Το 216 π.Χ. στις 2 Αυγούστου : Η μάχη των Καννών: Ο στρατηγός των Καρχηδονίων, Αννίβας, συντρίβει τις Rωμαϊκές λεγεώνες. 50.000 Ρωμαίοι πέφτουν στο πεδίο της μάχης. «Hannibal ante portas» αναφωνούν οι Ρωμαίοι. Η μάχη των Κανών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ανθρωποσφαγές στα χρονικά της ιστορίας αλλά και αιώνια απόδειξη της ιδιοφυΐας του Αννίβα.
Η Μάχη των Καννών (Cannensis pugna), σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μάχες του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου και διεξήχθη στις 2 Αυγούστου του 216 π.Χ., στις Κάννες της περιφέρειας Απουλίας, στη Νότιοανατολική Ιταλία. Ο στρατός της Καρχηδόνας, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αννίβα Βάρκα νίκησε με αποφασιστικό τρόπο τον αριθμητικά μεγαλύτερο στρατό της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, υπό την ηγεσία των υπάτων Λεύκιου Αιμίλιου Παύλου και Γάιου Τερέντιου Βάρρωνος...
Θεωρείται μια από τις πιο ένδοξες μάχες εκείνης της περιόδου, καθώς αποτελεί και τη δεύτερη μεγαλύτερη ήττα των Ρωμαίων στη στρατιωτική τους ιστορία (μετά τη ήττα στο Αραύσιο το 105 π.Χ.) Στα χρονικά της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας ελάχιστες είναι εκείνες οι μάχες που νικήθηκαν αποκλειστικά με τη χρήση ενός ιδιοφυούς στρατηγήματος, που ήταν δηλαδή το προϊόν κατά βάση της ευφυΐας και της τακτικής αντίληψης ενός στρατηγού. Μεταξύ αυτών η μάχη των Καννών κατέχει μία εξέχουσα θέση.
Η τακτική ιδιοφυία του μεγάλου Καρχηδόνιου πολέμαρχου Αννίβα Μπάρκα, που είχε ήδη αποδειχτεί σε μία μεγάλη σειρά μαχών από τη νότια Ιβηρική έως την κεντρική Ιταλία, βρήκε την απόλυτη έκφρασή της σε μια σύγκρουση που έμεινε στην ιστορία ως η πρώτη πλήρης εφαρμογή της τακτικής της διπλής υπερκέρασης, μια κίνηση που θα ήταν πλέον γνωστή ως «ο Ελιγμός των Καννών» και θα καθίστατο στόχος ζωής για όλους τους μεγάλους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας, που προσπάθησαν να επαναλάβουν αυτήν την εκπληκτική νίκη του Αννίβα.
Στις Κάννες ο Αννίβας αντιμετώπισε το σύνολο των δυνάμεων που μπορούσε να κινητοποιήσει η πανίσχυρη πόλη-κράτος της Ρώμης, μαζί με τους δεκάδες συμμάχους και υποτελείς της από ολόκληρη την Ιταλική χερσόνησο. Ο ίδιος είχε στη διάθεση του ένα πολύ μικρότερο στράτευμα, αποτελούμενο κυρίως από Κέλτες (Γαλάτες), Ίβηρες και Αφρικανούς μισθοφόρους, με αξιωματικούς Καρχηδόνιους αλλά και μερικούς Έλληνες. Παρόλα αυτά, όχι μόνο κέρδισε τη μάχη, αλλά πέτυχε και να εξοντώσει τις δυνάμεις του αντιπάλου του.
Μετά από τις ήττες στον ποταμό Τρέβιο και στη Μάχη της λίμνης Τρασιμένης (Λατ. Thrasymenne ή Trasimenne), οι Ρωμαίοι αποφάσισαν να αντιμετωπίσουν μετωπικά τον Αννίβα στις Κάννες, έχοντας στη διάθεσή τους συνολικά 87.000 στρατιώτες. Το Ρωμαϊκό πεζικό στη μάχη είχε βαθύτερο σχηματισμό από ό,τι συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, και ο Αννίβας αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει χρησιμοποιώντας την τακτική της διπλής υπερκέρασης. Αυτή η τακτική είχε ως αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό του ρωμαϊκού στρατού στη μάχη, καθώς επίσης και την υποταγή μερικών σύμμαχων της Ρώμης στον Αννίβα.
Προς τις Κάννες
Ο πόλεμος που έμεινε στην ιστορία ως «Β΄ Καρχηδονιακός πόλεμος» είχε ξεκινήσει μετά από τις κινήσεις του Αννίβα στην Ιβηρική, που τότε ήταν η περιοχή όπου συγκρούονταν η σφαίρα επιρροής της Καρχηδόνας με αυτήν της Ρώμης. Ο Αννίβας συγκέντρωσε ένα μεγάλο στράτευμα, πάνω από 50.000 πεζούς, 9.000 ιππείς και 37 ελέφαντες και επιχείρησε να μεταφέρει τον πόλεμο στην Ιταλική χερσόνησο, βάζοντας ως στόχο την καταστροφή της πηγής της Ρωμαϊκής δύναμης και την απόσπαση των συμμάχων της Ρώμης από τον εναγκαλισμό της Αιώνιας Πόλης.
Παράλληλα, είχε την πεποίθηση ότι θα τον ακολουθούσαν – όπως και έγινε – οι Γαλατικές φυλές του Ιταλικού Βορρά. Ο Αννίβας έχασε ένα μεγάλο μέρος του στρατεύματος του (περίπου το μισό) προσπαθώντας να περάσει τις Άλπεις, ωστόσο όταν βρέθηκε στην κοιλάδα του Πο αναπλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των απωλειών του με τους πρόθυμους Γαλάτες, που βρήκαν στο πρόσωπο του τον ηγέτη που θα τους οδηγήσει ενάντια στους Ρωμαίους εχθρούς τους και φυσικά προσβλέποντας σε πλούσιο πλιάτσικο.
Ο Αννίβας αντιμετώπισε στη συνέχεια τρεις φορές σε μεγάλες μάχες τις δυνάμεις που έστειλε ενάντιά του η Ρώμη και τις κατανίκησε στον ποταμό Τικίνο, στις όχθες του ποταμού Τρέβια και σε αυτές της λίμνης Τρασιμένης.
Μετά από αυτές τις συμφορές οι Ρωμαίοι προσπάθησαν να αναδιοργανωθούν και άρχισαν ένα εντατικό πρόγραμμα εκπαίδευσης νέων λεγεώνων, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαν να βρουν τους κατάλληλους ηγέτες για να αντιμετωπίσουν τον ιδιοφυή Αφρικανό. Στο μεταξύ ο Αννίβας λεηλατούσε την ύπαιθρο της Ιταλίας και προσπαθούσε να πείσει τους συμμάχους της Ρώμης να αποστατήσουν, πετυχαίνοντας όμως πολύ φτωχά αποτελέσματα.
Το 216 π.Χ. οι Ρωμαίοι θεώρησαν ότι ο κόμπος είχε φθάσει στο χτένι. Ο Αννίβας λεηλατούσε συστηματικά την Απουλία, όπου πολλοί πλούσιοι Ρωμαίοι είχαν τις περιουσίες τους και αψηφούσε με θράσος την ισχύ της Ρώμης. Η Σύγκλητος εμπιστεύτηκε τις τύχες του τεράστιου στρατού που είχε συγκεντρώσει σε δύο νέους Ύπατους, τον Κάιο Τερέντιο Βάρρο (Caius Terentius Varro) και τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο(Lucius Aemilius Paullus) και τους έδωσε εντολή να βρουν τον εχθρό και να τον εμπλέξουν σε μάχη κάτω από τις ευμενέστερες συνθήκες, ώστε να τον συντρίψουν και να απομακρύνουν τον κίνδυνο από τη Ρώμη.
Στρατηγικό Πλαίσιο
Λίγο μετά την έναρξη του Δεύτερου Καρχηδονιακού Πολέμου, ο Καρχηδόνιος στρατηγός Αννίβας είχε διασχίσει την Ιταλία δια μέσου των Άλπεων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, και είχε νικήσει τους Ρωμαίους στον ποταμό Τρέβιο και στη λίμνη Τρασιμένη. Ύστερα από αυτές τις ήττες, οι Ρωμαίοι διόρισαν ως δικτάτορα τον Φάβιο Μάξιμο, για να αντιμετωπίσει την Καρχηδονιακή απειλή.
Ο Φάβιος αποφάσισε να χρησιμοποιήσει την τακτική της καμένης γης κατά του Καρχηδονιακού στρατού, κόβοντας τις γραμμές ανεφοδιασμού του τελευταίου και προσπαθώντας να αποφύγει την ανοιχτή σύγκρουση. Αυτή η τακτική αποδείχθηκε μη αγαπητή στον Ρωμαϊκό λαό και στρατό. Ο Ρωμαϊκός λαός άρχισε να αμφισβητεί την αποτελεσματικότητα της τακτικής του Φάβιου, η οποία έδωσε την ευκαιρία στον Καρχηδονιακό στρατό να συνενωθεί. Επίσης υπήρχε ο φόβος ότι αν ο Αννίβας συνέχιζε τη λεηλασία της Ιταλίας, θα δινόταν η εντύπωση στους συμμάχους της Ρώμης, πώς αυτή δεν θα μπορούσε να τους προστατεύσει.
Λόγω των αποτελεσμάτων της τακτικής του Φάβιου, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν ανανέωσε τις δικτατορικές εξουσίες του και το 216 π.Χ. εξέλεξε νέους υπάτους, τον Λούκιο Αιμίλιο Παύλο και τον Γάιο Τερέντιο Βάρρωνα, οι οποίοι πήραν εντολές να αντιμετωπίσουν τον Αννίβα. Ο Πολύβιος καταγράφει:
Η Σύγκλητος αποφάσισε να παρατάξει στο πεδίο της μάχης 8 λεγεώνες, κάτι που δεν είχε συμβεί ξανά στη στρατιωτική ιστορία της Ρώμης, η καθεμιά από τις οποίες θα αποτελούταν από 5.000 στρατιώτες, παρατεταγμένους πίσω από τους συμμάχους των Ρωμαίων. Συνήθως, οι στρατηγοί δεν παρατάσσουν περισσότερες από 4 λεγεώνες, αλλά τόσος ήταν ο φόβος των Ρωμαίων για το μέλλον τους, έτσι ώστε αποφάσισαν να παρατάξουν στο πεδίο της μάχης 8 λεγεώνες
Οι 8 αυτές Ρωμαϊκές λεγεώνες, αποτελούταν περίπου από 40.000 Ρωμαίους στρατιώτες μαζί με 2.400 Ρωμαίους ιππείς, οι οποίοι και αποτελούσαν τον πυρήνα αυτού του νέου στρατεύματος. Οι σύμμαχοι των Ρωμαίων διέθεταν ίσο αριθμό στρατιωτών και 4.000 ιππείς. Έτσι αυτός ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Αννίβα, αποτελείτο περίπου από 90.000 στρατιώτες.
Ιστορικές Πηγές
Γνωστές για τη μάχη είναι τρεις αφηγήσεις. Αυτή του Πολυβίου, την οποία έγραψε 50 χρόνια μετά τη διεξαγωγή της μάχης, αυτή του Λίβιου, την οποία έγραψε την εποχή του Αυγούστου και αυτή του Αππιανού, την οποία έγραψε κατά τον 2ο αιώνα μ.Χ. Η αφήγηση του Αππιανού δεν συμφωνεί, σε μεγάλο βαθμό, με τις υπόλοιπες δύο. Ο Πολύβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη μάχη με απώτερο ναδίρ για τη Ρωμαϊκή οικονομία και λογοτεχνία, ώστε η μετέπειτα ανάκαμψη της Ρώμης να παρουσιάζεται πιο δραματική και αξιοσημείωτη.
Ο Λίβιος επιδιώκει να απεικονίσει τη Σύγκλητο στον ρόλο του ήρωα ρίχνοντας τις ευθύνες για την ήττα των Ρωμαίων στις Κάννες στον Βάρρωνα. Είναι δύσκολο να βρεθεί κάποιος ιστορικός, ο οποίος να έχει δηλώσει κάτι καλό για την αφήγηση του Αππιανού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιπ Σάντιν, έμοιαζε σαν ένα μίγμα άχρηστων και λαθασμένων πληροφοριών.
Ο Ρωμαϊκός Στρατός στις Κάννες
Σε αυτήν την κρίσιμη στιγμή, η Ρώμη είχε αποφασίσει να συγκεντρώσει ότι είχε για να το ρίξει ενάντια στο θρασύτατο Αφρικανό, σε ένα χτύπημα πραγματικά συντριπτικής ισχύος. Ουδέποτε στην ιστορία της η Ρωμαϊκή Δημοκρατία είχε μαζέψει τόσο στρατό και σε ελάχιστες περιπτώσεις στο μέλλον οι δυνάμεις που θα έριχνε σε μία μάχη θα έφταναν τον αριθμό των ανδρών που παρατάχθηκαν εκείνο το Αυγουστιάτικο πρωινό του 216 π.Χ. στην πεδιάδα των Καννών.
Η βασική μονάδα εκστρατείας του Ρωμαϊκού στρατού την περίοδο της Δημοκρατίας ήταν η «Υπατική Στρατιά». Αυτή αποτελούνταν από δύο λεγεώνες Ρωμαίων πολιτών, η κάθε μία περί τους 4.800 έως 5.400 πεζούς και περίπου 200 έως 300 ιππείς. Σ’ αυτούς τους 10.000 έως 11.400 άνδρες.
Παραδοσιακά προσκολλάτο ένα περίπου ισάριθμο τμήμα συμμαχικών δυνάμεων, που προερχόταν δηλαδή από τις πόλεις και τους λαούς που είχε κατακτήσει (με τα όπλα ή μέσω συνθηκών) η Ρώμη και τους υποχρέωνε να παραχωρούν δυνάμεις όταν τις χρειαζόταν. Συνήθως η κάθε «συμμαχική» λεγεώνα είχε περί τους 5.000 πεζούς, αλλά περισσότερους ιππείς, συνήθως από 600 έως και 800, από την αντίστοιχη Ρωμαϊκή. Δηλαδή, μία υπατική στρατιά αριθμούσε συνολικά από 20.500 έως 24.000 μάχιμους άνδρες.
Σε κάποιες περιπτώσεις που υπήρχε μεγαλύτερη ανάγκη και ισχυρότερος αντίπαλος, οι Ρωμαίοι έστελναν δύο υπατικές στρατιές, δηλαδή ένα σώμα από 41.000 έως 48.000 άνδρες, υπό την ηγεσία δύο Ύπατων που εναλλάσσονταν καθημερινά στην αρχιστρατηγία. Συνήθως οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν μέχρι το σημείο αυτό αντιπάλους που δεν είχαν τις δυνατότητες της Ρώμης (και των συμμάχων της) σε ανθρώπινο δυναμικό, οπότε σπάνια μία υπατική στρατιά δεν επαρκούσε για να επιφέρει υπεροχή σε αριθμούς.
Ακόμη και αν ο αντίπαλος υπερείχε, περισσότερο ή λιγότερο, αυτό για τους Ρωμαίους δεν ήταν πρόβλημα, καθώς την περίοδο αυτή και μετά την εμπειρία από τους πολέμους ενάντια στον Πύρρο και την κατάκτηση των Σαμνιτών καθώς και από τον Α΄ Καρχηδονιακό πόλεμο, οι λεγεώνες είχαν παγιοποιήσει ένα τακτικό δόγμα που τις καθιστούσε ανώτερες από οποιοδήποτε άλλο βαρύ πεζικό που υπήρχε οπουδήποτε στον κόσμο. Μόνο οι Ελληνιστικές φάλαγγες μπορούσαν – όπως είχε αποδείξει ο Πύρρος – να αμφισβητήσουν τη Ρωμαϊκή υπεροχή, αλλά οι Ρωμαίοι ακόμη δεν είχαν ρίξει το βλέμμα τους στην Ανατολή.
Ο οπλισμός του Ρωμαίου λεγεωνάριου εξαρτιόταν από την κοινωνική τάξη του και τη θέση μέσα στο στράτευμα. Την εποχή αυτή βρισκόταν σε ισχύ το τριαδικό σύστημα. Υπό το σύστημα αυτό, η λεγεώνα χωριζόταν σε «βαρύ» και «ελαφρύ» πεζικό. Το ελαφρύ πεζικό, όπως και στην κλασσική Ελλάδα, το αποτελούσαν οι κατώτερης κοινωνικής στάθμης Ρωμαίοι και ήταν ουσιαστικά ακροβολιστές, το αντίστοιχο των Ελλήνων «ψιλών».
Τα τμήματα αυτά ονομαζόταν velites (ο Ελληνικός όρος που έχει επικρατήσει είναι γροσφομάχοι) ενώ ακόμη ήταν γνωστοί ως leves, rorarii ή και ferentarii. Ένα τμήμα αυτού του «κατώτερου» πεζικού που συμμετείχε μερικές φορές στις μάχες ήταν κάπως βαρύτερα οπλισμένο και ονομάζονταν antesignani. Στην οργάνωση της λεγεώνας οι ελαφροί πεζοί ήταν συνήθως το 1/5 του συνολικού αριθμού των ανδρών που αποτελούσαν τη λεγεώνα, δηλαδή 1.000 έως 1.200.
Παρατάσσονταν μπροστά από την κυρίως παράταξη, ακροβολίζονταν, παρενοχλούσαν τους αντίπαλους με βροχή βλημάτων και συνήθως υποχωρούσαν μετά την έναρξη της μάχης πίσω ή στο πλάι των βαριά οπλισμένων που ακολουθούσαν. Ο οπλισμός τους περιορίζονταν σε ένα ή δύο ελαφρά ακόντια (hastae velitariae), ένα μικρό ξίφος και μια ελαφρά, μικρού μεγέθους ασπίδα (parma), ενώ κάποιοι ήταν οπλισμένοι με σφενδόνη. Ήταν αθωράκιστοι και δεν μπορούσαν να αντέξουν σε παρατεταμένο αγκέμαχο ενάντια σε βαρύτερα οπλισμένους αντίπαλους.
Συχνά φορούσαν ελαφρό κράνος επενδυμένο με το δέρμα της κεφαλής κάποιου άγριου ζώου, αποτελώντας ένα πολύ ιδιαίτερο θέαμα. Με τη σειρά του το «βαρύ» πεζικό χωριζόταν σε τρεις κατηγορίες: Τους «Άστατους» (Hastati) που ήταν οι νεότεροι άνδρες, με σχετικά περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και οι οποίοι αποτελούσαν την πρώτη γραμμή της κυρίως παράταξης, που ήταν διαρθρωμένη σε «σπείρες» (maniples).
Οι Άστατοι ήταν οπλισμένοι για αγκέμαχο, με βαρύτερα ακόντια (μια πρώτη υλοποίηση του περίφημου Ρωμαϊκού pilum), ένα ισχυρό, διπλής κόψης, κοντό σπαθί και θυρεόσχημη βαριά ξύλινη ασπίδα με μεταλλική νεύρωση και ομφαλό. Η θωράκιση τους ήταν ελαφρά και συνήθως περιοριζόταν σε μία μεταλλική πλάκα στο στήθος (καρδιοφυλακτήρας), πολύ σπανιότερα σε ελαφρά αλυσιδωτή θωράκιση και μία συνήθως περικνημίδα και φυσικά κράνος.
Στη δεύτερη γραμμή, ήταν ο πυρήνας του βαρέως πεζικού των Ρωμαίων, οι «Πρίγκιπες» όπως έχει επικρατήσει να λέγονται στην Ελληνική ορολογία (principes, μία πρόσφορη μετάφραση θα ήταν οι «Πρωτεύοντες»). Επρόκειτο για τους άνδρες που βρισκόταν στην καταλληλότερη ηλικία για στρατιωτική υπηρεσία, που είχαν ήδη πρότερη εμπειρία και τις οικονομικές δυνατότητες για καλύτερη θωράκιση.
Ο επιθετικός τους οπλισμός δεν διέφερε απ’ αυτόν των Άστατων, ωστόσο πολλοί από τους Πρίγκιπες φορούσαν αλυσιδωτό θώρακα (lorica hamata) που προσέφερε επαρκή προστασία σε συνδυασμό με την ποδήρη ασπίδα σε σχήμα θυρεού (το περίφημο scutum, που εξελίχθηκε αργότερα στην κυρτή ασπίδα που έχουμε συνδυάσει με τις λεγεώνες της εποχής της αυτοκρατορίας).
Κάποιοι, οι λιγότερο εύποροι, διέθεταν μόνο έναν καρδιοφυλακτήρα, ενώ ελάχιστοι διέθεταν (ακριβούς) μυώδεις μεταλλικούς θώρακες. Φυσικά όλοι φορούσαν μεταλλικό κράνος. Η ανώτερη θωράκιση σε συνδυασμό με την εμπειρία και την καλή φυσική κατάσταση, καθιστούσε τους «Πρίγκιπες» μία εξαιρετικά αποτελεσματική δύναμη στα πλαίσια του Rωμαϊκού στρατού.
Στην τρίτη γραμμή της λεγεώνας πολεμούσαν οι μεγαλύτεροι σε ηλικία πολίτες, οι βετεράνοι, των οποίων η αποστολή ήταν να μπουν στη μάχη μόνο αφού εξαντλείτο η δύναμη των δύο πρώτων σειρών. Το όνομα τους ήταν Triarii ή Pili και ο οπλισμός τους διέφερε σημαντικά από τους δύο προηγούμενους σχηματισμούς, αφού ήταν ουσιαστικά οπλισμένοι στα πρότυπα των Ελλήνων οπλιτών, με βαρύ δόρυ και πολεμούσαν σε ένα σχηματισμό παρόμοιο με την οπλιτική φάλαγγα.
Η θωράκισή τους ήταν παρόμοια με τον Πριγκίπων, αν και μεταξύ των Τριαρίων υπήρχαν σε χρήση περισσότεροι βαρείς μεταλλικοί μυώδεις θώρακες. Ενώ οι τάξεις των Άστατων και των Πριγκίπων αριθμούσαν τουλάχιστον περί τους 1200 έκαστη σε κάθε λεγεώνα, οι Τριάριοι ήταν κάπου 600. Συνήθως οι Ρωμαίοι διοικητές τους χρησιμοποιούσαν σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, αφού η αποστολή τους ήταν να κρατήσουν τον αντίπαλο εφόσον είχε διασπάσει τις κύριες γραμμές μάχης και να επιτρέψουν στα άλλα βαριά τμήματα να ανασυνταχθούν πίσω τους και να εξαπολύσουν αντεπίθεση.
Μάλιστα ορισμένοι Ρωμαίοι διοικητές άφηναν στους Τριάριους το καθήκον της φύλαξης τους στρατοπέδου και δεν τους ενέτασσαν στην κύρια γραμμή μάχης. Το ότι ήταν «λύση ανάγκης» φαίνεται και από το παλιό ρωμαϊκό γνωμικό «έφθασε στους Τριάριους» (ad triarios redisse), που υπονοούσε μια κατάσταση σχεδόν απελπιστική.
Τέλος, το Ρωμαϊκό ιππικό προερχόταν από τις ανώτερες τάξεις της Ρώμης, την τάξη των ιππέων (ordo equester) κατά βάση και ήταν βαριά θωρακισμένο και οπλισμένο. Η πλειοψηφία των ιππέων διέθεταν κράνος, θώρακα (πολύ συχνά μυώδη) μία ιππική ασπίδα, ξίφος και δόρυ. Μεταξύ των συμμάχων, ένα μέρος των ιππέων ήταν οπλισμένοι ελαφρύτερα, μόνο με απάρτια θώρακα και με ακόντια αντί δόρατος και πολεμούσαν ως ferentarii, αυτούς που οι Έλληνες της ίδιας εποχής ονόμαζαν Ταραντίνους, εκ των ιππέων της ελληνικής αποικίας του Τάραντα.
Δηλαδή ακροβολιστές ιππείς, που παρενοχλούσαν τους αντιπάλους με βροχή ακοντίων και ήταν ιδιαίτερα χρήσιμοι στην καταδίωξη αποδιοργανωμένων αντιπάλων. Η πλειονότητα πάντως του Ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού πολεμούσε ως ιππικό κρούσης και διατάσσονταν στις πτέρυγες της λεγεώνας, για να ιππομαχήσει αρχικά με το αντίπαλο ιππικό και στη συνέχεια, εφόσον επικρατήσει, να επιπέσει με ορμή στα πλευρά του αντίπαλου πεζικού.
Πολύ συχνά οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τις Ελληνικές τακτικές των «χάμιππων», δηλαδή της ανάπτυξης ελαφρών πεζών (στην περίπτωση αυτή velites) μεταξύ των ιππέων, για να βοηθήσουν σε περίπτωση ιππομαχίας.
Οι τακτικές του Ρωμαϊκού στρατού την εποχή της Δημοκρατίας ήταν σε γενικές γραμμές απλές – έως και απλοϊκές. Με δεδομένο ότι οι Ρωμαίοι πολίτες δεν ήταν επαγγελματίες στρατιώτες, η κύρια τακτική ήταν η παράταξη κατά σπείρα και στη συνέχεια η κατά μέτωπο επίθεση. Η λεγεώνα ήταν ιδιαίτερα επιθετικός σχηματισμός και λόγω του οπλισμού αλλά και της τακτικής διάρθρωσης, είχε μεγάλη ευκινησία και δυνατότητα προσαρμογής.
Τη μάχη άνοιγαν οι γροσφομάχοι με βροχή βλημάτων και αφού αυτοί αποσύρονταν, προωθούνταν οι βαριοί πεζοί με πρώτους τους Άστατους, οι οποίοι έριχναν τα pila τους σε δύο ομοβροντίες και επιτίθονταν με τα ξίφη τους. Εφόσον δεν κατόρθωναν να διασπάσουν το εχθρικό μέτωπο με την πρώτη, υποχωρούσαν με τάξη κατά σπείρα και περνούσαν πίσω από τους Πρίγκιπες, που αναλάμβαναν την επίθεση.
Κατά κανόνα η μάχη κρινόταν σε αυτό το σημείο, ωστόσο σε κάποιες περιπτώσεις οι Πρίγκιπες δεν κατόρθωναν να επικρατήσουν, οπότε υποχωρούσαν πίσω από τους Τριάριους και οι τελευταίοι αναγκάζονταν να συγκρατήσουν την ορμή των εχθρών μέχρι να ανασυνταχθούν οι άλλες δύο γραμμές και να επιπέσουν ξανά επί των αντιπάλων.
Πιο περίπλοκες τακτικές, που περιλάμβαναν πλαγιοκοπήσεις, συγκέντρωση δυνάμεων, ανισοβαρή ανάπτυξη και διάφορα στρατηγήματα, εφαρμόσθηκαν από ικανούς Ρωμαίους στρατηγούς που διέθεταν ένα στράτευμα για αρκετό καιρό στην διάθεσή τους και είχαν τη δυνατότητα να το εκπαιδεύσουν σε τέτοιους ελιγμούς.
Κατά το Β΄ Καρχηδονιακό πόλεμο αυτό έτεινε να παγιοποιηθεί και όσο η Ρωμαϊκή Επικράτεια επεκτεινόταν, τόσο περισσότερο διάστημα έμεναν υπό τα όπλα οι Ρωμαίοι πολίτες και τόσο πληρέστερη στρατιωτική εκπαίδευση λάμβαναν. Με το πέρας του Β΄ Καρχηδονιακού πολέμου ο Ρωμαϊκός στρατός ήταν γενικά ο καλύτερα εκπαιδευμένος στον «γνωστό κόσμο».
Αυτή ήταν η δομή του Ρωμαϊκού στρατού τον καιρό αυτό. Η Σύγκλητος για την αντιμετώπιση του Αννίβα είχε ήδη «ξοδέψει» δύο υπατικές στρατιές, οπότε οι κεφαλές της Ρώμης δεν σκόπευαν να υποπέσουν ξανά στο ίδιο λάθος και να στείλουν δυνάμεις που δεν υπερείχαν αποφασιστικά. Στο πλαίσιο αυτό, αποφάσισαν ο στρατός που θα αντιμετώπιζε τον Καρχηδόνιο πολέμαρχο στην τελική σύγκρουση να μην περιλαμβάνει απλώς δύο υπατικές στρατιές, αλλά δύο διπλασιασμένες υπατικές στρατιές.
Ανάλογα με την πηγή που δεχόμαστε ως πλέον αξιόπιστη, οι Ρωμαίοι που παρατάχθηκαν στην πεδιάδα των Κανών, αριθμούσαν συνολικά από 79.000 έως 86.000. Εξ αυτών περίπου 10.000 – σε αυτό συμφωνούν όλες οι πηγές – παρέμειναν στο στρατόπεδο, οπότε ενάντια στον Αννίβα στην πεδιάδα των Κανών, καθώς ξημέρωνε η 2α Αυγούστου του 216 π.Χ. παρατάχθηκαν περίπου 69.000 έως 76.000 άνδρες. Ήταν το ισχυρότερο στράτευμα που είχε συγκεντρώσει ως τότε η Ρώμη και οι δύο Ύπατοι δεν έκρυβαν την αισιοδοξία τους. Πίστευαν ότι μέχρι το ηλιοβασίλεμα ο Καρχηδόνιος θα είχε πέσει στα χέρια τους και η απειλή που αντιπροσώπευε για την αιώνια πόλη θα ήταν παρελθόν.
Ρωμαϊκή Διοίκηση
Συχνά ο καθένας από τους δύο Ρωμαίους υπάτους αναλαμβάνει τη διοίκηση μερικών σωμάτων στρατού, αλλά δεδομένου του ότι οι Ρωμαίοι είχαν δύο διοικητές, ο νόμος τους απαιτούσε την εναλλαγή στη διοίκηση. Φαίνεται ότι ο Αννίβας ήταν πληροφορημένος για αυτό το σύστημα διοίκησης, για αυτό και άρχιζε να ετοιμάζει κατάλληλα τον στρατό του. Η παραδοσιακή αφήγηση βάζει τον Βάρρωνα στην αρχηγία του ρωμαϊκού στρατού την ημέρα της μάχης και ρίχνει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την ήττα των Ρωμαίων σε αυτόν.
Εντούτοις η μικρή συμμετοχή του στη μάχη υπερτονίζεται από τις αρχαίες πηγές και σύμφωνα με την αριστοκρατορική παράδοση, ο Βάρρων εμφανίζεται ως ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ο Βάρρων στερήθηκε τους ισχυρούς απογόνους του Παύλου, οι οποίοι ήταν έτοιμοι να προστατέψουν τη φήμη του - κυρίως επειδή ο Παύλος ήταν ο παππούς του Σκίπιωνα του Αιμιλιανού, προστάτη του Πολυβίου.
Ο ιστορικός Μ. Σάμουελς αναρωτιέται αν ο Βάρρων είχε αναλάβει την αρχηγία την ημέρα της μάχης ή αν τον στρατό διοικούσε ο Παύλος. Κύριος λόγος για αυτή την αμφιβολία του Σάμουελς αποτελεί η θερμή υποδοχή του Βάρρωνος από τη Σύγκλητο, η οποία αρκετές φορές εμφανίστηκε σκληρή με τους στρατηγούς της όταν αυτοί έχαναν μάχες. Ο Σάμουελς αμφιβάλλει αν ο Βάρρων θα είχε λάβει τέτοια θερμή υποδοχή αν πράγματι ήταν ο διοικητής του Ρωμαϊκού στρατού την ημέρα της μάχης.
Ο ιστορικός Γκρέγκορι Ντάλυ καταγράφει πώς ο Αννίβας δήλωσε πώς την ημέρα της μάχης είχε αντιμετωπίσει τον Λούκιο Παύλο και όχι τον Βάρρωνα, όπως συνηθίζεται να καταγράφεται στις ιστορικές πηγές. Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει καμιά αξιόπιστη πληροφορία, στην οποία να καταγράφεται ποιος ήταν ο διοικητής των Ρωμαίων την ημέρα της μάχης.
Ο Στρατός του Αννίβα
Αν η Ρώμη ήταν μια ολιγαρχία με δημοκρατική επίφαση και πολίτες με πλήρεις υποχρεώσεις (στράτευση κλπ.), η Καρχηδόνα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μια καθαρόαιμη ολιγαρχία, που βάσιζε την στρατιωτική της ισχύ όχι στον αριθμό των ένοπλων πολιτών που μπορούσε να κινητοποιήσει, αλλά στο άφθονο χρυσάφι που μπορούσε να διαθέσει για να στρατολογήσει τεράστιους αριθμούς μισθοφόρων.
Η Καρχηδόνα είχε παλιότερα αντιγράψει – όπως άλλωστε και οι Ιταλοί, μεταξύ αυτών και οι Ρωμαίοι – το πρότυπο του Έλληνα οπλίτη, το οποίο μετέφεραν στη Δύση οι άποικοι της «Μεγάλης Ελλάδας» (Νότιος Ιταλία και Σικελία). Στις παλιότερες αυτές εποχές το κύριο σώμα στρατού που μπορούσε να κινητοποιήσει η πόλη-κράτος Καρχηδόνα ήταν οι ένοπλοι πολίτες της. Στην πορεία και με δεδομένο ότι ο Φοινικικός πληθυσμός της Καρχηδόνας δεν επαρκούσε για ένα πραγματικό στράτευμα πολιτών, άρχισαν να προσλαμβάνονται και μισθοφόροι, οι οποίοι στρατολογούνταν από τους Λίβυους και τους άλλους λαούς της Βορείου Αφρικής.
Στην πορεία η Καρχηδόνα, που στο μεταξύ είχε δημιουργήσει μια απέραντη εμπορική αυτοκρατορία, απέκτησε ένα ουσιαστικά πλήρως μισθοφορικό στράτευμα, με ελάχιστα τμήματά του να προέρχονται από τη Μητρόπολη (για μεγάλο χρονικό διάστημα μόνο ο «Ιερός Λόχος» των νεαρών Καρχηδόνιων ευγενών αναφέρεται ως Φοινικικό πεζικό, ενώ υπήρχε και ανάλογο ιππικό σώμα). Από ένα σημείο και μετά οι Φοίνικες ήταν μόνο οι αξιωματούχοι και μόνο ορισμένοι εξ αυτών υπηρετούσαν ως βαρύ ιππικό.
Ήδη από τον 4ο αιώνα η στράτευση των Καρχηδόνιων δεν ήταν υποχρεωτική, αφού η επέκταση της εμπορικής αυτοκρατορίας μεγάλωνε τις ανάγκες για διοικητικούς υπαλλήλους και έμπορους σε ολόκληρη τη δυτική Μεσόγειο. Ο στρατός του Αννίβα είχε όλα τα τυπικά χαρακτηριστικά ενός Καρχηδονιακού στρατού της περιόδου της μεγάλης επέκτασης της Καρχηδόνας, εκτός από ένα, την ανομοιογένεια.
Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Αννίβα ήταν η δημιουργία ενός συμπαγούς και «ελέγξιμου» στρατεύματος από το συνονθύλευμα των μισθοφόρων και επίστρατων που αποτελούσαν το στρατό του. Δηλαδή, στη μάχη των Καννών ο Αννίβας παράταξε ένα ετερογενές στράτευμα, που αποτελείτο κυρίως από μισθοφόρους και σύμμαχους, αν και στην «καρδιά» του βρισκόταν ένας αριθμός επίστρατων, τόσο Καρχηδόνιων όσο και – κυρίως – Λίβυων και άλλων Αφρικανών.
Το ελαφρύ πεζικό του Αννίβα αποτελείτο από τους Ίβηρες, τους Κέλτες και τους Νουμίδες. Μεταξύ των Ιβήρων βρίσκουμε αρκετούς σφενδονήτες (κυρίως από τις Βαλεαρίδες) και μεταξύ των Νουμιδών μερικούς τοξότες. Οι υπόλοιποι ελαφροί πεζοί ήταν κυρίως ακοντιστές και «πελταστές».
Το βαρύ πεζικό του Αννίβα αποτελούσαν οι Κέλτες και Ίβηρες βαριά οπλισμένοι πεζοί, οι Λίβυοι και οι Καρχηδόνιοι. Οι Κέλτες και οι Ίβηρες ήταν οπλισμένοι βάσει των φυλετικών τους προτύπων και αποτελούσαν το χαμηλότερης ποιότητας μέρος του βαρέως πεζικού. Αντίθετα, οι Αφρικανοί (Λίβυοι, Καρχηδόνιοι) ήταν το επίλεκτο τμήμα του στρατεύματος και ήταν οπλισμένοι στα Ελληνομακεδονικά πρότυπα (με μακριά δόρατα και μικρές ασπίδες), ενώ κάποια τμήματα ενδεχομένως έφεραν οπλιτική εξάρτηση.
Σύμφωνα με κάποιες από τις πηγές, το μεγαλύτερο μέρος των Αφρικανών επανεξοπλίστηκαν με Ρωμαϊκά όπλα μετά από τις νίκες στην Τρέβια και την Τρασιμένη, ενώ είναι χαρακτηριστικό ότι η πλειοψηφία των ανδρών του Αννίβα είχαν αποκτήσει και θώρακες, συνέπεια αυτών των αναμετρήσεων με τους Ρωμαίους.
Η μεγάλη δύναμη του Καρχηδονιακού στρατεύματος ήταν το ιππικό του. Σε αυτό δέσποζε το ελαφρύ ιππικό των Νουμιδών, περί τους 2.000 στην εκστρατεία του Αννίβα, πιθανότατα το καλύτερο του είδους του στον Μεσογειακό κόσμο την εποχή αυτή. Οι γηγενείς Καρχηδόνιοι που συμμετείχαν στις εκστρατείες της χώρας τους επάνδρωναν ένα αξιόλογο βαρύ ιππικό, αλλά δεν φαίνεται να διέθετε τέτοιους ο Καρχηδόνιος στις Κάνες, ενώ το Κελτικό και Ιβηρικό ιππικό ήταν η μεγάλη μάζα των ιππέων του Αννίβα.
Όσον αφορά στους αριθμούς, το στράτευμα που παράταξε ο Αννίβας στις όχθες του Οφίδιου ποταμού, που διατρέχει την πεδιάδα των Κανών όπου έγινε η μάχη, υστερούσε σημαντικά έναντι αυτού των Ρωμαίων. Κατά πάσα πιθανότητα ο Αννίβας διέθετε περίπου 30.000 βαριά οπλισμένους πεζούς, εξ αυτών μόλις 12.000 περίπου ήταν Λίβυοι και Καρχηδόνιοι, οπλισμένοι με μακριά δόρατα.
Οι υπόλοιποι ήταν Κέλτες και Ίβηρες. Κυρίως Κελτίβηρες ήταν και οι ελαφροί πεζοί, αλλά μεταξύ των 8.000 περίπου που διέθετε ο Αννίβας υπήρχαν και κάποιοι Αφρικανοί (κυρίως Νουμίδες). Το ιππικό του Αννίβα υπερείχε του Ρωμαϊκού, αφού διέθετε περί τους 10.000 ιππείς, Νουμίδες, Κέλτες και Ίβηρες, ενώ πιθανότατα υπήρχαν ελάχιστοι Καρχηδόνιοι ιππείς της ανώτερης τάξης (αξιωματούχοι), μαζί με κάποιους Έλληνες μισθοφόρους.
Από κάποιες πηγές αναφέρονται τουλάχιστον δύο Έλληνες ανώτεροι αξιωματικοί των δυνάμεων του Αννίβα, ο Σπαρτιάτης Σώσιλος, που ήταν μαζί με τον Ασδρουβάλ ο διοικητής του Κελτο-Ιβηρικού ιππικού στην αριστερή πλευρά του στρατεύματος στη μάχη και ο Σικελιώτης (κατ’ άλλες πηγές επίσης Σπαρτιάτης) Σίλενος.
Αξίζει να αναφερθεί ότι και οι δύο αυτοί Έλληνες έγραψαν για την εκστρατεία του Αννίβα και τη μάχη των Καννών και αποτελούν μία από τις κύριες πηγές για τον Πολύβιο που έγραψε λίγα χρόνια αργότερα για τα γεγονότα. Αυτό το ετερόκλητο πλήθος θα έριχνε ο Αννίβας ενάντια στην συγκεντρωμένη ισχύ της Ρώμης, σε μια μάχη που έλπιζε ότι θα έκρινε υπέρ αυτού τον πόλεμο στον οποίο είχε εμπλακεί.
Τελευταίες Κινήσεις πριν από τη Μάχη
Οι Ρωμαίοι αντιμετώπισαν τη μάχη με τη συνήθη γενναιότητα, άγνοια κινδύνου και συνάμα το πρακτικό πνεύμα που τους χαρακτήριζε. Η αισιοδοξία ξεχείλιζε και αυτό είναι φανερό τόσο στις πράξεις των Ρωμαίων πριν τη μάχη όσο και στον λόγο του Αιμίλιου Παύλου με τον οποίο προσπάθησε να εμψυχώσει τους στρατιώτες του. Ο Παύλος δε δίστασε – στο λόγο του που διασώζει ο Πολύβιος – να μιλήσει για τις ήττες που υπέφεραν οι Ρωμαίοι από τον Αννίβα στις προηγούμενες μάχες.
«Ποτέ μέχρι τώρα», είπε στους ανυπόμονους στρατιώτες, «οι δύο Ύπατοι πήγαν μαζί στη μάχη και ποτέ δεν παρέταξαν άριστα εκπαιδευμένους στρατιώτες (…) Όμως τώρα οι συνθήκες είναι διαφορετικές. Και οι δύο Ύπατοι βρίσκονται με το στρατό. Και όχι μόνο είναι προετοιμασμένοι να μοιραστούν τον κίνδυνο, αλλά παρότρυναν και τους Ύπατους της προηγούμενης χρονιάς να παραμείνουν και να λάβουν μέρος στη μάχη.
Και οι άνδρες όχι μόνο έχουν δει τα άρματα, την τάξη και τους αριθμούς του εχθρού, αλλά ενεπλάκησαν και σε καθημερινές σχεδόν μάχες μαζί τους τα τελευταία δύο χρόνια (…) θα ήταν περίεργο, ή μάλλον αδύνατο, εκείνοι που σε διάφορες αψιμαχίες, όπου οι αριθμοί των δύο πλευρών ήταν περίπου ίσοι και κατάφεραν να βγουν νικητές, όταν συγκεντρώνονται όλοι μαζί και είναι διπλάσιοι στον αριθμό από τον εχθρό, να ηττηθούν».
Και ο γενναίος Ρωμαίος στρατηγός κατέληξε με μία επωδό που έμεινε στην ιστορία:
«Μπείτε σε αυτή τη μάχη με την πεποίθηση ότι η χώρα σας σε αυτήν δεν διακινδυνεύει έναν αριθμό λεγεώνων, αλλά την ίδια την ύπαρξή της. Γιατί δεν έχει τίποτε να προσθέσει σε ένα τέτοιο στράτευμα για να πετύχει τη νίκη αν η μέρα πάει ενάντια σε μας. Όλη της η εμπιστοσύνη και η δύναμη βρίσκεται μαζί σας, όλες οι ελπίδες της για ασφάλεια βρίσκονται στα χέρια σας».
Ο Αιμίλιος έκανε λάθος σε πολλά σημεία, αλλά δεν θα ζούσε για να το διαπιστώσει.
Ο Αννίβας επιδείκνυε τη συνηθισμένη του σιγουριά για το αποτέλεσμα, η οποία ήταν προϊόν όχι μόνο της αυτοπεποίθησής του, αλλά και της επίγνωσης ότι οι Ρωμαίοι φαίνονταν για μία ακόμη φορά ανυπόμονοι να πέσουν στην παγίδα του, όπως είχαν κάνει στην Τρέμπια και στην Τρασιμένη.
Αυτό φάνηκε και από τη δική του ομιλία προς τους άνδρες του την παραμονή της μάχης.
«Ποια καλύτερη χάρη θα μπορούσαμε να ζητήσουμε από τους θεούς, αν όχι να πολεμήσουμε σε ένα τέτοιο πεδίο, με την υπεροχή σε ιππικό που έχουμε; Πρώτα λοιπόν, να ευχαριστήσετε τους Θεούς, γιατί έφεραν τον εχθρό σε αυτή τη χώρα, διότι έχουν σχεδιάσει τη νίκη για μας. Και στη συνέχεια σε μένα, γιατί έπεισα τους εχθρούς να πολεμήσουν – γιατί δεν μπορούν να συνεχίσουν να το αποφεύγουν – και να πολεμήσουν σε ένα μέρος που παρουσιάζει τόσα πλεονεκτήματα για μας (…).
Με τις νίκες σας στις προηγούμενες μάχες, γίνατε κάτοχοι της χώρας και του πλούτου της, όπως ακριβώς σας υποσχέθηκα. Ήμουν πάντα ειλικρινής σε ότι σας είπα. Αλλά η μάχη αυτή είναι για τις πόλεις και τα πλούτη που αυτές περιέχουν. Και αν νικήσετε, ολόκληρη η Ιταλία θα είναι στο έλεός σας (θα είστε) Κύριοι του πλούτου της Ρώμης, με αυτή τη μάχη θα γίνετε οι ηγέτες και άρχοντες του κόσμου. Αυτή είναι η ώρα για πράξεις, όχι λόγια. Με την ευλογία του θεού είμαι πεπεισμένος ότι θα εκπληρώσω όλες μου τις υποσχέσεις αυτή τη στιγμή!»
Τα μεγάλα λόγια των διοικητών των στρατευμάτων σκόπευαν στην ενίσχυση του ηθικού των ανδρών και στην δημιουργία ενός κλίματος που θα έφερνε τη νίκη. Ωστόσο στη Ρωμαϊκή πλευρά κάποια σύννεφα έσκιαζαν τη γενική αισιοδοξία, κάποιες διαφωνίες μεταξύ Παύλου και Βάρρου. Οι δύο Ρωμαίοι στρατηγοί δεν ήταν ιδιαίτερα έμπειροι ή ικανοί και το ότι βρισκόταν αντίπαλοι της μεγαλύτερης τακτικής ιδιοφυίας της εποχής αναδείκνυε ακόμη περισσότερο τη σχετική ανεπάρκειά τους.
Οι ίδιοι, τουλάχιστον ο Παύλος, φαίνεται ότι είχαν συναίσθηση αυτής της σχετικής ανεπάρκειας, αν και παράλληλα είχαν εμπιστοσύνη στην υπεροχή του Ρωμαίου λεγεωνάριου σε οπλισμό, εκπαίδευση και – κυρίως – ηθικό, καθώς οι Ρωμαίοι πολεμούσαν για την πατρίδα, για τα σπίτια και τις οικογένειές τους, αντίθετα με τους μισθοφόρους του Αννίβα που πολεμούσαν για το πλιάτσικο και τον αρχηγό τους.
Αν και συνήθως στους Ρωμαϊκούς στρατούς ο κάθε Ύπατος ήταν επικεφαλής των δικών του λεγεώνων, στην περίπτωση αυτή σύμφωνα και με τις δύο κύριες πηγές για τη μάχη – τον Έλληνα Πολύβιο και τον Ρωμαίο Λίβιο – οι δύο Ύπατοι εναλλάσσονταν κάθε μέρα στην αρχιστρατηγία, όπως ήταν λ.χ. η συνήθεια στους Ελληνικούς στρατούς των πόλεων-κρατών της κλασσικής εποχής.
Ο Παύλος ζωγραφίζεται από τις πηγές ως ο πιο «φρόνιμος» από τους δύο, ενώ ο Βάρρος ως πιο παρορμητικός και βίαιος. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο «φρόνιμος» θα αποδεικνυόταν και γενναίος, ενώ αντίθετα ο «ορμητικός» θα μεταβαλλόταν σε «δειλό».
Πριν τη μάχη, ωστόσο, ο Παύλος φαίνεται ότι είχε καταλάβει ότι ο στρατός τους, ο ισχυρότερος που μπορούσε να διαθέσει η ένδοξη πόλη της Ρώμης, βάδιζε σε μία παγίδα του Αννίβα, ο οποίος είχε προσεκτικά επιλέξει το πεδίο της μάχης και τη συγκυρία της σύγκρουσης. Ο Παύλος προσπάθησε να αποφύγει τη μάχη και να πείσει τον Βάρρο ότι θα έπρεπε να επιλέξουν οι ίδιοι το χρόνο (ίσως και τον τόπο, αν και η κατοχή από τον Αννίβα των Κανών δεν άφηνε πολλά περιθώρια) της σύγκρουσης.
Αντίθετα, ο Βάρρος επιθυμούσε να οδηγήσει τις λεγεώνες στο πεδίο της δόξας, να εκδικηθεί τους νεκρούς της Τρέβιας, της Τρασιμένης και των άλλων συγκρούσεων όπου ο Αννίβας και οι μισθοφόροι του είχαν συντρίψει τις Ρωμαϊκές δυνάμεις, να κερδίσει φήμη και αναγνώριση για τον εαυτό του και την οικογένειά του.
Ο Βάρρος άρχισε να προωθεί το στράτευμα, παρά τις αντιρρήσεις του Παύλου, με αποτέλεσμα οι ελαφρές δυνάμεις – ιππικό και «ψιλοί» – του Αννίβα να πέσουν πάνω τους ενώ βρισκόταν ακόμη σε διάταξη πορείας και να προκαλέσουν σημαντική σύγχυση και σποραδικές απώλειες, έως ότου οι Ρωμαίοι οργανώθηκαν και υπό την ηγεσία του Βάρρου απέκρουσαν την επίθεση των δυνάμεων της Καρχηδόνας και καταδίωξαν τους αντίπαλους.
Το αποτέλεσμα αυτής της πρώτης αψιμαχίας φαίνεται να ατσάλωσε ακόμη περισσότερη την πεποίθηση τους ότι θα συντρίψουν τις δυνάμεις του Αννίβα, ενώ και οι αντιρρήσεις του Παύλου άρχισαν να υποχωρούν μπροστά στη γενική αποφασιστικότητα και στην συντριπτική υπέρ των Ρωμαίων ισορροπία των δυνάμεων. Καθώς έπεφτε η νύχτα, το ηθικό των Ρωμαίων βρισκόταν στο ζενίθ.
Την επομένη ο Αιμίλιος Παύλος – που ήταν ξανά επικεφαλής – μη θέλοντας να δώσει άμεσα μάχη αλλά επιθυμώντας να ελέγξει την κατάσταση, συνέχισε να κάνει σοβαρά λάθη. Προχώρησε στη διάσπαση του στρατεύματός του, δημιουργώντας δύο στρατόπεδα, ένα σε κάθε όχθη του Οφίδιου.
Στην όχθη όπου βρισκόταν ο όγκος του στρατεύματος του Αννίβα, ίσως μόλις 2 χιλιόμετρα πιο μακριά, στρατοπέδευσαν τα 2/3 του Ρωμαϊκού στρατού, ενώ στην άλλη όχθη το 1/3. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, η αποστολή του δεύτερου αυτού στρατοπέδου ήταν να προστατεύσει τις γραμμές ανεφοδιασμού και επικοινωνιών των Ρωμαίων και να παρενοχλεί αυτές των Καρχηδόνιων. Ο Αννίβας θεωρούσε ότι όλα τα σημάδια ήταν ευνοϊκά και είχε ήδη καταστρώσει τα σχέδιά του.
Παρατηρώντας τις κινήσεις των Ρωμαίων στα στρατόπεδά τους, παράταξε το στρατό του για μάχη δίπλα στην όχθη του ποταμού, προκαλώντας με τον τρόπο αυτό τους αντιπάλους του. Ο Αιμίλιος, «πονηρεμένος» σχετικά με τις ικανότητες του δαιμόνιου Καρχηδόνιου και θεωρώντας ότι πρέπει ο ίδιος να υπαγορεύσει τις συνθήκες της μάχης – πιθανότατα πιστεύοντας ότι ο Αννίβας βιάζεται διότι δεν έχει επαρκή εφόδια – απόφυγε να παρατάξει το στρατό του, αλλά περιορίστηκε να ενισχύσει τις φρουρές και των δύο στρατοπέδων.
Ο Αννίβας κατάλαβε κάποια στιγμή ότι ο αντίπαλός του δεν «τσίμπησε το δόλωμα» και αποσύρθηκε στο δικό του στρατόπεδο, αφού ανέθεσε σε αποσπάσματα Νουμιδών ιππέων να παρενοχλούν τους Ρωμαίους που προσπαθούσαν να μεταφέρουν νερό στα στρατόπεδα από τον ποταμό. Επρόκειτο για άλλη μία καλά υπολογισμένη κίνηση για να προκαλέσει ακόμη περισσότερη αγανάκτηση μεταξύ των Ρωμαίων και να τους παρασύρει σε μάχη. Σύντομα ο Βάρρος θα του έκανε τη χάρη…
Πρελούδιο
Κατά την άνοιξη του έτους 216 π.Χ., ο Αννίβας αποφάσισε να πολιορκήσει τη μεγάλη αποθήκη ανεφοδιασμού των Ρωμαίων στις Κάννες, η οποία βρισκόταν στον κάμπο της περιφέρειας της Απουλίας, στη Νοτιοανατολική Ιταλία. Ο Πολύβιος θεωρεί πώς αυτό το γεγονός«προκάλεσε μεγάλη αναταραχή ανάμεσα στους Ρωμαίους, καθώς είχαν χάσει ένα μεγάλο μέρος του εφοδιασμού τους.
Αυτό που τους τρόμαζε, όμως, περισσότερο ήταν η παρουσία του Αννίβα στην περιοχή». Οι ύπατοι, θέλοντας να βρουν και να κατατροπώσουν τον Καρχηδόνιο στρατηγό, κατευθύνθηκαν στον νότο. Μετά από πορεία δύο ημερών, τον βρήκαν στην αριστερή όχθη του Ωφίδου ποταμού και στρατοπέδευσαν 6 μίλια (10 χιλιόμετρα) από το σημείο αυτό. Σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, ένας Καρχηδόνιος ονόματι Γίσκων, σχολίασε την αριθμητική υπεροχή των Ρωμαίων.
Ο Αννίβας του απάντησε: «Ένας σημαντικός παράγοντας που σου διέφυγε, Γίσκων, κάτι που θα σε εντυπωσιάσει περισσότερο, είναι ότι παρά την αριθμητική τους υπεροχή, οι Ρωμαίοι ακόμα δεν πρότειναν μάχη.» Ο ύπατος Βάρρων, αρχηγός των Ρωμαίων την πρώτη μέρα των εχθροπραξιών, παρουσιάζεται από τους αρχαίους ως αλαζόνας, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να νικήσει τον Αννίβα. Καθώς οι Ρωμαίοι πλησίαζαν στις Κάννες, ένα μικρό σώμα που έστειλε ο Αννίβας έστησε ενέδρα στον ρωμαϊκό στρατό.
Ο Βάρρων απώθησε αυτό το καρχηδονιακό σώμα και συνέχισε την πορεία του προς στις Κάννες. Αυτή η νίκη, αν και στην ουσία ήταν μια μικρή αψιμαχία, προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη συνεργασία των Ρωμαίων διοικητών. Σε αντίθεση με τον Βάρρωνα, ο Λούκιος Παύλος παρουσιάζεται πιο υπομονετικός και προσεκτικός, και δήλωσε πώς θα ήταν ανόητο να αντιμετωπίσουν ανοιχτά τους Καρχηδόνιους, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή.
Αυτό ήταν ιδιαίτερα σημαντικό, καθώς ο Αννίβας είχε ακόμα την υπεροχή σε ιππικό (τόσο από ποιοτική άποψη όσο και από αριθμητική). Παρά τις ανησυχίες του, ο Παύλος θεώρησε επίσης ανόητο να αποσύρει τον στρατό του μετά από τέτοια επιτυχία και στρατοπέδευσε με τα 2/3 του στα ανατολικά του Ωφίδου ποταμού, ενώ το υπόλοιπο 1/3 στρατοπέδευσε στην αντίθετη πλευρά.
Ο στόχος αυτού του δεύτερου στρατοπέδου ήταν να καλύψει με προμήθειες τον υπόλοιπο στρατό και να κλέψει μερικές προμήθειες του αντιπάλου. Οι δύο στρατοί έμειναν στις θέσεις τους για δύο μέρες. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης ημέρας (1 Αυγούστου), ο Αννίβας, καλά ενήμερος πώς τη διοίκηση, την επόμενη μέρα, θα αναλάβει ο Βάρρων, άφησε το στρατόπεδό του και πρότεινε τη μάχη.
Ο Παύλος, εντούτοις, αρνήθηκε την πρόταση. Όταν η αίτηση του απορρίφθηκε, ο Αννίβας, καταλαβαίνοντας τη σημασία των νερών του Ωφίδου ποταμού, για τα ρωμαϊκά στρατόπεδα, έστειλε το ιππικό του απέναντι σε ένα αδύναμο ρωμαϊκό στρατόπεδο για να εμποδίσει την παροχή νερού σε αυτό. Σύμφωνα με τον Πολύβιο, το ιππικό του Αννίβα είχε προκαλέσει όλεθρο και εμπόδισε εντελώς την παροχή νερού στο στρατόπεδο.
Δυνάμεις
Συνήθως, οι διάφορες πηγές δεν δίνουν τον ακριβή αριθμό των στρατευμάτων σε μια μάχη, και οι Κάννες δεν αποτελούν εξαίρεση. Εξ ου και τα ακόλουθα στοιχεία πρέπει να αντιμετωπίζονται με προσοχή, ιδιαίτερα όσα αφορούν στον καρχηδονιακό στρατό.
Οι δυνάμεις των δύο υπάτων υπολογίζονται σε 80.000 στρατιώτες, 2.400 Ρωμαίους ιππείς και 4.000 συμμάχους ιππείς (οι οποίοι συμμετείχαν στη μάχη). Και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν 2.600 βαριά οπλισμένοι και 7.400 ελαφρά στρατιώτες (από το σύνολο των 10.000 ανδρών). Έτσι η συνολική δύναμη των Ρωμαίων ανέρχεται σε 86.400 άνδρες. Ο καρχηδονιακός στρατός αριθμούσε 40.000 βαρύ πεζικό, 6.000 ελαφρύ πεζικό και 10.000 ιππείς.
Ο καρχηδονιακός στρατός αποτελείτο από στρατούς διάφορων εθνικοτήτων. Περιλάμβανε 8.000 Λίβυους, 8.000 Ίβηρες, 16.000 Γαλάτες (οι μισοί από τους οποίους την ημέρα της μάχης παρατάχθηκαν στα αριστερά) και περίπου 5.500 Γετούλιους πεζούς. Το ιππικό του Αννίβα είχε διαφορετική σύνθεση. Περιλάμβανε 4.000 Νουμίδες, 2.000 Ισπανούς, 4.000 Γαλάτες και 450 Φοίνικες.
Τέλος, ο Αννίβας διέθετε 8.000 ακροβολιστές μαζί με Βαλέριους, καθώς και άλλων εθνικοτήτων, σφενδονιστές.
Εξοπλισμός
Οι Ρωμαίοι ιππείς ήταν οπλισμένοι με τον συνηθισμένο, για εκείνη την εποχή, εξοπλισμό του ρωμαϊκού στρατού: με πίλα (βαρύ ακόντιο) και χάστα (λόγχη), καθώς επίσης με τα παραδοσιακά κράνη, ασπίδες και πανοπλία. Από την άλλη πλευρά, οι Καρχηδόνιοι στρατιώτες χρησιμοποιούσαν μια ποικιλία εξοπλισμού. Οι Ίβηρες πολεμούσαν με ξίφη, με τα οποία μπορούσαν να καταστρέψουν διάφορα ακόντια και λόγχες του αντιπάλου. Για να αμύνονται, χρησιμοποιούσαν μεγάλες ωοειδείς ασπίδες όπως και οι Γαλάτες.
Το καρχηδονιακό ιππικό ήταν εξοπλισμένο με δύο βαριά ακόντια, ξίφη και με βαριές ασπίδες για προστασία. Οι Νουμίδες ήταν πιο ελαφρά εξοπλισμένοι, με μικρότερες και πιο ελαφριές ασπίδες και με μαχαίρια ή λεπίδες. Οι ακροβολιστές ενεργούσαν ως ελαφρύ πεζικό χρησιμοποιώντας σφεντόνες και λόγχες. Οι Βαλέριοι ήταν εξοπλισμένοι με μικρές και μακριές σφεντόνες.
Ο εξοπλισμός των Λίβυων έχει προκαλέσει διάφορες συζητήσεις. Ο ιστορικός Ντούκαν Χέντ θεωρεί πώς ήταν εξοπλισμένοι με κοντές λόγχες. Ο Πολύβιος θεωρεί πώς οι Λίβυοι χρησιμοποιούσαν τον εξοπλισμό που έλαβαν από τους ηττημένους Ρωμαίους. Είναι ασαφές αν εννοούσε μόνο τις ασπίδες και τα όπλα των Ρωμαίων, αλλά οι περισσότεροι θεωρούν πώς εννοούσε όχι μόνο τον εξοπλισμό αλλά και τη στρατηγική των Ρωμαίων.
Ο Πολύβιος αργότερα δήλωσε πώς "...εναντίον του Αννίβα, οι ήττες που υπέστησαν δεν είχαν καμία σχέση με τον εξοπλισμό τους" επειδή "ο Αννίβας από μόνος του... εξόπλιζε τον στρατό του με ρωμαϊκά όπλα". Ο Ντάλυ θεωρεί πώς το πεζικό των Λίβυων αντέγραψε τους Ίβηρες ως προς τον τρόπο χρήσης των όπλων τους, και έτσι οπλίστηκαν σχεδόν όπως οι Ρωμαίοι. Ο ιστορικός Πέτερ Κοννόλι υποστήριξε πώς οπλίστηκαν όπως μια φάλαγγα, αλλά αυτό δεν έχει αποδειχθεί.
Είχε απορριφθεί από τον Χέντ με την αιτιολόγηση πώς ο Πλούταρχος καταγράφει πώς είχαν μικρότερες λόγχες από ότι οι Ρωμαίοι και από τον Ντάλυ επειδή πιστεύει πώς δεν μπορούσαν να ήταν οπλισμένοι έτσι και την ίδια ώρα να έχουν βαριές Ρωμαϊκές ασπίδες.
Τακτική
Για να πετύχουν συμβατική επέκταση, οι στρατοί της εποχής έπρεπε να παρατάσσουν το πεζικό στο κέντρο και το ιππικό στα πλάγια. Οι Ρωμαίοι ακολούθησαν αυτή τη σύμβαση πιστά, αλλά με περισσότερο βάρος στα πλάγια αντί στο κέντρο, ελπίζοντας με το ιππικό να κατατροπώσουν το αδύναμο κέντρο του Αννίβα. Ο Βάρρων ήξερε πως το ρωμαϊκό πεζικό είχε διεισδύσει στο κέντρο του Αννίβα κατά τη διάρκεια της μάχης στον ποταμό Τρέβιο και σχεδίαζε να το εφαρμόσει ξανά σε μεγαλύτερη κλίμακα.
Οι πρίγκηπες (μονάδα στρατού των Ρωμαίων) παρατάχθηκαν πίσω από τους χαστάτι, έτοιμοι να προωθηθούν προς τα εμπρός και να εξασφαλίσουν την παρουσία των Ρωμαίων ως ενοποιημένο μέτωπο. Όπως έγραψε ο Πολύβιος, «οι σπείρες ήταν πλησιέστερες η μια με την άλλη ή απλά μειώθηκαν τα διαστήματα... και οι σπείρες παρουσίαζαν περισσότερο βάθος από ό,τι ο στρατός που βρισκόταν μπροστά.»
Ο Βάρρων θεωρούσε πως αν πίεζε με περισσότερες δυνάμεις τους Καρχηδόνιους, αυτοί θα πανικοβάλλονταν. Ο Βάρρων αποφάσισε να αντιμετωπίσει ανοιχτά τον Αννίβα, καθώς πίστευε πώς ο τελευταίος είχε επικρατήσει στις δύο προηγούμενες μάχες χάρη στην πονηριά του. Το πεδίο μάχης στις Κάννες ήταν καθαρό, χωρίς να δώσει την ευκαρία στον αντίπαλο να στήσει ενέδρες ή να κρύψει κάπου τον στρατό του.
Ο Αννίβας, από την άλλη πλευρά, είχε αναπτύξει τις δυνάμεις του με βάση τις στρατιωτικές ικανότητες των στρατιωτών του, λαμβάνοντας υπόψη τα δυνατά και τα αδύνατα σημεία του κάθε σώματος ώστε να βελτιώσει την τακτική του. Τοποθέτησε τους Ίβηρες, τους Γαλάτες και τους Κελτίβηρες στη μέση, εναλλάσσοντας την εθνοτική σύνθεση σε όλη την πρώτη γραμμή. Το πεζικό του Αννίβα από την Καρχηδονιακή Αφρική ήταν τοποθετημένο στα πλάγια του υπόλοιπου πεζικού.
Ο Ασδρούβας διοικούσε το πεζικό των Ιβήρων και των Κελτίβηρων στα αριστερά (νότια του Ωφίδου ποταμού) του Καρχηδονιακού στρατού. Ο Ασδρούβας ανέλαβε τη διοίκηση 6.500 πεζών, ενώ ο Άννων τη διοίκηση 3.500 Νουμίδων στα δεξιά.
Ο Αννίβας υπολόγιζε ότι το ιππικό του, το οποίο αποτελείτο από το Ισπανικό ιππικό και το ελαφρύ ιππικό των Νουμίδων και βρισκόταν στα άκρα, θα μπορούσε να νικήσει το πιο αδύναμο Ρωμαϊκό ιππικό και θα επιτίθετο στους Ρωμαίους από πίσω. Τα Αφρικάνικα σώματα, την κρίσιμη στιγμή, θα πίεζαν τους Ρωμαίους και θα τους περικύκλωναν.
Ο Αννίβας δεν ανησυχούσε για τα αποτελέσματα της τακτικής του στον Ωφίδο ποταμό. Με την αγκυροβόληση του στον ποταμό, ο Αννίβας εμπόδισε τα σχέδια των Ρωμαίων. Οι Ρωμαίοι βρίσκονταν μπροστά από τον λόφο που οδηγούσε στις Κάννες και στη δεξιά πλευρά του Ωφίδου ποταμού, έτσι η αριστερή τους πλευρά ήταν το μόνο μέσο για υποχώρηση. Επιπλέον, οι Καρχηδόνιοι ιππείς είχαν σχεδιάσει ελιγμό, ώστε να αντιμετωπίσουν τους Ρωμαίους στα ανατολικά.
Η Ημέρα της Σφαγής
Ο Βάρρος είχε πάρει τις αποφάσεις του και είχε πείσει μερικώς και τον Παύλο. Καθώς ξημέρωνε η επόμενη μέρα, οι Ρωμαίοι άρχισαν να βγαίνουν από τα στρατόπεδά τους και να παρατάσσονται για μάχη. Πρώτα πήραν τις θέσεις τους οι άνδρες του κύριου στρατοπέδου και στη συνέχεια εκείνοι από το δεύτερο, που βρισκόταν στην αντίπερα όχθη του Οφίδιου. Το μεγαλύτερο από μία σειρά λαθών του Βάρρου και του Παύλου, έλαβε χώρα ακριβώς σε αυτό το σημείο.
Η δύναμη των Ρωμαίων ήταν η σαφής αριθμητική και ποιοτική υπεροχή που απολάμβαναν έναντι του στρατού που οδηγούσε ο Αννίβας. Για να εκμεταλλευτούν αυτήν την υπεροχή, η σύνεση και η λογική υπαγόρευαν να «ανοίξουν» το μέτωπο της παράταξής τους όσο επέτρεπε η τοποθεσία, να ενισχύσουν τις πτέρυγες (όπου το ιππικό τους ήταν υποδεέστερο, αριθμητικά και ποιοτικά, από το αντίστοιχο του Αννίβα) και να προσπαθήσουν να κάνουν τον Αννίβα να λεπτύνει υπερβολικά τη γραμμή του για να καλύψει όλο το μέτωπο τους.
Με τον τρόπο αυτό, θα είχαν μερικώς εξασφαλίσει ότι η υπεροχή του λεγεωνάριου σε οπλισμό, πειθαρχία και εκπαίδευση, θα μπορούσε να αντιπαρέλθει οποιουδήποτε στρατηγήματος ήταν δυνατό να «εφεύρει» ο νους του Αννίβα. Όμως οι Ρωμαίοι διοικητές έκαναν ακριβώς το αντίθετο. Η παράταξη των Ρωμαίων ήταν απλή. Ο κύριος όγκος του στρατεύματος, που αποτελούσαν οι βαρείς πεζοί του τριαδικού συστήματος (Άστατοι, Πρίγκιπες και Τριάριοι) παρατάχθηκαν σε τρεις επάλληλες γραμμές, όπως συνήθιζαν οι Ρωμαίοι διοικητές.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν μπροστά τους τοποθετήθηκαν, όπως συνηθίζεται, οι ελαφρείς (velites) πεζοί, ωστόσο κατά πάσα πιθανότητα κάτι τέτοιο έγινε, σε περιορισμένη έκταση, καθώς οι Ρωμαίοι είχαν αφήσει περί τους 7.500 ελαφρούς πεζούς μαζί με 2.500 περίπου βαρείς πεζούς στα δύο στρατόπεδα, για να τα φρουρούν – αυτό συνηθιζόταν στην εποχή αυτή, άλλωστε και ο Αννίβας είχε αφήσει περί τους 4.000 (8.000 σύμφωνα με κάποιες πηγές) άνδρες να καλύπτουν το δικό του στρατόπεδο.
Στη μονολιθική Ρωμαϊκή γραμμή παρατάχθηκαν περί τους 55.000 βαρείς πεζούς καθώς και ακόμη 8.000 ελαφρύτερα οπλισμένοι. Οι λεγεώνες βρίσκονταν υπό την διοίκηση των δύο Ύπατων της προηγούμενης χρονιάς, του Μάρκου Ατίλιου και του Γκνάϊου Σερβίλιου. Στις δύο πτέρυγες, οι Ρωμαίοι έταξαν το ιππικό τους. Το Ρωμαϊκό ιππικό, οι «equites», παρατάχθηκαν στην πλευρά του ποταμού, στο ρωμαϊκό δεξί κέρας, υπό την ηγεσία του Παύλου.
Ο Βάρρος ανέλαβε το ιππικό της αριστερής πλευράς, όπου βρισκόταν 4.000 Ρωμαίοι και σύμμαχοι ιππείς. Η παράταξη του ιππικού, που μάλιστα δεν ενισχύθηκε με μεγάλο αριθμό «ψιλών» όπως γινόταν ενίοτε, υπονοεί ότι οι Ρωμαίοι απλά σκόπευαν να κρατήσουν τις πτέρυγες, έως ότου το πεζικό πετύχει τη διάρρηξη της αντίπαλης παράταξης.
Με άλλα λόγια, οι Ρωμαίοι δημιούργησαν μία παράταξη που θεωρούσαν ότι θα εκμεταλλευόταν ακριβώς το γεγονός ότι οι Ρωμαίοι έχουν βαρύτερο οπλισμό και γνωρίζουν να πολεμούν παραταγμένοι, ενώ παράλληλα το σκεπτικό τους ήταν εξαιρετικά απλοϊκό: Ήταν πεπεισμένοι ότι θα μπορούσαν να διασπάσουν με ευκολία το αντίπαλο κέντρο και κάτω από το βάρος της κρούσης των λεγεώνων το στράτευμα του Αννίβα θα διαλύονταν.
Από την πλευρά του ο Αννίβας είχε εντελώς διαφορετικές σκέψεις πριν τη μάχη. Γνώριζε πολύ καλά ότι ευθεία αντιπαράθεση των δύο δυνάμεων σε μια μάχη φθοράς, θα ευνοούσε αποφασιστικά τους Ρωμαίους. Αυτό που έπρεπε να εκμεταλλευτεί ήταν αφενός η υπεροχή του ιππικού του και αφετέρου η αυξημένη ευελιξία των δυνάμεών του – φυσικά και η ανεπάρκεια των Ρωμαίων στρατηγών απέναντί του.
Και οι δύο αντίπαλοι είχαν στόχο όχι απλώς τη νίκη, αλλά την εξόντωση του αντιπάλου. Οι Ρωμαίοι θεωρούσαν ότι αυτό θα το πετύχαιναν μέσω της ισχυρής κρούσης και της διάσπασης του αντίπαλου σχηματισμού.
Αντίθετα, εκεί που η Ρωμαϊκή τακτική αποσκοπούσε στη διάσπαση του κέντρου του, ο Αννίβας προσέβλεπε στην περικύκλωση του αντιπάλου, την παγίδευσή του ανάμεσα σε πολλαπλές δυνάμεις και συνακόλουθα την καταστροφή του. Η παράταξη του ήταν διατεταγμένη αριστοτεχνικά για να πετύχει αυτό ακριβώς το αποτέλεσμα και κάθε λεπτομέρεια φαίνεται να ενισχύει αυτήν την άποψη.
Η παράταξη του πεζικού κάλυπτε σε εύρος μετώπου το αντίστοιχο των Ρωμαίων.
Στο κέντρο είχαν διαταχθεί οι Ίβηρες και Γαλάτες πεζοί του, περί τους 20.000. Εκατέρωθεν τους πήραν θέση οι επίλεκτοι Αφρικανοί πεζοί, τους οποίους ο Αννίβας είχε επανεξοπλίσει – σύμφωνα με τον Πολύβιο – με τα λάφυρα από τις προηγούμενες συγκρούσεις με τους Ρωμαίους. Συνολικά 12.000, από 6.000 αριστερά και δεξιά. Μπροστά από αυτούς πήραν θέση οι «ψιλοί» (σφενδονήτες, τοξότες και ακοντιστές) του Αννίβα, οι οποίοι αφού εξακόντιζαν βροχή βλημάτων θα περνούσαν στις πτέρυγες για να συμμετάσχουν στον ελιγμό κύκλωσης που σχεδίαζε.
Το ιππικό διατάχθηκε με έναν τρόπο που εξυπηρετούσε απόλυτα τα σχέδιά του. Αντί να το διαθέσει ισομερώς στις δύο πτέρυγες ή, ακόμη πιο φυσιολογικά, να ενισχύσει το αριστερό πλευρό του, απέναντι από το ισχυρό δεξιό πλευρό των Ρωμαίων, ο Αννίβας έταξε 8.000 Κέλτες και Ίβηρες ιππείς στα αριστερά του υπό τον Ασδρουβάλ και τον Σώσιλο και στα αριστερά άφησε μόνο τους 2.000 ελαφρούς Νουμίδες ιππείς υπό τον Άννωνα.
Με τον τρόπο αυτό εξασφάλιζε ότι η ιππομαχία στο αριστερό πλερό θα κερδιζόταν και οι Νουμίδες ήταν απόλυτα ικανοί να καθυστερήσουν, με τις τακτικές ακροβολισμού που χρησιμοποιούσαν, το Ρωμαϊκό ιππικό απέναντί τους, έως ότου ενισχυθούν από το νικηφόρο (όπως περίμενε) Κελτιβηρικό τμήμα. Το γεγονός ότι τα πράγματα εξελίχθηκαν ακριβώς με αυτόν τον τρόπο, καταδεικνύει τη μοναδική τακτική ιδιοφυία του Καρχηδόνιου πολέμαρχου.
Η παράταξη του Αννίβα είχε μια ιδιαιτερότητα: οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί που ήταν διατεταγμένοι στο κέντρο, βρισκόταν σε προωθημένη θέση σε σχέση με τους Λίβυους και Καρχηδόνιους στα πλάγια. Το τι ακριβώς σήμαινε αυτό, οι Ρωμαίοι θα το έβλεπαν αμέσως μετά την έναρξη της μάχης.
Όταν ολοκληρώθηκε η παράταξη και οι τακτικές κινήσεις, οι δύο στρατοί άρχισαν να κινούνται.
Όπως συνηθιζόταν, η μάχη άνοιξε με την αψιμαχία των «ψιλών» κάτω από την κάλυψη των οποίων προωθούντο τα κύρια στρατεύματα. Οι Ρωμαίοι, υπό την καθοδήγηση των αξιωματικών τους, ξεκίνησαν με ορμή για να συναντήσουν το συνοθύλευμα των «βαρβάρων» του Αννίβα. Ο ήλιος του μεσοκαλόκαιρου έλαμπε στα αριστερά τους και αντικαθρεφτιζόταν στα νερά του Οφίδιου, ο οποίος πριν τελειώσει η μέρα, θα μετέφερε τόνους αίματος αντί για καθαρό νερό.
Μέσα σε σιωπή που διακόπτονταν μόνο από τα παραγγέλματα των αξιωματικών, οι Ρωμαίοι προχωρούσαν συντεταγμένα. Είχαν παραταχθεί σε πύκνωση, αφήνοντας το μισό πλάτος σε χώρο ελιγμού για τον κάθε στρατιώτη απ’ ότι συνηθίζεται. Και αυτή η παράταξη ήταν ένας τρόπος μεγιστοποίησης της ισχύος κρούσης της λεγεώνας, με σκοπό τον αφανισμό των αντιπάλων. Σχεδόν ώμο με ώμο οι Ρωμαίοι και οι Ιταλιώτες σύμμαχοί τους προχωρούσαν με σταθερό βήμα προς τους Καρχηδόνιους. Το ιππικό προωθούνταν μαζί τους και σύντομα ξεχύθηκε μπροστά για να συναντήσει τους Καρχηδόνιους.
Στην πλευρά του Αννίβα κάτι παράξενο συνέβαινε. Οι ελαφρά οπλισμένοι ψιλοί αφού έστειλαν μερικές ομοβροντίες βλημάτων, αποσύρθηκαν πίσω από την κύρια γραμμή των Καρχηδόνιων, όμως οι Κέλτες και Ίβηρες του κέντρου ξεκίνησαν με ορμή να συναντήσουν τους Ρωμαίους, ενώ αντίθετα οι Αφρικανοί εκατέρωθέν τους στέκονταν ακίνητοι στις θέσεις τους.
Με ουρανομήκεις πολεμικές κραυγές, οι Γαλάτες και οι Ίβηρες ξεχύθηκαν μπροστά και κραδαίνοντας οι μεν τα μακρά κελτικά σπαθιά και οι δε τα κοντά, αμφίστομα ισπανικά, έπεσαν πάνω στους λεγεωνάριους. Το θέαμα ήταν παράδοξο, αφού στο κέντρο των παρατάξεων οι αντίπαλοι συγκρούονταν, ενώ οι πτέρυγες δεν είχαν εμπλακεί! Οι Ρωμαίοι σάστισαν, όμως η ανώτερη εκπαίδευση και οπλισμός των λεγεωνάριων τους έδινε τοπικά την υπεροχή.
Καθώς όμως το κέντρο των Καρχηδονίων, που τώρα απλωνόταν σα μία βεντάλια, εμπλέκονταν, η γραμμή των Ρωμαίων άρχισε να χάνει τη συνοχή της, αφού περισσότεροι Ρωμαίοι εκατέρωθεν του κέντρου προσπαθούσαν να εμπλακούν στη μάχη. Ουσιαστικά με τον τρόπο που είχε ανοίξει το μάχη, ο Αννίβας προσπαθούσε – και πετύχαινε! – να οδηγήσει τους Ρωμαίους να «φορτώσουν» το δικό τους κέντρο, περιορίζοντας ακόμη περισσότερο το εύρος του μετώπου τους.
Την ίδια ώρα στις πτέρυγες, το ιππικό έδινε τη δική του μάχη. Στην πλευρά του Παύλου (ο Λίβιος παραδίδει ότι ο Ύπατος τραυματίστηκε από βλήμα σφενδόνης με την έναρξη της μάχης, ενώ αντίθετα ο πιο αξιόπιστος Πολύβιος ότι ο Παύλος τραυματίστηκε στην εξέλιξη της μάχης) το υπέρτερο ιππικό Γαλατών και Ιβήρων υπερίσχυσε γρήγορα. Η μάχη εξελίχθηκε ουσιαστικά σε μια πεζομαχία με έφιππους άνδρες, καθώς η αρχική κρούση έφερε τους αντιπάλους σώμα με σώμα.
Πολλοί ξεπέζεψαν και άρχισαν να μάχονται με αγριότητα και αποφασιστικότητα. Οι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τους πολυπληθείς αντιπάλους τους και ο Ασδρουβάλ κυνήγησε τα υπολείμματά τους κατά μήκος της όχθης του Οφίδιου, κατακόβοντας όσους προλάβαινε. Όταν το ιππικό σώμα των Ρωμαίων έπαψε να αποτελεί απειλή, πέρασε πίσω από την παράταξη των λεγεώνων και με μία εντυπωσιακή κίνηση έπεσε πάνω στο ιππικό του Ρωμαϊκού δεξιού, το οποίου χρονοτριβούσε έχοντας απέναντί του τους ταχύτατους και ευέλικτους Νουμίδες.
Η μάχη όμως θα κρινόταν με το πεζικό. Οι Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, κάτω από την ηγεσία του ίδιου του Αννίβα, που στέκονταν ακριβώς πίσω τους και με κραυγές και βρισιές προσπαθούσε να τους ελέγξει ώστε να μη διαλυθούν κάτω από την συντριπτική κρούση των πανίσχυρων λεγεώνων, άρχισαν να οπισθοχωρούν πολεμώντας σκληρά.
Σιγά, σιγά, το μισοφέγγαρο άλλαξε προσανατολισμό, καθώς οπισθοχωρούσαν μέτρο προς μέτρο. Αντί για μία εξέχουσα, τώρα μεταβλήθηκε σε μία εισέχουσα. Στην πραγματικότητα, μεταβλήθηκε σε μία παγίδα θανάτου, που θα εξόντωνε τον ανθό της Ρώμης.
Οι Ρωμαίοι προχωρούσαν σταθερά, πετσοκόβοντας τους Κελτίβηρες, αν και πλέον ήταν τόσο συμπτυγμένοι που δύσκολα μπορούσαν να κινηθούν. Ολόκληρη η Ρωμαϊκή παράταξη είχε συμπτυχθεί στα 2/3 σχεδόν του αρχικού της πλάτους και οι λεγεωνάριου πλέον δεν είχαν τον παραμικρό χώρο να ελιχθούν. Στο σημείο αυτό, στα εκτεθειμένα πλευρά των Ρωμαίων εμφανίστηκαν οι Αφρικανοί του Αννίβα και άρχισαν να πιέζουν τις λεγεώνες ακόμη περισσότερο!
Δίχως χώρο για να ελιχθούν, κουρασμένοι από την κοπιώδη προώθησή τους, οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν τώρα τις «φρέσκες» δυνάμεις που αποτελούσαν το εκλεκτότερο τμήμα των πεζών του Αννίβα. Την ίδια στιγμή άρχισε να ελαφραίνει η πίεση των Ρωμαίων στο κέντρο των Καρχηδονίων, οπότε οι οπισθοχωρούντες Κελτίβηρες ξεχύθηκαν ξανά μπροστά και έπεσαν με ορμή πάνω στους σαστισμένους Ρωμαίους!
Την ώρα αυτή οι περισσότεροι Ρωμαίοι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι είχε συμβεί. Τη μία στιγμή φαινόταν να είναι κυρίαρχοι του πεδίου, πίεζαν τους Καρχηδόνιους και σκότωναν εκατοντάδες από τους αντιπάλους τους, καταδιώκοντας τους με πάθος και τη σιγουριά της νίκης. Την επόμενη στιγμή, όλη η ορμή της κρούσης είχε χαθεί και τώρα, στη ζέστη του μεσημεριού της Απουλίας, τέθηκαν αντιμέτωποι με το φάσμα του χαμού.
Η μάχη είχε εξελιχθεί σε μια σειρά προσωπικών μονομαχιών και οι Καρχηδόνιοι, με περισσότερο χώρο για να ελιχθούν, αποκτούσαν το πάνω χέρι. Οι «ψιλοί» του Αννίβα ενίσχυσαν τις πτέρυγες, περνώντας στο πλάι των Αφρικανών πεζών και παγιδεύοντας τους Ρωμαίους σε έναν κλοιό θανάτου. Όμως, ακόμη υπήρχε ένα άνοιγμα, μια ελπίδα για τους Ρωμαίους, αρκεί αυτοί να είχαν τη δυνατότητα να υποχωρήσουν με τάξη. Ο κλοιός δεν είχε κλείσει και οι Ρωμαίοι μπορούσαν να υποχωρήσουν προς τα πίσω. Μπορούσαν όμως;
Αυτό θα κρινόταν από το ιππικό. Ο Ασδρουβάλ με τους Γαλάτες και Ίβηρες ιππείς επέπεσε στους Ρωμαίους και Ιταλιώτες των οποίων ηγούνταν ο Βάρρος. Η ορμή της κρούσης ήταν τέτοια ώστε το ιππικό του Βάρρου διαλύθηκε άμεσα. Ο ίδιος ο Βάρρος ήταν από τους πρώτους που εγκατέλειψαν το πεδίο της μάχης, την ώρα μάλιστα που το πεζικό του φαινόταν ότι είχε το πάνω χέρι. Αντίθετα, ο Παύλος είχε αφήσει την τελευταία του πνοή στο πεδίο της μάχης, κάτι που ο Αννίβας θα του αναγνώριζε και θα τον έθαβε με τιμές την επομένη.
Για την ώρα ο Ασδρουβάλ συγκράτησε τους άνδρες του από το να αναλωθούν στην καταδίωξη του ηττημένου εχθρού, αφήνοντας τους ταχύτατους Νουμίδες να ολοκληρώσουν την καταστροφή του αποδιοργανωμένου Ρωμαϊκού ιππικού. Οι άνδρες του Ασδρουβάλ κατευθύνθηκαν προς τα πίσω, προς την πεζομαχία και τον κλοιό θανάτου που κατάπινε σιγά, σιγά των ανθό της Ρωμαϊκής νεολαίας, για να κλείσει το τελευταίο άνοιγμα και να στερήσει από τις λεγεώνες τη μοναδική διέξοδο διαφυγής.
Πολλοί αρχαίοι μελετητές της μάχης απόρησαν με την επιλογή αυτή, καθώς θεωρούσαν ότι ένας παγιδευμένος εχθρός, που δεν έχει ελπίδα διαφυγής, πολεμά πολύ καλύτερα και σκληρότερα, με τη δύναμη της απελπισίας. Για το λόγο αυτό, όλοι οι ελιγμοί περικύκλωσης αφήνουν ένα περιθώριο διαφυγής, πραγματικό ή πλασματικό.
Αυτό δεν ίσχυε στον ελιγμό του Αννίβα. Η δική του διπλή υπερκέραση ήταν απόλυτη και δεν άφηνε στους Ρωμαίους το παραμικρό περιθώριο διαφυγής. Ο Αννίβας δεν ήθελε απλώς να νικήσει τους Ρωμαίους, επιθυμούσε να καταστρέψει ολοκληρωτικά τη δύναμη της Αιώνιας Πόλης, εξοντώνοντας το σύνολο του στρατού που μπορούσε να παρατάξει.
Καθώς το ιππικό του Ασδρουβάλ έπεφτε στα νώτα της Ρωμαϊκής παράταξης, έγινε φανερό ότι η πεδιάδα των Κανών δεν ήταν παρά μια πελώρια παγίδα που θα τραβούσε στο χαμό όλους τους Ρωμαίους! Οι μισθοφόροι του Αννίβα βρισκόταν πλέον σε κατάσταση παροξυσμού, έχοντας περικυκλώσει τους αντιπάλους τους απ’ όλες τις πλευρές, χτυπώντας τους με ότι διέθεταν και σφάζοντας τους αλύπητα.
Οι Ρωμαίοι προσπαθούσαν να αντισταθούν, αλλά τίποτε δεν πήγαινε καλά. Είχαν συμπιεστεί σε πολύ λιγότερο χώρο απ’ ότι χρειάζονταν να κινηθούν, δεν είχαν πλέον καμία ορατότητα, οι αξιωματικοί τους είχαν χαθεί και το μόνο που έβλεπαν γύρω τους ήταν θάνατος! Κατά μόνας ή κατά «σπείρα», οι Ρωμαίοι αντιμετώπιζαν άγριους Κέλτες φυλέτες, αποφασισμένους Ίβηρες και πάνοπλους Αφρικανούς που τους εξόντωναν δίχως να επιδεικνύουν τον παραμικρό οίκτο. Ήταν μια μνημειώδης σφαγή και οι Ρωμαίοι ήταν τα θύματα της.
Ο ίδιος ο Αννίβας μαζί με τους αξιωματικούς του συνέχιζε για ώρες να πιέζει τους άνδρες του να μην εγκαταλείψουν τη σφαγή και να μην δεχθούν την παράδοση των Ρωμαίων. Η παγίδα του Καρχηδόνιου είχε λειτουργήσει τέλεια και το αποτέλεσμα ήταν η εξόντωση του Ρωμαϊκού στρατεύματος.
Ο Απολογισμός της Μάχης
Το μέγεθος της σφαγής που συντελέστηκε κάτω από τον Αυγουστιάτικο ήλιο της Απουλίας ήταν ασύλληπτο. Ποτέ μέχρι εκείνη τη μέρα δεν είχε ηττηθεί στρατός τόσο απόλυτα και τόσο τελεσίδικα και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν συναντηθεί τόσο μεγάλοι στρατοί στο πεδίο της μάχης.
Η πεδιάδα των Κανών μεταβλήθηκε μέσα σε μία μέρα σε έναν κόκκινο βάλτο, από το αίμα των χιλιάδων πεσόντων στη μάχη. Κομένα μέλη και πτώματα ήταν διασπαρμένα σε μια τεράστια έκταση, μέχρι εκεί που έφθανε το μάτι. Οι επιζώντες περπατούσαν σε ένα βούρκο που είχε σχηματιστεί από την ανάμιξη του χώματος με το αίμα των νεκρών. Τα νερά του Οφίδιου είχαν κυριολεκτικά βαφτεί κόκκινα.
Δεκάδες χιλιάδες νεκροί κείτονταν στην πεδιάδα των Κανών και τα κόκαλα τους θα άσπριζαν για πολλές δεκαετίες κάτω από τον ήλιο της Ιταλίας. Ο στρατός του Αννίβα έχασε μόλις 6.500 άνδρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν Κέλτες και Ίβηρες πεζοί, το «δόλωμα» του Αννίβα για την τρομερή παγίδα της διπλής υπερκέρασης.
Οι υπόλοιποι ήταν Ρωμαίοι και σύμμαχοι! Από το τεράστιο στράτευμα, το οποίο αριθμούσε από 80.000 έως 86.000 άνδρες, μόλις 15.000 αποφύγανε τη σφαγή ή την αιχμαλωσία. Οι άνδρες του Αννίβα προς το βράδυ, όταν πλέον είχαν κουραστεί από την πολύωρη σφαγή, αιχμαλώτισαν περί τους 3.000 άνδρες, οι περισσότεροι σύμμαχοι των Ρωμαίων. Τους τελευταίους ο Αννίβας τους απελευθέρωσε, όπως συνήθιζε, αντίθετα με τους Ρωμαίους αιχμάλωτους.
Από τους 15.000 που κατάφεραν να φύγουν από το πεδίο της μάχης, όσοι ήταν Ρωμαίοι πολίτες και επέστρεψαν στην αιώνια πόλη, οργανώθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία να υπηρετήσουν το υπόλοιπο της θητείας τους, σε μια σαφή χειρονομία απαξίωσης ενός ηττημένου στρατεύματος! Οι περισσότεροι από τους επιζώντες ήταν τα μέλη της φρουράς των δύο στρατοπέδων και οι ελαφροί πεζοί, αφού από τη στιγμή που έκλεισε ο κλοιός γύρω από τις λεγεώνες ελάχιστοι μπόρεσαν να διαφύγουν.
Ο Τερέντιος Βάρρος όχι μόνο έγινε δεκτός με τιμές στη Ρώμη, αλλά είχε και μια αξιοσημείωτη πολιτική σταδιοδρομία τα επόμενα χρόνια, έως το θάνατό του λίγο μετά το 200 π.Χ.
Μεταξύ των αμέτρητων Ρωμαίων νεκρών – όπως τους καταγράφει ο Λίβιος – ήταν 109 από την ανώτερη κοινωνική τάξη, συγκλητικοί και μέλη της Ρωμαϊκής Συγκλήτου. Οι επιπτώσεις από τη σφαγή των Κανών ώθησαν το ανθρώπινο δυναμικό της Ρώμης στα όριά του. Αφού έγινε γνωστή η τρομακτική τύχη του τεράστιου στρατεύματος, ατέλειωτος θρήνος ξέσπασε στη Ρώμη.
Κυριολεκτικά δεν υπήρχε ούτε ένα σπίτι, ούτε μια οικογένεια που να μην είχε χάσει στις Κάνες ένα ή και περισσότερα μέλη της. Οι κλαυθμοί και οι οδυρμοί των γυναικών και οι οργισμένες κραυγές των ανδρών ήταν για πολλές μέρες το μόνο που ακούγονταν σε μία πόλη που υπέφερε τη μεγαλύτερη καταστροφή της ιστορίας της.
Όμως οι Ρωμαίοι επέδειξαν απίστευτο κουράγιο, προσαρμοστικότητα και ευελιξία. Αφού διαπίστωσαν ότι ο Αννίβας, αντίθετα απ’ ότι θα περίμενε κανείς, δεν βάδισε ενάντια στην πόλη, άρχισαν να οργανώνονται ξανά. Δημιούργησαν νέες λεγεώνες, από 16χρονους και 17χρονους Ρωμαίους πολίτες, απελεύθερους σκλάβους και μονομάχους και άρχισαν τις διπλωματικές κινήσεις και την προετοιμασία για μια παρατεταμένη εκστρατεία ενάντια στις δυνάμεις τους Αννίβα.
Ένας από τους νεαρούς ευγενείς Ρωμαίους που συμμετείχαν στη μάχη αλλά γλίτωσαν τη σφαγή, ο Πούμπλιος Κορνήλιος Σκίπιο, έμελλε να γίνει ο τιμωρός του Αννίβα – η ιστορία τον κατέγραψε ως τον Σκιπίωνα τον Αφρικανό, νικητή της Ζάμα και κατακτητή της Καρχηδόνας. Λίγα χρόνια μετά τις Κάνες, οι Ρωμαίοι είχαν αντιστρέψει την εικόνα και είχαν μετατρέψει τη συντριπτική ήττα τους σε μία μεγαλειώδη νίκη, με την οποία έβαλαν οριστικά τέλος στην ιμπεριαλιστική δύναμη της Καρχηδόνας.
Απώλειες
Ρωμαϊκές και Συμμαχικές
Ο Πολύβιος γράφει ότι 70.000 άνδρες σκοτώθηκαν, 10.000 συνελήφθησαν και ίσως 3.000 επέζησαν. Αναφέρει επίσης πως από το σύνολο του ρωμαϊκού και συμμαχικού ιππικού, μόνο 370 άνδρες επέζησαν.
Ο Λίβιος αναφέρει πώς σκοτώθηκαν 45.500 πεζοί και 2.700 ιππείς. Επίσης αναφέρει πως 3.000 πεζοί και 1.500 ιππείς αιχμαλωτίστηκαν από τους Καρχηδόνιους.. Ο Λίβιος δεν καταγράφει τις πηγές του, αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν πως η πηγή του ήταν ο Κούιντους Φάμπιους Πίτορ, Ρωμαίος ιστορικός, ο οποίος είχε ασχοληθεί με τον Δεύτερο Καρχηδονιακό Πόλεμο.
Αργότερα, οι Ρωμαίοι ιστορικοί ακολουθούν πιστά τις αναφορές του Λίβιου. Ο Αππιανός δηλώνει πώς την ημέρα της μάχης σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι. Ο Πλούταρχος συμφωνεί, καταγράφοντας πώς «στη μάχη σκοτώθηκαν 50.000 Ρωμαίοι, ενώ μόνο 4.000 επέζησαν». Ο Μάρκους Φάμπιους Κουϊντιλίανους γράφει: «60.000 άνδρες σκοτώθηκαν από τον στρατό του Αννίβα στις Κάννες». Ο Ευθρόπιος γράφει: «20 στρατιωτικοί, 30 μέλη της Συγκλήτου, και 300 χιλιάδες ευγενείς πέθαναν ή αιχμαλωτίστηκαν, όπως επίσης 40.000 πεζοί και 3.500 ιππείς».
Πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν την εκδοχή του Πολυβίου λαθασμένη και συμφωνούν με αυτήν του Λιβίου. Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς κάνουν αναφορά για λιγότερους νεκρούς. Ο ιστορικός Π. Κανταλούπι καταγράφει πώς στη μάχη σκοτώθηκαν από 10,5 - 16 χιλιάδες Ρωμαίοι. Ο Σάμουελς θεωρεί πώς ο Αννίβας δεν ήθελε να θανατώσει τόσους πολλούς Ρωμαίους καθώς ήλπιζε να μεταμορφώσει τους Ιταλούς από εχθρούς του σε μελλοντικούς συμμάχους.
Καρχηδονιακές και Συμμαχικές
Ο Τίτος Λίβιος μας πληροφορεί πως στη μάχη σκοτώθηκαν «περίπου 8.000 απ' τους γενναιότερους άνδρες του Αννίβα.» Ο Πολύβιος μας πληροφορεί πως σκοτώθηκαν 5.700 στρατιώτες του Kαρχηδονιακού στρατού: 4.000 Γαλάτες, 1.500 Ισπανοί και Αφρικανοί και 200 ιππείς.
Τα Επακόλουθα
Όπως καταγράφει ο Λίβιος:
« Ποτέ πριν, όσο η Πόλη ήταν ακόμα ασφαλής, δεν υπήρξε τόσος ενθουσιασμός και πανικός μέσα στα τείχη της. Δεν θα προσπαθήσω να το περιγράψω, ούτε θα αποδυναμώσω την πραγματικότητα με τη μετάβαση στις λεπτομέρειες… είχε απλά πολλαπλασιαστεί η καταστροφή που ανακοινώθηκε. Σύμφωνα με κάποιες εκθέσεις, χάθηκαν δύο στρατιές προξένων καθώς και δύο πρόξενοι - δεν υπήρχε πια ρωμαϊκό στρατόπεδο, ούτε ένας στρατηγός ή απλός στρατιωτικός - η Απούλια, το Σάμνιο, σχεδόν όλη η Ιταλία ήταν στα πόδια του Αννίβα. Βεβαίως δεν υπάρχει κανένα άλλο έθνος που δεν θα είχε ενδώσει κάτω από ένα τέτοιο βάρος της καταστροφής. »
Για μια μικρή περίοδο στη Ρώμη επικρατούσε πλήρης αταξία. Οι καλύτεροι στρατοί τους είχαν καταστραφεί και ο Βάρρων είχε δυσφημιστεί. Ήταν μια πλήρης καταστροφή για τους Ρωμαίους. Σύμφωνα με την παράδοση, στη Ρώμη κυρήχθηκε μέρα πένθους, καθώς δεν υπήρχε ένας απλός πολίτης, ο οποίος δεν έχασε συγγενικό πρόσωπο στη μάχη.Οι Ρωμαίοι έφτασαν σε τόση απελπισία που προσέφυγαν στην ανθρωποθυσία, θάβοντας δύο ζωντανούς ανθρώπους στο Ρωμαϊκό Φόρουμ και εγκατέλειψαν ένα μωρό στην Αδριατική.
Ο Λούκιος Καικίλιος Μέτελλος, ένας χιλίαρχος, απελπίστηκε ως προς τις αιτίες της ήττας των Ρωμαίων στη μάχη, δήλωσε πώς όλα χάθηκαν και πρότεινε να τεθούν στην υπηρεσία ενός ξένου πρίγκιπα. Ωστόστο, αναγκάστηκε να δώσει όρκο υποταγής στη Ρώμη για όλο τον χρόνο. Οι επιζώντες, μετά τη μάχη, Ρωμαίοι στρατιώτες ανασυγκροτήθηκαν σε δύο λεγεώνες και στάλθηκαν στη Σικελία ως τιμωρία για την ταπεινωτική τους λιποταξία στο πεδίο της μάχης.
Εκτός από τη σωματική απώλεια του στρατού της, η Ρώμη θα υφίστατο μια συμβολική ήττα γοήτρου. Ένα χρυσό δαχτυλίδι ήταν σημάδι της συμμετοχής στις συζητήσεις θεμάτων της ανώτατης κοινωνικής τάξης. Ο Αννίβας και οι στρατιώτες του κατάφεραν να πάρουν 200 χρυσά δαχτυλίδια και τα έστειλαν στην Καρχηδόνα ως ένδειξη του θριάμβου τους. Η συλλογή έπεσε στο πάτωμα μπροστά από τη Σύγκλητο της Καρχηδόνας και θεωρήθηκε "τρία και μισό μέτρα".
Ο Αννίβας, κερδίζοντας ακόμα μια μάχη (μετά από αυτές του Τρεβίου και της Τρασιμένης), είχε κατατροπώσει 8 στρατιές προξένων. Μέσα σε 20 μήνες, η Ρώμη είχε χάσει το 1/5 του συνολικού πληθυσμού της άνω των 17 ετών. Επιπλέον, η ήττα επηρέασε και τους συμμάχους της, οι οποίοι αποφάσισαν να πάρουν το μέρος του Αννίβα. Μετά τη μάχη των Καννών, οι Ελληνιστικές περιφέρεις στον νότο της Αργόριππας, της Σαλάπιας, του Ουζεντούν, της Χερδόνιας (σημ. Φώτζια), συμπεριλαμβανομένων της Καπούας και τουΤάραντα, υποτάχθηκαν στον Αννίβα. Ο Πολύβιος σημειώνει.
«Το πόσο σοβαρό ήταν το αποτέλεσμα της ήττας των Ρωμαίων στις Κάννες, μπορεί κανείς να καταλάβει από τη συμπεριφορά των συμμάχων της Ρώμης - πριν από αυτή τη μοιραία μέρα, ήταν πιστοί στη Ρώμη, αλλά μετά άρχισαν να αμφιβάλλουν κατά πόσο δυνατή ήταν η Ρώμη.» Την ίδια χρονιά οι πόλεις της Σικελίας προκλήθηκαν να επαναστατήσουν κατά της Ρώμης και ο Φίλιππος Ε' της Μακεδονίας ξεκίνησε τις προετοιμασίες για τον Πρώτο Μακεδονικό Πόλεμο. Επίσης εξασφάλισε τη συμμαχία του Ιερώνυμου των Συρακουσών.
Μετά τη μάχη, ο αρχηγός του ιππικού των Νουμίδων, ο Μάαρβας, παρότρυνε τον Αννίβα να επιτεθούν κατά της Ρώμης. Ο Καρχηδόνιος στρατηγός αρνήθηκε και η απάντησή του προκάλεσε έκπληξη στον Μάαρβα ο οποίος του είπε «Αννίβα, ξέρεις πως να κερδίζεις μια μάχη, αλλά δεν ξέρεις πως να εκμεταλλευτείς τη νίκη σου.» Ωστόσο ο Αννίβας είχε πιο σοβαρούς λόγους για να κρίνει ποιαστρατηγική έπρεπε να διαλέξει μετά τη νίκη στις Κάννες από ό,τι ο Μάαρβας.
Ο ιστορικός Χανς Ντελμπρούκ επισημαίνει πώς λόγω του μεγάλου αριθμού νεκρών και τραυματιών στη μάχη δεν ήταν σε θέση να αρχίσει επίθεση κατά της Ρώμης. Ακόμη κι αν ο στρατός του ήταν σε πλήρη ισχύ, η επιτυχής πολιορκία της Ρώμης απαιτούσε την κατάληψη της ενδοχώρας, προκειμένου να διασφαλίσει την τροφοδοσία του και να διακόψει την παροχή πολεμοφόδιων στους Ρωμαίους.
Παρά τις μεγάλες απώλειες στις Κάννες, την αποστασία μερικών συμμάχων της, η Ρώμη είχε ακόμα άφθονο εργατικό δυναμικό, κάτι που της έδινε την ευκαιρία να διατηρήσει τον έλεγχο της στην Ιβηρία, τη Σικελία και τη Σαρδηνία, παρά την παρούσια εκεί του Αννίβα.
Η συμπεριφορά του Αννίβα μετά τις νίκες στην λίμνη Τρασιμένη (217 π.Χ.) και στις Κάννες (216 π.Χ.), καθώς και το γεγονός ότι επιτέθηκε στη Ρώμη πέντε χρόνια μετά τη νίκη στις Κάννες (211 π.Χ.), δείχνει πως στόχος του δεν ήταν η καταστροφή του αντιπάλου του, αλλά η αποθάρρυνση των Ρωμαίων μετά από σφαγές σε πεδία μάχης, έτσι ώστε να πείσει τη Ρώμη να υπογράψει μαζί του συνθήκη ειρήνης.
Έτσι μετά τις Κάννες ο Αννίβας έστειλε μια αντιπροσωπεία με αρχηγό τον Καρθάλο για να διαπραγματευτεί μια συνθήκη ειρήνης. Ωστόσο παρά τις πολλαπλές καταστροφές της Ρώμης, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος δεν δεχόταν διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως ξεκίνησε την επιστράτευση ολόκληρου του ανδρικού πληθυσμού της Ρώμης, επιστρατεύοντας και σκλάβους.
Τόσα αποφασιστικά ήταν αυτά τα μέτρα, ώστε απαγορευόταν η χρήση της λέξης «ειρήνη», το πένθος περιορίστηκε σε 30 μέρες και απαγορευόταν το δημόσιο πένθος ακόμα και στις γυναίκες. Για το υπόλοιπο του πολέμου στην Ιταλία, δεν θα συσσώρευαν τόσο μεγάλες δυνάμεις υπό τη διοίκηση ενός στρατηγού κατά του Αννίβα – αντ' αυτού χρησιμοποιήσαν ανεξάρτητους στρατούς και με αυτό τον τρόπο είχαν και πάλι περισσότερο στρατό από ότι οι Καρχηδόνιοι.
Αυτό ανάγκασε τον Αννίβα να αποσυρθεί στον Κρότωνα, απ' όπου κλήθηκε να επιστρέψει στην Αφρική μετά την εισβολή των Ρωμαίων.
Η Πολιορκία των Συρακουσών (214 π.Χ. - 212 π.Χ.)
Η πόλη των Συρακουσών ιδρύθηκε το 734 ή 733 π.Χ. από Κορίνθιους αποίκους. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο της Σικελίας και υπήρξε η σημαντικότερη και ισχυρότερη ελληνική πόλη της Μεγάλης Ελλάδας. Διατήρησε την ισχύ της ακόμα και κατά την Ρωμαϊκή κυριαρχία σαν πρωτεύουσα την επαρχίας της Σικελίας.
Μετά την αποχώρηση του Πύρρου από την Σικελία οι Μαρμετίνοι, μισθοφόροι από την Καμπανία της Ιταλίας που είχε προσλάβει παλαιότερα ο Αγαθοκλής των Συρακουσών για να αντιμετωπίσει τους Καρχηδόνιους , κατείχαν την πόλη της Μεσσήνης κάνοντας επιδρομές στις γύρω περιοχές αλλά και πειρατεία στις βόρειες ακτές της Σικελίας. Ο τύρρανος Ιέρων ο Β΄ των Συρακουσών νικώντας μια αποφασιστική μάχη το 265 π.Χ. ανάγκασε τους Μαρμετίνους να ζητήσουν βοήθεια και από την Ρώμη και από την Καρχηδόνα.
Άμεσα ανταποκρίθηκαν οι Καρχηδόνιοι οι οποίοι έστειλαν στρατεύματα στην Μεσσήνη. Οι Ρωμαίοι απάντησαν ξεκινώντας στην ουσία τον Α' Ρωμαίο-Καρχηδονιακό πόλεμο. Ο Ιέρων κατάφερε να διατηρήσει ανέπαφα τα εδάφη που κατείχε γύρω από τις Συρακούσες συμμαχώντας τελικά με τους Ρωμαίους. Ο Ιέρων πέθανε το 215 π.Χ. και τον διαδέχτηκε ο εγγονός του Ιερώνυμος. Ο Ιερώνυμος έσπασε την συμμαχία με την Ρώμη και δέχτηκε την προστασία των Καρχηδονίων.
Ένα χρόνο μετά ο Ιερώνυμος δολοφονήθηκε (214 π.Χ.) και οι φίλοκαρχηδονιακοί απομακρύνθηκαν από την πόλη. Έχοντας ήδη ξεσπάσει ο Β' Ρωμαίο-Καρχηδονιακός πόλεμος από το 218 π.Χ. οι Ρωμαίοι υπό τον φόβο να χάσουν ξανά τον έλεγχο των Συρακουσών έστειλαν ένα Ρωμαϊκό στράτευμα με επικεφαλής τον Μάρκο Κλαύδιο Μάρκελλο.
Οι Ρωμαίοι απέκλεισαν την πόλη από στεριά και θάλασσα αλλά τα περίφημα τείχη της πόλης με συνολικό μήκος τα 28 χιλιόμετρα προμήνυαν το δύσκολο έργο που είχαν. Εκτός από τα τείχη οι Συρακούσες είχαν ένα ακόμα "όπλο" στην άμυνα της πόλης, τον μεγάλο μαθηματικό, φυσικό και μηχανικό Αρχιμήδη.
Ο Αρχιμήδης βόηθησε την άμυνα της πόλης με τις διάφορες πολεμικές μηχανές του όπως ήταν οι άρπαγες (μηχανισμοί μέσα από τα τείχη που έπιαναν και αναποδογύριζαν τα Ρωμαϊκά πλοία), ατμοτηλεβόλα (πυροβόλα ατμού που εκτόξευαν μεταλλικές μπάλες σε απόσταση μέχρι και 1.000 μέτρα), ηλιακά κάτοπτρα (αποδείχτηκαν βάσιμα μετά από επιτυχημένα πειράματα του μηχανικού Ιωάννη Σακκά το 1973 όπου κατάφερε να βάλει φωτιά σε ομοίωμα πλοίου στα 55 μέτρα μέσα σε λίγα μόλις δευτερόλεπτα), καταπέλτες και βαλλίστρες.
Οι Ρωμαίοι μετά από πολύμηνη πολιορκία κατάφεραν με ένα τέχνασμα να εισβάλουν στην πόλη καθώς μια μικρή ομάδα Ρωμαίων στρατιωτών κατάφερε να εισβάλει στα τείχη με την κάλυψη της νύχτας κατά την διάρκεια θρησκευτικής εορτής προς τιμήν της θεάς Άρτεμις. Ο Αρχιμήδης πέθανε κατά την διάρκεια αυτής της εισβολής, όταν παρά τις εντολές του Μάρκελλου ένας στρατιώτης τον σκότωσε την ώρα που έλυνε ένα γεωμετρικό πρόβλημα.
Εκεί φέρεται να είπε το περίφημο "Μη μου τους κύκλους τάραττε". Παρά την εισβολή αυτή η πόλη δεν είχε καταληφθεί ακόμα καθώς το καλά οχυρωμένο μέρος της πόλης δεν είχε πέσει στα χέρια τους. Έπειτα από οχτάμηνη πολιορκία και με τα είδη βασικής ανάγκης να λιγοστεύουν, οι Συρακούσες έπεσαν στα χέρια της Ρώμης ύστερα από προδοσία καθώς οι πολιορκητές εισέβαλαν από ανοιχτή πύλη.
Οι Συρακούσιοι σφαγιάστηκαν ή πιάστηκαν αιχμάλωτοι και πουλήθηκαν σαν δούλοι. Αυτό ήταν και το τέλος της Μεγάλης Ελλάδας με την Ρώμη να είναι πλέον κυρίαρχη σε όλη την Σικελία και σύντομα σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο.
Μάχη της Ζάμας (202 π.Χ.)
Η μάχη της Ζάμας πραγματοποιήθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 202 π.Χ. ανάμεσα στους Ρωμαίους του Σκιπίωνα του Αφρικανού και τους Καρχηδόνιους του Αννίβα στην Αφρική, στη Ζάμα. Αυτή η μάχη αποτελεί το τέλος του Δεύτερου Καρχηδονιακού πολέμου και την πρώτη ήττα του Καρχηδόνιου στρατηγού.
Προοίμιο
Μετά την τεράστια νίκη του Αννίβα στις Κάννες, ο τελευταίος έχασε την ευκαιρία να επιτεθεί στη Ρώμη τώρα που ήταν ο κυρίαρχος σε ξένο έδαφος και επιδόθηκε στη λεηλασία της Νότιας Ιταλίας. Έτσι ο Δεύτερος Καρχηδονιακός Πόλεμος συνεχίστηκε. Το 214 π.Χ. οι Ρωμαίοι πολιόρκησαν τις Συρακούσες, οι οποίες είχαν αντισταθεί με τις πολεμικές μηχανές του Αρχιμήδη, αλλά τελικά έπεσαν 2 χρόνια αργότερα, το 212 π.Χ.
Ο εφοδιασμός όμως του Αννίβα άρχισε να στερεύει και ζήτησε βοήθεια από την Καρχηδόνα. Τελικά ήρθε για βοήθεια ο αδερφός του, ο Ασδρούβας. Όμως πριν καν φτάσει στον Αννίβα, το 207 π.Χ.ηττήθηκε στο Μέταυρο ποταμό από το Γάιο Κλαύδιο Νέρωνα και σκοτώθηκε ή αυτοκτόνησε. Το 205 π.Χ., στη Ρώμη στρατηγός έγινε ο Σκιπίωνας ο επονομαζόμενος Αφρικανός, ο οποίος ήταν ο γιος του Κορνήλιου Σκιπίωνα που ηττήθηκε στον Τίκινο ποταμό.
Έτσι αποφάσισε την μεταφορά του πολέμου από την Ιταλία στην Αφρική. Τον επόμενο χρόνο (204 π.Χ.) ένας στόλος 400 μεταγωγικών και 40 πολεμικών Ρωμαϊκών πλοίων αποβιβάστηκε στην Αφρική. Έτσι ο Αννίβας αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω στην Καρχηδόνα. Μέχρι και το 202 π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν πολλές επιτυχίες επί Αφρικανικού εδάφους.
Η Μάχη
Ο Καρχηδόνιος στρατηγός με 40.000 πεζούς, 4.000 ιππείς και με κατευθύνθηκε στη Ζάμα, μια περιοχή κοντά στην Καρχηδόνα. Έστειλε και κατασκόπους τους οποίους τους βρήκε ο Σκιπίωνας και τους έδειξε το στρατό του για να τρομοκρατηθούν. Πριν τη μάχη ο Αννίβας συναντήθηκε με το Σκιπίωνα για μια προσπάθεια ειρήνης, αλλά αυτή η συνάντηση δεν κατέληξε πουθενά. Οι Ρωμαίοι διέθεταν 30.000 πεζούς και 8.000 ιππείς.
Ο Σκιπίωνας έταξε το πεζικό του στο κέντρο με αρχηγό τον ίδιο σε τρεις σειρές. Στα δεξιά βρίσκονταν υπό τον Μασσινίσα 4.000 περίπου Νουμίδοι ιππείς και στο άλλο άκρο υπό τον Λαίλιο άλλοι τόσοι Ρωμαίοι ιππείς. Ο Αννίβας είχε τάξει και το δικό του πεζικό στο κέντρο σε τρεις σειρές. Στην πρώτη βρίσκονταν πολεμιστές από τη Λιγουρία και τη Γαλατία. Στη δεύτερη από την Καρχηδόνα και τη Λιβύη και στην τρίτη και τελευταία βετεράνοι Καρχηδόνιοι που είχαν πολεμήσει στην Ιταλία.
Πιο μπροστά από το πεζικό βρίσκονταν οι 80 ελέφαντες του Αννίβα. Στο αριστερό άκρο ήταν οι Νουμίδοι ιππείς που είχαν παραμείνει πιστοί στον Αννίβα με αρχηγό το Σύφακα και που θα αντιμετώπιζαν τους ομοεθνείς τους. Στο δεξί άκρο βρίσκονταν οι Καρχηδόνιοι ιππείς.
Η μάχη άρχισε στις 19 Οκτωβρίου του 202 π.Χ. με τους ελέφαντες των Καρχηδονίων να επιτίθενται, αλλά τρομαγμένοι από τις Ρωμαϊκές σάλπιγγες να υποχωρούν και να προκαλούν σύγχυση στο Καρχηδονιακό στράτευμα. Ο Μασσινίσα και ο Λαίλιος εμεταλλευόμενοι αυτή την αναταραχή κι την αριθμητική τους υπεροχή σε ιππείς νίκησαν τους αντίπαλους ιππείς. Στο κέντρο οι Γαλάτες στην πρώτη σειρά, είχαν ηττηθεί.
Όσο περνούσε όμως η ώρα και στους δύο στρατούς οι δύο πρώτες τους σειρές είχαν διαλυθεί. Τότε συγκρούστηκαν οι βετεράνοι των Καρχηδονίων με την τρίτη σειρά του Ρωμαϊκού πεζικού και το απώθησαν. Όμως τότε επέστρεψε το ιππικό των Ρωμαίων και επιτέθηκε στα νώτα των Καρχηδονίων και ακολούθησε σφαγή. Ο Αννίβας είχε ηττηθεί για πρώτη φορά κι αυτό κόστισε στην Καρχηδόνα.
Μετά τη Μάχη
Μετά τη μάχη οι Ρωμαίοι είχαν χάσει 2.000 στρατιώτες, ενώ οι Καρχηδόνιοι 20.000 στρατιώτες. Η πρώτη ήττα του Αννίβα σηματοδότησε τη συνθηκολόγηση της Καρχηδόνας τον ίδιο χρόνο (202 π.Χ.) Οι Καρχηδόνιοι τελικά υπέγραψαν όρους συνθήκης με τους Ρωμαίους:θα περιορίζονταν στην Αφρική και θα πλήρωναν μεγάλη πολεμική αποζημίωση. Μετά αυτή τη νίκη ο Σκιπίωνας ονομάστηκε «Αφρικανός».
Το 146 π.Χ. η Καρχηδόνα άρχισε να αναπτύσσεται κι πάλι κι οι Ρωμαίοι την κατέστρεψαν ολοκληρωτικά. O Αππιανός μας αναφέρει πως μετά από χρόνια από τη μάχη της Ζάμας ο Σκιπίωνας κι ο Αννίβας συναντήθηκαν. Ο Ρωμαίος στρατηγός ρώτησε τον παλιό αντίπαλό του ποιο θεωρεί το μεγαλύτερο στρατηγό στην Ιστορία. Εκείνος απάντησε πως ήταν ο Μέγας Αλέξανδρος γιατί με ελάχιστο στρατό κατάφερε σε λίγα χρόνια να καταλάβει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία του τότε κόσμου. Ο Σκιπίωνας συμφώνησε.
Ύστερα τον ρώτησε ποιον θα έβαζε δεύτερο. Ο Αννίβας απάντησε ότι ήταν ο Πύρρος της Ηπείρου γιατί κατάφερε να πετύχει στη Δύση ότι είχε πετύχει ο Αλέξανδρος στην Ανατολή. Τρίτο τοποθέτησε τον εαυτό του γιατί κατάφερε να μείνει αήττητος επί 17 χρόνια σε ξένο έδαφος. Ο Ρωμαίος στρατηγός ενοχλημένος τότε τον ρώτησε πως μπορεί να βρίσκεται στην τρίτη θέση αφού έχασε από τον ίδιο στη Ζάμα. Ο Αννίβας τότε του απάντησε ότι άμα τον είχε νικήσει στη Ζάμα θα ήταν πρώτος κι από τον Αλέξανδρο.
Ιστορική Σημασία Μαχών
Επιδράσεις στο Ρωμαϊκό Στρατιωτικό Δόγμα
Η Μάχη των Καννών έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της στρατιωτικής δομής και της τακτικής οργάνωσης του ρωμαϊκού στρατού. Στις Κάννες, το Ρωμαϊκό πεζικό είχε σχηματισμό ίδιο με αυτό της φάλαγγας. Το γεγονός αυτό έκανε τους Ρωμαίους να πέσουν στην παγίδα του Αννίβα, επειδή δεν είχαν την ικανότητα να κάνουν ελιγμούς, έστω και αν είχαν αριθμητική υπεροχή.
Έτσι κατέστη αδύνατη η αντιμετώπιση των κυκλωτικών ελιγμών που χρησιμοποιούνταν από τον Καρχηδονιακό ιππικό. Επιπλέον, οι αυστηροί νόμοι του ρωμαϊκού κράτους απαιτούσαν εναλλαγή της ανώτατης διοίκησης μεταξύ δύο προξένων, οι οποίοι θα περιόριζαν τη στρατιωτική συνοχή.
Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη μάχη, εντυπωσιακές μεταρρυθμίσεις τέθηκαν σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση αυτών των ελλείψεων. Πρώτα, οι Ρωμαίοι «άρθρωσαν τις φάλλαγες, μετά τις μοίραζαν σε στήλες, ενώ αργότερα τις χώριζαν σε μικρές ομάδες στρατού, οι οποίες ενώνονταν και πάλι άλλαζαν το σχήμα τους» Για παράδειγμα στη μάχη της Ίλιπας και στη μάχη της Ζάμας, οι πρίγκηπες διαμόρφωσαν καλά το πίσω τμήμα των χαστάτι, τεχνική που επέτρεπε γρήγορες κινήσεις και ελιγμούς.
Επιπλέον, μια ενιαία διοίκηση φάνηκε να είναι χρήσιμη. Μετά από διάφορα πολιτικά πειράματα, ο Σκιπίωνας ο Αφρικανός έγινε αρχηγός των Ρωμαίων στην ήπειρο της Αφρικής, έχοντας εξασφαλισμένη τη διατήρηση του τίτλου του για όλη τη διάρκεια του πολέμου. Ο διορισμός αυτός μπορεί να έχει παραβιάσει τους συνταγματικούς νόμους της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, αλλά, όπως ο Χανς Ντελμπρούκ έγραψε, αυτό «επηρέασε την εσωτερική μεταμόρφωση όπου η δυνατότητα αύξησης του στρατού ήταν εξαιρετικά μεγάλη» ενώ προαναγγέλλει την παρακμή των πολιτικών θεσμών της Δημοκρατίας.
Μετά από τις Κάννες, ο Ρωμαϊκός στρατός εξελίχθηκε σε μια επαγγελματική δύναμη: τον πυρήνα του στρατού του Σκιπίωνα κατά τη διάρκεια της μάχης στη Ζάμα αποτελούσαν βετεράνοι που είχαν πολεμήσει τους Καρχηδόνιους στην Ισπανία για δεκαέξι χρόνια.
Κατάσταση στη Στρατιωτική Ιστορία
Η Μάχη των Καννών έγινε γνωστή για την τακτική που χρησιμοποίησε ο Αννίβας, η οποία είχε επηρεάσει σημαντικά τη μετέπειτα Ρωμαϊκή και στρατιωτική ιστορία. Ο ιστορικός Τεοντόρ Αυράουλτ Ντόντζ έγραψε:
« Λίγες μάχες των αρχαίων είναι εξαιρετικές από την πλευρά ικανοτητας στην αρχηγία του στρατού... από ότι η μάχη των Καννών. Ο Αννίβας είχε το κάθε πλεονέκτημα για νίκη... Η μάχη, από την πλευρά των Καρχηδονίων, ήταν έργο τέχνης, και ότι καμία μάχη δεν ήταν τόσο καλή όσο αυτή στις Κάννες. »
Ο Γουίλ Ντούραντ έγραψε:
« Ήταν ένα υπέρτατο παράδειγμα στρατηγίας, δεν υπήρχε ποτέ κάτι καλύτερο στην ιστορία... είναι από τις καλύτερες μάχες τακτικής για 2000 χρόνια »
Η τακτική της διπλής υπερκέρασης του Αννίβα, στη Μάχη των Καννών συχνά θεωρείται ως μια από τις καλύτερες τακτικές μάχης στην ιστορία και αναφέρεται ως η πρώτη επιτυχημένη χρήση της λαβίδας στον Δυτικό κόσμο.
Το Μοντέλο των Καννών
Η μάχη των Καννών ήταν μια από τις μεγαλύτερες ήττες του Ρωμαϊκού στρατού και αντιπροσωπεύει την αρχέτυπη μάχη του αφανισμού, μια στρατηγική που έχει σπάνια εφαρμοστεί με επιτυχία στη σύγχρονη ιστορία. Ο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, ο Ανώτατος Διοικητής των Συμμαχικών Εκστρατευτικών Σωμάτων κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο κάποτε έγραψε πώς «Ο κάθε διοικητής ξηράς επιδιώκει τη μάχη του αφανισμού όσο του το επιτρέπουν οι συνθήκες.
Προσπαθεί να αναπαραγάγει στον σύγχρονο πόλεμο το παράδειγμα των Καννών». Επιπλέον, η νίκη του Αννίβα, έχει κάνει τη λέξη "«Κάννες»" συνώνυμο της στρατιωτικής επιτυχίας και έχει σήμερα μελετηθεί λεπτομερώς σε διάφορες στρατιωτικές ακαδημίες σε όλο τον κόσμο. Η ιδέα ότι μια ολόκληρη ομάδα θα μπορούσε να περικυκλωθεί και να εκμηδενιστεί, προξένησε γοητεία στους Δυτικούς στρατηγούς (συμπεριλαμβανομένων του Μεγάλου Φρειδερίκου και του Χέλμουτ φον Μόλτκε) οι οποίοι επιχείρησαν να δημιουργήσουν τις δικές τους «Κάννες».
Η μελέτη του Χανς Ντελμπρούκ είχε επηρεάσει σημαντικά τη γερμανική στρατιωτική θεωρία:
« Μια μάχη του αφανισμού μπορεί να πραγματοποιηθεί σήμερα, με το ίδιο μοντέλο που είχε δημιουργήσει ο Αννίβας. Ο αντίπαλος δεν είναι ο στόχος της επίθεσης... Κύριος στόχος είναι η διάλυση των πλευρών του αντιπάλου και η επίθεση από πίσω... »
Ο Σλίφεν αργότερα ανέπτυξε το δικό του επιχειρησιακό δόγμα σε μια σειρά από άρθρα, πολλά από τα οποία μεταφράστηκαν αργότερα και δημοσιεύτηκαν σε ένα έργο με τίτλο «Cannae» (Κάννες).
Γ΄ Ρωμαιο - Καρχηδονιακός Πόλεμος η Πολιορκία και Καταστροφή της Καρχηδόνας
Ο Τρίτος Καρχηδονιακός πόλεμος (Λατινικά: Tertium Bellum Punicum) (149-146 π.Χ.) είναι ο τρίτος κατά σειρά πόλεμος μεταξύ της Καρχηδόνας και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Άρχισε όταν οι Ρωμαίοι ανακάλυψαν μια τυπική παραβίαση της συνθήκης που ίσχυε μετά το τέλος του Β΄Καρχηδονιακού Πολέμου.
Συγκεκριμένα το 150 π.Χ. οι Καρχηδόνιοι, πιεζόμενοι από τις ληστρικές επιδρομές του Μασανάσση, βασιλιά των Νουμιδών, υποχρεώθηκαν ν΄ αντισταθούν με τη δύναμη των όπλων, χωρίς τη συγκατάθεση των Ρωμαίων. Είναι γνωστή η φράση του Κάτωνος «Delenda est Carthago» Η Καρχηδών πρέπει να καταστραφεί.
Το Ιστορικό
Αμέσως αποβιβάστηκε Ρωμαϊκός στρατός στην Αφρική και, παρά τη συμφωνία των Καρχηδονίων να επιστρέψουν τους Νουμίδες αιχμαλώτους και να παραδώσουν τα όπλα, ένας πρόσθετος όρος, που τους υποχρέωνε να μετοικίσουν στην ενδοχώρα και να εγκαταλείψουν το εμπόριο, τους ανάγκασε να οργανώσουν απελπισμένη αντίσταση μέσα στην πόλη τους. Οι Ρωμαϊκές επιθέσεις αποτύγχαναν επί δύο χρόνια, ωσότου ο Σκιπίων Αιμιλιανός, με ασφυκτικό αποκλεισμό, διέκοψε τον ανεφοδιασμό της πόλης από τη θάλασσα.
Παρά τη σθεναρή και επιδέξια αντίσταση, οι Ρωμαίοι κατάφεραν να διεισδύσουν από το λιμάνι και να φτάσουν στην ακρόπολη. Από ένα πληθυσμό που ξεπερνούσε τις 250.000, σύμφωνα με τον Στράβωνα, παρέμειναν κατά την τελική παράδοση της πόλης μόνο 50.000, η πόλη κατεδαφίστηκε και κατεδικάστηκε με επίσημους αναθεματισμούς να μείνει ακατακοίκητη για πάντα. Η επικράτεια της Καρχηδόνας, που είχε ήδη μειωθεί αρκετά από τις προσαρτήσεις του Μασαννάση, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή επαρχία, υπό την επωνυμία Αφρική.
Καρχηδόνα η Πόλη που Λίγο Έλειψε να Ανατρέψει τη Ρώμη
Στη βόρεια ακτή της Αφρικής, στα περίχωρα της Τύνιδας, πρωτεύουσας της Τυνησίας, κείτονται τα ερείπια της αρχαίας Καρχηδόνας. Ο τουρίστας θα μπορούσε να τα παραβλέψει, επειδή λίγα από αυτά είναι ευδιάκριτα. Ωστόσο, σε αυτή την περιοχή βρίσκονται τα απομεινάρια μιας από τις μεγαλύτερες πόλεις της αρχαιότητας—μιας πόλης που λίγο έλειψε να νικήσει την ισχυρή Ρώμη. Σύμφωνα με τον Ρωμαίο ιστορικό Λίβιο, «αυτή η μάχη μεταξύ των δύο πλουσιότερων πόλεων του κόσμου κρατούσε σε αγωνία βασιλιάδες και λαούς», επειδή το φλέγον ζήτημα δεν ήταν τίποτα άλλο από την παγκόσμια κυριαρχία.
Η Ίδρυση της Πόλης
Τη δεύτερη χιλιετία Π.Κ.Χ., οι Φοίνικες βρίσκονταν περιορισμένοι σε μια λεπτή λωρίδα γης κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, που εκτεινόταν βόρεια και νότια του σημερινού Λιβάνου. Όντας καλοί θαλασσοπόροι, έστρεψαν την προσοχή τους προς τα δυτικά αναζητώντας χρυσό, ασήμι, σίδερο, κασσίτερο και μόλυβδο. Σε αντάλλαγμα, πρόσφεραν ξυλεία (όπως τους φημισμένους κέδρους του Λιβάνου), υφάσματα βαμμένα με πορφύρα, αρώματα, κρασί, μυρωδικά και άλλα κατεργασμένα προϊόντα.
Καθώς ταξίδευαν δυτικά, οι Φοίνικες ίδρυαν οικισμούς στις ακτές της Αφρικής, της Σικελίας, της Σαρδηνίας και της νότιας Ισπανίας—η οποία είναι πιθανώς η Βιβλική Θαρσείς. (1 Βασιλέων 10:22· Ιεζεκιήλ 27:2, 12) Σύμφωνα με την παράδοση, η Καρχηδόνα ιδρύθηκε το 814 Π.Κ.Χ., περίπου 60 χρόνια πριν από την αντίζηλό της, τη Ρώμη. Ως ειδικός σε θέματα βορειοαφρικανικών αρχαιοτήτων, ο Σερζ Λανσέλ παρατηρεί: «Η ίδρυση της Καρχηδόνας, περίπου στα τέλη του ένατου αιώνα π.Χ., ήταν επί πολλές εκατοντάδες χρόνια καθοριστικός παράγοντας για το πολιτικό και πολιτιστικό μέλλον της δυτικής λεκάνης της Μεσογείου».
Η Καρχηδόνα Πρέπει να Καταστραφεί
''Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί''. Αυτό είναι το περίφημο ρητό με το οποίο έκλεινε πάντα τους λόγους του ο Ρωμαίος πολιτικός Κάτων ο Γηραιός, ανεξάρτητα από το θέμα τους. Αν και η επιμονή αυτή στην καταστροφή του σημαντικότερου -εκείνη την περίοδο- εχθρού του έθνους των Ρωμαίων είναι από μόνη της αξιοθαύμαστη, υπάρχει ένας πολύ σημαντικός λόγος πέρα από τις προσπάθειες των Ρωμαίων που οδήγησε στην διάλυση της Καρχηδόνας.
Μια πόλη-κράτος παντοδύναμη, που κάποια περίοδο κυριαρχούσε στην Δυτική Μεσόγειο. Όμως οι Ρωμαίοι την ισοπέδωσαν εκμεταλευόμενοι ένα χαρακτηριστικό της. Χαρακτηριστικό σύμφωνο με την φύση και την νοοτροπία του λαού της Καρχηδόνας.
Στα μέσα του τρίτου προ Χριστού αιώνα (264 π.Χ.) ξεσπά ο πρώτος Καρχηδονιακός πόλεμος, πρώτος σε μια σειρά τριών πολέμων που θα οδηγήσουν στην καταστροφή της Καρχηδόνας το 146 π.Χ. Αν και χρειάστηκαν εκατόν είκοσι χρόνια σχεδόν, το τέλος ήταν από την αρχή προδιαγεγραμένο. Αν μάλιστα δεν είχε ευλογηθεί η Καρχηδόνα με μερικούς θαυμάσιους στρατηγούς και κυρίως με τον μεγάλο Αννίβα, το τέλος θα είχε έρθει πολύ νωρίτερα.
Ο λόγος που η Καρχηδόνα ήταν από την αρχή χαμένη, δεν είναι άλλος από το γεγονός πως οι ευγενείς της κατά κύριο λόγο αλλά και οι υπόλοιποι πολίτες της, περιφρονούσαν τα στρατιωτικά. Ο στρατός της ήταν ένας στρατός μισθοφόρων, κατάλληλος για να προστατεύει τις εμπορικές δραστηριότητες των πολιτών αλλά παντελώς ανίκανος να σταθεί απέναντι στις λεγεώνες.
Οι πολίτες της Καρχηδόνας, διεφθαρμένοι από τα πλούτη και βυθισμένοι σε ένα οικονομικό σύστημα που πολύ έμοιαζε με το σημερινό, ξέχασαν -αν είχαν ανακαλύψει ποτέ- πως η αριστοκρατία ενός έθνους ήταν είναι και θα είναι πάντα ο στρατός του.
Αντίθετα αυτοί μην θέλοντας να ταλαιπωρήσουν το σώμα τους και να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο -άλλωστε νεκροί δεν μπορουν να απολαύσουν τις υλικές χαρές- στηρίχτηκαν κυρίως σε Λίβυους μισθοφόρους, οι οποίοι μάλιστα στράφηκαν και εναντίον των εργοδοτών τους, όπως ήταν φυσικό, μετά το τέλος του πρώτου Καρχηδονιακού Πολέμου.
Αντίθετα, οι Ρωμαίοι εκείνη την εποχή θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα της πολιτικής σταδιοδρομίας κάποιου όχι απλά την στρατιωτική θητεία αλλά την επιτυχία που είχε αυτός στα πεδία των μαχών. Όλοι οι μεγάλοι άνδρες της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας ήταν και πετυχημένοι στρατηγοί, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών υπηρετούσε ακόμα τότε στις λεγεώνες. Ακόμα και αργότερα όμως, το μέσο για να αποκτήσει κάποιος την ιδιότητα του Ρωμαίου πολίτη δεν ήταν άλλο από την μακρά και δύσκολη θητεία στο Ρωμαϊκό Στρατό. Μόνο και μόνο από αυτό το τέλος των πολέμων ήταν αυτό που ο καθένας θα μπορούσε να προβλέψει.
Η Απαρχή μιας Αυτοκρατορίας
Η Καρχηδόνα άρχισε να χτίζει την αυτοκρατορία της σε μια χερσόνησο που έμοιαζε με «πελώρια άγκυρα πάνω στη θάλασσα», όπως την περιγράφει ο ιστορικός Φρανσουά Ντεκρέ. Οικοδομώντας στα θεμέλια που είχαν θέσει οι Φοίνικες πρόγονοί της, η Καρχηδόνα ανέπτυξε το εμπορικό της δίκτυο —το οποίο περιλάμβανε κυρίως την εισαγωγή μετάλλων— μετατρέποντάς το σε τεράστια οικονομική επιχείρηση και επιβάλλοντας το μονοπώλιό της μέσω του ισχυρού στόλου και των μισθοφόρων της.
Μη μένοντας ποτέ ικανοποιημένοι με τα επιτεύγματά τους, οι Καρχηδόνιοι αναζητούσαν συνεχώς νέες αγορές. Πιστεύεται ότι γύρω στο 480 Π.Κ.Χ., ο θαλασσοπόρος Ιμίλκων αποβιβάστηκε στην Κορνουάλη της Βρετανίας, μια περιοχή πλούσια σε κασσίτερο. Περίπου 30 χρόνια αργότερα, ο Άνων, μέλος μιας από τις διαπρεπείς οικογένειες της Καρχηδόνας, λέγεται ότι ηγήθηκε μιας αποστολής 60 πλοίων, τα οποία μετέφεραν 30.000 άντρες και γυναίκες, με σκοπό την ίδρυση νέων αποικιών. Περνώντας από το Στενό του Γιβραλτάρ και περιπλέοντας τις αφρικανικές ακτές, ο Άνων πρέπει να έφτασε στον Κόλπο της Γουινέας, ακόμη και στις ακτές του Καμερούν.
Ως αποτέλεσμα του επιχειρηματικού πνεύματος και των εμπορικών δυνατοτήτων των κατοίκων της, η Καρχηδόνα απέκτησε τη φήμη της πλουσιότερης πόλης στον αρχαίο κόσμο. «Με το ξεκίνημα του τρίτου αιώνα (π.Χ.), η τεχνογνωσία της, ο στόλος της και το εμπορικό κατεστημένο της . . . έδωσαν στην πόλη το προβάδισμα», αναφέρει το βιβλίο Καρχηδόνα (Carthage). Ο Έλληνας ιστορικός Άππιος ανέφερε για τους Καρχηδόνιους: «Σε ισχύ ήταν ίσοι με τους Έλληνες, σε πλούτο ήταν ίσοι με τους Πέρσες».
Στη Σκιά του Βάαλ
Μολονότι είχαν διασπαρθεί σε όλη τη δυτική Μεσόγειο, οι Φοίνικες ήταν ενωμένοι χάρη στις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Οι Καρχηδόνιοι κληρονόμησαν τη θρησκεία των Χαναναίων από τους Φοίνικες προγόνους τους. Επί αιώνες η Καρχηδόνα έστελνε μια αντιπροσωπεία στην Τύρο κάθε χρόνο για να προσφέρει θυσίες στο ναό του Μελκάρτ. Στην Καρχηδόνα οι κυριότερες θεότητες ήταν το θεϊκό ζευγάρι Βάαλ Άμμων, που σημαίνει «Κύριος του Μαγκαλιού», και Τανίτ, που ταυτίζεται με την Αστάρτη.
Το πιο διαβόητο χαρακτηριστικό της καρχηδονιακής θρησκείας ήταν οι θυσίες παιδιών. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης αναφέρει ότι το 310 π.Χ., όταν η πόλη δεχόταν επίθεση, οι Καρχηδόνιοι θυσίασαν πάνω από 200 παιδιά ευγενούς καταγωγής προκειμένου να κατευνάσουν τον Βάαλ Άμμωνα. Η Εγκυκλοπαίδεια της Θρησκείας (The Encyclopedia of Religion) αναφέρει: «Η προσφορά ενός αθώου παιδιού ως υποκατάστατου θύματος ήταν μια ύστατη ενέργεια εξευμενισμού, η οποία πιθανώς αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της ευημερίας της οικογένειας και της κοινότητας».
Το 1921 οι αρχαιολόγοι ανακάλυψαν τον τόπο που ονομάστηκε Τοφέθ, σύμφωνα με τη Γραφική έκφραση που χρησιμοποιείται στα εδάφια 2 Βασιλέων 23:10 και Ιερεμίας 7:31. Οι ανασκαφές αποκάλυψαν διαδοχικά στρώματα τεφροδόχων με απανθρακωμένα λείψανα ζώων (που χρησιμοποιούνταν ως υποκατάστατες θυσίες) και παιδιών, θαμμένων κάτω από στήλες με αναθηματικές επιγραφές.
Υπολογίζεται ότι στον Τοφέθ υπάρχουν τα λείψανα 20.000 και πλέον παιδιών τα οποία θυσιάστηκαν μέσα σε μια περίοδο μόλις 200 ετών. Ορισμένοι ρεβιζιονιστές σήμερα ισχυρίζονται ότι ο Τοφέθ ήταν απλώς ο τόπος ταφής των θνησιγενών παιδιών ή των παιδιών που όταν πέθαναν ήταν πολύ μικρά για να ταφούν στη νεκρόπολη. Ωστόσο, όπως τονίζει ο Λανσέλ, ο οποίος προαναφέρθηκε, «δεν μπορούμε να αρνηθούμε κατηγορηματικά ότι οι Καρχηδόνιοι έκαναν πράγματι ανθρωποθυσίες».
Ανταγωνισμός για την Κυριαρχία
Με την παρακμή της Τύρου τον έκτο αιώνα π.Χ., η Καρχηδόνα ανέλαβε ηγετικό ρόλο στους Φοίνικες των δυτικών περιοχών. Αλλά η άνοδος της Καρχηδόνας στην κορυφή έφερε και εναντίωση. Από νωρίς, Καρχηδόνιοι και Έλληνες έμποροι ανταγωνίζονταν για τον έλεγχο των θαλασσών, και περίπου το 550 π.Χ. ξέσπασε πόλεμος.
Το 535 π.Χ., οι Καρχηδόνιοι, με τη βοήθεια των Ετρούσκων συμμάχων τους, έδιωξαν τους Έλληνες από το νησί της Κορσικής και πήραν τον έλεγχο της Σαρδηνίας. Ως αποτέλεσμα, η διαμάχη ανάμεσα στην Καρχηδόνα και στην Ελλάδα για τον έλεγχο της Σικελίας—ενός νησιού με μεγάλη στρατηγική σημασία—εντάθηκε ακόμη περισσότερο.
Παράλληλα, η Ρώμη άρχιζε να υψώνει το ανάστημά της. Συνθήκες που είχαν συνάψει η Καρχηδόνα και η Ρώμη εγγυόνταν τα εμπορικά προνόμια της Καρχηδόνας και τον αποκλεισμό κάθε δικαιώματος της Ρώμης επί της Σικελίας. Αλλά καθώς η Ρώμη κατακτούσε την Ιταλική χερσόνησο, η αυξανόμενη επιρροή της Καρχηδόνας σε περιοχές πολύ κοντινές στην Ιταλία φαινόταν ως απειλή. Το δεύτερο αιώνα π.Χ. ο Έλληνας ιστορικός Πολύβιος σχολίασε:
«Οι Ρωμαίοι είδαν . . . ότι οι Καρχηδόνιοι ήταν κυρίαρχοι, όχι μόνο της Αφρικής, αλλά και μεγάλων τμημάτων της Ισπανίας, και ότι κυβερνούσαν όλα τα νησιά που βρίσκονταν στη θάλασσα της Σαρδηνίας και στην Τυρρηνική Θάλασσα. Αν οι Καρχηδόνιοι έπαιρναν τον έλεγχο της Σικελίας θα αποδεικνύονταν οι πιο δυσάρεστοι και επικίνδυνοι γείτονές τους, εφόσον θα περικύκλωναν την Ιταλία από κάθε πλευρά και θα απειλούσαν κάθε τμήμα της χώρας». Ορισμένες ομάδες της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, υποκινούμενες από εμπορικά συμφέροντα, ασκούσαν πιέσεις για να γίνει επέμβαση στη Σικελία.
«Η Καρχηδόνα Πρέπει να Καταστραφεί!»
Η ειρήνη έφερε ανανεωμένη ευημερία στην Καρχηδόνα, η οποία μάλιστα προσφέρθηκε να πληρώσει την αποζημίωση μέσα σε μόλις δέκα χρόνια. Αυτή η άνθηση, καθώς και οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις, θεωρήθηκαν άκρως επικίνδυνες από τους αμείλικτους εχθρούς της Καρχηδόνας. Επί σχεδόν δύο χρόνια, μέχρι το θάνατό του, ο ηλικιωμένος Ρωμαίος πολιτικός Κάτων ολοκλήρωνε κάθε λόγο του στη Σύγκλητο με το σύνθημα:
«Η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί».
Τελικά, το 150 π.Χ. μια δήθεν παραβίαση συνθήκης έδωσε στους Ρωμαίους τη δικαιολογία που αναζητούσαν. Κηρύχτηκε πόλεμος, ο οποίος περιγράφηκε ως «πόλεμος εξόντωσης». Επί τρία χρόνια οι Ρωμαίοι πολιορκούσαν τα οχυρώματα της πόλης που είχαν μήκος 30 χιλιόμετρα και σε μερικά σημεία ξεπερνούσαν σε ύψος τα 12 μέτρα. Τελικά, το 146 π.Χ., δημιούργησαν ένα ρήγμα. Τα Ρωμαϊκά στρατεύματα προχώρησαν μέσα στους στενούς δρόμους κάτω από καταιγισμό βλημάτων, και άρχισαν άγριες μάχες σώμα με σώμα. Ως φρικτή επιβεβαίωση των αρχαίων καταγραφών, οι αρχαιολόγοι έχουν βρει ανθρώπινα οστά κάτω από διασκορπισμένους ογκόλιθους.
Έπειτα από έξι φρικιαστικές μέρες, περίπου 50.000 πολίτες, οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί στη Βύρσα—την οχυρωμένη ακρόπολη στην κορυφή του λόφου—παραδόθηκαν βρισκόμενοι σε κατάσταση λιμοκτονίας. Άλλοι, αρνούμενοι την εκτέλεση ή τη δουλεία, κλείστηκαν μέσα στο ναό του Εσμούν και τον πυρπόλησαν. Οι Ρωμαίοι έκαψαν ό,τι είχε απομείνει στην πόλη, η Καρχηδόνα ισοπεδώθηκε και καταδικάστηκε με τελετουργικές κατάρες, και απαγορεύτηκε να κατοικηθεί από ανθρώπους.
Έτσι λοιπόν, μέσα σε 120 χρόνια η Ρώμη εξαφάνισε όλους τους επεκτατικούς στόχους της Καρχηδόνας. Ο ιστορικός Άρνολντ Τόινμπι ανέφερε: «Στην πραγματικότητα, ο πόλεμος του Αννίβα έκρινε αν η επικείμενη οικουμενική εξάπλωση του Ελληνικού πολιτισμού θα γινόταν υπό την Καρχηδονιακή Αυτοκρατορία ή υπό τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία». «Αν είχε νικήσει ο Αννίβας»,, «είναι σίγουρο ότι θα είχε ιδρύσει μια παγκόσμια αυτοκρατορία παρόμοια με αυτή του Αλεξάνδρου».
Όπως αποδείχτηκε, οι Καρχηδονιακοί Πόλεμοι σηματοδότησαν την έναρξη του Ρωμαϊκού επεκτατισμού, ο οποίος τελικά οδήγησε τη Ρώμη στην παγκόσμια εξουσία.
Η «Ρώμη της Αφρικής»
Η Καρχηδόνα βρέθηκε μπροστά σε ένα φαινομενικά οριστικό τέλος. Ωστόσο, μόλις έναν αιώνα αργότερα ο Ιούλιος Καίσαρας αποφάσισε να ιδρύσει εκεί μια αποικία. Προς τιμήν του ονομάστηκε Κολόνια Γιούλια Καρτάγκο. Ρωμαίοι μηχανικοί, μετακινώντας ίσως και 100.000 κυβικά μέτρα χώμα, ισοπέδωσαν την κορυφή της Βύρσας σχηματίζοντας μια τεράστια επίπεδη επιφάνεια—και εξαλείφοντας όλα τα ίχνη του παρελθόντος.
Πάνω εκεί χτίστηκαν ναοί και περίτεχνα δημόσια κτίρια. Καθώς περνούσε ο καιρός, η Καρχηδόνα έγινε “μια από τις πλουσιότερες πόλεις του Ρωμαϊκού κόσμου”, η δεύτερη σε μέγεθος πόλη της Δύσης μετά τη Ρώμη. Για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των 300.000 κατοίκων της, χτίστηκε ένα θέατρο, ένα αμφιθέατρο, τεράστιες εγκαταστάσεις θερμών λουτρών, ένας υδραγωγός μήκους 132 χιλιομέτρων και ένα ιπποδρόμιο χωρητικότητας 60.000 θεατών.
Η Χριστιανοσύνη εμφανίστηκε στην Καρχηδόνα γύρω στα μέσα του δεύτερου αιώνα μ.Χ. και γνώρισε ραγδαία αύξηση εκεί. Ο Τερτυλλιανός, φημισμένος εκκλησιαστικός θεολόγος και απολογητής, γεννήθηκε στην Καρχηδόνα περίπου το 155 μ.Χ. Λόγω των συγγραμμάτων του, η λατινική έγινε η επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας. Ο Κυπριανός, επίσκοπος της Καρχηδόνας τον τρίτο αιώνα, ο οποίος επινόησε ένα εφταβάθμιο σύστημα ιεράρχησης κληρικών, μαρτύρησε στην πόλη το 258 μ.Χ.
Ένας άλλος Βορειοαφρικανός, ο Αυγουστίνος (354‐430 μ.Χ.), ο οποίος αποκλήθηκε ο μεγαλύτερος στοχαστής της Χριστιανικής αρχαιότητας, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη συγχώνευση των δογμάτων της εκκλησίας με την ελληνική φιλοσοφία. Ήταν τέτοια η επιρροή της εκκλησίας της Βόρειας Αφρικής ώστε ένας κληρικός διακήρυξε: «Εσύ, Αφρική, επιταχύνεις με το μεγαλύτερο ζήλο την υπόθεση της πίστης μας. Ό,τι αποφασίζεις εσύ το επιδοκιμάζει η Ρώμη και το ακολουθούν οι κύριοι της γης».
Ωστόσο, οι μέρες της Καρχηδόνας ήταν μετρημένες. Για άλλη μια φορά, το μέλλον της ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτό της Ρώμης. Καθώς παρήκμαζε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το ίδιο συνέβαινε και με την Καρχηδόνα. Το 439 μ.Χ., οι Βάνδαλοι κατέλαβαν και λαφυραγώγησαν την πόλη. Η κατάκτησή της από το Βυζάντιο έναν αιώνα αργότερα ανέβαλε για λίγο την καταστροφή της. Αλλά η Καρχηδόνα δεν μπόρεσε να αντισταθεί στις επιδρομές των Αράβων στη Βόρεια Αφρική. Το 698 μ.Χ., η πόλη κατακτήθηκε και έπειτα οι πέτρες της χρησιμοποιήθηκαν για την οικοδόμηση της Τύνιδας.
Τους επόμενους αιώνες, τα μάρμαρα και οι γρανίτες που κάποτε κοσμούσαν τη Ρωμαϊκή πόλη λαφυραγωγήθηκαν και εξάχθηκαν, για να χρησιμοποιηθούν στην οικοδόμηση των καθεδρικών ναών της Γένοβας και της Πίζας στην Ιταλία, πιθανόν δε, ακόμη και του Καντέρμπουρι στην Αγγλία. Ενώ ήταν μια από τις πλουσιότερες και ισχυρότερες πόλεις της αρχαιότητας, ενώ ήταν μια αυτοκρατορία που λίγο έλειψε να κυβερνήσει τον κόσμο, η Καρχηδόνα κατέληξε τελικά να είναι ένας δυσδιάκριτος σωρός από χαλάσματα.
Φωτογραφικό Υλικό