους κομματικούς αγώνες και τους εμφύλιους σπαραγμούς που είχαν καταστρέψει τη δημοκρατία σε τόσες άλλες ελληνικές πόλεις. Αντ’ αυτού, ο Θρασύβουλος ενώθηκε με άλλους μετριοπαθείς προκειμένου να επιβάλει μια αμνηστία, η οποία προστάτεψε τους πάντες εκτός από ελάχιστους ε­γκληματίες του χειρίστου είδους. Η άρτι αποκατεστημένη δημοκρατία τήρησε πιστά μια μετριοπαθή και συγκρατημένη πολιτική, γεγονός που αργότερα απέσπασε τους θερμούς επαίνους του Αριστοτέλη: «Η αντίδραση των [Αθηναίων δημοκρατικών] απέναντι στα δεινά του παρελθόντος, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα, φαίνεται πως ήταν η πιο έξοχη πολιτική στάση που επέδειξε ποτέ ένας λαός». Όχι απλώς υποστήριξαν και τήρησαν την αμνηστία, αλλά έφτασαν στο σημείο με έρανο να συγκεντρώσουν χρήματα για να επιστρέφουν στη Σπάρτη το ποσόν που είχαν δανειστεί οι Τριάκοντα προ- κειμένου να πολεμήσουν τους δημοκρατικούς. «Γιατί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποκαταστήσουν την κοινωνική αρμονία. Σε άλλες πόλεις, όταν αναλαμβάνουν οι δημοκρατικοί την εξουσία, ούτε καν διανοούνται να ξοδέψουν τις δικές τους περιουσίες· αρπάζουν και αναδιανέμουν τη γη των αντιπάλων τους» (Αθηναίων Πολιτεία 40.2-3). Η μετριοπάθεια των δημοκρατικών του 403 ανταμείφθηκε με επιτυχή συμφιλίωση των τάξεων και των παρατάξεων, η οποία επέτρεψε στην αθηναϊκή δημοκρατία να ευημερήσει χωρίς εμφυλίους πολέμους ή πραξικοπήματα σχεδόν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα.

Συνεπώς, το πνεύμα του Περικλή είχε θριαμβεύσει. Μισόν αιώνα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι μετριοπαθείς Αθηναίοι δημοκράτες εγκωμίαζαν τον ίδιο και τα επιτεύγματά του με τα πιο κολακευτικά λόγια: Ήταν ένας από τους σπουδαίους εκείνους άνδρες, όπως ο Σόλων, ο Κλεισθένης και ο Θεμιστοκλής, στους οποίους όφειλε η Αθήνα τη δημοκρατία και το μεγαλείο της. Ήταν αδιάφθορος, «έξοχος πολιτικός ηγέτης, άριστος ρήτορας, και είχε κοσμήσει την πόλη με τόσους ναούς, αναθήματα και κάθε είδους μνημεία, ώστε ακόμη και σήμερα όσοι έρχονται στην Αθήνα τη θεωρούν άξια να κυβερνήσει όχι μόνον τους Έλληνες, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο» (Ισοκράτης, Υπέρ Αντιδόσεως 234).

Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι αυτές οι ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες του Περικλή και της αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν κερδίσει τη μάχη. Οι ομολογίες πίστεως στις αρετές της δημοκρατίας είναι σήμερα πιο διαδεδομένες από ποτέ άλλοτε. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η προαιώνια διαμάχη μεταξύ της δημοκρατίας και των αντιπάλων της, η οποία ξεκίνησε στην αρχαία Αθήνα, έχει φτάσει στο τέλος της. Μια ματιά στις πηγές, όμως, θα οδηγούσε σε πιο νηφάλια συμπεράσματα.

Για περισσότερο από διακόσια χρόνια η δημοκρατία είχε πολλούς ισχυρούς εχθρούς και ελάχιστους φίλους. Σπουδαίοι διανοητές του αιώνα που διαδέχθηκε την εποχή του Περικλή καταδίκασαν τη δημοκρατία και χρησιμοποίησαν την Αθήνα ως απόδειξη για τα ολέθρια ελαττώματά της. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς απεικόνισαν τους ηγέτες της ως ιδιοτελείς δημαγωγούς οι οποίοι έβλαπταν το κοινό συμφέρον. Αποκάλεσαν τη δημοκρατία ασταθές πολίτευμα, θέατρο φθοροποιών αγώνων μεταξύ κομμάτων και παρατάξεων όπου η φτωχή πλειοψηφία ποδοπατούσε την πιο ευκατάστατη μειοψηφία αδιαφορώντας για τα δικαιώματα του ατόμου η εγγενής της αστάθεια οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφυλίους πολέμους και ως εκ τούτου στην αναρχία και την τυραννία. Ο Πλάτων επιτέθηκε ευθέως στον Περικλή και κα- τέκρινε τους Αθηναίους που επαινούσαν τους δημοκράτες πολιτικούς:

Ο λαός λέει ότι εκείνοι έκαναν σπουδαία την πόλη και δεν βλέπει ότι αυτή εξωτερικά είναι διογκωμένη και από μέσα την κατατρώει ύπουλη αρρώστια εξαιτίας των προηγούμενων ηγετών της· γιατί εκείνοι γέμισαν την πόλη με λιμάνια και ναυστάθμους και φρούρια και φόρους και κάθε είδους ανοησίες, και δεν έχουν αφήσει χώρο για το μέτρο και τη δικαιοσύνη. Και όταν ξεσπάσει η κρίση της αρρώστιας, ο λαός θα κατηγορεί τους τότε συμβούλους του και θα επικροτεί τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα και τον Περικλή, οι οποίοι είναι οι πραγματικοί υπεύθυνοι για τις συμφορές του. (Γοργίας 518e-519a)

Αυτή η εχθρική απεικόνιση έμεινε χωρίς αντίπαλο μέχρι τον 1 8ο αιώνα και κυριάρχησε στη δυτική σκέψη. Ηγεμόνες και συγγραφείς από την Αναγέννηση έως και την εποχή του Διαφωτισμού συμμερίστηκαν την κριτική του Πλάτωνα, επειδή αυτή εξυπηρετούσε απόλυτα τα συμφέροντά τους. Βασιλείς, ευγενείς και συντηρητικοί υποστηρικτές της ιεραρχίας έτρεμαν τις συνέπειες που θα είχε η ανάθεση της εξουσίας στον «όχλο». Συγγραφείς και καλλιτέχνες φοβούνταν την υποβάθμιση του πολιτισμού σε ένα καθεστώς όπου εξουσιάζει ο μέσος άνθρωπος· θρησκευτικοί ηγέτες προέβλεψαν ότι η εξουσία της Εκκλησίας θα ήταν ασυμβίβαστη με μια κυβέρνηση του λαού – όλες οι ισχυρές δυνάμεις και οι θεσμοί της βασιλικής και αριστοκρατικής Ευρώπης ήταν αντίθετοι στην ιδέα της δημοκρατίας και δέχονταν πρόθυμα την άποψη ότι η Αθήνα του Περικλή υπήρξε μια πανωλεθρία.

Στις έντονες συζητήσεις που χαρακτήρισαν την εποχή του Διαφωτισμού και διαπότισαν τη Γαλλική Επανάσταση, η περίπτωση της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε συχνά ως αφοπλιστικό επιχείρημα κατά των υπερασπιστών της δημοκρατίας. Τόσο ισχυρή και διαδεδομένη ήταν αυτή η άποψη, ώστε ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι θεμελίωσαν την πιο επιτυχημένη και σταθερή δημοκρατία του κόσμου τη θεωρούσαν δεδομένη στις συζητήσεις τους για το αμερικανικό Σύνταγμα. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον[4] έφερε ως παράδειγμα τη σταδιοδρομία του Περικλή για να δείξει πόσο εύκολο είναι να καταχραστεί την εξουσία ένας δημοφιλής ηγέτης σε μια καθαρόαιμη δημοκρατία:

Άνθρωποι αυτού του είδους, ασχέτως αν ήταν ευνοούμενοι του βασιλέως ή του ναού, καταχράστηκαν πολλές φορές την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό τους· και χρησιμοποιώντας ως άλλοθι το συμφέρον του λαού, δεν δίστασαν να θυσιάσουν την ηρεμία του έθνους για το προσωπικό τους συμφέρον ή την προσωπική τους ευχαρίστηση.

Ο περίφημος Περικλής, ενδίδοντας στη μνησικακία μιας πόρνης [της Ασπασίας] και θυσιάζοντας πολύ αίμα και μεγάλο μέρος από τις περιουσίες των συμπολιτών του, επιτέθηκε στην πόλη των Σαμνίων [sic], την υπέταξε και την κατέστρεψε … Ο ίδιος άνθρωπος, ωθούμενος από προσωπικά κίνητρα, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός του περίφημου όσο και ολέθριου πολέμου, ο οποίος αναφέρεται στα χρονικά των Ελλήνων με το όνομα Πελοποννησιακός Πόλεμος· ο πόλεμος αυτός … έληξε με την καταστροφή της αθηναϊκής πολιτείας.[5]

Ακόμη και ο Τζέιμς Μάντισον απηχεί την κρίση του Πλάτωνα για την αρχαία Αθήνα: «Τέτοιες δημοκρατίες ανέκαθεν ήταν εστίες αναταραχών και συγκρούσεων ποτέ δεν συμβιβάζονταν με την προσωπική ασφάλεια και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία και εν γένει ο βίος τους υπήρξε τόσο βραχύς όσο βίαιος ήταν και ο θάνατός τους»[6]

Όσον αφορά την Αθήνα του Περικλή, τα πράγματα, όπως είδαμε, ήταν πολύ διαφορετικά. Η επίθεση του Πλάτωνα ενάντια στη φύση αυτής της δημοκρατίας είναι γελοία. Ο αθηναϊκός λαός δεν επέτρεπε στους ηγέτες του να σφετεριστούν την εξουσία. Ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να καθαιρέσει και να τιμωρήσει ακόμη και τους πιο ισχυρούς άνδρες, όπως έμελλε να διαπιστώσει με λύπη του ο Περικλής, και αντιστεκόταν με σθένος τόσο στις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές απειλές κατά της δημοκρατίας του. Παρά τη φρίκη του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες, τη στρατιωτική ήττα, τη σπαρτιατική κατοχή και ένα ολιγαρχικό πραξικόπημα, ο λαός της Αθήνας επέδειξε τον συνδυασμό αφοσίωσης και αυτοσυγκράτησης που είναι αναγκαίος για την επιβίωση μιας λαοπρόβλητης κυβέρνησης και τη ζωή σε μιαν αξιοπρεπή κοινωνία.

Αυτή η αυτοσυγκράτηση είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη αν λάβουμε υπόψη μας πόσο απλό θα ήταν για την πλειονότητα των Αθηναίων να κατακλέψουν τους πλούσιους και να εκδικηθούν τους εχθρούς τους. Προφανώς είχαν αποδεχθεί το δημοκρατικό όραμα και η εμπειρία τους είχε αποδείξει τη δύναμή του. Δεν έβλεπαν τα ήθη και τους νόμους που διείπαν την Αθήνα ως μια συνωμοσία των πλουσίων κι ευκατάστατων για να εξουσιάζουν και να εκμεταλλεύονται τις μάζες. Αντιθέτως, θεωρούσαν ότι ο σεβασμός προς τους νόμους και η υπακοή σε αυτούς ήταν η ασφαλέστερη προστασία των αδυνάτων και των φτωχών από τους πλούσιους και τους ισχυρούς, και ότι μια λαοπρόβλητη κυβέρνηση, το μόνο είδος κυβέρνησης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ελευθερία, αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό στον απλό άνθρωπο, προϋπέθετε την τήρηση των νόμων. Η ασέβεια προς τους νόμους, πίστευαν, ήταν γνώρισμα της τυραννίας: «Σε μια δημοκρατία οι νόμοι είναι αυτοί που προστατεύουν τη ζωή του πολίτη και το πολίτευμα της πόλης, ενώ τους τυράννους και τους ολιγαρχικούς τους προστατεύουν η καχυποψία τους και οι ένοπλες φρουρές τους» (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου 4-5). Το 403, λίγο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ένας ρήτορας περιέγραψε θαυμάσια την αφοσίωση των Αθηναίων προς τους νόμους σε έναν επιτάφιο λόγο ο οποίος θυμίζει τον Επιτάφιο που είχε εκφωνήσει ο Περικλής μια γενιά νωρίτερα.

Οι παλιότεροι Αθηναίοι, είπε, ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν τη δημοκρατία, πιστεύοντας ότι η ελευθερία όλων των πολιτών είναι η σπουδαιότερη πηγή αρμονίας· χάρη στις κοινές ελπίδες που πήγαζαν από τους κοινούς κινδύνους πολιτεύονταν με ελεύθερο φρόνημα. Χρησιμοποιούσαν τους νόμους για να τιμούν τους καλούς και να τιμωρούν τους κακούς, γιατί πίστευαν ότι μόνον τα θηρία επικρατούν διά της βίας, ενώ οι άνθρωποι πρέπει να απονέμουν δικαιοσύνη με τους νόμους, να πείθουν με τη λογική και να υπηρετούν αυτά τα δύο αποδεχόμενοι την εξουσία του νόμου και την καθοδήγηση της λογικής. (Λυσίας, Επιτάφιος 17-19)

Τον 19ο αιώνα, όταν η σύγχρονη δημοκρατία είχε αρχίσει να εδραιώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μ. Βρετανία, η αντιμετώπιση της αθηναϊκής δημοκρατίας έγινε πιο θετική. Οι Βρετανοί οπαδοί της δημοκρατίας ανακάλυψαν εκ νέου κι εξύμνησαν το πολίτευμα της Αθήνας του Περικλή και τον δημοκρατικό τρόπο ζωής της. Η έκδοση του σπουδαίου δωδεκάτομου έργου του George Grote, Ιστορία της Ελλάδας, η οποία έγινε στο διάστημα μεταξύ 1846 και 1 856, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο κόσμος την Αθήνα του Περικλή. Καθώς η Βρετανία κατευθυνόταν σε μια πληρέστερη μορφή δημοκρατίας, η Αθήνα του Περικλή, όπως την ερμήνευε ο Grote, φαινόταν να αναδεικνύεται σε ολοένα και μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Οι μορφωμένοι Άγγλοι και Αγγλίδες μεγάλωναν μελετώντας και θαυμάζοντας τους Αθηναίους του 5ου αιώνα.

Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα λονδρέζικα λεωφορεία υπήρχαν αφίσες με αποσπάσματα από τον Επιτάφιο του Περικλή. Οι άνθρωποι που τα επέλεξαν πίστευαν ότι τα λόγια με τα οποία ο Περικλής καλούσε τους Αθηναίους να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες είχαν νόημα για τους πολίτες μιας σύγχρονης, φιλελεύθερης δημοκρατίας που πολεμούσε ενάντια σε μια μιλιταριστική μονοκρατορία. Σκέφτονταν ότι το κάλεσμα που απηύθυνε σε κάθε Αθηναίο, προτρέποντάς τον να κάνει τις αναγκαίες θυσίες για την κοινότητα, θα είχε αντίκρισμα στον βρετανικό λαό και ήλπιζαν ότι οι αξίες της ισότητας, της υπακοής προς τους νόμους, της ελευθερίας του λόγου, της συμμετοχής στα κοινά και της αγάπης για το αγαθό, το ωραίο, τη δύναμη και τη δόξα θα συγκινούσαν τον απλό πολίτη.[7]
Το 1915, ένας διακεκριμένος Βρετανός κλασικιστής δεν δίστασε να δηλώσει:

Οι ελληνικές ιδέες και η ελληνική έμπνευση μπορούν να μας βοηθήσουν σήμερα όχι απλώς να αντιμετωπίσουμε τα τρέχοντα καθήκοντά μας, αλλά και να βαθύνουμε και να διευρύνουμε το νόημα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη, της ελευθερίας και του νόμου, κάτι που θα λέγαμε ότι αποτελεί το ύψιστο πολιτικό καθήκον της ανθρωπότητας για τη νέα ιστορική περίοδο στην οποία εισήλθαμε αιφνιδίως.[8]

Σε γενικές γραμμές, η φήμη της δημοκρατικής Αθή­νας έχει βελτιωθεί από τότε, αλλά η σύγχρονη δημοκρατία αυτή καθεαυτήν έχει δεχτεί σοβαρές απειλές από ένοπλες επιθέσεις και ιδεολογικούς πολέμους. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, καθώς και η άνοδος του φασισμού και των ναζί που τη διαδέχθηκε, έδειχναν να ειρωνεύονται τις προσδοκίες του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες η δημοκρατία θα θριάμβευε τελικά ως αποτέλεσμα μιας φυσικής εξελικτικής πορείας προς την επικράτηση του ορθού λόγου, την ευημερία και την αυτονομία. Για κάποιο χρονικό διάστημα θα πίστευε κανείς ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις μπορεί να εξαφανίζονταν από τα περισσότερα μέρη του κόσμου παραχωρώντας τη θέση τους σε τυραννίες, οι οποίες θα είχαν γίνει πιο άγριες και αποτελεσματικές από κάθε άλλη φορά χάρη στα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας.

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε μια μορφή τυραννίας, όμως μια άλλη, καινούργια τυραννία κυριάρχησε σε ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Οι δυτικές δημοκρατίες αντιμετώπισαν τη νέα πρόκληση· όμως η τραγική ειρωνεία είναι ότι πολλοί δυτικοί διανοούμενοι συνέχισαν την επίθεση κατά της δημοκρατίας που είχε αρχίσει ο Πλάτων, παρότι η κριτική τους γινόταν τώρα από διαφορετική οπτική γωνία. Ο Πλάτων και οι πρώτοι σύγχρονοι οπαδοί της μοναρχίας και της αριστοκρατίας που ακολούθησαν το παράδειγμά του κατηγορούσαν τη δημοκρατία του Περικλή για την υπερβολική έμφαση που έδινε στην ισότητα. Αντιθέτως, όσοι αντιμετωπίζουν κριτικά τον 20ό αιώνα παραπονέθηκαν έντονα για τις ανισότητές της, και ιδίως για την άνιση κατανομή του πλούτου, αναπόφευκτη σε μια ελεύθερη κοινωνία, απαιτώντας όχι ισότητα ευκαιριών για όλους τους πολίτες, αλλά ισότητα αποτελεσμάτων. Οι μαρξιστές, τόσο στον κομμουνιστικό όσο και στον μετακομμουνιστικό κόσμο, χλεύασαν την «αστική δημοκρατία», ισχυριζόμενοι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι σχετικιστές υποστήριξαν πως η δημοκρατία μπορεί να ήταν καλή για τις χώρες όπου ήδη είχε προλάβει να ριζώσει, αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δυτικό φαινόμενο, ακατάλληλο για άλλα μέρη του κόσμου. Ώσπου να σημειωθούν οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στον κομμουνιστικό κόσμο το 1989, πολλοί δυτικοί διανοούμενοι δικαιολογούσαν ή ακόμη κι εγκωμίαζαν καθεστώτα τα οποία είχαν προδώσει τις πολιτικές ελευθερίες και τη δημοκρατία στο όνομα της οικονομικής ισότητας.

Η πολιτική ισότητα ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αθηναϊκής δημοκρατίας, όμως η οικονομική ισότητα, όπως είδαμε, δεν αποτελούσε μέρος του δημοκρατικού προγράμματος ούτε στην εποχή του Περικλή ούτε μετά από αυτήν. Στις αρχές του 6ου αιώνα, οι Αθηναίοι αγρότες απαίτησαν ανακατανομή της γης και ισομοιρία (ίση μοιρασιά) της αττικής γης, όμως το αίτημά τους δεν εκπληρώθηκε ούτε ανατέθηκε ποτέ. Η εμπειρία από τις κοινωνικές επαναστάσεις σε άλλες πόλεις, όπου οι παραβιάσεις του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είχαν προκαλέσει εμφύλιους πολέμους, αναρχία, τυραννία και φτώ­χεια, απέδειξε ότι η ισονομία, και όχι η ισότητα των αγα­θών, ήταν το μόνο είδος αρχής που συμβιβαζόταν με την ευημερία, την ελευθερία και την ασφάλεια. Για τους Αθηναίους, επομένως, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν σήμαινε οικονομική ισοπέδωση. Ο Αθηναίος δημοκράτης απαιτούσε ισότητα ευκαιριών, «μια σταδιοδρομία ανάλογη των προσόντων του καθενός». Όμως πίστευε, επίσης, ότι η πείρα και η ανώτερη ικανότητα πρέπει να επιβραβεύονται. Παρά τις καταστροφές και τους πειρασμούς, στα πλούτη και στη φτώχεια, οι Αθηναίοι έμειναν πιστοί σε αυτές τις αρχές.

Και οι αρχαίοι και οι σύγχρονοι επικριτές της δημοκρατίας συμμερίζονται μια βασική θέση. Και οι μεν και οι δε δυσπιστούν απέναντι στον μέσο άνθρωπο και παραβλέπουν την αυτονομία του αναζητώντας έναν υψηλότερο στόχο: μια ουτοπική ιδέα δικαιοσύνης. Κατά τον Πλάτωνα, αυτή ισοδυναμούσε με την εξουσία μιας μικρής ομάδας φιλοσόφων, οι οποίοι θα κυβερνούσαν υπό το φως κάποιας θεϊκής, απαρασάλευτης γνώσης. Κατά τη μαρξιστική θεωρία, η ιδέα αυτή ισοδυναμούσε με μια ουτοπία ισότητας και απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένη από τις έννοιες της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης. Στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της, κατέληξε να σημαίνει ότι η εξουσία του «προλεταριάτου» -στην πραγματικότητα, μια μικρή, δικτατορικού χαρακτήρα «δημοκρατική εμπροσθοφυλακή» με ηγέτες όπως ο Λένιν, ο Μάο και ο Κάστρο – θα κυβερνούσε ουτοπίες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Κομμουνιστική Κίνα και η Κούβα. Αμφότερες οι κριτικές της δημοκρατίας συμμερίζονται την άποψη ότι η ατομική ελευθερία και η αυτονομία είναι δευτερεύουσες σε σχέση με την οικοδόμηση μιας πραγματικά δίκαιης κοινωνίας, και ότι υπάρχει μια ολιγάριθμη τάξη ανθρώπων που έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό και πώς πρέπει να επιτευχθεί.

Οι περισσότεροι συνήγοροι της δημοκρατίας πιστεύουν πως δεν υπάρχει καμιά ελίτ που να έχει αποκλειστική πρόσβαση στη γνώση της πολιτικής τέχνης ή της πολιτικής επιστήμης. Ισχυρίζονται ότι για να υπάρξει σωστή διακυβέρνηση και δίκαιη κοινωνία χρειάζεται η συμμετοχή όλων των πολιτών. Τα συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας – η ελευθερία του ατόμου, η ισονομία, η ισότητα ευκαιριών, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέ- γεσθαι – δεν αποτελούν μέσα για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, ενώ αντιθέτως το αυτόνομο δημοκρατικό σύστημα αποτελεί αυτοσκοπό. Η αξιοπρέπεια και η προκοπή του ανθρώπου προϋποθέτουν ένα λογικό επίπεδο ευημερίας και την καλλιέργεια των αρετών που απαιτούνται για μια ελεύθερη και αυτόνομη ζωή. Συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία έχει η πολιτική και όχι η οικονομία. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες κανένα άλλο σύστημα δεν αποφέρει τόση ευημερία όση η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία, αλλά ένα δημοκρατικό σύστημα μπορεί τουλάχιστον να καλύψει ως έναν βαθμό τις απαιτούμενες ανάγκες.

Η ιστορία των Αθηναίων της εποχής του Περικλή δείχνει ότι η γέννηση και η επιβίωση της δημοκρατίας απαιτούν ηγεσία πρώτου μεγέθους. Όταν τέθηκαν σε δοκιμασία, οι Αθηναίοι επέδειξαν την απαιτούμενη αφοσίωση, σοφία και σύνεση κυρίως επειδή είχαν εμπνευστεί από το δημοκρατικό όραμα του Περικλή και το πρότυπο που τόσο αποτελεσματικά τους είχε υποβάλει. Επρόκειτο για ένα όραμα που εξύψωνε το άτομο εντός της πολιτικής κοινότητας· έθετε όρια στο πεδίο δράσης και στην εξουσία της πολιτείας, αφήνοντας περιθώριο στην ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούν αυτές οι αξίες. Απέρριπτε την αρχή της ισοπέδωσης που ακολουθούσαν τόσο η Σπάρτη όσο και ο σύγχρονος σοσιαλισμός, καταστρατηγώντας αυτά τα δικαιώματα. Επιβραβεύοντας τους άξιους, ενθάρρυνε τα ατομικά επιτεύγματα και τις ατομικές διακρίσεις που κάνουν ευχάριστη τη ζωή και αναβαθμίζουν το επίπεδό της για όλους. Κυρίως, όμως, ο Περικλής έπεισε τους Αθηναίους πως οι ατομικές τους ανάγκες, και οι υλικές και οι πνευματικές, απαιτούσαν μια κοινότητα σαν κι αυτή στην οποία είχε εξελιχθεί η Αθήνα. Συνεπώς, ήταν πρόθυμοι να αψηφήσουν τον κίνδυνο για να την υπερασπιστούν, να κάνουν θυσίες για χάρη της και να συγκρατήσουν τα πάθη τους και τις επιθυμίες τους για να τη διατηρήσουν.

Οι νεότευκτες αναδυόμενες δημοκρατίες του καιρού μας είναι πολύ εύθραυστες και όλες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις. Λίγες είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να βασιστούν σε μια ισχυρή δημοκρατική παράδοση, και σε όλες υφίστανται οικονομικές συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από κακές έως άθλιες. Πολλές από αυτές έρχονται τώρα αντιμέτωπες με εθνικές διαφορές, οι οποίες είχαν καταπιεστεί για πο­λύ καιρό και απειλούν να καταστρέψουν την απαιτούμενη ενότητα και αρμονία. Στο μεταξύ, η εικόνα και το παράδειγμα των πλούσιων, ελεύθερων εθνών του κόσμου, έτσι όπως μεταφέρονται στον λαό τους από τη σύγχρονη τεχνολογία, έχουν οδηγήσει τις υλικές προσδοκίες σε δυσθεώρητα ύψη. Αν τα προσφάτως απελευθερωμένα έθνη αντιμετωπίζουν τη δημοκρατία κυρίως ως έναν σύντομο δρόμο προς την υλική ευημερία και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, θα απογοητευθούν οικτρά και η δημοκρατία θα αποτύχει. Για να επιτύχει, χρειάζονται ένα όραμα για το μέλλον τους που θα είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να τα στηρίζει και στις καλές και στις δύσκολες στιγμές, και να δικαιολογεί τις πολλές και μεγάλες θυσίες που απαιτούνται από αυτά. Οφείλουν να δουν ότι από όλα τα πολιτεύματα μόνον η δημοκρατία είναι αυτή που σέβεται την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του ατόμου και να αντιληφθούν πως η επιβίωσή της απαιτεί από τον καθένα να θεωρεί την προσωπική του ευημερία αλληλένδετη με την ευημερία της κοινότητας.

Θα είναι πολύ δύσκολο να ριζώσει αυτή η καινούργια πίστη σε κοινωνίες που έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν με κυνισμό τη χρήση του ιδεαλισμού στη σφαίρα της πολιτικής. Συνεπώς, οι νέες αυτές δημοκρατίες χρειάζονται ηγέτες σαν τον Περικλή, ηγέτες που γνωρίζουν ότι ο στόχος και η φύση της αληθινής δημοκρατίας είναι να οδηγεί τους πολίτες της στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και ότι η εξόντωση του καλύτερου για να μην τον φθονεί ο χειρότερος είναι γνώρισμα της τυραννίας. Χρειάζονται ηγέτες οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία του ατόμου, η αυτονομία και η ισονομία είναι αξίες εξαιρετικά πολύτιμες αυτές καθεαυτές. Και κυρίως χρειάζονται ηγέτες που έχουν το χάρισμα να πείθουν τους ανυπόμονους πολίτες ότι αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν το πρώτο, απαραίτητο βήμα προς ένα δίκαιο καθεστώς και μια ζωή καλή για όλους.

Δεν είναι εύκολο να βρεθούν τέτοια οράματα και τέτοιοι ηγέτες στην εποχή μας. Ο κόσμος είδε έκπληκτος τους αδύναμους βλαστούς της δημοκρατίας να προσπαθούν να φυτρώσουν στο σκληρό έδαφος της καταπίεσης. Όσοι θα ήθελαν να τους βοηθήσουν να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν, το καλύτερο που έχουν να κάνουν ι αναζητήσουν έμπνευση και καθοδήγηση στην ιστορία του Περικλή και της πόλης του, της Αθήνας, όπου, μι κι έναν καιρό, παρά τις μύριες αντιξοότητες, η δημοκρατία κατόρθωσε να θριαμβεύσει.
 ----------------
[1] Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον Adolph Berle για τον Φραν- κλίνο Ρούζβελτ λίγο μετά τον θάνατο του προέδρου. Η ομιλία του περιέχεται στον τόμο Adolph A. Berle, Navigating the Rapids, εκδ. Beatrice Bishop Berle και Travis Beal Jacobs (Νέα Υόρκη 1973), σ. 535. To χωρίο παραθέτει ο William Ε. Leuchtenburg στο In the Shadow of FDR (Ithaca 1983), σ. viii-ix.
[2] Βλ. D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War (Ithaca 1969, σ. 149-151, 175-177).
[3] W. Schwann, «Thrasybulos», Kroll, Realenzyklopaedie der klassischen Altertumswissenschaft, εκδ. A. Pauly, G. Wissowa και W. Kroll, σ. 568-574.
[4] Χάμιλτον Αλεξάντερ(ΐ755/1757-1804): Αμερικανός πολιτικός, δημοσιογράφος και νομικός, οργανωτής του δημοσιονομικού συ­στήματος των ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)
[5] Federalist, Αριθμός 6, σ. 109.
[6] Federalist, Αριθμός 10, σ. 133.
[7] Αυτή η παράγραφος παραφράζει τις παρατηρήσεις του Frank Μ. Turner, The Greek Heritage in Victorian Britain (Νιου Χέιβεν 1981), σ. 187.
[8] Alfred E. Zimmern, «The Greek Commonwealth: Politics and Economics», στον τόμο Fifth-Century Athens (Οξφόρδη 1915), σ. 5 (παρατίθεται από τον Turner, σ. 188).

Δεν είσαι θυμωμένος γι’ αυτό που νομίζεις πως είσαι θυμωμένος

fotia-20110528Πολλές φορές, συμβουλεύοντας κάποιον που έχει πρόβλημα συνεννόησης με ένα δικό του άνθρωπο, του προτείνουμε με θέρμη να μιλήσει ανοιχτά για το πρόβλημά του σ’ αυτόν που του το προξενεί. Να του εξομολογηθεί τις σκέψεις του, την αντίρρησή του, την πίκρα του, το θυμό του. Ό,τι τέλος πάντων μπλοκάρει και ταλαιπωρεί τη σχέση τους. Συχνά μας απαντάει πως όχι, αυτό δε γίνεται.

Και είναι φορές που δεν έχει άδικο. Είτε από εγωισμό είτε από βλακεία, ούτε που διανοείται πως μπορεί να μην είναι σωστός. Υπάρχει μάλιστα η πιθανότητα τα πράγματα μεταξύ τους να εξελιχθούν ακόμα χειρότερα. Δεν είναι πάντοτε εφικτή η ρομαντική ελπίδα ότι μια ειλικρινής εξομολόγηση των πληγωμένων αισθημάτων μας, θα μεταμορφώσει αυτόματα τον άλλον σε έναν άγγελο μετανοίας, που θα πέσει στην αγκαλιά μας και θα μεταμορφωθεί.

Το πλέγμα των σχέσεών μας είναι ένα πολύ μπερδεμένο σύστημα. Όσο στενότερη μια σχέση τόσο πιο περίπλοκη, τόσο πιο δυσνόητη, πιο τυραννική.

Όμως, και παρά την δυσκολία, εγώ επιμένω να πιστεύω πως ένας άνθρωπος πληγωμένος πρέπει να ξανοίγεται και να φανερώνει τι αισθάνεται σ’ αυτόν που τον πλήγωσε και τον πληγώνει. Μια παλιά πληγή δεν τη γιατρεύει πάντα μόνο με το πέρασμά του ο χρόνος, αντιθέτως, ο χρόνος την κακοφορμίζει. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος πρέπει να την ξεσκεπάζει καλύτερα, να φανερωθεί και να ρουφήξει φως. Κι ας μην καταλάβει ο άλλος, κι ας μη διορθωθεί.

Όσο κάποιος δε μιλάει, όσο κρατά βουβή την πίκρα και την ενόχλησή του, θερμαίνεται και φουσκώνει εντός του το παράπονο, η ματαίωση και, ως εκ τούτου, ο θυμός. Και ο ανεκδήλωτος θυμός είναι δηλητήριο.

Όταν ο άλλος σε απογοητεύει, σε χρησιμοποιεί, σε αγνοεί, σε κακοποιεί, θυμώνεις μαζί του. Έτσι συμβαίνει, ασφαλώς, και είναι υγιές, ανθρώπινο και φυσικό. Ωστόσο μέσα σ’ αυτόν το θυμό κατά του άλλου που μας αδικεί και μας πληγώνει, σχεδόν πάντοτε φωλιάζει ένας άλλος βουβός θυμός και γι’ αυτό αγριότερος: ο θυμός κατά του εαυτού μας. Του εαυτού μας που δεν έχει τα κότσια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να υποστηρίξει το δίκαιο, την αλήθεια, να υπερασπιστεί τα αισθήματά του, να μιλήσει. Είναι γνωστό και αποδεκτό εκείνο το χριστιανικό που συμβουλεύει να μην κάνεις στον άλλον όσα δε θες να κάνουν σ’ εσένα. Αλλά και δεν θα πρέπει να επιτρέπεις να σου κάνουν όσα άδικα εσύ ποτέ δε θα τους έκανες.

Γι’ αυτό, όταν συμβουλεύω φίλους, προτείνω να ανοίγουν την καρδιά τους και να εκφράζουν αυτό που τους ενοχλεί σ’ αυτόν ακριβώς που τους ενοχλεί απευθείας. «Και να μη σε καταλάβει, θα νιώσεις καλύτερα με τον εαυτό σου που κατόρθωσε και μίλησε. Θα νιώσεις καλύτερα με την αυτοεκτίμησή σου. Δεν είναι λίγο αυτό!»

Δεν έχεις ανάγκη τον καταθλιπτικό συμβιβασμό για να «σώσεις» μια σχέση. Μονάχα η αλήθεια και η αγάπη σώζουν όντως καταστάσεις ζωής. Συμβιβαζόμαστε όταν επιλέγουμε το φόβο κι αυτό, είναι μειωτικό. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο συμβιβασμό και στην παραχώρηση. Το πρώτο ενέχει υπολογισμό και δειλία, ενώ το δεύτερο γενναιότητα και αρχοντιά. Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο «απωθώ» και στο «συγχωρώ». Το ένα κλωσάει τον εφιάλτη και την εκδικητικότητα, το άλλο προσφέρει τη φρεσκάδα της νέας ευκαιρίας. Υπάρχει διαφορά, ανάμεσα στο να με καταπατούν και στο να θυσιάζομαι. Το πρώτο είναι σκλαβιά, υποτέλεια, το δεύτερο γενναιότητα αγάπης και κυρίως ελευθερία.

Έχω προσέξει πως όσοι τολμούν ν’ ανοίξουν την καρδιά τους – άσχετα από το αποτέλεσμα και την επιτυχία τους – βγαίνουν ύστερα από αυτό οι ίδιοι με άλλοι διάθεση και άλλο βλέμμα. Με πεποίθηση και με καλή περηφάνια. Με αυτοεκτίμηση και ανακούφιση. Χωρίς το άγχος να εμπλέκονται σε φανταστικούς καβγάδες μέσα στο κεφάλι τους. Και η απαλλαγή από ένα άγχος, κατά τον Φρόιντ, είναι από τις μέγιστες ηδονές.

Βγαίνουν πιο καθαροί κι ανάλαφροι όπως βγαίνουμε από ένα λουτρό. Κι αν δεν έπεισαν τον άλλον τελικά, κι αν δεν μπόρεσαν να βγάλουν μαζί του άκρη, μπόρεσαν να φανούν στα ίδια τους τα μάτια ειλικρινείς και θαρραλέοι. Κι αυτό ήδη είναι νίκη και χαρά μεγάλη.

Καλό μήνα Ελλάδα μου! με μία ΜΥΘΩΔΙΑ

Οδυσσέα...Έλα....

Μνηστηροφονία


Η Μυθωδία ολόκληρη

Γιατί ονομάστηκε έτσι ο Αμαζόνιος;

Ο Αμαζόνιος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποταμούς της Γης. Διαρρέει τη Νότια Αμερική από τις Άνδεις ως τις εκβολές του, στον Ατλαντικό Ωκεανό. Γενικά θεωρείται ο δεύτερος μακρύτερος ποταμός στη Γη μετά τον Νείλο, με μήκος 6.400 χιλιόμετρα.

Τον Μάρτιο του 1500, ο Ισπανός εξερευνητής Vicente Yáñez Pinzón, καταγράφεται ως ο πρώτος άνθρωπος που διαπλέει τον ποταμό τον οποίο και ονόμασε Río Santa María del Mar Dulce (ο ποταμός της Αγίας Μαρίας και της γλυκιάς θάλασσας).

Το σημερινό του όνομα το οφείλει σε έναν άλλο Ισπανό εξερευνητή, τον Francisco de Orellana ο οποίος ήταν ο πρώτος ευρωπαίος που διέσχισε όλο τον ποταμό από τις Άνδεις μέχρι τον Ατλαντικό.

Στη διάρκεια του ταξιδιού, η ομάδα του Orellana δέχτηκε επίθεση από μια φυλή ιθαγενών η οποία κατοικούσε στις όχθες του ποταμού.

Οι επιτιθέμενοι ήταν κυρίως γυναίκες. Αυτό θύμησε στον Ισπανό τις θρυλικές Αμαζόνες της ελληνικής μυθολογίας με αποτέλεσμα να ονομάσει τη φυλή Amazonas και τον ποταμό ως "ποταμός των Αμαζόνων" ή εν συντομία "Αμαζόνιο".

Δικό μου!

Το "δικό μου"!

Μιλάμε όλοι τόσο συχνά με όρους ιδιοκτησίας...

Το σώμα ΜΟΥ, τα παιδιά ΜΟΥ, το έμβρυο ΜΟΥ...

Θα κάνω ό,τι θέλω με αυτά!

Και μέσα στην άγνοια μας δεν κατανοούμε πως στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε τίποτα για το τι είναι η ζωή, τι είμαστε εμείς οι ίδιοι, τι είναι η ψυχή, τι είναι αυτό το δώρο που όλοι έχουμε δεχθεί και δεν ξέρουμε πως να το διαχειριστούμε. Οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι έχουν αποτύχει να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα και όμως εμείς όχι μόνο συμπεριφερόμαστε σαν να γνωρίζουμε τι είναι αλλά "γνωρίζουμε" ότι είναι και ΔΙΚΑ ΜΑΣ.

Η αλαζονεία μας μας εμποδίζει από το να δούμε την απλή αλήθεια: Ότι είμαστε μέρος της Φύσης και πως σε αυτή χρωστάμε τα πάντα. Τίποτα δεν είναι «δικό μας». Ούτε καν το ίδιο μας το σώμα. Πόσο μάλλον ένα έμβρυο που μεγαλώνει μέσα μας επειδή η Φύση έτυχε και μας προίκισε με το δώρο της δημιουργίας ζωής.

Πάψε να σκέφτεσαι με όρους υποθηκοφυλακείου.

Και θα δεις πως όλα είναι ήδη δικά σου…

Το έμβρυο ξέρει πότε η μαμά του έχει κατάθλιψη ή κακοποιείται

Πριν από το τοκετό, τα μωρά θέλουν και χρειάζονται ένα συνεκτικό περιβάλλον, χωρίς συναισθηματικές αναταραχές και αυτό το συνεκτικό περιβάλλον, είναι που κάνει τη διαφορά στον τρόπο με τον οποίο ένα μωρό αναπτύσσεται αφού γεννηθεί. Επίσης οι γυναίκες σπανίως ελέγχονται για την κατάθλιψη πριν από το τοκετό αντιθέτως, ελέγχονται μετά το τοκετό, στο στάδιο που μπορεί η νέα μητέρα να πάθει κατάθλιψη (ή χρόνιο άγχος) κάτι που προκαλείται συνήθως από την απότομη πτώση των ορμονών μετά το τέλος της εγκυμοσύνης.

Πόσες μητέρες γνωρίζουν ότι εάν πάσχουν από κατάθλιψη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αυτή επηρεάζει τον τρόπο που αναπτύσσεται το μωρό; Μια νέα μελέτη από τον Curt Α Sandman, την Elysia P.Davis, και τη Laura Μ. Glynn του Πανεπιστημίου της California-Irvine αποκάλυψε πρόσφατα πως η ψυχολογική κατάσταση της εγκυμονούσας, επηρεάζει το αναπτυσσόμενο έμβρυο. Κάθε φορά που δύο σύντροφοι ή σύζυγοι έχουν λεκτική ή σωματική σύγκρουση, ή όταν ο ένας εκ των δυο αντιλαμβάνεται ότι ο άλλος τον έχει προσβάλει , τη στιγμή που η γυναίκα του ζευγαριού είναι έγκυος, το έμβρυο βιώνει τα συναισθήματα της μητέρας.

Η Άννα εξηγεί γιατί η αριστερή πλευρά του προσώπου της είναι πολύ πιο γερασμένη από την δεξιά πλευρά του προσώπου της και γιατί το δεξί της μάτι τείνει ελαφρά προς την εσωτερική γωνία. «Το στρες στη μήτρα» εξηγεί.»Η μαμά μου μερικές φορές έτρωγε ξύλο από τον μπαμπά μου, ο οποίος ήταν μοναχικός και σχεδόν πάντα θυμωμένος. Στα 40 χρόνια του γάμου τους, αγανακτούσε με τον θυμό του και το πόσο εύκολα θύμωνε. Μάλωναν σχεδόν καθημερινά. Τελικά έφυγα για το πανεπιστήμιο στα 18 και γλίτωσα. Όμως το κακό είχε γίνει από την εμφύτευσή μου…»

Το θέμα είναι ότι το στρες στη μήτρα επηρεάζει ένα μωρό, όχι μόνο η σωματική καταπόνηση, όπως το κάπνισμα ή το πρόχειρο φαγητό, αλλά και η δυσαρέσκεια της μητέρας του, το συναίσθημα του να είσαι οικονομικά παγιδευμένη και να εξαρτάσαι από το λάθος σύζυγο, η συναισθηματική κακομεταχείριση και η κατάθλιψη . Καθώς το έμβρυο μεγαλώνει, συνεχώς λαμβάνει μηνύματα από τη μητέρα του. Δεν ακούει απλά την καρδιά της και ό, τι μουσική μπορεί να παίζει κοντά στην κοιλιά της. Λαμβάνει επίσης χημικά σήματα μέσω του πλακούντα. Μια νέα μελέτη, η οποία θα δημοσιευθεί στο Psychological Science, ένα περιοδικό του Συλλόγου για την Ψυχολογική Επιστήμη, διαπιστώνει ότι αυτό περιλαμβάνει τα μηνύματα σχετικά με την ψυχική κατάσταση της μητέρας.

Εάν η μητέρα έχει κατάθλιψη, αυτό επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το μωρό αναπτύσσεται μετά τη γέννησή του. Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι το περιβάλλον στο οποίο ένα έμβρυο μεγαλώνει – η μήτρα της μητέρας – είναι πολύ σημαντικό. Μερικά αποτελέσματα είναι εμφανή. Το κάπνισμα και η κατανάλωση αλκοόλ, για παράδειγμα, μπορεί να είναι καταστροφικά όμως, είναι πιο διακριτά.

Για τη μελέτη του πως η ψυχολογική κατάσταση της μητέρας επηρεάζει την ανάπτυξη του εμβρύου, ο Curt A. Sandman, η Elysia P. Davis και η Laura M. Glynn του Πανεπιστημίου της California-Irvine εξέτασαν εγκύους με κατάθλιψη πριν και μετά την γέννηση του παιδιού. Επίσης εξέτασαν τα μωρά αφού γεννήθηκαν για να δουν πόσο καλά αναπτύσσονταν.

Οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτό που είχε σημασία για τα μωρά ήταν αν το περιβάλλον ήταν σταθερό, πριν και μετά τη γέννηση. Δηλαδή, τα μωρά που τα πήγαν καλύτερα ήταν εκείνα που είτε είχαν μητέρες που ήταν υγιείς, τόσο πριν όσο και μετά τη γέννηση τους, αλλά και εκείνα των οποίων οι μητέρες είχαν κατάθλιψη τόσο πριν τη γέννηση τους όσο και μετά. Αυτό που επιβράδυνε την ανάπτυξη των μωρών ήταν οι μεταβαλλόμενες συνθήκες, μια μητέρα που είχε κατάθλιψη πριν από τη γέννηση αλλά ήταν υγιής μετά ή εκείνη που ήταν υγιής πριν από τη γέννηση και απέκτησε κατάθλιψη μετά. «Πρέπει να το παραδεχτούμε, η δύναμη αυτού του ευρήματος μας εξέπληξε,»είπε ο Sandman.

Τώρα, η κυνική ερμηνεία των αποτελεσμάτων αυτών, θα ήταν ότι αν μια μητέρα έχει κατάθλιψη πριν από τη γέννηση του παιδιού της, θα πρέπει να μη προσπαθήσει να την αντιμετωπίσει προς όφελος του βρέφους, όμως δεν είναι έτσι. «Μια πιο λογική προσέγγιση θα ήταν, να δίνουν στις γυναίκες που παρουσιάζουν προγεννητική κατάθλιψη, την κατάλληλη θεραπεία» Ο Sandman είπε. «Γνωρίζουμε πώς ν” αντιμετωπίσουμε την κατάθλιψη. Το πρόβλημα είναι, ότι οι γυναίκες σπανίως ελέγχονται για κατάθλιψη πριν από τη γέννηση του παιδιού τους»

«Μακροπρόθεσμα, το να έχει ένα μωρό μια καταθλιπτική μητέρα θα μπορούσε να οδηγήσει σε νευρολογικά προβλήματα και ψυχιατρικές διαταραχές στο παιδί» λέει ο Sandman. Σε μια άλλη μελέτη, η ομάδα διαπίστωσε ότι τα μεγαλύτερα παιδιά που οι μητέρες τους είχαν άγχος κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, το οποίο συχνά συνυπάρχει με τη κατάθλιψη, έχουν διαφορές σε ορισμένες δομές του εγκεφάλου. «Θα χρειαστούν μελέτες που διαρκούν πολλές δεκαετίες για να καταλάβουμε τι ακριβώς ρόλο παίζει μια καταθλιπτική μητέρα στη μακροπρόθεσμη υγεία ενός παιδιού» και συνεχίζει «Πιστεύουμε ότι το έμβρυο συμμετέχει ενεργά στη δική του ανάπτυξη και συλλέγει πληροφορίες για τη ζωή μετά το τοκετό. Ουσιαστικά δηλαδή το έμβρυο, προετοιμάζεται για τη ζωή με βάση τα μηνύματα που του παρέχει η ίδια η μητέρα του».

Ο φόβος της αποτυχίας

"Δεν υπάρχει τίποτα αδύνατο για όποιον προσπαθεί"
Μέγας Αλέξανδρος

Υπάρχει ένα μόνον πράγμα που κάνει αδύνατη την πραγματοποίηση των ονείρων : ο φόβος της αποτυχίας.
Πάολο Κοέλο

Οι σκέψεις μας, μαζί με τα συναισθήματα που αυτές μας προκαλούν, ζωγραφίζουν την πραγματικότητά μας.

Αν η εικόνα που ζωγραφίζουμε στο νου μας είναι τόσο δυνατή ώστε να πιστεύουμε πως είμαστε ήδη μέσα της και τη ζούμε, βιώνουμε τότε ένα πολύ θετικό συναίσθημα, η συνολική μας ενέργεια είναι απόλυτα εναρμονισμένη (χάρη στην αυτοσυγκέντρωση και το θετικό μας συναίσθημα), γινόμαστε δηλαδή ένα ανθρώπινο λέιζερ, και η επίτευξη του στόχου μας είναι θέμα χρόνου, είτε αφορά αυτός την υγεία, είτε την ζωή μας γενικότερα.

Αν τα όνειρά μας φαντάζουν στα ίδια μας τα μάτια πολύ μεγάλα για να γίνουν πραγματικότητα, τότε πράγματι δεν πρόκειται ποτέ να πραγματοποιηθούν.

Είναι παράξενο, αλλά το μέγεθος των δυνατοτήτων που έχουμε σαν άνθρωποι, ακόμη και αν μας το λένε και μας το εξηγούν πειστικά και επιστημονικά, φοβίζει τους περισσότερους ανάμεσά μας, όπως έχω διαπιστώσει.

Μας έχει καλά εκπαιδεύσει -από παιδιά- η κοινωνία στην μικρότητα του εαυτού προκειμένου να μας χειραγωγεί, ώστε όταν το μεγαλείο του μας αποκαλύπτεται, γεμίζει η ψυχή μας φόβο. Είναι πολλοί αυτοί που προτιμούν να ζουν μέσα στην μικρότητά τους και ας ασφυκτιούν εκεί μέσα. Έχουν μάθει να ζουν με μιζέρια στην ψυχή. Προτιμούν τα μικρά όρια του κελιού της φυλακής τους από το μεγαλείο της ελευθερίας που απλώνεται έξω από αυτό. Γιατί το μεγαλείο αυτής της ελευθερίας τους φοβίζει...

Και όμως, κλείνουμε μέσα μας το μεγαλείο της Δύναμης που μας δημιούργησε. Και μέσα από εμάς, όσο εμείς, με πίστη σε αυτήν, ονειρευόμαστε, εκείνη συνεχίζει να δημιουργεί. Έτσι προοδεύει η ανθρωπότητα. Έτσι δημιουργούνται τα θαύματα του πολιτισμού.

Μήπως στο όνομα κάποιας εξουσίας, μεγαλώνουν φοβισμένους ανθρώπους και συμβάλλουν με τον τρόπο τους στα μίση και τους αλληλοσπαραγμούς που κυριαρχούν στον πλανήτη;

Δεν είναι καθήκον των πνευματικών της ανθρώπων να ανοίξουν την αγκαλιά τους στην ανθρώπινη ταλαιπωρία, διδάσκοντας την πραγματική απελευθέρωση της ψυχής, που βρίσκεται στη συνειδητοποίηση της δύναμης που υπάρχει μέσα στον καθένα μας και όχι στην υποταγή σε έναν Θεό τιμωρό;

Ο άνθρωπος τιμωρείται από αυτό που έχει μέσα του όταν είναι αρνητικός στη ζωή του. Τα αρνητικά συναισθήματα, είτε εναντίον άλλων, είτε εναντίον του ίδιου του εαυτού, δεν επιτρέπουν την αρμονική λειτουργία του οργανισμού, ούτε την πραγματοποίηση στόχων και οδηγούν σε ασθένειες. Αυτή είναι η τιμωρία.

Εάν αντίθετα ζει ο άνθρωπος με θετικά συναισθήματα, ο οργανισμός λειτουργώντας σαν λέιζερ, επιτρέπει στην δύναμη που κρύβεται μέσα του, να λειτουργεί απρόσκοπτα και να δημιουργεί μέσα από αυτόν θαύματα, χαρίζοντας του και υγεία. Αυτή είναι η αμοιβή του θετικού ανθρώπου.  

Τα πράγματα έχουν πια εξηγηθεί επιστημονικά. Είναι καιρός να αρχίσει να τα μαθαίνει έτσι απλά και ο κόσμος. Δεν επιτρέπεται πια για λόγους εξουσιαστικούς να κρατιέται η ανθρωπότητα φοβισμένη στο σκοτάδι και την ταλαιπωρία.

ΟΙ 12 ΑΘΛΟΙ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΗ ΑΠΟ ΑΜΦΟΡΕΙΣ ΤΗΣ ΚΛΑΣΣΙΚΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Αποσυμβολισμός των Άθλων του Ηρακλή
Ο Ηρακλής κρατάει τον τρίποδα που άρπαξε από το Δελφικό Ιερό, φοράει λεοντή και το κεφάλι του προβάλει από το ανοικτό στόμα του θηρίου, κρατάει στο δεξί του χέρι το ρόπαλο και έχει αναρτημένο στην δεξιά πλευρά το ξίφος. Από αγγειογραφία των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ [Βύρτσμπουργκ-Μουσείο Βαγκνερ]


1ος Άθλος: Η πάλη του Ηρακλή με το λιοντάρι της Νεμέας από μελανόμορφο αμφορέα του 520-510 π.Χ


2ος Άθλος: Η εξόντωση της Λερναίας Ύδρας από μελανόμορφο αμφορέα του 500-490 π.Χ [Μουσείο Λούβρου]


3ος Άθλος: Ο Ηρακλής συλλαμβάνει από τα κέρατα την ιερή Κερυνίτιδα έλαφο. Από μελανόμορφο αμφορέα του 530-520 π.Χ [Μουσείο Λούβρου]



4ος Άθλος: Ο Ηρακλής παρουσιάζει ζωντανό τον Ερυμάνθιο κάπρο στον Ευρυσθέα που κρύβεται τρομαγμένος μέσα στο πυθάρι. Από μελανόμορφο αμφορέα του 540-520 π.Χ.[Μουσείο Λούβρου]

5ος Άθλος: Ο Ηρακλής καθαρίζει τους στάβλους του βασιλιά Αυγεία. Από την ανατολική μετόπη του 500 π.Χ [Μουσείο Ολυμπίας]. Δεν έχει διασωθεί αμφορέας.


6ος Άθλος: Ο Ηρακλής εξοντώνει και θανατώνει τις Στυμφαλίδες όρνιθες, τα ανθρωποφάγα πουλιά, με σφεντόνα. Από μελανόμορφο αμφορέα του 540 π.Χ. [Λονδίνο, Βρεταννικό μουσείο].

7ος Άθλος: Ο Ηρακλής καταβάλλει τον μανιασμένο ταύρο της Κνωσσού. Αττικός αμφορέας του 530-520 π.Χ [Μουσείο Λούβρου].


8ος Άθλος: Ο Ηρακλής δαμάζει τα δυο άγρια και ανθρωποφάγα άλογα του Διομήδη. Από μελανόμορφο κύπελλο του 510-500 π.Χ.

 

9ος Άθλος: Ο Ηρακλής μάχεται εναντίον των Αμαζόνων με έναν σύντροφό του. Αττικός αμφορέας του 530-520 π.Χ.

10ος Άθλος: Ο Ηρακλής αντιμετωπίζει τον τερατώδη Γηρυόνη ή Γηρυονέα, που είχε τριπλό σώμα για να του πάρει την αγγέλη. Με την βοήθεια της Αθηνάς τον εξόντωσε με το ξίφος του. Από Αττικό αμφορέα του 540 π.Χ [Μουσείο Λούβρου].

11ος Άθλος: Ο Ηρακλής αρπάζει τα μήλα των Εσπερίδων. Από μελανόμορφη υδρία του 520-510 π.Χ.

12ος Άθλος: Ο Ηρακλής παρουσιάζει στον Ευρυσθέα τον πελώριο Κέρβερο με τα τρία κεφάλια σκύλου και τα φίδια που βγαίνουν από το μπροστινό μέρος του σώματός του. Τρομαγμένος ο Ευρυσθέας κρύβεται σ΄ένα πιθάρι. Από μελανόμορφη υδρία του 525 π.Χ.[Μουσείο Λούβρου].

Η ενέργεια του θυμού και η μετατροπή του σε δύναμη

Ο θυμός είναι και αυτός μία παρεξηγημένη ενέργεια, την οποία την μαχόμαστε. Ο θυμός είναι η γεννήτρια ενέργειας στο σώμα μας, η οποία όταν συναντηθεί με τον έρωτα και γνωρίζουμε ακριβώς τον τρόπο χειρισμού της τότε αποκτάμε απόλυτα την δύναμη που χρειάζεται τόσο το σώμα αλλά και το Πνεύμα μας.

Ο θυμός είναι κι αυτός στο στόχαστρο, μία έννοια που την έχουμε κατατάξει στην κακή μεριά, αφού δεν μπήκαμε ποτέ στην διάθεση να αναζητήσουμε τι εστί θυμός.

Ο θυμός λοιπόν είναι η γεννήτρια μας, ο λόγος που δημιουργηθήκαμε τουλάχιστον ως προς την βιολογική μας υπόσταση. Ο θυμός είναι η δύναμη αυτή που όταν εκδηλωθεί μέσα από τον δρόμο του έρωτα ( όχι την πράξη, αλλά την ενέργεια του), τότε ο θυμός είναι ένα όπλο ισορροπίας.

Ο θυμός είναι ακριβώς όπως το μυϊκό μας σύστημα. Κάθε μας μυς είναι σε ετοιμότητα να σηκώσει ανάλογο βάρος. Το ανάλογο βάρος που μπορεί να σηκώσει ο κάθε μυς, για παράδειγμα το χέρι μας, γίνεται μετά από εξάσκηση.

Είτε θα έχουμε το χέρι μας εκπαιδευμένο μέσα από τα απλά καθημερινά μας όπως το να σηκώσουμε μία σακούλα με 2 κιλά πατάτες, να σηκώσουμε ένα πιάτο, να κινήσουμε το χέρι μας για να χτενίσουμε τα μαλλιά μας. Είτε θα εκπαιδεύσουμε το χέρι μας σε επιπλέον δρόμους, δηλαδή γυμναστικής, όπου εκεί το χέρι μας θα εκπαιδευτεί ανάλογα με το αντικείμενο της γυμναστικής.

Οι μυς μας λοιπόν εκπαιδεύονται από μας είτε μέσα από την απλή μας καθημερινότητα, είτε μέσα από την εκγύμνασή τους για επιπλέον κινήσεις. Το μυαλό μας ως συνεργάτης του κάθε μας μυ, είναι αυτό που θα μας βοηθήσει έτσι ώστε να γνωρίζουμε ακριβώς ποια δύναμη χρειαζόμαστε για να σηκώσουμε μία χαρτοπετσέτα από ένα καρπούζι. Άλλη δύναμη χρειάζεται η χαρτοπετσέτα και άλλη το καρπούζι. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνουμε χρήση τις ενέργειες ανάποδα, δηλαδή να βάλουμε την δύναμη για το καρπούζι για να σηκώσουμε την χαρτοπετσέτα και ανάποδα. Αυτή είναι η στάση μας η σωστή μέσα από την αντίληψη που έχουμε για να ξέρουμε που και με ποιο τρόπο θα διοχετεύσουμε την ενέργειά μας.

Οι μύες μας που φέραμε ως παράδειγμα λοιπόν τροφοδοτούνται από την ενέργεια – γεννήτρια του θυμού. Όχι με την έννοια που τον έχουμε μάθει ως τώρα τον θυμό, που αντιλαμβανόμαστε νεύρα, αλλά με την αυθεντική του δόνηση, το πείσμα και το πάθος ( όχι με την έννοια των 7 θανάσιμων παθών). Το πάθος και το πείσμα όταν ενεργοποιούνται από την καρδιά και την ψυχή δίνουν απίστευτη ενέργεια στο σώμα και απίστευτες δυνατότητες στο σώμα.

Το σώμα εκείνη τη στιγμή που από μόνο του μπορεί μέσα από την αυθεντική του υπόσταση να αναγνωρίσει ποια δύναμη χρειάζεται, θα την ενεργοποιήσει από μόνο του. Γι’ αυτό έχουμε δει γυναίκες, μαμάδες, όταν βλέπουν να κινδυνεύει το μικρό τους, να μπορούν να σηκώσουν ακόμη και ένα αυτοκίνητο μόνες τους. Που τη βρίσκουν άραγε την ενέργεια αυτή, την δύναμη αυτή ? Αφού το μυϊκό τους σύστημα μπορεί να μην είναι καν γυμνασμένο ? Μα φυσικά σε αυτή τη γεννήτρια, τον θυμό, ο οποίος ενεργοποιεί αυτόματα δυνάμεις και δυνατότητες υπερφυσικές.

Ο θυμός αποκτά την αρνητική του μορφή όταν αντί για αίσθηση μετατρέπεται σε συναίσθημα και αυτό συμβαίνει όταν ανακατευτεί το μυαλό μας, δηλαδή οι σκέψεις μας. Οι σκέψεις όταν «ανακατευτούν» στον θυμό χαμηλώνουν τις δονήσεις στο σώμα μας και το αποδυναμώνουν τελείως. Τότε το σώμα χάνει και αντισώματά του και ο άνθρωπος με χρόνιο θυμό+ σκέψεις αντιμετωπίζει σοβαρές ασθένειες και συναισθηματικές αλλά και σωματικές. Ο ίδιος βρίσκεται μέσα σε μία δύνη πόνου.

Όμως όταν μάθω αυτή την ενέργεια πάθους και πείσματος να την εξελίξω μέσα από την πηγή του έρωτα- ψυχή- αγάπη, τότε ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που τον έχουμε δει να συμβαίνει. Σε ποιους ? Στους αναστενάρηδες, στους φακίρηδες, στους ανθρώπους που κάνουν extremes sports. Αυτοί οι άνθρωποι το θυμό διοχετεύουν και καταφέρνουν να κάνουν αυτά που κάνουν.

Χωρίς τον θυμό αυτόν ο άνθρωπος καταντά «νερόβραστος» χωρίς ψυχή. Η ψυχή λοιπόν για να κατέβει στην γη και για να γεννηθεί με τον θυμό- ενέργεια συνεργάστηκε, αλλιώς δεν θα έβρισκε την τόλμη να κατέβει.

Πώς θα την αναγνωρίσετε την ενέργεια αυτή ? Φοβάστε ότι δεν την έχετε ? Κι όμως την έχετε, είναι δεμένη με τα αντανακλαστικά σας. Ο θυμός είναι αυτός που σας βοηθάει να δράσετε εκείνες τις στιγμές σας. Η εγρήγορση αυτή από τον θυμό ξεκινάει. Έτσι όταν μάθω να τον ενεργοποιώ τον θυμό- γεννήτρια θα ξέρω πως θα επαναφέρω τις ενέργειες σε ισορροπία σε όλο μου το σώμα. Γιατί και το σώμα μας είναι απόλυτα ρυθμισμένο στον υγιή θυμό.

Θυμός = ρυθμός= σώμα γεμάτο ενέργεια και ισορροπία.

Αλλιώς ράθυμος = αρρυθμία σε όλο το σώμα. Σώμα χωρίς τον αυθεντικό του ρυθμό= νεκρωμένο σώμα.

Ο ρυθμός λοιπόν – θυμός =γεννήτρια, είναι η αιτία που όλα μας το σώμα είναι αρμονικό. Όταν η καρδιά συναντήσει τον θυμό ενέργεια δυναμώνει, οι πνεύμονες αναπτύσσονται, ο νους σταματά και έρχεται η επικοινωνία μας με τις εσωτερικές μας πηγές.

Ναι θα μου πείτε ότι υπάρχουν άνθρωποι που αυτή την ενέργεια την κάνουν χρήση για το κακό των άλλων. Συμφωνώ απόλυτα. Όμως δεν μπορώ να κατηγορήσω τη φωτιά που δημιουργήθηκε για να μας ζεσταίνει, επειδή κάποιοι θα την κάνουν χρήση, ως μέσον «εξουσίας ή εκφοβισμού» και θα κάψουν ότι βρουν μπροστά τους.

Οι ενέργειες είναι τόσο πολύ ανακατεμένες με το σωστό και το λάθος, που μόνο ατομικά ο καθένας μπορεί να δώσει την εξωτερίκευση τους με οδηγό τον έρωτα- ψυχή- αγάπη. Οι ενέργειες όσο είναι υπέρ του ανθρώπου, άλλο τόσο είναι και εναντίον του. Γι’ αυτό μας έχει δώσει ο δημιουργός μας την διάκριση και τον νου.

Όταν όμως διδάξω τον εαυτό μου μέσα από αυτές τις δονήσεις τόσο του θυμού, αλλά και του άγχους. Τότε θα δώσω άλλη διάσταση στο σώμα και στο πνεύμα μου.

Πίεση ματιού: Τι την ανεβάζει, ποιες είναι οι φυσιολογικές τιμές

Οι περισσότεροι άνθρωποι ανησυχούν για την αρτηριακή τους πίεση, λίγοι όμως είναι αυτοί που ελέγχουν την πίεση των ματιών.
 
Ο έλεγχος της οφθαλμικής πίεσης ωστόσο, είναι απαραίτητος, καθώς αν ανέβει επικίνδυνα μπορεί να βλάψει την όραση.
 
Τα μάτια περιέχουν ένα υγρό που παράγεται και ρέει συνεχώς μέσα και έξω από αυτά. Η διακίνηση αυτού του υγρού, που δεν αποτελεί μέρος των δακρύων, δημιουργεί μια πίεση στο εσωτερικό του ματιού. Αν για κάποιο λόγο παρεμποδίζεται η παροχέτευση του υδατοειδούς αυτού υγρού, τότε αυτό συσσωρεύεται μέσα στο μάτι και η πίεση των ματιών ανεβαίνει.
 
Φυσιολογικές τιμές
Οι φυσιολογικές τιμές της πίεσης των ματιών διαφέρουν από άτομο σε άτομο. Η μέση τιμή της ενδοφθάλμιας πίεσης είναι 10-21 mmHg.
Αίτια αύξησης της πίεσης του ματιού
-Γήρανση
-Οικογενειακό ιστορικό
-Υπερμετρωπία
-Παλιοί τραυματισμοί στο μάτι
-Ιστορικό σοβαρής αναιμίας
-Κολλύρια ή άλλων φάρμακα με κορτιζόνη
 
Συμπτώματα
Η αύξηση της πίεσης δεν έχει συμπτώματα. Δεν πονάει και δεν προκαλεί αλλαγές στην όραση. Η πίεση αυξάνεται αργά και σταδιακά ελαττώνοντας την όραση με αργό ρυθμό και χωρίς εμφανή συμπτώματα.
Η ζημιά ωστόσο που προκαλεί είναι μη αναστρέψιμη. Η αυξημένη πίεση μπορεί να οδηγήσει σε γλαύκωμα και σταδιακά σε καταστροφή του οπτικού νεύρου. Αν έχετε γλαύκωμα και δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα μπορεί να οδηγήσει σταδιακά σε τύφλωση. Γι' αυτό και είναι απαραίτητες οι προληπτικές εξετάσεις ώστε να διαγνωσθεί έγκαιρα το πρόβλημα.
Πώς θα τη ρίξετε
Η ενδοφθάλμια πίεση πέφτει με φαρμακευτική αγωγή. Συγκεκριμένα, χορηγούνται οφθαλμικές σταγόνες που λαμβάνονται διά βίου και αν κριθεί απαραίτητο, συνδυάζονται και με χάπια.

Η ζωή μέσα από τα μάτια ενός νεογέννητου

Τα μωρά κοιτάζουν με μάτια ορθάνοιχτα καθετί που υπάρχει γύρω τους. Πόσα όμως αντιλαμβάνονται πραγματικά και πόσες λεπτομέρειες είναι σε θέση να διακρίνουν;

Οι επιστήμονες υποστηρίζουν πως βρήκαν την απάντηση στο ερώτημα αυτό και μάλιστα κατάφεραν να την αποτυπώσουν σε μια εικόνα.
 
Συνδυάζοντας τεχνολογικά μέσα, μαθηματικούς υπολογισμούς και πρότερες γνώσεις σχετικά με την οπτική αντίληψη των μωρών, οι επιστήμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ένα νεογέννητο δύο με τριών ημερών αντιλαμβάνεται τα πρόσωπα και πιθανώς και τις εκφράσεις του προσώπου σε απόσταση 30 εκατοστών. Ωστόσο, εάν η απόσταση αυξηθεί σε 60 εκατοστά, το οπτικό πεδίο θολώνει και το μωρό δεν αντιλαμβάνεται το πρόσωπο.

Το νέο ερευνητικό έργο πραγματοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου του Όσλο.
baby
Οι επιστήμονες δηλώνουν ότι οι διαπιστώσεις τους μπορούν πιθανώς να εξηγήσουν πώς είναι δυνατό να μιμούνται τα μωρά τις εκφράσεις του προσώπου που κάνουν οι μεγάλοι.

Ενας Μικρός Τύραννος

Η δύναμη που κυβερνάει τη μοίρα όλων των ζωντανών όντων ονομάζεται Αετός, όχι γιατί είναι ένας αετός ή έχει σχέση με αετό, αλλα γιατί στον οραματιστή εμφανίζεται σαν ένας τεράστιος κατάμαυρος αετός, που στέκεται ορθός, όπως στέκεται ένας αετός και το ύψος του φτάνει στο άπειρο.

Ο Κύριος Άρχοντας ΔΕΝ είναι ο Αετός

Καθώς ο οραματιστής κοιτάζει αυτή τη μαυρίλα που είναι ο Αετός, τέσσερις λάμψεις φωτός του αποκαλύπτουν με τι μοιάζει ο Αετός. Η πρώτη λάμψη, που είναι σαν κεραυνός, βοηθάει τον οραματιστή να διακρίνει το περίγραμμα του σώματος του Αετού. Υπάρχουν κομμάτια λευκότητας που μοιάζουν σαν τα φτερά και τα νύχια ενός αετού. Μια δεύτερη αστραπή αποκαλύπτει το φτεροκόπημα, μια μαυρίλα που δημιουργεί άνεμο και μοιάζει σαν φτερά αετού. Με την τρίτη αστραπή φωτός ο οραματιστής αντικρίζει ένα διαπεραστικό, μη ανθρώπινο μάτι. Και η τέταρτη και τελευταία λάμψη αποκαλύπτει τι κάνει ο Αετός.

Ο Αετός καταβροχθίζει την επίγνωση όλων των πλασμάτων που, ενώ ένα λεπτό πριν ζούσαν στη γη, τώρα είναι νεκρά και ανεβαίνουν μέχρι το ράμφος του Αετού, σαν ένα ατέλειωτο σμήνος από πυγολμπίδες, για να συναντήσουν τον κύριό τους, το λόγο που είχαν ζωή. Ο Αετός ξεχωρίζει αυτές τις λεπτές φλόγες, τις απλώνει, όπως ένας βυρσοδέψης απλώνει μια προβιά, και ύστερα τις καταβροχθίζει, γιατί η επίγνωση είναι η τροφή του αετού.

Ο Αετός, αυτή η δύναμη που κυβερνάει το πεπρωμένο όλων των ζωντανών πραγμάτων, αντανακλά παρόμοια και ταυτόχρονα όλα αυτά τα ζωντανά πράγματα. Δεν υπάρχει, επομένως τρόπος να παρακαλέσει ο άνθρωπος τον Αετό, να ζητήσει χάρες, ή να ελπίζει για εύνοια. Το ανθρώπινο μέρος του Αετού είναι πολύ ασήμαντο για να παρακινήσει το σύνολο.

Μόνο από τις πράξεις του Αετού μπορεί ο οραματιστής να καταλάβει τι θέλει. Ο Αετός αν και δεν παρασύρεται από τις περιστάσεις κανενός ζωντανού πράγματος, έχει παραχωρήσει ένα δώρο σε κάθε ζωντανό πλάσμα. Το καθένα απ’ αυτά, με τον δικό του τρόπο και δικαίωμα, έχει τη δύναμη, αν το επιθυμεί, να κρατήσει τη φλόγα της επίγνωσης. Έχει τη δύναμη να μην υπακούσει στις διαταγές να πεθάνει και να καταβροχθιστεί.

Σε κάθε ζωντανό πράγμα έχει παραχωρηθεί η δύναμη, αν το επιθυμεί, να αναζητήσει ένα άνοιγμα προς την ελευθερία και να περάσει μέσα απ’ αυτό. Για τον οραματιστή που βλέπει το άνοιγμα και για τα πλάσματα που περνάνε μέσα απ’ αυτό, είναι φανερό ότι ο Αετός παραχώρησε αυτό το δώρο προκειμένου να διαιωνίσει την επίγνωση.

Για τον σκοπό της καθοδήγησης των ζωντανών πραγμάτων προς αυτό το άνοιγμα, ο Αετός δημιούργησε το Ναγουάλ. Το Ναγουάλ είναι μια διπλή ύπαρξη στην οποία έχει αποκαλυφτεί ο νόμος. Το Ναγουάλ – είτε υπάρχει με τη μορφή ενός ανθρώπινου όντος, ενός ζώου, ενός φυτού ή οτιδήποτε άλλου ζωντανού πράγματος – με τη δύναμη της διπλότητας του ωθείται να αναζητήσει αυτό το κρυμμένο πέρασμα.

Το Ναγουάλ έρχεται σε ζεύγη, αρσενικό και θηλυκό. Ένας διπλός άντρας και μια διπλή γυναίκα γίνονται Ναγουάλ μόνο όταν στον καθένα απ’ αυτούς έχει αποκαλυφτεί ο νόμος, και ο καθένας τους τον έχει κατανοήσει και τον έχει αποδεχτεί πλήρως.

Στα μάτια του οραματιστή ένας άντρας – Ναγουάλ ή μια γυναίκα – Ναγουάλ παρουσιάζονται σαν ένα φωτεινό αυγό με τέσσερα μέρη. Αντίθετα από το κοινό ανθρώπινο ον που έχει μόνο δύο πλευρές, μια αριστερή και μια δεξιά, το Ναγουάλ έχει την αριστερή πλευρά του χωρισμένη σε δύο τμήματα, και τη δεξιά πλευρά του παρόμοια χωρισμένη στα δύο.

Ο Αετός δημιούργησε τον πρώτο άντρα και την πρώτη γυναίκα – Ναγουάλ σαν οραματιστές και αμέσως τους τοποθέτησε στον κόσμο για να δουν. Τους παραχώρησε ακόμα τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές που ήταν διώκτες, τρεις αρσενικούς πολεμιστές και έναν αρσενικό αγγελιοφόρο, τους οποίουε έπρεπε να θρέψουν να ανυψώσουν και να οδηγήσουν στην ελευθερία.

Οι θηλυκοί πολεμιστές ονομάζονται οι τέσσερις κατευθύνσεις, οι τέσσερις γωνίες του τετραγώνου, οι τέσσερις διαθέσεις, οι τέσσερις άνεμοι, οι τέσσερις διαφορετικές θηλυκές προσωπικότητες που υπάρχουν στην ανθρώπινη φυλή.

Η πρώτη είναι η ανατολή. Ονομάζεται τάξη. Είναι αισιόδοξη, εύθυμη, ήρεμη, επίμονη σαν μια σταθερή αύρα.

Η δεύτερη είναι ο βορράς. Ονομάζεται δύναμη. Είναι πολυμήχανη, απότομη, άμεση, ανθεκτική σαν ένας σκληρός άνεμος.

Η τρίτη είναι η δύση. Ονομάζεται αίσθημα. Είναι εσωστρεφής, μετανοητική, πονηρή, ύπουλη σαν κρύα πνοή ανέμου.

Η τέταρτη είναι ο νότος. Ονομάζεται ανάπτυξη. Είναι προστατευτική, επιδεικτική, επιφυλακτική, θερμή σαν ζεστός άνεμος.

Οι τρεις αρσενικοί πολεμιστές και ο αγγελιοφόρος αντιπροσωπεύουν τους τέσσερις τύπους αρσενικής δραστηριότητας και χαρακτήρα.

Ο πρώτος τύπος είναι ο νοήμονας άντρας, ο μορφωμένος. Ένας ανώτερος, αξιόπιστος, σοβαρός άνθρωπος, ολότελα αφοσιωμένος στην εκτέλεση του καθήκοντός του οτιδήποτε και αν είναι αυτό.

Ο δεύτερος τύπος είναι ο άνθρωπος της δράσης, ένας πολύ ασταθής και πολύ διασκεδαστικός, άστατος σύντροφος.

Ο τρίτος τύπος είναι ο οργανωτής στα παρασκήνια, ομυστηριώδης, άγνωστος άντρας. Τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί γι’ αυτόν γιατί δεν αφήνει να ξεγλιστρήσει τίποτα σχετικά με τον εαυτό του.

Ο τέταρτος τύπος είναι ο αγγελιοφόρος. Είναι ο βοηθός, ένας σοβαρός άντρας που τα καταφέρνει πολύ καλά αν κατευθυνθεί σωστά, αλλά που δεν μπορεί να σταθεί από μόνος του.

Προκειμένου να διευκολύνει τα πράγματα, ο Αετός έδειξε στον άντρα – Ναγουάλ και στη γυναίκα – Ναγουάλ ότι ο καθένας από αυτούς τους τύπους των αντρών και των γυναικών πάνω στη γη, έχει τα ιδαίτερα χαρακτηριστικά του στο φωτεινό σώμα του.

Ο μορφωμένος έχει ένα είδος ρηχού κοιλώματος, ένα φωτεινό βαθούλωμα στο ηλιακό του πλέγμα. Σε μερικούς άντρες φαίνεται σαν μια λίμνη έντονης φωτεινότητας, που μερικές φορές είναι λεία και λαμπερή σαν καθρέφτης χωρίς ανάκλαση.

Ο άντρας της δράσης έχει μερικές ίνες που εκπορεύονται από την περιοχή της θέλησης. Ο αριθμός των ινών ποικίλλει από μια μέχρι πέντε και το μέγεθός τους κυμαίνεται από απλό πάχος σχοινιού μέχρι ένα πλοκάμι σαν μαστίγιο με μάκρος δυόμισι μέτρα. Μερικοί έχουν μέχρι και τρεις τέτοιες ίνες αναπτυγμένες σε πλοκάμια.

Ο άνθρωπος στα παρασκήνια δε διακρίνεται από κάποιο χαρακτηριστικό, αλλά από την ικανότητά του να δημιουργεί σχεδόν αθέλητα μια έκρηξη δύναμης που αιχμαλωτίζει αποτελεσματικά την προσοχή του οραματιστή.

Όταν βρίσκονται μπροστά σ’ αυτό τον τύπο ανθρώπου οι οραματιστές βρίσκονται ξαφνικά βυθισμένοι σε εξωτερικές λεπτομέρειες παρά τον οραματισμό.

Ο βοηθός δεν έχει φανερό χαρακτηριστικό. Στους οραματιστές παρουσιάζεται σαν μια καθαρή λάμψη μέσα σε ένα άψογο κέλυφος φωτεινότητας.

Στην περιοχή των γυναικών, η ανατολή αναγνωρίζεται από τις σχεδόν ανεπαίσθητες κηλίδες στη φωτεινότητά της, κάτι σαν μικρές περιοχές ξεθωριάσματος.

Ο βορράς έχει μια γενική ακτινοβολία. Εκπέμπει μια κοκκινωπή λάμψη, σχεδόν σαν θερμότητα.

Η δύση έχει μια λεπτή μεμβράνη που την περιβάλλει, μια μεμβράνη που την κάνει να φαίνεται πιο σκοτεινή από τις άλλες.

Ο νότος έχει μια διακοπτόμενη λάμψη. Φωτίζει για μια στιγμή και ύστερα ξεθωριάζει για να φωτίσει πάλι.

Ο άντρας-Ναγουάλ και η γυναίκα-Ναγουάλ έχουν δυο διαφορετικές κινήσεις στο φωτεινό σώμα τους. Η δεξιά πλευρά κυματίζει, ενώ η αριστερή περιστρέφεται.

Από άποψη προσωπικότητας ο άντρας-Ναγουάλ είναι αυτός που στηρίζει, σταθερός, αμετάβλητος. Η γυναίκα-Ναγουάλ βρίσκεται πάντα σε πόλεμο και όμως είναι χαλαρωμένη, πάντα σε ετοιμότητα αλλά χωρίς ένταση. Και οι δυο τους αντανακλούν τους τέσσερις τύπους του φύλου τους, σαν τέσσερις τρόπους συμπεριφοράς.

Ο θαυμαστός κόσμος του Don Juan Matus

Η πρώτη διαταγή που έδωσε ο Αετός στον άντρα-Ναγουάλ και στη γυναίκα-Ναγουάλ, ήταν να βρουν από μόνοι τους ένα άλλο σύνολο από τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές, τέσσερις κατευθύνσεις, που να είναι ακριβή αντίγραφα των διωκτών, αλλά να είναι ονειρευτές.

Οι ονειρευτές εμφανίζονται στον οραματιστή σαν να έχουν μια ποδιά από τριχοειδείς ίνες στη μέση τους. Και οι διώκτες έχουν ένα παρόμοιο χαρακτηριστικό σαν ποδιά, αλλά αντί για ίνες η ποδιά αποτελείται από αμέτρητες, μικρές, στρογγυλές προεξοχές.

Οι οχτώ θηλυκοί πολεμιστές διαιρούνται σε δυο ομάδες που ονομάζονται δεξιός και αριστερός πλανήτης. Ο δεξιός πλανήτης αποτελείται από τέσσερις διώκτες, ο αριστερός από τέσσερις ονειρευτές. Οι πολεμιστές του κάθε πλανήτη διδάχτηκαν από τον Αετό τον κανόνα του ειδικού καθήκοντός τους: οι διώκτες διδάχτηκαν την καταδίωξη. Οι ονειρευτές διδάχτηκαν το ονείρεμα.

Οι δύο θηλυκοί πολεμιστές της κάθε κατεύθυνσης ζουν μαζί. Είναι τόσο όμοιοι ώστε αντανακλούν ο ένας τον άλλο, και μόνο μέσα από την άψογη συμπεριφορά μπορεί ο ένας να βρει παρηγοριά και πρόκληση στην αντανάκλαση του άλλου.

Οι τέσσερις θηλυκοί ονειρευτές ή οι τέσσερις θηλυκοί διώκτες δε συγκεντρώνονται ποτέ όλοι μαζί παρά μόνο όταν έχουν να εκτελέσουν ένα δύσκολο καθήκον. Αλλά μόνο κάτω από ειδικές συνθήκες πρέπει να ενώσουν τα χέρια τους γιατί το άγγιγμά τους τους συγχωνεύει σε μια ύπαρξη και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται παρά μόνο σε περιπτώσεις μεγάλης ανάγκης, ή τη στιγμή που εγκαταλείπουν αυτό τον κόσμο.

Οι δυο θηλυκοί πολεμιστές κάθε κατεύθυνσης ενώνονται με έναν από τους αρσενικούς πολεμιστές, σε οποιοδήποτε συνδυασμό χρειάζεται. Έτσι φτιάχντουν ένα σύνολο από τέσσερις «οικογένειες» που είναι ικανές να ενσωματώσουν όσους πολεμιστές χρειάζεται.

Οι αρσενικοί πολεμιστές και ο αγγελιαφόρος μπορούν και αυτοί να σχηματίσουν μια ανεξάρτητη μονάδα τεσσάρων αντρών, ή μπορούν να λειτουργήσουν σαν μοναχικές υπάρξεις, σύμφωνα με τις υπαγορεύσεις της ανάγκης.

Ύστερα το Ναγουάλ και η ομάδα του διατάχτηκαν να βρουν άλλους τρεις αγγελιαφόρους. Αυτοί μπορούσαν να είναι όλοι αρσενικοί ή όλοι θηλυκοί ή ένα ανάμιχτο σύνολο. Αλλά οι αρσενικοί αγγελιαφόροι έπρεπε να είναι από τον τέταρτο τύπο άντρα, το βοηθό, και οι θηλυκοί έπρεπε να είναι του νότου.

Προκειμένου να βεβαιωθεί ότι ο πρώτος άντρας-Ναγουάλ θα οδηγούσε την ομάδα του στην ελευθερία και δε θα ξέφευγε από το μονοπάτι ούτε θα διαφθειρόταν, ο Αετός πήρε τη γυναίκα-Ναγουάλ στον άλλο κόσμο για να χρησιμεύει σαν φάρος και να καθοδηγεί την ομάδα προς το άνοιγμα.

Ύστερα το Ναγουάλ και οι πολεμιστές του διατάχτηκαν να ξεχάσουν.

Βυθίστηκαν μέσα στο σκοτάδι και τους δόθηκαν νέα καθήκοντα:

Το καθήκον να θυμηθούν τον εαυτό τους και το καθήκον να θυμηθούν τον Αετό.

Η διαταγή να ξεχάσουν ήταν τόσο ισχυρή ώστε όλοι χωρίστηκαν. Δε θυμόνταν ποιοί ήταν. Ο σκοπός του Αετού ήταν ότι αν μπορούσαν να θυμηθούν ξανά τον εαυτό τους, τοτε θα εύρισκαν την ολότητα του εαυτού τους. Μόνο τότε θα διέθεταν την αναγκαία δύναμη και αυτοσυγκράτηση για να επιχειρήσουν και να αντιμετωπίσουν το τελευταίο τους ταξίδι.

Το τελευταίο καθήκον που τους ανατέθηκε, αφού απόκτησαν πάλι την ολότητα του εαυτού τους, ήταν να βρουν ένα ζευγάρι διπλών όντων και να το μεταμορφώσουν σε ένα νέο άντρα-Ναγουάλ και μια νέα γυναίκα-Ναγουάλ αποκαλύπτοντας τους το νόμο. Και ακριβώς όπως στον πρώτο άντρα-Ναγουάλ και στην πρώτη γυναίκα-Ναγουάλ είχε παραχωρηθεί μια μικρή ομάδα, έτσι και αυτοί έπρεπε να προμηθέψουν το καινούργιο ζευγάρι των Ναγουάλ με τέσσερις θηλυκούς πολεμιστές που να είναι διώκτες, τρεις αρσενικούς πολεμιστές και έναν αρσενικό αγγελιαφόρο.

Όταν το πρώτο Ναγουάλ και η ομάδα του ήταν έτοιμοι να περάσουν μέσα από το πέρασμα, η πρώτη γυναίκα-Ναγουάλ τους περίμενε για να τους οδηγήσει. Τότε διατάχτηκαν να πάρουν μαζί τους στον άλλο κόσμο την καινούργια γυναίκα-Ναγουάλ για να χρησιμεύσει σαν φάρος για τους ανθρώπους της, αφήνοντας τον καινούργιο άντρα-Ναγουάλ στον κόσμο για να επαναλάβει τον κύκλο.

Όσο βρίσκεται στον κόσμο ο μικρότερος αριθμός κάτω από την αρχηγία του Ναγουάλ είναι δεκάξι: οχτώ θηλυκοί πολεμιστές, τέσσερις αρσενικοί πολεμιστές, μαζί με το Ναγουάλ, και τέσσερις αγγελιαφόροι. Τη στιγμή που εγκαταλείπουν τον κόσμο, όταν βρίσκεται μαζί τους η καινούργια γυναίκα-Ναγουάλ, ο αριθμός του Ναγουάλ είναι δεκαεπτά. Αν η προσωπική δύναμη του επιτρέπει να έχει περισσότερους πολεμιστές, τότε μπορούν να προστεθούν και άλλα νούμερα πολλαπλάσια του τέσσερα. [Ο Νόμος Του Ναγκουάλ] – Carlos Castaneda

Οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη

Ο δον Χουάν έμεινε πολύ ώρα σιωπηλός.

«Θα κάνω κάτι καλύτερο απ’ το να σου δώσω ένα παράδειγμα αξιομνημόνευτου περιστατικού του δικού μου λευκώματος», είπε τελικά. «Θα σου δώσω ένα αξιομνημόνευτο περιστατικό από τη δική σου ζωή, ένα περιστατικό που θα άξιζε σίγουρα να μπει στη συλλογή σου. Ή, αν προτιμάς, εγώ θα το έβαζα οπωσδήποτε στη δική μου συλλογή αν ήμουν στη θέση σου». Νόμισα πως αστειευόταν κι έβαλα ανόητα τα γέλια.

«Δεν είναι καμιά αστεία ιστορία», παρατήρησε κοφτά. «Σοβαρολογώ. Κάποτε μου διηγήθηκες μια ιστορία που ανταποκρίνεται στις προϋποθέσεις».

«Για ποια ιστορία μιλάς;»

«Εκείνη για τις Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη» απάντησε. «Ξαναπές μου αυτή την ιστορία. Πες τη μου όμως με όσο πιο πολλές λεπτομέρειες μπορείς να θυμηθείς».

Άρχισα να διηγούμαι βιαστικά την ιστορία. Ο δον Χουάν με διέκοψε και μου ζήτησε να τη διηγηθώ όσο πιο προσεκτικά και λεπτομερώς μπορούσα, ξεκινώντας από την αρχή. Υπάκουσα, αλλά η αφήγησή μου δεν τον ικανοποίησε.

«Ας κάνουμε έναν περίπατο» πρότεινε. «Είσαι πολύ πιο σαφής όταν βαδίζεις παρά όταν κάθεσαι. Δεν θα ήταν παράλογη ιδέα το να βαδίζεις πάνω κάτω όταν προσπαθείς να διηγηθείς κάτι».

Καθόμασταν στην βεράντα, όπως συνηθίζαμε να κάνουμε στη διάρκεια της μέρας. Είχα υιοθετήσει μια ρουτίνα που δεν αποχωριζόμουν: καθόμουν πάντα στο ίδιο σημείο, με την πλάτη να ακουμπά στην πρόσοψη του σπιτιού. Ο δον Χουάν πάλι, καθόταν σε διάφορα σημεία, ποτέ στο ίδιο.

Διαλέξαμε τη χειρότερη ώρα για την πεζοπορία μας. Ήταν καταμεσήμερο. Ο δον Χουάν μου είχε δώσει ένα παλιό ψαθάκι, όπως έκανε πάντα όταν βγαίναμε να περπατήσουμε για ώρα κάτω από τον ήλιο. Περπατήσαμε πολύ ώρα χωρίς να πούμε λέξη. Έβαλα τα δυνατά μου να θυμηθώ με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία για τις Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Το απόγευμα είχε προχωρήσει αρκετά όταν καθίσαμε στη σκιά μιας συστάδας ψηλών θάμνων και επανέλαβα την ιστορία στον δον Χουάν.

Χρόνια πριν, όταν σπούδαζα γλυπτική σε μια σχολή Καλών Τεχνών στην Ιταλία, είχα γίνει στενός φίλος μ’ ένα Σκοτσέζο συμφοιτητή μου που ήθελε να γίνει τεχνοκριτικός. Εκείνο που θυμόμουν πιο ζωηρά γι’ αυτό τον άνθρωπο, το στοιχείο που σχετιζόταν με την ιστορία που διηγούμουν στο δον Χουάν, ήταν η μεγάλη ιδέα που είχε για τον εαυτό του. Πίστευε πως ήταν ο πιο ακόλαστος, λάγνος και κοσμογυρισμένος λόγιος και καλλιτέχνης: ένας άνθρωπος της Αναγέννησης. Ακόλαστος ήταν σίγουρα, αλλά η λαγνεία ήταν κάτι που βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την αποστεωμένη, στεγνή και σοβαρή προσωπικότητά του. Ήταν ένθερμος οπαδός του Μπέρτραντ Ράσελ και ονειρευόταν να εφαρμόσει τις αρχές του λογικού θετικισμού στην τεχνοκριτική. Όσο για την ιδιότητα του κοσμογυρισμένου λογίου και καλλιτέχνη, δεν υπήρχε μεγαλύτερη φαντασίωση, αφού ήταν ο πιο αναβλητικός άνθρωπος του κόσμου. Η δουλειά ήταν η θεία δίκη του.

Η διφορούμενη ειδικότητά του δεν ήταν η τεχνοκριτική, αλλά η προσωπική γνωριμία του με όλες τις πόρνες των πάμπολλων οίκων ανοχής που λειτουργούσαν στην πόλη. Οι ολοζώντανες και εκτενείς περιγραφές που συνήθιζε να μου κάνει – ώστε να με κρατά, κατά τα λεγόμενά του, ενήμερο για όσα θαυμαστά πράγματα υποτίθεται ότι διαδραματίζονταν στον κόσμο αυτής του της ειδικότητας – ήταν απολαυστικές. Δεν παραξενεύτηκα επομένως όταν εμφανίστηκε μια μέρα στο διαμέρισμά μου, ξέπνοος σχεδόν από την έξαψη, για να μου πει ότι του είχε συμβεί κάτι εξαίσιο, κάτι που ανυπομονούσε να μοιραστεί μαζί μου.

«Λοιπόν παλιόφιλε, είναι κάτι που πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια!» μου είπε ξαναμμένος, με την οξφορδιανή προφορά που υιοθετούσε όποτε απευθυνόταν σ’ εμένα. Βημάτιζε νευρικά στο δωμάτιο. «Είναι δύσκολο να σ’ το περιγράψω, μα είμαι βέβαιος πως είναι κάτι που θα εκτιμήσεις. Κάτι που η εντύπωσή του θα σ’ ακολουθεί σε όλη σου τη ζωή! Πρόκειται να σου χαρίσω ένα θαυμαστό δώρο ζωής. Καταλαβαίνεις;»

Εκείνο που καταλάβαινα ήταν πως είχα μπλέξει μ’ έναν υστερικό Σκοτσέζο. Προτιμούσα πάντα να τον καλοπιάνω και να πηγαίνω με τα νερά του. Ποτέ μου δεν είχα μετανιώσει γι’ αυτό.

«Ηρέμησε, Έντι» του είπα. «Ησύχασε. Τι προσπαθείς να μου πεις;»

Μου διηγήθηκε πως είχε βρεθεί σ’ έναν οίκο ανοχής, όπου ξετρύπωσε μια απίστευτη γυναίκα που του έκανε ένα καταπληκτικό νούμερο, τις Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Με διαβεβαίωσε άπειρες φορές, τραυλίζοντας σχεδόν από την αναστάτωση, πως όφειλα να προσφέρω στον εαυτό μου αυτή την απίστευτη εμπειρία.

«Και μην ανησυχείς αν δεν έχεις λεφτά!» έσπευσε να με καθησυχάσει, ξέροντας ότι τα έφερνα δύσκολα βόλτα. «Πλήρωσα ήδη για την επίσκεψη. Το μόνο που έχεις να κάνεις εσύ είναι να έρθεις μαζί μου. Η μαντάμ Λουντμίλα θα χαρεί να σου δείξει τις Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Είναι περίπτωση!».

Σε μια κρίση ανεξέλεγκτης αγαλλίασης, ο Έντι ξέσπασε σε βροντερά γέλια, ξεχνώντας τα κακάσχημα δόντια του, τα οποία έκρυβε συνήθως πίσω από μειδιάματα ή συγκρατημένα μισόγελα με σφιχτοκλεισμένα χείλη. «Άκουσέ με, είναι καταπληκτική!»

Η περιέργειά μου φούντωνε όσο περνούσε η ώρα. Ένιωθα όλο και πιο πρόθυμος να μοιραστώ την καινούρια του απόλαυση. Ο Έντι με πήγε με τ’ αμάξι του στα περίχωρα της πόλης. Σταματήσαμε μπροστά σ’ ένα μουντό, κακοδιατηρημένο κτίριο. Η μπογιά στην πρόσοψη είχε ξεθωριάσει και ξεφλουδίσει. Θύμιζε παλιό ξενοδοχείο, ένα ξενοδοχείο που τώρα ήταν πολυκατοικία. Διέκρινα τα απομεινάρια μιας παλιάς πινακίδας ξενοδοχείου, σκεβρωμένης από την υγρασία και την πολυκαιρία. Πολλά από τα βρόμικα στενά μπαλκόνια ήταν γεμάτα γλάστρες με λουλούδια, ενώ στα κάγκελα άλλων κρέμονταν χαλιά αφημένα να στεγνώσουν στον ήλιο.

Στην είσοδο έστεκαν δύο μελαψοί, ύποπτοι άντρες με μυτερά μαύρα παπούτσια που έδειχναν πολύ στενά για τα πόδια τους. Χαιρέτησαν διαχυτικά τον Έντι.

Είχαν κατάμαυρα αεικίνητα μάτια, απειλητικά. Φορούσαν γυαλιστερά αχνογάλαζα κοστούμια, πολύ στενά για τα ογκώδη κορμιά τους. Ο ένας άνοιξε την πόρτα για τον Έντι. Εμένα ούτε που καταδέχτηκαν να με κοιτάξουν.

Ανεβήκαμε στο πάνω πάτωμα από μια ετοιμόρροπη σκάλα που έδειχνε πως κάποτε είχε περάσει εποχές μεγαλείου. Ο Έντι προχώρησε πρώτος σ’ έναν άδειο διάδρομο που θύμιζε έντονα ξενοδοχείο με τις διαδοχικές πόρτες και στις δύο πλευρές. Όλες ήταν βαμμένες στην ίδια μουντή λαδιά απόχρωση και σε καθεμιά ένας μπρούτζινος αριθμός , θαμπωμένος από τα χρόνια, μόλις που διακρινόταν.

Ο Έντι στάθηκε σε μια πόρτα. Πρόσεξα ότι είχε τον αριθμό 112. Ο φίλος μου χτύπησε επίμονα. Μας άνοιξε μια κοντή στρουμπουλή γυναίκα με οξυζεναρισμένα μαλλιά και μας κάλεσε αμίλητη να περάσουμε μέσα. Φορούσε μια κατακόκκινη μεταξωτή ρόμπα με φουσκωτά μανίκια στολισμένα με φτερά και ένα ζευγάρι κατακόκκινες παντόφλες με γούνινες φούντες. Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα πίσω μας όταν προχωρήσαμε λίγο στο μικρό χολάκι, κι έπειτα χαιρέτησε τον Έντι με τα φριχτά της αγγλικά.

«Γεια, Έντι. Έφερες φίλο, ε;»

Ο Έντι έσφιξε το χέρι της και μετά έσκυψε όλο αβρότητα και το φίλησε. Φερόταν σαν να ήταν απόλυτα ήρεμος, όμως εγώ πρόσεξα κάποιες μικρές ασυνείδητες κινήσεις του που μόνο ηρεμία δεν πρόδιδαν.

«Πως είστε σήμερα, μαντάμ Λουντμίλα;» ρώτησε, προσπαθώντας να ακουστεί σαν Αμερικανός.

Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ο Έντι παρίστανε τον Αμερικανό όποτε είχε δοσοληψίες με κάποιο κακόφημο σπίτι. Υποπτεύομαι ότι το έκανε επειδή γενικά οι Αμερικανοί θεωρούνταν εύποροι και ήθελε να έχει εκεί τη φήμη του πλουσίου, άρα και αξιόπιστου.

Ο Έντι στράφηκε σε μένα και είπε με την ψεύτικη αμερικάνικη προφορά του: «Σ’ αφήνω σε καλά χέρια, νεαρέ μου».

Ακούστηκε τόσο απαίσιος, τόσο ανοίκειος, που έβαλα τα γέλια. Αυτό το ξέσπασμα ιλαρότητας δε φάνηκε να ενοχλεί τη μαντάμ Λουντμίλα. Ο Έντι της φίλησε πάλι το χέρι κι έφυγε αφήνοντάς μας μόνους.

«Μιλάει αγγλικά, αγοράκι;» τσίριξε υστερικά η γυναίκα, λες και μιλούσε σε κουφό. «Αιγκύπτιος είσαι για Τούρκος;»

Διαβεβαίωσα τη μαντάμ Λουντμίλα ότι δεν ήμουν τίποτα απ’ τα δύο κι ότι μιλούσα αγγλικά. Εκείνη με ρώτησε τότε αν μου ‘καναν κέφι οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη. Δεν ήξερα τι να πω, έγνεψα μονάχα καταφατικά.

«Θα δεις νούμερο καλό» με διαβεβαίωσε. «Οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη είναι μόνο η αρχή. Πες μου να σταματήσω όταν φτιαχτείς».

Από το χολάκι όπου στεκόμασταν περάσαμε σ’ ένα μισοσκότεινο κι απόκοσμο δωμάτιο με βαριές κουρτίνες. Ασθενικές λάμπες έφεγγαν μέσα σε απλίκες στέλνοντας το φως ίσια στο πάτωμα. Παράταιρα αντικείμενα γέμιζαν το δωμάτιο: μικρές σιφονιέρες, τραπεζάκια αντίκες και καρέκλες. Ένα σεκρετέρ φορτωμένο χαρτιά, μολύβια, χάρακες και τουλάχιστον καμιά δεκαριά ψαλίδια διαφόρων μεγεθών στηρίζονταν στον τοίχο. Η μαντάμ Λουντμίλα μ’ έβαλε να καθίσω σε μια παλιά μπερζέρα.

«Το κρεβάτι είναι στ’ άλλο δωμάτιο γλύκα» με πληροφόρησε, δείχνοντας στο βάθος του δωματίου. «Τούτη δω είναι η αντισάλα μου. Εδώ κάνω το νούμερό μου για να φτιαχτείς και να ‘σαι ορεξάτος».

Την επομένη στιγμή, πέταξε πέρα την κόκκινη ρόμπα της, κλότσησε στην άκρη τις φανταχτερές της παντόφλες κι άνοιξε με μια αεράτη κίνηση τις δίφυλλες ντουλάπες που έστεκαν πλάι πλάι σ’ έναν τοίχο. Στο εσωτερικό του κάθε φύλλου βρισκόταν ένας ολόσωμος καθρέφτης.

«Και τώρα μουσική, αγοράκι» ανήγγειλε η μαντάμ Λουντμίλα κι άρχισε να γυρνά τη μανιβέλα ενός φωνογράφου που έδειχνε να είναι σε θαυμάσια κατάσταση, γυαλιστερός σαν καινούριος. Έβαλε ένα δίσκο γραμμοφώνου στο πλατό της συσκευής. Η στριγκή, βασανιστική μελωδία μου θύμισε τα εμβατήρια που παίζουν στο τσίρκο.

«Και τώρα το νούμερό μου» φώναξε κι άρχισε να στριφογυρνά στο ρυθμό της μελωδίας. Η επιδερμίδα της ήταν σφιχτή – στα περισσότερα σημεία, τουλάχιστον – κι εκπληκτικά λευκή, αν και δεν ήταν πια νέα. Θα πρέπει να πλησίαζε τα πενήντα. Η κοιλιά της ήταν χαλαρή – όχι πολύ, αλλά αρκετά -, όπως και τα πλούσια στήθη της. Είχε μικρή μύτη κι έντονα βαμμένα κόκκινα χείλη. Μια γερή στρώση μαύρης μάσκαρα είχε πετρώσει στα βλέφαρά της. Έφερνε στο νου το αρχέτυπο της γερασμένης πόρνης. Ανέδιδε ωστόσο κάτι παιδικό, μια κοριτσίστικη εγκατάλειψη και εμπιστοσύνη, μια γλύκα που με τάραξε.

«Και τώρα, οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη» ανήγγειλε η μαντάμ Λουντμίλα, ενώ η μουσική συνεχιζόταν.

«Πόδι, πόδι, πόδι!» φώναξε, τινάζοντας ψηλά πρώτα το ένα πόδι και μετά το άλλο στο ρυθμό της μουσικής. Το δεξί της χέρι ακουμπούσε την κορυφή του κεφαλιού της – θύμιζε κοριτσάκι που δεν είναι σίγουρο αν μπορεί να εκτελέσει τις χορευτικές φιγούρες.

«Γύρω, γύρω, γύρω!» κραύγασε στριφογυρνώντας σαν σβούρα.

«Ποπός, ποπός, ποπός!» τσίριξε μετά, δείχνοντάς μου τον πισινό της σαν χορεύτρια του καν καν.

Επανέλαβε ξανά και ξανά την ίδια σειρά κινήσεων, ώσπου άρχισε να σβήνει η μουσική όπως ξεκουρδιζόταν ο φωνογράφος. Είχα την αίσθηση ότι χανόταν η μαντάμ Λουντμίλα, έτσι όπως στροβιλιζόταν κατευθυνόμενη στο βάθος του δωματίου, έτσι όπως μίκραινε και μίκραινε ολοένα καθώς έσβηνε η μουσική. Ένα αίσθημα απόγνωσης και μοναξιάς που αγνοούσα πως έτρεφα μέσα μου αναδύθηκε απ’ τα κατάβαθα της ύπαρξής μου, και μ’ έσπρωξε να πεταχτώ από την μπερζέρα και να βγω τρέχοντας από το δωμάτιο, να κατέβω κουτρουβαλώντας τη σκάλα και να ορμήσω έξω, στο δρόμο.

Ο Έντι και οι δύο άντρες με τα αχνογάλαζα γυαλιστερά κοστούμια στέκονταν εκεί κουβεντιάζοντας. Όταν ο φίλος μου με είδε να πετάγομαι σαν τρελός από το κτίριο, ξέσπασε σε δυνατά γέλια.

«Δεν ήταν φοβερή περίπτωση;» μου φώναξε, πασχίζοντας ακόμη ν’ ακουστεί σαν Αμερικανός. «Οι Φιγούρες Μπροστά στον Καθρέφτη είναι μόνο η αρχή». Τι φάση! Τι φάση, στ’ αλήθεια!»

Την πρώτη φορά που ανέφερα αυτή την ιστορία στο δον Χουάν, του είπα ότι είχα επηρεαστεί βαθιά από τη βασανιστική μελωδία και το τρελό στροβίλισμα της γριάς πόρνης στο άκουσμά της. Εξίσου βαθιά με είχε επηρεάσει και η αποκάλυψη της αναισθησίας του φίλου μου.

Αυτή τη φορά, όταν ολοκλήρωσα την ιστορία μου στο δον Χουάν, στη σκιά των ψηλών θάμνων όπου καθόμασταν σ’ εκείνα τα βουνά της Σονόρα, έτρεμα σύγκορμος. Με είχε μυστηριωδώς επηρεάσει κάτι εντελώς απροσδιόριστο.

«Αυτή η ιστορία», είπε ο δον Χουάν, «πρέπει να μπει οπωσδήποτε στο λεύκωμά σου με τα αξιομνημόνευτα περιστατικά. Ο φίλος σου, αν και δεν υποψιάστηκε καν τι έκανε, σου πρόσφερε, όπως είπε κι ο ίδιος, ένα θαυμαστό δώρο, κάτι που πράγματι η εντύπωσή του θα διατηρηθεί μέσα σου και θα σε ακολουθεί για όλη σου τη ζωή».

«Προσωπικά θεωρώ πολύ θλιβερή αυτή την ιστορία, δον Χουάν, θλιβερή, μα τίποτ’ άλλο», μουρμούρισα.

«Είναι πράγματι μια θλιβερή ιστορία, όπως κι όλες οι άλλες ιστορίες σου», μου απάντησε, «αλλά αυτό που την κάνει ξεχωριστή για μένα και αξιομνημόνευτη είναι ότι μας αγγίζει όλους, κάθε ανθρώπινο πλάσμα, όχι μόνο εσένα, όπως συνέβαινε με τις υπόλοιπες ιστορίες σου. Βλέπεις, όπως η μαντάμ Λουντμίλα, έτσι και ο καθένας από μας, είτε νέος είτε γέρος, κάνει φιγούρες μπροστά σε κάποιο καθρέφτη με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Λογάριασε πρώτα τι γνωρίζεις για τους ανθρώπους. Σκέψου κάθε ανθρώπινο πλάσμα σε τούτη τη γη και θα καταλάβεις, χωρίς αμφιβολία, πως όποιοι κι αν είναι αυτοί οι άνθρωποι ή ό,τι κι αν πιστεύουν για τον εαυτό τους, ό,τι κι αν κάνουν, το αποτέλεσμα των πράξεών τους είναι πάντα το ίδιο: παράλογες φιγούρες μπροστά σ’ έναν καθρέφτη».

Έλεγχος, Πειθαρχία, Επιμονή, Χρονισμός και Θέληση

Τα κύρια χαρακτηριστικά της πολεμικότητας

Ο δον Χουάν δε συζήτησε μαζί μου την κυριαρχία της συνείδησης παρά πολλούς μήνες αργότερα. Βρισκόμαστε στο σπίτι όπου έμενε η ομάδα του ναγκουάλ

«Πάμε μια βόλτα», μου είπε ο δον Χουάν, ακουμπώντας το χέρι του στον ώμο μου. «Ή ακόμα καλύτερα, πάμε στην πλατεία, όπου έχει πολύ κόσμο, να καθίσουμε και να μιλήσουμε».

Ξαφνιάστηκα όταν μου μίλησε. Βρισκόμουν στο σπίτι δύο ολόκληρες μέρες και δεν με είχε ούτε καν χαιρετήσει.

Καθώς βγαίναμε από το σπίτι μας, σταμάτησε η Γκόρντα και απαίτησε να την πάρουμε μαζί μας. Έδειχνε αποφασισμένη να μη δεχτεί άρνηση. Ο δον Χουάν, με πολύ αυστηρή φωνή, της είπε ότι είχε να συζητήσει μαζί μου κάτι προσωπικό.

«Θα μιλήσετε για μένα», είπε η Γκόρντα. Ο τόνος και οι χειρονομίες της έδειχναν καχυποψία.

«Έχεις δίκιο», απάντησε ξερά ο δον Χουάν. Την προσπέρασε χωρίς να την κοιτάξει.

Τον ακολούθησα και περπατήσαμε αμίλητοι μέχρι την πλατεία της πόλης. Όταν καθίσαμε των ρώτησα τι θα μπορούσαμε να βρούμε να συζητήσουμε για την Γκόρντα. Εξακολουθούσα να αισθάνομαι καρφωμένο πάνω μου το απειλητικό της βλέμμα, καθώς βγαίναμε από το σπίτι.

«Δεν έχουμε τίποτα να συζητήσουμε για την Γκόρντα ή για οποιονδήποτε άλλον», είπε. «Της το είπα απλά και μόνο για να προκαλέσω τον τεράστιο εγωισμό της. Και πέτυχε. Είναι έξαλλη μαζί μας. Αν την ξέρω καλά, μέχρι τώρα θα έχει φουντώσει την αυτοπεποίθηση και την αγανάκτησή της. Δεν θα εκπλαγώ να έρθει να μας βρει εδώ, στο παγκάκι».

«Αν δεν πρόκειται να μιλήσουμε για την Γκόρντα, τι θα συζητήσουμε;» ρώτησα.

«Θα συνεχίσουμε τη συζήτηση που αρχίσαμε στην Οαξάκα», απάντησε. «Η κατανόηση της εξήγησης της συνείδησης θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη δυνατή προσπάθεια από μέρους σου και την προθυμία σου να μεταφέρεσαι απ’οτο ένα στο άλλο στάδιο συνείδησης. Ενώ θα συζητάμε, απαιτώ την απόλυτη συγκέντρωσή και υπομονή σου».

Γκρινιάζοντας του είπα ότι με είχε κάνει να αισθανθώ άσχημα, αρνούμενος να μου μιλήσει, τις δύο προηγούμενες μέρες. Με κοίταξε και σήκωσε τα φρύδια του. Ένα χαμόγελο εμφανίστηκε στα χείλια του και μετά εξαφανίστηκε. Συνειδητοποίησα ότι μου έδειχνε ότι δεν ήμουν καλύτερος από την Γκόρντα.

«Προκαλούσα τον εγωισμό σου», είπε συνοφρυωμένος. «Ο εγωισμός είναι ο μεγαλύτερος εχθρός σου. Σκέψου το – αυτό που μας κάνει αδύνατους είναι το να αισθανόμαστε ότι μας προσβάλλουν οι ενέργειες των συνανθρώπων μας. Ο εγωισμός μας απαιτεί να περνάμε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας προσβλημένοι από κάποιον. Οι νέοι μάντεις συνιστούσαν να καταβάλλεται κάθε προσπάθεια για την εξαφάνιση του εγωισμού από τη ζωή των πολεμιστών. Έχω ακολουθήσει αυτή τη σύσταση και μεγάλο μέρος της συμπεριφοράς μου απέναντί σου έχει σκοπό να σου δείξει ότι χωρίς εγωισμό, είμαστε αήττητοι!»

Καθώς τον άκουγα, τα μάτια του έγιναν ξαφνικά πολύ γυαλιστερά. Σκεφτόμουν ότι ήταν έτοιμος να γελάσει και ότι δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, όταν ξαφνιάστηκα από ένα δυνατό οδυνηρό χαστούκι στο δεξί μου μάγουλο.

Τινάχτηκα όρθιος. Η Γκόρντα στεκόταν πίσω μου με το χέρι της ακόμα σηκωμένο. Το πρόσωπό της ήταν κατακόκκινο από το θυμό.

«Τώρα μπορείτε να πείτε ό,τι θέλετε για μένα, έχοντας κάποια δικαιολογία», φώναξε. «Αν έχετε πάντως να πείτε κάτι, πείτε το μπροστά μου!».

Η έκρηξή της έμοιαζε να την έχει εξαντλήσει, γιατί κάθισε κάτω στο τσιμέντο και άρχισε να κλαίει. Ο δον Χουάν έδειχνε ενθουσιασμένος. Εγώ ήμουν παγωμένος από τη μανία μου. Η Γκόρντα με κοίταξε και μετά γύρισε προς τον δον Χουάν. Του είπε παραπονεμένα ότι δεν είχαμε δικαίωμα να την κατηγορούμε. Ο δον Χουάν γέλασε τόσο δυνατά που διπλώθηκε στα δύο. Δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει. Προσπάθησε δύο τρεις φορές να μου πει κάτι, αλλά τελικά παράτησε την προσπάθεια και απομακρύνθηκε με το σώμα του να αναταράζεται ακόμα από τα γέλια.

Ήμουν έτοιμος να τρέξω πίσω του, κοιτάζοντας ακόμα αγριεμένα τη Γκόρντα – εκείνη τη στιγμή την εύρισκα αποκρουστική – όταν μου συνέβηκε κάτι εκπληκτικό. Κατάλαβα γιατί με είχε βρει τόσο αστείο ο δον Χουάν. Η Γκόρντα και εγώ ήμασταν φρικιαστικά όμοιοι. Ο εγωισμός μας ήταν τρομακτικός. Η έκπληξη και η οργή μου που με είχαν χαστουκίσει ήταν σαν το θυμό και τις υποψίες της Γκόρντα. Ο δον Χουάν είχε δίκιο. Το βάρος του εγωισμού είναι μεγάλο εμπόδιο. Έτρεξα πίσω του, ενθουσιασμένος, με τα δάκρυα να τρέχουν στο πρόσωπό μου. Τον πρόλαβα και του είπα τι είχα καταλάβει. Τα μάτια του γυάλιζαν με ικανοποίηση και ευχαρίστηση.

«Τι να κάνω με τη Γκόρντα;» ρώτησα.

«Τίποτα», απάντησε. «Η συνειδητοποίηση είναι πάντα κάτι το προσωπικό».

Άλλαξε θέμα και είπε ότι οι οιωνοί μας έλεγαν να συνεχίσουμε τη συζήτησή μας πίσω στο σπίτι, ή στο μεγάλο δωμάτιο με τις άνετες πολυθρόνες, ή στην πίσω αυλή που είχε έναν σκεπαστό διάδρομο γύρω της. Είπε ότι όποτε εξηγούσε μέσα στο σπίτι, αυτά τα δύο μέρη ήταν απαγορευμένα για όλους τους άλλους. Γυρίσαμε στο σπίτι. Ο δον Χουάν είπε σε όλους τι είχε κάνει η Γκόρντα. Η χαρά που έδειξαν όλοι οι μάντεις έκανε τη θέση της Γκόρντα πολύ δύσκολη.

«Ο εγωισμός δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με ευγένειες», είπε ο δον Χουάν όταν του εξέφρασα την ανησυχία μου για την Γκόρντα.

Μετά είπε σε όλους να βγουν από το δωμάτιο. Καθίσαμε και ο δον Χουάν άρχισε τις εξηγήσεις του.

Είπε ότι οι μάντεις, παλιοί και νέοι, χωρίζονται σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς που είναι διατεθειμένοι να αυτοσυγκρατηθούν και μπορούν να διοχετεύσουν τις ενέργειές τους προς στόχους που μπορούν να βοηθήσουν τους άλλους μάντεις αλλά και την ανθρωπότητα γενικά. Η άλλη κατηγορία περιλαμβάνει αυτούς που δε συμπαθούν την αυτοσυγκράτηση και δεν ενδιαφέρονται για τέτοιους στόχους. Οι μάντεις πιστεύουν ότι αυτοί οι τελευταίοι είναι αυτοί που δεν κατάφεραν να λύσουν το πρόβλημα του εγωισμού.

«Ο εγωισμός δεν είναι κάτι το απλό και αφελές» εξήγησε. «Από τη μια μεριά, αποτελεί τον πυρήνα όλων όσων είναι καλά για μας και από την άλλη μεριά, τον πυρήνα όσων είναι σάπια. Για να ξεφορτωθεί κανείς το σάπιο εγωισμό χρειάζεται ένα αριστούργημα στρατηγικής. Οι μάντεις μέσα στους αιώνες, έχουν τιμήσει ιδιαίτερα αυτούς που το κατάφεραν».

Παραπονέθηκα ότι η ιδέα της εξαφάνισης του εγωισμού, αν και μου φαινόταν ελκυστική μερικές φορές, ήταν στην ουσία ακατανόητη. Του είπα ότι εύρισκα τις οδηγίες του τόσο ασαφείς που δεν μπορούσα να τις ακολουθήσω.

«Σου είπα πολλές φορές, ότι προκειμένου να ακολουθήσεις το μονοπάτι της γνώσης πρέπει να έχεις μεγάλη φαντασία. Βλέπεις, το μονοπάτι της γνώσης, τίποτα δεν είναι τόσο ξεκάθαρο όσο θα θέλαμε».

Η δυσάρεστη αίσθηση που μου δημιούργησαν τα λόγια του με έκανε να πω ότι αυτά που έλεγε μου θύμιζαν κηρύγματα της καθολικής εκκλησίας. Μετά από μια ολόκληρη ζωή που με δίδασκαν τα κακά της αμαρτίας, είχα γίνει αναίσθητος.

«Η μάχη των πολεμιστών κατά του εγωισμού», είπε, «είναι θέμα στρατηγικής, όχι αρχής. Το λάθος σου είναι ότι μεταφράζεις ό,τι λέω με βάση την ηθική».

«Σε θεωρώ πολύ ηθικό άνθρωπο, δον Χουάν», επέμεινα.

«Απλώς έχεις προσέξει το ότι είμαι άψογος», είπε.

«Το να είσαι άψογος, όπως και το να ξεφορτώνεσαι τον εγωισμό σου, αποτελούν πολύ αόριστες έννοιες για να έχουν κάποια αξία για μένα» παρατήρησα.

Ο δον Χουάν πνίγηκε στα γέλια και του ζήτησα να εξηγήσει τι σημαίνει να είσαι άψογος.

«Το να είσαι άψογος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη σωστή χρήση της ενέργειας», είπε. «Οι δηλώσεις μου δεν περιλαμβάνουν κανένα υπαινιγμό ηθικής. Έτσι εξοικονόμησα ενέργεια και αυτό με κάνει άψογο. Για να το καταλάβεις, θα πρέπει και εσύ να εξοικονομήσεις αρκετή ενέργεια».

Μείναμε σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Ήθελα να σκεφτώ αυτό που είχε πει. Ξαφνικά, άρχισε να μιλάει και πάλι.

«Οι πολεμιστές μελετούν τις στρατηγικές τους» είπε. «Καταγράφουν όλα όσα κάνουν. Μετά αποφασίζουν τι απ’ αυτά μπορεί να αλλάξει προκειμένου να ξεκουραστούν, από απόψεως δαπάνης ενέργειας».

Παρατήρησα ότι αυτός ο κατάλογος θα πρέπει να περιλαμβάνει τα πάντα. Υπομονετικά μου εξήγησε ότι ο στρατηγικός κατάλογος στον οποίο αναφερόταν, κάλυπτε μόνο τους τρόπους συμπεριφοράς που δεν ήταν κρίσιμοι για την επιβίωση και την καλή ζωή μας.

Άρπαξα την ευκαιρία για να επισημάνω ότι η επιβίωση και η καλή ζωή ήταν κάτι που μπορούσε να ερμηνευθεί με άπειρους τρόπους, άρα, δεν υπήρχε τρόπος να συμφωνήσει κανείς στο τι ήταν ή δεν ήταν απαραίτητο.

Καθώς μιλούσα άρχισα να χάνω τη φόρα μου. Τελικά, σταμάτησα γιατί κατάλαβα τη ματαιότητα των επιχειρημάτων μου. Ο δον Χουάν είπε τότε, ότι, στους στρατηγικούς καταλόγους των πολεμιστών, ο εγωισμός είναι αυτό που καταναλίσκει την περισσότερη ενέργεια και άρα αυτόν προσπαθούν να εξαλείψουν.

«Μια από τις βασικές προσπάθειες των πολεμιστών είναι να απελευθερώσουν αυτή την ενέργεια, προκειμένου να αντιμετωπίσουν μ’ αυτή το άγνωστο», συνέχισε ο δον Χουάν. «Με τον τρόπο αυτό, με την αλλαγή της πορείας της ενέργειας, γίνεται κανείς άψογος».

Είπε ότι η πιο αποτελεσματική στρατηγική είχε δημιουργηθεί από τους μάντεις της κατοχής, τους αναμφισβήτητους κυρίαρχους της «επιμονής». Αποτελείται από έξι στοιχεία που αλληλοεπηρεάζονται. Τα πέντε απ’ αυτά αποκαλούνται «χαρακτηριστικά της πολεμικότητας»: έλεγχος, πειθαρχία, μακροθυμία, χρονισμός και «θέληση». Αφορούν τον κόσμο του πολεμιστή που μάχεται να χάσει τον εγωισμό. Το έκτο στοιχείο, που είναι ίσως το πιο σημαντικό αφορά τον έξω κόσμο και λέγεται ο μικρός τύραννος.

Με κοίταξε σιωπηλά σαν να ρωτούσε αν είχα καταλάβει.

«Τα έχω χαμένα», είπα. «Λες συνέχεια ότι η Γκόρντα είναι ο μικρός τύραννος στη ζωή μου. Τι ακριβώς είναι ένας μικρός τύραννος;»

«Ένας μικρός τύραννος είναι ένας βασανιστής», απάντησε. «Κάποιος που ή έχει δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω στους πολεμιστές, ή απλά και μόνο τους ενοχλεί μέχρι παραφροσύνης».

Ο δον Χουάν χαμογελούσε πλατιά καθώς μου μιλούσε. Είπε ότι οι νέοι μάντεις ανέπτυξαν τη δική τους κατάταξη των μικρών τυράννων. Αν και η έννοια αυτή αποτελεί μια από τις σημαντικότερες και σοβαρότερες ανακαλύψεις τους, το αντιμετώπιζαν με χιούμορ. Με διαβεβαίωσε ότι υπήρχε μια υποψία κακίας και χιούμορ σε κάθε μια από τις κατηγορίες τους, επειδή το χιούμορ ήταν ο μοναδικός τρόπος να αντισταθμίσουν την ακαταμάχητη τάση της ανθρώπινης συνείδησης να κατατάσσει και να δημιουργεί άβολες κατηγορίες.

Οι νέοι μάντεις, σύμφωνα με την πρακτική τους, θεώρησαν σωστό να ξεκινήσουν την κατάταξη με την αρχέγονη πηγή ενέργειας τον ένα και μοναδικό κυρίαρχο του σύμπαντος, που την ονόμασαν απλά «ο τύραννος». Οι υπόλοιποι καταπιεστές και αυθεντίες, φυσικά κατατάχτηκαν απείρως χαμηλότερα από την κατηγορία του τύραννου. Σε σύγκριση με την πηγή των πάντων, οι πιο τρομεροί, τυραννικοί άνθρωποι ήταν απλοί παλιάτσοι. Άρα, κατατάχτηκαν στην κατηγορία των μικρών τυράννων, «πίντσες τιράνος».

Είπε ότι υπήρχαν δύο υποκατηγορίες μικρών τυράννων. Η πρώτη υποκατηγορία περιλάμβανε τους μικρούς τυράννους που ταλαιπωρούν και προκαλούν δυστυχία, χωρίς όμως να προκαλούν το θάνατο κανενός. Αυτοί ονομάζονταν μικροί τυραννίσκοι, «ρεπίντσες τιρανίτος», ή μικροτυραννάκια «πίντες τιρανίτος τσικιτίτος».

Σκέφτηκα ότι οι κατηγορίες αυτές ήταν γελοίες. Ήμουν σίγουρος ότι έβγαζε από το μυαλό του τους ισπανικούς όρους. Τον ρώτησα αν ήταν έτσι.

«Κάθε άλλο», απάντησε, δείχνοντας να το διασκεδάζει. «Οι νέοι μάντεις ήταν καταπληκτικοί με τις κατατάξεις τους. Ο Χενάρο αναμφισβήτητα είναι ένας από τους καλύτερους. Αν τον παρατηρήσεις προσεκτικά, θα συνειδητοποιήσεις πως ακριβώς αισθάνονται οι μάντεις για τις κατηγορίες αυτές».

Γέλασε δυνατά βλέποντας τη σύγχυση μου όταν τον ρώτησα αν με κορόιδευε.

«Δεν θα μπορούσα ούτε να το διανοηθώ», είπε χαμογελώντας. «Ο Χενάρο θα μπορούσε να το κάνει, αλλά όχι εγώ, ιδίως όταν ξέρω πως αισθάνεσαι για τις κατηγορίες. Μόνο που οι νέοι μάντεις είναι τρομερά ανεβλαβείς».

Πρόσθεσε ότι οι μικροί μικρό-τύραννοι χωρίζονταν σε τέσσερις άλλες υποκατηγορίες. Μια γι’ αυτούς που βασανίζουν βάναυσα και βίαια. Μια άλλη γι’ αυτούς που δημιουργούν τρομερή ανησυχία και φόβο με ύπουλες μεθόδους. Μια άλλη γι’ αυτούς που καταπιέζουν με τη λύπη. Και η τελευταία, γι’ αυτούς που βασανίζουν κάνοντας τους πολεμιστές να οργίζονται.

«Η Γκόρντα ανήκει σε δική της κατηγορία» πρόσθεσε. «Είναι ένας δραστήριος μικροσκοπικός μικρό-τύραννος. Σε ενοχλεί μέχρι θανάτου και σε εξοργίζει. Μέχρι που σε χαστουκίζει. Με όλα αυτά σε διδάσκει την απελευθέρωση από τον εγωισμό».

«Δεν είναι δυνατόν!» διαμαρτυρήθηκα.

«Δεν έχεις ακόμα συνδυάσει όλα τα συστατικά της στρατηγικής που έχουν διαμορφώσει οι νέοι μάντεις», είπε. «Όταν θα το κάνει θα δεις πόσο αποτελεσματική και έξυπνη είναι η λύση να χρησιμοποιείται ένας μικρός τύραννος. Μπορώ να πω ότι αυτή η στρατηγική, όχι μόνο εξαφανίζει τον εγωισμό, αλλά και προετοιμάζει τους πολεμιστές για την τελική συνειδητοποίηση ότι το να είσαι άψογος είναι το μόνο που έχει σημασία στο μονοπάτι της γνώσης».

Είπε ότι αυτό που είχαν υπ’ όψη τους οι νέοι μάντεις ήταν μια θανάσιμη κατάσταση στην οποία ο μικρός τύραννος ήταν σαν μια βουνοκορυφή και τα συστατικά της πολεμικότητας ήταν σαν αναρριχητές που συναντιόνταν στην κορφή.

«Συνήθως χρησιμοποιούνται μόνο τέσσερα συστατικά», συνέχισε. «Το πέμπτο, η «ΘΕΛΗΣΗ», φυλάγεται πάντα για την τελική αντιπαράθεση, όπως όταν οι πολεμιστές αντιμετωπίζουν το εκτελεστικό απόσπασμα».

«Γιατί γίνεται έτσι;»

«Γιατί η θέληση ανήκει σε μια άλλη σφαίρα, το άγνωστο. Τα άλλα τέσσερα ανήκουν στο γνωστό, εκεί ακριβώς που βρίσκονται οι μικροί τύραννοι. Μάλιστα αυτό που μετατρέπει τους ανθρώπους σε μικρούς τυράννους, είναι η συνεχής μανιακή χρήση του γνωστού».

Ο δον Χουάν εξήγησε ότι η αλληλεπίδραση ανάμεσα στα πέντε συστατικά της πολεμικότητας γίνεται μόνο από μάντεις που είναι άψογοι πολεμιστές και ελέγχουν απόλυτα την «θέληση». Μια τέτοια αλληλεπίδραση αποτελεί την υπέρτατη κίνηση που δεν μπορεί να γίνει στο καθημερινό ανθρώπινο στάδιο.

«Τα τέσσερα συστατικά είναι αρκετά για να αντιμετωπίσει κανείς ακόμα και τους χειρότερους μικρούς τυράννους», συνέχισε. «Με την προϋπόθεση, φυσικά, ότι έχει βρεθεί ένας μικρός τύραννος. Όπως είπα, ο μικρός τύραννος είναι το εξωτερικό στοιχείο, αυτό που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και το στοιχείο που κατά πάσα πιθανότητα είναι το πιο σημαντικό. Ο ευεργέτης μου έλεγε ότι ο πολεμιστής που σκοντάφτει πάνω σε έναν μικρό τύραννο, είναι τυχερός. Εννοούσε ότι είσαι τυχερός αν συναντήσεις έναν στον δρόμο σου, γιατί αν δεν τον συναντήσεις θα πρέπει να ψάξεις να τον βρεις».

Εξήγησε ότι ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της εποχής της κατοχής ήταν ένα οικοδόμημα που το αποκάλεσε «πρόοδο τριών φάσεων». Οι μάντεις της περιόδου αυτής, καταλαβαίνοντας τη φύση του ανθρώπου, μπόρεσαν να φτάσουν στο αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα ότι αν οι μάντεις μπορούν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τους μικρούς τυράννους, μπορούν σίγουρα να αντιμετωπίσουν ανώδυνα το άγνωστο. Και μετά μπορούν να αντέξουν ακόμα και την παρουσία αυτού που βρίσκεται πέρα από τα όρια της ανθρώπινης κατανόησης.

«Η αντίδραση του μέσου ανθρώπου είναι να σκεφτεί ότι η σειρά αυτής της δήλωσης πρέπει να αναστραφεί», συνέχισε. «Ένας μάντης που μπορεί να κρατήσει τη θέση του απέναντι στο άγνωστο, μπορεί σίγουρα να αντιμετωπίσει τους μικρούς τυράννους. Αλλά δεν είναι έτσι. Αυτό που κατέστρεψε τους θαυμάσιους μάντεις των αρχαίων χρόνων, ήταν αυτή ακριβώς η παρανόηση.

Τώρα ξέρουμε περισσότερα. Ξέρουμε ότι τίποτα δεν μπορεί να δοκιμάσει περισσότερο το πνεύμα του πολεμιστή, απ’ ότι το να αντιμετωπίσει απίθανους ανθρώπους σε θέσεις ισχύος. Μόνο κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες μπορούν οι πολεμιστές να αποκτήσουν τη νηφαλιότητα και την ηρεμία που απαιτείται για να αντέξουν την πίεση που δεν μπορεί να κατανοηθεί».

Διαφώνησα μαζί του. Του είπα ότι, κατά τη γνώμη μου, το μόνο που μπορούν να κάνουν οι τύραννοι είναι να φέρουν τα θύματά τους σε απόγνωση ή να τα αναγκάσουν να γίνουν εξ ίσου βάναυσα μ’ αυτούς. Επεσήμανα ότι έχουν γίνει αναρίθμητες μελέτες σχετικά με τα αποτελέσματα σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων σε τέτοια θύματα.

«Η διαφορά βρίσκεται σε κάτι που είπες», απάντησε. «Μίλησες για θύματα, όχι για πολεμιστές. Κάποτε αισθανόμουν κι εγώ σαν και σένα. Θα σου πω τι με έκανε να αλλάξω, αλλά πρώτα ας γυρίσουμε σ΄ αυτό που είπα για την κατοχή. Οι μάντεις εκείνης της εποχής δε θα μπορούσαν να βρουν προσφορότερο έδαφος. Οι Ισπανοί ήταν οι μικροί τύραννοι που δοκίμασαν τις ικανότητές τους στο έπακρο. Αφού αντιμετώπισαν τους κατακτητές, οι μάντεις ήταν έτοιμοι να αντιμετωπίσουν οτιδήποτε. Ήταν τυχεροί. Εκείνη την εποχή υπήρχαν παντού μικροί τύραννοι.

»Μετά από αυτά τα θαυμάσια χρόνια της αφθονίας, τα πράγματα άλλαξαν σημαντικά. Οι μικροί τύραννοι δεν είχαν ποτέ άλλοτε τέτοια δύναμη. Μόνο εκείνη την περίοδο είχαν απεριόριστη εξουσία. Ένας μικρός τύραννος με απεριόριστες δυνατότητες είναι το τέλειο συστατικό για την προετοιμασία ενός θαυμάσιου μάντη.

»Δυστυχώς, στην εποχή μας οι μάντεις χρειάζεται να φτάσουν στα άκρα για να βρουν έναν αξιόλογο τύραννο. Και τις περισσότερες φορές αναγκάζονται να ικανοποιηθούν με μικροπράγματα».

«Εσύ βρήκες ένα μικρό τύραννο δον Χουάν;»

«Ήμουν τυχερός. Ένας τεράστιος τύραννος με βρήκε εμένα. Εκείνη την εποχή, όμως, αισθανόμουν όπως και συ. Δε θεωρούσα τον εαυτό μου τυχερό».

Ο δον Χουάν είπε ότι η δοκιμασία του άρχισε μερικές εβδομάδες πριν συναντήσει τον ευεργέτη του. Μόλις που είχε κλείσει τα είκοσι. Είχε βρει μια δουλειά σαν εργάτης σε ένα εργοστάσιο ζάχαρης. Ανέκαθεν ήταν δυνατός και έτσι ήταν εύκολο να βρίσκει δουλειές που απαιτούσαν μπράτσα. Μια μέρα, καθώς μετέφερε κάτι μεγάλα σακιά ζάχαρη, μπήκε μέσα μια γυναίκα. Ήταν πολύ καλά ντυμένη και φαινόταν εύπορη. Ήταν καμιά πενηνταριά χρονών, είπε ο δον Χουάν. Κοίταξε τον δον Χουάν, μίλησε στον αρχιεργάτη κι έφυγε. Στη συνέχεια ο αρχιεργάτης πλησίασε τον δον Χουάν και του είπε ότι αν του έδινε κάτι, θα τον σύστηνε για μια δουλειά στο σπίτι του αφεντικού. Ο δον Χουάν του είπε ότι δεν είχε λεφτά. Ο αρχιεργάτης χαμογέλασε και είπε ότι δεν πείραζε, θα είχε αρκετά την ημέρα της μισθοδοσίας. Χτύπησε φιλικά τον δον Χουάν στην πλάτη και τον διαβεβαίωσε ότι ήταν μεγάλη τιμή να δουλέψει για το αφεντικό.

Ο δον Χουάν είπε ότι σαν αστοιχείωτος και φτωχός ινδιάνος που ήταν εκείνη την εποχή, τα έχαψε όλα. Πίστευε ότι τον βοηθούσε κάποια καλή νεράιδα. Υποσχέθηκε να δώσει στον αρχιεργάτη ό,τι ήθελε. Ο αρχιεργάτης ζήτησε ένα τεράστιο ποσό που έπρεπε να πληρωθεί σε δόσεις.

Αμέσως μετά, ο ίδιος ο αρχιεργάτης, πήγε τον δον Χουάν στο σπίτι, που ήταν αρκετά μακριά από την πόλη, και τον άφησε εκεί με έναν άλλο αρχιεργάτη, έναν άσκημο, σοβαρό, τεράστιο άντρα που έκανε πολλές ερωτήσεις.

Ήθελε να μάθει για την οικογένεια του δον Χουάν. Ο δον Χουάν είπε ότι δεν είχε οικογένεια. Ο αρχιεργάτης χάρηκε τόσο πολύ που χαμογέλασε, δείχνοντας τα σάπια δόντια του.

Υποσχέθηκε στον δον Χουάν ότι θα τον πλήρωναν καλά και ότι θα ήταν σε θέση ακόμα και να αποταμιεύσει, μια και δε θα ήταν αναγκασμένος να ξοδεύει, μένοντας και τρώγοντας στο σπίτι.

Ο τρόπος με τον οποίο γελούσε ο τεράστιος αυτός άνθρωπος, ήταν τρομακτικός. Ο δον Χουάν κατάλαβε ότι έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτρεξε στην πόρτα, αλλά ο αρχιεργάτης μπήκε μπροστά του με ένα πιστόλι στο χέρι. Σήκωσε τον κόκορα και το έχωσε στο στομάχι του δον Χουάν.

«Έχεις έρθει εδώ για να δουλέψεις μέχρι να σέρνεσαι», είπε «και μην το ξεχνάς». Τον έσπρωξε με ένα γκλομπ και τον οδήγησε στο πλάι του σπιτιού. Αφού δήλωσε ότι οι άντρες του δούλευαν από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου, χωρίς διάλειμμα, έβαλε τον δον Χουάν να σκάψει για να ξεριζώσει δυο τεράστιους κορμούς. Του είπε επίσης ότι αν προσπαθούσε να αποδράσει, ή αν πήγαινε στις αρχές, θα τον σκότωνε – και ότι αν ποτέ ο δον Χουάν έφευγε, θα ορκιζόταν στο δικαστήριο ότι είχε προσπαθήσει να δολοφονήσει το αφεντικό.

«Θα δουλέψεις εδώ μέχρι να πεθάνεις», είπε. «Κάποιος άλλος Ινδιάνος θα πάρει τη θέση σου, όπως εσύ παίρνεις τη θέση κάποιου που πέθανε».

Ο δον Χουάν είπε ότι το σπίτι έμοιαζε με κάστρο, γεμάτο άντρες οπλισμένους με μασέτες. Άρχισε λοιπόν να δουλεύει και προσπάθησε να μη σκέφτεται τη θέση του. Στο τέλος της ημέρας, ο αρχιεργάτης γύρισε και τον πήγε με κλωτσιές μέχρι την κουζίνα, επειδή δεν του άρεσε το περήφανο βλέμμα του. Απείλησε να κόψει τους τένοντες στα χέρια του δον Χουάν αν δεν υπάκουε.

Στην κουζίνα, μια γριά έφερε φαγητό, αλλά ο δον Χουάν ήταν τόσο στενοχωρημένος και φοβισμένος που δεν μπορούσε να φάει. Η γριά τον συμβούλεψε να φάει όσο μπορούσε. Έπρεπε να κρατήσει τη δύναμή του, είπε, επειδή η δουλειά του δε θα σταματούσε ποτέ. Τον προειδοποίησε ότι ο άνθρωπος που είχε τη θέση του πριν απ’ αυτόν, είχε πεθάνει μια μέρα νωρίτερα. Ήταν πολύ αδύναμος για να δουλέψει και είχε πέσει από ένα παράθυρο του δεύτερου ορόφου.

Ο δον Χουάν μου είπε ότι δούλεψε στο σπίτι του αφεντικού επί τρεις βδομάδες, και ότι ο αρχιεργάτης τον κυνηγούσε συνέχεια. Τον έβαζε να δουλεύει κάτω από τις πιο επικίνδυνες συνθήκες, να κάνει την πιο βαριά δουλειά που μπορούσε να φανταστεί κανείς, κάτω από την συνεχή απειλή του μαχαιριού, του πιστολιού και του γκλομπ. Τον έστελνε καθημερινά στους στάβλους για να καθαρίσει ανάμεσα στα χωρίσματα, ενώ τα νευρικά άλογα ήταν μέσα. Στην αρχή της κάθε μέρας, ο δον Χουάν πίστευε ότι θα ήταν η τελευταία του σ’ αυτόν τον κόσμο. Και η επιβίωση σήμαινε απλά και μόνο ότι θα έπρεπε να ξαναπεράσει από την ίδια δοκιμασία την επόμενη μέρα.

Αυτό που έφερε το τέλος, ήταν ότι ζήτησε λίγη ελεύθερη ώρα. Σαν πρόφαση, είπε ότι έπρεπε να πάει στην πόλη για να δώσει στον αρχιεργάτη του εργοστασίου ζαχάρεως τα λεφτά που του χρώσταγε. Ο άλλος αρχιεργάτης απάντησε ότι ο δον Χουάν δεν μπορούσε να σταματήσει ούτε για ένα λεπτό να δουλεύει, γιατί ήταν χρεωμένος μέχρι το λαιμό μόνο και μόνο για το προνόμιο να δουλεύει εκεί.

Ο δον Χουάν κατάλαβε ότι ήταν ξοφλημένος. Κατάλαβε ότι οι δύο αρχιεργάτες ήταν συνεννοημένοι να παίρνουν φτωχούς ινδιάνους από το εργοστάσιο, να τους αναγκάζουν να δουλεύουν μέχρι θανάτου και μετά να μοιράζονται τους μισθούς τους. Αυτό τον έκανε να θυμώσει τόσο πολύ που διέσχισε τρέχοντας και ουρλιάζοντας την κουζίνα και μπήκε στο κυρίως σπίτι. Ο αρχιεργάτης και οι άλλοι εργάτες ξαφνιάστηκαν. Έτρεξε έξω από την μπροστινή πόρτα, και σχεδόν κατάφερε να ξεφύγει, αλλά ο αρχιεργάτης τον πρόλαβε στο δρόμο και τον πυροβόλησε στο στήθος. Τον άφησε νομίζοντας ότι ήταν νεκρός.

Ο δον Χουάν είπε ότι δεν ήταν η μοίρα του να πεθάνει. Ο ευεργέτης του τον βρήκε εκεί και τον φρόντισε, μέχρι που έγινε καλά.

«Όταν είπα ολόκληρη την ιστορία στον ευεργέτη μου», είπε ο δον Χουάν, «με δυσκολία συγκράτησε τον ενθουσιασμό του. Αυτός ο αρχιεργάτης είναι θησαυρός, μου είπε. Είναι πολύ καλός για να τον αφήσουμε να πάει χαμένος. Κάποια μέρα, πρέπει να γυρίσεις σ’ εκείνο το σπίτι.

«Μίλησε για την τύχη μου, που κατάφερα να βρω έναν μικρό τύραννο που ήταν ένας στο εκατομμύριο, με σχεδόν απεριόριστη ισχύ. Νόμιζα ότι ήταν μουρλός. Πέρασαν χρόνια πριν καταλάβω για τι πράγμα μιλούσε».

«Είναι μια από τις πιο τρομερές ιστορίες που έχω ακούσει», είπα. «Ξαναγύρισες πράγματι στο σπίτι;»

«Και βέβαια, τρία χρόνια αργότερα. Ο ευεργέτης μου είχε δίκιο. Ένας μικρός τύραννος σαν κι αυτόν ήταν ένας στο εκατομμύριο και δεν μπορούσε να πάει χαμένος».

«Πως κατάφερες να γυρίσεις;»

«Ο ευεργέτης μου ανέπτυξε μια στρατηγική που χρησιμοποιούσε τα τέσσερα συστατικά της πολεμικότητας: έλεγχο, πειθαρχία, επιμονή και χρονισμός».

Ο δον Χουάν είπε ότι ο ευεργέτης του, εξηγώντας του τι έπρεπε να κάνει για να κερδίσει αντιμετωπίζοντας αυτό το κάθαρμα, του είπε αυτά που οι νέοι μάντεις θεωρούσαν τα τέσσερα βήματα στο μονοπάτι της γνώσης. Το πρώτο βήμα είναι η απόφαση να γίνεις μαθητευόμενος. Αφού οι μαθητευόμενοι αλλάξουν τις απόψεις τους για τον εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους, κάνουν το δεύτερο βήμα και γίνονται πολεμιστές, δηλαδή όντα ικανά για απόλυτη πειθαρχία και έλεγχο του εαυτού τους. Το τρίτο βήμα, αφού αποκτηθεί η υπομονή και ο χρονισμός, είναι να γίνουν άνθρωποι της γνώσης. Και όταν οι άνθρωποι της γνώσης μάθουν να «βλέπουν», έχουν κάνει το τέταρτο βήμα και έχουν γίνει μάντεις.

Ο ευεργέτης του είχε τονίσει το γεγονός ότι ο δον Χουάν βρισκόταν στο μονοπάτι αρκετό καιρό, ώστε να αποκτήσει τα πρώτα δύο συστατικά: έλεγχο και πειθαρχία. Ο δον Χουάν επεσήμανε ότι και τα δύο αυτά συστατικά αναφέρονται σε μια εσωτερική κατάσταση. Ο πολεμιστής ασχολείται με τον εαυτό του, όχι με εγωιστικό τρόπο, αλλά από την άποψη της απόλυτης και συνεχούς εξέτασης του είναι του.

«Εκείνη την εποχή, τα άλλα δύο συστατικά μου ήταν απαγορευμένα», συνέχισε ο δον Χουάν. «Η επιμονή και ο χρονισμός δεν αποτελούν ακριβώς εσωτερική κατάσταση. Αποτελούν το χώρο όπου κινείται ο άνθρωπος της γνώσης. Ο ευεργέτης μου μου το έδειξε μέσω της στρατηγικής του».

«Αυτό σημαίνει ότι δεν θα μπορούσες να αντιμετωπίσεις από μόνος σου το μικρό τύραννο;» ρώτησα.

«Είμαι σίγουρος ότι θα τα κατάφερνα μόνος μου, αν και πάντα αμφέβαλα αν θα μπορούσα να τα καταφέρω με τόσο κέφι και χαρά. Ο ευεργέτης μου χαιρόταν τη σύγκρουση, καθοδηγώντας την. Η ιδέα του να χρησιμοποιείς έναν μικρό τύραννο, δεν είναι μόνο για την τελειοποίηση του πνεύματος του πολεμιστή, αλλά και για διασκέδαση και χαρά».

«Πως μπορεί να διασκεδάσει κανείς με το τέρας που μου περιέγραψες;»

«Δεν ήταν τίποτα σε σχέση με τα πραγματικά τέρατα που αντιμετώπιζαν οι μάντεις κατά τη διάρκεια της κατοχής. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, διασκέδαζαν πολύ αντιμετωπίζοντας τους. Απέδειξαν ότι ακόμα και οι χειρότεροι τύραννοι μπορούν να δώσουν χαρά, με την προϋπόθεση φυσικά ότι είσαι πολεμιστής».

Ο δον Χουάν εξήγησε ότι το λάθος που έκαναν οι άνθρωποι όταν αντιμετώπιζαν μικρούς τυράννους ήταν το να μην έχουν μια στρατηγική. Το βασικό πρόβλημα είναι ότι ο μέσος άνθρωπος παίρνει τον εαυτό του πολύ στα σοβαρά. Οι ενέργειές τους και τα αισθήματά τους, όπως και αυτά των μικρών τυράννων, έχουν μεγάλη σημασία. Οι πολεμιστές από την άλλη μεριά, όχι μόνο έχουν μια καλά προετοιμασμένη στρατηγική, αλλά είναι απελευθερωμένοι και από τον εγωισμό. Αυτό που συγκρατεί τον εγωισμό είναι το ότι έχουν καταλάβει πως η πραγματικότητα είναι μια δική μας ερμηνεία. Αυτή η γνώση ήταν το πλεονέκτημα που είχε ο μάντης απέναντι στον απλοϊκό ισπανό.

Είπε ότι πείσθηκε ότι θα μπορούσε να νικήσει τον αρχιεργάτη, χρησιμοποιώντας την απλή διαπίστωση ότι οι μικροί τύραννοι, παίρνουν πολύ σοβαρά τον εαυτό τους, κάτι που δεν κάνουν οι πολεμιστές.

Ακολουθώντας το στρατηγικό σχέδιο του ευεργέτη του, ο δον Χουάν έπιασε δουλειά στο ίδιο εργοστάσιο ζάχαρης. Κανείς δεν θυμόταν ότι είχε ξαναεργασθεί εκεί. Διάφοροι φτωχοί ινδιάνοι έρχονταν και έφευγαν χωρίς να αφήνουν κανένα ίχνος.

Η στρατηγική του ευεργέτη του έλεγε να περιμένει να έρθει κάποιος αναζητώντας νέο θύμα. Όπως έγιναν τα πράγματα, ήρθε η ίδια γυναίκα και τον επεσήμανε, όπως είχε κάνει πριν από μερικά χρόνια. Αυτή τη φορά ήταν ακόμα πιο δυνατός στα μπράτσα.

Τα πράγματα ακολούθησαν την ίδια πορεία. Η στρατηγική, όμως, έλεγε ότι έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή να πληρώσει τον αρχιεργάτη. Ο αρχιεργάτης δεν είχε ξανασυναντήσει άρνηση και σάστισε. Απείλησε να απολύσει τον δον Χουάν. Ο δον Χουάν τον απείλησε με τη σειρά του, λέγοντας ότι θα πήγαινε κατευθείαν στο σπίτι της κυρίας και θα την έβλεπε. Ο δον Χουάν ήξερε ότι η γυναίκα, που ήταν η γυναίκα του ιδιοκτήτη του εργοστασίου, δεν ήξερε τι έκαναν οι δύο αρχιεργάτες. Είπε στον αρχιεργάτη ότι ήξερε που έμενε, επειδή είχε δουλέψει στα γειτονικά χωράφια, κόβοντας ζαχαροκάλαμο. Ο αρχιεργάτης άρχισε να μαζεύεται και ο δον Χουάν του ζήτησε εκείνου λεφτά, πριν δεχθεί να πάει στο σπίτι της κυρίας. Ο αρχιεργάτης υποχώρησε και του έδωσε μερικά χαρτονομίσματα. Ο δον Χουάν ήξερε πολύ καλά ότι η συμφωνία του αρχιεργάτη ήταν απλά ένα κόλπο για να τον πάει μέχρι το σπίτι.

«Με πήγε πάλι ο ίδιος στο σπίτι», είπε ο δον Χουάν, «ήταν μια παλιά χασιέντα που ανήκε στην οικογένεια που είχε το εργοστάσιο – πλούσιοι άνθρωποι που ή ήξεραν τι συνέβαινε και δεν τους ένοιαζε, ή αδιαφορούσαν τόσο που δεν το είχαν καν προσέξει.

»Μόλις φθάσαμε εκεί, έτρεξα μέσα στο σπίτι για να βρω την κυρία. Τη βρήκα. Γονάτισα μπροστά της και της φίλησα το χέρι, ευχαριστώντας την. Οι δύο αρχιεργάτες έμειναν άναυδοι.

»Ο αρχιεργάτης του σπιτιού έκανε τα ίδια όπως και την προηγούμενη φορά. Αλλά είχα τα κατάλληλα μέσα να τον αντιμετωπίσω. Είχα έλεγχο, πειθαρχία, επιμονή και χρονισμό. Όλα έγιναν όπως τα είχε προγραμματίσει ο ευεργέτης μου. Ο έλεγχος με βοήθησε να ικανοποιήσω τις μεγαλύτερες απαιτήσεις του. Αυτό που συνήθως μας εξαντλεί σ’ αυτές τις περιπτώσεις, είναι η φθορά του εγωισμού μας. Κάθε άνθρωπος που έχει λίγη περηφάνια μέσα του, αισθάνεται να κομματιάζεται όταν τον κάνουν να αισθάνεται ότι δεν έχει καμιά αξία.

»Έκανα με ευχαρίστηση ό,τι μου έλεγαν. Ήμουν χαρούμενος και δυνατός. Και δεν έδινα δεκάρα για την περηφάνια μου ή για το φόβο μου. Βρισκόμουν εκεί σαν ένας άψογος πολεμιστής. Το να κουρδίζεις το πνεύμα σου όταν κάποιος άλλος σε ταλαιπωρεί, λέγεται έλεγχος».

Ο δον Χουάν εξήγησε ότι η στρατηγική του ευεργέτη του, απαιτούσε ότι αντί να λυπάται τον εαυτό του, όπως είχε κάνει την προηγούμενη φορά, να αρχίσει αμέσως να χαρτογραφεί τα ισχυρά σημεία του αντιπάλου, τις αδυναμίες του , τις ιδιοτροπίες της συμπεριφοράς του.

Ανακάλυψε ότι τα ισχυρότερα σημεία του αρχιεργάτη, ήταν η βίαιη φύση και η τόλμη του. Είχε πυροβολήσει τον δον Χουάν μέρα μεσημέρι, και μπροστά σε ένα σωρό περαστικούς. Η μεγάλη του αδυναμία ήταν ότι του άρεσε η δουλειά του και δεν ήθελε να την βάλει σε κίνδυνο. Σε καμιά περίπτωση δεν μπορούσε να προσπαθήσει να σκοτώσει τον δον Χουάν μέσα στον περίβολο του σπιτιού, την ημέρα. Η άλλη του αδυναμία, ήταν ότι ήταν οικογενειάρχης. Είχε μια γυναίκα και παιδιά, που ζούσαν σε μια καλύβα κοντά στο σπίτι.

«Το να μαζέψεις όλες αυτές τις πληροφορίες ενώ σε δέρνουν, λέγεται πειθαρχία», είπε ο δον Χουάν. «Ο αρχιεργάτης ήταν ένα κάθαρμα. Δεν είχε τίποτα καλό επάνω του. Σύμφωνα με τους νέους μάντεις, ένας τέλειος μικρός τύραννος δεν έχει τίποτα το καλό».

Ο δον Χουάν είπε ότι τα άλλα δύο συστατικά της πολεμικότητας, υπομονή και χρονισμός, που δεν τα είχε ακόμα αποκτήσει, είχαν αυτόματα αποτελέσει μέρος της στρατηγικής του ευεργέτη του. Η υπομονή είναι να περιμένεις -χωρίς βιασύνη, χωρίς άγχος – μια ευχάριστη αναβολή αυτού που θα γίνει.

«Πάσχιζα μέρα με τη μέρα», συνέχισε ο δον Χουάν, «καμιά φορά κλαίγοντας κάτω από το μαστίγιο του αρχιεργάτη. Και όμως, ήμουν ευτυχισμένος. Η στρατηγική του ευεργέτη μου ήταν αυτή που με έκανε να περνάω από μέρα σε μέρα, χωρίς να τον μισώ. Ήμουν πολεμιστής. Ήξερα ότι περιμένω και ήξερα τι περίμενα. Εκεί βρίσκεται η μεγάλη χαρά του να είσαι πολεμιστής».

Πρόσθεσε ότι η στρατηγική του ευεργέτη του απαιτούσε τη συστηματική παρενόχληση του αρχιεργάτη, με τον να καλύπτεται πίσω από κάποιον ανώτερο, όπως είχαν κάνει και οι μάντεις της κατοχής, καλυπτόμενοι πίσω από την καθολική εκκλησία. Ένας φτωχός παπάς, ήταν καμιά φορά πιο ισχυρός από έναν ευγενή.

Η ασπίδα του δον Χουάν ήταν η γυναίκα που του είχε βρει τη δουλειά. Γονάτιζε μπροστά της και τη φώναζε αγία, κάθε φορά που την έβλεπε. Την ικέτευσε να του δώσει το μετάλλιο του φύλακα αγίου της έτσι ώστε να προσεύχεται σ’ αυτόν για την υγεία και την ευτυχία της.

«Μου έδωσε ένα», είπε ο δον Χουάν, «και αυτό τάραξε πολύ τον αρχιεργάτη. Και όταν έβαλα τους υπηρέτες να προσεύχονται το βράδυ, κόντεψε να πάθει καρδιακή προσβολή. Νομίζω ότι τότε αποφάσισε να με σκοτώσει. Δεν μπορούσε να με αφήσει να συνεχίσω.

»Σαν αντίμετρο, οργάνωσα μιαν ολονυκτία ανάμεσα στους υπηρέτες του σπιτιού. Η κυρία πίστευε ότι ήμουν ένας πολύ ευλαβής άνθρωπος.

»Δεν κοιμόμουν βαριά μετά απ’ αυτό, ούτε κοιμόμουν στο κρεβάτι μου. Κάθε βράδυ σκαρφάλωνα στη στέγη. Από εκεί τον είδα δύο φορές να με ψάχνει μέσα στη νύχτα, με το φόνο να γυαλίζει στα μάτια του.

»Κάθε μέρα με έστελνε στα χωρίσματα των αλόγων, ελπίζοντας ότι θα με τσαλαπατούσαν μέχρι θανάτου, αλλά εγώ είχα μερικές βαριές σανίδες που έστηνα σε μια γωνιά και προφυλαγόμουν από πίσω τους. Ο αρχιεργάτης ποτέ δεν το έμαθε, γιατί τα άλογα του έφερναν αηδία – άλλη μια από τις αδυναμίες του, η πιο θανάσιμη, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα».

Ο δον Χουάν είπε ότι ο χρονισμός, είναι αυτό που προσδιορίζει τη στιγμή της απελευθέρωσης όλων αυτών που συγκρατείς μέσα σου. Έλεγχος, πειθαρχία, και υπομονή είναι σαν ένα φράγμα πίσω από το οποίο λιμνάζουν τα πάντα. Ο χρονισμός είναι η πόρτα του φράγματος.

Ο αρχιεργάτης γνώριζε μόνο τη βία, με την οποία τρομοκρατούσε. Αν εξουδετερωνόταν η βία του, γινόταν σχεδόν ακίνδυνος. Ο δον Χουάν ήξερε ότι ο αρχιεργάτης δε θα τολμούσε να τον σκοτώσει μπροστά στο σπίτι, έτσι μια μέρα, μπροστά σε όλους τους εργάτες, αλλά και σε σημείο όπου μπορούσε να τον δει η γυναίκα του αφεντικού του, τον προσέβαλε. Τον αποκάλεσε δειλό, που φοβόταν θανάσιμα τη γυναίκα του αφεντικού.

Η στρατηγική του ευεργέτη του προέβλεπε ότι θα έπρεπε να περιμένει να εμφανιστεί μια τέτοια ευκαιρία, για να την εκμεταλλευτεί ανατρέποντας έτσι την κατάσταση. Έτσι γίνεται συνήθως με κάτι ξαφνικό. Ο τελευταίος των σκλάβων ξαφνικά κοροϊδεύει τον τύραννό του, τον προκαλεί και τον κάνει να αισθάνεται γελοίος μπροστά σε μάρτυρες, και μετά απομακρύνεται χωρίς να του δώσει καιρό να αντεπιτεθεί.

«Την άλλη στιγμή ο αρχιεργάτης τρελάθηκε από την οργή του, αλλά εγώ είχα ήδη γονατίσει μπροστά στην κυρά», συνέχισε.

Ο δον Χουάν είπε ότι όταν η κυρία γύρισε στο σπίτι, ο αρχιεργάτης και οι φίλοι του τον φώναξαν στο πίσω μέρος, δήθεν για να κάνει κάποια δουλειά. Ο αρχιεργάτης ήταν πολύ χλωμός από το θυμό. Από τον ήχο της φωνής του, ο δον Χουάν κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει. Ο δον Χουαν προσποιήθηκε ότι δεχόταν, αλλά αντί να πάει προς την πίσω αυλή, έτρεξε προς τους στάβλους. Ήταν σίγουρος ότι τα άλογα θα έκαναν τέτοια φασαρία, που οι ιδιοκτήτες θα έβγαιναν να δουν τι συνέβαινε. Ήξερε ότι ο αρχιεργάτης δε θα τολμούσε να τον πυροβολήσει. Κάτι τέτοιο θα έκανε πολύ φασαρία και ο φόβος να χάσει τη δουλειά του, τον συγκρατούσε. Ο δον Χουάν ήξερε επίσης ότι ο αρχιεργάτης δε θα πήγαινε εκεί που ήταν τα άλογα – εκτός αν τον πίεζε πέρα από το ανώτατο σημείο της αντοχής του.

«Πήδηξα μέσα στο χώρισμα του πιο άγριου βαρβάτου», είπε ο δον Χουάν «και ο μικρός τύραννος, τυφλωμένος από την οργή, έβγαλε το μαχαίρι του και με ακολούθησε. Αμέσως κρύφτηκα πίσω από τις σανίδες μου. Το άλογο τον κλώτσησε μια φορά και όλα τελείωσαν.

»Είχα μείνει έξι μήνες στο σπίτι, και σ’ αυτή την περίοδο είχα χρησιμοποιήσει τα τέσσερα συστατικά της Τοτεμικότητας. Χάρη σ΄ αυτά είχα πετύχει. Ούτε μια φορά δεν είχα λυπηθεί τον εαυτό μου, ούτε είχα κλάψει από την αδυναμία μου να αντιδράσω. Ήμουν χαρούμενος και ήρεμος. Ο έλεγχος και η πειθαρχία μου παρέμεναν όπως πάντα, και είχα ένα παράδειγμα του τι μπορεί να κάνει η επιμονή και ο χρονισμός για τους άψογους πολεμιστές. Και ούτε για μια στιγμή δεν είχα επιδιώξει τον θάνατο του αρχιεργάτη.

»Ο ευεργέτης μου μου εξήγησε κάτι πολύ ενδιαφέρον. Η υπομονή σημαίνει να συγκρατείς με το πνεύμα κάτι που ξέρεις ότι πρέπει να συμβεί. Δε σημαίνει ότι ο πολεμιστής σχεδιάζει να κάνει κακό σε κάποιον, ή να ξεκαθαρίσει παλιούς λογαριασμούς. Η υπομονή είναι κάτι το ανεξάρτητο. Όσο ο πολεμιστής έχει έλεγχο, πειθαρχία και χρονισμό, η υπομονή εξασφαλίζει ότι θα γίνει αυτό που πρέπει, σε όποιον το αξίζει».

«Υπάρχει περίπτωση να νικάνε οι μικροί τύραννοι και να καταστρέφουν τον πολεμιστή που τους αντιμετωπίζει;» ρώτησα.

«Φυσικά. Υπήρχε μια εποχή που οι πολεμιστές πέθαιναν σαν μύγες, στην αρχή της κατοχής. Είχαν αποδεκατιστεί. Οι μικροί τύραννοι μπορούσαν να θανατώσουν οποιονδήποτε, όποτε τους ερχόταν. Κάτω από τέτοιες πιέσεις, οι μάντεις έφθασαν στο απόγειο των ικανοτήτων τους».

Ο δον Χουάν είπε ότι εκείνη την εποχή, οι μάντεις που επιζούσαν, έπρεπε να παλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις, για να βρουν καινούργιες τεχνικές.

«Οι νέοι μάντεις χρησιμοποιούσαν μικρούς τυράννους», είπε ο δον Χουάν κοιτάζοντάς με επίμονα, «όχι μόνο για να ξεφορτωθούν τον εγωισμό τους, αλλά και για να πετύχουν την πολύ εξευγενισμένη κίνηση του να φύγουν απ’ αυτόν τον κόσμο. Θα καταλάβεις αυτή την κίνηση, καθώς θα συνεχίσουμε να συζητάμε την κυριαρχία της συνείδησης».

Εξήγησα στον δον Χουάν ότι αυτό που ήθελα να μάθω, ήταν αν στο παρόν, στη δική μας εποχή, οι μικροί τύραννοι που εκείνος αποκαλούσε «μικροπράγματα», μπορούσαν να νικήσουν ένα πολεμιστή.

«Φυσικά», απάντησε. «Οι συνέπειες όμως, δεν είναι τόσο σοβαρές όσο στο παρελθόν. Σήμερα εννοείται ότι οι πολεμιστές έχουν πάντα την ευκαιρία να συνέλθουν, ή να αποσυρθούν και να ξαναγυρίσουν. Αλλά υπάρχει και μια άλλη πλευρά στο πρόβλημα. Το να νικηθείς από έναν ασήμαντο μικρό τύραννο δεν είναι θανάσιμο, αλλά είναι εξευτελιστικό. Η θνησιμότητα, με μεταφορική έννοια, είναι σχεδόν το ίδιο υψηλή. Εννοώ ότι οι πολεμιστές που υποκύπτουν σε έναν ασήμαντο μικρό τύραννο, εξολοθρεύονται από την δική τους αίσθηση της αποτυχίας και της ανεπάρκειας. Αυτό για μένα σημαίνει μεγάλη θνησιμότητα».

«Πως μετράτε την αποτυχία;»

«Όποιος ενώνεται με τον μικρό τύραννο, είναι νικημένος. Το να ενεργείς με θυμό, χωρίς έλεγχο και πειθαρχία, το να μην έχεις υπομονή, σημαίνει ήττα!»

«Τι συμβαίνει όταν ηττηθούν οι πολεμιστές;»

«Ή ανασυντάσσονται, ή εγκαταλείπουν την επιδίωξη της γνώσης και μπαίνουν για πάντα στις τάξεις των μικρών τυράννων».