8.1. Τα προοίμια
Η Μούσα (αλλιώς: θεά, Μοῦσαι) δεν εμπνέει απλώς τον ποιητή των ομηρικών επών· του υπαγορεύει τι και πώς να τραγουδήσει και να διηγηθεί. Αυτή την εξάρτηση του ραψωδού από τις Μούσες προβάλλουν προγραμματικά τα προοίμια των δύο επών, και μάλιστα στον εναρκτήριο στίχο τους. Το κρίσιμο εντούτοις ερώτημα είναι αν στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τυπική σύμβαση, που την επιβάλλει η αρχαϊκή επική παράδοση, ή για πραγματική οφειλή του ποιητή. Η πρώτη εκδοχή δεν αποκλείει εντελώς τον δημιουργικό ρόλο του, ενώ η δεύτερη σχεδόν τον μηδενίζει. Εκτός και αν η συγκεκριμένη παρουσία και παρέμβαση των Μουσών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ευνοεί μια τρίτη, ενδιάμεση υπόθεση, η οποία παρακάμπτει (ή τουλάχιστον μετριάζει) το προηγούμενο δίλημμα.
Από τη στατιστική απογραφή των σχετικών δεδομένων προκύπτει ο υποβαθμισμένος ρόλος των Μουσών, τόσο στην Ιλιάδα όσο και προπαντός στην Οδύσσεια. Δέκα είναι όλες κι όλες οι επώνυμες ιλιαδικές αναφορές και μόλις επτά οι οδυσσειακές. Αλλά και επί της ουσίας ο ποιητικός ρόλος των Μουσών στα δύο ομηρικά έπη αποδείχνεται μάλλον περιορισμένος.
Στην Ιλιάδα ρυθμιστική παρέμβαση των Μουσών έχουμε μόνο στον πρώτο και στον όγδοο στίχο του προοιμίου, όπου η οὐλομένη μῆνις του Αχιλλέα ορίζεται ως κεντρικό θέμα του έπους, ενώ η ἔρις Αγαμέμνονα και Αχιλλέα σηματοδοτεί την αφηγηματική αρχή του. Οι άλλες αναφορές επιμένουν κατά κανόνα στη μνημονική υποστήριξη των Μουσών, όπου ο ποιητής δηλώνει αμηχανία να συντάξει μακρούς καταλόγους κυρίων ονομάτων και πλοίων. Τυπικό παράδειγμα η εκτενέστερη μέσα στο έπος επίκληση των Μουσών στους στίχους 484-493 της δεύτερης ραψωδίας, η οποία προλογίζει τον «Νεῶν Κατάλογον». Εδώ μάλιστα γενικεύεται με απόλυτο τρόπο η παντογνωσία των Μουσών σε αντίθεση προς την ομολογημένη ολική άγνοια των ραψωδών, η οποία αναπληρώνεται από τη δική τους γνώση.
Καταλογική εξάλλου υποστήριξη των Μουσών επικαλείται ο ποιητής της Ιλιάδας και στις επόμενες τέσσερις περιπτώσεις: Β 760-762, Λ 218-220, Ξ 508-510 και Π 112-113. Απομένουν δύο ακόμη αναφορές, από τις οποίες η μία (Α 604) παρουσιάζει τις Μούσες να τραγουδούν, με τη μουσική υποστήριξη του Απόλλωνα, στο ολύμπιο συμπόσιο των θεών· η άλλη (Β 592-598) ιστορεί, με παρενθετική συντομία, την τιμωρία από τις Μούσες του αοιδού Θάμυρη (τύφλωση και αφαίρεση της μουσικής δωρεάς), επειδή ισχυρίστηκε πως μπορεί να τις ανταγωνιστεί και να τις νικήσει. Η απορριπτική αυτή συμπεριφορά των Μουσών απέναντι σ᾽ έναν υπεροπτικό ραψωδό δείχνει ότι κρατούν το παιχνίδι της μουσικής στο χέρι τους· αυτές προσφέρουν τη μουσική τέχνη στον αοιδό, με το δικαίωμα της αποστέρησής της, όταν κρίνουν ότι υπήρξε εκ μέρους του ανταγωνιστική κατάχρηση. Ανάλογες είναι και οι σχετικές αναφορές της Οδύσσειας.
Το οδυσσειακό προοίμιο παραλλάσσει ελαφρώς τα «μουσικά» σήματα του ιλιαδικού προοιμίου. Η Μούσα τώρα (όχι η θεά) καλείται να διηγηθεί (όχι να τραγουδήσει) τα πάθη ενός πολύτροπου ήρωα, που, μολονότι παραμένει ανώνυμος, η ταυτότητά του εύκολα εικάζεται από τα διάσημα έργα και πάθη του. Μετονομασμένη εξάλλου η Μούσα στον στίχο 10 σε θεά και θυγατέρα τουΔιός, καλείται να επιλέξει η ίδια από πού θα αρχίσει την εξιστόρηση. Πράγμα που σημαίνει ότι, όπως στο προοίμιο της Ιλιάδας, έτσι κι εδώ, στη Μούσα αναθέτει ο ποιητής τόσο την εξαγγελία του επικού του θέματος όσο και την αφηγηματική του αφετηρία. Με τα δεδομένα αυτά ενισχύεται η εντύπωση ότι η Μούσα υπαγορεύει το ποίημα, και ο ποιητής το υποδέχεται, για να το μεταδώσει στο ακροατήριό του.
Στον κορμό της Οδύσσειας εντοπίζονται άλλες έξι σχετικές αναφορές, οι οποίες, εκτός από τις δύο τελευταίες, ορίζουν τις σχέσεις Μούσας και αοιδού (θ 63, 73, 481, 488, ω 60 και 62). Οι τέσσερις, συγκεντρωμένες στην όγδοη ραψωδία, αφορούν τη μουσική κάλυψη του τυφλού αοιδού Δημοδόκου. Τον διδακτικό εξάλλου ρόλο ενός θεού, που εμπνέει τα κάθε λογής τραγούδια του, επικαλείται και ο, αυτοδίδακτος κατά τα άλλα, Φήμιος μπροστά στον Οδυσσέα, για να σώσει το κεφάλι του μέσα στο άγριο μακελειό της μνηστηροφονίας (χ 447-448). Τέλος, οι αναφορές της εικοστής τέταρτης ραψωδίας ανακαλούν στον κάτω κόσμο τον επικήδειο θρήνο των Μουσών στην πρόθεση του νεκρού Αχιλλέα, που δεν αφήνει κανέναν παριστάμενο ασυγκίνητο (ω 60-61). Αυτή είναι η μουσική σοδειά των δύο ομηρικών επών, από την οποία προκύπτουν δύο πορίσματα:
(1) Πέρα από τη μνημονική υποστήριξη που παρέχουν οι Μούσες στον ποιητή, υποδηλώνεται ότι αυτές τον καθιερώνουν με το θεολογικό και μουσικό τους κύρος, ενώ συγχρόνως τον περιβάλλουν με τη συμπάθειά τους, εφόσον δεν τις ανταγωνίζεται.
(2) Στις Μούσες οφείλει ο αοιδός την έμπνευσή του: αυτές του υποβάλλουν το θέμα της αοιδής που καλείται να τραγουδήσει. Οι Μούσες τού μαθαίνουν κάθε λογής τραγούδια, ωσότου γίνει, αν γίνει κάποτε, αυτοδίδακτος.
Το κρίσιμο ερώτημα παρά ταύτα παραμένει: είναι ο αοιδός (κατά προέκταση ο ραψωδός και ο ποιητής) φερέφωνο και παίγνιο των Μουσών, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων στον διάλογό του Ίων, επιχειρώντας να του αφαιρέσει κάθε ποιητική πρωτοβουλία και αυτονομία; Η απάντηση στην προκλητική αυτή ερώτηση κρύβεται ίσως στα προοίμια των ομηρικών επών, εκεί δηλαδή που τυπολογικά προβάλλεται η επικυριαρχία των Μουσών πάνω στον ποιητή και στο ποίημα.
Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023
Η Ρώμη και ο κόσμος της: 15. Ποιος φοβάται τα λατινικά;
15.5. Εφτά συν ένας (πιθανοί) λόγοι που με ενδιαφέρουν τα λατινικά
Επειδή οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που διαμόρφωσε την πολιτισμική του ταυτότητα με σταθερή αναφορά στην Ελλάδα και την ελληνική κουλτούρα και έτσι λειτούργησε καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί (κυρίως από την Αναγέννηση και ύστερα) έβλεπαν (και, σε μεγάλο βαθμό, βλέπουν ακόμη) την Ελλάδα.
Επειδή οι Ρωμαίοι δεν μιμήθηκαν απλώς τους Έλληνες αλλά μετέθεσαν τις θεμελιακές αξίες του ελληνικού πολιτισμού σε νέα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια και έτσι τις έδωσαν μια καινούργια δυναμική.
Επειδή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ρωμαϊκή κοινωνία εμφανίζουν χαρακτηριστικά που είναι, από πολλές απόψεις, πιο κοντά στη σημερινή εμπειρία του κόσμου και γι᾽ αυτό τον λόγο η μελέτη τους μεγαλώνει το εύρος της ιστορικής μας συνείδησης και μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» με πληρέστερο τρόπο το παρελθόν που μας αφορά άμεσα.
Επειδή αυτό που ονομάζουμε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» δεν αποτελεί απλώς μια χρονική αλληλουχία (πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ρώμη) αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αξίες δύο πολιτισμών, που δεν έχουν μόνο ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.
Επειδή για τη νεότερη Ευρώπη, και τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, η Ελλάδα είναι ένας πανίσχυρος πολιτισμικός μύθος με πρακτική, συμβολική και φαντασιακή αξία, ενώ η Ρώμη (όπως διαμορφώθηκε από τη συνάντησή της με την Ελλάδα) αποτελεί την άμεση ιστορική πραγματικότητα που είναι η «μήτρα» των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν, για παράδειγμα, ο Όμηρος είναι ο πρώτος μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Βιργίλιος θεωρείται ένας από τους «Πατέρες της Ευρώπης».
Επειδή η γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο μπορεί να είναι ένα καλό «αντίδοτο» στις υπερβολές και τις αστοχίες μιας αυστηρά ελληνοκεντρικής αντίληψης που, αντί να μας κάνει καλό, μάλλον μας «μπερδεύει», αφού άλλοτε μας απομονώνει ως «ανάδελφους» και άλλοτε μας κολακεύει ως «υπερευρωπαίους».
Επειδή, στο κάτω κάτω, ως «Ρωμιοί» και «ρωμιοσύνη» είμαστε ιστορικό τμήμα του μεγάλου πολιτισμικού χώρου που για πολλούς αιώνες δημιούργησε, και με τις λεγεώνες της διαφέντεψε, η Ρώμη.
Και, βέβαια, επειδή η λατινική έχει πολλές (και όμορφες) θυγατέρες…
Η λατινική γλώσσα, που αρχικά απηχούσε τη σχετικά απλή αγροτική κοινωνία των παλιών κατοίκων του Λατίου, εμπλουτίστηκε από την πολιτισμική συνάντηση της Ρώμης με την Ελλάδα και μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει νέα δυναμική, νέο λεξιλογικό πλούτο και νέες εκφραστικές δυνατότητες, ενώ δεν έχασε ποτέ τις έμφυτες αρετές της - την ακρίβεια της διατύπωσης, την οικονομία της έκφρασης, τη μεστή επιγραμματικότητα, την πειθαρχημένη συντακτική οργάνωση. Ωστόσο, παράλληλα με την «καθαρευουσιάνικη» μορφή της λατινικής, τα λαϊκά στρώματα, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, μιλούσαν μια πιο «λαϊκή» γλώσσα, που είχε πιο απλή (παρατακτική) σύνταξη αλλά διακρινόταν από ζωντάνια και δυναμισμό. Όσο η κεντρική εξουσία στη Ρώμη παρέμενε ισχυρή, οι πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ήταν αρκετά στενοί ώστε η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα να μπορεί να διατηρεί μια σχετική ομοιογένεια. Αλλά (και μιλάμε για το δυτικό τμήμα του κράτους, αφού το ανατολικό παραμένει πιστό στην «κοινή» ελληνική γλώσσα του) όταν, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., η κεντρική εξουσία στο δυτικό τμήμα ουσιαστικά κατέρρευσε, και εξαιτίας της δημιουργίας μεγάλων και σημαντικών κέντρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης, άρχισαν να εμφανίζονται κατά περιοχές γλωσσικές αποκλίσεις και βαθμιαία δημιουργήθηκαν λατινογενή γλωσσικά ιδιώματα που διέφεραν σημαντικά το ένα από το άλλο.
Οι γλώσσες που γεννήθηκαν από την κοινή λαϊκή λατινική γλώσσα ονομάστηκαν ρομανικές ή νεολατινικές. Η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η γαλλική, η ρουμανική γλώσσα (αλλά κι άλλες, λιγότερο γνωστές, όπως η καταλανική, η προβηγκιανή, η σαρδηνική και η λεγόμενη κουτσοβλαχική ή αρωμουνική που μιλιέται ακόμη στην Ελλάδα από τους Βλάχους) είναι όλες τους παιδιά της λατινικής, με τον ίδιο τρόπο που η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. Ωστόσο, η επίδραση της λατινικής υπήρξε ισχυρή και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα στη γερμανική και την αγγλική) που, μέσα από διάφορους (προφορικούς, λόγιους και εκκλησιαστικούς) διαύλους ενσωμάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό λατινικών και λατινογενών λέξεων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι σλαβικές γλώσσες, που όμως κι αυτές μαρτυρούν σημαντικές επιδράσεις από τα λατινικά, ενώ οι ευρωπαίοι κατακτητές, Ισπανοί και Πορτογάλοι, διεύρυναν τη νεολατινική γλωσσική σφαίρα, κάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου «λατινικό».
Στη λόγια και γραπτή μορφή της η λατινική δεν αποτέλεσε μόνο την επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι λατινομαθείς λόγιοι καταπιάνονται (για ψυχαγωγικούς και διακοσμητικούς, κυρίως, λόγους) με τη σύνθεση λατινικών στίχων.
Επειδή οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που διαμόρφωσε την πολιτισμική του ταυτότητα με σταθερή αναφορά στην Ελλάδα και την ελληνική κουλτούρα και έτσι λειτούργησε καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί (κυρίως από την Αναγέννηση και ύστερα) έβλεπαν (και, σε μεγάλο βαθμό, βλέπουν ακόμη) την Ελλάδα.
Επειδή οι Ρωμαίοι δεν μιμήθηκαν απλώς τους Έλληνες αλλά μετέθεσαν τις θεμελιακές αξίες του ελληνικού πολιτισμού σε νέα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια και έτσι τις έδωσαν μια καινούργια δυναμική.
Επειδή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ρωμαϊκή κοινωνία εμφανίζουν χαρακτηριστικά που είναι, από πολλές απόψεις, πιο κοντά στη σημερινή εμπειρία του κόσμου και γι᾽ αυτό τον λόγο η μελέτη τους μεγαλώνει το εύρος της ιστορικής μας συνείδησης και μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» με πληρέστερο τρόπο το παρελθόν που μας αφορά άμεσα.
Επειδή αυτό που ονομάζουμε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» δεν αποτελεί απλώς μια χρονική αλληλουχία (πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ρώμη) αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αξίες δύο πολιτισμών, που δεν έχουν μόνο ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.
Επειδή για τη νεότερη Ευρώπη, και τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, η Ελλάδα είναι ένας πανίσχυρος πολιτισμικός μύθος με πρακτική, συμβολική και φαντασιακή αξία, ενώ η Ρώμη (όπως διαμορφώθηκε από τη συνάντησή της με την Ελλάδα) αποτελεί την άμεση ιστορική πραγματικότητα που είναι η «μήτρα» των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν, για παράδειγμα, ο Όμηρος είναι ο πρώτος μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Βιργίλιος θεωρείται ένας από τους «Πατέρες της Ευρώπης».
Επειδή η γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο μπορεί να είναι ένα καλό «αντίδοτο» στις υπερβολές και τις αστοχίες μιας αυστηρά ελληνοκεντρικής αντίληψης που, αντί να μας κάνει καλό, μάλλον μας «μπερδεύει», αφού άλλοτε μας απομονώνει ως «ανάδελφους» και άλλοτε μας κολακεύει ως «υπερευρωπαίους».
Επειδή, στο κάτω κάτω, ως «Ρωμιοί» και «ρωμιοσύνη» είμαστε ιστορικό τμήμα του μεγάλου πολιτισμικού χώρου που για πολλούς αιώνες δημιούργησε, και με τις λεγεώνες της διαφέντεψε, η Ρώμη.
Και, βέβαια, επειδή η λατινική έχει πολλές (και όμορφες) θυγατέρες…
Η λατινική γλώσσα, που αρχικά απηχούσε τη σχετικά απλή αγροτική κοινωνία των παλιών κατοίκων του Λατίου, εμπλουτίστηκε από την πολιτισμική συνάντηση της Ρώμης με την Ελλάδα και μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει νέα δυναμική, νέο λεξιλογικό πλούτο και νέες εκφραστικές δυνατότητες, ενώ δεν έχασε ποτέ τις έμφυτες αρετές της - την ακρίβεια της διατύπωσης, την οικονομία της έκφρασης, τη μεστή επιγραμματικότητα, την πειθαρχημένη συντακτική οργάνωση. Ωστόσο, παράλληλα με την «καθαρευουσιάνικη» μορφή της λατινικής, τα λαϊκά στρώματα, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, μιλούσαν μια πιο «λαϊκή» γλώσσα, που είχε πιο απλή (παρατακτική) σύνταξη αλλά διακρινόταν από ζωντάνια και δυναμισμό. Όσο η κεντρική εξουσία στη Ρώμη παρέμενε ισχυρή, οι πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ήταν αρκετά στενοί ώστε η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα να μπορεί να διατηρεί μια σχετική ομοιογένεια. Αλλά (και μιλάμε για το δυτικό τμήμα του κράτους, αφού το ανατολικό παραμένει πιστό στην «κοινή» ελληνική γλώσσα του) όταν, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., η κεντρική εξουσία στο δυτικό τμήμα ουσιαστικά κατέρρευσε, και εξαιτίας της δημιουργίας μεγάλων και σημαντικών κέντρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης, άρχισαν να εμφανίζονται κατά περιοχές γλωσσικές αποκλίσεις και βαθμιαία δημιουργήθηκαν λατινογενή γλωσσικά ιδιώματα που διέφεραν σημαντικά το ένα από το άλλο.
Οι γλώσσες που γεννήθηκαν από την κοινή λαϊκή λατινική γλώσσα ονομάστηκαν ρομανικές ή νεολατινικές. Η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η γαλλική, η ρουμανική γλώσσα (αλλά κι άλλες, λιγότερο γνωστές, όπως η καταλανική, η προβηγκιανή, η σαρδηνική και η λεγόμενη κουτσοβλαχική ή αρωμουνική που μιλιέται ακόμη στην Ελλάδα από τους Βλάχους) είναι όλες τους παιδιά της λατινικής, με τον ίδιο τρόπο που η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. Ωστόσο, η επίδραση της λατινικής υπήρξε ισχυρή και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα στη γερμανική και την αγγλική) που, μέσα από διάφορους (προφορικούς, λόγιους και εκκλησιαστικούς) διαύλους ενσωμάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό λατινικών και λατινογενών λέξεων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι σλαβικές γλώσσες, που όμως κι αυτές μαρτυρούν σημαντικές επιδράσεις από τα λατινικά, ενώ οι ευρωπαίοι κατακτητές, Ισπανοί και Πορτογάλοι, διεύρυναν τη νεολατινική γλωσσική σφαίρα, κάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου «λατινικό».
Στη λόγια και γραπτή μορφή της η λατινική δεν αποτέλεσε μόνο την επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι λατινομαθείς λόγιοι καταπιάνονται (για ψυχαγωγικούς και διακοσμητικούς, κυρίως, λόγους) με τη σύνθεση λατινικών στίχων.
Θεολογία της Εικόνας
Όταν ο Ιησούς (ή ο συγγραφέας του κατα Ιωάννη Ευαγγελίου...) λέει ότι «ο Θεός Είναι Πνεύμα», απλά λέει ότι Είναι Κάτι που συλλαμβάνεται μόνο (εν πνεύματι) άμεσα με την Συνείδηση σε Ένα Υπερβατικό Χώρο... κι όχι Κάτι που μπορεί να «συλληφθεί» σαν «εγώ» («εσύ»), ή σαν σκέψη (σαν ιδέα), ή σαν αντιληπτική παράσταση (ή σαν υλική εικόνα)... Ο Θεός Είναι Συνείδηση, Πνευματική Ενέργεια, (Φαινόμενο για «εμάς»), που Συμβαίνει, κι όχι Κάποια Ουσία, άγνωστης υφής, που λειτουργεί. Καταχρηστικά, «ανθρώπινα», μιλάμε για Ουσία του Θεού... Για κάποιον που δεν έχει εμπειρία δεν σημαίνει τίποτα αυτό...
Ο άνθρωπος πάλι είναι Συνείδηση (συνείδηση λογική που έχει αντίληψη της ύπαρξης στην γενική της έννοια), αλλά μπορεί να έχει Αυτογνωσία, του Εαυτού, σαν «καθαρή συνείδηση», μόνο στο μυστικό βίωμα, όταν η συνειδητότητα αναδύεται προς το «καθαρό είναι» της, πάνω από την αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου... Συνήθως όμως ο άνθρωπος (που είναι εδώ στην γη) είναι συνδεδεμένος με ένα σώμα, λειτουργεί, όχι σαν «καθαρή συνείδηση» (που θα απαιτούσε μία πνευματική προσπάθεια, άνοδο, και πραγματοποίηση), αλλά σαν το ψυχοβιολογικό όλο, πρόσωπο, εγώ (μέσα από τον εγκέφαλο, το νευρικό σύστημα), σαν διανόηση, και μέσα στον εξωτερικό κόσμο (την εικόνα του οποίου «δομεί» με την αντίληψη και τις αισθήσεις)...
Αν ερευνήσουμε λοιπόν για κάποια «ομοιότητα» (αναλογία) ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος «μοιάζει» στον Θεό μόνο ως προς το βαθύτερο μέρος της ψυχής, το πνευματικό στοιχείο, ως προς την «καθαρή συνείδηση», κι όχι ως προς τα στοιχεία που προκύπτουν από την «ένωση» της Συνείδησης με το σώμα (αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, πρόσωπο, εγώ, διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα...)... Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρθηκε διεξοδικά σε αυτό, αλλά και άλλοι πατέρες το ανέλυσαν επαρκώς...
Ο Θεός Είναι Πνεύμα, Καθαρή Συνείδηση, (Συνείδηση, Λόγος, Πνεύμα)... και κάτι αντίστοιχο είναι και ο άνθρωπος (στην βαθύτερο είναι του), καθαρή συνείδηση (Συνείδηση, λόγος, πνεύμα)... Δίκαια, θα αναρωτηθεί κάποιος «άραγε, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του, ή μήπως ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεό κατά την δική του εικόνα»;... Αλλά, πέρα από κάθε προβληματισμό, και λογική ανάλυση, το γεγονός είναι ότι ο Θεός Είναι Πνεύμα Ελεύθερο με Παγκόσμια Συνείδηση... ενώ ο άνθρωπος είναι πνεύμα, που εκτός του ότι αντλεί την ύπαρξή του από «αλλού», «αναφέρεται» σαν «είναι» σε κάτι άλλο, παράλληλα είναι συνδεδεμένο με ένα σώμα, περιορισμένο σε μία «προσωπική» αντίληψη, αναγκασμένο να χρησιμοποιεί την διανόηση για να αντιλαμβάνεται και την αντίληψη (αίσθηση) για να «προσανατολίζεται» μέσα σε ένα εξωτερικό αντικειμενικό υλικό κόσμο. Έτσι στην «λογική σκέψη» ο Θεός «προηγείται» του ανθρώπου, κι είναι ο Θεός που Έπλασε κατ’ εικόνα Του τον άνθρωπο...
Αυτή η αντίληψη (ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, ως προς το πνευματικό στοιχείο του) αν και υπάρχει στην εβραϊκή παράδοση (στην Γέννεση, στην δημιουργία του ανθρώπου) εν τούτοις ποτέ δεν αναπτύχθηκε εκτεταμένα... Ήταν οι χριστιανοί πατέρες (θεολόγοι) που αναφέρθηκαν εκτεταμένα σε αυτή την αντίληψη... Κι υπάρχουν κάποιοι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι αυτή η αντίληψη έχει ελληνική (πλατωνική) καταγωγή... Όπως κι αν έχει η αντίληψη αυτή έχει χριστιανικό περιεχόμενο...
Εκτός όμως από αυτή την αντίληψη, του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού (ως προς το πνευματικό στοιχείο του), υπάρχει και μία άλλη αντίληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλά εικόνα του Υπερβατικού Θεού, του Πνεύματος, της Καθαρής Συνείδησης, αλλά του Θεανθρώπου (σαν Θεού κι ανθρώπου μαζί), δίνοντας έτσι ένα «Χριστολογικό» περιεχόμενο στην αντίληψη της εικόνας... οπότε ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού (του Θεανθρώπου) σαν ένα όλο, δηλαδή σαν ψυχή-σώμα, σαν ολόκληρος ο άνθρωπος... Η αντίληψη αυτή είναι έξω από την διδασκαλία και την γραμμή των πατέρων κι εκτρέπει όλη την χριστιανική διδασκαλία... Επιχειρείται, από κάποιους κύκλους, να υποκατασταθεί η πρώτη αντίληψη (που ανάγεται στον Ιησού, τον Ιωάννη, τους πατέρες...), που «κατηγορείται» σαν ελληνικής, πλατωνικής, προέλευσης, και να εδραιωθεί η δεύτερη αντίληψη της εικόνας, σαν γνήσια χριστιανική... Στην πραγματικότητα, πέρα από, την θεολογική, ιστορική και ανθρωπολογική ανεπάρκεια αυτής της αντίληψης, πέρα από όσα λέει ο Ίδιος ο Ιησούς κι αυτά που δίδαξαν οι μαθητές του κι οι πατέρες, η αντίληψη αυτή είναι ανόητη (κι ας υποστηρίζεται από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, για δικούς τους λόγους, κι από κάποιους θεολόγους) κι από την άποψη της «κοινής λογικής», επειδή το «Ουσιαστικό» στον Ιησού είναι η Θεότητά του, κι όχι ο ανθρώπινος χαρακτήρας του, που πήρε κατά συγκατάβαση... Την πρώτη αντίληψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού ως προς το πνευματικό του στοιχείο), από τους σύγχρονους θεολόγους στην Ελλάδα, υποστηρίζει ο Π. Τρεμπέλας (που έχει φύγει...)... Την δεύτερη άποψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεανθρώπου) υποστηρίζει ο Ν. Ματσούκας... Η πρώτη αντίληψη θέλει να «εξυψώσει» τον άνθρωπο ως τον Θεό... η δεύτερη αντίληψη θέλει να φέρει το Θεό στα «μέτρα» του ανθρώπου... Η δεύτερη άποψη αποτελεί μία εκτροπή του «χριστιανικού πνεύματος», της παράδοσης των πατέρων... οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί κι οι θεολόγοι τους ακολουθούν από χρόνια τον δικό τους μοναχικό δρόμο, μακριά και από την γνήσια παράδοση, και από την κοινωνία, τους ανθρώπους...
Είτε έτσι όμως, είτε αλλιώς, ο άνθρωπος μπορεί να Προσεγγίσει τον Θεό μόνο εν πνεύματι, κατά τις Εντολές του Ιησού και κατά το ευαγγέλιο των μαθητών, και κατά την διδασκαλία των μυστικών πατέρων, (της γνήσιας έκφρασης της Ορθοδοξίας, της Αληθινής Ορθοδοξίας)... κι όχι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, σαν ψυχοσωματικό όλο, με εξωτερικές τελετουργίες και πράξεις... Ποτέ κανείς δεν έφτασε στην θέωση μέσα σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς και χειροποίητους ναούς... Κι όσοι από τους πατέρες ήταν ενταγμένοι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, πάντα έρχονταν σε διάσταση, ή σύγκρουση, με τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές... Άσχετα αν η «επίσημη» εκκλησία εκμεταλλεύτηκε το «έργο» αυτών των ανθρώπων... Καλό είναι να διαβάζουμε και λίγη ιστορία, με τον σωστό τρόπο...
Μόνο εν πνεύματι, σαν «καθαρή συνείδηση», μέσα από το μυστικό βίωμα, μπορεί ο άνθρωπος, να «Κοινωνήσει Αληθινά» με τον Θεό. Το Πνεύμα με το πνεύμα «γνωρίζεται», κι όχι με άλλο τρόπο... Και το μυστικό βίωμα, με αυτή την έννοια, σημαίνει απλά την ανύψωση της συνειδητότητας πάνω από εξωτερικές αισθήσεις, πάνω από σκέψεις (οπότε «γινόμαστε καθαροί»), προς τον Θεό... Κι αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, και χωρίς περίπλοκες τεχνικές. Η «κάθαρση του νου» (για να μπορέσουμε να Αντιληφθούμε, να «Δούμε» τον Θεό, να Ζωοοποιηθούμε μέσα στην Παρουσία Του, να θεωθούμε), είναι θέμα βούλησης κι όχι εξωτερικών παραγόντων. Κι αυτή η «βούληση» είναι η Βαθύτερη Ουσία της Αγάπης... Όχι λοιπόν αυτός που λέει «Κύριε! Κύριε!» αλλά αυτός που στρέφεται με Αγάπη Προς Τον Θεό, μπορεί να «Δει» τον Θεό... όλα τα άλλα, και θεολογικές γνώσεις, και τελετουργίες, και προσκυνήματα, και θεάρεστα έργα, κι όλες οι ανθρώπινες ανοησίες, είναι άχρηστα, παντελώς άχρηστα…
Ο άνθρωπος πάλι είναι Συνείδηση (συνείδηση λογική που έχει αντίληψη της ύπαρξης στην γενική της έννοια), αλλά μπορεί να έχει Αυτογνωσία, του Εαυτού, σαν «καθαρή συνείδηση», μόνο στο μυστικό βίωμα, όταν η συνειδητότητα αναδύεται προς το «καθαρό είναι» της, πάνω από την αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου... Συνήθως όμως ο άνθρωπος (που είναι εδώ στην γη) είναι συνδεδεμένος με ένα σώμα, λειτουργεί, όχι σαν «καθαρή συνείδηση» (που θα απαιτούσε μία πνευματική προσπάθεια, άνοδο, και πραγματοποίηση), αλλά σαν το ψυχοβιολογικό όλο, πρόσωπο, εγώ (μέσα από τον εγκέφαλο, το νευρικό σύστημα), σαν διανόηση, και μέσα στον εξωτερικό κόσμο (την εικόνα του οποίου «δομεί» με την αντίληψη και τις αισθήσεις)...
Αν ερευνήσουμε λοιπόν για κάποια «ομοιότητα» (αναλογία) ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος «μοιάζει» στον Θεό μόνο ως προς το βαθύτερο μέρος της ψυχής, το πνευματικό στοιχείο, ως προς την «καθαρή συνείδηση», κι όχι ως προς τα στοιχεία που προκύπτουν από την «ένωση» της Συνείδησης με το σώμα (αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, πρόσωπο, εγώ, διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα...)... Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρθηκε διεξοδικά σε αυτό, αλλά και άλλοι πατέρες το ανέλυσαν επαρκώς...
Ο Θεός Είναι Πνεύμα, Καθαρή Συνείδηση, (Συνείδηση, Λόγος, Πνεύμα)... και κάτι αντίστοιχο είναι και ο άνθρωπος (στην βαθύτερο είναι του), καθαρή συνείδηση (Συνείδηση, λόγος, πνεύμα)... Δίκαια, θα αναρωτηθεί κάποιος «άραγε, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του, ή μήπως ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεό κατά την δική του εικόνα»;... Αλλά, πέρα από κάθε προβληματισμό, και λογική ανάλυση, το γεγονός είναι ότι ο Θεός Είναι Πνεύμα Ελεύθερο με Παγκόσμια Συνείδηση... ενώ ο άνθρωπος είναι πνεύμα, που εκτός του ότι αντλεί την ύπαρξή του από «αλλού», «αναφέρεται» σαν «είναι» σε κάτι άλλο, παράλληλα είναι συνδεδεμένο με ένα σώμα, περιορισμένο σε μία «προσωπική» αντίληψη, αναγκασμένο να χρησιμοποιεί την διανόηση για να αντιλαμβάνεται και την αντίληψη (αίσθηση) για να «προσανατολίζεται» μέσα σε ένα εξωτερικό αντικειμενικό υλικό κόσμο. Έτσι στην «λογική σκέψη» ο Θεός «προηγείται» του ανθρώπου, κι είναι ο Θεός που Έπλασε κατ’ εικόνα Του τον άνθρωπο...
Αυτή η αντίληψη (ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, ως προς το πνευματικό στοιχείο του) αν και υπάρχει στην εβραϊκή παράδοση (στην Γέννεση, στην δημιουργία του ανθρώπου) εν τούτοις ποτέ δεν αναπτύχθηκε εκτεταμένα... Ήταν οι χριστιανοί πατέρες (θεολόγοι) που αναφέρθηκαν εκτεταμένα σε αυτή την αντίληψη... Κι υπάρχουν κάποιοι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι αυτή η αντίληψη έχει ελληνική (πλατωνική) καταγωγή... Όπως κι αν έχει η αντίληψη αυτή έχει χριστιανικό περιεχόμενο...
Εκτός όμως από αυτή την αντίληψη, του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού (ως προς το πνευματικό στοιχείο του), υπάρχει και μία άλλη αντίληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλά εικόνα του Υπερβατικού Θεού, του Πνεύματος, της Καθαρής Συνείδησης, αλλά του Θεανθρώπου (σαν Θεού κι ανθρώπου μαζί), δίνοντας έτσι ένα «Χριστολογικό» περιεχόμενο στην αντίληψη της εικόνας... οπότε ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού (του Θεανθρώπου) σαν ένα όλο, δηλαδή σαν ψυχή-σώμα, σαν ολόκληρος ο άνθρωπος... Η αντίληψη αυτή είναι έξω από την διδασκαλία και την γραμμή των πατέρων κι εκτρέπει όλη την χριστιανική διδασκαλία... Επιχειρείται, από κάποιους κύκλους, να υποκατασταθεί η πρώτη αντίληψη (που ανάγεται στον Ιησού, τον Ιωάννη, τους πατέρες...), που «κατηγορείται» σαν ελληνικής, πλατωνικής, προέλευσης, και να εδραιωθεί η δεύτερη αντίληψη της εικόνας, σαν γνήσια χριστιανική... Στην πραγματικότητα, πέρα από, την θεολογική, ιστορική και ανθρωπολογική ανεπάρκεια αυτής της αντίληψης, πέρα από όσα λέει ο Ίδιος ο Ιησούς κι αυτά που δίδαξαν οι μαθητές του κι οι πατέρες, η αντίληψη αυτή είναι ανόητη (κι ας υποστηρίζεται από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, για δικούς τους λόγους, κι από κάποιους θεολόγους) κι από την άποψη της «κοινής λογικής», επειδή το «Ουσιαστικό» στον Ιησού είναι η Θεότητά του, κι όχι ο ανθρώπινος χαρακτήρας του, που πήρε κατά συγκατάβαση... Την πρώτη αντίληψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού ως προς το πνευματικό του στοιχείο), από τους σύγχρονους θεολόγους στην Ελλάδα, υποστηρίζει ο Π. Τρεμπέλας (που έχει φύγει...)... Την δεύτερη άποψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεανθρώπου) υποστηρίζει ο Ν. Ματσούκας... Η πρώτη αντίληψη θέλει να «εξυψώσει» τον άνθρωπο ως τον Θεό... η δεύτερη αντίληψη θέλει να φέρει το Θεό στα «μέτρα» του ανθρώπου... Η δεύτερη άποψη αποτελεί μία εκτροπή του «χριστιανικού πνεύματος», της παράδοσης των πατέρων... οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί κι οι θεολόγοι τους ακολουθούν από χρόνια τον δικό τους μοναχικό δρόμο, μακριά και από την γνήσια παράδοση, και από την κοινωνία, τους ανθρώπους...
Είτε έτσι όμως, είτε αλλιώς, ο άνθρωπος μπορεί να Προσεγγίσει τον Θεό μόνο εν πνεύματι, κατά τις Εντολές του Ιησού και κατά το ευαγγέλιο των μαθητών, και κατά την διδασκαλία των μυστικών πατέρων, (της γνήσιας έκφρασης της Ορθοδοξίας, της Αληθινής Ορθοδοξίας)... κι όχι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, σαν ψυχοσωματικό όλο, με εξωτερικές τελετουργίες και πράξεις... Ποτέ κανείς δεν έφτασε στην θέωση μέσα σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς και χειροποίητους ναούς... Κι όσοι από τους πατέρες ήταν ενταγμένοι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, πάντα έρχονταν σε διάσταση, ή σύγκρουση, με τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές... Άσχετα αν η «επίσημη» εκκλησία εκμεταλλεύτηκε το «έργο» αυτών των ανθρώπων... Καλό είναι να διαβάζουμε και λίγη ιστορία, με τον σωστό τρόπο...
Μόνο εν πνεύματι, σαν «καθαρή συνείδηση», μέσα από το μυστικό βίωμα, μπορεί ο άνθρωπος, να «Κοινωνήσει Αληθινά» με τον Θεό. Το Πνεύμα με το πνεύμα «γνωρίζεται», κι όχι με άλλο τρόπο... Και το μυστικό βίωμα, με αυτή την έννοια, σημαίνει απλά την ανύψωση της συνειδητότητας πάνω από εξωτερικές αισθήσεις, πάνω από σκέψεις (οπότε «γινόμαστε καθαροί»), προς τον Θεό... Κι αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, και χωρίς περίπλοκες τεχνικές. Η «κάθαρση του νου» (για να μπορέσουμε να Αντιληφθούμε, να «Δούμε» τον Θεό, να Ζωοοποιηθούμε μέσα στην Παρουσία Του, να θεωθούμε), είναι θέμα βούλησης κι όχι εξωτερικών παραγόντων. Κι αυτή η «βούληση» είναι η Βαθύτερη Ουσία της Αγάπης... Όχι λοιπόν αυτός που λέει «Κύριε! Κύριε!» αλλά αυτός που στρέφεται με Αγάπη Προς Τον Θεό, μπορεί να «Δει» τον Θεό... όλα τα άλλα, και θεολογικές γνώσεις, και τελετουργίες, και προσκυνήματα, και θεάρεστα έργα, κι όλες οι ανθρώπινες ανοησίες, είναι άχρηστα, παντελώς άχρηστα…
Πλάτωνος: ΓΟΡΓΙΑΣ
Μία ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ δυσκολίες πού ἀντιμετωπίζουν συχνά οἱ ἀναγνῶστες τῶν πλατωνικῶν διαλόγων εἶναι τό νά ἐντοπίσουν τή φωνή τοῦ ἴδιου του συγγραφέα πίσω ἀπό τίς διαθλάσεις της στά πρόσωπα πού συμμετέχουν σέ αὐτούς. Διότι, μολονότι ὁ κύριος ὁμιλητής, συνήθως ὁ Σωκράτης, ἀναμφίβολα ἐκπροσωπεῖ μία ὀπτική γωνία ἡ ὁποία ἀντιστοιχεῖ σέ στάσεις καί ἀντιλήψεις πού ὁ Πλάτων θά ἦταν διατεθειμένος νά συμμεριστεῖ, μολαταύτα, οἱ διαφορετικές περιστάσεις, ἤ ἀκόμη καί οἱ διαφορετικοί χαρακτῆρες τῶν συνομιλητῶν του, συχνά φέρνουν στήν ἐπιφάνεια καί ἄλλες πτυχές τῆς προσωπικότητάς του καί, μάλιστα, ἐνίοτε φαίνονται νά ἀντιπροσωπεύουν προσεγγίσεις μέ τίς ὁποῖες ὁ συγγραφέας νιώθει κάποια ἰδιαίτερη συγγένεια,[1] γι’ αὐτό καί εἶναι σέ θέση νά τίς παρουσιάσει μέ ἀπαράμιλλη δύναμη καί πειστικότητα, σάν νά προέρχονται ἀπό πρόσωπα ὑπαρκτά καί οἰκεῖα, δίνοντάς μας τήν ἐντύπωση ὅτι ἀκοῦμε τή φωνή τους νά φτάνει ὡς ἐμᾶς μέ τή ζωντάνια καί τήν αὐθεντικότητα μιᾶς προσωπικῆς κατάθεσης.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Πλάτων οὐδέποτε ἐμφανίζεται ὡς δρῶν πρόσωπο στούς διαλόγους του, ἐνῶ τό ὄνομά του μνημονεύεται σέ αὐτούς μόνο σέ δύο περιπτώσεις, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά δηλωθεῖ ἡ παρουσία ἤ ἡ ἀπουσία του.[2] Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ μυστηριώδης καί φευγαλέα προσωπικότητα τοῦ «Σωκράτη» του, παρά τά σταθερά καί εὔκολα ἀναγνωρίσιμα γνωρίσματά της, διακρίνεται ἀπό μιάν ἀνεξάντλητη ἱκανότητα προσαρμογῆς στίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις τῆς ἑκάστοτε συζήτησης, διατηρώντας ταυτόχρονα τή χαρακτηριστική της παραδοξότητα, τήν περίφημη ἀτοπίαν της, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νά παρατηρεῖ τά τεκταινόμενα ἀπό μιάν ὁρισμένη ἀπόσταση. Συνάμα, ἐκπλήσσει διαρκῶς τόσο τούς συνομιλητές του ὅσο καί τούς ἀναγνῶστες μέ τίς ἀπροσδόκητες καί συχνά ἀνατρεπτικές παρεμβάσεις του, οἱ ὁποῖες ὁρισμένες φορές κατευθύνουν τή συζήτηση πρός ἐντελῶς ἀπρόβλεπτες, ἤ ἄλλοτε ρηξικέλευθα πρωτότυπες καί καινοφανεῖς κατευθύνσεις. Αὐτή ἡ ἱκανότητα τοῦ Πλάτωνα νά ξαφνιάζει κάθε τόσο τόν ἀναγνώστη του, καθώς τόν ὁδηγεῖ σέ ἀπρόσμενες καί, ὄχι σπάνια, ἀπόμακρες καί φαινομενικά ἀκόμη καί ἀπρόσιτες περιοχές τῆς σκέψης μέσα ἀπό ἐνίοτε περίπλοκους διαλεκτικούς δρόμους, πού ὡστόσο μοιάζουν καθόλα προσβάσιμοι καί οἰκεῖοι, εἶναι ἐνας ἀπό τούς παράγοντες πού δίνουν στά ἔργα του τήν ἀπαράμιλλη ζωντάνια τους καί τή συναρπαστική ἀμεσότητα, ἡ ὁποία ἔχει καθιερώσει τή διαχρονική ἐμβέλειά τους.
Ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὡς ἐναν ὁρισμένο βαθμό, καί γιά τόν προκείμενο διάλογο, ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, παρουσιάζει καί ὁρισμένες ἀξιοσημείωτες ἰδιομορφίες πού τόν κάνουν νά κατέχει ἐντελῶς ξεχωριστή θέση στό πολυσχιδές ἔργο τοῦ συγγραφέα του. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἀνάμεσα στούς θεωρούμενους ὡς πρώιμους «σωκρατικούς» διαλόγους του —αὐτούς τῶν ὁποίων ἡ συγγραφή τοποθετεῖται πρίν ἀπό ἐκείνην τῆς μνημειώδους Πολιτείας—, στούς ὁποίους ἡ ρεαλιστική παρουσίαση προσώπων καί καταστάσεων διατηρεῖ κυρίαρχη θέση καί πολλές φορές καθορίζει ἀπόφασιστικά τήν ἐξέλιξη τῶν συζητήσεων, ὁ Γοργίας ξεχωρίζει ἐξαιτίας της ἔκτασής του (εἶναι ὁ ἐκτενέστερος ἀπό ὅλους τους πλατωνικούς διαλόγους, ἄν ἑξαιρέσουμε τήν Πολιτεία, τόν Τίμαιο καί τούς Νόμους), τῆς ἀριστοτεχνικά ἐπεξεργασμένης σπονδυλωτῆς δομῆς του, ἀλλά καί τῆς δραματικῆς ἔντασης πού χαρακτηρίζει τήν ἀντιπαράθεση τοῦ Σωκράτη μέ τούς τρεῖς διαδοχικούς συνομιλητές μέ τούς ὁποίους βρίσκεται ἀντιμέτωπος. Οἱ τελευταῖοι αὐτοί ἀντιπροσωπεύουν διαφορετικές κοινωνικές ὁμάδες καί ἰδεολογικές καταβολές, ὅμως οἱ τοποθετήσεις τους εὐθυγραμμίζονται τελικά σέ μία ἑνιαία προπτική, ἡ ὁποία τους ὁδηγεῖ σέ ἀπευθείας σύγκρουση μέ τή φιλοσοφική στάση πού διακηρύσσει μέ ἐντελῶς ἀσυνήθιστη παρρησία ὁ Σωκράτης. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀναδεικνύεται ἡ ριζική ἀντίθεση ἀνάμεσα σέ δύο διαμετρικά ἀντιτιθέμενες ἀντιλήψεις ὅσον ἀφορᾶ τή θέση τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία, ἀλλά καί γενικότερα στόν κόσμο, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται σέ δύο διαφορετικά πρότυπα βίου, μέ ἄλλα λόγια σέ δύο διαφορετικές ἐκδοχές ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο τόν ὁποῖο μπορεῖ νά ἐπιλέξει κανείς νά ζήσει καί νά διαχειριστεῖ τή ζωή του.
Ταυτόχρονα, ἡ ἀντιμετώπιση αὐτοῦ του διλήμματος μᾶς παρέχει τή δυνατότητα, γιά μία καί ἴσως μοναδική φορά, νά διαπεράσουμε τό προκάλυμμα πού μέ τόση μαεστρία ὀρθώνει συνήθως μπροστά μας ὁ Πλάτων μέσω τῆς δραματικῆς σκηνοθεσίας τῶν ἄλλων διαλόγων του, ὑποκρύπτοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τίς προσωπικές του ἀντιδράσεις καί ἐπιλογές πίσω ἀπό ἐκεῖνες τῶν χαρακτήρων πού δημιουργεῖ καί ζωντανεύει μπροστά στά μάτια μας, καθώς ἐπίσης πίσω ἀπό τό αἰνιγματικό προσωπεῖο τοῦ Σωκράτη. Διότι ὁ τελευταῖος, ἐπικαλούμενος συνήθως τήν ἀθεράπευτη ἀγνωσία του ἀλλά καί τήν ἀκατάβλητη ἀποφασιστικότητά του γιά τήν ἀναζήτηση μιᾶς ἀλήθειας πού ὡστόσο μοιάζει ἐσαεί ἀπόμακρη καί ἀπρόσιτη, μᾶς ἀφήνει συνήθως σέ μιά κατάσταση διαρκοῦς ἀπορίας, ἀνήμπορους νά ἐξιχνιάσουμε τόν δρόμο πού θά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο συχνά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἔχει ὁδηγήσει μέ τίς ἐπίμονες ἐρώτησεις του. Ἀντιθέτως, στόν Γοργία συναντᾶμε ἐναν Σωκράτη ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος νά καταθέσει ὄχι ἁπλῶς συγκεκριμένες ἀπόψεις, ἀλλά καί ὁλόκληρες ἐπεξεργασμένες θεωρίες, καθώς ἐπίσης νά ἀναπτύξει καί νά ὑπερασπιστεῖ μέ θέρμη καί ἀποφασιστικότητα τίς ἐπιλογές του ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο τόν ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος γιά νά ζεῖ κανείς. Παράλληλα, προβαίνει χωρίς δισταγμό σέ ἀποτιμήσεις ἱστορικῶν περιστατικῶν, προσώπων καί καταστάσεων, δίχως νά ἀφήνει νά διαφανεῖ τό παραμικρό ἴχνος ἀμφιβολίας ἤ ἀμφιταλάντευσης σχετικά μέ τήν ἀξία ἤ τήν ἀπαξία τους. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τόν βρίσκουμε νά μᾶς παρουσιάζει μέ ἀποφασιστικότητα μία συγκεκριμένη στάση ζωῆς, ἡ ὁποία ἐπί πλέον ἐμφανίζεται νά ἐπεξηγεῖ καί νά δικαιολογεῖ μέ σαφήνεια καί πληρότητα τή στάση τήν ὁποία κράτησε ὁ ἴδιος ἕως τήν ὕστατη φάση τῆς ζωῆς του, ὅταν βρέθηκε κατηγορούμενος μπροστά στά ὄργανα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, μέ ἀποτέλεσμα τήν καταδίκη του καί, ἐν τέλει, τήν ἐκτέλεσή του. Τό σκεπτικό τό ὁποῖο ὁδήγησε σέ αὐτή τή δραματική κατάληξη, καί τό ὁποῖο κάπως συγκαλυμμένα καί μᾶλλον ὑπαινικτικά διαπνέει τήν Ἀπολογία καί τόν Κρίτωνα, ἐκτίθεται ἐδῶ μέ ἀπαράμιλλη ἐνάργεια καί σιγουριά, φέρνοντας στήν ἐπιφάνεια τίς θεμελιώδεις καί ἀνυπέρβλητες διαφορές οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σέ σύγκρουση τόν ἀνυποχώρητα ἀσυμβίβαστο φιλόσοφο μέ τήν διεπόμενη ἀπό σκοπιμότητες καί ὑποκρισία πολιτική ζωή τῆς πόλης πού τόν φιλοξένησε σέ ὅλη τή ζωή του. Διότι στόν Γοργία τά διλήμματα δέν τίθενται πιά ἀπό τόν Σωκράτη στό πρακτικό ἐπίπεδο τῶν ἀτομικῶν του ἐπιλογῶν ἀπέναντι στά συγκεκριμένα γεγονότα τά ὁποῖα σχετίζονταν μέ τήν καταδίκη του, ἀλλά προσλαμβάνουν τόν γενικότερο θεωρητικό χαρακτήρα τῆς ἐπιλογῆς ἀνάμεσα σέ δύο διαμετρικά ἀντιτιθέμενους τρόπους ζωῆς, καί ἀξιολογοῦνται μέ κριτήριο ὄχι τήν ἁπλή συνέπειά τους μέ τή στάση πού εἶχε ἀκολουθήσει ὁ ἴδιος στήν προηγούμενη ζωή του, ἀλλά μέ γνώμονα τήν ἐπίτευξη ἑνός καθολικότερου στόχου, αὐτοῦ της ἀληθινῆς εὐτυχίας (ἤ, ἀλλιῶς, τῆς εὐδαιμονίας), ἡ ὁποία εἶχε καθιερωθεῖ στή συνείδηση τῶν συγχρόνων του ὡς ἡ ὑπέρτατη ἐπιδίωξη κάθε ἐχέφρονος ἀτόμου, στόν βαθμό πού αὐτή ἀνταποκρίνεται πρός τή βαθύτερη προσδοκία του νά ζήσει κάνεις ὅσο γίνεται καλύτερα. Ἡ προσπάθεια αὐτή, νά ἀποκαλυφθοῦν τά βαθύτερα κίνητρα πού καθοδήγησαν τόν Σωκράτη στίς ἐπιλογές του καί τόν ὤθησαν νά ἀκολουθήσει τόν φιλοσοφικό βίο μέ κάθε κόστος σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, κάνει ὅμως τελικά τόν Πλάτωνα νά ἀναγκαστεῖ νά ἀποκαλύψει καί αὐτός τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις οἱ ὁποῖες τόν ἔφεραν στόν δρόμο τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας, ἀφοῦ πρῶτα τόν ὑποχρέωσαν νά ἐγκαταλείψει τίς ὅποιες φιλοδοξίες ἔτρεφε, ὅπως κάθε καλλιεργημένος Ἀθηναῖος πού ἀνῆκε στή δική του κοινωνική τάξη, γιά συμμετοχή καί ἀνάδείιξη στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς δράσης.
Ἔχουμε τήν τύχη νά διαθέτουμε σήμερα μία μοναδικῆς σημασίας μαρτυρία, προερχόμενη ἀπό τό χέρι τοῦ ἴδιου του σύγγραφέα,[3] ὅπου καταγράφονται μέ ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο, ἀλλά μέ ἀνυπέρβλητη ἀμεσότητα καί ἀκρίβεια, οἱ ἐσωτερικές συγκρούσεις οἱ ὁποῖες τόν κατέτρυχαν λίγο πρίν καί, κυρίως, ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του δασκάλου, κατά τήν περίοδο πού μεσολάβησε ἕως τό πρῶτο ταξίδι του στή Σικελία, τό 387 π.Χ., σέ ἡλικία σαράντα ἐτῶν:
«Ὅταν κάποτε ἡμουν νέος, μοῦ συνέβη τό ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως σέ πολλούς ἄλλους: ἀποφάσισα, εὐθύς μόλις θά γινόμουν κύριος του ἑαυτοῦ μου, νά μπῶ στήν πολιτική. Τότε λοιπόν βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ τά ἑξῆς γεγονότα: ὡς ἐπακόλουθό της γενικῆς κατακραυγῆς ἐναντίον τοῦ τότε πολιτεύματος, ἐπῆλθε μεταπολίτευση, καί ἐπικεφαλῆς του νέου καθεστῶτος ἀνέλαβαν πενήντα ἕνας ἀρχηγοί, ἕνδεκα μέσα στήν πόλη, δέκα στόν Πειραιά, ἐνῶ τριάντα ἔγιναν ἀνώτατοι ἄρχοντες μέ ἀπόλυτες ἐξουσίες. Μερικοί τώρα ἀπό αὐτούς ἔτυχε νά εἶναι συγγενεῖς καί γνωστοί μου, κι ἔτσι παρευθύς μέ κάλεσαν νά λάβω μέρος σέ κάτι πού ἔμοιαζε πώς ἦταν σωστό. Καί τότε μου συνέβη κάτι διόλου παράξενο, ἄν λάβει κανείς ὑπόψη του τό νεαρό της ἡλικίας μου: πίστεψα δηλαδή πώς αὐτοί θά ὁδηγήσουν τήν πόλη ἀπό μιά ζωή πού ἦταν ἄδικη σέ ἕναν δίκαιο τρόπο ζωῆς, καί ὅτι θά ἀσκήσουν τήν ἐξουσία μέ αὐτόν τόν τρόπο. Τούς παρακολουθοῦσα λοιπόν μέ μεγάλη προσοχή γιά νά δῶ τί θά κάνουν. Καί εἶδα ὅτι μέσα σέ λίγο χρόνο οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἔκαναν τό προηγούμενο πολίτευμα νά μοιάζει μέ χρυσάφι: ἐκτός ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἔστειλαν τόν ἡλικιωμένο φίλο μου, τόν Σωκράτη —γιά τόν ὁποῖο δέν θά δίσταζα νά πῶ ὅτι ὑπῆρξε ὁ δικαιότερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του—, νά συλλάβει μαζί μέ ἄλλους ἐναν συμπολίτη μας καί νά τόν ὁδηγήσει μέ τή βία στόν θάνατο, ὥστε ἔτσι νά τόν κάνουν συμμέτοχο στίς πράξεις τους εἴτε τό ἤθελε εἴτε ὄχι. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, καί προτίμησε νά διακινδυνεύσει νά πάθει ὁτιδήποτε παρά νά γίνει συνεργός τους σέ ἀνόσιες πράξεις. Ἐγώ τά παρατηροῦσα ὅλα αὐτά, καθώς καί ἄλλα παρόμοια καί διόλου ἀσήμαντα, ὁπότε ἔνιωσα ἀγανάκτηση καί ἀποτραβήχτηκα ἀπό ὅσα κακά συνέβαιναν τότε. Ὄχι πολύ ἀργότερα, ἀνατράπηκε ἡ κυβέρνηση τῶν Τριάκοντα καί γενικά τό πολίτευμα ἐκεῖνο. Ὁπότε λοιπόν καί πάλι, ἄν καί κάπως λιγότερο ἔντονα, μέ προσείλκυε πάντως ἡ ἐπιθυμία νά ἀσχοληθῶ μέ τά κοινά καί νά πολιτευτῶ. Ἔτσι ὅμως, ὅπως ἦταν ταραγμένα τά πράγματα τότε, συνέβαιναν πολλά πού θά μποροῦσαν νά προκαλέσουν σέ κάποιον ἀγανάκτηση, καθώς δέν εἶναι παράξενο σέ πολιτικές μεταβολές οἱ ἀντεκδικήσεις ὁρισμένων ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων τους νά ξεπερνοῦν τά ὅρια. Μολοντοῦτο, οἱ πολιτικοί ἐξόριστοι πού ἐπέστρεψαν τότε ἀπό τήν ἐξορία ἔδειξαν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, μεγάλη μετριοπάθεια. Τό ἔφερε ὅμως ἡ τύχη καί ὁρισμένοι πού εἶχαν πολιτική ἐπιρροή κατήγγειλαν τόν φίλο μου τόν Σωκράτη καί τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, κατηγορώντας τον γιά τό πιό ἀνόσιο καί τό πιό ἀταιρίαστο γιά ἐκεῖνον πράγμα: τοῦ ἄσκησαν δίωξη γιά ἀσέβεια, καί οἱ ἄλλοι τόν καταδίκασαν καί τόν θανάτωσαν, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρνηθεῖ τότε νά συμμετάσχει στήν ἀνόσια δίωξη ἐναντίον ἑνός ἀπό τους φίλους τους πού ἦταν καταδιωκόμενος, ὅταν οἱ ἴδιοι δυστυχοῦσαν στήν ἐξορία. Καθώς λοιπόν τά παρατηροῦσα αὐτά καί τούς ἀνθρώπους πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική, ἀλλά καί τούς νόμους καί τίς πολιτικές συνήθειες, ὅσο περισσότερο τά συλλογιζόμουν αὐτά ἐνόσω προχωροῦσα στήν ἡλικία, τόσο πιό δύσκολο μου φαινόταν νά διαχειρίζεται κανείς σωστά τήν πολιτική ἐξουσία. Ἔτσι, ἐνῶ ἀρχικά ἤμουν γεμάτος ὁρμή, ὅσο τά παρατηροῦσα ὅλα αὐτά καί τά ἔβλεπα νά γίνονται ἄνω κάτω, ἔφτασα στό τέλος νά νιώθω ἴλιγγο. Καί ναί μέν δέν ἔπαψα νά ἐξετάζω μέ ποιόν τρόπο ἄραγε θά μποροῦσαν ὅλα αὐτά, ἀλλά καί τό πολιτικό σύστημα γενικότερα, νά γίνουν καλύτερα, ὅμως γιά πολιτική δράση περίμενα τήν κατάλληλη εὐκαιρία. Στό τέλος, κατάλαβα ὅτι καμιά ἀπό τίς σύγχρονες πόλεις δέν κυβερνιέται σωστά, ἐπειδή ἡ νομοθεσία τους βρίσκεται σέ μία κατάσταση πού μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἀθεράπευτη, ἐκτός ἄν μεσολαβήσει κάποια ἀξιοθαύμαστη προεργασία συνοδευόμενη ἀπό ἐξαιρετική τύχη. Ἔτσι ὑποχρεώθηκα νά στραφῶ στά λόγια ὥστε νά ἐπαινῶ τήν ἀληθινή φιλοσοφία καί νά λέω ὅτι μόνο μέσα ἀπό αὐτήν εἶναι δυνατόν νά δεῖ κανείς τί εἶναι τό δίκαιο σέ κάθε περίπτωση, στόν δημόσιο καί στόν ἰδιωτικό βίο. Καί ὅτι ἑπομένως οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων δέν θά πάψουν νά ὑποφέρουν, ὡσότου ἤ ἐκεῖνοι πού φιλοσοφοῦν σωστά καί γνήσια καταλάβουν τήν πολιτική ἐξουσία, ἤ ἀλλιῶς ἄν, χάρη σέ κάποια θεϊκή συγκυρία, οἱ πολίτικοι ἡγέτες φιλοσοφήσουν ἀληθινά». (Ἐπιστ. Ζ’ 324b-326b)
Δέν εἶναι παράξενο ὅτι στή νεότερη ἔρευνα θεωρεῖται ὡς δεδομένη ἡ σχέση τῆς συγγραφῆς τοῦ Γοργία μέ τά γεγονότα καί τίς ψυχολογικές μεταπτώσεις πού ἐξιστοροῦνται στήν περικοπή αὐτή τῆς Έπιστολης.[4] Τοῦτο βέβαια θέτει ὁρισμένα ζητήματα πού σχετίζονται μέ τή χρονολογία τῆς συγγραφῆς τοῦ διαλόγου, τά ὁποῖα θά συζητηθοῦν στή συνέχεια. Ὅμως τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι μᾶς ἀποκαλύπτει μέ λεπτομέρειες τήν ἐσωτερική ψυχολογική διάσταση τῆς ρήξης ἡ ὁποία ὤθησε τόν Πλάτωνα στήν ἐνασχόλησή του μέ τή φιλοσοφία, καί τῆς ὁποίας ἡ ἔνταση διατρέχει ἔκτοτε ὁλόκληρο τό φιλοσοφικό του ἔργο ἐνῶ ἄφησε ἀνεξίτηλα σημάδια στίς πιό κορυφαῖες ἐκφάνσεις του. Διότι εἶναι σαφές πώς ἡ ἐπιθυμία του νά παρέμβει στήν πολιτική πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του παρέμεινε ἀσίγαστη καί καθοριστική γιά τή διαμόρφωση τῆς σκέψης του ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μποροῦμε συνεπώς νά πούμε ὅτι ὁ Γοργίας μᾶς παρέχει τή δυνατότητα νά διακρίνουμε, πίσω ἀπό τό προσωπεῖο τοῦ κάπως ἀσυνήθιστα ἀποφασιστικοῦ καί μαχητικοῦ Σωκράτη, νά διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ ἴδιου του Πλάτωνα, καθώς μᾶς προσκαλεῖ σέ μία ἐκ βάθρων ἀναθεώρηση ὅλων τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν καί τῶν βασικῶν ἠθικῶν ἀρχῶν οἱ ὁποῖες διέπουν τήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων.
Τό θέμα τοῦ διαλόγου, ὅπως ἀποτυπώνεται καί στόν (ἀλεξανδρινῆς προέλευσης) ὑπότιτλο πού ἀναγράφουν τά μεσαιωνικά χειρόγραφα πού παραδίδουν τό κείμενο, ἀλλά καί ἡ καταγραφή στόν κατάλογο τῶν ἔργων τοῦ Πλάτωνα τήν ὁποία μᾶς παραδίδει ὁ Διογένης Λαέρτιος (III 59), εἶναι περί ῥητορικῆς. Καί πράγματι, στό πρῶτο μέρος του, ἡ συζήτηση ἀνάμεσα στόν Σωκράτη καί τόν Γοργία ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τά βασικά χαρακτηριστικά καί τό ἔργο πού καλεῖται νά ἐπιτελέσει ἡ συγκεκριμένη τεχνική διαχείρισης τοῦ λόγου. Ἡ ἐπιλογή αὐτοῦ του θέματος, ὅμως, δέν εἶναι καθόλου τυχαία, ὅπως οὔτε καί ἡ παρουσία ὡς ἀρχικοῦ συνομιλητῆ τοῦ Σωκράτη τοῦ διασημότερου ἀπό τούς ρητοροδιδασκάλους τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι κατά τή συγκεκριμένη ἱστορική περίοδο τό ζήτημα τῆς ρητορικῆς παρουσίαζε γιά τόν συγγραφέα ἐντελῶς ξεχωριστό ἐνδιαφέρον.
Διότι, πρῶτον, ἡ ρητορική, ὅπως καί ἡ ποίηση, εἶχε συντελέσει ἀποφασιστικά στή διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης κατά τρόπο πού ὁδήγησε στή μοιραία καταδίκη τοῦ Σωκράτη, μέ κύριους ἐκπροσώπους της τόν Μέλητο καί τόν Λύκωνα (βλ. Ἀπολ. 23a4-6), ἀλλά ἐξακολούθησε νά τό ἐπιχειρεῖ καί ἀργότερα, μέ ἔργα ὅπως ἡ Κατηγορία Σωκράτους τοῦ Πολυκράτη.[5] Ἦταν λοιπόν φυσικό ὁ Πλάτων νά τήν θεωρήσει ὡς ἐνα ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνο ὅπλο τό ὁποῖο μποροῦσε νά ἔχει καταστρεπτικές συνέπειες στά χέρια ἀνθρώπων πού δέν θά διέθεταν τήν ἀπαιτούμενη γνώση ἤ παιδεία καί θά ἐνεργοῦσαν παρακινούμενοι ἀπό κακεντρέχεια ἤ ὑστεροβουλία.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ διαφορά μεταξύ της ρητορικῆς καί τῆς φιλοσοφίας δέν ἦταν κατά τήν ἐποχή ἐκείνη καθόλου δεδομένη. Ἀκόμη καί ἕνας καθιερωμένος διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς ὅπως ὁ Ἰσοκράτης μποροῦσε νά ὀνομάζει τή δική του ἐκδοχή της ρητορικῆς τεχνικῆς τήν ὁποία δίδασκε ὡς φιλοσοφίαν.[6] Ἦταν ἑπομένως ἀπαραίτητο γιά τόν Πλάτωνα νά ἀποσαφηνίσει τή ριζική διαφοροποίησή του ἀπό τέτοιου εἴδους δραστηριότητες, ὁριοθετώντας τή ρητορική καί ὑποδεικνύοντας μέ ἀκρίβεια τίς οὐσιαστικές διαφορές πού τήν διαχωρίζουν ἀπό τή φιλοσοφία, ὅπως ὁ ἴδιος τήν ἀντιλαμβανόταν καί τήν δίδασκε στή δική του σχολή, ὅπου ὡς βασικό ἐκπαιδευτικό καί ἀναλυτικό ἐργαλεῖο ἐχρησιμοποιεῖτο πλέον ἡ διαλεκτική.
Τέλος, ἡ ρητορική δέν ἦταν τότε, ὅπως εἶναι σήμερα, ἕνα ἁπλό φιλολογικό εἶδος, ἀλλά τό βασικό ἔργαλεῖο κατά τήν ἄσκηση τῆς πολιτικῆς. Σέ ἕνα δημοκρατικό καθεστώς ὅπως αὐτό τῆς Ἀθήνας, ἡ ρητορική ἱκανότητα ἀποτελοῦσε ἰσχυρότατο ὅπλο στά χέρια ἑνός πολιτικοῦ, προκειμένου αὐτός νά διαμηνύσει ἤ καί νά ἐπιβάλει τίς ἀπόψεις του στίς λαϊκές συνελεύσεις ὅπου παίρνονταν οἱ βασικές πολιτικές ἀποφάσεις, γιά νά ὑπερασπιστεῖ τίς ἐπιλογές του ἤ γιά νά ἐπιτεθεῖ στούς ἀντιπάλους του. Ἡ δύναμή της μάλιστα αὐξανόταν σταθερά σέ ὅλη τήν κλασική περίοδο ὡσότου, κατά τόν τέταρτο αἰώνα, ρήτορες ὅπως ὁ Ἰσοκρατης, ὁ Δημοσθένης καί ὁ Αἰσχίνης ἔφτασαν νά κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στήν πολιτική σκηνή τῆς πόλης. Ἑπομένως, ἡ ἐξέταση τῆς ρητορικῆς καί τῶν δυνατοτήτων της ἦταν εὔλογο νά ἐμφανίζεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή μελέτη τῆς ἀσκούμενης πολιτικῆς πρακτικῆς καί γιά τήν κατανόηση τῆς παθογένειάς της.
Πράγματι, ἤδη κατά τήν ἀρχαιότητα εἶχε γίνει ἀντιληπτό ὅτι οἱ βλέψεις καί ἡ στόχευση τοῦ Γοργία ἐκτείνονται πολύ πέραν τοῦ θέματος τῆς ρητορικῆς, ἡ φύση τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἁπλῶς τό ἔναυσμα πού ὁδηγεῖ στήν πραγμάτευση τῶν βασικῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν τόν συγγραφέα, καί πού δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τήν ἠθική θεμελίωση τῆς πολιτικῆς πρακτικῆς καί ἡ μέ βάση αὐτήν συγκρότηση τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ ἀτόμου ἔτσι ὥστε τούτη νά συνεισφέρει στήν ἀληθινή του εὐτυχία. Γιά παράδειγμα, ὁ Νεοπλατωνικός ὑπομνηματιστής τοῦ ἔργου, ὁ Ὀλυμπιόδωρος, ἀναφέρει πώς ὁ σκοπός τοῦ ἔργου εἶναι περί τῶν ἀρχῶν τῶν ἠθικῶν διαλεχθῆναι τῶν φερουσῶν ἡμᾶς ἐπί τήν πολιτικήν εὐδαιμονίαν (Prooem. 4, 3.18-20).Ἡ ἐκτίμηση αὐτή εἶχε ὡς συνέπεια νά τοποθετηθεῖ ὁ συγκεκριμένος διάλογος σέ μία ἀπό τίς πρῶτες βαθμίδες τοῦ προγράμματος σπουδῶν πού ἀκολουθοῦσαν οἱ σχολές τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, δεδομένου ὅτι ἡ πολιτική εὐδαιμονία καί οἱ συναρτημένες μέ αὐτήν «πολιτικές ἀρετές» ἐθεωροῦντο τότε ὡς ἡ κατώτερη βαθμίδα μιᾶς ἱεραρχίας ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦσαν σταδιακά πρός τίς ἀνώτερες καί περισσότερο θεωρητικές, ὡσότου ἐπιτευχθεῖ ὁ ὑπέρτατος στόχος τῆς κατά τό δυνατόν ἐξομοίωσης μέ τό θεῖο.[7]
Ἡ ἴδια ἡ ἔκταση τοῦ ἔργου, ἡ φιλοδοξία τοῦ προγράμματός του, ἀλλά καί ἡ μαεστρία πού φανερώνει ὁ συγγραφέας του κατά τήν παρουσίαση καί τή διαχείριση τῶν προσώπων τά ὁποῖα παίρνουν μέρος στή συζήτηση, καθώς ἐπίσης ἡ δεινότητα πού ἐπιδεικνύει μέ τό πῶς χειρίζεται τίς ἐναλλαγές τοῦ ὕφους, τοῦ ρυθμοῦ καί τοῦ «ὕψους» τῆς γραφῆς του, συνηγοροῦν ὅτι πρόκειται γιά ἔργο σχετικῆς ὡριμότητας τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος ὅμως κοιτάζει, τρόπον τινά, πρός τό παρελθόν, ἀνασκοπώντας καί ἀξιοποιώντας στό ἔπακρο τά ἐπιτεύγματα τῆς πρώιμης «σωκρατικῆς» φάσης τῆς παραγωγῆς του, ὅπως ἀντίστοιχα ὁ Μένων, μέ τόν ὁποῖο τόν συνδέουν σημαντικές θεματολογικές συνάφειες ἀλλά καί ἀξιοπρόσεκτες ἀντιθέσεις, κοιτάζει πρός τό μέλλον, ἀφήνοντας ἔτσι γιά πάντα πίσω του τήν καθαρά ἀπορητική φάση τῆς σωκρατικῆς διδασκαλίας καί διανοίγοντας νέες προοπτικές ἔρευνας καί διδασκαλίας. Οἱ δύο αὐτοί διάλογοι, ἐνδεχομένως μέ τήν προσθήκη τοῦ Μενεξένου, μοιάζει σάν νά ὁλοκληρώνουν τήν «σωκρατική» καί καθαρῶς «ἀθηναιοκεντρική» περίοδο τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνα, καί νά προετοιμάζουν τή μετεξέλιξή της στήν πολύ εὐρύτερης ἐμβέλειας καί ἀκόμη πιό φιλόδοξη μεταγενέστερη φάση τῆς φιλοσοφίας του, ἡ ὁποία πλέον ἀποσκοπεῖ στήν ἀναμόρφωση καί τόν ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ τρόπου ζωῆς γενικά ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ βάση μία ριζική ἀναδιάρθρωση καί ἐπαναξιολόγηση ὅλης τῆς πραγματικότητας.
Ἡ δραματική σκηνοθεσία καί ἡ διάρθρωση τοῦ διαλόγου.
Ὁ Γοργίας εἶναι γραμμένος, ὅπως καί οἱ περισσότεροι ἀπό τους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, σέ ἁπλή δραματική μορφή, ὅπου τά λεγόμενα τοῦ κάθε ὁμιλητῆ παρουσιάζονται διαδοχικά μετά ἀπό τήν ἔνδειξη τοῦ ὀνόματός του. Αὐτός ἦταν ὁ παραδεδομένος τρόπος καταγραφῆς διαφόρων ἔργων μέ δραματικό χαρακτήρα, καί ἰδιαίτερα τῶν μίμων, τῶν σύντομων καί συνήθως ὀλιγοπρόσωπων δραματουργημάτων μέ κωμικό, κατά κανόνα, περιεχόμενο, τά ὁποῖα εἶχαν γίνει πολύ δημοφιλῆ στήν περίοδο ἐκείνη ὄχι μόνο στήν Ἀθήνα, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο στή Σικελία, ὅπου διέπρεψαν οἱ πιό γνωστοί συγγραφεῖς τοῦ εἴδους, ὁ Ἐπίχαρμος καί ὁ Σώφρων.[8] Ἡ συγκεκριμένη λογοτεχνική μορφή, ὡστόσο, δέν ἀφήνει μεγάλα περιθώρια, ὅπως τό κάνουν οἱ λεγόμενοι ἀφηγηματικοί διάλογοι, γιά τήν παροχή πληροφοριῶν σχετικά μέ τό πλαίσιο διεξαγωγῆς τοῦ διαλόγου, γιά τίς σχέσεις καί τόν χαρακτήρα τῶν προσώπων πού παίρνουν μέρος, καθώς συμβαίνει μέ τίς ὑπέροχες εἰσαγωγικές σκηνές διαλόγων ὅπως εἶναι ὁ Χαρμίδης, ὁ Πρωταγόρας, τό Συμπόσιο, ὁ Φαίδων καί ὁ Φαῖδρος.
Ἀπό τίς λιγοστές ἐνδείξεις πού μποροῦμε νά ἀντλήσουμε ἀπό τά λεγόμενα τῶν ὁμιλητῶν, προκύπτει ὅτι ἡ συζήτηση διεξάγεται ἀμέσως μετά ἀπό τήν ὁμιλία πού εἶχε παρουσιάσει ὁ Γοργίας ἐνώπιον κοινοῦ, τό ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι παρόν καί νά παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον τήν ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου, κάθε τόσο θορυβώντας καί παροτρύνοντας ἔτσι τούς συνομιλητές νά συνεχίσουν (458c3-5). Ὁ χῶρος ὅπου διεξάγεται ἡ συζήτηση θά πρέπει νά εἶναι διαφορετικός ἀπό τήν οἰκία τοῦ Καλλικλῆ γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἴδιος (447b7-8), ἔτσι ὥστε νά ἔχει νόημα ἡ πρόσκληση τήν ὁποία ἀπευθύνει πρός τόν Σωκράτη καί τόν Χαιρεφώντα, νά περάσουν ἀπό ἔκεῖ κάποιαν ἄλλη φορά προκειμένου νά ἀκούσουν τόν Γοργία νά ὁμιλεῖ. Φαίνεται πιθανότερο ὅτι πρόκειται γιά κάποιον δημόσιο χῶρο, πιθανότατα κλειστό (βλ. τό ἔνδον στό 447c7 καί στό 455c6), ὅπως ἦταν, λ.χ., τό περίφημο Ὠδεῖο του Περικλῆ, ἐνα ἀπό τά ἐμβληματικά κτίρια δημοσίων ἐκδηλώσεων, πού βρισκόταν κοντά στό ἀρχαῖο θέατρο τοῦ Διονύσου στή νότια κλιτύ τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν, στήν περιοχή ὅπου ὑπῆρχαν καί τά μνημεῖα τά ὁποῖα μνημονεύονται στό 472a7-b2, καί τό ὁποῖο συνδεόταν μέ ἐκδηλώσεις πού γίνονταν στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς γιορτῆς τῶν Παναθηναίων.Ἔτσι θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ καλύτερα καί ἡ καθυστερημένη ἄφιξη τοῦ Σωκράτη καί τοῦ Χαιρεφώντα, οἱ ὁποῖοι δηλώνουν στήν ἀρχή ὅτι ἦρθαν ἀπό τήν ἀγορά, δηλαδή ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ λόφου τῆς Ἀκρόπολης.
Ἡ συζήτηση ἐκτυλίσσεται σέ τρεῖς διαδοχικές φάσεις, πού ὁρίζονται ἀπό τούς τρεῖς διαφορετικούς συνομιλητές μέ τούς ὁποίους βρίσκεται κάθε φορά ἀντιμέτωπος ὁ Σωκράτης. Ὡστόσο, ἡ ἑνότητα τοῦ διαλόγου διασφαλίζεται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ὁμιλητές ἔρχονται νά ὑποκαταστήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ μιά προσπάθεια νά εἰσχωρήσουν ὅλο καί περισσότερο στό ὑπό συζήτηση θέμα, ἀποκαλύπτοντας κάθε φορά ὅλο καί βαθύτερα στρώματα ἀντιλήψεων καί προϋποθέσεων οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται στίς θέσεις πού ἐκτίθενται, παραμερίζοντας ταυτόχρονα τούς ὅποιους ἐνδοιασμούς τους[9] στό νά διατυπώσουν τίς πιό ἐνδόμυχες σκέψεις καί ἐπιδιώξεις τους, ὡσότου τελικά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σωκράτης, ὁ Καλλικλῆς ἀναγκάζεται νά φτάσει στό σημεῖο «νά ἐκφράσει μέ σαφήνεια αὐτά πού ἄλλοι σκέφτονται ἄλλα δέν τολμοῦν νά ποῦν» (492d2-3).
Μετά ἀπό ἐναν σχετικά σύντομο πρόλογο (447al-449a2), στό πρῶτο του ἐπεισόδιο (449a2-461bl) ὁ διάλογος διεξάγεται μεταξύ του Σωκράτη καί τοῦ Γοργία, καί ἔχει τά ἐξωτερικά τυπικά γνωρίσματα πού συναντοῦμε καί σέ ἄλλους «σωκρατικούς» διαλόγους, ὅπου ὁ Σωκράτης συνομιλώντας μέ κάποιον ὁ ὁποῖος φέρεται ὡς «εἰδήμων» σέ ὁρισμένο τομέα, τοῦ ὑποβάλλει ἐρωτήσεις σχετικά εἴτε μέ τόν χαρακτήρα καί τίς ἐπιδιώξεις τῆς ἴδιας τῆς τέχνης του (ὅπως γίνεται, λ.χ., στον Ἴωνα, τόν Πρωταγόρα καί τόν Εὐθύδημο), εἴτε μέ τή φύση τοῦ ἀντικείμενου τό ὁποῖο ἐκείνη πραγματεύεται (ὅπως, λ.χ., στόν Λάχητα καί τόν Εὐθύφρονα), καί οἱ ὁποῖες, κατά κανόνα, παίρνουν τήν τυπική μορφή τοῦ κλασσικοῦ ἐρωτήματος «τί ἐστιν X;».[10] Ὅ ἰσχυρισμός ἐκ μέρους τοῦ Γοργία ὅτι, ἐκτός ἀπό τίς τεχνικές γνώσεις πού ἀφοροῦν τή χρήση τοῦ λόγου, ὁ ρήτορας εἶναι σέ θέση νά παράσχει στούς μαθητές του καί γνώσεις ὅσον ἀφορᾶ τό τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο, τόν κάνει νά περιπέσει σέ ἀσυνέπεια, ὁπότε καί ἀναλαμβάνει ὁ Πῶλος νά διασώσει τήν τιμή τοῦ δασκάλου του.
Ὁ Σωκράτης ἐκθέτει τή δική του ἄποψη σχετικά μέ τόν χαρακτήρα τῆς ρητορικῆς ὡς «κολακείας», καί ἔτσι ἐμπλέκει τόν Πῶλο σέ μία σειρά ἀπό διαλεκτικά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα τόν ὑποχρεώνουν τελικά νά παραδεχτεῖ, ἀντίθετα πρός τήν ἀρχική τοποθέτησή του, ὅτι τό νά ἀδικεῖται κανείς εἶναι προτιμότερο ἀπό τό νά ἀδικεῖ, καί ὅτι ἡ τιμωρία γιά μιά ἀδικία εἶναι κάτι πού θά πρέπει νά τό ἐπιζητεῖ ὁ ἴδιος αὐτός πού τήν ἔχει διαπράξει (461 b2- 481 b4).
Ἡ ἐξωφρενικότητα αὐτῶν τῶν συμπερασμάτων φέρνει στή συζήτηση τόν Καλλικλῆ, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό μιά εὔγλωττη καί ὅλο πάθος ὑπεράσπιση αὐτοῦ πού ὀνομάζει «δίκαιό τῆς φύσης» ἔναντι τῶν πλαδαρῶν κοινωνικῶν συμβάσεων, βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ τόν Σωκράτη, ἔχοντας ἀναλάβει νά ὑποστηρίξει, μία μορφή ἀκραίου ἀτομοκεντρικοῦ ἡδονισμοῦ. Ἡ συζήτηση στρέφεται στό ζήτημα τοῦ ποιός εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς ὁ ὁποῖος τελικά εἶναι καταλληλότερος νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν εὐτυχία, καί συμπεριλαμβάνει μιά ὀξεία κριτική τῶν καθιερωμένων ἀντιλήψεων σχετικά μέ τίς πολιτικές ἐπιλογές οἱ ὁποῖες εἶναι ἱκανές νά συμβάλλουν σέ αὐτόν τόν σκοπό (481b5-522e5).
Στόν ἐπίλογο τοῦ διαλόγου (522e6-527e6), ὁ Σωκράτης ἀφηγεῖται ἐναν ἐσχατολογικό μύθο σχετικά μέ τή μεταθανάτια κρίση τῶν ψυχῶν, συμπληρώνοντάς τον μέ μία παραινετική κατακλείδα, ὅπου διατυπώνει τά τελικά του συμπεράσματα σχετικά μέ τόν δρόμο πού ὀφείλει νά ἀκολουθήσει κανείς γιά νά ζήσει μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ἡ διάρθρωση τοῦ διαλόγου μπορεῖ νά παρασταθεῖ συνοπτικά μέ τό ἑξῆς διάγραμμα:
Α. Εἰσαγωγική συζήτηση (447a-448e)
Β. Γοργίας (449a-461b)
1. Ποιά τέχνη εἶναι ἡ ρητορική; (449a-454a)
2.Ἡ ρητορική ὡς δημιουργός πειθοῦς καί ἡ δικαιοσύνη (454b-461a)
Γ. Πῶλος (461b-488b)
1. Ἡ ρητορική ὡς «κολακεία» (461b-466a)
2. Ἡ δύναμη τῆς ρητορικῆς (466a-468e)
3. Ἡ ἀδικία μπορεῖ νά ἀποφέρει εὐτυχία; (468e-474b)
4. Τό νά ἄδικεῖται κάποιος εἶναι προτιμότερο ἀπό τό νά ἀδικεῖ (474b-476a)
5. Τό νά μήν τιμωρηθεῖ κάποιος γιά τήν ἀδικία πού διέπραξε εἶναι χειρότερο ἀπό τό νά τιμωρηθεῖ (476a-479e)
6. Σύνοψη: Τί μπορεῖ νά εἰσφέρει ἡ ρητορική; (480a-481b)
Δ. Καλλικλῆς (481b-522e)
1.Ἡ θέση τοῦ Καλλικλῆ: ἡ κυριαρχία τοῦ «δικαίου τῆς φύσης» ἔναντι τοῦ «νόμου» τῶν πολλῶν (481b-484c)
2. καί ἡ ὑπεροχή τοῦ βίου τῆς πράξης ἔναντι τοῦ θεωρητικοῦ βίου (484c-486d)
3. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Σωκράτη: Ἐπαναδιατύπωση τῆς θέσης τοῦ Καλλικλῆ (486d-491c)
4. Οἱ ἐπιθυμίες, ἡ σωφροσύνη καί ἡ συμβολή τους στήν ἐπίτευξη τῆς εὐτυχίας (491c-494a)
5. Ἡ ἡδονιστική θέση (494a-495b)
6. Πρῶτο ἐπιχείρημα ἐνάντια στόν ἡδονισμό (495c-497d)
7. Δεύτερο ἐπιχείρημα ἐνάντια στόν ἡδονισμό (497e-499b)
8. Καλές καί κακές ἡδονές: συνέπειες ὅσον ἀφορᾶ τή ρητορική καί τήν πολιτική (499c-503b)
9. Ἡ πολιτική ὡς τέχνη καί ἡ ψυχική ἀρετή (503b-508c)
10. Συμπεράσματα: Ἡ ἐξουσία, ἡ δικαιοσύνη καί οἱ ἐπιδιώξεις τῆς πολιτικῆς. Ἡ σημασία τῆς γνώσης (508c- 515c)
11. Κριτική στούς ἐπιφανεῖς πολιτικούς του παρελθόντος (515c-519c)
12.Κριτική στούς σοφιστές ὡς δασκάλους τῆς ἀρετῆς (519c-520e)
13 . Ὑπεράσπιση τῆς «πολιτικῆς» τοῦ Σωκράτη (521a-522e)
Ε. Ἐπίλογος (523a-527a)
1. Ὁ μύθος τῆς μεταθανάτιας κρίσης τῶν ψυχῶν (523a- 527e)
2. Παραινετική σύνοψη τῶν τελικῶν συμπερασμάτων: ἡ δικαιοσύνη καί οἱ ἄλλες ἀρετές δείχνουν τόν δρόμο πρός τόν εὐτυχισμένο βίο (527a-527e)
Τά πρόσωπα τοῦ διαλόγου.
Ὅ Γοργίας ὁ Λεοντίνος (π. 485 - π. 380 π.Χ.) ἦταν ἴσως ὁ πιό διάσημος διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς κατά τόν πέμπτο αἰώνα. Ἀναφέρεται ὡς μαθητής τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, καί εἶχε μακρά καί ἔνδοξη σταδιοδρομία πού συμπεριλάμβανε ἐκτενεῖς περιοδεῖες σέ ὅλα τά μεγάλα κέντρα, καθώς καί σέ ἄλλες, λιγότερο ἐπιφανεῖς περιοχές τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, ἀποκτώντας ἔτσι σημαντική περιουσία καί πολυάριθμους μαθητές,[11] ἀλλά καί, καθώς φαίνεται, ἀκόμη περισσότερους θαυμαστές καί μιμητές. Στήν Ἀθήνα ἡ παρουσία του ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, ὅμως ἡ παραμονή του στήν πόλη φέρεται πώς ὑπῆρξε μόνο περιστασιακή. Μολονότι ἐνίοτε συγκαταλέγεται στούς σοφιστές, ὁ ἴδιος φαίνεται ὅτι ἀρνιόταν αὐτόν τόν τίτλο, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ διδασκαλία του περιοριζόταν στό πεδίο τῆς ρητορικῆς τεχνικῆς. Ἡ μέθοδος τῆς διδασκαλίας του στηριζόταν κυρίως στήν ἀπομνημόνευση ἐπιδεικτικῶν ρητορικῶν γυμνασμάτων, τά ὁποῖα στή συνέχεια χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τους μαθητές του ὡς πρότυπα γιά τήν ἀνασύσταση τῶν κατάλληλων τόπων, μέ βάση τούς ὁποίους μποροῦσε κανείς νά διαρθρώσει ἕναν πρόσφορο λόγο προκειμένου νά χειριστεῖ τό ὁποιοδήποτε θέμα. Μεταχειριζόταν ἀναλυτικούς περιγραφικούς ὁρισμούς, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν ὡς δεξαμενές γιά τή συγκρότηση πρόσφορων «κοινῶν τόπων», οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν ἀφετηρίες γιά τήν κάθε λογῆς ἐπιχειρηματολογία, πού συχνά ἦταν διαρθρωμένη σέ μακρές ἁλυσίδες διαζευκτικῶν συλλογισμῶν, συνδεόμενων μεταξύ τους μέ μία ἐπίφαση ἀδήριτης λογικῆς ἀλληλουχίας. Ἦταν γνωστός γιά τή μέχρι φορτικότητας χρήση λεκτικῶν καί ἄλλων τεχνασμάτων, τά ὁποῖα ἔντυπωσίαζαν τό ἀκροατήριό του καί προσέδιδαν στόν λόγο του ἰδιαίτερη λάμψη καί σχεδόν ποιητική γοητεία, πού ὅμως, ἀπό ἐνα σημεῖο καί μετά, μποροῦσε νά καταστεῖ προσποιητή καί προβλέψιμη. Ὅπως συνέβη καί μέ ἄλλους σημαντικούς συγγραφεῖς τῆς περιόδου, λ.χ. τόν Εὐριπίδη, τόν Ἀγάθωνα καί τοῦ Ἰσοκράτη, ἔτσι καί ὁ Πλάτων ἐπηρεάστηκε, ὡς ἐναν ὁρισμένο βαθμό, ἀπό τήν τεχνική του δεινότητα, καί τόν ἀπεικονίζει μέ τόν δέοντα σεβασμό ὡς ἐναν καταξιωμένο καί καλοπροαίρετο κατά βάση, ἄν καί ἴσως ὄχι ἰδιαίτερα διορατικό, τεχνίτη τοῦ λόγου, πού ὡστόσο οἱ ἀγαθές του προθέσεις δέν ἐπαρκοῦσαν γιά νά ἀποτρέψουν ὅσους ἀπό τους θαυμαστές του ἐνδεχομένως δέν διέθεταν τίς ἀπαιτούμενες ἀναστολές ἀπό τοῦ νά χρησιμοποιήσουν τά μέσα πού τούς παρεῖχε γιά νά πετύχουν σκοπούς οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νά εἶναι ἀπό ἴδιοτελεῖς ἕως καί αὐτόχρημα ἀντικοινωνικοί.
Ὁ Πῶλος γεννήθηκε καί αὐτός στή Σικελία, στήν πατρίδα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, τόν Ἀκράγαντα, καί ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Γοργία καί τοῦ Λικύμνιου τοῦ Χίου (βλ. Φδρ. 267bl0-c3), δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καί συγγραφέας συναφῶν τεχνικῶν ἐγχειριδίων.Ἦταν ἀρκετά νεότερος ἀπό τόν Γοργία καί ἀπό τόν Σωκράτη, καί φαίνεται ἀπροετοίμαστος γιά τή διαλεκτική δοκιμασία στήν ὁποία τόν ὑποβάλλει ὁ τελευταῖος. Ἡ προκλητική, ἄν καί, ἐν τέλει, ὅπως ἀποδεικνύεται, ὑποκριτική στάση του τόν ἀφήνει ἔκθετο μπροστά στά ἄλλοτε ἁπλῶς εἰρωνικά καί ἄλλοτε ἀμείλικτα βέλη τῆς διαλεκτικῆς τοῦ Σωκράτη, τά ὁποῖα τόν μετατρέπουν ἀπό ἀλαζονικό καί ὑπερφίαλο πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Γοργία σέ πειθήνιο φερέφωνο τῶν πιό ἀκραίων ἀπόψεων πού τοῦ προτείνει ὁ Σωκράτης, προτοῦ νά ἀποσυρθεῖ σέ μιά πλήρη καί ἀμήχανη σιωπή.
Πολύ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ φυσιογνωμία τοῦ Καλλικλῆ, ἑνός σχετικά νεαροῦ Ἀθηναίου προερχόμενου ἀπό καλή καί εὔπορη οἰκογένεια τῶν Ἀχαρνῶν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στό ξεκίνημα τῆς πολιτικῆς του καριέρας καί δέν κρύβει τή φιλοδοξία του ἀλλά καί τόν κυνικό πραγματισμό του, καί πού, παρ’ ὅλη τήν καλλιέργεια καί τή φροντισμένη ἐκπαίδευσή του, δέν διστάζει νά ἐκφράσει τήν περιφρόνησή του τόσο γιά τούς «πολλούς», τούς ὁποίους θεωρεῖ ὡς δουλοπρεπεῖς καί ὑστερόβουλους, ὅσο καί γιά τίς ἄχρηστες, κατά τήν ἐκτίμησή του, θεωρητικολογίες μέ τίς ὁποῖες καταγίνονταν ὁ Σωκράτης καί οἱ ὅμοιοί του. Ἀντιπροσωπεύει ἀπόψεις καί ἰδεολογικές τοποθετήσεις πού εἶχαν καταστεῖ κυρίαρχες στήν ἀθηναϊκή ζωή ἤδη κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου,[12] ἐνῶ παράλληλα ἔχει τήν ἱκανότητα νά τίς ἐκφράζει μέ εὐθύτητα καί γλαφυρότητα, ἐκτοξεύοντας ταυτόχρονα συγκαλυμμένες ἀπειλές πρός τόν συνομιλητή του μέ ἀφορμή τήν περιφρόνηση πού θεωρεῖ ὅτι ἐκεῖνος ἐπιδεικνύει γιά τίς παραδοσιακές ἀξίες καί τίς ἐμβληματικές προσωπικότητες τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Τό γεγονός ὅτι δέν ἔχουμε καμιάν ἄλλη ἀξιόλογη μαρτυρία ἀπό ἀρχαῖες πηγές σχετικά μέ τό πρόσωπό του ἔχει ἐγείρει ἀμφισβητήσεις ὅσον ἀφορᾶ τήν ἱστορικότητα τῆς παρουσίας του στήν Ἀθήνα κατά τή συγκεκριμένη περίοδο. Ὡστόσο, οἱ συγκεκριμένες λεπτομέρειες πού παρέχει ὁ Πλάτων σχετικά μέ τήν κοινωνική ζωή καί δράση του (βλ. 481d4-e4, 487cl-d2), ἰδιαίτερα μάλιστα ἐφόσον ἐτοῦτες φανερώνουν δεσμούς μέ τό οἰκογενειακό περιβάλλον αὐτοῦ του ἴδιου, εἶναι ἀπίθανο νά εἶναι ἐντελῶς πλασματικές. Φαίνεται περισσότερο πιθανόν ὅτι ὑπῆρξε ἐνας ἀκόμη (ἐνδεχομένως σχετικά ἀφανής) ἐκπρόσωπος τῆς «χαμένης γενιᾶς» τῶν καλοαναθρεμμένων νέων της Ἀθήνας πού, σάν τόσους ἄλλους ὅπως ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ Κριτίας καί ὁ Χαρμίδης, ἔπεσαν θύματα τῆς ὑπέρμετρης φιλοδοξίας τους, μέ ἀποτέλεσμα τά ὀνόματά τους νά καταστοῦν τελικά ὄνειδος καί νά καταλήξουν νά μνημονεύονται, ὅταν μνημονεύονται, στίς πιό μελανές σελίδες τῆς ἱστορίας τῆς πόλης τους.
Ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται νά συνοδεύεται ἀπό τόν πιστό καί φανατικό θαυμαστή τοῦ Χαιρεφώντα,[13] ἀρχικά ἐπιδεικνύει ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, τήν ἀκατάπαυστη ἐπιμονή του νά ὑποβάλλει ἐρωτήσεις, τήν πάντοτε αἰχμηρή εἰρωνεία του, τήν ἀποστροφή του πρός τή μακρολογία, τόν «ἐπαγωγικό» τρόπο τῆς οἰκοδόμησης τῆς ἐπιχειρηματολογίας του, ἐνίοτε ἀκόμη καί τήν καθιερωμένη ἀγνωσία του, μολονότι ἡ τελευταία αὐτή δέν προβάλλεται ἰδιαίτερα. Ὅσο προχωρεῖ ὁ διάλογος, ὅμως, ἀναφαίνονται βαθμιαία καί ἄλλες, πρωτόγνωρες πλευρές τοῦ χαρακτήρα του: ἡ προθυμία του νά παρουσιάσει ὁλοκληρωμένα θεωρητικά σχήματα, ὅπως ἡ ἐμπεριστατωμένη ὑποδιαίρεση τῶν τεχνῶν καί τῶν ἀντίστοιχων «κολακειῶν» (464b3- 465d6), ἡ ἐμπιστοσύνη του στίς μεθόδους καί τά πορίσματα τῶν μαθηματικῶν (βλ. σχετικά πιό κάτω), ἡ προσφυγή του σέ «ἀκούσματα» πού προέρχονται ἀπό μυστηριώδεις καί ἀδιευκρίνιστες πηγές (493al-494al), ἡ βεβαιότητα πού ἐπιδεικνύει ὅσον ἀφορᾶ τά πορίσματα στά ὁποῖα καταλήγει ὁ ἔλεγχος τόν ὁποῖο διεξάγει (473b6-U, 487el-7, 508e5-509bl), τέλος ὁ παραινετικός, σχεδόν ἱεραποστολικός τόνος τόν ὁποῖο υἱοθετεῖ πρός τό τέλος τοῦ διαλόγου (527c5-e6), προκειμένου νά παρακινήσει τόν συνομιλητή του γιά νά τόν ἀκολουθήσει στόν δρόμο τῆς παιδείας, τῆς ἀρετῆς καί τοῦ ἄριστου βίου, ὅπως ὁ ἴδιος τόν ἔχει προδιαγράφει. Ὅλα τοῦτα ὑποδεικνύουν ὅτι ὁ Πλάτων βρίσκεται ἤδη καθ’ ὁδόν πρός μία νέα προσέγγιση στά φιλοσοφικά ζητήματα, διαφορετική ἀπό τήν καθαρά ἀπορητική καί ἐταστική στάση πού κρατοῦσε στούς πιό πρώιμους «σωκρατικούς» διαλόγους του.
Ἡ δραματική χρονολόγηση τοῦ διαλόγου.
Ὅπως τό ἔχει παρατηρήσει ὁ Dodds 17-8, τά διάφορα στοιχεῖα πού μᾶς παρέχονται κατά τήν ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου καθιστοῦν δυσχερή τήν τοποθέτηση τῆς δράσης του σέ κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.[14] Μερικά ἀπό αὐτά τά δεδομένα εἶναι τά ἑξῆς:
Ὁ θάνατος τοῦ Περικλῆ (429) ἀναφέρεται ὡς σχετικά πρόσφατο γεγονός (503c2-3).
Ἡ πρώτη γνωστή ἐπίσκεψη τοῦ Γοργία στήν Ἀθήνα ἔγινε κατά τήν ἑορτή τῶν Παναθηναίων τοῦ 427, ὅταν ἐμφανίστηκε ὡς μέλος μιᾶς διπλωματικῆς ἀποστολῆς προερχόμενης ἀπό τήν πατρίδα του, τούς Λεοντίνους, καί ἐξασφάλισε τή συμμαχία τῶν Ἀθηναίων.[15] Ἀναφέρεται ὅμως ἐπίσης ὅτι ἤδη γηράσκων ἐκφώνησε τόν Ἐπιτάφιό του στήν πόλη γιά τούς πεσόντες στόν πόλεμο,[16] προφανῶς σέ κάποια μεταγενέστερη ἐπίσκεψή του ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά πραγματοποιήθηκε ἀρκετά χρόνια ἀργότερα, πιθανῶς κατά τήν ὕστερη φάση τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι στόν Μένωνα, 71c4-8, ὁ ὁποῖος κατά τά φαινόμενα διαδραματίζεται στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 402, ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στήν παλαιότερη συνάντησή του μέ τόν Γοργία ὡς κάτι πού εἶχε γίνει στό σχετικά μακρινό παρελθόν, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν τήν θυμᾶται, ὅπως ἰσχυρίζεται, ἐπακριβῶς στίς λεπτομέρειές της.
Ὁ Δῆμος, ὁ γιός τοῦ Πυριλάμπη, εἶναι ἀκόμη ἐνας ὄμορφος νεαρός (481d4-e4), συνεπώς δέν μπορεῖ νά βρισκόμαστε πολύ μετά τό 422.[17]
Ὁ Ἀλκιβιάδης θά πρέπει ἐπίσης νά βρίσκεται ἀκόμη σέ σχετικά νεαρή ἡλικία, ἐφόσον ἡ ἐμπλοκή του στήν περιπέτεια τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας (τό 415) καί σέ ὅσα ἐπακολούθησαν παρουσιάζεται ὡς κάτι τό μελλοντικό (519a7-b2).
Ἡ ἄνοδος τοῦ Ἀρχέλαου στήν ἐξουσία (βλ. 470d5-6) συντελέστηκε τό ἐνωρίτερο τό 413.
Ἡ τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη Ἀντιόπη, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό 485e4-486dl, πρωτοπαρουσιάστηκε τό 411 ἤ καί λίγο ἀργότερα.
Ἄν ἡ ἀναφορά στό 473e6-7 εἶναι στήν περιβόητη δίκη τῶν στρατηγῶν πού ἐπακολούθησε τή ναυμαχία στίς Ἀργινοῦσες, τούτη ἔλαβε χώρα πρός τά τέλη τοῦ πολέμου, κατά τό 406.
Ἡ δυσκολία νά συνδυαστοῦν μέ συνέπεια ὅλες αὐτές οἱ ἱστορικές ἐνδείξεις φανερώνει ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἐνδιαφερόταν τόσο γιά τήν ἀπόλυτη ἱστορική ἀκρίβεια τῶν περιγραφῶν του, ὅσο κυρίως νά ἀποτυπώσει τή γενικότερη ἀτμόσφαιρα μίας ἐποχῆς κατά τήν ὁποία οἱ παράγοντες πού συνετέλεσαν στήν ὁριστική κατάρρευση τῆς ἀθηναϊκῆς ἡγεμονίας εἶχαν ἀρχίσει πιά νά γίνονται ὁρατοί.
Ἡ χρονολογία τῆς συγγραφῆς τόν διαλόγου.
Οἱ περισσότεροι νεότεροι μελετητές συμφωνοῦν ὅτι ὁ Γοργίας θά πρέπει νά συμπεριληφθεῖ στήν ὁμάδα τῶν πρώιμων διαλόγων τοῦ Πλάτωνα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι πρίν ἀπό τά μεγάλα ἀριστουργήματα τῆς λεγόμενης «ὥριμης» συγγραφικῆς περιόδου του, ὅπως εἶναι τό Συμπόσιο, ὁ Φαίδων, ἡ Πολιτεία, ὁ Παρμενίδης καί ὁ Φαῖδρος. Ἡ πρώιμη αὐτή περίοδος θεωρεῖται γενικά ὅτι ἐκτείνεται χρονολογικά κατά τήν εἰκοσαετία μετά τόν θάνατο τοῦ Σωκράτη τό 399, ἐνῶ τά ἔργα πού ἀνήκουν σέ αὐτήν διακρίνονται ἐνίοτε περαιτέρω σέ μικρότερες ὑπο-ομάδες. Ἀπό αὐτά, οἱ «ὁρισμικοί» διάλογοι, οἱ ὁποῖοι ἑστιάζουν κυρίως στήν ἀναζήτηση ὁρισμῶν πού ἀφοροῦν εἴτε κάποια συγκεκριμένη τέχνην, εἴτε κάποιαν ἄλλη ἀφηρημένη ἔννοια μέ ἠθικό περιεχόμενο, συμπεριλαμβάνουν διαλόγους ὅπως ὁ Λάχης, ὁ Εὐθύφρων, ὁ Μείζων Ἰππίας, ὁ Χαρμίδης, ὁ Λύσις καί ὁ Πρωταγόρας. Ἄλλοι, μερικοί ἀπό τους ὁποίους ὡστόσο ἐμπίπτουν καί στήν προηγούμενη ὁμάδα πού ἀναφέρθηκε, θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ὡς «ἐλεγκτικοί» ἤ «ἀπορητικοί», καθώς ἡ σωκρατική ἐλεγκτική μέθοδος κατέχει σέ αὐτούς τόν κυρίαρχο ρόλο. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἴων, ὀ Ίππίας ὁ ἐλάσσων, ὁ Λάχης, ὁ Εὐθύφρων, ὁ Χαρμίδης, ὁ Πρωταγόρας καί ὁ Εὐθύδημος. Τέλος, ὁρισμένοι ἄλλοι ἀπό τούς παραπάνω θεωρεῖται ὅτι προετοιμάζουν ἤ προεξαγγέλλουν διδασκαλίες ὅπως εἶναι ἡ θεωρία γιά τή γνώση ὡς «ἀνάμνηση», ἤ ἐκείνη γιά τήν ἀθανασία καί τή μετενσωμάτωση τῶν ψυχῶν, καθώς καί ἡ περίφημη θεωρία τῶν «χωριστῶν εἰδῶν», οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νά καταστοῦν κυρίαρχες στίς μεταγενέστερες περιόδους. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, διάλογοι ὅπως ὁ Μένων, ὁ Κρατύλος καί ἐνδεχομένως ὁ Εὐθύδημος καί ὁ Λύσις, θεωροῦνται ὡς ὑστερότεροι καί ἑπομένως ὡς «μεταβατικοί». Ἄν τώρα ἡ Ἀπολογία, ὁ Κρίτων, ὁ Ἴων καί ὁ Ἰππίας ἐλάσσων εἶναι, ὅπως πιστεύεται, οἱ πρῶτοι τους ὁποίους συνέγραψε ó Πλάτων, τότε οὐσιαστικά ἀπομένουν μόνον ὁ Γοργίας καί ὁ Μενέξενος (γιά τούς ὁποίους ἄλλωστε ὑπάρχει γενικότερα ἡ ἐντύπωση ὅτι συνδέονται μεταξύ τους μέ ἀξιοπρόσεκτες συγγένειες) γιά νά ἐνταχθοῦν σέ κάποια ἀπό τίς ὁμάδες πού ἀναφέρθηκαν, καί ἔτσι νά τοποθετηθοῦν χρονολογικά, ὡστόσο τό ζήτημα αὐτό ἔχει προκαλέσει σημαντικές διχογνωμίες.[18] Προσωπικά, ἔχω τήν τάση νά συμφωνήσω με ὅσους θεωροῦν ὅτι ἡ συγγραφή τοῦ Γοργία θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ πρός τό τέλος τῆς συνολικῆς πρώιμης φάσης τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Πλάτωνα, κοντά στούς λεγόμενους «μεταβατικούς» διαλόγους.[19] Σέ ὅσα ἐπιχειρήματα ἔχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεῖ σχετικά μέ αὐτό τό ζήτημα θά ἤθελα νά προσθέσω καί τά ἀκόλουθα, τά ὁποῖα παρέχουν καί ὁρισμένες ἐνδείξεις πού, κατά τή γνώμη μου, καθιστοῦν πιθανή τή σύνδεση τῆς συγγραφῆς του μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἀκαδημίας, ἐνα γεγονός τό ὁποῖο εἶναι καθιερωμένο νά τοποθετεῖται μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πλάτωνα ἀπό τό πρῶτο ταξίδι του στή Σικελία, τό 387:
1. Μολονότι εἶναι ἀκριβές ὅτι στόν Γοργία δέν ἐπιδεικνύεται ἡ συνηθισμένη στούς «ὁρισμικούς» διαλόγους μέριμνα γιά τή διατύπωση ὁρισμῶν, ἡ ὁποία κατά τά ἄλλα θεωρεῖται ὅτι προετοιμάζει τήν εἰσαγωγή τῆς θεωρίας τῶν Ἰδεῶν, ὡστόσο οἱ ἀναφορές πού γίνονται ἐδῶ σέ αὐτό τό ζήτημα,[20] δείχνουν ὅτι ὁ συγγραφέας ἔχει ἤδη διαμορφώσει μιάν ὁλοκληρωμένη ἄποψη γύρω ἀπό τό θέμα, τήν ὁποία ἁπλῶς ἐπιλέγει νά μήν τήν ἐκθέσει ἀναλυτικά, ἐν ὄψει τῆς συστηματικῆς παρουσίασής της στό πρῶτο μέρος τοῦ Μένωνα.
2. Ἡ ἐπίκληση τῶν μαθηματικῶν σέ διάφορα καίρια σημεῖα τοῦ διαλόγου ὑποδεικνύει τήν ἀνάπτυξη ἀπό μέρους τοῦ Πλάτωνα ἑνός ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος γιά τόν συγκεκριμένο ἐπιστημονικό κλάδο, τό ὁποῖο στή συνέχεια ἔμελλε νά τόν ὁδηγήσει τελικά στήν ἐγκατάλειψη τοῦ σωκρατικοῦ ἐλέγχου ὡς ἀποκλειστικοῦ ἐργαλείου φιλοσοφικῆς ἔρευνας καί στήν προσφυγή σέ ἐναλλακτικές, περισσότερο «δημιουργικές» μεθόδους, ἐμπνευσμένες ἀπό τή μαθηματική μεθοδολογία τῆς ἐποχῆς του:[21] τέτοιες ἦταν ἡ λεγόμενη «ὑποθετική» μέθοδος, καθώς καί ἡ ἀξιωματική καί ἡ διαιρετική, ἐνῶ γίνεται ἐπίσης συστηματική χρήση νέων μεθοδολογικῶν ἐργαλείων ὅπως ἡ ἀναλογία. Ὅλες αὐτές οἱ μέθοδοι κατέχουν κυρίαρχη θέση στό ὕστερο ἔργο του, καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά διατυπώσει καί νά ἀναπτύξει ἀργότερα τίς μεγαλεπήβολες μεταφυσικές θεωρίες του. Θεωρῶ ἀδιανόητο ἡ ἐπαναλαμβανόμενη αὐτή προσφυγή του σέ πρότυπα καί μεθόδους πού ἀντλοῦνται ἀπό τόν χῶρο τῶν μαθηματικῶν νά μή σχετίζεται μέ τήν ἐπαφή πού γνωρίζουμε ὅτι εἶχε στή Σικελία μέ τίς ἀπόψεις τῶν Πυθαγορείων, τούς ὁποίους γνώρισε ἀπό κοντά κατά τή διάρκεια τοῦ ἐκεῖ ταξιδιοῦ του.[22] Ἄλλωστε λίγοι θά ἀμφισβητήσουν ὅτι εἶναι ἀπό ἐκείνους πού ἐμπνεύστηκε καί τήν ἵδρυση τῆς σχολῆς τῆς Ἀκαδημίας, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς σημασίας πού εἶχε σέ αὐτήν ἡ μελέτη τῶν μαθηματικῶν ἐπιστημῶν ὡς προστάδιο τῆς τελικῆς ἐνασχόλησης μέ τήν καθαρῶς φιλοσοφική διαλεκτική.
3. Ἡ συστηματική ἐπισήμανση καί ἡ σχολαστική τήρηση τῶν κανόνων τῆς τυπικῆς διαλεκτικῆς ἀντιπαράθεσης, κυρίως κατά τή συζήτηση μέ τόν Πῶλο,[23] ἡ ὁποία γίνεται μέ πολύ μεγαλύτερη ἐπιμέλεια καί ἐπιμονή ἀπ’ ὅ,τι στούς ἄλλους διαλόγους, δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ συγκεκριμένος διάλογος ἦταν σχεδιασμένος νά χρησιμεύσει ὡς ὑπόδειγμα κατά τή διδασκαλία τῶν σχετικῶν πρακτικῶν στό πλαίσιο τῆς Ἀκαδημίας, κατά τρόπο ἀνάλογο ὅπως οἱ τεχνικές του ὁρισμοῦ καί τοῦ ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι παρουσιάζονται στόν Μένωνα γιά νά ἐξυπηρετήσουν ἀνάλογους ἐκπαιδευτικούς στόχους.
Ὅλα αὐτά, καθώς καί ἡ ἐξελιγμένη δραματουργική καί λογοτεχνική τεχνική του συγγραφέα, ἡ ὁποία εἶναι ἐμφανής σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ διαλόγου, συνηγοροῦν στό ὅτι πρόκειται γιά ἐνα ἔργο πού ἀντιπροσωπεύει μία φάση ὡρίμανσής του ὅσον ἀφορᾶ τόν χειρισμό καί τήν ὀργάνωση τῶν μέσων πού χρησιμοποιεῖ, καθώς τόν βλέπουμε νά ἐλέγχει μέ ἀξιοσημείωτη μαεστρία τούς ρυθμούς τῆς ἐξέλιξης τῆς συζήτησης, τίς ἀπαιτούμενες ἐναλλαγές ἀνάμεσα στή σύντονη διαλεκτική ἀντιπαράθεση καί τίς ἐκτενέστερες ρητορικές καί ἀφηγηματικές ἐξάρσεις, καθώς ἐπίσης νά τηρεῖ τήν εὐαίσθητη ἰσορροπία μεταξύ της σχεδόν ἀνεπαίσθητης εἰρωνείας καί τοῦ πικρόχολου σαρκασμοῦ, τῆς σοβαρότητας καί τῆς παιγνιώδους διάθεσης, ἀξιοποιώντας ἔτσι μέ πειστικότητα καί χάρη τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν σχεδόν στεγνή καί «ἠλεκτρισμένη» ἀτμόσφαιρα τῆς συγκρουσιακῆς ἀντιπαλότητας, ἀπό τή μία πλευρά, καί τήν εὐγλωττία καί τή θέρμη τῆς αὐθεντικῆς παραίνεσης ἀπό τήν ἄλλη. Ὅλα αὐτά εἶναι ὁπωσδήποτε ἔντονα χρωματισμένα ἀπό τήν ἀπογοήητευση πού φαίνεται νά τόν διακατέχει γιά τήν ὑπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐξουθενωμένη καί ταπεινωμένη ἀπό τίς ἀστοχίες τῶν ἡγετῶν τῆς πατρίδας του καί ἀπό τίς ἐπιλογές τῶν συμπολιτῶν του, διατηρώντας ὅμως συνάμα ἐνεργό τόν ἐνθουσιασμό του γιά τήν προοπτική μιᾶς ἀληθινά καλύτερης καί εὐτυχέστερης κοινωνικῆς ζωῆς στήν πόλη.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Πλάτων, ἰδιαίτερα στά πρώιμα ἔργα του, ἀποφεύγει νά εἰσαγάγει ἤ νά μεταχειριστεῖ τεχνική ὁρολογία, προτιμώντας νά ἀφήσει τή γλώσσα του νά διατηρεῖ τή ρευστότητα καί τή νοηματική ἐλαστικότητα τῆς καθημερινῆς συνομιλίας. Καθίσταται δύσκολο, ἑπομένως, γιά ὁποιονδήποτε μεταφραστή νά τηρήσει μιάν ἀπαρέγκλιτη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στίς λέξεις τοῦ πρωτοτύπου πού μεταφράζει καί στήν ἀπόδοσή τους σέ ἐνα σύγχρονο ἰδίωμα. Διότι οἱ ἴδιες λέξεις τείνουν νά προσλαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο σέ διαφορετικά συμφραζόμενα, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐνίοτε διαφορετικές λέξεις χρησιμοποιοῦνται ὡς περίπου συνώνυμες μεταξύ τους, καθώς ὁ συγγραφέας τίς ἐναλλάσσει δίχως νά ὑποδηλώνει ἔτσι ὁποιαδήποτε μεταβολή οὔτε κάν στήν ἀπόχρωση αὐτοῦ πού ἐννοεῖται. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ «ἐνδογλωσσικός» μεταφραστής ἔχει νά ἀντιμετωπίσει τό ἐπί πλέον πρόβλημα ὅτι ὁρισμένες λέξεις πού ἐξακολουθοῦν νά χρησιμοποιοῦνται στά νέα Ἑλληνικά ἔχουν πιά προσλάβει ἐντελῶς ἤ —ἀκόμη χειρότερα— ἐλαφρῶς διαφορετική σημασία, μέ ἀποτέλεσμα ἡ διατήρησή τους νά κινδυνεύει νά προκαλέσει σοβαρές παρανοήσεις ἤ ἄλλοτε, στήν καλύτερη περίπτωση, νά κάνουν τό κείμενο νά δείχνει δυσνόητο ἐκεῖ πού δέν εἶναι. Γι’ αὐτό λοιπόν δέν δίστασα, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, νά ἀποστῶ ἀπό καθιερωμένες ἤ φαινομενικά προφανεῖς ἀποδόσεις, προκειμένου νά διατηρήσω τή ροή τοῦ κειμένου καί νά διαφυλάξω τή φυσικότητα τῆς διατύπωσης, ἔστω καί διακινδυνεύοντας καμιά φορά νά ἐμφανιστοῦν ὁρισμένες ἀσυνέπειες πού ὡστόσο, κατά τή γνώμη μου, ἐξομαλύνονται τελικά ἀπό τά ἑκάστοτε συμφραζόμενα. Τέτοιου εἴδους πρωτοβουλίες καί ἐπιλογές εἶναι ἀναπόφευκτες ἀπό τήν πλευρά τοῦ μεταφραστῆ, ἄν καί ἀσφαλῶς τόν ἀφήνουν ἔκθετο στήν κριτική, θεωρῶ ὡστόσο ὅτι ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς δουλειᾶς του.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι αὐτή της, καίριας γιά τήν πορεία τοῦ συγκεκριμένου διαλόγου, λέξης εὐδαιμονία καί τῶν παραγώγων της. Καίτοι αὐτή ἑξακολουθεῖ νά χρησιμοποιεῖται στή νεότερη γλώσσα μας, ὡστόσο ἔχει προσλάβει ἐναν ὑψηλό τόνο πού ἀποκλείει τή χρήση της γιά νά περιγράφει συνηθισμένες, καθημερινές καταστάσεις, καί ἔτσι καθίσταται ἀπρόσφορη γιά τίς ἀνάγκες τοῦ συγκεκριμένου ἔργου, ἰδιαίτερα μάλιστα σέ περιπτώσεις ὅπως αὐτές ὅπου ὁ Πῶλος τήν χρησιμοποιεῖ ἐννοώντας, προφανῶς, τήν ἁπλή καλοπέραση (λ.χ. 470d1 -ell, 473bl2-dl καί πρβ. 478c4-8 καί 494ο2-495a1).Ἔτσι ἀποφάσισα νά τήν ἀποδώσω στίς περισσότερες —ἄν καί ὄχι σέ ὄλες— τίς περιπτώσεις ὡς «εὐτυχία», μολονότι ἀναγνωρίζω τή βασική ἀναντιστοιχία πού ὑφίσταται ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές λέξεις. Διότι πράγματι ἡ «εὐδαιμονία», ἀντίθετα ἀπό τήν «εὐτυχία», δέν δηλώνει μία ἁπλή ψυχολογική διάθεση, ἀλλά μιάν ἀντικειμενική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται κανείς, καθώς ἐνδέχεται νά μήν εἶναι κἄν ἀντιληπτή ἀπό τό ὑποκείμενο τό ὁποῖο ἀφορᾶ. Ἐμβληματικό, ὡς πρός αὐτό τό σημεῖο, εἶναι τό περίφημο ἐπεισόδιο πού ἀναφέρεται στή συζήτηση τοῦ Κροίσου μέ τόν Σόλωνα στό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἡροδοτου (130-33 καί 86),[24] ὅπου τά παραδείγματα πού ἀναφέρει ὁ Ἀθηναῖος σοφός ἀποδεικνύουν ἀκριβῶς ὅτι κάποιος πού εἶναι εὐδαίμων μπορεῖ νά μήν ἔχει καθόλου συνείδηση τοῦ πράγματος, δίχως αὐτό νά μειώνει κατά τίποτε τήν ἀξία τῆς κατάστασής του. Ἔτσι λοιπόν καί στόν διάλογό μας, κάποιος πού εἶναι ἐνάρετος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς εὐδαίμων ἀκόμη καί ἄν, ὅπως συνέβη μέ τόν Σωκράτη, ὑποστεῖ διώξεις ἤ ἐξευτελισμούς: βλ. 507c4-d2. Τό παράδοξο γίνεται ἴσως ἀκόμη πιό ἔντονο μέ τή χρήση τῆς νεοελληνικῆς ἀπόδοσης «εὐτυχής», ὅμως θεωρῶ ὅτι τά συμφραζόμενα καθιστοῦν σαφές ὅτι δέν πρόκειται, κατά κανόνα, γιά τήν κατάσταση ἁπλῆς εὐμάρειας, ἀλλά γιά μία ἑδραία καί ἀκλόνητη ἐσωτερική κατάσταση, ἡ ὁποία παραμένει ἀνεπηρέαστη ἀπό τίς ἐξωτερικές συνθῆκες, ἤ ἀκόμη καί ἀπό τίς παροδικές ψυχολογικές διαθέσεις ἤ μεταπτώσεις πού ἐκεῖνες ἐνδέχεται νά προκαλέσουν.[25]
Μία ἄλλη προβληματική περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ χρήση τῆς λέξης ἡδονή (πού ἐνίοτε ἐμφανίζεται ὡς περίπου συνώνυμη τοῦ χαίρειν, δηλαδή τῆς εὐχαρίστησης) καί τοῦ ἀντιθέτου της, τῆς λύπης. Εἶναι σαφές ὅτι πρόκειται γιά αἰσθήματα πού δέν ἔχουν σχέση μόνο μέ τό σῶμα, καί ἔτσι ἀναγκαστικά —ἀλλά καί πάλι ὄχι πάντα— ἀποδίδεται ὡς «ἀπόλαυση» (καί ἀντιστοίχως τό ἀντίθετό της ὡς «δυσαρέσκεια», «στενοχώρια» ἤ «δυσφορία»), στήν προσπάθεια νά ἀναδειχθεῖ περισσότερο ἡ ἀπαιτούμενη εὐρύτερη ψυχολογική της διάσταση.
Ἡ λέξη ἀγαθός ὑπάρχει βέβαια καί στά νέα Ἑλληνικά, ὅπου ὅμως ὡς ἐπίθετο πού ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους ἔχει πιά καταστεῖ σχεδόν κακόσημη (ἐνῶ, ἀντίθετα, ὡς οὐσιαστικό μπορεῖ καί πρέπει νά διατηρεῖται),[26] ὁπότε ὁ μεταφραστής εἶναι ὑποχρεωμένος, μέ δεδομένο τό ἀνεπιτήδευτο ὕφος τῆς συζήτησης, νά καταφύγει στό ὁπωσδήποτε κάπως ἀνεπαρκές ἐπίθετο «καλός».
Ἀκόμη πιό προβληματικός ἐμφανίζεται ὁ ἐπαινετικός χαρακτηρισμός καλός, πού τό πεδίο του ἐκτείνεται ἀπό τά καλοσχηματισμένα καί ὄμορφα σώματα ὡς τίς ἀνώτερες σφαῖρες τίς ὁποῖες ἀντιπροσωπεύουν οἱ νόμοι ἤ ἀκόμη καί οἱ μαθήσεις (474d4- 475a9).[27] Γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει ἀποτελεσματικά τό σχετικό ἐπαγωγικό ἐπιχείρημα, ἀπαιτεῖται νά χρησιμοποιηθεῖ ἕνας ἑνιαῖος ὅρος, γι’ αὐτό καί ἐπέλεξα τό ἐλαφρῶς ὑπερβολικό «ἐξαίσιος», πού τουλάχιστον συνδυάζεται ἱκανοποιητικά μέ τό ἀντίθετό του αἰσχρός - «ἐπαίσχυντος».
Ἡ συστάδα τῶν ὅρων κρείττων, ἐρρωμενέστερος, βελτίων, ἰσχυρότερος καί ἀμείνων χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Καλλικλῆ μέ τρόπο πού, ὅπως σπεύδει νά τό ἐπισημάνει καί ὁ Σωκράτης, προδίδει σύγχυση ὡς πρός τήν ἀκριβή σημασία τους, μέ κόστος κάποια ἐνδεχόμενη ἀσάφεια στό τελικό ἀποτέλεσμα.
Κατά τά ἄλλα, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχαίου κειμένου, ὁ Γοργίας εἶχε τήν τύχη νά δεχτεῖ τίς φροντίδες ἑνός ἔγκριτου ἐπιμελητῆ, τοῦ διαπρεπούς Ε. R. Dodds, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει προσφέρει μιάν ὑποδειγματικά ἐμπεριστατωμένη ἔκδοσή του. Τούτη βασίζεται στήν ἐξαρχῆς ἐπαναξιολόγηση τῆς χειρόγραφης παράδοσης, λαμβάνοντας παράλληλα ὑπόψη της καί πλῆθος πληροφοριῶν πού προέρχονται ἀπό τή λεγόμενη ἔμμεση παράδοση, τίς μαρτυρίες δηλαδή οἱ ὁποῖες διασῴζονται στά ἔργα μεταγενέστερων συγγραφέων πού εἶχαν διαβάσει τόν διάλογο σέ ἐκδοχές οἱ ὁποῖες συχνά ἀποκλίνουν σημαντικά ἀπό αὐτήν πού ἐκπροσωπεῖται ἀπό τά βασικά βυζαντινά χειρόγραφα τά ὁποῖα ἔχουμε στή διάθεσή μας σήμερα. Ἐπέλεξα νά ἀναπαραγάγω κατά βάση τό κείμενο τῆς μνημειώδους αὐτῆς ἐργασίας,[28] σημειώνοντας σέ ἕνα συνοπτικό κριτικό ὑπόμνημα τίς περιπτώσεις ὅπου παρουσιάζονται ἀποκλίσεις: 1) ἀπό τό κείμενο ἀναφορᾶς (δηλ. ἀπό αὐτό τοῦ Dodds), 2) ἀπό τό κείμενο τῆς εὐρύτατα χρησιμοποιούμενης παλαιότερης ἔκδοσης τοῦ J. Burnet (Ὀξφόρδη 1903), καί 3) ἀπό τή γραφή ὅλων τῶν κύριων χειρογράφων, ἐξαιτίας παρεμβάσεων ἀπό μεταγενέστερους γραφεῖς ἤ ἐκδότες, στήν προσπάθειά τους νά ἀποκαταστήσουν σημεῖα τοῦ κειμένου τά ὁποῖα παρουσιάζουν φθορές ἤ κενά.
Ὡς κύρια λογίζονται τά χειρόγραφα τά ὁποῖα ἔχει ἐπιλέξει ὁ Dodds, πού ἐκπροσωποῦν καί τίς τρεῖς βασικές οἰκογένειες τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει ἡ νεότερη ἔρευνα ὅσον ἀφορᾶ τό κείμενο τῶν Πλατωνικῶν ἔργων, ὡς ἑξῆς:
B: Cod. Bodleianus Clarkianus 39 (ἀπό τό ἔ'τός 895), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια I.
Τ: Cod. Venetus, append, class. 4.1 (τοῦ 10ου αἰ.), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια II.[29]
W: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7 (τοῦ 11ου αἰ.), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια III.[30]
Ἐπίσης, κάποιες σημαντικές ἀποκλίνουσες ἀναγνώσεις προσφέρει ὁ:
F: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39 (τέλη 13ου μέ ἀρχές τοῦ 14ου αἰ.), ὁ ὁποῖος, κατά τούς Burnet καί Dodds, ἀντιπροσωπεύει μία ξεχωριστή παράδοση πού διαφοροποιεῖται καί ἀπό τίς τρεῖς προαναφερθεῖσες οἰκογένειες, διασώζοντας ὅμως ὁρισμένες ἀξιόλογες γραφές, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἀπαντοῦν καί στήν ὕστερη κυρίως ἔμμεση παράδοση, καθώς ἐπίσης καί στά σχετικά παπυρικά εὐρήματα.
Γιά τίς περιπτώσεις συμφωνίας (consensus) τῶν BTWF χρησιμοποιῶ τή συντομογραφία c. Γιά τίς μεταγενέστερες γραφές (διορθώσεις) πάνω σέ αὐτούς τούς τέσσερεις βασικούς κώδικες χρησιμοποιοῦνται ἀντίστοιχα τά σύμβολα b, t, w καί f.
Τέλος, χρειάζεται νά γίνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν:
Τ: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21 (τοῦ 14ου αἰ.).Ό Croiset, 102, θεώρησε ὅτι ὁ κώδικας αὐτός «διασώζει σέ πολλές περιπτώσεις τήν καλύτερη παράδοση». Ὡστόσο, σήμερα γίνεται δεκτό ὅτι ἀντιπροσωπεύει καί αὐτός κατά βάση τήν παράδοση τοῦ W, ἐνσωματώνοντας σέ αὐτήν καί διορθώσεις προερχόμενες ἀπό τόν f, καθώς καί ὁρισμένες ἄλλες καλές γραφές, οἱ ὁποῖες ὅμως ὀφείλονται μᾶλλον σέ διορθωτικές παρεμβάσεις τοῦ γραφέως: βλ. Dodds 55-6.
Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφερθεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Ὀλυμπιοδώρου (6ος αἰ.), τοῦ μοναδικοῦ Νεοπλατωνικοῦ ὑπομνηματιστῆ, τό ἔργο τοῦ ὁποίου ἔχει διασωθεῖ (καταγεγραμμένο, ὅπως δηλώνεται στό βασικό χειρόγραφο πού μᾶς τό παραδίδει, ἀπό κάποιον ἀκροατή τῶν παραδόσεών του: ἀπό φωνῆς), καί τό ὁποῖο ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν L. G. Westerink (Olympiodori In Platonis Gorgiain Commentaria, Leipzig 1970· βλ. ἐπίσης τήν ἀγγλική μετάφραση ἀπό τούς R. Jackson, Κ. Lycos, Η. Tarrant, Olympiodorus’ Commentary on Plato’s Gorgias, Leiden 1998). Τό κατά τά ἄλλα ὄχι ἰδιαίτερα ἐμπνευσμένο ἤ διαφωτιστικό τοῦτο ὑπόμνημα περιέχει γραφές οἱ ὁποῖες κατά κανόνα προσεγγίζουν περισσότερο πρός ἐκεῖνες τοῦ F.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
CAF Th. Kock, Comieorum Atticomm Fragmenta, Lipsiae 1880-8.
DK H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 6. Auflage, Berlin 1951.
Orph.fr. Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, Berlin 1922.
TGF A. Nauck, Tragieorum Graecorum Fragmenta, 3. Auflage, Hildesheim 1964.
B Cod. Bodleianus Clarkianus 39
T Cod. Venetus, Append, class. 4.1
W Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7
F Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39
C consensus τῶν BTWF b, t, w, f manus recentiores τῶν BTWF ἀντιστοίχως
P Cod. Palatinus Vaticanus 173
Par. Cod. Parisinus 1808
T Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21
Xe manus correctoris
Xec e correctione
Xmg in margine
OI. Olympiodorus, In Platonis Gorgiam Commentaria
OI.λ Olympiodori lemmata
OI.π Olympiodori paraphrasis
---------------------------
[1] Γιά μία ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση τοῦ Γοργία ἀπό αὐτή τή σκοπιά, βλ. Cooper 1998, 33-4 καί 74-5.
[2] Ἀπολ. 34al, 38b6, Φαίδ. 59bl0.
[3] Ἐφόσον δεχτοῦμε ὅτι ἤ συγκεκριμένη Ἐπιστολή εἶναι αὐθεντική, τουλάχιστον ὡς πρός τό ἱστορικό της μέρος. Οἱ νεότερες ἀπόψεις τῶν εἰδικῶν μελετητῶν γύρω ἀπό αὐτό τό ζήτημα ἐμφανίζονται διχασμένες, ἄν καί ἡ γενικότερη τάση εἶναι νά ἀναγνωριστεῖ ἡ ἱστορική ἀξιοπιστία τῶν μαρτυριῶν πού περιέχονται σέ αὐτήν.
[4] Βλ. ἐνδεικτικά Dodds 31.
[5] Ἡ ἀκριβής σχέση τοΰ συγκεκριμένου ἔργου μέ τόν Γοργία παραμένει ἀμφισβητούμενη (βλ. Dodds 28-9), ὁμως τοῦτο ὁπωσδήποτε συνετέλεσε γενικότερα στήν ἀνάπτυξη τοΰ γραμματειακοῦ εἴδους τῶν Σωκρατικῶν λόγων, πού ἀποσκοποῦσαν νά ἀποκαταστήσουν τή φήμη τοῦ φιλοσόφου ὡς προτύπου ἠθικῆς συμπεριφορᾶς: βλ. ἐνδεικτικά Ξενοφ., Ἀπομν. 11-2.
[6] Βλ.Ἰσοκρ., Π. ἀντιδ. 183, 186-7, Νίκ. 1, καί Cooper 2004, 71-7.
[7] Βλ. O’Meara 62-5.
[8] Κατά τήν ἀρχαιότητα, ὑπῆρχε ἡ φήμη ὁτι ὁ Πλάτων εἶχε μεταχειριστεῖ τούς συγγραφεῖς αὐτούς ὡς πρότυπά του κατά τή διάπλαση τῆς μορφῆς τῶν σωκρατικῶν του διαλόγων: βλ. Διογ. Λ. III17-18. Φυσικά, μία τέτοια θεωρία ἀγνοεῖ τήν παράδοση τῶν «σωκρατικῶν διαλόγων» πού εἶχε ἀναπτυχθεΐ ἀπό ἄλλα μέλη τοῦ σωκρατικοῦ κύκλου, ὁπως ὁ Ἀντισθένης, ὁ Αἰσχίνης ὁ Σφήττιος, ὁ Εὐκλείδης ὁ Μεγαρεύς, ὁ Φαίδων ὁ Ηλεῖος καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι τούς εἶχαν καθιερώσει ὡς λογοτεχνικό εἶδος πρίν ἀκόμη ὁ Πλάτων ξεκινήσει τή δική του συγγραφική δράση.
[9] Οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνονται, στίς περισσότερες περιπτώσεις, ὡς αἰσχύνη: βλ. 461b3, 482e2 καί πρβ. 494c5, d3-4.
[10] Στόν Γοργία, 6 Πλάτων μοιάζει νά ὑπαινίσσεται ὁτι ὁ ἀναγνώστης του εἶναι ἤδη ἐξοικειωμένος μέ τή συνήθεια τοῦ Σωκράτη νά θέτει τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα, ἐπικαλούμενος τίς βασικές ἀρχές πού θά πρέπει νά τηροῦνται κατά τόν χειρισμό τους: βλ. 448e6-7, 463c3-5 μέ τά σχόλια.
[11] Βλ. Ἱππ. μείζ. 282b.
[12] Καί συχνά ἀποτυπώνονται στίς «δημηγορίες», τίς ὁποῖες ἐντάσσει στήν Ἱστορία του ὁ Θουκυδίδης: βλ. I 75-77, II 35-46, 60-64, III 37-48, 82- 84, Ἱ 36-40.
[13] ΙΙρβ. Χρμ. 153b, Ἀπό?.. 21a, Ξενοφ., Ἄπομν. I 2.48, Ἄριστοφ., Νεφ. 104, 144 ἔπ., Σφῆκες 1408 ἑπ., Ὄρν. 1296, 1564.
[14] Βλ. ἐπίσης Stallbaum 18-20, Canto 49-54.
[15] Βλ. Διόδ. Σίκ. XII 53.1-5.
[16] Βλ. Φιλόστρ., Βίοι σοφ. 1 9.3 καί 5.
[17] Τό ἔτος δπού παρουσιάστηκαν οἱ Σφῆκες τοΰ Ἀριστοφάνη, ὅπου γίνεται λόγος γιά τόν υἱόν Πυριλάμπους Δῆμον καλόν (στ. 98).
[18] Βλ. μεταξύ ἄλλων τήν ἀναλυτική ἐξέταση τοῦ θέματος, κυρίως σέ σχέση μέ τόν Πρωταγόρα, πού ἐπιχειρεῖ ὁ Kahn 1988, 69-99, ὁ σοβαρότερος ὑποστηρικτής τῆς «πρωιμότητας» τοῦ Γοργία. Ὅσον ἀφορᾶ τόν Μενέξενο, εἶναι περίπου σίγουρο ὅτι ἡ συγγραφή του θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ λίγο μετά τό 386.
[19] Σέ αὐτούς συμπεριλαμβάνονται οἱ Dodds, 21-4, Irwin, 5-8, καί Vlastos 1993,183 σ. 39. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ πυκνή διατύπωση τοῦ Raven 54: «Κατά τή γνώμη μου, ὁ Γοργίας σημαδεύει τήν ἀποκορύφωση τῆς οὐσιαστικά σωκρατικῆς περιόδου τῆς ζωῆς τοῦ [Πλάτωνα], ἐνῶ ὁ Μένων σημαδεύει τό ξεκίνημα μίας καινούργιας καί πιό δημιουργικῆς φάσης».
[20] Βλ. πιό πάνω τή σήμ. 10, ἀλλά καί τόν μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου ὑπαινιγμό στό 447dl-5.
[21] Βλ. 465b7-c4, 501al-bl, 507e6-508a7, καί Vlastos 1993, 183-205.
[22] Ἄλλες ἀναφορές στίς ἐμπειρίες πού εἶχε ἀποκομίσει ἀπό αὐτό τό ταξίδι μποροῦμε ἴσως νά βροῦμε στήν περιγραφή πού κάνει τῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στό περιβάλλον ἕνος τυράννου ὁπως ὁ Διονύσιος (βλ. 510bc μέ τή σημείωσή μου), καί τήν ἀναφορά του στόν, κατά τή διατύπωση τοῦ Μαξίμου Τυρίου (XVII 1), «Φειδία τῆς ὀψοποιίας» Συρακούσιο «σέφ» Μίθαικο (στό 518b6).
[23] Βλ. τίς σημειώσεις μου στά χωρία 462al-5, bl-2, 463cl-6, 466c7 καί 495a6-8.
[24] Ὅπου βέβαια χρησιμοποιοῦνται κυρίως οἱ ἀρχαϊκές ἐκφράσεις ὄλβος, ὀλβιότης κλπ., ὅμως γίνεται συνάμα σαφές ὅτι τοῦτες θεωροῦνται ὡς ταυτόσημες μέ τά εὐδαίμων, εὐδαιμονία κλπ.: βλ. 32.1, 86.6.
[25] Πρβ. σχετικά Vlastos 1993, 340-3.
[26] Βλ. σχετικά Irwin 124-5.
[27] Βλ. σχετικά καί Irwin 154-5.
[28] Θά πρέπει ἐπίσης νά ἐπισημάνω ἐδῶ τήν ὀφειλή μου καί στά ἄφθονα καί πολύτιμα σχόλια αὐτῆς τῆς ἔκδοσης, τά ὁποῖα εἶχα διαρκῶς ὑπόψη μου, δίχως νά κάνω ἰδιαίτερη μνεία τούς κάθε φορᾶ.
[29] Τούτη φαίνεται ὁτι κατάγεται ἀπό τόν ἀπολεσθέντα πρῶτο τόμο τῆς ἔκδοσης, τῆς ὁποίας ὁ δεύτερος τόμος εἶναι ὁ περίφημος Α τοῦ Παρισιοῦ (cod. Parisinus 1807).
[30] Ἐδῶ θά πρέπει νά προστεθεῖ καί ὁ Palatinus Vaticanus 173 (= Ρ) (ἐπίσης τοῦ 11ου αἰ.), ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς κοντινός συγγενής τοῦ W, καί προσφέρει ἐλάχιστες γραφές πού νά διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνον.
Ὅπως εἶναι γνωστό, ὁ Πλάτων οὐδέποτε ἐμφανίζεται ὡς δρῶν πρόσωπο στούς διαλόγους του, ἐνῶ τό ὄνομά του μνημονεύεται σέ αὐτούς μόνο σέ δύο περιπτώσεις, ἁπλῶς καί μόνο γιά νά δηλωθεῖ ἡ παρουσία ἤ ἡ ἀπουσία του.[2] Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ μυστηριώδης καί φευγαλέα προσωπικότητα τοῦ «Σωκράτη» του, παρά τά σταθερά καί εὔκολα ἀναγνωρίσιμα γνωρίσματά της, διακρίνεται ἀπό μιάν ἀνεξάντλητη ἱκανότητα προσαρμογῆς στίς ἰδιαίτερες ἀπαιτήσεις τῆς ἑκάστοτε συζήτησης, διατηρώντας ταυτόχρονα τή χαρακτηριστική της παραδοξότητα, τήν περίφημη ἀτοπίαν της, ἡ ὁποία τοῦ ἐπιτρέπει νά παρατηρεῖ τά τεκταινόμενα ἀπό μιάν ὁρισμένη ἀπόσταση. Συνάμα, ἐκπλήσσει διαρκῶς τόσο τούς συνομιλητές του ὅσο καί τούς ἀναγνῶστες μέ τίς ἀπροσδόκητες καί συχνά ἀνατρεπτικές παρεμβάσεις του, οἱ ὁποῖες ὁρισμένες φορές κατευθύνουν τή συζήτηση πρός ἐντελῶς ἀπρόβλεπτες, ἤ ἄλλοτε ρηξικέλευθα πρωτότυπες καί καινοφανεῖς κατευθύνσεις. Αὐτή ἡ ἱκανότητα τοῦ Πλάτωνα νά ξαφνιάζει κάθε τόσο τόν ἀναγνώστη του, καθώς τόν ὁδηγεῖ σέ ἀπρόσμενες καί, ὄχι σπάνια, ἀπόμακρες καί φαινομενικά ἀκόμη καί ἀπρόσιτες περιοχές τῆς σκέψης μέσα ἀπό ἐνίοτε περίπλοκους διαλεκτικούς δρόμους, πού ὡστόσο μοιάζουν καθόλα προσβάσιμοι καί οἰκεῖοι, εἶναι ἐνας ἀπό τούς παράγοντες πού δίνουν στά ἔργα του τήν ἀπαράμιλλη ζωντάνια τους καί τή συναρπαστική ἀμεσότητα, ἡ ὁποία ἔχει καθιερώσει τή διαχρονική ἐμβέλειά τους.
Ὅλα αὐτά ἰσχύουν, ὡς ἐναν ὁρισμένο βαθμό, καί γιά τόν προκείμενο διάλογο, ὁ ὁποῖος, ὡστόσο, παρουσιάζει καί ὁρισμένες ἀξιοσημείωτες ἰδιομορφίες πού τόν κάνουν νά κατέχει ἐντελῶς ξεχωριστή θέση στό πολυσχιδές ἔργο τοῦ συγγραφέα του. Πρῶτα ἀπ’ ὅλα, ἀνάμεσα στούς θεωρούμενους ὡς πρώιμους «σωκρατικούς» διαλόγους του —αὐτούς τῶν ὁποίων ἡ συγγραφή τοποθετεῖται πρίν ἀπό ἐκείνην τῆς μνημειώδους Πολιτείας—, στούς ὁποίους ἡ ρεαλιστική παρουσίαση προσώπων καί καταστάσεων διατηρεῖ κυρίαρχη θέση καί πολλές φορές καθορίζει ἀπόφασιστικά τήν ἐξέλιξη τῶν συζητήσεων, ὁ Γοργίας ξεχωρίζει ἐξαιτίας της ἔκτασής του (εἶναι ὁ ἐκτενέστερος ἀπό ὅλους τους πλατωνικούς διαλόγους, ἄν ἑξαιρέσουμε τήν Πολιτεία, τόν Τίμαιο καί τούς Νόμους), τῆς ἀριστοτεχνικά ἐπεξεργασμένης σπονδυλωτῆς δομῆς του, ἀλλά καί τῆς δραματικῆς ἔντασης πού χαρακτηρίζει τήν ἀντιπαράθεση τοῦ Σωκράτη μέ τούς τρεῖς διαδοχικούς συνομιλητές μέ τούς ὁποίους βρίσκεται ἀντιμέτωπος. Οἱ τελευταῖοι αὐτοί ἀντιπροσωπεύουν διαφορετικές κοινωνικές ὁμάδες καί ἰδεολογικές καταβολές, ὅμως οἱ τοποθετήσεις τους εὐθυγραμμίζονται τελικά σέ μία ἑνιαία προπτική, ἡ ὁποία τους ὁδηγεῖ σέ ἀπευθείας σύγκρουση μέ τή φιλοσοφική στάση πού διακηρύσσει μέ ἐντελῶς ἀσυνήθιστη παρρησία ὁ Σωκράτης. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, ἀναδεικνύεται ἡ ριζική ἀντίθεση ἀνάμεσα σέ δύο διαμετρικά ἀντιτιθέμενες ἀντιλήψεις ὅσον ἀφορᾶ τή θέση τοῦ ἀνθρώπου στήν κοινωνία, ἀλλά καί γενικότερα στόν κόσμο, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶται σέ δύο διαφορετικά πρότυπα βίου, μέ ἄλλα λόγια σέ δύο διαφορετικές ἐκδοχές ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο τόν ὁποῖο μπορεῖ νά ἐπιλέξει κανείς νά ζήσει καί νά διαχειριστεῖ τή ζωή του.
Ταυτόχρονα, ἡ ἀντιμετώπιση αὐτοῦ του διλήμματος μᾶς παρέχει τή δυνατότητα, γιά μία καί ἴσως μοναδική φορά, νά διαπεράσουμε τό προκάλυμμα πού μέ τόση μαεστρία ὀρθώνει συνήθως μπροστά μας ὁ Πλάτων μέσω τῆς δραματικῆς σκηνοθεσίας τῶν ἄλλων διαλόγων του, ὑποκρύπτοντας μέ αὐτόν τόν τρόπο τίς προσωπικές του ἀντιδράσεις καί ἐπιλογές πίσω ἀπό ἐκεῖνες τῶν χαρακτήρων πού δημιουργεῖ καί ζωντανεύει μπροστά στά μάτια μας, καθώς ἐπίσης πίσω ἀπό τό αἰνιγματικό προσωπεῖο τοῦ Σωκράτη. Διότι ὁ τελευταῖος, ἐπικαλούμενος συνήθως τήν ἀθεράπευτη ἀγνωσία του ἀλλά καί τήν ἀκατάβλητη ἀποφασιστικότητά του γιά τήν ἀναζήτηση μιᾶς ἀλήθειας πού ὡστόσο μοιάζει ἐσαεί ἀπόμακρη καί ἀπρόσιτη, μᾶς ἀφήνει συνήθως σέ μιά κατάσταση διαρκοῦς ἀπορίας, ἀνήμπορους νά ἐξιχνιάσουμε τόν δρόμο πού θά μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τό ἀδιέξοδο στό ὁποῖο συχνά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἔχει ὁδηγήσει μέ τίς ἐπίμονες ἐρώτησεις του. Ἀντιθέτως, στόν Γοργία συναντᾶμε ἐναν Σωκράτη ὁ ὁποῖος εἶναι πρόθυμος νά καταθέσει ὄχι ἁπλῶς συγκεκριμένες ἀπόψεις, ἀλλά καί ὁλόκληρες ἐπεξεργασμένες θεωρίες, καθώς ἐπίσης νά ἀναπτύξει καί νά ὑπερασπιστεῖ μέ θέρμη καί ἀποφασιστικότητα τίς ἐπιλογές του ὅσον ἀφορᾶ τόν τρόπο τόν ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος γιά νά ζεῖ κανείς. Παράλληλα, προβαίνει χωρίς δισταγμό σέ ἀποτιμήσεις ἱστορικῶν περιστατικῶν, προσώπων καί καταστάσεων, δίχως νά ἀφήνει νά διαφανεῖ τό παραμικρό ἴχνος ἀμφιβολίας ἤ ἀμφιταλάντευσης σχετικά μέ τήν ἀξία ἤ τήν ἀπαξία τους. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τόν βρίσκουμε νά μᾶς παρουσιάζει μέ ἀποφασιστικότητα μία συγκεκριμένη στάση ζωῆς, ἡ ὁποία ἐπί πλέον ἐμφανίζεται νά ἐπεξηγεῖ καί νά δικαιολογεῖ μέ σαφήνεια καί πληρότητα τή στάση τήν ὁποία κράτησε ὁ ἴδιος ἕως τήν ὕστατη φάση τῆς ζωῆς του, ὅταν βρέθηκε κατηγορούμενος μπροστά στά ὄργανα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας, μέ ἀποτέλεσμα τήν καταδίκη του καί, ἐν τέλει, τήν ἐκτέλεσή του. Τό σκεπτικό τό ὁποῖο ὁδήγησε σέ αὐτή τή δραματική κατάληξη, καί τό ὁποῖο κάπως συγκαλυμμένα καί μᾶλλον ὑπαινικτικά διαπνέει τήν Ἀπολογία καί τόν Κρίτωνα, ἐκτίθεται ἐδῶ μέ ἀπαράμιλλη ἐνάργεια καί σιγουριά, φέρνοντας στήν ἐπιφάνεια τίς θεμελιώδεις καί ἀνυπέρβλητες διαφορές οἱ ὁποῖες ὁδήγησαν σέ σύγκρουση τόν ἀνυποχώρητα ἀσυμβίβαστο φιλόσοφο μέ τήν διεπόμενη ἀπό σκοπιμότητες καί ὑποκρισία πολιτική ζωή τῆς πόλης πού τόν φιλοξένησε σέ ὅλη τή ζωή του. Διότι στόν Γοργία τά διλήμματα δέν τίθενται πιά ἀπό τόν Σωκράτη στό πρακτικό ἐπίπεδο τῶν ἀτομικῶν του ἐπιλογῶν ἀπέναντι στά συγκεκριμένα γεγονότα τά ὁποῖα σχετίζονταν μέ τήν καταδίκη του, ἀλλά προσλαμβάνουν τόν γενικότερο θεωρητικό χαρακτήρα τῆς ἐπιλογῆς ἀνάμεσα σέ δύο διαμετρικά ἀντιτιθέμενους τρόπους ζωῆς, καί ἀξιολογοῦνται μέ κριτήριο ὄχι τήν ἁπλή συνέπειά τους μέ τή στάση πού εἶχε ἀκολουθήσει ὁ ἴδιος στήν προηγούμενη ζωή του, ἀλλά μέ γνώμονα τήν ἐπίτευξη ἑνός καθολικότερου στόχου, αὐτοῦ της ἀληθινῆς εὐτυχίας (ἤ, ἀλλιῶς, τῆς εὐδαιμονίας), ἡ ὁποία εἶχε καθιερωθεῖ στή συνείδηση τῶν συγχρόνων του ὡς ἡ ὑπέρτατη ἐπιδίωξη κάθε ἐχέφρονος ἀτόμου, στόν βαθμό πού αὐτή ἀνταποκρίνεται πρός τή βαθύτερη προσδοκία του νά ζήσει κάνεις ὅσο γίνεται καλύτερα. Ἡ προσπάθεια αὐτή, νά ἀποκαλυφθοῦν τά βαθύτερα κίνητρα πού καθοδήγησαν τόν Σωκράτη στίς ἐπιλογές του καί τόν ὤθησαν νά ἀκολουθήσει τόν φιλοσοφικό βίο μέ κάθε κόστος σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, κάνει ὅμως τελικά τόν Πλάτωνα νά ἀναγκαστεῖ νά ἀποκαλύψει καί αὐτός τίς ἐσωτερικές συγκρούσεις οἱ ὁποῖες τόν ἔφεραν στόν δρόμο τῆς φιλοσοφικῆς ἔρευνας, ἀφοῦ πρῶτα τόν ὑποχρέωσαν νά ἐγκαταλείψει τίς ὅποιες φιλοδοξίες ἔτρεφε, ὅπως κάθε καλλιεργημένος Ἀθηναῖος πού ἀνῆκε στή δική του κοινωνική τάξη, γιά συμμετοχή καί ἀνάδείιξη στόν χῶρο τῆς πολιτικῆς δράσης.
Ἔχουμε τήν τύχη νά διαθέτουμε σήμερα μία μοναδικῆς σημασίας μαρτυρία, προερχόμενη ἀπό τό χέρι τοῦ ἴδιου του σύγγραφέα,[3] ὅπου καταγράφονται μέ ἐντελῶς διαφορετικό τρόπο, ἀλλά μέ ἀνυπέρβλητη ἀμεσότητα καί ἀκρίβεια, οἱ ἐσωτερικές συγκρούσεις οἱ ὁποῖες τόν κατέτρυχαν λίγο πρίν καί, κυρίως, ἀμέσως μετά τόν θάνατο τοῦ ἀγαπημένου του δασκάλου, κατά τήν περίοδο πού μεσολάβησε ἕως τό πρῶτο ταξίδι του στή Σικελία, τό 387 π.Χ., σέ ἡλικία σαράντα ἐτῶν:
«Ὅταν κάποτε ἡμουν νέος, μοῦ συνέβη τό ἴδιο ἀκριβῶς ὅπως σέ πολλούς ἄλλους: ἀποφάσισα, εὐθύς μόλις θά γινόμουν κύριος του ἑαυτοῦ μου, νά μπῶ στήν πολιτική. Τότε λοιπόν βρέθηκα ἀντιμέτωπος μέ τά ἑξῆς γεγονότα: ὡς ἐπακόλουθό της γενικῆς κατακραυγῆς ἐναντίον τοῦ τότε πολιτεύματος, ἐπῆλθε μεταπολίτευση, καί ἐπικεφαλῆς του νέου καθεστῶτος ἀνέλαβαν πενήντα ἕνας ἀρχηγοί, ἕνδεκα μέσα στήν πόλη, δέκα στόν Πειραιά, ἐνῶ τριάντα ἔγιναν ἀνώτατοι ἄρχοντες μέ ἀπόλυτες ἐξουσίες. Μερικοί τώρα ἀπό αὐτούς ἔτυχε νά εἶναι συγγενεῖς καί γνωστοί μου, κι ἔτσι παρευθύς μέ κάλεσαν νά λάβω μέρος σέ κάτι πού ἔμοιαζε πώς ἦταν σωστό. Καί τότε μου συνέβη κάτι διόλου παράξενο, ἄν λάβει κανείς ὑπόψη του τό νεαρό της ἡλικίας μου: πίστεψα δηλαδή πώς αὐτοί θά ὁδηγήσουν τήν πόλη ἀπό μιά ζωή πού ἦταν ἄδικη σέ ἕναν δίκαιο τρόπο ζωῆς, καί ὅτι θά ἀσκήσουν τήν ἐξουσία μέ αὐτόν τόν τρόπο. Τούς παρακολουθοῦσα λοιπόν μέ μεγάλη προσοχή γιά νά δῶ τί θά κάνουν. Καί εἶδα ὅτι μέσα σέ λίγο χρόνο οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἔκαναν τό προηγούμενο πολίτευμα νά μοιάζει μέ χρυσάφι: ἐκτός ἀπό ὅλα τά ἄλλα, ἔστειλαν τόν ἡλικιωμένο φίλο μου, τόν Σωκράτη —γιά τόν ὁποῖο δέν θά δίσταζα νά πῶ ὅτι ὑπῆρξε ὁ δικαιότερος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του—, νά συλλάβει μαζί μέ ἄλλους ἐναν συμπολίτη μας καί νά τόν ὁδηγήσει μέ τή βία στόν θάνατο, ὥστε ἔτσι νά τόν κάνουν συμμέτοχο στίς πράξεις τους εἴτε τό ἤθελε εἴτε ὄχι. Ἐκεῖνος ὅμως ἀρνήθηκε νά ὑπακούσει, καί προτίμησε νά διακινδυνεύσει νά πάθει ὁτιδήποτε παρά νά γίνει συνεργός τους σέ ἀνόσιες πράξεις. Ἐγώ τά παρατηροῦσα ὅλα αὐτά, καθώς καί ἄλλα παρόμοια καί διόλου ἀσήμαντα, ὁπότε ἔνιωσα ἀγανάκτηση καί ἀποτραβήχτηκα ἀπό ὅσα κακά συνέβαιναν τότε. Ὄχι πολύ ἀργότερα, ἀνατράπηκε ἡ κυβέρνηση τῶν Τριάκοντα καί γενικά τό πολίτευμα ἐκεῖνο. Ὁπότε λοιπόν καί πάλι, ἄν καί κάπως λιγότερο ἔντονα, μέ προσείλκυε πάντως ἡ ἐπιθυμία νά ἀσχοληθῶ μέ τά κοινά καί νά πολιτευτῶ. Ἔτσι ὅμως, ὅπως ἦταν ταραγμένα τά πράγματα τότε, συνέβαιναν πολλά πού θά μποροῦσαν νά προκαλέσουν σέ κάποιον ἀγανάκτηση, καθώς δέν εἶναι παράξενο σέ πολιτικές μεταβολές οἱ ἀντεκδικήσεις ὁρισμένων ἐναντίον τῶν ἀντιπάλων τους νά ξεπερνοῦν τά ὅρια. Μολοντοῦτο, οἱ πολιτικοί ἐξόριστοι πού ἐπέστρεψαν τότε ἀπό τήν ἐξορία ἔδειξαν, ὡς ἐπί τό πλεῖστον, μεγάλη μετριοπάθεια. Τό ἔφερε ὅμως ἡ τύχη καί ὁρισμένοι πού εἶχαν πολιτική ἐπιρροή κατήγγειλαν τόν φίλο μου τόν Σωκράτη καί τόν ὁδήγησαν στό δικαστήριο, κατηγορώντας τον γιά τό πιό ἀνόσιο καί τό πιό ἀταιρίαστο γιά ἐκεῖνον πράγμα: τοῦ ἄσκησαν δίωξη γιά ἀσέβεια, καί οἱ ἄλλοι τόν καταδίκασαν καί τόν θανάτωσαν, ἐκεῖνον ὁ ὁποῖος εἶχε ἀρνηθεῖ τότε νά συμμετάσχει στήν ἀνόσια δίωξη ἐναντίον ἑνός ἀπό τους φίλους τους πού ἦταν καταδιωκόμενος, ὅταν οἱ ἴδιοι δυστυχοῦσαν στήν ἐξορία. Καθώς λοιπόν τά παρατηροῦσα αὐτά καί τούς ἀνθρώπους πού ἀσχολοῦνται μέ τήν πολιτική, ἀλλά καί τούς νόμους καί τίς πολιτικές συνήθειες, ὅσο περισσότερο τά συλλογιζόμουν αὐτά ἐνόσω προχωροῦσα στήν ἡλικία, τόσο πιό δύσκολο μου φαινόταν νά διαχειρίζεται κανείς σωστά τήν πολιτική ἐξουσία. Ἔτσι, ἐνῶ ἀρχικά ἤμουν γεμάτος ὁρμή, ὅσο τά παρατηροῦσα ὅλα αὐτά καί τά ἔβλεπα νά γίνονται ἄνω κάτω, ἔφτασα στό τέλος νά νιώθω ἴλιγγο. Καί ναί μέν δέν ἔπαψα νά ἐξετάζω μέ ποιόν τρόπο ἄραγε θά μποροῦσαν ὅλα αὐτά, ἀλλά καί τό πολιτικό σύστημα γενικότερα, νά γίνουν καλύτερα, ὅμως γιά πολιτική δράση περίμενα τήν κατάλληλη εὐκαιρία. Στό τέλος, κατάλαβα ὅτι καμιά ἀπό τίς σύγχρονες πόλεις δέν κυβερνιέται σωστά, ἐπειδή ἡ νομοθεσία τους βρίσκεται σέ μία κατάσταση πού μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ὡς ἀθεράπευτη, ἐκτός ἄν μεσολαβήσει κάποια ἀξιοθαύμαστη προεργασία συνοδευόμενη ἀπό ἐξαιρετική τύχη. Ἔτσι ὑποχρεώθηκα νά στραφῶ στά λόγια ὥστε νά ἐπαινῶ τήν ἀληθινή φιλοσοφία καί νά λέω ὅτι μόνο μέσα ἀπό αὐτήν εἶναι δυνατόν νά δεῖ κανείς τί εἶναι τό δίκαιο σέ κάθε περίπτωση, στόν δημόσιο καί στόν ἰδιωτικό βίο. Καί ὅτι ἑπομένως οἱ γενιές τῶν ἀνθρώπων δέν θά πάψουν νά ὑποφέρουν, ὡσότου ἤ ἐκεῖνοι πού φιλοσοφοῦν σωστά καί γνήσια καταλάβουν τήν πολιτική ἐξουσία, ἤ ἀλλιῶς ἄν, χάρη σέ κάποια θεϊκή συγκυρία, οἱ πολίτικοι ἡγέτες φιλοσοφήσουν ἀληθινά». (Ἐπιστ. Ζ’ 324b-326b)
Δέν εἶναι παράξενο ὅτι στή νεότερη ἔρευνα θεωρεῖται ὡς δεδομένη ἡ σχέση τῆς συγγραφῆς τοῦ Γοργία μέ τά γεγονότα καί τίς ψυχολογικές μεταπτώσεις πού ἐξιστοροῦνται στήν περικοπή αὐτή τῆς Έπιστολης.[4] Τοῦτο βέβαια θέτει ὁρισμένα ζητήματα πού σχετίζονται μέ τή χρονολογία τῆς συγγραφῆς τοῦ διαλόγου, τά ὁποῖα θά συζητηθοῦν στή συνέχεια. Ὅμως τό πιό σημαντικό εἶναι ὅτι μᾶς ἀποκαλύπτει μέ λεπτομέρειες τήν ἐσωτερική ψυχολογική διάσταση τῆς ρήξης ἡ ὁποία ὤθησε τόν Πλάτωνα στήν ἐνασχόλησή του μέ τή φιλοσοφία, καί τῆς ὁποίας ἡ ἔνταση διατρέχει ἔκτοτε ὁλόκληρο τό φιλοσοφικό του ἔργο ἐνῶ ἄφησε ἀνεξίτηλα σημάδια στίς πιό κορυφαῖες ἐκφάνσεις του. Διότι εἶναι σαφές πώς ἡ ἐπιθυμία του νά παρέμβει στήν πολιτική πραγματικότητα τῆς ἐποχῆς του παρέμεινε ἀσίγαστη καί καθοριστική γιά τή διαμόρφωση τῆς σκέψης του ὡς τό τέλος τῆς ζωῆς του. Μποροῦμε συνεπώς νά πούμε ὅτι ὁ Γοργίας μᾶς παρέχει τή δυνατότητα νά διακρίνουμε, πίσω ἀπό τό προσωπεῖο τοῦ κάπως ἀσυνήθιστα ἀποφασιστικοῦ καί μαχητικοῦ Σωκράτη, νά διαγράφεται ἡ μορφή τοῦ ἴδιου του Πλάτωνα, καθώς μᾶς προσκαλεῖ σέ μία ἐκ βάθρων ἀναθεώρηση ὅλων τῶν πολιτικῶν ἐπιλογῶν καί τῶν βασικῶν ἠθικῶν ἀρχῶν οἱ ὁποῖες διέπουν τήν κοινωνική συμβίωση τῶν ἀνθρώπων.
Τό θέμα τοῦ διαλόγου, ὅπως ἀποτυπώνεται καί στόν (ἀλεξανδρινῆς προέλευσης) ὑπότιτλο πού ἀναγράφουν τά μεσαιωνικά χειρόγραφα πού παραδίδουν τό κείμενο, ἀλλά καί ἡ καταγραφή στόν κατάλογο τῶν ἔργων τοῦ Πλάτωνα τήν ὁποία μᾶς παραδίδει ὁ Διογένης Λαέρτιος (III 59), εἶναι περί ῥητορικῆς. Καί πράγματι, στό πρῶτο μέρος του, ἡ συζήτηση ἀνάμεσα στόν Σωκράτη καί τόν Γοργία ἔχει ὡς ἀντικείμενό της τά βασικά χαρακτηριστικά καί τό ἔργο πού καλεῖται νά ἐπιτελέσει ἡ συγκεκριμένη τεχνική διαχείρισης τοῦ λόγου. Ἡ ἐπιλογή αὐτοῦ του θέματος, ὅμως, δέν εἶναι καθόλου τυχαία, ὅπως οὔτε καί ἡ παρουσία ὡς ἀρχικοῦ συνομιλητῆ τοῦ Σωκράτη τοῦ διασημότερου ἀπό τούς ρητοροδιδασκάλους τῆς ἐποχῆς, δεδομένου ὅτι κατά τή συγκεκριμένη ἱστορική περίοδο τό ζήτημα τῆς ρητορικῆς παρουσίαζε γιά τόν συγγραφέα ἐντελῶς ξεχωριστό ἐνδιαφέρον.
Διότι, πρῶτον, ἡ ρητορική, ὅπως καί ἡ ποίηση, εἶχε συντελέσει ἀποφασιστικά στή διαμόρφωση τῆς κοινῆς γνώμης κατά τρόπο πού ὁδήγησε στή μοιραία καταδίκη τοῦ Σωκράτη, μέ κύριους ἐκπροσώπους της τόν Μέλητο καί τόν Λύκωνα (βλ. Ἀπολ. 23a4-6), ἀλλά ἐξακολούθησε νά τό ἐπιχειρεῖ καί ἀργότερα, μέ ἔργα ὅπως ἡ Κατηγορία Σωκράτους τοῦ Πολυκράτη.[5] Ἦταν λοιπόν φυσικό ὁ Πλάτων νά τήν θεωρήσει ὡς ἐνα ἐξαιρετικά ἐπικίνδυνο ὅπλο τό ὁποῖο μποροῦσε νά ἔχει καταστρεπτικές συνέπειες στά χέρια ἀνθρώπων πού δέν θά διέθεταν τήν ἀπαιτούμενη γνώση ἤ παιδεία καί θά ἐνεργοῦσαν παρακινούμενοι ἀπό κακεντρέχεια ἤ ὑστεροβουλία.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ἡ διαφορά μεταξύ της ρητορικῆς καί τῆς φιλοσοφίας δέν ἦταν κατά τήν ἐποχή ἐκείνη καθόλου δεδομένη. Ἀκόμη καί ἕνας καθιερωμένος διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς ὅπως ὁ Ἰσοκράτης μποροῦσε νά ὀνομάζει τή δική του ἐκδοχή της ρητορικῆς τεχνικῆς τήν ὁποία δίδασκε ὡς φιλοσοφίαν.[6] Ἦταν ἑπομένως ἀπαραίτητο γιά τόν Πλάτωνα νά ἀποσαφηνίσει τή ριζική διαφοροποίησή του ἀπό τέτοιου εἴδους δραστηριότητες, ὁριοθετώντας τή ρητορική καί ὑποδεικνύοντας μέ ἀκρίβεια τίς οὐσιαστικές διαφορές πού τήν διαχωρίζουν ἀπό τή φιλοσοφία, ὅπως ὁ ἴδιος τήν ἀντιλαμβανόταν καί τήν δίδασκε στή δική του σχολή, ὅπου ὡς βασικό ἐκπαιδευτικό καί ἀναλυτικό ἐργαλεῖο ἐχρησιμοποιεῖτο πλέον ἡ διαλεκτική.
Τέλος, ἡ ρητορική δέν ἦταν τότε, ὅπως εἶναι σήμερα, ἕνα ἁπλό φιλολογικό εἶδος, ἀλλά τό βασικό ἔργαλεῖο κατά τήν ἄσκηση τῆς πολιτικῆς. Σέ ἕνα δημοκρατικό καθεστώς ὅπως αὐτό τῆς Ἀθήνας, ἡ ρητορική ἱκανότητα ἀποτελοῦσε ἰσχυρότατο ὅπλο στά χέρια ἑνός πολιτικοῦ, προκειμένου αὐτός νά διαμηνύσει ἤ καί νά ἐπιβάλει τίς ἀπόψεις του στίς λαϊκές συνελεύσεις ὅπου παίρνονταν οἱ βασικές πολιτικές ἀποφάσεις, γιά νά ὑπερασπιστεῖ τίς ἐπιλογές του ἤ γιά νά ἐπιτεθεῖ στούς ἀντιπάλους του. Ἡ δύναμή της μάλιστα αὐξανόταν σταθερά σέ ὅλη τήν κλασική περίοδο ὡσότου, κατά τόν τέταρτο αἰώνα, ρήτορες ὅπως ὁ Ἰσοκρατης, ὁ Δημοσθένης καί ὁ Αἰσχίνης ἔφτασαν νά κυριαρχοῦν ἀπόλυτα στήν πολιτική σκηνή τῆς πόλης. Ἑπομένως, ἡ ἐξέταση τῆς ρητορικῆς καί τῶν δυνατοτήτων της ἦταν εὔλογο νά ἐμφανίζεται ὡς ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιά τή μελέτη τῆς ἀσκούμενης πολιτικῆς πρακτικῆς καί γιά τήν κατανόηση τῆς παθογένειάς της.
Πράγματι, ἤδη κατά τήν ἀρχαιότητα εἶχε γίνει ἀντιληπτό ὅτι οἱ βλέψεις καί ἡ στόχευση τοῦ Γοργία ἐκτείνονται πολύ πέραν τοῦ θέματος τῆς ρητορικῆς, ἡ φύση τῆς ὁποίας ἀποτελεῖ ἁπλῶς τό ἔναυσμα πού ὁδηγεῖ στήν πραγμάτευση τῶν βασικῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἀπασχολοῦσαν τόν συγγραφέα, καί πού δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τήν ἠθική θεμελίωση τῆς πολιτικῆς πρακτικῆς καί ἡ μέ βάση αὐτήν συγκρότηση τοῦ τρόπου ζωῆς τοῦ ἀτόμου ἔτσι ὥστε τούτη νά συνεισφέρει στήν ἀληθινή του εὐτυχία. Γιά παράδειγμα, ὁ Νεοπλατωνικός ὑπομνηματιστής τοῦ ἔργου, ὁ Ὀλυμπιόδωρος, ἀναφέρει πώς ὁ σκοπός τοῦ ἔργου εἶναι περί τῶν ἀρχῶν τῶν ἠθικῶν διαλεχθῆναι τῶν φερουσῶν ἡμᾶς ἐπί τήν πολιτικήν εὐδαιμονίαν (Prooem. 4, 3.18-20).Ἡ ἐκτίμηση αὐτή εἶχε ὡς συνέπεια νά τοποθετηθεῖ ὁ συγκεκριμένος διάλογος σέ μία ἀπό τίς πρῶτες βαθμίδες τοῦ προγράμματος σπουδῶν πού ἀκολουθοῦσαν οἱ σχολές τῆς ὕστερης ἀρχαιότητας, δεδομένου ὅτι ἡ πολιτική εὐδαιμονία καί οἱ συναρτημένες μέ αὐτήν «πολιτικές ἀρετές» ἐθεωροῦντο τότε ὡς ἡ κατώτερη βαθμίδα μιᾶς ἱεραρχίας ἀρετῶν, οἱ ὁποῖες ὁδηγοῦσαν σταδιακά πρός τίς ἀνώτερες καί περισσότερο θεωρητικές, ὡσότου ἐπιτευχθεῖ ὁ ὑπέρτατος στόχος τῆς κατά τό δυνατόν ἐξομοίωσης μέ τό θεῖο.[7]
Ἡ ἴδια ἡ ἔκταση τοῦ ἔργου, ἡ φιλοδοξία τοῦ προγράμματός του, ἀλλά καί ἡ μαεστρία πού φανερώνει ὁ συγγραφέας του κατά τήν παρουσίαση καί τή διαχείριση τῶν προσώπων τά ὁποῖα παίρνουν μέρος στή συζήτηση, καθώς ἐπίσης ἡ δεινότητα πού ἐπιδεικνύει μέ τό πῶς χειρίζεται τίς ἐναλλαγές τοῦ ὕφους, τοῦ ρυθμοῦ καί τοῦ «ὕψους» τῆς γραφῆς του, συνηγοροῦν ὅτι πρόκειται γιά ἔργο σχετικῆς ὡριμότητας τοῦ Πλάτωνα, ὁ ὁποῖος ὅμως κοιτάζει, τρόπον τινά, πρός τό παρελθόν, ἀνασκοπώντας καί ἀξιοποιώντας στό ἔπακρο τά ἐπιτεύγματα τῆς πρώιμης «σωκρατικῆς» φάσης τῆς παραγωγῆς του, ὅπως ἀντίστοιχα ὁ Μένων, μέ τόν ὁποῖο τόν συνδέουν σημαντικές θεματολογικές συνάφειες ἀλλά καί ἀξιοπρόσεκτες ἀντιθέσεις, κοιτάζει πρός τό μέλλον, ἀφήνοντας ἔτσι γιά πάντα πίσω του τήν καθαρά ἀπορητική φάση τῆς σωκρατικῆς διδασκαλίας καί διανοίγοντας νέες προοπτικές ἔρευνας καί διδασκαλίας. Οἱ δύο αὐτοί διάλογοι, ἐνδεχομένως μέ τήν προσθήκη τοῦ Μενεξένου, μοιάζει σάν νά ὁλοκληρώνουν τήν «σωκρατική» καί καθαρῶς «ἀθηναιοκεντρική» περίοδο τῆς διδασκαλίας τοῦ Πλάτωνα, καί νά προετοιμάζουν τή μετεξέλιξή της στήν πολύ εὐρύτερης ἐμβέλειας καί ἀκόμη πιό φιλόδοξη μεταγενέστερη φάση τῆς φιλοσοφίας του, ἡ ὁποία πλέον ἀποσκοπεῖ στήν ἀναμόρφωση καί τόν ἐπαναπροσδιορισμό τοῦ τρόπου ζωῆς γενικά ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ βάση μία ριζική ἀναδιάρθρωση καί ἐπαναξιολόγηση ὅλης τῆς πραγματικότητας.
Ἡ δραματική σκηνοθεσία καί ἡ διάρθρωση τοῦ διαλόγου.
Ὁ Γοργίας εἶναι γραμμένος, ὅπως καί οἱ περισσότεροι ἀπό τους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους, σέ ἁπλή δραματική μορφή, ὅπου τά λεγόμενα τοῦ κάθε ὁμιλητῆ παρουσιάζονται διαδοχικά μετά ἀπό τήν ἔνδειξη τοῦ ὀνόματός του. Αὐτός ἦταν ὁ παραδεδομένος τρόπος καταγραφῆς διαφόρων ἔργων μέ δραματικό χαρακτήρα, καί ἰδιαίτερα τῶν μίμων, τῶν σύντομων καί συνήθως ὀλιγοπρόσωπων δραματουργημάτων μέ κωμικό, κατά κανόνα, περιεχόμενο, τά ὁποῖα εἶχαν γίνει πολύ δημοφιλῆ στήν περίοδο ἐκείνη ὄχι μόνο στήν Ἀθήνα, ἀλλά ἀκόμη περισσότερο στή Σικελία, ὅπου διέπρεψαν οἱ πιό γνωστοί συγγραφεῖς τοῦ εἴδους, ὁ Ἐπίχαρμος καί ὁ Σώφρων.[8] Ἡ συγκεκριμένη λογοτεχνική μορφή, ὡστόσο, δέν ἀφήνει μεγάλα περιθώρια, ὅπως τό κάνουν οἱ λεγόμενοι ἀφηγηματικοί διάλογοι, γιά τήν παροχή πληροφοριῶν σχετικά μέ τό πλαίσιο διεξαγωγῆς τοῦ διαλόγου, γιά τίς σχέσεις καί τόν χαρακτήρα τῶν προσώπων πού παίρνουν μέρος, καθώς συμβαίνει μέ τίς ὑπέροχες εἰσαγωγικές σκηνές διαλόγων ὅπως εἶναι ὁ Χαρμίδης, ὁ Πρωταγόρας, τό Συμπόσιο, ὁ Φαίδων καί ὁ Φαῖδρος.
Ἀπό τίς λιγοστές ἐνδείξεις πού μποροῦμε νά ἀντλήσουμε ἀπό τά λεγόμενα τῶν ὁμιλητῶν, προκύπτει ὅτι ἡ συζήτηση διεξάγεται ἀμέσως μετά ἀπό τήν ὁμιλία πού εἶχε παρουσιάσει ὁ Γοργίας ἐνώπιον κοινοῦ, τό ὁποῖο ἐξακολουθεῖ νά εἶναι παρόν καί νά παρακολουθεῖ μέ ἐνδιαφέρον τήν ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου, κάθε τόσο θορυβώντας καί παροτρύνοντας ἔτσι τούς συνομιλητές νά συνεχίσουν (458c3-5). Ὁ χῶρος ὅπου διεξάγεται ἡ συζήτηση θά πρέπει νά εἶναι διαφορετικός ἀπό τήν οἰκία τοῦ Καλλικλῆ γιά τήν ὁποία κάνει λόγο ὁ ἴδιος (447b7-8), ἔτσι ὥστε νά ἔχει νόημα ἡ πρόσκληση τήν ὁποία ἀπευθύνει πρός τόν Σωκράτη καί τόν Χαιρεφώντα, νά περάσουν ἀπό ἔκεῖ κάποιαν ἄλλη φορά προκειμένου νά ἀκούσουν τόν Γοργία νά ὁμιλεῖ. Φαίνεται πιθανότερο ὅτι πρόκειται γιά κάποιον δημόσιο χῶρο, πιθανότατα κλειστό (βλ. τό ἔνδον στό 447c7 καί στό 455c6), ὅπως ἦταν, λ.χ., τό περίφημο Ὠδεῖο του Περικλῆ, ἐνα ἀπό τά ἐμβληματικά κτίρια δημοσίων ἐκδηλώσεων, πού βρισκόταν κοντά στό ἀρχαῖο θέατρο τοῦ Διονύσου στή νότια κλιτύ τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν, στήν περιοχή ὅπου ὑπῆρχαν καί τά μνημεῖα τά ὁποῖα μνημονεύονται στό 472a7-b2, καί τό ὁποῖο συνδεόταν μέ ἐκδηλώσεις πού γίνονταν στό εὐρύτερο πλαίσιο τῆς γιορτῆς τῶν Παναθηναίων.Ἔτσι θά μποροῦσε νά ἐξηγηθεῖ καλύτερα καί ἡ καθυστερημένη ἄφιξη τοῦ Σωκράτη καί τοῦ Χαιρεφώντα, οἱ ὁποῖοι δηλώνουν στήν ἀρχή ὅτι ἦρθαν ἀπό τήν ἀγορά, δηλαδή ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τοῦ λόφου τῆς Ἀκρόπολης.
Ἡ συζήτηση ἐκτυλίσσεται σέ τρεῖς διαδοχικές φάσεις, πού ὁρίζονται ἀπό τούς τρεῖς διαφορετικούς συνομιλητές μέ τούς ὁποίους βρίσκεται κάθε φορά ἀντιμέτωπος ὁ Σωκράτης. Ὡστόσο, ἡ ἑνότητα τοῦ διαλόγου διασφαλίζεται ἀπό τό γεγονός ὅτι οἱ ὁμιλητές ἔρχονται νά ὑποκαταστήσουν ὁ ἕνας τόν ἄλλον σέ μιά προσπάθεια νά εἰσχωρήσουν ὅλο καί περισσότερο στό ὑπό συζήτηση θέμα, ἀποκαλύπτοντας κάθε φορά ὅλο καί βαθύτερα στρώματα ἀντιλήψεων καί προϋποθέσεων οἱ ὁποῖες ὑπόκεινται στίς θέσεις πού ἐκτίθενται, παραμερίζοντας ταυτόχρονα τούς ὅποιους ἐνδοιασμούς τους[9] στό νά διατυπώσουν τίς πιό ἐνδόμυχες σκέψεις καί ἐπιδιώξεις τους, ὡσότου τελικά, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Σωκράτης, ὁ Καλλικλῆς ἀναγκάζεται νά φτάσει στό σημεῖο «νά ἐκφράσει μέ σαφήνεια αὐτά πού ἄλλοι σκέφτονται ἄλλα δέν τολμοῦν νά ποῦν» (492d2-3).
Μετά ἀπό ἐναν σχετικά σύντομο πρόλογο (447al-449a2), στό πρῶτο του ἐπεισόδιο (449a2-461bl) ὁ διάλογος διεξάγεται μεταξύ του Σωκράτη καί τοῦ Γοργία, καί ἔχει τά ἐξωτερικά τυπικά γνωρίσματα πού συναντοῦμε καί σέ ἄλλους «σωκρατικούς» διαλόγους, ὅπου ὁ Σωκράτης συνομιλώντας μέ κάποιον ὁ ὁποῖος φέρεται ὡς «εἰδήμων» σέ ὁρισμένο τομέα, τοῦ ὑποβάλλει ἐρωτήσεις σχετικά εἴτε μέ τόν χαρακτήρα καί τίς ἐπιδιώξεις τῆς ἴδιας τῆς τέχνης του (ὅπως γίνεται, λ.χ., στον Ἴωνα, τόν Πρωταγόρα καί τόν Εὐθύδημο), εἴτε μέ τή φύση τοῦ ἀντικείμενου τό ὁποῖο ἐκείνη πραγματεύεται (ὅπως, λ.χ., στόν Λάχητα καί τόν Εὐθύφρονα), καί οἱ ὁποῖες, κατά κανόνα, παίρνουν τήν τυπική μορφή τοῦ κλασσικοῦ ἐρωτήματος «τί ἐστιν X;».[10] Ὅ ἰσχυρισμός ἐκ μέρους τοῦ Γοργία ὅτι, ἐκτός ἀπό τίς τεχνικές γνώσεις πού ἀφοροῦν τή χρήση τοῦ λόγου, ὁ ρήτορας εἶναι σέ θέση νά παράσχει στούς μαθητές του καί γνώσεις ὅσον ἀφορᾶ τό τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο, τόν κάνει νά περιπέσει σέ ἀσυνέπεια, ὁπότε καί ἀναλαμβάνει ὁ Πῶλος νά διασώσει τήν τιμή τοῦ δασκάλου του.
Ὁ Σωκράτης ἐκθέτει τή δική του ἄποψη σχετικά μέ τόν χαρακτήρα τῆς ρητορικῆς ὡς «κολακείας», καί ἔτσι ἐμπλέκει τόν Πῶλο σέ μία σειρά ἀπό διαλεκτικά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα τόν ὑποχρεώνουν τελικά νά παραδεχτεῖ, ἀντίθετα πρός τήν ἀρχική τοποθέτησή του, ὅτι τό νά ἀδικεῖται κανείς εἶναι προτιμότερο ἀπό τό νά ἀδικεῖ, καί ὅτι ἡ τιμωρία γιά μιά ἀδικία εἶναι κάτι πού θά πρέπει νά τό ἐπιζητεῖ ὁ ἴδιος αὐτός πού τήν ἔχει διαπράξει (461 b2- 481 b4).
Ἡ ἐξωφρενικότητα αὐτῶν τῶν συμπερασμάτων φέρνει στή συζήτηση τόν Καλλικλῆ, ὁ ὁποῖος, μετά ἀπό μιά εὔγλωττη καί ὅλο πάθος ὑπεράσπιση αὐτοῦ πού ὀνομάζει «δίκαιό τῆς φύσης» ἔναντι τῶν πλαδαρῶν κοινωνικῶν συμβάσεων, βρίσκεται ἀντιμέτωπος μέ τόν Σωκράτη, ἔχοντας ἀναλάβει νά ὑποστηρίξει, μία μορφή ἀκραίου ἀτομοκεντρικοῦ ἡδονισμοῦ. Ἡ συζήτηση στρέφεται στό ζήτημα τοῦ ποιός εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς ὁ ὁποῖος τελικά εἶναι καταλληλότερος νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στήν εὐτυχία, καί συμπεριλαμβάνει μιά ὀξεία κριτική τῶν καθιερωμένων ἀντιλήψεων σχετικά μέ τίς πολιτικές ἐπιλογές οἱ ὁποῖες εἶναι ἱκανές νά συμβάλλουν σέ αὐτόν τόν σκοπό (481b5-522e5).
Στόν ἐπίλογο τοῦ διαλόγου (522e6-527e6), ὁ Σωκράτης ἀφηγεῖται ἐναν ἐσχατολογικό μύθο σχετικά μέ τή μεταθανάτια κρίση τῶν ψυχῶν, συμπληρώνοντάς τον μέ μία παραινετική κατακλείδα, ὅπου διατυπώνει τά τελικά του συμπεράσματα σχετικά μέ τόν δρόμο πού ὀφείλει νά ἀκολουθήσει κανείς γιά νά ζήσει μέ τόν καλύτερο δυνατό τρόπο.
Ἡ διάρθρωση τοῦ διαλόγου μπορεῖ νά παρασταθεῖ συνοπτικά μέ τό ἑξῆς διάγραμμα:
Α. Εἰσαγωγική συζήτηση (447a-448e)
Β. Γοργίας (449a-461b)
1. Ποιά τέχνη εἶναι ἡ ρητορική; (449a-454a)
2.Ἡ ρητορική ὡς δημιουργός πειθοῦς καί ἡ δικαιοσύνη (454b-461a)
Γ. Πῶλος (461b-488b)
1. Ἡ ρητορική ὡς «κολακεία» (461b-466a)
2. Ἡ δύναμη τῆς ρητορικῆς (466a-468e)
3. Ἡ ἀδικία μπορεῖ νά ἀποφέρει εὐτυχία; (468e-474b)
4. Τό νά ἄδικεῖται κάποιος εἶναι προτιμότερο ἀπό τό νά ἀδικεῖ (474b-476a)
5. Τό νά μήν τιμωρηθεῖ κάποιος γιά τήν ἀδικία πού διέπραξε εἶναι χειρότερο ἀπό τό νά τιμωρηθεῖ (476a-479e)
6. Σύνοψη: Τί μπορεῖ νά εἰσφέρει ἡ ρητορική; (480a-481b)
Δ. Καλλικλῆς (481b-522e)
1.Ἡ θέση τοῦ Καλλικλῆ: ἡ κυριαρχία τοῦ «δικαίου τῆς φύσης» ἔναντι τοῦ «νόμου» τῶν πολλῶν (481b-484c)
2. καί ἡ ὑπεροχή τοῦ βίου τῆς πράξης ἔναντι τοῦ θεωρητικοῦ βίου (484c-486d)
3. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Σωκράτη: Ἐπαναδιατύπωση τῆς θέσης τοῦ Καλλικλῆ (486d-491c)
4. Οἱ ἐπιθυμίες, ἡ σωφροσύνη καί ἡ συμβολή τους στήν ἐπίτευξη τῆς εὐτυχίας (491c-494a)
5. Ἡ ἡδονιστική θέση (494a-495b)
6. Πρῶτο ἐπιχείρημα ἐνάντια στόν ἡδονισμό (495c-497d)
7. Δεύτερο ἐπιχείρημα ἐνάντια στόν ἡδονισμό (497e-499b)
8. Καλές καί κακές ἡδονές: συνέπειες ὅσον ἀφορᾶ τή ρητορική καί τήν πολιτική (499c-503b)
9. Ἡ πολιτική ὡς τέχνη καί ἡ ψυχική ἀρετή (503b-508c)
10. Συμπεράσματα: Ἡ ἐξουσία, ἡ δικαιοσύνη καί οἱ ἐπιδιώξεις τῆς πολιτικῆς. Ἡ σημασία τῆς γνώσης (508c- 515c)
11. Κριτική στούς ἐπιφανεῖς πολιτικούς του παρελθόντος (515c-519c)
12.Κριτική στούς σοφιστές ὡς δασκάλους τῆς ἀρετῆς (519c-520e)
13 . Ὑπεράσπιση τῆς «πολιτικῆς» τοῦ Σωκράτη (521a-522e)
Ε. Ἐπίλογος (523a-527a)
1. Ὁ μύθος τῆς μεταθανάτιας κρίσης τῶν ψυχῶν (523a- 527e)
2. Παραινετική σύνοψη τῶν τελικῶν συμπερασμάτων: ἡ δικαιοσύνη καί οἱ ἄλλες ἀρετές δείχνουν τόν δρόμο πρός τόν εὐτυχισμένο βίο (527a-527e)
Τά πρόσωπα τοῦ διαλόγου.
Ὅ Γοργίας ὁ Λεοντίνος (π. 485 - π. 380 π.Χ.) ἦταν ἴσως ὁ πιό διάσημος διδάσκαλος τῆς ρητορικῆς κατά τόν πέμπτο αἰώνα. Ἀναφέρεται ὡς μαθητής τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, καί εἶχε μακρά καί ἔνδοξη σταδιοδρομία πού συμπεριλάμβανε ἐκτενεῖς περιοδεῖες σέ ὅλα τά μεγάλα κέντρα, καθώς καί σέ ἄλλες, λιγότερο ἐπιφανεῖς περιοχές τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου, ἀποκτώντας ἔτσι σημαντική περιουσία καί πολυάριθμους μαθητές,[11] ἀλλά καί, καθώς φαίνεται, ἀκόμη περισσότερους θαυμαστές καί μιμητές. Στήν Ἀθήνα ἡ παρουσία του ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση, ὅμως ἡ παραμονή του στήν πόλη φέρεται πώς ὑπῆρξε μόνο περιστασιακή. Μολονότι ἐνίοτε συγκαταλέγεται στούς σοφιστές, ὁ ἴδιος φαίνεται ὅτι ἀρνιόταν αὐτόν τόν τίτλο, ἰσχυριζόμενος ὅτι ἡ διδασκαλία του περιοριζόταν στό πεδίο τῆς ρητορικῆς τεχνικῆς. Ἡ μέθοδος τῆς διδασκαλίας του στηριζόταν κυρίως στήν ἀπομνημόνευση ἐπιδεικτικῶν ρητορικῶν γυμνασμάτων, τά ὁποῖα στή συνέχεια χρησιμοποιοῦνταν ἀπό τους μαθητές του ὡς πρότυπα γιά τήν ἀνασύσταση τῶν κατάλληλων τόπων, μέ βάση τούς ὁποίους μποροῦσε κανείς νά διαρθρώσει ἕναν πρόσφορο λόγο προκειμένου νά χειριστεῖ τό ὁποιοδήποτε θέμα. Μεταχειριζόταν ἀναλυτικούς περιγραφικούς ὁρισμούς, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν ὡς δεξαμενές γιά τή συγκρότηση πρόσφορων «κοινῶν τόπων», οἱ ὁποῖοι μέ τή σειρά τους μποροῦσαν νά ἀποτελέσουν ἀφετηρίες γιά τήν κάθε λογῆς ἐπιχειρηματολογία, πού συχνά ἦταν διαρθρωμένη σέ μακρές ἁλυσίδες διαζευκτικῶν συλλογισμῶν, συνδεόμενων μεταξύ τους μέ μία ἐπίφαση ἀδήριτης λογικῆς ἀλληλουχίας. Ἦταν γνωστός γιά τή μέχρι φορτικότητας χρήση λεκτικῶν καί ἄλλων τεχνασμάτων, τά ὁποῖα ἔντυπωσίαζαν τό ἀκροατήριό του καί προσέδιδαν στόν λόγο του ἰδιαίτερη λάμψη καί σχεδόν ποιητική γοητεία, πού ὅμως, ἀπό ἐνα σημεῖο καί μετά, μποροῦσε νά καταστεῖ προσποιητή καί προβλέψιμη. Ὅπως συνέβη καί μέ ἄλλους σημαντικούς συγγραφεῖς τῆς περιόδου, λ.χ. τόν Εὐριπίδη, τόν Ἀγάθωνα καί τοῦ Ἰσοκράτη, ἔτσι καί ὁ Πλάτων ἐπηρεάστηκε, ὡς ἐναν ὁρισμένο βαθμό, ἀπό τήν τεχνική του δεινότητα, καί τόν ἀπεικονίζει μέ τόν δέοντα σεβασμό ὡς ἐναν καταξιωμένο καί καλοπροαίρετο κατά βάση, ἄν καί ἴσως ὄχι ἰδιαίτερα διορατικό, τεχνίτη τοῦ λόγου, πού ὡστόσο οἱ ἀγαθές του προθέσεις δέν ἐπαρκοῦσαν γιά νά ἀποτρέψουν ὅσους ἀπό τους θαυμαστές του ἐνδεχομένως δέν διέθεταν τίς ἀπαιτούμενες ἀναστολές ἀπό τοῦ νά χρησιμοποιήσουν τά μέσα πού τούς παρεῖχε γιά νά πετύχουν σκοπούς οἱ ὁποῖοι μποροῦσαν νά εἶναι ἀπό ἴδιοτελεῖς ἕως καί αὐτόχρημα ἀντικοινωνικοί.
Ὁ Πῶλος γεννήθηκε καί αὐτός στή Σικελία, στήν πατρίδα τοῦ Ἐμπεδοκλῆ, τόν Ἀκράγαντα, καί ὑπῆρξε μαθητής τοῦ Γοργία καί τοῦ Λικύμνιου τοῦ Χίου (βλ. Φδρ. 267bl0-c3), δάσκαλος τῆς ρητορικῆς καί συγγραφέας συναφῶν τεχνικῶν ἐγχειριδίων.Ἦταν ἀρκετά νεότερος ἀπό τόν Γοργία καί ἀπό τόν Σωκράτη, καί φαίνεται ἀπροετοίμαστος γιά τή διαλεκτική δοκιμασία στήν ὁποία τόν ὑποβάλλει ὁ τελευταῖος. Ἡ προκλητική, ἄν καί, ἐν τέλει, ὅπως ἀποδεικνύεται, ὑποκριτική στάση του τόν ἀφήνει ἔκθετο μπροστά στά ἄλλοτε ἁπλῶς εἰρωνικά καί ἄλλοτε ἀμείλικτα βέλη τῆς διαλεκτικῆς τοῦ Σωκράτη, τά ὁποῖα τόν μετατρέπουν ἀπό ἀλαζονικό καί ὑπερφίαλο πρωτοπαλλήκαρο τοῦ Γοργία σέ πειθήνιο φερέφωνο τῶν πιό ἀκραίων ἀπόψεων πού τοῦ προτείνει ὁ Σωκράτης, προτοῦ νά ἀποσυρθεῖ σέ μιά πλήρη καί ἀμήχανη σιωπή.
Πολύ μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ φυσιογνωμία τοῦ Καλλικλῆ, ἑνός σχετικά νεαροῦ Ἀθηναίου προερχόμενου ἀπό καλή καί εὔπορη οἰκογένεια τῶν Ἀχαρνῶν, ὁ ὁποῖος βρίσκεται στό ξεκίνημα τῆς πολιτικῆς του καριέρας καί δέν κρύβει τή φιλοδοξία του ἀλλά καί τόν κυνικό πραγματισμό του, καί πού, παρ’ ὅλη τήν καλλιέργεια καί τή φροντισμένη ἐκπαίδευσή του, δέν διστάζει νά ἐκφράσει τήν περιφρόνησή του τόσο γιά τούς «πολλούς», τούς ὁποίους θεωρεῖ ὡς δουλοπρεπεῖς καί ὑστερόβουλους, ὅσο καί γιά τίς ἄχρηστες, κατά τήν ἐκτίμησή του, θεωρητικολογίες μέ τίς ὁποῖες καταγίνονταν ὁ Σωκράτης καί οἱ ὅμοιοί του. Ἀντιπροσωπεύει ἀπόψεις καί ἰδεολογικές τοποθετήσεις πού εἶχαν καταστεῖ κυρίαρχες στήν ἀθηναϊκή ζωή ἤδη κατά τή διάρκεια τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου,[12] ἐνῶ παράλληλα ἔχει τήν ἱκανότητα νά τίς ἐκφράζει μέ εὐθύτητα καί γλαφυρότητα, ἐκτοξεύοντας ταυτόχρονα συγκαλυμμένες ἀπειλές πρός τόν συνομιλητή του μέ ἀφορμή τήν περιφρόνηση πού θεωρεῖ ὅτι ἐκεῖνος ἐπιδεικνύει γιά τίς παραδοσιακές ἀξίες καί τίς ἐμβληματικές προσωπικότητες τοῦ ἔνδοξου παρελθόντος τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας. Τό γεγονός ὅτι δέν ἔχουμε καμιάν ἄλλη ἀξιόλογη μαρτυρία ἀπό ἀρχαῖες πηγές σχετικά μέ τό πρόσωπό του ἔχει ἐγείρει ἀμφισβητήσεις ὅσον ἀφορᾶ τήν ἱστορικότητα τῆς παρουσίας του στήν Ἀθήνα κατά τή συγκεκριμένη περίοδο. Ὡστόσο, οἱ συγκεκριμένες λεπτομέρειες πού παρέχει ὁ Πλάτων σχετικά μέ τήν κοινωνική ζωή καί δράση του (βλ. 481d4-e4, 487cl-d2), ἰδιαίτερα μάλιστα ἐφόσον ἐτοῦτες φανερώνουν δεσμούς μέ τό οἰκογενειακό περιβάλλον αὐτοῦ του ἴδιου, εἶναι ἀπίθανο νά εἶναι ἐντελῶς πλασματικές. Φαίνεται περισσότερο πιθανόν ὅτι ὑπῆρξε ἐνας ἀκόμη (ἐνδεχομένως σχετικά ἀφανής) ἐκπρόσωπος τῆς «χαμένης γενιᾶς» τῶν καλοαναθρεμμένων νέων της Ἀθήνας πού, σάν τόσους ἄλλους ὅπως ὁ Ἀλκιβιάδης, ὁ Κριτίας καί ὁ Χαρμίδης, ἔπεσαν θύματα τῆς ὑπέρμετρης φιλοδοξίας τους, μέ ἀποτέλεσμα τά ὀνόματά τους νά καταστοῦν τελικά ὄνειδος καί νά καταλήξουν νά μνημονεύονται, ὅταν μνημονεύονται, στίς πιό μελανές σελίδες τῆς ἱστορίας τῆς πόλης τους.
Ὁ Σωκράτης, ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται νά συνοδεύεται ἀπό τόν πιστό καί φανατικό θαυμαστή τοῦ Χαιρεφώντα,[13] ἀρχικά ἐπιδεικνύει ὅλα τά χαρακτηριστικά γνωρίσματά του, τήν ἀκατάπαυστη ἐπιμονή του νά ὑποβάλλει ἐρωτήσεις, τήν πάντοτε αἰχμηρή εἰρωνεία του, τήν ἀποστροφή του πρός τή μακρολογία, τόν «ἐπαγωγικό» τρόπο τῆς οἰκοδόμησης τῆς ἐπιχειρηματολογίας του, ἐνίοτε ἀκόμη καί τήν καθιερωμένη ἀγνωσία του, μολονότι ἡ τελευταία αὐτή δέν προβάλλεται ἰδιαίτερα. Ὅσο προχωρεῖ ὁ διάλογος, ὅμως, ἀναφαίνονται βαθμιαία καί ἄλλες, πρωτόγνωρες πλευρές τοῦ χαρακτήρα του: ἡ προθυμία του νά παρουσιάσει ὁλοκληρωμένα θεωρητικά σχήματα, ὅπως ἡ ἐμπεριστατωμένη ὑποδιαίρεση τῶν τεχνῶν καί τῶν ἀντίστοιχων «κολακειῶν» (464b3- 465d6), ἡ ἐμπιστοσύνη του στίς μεθόδους καί τά πορίσματα τῶν μαθηματικῶν (βλ. σχετικά πιό κάτω), ἡ προσφυγή του σέ «ἀκούσματα» πού προέρχονται ἀπό μυστηριώδεις καί ἀδιευκρίνιστες πηγές (493al-494al), ἡ βεβαιότητα πού ἐπιδεικνύει ὅσον ἀφορᾶ τά πορίσματα στά ὁποῖα καταλήγει ὁ ἔλεγχος τόν ὁποῖο διεξάγει (473b6-U, 487el-7, 508e5-509bl), τέλος ὁ παραινετικός, σχεδόν ἱεραποστολικός τόνος τόν ὁποῖο υἱοθετεῖ πρός τό τέλος τοῦ διαλόγου (527c5-e6), προκειμένου νά παρακινήσει τόν συνομιλητή του γιά νά τόν ἀκολουθήσει στόν δρόμο τῆς παιδείας, τῆς ἀρετῆς καί τοῦ ἄριστου βίου, ὅπως ὁ ἴδιος τόν ἔχει προδιαγράφει. Ὅλα τοῦτα ὑποδεικνύουν ὅτι ὁ Πλάτων βρίσκεται ἤδη καθ’ ὁδόν πρός μία νέα προσέγγιση στά φιλοσοφικά ζητήματα, διαφορετική ἀπό τήν καθαρά ἀπορητική καί ἐταστική στάση πού κρατοῦσε στούς πιό πρώιμους «σωκρατικούς» διαλόγους του.
Ἡ δραματική χρονολόγηση τοῦ διαλόγου.
Ὅπως τό ἔχει παρατηρήσει ὁ Dodds 17-8, τά διάφορα στοιχεῖα πού μᾶς παρέχονται κατά τήν ἐξέλιξη τοῦ διαλόγου καθιστοῦν δυσχερή τήν τοποθέτηση τῆς δράσης του σέ κάποια συγκεκριμένη χρονική στιγμή.[14] Μερικά ἀπό αὐτά τά δεδομένα εἶναι τά ἑξῆς:
Ὁ θάνατος τοῦ Περικλῆ (429) ἀναφέρεται ὡς σχετικά πρόσφατο γεγονός (503c2-3).
Ἡ πρώτη γνωστή ἐπίσκεψη τοῦ Γοργία στήν Ἀθήνα ἔγινε κατά τήν ἑορτή τῶν Παναθηναίων τοῦ 427, ὅταν ἐμφανίστηκε ὡς μέλος μιᾶς διπλωματικῆς ἀποστολῆς προερχόμενης ἀπό τήν πατρίδα του, τούς Λεοντίνους, καί ἐξασφάλισε τή συμμαχία τῶν Ἀθηναίων.[15] Ἀναφέρεται ὅμως ἐπίσης ὅτι ἤδη γηράσκων ἐκφώνησε τόν Ἐπιτάφιό του στήν πόλη γιά τούς πεσόντες στόν πόλεμο,[16] προφανῶς σέ κάποια μεταγενέστερη ἐπίσκεψή του ἡ ὁποία ἐνδέχεται νά πραγματοποιήθηκε ἀρκετά χρόνια ἀργότερα, πιθανῶς κατά τήν ὕστερη φάση τοῦ Πελοποννησιακοῦ Πολέμου. Ἄς σημειωθεῖ ὅτι στόν Μένωνα, 71c4-8, ὁ ὁποῖος κατά τά φαινόμενα διαδραματίζεται στίς ἀρχές τοῦ ἔτους 402, ὁ Σωκράτης ἀναφέρεται στήν παλαιότερη συνάντησή του μέ τόν Γοργία ὡς κάτι πού εἶχε γίνει στό σχετικά μακρινό παρελθόν, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν τήν θυμᾶται, ὅπως ἰσχυρίζεται, ἐπακριβῶς στίς λεπτομέρειές της.
Ὁ Δῆμος, ὁ γιός τοῦ Πυριλάμπη, εἶναι ἀκόμη ἐνας ὄμορφος νεαρός (481d4-e4), συνεπώς δέν μπορεῖ νά βρισκόμαστε πολύ μετά τό 422.[17]
Ὁ Ἀλκιβιάδης θά πρέπει ἐπίσης νά βρίσκεται ἀκόμη σέ σχετικά νεαρή ἡλικία, ἐφόσον ἡ ἐμπλοκή του στήν περιπέτεια τῆς Σικελικῆς ἐκστρατείας (τό 415) καί σέ ὅσα ἐπακολούθησαν παρουσιάζεται ὡς κάτι τό μελλοντικό (519a7-b2).
Ἡ ἄνοδος τοῦ Ἀρχέλαου στήν ἐξουσία (βλ. 470d5-6) συντελέστηκε τό ἐνωρίτερο τό 413.
Ἡ τραγωδία τοῦ Εὐριπίδη Ἀντιόπη, γιά τήν ὁποία γίνεται λόγος στό 485e4-486dl, πρωτοπαρουσιάστηκε τό 411 ἤ καί λίγο ἀργότερα.
Ἄν ἡ ἀναφορά στό 473e6-7 εἶναι στήν περιβόητη δίκη τῶν στρατηγῶν πού ἐπακολούθησε τή ναυμαχία στίς Ἀργινοῦσες, τούτη ἔλαβε χώρα πρός τά τέλη τοῦ πολέμου, κατά τό 406.
Ἡ δυσκολία νά συνδυαστοῦν μέ συνέπεια ὅλες αὐτές οἱ ἱστορικές ἐνδείξεις φανερώνει ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἐνδιαφερόταν τόσο γιά τήν ἀπόλυτη ἱστορική ἀκρίβεια τῶν περιγραφῶν του, ὅσο κυρίως νά ἀποτυπώσει τή γενικότερη ἀτμόσφαιρα μίας ἐποχῆς κατά τήν ὁποία οἱ παράγοντες πού συνετέλεσαν στήν ὁριστική κατάρρευση τῆς ἀθηναϊκῆς ἡγεμονίας εἶχαν ἀρχίσει πιά νά γίνονται ὁρατοί.
Ἡ χρονολογία τῆς συγγραφῆς τόν διαλόγου.
Οἱ περισσότεροι νεότεροι μελετητές συμφωνοῦν ὅτι ὁ Γοργίας θά πρέπει νά συμπεριληφθεῖ στήν ὁμάδα τῶν πρώιμων διαλόγων τοῦ Πλάτωνα, αὐτῶν οἱ ὁποῖοι εἶναι γραμμένοι πρίν ἀπό τά μεγάλα ἀριστουργήματα τῆς λεγόμενης «ὥριμης» συγγραφικῆς περιόδου του, ὅπως εἶναι τό Συμπόσιο, ὁ Φαίδων, ἡ Πολιτεία, ὁ Παρμενίδης καί ὁ Φαῖδρος. Ἡ πρώιμη αὐτή περίοδος θεωρεῖται γενικά ὅτι ἐκτείνεται χρονολογικά κατά τήν εἰκοσαετία μετά τόν θάνατο τοῦ Σωκράτη τό 399, ἐνῶ τά ἔργα πού ἀνήκουν σέ αὐτήν διακρίνονται ἐνίοτε περαιτέρω σέ μικρότερες ὑπο-ομάδες. Ἀπό αὐτά, οἱ «ὁρισμικοί» διάλογοι, οἱ ὁποῖοι ἑστιάζουν κυρίως στήν ἀναζήτηση ὁρισμῶν πού ἀφοροῦν εἴτε κάποια συγκεκριμένη τέχνην, εἴτε κάποιαν ἄλλη ἀφηρημένη ἔννοια μέ ἠθικό περιεχόμενο, συμπεριλαμβάνουν διαλόγους ὅπως ὁ Λάχης, ὁ Εὐθύφρων, ὁ Μείζων Ἰππίας, ὁ Χαρμίδης, ὁ Λύσις καί ὁ Πρωταγόρας. Ἄλλοι, μερικοί ἀπό τους ὁποίους ὡστόσο ἐμπίπτουν καί στήν προηγούμενη ὁμάδα πού ἀναφέρθηκε, θά μποροῦσαν νά χαρακτηριστοῦν ὡς «ἐλεγκτικοί» ἤ «ἀπορητικοί», καθώς ἡ σωκρατική ἐλεγκτική μέθοδος κατέχει σέ αὐτούς τόν κυρίαρχο ρόλο. Τέτοιοι εἶναι ὁ Ἴων, ὀ Ίππίας ὁ ἐλάσσων, ὁ Λάχης, ὁ Εὐθύφρων, ὁ Χαρμίδης, ὁ Πρωταγόρας καί ὁ Εὐθύδημος. Τέλος, ὁρισμένοι ἄλλοι ἀπό τούς παραπάνω θεωρεῖται ὅτι προετοιμάζουν ἤ προεξαγγέλλουν διδασκαλίες ὅπως εἶναι ἡ θεωρία γιά τή γνώση ὡς «ἀνάμνηση», ἤ ἐκείνη γιά τήν ἀθανασία καί τή μετενσωμάτωση τῶν ψυχῶν, καθώς καί ἡ περίφημη θεωρία τῶν «χωριστῶν εἰδῶν», οἱ ὁποῖες ἐπρόκειτο νά καταστοῦν κυρίαρχες στίς μεταγενέστερες περιόδους. Σέ αὐτό τό πλαίσιο, διάλογοι ὅπως ὁ Μένων, ὁ Κρατύλος καί ἐνδεχομένως ὁ Εὐθύδημος καί ὁ Λύσις, θεωροῦνται ὡς ὑστερότεροι καί ἑπομένως ὡς «μεταβατικοί». Ἄν τώρα ἡ Ἀπολογία, ὁ Κρίτων, ὁ Ἴων καί ὁ Ἰππίας ἐλάσσων εἶναι, ὅπως πιστεύεται, οἱ πρῶτοι τους ὁποίους συνέγραψε ó Πλάτων, τότε οὐσιαστικά ἀπομένουν μόνον ὁ Γοργίας καί ὁ Μενέξενος (γιά τούς ὁποίους ἄλλωστε ὑπάρχει γενικότερα ἡ ἐντύπωση ὅτι συνδέονται μεταξύ τους μέ ἀξιοπρόσεκτες συγγένειες) γιά νά ἐνταχθοῦν σέ κάποια ἀπό τίς ὁμάδες πού ἀναφέρθηκαν, καί ἔτσι νά τοποθετηθοῦν χρονολογικά, ὡστόσο τό ζήτημα αὐτό ἔχει προκαλέσει σημαντικές διχογνωμίες.[18] Προσωπικά, ἔχω τήν τάση νά συμφωνήσω με ὅσους θεωροῦν ὅτι ἡ συγγραφή τοῦ Γοργία θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ πρός τό τέλος τῆς συνολικῆς πρώιμης φάσης τοῦ συγγραφικοῦ ἔργου τοῦ Πλάτωνα, κοντά στούς λεγόμενους «μεταβατικούς» διαλόγους.[19] Σέ ὅσα ἐπιχειρήματα ἔχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεῖ σχετικά μέ αὐτό τό ζήτημα θά ἤθελα νά προσθέσω καί τά ἀκόλουθα, τά ὁποῖα παρέχουν καί ὁρισμένες ἐνδείξεις πού, κατά τή γνώμη μου, καθιστοῦν πιθανή τή σύνδεση τῆς συγγραφῆς του μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἀκαδημίας, ἐνα γεγονός τό ὁποῖο εἶναι καθιερωμένο νά τοποθετεῖται μετά τήν ἐπιστροφή τοῦ Πλάτωνα ἀπό τό πρῶτο ταξίδι του στή Σικελία, τό 387:
1. Μολονότι εἶναι ἀκριβές ὅτι στόν Γοργία δέν ἐπιδεικνύεται ἡ συνηθισμένη στούς «ὁρισμικούς» διαλόγους μέριμνα γιά τή διατύπωση ὁρισμῶν, ἡ ὁποία κατά τά ἄλλα θεωρεῖται ὅτι προετοιμάζει τήν εἰσαγωγή τῆς θεωρίας τῶν Ἰδεῶν, ὡστόσο οἱ ἀναφορές πού γίνονται ἐδῶ σέ αὐτό τό ζήτημα,[20] δείχνουν ὅτι ὁ συγγραφέας ἔχει ἤδη διαμορφώσει μιάν ὁλοκληρωμένη ἄποψη γύρω ἀπό τό θέμα, τήν ὁποία ἁπλῶς ἐπιλέγει νά μήν τήν ἐκθέσει ἀναλυτικά, ἐν ὄψει τῆς συστηματικῆς παρουσίασής της στό πρῶτο μέρος τοῦ Μένωνα.
2. Ἡ ἐπίκληση τῶν μαθηματικῶν σέ διάφορα καίρια σημεῖα τοῦ διαλόγου ὑποδεικνύει τήν ἀνάπτυξη ἀπό μέρους τοῦ Πλάτωνα ἑνός ἰδιαίτερου ἐνδιαφέροντος γιά τόν συγκεκριμένο ἐπιστημονικό κλάδο, τό ὁποῖο στή συνέχεια ἔμελλε νά τόν ὁδηγήσει τελικά στήν ἐγκατάλειψη τοῦ σωκρατικοῦ ἐλέγχου ὡς ἀποκλειστικοῦ ἐργαλείου φιλοσοφικῆς ἔρευνας καί στήν προσφυγή σέ ἐναλλακτικές, περισσότερο «δημιουργικές» μεθόδους, ἐμπνευσμένες ἀπό τή μαθηματική μεθοδολογία τῆς ἐποχῆς του:[21] τέτοιες ἦταν ἡ λεγόμενη «ὑποθετική» μέθοδος, καθώς καί ἡ ἀξιωματική καί ἡ διαιρετική, ἐνῶ γίνεται ἐπίσης συστηματική χρήση νέων μεθοδολογικῶν ἐργαλείων ὅπως ἡ ἀναλογία. Ὅλες αὐτές οἱ μέθοδοι κατέχουν κυρίαρχη θέση στό ὕστερο ἔργο του, καί τοῦ ἐπέτρεψαν νά διατυπώσει καί νά ἀναπτύξει ἀργότερα τίς μεγαλεπήβολες μεταφυσικές θεωρίες του. Θεωρῶ ἀδιανόητο ἡ ἐπαναλαμβανόμενη αὐτή προσφυγή του σέ πρότυπα καί μεθόδους πού ἀντλοῦνται ἀπό τόν χῶρο τῶν μαθηματικῶν νά μή σχετίζεται μέ τήν ἐπαφή πού γνωρίζουμε ὅτι εἶχε στή Σικελία μέ τίς ἀπόψεις τῶν Πυθαγορείων, τούς ὁποίους γνώρισε ἀπό κοντά κατά τή διάρκεια τοῦ ἐκεῖ ταξιδιοῦ του.[22] Ἄλλωστε λίγοι θά ἀμφισβητήσουν ὅτι εἶναι ἀπό ἐκείνους πού ἐμπνεύστηκε καί τήν ἵδρυση τῆς σχολῆς τῆς Ἀκαδημίας, ἐν ὄψει μάλιστα τῆς σημασίας πού εἶχε σέ αὐτήν ἡ μελέτη τῶν μαθηματικῶν ἐπιστημῶν ὡς προστάδιο τῆς τελικῆς ἐνασχόλησης μέ τήν καθαρῶς φιλοσοφική διαλεκτική.
3. Ἡ συστηματική ἐπισήμανση καί ἡ σχολαστική τήρηση τῶν κανόνων τῆς τυπικῆς διαλεκτικῆς ἀντιπαράθεσης, κυρίως κατά τή συζήτηση μέ τόν Πῶλο,[23] ἡ ὁποία γίνεται μέ πολύ μεγαλύτερη ἐπιμέλεια καί ἐπιμονή ἀπ’ ὅ,τι στούς ἄλλους διαλόγους, δημιουργεῖ τήν ἐντύπωση ὅτι ὁ συγκεκριμένος διάλογος ἦταν σχεδιασμένος νά χρησιμεύσει ὡς ὑπόδειγμα κατά τή διδασκαλία τῶν σχετικῶν πρακτικῶν στό πλαίσιο τῆς Ἀκαδημίας, κατά τρόπο ἀνάλογο ὅπως οἱ τεχνικές του ὁρισμοῦ καί τοῦ ἐξ ὑποθέσεως σκοπεῖσθαι παρουσιάζονται στόν Μένωνα γιά νά ἐξυπηρετήσουν ἀνάλογους ἐκπαιδευτικούς στόχους.
Ὅλα αὐτά, καθώς καί ἡ ἐξελιγμένη δραματουργική καί λογοτεχνική τεχνική του συγγραφέα, ἡ ὁποία εἶναι ἐμφανής σέ ὅλη τήν ἔκταση τοῦ διαλόγου, συνηγοροῦν στό ὅτι πρόκειται γιά ἐνα ἔργο πού ἀντιπροσωπεύει μία φάση ὡρίμανσής του ὅσον ἀφορᾶ τόν χειρισμό καί τήν ὀργάνωση τῶν μέσων πού χρησιμοποιεῖ, καθώς τόν βλέπουμε νά ἐλέγχει μέ ἀξιοσημείωτη μαεστρία τούς ρυθμούς τῆς ἐξέλιξης τῆς συζήτησης, τίς ἀπαιτούμενες ἐναλλαγές ἀνάμεσα στή σύντονη διαλεκτική ἀντιπαράθεση καί τίς ἐκτενέστερες ρητορικές καί ἀφηγηματικές ἐξάρσεις, καθώς ἐπίσης νά τηρεῖ τήν εὐαίσθητη ἰσορροπία μεταξύ της σχεδόν ἀνεπαίσθητης εἰρωνείας καί τοῦ πικρόχολου σαρκασμοῦ, τῆς σοβαρότητας καί τῆς παιγνιώδους διάθεσης, ἀξιοποιώντας ἔτσι μέ πειστικότητα καί χάρη τήν ἀντίθεση ἀνάμεσα στήν σχεδόν στεγνή καί «ἠλεκτρισμένη» ἀτμόσφαιρα τῆς συγκρουσιακῆς ἀντιπαλότητας, ἀπό τή μία πλευρά, καί τήν εὐγλωττία καί τή θέρμη τῆς αὐθεντικῆς παραίνεσης ἀπό τήν ἄλλη. Ὅλα αὐτά εἶναι ὁπωσδήποτε ἔντονα χρωματισμένα ἀπό τήν ἀπογοήητευση πού φαίνεται νά τόν διακατέχει γιά τήν ὑπάρχουσα πολιτική πραγματικότητα πού ἐπικρατοῦσε στήν ἐξουθενωμένη καί ταπεινωμένη ἀπό τίς ἀστοχίες τῶν ἡγετῶν τῆς πατρίδας του καί ἀπό τίς ἐπιλογές τῶν συμπολιτῶν του, διατηρώντας ὅμως συνάμα ἐνεργό τόν ἐνθουσιασμό του γιά τήν προοπτική μιᾶς ἀληθινά καλύτερης καί εὐτυχέστερης κοινωνικῆς ζωῆς στήν πόλη.
Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ Πλάτων, ἰδιαίτερα στά πρώιμα ἔργα του, ἀποφεύγει νά εἰσαγάγει ἤ νά μεταχειριστεῖ τεχνική ὁρολογία, προτιμώντας νά ἀφήσει τή γλώσσα του νά διατηρεῖ τή ρευστότητα καί τή νοηματική ἐλαστικότητα τῆς καθημερινῆς συνομιλίας. Καθίσταται δύσκολο, ἑπομένως, γιά ὁποιονδήποτε μεταφραστή νά τηρήσει μιάν ἀπαρέγκλιτη ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στίς λέξεις τοῦ πρωτοτύπου πού μεταφράζει καί στήν ἀπόδοσή τους σέ ἐνα σύγχρονο ἰδίωμα. Διότι οἱ ἴδιες λέξεις τείνουν νά προσλαμβάνουν διαφορετικό περιεχόμενο σέ διαφορετικά συμφραζόμενα, ἐνῶ ἀντιθέτως ἐνίοτε διαφορετικές λέξεις χρησιμοποιοῦνται ὡς περίπου συνώνυμες μεταξύ τους, καθώς ὁ συγγραφέας τίς ἐναλλάσσει δίχως νά ὑποδηλώνει ἔτσι ὁποιαδήποτε μεταβολή οὔτε κάν στήν ἀπόχρωση αὐτοῦ πού ἐννοεῖται. Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά, ὁ «ἐνδογλωσσικός» μεταφραστής ἔχει νά ἀντιμετωπίσει τό ἐπί πλέον πρόβλημα ὅτι ὁρισμένες λέξεις πού ἐξακολουθοῦν νά χρησιμοποιοῦνται στά νέα Ἑλληνικά ἔχουν πιά προσλάβει ἐντελῶς ἤ —ἀκόμη χειρότερα— ἐλαφρῶς διαφορετική σημασία, μέ ἀποτέλεσμα ἡ διατήρησή τους νά κινδυνεύει νά προκαλέσει σοβαρές παρανοήσεις ἤ ἄλλοτε, στήν καλύτερη περίπτωση, νά κάνουν τό κείμενο νά δείχνει δυσνόητο ἐκεῖ πού δέν εἶναι. Γι’ αὐτό λοιπόν δέν δίστασα, σέ ὁρισμένες περιπτώσεις, νά ἀποστῶ ἀπό καθιερωμένες ἤ φαινομενικά προφανεῖς ἀποδόσεις, προκειμένου νά διατηρήσω τή ροή τοῦ κειμένου καί νά διαφυλάξω τή φυσικότητα τῆς διατύπωσης, ἔστω καί διακινδυνεύοντας καμιά φορά νά ἐμφανιστοῦν ὁρισμένες ἀσυνέπειες πού ὡστόσο, κατά τή γνώμη μου, ἐξομαλύνονται τελικά ἀπό τά ἑκάστοτε συμφραζόμενα. Τέτοιου εἴδους πρωτοβουλίες καί ἐπιλογές εἶναι ἀναπόφευκτες ἀπό τήν πλευρά τοῦ μεταφραστῆ, ἄν καί ἀσφαλῶς τόν ἀφήνουν ἔκθετο στήν κριτική, θεωρῶ ὡστόσο ὅτι ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς δουλειᾶς του.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση εἶναι αὐτή της, καίριας γιά τήν πορεία τοῦ συγκεκριμένου διαλόγου, λέξης εὐδαιμονία καί τῶν παραγώγων της. Καίτοι αὐτή ἑξακολουθεῖ νά χρησιμοποιεῖται στή νεότερη γλώσσα μας, ὡστόσο ἔχει προσλάβει ἐναν ὑψηλό τόνο πού ἀποκλείει τή χρήση της γιά νά περιγράφει συνηθισμένες, καθημερινές καταστάσεις, καί ἔτσι καθίσταται ἀπρόσφορη γιά τίς ἀνάγκες τοῦ συγκεκριμένου ἔργου, ἰδιαίτερα μάλιστα σέ περιπτώσεις ὅπως αὐτές ὅπου ὁ Πῶλος τήν χρησιμοποιεῖ ἐννοώντας, προφανῶς, τήν ἁπλή καλοπέραση (λ.χ. 470d1 -ell, 473bl2-dl καί πρβ. 478c4-8 καί 494ο2-495a1).Ἔτσι ἀποφάσισα νά τήν ἀποδώσω στίς περισσότερες —ἄν καί ὄχι σέ ὄλες— τίς περιπτώσεις ὡς «εὐτυχία», μολονότι ἀναγνωρίζω τή βασική ἀναντιστοιχία πού ὑφίσταται ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές λέξεις. Διότι πράγματι ἡ «εὐδαιμονία», ἀντίθετα ἀπό τήν «εὐτυχία», δέν δηλώνει μία ἁπλή ψυχολογική διάθεση, ἀλλά μιάν ἀντικειμενική κατάσταση στήν ὁποία βρίσκεται κανείς, καθώς ἐνδέχεται νά μήν εἶναι κἄν ἀντιληπτή ἀπό τό ὑποκείμενο τό ὁποῖο ἀφορᾶ. Ἐμβληματικό, ὡς πρός αὐτό τό σημεῖο, εἶναι τό περίφημο ἐπεισόδιο πού ἀναφέρεται στή συζήτηση τοῦ Κροίσου μέ τόν Σόλωνα στό πρῶτο βιβλίο τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἡροδοτου (130-33 καί 86),[24] ὅπου τά παραδείγματα πού ἀναφέρει ὁ Ἀθηναῖος σοφός ἀποδεικνύουν ἀκριβῶς ὅτι κάποιος πού εἶναι εὐδαίμων μπορεῖ νά μήν ἔχει καθόλου συνείδηση τοῦ πράγματος, δίχως αὐτό νά μειώνει κατά τίποτε τήν ἀξία τῆς κατάστασής του. Ἔτσι λοιπόν καί στόν διάλογό μας, κάποιος πού εἶναι ἐνάρετος μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ὡς εὐδαίμων ἀκόμη καί ἄν, ὅπως συνέβη μέ τόν Σωκράτη, ὑποστεῖ διώξεις ἤ ἐξευτελισμούς: βλ. 507c4-d2. Τό παράδοξο γίνεται ἴσως ἀκόμη πιό ἔντονο μέ τή χρήση τῆς νεοελληνικῆς ἀπόδοσης «εὐτυχής», ὅμως θεωρῶ ὅτι τά συμφραζόμενα καθιστοῦν σαφές ὅτι δέν πρόκειται, κατά κανόνα, γιά τήν κατάσταση ἁπλῆς εὐμάρειας, ἀλλά γιά μία ἑδραία καί ἀκλόνητη ἐσωτερική κατάσταση, ἡ ὁποία παραμένει ἀνεπηρέαστη ἀπό τίς ἐξωτερικές συνθῆκες, ἤ ἀκόμη καί ἀπό τίς παροδικές ψυχολογικές διαθέσεις ἤ μεταπτώσεις πού ἐκεῖνες ἐνδέχεται νά προκαλέσουν.[25]
Μία ἄλλη προβληματική περίπτωση ἀποτελεῖ ἡ χρήση τῆς λέξης ἡδονή (πού ἐνίοτε ἐμφανίζεται ὡς περίπου συνώνυμη τοῦ χαίρειν, δηλαδή τῆς εὐχαρίστησης) καί τοῦ ἀντιθέτου της, τῆς λύπης. Εἶναι σαφές ὅτι πρόκειται γιά αἰσθήματα πού δέν ἔχουν σχέση μόνο μέ τό σῶμα, καί ἔτσι ἀναγκαστικά —ἀλλά καί πάλι ὄχι πάντα— ἀποδίδεται ὡς «ἀπόλαυση» (καί ἀντιστοίχως τό ἀντίθετό της ὡς «δυσαρέσκεια», «στενοχώρια» ἤ «δυσφορία»), στήν προσπάθεια νά ἀναδειχθεῖ περισσότερο ἡ ἀπαιτούμενη εὐρύτερη ψυχολογική της διάσταση.
Ἡ λέξη ἀγαθός ὑπάρχει βέβαια καί στά νέα Ἑλληνικά, ὅπου ὅμως ὡς ἐπίθετο πού ἀναφέρεται σέ ἀνθρώπους ἔχει πιά καταστεῖ σχεδόν κακόσημη (ἐνῶ, ἀντίθετα, ὡς οὐσιαστικό μπορεῖ καί πρέπει νά διατηρεῖται),[26] ὁπότε ὁ μεταφραστής εἶναι ὑποχρεωμένος, μέ δεδομένο τό ἀνεπιτήδευτο ὕφος τῆς συζήτησης, νά καταφύγει στό ὁπωσδήποτε κάπως ἀνεπαρκές ἐπίθετο «καλός».
Ἀκόμη πιό προβληματικός ἐμφανίζεται ὁ ἐπαινετικός χαρακτηρισμός καλός, πού τό πεδίο του ἐκτείνεται ἀπό τά καλοσχηματισμένα καί ὄμορφα σώματα ὡς τίς ἀνώτερες σφαῖρες τίς ὁποῖες ἀντιπροσωπεύουν οἱ νόμοι ἤ ἀκόμη καί οἱ μαθήσεις (474d4- 475a9).[27] Γιά νά μπορέσει νά λειτουργήσει ἀποτελεσματικά τό σχετικό ἐπαγωγικό ἐπιχείρημα, ἀπαιτεῖται νά χρησιμοποιηθεῖ ἕνας ἑνιαῖος ὅρος, γι’ αὐτό καί ἐπέλεξα τό ἐλαφρῶς ὑπερβολικό «ἐξαίσιος», πού τουλάχιστον συνδυάζεται ἱκανοποιητικά μέ τό ἀντίθετό του αἰσχρός - «ἐπαίσχυντος».
Ἡ συστάδα τῶν ὅρων κρείττων, ἐρρωμενέστερος, βελτίων, ἰσχυρότερος καί ἀμείνων χρησιμοποιεῖται ἀπό τόν Καλλικλῆ μέ τρόπο πού, ὅπως σπεύδει νά τό ἐπισημάνει καί ὁ Σωκράτης, προδίδει σύγχυση ὡς πρός τήν ἀκριβή σημασία τους, μέ κόστος κάποια ἐνδεχόμενη ἀσάφεια στό τελικό ἀποτέλεσμα.
Κατά τά ἄλλα, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀποκατάσταση τοῦ ἀρχαίου κειμένου, ὁ Γοργίας εἶχε τήν τύχη νά δεχτεῖ τίς φροντίδες ἑνός ἔγκριτου ἐπιμελητῆ, τοῦ διαπρεπούς Ε. R. Dodds, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει προσφέρει μιάν ὑποδειγματικά ἐμπεριστατωμένη ἔκδοσή του. Τούτη βασίζεται στήν ἐξαρχῆς ἐπαναξιολόγηση τῆς χειρόγραφης παράδοσης, λαμβάνοντας παράλληλα ὑπόψη της καί πλῆθος πληροφοριῶν πού προέρχονται ἀπό τή λεγόμενη ἔμμεση παράδοση, τίς μαρτυρίες δηλαδή οἱ ὁποῖες διασῴζονται στά ἔργα μεταγενέστερων συγγραφέων πού εἶχαν διαβάσει τόν διάλογο σέ ἐκδοχές οἱ ὁποῖες συχνά ἀποκλίνουν σημαντικά ἀπό αὐτήν πού ἐκπροσωπεῖται ἀπό τά βασικά βυζαντινά χειρόγραφα τά ὁποῖα ἔχουμε στή διάθεσή μας σήμερα. Ἐπέλεξα νά ἀναπαραγάγω κατά βάση τό κείμενο τῆς μνημειώδους αὐτῆς ἐργασίας,[28] σημειώνοντας σέ ἕνα συνοπτικό κριτικό ὑπόμνημα τίς περιπτώσεις ὅπου παρουσιάζονται ἀποκλίσεις: 1) ἀπό τό κείμενο ἀναφορᾶς (δηλ. ἀπό αὐτό τοῦ Dodds), 2) ἀπό τό κείμενο τῆς εὐρύτατα χρησιμοποιούμενης παλαιότερης ἔκδοσης τοῦ J. Burnet (Ὀξφόρδη 1903), καί 3) ἀπό τή γραφή ὅλων τῶν κύριων χειρογράφων, ἐξαιτίας παρεμβάσεων ἀπό μεταγενέστερους γραφεῖς ἤ ἐκδότες, στήν προσπάθειά τους νά ἀποκαταστήσουν σημεῖα τοῦ κειμένου τά ὁποῖα παρουσιάζουν φθορές ἤ κενά.
Ὡς κύρια λογίζονται τά χειρόγραφα τά ὁποῖα ἔχει ἐπιλέξει ὁ Dodds, πού ἐκπροσωποῦν καί τίς τρεῖς βασικές οἰκογένειες τίς ὁποῖες ἀναγνωρίζει ἡ νεότερη ἔρευνα ὅσον ἀφορᾶ τό κείμενο τῶν Πλατωνικῶν ἔργων, ὡς ἑξῆς:
B: Cod. Bodleianus Clarkianus 39 (ἀπό τό ἔ'τός 895), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια I.
Τ: Cod. Venetus, append, class. 4.1 (τοῦ 10ου αἰ.), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια II.[29]
W: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7 (τοῦ 11ου αἰ.), πού ἐκπροσωπεῖ τήν οἰκογένεια III.[30]
Ἐπίσης, κάποιες σημαντικές ἀποκλίνουσες ἀναγνώσεις προσφέρει ὁ:
F: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39 (τέλη 13ου μέ ἀρχές τοῦ 14ου αἰ.), ὁ ὁποῖος, κατά τούς Burnet καί Dodds, ἀντιπροσωπεύει μία ξεχωριστή παράδοση πού διαφοροποιεῖται καί ἀπό τίς τρεῖς προαναφερθεῖσες οἰκογένειες, διασώζοντας ὅμως ὁρισμένες ἀξιόλογες γραφές, πολλές ἀπό τίς ὁποῖες ἀπαντοῦν καί στήν ὕστερη κυρίως ἔμμεση παράδοση, καθώς ἐπίσης καί στά σχετικά παπυρικά εὐρήματα.
Γιά τίς περιπτώσεις συμφωνίας (consensus) τῶν BTWF χρησιμοποιῶ τή συντομογραφία c. Γιά τίς μεταγενέστερες γραφές (διορθώσεις) πάνω σέ αὐτούς τούς τέσσερεις βασικούς κώδικες χρησιμοποιοῦνται ἀντίστοιχα τά σύμβολα b, t, w καί f.
Τέλος, χρειάζεται νά γίνει ἰδιαίτερη ἀναφορά στόν:
Τ: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21 (τοῦ 14ου αἰ.).Ό Croiset, 102, θεώρησε ὅτι ὁ κώδικας αὐτός «διασώζει σέ πολλές περιπτώσεις τήν καλύτερη παράδοση». Ὡστόσο, σήμερα γίνεται δεκτό ὅτι ἀντιπροσωπεύει καί αὐτός κατά βάση τήν παράδοση τοῦ W, ἐνσωματώνοντας σέ αὐτήν καί διορθώσεις προερχόμενες ἀπό τόν f, καθώς καί ὁρισμένες ἄλλες καλές γραφές, οἱ ὁποῖες ὅμως ὀφείλονται μᾶλλον σέ διορθωτικές παρεμβάσεις τοῦ γραφέως: βλ. Dodds 55-6.
Θά πρέπει ἐδῶ νά ἀναφερθεῖ καί ἡ μαρτυρία τοῦ Ὀλυμπιοδώρου (6ος αἰ.), τοῦ μοναδικοῦ Νεοπλατωνικοῦ ὑπομνηματιστῆ, τό ἔργο τοῦ ὁποίου ἔχει διασωθεῖ (καταγεγραμμένο, ὅπως δηλώνεται στό βασικό χειρόγραφο πού μᾶς τό παραδίδει, ἀπό κάποιον ἀκροατή τῶν παραδόσεών του: ἀπό φωνῆς), καί τό ὁποῖο ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπό τόν L. G. Westerink (Olympiodori In Platonis Gorgiain Commentaria, Leipzig 1970· βλ. ἐπίσης τήν ἀγγλική μετάφραση ἀπό τούς R. Jackson, Κ. Lycos, Η. Tarrant, Olympiodorus’ Commentary on Plato’s Gorgias, Leiden 1998). Τό κατά τά ἄλλα ὄχι ἰδιαίτερα ἐμπνευσμένο ἤ διαφωτιστικό τοῦτο ὑπόμνημα περιέχει γραφές οἱ ὁποῖες κατά κανόνα προσεγγίζουν περισσότερο πρός ἐκεῖνες τοῦ F.
ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ
CAF Th. Kock, Comieorum Atticomm Fragmenta, Lipsiae 1880-8.
DK H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 6. Auflage, Berlin 1951.
Orph.fr. Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, Berlin 1922.
TGF A. Nauck, Tragieorum Graecorum Fragmenta, 3. Auflage, Hildesheim 1964.
B Cod. Bodleianus Clarkianus 39
T Cod. Venetus, Append, class. 4.1
W Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7
F Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39
C consensus τῶν BTWF b, t, w, f manus recentiores τῶν BTWF ἀντιστοίχως
P Cod. Palatinus Vaticanus 173
Par. Cod. Parisinus 1808
T Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21
Xe manus correctoris
Xec e correctione
Xmg in margine
OI. Olympiodorus, In Platonis Gorgiam Commentaria
OI.λ Olympiodori lemmata
OI.π Olympiodori paraphrasis
---------------------------
[1] Γιά μία ἐνδιαφέρουσα προσέγγιση τοῦ Γοργία ἀπό αὐτή τή σκοπιά, βλ. Cooper 1998, 33-4 καί 74-5.
[2] Ἀπολ. 34al, 38b6, Φαίδ. 59bl0.
[3] Ἐφόσον δεχτοῦμε ὅτι ἤ συγκεκριμένη Ἐπιστολή εἶναι αὐθεντική, τουλάχιστον ὡς πρός τό ἱστορικό της μέρος. Οἱ νεότερες ἀπόψεις τῶν εἰδικῶν μελετητῶν γύρω ἀπό αὐτό τό ζήτημα ἐμφανίζονται διχασμένες, ἄν καί ἡ γενικότερη τάση εἶναι νά ἀναγνωριστεῖ ἡ ἱστορική ἀξιοπιστία τῶν μαρτυριῶν πού περιέχονται σέ αὐτήν.
[4] Βλ. ἐνδεικτικά Dodds 31.
[5] Ἡ ἀκριβής σχέση τοΰ συγκεκριμένου ἔργου μέ τόν Γοργία παραμένει ἀμφισβητούμενη (βλ. Dodds 28-9), ὁμως τοῦτο ὁπωσδήποτε συνετέλεσε γενικότερα στήν ἀνάπτυξη τοΰ γραμματειακοῦ εἴδους τῶν Σωκρατικῶν λόγων, πού ἀποσκοποῦσαν νά ἀποκαταστήσουν τή φήμη τοῦ φιλοσόφου ὡς προτύπου ἠθικῆς συμπεριφορᾶς: βλ. ἐνδεικτικά Ξενοφ., Ἀπομν. 11-2.
[6] Βλ.Ἰσοκρ., Π. ἀντιδ. 183, 186-7, Νίκ. 1, καί Cooper 2004, 71-7.
[7] Βλ. O’Meara 62-5.
[8] Κατά τήν ἀρχαιότητα, ὑπῆρχε ἡ φήμη ὁτι ὁ Πλάτων εἶχε μεταχειριστεῖ τούς συγγραφεῖς αὐτούς ὡς πρότυπά του κατά τή διάπλαση τῆς μορφῆς τῶν σωκρατικῶν του διαλόγων: βλ. Διογ. Λ. III17-18. Φυσικά, μία τέτοια θεωρία ἀγνοεῖ τήν παράδοση τῶν «σωκρατικῶν διαλόγων» πού εἶχε ἀναπτυχθεΐ ἀπό ἄλλα μέλη τοῦ σωκρατικοῦ κύκλου, ὁπως ὁ Ἀντισθένης, ὁ Αἰσχίνης ὁ Σφήττιος, ὁ Εὐκλείδης ὁ Μεγαρεύς, ὁ Φαίδων ὁ Ηλεῖος καί ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι τούς εἶχαν καθιερώσει ὡς λογοτεχνικό εἶδος πρίν ἀκόμη ὁ Πλάτων ξεκινήσει τή δική του συγγραφική δράση.
[9] Οἱ ὁποῖοι ἐκδηλώνονται, στίς περισσότερες περιπτώσεις, ὡς αἰσχύνη: βλ. 461b3, 482e2 καί πρβ. 494c5, d3-4.
[10] Στόν Γοργία, 6 Πλάτων μοιάζει νά ὑπαινίσσεται ὁτι ὁ ἀναγνώστης του εἶναι ἤδη ἐξοικειωμένος μέ τή συνήθεια τοῦ Σωκράτη νά θέτει τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα, ἐπικαλούμενος τίς βασικές ἀρχές πού θά πρέπει νά τηροῦνται κατά τόν χειρισμό τους: βλ. 448e6-7, 463c3-5 μέ τά σχόλια.
[11] Βλ. Ἱππ. μείζ. 282b.
[12] Καί συχνά ἀποτυπώνονται στίς «δημηγορίες», τίς ὁποῖες ἐντάσσει στήν Ἱστορία του ὁ Θουκυδίδης: βλ. I 75-77, II 35-46, 60-64, III 37-48, 82- 84, Ἱ 36-40.
[13] ΙΙρβ. Χρμ. 153b, Ἀπό?.. 21a, Ξενοφ., Ἄπομν. I 2.48, Ἄριστοφ., Νεφ. 104, 144 ἔπ., Σφῆκες 1408 ἑπ., Ὄρν. 1296, 1564.
[14] Βλ. ἐπίσης Stallbaum 18-20, Canto 49-54.
[15] Βλ. Διόδ. Σίκ. XII 53.1-5.
[16] Βλ. Φιλόστρ., Βίοι σοφ. 1 9.3 καί 5.
[17] Τό ἔτος δπού παρουσιάστηκαν οἱ Σφῆκες τοΰ Ἀριστοφάνη, ὅπου γίνεται λόγος γιά τόν υἱόν Πυριλάμπους Δῆμον καλόν (στ. 98).
[18] Βλ. μεταξύ ἄλλων τήν ἀναλυτική ἐξέταση τοῦ θέματος, κυρίως σέ σχέση μέ τόν Πρωταγόρα, πού ἐπιχειρεῖ ὁ Kahn 1988, 69-99, ὁ σοβαρότερος ὑποστηρικτής τῆς «πρωιμότητας» τοῦ Γοργία. Ὅσον ἀφορᾶ τόν Μενέξενο, εἶναι περίπου σίγουρο ὅτι ἡ συγγραφή του θά πρέπει νά τοποθετηθεῖ λίγο μετά τό 386.
[19] Σέ αὐτούς συμπεριλαμβάνονται οἱ Dodds, 21-4, Irwin, 5-8, καί Vlastos 1993,183 σ. 39. Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ πυκνή διατύπωση τοῦ Raven 54: «Κατά τή γνώμη μου, ὁ Γοργίας σημαδεύει τήν ἀποκορύφωση τῆς οὐσιαστικά σωκρατικῆς περιόδου τῆς ζωῆς τοῦ [Πλάτωνα], ἐνῶ ὁ Μένων σημαδεύει τό ξεκίνημα μίας καινούργιας καί πιό δημιουργικῆς φάσης».
[20] Βλ. πιό πάνω τή σήμ. 10, ἀλλά καί τόν μεταξύ σοβαροῦ καί ἀστείου ὑπαινιγμό στό 447dl-5.
[21] Βλ. 465b7-c4, 501al-bl, 507e6-508a7, καί Vlastos 1993, 183-205.
[22] Ἄλλες ἀναφορές στίς ἐμπειρίες πού εἶχε ἀποκομίσει ἀπό αὐτό τό ταξίδι μποροῦμε ἴσως νά βροῦμε στήν περιγραφή πού κάνει τῶν συνθηκῶν πού ἐπικρατοῦσαν στό περιβάλλον ἕνος τυράννου ὁπως ὁ Διονύσιος (βλ. 510bc μέ τή σημείωσή μου), καί τήν ἀναφορά του στόν, κατά τή διατύπωση τοῦ Μαξίμου Τυρίου (XVII 1), «Φειδία τῆς ὀψοποιίας» Συρακούσιο «σέφ» Μίθαικο (στό 518b6).
[23] Βλ. τίς σημειώσεις μου στά χωρία 462al-5, bl-2, 463cl-6, 466c7 καί 495a6-8.
[24] Ὅπου βέβαια χρησιμοποιοῦνται κυρίως οἱ ἀρχαϊκές ἐκφράσεις ὄλβος, ὀλβιότης κλπ., ὅμως γίνεται συνάμα σαφές ὅτι τοῦτες θεωροῦνται ὡς ταυτόσημες μέ τά εὐδαίμων, εὐδαιμονία κλπ.: βλ. 32.1, 86.6.
[25] Πρβ. σχετικά Vlastos 1993, 340-3.
[26] Βλ. σχετικά Irwin 124-5.
[27] Βλ. σχετικά καί Irwin 154-5.
[28] Θά πρέπει ἐπίσης νά ἐπισημάνω ἐδῶ τήν ὀφειλή μου καί στά ἄφθονα καί πολύτιμα σχόλια αὐτῆς τῆς ἔκδοσης, τά ὁποῖα εἶχα διαρκῶς ὑπόψη μου, δίχως νά κάνω ἰδιαίτερη μνεία τούς κάθε φορᾶ.
[29] Τούτη φαίνεται ὁτι κατάγεται ἀπό τόν ἀπολεσθέντα πρῶτο τόμο τῆς ἔκδοσης, τῆς ὁποίας ὁ δεύτερος τόμος εἶναι ὁ περίφημος Α τοῦ Παρισιοῦ (cod. Parisinus 1807).
[30] Ἐδῶ θά πρέπει νά προστεθεῖ καί ὁ Palatinus Vaticanus 173 (= Ρ) (ἐπίσης τοῦ 11ου αἰ.), ὁ ὁποῖος ἐμφανίζεται ὡς κοντινός συγγενής τοῦ W, καί προσφέρει ἐλάχιστες γραφές πού νά διαφέρουν ἀπό ἐκεῖνον.
Δημήτρης Λιαντίνης: Το Οdium Τheologicum
Η υποκρισία των χριστιανών μας είναι καθημερινή και βραδυνή και μεσημβρινή.
Μας παραστέκει όπως το νερό που πίνουμε, και μας κυκλώνει όπως ο αέρας που ανασαίνουμε.
Παράδειγμα.
Στο χωριό Μαύρη Τρύπα ένας τοκογλύφος έσπρωξε τον οφειλέτη του στην απόγνωση. Κρεμάστηκε στην πόρτα του σπιτιού του. Με τρία παιδάκια μέσα.
Δεν είχε να πληρώσει τα χρέη.
Σαν του είπαν πως εξαιτίας του σκοινιάστηκε ο άνθρωπος, εκείνος αγανάχτησε, σήκωσε τα χέρια του παλαβά, και φώναξε:
- Ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου τώρα;
Από τη σύγχυση και την οργή του πήγε ο ψυχοβγάλτης στα εικονίσματα ν’ ανάψει το τσιγάρο του στη φλόγα του καντηλιού. Να γλιτώσει και το σπίρτο.
Εκεί ήταν που λαδώθηκε το χαρτί στην άκρη του τσιγάρου του από το λάδι του καντηλιού.
Σαν το είδε ο τοκογλύφος γονάτισε και άρχισε να ικετεύει:
- Συγχώρα με Χριστέ! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, κι αρτεύτηκα. Οι καμπάνες χτυπούν λυπητερά το σταυρό σου, κι εγώ κατάλυσα τη νηστεία. Ήμαρτον ο αμαρτωλός.
Τέτοιοι είναι οι πλείστοι χριστιανοί.
Και το χειρότερο δεν το ξέρουνε.
Και το χείριστο δεν θα το μάθουνε ποτές.
Ο Ιησούς Χριστός ονομάζει υποκριτές τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Αλλά ποιοι είναι αυτοί;
Πρώτον είναι εκείνοι που τον εσταύρωσαν.
Και δεύτερον είναι οι θεολόγοι και οι παπάδες της εποχής του.
Είναι το ιερατείο κάθε εποχής. Που έχει στα χέρια του τα δύο φοβερότερα όπλα.
Το όπλο της υποκρισίας, και το όπλο του θεολογικού μίσους.
Το odium theologicum.
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά
Μας παραστέκει όπως το νερό που πίνουμε, και μας κυκλώνει όπως ο αέρας που ανασαίνουμε.
Παράδειγμα.
Στο χωριό Μαύρη Τρύπα ένας τοκογλύφος έσπρωξε τον οφειλέτη του στην απόγνωση. Κρεμάστηκε στην πόρτα του σπιτιού του. Με τρία παιδάκια μέσα.
Δεν είχε να πληρώσει τα χρέη.
Σαν του είπαν πως εξαιτίας του σκοινιάστηκε ο άνθρωπος, εκείνος αγανάχτησε, σήκωσε τα χέρια του παλαβά, και φώναξε:
- Ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου τώρα;
Από τη σύγχυση και την οργή του πήγε ο ψυχοβγάλτης στα εικονίσματα ν’ ανάψει το τσιγάρο του στη φλόγα του καντηλιού. Να γλιτώσει και το σπίρτο.
Εκεί ήταν που λαδώθηκε το χαρτί στην άκρη του τσιγάρου του από το λάδι του καντηλιού.
Σαν το είδε ο τοκογλύφος γονάτισε και άρχισε να ικετεύει:
- Συγχώρα με Χριστέ! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, κι αρτεύτηκα. Οι καμπάνες χτυπούν λυπητερά το σταυρό σου, κι εγώ κατάλυσα τη νηστεία. Ήμαρτον ο αμαρτωλός.
Τέτοιοι είναι οι πλείστοι χριστιανοί.
Και το χειρότερο δεν το ξέρουνε.
Και το χείριστο δεν θα το μάθουνε ποτές.
Ο Ιησούς Χριστός ονομάζει υποκριτές τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.
Αλλά ποιοι είναι αυτοί;
Πρώτον είναι εκείνοι που τον εσταύρωσαν.
Και δεύτερον είναι οι θεολόγοι και οι παπάδες της εποχής του.
Είναι το ιερατείο κάθε εποχής. Που έχει στα χέρια του τα δύο φοβερότερα όπλα.
Το όπλο της υποκρισίας, και το όπλο του θεολογικού μίσους.
Το odium theologicum.
Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά
ΦΘΙΑ - ΕΛΛΑΣ - ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
Φθία η πατρίδα του Αχιλλέα
Στο άρθρο αυτό θα επεξεργαστούμε γεωγραφικά στοιχεία, που παραθέτει ο Όμηρος, ώστε με γεωγραφικά δεδομένα να ορίσουμε το βασίλειο του Αχιλλέα. Ξεκινώντας από το ερώτημα πώς χρησιμοποιείται ο όρος Φθία, παρατηρούμε ότι η λέξη αυτή είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο πριν τον Όμηρο, που την παραλαμβάνει από την παλαιότερη παράδοση και έχει χρησιμοποιηθεί με πολλαπλή σημασία, ήτοι μύθοι- τοπωνύμια- πρόσωπα.
Φθία ονομαζόταν μια νύμφη που με τον Απόλλωνα απέκτησε τρεις γιους, το Δώρο, το Λαόδοκο και τον Πολυποίτη.
Φθία ονομαζόταν η κόρη του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα και της Νιόβης, που σκότωσε η Άρτεμη.
Φθία ονομαζόταν και η παλλακίδα του Αμύντορα, του πατέρα του Φοίνικα.
Φθία ονομαζόταν μια πόλη των Μυρμηδόνων, η γενέτειρα του Αχιλλέα, για τη θέση της οποίας έχουμε ασαφείς μαρτυρίες, αφού άλλοι την ταυτίζουν με την αρχαία Φάρσαλο, άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πόλη Φθία στην Αιτωλοακαρνανία.
Φθίος ονομαζόταν και ένας τοπικός ήρωας, ο επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Πελασγού. Φθίος φέρεται να είναι επίσης και ένας γιος του Αχαιού, που με τη Χρυσίππη γέννησε τον Έλληνα, που έχτισε την πόλη Ελλάδα.
Η ονομασία Φθία, λειτουργεί και ως ένα τοπωνύμιο, του ευρύτερου χώρου, αφού αποδιδόταν σε μια ολόκληρη περιοχή, που στους μύθους κατονομάζεται «Φθία» και εκτείνεται μάλιστα έξω από την κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τον Παγασητικό κόλπο και ακόμη πιο βόρεια. Ως τοπωνύμιο γεωγραφικής περιοχής και ως ονομασία πόλης είναι γνωστή η λέξη και στον Όμηρο.
Το νόημα της λέξης δείχνει να είναι κοντά στο ρήμα φθίω- φθίνω, που σημαίνει μαραίνομαι, χάνομαι, ελαττώνομαι, παρακμάζω. Όμως η χρήση μιας παρόμοιας λέξης στην Αίγυπτο, του θεού Φθα, απηχεί, ίσως, μια μακρά παράδοση κυρίων ονομάτων, αλλά και τοπωνυμιών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Η πολλαπλή χρήση της λέξης, μας υποψιάζει για τον τρόπο χρήσης της, αφού δημιουργεί την εύλογη απορία μήπως ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο με σκοπιμότητα, πότε για να δηλώσει μια πόλη, πότε μια μικρή περιοχή και πότε ένα μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα, με πλατιά όρια.
Η Φθία λοιπόν αποδίδεται στον Αχιλλέα, αλλά όχι αποκλειστικά σ΄ αυτόν, αφού και άλλοι που είχαν βασίλεια σε περιοχές κοντινές αποκαλούνται από τον Όμηρο Φθίοι, όπως ο Πρωτεσίλαος και ο Φιλοκτήτης. Στη ραψωδία Π 13-15 ο Αχιλλέας θα πει στον Πάτροκλο: «…Μήπως από τη Φθία μας ήρθε μήνυμα κι εσύ το ξέρεις μόνο,ακόμα καθώς λένε ,ζει ο Μενοίτιος, του Άκτορα ο γιος, ζει ακόμα και ο Πηλεύς, του Αιακού ο γιος, στους Μυρμηδόνες μέσα…»
Η περιοχή του βασιλείου του ονομάζεται λοιπόν Φθία, όμως αυτό που δε διευκρινίζεται είναι αν εδώ εννοεί μια πόλη ή μια γεωγραφική περιφέρεια, γιατί οι στρατιώτες του Αχιλλέα δεν ονομάζονται επίσημα «Φθίοι» αλλά Μυρμηδόνες, αφού εκεί ζει ο πατέρας του ο Πηλέας. Στον κατάλογο των πλοίων (Β 684) , όπου απαριθμούνται οι δυνάμεις των Αχαιών το συνολικό στράτευμα του Αχιλλέα ονομάζεται πρώτα Μυρμηδόνες και κατόπιν ‘Ελληνες και Αχαιοί.
Αυτή η έλλειψη αντιστοίχησης και άμεσης σύνδεσης του λαού του Αχιλλέα με την ονομασία «Φθίοι» προβληματίζει, γιατί δείχνει ότι σκόπιμα αποφεύγεται η συγκεκριμένη σύνδεση. Όμως ο ποιητής χρησιμοποιώντας τον όρο Φθία εννοεί και μια εδαφική περιοχή, που είναι βασίλειο, έχει πόλεις, κάποια γεωγραφικά δεδομένα και όρια. Συγκεκριμένα, ο Φοίνικας, απευθυνόμενος στον Αχιλλέα, θα του πει για τη φιλόξενη υποδοχή που του παρείχε ο πατέρας του Πηλέας: « Στην άκρη της Φθίας, άρχοντα, μ΄ έστησε να κυβερνώ τους Δόλοπες». (Ι 484-485) Οι Δόλοπες ήταν ένας συγκεκριμένος και αρκετά γνωστός λαός, που επιβιώνει και στους ιστορικούς χρόνους και ο Όμηρος σαφέστατα εννοεί ότι, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, βρίσκονταν στα σύνορα της Φθίας.
Ένα άλλο γεωγραφικό στοιχείο του χώρου, που μνημονεύεται ως περιοχή του βασιλείου του Πηλέα, είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο θεός- ποταμός, που ζωογονεί την περιοχή, λατρεύεται και στις πηγές του υπήρχε βωμός για θυσίες και τέμενος. Θα πει λοιπόν, ο ίδιος ο Αχιλλέας, απευθυνόμενος προς το ντόπιο θεό, όταν πέθανε ο Πάτροκλος:
«…Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου πως,
όταν εγώ γυρίσω, εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου,
θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερα ιερή, πλούσια θυσία
και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου,
όπου έχει τέμενος και ευώδη βωμό…» (Ψ 144-147)
Η προσφορά της κόμης των νεαρών αγοριών στις πηγές και εδώ του διαδόχου Αχιλλέα, στο συγκεκριμένο θεό- ποταμό, δείχνει τη μεγάλη σημασία του ποταμού για το βασίλειο του Πηλέα. Σ΄αυτό λοιπόν το βασίλειο, σ΄ αυτή τη Φθία, ανήκουν οι πόλεις που μνημονεύονται και κατονομάζονται στη Β 685-688, ότι έστειλαν στρατό, υπό τις διαταγές του Αχιλλέα:
«…Και τώρα αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος και αυτοί που ζούσαν στην Άλο και στην Αλόπη και στην Τραχίνα και όσοι είχαν τη Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες και λέγονταν Μυρμηδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια και αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλέας…»
Επομένως, αυτή η εδαφική ζώνη, που περιγράφεται ρεαλιστικά, γιατί έχει έδαφος, ποταμό, λαούς, βασιλιά, όρια και είναι και γεωγραφική και διοικητική οντότητα, λέγεται Φθία. Το γεγονός ότι αποτέλεσε μια γεωγραφική ενότητα, λόγω της κοιλάδας του Σπερχειού, γιατί γύρω υπάρχουν βουνά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η διοικητική της έκταση περιοριζόταν εκεί μόνο. Είναι όμως βέβαιο πως, αρκετό γειτονικό έδαφος, που περιλαμβάνει λαούς, πόλεις και βασίλεια, ότι καλύπτεται από το ίδιο τοπωνύμιο «Φθία», που ο Όμηρος χειρίζεται αινιγματικά. Η Φθία του Πρωτεσίλαου, του οποίου οι στρατιώτες ονομάζονταν Φθίοι, είχε τις ακόλουθες πόλεις: Πύρασος, Ίτων, Φυλάκη, Αντρών και Πτελεός. ( Β 695-697) Η Φθία του Φιλοκτήτη είχε τις ακόλουθες πόλεις- περιοχές: Μηθώνη, Θαυμακία, Μελίβοια, Ολιζώνα.
Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι Φθίοι λέγονταν οι υπήκοοι του Αχιλλέα, του Πρωτεσίλαου και του Φιλοκτήτη και ίσως του Ευρύπυλου, που ήταν και γείτονες, και ότι η Φθία απλωνόταν από τη Δολοπία και την Πίνδο ως τη θάλασσα της Μαγνησίας. Σχετικά με τη σύγχυση που επικρατούσε, από την αρχαιότητα ακόμη, αν η Φθία ήταν πόλη ή περιοχή, ο Στράβων επισημαίνει: «Για τη Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι η ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαϊα. Αυτές αποτελούν το νότο από τα δύο μέρη που ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται, πάντως, ότι ο ποιητής (Όμηρος) θεωρούσε δυο χώρες, τη Φθία και την Ελλάδα…,όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν εννοεί πόλεις ή χώρες».
Το βασίλειο του Πηλέα, όπως όλα δείχνουν, είχε σύντομη διάρκεια ζωής και πολλά γεωγραφικά δεδομένα (πόλεις, έδρα, έκταση, όρια) αναδιαμορφώθηκαν, είτε επί βασιλείας εκείνου, είτε στη βασιλεία του γιου του και του εγγονού του. Η Φθία του Πηλέα ήταν «εριβώλαξ» (παχιοχώματη), «βωτιάνειρα» (ανδροθρέπτρα), «καρποφόρα» και «ευάμπελος», συνεπώς εύφορη περιοχή. Η έδρα, δηλαδή το κέντρο διοίκησης του βασιλείου, όπως μνημονεύεται σε ποικίλες αναφορές, είναι η πόλη Φθία και όπως συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα του Στράβωνα, υπήρχε κάποια πόλη, που διατηρούσε αυτό το όνομα, ίσως να διατηρούσε και μνήμες χίλια χρόνια μετά.
Ας δούμε τις πόλεις που μνημονεύονται στον κατάλογο των πλοίων: Το Πελασγικόν Άργος είναι μια ονομασία που μπορεί να υπονοεί πολλά, γιατί η λέξη «άργος» συνδέθηκε από την αρχαιότητα με την έννοια πεδιάδα. Συνεπώς είναι η πελασγική πεδινή περιοχή. Μπορεί όμως να περιγράφει τοπωνύμιο περιοχής, που σχετίζεται με Πελασγούς κατοίκους και να περιλαμβάνει πολλές πόλεις ή να εννοεί ένωση πόλεων. Ο Στράβων, σχολιάζοντας την ομηρική αναφορά, υποθέτει πως η ονομασία αφορά γενικότερα τη Θεσσαλία. Συνεπώς ένα κομμάτι του βασιλείου των Πηλέα- Αχιλλέα ήταν θεσσαλικό, χωρίς όμως να προσδιορίσουμε τα όριά του, αφού οι άλλες πόλεις μας μεταφέρουν άλλοτε στο Μαλιακό και άλλοτε στον Παγασητικό κόλπο. Γιατί πόλη Άλος υπήρχε μία στο Μαλιακό ,αλλά και μία άλλη στον Παγασητικό κόλπο, ενώ η Τραχίνα μας μετακινεί, επίσης, προς το νότο στο μυχό του Μαλιακού και η ονομασία της επιβιώνει και σε άλλους μύθους, π.Χ. σε μια εκστρατεία του ο Ηρακλής κατέκτησε την πόλη, δημιουργώντας, κατόπιν, την πόλη Ηράκλεια. Μάλιστα ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η αρχαία Τραχίνα απείχε από την πόλη Ηράκλεια έξι στάδια και επίσης ότι η Αλόπη ήταν παραλιακή πόλη, κοντά στην Άλο.
Συνεπώς, το βασίλειο του Αχιλλέα, τυπικά, εκτείνεται από βορρά (θεσσαλικές περιοχές), που υπάρχει το Πελασγικό Άργος προς τις νότιες ακτές του Μαλιακού κόλπου, όπου υπήρχε η Τραχίνα, που ως πόλη και περιοχή συνδέεται με τους μύθους του Ηρακλή, ο οποίος δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πεθαίνει στην Οίτη, από το δηλητηριασμένο χιτώνα της Διηάνειρας και ότι την πυρά άναψε ο Ποίαντας, πατέρας του Φιλοκτήτη, το βασίλειο του οποίου βρισκόταν στον βραχίονα του Πηλίου. Εάν λοιπόν ο Μαλιακός κόλπος είναι το ανατολικό σύνορο του βασιλείου, το βάθος του μπορεί να υπολογισθεί καλύτερα από την αναφορά του Φοίνικα ότι οι Δόλοπες κατοικούσαν στα δυτικά σύνορα, όπου τους βρίσκουμε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους.
Τα δυο άλλα τοπωνύμια, η Ελλάς και η Φθία, εμφανίζονται άλλοτε ως περιοχές και άλλοτε ως πόλεις
Ο συνδυασμός των ονομασιών: Ελλάς-Φθία
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί 17 φορές τους όρους Ελλάς- Φθία και ο τρόπος που αυτοί μνημονεύονται ή συνδυάζονται μαζί, φανερώνει ότι το βασίλειο του Αχιλλέα είχε δύο επαρχίες, που η μια αποτελούσε την έδρα του βασιλείου, όπου υπήρχε το ανάκτορο και λεγόταν Φθία και η άλλη ονομαζόταν Ελλάδα. Παρακολουθώντας τη συνολική εμφάνισή τους στην Ιλιάδα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τη στενή σύνδεσή τους, δεν αποτελούν διπλή ονομασία της ίδιας περιοχής, αφού ο όρος «Ελλάς» δεν φαίνεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τον όρο «Φθία». Στην Ι (395-396) ραψωδία ο Αχιλλέας λέει πως «Αχαϊδες πάμπολλες έχει η Ελλάς και η Φθία, κόρες προκρίτων δυνατών, όπου δεσπόζουν χώρες». Στην Οδύσσεια, (Λ 493), ο νεκρός Αχιλλέας ρωτάει τον Οδυσσέα για τον πατέρα του «αν ακόμη τον υπολογίζουν μέσα στην Ελλάδα και τη Φθία». Ο σταθερός συνδυασμός των δύο τοπωνυμίων βεβαιώνει την κοντινή τους θέση και πιθανόν τη γειτνίαση. Η θέση τους μέσα στο βασίλειο παραμένει ένα ερωτηματικό.
Στην Ι 363 ο Αχιλλέας, απαντώντας στον Οδυσσέα, λέει ότι με καλό καιρό, φεύγοντας από την Τροία «την τρίτη ημέρα φθάνω στη Φθία», όπου εκεί « πλούτη έχω αφήσει πολλά». Επίσης στην Π 13, ο Αχιλλέας ρωτάει τον Πάτροκλο αν πήρε «μήνυμα κρυφό από τη Φθία». Στην Τ 295, η Βρισηίδα θυμάται την υπόσχεση του Πατρόκλου, ότι «θα την πάντρευε στη Φθία». Ο Φοίνικας στην Ι 432 θα πει στον Αχιλλέα ότι ο πατέρας του νεαρό «τον έστειλε στον Αγαμέμνονα από τη Φθία».
Η Ελλάς (πόλη ή χώρα)
Ο Όμηρος γνωρίζει τους όρους: Ελλάς-τοπωνύμιο, Έλληνες- όνομα λαού και Πανέλληνες- ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Το τι περιγράφει ο όρος Ελλάδα, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, και πού τελικά βρισκόταν, αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους του Ομήρου. Τρία δεδομένα γίνονται ξεκάθαρα:
1. Στον κατάλογο των πλοίων της Β ραψωδίας, ακολουθεί μετά τη Φθία, είτε ως πόλη, είτε ως περιοχή, που έστειλε δυνάμεις στον Τρωικό πόλεμο.
2. Εάν όλες αυτές οι ονομασίες καταγράφουν πόλεις, τότε ο ποιητής την αναφέρει πρώτη φορά ως σημαντικό πόλισμα στην επικράτεια του Αχιλλέα.
3. Η γεωγραφική της θέση ( είναι κοντά στη Φθία) και η πολιτική της σημασία φαίνονται από τη στενή της σύνδεση με την έδρα του βασιλείου τη Φθία και από την προτίμηση του βασιλιά να επιλέξει σύζυγο και από αυτή, η οποία διαθέτει αρκετούς ισχυρούς άνδρες (αριστοκράτες), ενώ η ισχύς της δηλώνεται από το γεγονός ότι δίνει στο στρατό του Αχιλλέα και στο λαό του, τη δεύτερη ισοδύναμη ονομασία του «Έλληνες».
Κάποια στοιχεία για την Ελλάδα, υπάρχουν στην ομιλία του Φοίνικα, ο οποίος, αναφέροντας την προσωπική του ιστορία, μας πληροφορεί ότι έφυγε από την Ελλάδα την καλλιγύναικα και το σπίτι του πατέρα του (Ι 447) και κατόπιν περιγράφοντας την πορεία της φυγής του, θα πει χαρακτηριστικά: «περνώντας μέσα από την Ελλάδα, έφτασα στην καλόσβωλη, την αρνοθρέπτρα τη Φθία». (Ι 478-479) Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί κάποια ερωτηματικά για τη θέση της Ελλάδας. Όμως με δεδομένο ότι η πατρίδα του, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν ο Ελεώνας της Βοιωτίας, διατυπώνουμε τον εξής συλλογισμό: Ο φυγάς Φοίνικας ξεκίνησε από ένα χώρο, που ήδη ονομαζόταν Ελλάδα και ακολουθώντας μια κατεύθυνση βόρεια, διέσχισε μια περιοχή που επίσης λεγόταν Ελλάδα, που ήταν μέρος του βασιλείου Πηλέα, φθάνοντας στο άλλο άκρο που ονομαζόταν Φθία, όπου εκεί συναντάει τον Πηλέα, που τον υποδέχεται φιλικά και τον τοποθετεί άρχοντα, στα βορειοδυτικά σύνορα του βασιλείου του, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Δόλοπες. Η Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, είναι λοιπόν, μια περιοχή νότια του βασιλείου του Πηλέα, που έχει δικό της κέντρο αναφοράς, μια ομώνυμη πόλη και κατά τον ποιητή βρίσκεται πολύ κοντά στο διοικητικό κέντρο του βασιλείου, τη Φθία. Η υπόθεση αυτή, ότι υπήρξε πόλη Ελλάς στο βασίλειο του Αχιλλέα, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεταγενέστεροι Έλληνες, της εποχής του Στράβωνα, έδειχναν συγκεκριμένη τοποθεσία, δηλαδή μια πόλη που αυτή θεωρούσαν ότι ήταν η ομηρική Ελλάς, κοντά στη Φάρσαλο, ενώ θεωρούσαν τη Φάρσαλο ως την πόλη Φθία. Την πόλη Ελλάδα διεκδικούσαν και οι Μελιταιείς, υποστηρίζοντας ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ενιπέα. Ο Δικαίαρχος, ο Παυσανίας, ο Θεαγένης, αλλά και νεότεροι Έλληνες και ξένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ήταν πόλη.
Ο Σπερχειός και η σημασία του για το βασίλειο του Αχιλλέα
Επειδή η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αφήνει περιθώρια για ποικίλες απόψεις, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί: «Πού, λοιπόν, και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βασίλειο του Πηλέα;»
Η θέση του βασιλείου μπορεί να προσδιορισθεί σε σχέση με το μοναδικό σταθερό του στοιχείο, που αναφέρεται στην Ιλιάδα και αυτό είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο Σπερχειός αναφέρεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο Θεός- ποταμός, που ρέει και ζωογονεί το βασίλειο. Το έκγονο από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα της Τροίας, συντροφιά με το νόμιμο βασιλιά (ή διάδοχο) του τόπου, που προστατεύει ο θεός- ποταμός.
Το σημείο όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι τα λόγια του Αχιλλέα, μπροστά στη νεκρική κλίνη του αγαπημένου φίλου του Πατρόκλου, που προαναφέρθηκαν και που περιέχονται στη ραψωδία Ψ 142-147. Ο διάδοχος βασιλιάς, μπροστά στο λαό που προέρχεται από τη Φθία και λατρεύει τον «επιχώριο» ποταμό, νιώθει το ιερό χρέος ν΄ απευθυνθεί ενώπιόν τους στον τοπικό προστάτη (θεό-ποταμό), και με παράπονο και μεγάλη λύπη να πει δημόσια ότι θα αθετήσει το καθιερωμένο αφιερωματικό «δώρο» προς τιμήν του. Δηλαδή, υπενθυμίζοντας την ευχή του Πηλέα, «να του αποθέσει στις πηγές την κόμη του γιου του», μαζί με «ιερή εκατόμβη», πλούσια θυσία, γνωστοποιεί σε όλους ότι η τελετή προσφοράς δε θα εκτελεστεί, γιατί το τιμητικό δώρο θα προσφερθεί στο νεκρό ήρωα Πάτροκλο.
Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία στα πρώτα λατρευτικά έθιμα των ελληνικών φύλων. Η εκδήλωση τιμής και λατρείας από τον πατέρα ενός νέου στους ντόπιους ποταμούς, ήταν πράξη «επιβεβλημένη», που σήμαινε μια τελετουργία, πολύ αρχαία, κοντά στο νερό, την πηγή ζωής και πλούτου, που γινόταν όχι μόνο στους ποταμούς, αλλά γενικά, στις πηγές, στην αρχή των υδάτων (και της ζωής), που άρδευαν και ζωογονούσαν ολόκληρες περιοχές. Ένας αξιόλογος επιστήμονας, ο w. Burkert,αναφερόμενος στην αρχαία ελληνική θρησκεία, σχολιάζει: « Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά στην πίστη και στην τελετουργία. Η λατρεία αυτών περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι συνδέονται αναπόσπαστα με έναν ιδιαίτερο τόπο. Κάθε πόλη τιμά το δικό της θεό ποταμό, τη δική της πηγή. Για τον ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ναός. Αγόρια και κορίτσια, κατά την ενηλικίωσή τους, προσφέρουν τα μαλλιά τους, αναθήματα αφιερώνονται σε οικίσκους πηγών, ζώα σφαγιάζονται μέσα στους ποταμούς και στις πηγές».
Το γεγονός ότι στο κείμενο αναφέρονται οι λέξεις τέμενος, βωμός και πηγές του ποταμού, αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο η τελετουργία, που έχει τους απαραίτητους τελετουργικούς χώρους ελέγχεται από τον Πηλέα, αλλά και ότι οι πηγές, η ροή και χρήση των υδάτων του Σπερχειού ανήκουν στον ίδιο. Όλα δείχνουν τη στενή σχέση ποταμού-βασιλιά και τη δικαιοδοσία του Πηλέα σε όλη την κοιλάδα εκατέρωθεν της ροής του ποταμού. Επίσης ο θεός δικαιούται να γονιμοποιήσει την κόρη του βασιλιά Πηλέα, την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος του Σπερχειού, ο Μενέσθιος, να μεταφέρει τη θεϊκή δύναμη στο βασιλικό γένος και ο οποίος δικαιωματικά, ως απόγονος του θρόνου, διοικεί ένα από τα πέντε στρατιωτικά σώματα του Αχιλλέα.
Αυτά τα δύο νευραλγικά σημεία (επίκληση-γονιμοποίηση) είναι κατά τη γνώμη μας ατράνταχτα στοιχεία που τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο λαός, που ήρωές τους ήταν ο Πηλέας και ο Αχιλλέας, κατείχε την κοιλάδα του Σπερχειού. Είναι αδιανόητο ο Σπερχειός ποταμός να λατρεύεται σε άλλη περιοχή ως θεός, τη στιγμή που ούτε τα νερά του προσφέρει εκεί, ούτε κάνει εύφορη τη γη, για να ανταμείβεται τιμητικά και ο ντόπιος βασιλιάς να προσφέρει την κόμη του διαδόχου του. Άλλωστε και η μεταφορά εκατό βοδιών ή πενήντα κριαριών από ένα μακρινό τόπο στις πηγές άλλου ποταμού φαντάζει αρκετά χρονοβόρα και επίπονη.
Μια άλλη απορία που πιθανόν να δημιουργείται αφορά τη σταθερότητα της ονομασίας του Σπερχειού και η ταύτισή του με την κοιλάδα του Μαλιακού κόλπου. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και άλλοι ιστορικοί ποιητές και συγγραφείς, συντήρησαν το όνομά του, συνδέοντάς το πάντα με την περιοχή της νυν Φθιώτιδας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο ποταμός διαφύλαξε, όχι μόνο το όνομά του, αλλά και μια σταθερή γεωγραφική ταύτιση με τη συγκεκριμένη κοιλάδα, που, όπως φαίνεται, για εκατοντάδες χρόνια κράτησε ζωντανές μνήμες και λαούς, που, είτε κοντά σ΄ αυτόν ή απομακρυσμένοι, συντήρησαν τους μύθους. Εκείνο όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σπερχειός ποταμός , αποδεδειγμένα, από το 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, καταγράφεται με την ονομασία Ελλάδα. Μια ονομασία που αναβιώνει, ανεξήγητα, τη σχέση ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο όνομα «Ελλάς», που ο Όμηρος δύο χιλιάδες περίπου χρόνια νωρίτερα αποδίδει στον αρχαίο λαό της περιοχής, τους Μυρμηδόνες, τους οποίους πρωτοσυναντάμε στην Τροία, ενώ υποπτευόμαστε από τα κείμενά του, ότι εκεί, κοντά στις όχθες του ποταμού, θα υπήρχε είτε η περιοχή, είτε η πόλη Ελλάς. Η εντυπωσιακή αυτή σύνδεση της ονομασίας «Ελλάς», πότε με το Σπερχειό και πότε με την κοιλάδα του, δείχνει να μην είναι, ούτε αυθαίρετη αλλά ούτε και τυχαία, όταν μάλιστα, αποδεικνύεται μακροβιότατη και επίμονη.
Συμπερασματικά, η πατρίδα του Αχιλλέα βρίσκεται κοντά στον ποταμό Σπερχειό και την κοιλάδα του και αυτή η περιοχή, που πολλοί αποκαλούν «βασική Φθία», και που όπως υποστηρίζουν, συνδέεται πολιτικά με ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας με τα γύρω βασίλεια. Για να κατανοήσουμε τη χρήση της λέξης «Φθία» και στην ευρύτερη θεσσαλική ζώνη πρέπει να τονίσουμε ότι στα βόρεια σύνορα της «Βασικής Φθίας» απλώνεται μια ευρύτερη Φθία, που μερικοί την αποκαλούν «Μείζονα Φθία», που περιλαμβάνει τα άλλα οχτώ «θεσσαλικά βασίλεια», ίσως όχι όλα. Τη Φθία του Αχιλλέα την προσδιορίζουν ο Σπερχειός, η Άλος, η Αλόπη, η Τραχίνα, η Ελλάς και η Φθία.
Στο άρθρο αυτό θα επεξεργαστούμε γεωγραφικά στοιχεία, που παραθέτει ο Όμηρος, ώστε με γεωγραφικά δεδομένα να ορίσουμε το βασίλειο του Αχιλλέα. Ξεκινώντας από το ερώτημα πώς χρησιμοποιείται ο όρος Φθία, παρατηρούμε ότι η λέξη αυτή είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο πριν τον Όμηρο, που την παραλαμβάνει από την παλαιότερη παράδοση και έχει χρησιμοποιηθεί με πολλαπλή σημασία, ήτοι μύθοι- τοπωνύμια- πρόσωπα.
Φθία ονομαζόταν μια νύμφη που με τον Απόλλωνα απέκτησε τρεις γιους, το Δώρο, το Λαόδοκο και τον Πολυποίτη.
Φθία ονομαζόταν η κόρη του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα και της Νιόβης, που σκότωσε η Άρτεμη.
Φθία ονομαζόταν και η παλλακίδα του Αμύντορα, του πατέρα του Φοίνικα.
Φθία ονομαζόταν μια πόλη των Μυρμηδόνων, η γενέτειρα του Αχιλλέα, για τη θέση της οποίας έχουμε ασαφείς μαρτυρίες, αφού άλλοι την ταυτίζουν με την αρχαία Φάρσαλο, άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πόλη Φθία στην Αιτωλοακαρνανία.
Φθίος ονομαζόταν και ένας τοπικός ήρωας, ο επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Πελασγού. Φθίος φέρεται να είναι επίσης και ένας γιος του Αχαιού, που με τη Χρυσίππη γέννησε τον Έλληνα, που έχτισε την πόλη Ελλάδα.
Η ονομασία Φθία, λειτουργεί και ως ένα τοπωνύμιο, του ευρύτερου χώρου, αφού αποδιδόταν σε μια ολόκληρη περιοχή, που στους μύθους κατονομάζεται «Φθία» και εκτείνεται μάλιστα έξω από την κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τον Παγασητικό κόλπο και ακόμη πιο βόρεια. Ως τοπωνύμιο γεωγραφικής περιοχής και ως ονομασία πόλης είναι γνωστή η λέξη και στον Όμηρο.
Το νόημα της λέξης δείχνει να είναι κοντά στο ρήμα φθίω- φθίνω, που σημαίνει μαραίνομαι, χάνομαι, ελαττώνομαι, παρακμάζω. Όμως η χρήση μιας παρόμοιας λέξης στην Αίγυπτο, του θεού Φθα, απηχεί, ίσως, μια μακρά παράδοση κυρίων ονομάτων, αλλά και τοπωνυμιών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.
Η πολλαπλή χρήση της λέξης, μας υποψιάζει για τον τρόπο χρήσης της, αφού δημιουργεί την εύλογη απορία μήπως ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο με σκοπιμότητα, πότε για να δηλώσει μια πόλη, πότε μια μικρή περιοχή και πότε ένα μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα, με πλατιά όρια.
Η Φθία λοιπόν αποδίδεται στον Αχιλλέα, αλλά όχι αποκλειστικά σ΄ αυτόν, αφού και άλλοι που είχαν βασίλεια σε περιοχές κοντινές αποκαλούνται από τον Όμηρο Φθίοι, όπως ο Πρωτεσίλαος και ο Φιλοκτήτης. Στη ραψωδία Π 13-15 ο Αχιλλέας θα πει στον Πάτροκλο: «…Μήπως από τη Φθία μας ήρθε μήνυμα κι εσύ το ξέρεις μόνο,ακόμα καθώς λένε ,ζει ο Μενοίτιος, του Άκτορα ο γιος, ζει ακόμα και ο Πηλεύς, του Αιακού ο γιος, στους Μυρμηδόνες μέσα…»
Η περιοχή του βασιλείου του ονομάζεται λοιπόν Φθία, όμως αυτό που δε διευκρινίζεται είναι αν εδώ εννοεί μια πόλη ή μια γεωγραφική περιφέρεια, γιατί οι στρατιώτες του Αχιλλέα δεν ονομάζονται επίσημα «Φθίοι» αλλά Μυρμηδόνες, αφού εκεί ζει ο πατέρας του ο Πηλέας. Στον κατάλογο των πλοίων (Β 684) , όπου απαριθμούνται οι δυνάμεις των Αχαιών το συνολικό στράτευμα του Αχιλλέα ονομάζεται πρώτα Μυρμηδόνες και κατόπιν ‘Ελληνες και Αχαιοί.
Αυτή η έλλειψη αντιστοίχησης και άμεσης σύνδεσης του λαού του Αχιλλέα με την ονομασία «Φθίοι» προβληματίζει, γιατί δείχνει ότι σκόπιμα αποφεύγεται η συγκεκριμένη σύνδεση. Όμως ο ποιητής χρησιμοποιώντας τον όρο Φθία εννοεί και μια εδαφική περιοχή, που είναι βασίλειο, έχει πόλεις, κάποια γεωγραφικά δεδομένα και όρια. Συγκεκριμένα, ο Φοίνικας, απευθυνόμενος στον Αχιλλέα, θα του πει για τη φιλόξενη υποδοχή που του παρείχε ο πατέρας του Πηλέας: « Στην άκρη της Φθίας, άρχοντα, μ΄ έστησε να κυβερνώ τους Δόλοπες». (Ι 484-485) Οι Δόλοπες ήταν ένας συγκεκριμένος και αρκετά γνωστός λαός, που επιβιώνει και στους ιστορικούς χρόνους και ο Όμηρος σαφέστατα εννοεί ότι, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, βρίσκονταν στα σύνορα της Φθίας.
Ένα άλλο γεωγραφικό στοιχείο του χώρου, που μνημονεύεται ως περιοχή του βασιλείου του Πηλέα, είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο θεός- ποταμός, που ζωογονεί την περιοχή, λατρεύεται και στις πηγές του υπήρχε βωμός για θυσίες και τέμενος. Θα πει λοιπόν, ο ίδιος ο Αχιλλέας, απευθυνόμενος προς το ντόπιο θεό, όταν πέθανε ο Πάτροκλος:
«…Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου πως,
όταν εγώ γυρίσω, εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου,
θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερα ιερή, πλούσια θυσία
και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου,
όπου έχει τέμενος και ευώδη βωμό…» (Ψ 144-147)
Η προσφορά της κόμης των νεαρών αγοριών στις πηγές και εδώ του διαδόχου Αχιλλέα, στο συγκεκριμένο θεό- ποταμό, δείχνει τη μεγάλη σημασία του ποταμού για το βασίλειο του Πηλέα. Σ΄αυτό λοιπόν το βασίλειο, σ΄ αυτή τη Φθία, ανήκουν οι πόλεις που μνημονεύονται και κατονομάζονται στη Β 685-688, ότι έστειλαν στρατό, υπό τις διαταγές του Αχιλλέα:
«…Και τώρα αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος και αυτοί που ζούσαν στην Άλο και στην Αλόπη και στην Τραχίνα και όσοι είχαν τη Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες και λέγονταν Μυρμηδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια και αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλέας…»
Επομένως, αυτή η εδαφική ζώνη, που περιγράφεται ρεαλιστικά, γιατί έχει έδαφος, ποταμό, λαούς, βασιλιά, όρια και είναι και γεωγραφική και διοικητική οντότητα, λέγεται Φθία. Το γεγονός ότι αποτέλεσε μια γεωγραφική ενότητα, λόγω της κοιλάδας του Σπερχειού, γιατί γύρω υπάρχουν βουνά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η διοικητική της έκταση περιοριζόταν εκεί μόνο. Είναι όμως βέβαιο πως, αρκετό γειτονικό έδαφος, που περιλαμβάνει λαούς, πόλεις και βασίλεια, ότι καλύπτεται από το ίδιο τοπωνύμιο «Φθία», που ο Όμηρος χειρίζεται αινιγματικά. Η Φθία του Πρωτεσίλαου, του οποίου οι στρατιώτες ονομάζονταν Φθίοι, είχε τις ακόλουθες πόλεις: Πύρασος, Ίτων, Φυλάκη, Αντρών και Πτελεός. ( Β 695-697) Η Φθία του Φιλοκτήτη είχε τις ακόλουθες πόλεις- περιοχές: Μηθώνη, Θαυμακία, Μελίβοια, Ολιζώνα.
Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι Φθίοι λέγονταν οι υπήκοοι του Αχιλλέα, του Πρωτεσίλαου και του Φιλοκτήτη και ίσως του Ευρύπυλου, που ήταν και γείτονες, και ότι η Φθία απλωνόταν από τη Δολοπία και την Πίνδο ως τη θάλασσα της Μαγνησίας. Σχετικά με τη σύγχυση που επικρατούσε, από την αρχαιότητα ακόμη, αν η Φθία ήταν πόλη ή περιοχή, ο Στράβων επισημαίνει: «Για τη Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι η ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαϊα. Αυτές αποτελούν το νότο από τα δύο μέρη που ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται, πάντως, ότι ο ποιητής (Όμηρος) θεωρούσε δυο χώρες, τη Φθία και την Ελλάδα…,όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν εννοεί πόλεις ή χώρες».
Το βασίλειο του Πηλέα, όπως όλα δείχνουν, είχε σύντομη διάρκεια ζωής και πολλά γεωγραφικά δεδομένα (πόλεις, έδρα, έκταση, όρια) αναδιαμορφώθηκαν, είτε επί βασιλείας εκείνου, είτε στη βασιλεία του γιου του και του εγγονού του. Η Φθία του Πηλέα ήταν «εριβώλαξ» (παχιοχώματη), «βωτιάνειρα» (ανδροθρέπτρα), «καρποφόρα» και «ευάμπελος», συνεπώς εύφορη περιοχή. Η έδρα, δηλαδή το κέντρο διοίκησης του βασιλείου, όπως μνημονεύεται σε ποικίλες αναφορές, είναι η πόλη Φθία και όπως συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα του Στράβωνα, υπήρχε κάποια πόλη, που διατηρούσε αυτό το όνομα, ίσως να διατηρούσε και μνήμες χίλια χρόνια μετά.
Ας δούμε τις πόλεις που μνημονεύονται στον κατάλογο των πλοίων: Το Πελασγικόν Άργος είναι μια ονομασία που μπορεί να υπονοεί πολλά, γιατί η λέξη «άργος» συνδέθηκε από την αρχαιότητα με την έννοια πεδιάδα. Συνεπώς είναι η πελασγική πεδινή περιοχή. Μπορεί όμως να περιγράφει τοπωνύμιο περιοχής, που σχετίζεται με Πελασγούς κατοίκους και να περιλαμβάνει πολλές πόλεις ή να εννοεί ένωση πόλεων. Ο Στράβων, σχολιάζοντας την ομηρική αναφορά, υποθέτει πως η ονομασία αφορά γενικότερα τη Θεσσαλία. Συνεπώς ένα κομμάτι του βασιλείου των Πηλέα- Αχιλλέα ήταν θεσσαλικό, χωρίς όμως να προσδιορίσουμε τα όριά του, αφού οι άλλες πόλεις μας μεταφέρουν άλλοτε στο Μαλιακό και άλλοτε στον Παγασητικό κόλπο. Γιατί πόλη Άλος υπήρχε μία στο Μαλιακό ,αλλά και μία άλλη στον Παγασητικό κόλπο, ενώ η Τραχίνα μας μετακινεί, επίσης, προς το νότο στο μυχό του Μαλιακού και η ονομασία της επιβιώνει και σε άλλους μύθους, π.Χ. σε μια εκστρατεία του ο Ηρακλής κατέκτησε την πόλη, δημιουργώντας, κατόπιν, την πόλη Ηράκλεια. Μάλιστα ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η αρχαία Τραχίνα απείχε από την πόλη Ηράκλεια έξι στάδια και επίσης ότι η Αλόπη ήταν παραλιακή πόλη, κοντά στην Άλο.
Συνεπώς, το βασίλειο του Αχιλλέα, τυπικά, εκτείνεται από βορρά (θεσσαλικές περιοχές), που υπάρχει το Πελασγικό Άργος προς τις νότιες ακτές του Μαλιακού κόλπου, όπου υπήρχε η Τραχίνα, που ως πόλη και περιοχή συνδέεται με τους μύθους του Ηρακλή, ο οποίος δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πεθαίνει στην Οίτη, από το δηλητηριασμένο χιτώνα της Διηάνειρας και ότι την πυρά άναψε ο Ποίαντας, πατέρας του Φιλοκτήτη, το βασίλειο του οποίου βρισκόταν στον βραχίονα του Πηλίου. Εάν λοιπόν ο Μαλιακός κόλπος είναι το ανατολικό σύνορο του βασιλείου, το βάθος του μπορεί να υπολογισθεί καλύτερα από την αναφορά του Φοίνικα ότι οι Δόλοπες κατοικούσαν στα δυτικά σύνορα, όπου τους βρίσκουμε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους.
Τα δυο άλλα τοπωνύμια, η Ελλάς και η Φθία, εμφανίζονται άλλοτε ως περιοχές και άλλοτε ως πόλεις
Ο συνδυασμός των ονομασιών: Ελλάς-Φθία
Ο Όμηρος χρησιμοποιεί 17 φορές τους όρους Ελλάς- Φθία και ο τρόπος που αυτοί μνημονεύονται ή συνδυάζονται μαζί, φανερώνει ότι το βασίλειο του Αχιλλέα είχε δύο επαρχίες, που η μια αποτελούσε την έδρα του βασιλείου, όπου υπήρχε το ανάκτορο και λεγόταν Φθία και η άλλη ονομαζόταν Ελλάδα. Παρακολουθώντας τη συνολική εμφάνισή τους στην Ιλιάδα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τη στενή σύνδεσή τους, δεν αποτελούν διπλή ονομασία της ίδιας περιοχής, αφού ο όρος «Ελλάς» δεν φαίνεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τον όρο «Φθία». Στην Ι (395-396) ραψωδία ο Αχιλλέας λέει πως «Αχαϊδες πάμπολλες έχει η Ελλάς και η Φθία, κόρες προκρίτων δυνατών, όπου δεσπόζουν χώρες». Στην Οδύσσεια, (Λ 493), ο νεκρός Αχιλλέας ρωτάει τον Οδυσσέα για τον πατέρα του «αν ακόμη τον υπολογίζουν μέσα στην Ελλάδα και τη Φθία». Ο σταθερός συνδυασμός των δύο τοπωνυμίων βεβαιώνει την κοντινή τους θέση και πιθανόν τη γειτνίαση. Η θέση τους μέσα στο βασίλειο παραμένει ένα ερωτηματικό.
Στην Ι 363 ο Αχιλλέας, απαντώντας στον Οδυσσέα, λέει ότι με καλό καιρό, φεύγοντας από την Τροία «την τρίτη ημέρα φθάνω στη Φθία», όπου εκεί « πλούτη έχω αφήσει πολλά». Επίσης στην Π 13, ο Αχιλλέας ρωτάει τον Πάτροκλο αν πήρε «μήνυμα κρυφό από τη Φθία». Στην Τ 295, η Βρισηίδα θυμάται την υπόσχεση του Πατρόκλου, ότι «θα την πάντρευε στη Φθία». Ο Φοίνικας στην Ι 432 θα πει στον Αχιλλέα ότι ο πατέρας του νεαρό «τον έστειλε στον Αγαμέμνονα από τη Φθία».
Η Ελλάς (πόλη ή χώρα)
Ο Όμηρος γνωρίζει τους όρους: Ελλάς-τοπωνύμιο, Έλληνες- όνομα λαού και Πανέλληνες- ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Το τι περιγράφει ο όρος Ελλάδα, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, και πού τελικά βρισκόταν, αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους του Ομήρου. Τρία δεδομένα γίνονται ξεκάθαρα:
1. Στον κατάλογο των πλοίων της Β ραψωδίας, ακολουθεί μετά τη Φθία, είτε ως πόλη, είτε ως περιοχή, που έστειλε δυνάμεις στον Τρωικό πόλεμο.
2. Εάν όλες αυτές οι ονομασίες καταγράφουν πόλεις, τότε ο ποιητής την αναφέρει πρώτη φορά ως σημαντικό πόλισμα στην επικράτεια του Αχιλλέα.
3. Η γεωγραφική της θέση ( είναι κοντά στη Φθία) και η πολιτική της σημασία φαίνονται από τη στενή της σύνδεση με την έδρα του βασιλείου τη Φθία και από την προτίμηση του βασιλιά να επιλέξει σύζυγο και από αυτή, η οποία διαθέτει αρκετούς ισχυρούς άνδρες (αριστοκράτες), ενώ η ισχύς της δηλώνεται από το γεγονός ότι δίνει στο στρατό του Αχιλλέα και στο λαό του, τη δεύτερη ισοδύναμη ονομασία του «Έλληνες».
Κάποια στοιχεία για την Ελλάδα, υπάρχουν στην ομιλία του Φοίνικα, ο οποίος, αναφέροντας την προσωπική του ιστορία, μας πληροφορεί ότι έφυγε από την Ελλάδα την καλλιγύναικα και το σπίτι του πατέρα του (Ι 447) και κατόπιν περιγράφοντας την πορεία της φυγής του, θα πει χαρακτηριστικά: «περνώντας μέσα από την Ελλάδα, έφτασα στην καλόσβωλη, την αρνοθρέπτρα τη Φθία». (Ι 478-479) Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί κάποια ερωτηματικά για τη θέση της Ελλάδας. Όμως με δεδομένο ότι η πατρίδα του, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν ο Ελεώνας της Βοιωτίας, διατυπώνουμε τον εξής συλλογισμό: Ο φυγάς Φοίνικας ξεκίνησε από ένα χώρο, που ήδη ονομαζόταν Ελλάδα και ακολουθώντας μια κατεύθυνση βόρεια, διέσχισε μια περιοχή που επίσης λεγόταν Ελλάδα, που ήταν μέρος του βασιλείου Πηλέα, φθάνοντας στο άλλο άκρο που ονομαζόταν Φθία, όπου εκεί συναντάει τον Πηλέα, που τον υποδέχεται φιλικά και τον τοποθετεί άρχοντα, στα βορειοδυτικά σύνορα του βασιλείου του, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Δόλοπες. Η Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, είναι λοιπόν, μια περιοχή νότια του βασιλείου του Πηλέα, που έχει δικό της κέντρο αναφοράς, μια ομώνυμη πόλη και κατά τον ποιητή βρίσκεται πολύ κοντά στο διοικητικό κέντρο του βασιλείου, τη Φθία. Η υπόθεση αυτή, ότι υπήρξε πόλη Ελλάς στο βασίλειο του Αχιλλέα, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεταγενέστεροι Έλληνες, της εποχής του Στράβωνα, έδειχναν συγκεκριμένη τοποθεσία, δηλαδή μια πόλη που αυτή θεωρούσαν ότι ήταν η ομηρική Ελλάς, κοντά στη Φάρσαλο, ενώ θεωρούσαν τη Φάρσαλο ως την πόλη Φθία. Την πόλη Ελλάδα διεκδικούσαν και οι Μελιταιείς, υποστηρίζοντας ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ενιπέα. Ο Δικαίαρχος, ο Παυσανίας, ο Θεαγένης, αλλά και νεότεροι Έλληνες και ξένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ήταν πόλη.
Ο Σπερχειός και η σημασία του για το βασίλειο του Αχιλλέα
Επειδή η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αφήνει περιθώρια για ποικίλες απόψεις, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί: «Πού, λοιπόν, και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βασίλειο του Πηλέα;»
Η θέση του βασιλείου μπορεί να προσδιορισθεί σε σχέση με το μοναδικό σταθερό του στοιχείο, που αναφέρεται στην Ιλιάδα και αυτό είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο Σπερχειός αναφέρεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο Θεός- ποταμός, που ρέει και ζωογονεί το βασίλειο. Το έκγονο από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα της Τροίας, συντροφιά με το νόμιμο βασιλιά (ή διάδοχο) του τόπου, που προστατεύει ο θεός- ποταμός.
Το σημείο όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι τα λόγια του Αχιλλέα, μπροστά στη νεκρική κλίνη του αγαπημένου φίλου του Πατρόκλου, που προαναφέρθηκαν και που περιέχονται στη ραψωδία Ψ 142-147. Ο διάδοχος βασιλιάς, μπροστά στο λαό που προέρχεται από τη Φθία και λατρεύει τον «επιχώριο» ποταμό, νιώθει το ιερό χρέος ν΄ απευθυνθεί ενώπιόν τους στον τοπικό προστάτη (θεό-ποταμό), και με παράπονο και μεγάλη λύπη να πει δημόσια ότι θα αθετήσει το καθιερωμένο αφιερωματικό «δώρο» προς τιμήν του. Δηλαδή, υπενθυμίζοντας την ευχή του Πηλέα, «να του αποθέσει στις πηγές την κόμη του γιου του», μαζί με «ιερή εκατόμβη», πλούσια θυσία, γνωστοποιεί σε όλους ότι η τελετή προσφοράς δε θα εκτελεστεί, γιατί το τιμητικό δώρο θα προσφερθεί στο νεκρό ήρωα Πάτροκλο.
Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία στα πρώτα λατρευτικά έθιμα των ελληνικών φύλων. Η εκδήλωση τιμής και λατρείας από τον πατέρα ενός νέου στους ντόπιους ποταμούς, ήταν πράξη «επιβεβλημένη», που σήμαινε μια τελετουργία, πολύ αρχαία, κοντά στο νερό, την πηγή ζωής και πλούτου, που γινόταν όχι μόνο στους ποταμούς, αλλά γενικά, στις πηγές, στην αρχή των υδάτων (και της ζωής), που άρδευαν και ζωογονούσαν ολόκληρες περιοχές. Ένας αξιόλογος επιστήμονας, ο w. Burkert,αναφερόμενος στην αρχαία ελληνική θρησκεία, σχολιάζει: « Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά στην πίστη και στην τελετουργία. Η λατρεία αυτών περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι συνδέονται αναπόσπαστα με έναν ιδιαίτερο τόπο. Κάθε πόλη τιμά το δικό της θεό ποταμό, τη δική της πηγή. Για τον ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ναός. Αγόρια και κορίτσια, κατά την ενηλικίωσή τους, προσφέρουν τα μαλλιά τους, αναθήματα αφιερώνονται σε οικίσκους πηγών, ζώα σφαγιάζονται μέσα στους ποταμούς και στις πηγές».
Το γεγονός ότι στο κείμενο αναφέρονται οι λέξεις τέμενος, βωμός και πηγές του ποταμού, αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο η τελετουργία, που έχει τους απαραίτητους τελετουργικούς χώρους ελέγχεται από τον Πηλέα, αλλά και ότι οι πηγές, η ροή και χρήση των υδάτων του Σπερχειού ανήκουν στον ίδιο. Όλα δείχνουν τη στενή σχέση ποταμού-βασιλιά και τη δικαιοδοσία του Πηλέα σε όλη την κοιλάδα εκατέρωθεν της ροής του ποταμού. Επίσης ο θεός δικαιούται να γονιμοποιήσει την κόρη του βασιλιά Πηλέα, την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος του Σπερχειού, ο Μενέσθιος, να μεταφέρει τη θεϊκή δύναμη στο βασιλικό γένος και ο οποίος δικαιωματικά, ως απόγονος του θρόνου, διοικεί ένα από τα πέντε στρατιωτικά σώματα του Αχιλλέα.
Αυτά τα δύο νευραλγικά σημεία (επίκληση-γονιμοποίηση) είναι κατά τη γνώμη μας ατράνταχτα στοιχεία που τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο λαός, που ήρωές τους ήταν ο Πηλέας και ο Αχιλλέας, κατείχε την κοιλάδα του Σπερχειού. Είναι αδιανόητο ο Σπερχειός ποταμός να λατρεύεται σε άλλη περιοχή ως θεός, τη στιγμή που ούτε τα νερά του προσφέρει εκεί, ούτε κάνει εύφορη τη γη, για να ανταμείβεται τιμητικά και ο ντόπιος βασιλιάς να προσφέρει την κόμη του διαδόχου του. Άλλωστε και η μεταφορά εκατό βοδιών ή πενήντα κριαριών από ένα μακρινό τόπο στις πηγές άλλου ποταμού φαντάζει αρκετά χρονοβόρα και επίπονη.
Μια άλλη απορία που πιθανόν να δημιουργείται αφορά τη σταθερότητα της ονομασίας του Σπερχειού και η ταύτισή του με την κοιλάδα του Μαλιακού κόλπου. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και άλλοι ιστορικοί ποιητές και συγγραφείς, συντήρησαν το όνομά του, συνδέοντάς το πάντα με την περιοχή της νυν Φθιώτιδας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο ποταμός διαφύλαξε, όχι μόνο το όνομά του, αλλά και μια σταθερή γεωγραφική ταύτιση με τη συγκεκριμένη κοιλάδα, που, όπως φαίνεται, για εκατοντάδες χρόνια κράτησε ζωντανές μνήμες και λαούς, που, είτε κοντά σ΄ αυτόν ή απομακρυσμένοι, συντήρησαν τους μύθους. Εκείνο όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σπερχειός ποταμός , αποδεδειγμένα, από το 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, καταγράφεται με την ονομασία Ελλάδα. Μια ονομασία που αναβιώνει, ανεξήγητα, τη σχέση ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο όνομα «Ελλάς», που ο Όμηρος δύο χιλιάδες περίπου χρόνια νωρίτερα αποδίδει στον αρχαίο λαό της περιοχής, τους Μυρμηδόνες, τους οποίους πρωτοσυναντάμε στην Τροία, ενώ υποπτευόμαστε από τα κείμενά του, ότι εκεί, κοντά στις όχθες του ποταμού, θα υπήρχε είτε η περιοχή, είτε η πόλη Ελλάς. Η εντυπωσιακή αυτή σύνδεση της ονομασίας «Ελλάς», πότε με το Σπερχειό και πότε με την κοιλάδα του, δείχνει να μην είναι, ούτε αυθαίρετη αλλά ούτε και τυχαία, όταν μάλιστα, αποδεικνύεται μακροβιότατη και επίμονη.
Συμπερασματικά, η πατρίδα του Αχιλλέα βρίσκεται κοντά στον ποταμό Σπερχειό και την κοιλάδα του και αυτή η περιοχή, που πολλοί αποκαλούν «βασική Φθία», και που όπως υποστηρίζουν, συνδέεται πολιτικά με ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας με τα γύρω βασίλεια. Για να κατανοήσουμε τη χρήση της λέξης «Φθία» και στην ευρύτερη θεσσαλική ζώνη πρέπει να τονίσουμε ότι στα βόρεια σύνορα της «Βασικής Φθίας» απλώνεται μια ευρύτερη Φθία, που μερικοί την αποκαλούν «Μείζονα Φθία», που περιλαμβάνει τα άλλα οχτώ «θεσσαλικά βασίλεια», ίσως όχι όλα. Τη Φθία του Αχιλλέα την προσδιορίζουν ο Σπερχειός, η Άλος, η Αλόπη, η Τραχίνα, η Ελλάς και η Φθία.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις
(
Atom
)