Η αριστοκρατία είναι το πολίτευμα που την εξουσία την ασκούν οι άριστοι, δηλαδή οι καλύτεροι, οι πιο ικανοί. Αυτή είναι η σημασία που δίνει ο Αριστοτέλης στον όρο κι όχι εκείνη του αριστοκράτη – ευγενή που αναδεικνύεται λόγω του πλούτου ή της καταγωγής. Όμως η αντίληψη της αριστοτελικής αξιοκρατίας, όσο κι αν στηρίζεται στο δίκαιο, δεν μπορεί παρά να πραγματωθεί ως αποκλεισμός των περισσότερων από την εξουσία. Από αυτή την άποψη είναι εύκολο να ταυτιστεί με την ολιγαρχία και κατ’ επέκταση να υφίσταται τους ίδιους κινδύνους μ’ αυτήν: «Στα αριστοκρατικά πολιτεύματα ένα σύνολο επαναστάσεων προκαλείται, επειδή λίγοι δικαιούνται πολιτικά αξιώματα, λόγος που αναφέρθηκε ήδη ότι μεταβάλλει τις ολιγαρχίες (καθώς και στα δύο πολιτεύματα οι άρχοντες είναι λίγοι, όχι όμως για τον ίδιο λόγο λίγοι). Γι’ αυτό μάλιστα δίνεται η εντύπωση ότι η αριστοκρατία είναι ολιγαρχία». (σελ. 121).
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης παραθέτει την ολιγαρχία ως διαστρέβλωση της αριστοκρατίας. Τα δύο πολιτεύματα αποτελούν ζευγάρι για το λόγο ότι η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των λίγων. Η στρέβλωση της ολιγαρχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι λίγοι που άρχουν επιλέγονται με κριτήρια τον πλούτο ή την καταγωγή, παράγοντες που όχι μόνο δεν εγγυώνται τη σωστή διακυβέρνηση, αλλά διαμορφώνουν και το πλέγμα των συμφερόντων που καθορίζεται από τα κοινά συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών. Η αριστοκρατία, ως πολίτευμα ορθό, εγγυάται την ορθή διακυβέρνηση, δηλαδή τη διακυβέρνηση που μεριμνά για την ευτυχία της πόλης ως σύνολο, αφού οι άξιοι δεν εκπροσωπούν κάποια συγκεκριμένη τάξη, ώστε να υπηρετήσουν συμφέροντα, και συγχρόνως είναι οι πλέον κατάλληλοι για να πάρουν τις σωστότερες αποφάσεις.
Όμως, τα πολιτεύματα που κατανέμουν τα αξιώματα σε λίγους είναι αδύνατο να μην επιφέρουν τη δυσαρέσκεια των πολλών, πολύ περισσότερο, όταν αυτοί νιώθουν το ίδιο αξιόλογοι με τους λίγους που μονοπωλούν την εξουσία: «Τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν αναγκαστικά, όταν υπάρχει σημαντικός αριθμός ανθρώπων που εμφορούνται από την ιδέα ότι είναι ισάξιοι με τους άρχοντες…». (σελ. 121). Και βέβαια, η αριστοκρατία προϋποθέτει τη δίκαιη επιλογή των λειτουργών της εξουσίας, δηλαδή τους πραγματικά άξιους, αφού και πάλι ξεκινούν επαναστάσεις «όταν παραγκωνίζονται από κατόχους υψηλότερων αξιωμάτων κάποιοι που είναι έξοχοι και καθόλου κατώτεροι από κανέναν σε αξία, περίπτωση του Λυσάνδρου» (αναφέρεται στο Σπαρτιάτη στρατηγό που έδωσε το τελικό χτύπημα στους Αθηναίους τερματίζοντας τον πελοποννησιακό πόλεμο), «ο οποίος παραγκωνίστηκε από τους βασιλείς». (σελ. 121 – 123). Η αξιοκρατία, ως ύψιστη δικαιοσύνη, είναι ο εγγυητής της πολιτειακής ομαλότητας δημιουργώντας το ιδανικό πολίτευμα που υπερασπίζει τα συμφέροντα ολόκληρης της πόλης κι όχι κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Το γεφύρωμα των οικονομικών άκρων, σε κάθε περίπτωση, θα συμβάλει θετικά στην ενότητα της πόλης: «Επιπλέον τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν αναγκαστικά, και όταν άλλοι από τους πολίτες είναι πάμφτωχοι, ενώ άλλοι έχουν μεγάλη οικονομική άνεση…». (σελ. 123).
Το πολίτευμα της πολιτείας, ως ορθή εκδοχή της δημοκρατίας (η δημοκρατία για τον Αριστοτέλη είναι διαστρέβλωση της πολιτείας), συνδυάζει στοιχεία ολιγαρχικά και δημοκρατικά εξαλείφοντας τόσο τις δημοκρατικές στρεβλώσεις (την εμφάνιση των δημαγωγών, την κατάλυση του νόμου, την κυριαρχία του όχλου), όσο και τις ολιγαρχικές (τη μετατροπή της διαχείρισης της εξουσίας σε μέσο εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, την ανάδειξη των πλουσίων σε κυρίαρχη τάξη, τον ολοκληρωτικό παραγκωνισμό των φτωχότερων στρωμάτων). Η πολιτεία είναι ο ιδανικός συνδυασμός των δύο πολιτευμάτων (ολιγαρχία – δημοκρατία), αφού δεν υποκύπτει στις επιθυμίες των πολλών καταλύοντας το νόμο (και κατά συνέπεια εξαφανίζει το δημαγωγό) ούτε αποβλέπει στα συμφέροντα των πλουσίων προκαλώντας την αγανάκτηση του λαού (καθιστά δηλαδή τη διακυβέρνηση πεδίο των ικανών κι όχι των πλουσίων) και η φιλοσοφία που ακολουθεί στην άσκηση της εξουσίας βασίζεται στα συμφέροντα της πόλης ως σύνολο. Από την άποψη αυτή μοιάζει με την αριστοκρατία: «… αυτά κυρίως επιχειρούν να συνδυάσουν και οι πολιτείες και οι περισσότερες αριστοκρατίες…». (σελ. 125). Όμως, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται μαζί της, αφού υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές: «Και σ’ αυτό πράγματι διαφέρουν οι αριστοκρατίες από τις αποκαλούμενες πολιτείες και γι’ αυτόν το λόγο οι πρώτες είναι λιγότερο ενώ οι δεύτερες περισσότερο σταθερές. Έτσι ονομάζονται αριστοκρατίες τα πολιτεύματα που κλίνουν προς την ολιγαρχία, και πολιτείες αυτά που κλίνουν προς το πλήθος, με συνέπεια τα τελευταία να είναι σταθερότερα από τα άλλα, με τη σκέψη ότι το περισσότερο είναι και ισχυρότερο και ευχαριστεί εκείνους που έχουν ισότητα μεταξύ τους, ενώ οι πλούσιοι, αν το πολίτευμα τους δώσει ανώτερες θέσεις, στρέφονται στην αδικία και στην πλεονεξία». (σελ. 125).
Το ότι και πάλι αναφερόμενος στην αριστοκρατία επικαλείται την πλεονεξία των πλουσίων (η αριστοκρατία δεν αφορά αποκλειστικά τους πλούσιους, αλλά τους άξιους ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης και καταγωγής) καταδεικνύει την πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι η αξία των ανθρώπων οφείλει να προσμετρείται και περιουσιακά. Οφείλει δηλαδή ο άξιος να κατέχει και τα περισσότερα. Όμως, αυτό απέχει πολύ από την αντίληψη της εξυπηρέτησης των συμφερόντων, ως ταξικός συνασπισμός. Αυτό που μένει είναι το πάντα επίφοβο του πλούτου, που πρέπει πάση θυσία να μην μονοπωλεί τα αξιώματα, καθώς οι πλούσιοι που κατέχουν τις υψηλές θέσεις «στρέφονται στην αδικία και την πλεονεξία». Το ζήτημα της δικαιοσύνης τίθεται ως θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής ή, αλλιώς, η απαξίωση της δικαιοσύνης είναι τα προεόρτια των ταραχών: «Πολύ συχνά καταλύονται οι πολιτείες και οι αριστοκρατίες, επειδή διαστρεβλώνεται το δίκαιο μέσα στο ίδιο το πολίτευμα». (σελ. 123).
Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι η προϋπόθεση της πολιτειακής ομαλότητας κι εφόσον η πολιτεία και η αριστοκρατία είναι τα ορθά πολιτεύματα, που συνδυάζουν σωστά τα στοιχεία των στρεβλών πολιτευμάτων της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας, δε μένει παρά να διαπιστωθεί ότι η κατάλυση της πολιτείας και της αριστοκρατίας δεν είναι παρά η αλλοίωση που τις οδηγεί στη στρέβλωση και τις υποβιβάζει σε δημοκρατίες ή ολιγαρχίες: «Με άλλα λόγια η κατάλυση της πολιτείας αρχικά οφείλεται στον κακό συνδυασμό δημοκρατικών και ολιγαρχικών στοιχείων, ενώ της αριστοκρατίας στον κακό συνδυασμό και αυτών των δύο στοιχείων και της αρετής, κυρίως όμως στον κακό συνδυασμό των δύο στοιχείων, και εννοώ βέβαια τη δημοκρατία και την ολιγαρχία». (σελ. 125). Το ότι η αρετή αναφέρεται πρωτίστως στην αριστοκρατία δε σημαίνει ότι δεν αφορά την πολιτεία. Αυτό που τονίζεται είναι ότι η αριστοκρατία εστιάζει στην ανάδειξη του άξιου, που καθορίζεται από την αρετή, ενώ η πολιτεία στην ανάδειξη της μεσαίας τάξης, ως εξισορροπητικό ιδανικό ανάμεσα στα άκρα του πλούτου και της φτώχειας. Αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «κακό συνδυασμό δημοκρατικών και ολιγαρχικών στοιχείων» είναι η αποτυχία της επιβολής της πολιτείας και της αριστοκρατίας που βαθμιαία υποβιβάζονται στις στρεβλώσεις της δημοκρατίας και ολιγαρχίας: «Γενικά, προς όποιο μέρος από τα δύο κλίνει το πολίτευμα, προς αυτή την κατεύθυνση αλλάζει κιόλας, καθώς το κάθε μέρος από τα δύο προσπαθεί να αυξήσει τις δυνάμεις του, όπως για παράδειγμα η πολιτεία μεταβάλλεται σε δημοκρατία, η αριστοκρατία σε δημοκρατία (γιατί οι φτωχότεροι, με την ιδέα ότι αδικούνται, μεταστρέφουν το πολίτευμα στο αντίθετο), ενώ οι πολιτείες σε ολιγαρχία (διότι το μόνο σταθερό είναι η αξιοκρατική/αναλογική ισότητα και η ιδιοκτησία)». (σελ. 125).
Η ομολογία ότι τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας και της πολιτείας, παρόλο που έχουν την τάση να μεταβάλλονται προς την κατεύθυνση που κλίνουν, τελικά μπορούν να μεταβληθούν και προς την αντίθετη πλευρά (η πολιτεία να γίνει ολιγαρχία και η αριστοκρατία δημοκρατία), καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν ατράνταχτες σταθερές μέσα στα πολιτεύματα κι ότι εν τέλει κανένα πολίτευμα δεν έχει αμιγή χαρακτήρα, αλλά όλα αποτελούν προσμείξεις που τα στρέφουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Επί της ουσίας το εξονυχιστικό ξεκαθάρισμα που επιχειρεί ο Αριστοτέλης στον προσδιορισμό των πολιτευμάτων δεν αφορά την κατάδειξη της εφαρμογής τους στον ένα ή τον άλλο τόπο, αλλά το διαχωρισμό των επιμέρους χαρακτηριστικών (δημοκρατικών και ολιγαρχικών), που τις περισσότερες φορές συνυπάρχουν μέσα στη διακυβέρνηση ενός τόπου. Με άλλα λόγια ο τρόπος που καθορίζονται τα πολιτεύματα μέσα στις διάφορες πόλεις αφορά περισσότερο τη γενική χροιά που αφήνουν κι όχι το απόλυτο της καθαρότητάς τους, αφού σχεδόν πάντα άλλοι θεσμοί λειτουργούν δημοκρατικά κι άλλη ολιγαρχικά μέσα στο ίδιο πολίτευμα. Ο προσδιορισμός της πολιτείας και της αριστοκρατίας (με την αριστοτελική έννοια πάντα) είναι η κατάδειξη της μείξης που πλέον διεκδικεί χειροπιαστή πολιτειακή ταυτότητα. Αυτό που μένει για τη μελέτη οποιουδήποτε πολιτεύματος, ασχέτως με τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται, είναι η αποσαφήνιση του τρόπου της λειτουργίας όλων των θεσμών, ώστε να φανερωθούν τα ολιγαρχικά και τα δημοκρατικά του στοιχεία.
Προκειμένου να καταδειχθεί η ρευστότητα των πολιτειακών μεταβολών ο Αριστοτέλης καταφεύγει σ’ ένα πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα: «Το προαναφερόμενο συνέβη στους Θουρίους. Επειδή, δηλαδή, οι άρχοντες εκλέγονταν με βάση το υψηλότερο εισόδημα, βαθμιαία αυτό μειώθηκε και πλήθυναν τα αξιώματα, αλλά και γιατί οι επιφανείς πολίτες ιδιοποιήθηκαν ολόκληρη τη χώρα παράνομα (διότι το πολίτευμα είχε αποκτήσει περισσότερο ολιγαρχικό χαρακτήρα και μπορούσαν επομένως να ικανοποιούν την απληστία τους). Από την άλλη πάλι ο λαός, αφού απέκτησε πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, επιβλήθηκε στους φρουρούς, ώσπου αναγκάσθηκαν όσοι κατείχαν κτήματα περισσότερα από τα νόμιμα να παραιτηθούν από αυτά». (σελ. 125 – 127). Παρακολουθούμε την πορεία ενός πολιτεύματος που ξεκινά με ολιγαρχικά δεδομένα, αφού «οι άρχοντες εκλέγονταν με βάση το υψηλότερο εισόδημα» και ενώ δίνει την εντύπωση ότι προχωρά σ’ ένα δημοκρατικό άνοιγμα δίνοντας σε περισσότερους πρόσβαση στην εξουσία «βαθμιαία αυτό μειώθηκε και πλήθυναν τα αξιώματα», τελικά αποδεικνύεται ότι η μεγαλύτερη προσβασιμότητα στα αξιώματα προέκυψε ως εξισορροπητικός παράγοντας της σκληρής ολιγαρχίας που ιδιοποιήθηκε τον πλούτο της περιοχής και ήθελε να παγιωθεί και σε πολιτικό επίπεδο: «οι επιφανείς πολίτες ιδιοποιήθηκαν ολόκληρη τη χώρα παράνομα». Η αντίδραση του λαού, πέρα από δίκαιη, κρίνεται μάλλον αναπόφευκτη και τελικά βλέπουμε την πλουτοκρατία να παραιτείται από κάποιες παράλογες αξιώσεις δίνοντας χώρο σε μια δημοκρατική στροφή χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι το πολίτευμα έγινε δημοκρατικό.
Κι εδώ, πέρα από το προφανές της πολυπλοκότητας των πολιτειακών στοιχείων που συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται, γίνεται σαφές και πάλι το αδύνατο της προσέγγισης των πολιτευμάτων ως κάτι ανεξάρτητο από τη διαχείριση του πλούτου. Η ταξική πάλη είναι ο πιο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτεύματος και οι πολιτειακές μεταβολές δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθρέφτη των ταξικών δυνάμεων που καταφέρνουν να υπερισχύσουν σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, το σταθερότερο πολίτευμα είναι εκείνο που αναδεικνύει τη μεσαία τάξη. Γιατί η μεσαία τάξη είναι αυτή που εξισορροπεί τις συγκρούσεις των άκρων. Εξάλλου, το εύρος της μεσαίας τάξης αποδεικνύει και το μέγεθος της ισοκατανομής του πλούτου, αφού η συρρίκνωσή της δεν είναι παρά η αύξηση των περιουσιακών άκρων. Θα λέγαμε ότι η κοινωνία που αποτελείται σε απόλυτο βαθμό από μεσαίους έχει εκμηδενίσει τις ταξικές αποστάσεις, αφού δε θα υπάρχουν ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι. Κι αυτός θα έπρεπε να είναι και ο στόχος της μεσαίας τάξης.
Και βέβαια, η ίδια η χαλάρωση της επίβλεψης των πολιτευμάτων μπορεί να επιφέρει πολιτειακές μεταβολές μέσω ανεπαίσθητων θεσμικών αλλαγών, που αρχικά φαίνονται ασήμαντες και στη συνέχεια αποδεικνύονται καθοριστικές: «Πολύ συχνά μάλιστα οι αριστοκρατίες μεταβάλλονται χωρίς να γίνεται αντιληπτό, γιατί σιγά σιγά χαλαρώνουν, κάτι που αποδόθηκε προηγουμένως σε όλα γενικά τα πολιτεύματα, επειδή οι μεταβολές οφείλονται ακόμη και σε ασήμαντες αλλαγές. Με άλλα λόγια, όταν καταργούν κάποιο θεσμό του πολιτεύματος, μετά έρχεται η σειρά να μεταβάλουν ευκολότερα κάποιον άλλο, λίγο σημαντικότερο θεσμό, ώσπου αλλάζουν όλο το πολιτικό σύστημα». (σελ. 127 – 129).
Κι εδώ ακριβώς κρύβεται το εύθραυστο όλων των πολιτευμάτων, που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμα να μεταβληθούν ακόμη και με τις (φαινομενικά) πιο επουσιώδεις θεσμικές αλλαγές. Οι διαχειριστές τις εξουσίας οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σ’ αυτού του είδους τις παρεμβάσεις. Κι αν μιλάμε για δημοκρατίες, όπου ο κυρίαρχος είναι ο λαός, δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από την ακατάπαυστη λαϊκή επαγρύπνηση σχετικά με τις αποφάσεις αυτών που διαχειρίζονται την εξουσία στο όνομά του. Ο λαός που αδιαφορεί για τα πολιτικά τεκταινόμενα, που αντιλαμβάνεται την εξουσία μόνο ως πεδίο εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και παραχωρεί τα αξιώματα με βάση ιδιωτικές υποσχέσεις είναι ιδιαίτερα επίφοβος να υποστεί τις συνέπειες μιας πολιτειακής μεταβολής (ενδεχομένως απροκάλυπτης, ενδεχομένως συγκαλυμμένης, σε κάθε περίπτωση φανερής), που κατά κανόνα θα ευνοεί τους εκάστοτε ισχυρούς Με δεδομένο ότι οι ολιγαρχίες παίζουν το παιχνίδι των πλουσίων, οι δημοκρατίες πρέπει να προασπίζουν τα συμφέροντα των φτωχών. Οι δημοκρατίες που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πλουσίων παραχωρώντας τους απροκάλυπτα το δημόσιο πλούτο είναι προφανές ότι έχουν χάσει την ταυτότητά τους.
Γι’ αυτό και τα πολιτεύματα δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να δράσουν ανταγωνιστικά. Γιατί εκφράζουν την ταξική αντιπαράθεση που αναγκαστικά παίρνει πολιτικό περιεχόμενο. Η αριστοκρατία, ως ορθή εκδοχή της ολιγαρχίας, όσο κι αν λειτουργεί με βάση την αξία του καθενός κι όσο κι αν η αξία δεν μετριέται με τον πλούτο, τελικά προωθεί τους οικονομικά ισχυρούς στα αξιώματα, αφού, όταν όλα λειτουργούν αξιοκρατικά, οι πραγματικά άξιοι θα προκόψουν και οικονομικά – εκτός βέβαια αν δεν το επιδιώκουν. Στη Σπάρτη, όσο κι αν ο τρόπος ζωής δεν ευνοούσε την επίδειξη του πλούτου, τις μεγάλες περιουσίες τις κατείχαν λίγοι: «Ακόμη, καθώς όλα τα αριστοκρατικά πολιτεύματα είναι ολιγαρχικά, οι επιφανείς πολίτες συγκεντρώνουν μεγαλύτερη δύναμη, όπως στη Σπάρτη, όπου οι περιουσίες συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων». (σελ. 127). Αντίθετα στην Αθήνα, μολονότι η οικονομική επιφάνεια και ο τρόπος ζωής έφεραν πολλές περιπτώσεις οικονομικής επίδειξης (ο Αλκιβιάδης είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα) και μολονότι υπήρχαν σοβαρές ταξικές αποκλείσεις, το δημοκρατικό πολίτευμα, με όλη του την παθογένεια, μεριμνούσε για τους φτωχότερους παρέχοντας επιχορηγήσεις προκειμένου να ενισχύσει τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη διαφορετικότητα της οικονομίας ανάμεσα στις δύο πόλεις. (Το θαλάσσιο εμπόριο και οι συνθήκες της αθηναϊκής συμμαχίας – ηγεμονίας, έδιναν σαφές οικονομικό προβάδισμα στην Αθήνα). Εδώ γίνεται λόγος για τον τρόπο που το πολίτευμα δίνει οικονομικές ευκαιρίες και βοήθειες επιθυμώντας να εξασφαλίσει την πολιτική συμμετοχή των πολλών. Από αυτή την άποψη δε θα μπορούσαν να μη λειτουργήσουν ανταγωνιστικά, αφού η υπεροχή ενός πολιτεύματος που βρίσκεται μακριά ή κοντά αποτελεί λόγο για να συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα. Κι αυτά είναι τα πολιτικά αίτια της αθηνοσπαρτιατικής αντιπαράθεσης: «Όλα, λοιπόν, τα πολιτεύματα καταλύονται άλλοτε από ενδογενείς παράγοντες και άλλοτε από εξωγενείς, όταν δηλαδή υπάρχει αντίθετο πολίτευμα κοντά ή μακριά αλλά ισχυρό. Αυτό συνέβαινε τον καιρό της ακμής των Αθηναίων και των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να καταλύσουν τις ολιγαρχίες παντού, ενώ οι Σπαρτιάτες τις δημοκρατίες». (σελ. 129 – 131).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος
Φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Αριστοτέλης παραθέτει την ολιγαρχία ως διαστρέβλωση της αριστοκρατίας. Τα δύο πολιτεύματα αποτελούν ζευγάρι για το λόγο ότι η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των λίγων. Η στρέβλωση της ολιγαρχίας έγκειται στο γεγονός ότι οι λίγοι που άρχουν επιλέγονται με κριτήρια τον πλούτο ή την καταγωγή, παράγοντες που όχι μόνο δεν εγγυώνται τη σωστή διακυβέρνηση, αλλά διαμορφώνουν και το πλέγμα των συμφερόντων που καθορίζεται από τα κοινά συμφέροντα των οικονομικά ισχυρών. Η αριστοκρατία, ως πολίτευμα ορθό, εγγυάται την ορθή διακυβέρνηση, δηλαδή τη διακυβέρνηση που μεριμνά για την ευτυχία της πόλης ως σύνολο, αφού οι άξιοι δεν εκπροσωπούν κάποια συγκεκριμένη τάξη, ώστε να υπηρετήσουν συμφέροντα, και συγχρόνως είναι οι πλέον κατάλληλοι για να πάρουν τις σωστότερες αποφάσεις.
Όμως, τα πολιτεύματα που κατανέμουν τα αξιώματα σε λίγους είναι αδύνατο να μην επιφέρουν τη δυσαρέσκεια των πολλών, πολύ περισσότερο, όταν αυτοί νιώθουν το ίδιο αξιόλογοι με τους λίγους που μονοπωλούν την εξουσία: «Τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν αναγκαστικά, όταν υπάρχει σημαντικός αριθμός ανθρώπων που εμφορούνται από την ιδέα ότι είναι ισάξιοι με τους άρχοντες…». (σελ. 121). Και βέβαια, η αριστοκρατία προϋποθέτει τη δίκαιη επιλογή των λειτουργών της εξουσίας, δηλαδή τους πραγματικά άξιους, αφού και πάλι ξεκινούν επαναστάσεις «όταν παραγκωνίζονται από κατόχους υψηλότερων αξιωμάτων κάποιοι που είναι έξοχοι και καθόλου κατώτεροι από κανέναν σε αξία, περίπτωση του Λυσάνδρου» (αναφέρεται στο Σπαρτιάτη στρατηγό που έδωσε το τελικό χτύπημα στους Αθηναίους τερματίζοντας τον πελοποννησιακό πόλεμο), «ο οποίος παραγκωνίστηκε από τους βασιλείς». (σελ. 121 – 123). Η αξιοκρατία, ως ύψιστη δικαιοσύνη, είναι ο εγγυητής της πολιτειακής ομαλότητας δημιουργώντας το ιδανικό πολίτευμα που υπερασπίζει τα συμφέροντα ολόκληρης της πόλης κι όχι κάποιας συγκεκριμένης κοινωνικής τάξης. Το γεφύρωμα των οικονομικών άκρων, σε κάθε περίπτωση, θα συμβάλει θετικά στην ενότητα της πόλης: «Επιπλέον τέτοιες επαναστάσεις συμβαίνουν αναγκαστικά, και όταν άλλοι από τους πολίτες είναι πάμφτωχοι, ενώ άλλοι έχουν μεγάλη οικονομική άνεση…». (σελ. 123).
Το πολίτευμα της πολιτείας, ως ορθή εκδοχή της δημοκρατίας (η δημοκρατία για τον Αριστοτέλη είναι διαστρέβλωση της πολιτείας), συνδυάζει στοιχεία ολιγαρχικά και δημοκρατικά εξαλείφοντας τόσο τις δημοκρατικές στρεβλώσεις (την εμφάνιση των δημαγωγών, την κατάλυση του νόμου, την κυριαρχία του όχλου), όσο και τις ολιγαρχικές (τη μετατροπή της διαχείρισης της εξουσίας σε μέσο εξυπηρέτησης συγκεκριμένων συμφερόντων, την ανάδειξη των πλουσίων σε κυρίαρχη τάξη, τον ολοκληρωτικό παραγκωνισμό των φτωχότερων στρωμάτων). Η πολιτεία είναι ο ιδανικός συνδυασμός των δύο πολιτευμάτων (ολιγαρχία – δημοκρατία), αφού δεν υποκύπτει στις επιθυμίες των πολλών καταλύοντας το νόμο (και κατά συνέπεια εξαφανίζει το δημαγωγό) ούτε αποβλέπει στα συμφέροντα των πλουσίων προκαλώντας την αγανάκτηση του λαού (καθιστά δηλαδή τη διακυβέρνηση πεδίο των ικανών κι όχι των πλουσίων) και η φιλοσοφία που ακολουθεί στην άσκηση της εξουσίας βασίζεται στα συμφέροντα της πόλης ως σύνολο. Από την άποψη αυτή μοιάζει με την αριστοκρατία: «… αυτά κυρίως επιχειρούν να συνδυάσουν και οι πολιτείες και οι περισσότερες αριστοκρατίες…». (σελ. 125). Όμως, σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζεται μαζί της, αφού υπάρχουν ουσιώδεις διαφορές: «Και σ’ αυτό πράγματι διαφέρουν οι αριστοκρατίες από τις αποκαλούμενες πολιτείες και γι’ αυτόν το λόγο οι πρώτες είναι λιγότερο ενώ οι δεύτερες περισσότερο σταθερές. Έτσι ονομάζονται αριστοκρατίες τα πολιτεύματα που κλίνουν προς την ολιγαρχία, και πολιτείες αυτά που κλίνουν προς το πλήθος, με συνέπεια τα τελευταία να είναι σταθερότερα από τα άλλα, με τη σκέψη ότι το περισσότερο είναι και ισχυρότερο και ευχαριστεί εκείνους που έχουν ισότητα μεταξύ τους, ενώ οι πλούσιοι, αν το πολίτευμα τους δώσει ανώτερες θέσεις, στρέφονται στην αδικία και στην πλεονεξία». (σελ. 125).
Το ότι και πάλι αναφερόμενος στην αριστοκρατία επικαλείται την πλεονεξία των πλουσίων (η αριστοκρατία δεν αφορά αποκλειστικά τους πλούσιους, αλλά τους άξιους ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης και καταγωγής) καταδεικνύει την πεποίθηση του Αριστοτέλη ότι η αξία των ανθρώπων οφείλει να προσμετρείται και περιουσιακά. Οφείλει δηλαδή ο άξιος να κατέχει και τα περισσότερα. Όμως, αυτό απέχει πολύ από την αντίληψη της εξυπηρέτησης των συμφερόντων, ως ταξικός συνασπισμός. Αυτό που μένει είναι το πάντα επίφοβο του πλούτου, που πρέπει πάση θυσία να μην μονοπωλεί τα αξιώματα, καθώς οι πλούσιοι που κατέχουν τις υψηλές θέσεις «στρέφονται στην αδικία και την πλεονεξία». Το ζήτημα της δικαιοσύνης τίθεται ως θεμέλιο της κοινωνικής συνοχής ή, αλλιώς, η απαξίωση της δικαιοσύνης είναι τα προεόρτια των ταραχών: «Πολύ συχνά καταλύονται οι πολιτείες και οι αριστοκρατίες, επειδή διαστρεβλώνεται το δίκαιο μέσα στο ίδιο το πολίτευμα». (σελ. 123).
Από τη στιγμή που η δικαιοσύνη είναι η προϋπόθεση της πολιτειακής ομαλότητας κι εφόσον η πολιτεία και η αριστοκρατία είναι τα ορθά πολιτεύματα, που συνδυάζουν σωστά τα στοιχεία των στρεβλών πολιτευμάτων της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας, δε μένει παρά να διαπιστωθεί ότι η κατάλυση της πολιτείας και της αριστοκρατίας δεν είναι παρά η αλλοίωση που τις οδηγεί στη στρέβλωση και τις υποβιβάζει σε δημοκρατίες ή ολιγαρχίες: «Με άλλα λόγια η κατάλυση της πολιτείας αρχικά οφείλεται στον κακό συνδυασμό δημοκρατικών και ολιγαρχικών στοιχείων, ενώ της αριστοκρατίας στον κακό συνδυασμό και αυτών των δύο στοιχείων και της αρετής, κυρίως όμως στον κακό συνδυασμό των δύο στοιχείων, και εννοώ βέβαια τη δημοκρατία και την ολιγαρχία». (σελ. 125). Το ότι η αρετή αναφέρεται πρωτίστως στην αριστοκρατία δε σημαίνει ότι δεν αφορά την πολιτεία. Αυτό που τονίζεται είναι ότι η αριστοκρατία εστιάζει στην ανάδειξη του άξιου, που καθορίζεται από την αρετή, ενώ η πολιτεία στην ανάδειξη της μεσαίας τάξης, ως εξισορροπητικό ιδανικό ανάμεσα στα άκρα του πλούτου και της φτώχειας. Αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει «κακό συνδυασμό δημοκρατικών και ολιγαρχικών στοιχείων» είναι η αποτυχία της επιβολής της πολιτείας και της αριστοκρατίας που βαθμιαία υποβιβάζονται στις στρεβλώσεις της δημοκρατίας και ολιγαρχίας: «Γενικά, προς όποιο μέρος από τα δύο κλίνει το πολίτευμα, προς αυτή την κατεύθυνση αλλάζει κιόλας, καθώς το κάθε μέρος από τα δύο προσπαθεί να αυξήσει τις δυνάμεις του, όπως για παράδειγμα η πολιτεία μεταβάλλεται σε δημοκρατία, η αριστοκρατία σε δημοκρατία (γιατί οι φτωχότεροι, με την ιδέα ότι αδικούνται, μεταστρέφουν το πολίτευμα στο αντίθετο), ενώ οι πολιτείες σε ολιγαρχία (διότι το μόνο σταθερό είναι η αξιοκρατική/αναλογική ισότητα και η ιδιοκτησία)». (σελ. 125).
Η ομολογία ότι τα πολιτεύματα της αριστοκρατίας και της πολιτείας, παρόλο που έχουν την τάση να μεταβάλλονται προς την κατεύθυνση που κλίνουν, τελικά μπορούν να μεταβληθούν και προς την αντίθετη πλευρά (η πολιτεία να γίνει ολιγαρχία και η αριστοκρατία δημοκρατία), καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν ατράνταχτες σταθερές μέσα στα πολιτεύματα κι ότι εν τέλει κανένα πολίτευμα δεν έχει αμιγή χαρακτήρα, αλλά όλα αποτελούν προσμείξεις που τα στρέφουν προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Επί της ουσίας το εξονυχιστικό ξεκαθάρισμα που επιχειρεί ο Αριστοτέλης στον προσδιορισμό των πολιτευμάτων δεν αφορά την κατάδειξη της εφαρμογής τους στον ένα ή τον άλλο τόπο, αλλά το διαχωρισμό των επιμέρους χαρακτηριστικών (δημοκρατικών και ολιγαρχικών), που τις περισσότερες φορές συνυπάρχουν μέσα στη διακυβέρνηση ενός τόπου. Με άλλα λόγια ο τρόπος που καθορίζονται τα πολιτεύματα μέσα στις διάφορες πόλεις αφορά περισσότερο τη γενική χροιά που αφήνουν κι όχι το απόλυτο της καθαρότητάς τους, αφού σχεδόν πάντα άλλοι θεσμοί λειτουργούν δημοκρατικά κι άλλη ολιγαρχικά μέσα στο ίδιο πολίτευμα. Ο προσδιορισμός της πολιτείας και της αριστοκρατίας (με την αριστοτελική έννοια πάντα) είναι η κατάδειξη της μείξης που πλέον διεκδικεί χειροπιαστή πολιτειακή ταυτότητα. Αυτό που μένει για τη μελέτη οποιουδήποτε πολιτεύματος, ασχέτως με τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζεται, είναι η αποσαφήνιση του τρόπου της λειτουργίας όλων των θεσμών, ώστε να φανερωθούν τα ολιγαρχικά και τα δημοκρατικά του στοιχεία.
Προκειμένου να καταδειχθεί η ρευστότητα των πολιτειακών μεταβολών ο Αριστοτέλης καταφεύγει σ’ ένα πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα: «Το προαναφερόμενο συνέβη στους Θουρίους. Επειδή, δηλαδή, οι άρχοντες εκλέγονταν με βάση το υψηλότερο εισόδημα, βαθμιαία αυτό μειώθηκε και πλήθυναν τα αξιώματα, αλλά και γιατί οι επιφανείς πολίτες ιδιοποιήθηκαν ολόκληρη τη χώρα παράνομα (διότι το πολίτευμα είχε αποκτήσει περισσότερο ολιγαρχικό χαρακτήρα και μπορούσαν επομένως να ικανοποιούν την απληστία τους). Από την άλλη πάλι ο λαός, αφού απέκτησε πείρα στις πολεμικές επιχειρήσεις, επιβλήθηκε στους φρουρούς, ώσπου αναγκάσθηκαν όσοι κατείχαν κτήματα περισσότερα από τα νόμιμα να παραιτηθούν από αυτά». (σελ. 125 – 127). Παρακολουθούμε την πορεία ενός πολιτεύματος που ξεκινά με ολιγαρχικά δεδομένα, αφού «οι άρχοντες εκλέγονταν με βάση το υψηλότερο εισόδημα» και ενώ δίνει την εντύπωση ότι προχωρά σ’ ένα δημοκρατικό άνοιγμα δίνοντας σε περισσότερους πρόσβαση στην εξουσία «βαθμιαία αυτό μειώθηκε και πλήθυναν τα αξιώματα», τελικά αποδεικνύεται ότι η μεγαλύτερη προσβασιμότητα στα αξιώματα προέκυψε ως εξισορροπητικός παράγοντας της σκληρής ολιγαρχίας που ιδιοποιήθηκε τον πλούτο της περιοχής και ήθελε να παγιωθεί και σε πολιτικό επίπεδο: «οι επιφανείς πολίτες ιδιοποιήθηκαν ολόκληρη τη χώρα παράνομα». Η αντίδραση του λαού, πέρα από δίκαιη, κρίνεται μάλλον αναπόφευκτη και τελικά βλέπουμε την πλουτοκρατία να παραιτείται από κάποιες παράλογες αξιώσεις δίνοντας χώρο σε μια δημοκρατική στροφή χωρίς όμως να μπορούμε να πούμε ότι το πολίτευμα έγινε δημοκρατικό.
Κι εδώ, πέρα από το προφανές της πολυπλοκότητας των πολιτειακών στοιχείων που συνυπάρχουν και αλληλοσυγκρούονται, γίνεται σαφές και πάλι το αδύνατο της προσέγγισης των πολιτευμάτων ως κάτι ανεξάρτητο από τη διαχείριση του πλούτου. Η ταξική πάλη είναι ο πιο βασικός παράγοντας διαμόρφωσης του πολιτεύματος και οι πολιτειακές μεταβολές δεν είναι τίποτε άλλο από τον καθρέφτη των ταξικών δυνάμεων που καταφέρνουν να υπερισχύσουν σε κάθε περίπτωση. Γι’ αυτό, το σταθερότερο πολίτευμα είναι εκείνο που αναδεικνύει τη μεσαία τάξη. Γιατί η μεσαία τάξη είναι αυτή που εξισορροπεί τις συγκρούσεις των άκρων. Εξάλλου, το εύρος της μεσαίας τάξης αποδεικνύει και το μέγεθος της ισοκατανομής του πλούτου, αφού η συρρίκνωσή της δεν είναι παρά η αύξηση των περιουσιακών άκρων. Θα λέγαμε ότι η κοινωνία που αποτελείται σε απόλυτο βαθμό από μεσαίους έχει εκμηδενίσει τις ταξικές αποστάσεις, αφού δε θα υπάρχουν ούτε φτωχοί ούτε πλούσιοι. Κι αυτός θα έπρεπε να είναι και ο στόχος της μεσαίας τάξης.
Και βέβαια, η ίδια η χαλάρωση της επίβλεψης των πολιτευμάτων μπορεί να επιφέρει πολιτειακές μεταβολές μέσω ανεπαίσθητων θεσμικών αλλαγών, που αρχικά φαίνονται ασήμαντες και στη συνέχεια αποδεικνύονται καθοριστικές: «Πολύ συχνά μάλιστα οι αριστοκρατίες μεταβάλλονται χωρίς να γίνεται αντιληπτό, γιατί σιγά σιγά χαλαρώνουν, κάτι που αποδόθηκε προηγουμένως σε όλα γενικά τα πολιτεύματα, επειδή οι μεταβολές οφείλονται ακόμη και σε ασήμαντες αλλαγές. Με άλλα λόγια, όταν καταργούν κάποιο θεσμό του πολιτεύματος, μετά έρχεται η σειρά να μεταβάλουν ευκολότερα κάποιον άλλο, λίγο σημαντικότερο θεσμό, ώσπου αλλάζουν όλο το πολιτικό σύστημα». (σελ. 127 – 129).
Κι εδώ ακριβώς κρύβεται το εύθραυστο όλων των πολιτευμάτων, που ανά πάσα στιγμή είναι έτοιμα να μεταβληθούν ακόμη και με τις (φαινομενικά) πιο επουσιώδεις θεσμικές αλλαγές. Οι διαχειριστές τις εξουσίας οφείλουν να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί σ’ αυτού του είδους τις παρεμβάσεις. Κι αν μιλάμε για δημοκρατίες, όπου ο κυρίαρχος είναι ο λαός, δεν υπάρχει τίποτε πιο αυτονόητο από την ακατάπαυστη λαϊκή επαγρύπνηση σχετικά με τις αποφάσεις αυτών που διαχειρίζονται την εξουσία στο όνομά του. Ο λαός που αδιαφορεί για τα πολιτικά τεκταινόμενα, που αντιλαμβάνεται την εξουσία μόνο ως πεδίο εξυπηρέτησης προσωπικών συμφερόντων και παραχωρεί τα αξιώματα με βάση ιδιωτικές υποσχέσεις είναι ιδιαίτερα επίφοβος να υποστεί τις συνέπειες μιας πολιτειακής μεταβολής (ενδεχομένως απροκάλυπτης, ενδεχομένως συγκαλυμμένης, σε κάθε περίπτωση φανερής), που κατά κανόνα θα ευνοεί τους εκάστοτε ισχυρούς Με δεδομένο ότι οι ολιγαρχίες παίζουν το παιχνίδι των πλουσίων, οι δημοκρατίες πρέπει να προασπίζουν τα συμφέροντα των φτωχών. Οι δημοκρατίες που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των πλουσίων παραχωρώντας τους απροκάλυπτα το δημόσιο πλούτο είναι προφανές ότι έχουν χάσει την ταυτότητά τους.
Γι’ αυτό και τα πολιτεύματα δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να δράσουν ανταγωνιστικά. Γιατί εκφράζουν την ταξική αντιπαράθεση που αναγκαστικά παίρνει πολιτικό περιεχόμενο. Η αριστοκρατία, ως ορθή εκδοχή της ολιγαρχίας, όσο κι αν λειτουργεί με βάση την αξία του καθενός κι όσο κι αν η αξία δεν μετριέται με τον πλούτο, τελικά προωθεί τους οικονομικά ισχυρούς στα αξιώματα, αφού, όταν όλα λειτουργούν αξιοκρατικά, οι πραγματικά άξιοι θα προκόψουν και οικονομικά – εκτός βέβαια αν δεν το επιδιώκουν. Στη Σπάρτη, όσο κι αν ο τρόπος ζωής δεν ευνοούσε την επίδειξη του πλούτου, τις μεγάλες περιουσίες τις κατείχαν λίγοι: «Ακόμη, καθώς όλα τα αριστοκρατικά πολιτεύματα είναι ολιγαρχικά, οι επιφανείς πολίτες συγκεντρώνουν μεγαλύτερη δύναμη, όπως στη Σπάρτη, όπου οι περιουσίες συγκεντρώνονται στα χέρια λίγων». (σελ. 127). Αντίθετα στην Αθήνα, μολονότι η οικονομική επιφάνεια και ο τρόπος ζωής έφεραν πολλές περιπτώσεις οικονομικής επίδειξης (ο Αλκιβιάδης είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα) και μολονότι υπήρχαν σοβαρές ταξικές αποκλείσεις, το δημοκρατικό πολίτευμα, με όλη του την παθογένεια, μεριμνούσε για τους φτωχότερους παρέχοντας επιχορηγήσεις προκειμένου να ενισχύσει τη συμμετοχή τους στα κοινά.
Κι εδώ δε γίνεται λόγος για τη διαφορετικότητα της οικονομίας ανάμεσα στις δύο πόλεις. (Το θαλάσσιο εμπόριο και οι συνθήκες της αθηναϊκής συμμαχίας – ηγεμονίας, έδιναν σαφές οικονομικό προβάδισμα στην Αθήνα). Εδώ γίνεται λόγος για τον τρόπο που το πολίτευμα δίνει οικονομικές ευκαιρίες και βοήθειες επιθυμώντας να εξασφαλίσει την πολιτική συμμετοχή των πολλών. Από αυτή την άποψη δε θα μπορούσαν να μη λειτουργήσουν ανταγωνιστικά, αφού η υπεροχή ενός πολιτεύματος που βρίσκεται μακριά ή κοντά αποτελεί λόγο για να συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα. Κι αυτά είναι τα πολιτικά αίτια της αθηνοσπαρτιατικής αντιπαράθεσης: «Όλα, λοιπόν, τα πολιτεύματα καταλύονται άλλοτε από ενδογενείς παράγοντες και άλλοτε από εξωγενείς, όταν δηλαδή υπάρχει αντίθετο πολίτευμα κοντά ή μακριά αλλά ισχυρό. Αυτό συνέβαινε τον καιρό της ακμής των Αθηναίων και των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να καταλύσουν τις ολιγαρχίες παντού, ενώ οι Σπαρτιάτες τις δημοκρατίες». (σελ. 129 – 131).
Αριστοτέλης: «Πολιτικά», τόμος 3ος