Περικλής ο Αθηναίος και η γέννηση της δημοκρατίας
ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΧΕΙ ΕΙΠΩΘΕΙ ΠΩΣ: «ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΔΡΕΣ Εχουν δύο ζωές· η μία διαρκεί όσο εργάζονται σε τούτη εδώ τη γη· η δεύτερη αρχίζει τη μέρα που πεθαίνουν και συνεχίζεται όσο οι ιδέες και τα οράματά τους παραμένουν ζωντανά».[1] Το ίδιο ισχύει και για τον Περικλή. Όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι ηγέτες, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό το οποίο κανείς δεν ήταν σε θέση να το καλύψει. Οι πολιτικοί της Αθήνας σύντομα στράφηκαν και πάλι στους ανταγωνισμούς του παρελθόντος, καθώς οι επιφανέστεροι άνδρες ανταγωνίζονταν για τη θέση που είχε αφήσει κενή ο Περικλής. Επειδή όμως εκείνοι δεν διέθεταν το ξεχωριστό του κύρος, ο ανταγωνισμός τους είχε τα τυπικά γνωρίσματα των δημοκρατικών αναμετρήσεων, τουτέστιν προσπαθούσαν να βρουν νέους τρόπους για να ευχαριστήσουν και να κολακέψουν τους ψηφοφόρους.
Ο Θουκυδίδης θεώρησε αυτούς τους διαδόχους αποτυχημένους και ισχυρίστηκε ότι η ανεπάρκεια της ηγεσίας τους ήταν υπεύθυνη για την ήττα της Αθήνας στον Πόλεμο. Οι προσωπικές τους φιλοδοξίες και η απληστία τους τους ανάγκασαν όχι απλώς να εγκαταλείψουν τη στρατηγική του Περικλή, αλλά και να προβούν σε πολιτικές επιλογές που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Αθήνας. «Τα όσα αναλάμβαναν, αν πετύχαιναν, προσπόριζαν όφελος και τιμές σε ιδιώτες, αν όμως αποτύχαιναν, έβλαπταν την Αθήνα και τη διεξαγωγή του πολέμου» (Θουκυδίδης 2.65.7). Αυτή η κρίση είναι υπερβολικά αυστηρή, γιατί οι διάδοχοι παρέλαβαν μιαν απελπιστική κατάσταση και κάποιοι από αυτούς – αν όχι όλοι – ακλούθησαν την πολιτική που θεωρούσαν καλύτερη για την Αθήνα. Κανείς τους, όμως, δεν συνδύαζε τα απαραίτητα προσόντα του ηγέτη που απαιτούνταν εκείνη την ώρα. Κανείς δεν διέθετε τις αρετές και την εμπειρία που έπρεπε να έχει για να γίνει «πρώτος ανήρ» με όλη τη σημασία της λέξης, όπως ήταν ο Περικλής. Κι όμως, ο καθένας με τον τρόπο του, φαίνεται ότι προσπάθησαν συνειδητά να μιμηθούν κάποιες από τις αρετές του Περικλή.
Ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας στα αμέσως επόμενα χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή ήταν ο Νικίας. Είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή κι έδειχνε ότι ήταν άξιος διάδοχός του, γιατί παρέμενε πιστός στη στρατηγική του. Αυτό προκάλεσε την εχθρότητα του Κλέωνα, ο οποίος ήταν οπαδός μιας πιο επιθετικής στρατηγικής κι εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον του, όπως είχε κάνει και με τον Περικλή. Χωρίς να διαθέτει το ανάστημα και τη ρητορική δεινότητα του μεγάλου ανδρός, ο Νικίας προσπάθησε εντούτοις να μιμηθεί το ύφος του. Έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει έμφαση στις ομοιότητες, όντας ακατάδεχτος στην ιδιωτική του ζωή και αποφεύγοντας τα συμπόσια, τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ακόμη και τις συζητήσεις. Ο Νικίας, όπως και ο Περικλής, ριχνόταν με πάθος στη δουλειά, είτε υπηρετούσε ως στρατηγός είτε ως απλό μέλος της Εκκλησίας του Δήμου. Έβαζε τους φίλους του να στέκονται στην πόρτα του σπιτιού του και να ζητούν συγγνώμη από τους επισκέπτες, επειδή «εκείνη τη στιγμή ο Νικίας ήταν απασχολημένος με σπουδαία ζητήματα της πόλης» (Πλούταρχος, Νικίας 5.2). Επίσης, είχε προσλάβει κι έναν υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Πλούταρχος τον αποκαλεί «βασικό συμπρωταγωνιστή του Νικία» σε όλο αυτό το θέατρο και αναφέρει ότι «συνεργαζόταν μαζί του για να τον περιβάλλει με κύρος και φήμη». Αυτός ο άνθρωπος, ο Ιέρων, είχε αναλάβει να διαδίδει διάφορες ιστορίες που έδειχναν πόσο δύσκολες ώρες περνούσε ο Νικίας για να υπηρετήσει την πόλη:
Ακόμη και όταν βρίσκεται στο λουτρό ή δειπνεί, όλο και κάποια δημόσια υπόθεση θα τον απασχολεί. Παραμελεί την προσωπική του ζωή σκεπτόμενος διαρκώς το κοινό συμφέρον και σπανίως πέφτει για ύπνο πριν από τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό και το σώμα του δεν είναι σε καλή κατάσταση και δεν συμπεριφέρεται ευγενικά κι ευχάριστα στους φίλους του, αντίθετα έχει χάσει και φίλους και χρήματα υπηρετώντας την πόλη. Άλλοι κερδίζουν φιλίες και πλουτίζουν από του βήματος, ενώ καλοπερνούν και παίζουν με τα συμφέροντα της πόλης. (5.3.4)
Επρόκειτο, βεβαίως, για μια καρικατούρα της αγέρωχης συμπεριφοράς που ήταν έμφυτη στον Περικλή και σύντομα φάνηκε ότι ο Νικίας δεν διέθετε ούτε τη διορατικότητα ούτε τη ρητορική πειθώ του προκατόχου του. Όμως ο Νικίας ήταν ακλόνητος πατριώτης και απολύτως αδιάφθορος. Έζησε άλλα δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή και σε αυτό το διάστημα συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στην Αθήνα, κατά έναν μεγάλο βαθμό επειδή είχε επιτύχει να συνδεθεί με το πρότυπό του.
Όλως παραδόξως, η σκιά του Περικλή επέδρασε ακόμη και στον Κλέωνα, τον άνθρωπο που είχε επιτεθεί με τόση δριμύτητα στον ίδιο και στην πολιτική του. Ο Κλέων ήταν το αντίθετο του Περικλή σχεδόν στα πάντα. Ενώ ο Περικλής συμπεριφερόταν με ατάραχη αυτοσυγκράτηση, ο Κλέων περιγράφεται ως «βιαιότατος» (Θουκυδίδης 3. 36.6). Ο Περικλής προσπαθούσε να είναι μετριοπαθής και στη συμπεριφορά του απέναντι στους συμμάχους και σε ό,τι αφορούσε τους πολεμικούς στόχους της πόλης· ο Κλέων υποστήριζε ότι οι αποστάτες έπρεπε να τιμωρούνται παραδειγματικά, ενώ τασσόταν υπέρ της επιθετικής στρατηγικής και πρότεινε πολεμικούς στόχους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν παρά μόνον με μεγάλες θυσίες. Ο Περικλής ενθάρρυνε τον ελεύθερο διάλογο για τα σημαντικά θέματα και ήταν ανοιχτός στις καινούργιες ιδέες. Ο Κλέων κατηγορούσε τους Αθηναίους για την προθυμία τους να εμπλέκονται σε παρατεταμένες συζητήσεις, να ακούνε πολλές διαφορετικές απόψεις και να αλλάζουν γνώμη κάθε φορά που πείθονταν από ένα καινούργιο επιχείρημα.
Κι όμως, ο Κλέων, αυτός ο περιβόητος δημαγωγός, συνήθιζε να αντιγράφει την πολιτική του Περικλή αγνοώντας ή ακόμη και επιπλήττοντας την πλειονότητα όποτε θεωρούσε ότι είχε άδικο. Μια φορά άρχισε την ομιλία του λέγοντας: «Μένω σταθερός στην ίδια γνώμη που είχα και πριν», σχεδόν επαναλαμβάνοντας τα λόγια που είχε πει ο Περικλής όταν είχε έρθει σε σύγκρουση με την πλειονότητα τις παραμονές του Πολέμου. Σ’ αυτόν τον λόγο, ο Κλέων κατηγόρησε τους ίδιους τους Αθηναίους για τα δεινά τους, όπως είχε κάνει πλειστάκις και ο Περικλής. Είχε την εξυπνάδα να μιμηθεί τους τρόπους και το ύφος του Περικλή, παρ’ όλο που επεδίωκε τελείως διαφορετικούς στόχους από εκείνον.
Όσο για τον Αλκιβιάδη, επόμενο ήταν ο προστατευόμενος του Περικλή, που είχε μεγαλώσει στο σπίτι του σπουδαίου ηγέτη, να επηρεαστεί επίσης από εκείνον. Τα χαρίσματα που είχε ως παιδί, η ιδιοσυγκρασία του και το μεγαλείο του πατέρα του θα τον οδηγούσαν, ούτως ή άλλως, σε μια πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία. Όμως όλες οι μαρτυρίες δείχνουν ότι το παράδειγμα του κηδεμόνα του ήταν αυτό που τον καθόρισε και τον κατηύθυνε. Η παιδική του ηλικία συνέπεσε με την ακμή της σταδιοδρομίας του Περικλή, όταν εκείνος ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Η προσωπική του φιλοδοξία και η ενθάρρυνση των φίλων του έκαναν τον Αλκιβιάδη να προσβλέπει σε μια σταδιοδρομία που δεν θα ήταν απλώς σπουδαία, αλλά θα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του κηδεμόνα του.
Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε με λαμπρό τρόπο όταν, όπως και ο Περικλής, εξελέγη στρατηγός λίγο μετά τα τριάντα του χρόνια. Ύστερα από τον θάνατο του Κλέωνα, έγινε ο ηγέτης της παράταξης που αντιτασσόταν στον Νικία και στην πολιτική του, η οποία υποστήριζε την ειρηνική συνύπαρξη με τους Σπαρτιάτες. Ο Αλκιβιάδης επεδίωκε ακριβώς το αντίθετο, τη δημιουργία μιας συμμαχίας ανάμεσα στην Αθήνα, στο Άργος και σε άλλους εχθρούς της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, ακολουθώντας μια στρατηγική που είχε ως πρότυπο τη στρατηγική του Περικλή κατά τον Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Λίγο έλειψε να βγάλει τη Σπάρτη εκτός μάχης και να χαρίσει μια ολοκληρωτική νίκη στην Αθήνα, πλην όμως ηττήθηκε στη μάχη της Μαντίνειας το 418.
Αυτό συνέβη, εν μέρει, επειδή ούτε ο Αλκιβιάδης ούτε ο Νικίας, ούτε οποιοσδήποτε άλλος Αθηναίος είχαν το πολιτικό έρεισμα που θα τους επέτρεπε να εφαρμόσουν την πολιτική τους αν έρχονταν αντιμέτωποι έστω και με μία αντιξοότητα. Η Αθήνα χρειαζόταν επειγόντως έναν Περικλή για να ενώσει τον λαό και να τον κατευθύνει με σταθερότητα και συνέπεια προς τη μία ή την άλλη πολιτική. Χωρίς συνετή και αποτελεσματική ηγεσία, η δημοκρατία παρέπαιε άσκοπα μεταξύ καταστροφικής αγριότητας και αυτοκαταστροφικού τυχοδιωκτισμού. Το χειρότερο, ίσως, παράδειγμα είναι αυτό των κατοίκων της Μήλου, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν τηρήσει αποστάσεις από την Αθήνα και τη συμμαχία της και για περισσότερα από εξήντα χρόνια οι Αθηναίοι τους το είχαν επιτρέψει. Καμιά επείγουσα ανάγκη δεν υποχρέωνε τους Αθηναίους να αλλάξουν πολιτική, όμως το 416 η αυξανόμενη απογοήτευση τους τους ώθησε να διατάξουν τη Μήλο να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Ηγεμονία. Όταν οι Μήλιοι αρνήθηκαν, οι Αθηναίοι πολιόρκησαν το νησί. Αφού οι Μήλιοι τελικά παραδόθηκαν, οι νικητές Αθηναίοι σκότωσαν όλους τους άνδρες και πούλησαν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους. Αυτή ήταν η πιο περιβόητη ωμότητα που διέπραξαν ποτέ οι Αθηναίοι και δεν έπαψε να κηλιδώνει τη φήμη τους ανά τους αιώνες. Ποτέ δεν είχαν διαπράξει κάτι ανάλογο την εποχή του Περικλή, ακόμη κι όταν σοβαρές εξεγέρσεις απείλησαν τη δύναμη και την επιβίωσή τους.
Την επόμενη χρονιά, ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν τρόπο για να επικρατήσει, ο Αλκιβιάδης πρότεινε μια εκστρατεία για τον έλεγχο του μακρινού, αλλά πλούσιου νησιού της Σικελίας. Σε τέτοιου είδους περιπέτειες ο Περικλής ήταν πάντοτε αντίθετος. Και ο Νικίας ήταν αντίθετος, αλλά η προσπάθειά του να υπονομεύσει το σχέδιο είχε ως μόνο αποτέλεσμα να σταλεί μια εκστρατευτική δύναμη πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που προτάθηκε αρχικά. Έτσι αυτό που θα μπορούσε να αποδειχτεί μικρό λάθος εξελίχθηκε σε μεγάλη καταστροφή. Ο Αλκιβιάδης δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία ερήμην το 413, βρέθηκε εξόριστος στη Σπάρτη. Ο Νικίας είχε πεθάνει, όπως και χιλιάδες στρατιώτες, Αθηναίοι και σύμμαχοι– το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου είχε βυθιστεί στα νερά της Σικελίας και το δημόσιο ταμείο ήταν σχεδόν άδειο. Όλα έδειχναν πως οι Αθηναίοι είχαν ηττηθεί. Οι σύμμαχοί τους εξεγέρθηκαν, οι Σπαρτιάτες ήταν βέβαιοι ότι θα νικούσαν εύκολα και γρήγορα, και ακόμη κι αυτοί που είχαν μείνει ουδέτεροι σχεδίαζαν να συνταχτούν με το μέρος τους για να μοιραστούν τα λάφυρα.
Εκείνη τη δύσκολη ώρα, ο ίδιος ο αθηναϊκός λαός απέδειξε ότι είχε διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση και την επιρροή του Περικλή. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για έναν συνετό και αξιόπιστο πολιτικό ηγέτη του αναστήματος του κι εφόσον δεν υπήρχε κάποια χαρισματική προσωπικότητα γι’ αυτόν τον ρόλο, οι Αθηναίοι επινόησαν ένα νέο τέχνασμα προκειμένου να εξασφαλίσουν καθοδήγηση και σταθερότητα. Αποφάσισαν με την ψήφο τους «να εκλέξουν ένα σώμα Γερόντων προβούλων, οι οποίοι θα τους συμβούλευαν και θα νομοθετούσαν σύμφωνα με τις περιστάσεις» (Θουκυδίδης 8.1.3). Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, αλλά και κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, είδαν αυτό το τέχνασμα ως απομάκρυνση από τη δημοκρατία, επειδή αυτό το συμβούλιο των σαράντα Γερόντων ήταν σε θέση να περιορίσει την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων, δηλαδή της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής. Όμως αυτή η άποψη είναι σαφέστατα λανθασμένη. Η Εκκλησία του Δήμου επέλεξε ελεύθερα και χωρίς καμία απολύτως πίεση να καθιερώσει το συμβούλιο αυτό ανταποκρινόμενη σε μια επείγουσα κατάσταση, και τα μέλη του εξελέγησαν ελεύθερα.
Μόνον δύο από τα ονόματα των σαράντα ανδρών μάς είναι γνωστά, ο Άγνων και ο Σοφοκλής, όμως στη σκέψη του λαού και οι δύο ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον Περικλή. Ο Άγνων είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή τουλάχιστον τρεις φορές, στη Σάμο το 440 και σε άλλες εμπόλεμες περιοχές το 430 και το 429. Το 438 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση του Περικλή από τις επιθέσεις των πολιτικών του εχθρών και το 437 είχε γίνει οικιστής μιας σπουδαίας αποικίας, της Αμφίπολης. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής είχε φέρει εις πέρας μια λεπτή διπλωματική αποστολή για λογαριασμό του Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαμιακού Πολέμου και ήταν ευρέως γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με εκείνον.[2] Προφανώς οι Αθηναίοι συμπεριέλαβαν όσο το δυνατόν περισσότερους παλαιούς οπαδούς του Περικλή στο νέο συμβούλιο Γερόντων.
Ο Θουκυδίδης δεν υπήρξε θαυμαστής της μετά τον Περικλή Αθήνας, και ο έπαινός του για τις προσπάθειες των Αθηναίων το 413 είναι κάπως απρόθυμος: «Παρασυρόμενοι από τον φόβο της στιγμής, όπως συνηθίζει ο Δήμος, ήταν έτοιμοι να επιβάλουν τάξη στα πάντα» (8.1.4). Στην πραγματικότητα, η στάση της αθηναϊκής δημοκρατίας σε αυτήν την κρίση δείχνει ιδιαίτερα επηρεασμένη από τον Περικλή. Τον πρώτο χρόνο του Πολέμου, όταν ο Περικλής φοβόταν πως τα πάθη θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή ορθής πολιτικής, εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο προσωπικό κύρος του για να περιορίσει τη δημοκρατία αποφεύγοντας τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Τώρα η Εκκλησία του Δήμου, δρώντας σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα του Περικλή -αποφασιστική, πρακτική, συγκρατημένη, συνετή και φειδωλή-, δέχτηκε να θέσει η ίδια ένα όριο στον εαυτό της παραχωρώντας πρωτοφανείς εξουσίες σε ένα σώμα αποτελούμενο από αξιοσέβαστους και αξιόπιστους μετριοπαθείς πολιτικούς, οι οποίοι είχαν μαθητεύσει στην παράδοση του Περικλή. Επίσης επέδειξαν αξιοσημείωτη ακεραιότητα σε δημοσιονομικά θέματα. «Αποφάσισαν, όσο τους το επέτρεπε η κατάσταση, να μην υποχωρήσουν αλλά να ετοιμάσουν στόλο, εξασφαλίζοντας ξυλεία και χρήματα από όπου μπορούσαν, για να φροντίσουν την ασφάλεια της συμμαχίας τους … και να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες» (8.1.3).
Με τη βοήθεια των προβούλων, οι Αθηναίοι πέτυχαν μια εντυπωσιακή ανάκαμψη. Ήταν έτοιμοι να καταστείλουν τις αποστασίες στη συμμαχία τους και να εκδιώξουν τον πελοποννησιακό στόλο από τις θάλασσες. Όμως η παρέμβαση των Περσών στο πλευρό της Σπάρτης έδωσε νέα δύναμη στον εχθρό. Οι Αθηναίοι έμοιαζε να μην έχουν καμιά πιθανότητα να νικήσουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία, αν αυτή διέθετε την υποστήριξη του Μεγάλου Βασιλιά. Στο μεταξύ, ο Αλκιβιάδης είχε δραπετεύσει από τη Σπάρτη για να αποφύγει τη θανατική ποινή και υπηρετούσε ως προσωπικός σύμβουλος του Τισσαφέρνη, του Πέρση σατράπη που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις για τη νέα συμφωνία με τη Σπάρτη. Ο Αλκιβιάδης ήταν πρόθυμος να επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά αυτό ήταν αδύνατον να συμβεί όσο υπήρχε η δημοκρατία, γιατί σοβαρές ποινικές κατηγορίες εκκρεμούσαν ακόμη εις βάρος του. Ήρθε σε διαπραγματεύσεις με κάποιους Αθηναίους στο Αιγαίο, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα έπειθε τον Τισσαφέρνη και τους Πέρσες να υποστηρίξουν την Αθήνα αν ανατρεπόταν η δημοκρατία και ο ίδιος επέστρεφε στην Αθήνα. Ακόμη και καλοί πατριώτες και οπαδοί της δημοκρατίας ήταν έτοιμοι να δεχτούν την επιστροφή του υπό αυτούς τους όρους, εφόσον αυτή θα τους εξασφάλιζε την περσική βοήθεια, τη νίκη και τη σωτηρία. Ακολούθησε ένα επιτυχές πραξικόπημα το 411 και η καθιέρωση της δικτατορίας των Τετρακοσίων αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανατρεπόταν η δημοκρατία στην Αθήνα μετά από έναν αιώνα.
Η κυρίαρχη παράταξη μεταξύ των Τετρακοσίων σύντομα απέδειξε ότι τα μέλη της ήταν γνήσιοι ολιγαρχικοί και εχθροί της δημοκρατίας. Εγκαινίασαν μια περίοδο εκτελέσεων και τρομοκρατίας με στόχο τους δημοκρατικούς και τους μετριοπαθείς πολίτες κι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πόλη στους Σπαρτιάτες, όταν οι μετριοπαθείς αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Μόλις τέσσερις μήνες μετά το πραξικόπημα, οι Τετρακόσιοι αντικαταστάθηκαν από μια ευρύτερη κυβέρνηση και μέσα σε έναν χρόνο η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Αυτή η αποκατεστημένη δημοκρατία δεν γέννησε μεγάλους ηγέτες, διέπραξε λάθη και, τελικά, έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Για όλα αυτά στηλιτεύθηκε στην αρχαιότητα και βρήκε ελάχιστους υποστηρικτές ανά τους αιώνες. Κι όμως τα επιτεύγματά της ήταν σημαντικά, το θάρρος και η αποφασιστικότητά της αξιοσημείωτα– στην πραγματικότητα, εξάλλου, λίγο έλειψε να νικήσει. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί γι’ αυτήν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής:
Ακόμη και μετά την καταστροφή στη Σικελία, όπου έχασαν όλον τον στρατό που είχαν στείλει και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, κι ενώ άρχιζε ένας εσωτερικός σπαραγμός, κατόρθωσαν να αντέξουν οκτώ ολόκληρα χρόνια πολεμώντας, όχι μόνον εναντίον όσων αρχικά ήταν εχθροί τους, αλλά και εναντίον όσων από τη Σικελία ενώθηκαν με τους εχθρούς τους και εναντίον των δικών τους συμμάχων, που αργότερα επαναστάτησαν οι περισσότεροι, ακόμα και εναντίον του Κύρου, του γιου του Μεγάλου Βασιλέως, που έδινε χρήματα στους Πελοποννησίους για τον στόλο τους. Και δεν νικήθηκαν παρά μόνον όταν εξαντλήθηκαν από τον εσωτερικό σπαραγμό. (2.65.12- 13)
Ο Θουκυδίδης το επισημαίνει αυτό για να υποστηρίξει την πρόβλεψη του Περικλή ότι οι Αθηναίοι θα κέρδιζαν εύκολα τον Πόλεμο αν ακολουθούσαν την αρχική του στρατηγική. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε με αυτήν την άποψη για να συμμεριστούμε τον θαυμασμό του μεγάλου ιστορικού απέναντι στη σπάνια αντοχή και στο θάρρος που επέδειξε η αθηναϊκή δημοκρατία, ακόμη και μετά την απώλεια του ηγέτη της. Αντιθέτως, δικαιούμαστε να εκπλαγούμε από την αφοσίωσή της στο όραμά του για τη δημοκρατία, το οποίο υπηρέτησε πιστά και στις πιο δύσκολες ώρες. Αυτή η αφοσίωση παρέμεινε ακλόνητη ακόμη και όταν η ήττα είχε στερήσει από τους Αθηναίους την ηγεμονία τους, την αυτονομία τους και τη δημοκρατία τους.
To 404, οι Σπαρτιάτες επέβαλαν αυστηρούς όρους υποταγής στους ηττημένους και λιμοκτονούντες Αθηναίους. Οι ηττημένοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τη συμμαχία τους και τον στόλο τους· ένα μέρος του αμυντικού τείχους της πόλης γκρεμίστηκε– και οι Αθηναίοι έχασαν τον έλεγχο της εξωτερικής τους πολιτικής εφόσον η πόλη τους έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, δίνοντας την υπόσχεση ότι «θα ακολουθεί τους Σπαρτιάτες όπου κι αν την οδηγήσουν». Εν συνεχεία, οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν μια κυβέρνηση αχυρανθρώπων ολιγαρχικών στους οποίους, λόγω της σκληρότητας τους, δόθηκε η ονομασία «Τριάκοντα Τύραννοι». Το νέο καθεστώς σύντομα εγκαινίασε μια νέα περίοδο τρομοκρατίας με γενικευμένες δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις, στρεφόμενο αρχικά, για πολιτικούς λόγους, ενάντια σε γνωστούς δημοκρατικούς ηγέτες, κατόπιν ενάντια στους πλούσιους πολίτες, αποσκοπώντας στο κέρδος, προτού επιτεθεί στο τέλος και κατά των μετριοπαθών, ακόμη και όσων ανήκαν στις τάξεις του, οι οποίοι διαμαρτύρονταν γι’ αυτές τις ωμότητες. Καθώς το μίσος και η αντίσταση του λαού μεγάλωναν, οι Τριάκοντα αναγκάστηκαν να φέρουν μια σπαρτιατική φρουρά προκειμένου να προστατευθούν από τους συμπολίτες τους.
Έχοντας αναλάβει τον έλεγχο της πρώην Αθηναϊκής Ηγεμονίας, οι Σπαρτιάτες κυριαρχούσαν πλέον στον ελληνικό κόσμο. Έδειχναν πως είχαν εδραιωθεί στην εξουσία καταστέλλοντας παντού τη δημοκρατία και αντικαθιστώντας τη με πειθήνιες ολιγαρχικές κυβερνήσεις. Ακόμη και η ίδια η Αθήνα αποτελούσε κατεχόμενο έδαφος, στο οποίο και η παραμικρή υποψία συμπάθειας προς τη δημοκρατία ήταν ικανή να οδηγήσει σε καταγγελίες και θανατώσεις. Η φλόγα της δημοκρατίας του Περικλή γι’ άλλη μια φορά φάνηκε να σβήνει τελείως.
Σε εκείνες τις δύσκολες ώρες, οι Αθηναίοι βρήκαν έναν ηγέτη στα μέτρα του Περικλή. Ο Θρασύβουλος, γιος του Λύκου, ήταν ένας από τους μετριοπαθείς πολιτικούς που ήθελαν να ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη στην Αθήνα για να σώσουν την πόλη και να κερδίσουν τον Πόλεμο. Όταν οι ολιγαρχικοί συνωμότες του 411 προσπάθησαν να επεκτείνουν το πραξικόπημά τους στη Σάμο, όπου ο Θρασύβουλος υπηρετούσε ως αρχηγός του αθηναϊκού στόλου, εκείνος οδήγησε τους δημοκράτες αντιστασιακούς στη νίκη. Υπό το μετριοπαθές καθεστώς που διαδέχθηκε τους Τετρακοσίους, αλλά και αργότερα, αφού πια η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως, είχε μια λαμπρή παρουσία ως διοικητής των αθηναϊκών στόλων νικώντας στις σπουδαιότερες ναυμαχίες του Πολέμου. Ο Θρασύβουλος ήταν παιδί της δημοκρατίας του Περικλή και προϊόν της πολιτικής του παιδείας, είχε μαθητεύσει στην παράδοση του καθήκοντος και της αφοσίωσης στην Αθηναϊκή Ηγεμονία– σε αυτά τα ιδανικά παρέμεινε πιστός για όλη του τη ζωή.[3]
Μετά τη νίκη της Σπάρτης, οι επιλογές των Αθηναίων ήταν παρόμοιες με εκείνες των Γάλλων το 1940. Οι περισσότεροι Γάλλοι αποδέχθηκαν όσο ήταν δυνατόν την ήττα τους και τη γερμανική κατοχή και προσπάθησαν να συνεχίσουν τη ζωή τους όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Ορισμένοι επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς είτε λόγω πεποιθήσεων, είτε επειδή αυτό θα τους παρείχε ασφάλεια και ευκαιρίες, είτε επειδή ήλπιζαν ότι θα βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους καθιστώντας πιο ήπιες τις συνέπειες της κατοχής. Κάποιοι άλλοι Γάλλοι, πολύ λίγοι αριθμητικά, υπό την ηγεσία του Σαρλ Ντε Γκολ, αποφάσισαν αμέσως να παλέψουν για την απελευθέρωση, αναζητώντας στήριγμα και βοήθεια στη Μ. Βρετανία.
Ο Θρασύβουλος ήταν ο Αθηναίος Ντε Γκολ. Κατέφυγε στη Θήβα, η οποία παλιότερα ήταν εχθρός των Αθηναίων, αλλά τώρα είχε αποξενωθεί από τη Σπάρτη. Εκεί, διάφοροι φυγάδες Αθηναίοι, δημοκράτες και πατριώτες συσπειρώθηκαν γύρω του και σχημάτισαν έναν μικρό στρατό, τον οποίο εκείνος εγκατέστησε σε ένα ορεινό φρούριο στα βόρεια σύνορα της Αθήνας. Όταν αποδείχτηκε ότι οι δυνάμεις των Τριάκοντα δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν τους επαναστάτες, οι περισσότεροι Αθηναίοι αναθάρρησαν και δραπέτευσαν από την πόλη για να συμμετάσχουν στην αντίσταση. Τελικά, ο Θρασύβουλος βρήκε τη δύναμη να βαδίσει κατά του Πειραιά, να τον καταλάβει και να νικήσει τον σπαρτιατικό στρατό ανακόπτοντας την προέλασή του. Οι Σπαρτιάτες προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και το 403 ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του αποκατέστησαν πλήρως τη δημοκρατία. Καθόλου παράξενο που οι Αθηναίοι τον τίμησαν όταν πέθανε θάβοντάς τον στο δημόσιο νεκροταφείο, κοντά στον τάφο του Περικλή.
Οργισμένοι με τις ωμότητες των Τριάκοντα, πολλοί πολίτες ήθελαν τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων και των συνεργατών τους. Αυτό θα σήμαινε δίκες, εκτελέσεις και εξορίες. Η Αθήνα θα διαλυόταν από τους κομματικούς αγώνες και τους εμφύλιους σπαραγμούς που είχαν καταστρέψει τη δημοκρατία σε τόσες άλλες ελληνικές πόλεις. Αντ’ αυτού, ο Θρασύβουλος ενώθηκε με άλλους μετριοπαθείς προκειμένου να επιβάλει μια αμνηστία, η οποία προστάτεψε τους πάντες εκτός από ελάχιστους εγκληματίες του χειρίστου είδους. Η άρτι αποκατεστημένη δημοκρατία τήρησε πιστά μια μετριοπαθή και συγκρατημένη πολιτική, γεγονός που αργότερα απέσπασε τους θερμούς επαίνους του Αριστοτέλη: «Η αντίδραση των [Αθηναίων δημοκρατικών] απέναντι στα δεινά του παρελθόντος, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα, φαίνεται πως ήταν η πιο έξοχη πολιτική στάση που επέδειξε ποτέ ένας λαός». Όχι απλώς υποστήριξαν και τήρησαν την αμνηστία, αλλά έφτασαν στο σημείο με έρανο να συγκεντρώσουν χρήματα για να επιστρέφουν στη Σπάρτη το ποσόν που είχαν δανειστεί οι Τριάκοντα προ- κειμένου να πολεμήσουν τους δημοκρατικούς. «Γιατί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποκαταστήσουν την κοινωνική αρμονία. Σε άλλες πόλεις, όταν αναλαμβάνουν οι δημοκρατικοί την εξουσία, ούτε καν διανοούνται να ξοδέψουν τις δικές τους περιουσίες· αρπάζουν και αναδιανέμουν τη γη των αντιπάλων τους» (Αθηναίων Πολιτεία 40.2-3). Η μετριοπάθεια των δημοκρατικών του 403 ανταμείφθηκε με επιτυχή συμφιλίωση των τάξεων και των παρατάξεων, η οποία επέτρεψε στην αθηναϊκή δημοκρατία να ευημερήσει χωρίς εμφυλίους πολέμους ή πραξικοπήματα σχεδόν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα.
Συνεπώς, το πνεύμα του Περικλή είχε θριαμβεύσει. Μισόν αιώνα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι μετριοπαθείς Αθηναίοι δημοκράτες εγκωμίαζαν τον ίδιο και τα επιτεύγματά του με τα πιο κολακευτικά λόγια: Ήταν ένας από τους σπουδαίους εκείνους άνδρες, όπως ο Σόλων, ο Κλεισθένης και ο Θεμιστοκλής, στους οποίους όφειλε η Αθήνα τη δημοκρατία και το μεγαλείο της. Ήταν αδιάφθορος, «έξοχος πολιτικός ηγέτης, άριστος ρήτορας, και είχε κοσμήσει την πόλη με τόσους ναούς, αναθήματα και κάθε είδους μνημεία, ώστε ακόμη και σήμερα όσοι έρχονται στην Αθήνα τη θεωρούν άξια να κυβερνήσει όχι μόνον τους Έλληνες, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο» (Ισοκράτης, Υπέρ Αντιδόσεως 234).
Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι αυτές οι ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες του Περικλή και της αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν κερδίσει τη μάχη. Οι ομολογίες πίστεως στις αρετές της δημοκρατίας είναι σήμερα πιο διαδεδομένες από ποτέ άλλοτε. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η προαιώνια διαμάχη μεταξύ της δημοκρατίας και των αντιπάλων της, η οποία ξεκίνησε στην αρχαία Αθήνα, έχει φτάσει στο τέλος της. Μια ματιά στις πηγές, όμως, θα οδηγούσε σε πιο νηφάλια συμπεράσματα.
Για περισσότερο από διακόσια χρόνια η δημοκρατία είχε πολλούς ισχυρούς εχθρούς και ελάχιστους φίλους. Σπουδαίοι διανοητές του αιώνα που διαδέχθηκε την εποχή του Περικλή καταδίκασαν τη δημοκρατία και χρησιμοποίησαν την Αθήνα ως απόδειξη για τα ολέθρια ελαττώματά της. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς απεικόνισαν τους ηγέτες της ως ιδιοτελείς δημαγωγούς οι οποίοι έβλαπταν το κοινό συμφέρον. Αποκάλεσαν τη δημοκρατία ασταθές πολίτευμα, θέατρο φθοροποιών αγώνων μεταξύ κομμάτων και παρατάξεων όπου η φτωχή πλειοψηφία ποδοπατούσε την πιο ευκατάστατη μειοψηφία αδιαφορώντας για τα δικαιώματα του ατόμου– η εγγενής της αστάθεια οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφυλίους πολέμους και ως εκ τούτου στην αναρχία και την τυραννία. Ο Πλάτων επιτέθηκε ευθέως στον Περικλή και κα- τέκρινε τους Αθηναίους που επαινούσαν τους δημοκράτες πολιτικούς:
Ο λαός λέει ότι εκείνοι έκαναν σπουδαία την πόλη και δεν βλέπει ότι αυτή εξωτερικά είναι διογκωμένη και από μέσα την κατατρώει ύπουλη αρρώστια εξαιτίας των προηγούμενων ηγετών της· γιατί εκείνοι γέμισαν την πόλη με λιμάνια και ναυστάθμους και φρούρια και φόρους και κάθε είδους ανοησίες, και δεν έχουν αφήσει χώρο για το μέτρο και τη δικαιοσύνη. Και όταν ξεσπάσει η κρίση της αρρώστιας, ο λαός θα κατηγορεί τους τότε συμβούλους του και θα επικροτεί τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα και τον Περικλή, οι οποίοι είναι οι πραγματικοί υπεύθυνοι για τις συμφορές του. (Γοργίας 518e-519a)
Αυτή η εχθρική απεικόνιση έμεινε χωρίς αντίπαλο μέχρι τον 1 8ο αιώνα και κυριάρχησε στη δυτική σκέψη. Ηγεμόνες και συγγραφείς από την Αναγέννηση έως και την εποχή του Διαφωτισμού συμμερίστηκαν την κριτική του Πλάτωνα, επειδή αυτή εξυπηρετούσε απόλυτα τα συμφέροντά τους. Βασιλείς, ευγενείς και συντηρητικοί υποστηρικτές της ιεραρχίας έτρεμαν τις συνέπειες που θα είχε η ανάθεση της εξουσίας στον «όχλο». Συγγραφείς και καλλιτέχνες φοβούνταν την υποβάθμιση του πολιτισμού σε ένα καθεστώς όπου εξουσιάζει ο μέσος άνθρωπος· θρησκευτικοί ηγέτες προέβλεψαν ότι η εξουσία της Εκκλησίας θα ήταν ασυμβίβαστη με μια κυβέρνηση του λαού – όλες οι ισχυρές δυνάμεις και οι θεσμοί της βασιλικής και αριστοκρατικής Ευρώπης ήταν αντίθετοι στην ιδέα της δημοκρατίας και δέχονταν πρόθυμα την άποψη ότι η Αθήνα του Περικλή υπήρξε μια πανωλεθρία.
Στις έντονες συζητήσεις που χαρακτήρισαν την εποχή του Διαφωτισμού και διαπότισαν τη Γαλλική Επανάσταση, η περίπτωση της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε συχνά ως αφοπλιστικό επιχείρημα κατά των υπερασπιστών της δημοκρατίας. Τόσο ισχυρή και διαδεδομένη ήταν αυτή η άποψη, ώστε ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι θεμελίωσαν την πιο επιτυχημένη και σταθερή δημοκρατία του κόσμου τη θεωρούσαν δεδομένη στις συζητήσεις τους για το αμερικανικό Σύνταγμα. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον[4] έφερε ως παράδειγμα τη σταδιοδρομία του Περικλή για να δείξει πόσο εύκολο είναι να καταχραστεί την εξουσία ένας δημοφιλής ηγέτης σε μια καθαρόαιμη δημοκρατία:
Άνθρωποι αυτού του είδους, ασχέτως αν ήταν ευνοούμενοι του βασιλέως ή του ναού, καταχράστηκαν πολλές φορές την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό τους· και χρησιμοποιώντας ως άλλοθι το συμφέρον του λαού, δεν δίστασαν να θυσιάσουν την ηρεμία του έθνους για το προσωπικό τους συμφέρον ή την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Ο περίφημος Περικλής, ενδίδοντας στη μνησικακία μιας πόρνης [της Ασπασίας] και θυσιάζοντας πολύ αίμα και μεγάλο μέρος από τις περιουσίες των συμπολιτών του, επιτέθηκε στην πόλη των Σαμνίων [sic], την υπέταξε και την κατέστρεψε … Ο ίδιος άνθρωπος, ωθούμενος από προσωπικά κίνητρα, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός του περίφημου όσο και ολέθριου πολέμου, ο οποίος αναφέρεται στα χρονικά των Ελλήνων με το όνομα Πελοποννησιακός Πόλεμος· ο πόλεμος αυτός … έληξε με την καταστροφή της αθηναϊκής πολιτείας.[5]
Ακόμη και ο Τζέιμς Μάντισον απηχεί την κρίση του Πλάτωνα για την αρχαία Αθήνα: «Τέτοιες δημοκρατίες ανέκαθεν ήταν εστίες αναταραχών και συγκρούσεων ποτέ δεν συμβιβάζονταν με την προσωπική ασφάλεια και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία– και εν γένει ο βίος τους υπήρξε τόσο βραχύς όσο βίαιος ήταν και ο θάνατός τους»[6]
Όσον αφορά την Αθήνα του Περικλή, τα πράγματα, όπως είδαμε, ήταν πολύ διαφορετικά. Η επίθεση του Πλάτωνα ενάντια στη φύση αυτής της δημοκρατίας είναι γελοία. Ο αθηναϊκός λαός δεν επέτρεπε στους ηγέτες του να σφετεριστούν την εξουσία. Ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να καθαιρέσει και να τιμωρήσει ακόμη και τους πιο ισχυρούς άνδρες, όπως έμελλε να διαπιστώσει με λύπη του ο Περικλής, και αντιστεκόταν με σθένος τόσο στις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές απειλές κατά της δημοκρατίας του. Παρά τη φρίκη του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες, τη στρατιωτική ήττα, τη σπαρτιατική κατοχή και ένα ολιγαρχικό πραξικόπημα, ο λαός της Αθήνας επέδειξε τον συνδυασμό αφοσίωσης και αυτοσυγκράτησης που είναι αναγκαίος για την επιβίωση μιας λαοπρόβλητης κυβέρνησης και τη ζωή σε μιαν αξιοπρεπή κοινωνία.
Αυτή η αυτοσυγκράτηση είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη αν λάβουμε υπόψη μας πόσο απλό θα ήταν για την πλειονότητα των Αθηναίων να κατακλέψουν τους πλούσιους και να εκδικηθούν τους εχθρούς τους. Προφανώς είχαν αποδεχθεί το δημοκρατικό όραμα και η εμπειρία τους είχε αποδείξει τη δύναμή του. Δεν έβλεπαν τα ήθη και τους νόμους που διείπαν την Αθήνα ως μια συνωμοσία των πλουσίων κι ευκατάστατων για να εξουσιάζουν και να εκμεταλλεύονται τις μάζες. Αντιθέτως, θεωρούσαν ότι ο σεβασμός προς τους νόμους και η υπακοή σε αυτούς ήταν η ασφαλέστερη προστασία των αδυνάτων και των φτωχών από τους πλούσιους και τους ισχυρούς, και ότι μια λαοπρόβλητη κυβέρνηση, το μόνο είδος κυβέρνησης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ελευθερία, αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό στον απλό άνθρωπο, προϋπέθετε την τήρηση των νόμων. Η ασέβεια προς τους νόμους, πίστευαν, ήταν γνώρισμα της τυραννίας: «Σε μια δημοκρατία οι νόμοι είναι αυτοί που προστατεύουν τη ζωή του πολίτη και το πολίτευμα της πόλης, ενώ τους τυράννους και τους ολιγαρχικούς τους προστατεύουν η καχυποψία τους και οι ένοπλες φρουρές τους» (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου 4-5). Το 403, λίγο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ένας ρήτορας περιέγραψε θαυμάσια την αφοσίωση των Αθηναίων προς τους νόμους σε έναν επιτάφιο λόγο ο οποίος θυμίζει τον Επιτάφιο που είχε εκφωνήσει ο Περικλής μια γενιά νωρίτερα.
Οι παλιότεροι Αθηναίοι, είπε, ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν τη δημοκρατία, πιστεύοντας ότι η ελευθερία όλων των πολιτών είναι η σπουδαιότερη πηγή αρμονίας· χάρη στις κοινές ελπίδες που πήγαζαν από τους κοινούς κινδύνους πολιτεύονταν με ελεύθερο φρόνημα. Χρησιμοποιούσαν τους νόμους για να τιμούν τους καλούς και να τιμωρούν τους κακούς, γιατί πίστευαν ότι μόνον τα θηρία επικρατούν διά της βίας, ενώ οι άνθρωποι πρέπει να απονέμουν δικαιοσύνη με τους νόμους, να πείθουν με τη λογική και να υπηρετούν αυτά τα δύο αποδεχόμενοι την εξουσία του νόμου και την καθοδήγηση της λογικής. (Λυσίας, Επιτάφιος 17-19)
Τον 19ο αιώνα, όταν η σύγχρονη δημοκρατία είχε αρχίσει να εδραιώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μ. Βρετανία, η αντιμετώπιση της αθηναϊκής δημοκρατίας έγινε πιο θετική. Οι Βρετανοί οπαδοί της δημοκρατίας ανακάλυψαν εκ νέου κι εξύμνησαν το πολίτευμα της Αθήνας του Περικλή και τον δημοκρατικό τρόπο ζωής της. Η έκδοση του σπουδαίου δωδεκάτομου έργου του George Grote, Ιστορία της Ελλάδας, η οποία έγινε στο διάστημα μεταξύ 1846 και 1 856, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο κόσμος την Αθήνα του Περικλή. Καθώς η Βρετανία κατευθυνόταν σε μια πληρέστερη μορφή δημοκρατίας, η Αθήνα του Περικλή, όπως την ερμήνευε ο Grote, φαινόταν να αναδεικνύεται σε ολοένα και μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Οι μορφωμένοι Άγγλοι και Αγγλίδες μεγάλωναν μελετώντας και θαυμάζοντας τους Αθηναίους του 5ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα λονδρέζικα λεωφορεία υπήρχαν αφίσες με αποσπάσματα από τον Επιτάφιο του Περικλή. Οι άνθρωποι που τα επέλεξαν πίστευαν ότι τα λόγια με τα οποία ο Περικλής καλούσε τους Αθηναίους να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες είχαν νόημα για τους πολίτες μιας σύγχρονης, φιλελεύθερης δημοκρατίας που πολεμούσε ενάντια σε μια μιλιταριστική μονοκρατορία. Σκέφτονταν ότι το κάλεσμα που απηύθυνε σε κάθε Αθηναίο, προτρέποντάς τον να κάνει τις αναγκαίες θυσίες για την κοινότητα, θα είχε αντίκρισμα στον βρετανικό λαό και ήλπιζαν ότι οι αξίες της ισότητας, της υπακοής προς τους νόμους, της ελευθερίας του λόγου, της συμμετοχής στα κοινά και της αγάπης για το αγαθό, το ωραίο, τη δύναμη και τη δόξα θα συγκινούσαν τον απλό πολίτη.[7]
Το 1915, ένας διακεκριμένος Βρετανός κλασικιστής δεν δίστασε να δηλώσει:
Οι ελληνικές ιδέες και η ελληνική έμπνευση μπορούν να μας βοηθήσουν σήμερα όχι απλώς να αντιμετωπίσουμε τα τρέχοντα καθήκοντά μας, αλλά και να βαθύνουμε και να διευρύνουμε το νόημα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη, της ελευθερίας και του νόμου, κάτι που θα λέγαμε ότι αποτελεί το ύψιστο πολιτικό καθήκον της ανθρωπότητας για τη νέα ιστορική περίοδο στην οποία εισήλθαμε αιφνιδίως.[8]
Σε γενικές γραμμές, η φήμη της δημοκρατικής Αθήνας έχει βελτιωθεί από τότε, αλλά η σύγχρονη δημοκρατία αυτή καθεαυτήν έχει δεχτεί σοβαρές απειλές από ένοπλες επιθέσεις και ιδεολογικούς πολέμους. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, καθώς και η άνοδος του φασισμού και των ναζί που τη διαδέχθηκε, έδειχναν να ειρωνεύονται τις προσδοκίες του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες η δημοκρατία θα θριάμβευε τελικά ως αποτέλεσμα μιας φυσικής εξελικτικής πορείας προς την επικράτηση του ορθού λόγου, την ευημερία και την αυτονομία. Για κάποιο χρονικό διάστημα θα πίστευε κανείς ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις μπορεί να εξαφανίζονταν από τα περισσότερα μέρη του κόσμου παραχωρώντας τη θέση τους σε τυραννίες, οι οποίες θα είχαν γίνει πιο άγριες και αποτελεσματικές από κάθε άλλη φορά χάρη στα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε μια μορφή τυραννίας, όμως μια άλλη, καινούργια τυραννία κυριάρχησε σε ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Οι δυτικές δημοκρατίες αντιμετώπισαν τη νέα πρόκληση· όμως η τραγική ειρωνεία είναι ότι πολλοί δυτικοί διανοούμενοι συνέχισαν την επίθεση κατά της δημοκρατίας που είχε αρχίσει ο Πλάτων, παρότι η κριτική τους γινόταν τώρα από διαφορετική οπτική γωνία. Ο Πλάτων και οι πρώτοι σύγχρονοι οπαδοί της μοναρχίας και της αριστοκρατίας που ακολούθησαν το παράδειγμά του κατηγορούσαν τη δημοκρατία του Περικλή για την υπερβολική έμφαση που έδινε στην ισότητα. Αντιθέτως, όσοι αντιμετωπίζουν κριτικά τον 20ό αιώνα παραπονέθηκαν έντονα για τις ανισότητές της, και ιδίως για την άνιση κατανομή του πλούτου, αναπόφευκτη σε μια ελεύθερη κοινωνία, απαιτώντας όχι ισότητα ευκαιριών για όλους τους πολίτες, αλλά ισότητα αποτελεσμάτων. Οι μαρξιστές, τόσο στον κομμουνιστικό όσο και στον μετακομμουνιστικό κόσμο, χλεύασαν την «αστική δημοκρατία», ισχυριζόμενοι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι σχετικιστές υποστήριξαν πως η δημοκρατία μπορεί να ήταν καλή για τις χώρες όπου ήδη είχε προλάβει να ριζώσει, αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δυτικό φαινόμενο, ακατάλληλο για άλλα μέρη του κόσμου. Ώσπου να σημειωθούν οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στον κομμουνιστικό κόσμο το 1989, πολλοί δυτικοί διανοούμενοι δικαιολογούσαν ή ακόμη κι εγκωμίαζαν καθεστώτα τα οποία είχαν προδώσει τις πολιτικές ελευθερίες και τη δημοκρατία στο όνομα της οικονομικής ισότητας.
Η πολιτική ισότητα ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αθηναϊκής δημοκρατίας, όμως η οικονομική ισότητα, όπως είδαμε, δεν αποτελούσε μέρος του δημοκρατικού προγράμματος ούτε στην εποχή του Περικλή ούτε μετά από αυτήν. Στις αρχές του 6ου αιώνα, οι Αθηναίοι αγρότες απαίτησαν ανακατανομή της γης και ισομοιρία (ίση μοιρασιά) της αττικής γης, όμως το αίτημά τους δεν εκπληρώθηκε ούτε ανατέθηκε ποτέ. Η εμπειρία από τις κοινωνικές επαναστάσεις σε άλλες πόλεις, όπου οι παραβιάσεις του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είχαν προκαλέσει εμφύλιους πολέμους, αναρχία, τυραννία και φτώχεια, απέδειξε ότι η ισονομία, και όχι η ισότητα των αγαθών, ήταν το μόνο είδος αρχής που συμβιβαζόταν με την ευημερία, την ελευθερία και την ασφάλεια. Για τους Αθηναίους, επομένως, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν σήμαινε οικονομική ισοπέδωση. Ο Αθηναίος δημοκράτης απαιτούσε ισότητα ευκαιριών, «μια σταδιοδρομία ανάλογη των προσόντων του καθενός». Όμως πίστευε, επίσης, ότι η πείρα και η ανώτερη ικανότητα πρέπει να επιβραβεύονται. Παρά τις καταστροφές και τους πειρασμούς, στα πλούτη και στη φτώχεια, οι Αθηναίοι έμειναν πιστοί σε αυτές τις αρχές.
Και οι αρχαίοι και οι σύγχρονοι επικριτές της δημοκρατίας συμμερίζονται μια βασική θέση. Και οι μεν και οι δε δυσπιστούν απέναντι στον μέσο άνθρωπο και παραβλέπουν την αυτονομία του αναζητώντας έναν υψηλότερο στόχο: μια ουτοπική ιδέα δικαιοσύνης. Κατά τον Πλάτωνα, αυτή ισοδυναμούσε με την εξουσία μιας μικρής ομάδας φιλοσόφων, οι οποίοι θα κυβερνούσαν υπό το φως κάποιας θεϊκής, απαρασάλευτης γνώσης. Κατά τη μαρξιστική θεωρία, η ιδέα αυτή ισοδυναμούσε με μια ουτοπία ισότητας και απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένη από τις έννοιες της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης. Στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της, κατέληξε να σημαίνει ότι η εξουσία του «προλεταριάτου» -στην πραγματικότητα, μια μικρή, δικτατορικού χαρακτήρα «δημοκρατική εμπροσθοφυλακή» με ηγέτες όπως ο Λένιν, ο Μάο και ο Κάστρο – θα κυβερνούσε ουτοπίες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Κομμουνιστική Κίνα και η Κούβα. Αμφότερες οι κριτικές της δημοκρατίας συμμερίζονται την άποψη ότι η ατομική ελευθερία και η αυτονομία είναι δευτερεύουσες σε σχέση με την οικοδόμηση μιας πραγματικά δίκαιης κοινωνίας, και ότι υπάρχει μια ολιγάριθμη τάξη ανθρώπων που έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό και πώς πρέπει να επιτευχθεί.
Οι περισσότεροι συνήγοροι της δημοκρατίας πιστεύουν πως δεν υπάρχει καμιά ελίτ που να έχει αποκλειστική πρόσβαση στη γνώση της πολιτικής τέχνης ή της πολιτικής επιστήμης. Ισχυρίζονται ότι για να υπάρξει σωστή διακυβέρνηση και δίκαιη κοινωνία χρειάζεται η συμμετοχή όλων των πολιτών. Τα συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας – η ελευθερία του ατόμου, η ισονομία, η ισότητα ευκαιριών, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέ- γεσθαι – δεν αποτελούν μέσα για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, ενώ αντιθέτως το αυτόνομο δημοκρατικό σύστημα αποτελεί αυτοσκοπό. Η αξιοπρέπεια και η προκοπή του ανθρώπου προϋποθέτουν ένα λογικό επίπεδο ευημερίας και την καλλιέργεια των αρετών που απαιτούνται για μια ελεύθερη και αυτόνομη ζωή. Συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία έχει η πολιτική και όχι η οικονομία. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες κανένα άλλο σύστημα δεν αποφέρει τόση ευημερία όση η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία, αλλά ένα δημοκρατικό σύστημα μπορεί τουλάχιστον να καλύψει ως έναν βαθμό τις απαιτούμενες ανάγκες.
Η ιστορία των Αθηναίων της εποχής του Περικλή δείχνει ότι η γέννηση και η επιβίωση της δημοκρατίας απαιτούν ηγεσία πρώτου μεγέθους. Όταν τέθηκαν σε δοκιμασία, οι Αθηναίοι επέδειξαν την απαιτούμενη αφοσίωση, σοφία και σύνεση κυρίως επειδή είχαν εμπνευστεί από το δημοκρατικό όραμα του Περικλή και το πρότυπο που τόσο αποτελεσματικά τους είχε υποβάλει. Επρόκειτο για ένα όραμα που εξύψωνε το άτομο εντός της πολιτικής κοινότητας· έθετε όρια στο πεδίο δράσης και στην εξουσία της πολιτείας, αφήνοντας περιθώριο στην ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούν αυτές οι αξίες. Απέρριπτε την αρχή της ισοπέδωσης που ακολουθούσαν τόσο η Σπάρτη όσο και ο σύγχρονος σοσιαλισμός, καταστρατηγώντας αυτά τα δικαιώματα. Επιβραβεύοντας τους άξιους, ενθάρρυνε τα ατομικά επιτεύγματα και τις ατομικές διακρίσεις που κάνουν ευχάριστη τη ζωή και αναβαθμίζουν το επίπεδό της για όλους. Κυρίως, όμως, ο Περικλής έπεισε τους Αθηναίους πως οι ατομικές τους ανάγκες, και οι υλικές και οι πνευματικές, απαιτούσαν μια κοινότητα σαν κι αυτή στην οποία είχε εξελιχθεί η Αθήνα. Συνεπώς, ήταν πρόθυμοι να αψηφήσουν τον κίνδυνο για να την υπερασπιστούν, να κάνουν θυσίες για χάρη της και να συγκρατήσουν τα πάθη τους και τις επιθυμίες τους για να τη διατηρήσουν.
Οι νεότευκτες αναδυόμενες δημοκρατίες του καιρού μας είναι πολύ εύθραυστες και όλες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις. Λίγες είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να βασιστούν σε μια ισχυρή δημοκρατική παράδοση, και σε όλες υφίστανται οικονομικές συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από κακές έως άθλιες. Πολλές από αυτές έρχονται τώρα αντιμέτωπες με εθνικές διαφορές, οι οποίες είχαν καταπιεστεί για πολύ καιρό και απειλούν να καταστρέψουν την απαιτούμενη ενότητα και αρμονία. Στο μεταξύ, η εικόνα και το παράδειγμα των πλούσιων, ελεύθερων εθνών του κόσμου, έτσι όπως μεταφέρονται στον λαό τους από τη σύγχρονη τεχνολογία, έχουν οδηγήσει τις υλικές προσδοκίες σε δυσθεώρητα ύψη. Αν τα προσφάτως απελευθερωμένα έθνη αντιμετωπίζουν τη δημοκρατία κυρίως ως έναν σύντομο δρόμο προς την υλική ευημερία και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, θα απογοητευθούν οικτρά και η δημοκρατία θα αποτύχει. Για να επιτύχει, χρειάζονται ένα όραμα για το μέλλον τους που θα είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να τα στηρίζει και στις καλές και στις δύσκολες στιγμές, και να δικαιολογεί τις πολλές και μεγάλες θυσίες που απαιτούνται από αυτά. Οφείλουν να δουν ότι από όλα τα πολιτεύματα μόνον η δημοκρατία είναι αυτή που σέβεται την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του ατόμου και να αντιληφθούν πως η επιβίωσή της απαιτεί από τον καθένα να θεωρεί την προσωπική του ευημερία αλληλένδετη με την ευημερία της κοινότητας.
Θα είναι πολύ δύσκολο να ριζώσει αυτή η καινούργια πίστη σε κοινωνίες που έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν με κυνισμό τη χρήση του ιδεαλισμού στη σφαίρα της πολιτικής. Συνεπώς, οι νέες αυτές δημοκρατίες χρειάζονται ηγέτες σαν τον Περικλή, ηγέτες που γνωρίζουν ότι ο στόχος και η φύση της αληθινής δημοκρατίας είναι να οδηγεί τους πολίτες της στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και ότι η εξόντωση του καλύτερου για να μην τον φθονεί ο χειρότερος είναι γνώρισμα της τυραννίας. Χρειάζονται ηγέτες οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία του ατόμου, η αυτονομία και η ισονομία είναι αξίες εξαιρετικά πολύτιμες αυτές καθεαυτές. Και κυρίως χρειάζονται ηγέτες που έχουν το χάρισμα να πείθουν τους ανυπόμονους πολίτες ότι αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν το πρώτο, απαραίτητο βήμα προς ένα δίκαιο καθεστώς και μια ζωή καλή για όλους.
Δεν είναι εύκολο να βρεθούν τέτοια οράματα και τέτοιοι ηγέτες στην εποχή μας. Ο κόσμος είδε έκπληκτος τους αδύναμους βλαστούς της δημοκρατίας να προσπαθούν να φυτρώσουν στο σκληρό έδαφος της καταπίεσης. Όσοι θα ήθελαν να τους βοηθήσουν να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν, το καλύτερο που έχουν να κάνουν ι αναζητήσουν έμπνευση και καθοδήγηση στην ιστορία του Περικλή και της πόλης του, της Αθήνας, όπου, μι κι έναν καιρό, παρά τις μύριες αντιξοότητες, η δημοκρατία κατόρθωσε να θριαμβεύσει.
----------------
[1] Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον Adolph Berle για τον Φραν- κλίνο Ρούζβελτ λίγο μετά τον θάνατο του προέδρου. Η ομιλία του περιέχεται στον τόμο Adolph A. Berle, Navigating the Rapids, εκδ. Beatrice Bishop Berle και Travis Beal Jacobs (Νέα Υόρκη 1973), σ. 535. To χωρίο παραθέτει ο William Ε. Leuchtenburg στο In the Shadow of FDR (Ithaca 1983), σ. viii-ix.
[2] Βλ. D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War (Ithaca 1969, σ. 149-151, 175-177).
[3] W. Schwann, «Thrasybulos», Kroll, Realenzyklopaedie der klassischen Altertumswissenschaft, εκδ. A. Pauly, G. Wissowa και W. Kroll, σ. 568-574.
[4] Χάμιλτον Αλεξάντερ(ΐ755/1757-1804): Αμερικανός πολιτικός, δημοσιογράφος και νομικός, οργανωτής του δημοσιονομικού συστήματος των ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)
[5] Federalist, Αριθμός 6, σ. 109.
[6] Federalist, Αριθμός 10, σ. 133.
[7] Αυτή η παράγραφος παραφράζει τις παρατηρήσεις του Frank Μ. Turner, The Greek Heritage in Victorian Britain (Νιου Χέιβεν 1981), σ. 187.
[8] Alfred E. Zimmern, «The Greek Commonwealth: Politics and Economics», στον τόμο Fifth-Century Athens (Οξφόρδη 1915), σ. 5 (παρατίθεται από τον Turner, σ. 188).
ΔΙΚΑΙΩΣ ΕΧΕΙ ΕΙΠΩΘΕΙ ΠΩΣ: «ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΑΝΔΡΕΣ Εχουν δύο ζωές· η μία διαρκεί όσο εργάζονται σε τούτη εδώ τη γη· η δεύτερη αρχίζει τη μέρα που πεθαίνουν και συνεχίζεται όσο οι ιδέες και τα οράματά τους παραμένουν ζωντανά».[1] Το ίδιο ισχύει και για τον Περικλή. Όπως και πολλοί άλλοι σπουδαίοι ηγέτες, άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό το οποίο κανείς δεν ήταν σε θέση να το καλύψει. Οι πολιτικοί της Αθήνας σύντομα στράφηκαν και πάλι στους ανταγωνισμούς του παρελθόντος, καθώς οι επιφανέστεροι άνδρες ανταγωνίζονταν για τη θέση που είχε αφήσει κενή ο Περικλής. Επειδή όμως εκείνοι δεν διέθεταν το ξεχωριστό του κύρος, ο ανταγωνισμός τους είχε τα τυπικά γνωρίσματα των δημοκρατικών αναμετρήσεων, τουτέστιν προσπαθούσαν να βρουν νέους τρόπους για να ευχαριστήσουν και να κολακέψουν τους ψηφοφόρους.
Ο Θουκυδίδης θεώρησε αυτούς τους διαδόχους αποτυχημένους και ισχυρίστηκε ότι η ανεπάρκεια της ηγεσίας τους ήταν υπεύθυνη για την ήττα της Αθήνας στον Πόλεμο. Οι προσωπικές τους φιλοδοξίες και η απληστία τους τους ανάγκασαν όχι απλώς να εγκαταλείψουν τη στρατηγική του Περικλή, αλλά και να προβούν σε πολιτικές επιλογές που έρχονταν σε αντίθεση με τα συμφέροντα της Αθήνας. «Τα όσα αναλάμβαναν, αν πετύχαιναν, προσπόριζαν όφελος και τιμές σε ιδιώτες, αν όμως αποτύχαιναν, έβλαπταν την Αθήνα και τη διεξαγωγή του πολέμου» (Θουκυδίδης 2.65.7). Αυτή η κρίση είναι υπερβολικά αυστηρή, γιατί οι διάδοχοι παρέλαβαν μιαν απελπιστική κατάσταση και κάποιοι από αυτούς – αν όχι όλοι – ακλούθησαν την πολιτική που θεωρούσαν καλύτερη για την Αθήνα. Κανείς τους, όμως, δεν συνδύαζε τα απαραίτητα προσόντα του ηγέτη που απαιτούνταν εκείνη την ώρα. Κανείς δεν διέθετε τις αρετές και την εμπειρία που έπρεπε να έχει για να γίνει «πρώτος ανήρ» με όλη τη σημασία της λέξης, όπως ήταν ο Περικλής. Κι όμως, ο καθένας με τον τρόπο του, φαίνεται ότι προσπάθησαν συνειδητά να μιμηθούν κάποιες από τις αρετές του Περικλή.
Ο σημαντικότερος πολιτικός άνδρας στα αμέσως επόμενα χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή ήταν ο Νικίας. Είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή κι έδειχνε ότι ήταν άξιος διάδοχός του, γιατί παρέμενε πιστός στη στρατηγική του. Αυτό προκάλεσε την εχθρότητα του Κλέωνα, ο οποίος ήταν οπαδός μιας πιο επιθετικής στρατηγικής κι εξαπέλυε επιθέσεις εναντίον του, όπως είχε κάνει και με τον Περικλή. Χωρίς να διαθέτει το ανάστημα και τη ρητορική δεινότητα του μεγάλου ανδρός, ο Νικίας προσπάθησε εντούτοις να μιμηθεί το ύφος του. Έκανε ό, τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει έμφαση στις ομοιότητες, όντας ακατάδεχτος στην ιδιωτική του ζωή και αποφεύγοντας τα συμπόσια, τις κοινωνικές εκδηλώσεις, ακόμη και τις συζητήσεις. Ο Νικίας, όπως και ο Περικλής, ριχνόταν με πάθος στη δουλειά, είτε υπηρετούσε ως στρατηγός είτε ως απλό μέλος της Εκκλησίας του Δήμου. Έβαζε τους φίλους του να στέκονται στην πόρτα του σπιτιού του και να ζητούν συγγνώμη από τους επισκέπτες, επειδή «εκείνη τη στιγμή ο Νικίας ήταν απασχολημένος με σπουδαία ζητήματα της πόλης» (Πλούταρχος, Νικίας 5.2). Επίσης, είχε προσλάβει κι έναν υπεύθυνο δημοσίων σχέσεων, όπως θα λέγαμε σήμερα. Ο Πλούταρχος τον αποκαλεί «βασικό συμπρωταγωνιστή του Νικία» σε όλο αυτό το θέατρο και αναφέρει ότι «συνεργαζόταν μαζί του για να τον περιβάλλει με κύρος και φήμη». Αυτός ο άνθρωπος, ο Ιέρων, είχε αναλάβει να διαδίδει διάφορες ιστορίες που έδειχναν πόσο δύσκολες ώρες περνούσε ο Νικίας για να υπηρετήσει την πόλη:
Ακόμη και όταν βρίσκεται στο λουτρό ή δειπνεί, όλο και κάποια δημόσια υπόθεση θα τον απασχολεί. Παραμελεί την προσωπική του ζωή σκεπτόμενος διαρκώς το κοινό συμφέρον και σπανίως πέφτει για ύπνο πριν από τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό και το σώμα του δεν είναι σε καλή κατάσταση και δεν συμπεριφέρεται ευγενικά κι ευχάριστα στους φίλους του, αντίθετα έχει χάσει και φίλους και χρήματα υπηρετώντας την πόλη. Άλλοι κερδίζουν φιλίες και πλουτίζουν από του βήματος, ενώ καλοπερνούν και παίζουν με τα συμφέροντα της πόλης. (5.3.4)
Επρόκειτο, βεβαίως, για μια καρικατούρα της αγέρωχης συμπεριφοράς που ήταν έμφυτη στον Περικλή και σύντομα φάνηκε ότι ο Νικίας δεν διέθετε ούτε τη διορατικότητα ούτε τη ρητορική πειθώ του προκατόχου του. Όμως ο Νικίας ήταν ακλόνητος πατριώτης και απολύτως αδιάφθορος. Έζησε άλλα δεκαέξι χρόνια μετά τον θάνατο του Περικλή και σε αυτό το διάστημα συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή στην Αθήνα, κατά έναν μεγάλο βαθμό επειδή είχε επιτύχει να συνδεθεί με το πρότυπό του.
Όλως παραδόξως, η σκιά του Περικλή επέδρασε ακόμη και στον Κλέωνα, τον άνθρωπο που είχε επιτεθεί με τόση δριμύτητα στον ίδιο και στην πολιτική του. Ο Κλέων ήταν το αντίθετο του Περικλή σχεδόν στα πάντα. Ενώ ο Περικλής συμπεριφερόταν με ατάραχη αυτοσυγκράτηση, ο Κλέων περιγράφεται ως «βιαιότατος» (Θουκυδίδης 3. 36.6). Ο Περικλής προσπαθούσε να είναι μετριοπαθής και στη συμπεριφορά του απέναντι στους συμμάχους και σε ό,τι αφορούσε τους πολεμικούς στόχους της πόλης· ο Κλέων υποστήριζε ότι οι αποστάτες έπρεπε να τιμωρούνται παραδειγματικά, ενώ τασσόταν υπέρ της επιθετικής στρατηγικής και πρότεινε πολεμικούς στόχους οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να επιτευχθούν παρά μόνον με μεγάλες θυσίες. Ο Περικλής ενθάρρυνε τον ελεύθερο διάλογο για τα σημαντικά θέματα και ήταν ανοιχτός στις καινούργιες ιδέες. Ο Κλέων κατηγορούσε τους Αθηναίους για την προθυμία τους να εμπλέκονται σε παρατεταμένες συζητήσεις, να ακούνε πολλές διαφορετικές απόψεις και να αλλάζουν γνώμη κάθε φορά που πείθονταν από ένα καινούργιο επιχείρημα.
Κι όμως, ο Κλέων, αυτός ο περιβόητος δημαγωγός, συνήθιζε να αντιγράφει την πολιτική του Περικλή αγνοώντας ή ακόμη και επιπλήττοντας την πλειονότητα όποτε θεωρούσε ότι είχε άδικο. Μια φορά άρχισε την ομιλία του λέγοντας: «Μένω σταθερός στην ίδια γνώμη που είχα και πριν», σχεδόν επαναλαμβάνοντας τα λόγια που είχε πει ο Περικλής όταν είχε έρθει σε σύγκρουση με την πλειονότητα τις παραμονές του Πολέμου. Σ’ αυτόν τον λόγο, ο Κλέων κατηγόρησε τους ίδιους τους Αθηναίους για τα δεινά τους, όπως είχε κάνει πλειστάκις και ο Περικλής. Είχε την εξυπνάδα να μιμηθεί τους τρόπους και το ύφος του Περικλή, παρ’ όλο που επεδίωκε τελείως διαφορετικούς στόχους από εκείνον.
Όσο για τον Αλκιβιάδη, επόμενο ήταν ο προστατευόμενος του Περικλή, που είχε μεγαλώσει στο σπίτι του σπουδαίου ηγέτη, να επηρεαστεί επίσης από εκείνον. Τα χαρίσματα που είχε ως παιδί, η ιδιοσυγκρασία του και το μεγαλείο του πατέρα του θα τον οδηγούσαν, ούτως ή άλλως, σε μια πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία. Όμως όλες οι μαρτυρίες δείχνουν ότι το παράδειγμα του κηδεμόνα του ήταν αυτό που τον καθόρισε και τον κατηύθυνε. Η παιδική του ηλικία συνέπεσε με την ακμή της σταδιοδρομίας του Περικλή, όταν εκείνος ήταν ο πιο ισχυρός άνδρας της Αθήνας. Η προσωπική του φιλοδοξία και η ενθάρρυνση των φίλων του έκαναν τον Αλκιβιάδη να προσβλέπει σε μια σταδιοδρομία που δεν θα ήταν απλώς σπουδαία, αλλά θα προσπαθούσε να ξεπεράσει τα επιτεύγματα του κηδεμόνα του.
Η σταδιοδρομία του ξεκίνησε με λαμπρό τρόπο όταν, όπως και ο Περικλής, εξελέγη στρατηγός λίγο μετά τα τριάντα του χρόνια. Ύστερα από τον θάνατο του Κλέωνα, έγινε ο ηγέτης της παράταξης που αντιτασσόταν στον Νικία και στην πολιτική του, η οποία υποστήριζε την ειρηνική συνύπαρξη με τους Σπαρτιάτες. Ο Αλκιβιάδης επεδίωκε ακριβώς το αντίθετο, τη δημιουργία μιας συμμαχίας ανάμεσα στην Αθήνα, στο Άργος και σε άλλους εχθρούς της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, ακολουθώντας μια στρατηγική που είχε ως πρότυπο τη στρατηγική του Περικλή κατά τον Πρώτο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Λίγο έλειψε να βγάλει τη Σπάρτη εκτός μάχης και να χαρίσει μια ολοκληρωτική νίκη στην Αθήνα, πλην όμως ηττήθηκε στη μάχη της Μαντίνειας το 418.
Αυτό συνέβη, εν μέρει, επειδή ούτε ο Αλκιβιάδης ούτε ο Νικίας, ούτε οποιοσδήποτε άλλος Αθηναίος είχαν το πολιτικό έρεισμα που θα τους επέτρεπε να εφαρμόσουν την πολιτική τους αν έρχονταν αντιμέτωποι έστω και με μία αντιξοότητα. Η Αθήνα χρειαζόταν επειγόντως έναν Περικλή για να ενώσει τον λαό και να τον κατευθύνει με σταθερότητα και συνέπεια προς τη μία ή την άλλη πολιτική. Χωρίς συνετή και αποτελεσματική ηγεσία, η δημοκρατία παρέπαιε άσκοπα μεταξύ καταστροφικής αγριότητας και αυτοκαταστροφικού τυχοδιωκτισμού. Το χειρότερο, ίσως, παράδειγμα είναι αυτό των κατοίκων της Μήλου, οι οποίοι μέχρι τότε είχαν τηρήσει αποστάσεις από την Αθήνα και τη συμμαχία της και για περισσότερα από εξήντα χρόνια οι Αθηναίοι τους το είχαν επιτρέψει. Καμιά επείγουσα ανάγκη δεν υποχρέωνε τους Αθηναίους να αλλάξουν πολιτική, όμως το 416 η αυξανόμενη απογοήτευση τους τους ώθησε να διατάξουν τη Μήλο να ενταχθεί στην Αθηναϊκή Ηγεμονία. Όταν οι Μήλιοι αρνήθηκαν, οι Αθηναίοι πολιόρκησαν το νησί. Αφού οι Μήλιοι τελικά παραδόθηκαν, οι νικητές Αθηναίοι σκότωσαν όλους τους άνδρες και πούλησαν τα γυναικόπαιδα για σκλάβους. Αυτή ήταν η πιο περιβόητη ωμότητα που διέπραξαν ποτέ οι Αθηναίοι και δεν έπαψε να κηλιδώνει τη φήμη τους ανά τους αιώνες. Ποτέ δεν είχαν διαπράξει κάτι ανάλογο την εποχή του Περικλή, ακόμη κι όταν σοβαρές εξεγέρσεις απείλησαν τη δύναμη και την επιβίωσή τους.
Την επόμενη χρονιά, ψάχνοντας απεγνωσμένα έναν τρόπο για να επικρατήσει, ο Αλκιβιάδης πρότεινε μια εκστρατεία για τον έλεγχο του μακρινού, αλλά πλούσιου νησιού της Σικελίας. Σε τέτοιου είδους περιπέτειες ο Περικλής ήταν πάντοτε αντίθετος. Και ο Νικίας ήταν αντίθετος, αλλά η προσπάθειά του να υπονομεύσει το σχέδιο είχε ως μόνο αποτέλεσμα να σταλεί μια εκστρατευτική δύναμη πολύ μεγαλύτερη από αυτήν που προτάθηκε αρχικά. Έτσι αυτό που θα μπορούσε να αποδειχτεί μικρό λάθος εξελίχθηκε σε μεγάλη καταστροφή. Ο Αλκιβιάδης δικάστηκε και καταδικάστηκε για προδοσία ερήμην το 413, βρέθηκε εξόριστος στη Σπάρτη. Ο Νικίας είχε πεθάνει, όπως και χιλιάδες στρατιώτες, Αθηναίοι και σύμμαχοι– το μεγαλύτερο μέρος του αθηναϊκού στόλου είχε βυθιστεί στα νερά της Σικελίας και το δημόσιο ταμείο ήταν σχεδόν άδειο. Όλα έδειχναν πως οι Αθηναίοι είχαν ηττηθεί. Οι σύμμαχοί τους εξεγέρθηκαν, οι Σπαρτιάτες ήταν βέβαιοι ότι θα νικούσαν εύκολα και γρήγορα, και ακόμη κι αυτοί που είχαν μείνει ουδέτεροι σχεδίαζαν να συνταχτούν με το μέρος τους για να μοιραστούν τα λάφυρα.
Εκείνη τη δύσκολη ώρα, ο ίδιος ο αθηναϊκός λαός απέδειξε ότι είχε διατηρήσει ζωντανή την ανάμνηση και την επιρροή του Περικλή. Αναγνωρίζοντας την ανάγκη για έναν συνετό και αξιόπιστο πολιτικό ηγέτη του αναστήματος του κι εφόσον δεν υπήρχε κάποια χαρισματική προσωπικότητα γι’ αυτόν τον ρόλο, οι Αθηναίοι επινόησαν ένα νέο τέχνασμα προκειμένου να εξασφαλίσουν καθοδήγηση και σταθερότητα. Αποφάσισαν με την ψήφο τους «να εκλέξουν ένα σώμα Γερόντων προβούλων, οι οποίοι θα τους συμβούλευαν και θα νομοθετούσαν σύμφωνα με τις περιστάσεις» (Θουκυδίδης 8.1.3). Ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς, αλλά και κάποιοι σύγχρονοι μελετητές, είδαν αυτό το τέχνασμα ως απομάκρυνση από τη δημοκρατία, επειδή αυτό το συμβούλιο των σαράντα Γερόντων ήταν σε θέση να περιορίσει την εξουσία των δημοκρατικών οργάνων, δηλαδή της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής. Όμως αυτή η άποψη είναι σαφέστατα λανθασμένη. Η Εκκλησία του Δήμου επέλεξε ελεύθερα και χωρίς καμία απολύτως πίεση να καθιερώσει το συμβούλιο αυτό ανταποκρινόμενη σε μια επείγουσα κατάσταση, και τα μέλη του εξελέγησαν ελεύθερα.
Μόνον δύο από τα ονόματα των σαράντα ανδρών μάς είναι γνωστά, ο Άγνων και ο Σοφοκλής, όμως στη σκέψη του λαού και οι δύο ήταν στενά συνδεδεμένοι με τον Περικλή. Ο Άγνων είχε υπηρετήσει ως στρατηγός μαζί με τον Περικλή τουλάχιστον τρεις φορές, στη Σάμο το 440 και σε άλλες εμπόλεμες περιοχές το 430 και το 429. Το 438 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπεράσπιση του Περικλή από τις επιθέσεις των πολιτικών του εχθρών και το 437 είχε γίνει οικιστής μιας σπουδαίας αποικίας, της Αμφίπολης. Ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής είχε φέρει εις πέρας μια λεπτή διπλωματική αποστολή για λογαριασμό του Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαμιακού Πολέμου και ήταν ευρέως γνωστό ότι διατηρούσε φιλικές σχέσεις με εκείνον.[2] Προφανώς οι Αθηναίοι συμπεριέλαβαν όσο το δυνατόν περισσότερους παλαιούς οπαδούς του Περικλή στο νέο συμβούλιο Γερόντων.
Ο Θουκυδίδης δεν υπήρξε θαυμαστής της μετά τον Περικλή Αθήνας, και ο έπαινός του για τις προσπάθειες των Αθηναίων το 413 είναι κάπως απρόθυμος: «Παρασυρόμενοι από τον φόβο της στιγμής, όπως συνηθίζει ο Δήμος, ήταν έτοιμοι να επιβάλουν τάξη στα πάντα» (8.1.4). Στην πραγματικότητα, η στάση της αθηναϊκής δημοκρατίας σε αυτήν την κρίση δείχνει ιδιαίτερα επηρεασμένη από τον Περικλή. Τον πρώτο χρόνο του Πολέμου, όταν ο Περικλής φοβόταν πως τα πάθη θα παρεμπόδιζαν την εφαρμογή ορθής πολιτικής, εκμεταλλεύτηκε το τεράστιο προσωπικό κύρος του για να περιορίσει τη δημοκρατία αποφεύγοντας τις συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Τώρα η Εκκλησία του Δήμου, δρώντας σε απόλυτη συμφωνία με το πνεύμα του Περικλή -αποφασιστική, πρακτική, συγκρατημένη, συνετή και φειδωλή-, δέχτηκε να θέσει η ίδια ένα όριο στον εαυτό της παραχωρώντας πρωτοφανείς εξουσίες σε ένα σώμα αποτελούμενο από αξιοσέβαστους και αξιόπιστους μετριοπαθείς πολιτικούς, οι οποίοι είχαν μαθητεύσει στην παράδοση του Περικλή. Επίσης επέδειξαν αξιοσημείωτη ακεραιότητα σε δημοσιονομικά θέματα. «Αποφάσισαν, όσο τους το επέτρεπε η κατάσταση, να μην υποχωρήσουν αλλά να ετοιμάσουν στόλο, εξασφαλίζοντας ξυλεία και χρήματα από όπου μπορούσαν, για να φροντίσουν την ασφάλεια της συμμαχίας τους … και να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες» (8.1.3).
Με τη βοήθεια των προβούλων, οι Αθηναίοι πέτυχαν μια εντυπωσιακή ανάκαμψη. Ήταν έτοιμοι να καταστείλουν τις αποστασίες στη συμμαχία τους και να εκδιώξουν τον πελοποννησιακό στόλο από τις θάλασσες. Όμως η παρέμβαση των Περσών στο πλευρό της Σπάρτης έδωσε νέα δύναμη στον εχθρό. Οι Αθηναίοι έμοιαζε να μην έχουν καμιά πιθανότητα να νικήσουν την Πελοποννησιακή Συμμαχία, αν αυτή διέθετε την υποστήριξη του Μεγάλου Βασιλιά. Στο μεταξύ, ο Αλκιβιάδης είχε δραπετεύσει από τη Σπάρτη για να αποφύγει τη θανατική ποινή και υπηρετούσε ως προσωπικός σύμβουλος του Τισσαφέρνη, του Πέρση σατράπη που είχε αναλάβει τις διαπραγματεύσεις για τη νέα συμφωνία με τη Σπάρτη. Ο Αλκιβιάδης ήταν πρόθυμος να επιστρέφει στην Αθήνα, αλλά αυτό ήταν αδύνατον να συμβεί όσο υπήρχε η δημοκρατία, γιατί σοβαρές ποινικές κατηγορίες εκκρεμούσαν ακόμη εις βάρος του. Ήρθε σε διαπραγματεύσεις με κάποιους Αθηναίους στο Αιγαίο, δίνοντας την υπόσχεση ότι θα έπειθε τον Τισσαφέρνη και τους Πέρσες να υποστηρίξουν την Αθήνα αν ανατρεπόταν η δημοκρατία και ο ίδιος επέστρεφε στην Αθήνα. Ακόμη και καλοί πατριώτες και οπαδοί της δημοκρατίας ήταν έτοιμοι να δεχτούν την επιστροφή του υπό αυτούς τους όρους, εφόσον αυτή θα τους εξασφάλιζε την περσική βοήθεια, τη νίκη και τη σωτηρία. Ακολούθησε ένα επιτυχές πραξικόπημα το 411 και η καθιέρωση της δικτατορίας των Τετρακοσίων αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανατρεπόταν η δημοκρατία στην Αθήνα μετά από έναν αιώνα.
Η κυρίαρχη παράταξη μεταξύ των Τετρακοσίων σύντομα απέδειξε ότι τα μέλη της ήταν γνήσιοι ολιγαρχικοί και εχθροί της δημοκρατίας. Εγκαινίασαν μια περίοδο εκτελέσεων και τρομοκρατίας με στόχο τους δημοκρατικούς και τους μετριοπαθείς πολίτες κι ήταν έτοιμοι να προδώσουν την πόλη στους Σπαρτιάτες, όταν οι μετριοπαθείς αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Μόλις τέσσερις μήνες μετά το πραξικόπημα, οι Τετρακόσιοι αντικαταστάθηκαν από μια ευρύτερη κυβέρνηση και μέσα σε έναν χρόνο η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως. Αυτή η αποκατεστημένη δημοκρατία δεν γέννησε μεγάλους ηγέτες, διέπραξε λάθη και, τελικά, έχασε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Για όλα αυτά στηλιτεύθηκε στην αρχαιότητα και βρήκε ελάχιστους υποστηρικτές ανά τους αιώνες. Κι όμως τα επιτεύγματά της ήταν σημαντικά, το θάρρος και η αποφασιστικότητά της αξιοσημείωτα– στην πραγματικότητα, εξάλλου, λίγο έλειψε να νικήσει. Η εκτίμηση του Θουκυδίδη αποτελεί γι’ αυτήν τον μεγαλύτερο φόρο τιμής:
Ακόμη και μετά την καταστροφή στη Σικελία, όπου έχασαν όλον τον στρατό που είχαν στείλει και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου, κι ενώ άρχιζε ένας εσωτερικός σπαραγμός, κατόρθωσαν να αντέξουν οκτώ ολόκληρα χρόνια πολεμώντας, όχι μόνον εναντίον όσων αρχικά ήταν εχθροί τους, αλλά και εναντίον όσων από τη Σικελία ενώθηκαν με τους εχθρούς τους και εναντίον των δικών τους συμμάχων, που αργότερα επαναστάτησαν οι περισσότεροι, ακόμα και εναντίον του Κύρου, του γιου του Μεγάλου Βασιλέως, που έδινε χρήματα στους Πελοποννησίους για τον στόλο τους. Και δεν νικήθηκαν παρά μόνον όταν εξαντλήθηκαν από τον εσωτερικό σπαραγμό. (2.65.12- 13)
Ο Θουκυδίδης το επισημαίνει αυτό για να υποστηρίξει την πρόβλεψη του Περικλή ότι οι Αθηναίοι θα κέρδιζαν εύκολα τον Πόλεμο αν ακολουθούσαν την αρχική του στρατηγική. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνούμε με αυτήν την άποψη για να συμμεριστούμε τον θαυμασμό του μεγάλου ιστορικού απέναντι στη σπάνια αντοχή και στο θάρρος που επέδειξε η αθηναϊκή δημοκρατία, ακόμη και μετά την απώλεια του ηγέτη της. Αντιθέτως, δικαιούμαστε να εκπλαγούμε από την αφοσίωσή της στο όραμά του για τη δημοκρατία, το οποίο υπηρέτησε πιστά και στις πιο δύσκολες ώρες. Αυτή η αφοσίωση παρέμεινε ακλόνητη ακόμη και όταν η ήττα είχε στερήσει από τους Αθηναίους την ηγεμονία τους, την αυτονομία τους και τη δημοκρατία τους.
To 404, οι Σπαρτιάτες επέβαλαν αυστηρούς όρους υποταγής στους ηττημένους και λιμοκτονούντες Αθηναίους. Οι ηττημένοι υποχρεώθηκαν να παραιτηθούν από τη συμμαχία τους και τον στόλο τους· ένα μέρος του αμυντικού τείχους της πόλης γκρεμίστηκε– και οι Αθηναίοι έχασαν τον έλεγχο της εξωτερικής τους πολιτικής εφόσον η πόλη τους έγινε μέλος της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, δίνοντας την υπόσχεση ότι «θα ακολουθεί τους Σπαρτιάτες όπου κι αν την οδηγήσουν». Εν συνεχεία, οι Σπαρτιάτες εγκατέστησαν μια κυβέρνηση αχυρανθρώπων ολιγαρχικών στους οποίους, λόγω της σκληρότητας τους, δόθηκε η ονομασία «Τριάκοντα Τύραννοι». Το νέο καθεστώς σύντομα εγκαινίασε μια νέα περίοδο τρομοκρατίας με γενικευμένες δημεύσεις περιουσιών και εκτελέσεις, στρεφόμενο αρχικά, για πολιτικούς λόγους, ενάντια σε γνωστούς δημοκρατικούς ηγέτες, κατόπιν ενάντια στους πλούσιους πολίτες, αποσκοπώντας στο κέρδος, προτού επιτεθεί στο τέλος και κατά των μετριοπαθών, ακόμη και όσων ανήκαν στις τάξεις του, οι οποίοι διαμαρτύρονταν γι’ αυτές τις ωμότητες. Καθώς το μίσος και η αντίσταση του λαού μεγάλωναν, οι Τριάκοντα αναγκάστηκαν να φέρουν μια σπαρτιατική φρουρά προκειμένου να προστατευθούν από τους συμπολίτες τους.
Έχοντας αναλάβει τον έλεγχο της πρώην Αθηναϊκής Ηγεμονίας, οι Σπαρτιάτες κυριαρχούσαν πλέον στον ελληνικό κόσμο. Έδειχναν πως είχαν εδραιωθεί στην εξουσία καταστέλλοντας παντού τη δημοκρατία και αντικαθιστώντας τη με πειθήνιες ολιγαρχικές κυβερνήσεις. Ακόμη και η ίδια η Αθήνα αποτελούσε κατεχόμενο έδαφος, στο οποίο και η παραμικρή υποψία συμπάθειας προς τη δημοκρατία ήταν ικανή να οδηγήσει σε καταγγελίες και θανατώσεις. Η φλόγα της δημοκρατίας του Περικλή γι’ άλλη μια φορά φάνηκε να σβήνει τελείως.
Σε εκείνες τις δύσκολες ώρες, οι Αθηναίοι βρήκαν έναν ηγέτη στα μέτρα του Περικλή. Ο Θρασύβουλος, γιος του Λύκου, ήταν ένας από τους μετριοπαθείς πολιτικούς που ήθελαν να ανακαλέσουν τον Αλκιβιάδη στην Αθήνα για να σώσουν την πόλη και να κερδίσουν τον Πόλεμο. Όταν οι ολιγαρχικοί συνωμότες του 411 προσπάθησαν να επεκτείνουν το πραξικόπημά τους στη Σάμο, όπου ο Θρασύβουλος υπηρετούσε ως αρχηγός του αθηναϊκού στόλου, εκείνος οδήγησε τους δημοκράτες αντιστασιακούς στη νίκη. Υπό το μετριοπαθές καθεστώς που διαδέχθηκε τους Τετρακοσίους, αλλά και αργότερα, αφού πια η δημοκρατία αποκαταστάθηκε πλήρως, είχε μια λαμπρή παρουσία ως διοικητής των αθηναϊκών στόλων νικώντας στις σπουδαιότερες ναυμαχίες του Πολέμου. Ο Θρασύβουλος ήταν παιδί της δημοκρατίας του Περικλή και προϊόν της πολιτικής του παιδείας, είχε μαθητεύσει στην παράδοση του καθήκοντος και της αφοσίωσης στην Αθηναϊκή Ηγεμονία– σε αυτά τα ιδανικά παρέμεινε πιστός για όλη του τη ζωή.[3]
Μετά τη νίκη της Σπάρτης, οι επιλογές των Αθηναίων ήταν παρόμοιες με εκείνες των Γάλλων το 1940. Οι περισσότεροι Γάλλοι αποδέχθηκαν όσο ήταν δυνατόν την ήττα τους και τη γερμανική κατοχή και προσπάθησαν να συνεχίσουν τη ζωή τους όσο πιο φυσιολογικά γινόταν. Ορισμένοι επέλεξαν να συνεργαστούν με τους Γερμανούς είτε λόγω πεποιθήσεων, είτε επειδή αυτό θα τους παρείχε ασφάλεια και ευκαιρίες, είτε επειδή ήλπιζαν ότι θα βοηθούσαν τους συμπατριώτες τους καθιστώντας πιο ήπιες τις συνέπειες της κατοχής. Κάποιοι άλλοι Γάλλοι, πολύ λίγοι αριθμητικά, υπό την ηγεσία του Σαρλ Ντε Γκολ, αποφάσισαν αμέσως να παλέψουν για την απελευθέρωση, αναζητώντας στήριγμα και βοήθεια στη Μ. Βρετανία.
Ο Θρασύβουλος ήταν ο Αθηναίος Ντε Γκολ. Κατέφυγε στη Θήβα, η οποία παλιότερα ήταν εχθρός των Αθηναίων, αλλά τώρα είχε αποξενωθεί από τη Σπάρτη. Εκεί, διάφοροι φυγάδες Αθηναίοι, δημοκράτες και πατριώτες συσπειρώθηκαν γύρω του και σχημάτισαν έναν μικρό στρατό, τον οποίο εκείνος εγκατέστησε σε ένα ορεινό φρούριο στα βόρεια σύνορα της Αθήνας. Όταν αποδείχτηκε ότι οι δυνάμεις των Τριάκοντα δεν ήταν σε θέση να καταστείλουν τους επαναστάτες, οι περισσότεροι Αθηναίοι αναθάρρησαν και δραπέτευσαν από την πόλη για να συμμετάσχουν στην αντίσταση. Τελικά, ο Θρασύβουλος βρήκε τη δύναμη να βαδίσει κατά του Πειραιά, να τον καταλάβει και να νικήσει τον σπαρτιατικό στρατό ανακόπτοντας την προέλασή του. Οι Σπαρτιάτες προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα και το 403 ο Θρασύβουλος και οι άνδρες του αποκατέστησαν πλήρως τη δημοκρατία. Καθόλου παράξενο που οι Αθηναίοι τον τίμησαν όταν πέθανε θάβοντάς τον στο δημόσιο νεκροταφείο, κοντά στον τάφο του Περικλή.
Οργισμένοι με τις ωμότητες των Τριάκοντα, πολλοί πολίτες ήθελαν τη σύλληψη και την τιμωρία των ενόχων και των συνεργατών τους. Αυτό θα σήμαινε δίκες, εκτελέσεις και εξορίες. Η Αθήνα θα διαλυόταν από τους κομματικούς αγώνες και τους εμφύλιους σπαραγμούς που είχαν καταστρέψει τη δημοκρατία σε τόσες άλλες ελληνικές πόλεις. Αντ’ αυτού, ο Θρασύβουλος ενώθηκε με άλλους μετριοπαθείς προκειμένου να επιβάλει μια αμνηστία, η οποία προστάτεψε τους πάντες εκτός από ελάχιστους εγκληματίες του χειρίστου είδους. Η άρτι αποκατεστημένη δημοκρατία τήρησε πιστά μια μετριοπαθή και συγκρατημένη πολιτική, γεγονός που αργότερα απέσπασε τους θερμούς επαίνους του Αριστοτέλη: «Η αντίδραση των [Αθηναίων δημοκρατικών] απέναντι στα δεινά του παρελθόντος, τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα, φαίνεται πως ήταν η πιο έξοχη πολιτική στάση που επέδειξε ποτέ ένας λαός». Όχι απλώς υποστήριξαν και τήρησαν την αμνηστία, αλλά έφτασαν στο σημείο με έρανο να συγκεντρώσουν χρήματα για να επιστρέφουν στη Σπάρτη το ποσόν που είχαν δανειστεί οι Τριάκοντα προ- κειμένου να πολεμήσουν τους δημοκρατικούς. «Γιατί πίστευαν ότι αυτός ήταν ο καλύτερος τρόπος για να αποκαταστήσουν την κοινωνική αρμονία. Σε άλλες πόλεις, όταν αναλαμβάνουν οι δημοκρατικοί την εξουσία, ούτε καν διανοούνται να ξοδέψουν τις δικές τους περιουσίες· αρπάζουν και αναδιανέμουν τη γη των αντιπάλων τους» (Αθηναίων Πολιτεία 40.2-3). Η μετριοπάθεια των δημοκρατικών του 403 ανταμείφθηκε με επιτυχή συμφιλίωση των τάξεων και των παρατάξεων, η οποία επέτρεψε στην αθηναϊκή δημοκρατία να ευημερήσει χωρίς εμφυλίους πολέμους ή πραξικοπήματα σχεδόν μέχρι τα τέλη του 4ου αιώνα.
Συνεπώς, το πνεύμα του Περικλή είχε θριαμβεύσει. Μισόν αιώνα μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, οι μετριοπαθείς Αθηναίοι δημοκράτες εγκωμίαζαν τον ίδιο και τα επιτεύγματά του με τα πιο κολακευτικά λόγια: Ήταν ένας από τους σπουδαίους εκείνους άνδρες, όπως ο Σόλων, ο Κλεισθένης και ο Θεμιστοκλής, στους οποίους όφειλε η Αθήνα τη δημοκρατία και το μεγαλείο της. Ήταν αδιάφθορος, «έξοχος πολιτικός ηγέτης, άριστος ρήτορας, και είχε κοσμήσει την πόλη με τόσους ναούς, αναθήματα και κάθε είδους μνημεία, ώστε ακόμη και σήμερα όσοι έρχονται στην Αθήνα τη θεωρούν άξια να κυβερνήσει όχι μόνον τους Έλληνες, αλλά και ολόκληρο τον κόσμο» (Ισοκράτης, Υπέρ Αντιδόσεως 234).
Την τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι αυτές οι ενθουσιώδεις επιδοκιμασίες του Περικλή και της αθηναϊκής δημοκρατίας είχαν κερδίσει τη μάχη. Οι ομολογίες πίστεως στις αρετές της δημοκρατίας είναι σήμερα πιο διαδεδομένες από ποτέ άλλοτε. Μερικοί φτάνουν στο σημείο να υποστηρίξουν ότι η προαιώνια διαμάχη μεταξύ της δημοκρατίας και των αντιπάλων της, η οποία ξεκίνησε στην αρχαία Αθήνα, έχει φτάσει στο τέλος της. Μια ματιά στις πηγές, όμως, θα οδηγούσε σε πιο νηφάλια συμπεράσματα.
Για περισσότερο από διακόσια χρόνια η δημοκρατία είχε πολλούς ισχυρούς εχθρούς και ελάχιστους φίλους. Σπουδαίοι διανοητές του αιώνα που διαδέχθηκε την εποχή του Περικλή καταδίκασαν τη δημοκρατία και χρησιμοποίησαν την Αθήνα ως απόδειξη για τα ολέθρια ελαττώματά της. Οι περισσότεροι αρχαίοι συγγραφείς απεικόνισαν τους ηγέτες της ως ιδιοτελείς δημαγωγούς οι οποίοι έβλαπταν το κοινό συμφέρον. Αποκάλεσαν τη δημοκρατία ασταθές πολίτευμα, θέατρο φθοροποιών αγώνων μεταξύ κομμάτων και παρατάξεων όπου η φτωχή πλειοψηφία ποδοπατούσε την πιο ευκατάστατη μειοψηφία αδιαφορώντας για τα δικαιώματα του ατόμου– η εγγενής της αστάθεια οδηγούσε αναπόφευκτα σε εμφυλίους πολέμους και ως εκ τούτου στην αναρχία και την τυραννία. Ο Πλάτων επιτέθηκε ευθέως στον Περικλή και κα- τέκρινε τους Αθηναίους που επαινούσαν τους δημοκράτες πολιτικούς:
Ο λαός λέει ότι εκείνοι έκαναν σπουδαία την πόλη και δεν βλέπει ότι αυτή εξωτερικά είναι διογκωμένη και από μέσα την κατατρώει ύπουλη αρρώστια εξαιτίας των προηγούμενων ηγετών της· γιατί εκείνοι γέμισαν την πόλη με λιμάνια και ναυστάθμους και φρούρια και φόρους και κάθε είδους ανοησίες, και δεν έχουν αφήσει χώρο για το μέτρο και τη δικαιοσύνη. Και όταν ξεσπάσει η κρίση της αρρώστιας, ο λαός θα κατηγορεί τους τότε συμβούλους του και θα επικροτεί τον Θεμιστοκλή και τον Κίμωνα και τον Περικλή, οι οποίοι είναι οι πραγματικοί υπεύθυνοι για τις συμφορές του. (Γοργίας 518e-519a)
Αυτή η εχθρική απεικόνιση έμεινε χωρίς αντίπαλο μέχρι τον 1 8ο αιώνα και κυριάρχησε στη δυτική σκέψη. Ηγεμόνες και συγγραφείς από την Αναγέννηση έως και την εποχή του Διαφωτισμού συμμερίστηκαν την κριτική του Πλάτωνα, επειδή αυτή εξυπηρετούσε απόλυτα τα συμφέροντά τους. Βασιλείς, ευγενείς και συντηρητικοί υποστηρικτές της ιεραρχίας έτρεμαν τις συνέπειες που θα είχε η ανάθεση της εξουσίας στον «όχλο». Συγγραφείς και καλλιτέχνες φοβούνταν την υποβάθμιση του πολιτισμού σε ένα καθεστώς όπου εξουσιάζει ο μέσος άνθρωπος· θρησκευτικοί ηγέτες προέβλεψαν ότι η εξουσία της Εκκλησίας θα ήταν ασυμβίβαστη με μια κυβέρνηση του λαού – όλες οι ισχυρές δυνάμεις και οι θεσμοί της βασιλικής και αριστοκρατικής Ευρώπης ήταν αντίθετοι στην ιδέα της δημοκρατίας και δέχονταν πρόθυμα την άποψη ότι η Αθήνα του Περικλή υπήρξε μια πανωλεθρία.
Στις έντονες συζητήσεις που χαρακτήρισαν την εποχή του Διαφωτισμού και διαπότισαν τη Γαλλική Επανάσταση, η περίπτωση της Ελλάδας χρησιμοποιήθηκε συχνά ως αφοπλιστικό επιχείρημα κατά των υπερασπιστών της δημοκρατίας. Τόσο ισχυρή και διαδεδομένη ήταν αυτή η άποψη, ώστε ακόμη και άνθρωποι οι οποίοι θεμελίωσαν την πιο επιτυχημένη και σταθερή δημοκρατία του κόσμου τη θεωρούσαν δεδομένη στις συζητήσεις τους για το αμερικανικό Σύνταγμα. Ο Αλεξάντερ Χάμιλτον[4] έφερε ως παράδειγμα τη σταδιοδρομία του Περικλή για να δείξει πόσο εύκολο είναι να καταχραστεί την εξουσία ένας δημοφιλής ηγέτης σε μια καθαρόαιμη δημοκρατία:
Άνθρωποι αυτού του είδους, ασχέτως αν ήταν ευνοούμενοι του βασιλέως ή του ναού, καταχράστηκαν πολλές φορές την εμπιστοσύνη προς το πρόσωπό τους· και χρησιμοποιώντας ως άλλοθι το συμφέρον του λαού, δεν δίστασαν να θυσιάσουν την ηρεμία του έθνους για το προσωπικό τους συμφέρον ή την προσωπική τους ευχαρίστηση.
Ο περίφημος Περικλής, ενδίδοντας στη μνησικακία μιας πόρνης [της Ασπασίας] και θυσιάζοντας πολύ αίμα και μεγάλο μέρος από τις περιουσίες των συμπολιτών του, επιτέθηκε στην πόλη των Σαμνίων [sic], την υπέταξε και την κατέστρεψε … Ο ίδιος άνθρωπος, ωθούμενος από προσωπικά κίνητρα, υπήρξε ο ηθικός αυτουργός του περίφημου όσο και ολέθριου πολέμου, ο οποίος αναφέρεται στα χρονικά των Ελλήνων με το όνομα Πελοποννησιακός Πόλεμος· ο πόλεμος αυτός … έληξε με την καταστροφή της αθηναϊκής πολιτείας.[5]
Ακόμη και ο Τζέιμς Μάντισον απηχεί την κρίση του Πλάτωνα για την αρχαία Αθήνα: «Τέτοιες δημοκρατίες ανέκαθεν ήταν εστίες αναταραχών και συγκρούσεων ποτέ δεν συμβιβάζονταν με την προσωπική ασφάλεια και το δικαίωμα στην ιδιοκτησία– και εν γένει ο βίος τους υπήρξε τόσο βραχύς όσο βίαιος ήταν και ο θάνατός τους»[6]
Όσον αφορά την Αθήνα του Περικλή, τα πράγματα, όπως είδαμε, ήταν πολύ διαφορετικά. Η επίθεση του Πλάτωνα ενάντια στη φύση αυτής της δημοκρατίας είναι γελοία. Ο αθηναϊκός λαός δεν επέτρεπε στους ηγέτες του να σφετεριστούν την εξουσία. Ήταν ανά πάσα στιγμή έτοιμος να καθαιρέσει και να τιμωρήσει ακόμη και τους πιο ισχυρούς άνδρες, όπως έμελλε να διαπιστώσει με λύπη του ο Περικλής, και αντιστεκόταν με σθένος τόσο στις εξωτερικές όσο και τις εσωτερικές απειλές κατά της δημοκρατίας του. Παρά τη φρίκη του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος διήρκεσε σχεδόν τρεις δεκαετίες, τη στρατιωτική ήττα, τη σπαρτιατική κατοχή και ένα ολιγαρχικό πραξικόπημα, ο λαός της Αθήνας επέδειξε τον συνδυασμό αφοσίωσης και αυτοσυγκράτησης που είναι αναγκαίος για την επιβίωση μιας λαοπρόβλητης κυβέρνησης και τη ζωή σε μιαν αξιοπρεπή κοινωνία.
Αυτή η αυτοσυγκράτηση είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτη αν λάβουμε υπόψη μας πόσο απλό θα ήταν για την πλειονότητα των Αθηναίων να κατακλέψουν τους πλούσιους και να εκδικηθούν τους εχθρούς τους. Προφανώς είχαν αποδεχθεί το δημοκρατικό όραμα και η εμπειρία τους είχε αποδείξει τη δύναμή του. Δεν έβλεπαν τα ήθη και τους νόμους που διείπαν την Αθήνα ως μια συνωμοσία των πλουσίων κι ευκατάστατων για να εξουσιάζουν και να εκμεταλλεύονται τις μάζες. Αντιθέτως, θεωρούσαν ότι ο σεβασμός προς τους νόμους και η υπακοή σε αυτούς ήταν η ασφαλέστερη προστασία των αδυνάτων και των φτωχών από τους πλούσιους και τους ισχυρούς, και ότι μια λαοπρόβλητη κυβέρνηση, το μόνο είδος κυβέρνησης που θα μπορούσε να εξασφαλίσει ελευθερία, αξιοπρέπεια και αυτοσεβασμό στον απλό άνθρωπο, προϋπέθετε την τήρηση των νόμων. Η ασέβεια προς τους νόμους, πίστευαν, ήταν γνώρισμα της τυραννίας: «Σε μια δημοκρατία οι νόμοι είναι αυτοί που προστατεύουν τη ζωή του πολίτη και το πολίτευμα της πόλης, ενώ τους τυράννους και τους ολιγαρχικούς τους προστατεύουν η καχυποψία τους και οι ένοπλες φρουρές τους» (Αισχίνης, Κατά Τιμάρχου 4-5). Το 403, λίγο μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας, ένας ρήτορας περιέγραψε θαυμάσια την αφοσίωση των Αθηναίων προς τους νόμους σε έναν επιτάφιο λόγο ο οποίος θυμίζει τον Επιτάφιο που είχε εκφωνήσει ο Περικλής μια γενιά νωρίτερα.
Οι παλιότεροι Αθηναίοι, είπε, ήταν οι πρώτοι που καθιέρωσαν τη δημοκρατία, πιστεύοντας ότι η ελευθερία όλων των πολιτών είναι η σπουδαιότερη πηγή αρμονίας· χάρη στις κοινές ελπίδες που πήγαζαν από τους κοινούς κινδύνους πολιτεύονταν με ελεύθερο φρόνημα. Χρησιμοποιούσαν τους νόμους για να τιμούν τους καλούς και να τιμωρούν τους κακούς, γιατί πίστευαν ότι μόνον τα θηρία επικρατούν διά της βίας, ενώ οι άνθρωποι πρέπει να απονέμουν δικαιοσύνη με τους νόμους, να πείθουν με τη λογική και να υπηρετούν αυτά τα δύο αποδεχόμενοι την εξουσία του νόμου και την καθοδήγηση της λογικής. (Λυσίας, Επιτάφιος 17-19)
Τον 19ο αιώνα, όταν η σύγχρονη δημοκρατία είχε αρχίσει να εδραιώνεται στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Μ. Βρετανία, η αντιμετώπιση της αθηναϊκής δημοκρατίας έγινε πιο θετική. Οι Βρετανοί οπαδοί της δημοκρατίας ανακάλυψαν εκ νέου κι εξύμνησαν το πολίτευμα της Αθήνας του Περικλή και τον δημοκρατικό τρόπο ζωής της. Η έκδοση του σπουδαίου δωδεκάτομου έργου του George Grote, Ιστορία της Ελλάδας, η οποία έγινε στο διάστημα μεταξύ 1846 και 1 856, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν ο κόσμος την Αθήνα του Περικλή. Καθώς η Βρετανία κατευθυνόταν σε μια πληρέστερη μορφή δημοκρατίας, η Αθήνα του Περικλή, όπως την ερμήνευε ο Grote, φαινόταν να αναδεικνύεται σε ολοένα και μεγαλύτερη πηγή έμπνευσης. Οι μορφωμένοι Άγγλοι και Αγγλίδες μεγάλωναν μελετώντας και θαυμάζοντας τους Αθηναίους του 5ου αιώνα.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, στα λονδρέζικα λεωφορεία υπήρχαν αφίσες με αποσπάσματα από τον Επιτάφιο του Περικλή. Οι άνθρωποι που τα επέλεξαν πίστευαν ότι τα λόγια με τα οποία ο Περικλής καλούσε τους Αθηναίους να αντισταθούν στους Σπαρτιάτες είχαν νόημα για τους πολίτες μιας σύγχρονης, φιλελεύθερης δημοκρατίας που πολεμούσε ενάντια σε μια μιλιταριστική μονοκρατορία. Σκέφτονταν ότι το κάλεσμα που απηύθυνε σε κάθε Αθηναίο, προτρέποντάς τον να κάνει τις αναγκαίες θυσίες για την κοινότητα, θα είχε αντίκρισμα στον βρετανικό λαό και ήλπιζαν ότι οι αξίες της ισότητας, της υπακοής προς τους νόμους, της ελευθερίας του λόγου, της συμμετοχής στα κοινά και της αγάπης για το αγαθό, το ωραίο, τη δύναμη και τη δόξα θα συγκινούσαν τον απλό πολίτη.[7]
Το 1915, ένας διακεκριμένος Βρετανός κλασικιστής δεν δίστασε να δηλώσει:
Οι ελληνικές ιδέες και η ελληνική έμπνευση μπορούν να μας βοηθήσουν σήμερα όχι απλώς να αντιμετωπίσουμε τα τρέχοντα καθήκοντά μας, αλλά και να βαθύνουμε και να διευρύνουμε το νόημα της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του πολίτη, της ελευθερίας και του νόμου, κάτι που θα λέγαμε ότι αποτελεί το ύψιστο πολιτικό καθήκον της ανθρωπότητας για τη νέα ιστορική περίοδο στην οποία εισήλθαμε αιφνιδίως.[8]
Σε γενικές γραμμές, η φήμη της δημοκρατικής Αθήνας έχει βελτιωθεί από τότε, αλλά η σύγχρονη δημοκρατία αυτή καθεαυτήν έχει δεχτεί σοβαρές απειλές από ένοπλες επιθέσεις και ιδεολογικούς πολέμους. Η Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1930, καθώς και η άνοδος του φασισμού και των ναζί που τη διαδέχθηκε, έδειχναν να ειρωνεύονται τις προσδοκίες του 19ου αιώνα, σύμφωνα με τις οποίες η δημοκρατία θα θριάμβευε τελικά ως αποτέλεσμα μιας φυσικής εξελικτικής πορείας προς την επικράτηση του ορθού λόγου, την ευημερία και την αυτονομία. Για κάποιο χρονικό διάστημα θα πίστευε κανείς ότι οι δημοκρατικές κυβερνήσεις μπορεί να εξαφανίζονταν από τα περισσότερα μέρη του κόσμου παραχωρώντας τη θέση τους σε τυραννίες, οι οποίες θα είχαν γίνει πιο άγριες και αποτελεσματικές από κάθε άλλη φορά χάρη στα προϊόντα της σύγχρονης τεχνολογίας.
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος κατέστρεψε μια μορφή τυραννίας, όμως μια άλλη, καινούργια τυραννία κυριάρχησε σε ένα μεγάλο τμήμα του πλανήτη. Οι δυτικές δημοκρατίες αντιμετώπισαν τη νέα πρόκληση· όμως η τραγική ειρωνεία είναι ότι πολλοί δυτικοί διανοούμενοι συνέχισαν την επίθεση κατά της δημοκρατίας που είχε αρχίσει ο Πλάτων, παρότι η κριτική τους γινόταν τώρα από διαφορετική οπτική γωνία. Ο Πλάτων και οι πρώτοι σύγχρονοι οπαδοί της μοναρχίας και της αριστοκρατίας που ακολούθησαν το παράδειγμά του κατηγορούσαν τη δημοκρατία του Περικλή για την υπερβολική έμφαση που έδινε στην ισότητα. Αντιθέτως, όσοι αντιμετωπίζουν κριτικά τον 20ό αιώνα παραπονέθηκαν έντονα για τις ανισότητές της, και ιδίως για την άνιση κατανομή του πλούτου, αναπόφευκτη σε μια ελεύθερη κοινωνία, απαιτώντας όχι ισότητα ευκαιριών για όλους τους πολίτες, αλλά ισότητα αποτελεσμάτων. Οι μαρξιστές, τόσο στον κομμουνιστικό όσο και στον μετακομμουνιστικό κόσμο, χλεύασαν την «αστική δημοκρατία», ισχυριζόμενοι ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια μορφή καταπίεσης και εκμετάλλευσης. Οι σχετικιστές υποστήριξαν πως η δημοκρατία μπορεί να ήταν καλή για τις χώρες όπου ήδη είχε προλάβει να ριζώσει, αλλά ουσιαστικά επρόκειτο για ένα δυτικό φαινόμενο, ακατάλληλο για άλλα μέρη του κόσμου. Ώσπου να σημειωθούν οι εξεγέρσεις που ξέσπασαν στον κομμουνιστικό κόσμο το 1989, πολλοί δυτικοί διανοούμενοι δικαιολογούσαν ή ακόμη κι εγκωμίαζαν καθεστώτα τα οποία είχαν προδώσει τις πολιτικές ελευθερίες και τη δημοκρατία στο όνομα της οικονομικής ισότητας.
Η πολιτική ισότητα ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της αθηναϊκής δημοκρατίας, όμως η οικονομική ισότητα, όπως είδαμε, δεν αποτελούσε μέρος του δημοκρατικού προγράμματος ούτε στην εποχή του Περικλή ούτε μετά από αυτήν. Στις αρχές του 6ου αιώνα, οι Αθηναίοι αγρότες απαίτησαν ανακατανομή της γης και ισομοιρία (ίση μοιρασιά) της αττικής γης, όμως το αίτημά τους δεν εκπληρώθηκε ούτε ανατέθηκε ποτέ. Η εμπειρία από τις κοινωνικές επαναστάσεις σε άλλες πόλεις, όπου οι παραβιάσεις του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είχαν προκαλέσει εμφύλιους πολέμους, αναρχία, τυραννία και φτώχεια, απέδειξε ότι η ισονομία, και όχι η ισότητα των αγαθών, ήταν το μόνο είδος αρχής που συμβιβαζόταν με την ευημερία, την ελευθερία και την ασφάλεια. Για τους Αθηναίους, επομένως, η κοινωνική δικαιοσύνη δεν σήμαινε οικονομική ισοπέδωση. Ο Αθηναίος δημοκράτης απαιτούσε ισότητα ευκαιριών, «μια σταδιοδρομία ανάλογη των προσόντων του καθενός». Όμως πίστευε, επίσης, ότι η πείρα και η ανώτερη ικανότητα πρέπει να επιβραβεύονται. Παρά τις καταστροφές και τους πειρασμούς, στα πλούτη και στη φτώχεια, οι Αθηναίοι έμειναν πιστοί σε αυτές τις αρχές.
Και οι αρχαίοι και οι σύγχρονοι επικριτές της δημοκρατίας συμμερίζονται μια βασική θέση. Και οι μεν και οι δε δυσπιστούν απέναντι στον μέσο άνθρωπο και παραβλέπουν την αυτονομία του αναζητώντας έναν υψηλότερο στόχο: μια ουτοπική ιδέα δικαιοσύνης. Κατά τον Πλάτωνα, αυτή ισοδυναμούσε με την εξουσία μιας μικρής ομάδας φιλοσόφων, οι οποίοι θα κυβερνούσαν υπό το φως κάποιας θεϊκής, απαρασάλευτης γνώσης. Κατά τη μαρξιστική θεωρία, η ιδέα αυτή ισοδυναμούσε με μια ουτοπία ισότητας και απόλυτης ελευθερίας, απαλλαγμένη από τις έννοιες της εκμετάλλευσης και της αλλοτρίωσης. Στην εκκοσμικευμένη εκδοχή της, κατέληξε να σημαίνει ότι η εξουσία του «προλεταριάτου» -στην πραγματικότητα, μια μικρή, δικτατορικού χαρακτήρα «δημοκρατική εμπροσθοφυλακή» με ηγέτες όπως ο Λένιν, ο Μάο και ο Κάστρο – θα κυβερνούσε ουτοπίες όπως η Σοβιετική Ένωση, η Κομμουνιστική Κίνα και η Κούβα. Αμφότερες οι κριτικές της δημοκρατίας συμμερίζονται την άποψη ότι η ατομική ελευθερία και η αυτονομία είναι δευτερεύουσες σε σχέση με την οικοδόμηση μιας πραγματικά δίκαιης κοινωνίας, και ότι υπάρχει μια ολιγάριθμη τάξη ανθρώπων που έχουν το προνόμιο να γνωρίζουν ποιο είναι το σωστό και πώς πρέπει να επιτευχθεί.
Οι περισσότεροι συνήγοροι της δημοκρατίας πιστεύουν πως δεν υπάρχει καμιά ελίτ που να έχει αποκλειστική πρόσβαση στη γνώση της πολιτικής τέχνης ή της πολιτικής επιστήμης. Ισχυρίζονται ότι για να υπάρξει σωστή διακυβέρνηση και δίκαιη κοινωνία χρειάζεται η συμμετοχή όλων των πολιτών. Τα συστατικά στοιχεία της δημοκρατίας – η ελευθερία του ατόμου, η ισονομία, η ισότητα ευκαιριών, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέ- γεσθαι – δεν αποτελούν μέσα για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, ενώ αντιθέτως το αυτόνομο δημοκρατικό σύστημα αποτελεί αυτοσκοπό. Η αξιοπρέπεια και η προκοπή του ανθρώπου προϋποθέτουν ένα λογικό επίπεδο ευημερίας και την καλλιέργεια των αρετών που απαιτούνται για μια ελεύθερη και αυτόνομη ζωή. Συνεπώς, πρωτεύουσα σημασία έχει η πολιτική και όχι η οικονομία. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις σύμφωνα με τις οποίες κανένα άλλο σύστημα δεν αποφέρει τόση ευημερία όση η δημοκρατία και η ελεύθερη οικονομία. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να εγγυηθεί την ευημερία, αλλά ένα δημοκρατικό σύστημα μπορεί τουλάχιστον να καλύψει ως έναν βαθμό τις απαιτούμενες ανάγκες.
Η ιστορία των Αθηναίων της εποχής του Περικλή δείχνει ότι η γέννηση και η επιβίωση της δημοκρατίας απαιτούν ηγεσία πρώτου μεγέθους. Όταν τέθηκαν σε δοκιμασία, οι Αθηναίοι επέδειξαν την απαιτούμενη αφοσίωση, σοφία και σύνεση κυρίως επειδή είχαν εμπνευστεί από το δημοκρατικό όραμα του Περικλή και το πρότυπο που τόσο αποτελεσματικά τους είχε υποβάλει. Επρόκειτο για ένα όραμα που εξύψωνε το άτομο εντός της πολιτικής κοινότητας· έθετε όρια στο πεδίο δράσης και στην εξουσία της πολιτείας, αφήνοντας περιθώριο στην ατομική ελευθερία, την ιδιωτικότητα και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, σημαντικό μέρος της οποίας αποτελούν αυτές οι αξίες. Απέρριπτε την αρχή της ισοπέδωσης που ακολουθούσαν τόσο η Σπάρτη όσο και ο σύγχρονος σοσιαλισμός, καταστρατηγώντας αυτά τα δικαιώματα. Επιβραβεύοντας τους άξιους, ενθάρρυνε τα ατομικά επιτεύγματα και τις ατομικές διακρίσεις που κάνουν ευχάριστη τη ζωή και αναβαθμίζουν το επίπεδό της για όλους. Κυρίως, όμως, ο Περικλής έπεισε τους Αθηναίους πως οι ατομικές τους ανάγκες, και οι υλικές και οι πνευματικές, απαιτούσαν μια κοινότητα σαν κι αυτή στην οποία είχε εξελιχθεί η Αθήνα. Συνεπώς, ήταν πρόθυμοι να αψηφήσουν τον κίνδυνο για να την υπερασπιστούν, να κάνουν θυσίες για χάρη της και να συγκρατήσουν τα πάθη τους και τις επιθυμίες τους για να τη διατηρήσουν.
Οι νεότευκτες αναδυόμενες δημοκρατίες του καιρού μας είναι πολύ εύθραυστες και όλες αντιμετωπίζουν σοβαρές προκλήσεις. Λίγες είναι εκείνες που έχουν τη δυνατότητα να βασιστούν σε μια ισχυρή δημοκρατική παράδοση, και σε όλες υφίστανται οικονομικές συνθήκες οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από κακές έως άθλιες. Πολλές από αυτές έρχονται τώρα αντιμέτωπες με εθνικές διαφορές, οι οποίες είχαν καταπιεστεί για πολύ καιρό και απειλούν να καταστρέψουν την απαιτούμενη ενότητα και αρμονία. Στο μεταξύ, η εικόνα και το παράδειγμα των πλούσιων, ελεύθερων εθνών του κόσμου, έτσι όπως μεταφέρονται στον λαό τους από τη σύγχρονη τεχνολογία, έχουν οδηγήσει τις υλικές προσδοκίες σε δυσθεώρητα ύψη. Αν τα προσφάτως απελευθερωμένα έθνη αντιμετωπίζουν τη δημοκρατία κυρίως ως έναν σύντομο δρόμο προς την υλική ευημερία και τη δίκαιη κατανομή του πλούτου, θα απογοητευθούν οικτρά και η δημοκρατία θα αποτύχει. Για να επιτύχει, χρειάζονται ένα όραμα για το μέλλον τους που θα είναι αρκετά ισχυρό, ώστε να τα στηρίζει και στις καλές και στις δύσκολες στιγμές, και να δικαιολογεί τις πολλές και μεγάλες θυσίες που απαιτούνται από αυτά. Οφείλουν να δουν ότι από όλα τα πολιτεύματα μόνον η δημοκρατία είναι αυτή που σέβεται την αξιοπρέπεια και την αυτονομία του ατόμου και να αντιληφθούν πως η επιβίωσή της απαιτεί από τον καθένα να θεωρεί την προσωπική του ευημερία αλληλένδετη με την ευημερία της κοινότητας.
Θα είναι πολύ δύσκολο να ριζώσει αυτή η καινούργια πίστη σε κοινωνίες που έχουν μάθει να αντιμετωπίζουν με κυνισμό τη χρήση του ιδεαλισμού στη σφαίρα της πολιτικής. Συνεπώς, οι νέες αυτές δημοκρατίες χρειάζονται ηγέτες σαν τον Περικλή, ηγέτες που γνωρίζουν ότι ο στόχος και η φύση της αληθινής δημοκρατίας είναι να οδηγεί τους πολίτες της στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο και ότι η εξόντωση του καλύτερου για να μην τον φθονεί ο χειρότερος είναι γνώρισμα της τυραννίας. Χρειάζονται ηγέτες οι οποίοι αντιλαμβάνονται ότι η ελευθερία του ατόμου, η αυτονομία και η ισονομία είναι αξίες εξαιρετικά πολύτιμες αυτές καθεαυτές. Και κυρίως χρειάζονται ηγέτες που έχουν το χάρισμα να πείθουν τους ανυπόμονους πολίτες ότι αυτοί οι πολιτικοί θεσμοί αποτελούν το πρώτο, απαραίτητο βήμα προς ένα δίκαιο καθεστώς και μια ζωή καλή για όλους.
Δεν είναι εύκολο να βρεθούν τέτοια οράματα και τέτοιοι ηγέτες στην εποχή μας. Ο κόσμος είδε έκπληκτος τους αδύναμους βλαστούς της δημοκρατίας να προσπαθούν να φυτρώσουν στο σκληρό έδαφος της καταπίεσης. Όσοι θα ήθελαν να τους βοηθήσουν να αναπτυχθούν και να μεγαλώσουν, το καλύτερο που έχουν να κάνουν ι αναζητήσουν έμπνευση και καθοδήγηση στην ιστορία του Περικλή και της πόλης του, της Αθήνας, όπου, μι κι έναν καιρό, παρά τις μύριες αντιξοότητες, η δημοκρατία κατόρθωσε να θριαμβεύσει.
----------------
[1] Αυτά τα λόγια ειπώθηκαν από τον Adolph Berle για τον Φραν- κλίνο Ρούζβελτ λίγο μετά τον θάνατο του προέδρου. Η ομιλία του περιέχεται στον τόμο Adolph A. Berle, Navigating the Rapids, εκδ. Beatrice Bishop Berle και Travis Beal Jacobs (Νέα Υόρκη 1973), σ. 535. To χωρίο παραθέτει ο William Ε. Leuchtenburg στο In the Shadow of FDR (Ithaca 1983), σ. viii-ix.
[2] Βλ. D. Kagan, The Outbreak of the Peloponnesian War (Ithaca 1969, σ. 149-151, 175-177).
[3] W. Schwann, «Thrasybulos», Kroll, Realenzyklopaedie der klassischen Altertumswissenschaft, εκδ. A. Pauly, G. Wissowa και W. Kroll, σ. 568-574.
[4] Χάμιλτον Αλεξάντερ(ΐ755/1757-1804): Αμερικανός πολιτικός, δημοσιογράφος και νομικός, οργανωτής του δημοσιονομικού συστήματος των ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)
[5] Federalist, Αριθμός 6, σ. 109.
[6] Federalist, Αριθμός 10, σ. 133.
[7] Αυτή η παράγραφος παραφράζει τις παρατηρήσεις του Frank Μ. Turner, The Greek Heritage in Victorian Britain (Νιου Χέιβεν 1981), σ. 187.
[8] Alfred E. Zimmern, «The Greek Commonwealth: Politics and Economics», στον τόμο Fifth-Century Athens (Οξφόρδη 1915), σ. 5 (παρατίθεται από τον Turner, σ. 188).