Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2023

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια - 8. Οι Μούσες

8.1. Τα προοίμια


Η Μούσα (αλλιώς: θεά, Μοῦσαι) δεν εμπνέει απλώς τον ποιητή των ομηρικών επών· του υπαγορεύει τι και πώς να τραγουδήσει και να διηγηθεί. Αυτή την εξάρτηση του ραψωδού από τις Μούσες προβάλλουν προγραμματικά τα προοίμια των δύο επών, και μάλιστα στον εναρκτήριο στίχο τους. Το κρίσιμο εντούτοις ερώτημα είναι αν στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τυπική σύμβαση, που την επιβάλλει η αρχαϊκή επική παράδοση, ή για πραγματική οφειλή του ποιητή. Η πρώτη εκδοχή δεν αποκλείει εντελώς τον δημιουργικό ρόλο του, ενώ η δεύτερη σχεδόν τον μηδενίζει. Εκτός και αν η συγκεκριμένη παρουσία και παρέμβαση των Μουσών στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια ευνοεί μια τρίτη, ενδιάμεση υπόθεση, η οποία παρακάμπτει (ή τουλάχιστον μετριάζει) το προηγούμενο δίλημμα.

Από τη στατιστική απογραφή των σχετικών δεδομένων προκύπτει ο υποβαθμισμένος ρόλος των Μουσών, τόσο στην Ιλιάδα όσο και προπαντός στην Οδύσσεια. Δέκα είναι όλες κι όλες οι επώνυμες ιλιαδικές αναφορές και μόλις επτά οι οδυσσειακές. Αλλά και επί της ουσίας ο ποιητικός ρόλος των Μουσών στα δύο ομηρικά έπη αποδείχνεται μάλλον περιορισμένος.

Στην Ιλιάδα ρυθμιστική παρέμβαση των Μουσών έχουμε μόνο στον πρώτο και στον όγδοο στίχο του προοιμίου, όπου η οὐλομένη μῆνις του Αχιλλέα ορίζεται ως κεντρικό θέμα του έπους, ενώ η ἔρις Αγαμέμνονα και Αχιλλέα σηματοδοτεί την αφηγηματική αρχή του. Οι άλλες αναφορές επιμένουν κατά κανόνα στη μνημονική υποστήριξη των Μουσών, όπου ο ποιητής δηλώνει αμηχανία να συντάξει μακρούς καταλόγους κυρίων ονομάτων και πλοίων. Τυπικό παράδειγμα η εκτενέστερη μέσα στο έπος επίκληση των Μουσών στους στίχους 484-493 της δεύτερης ραψωδίας, η οποία προλογίζει τον «Νεῶν Κατάλογον». Εδώ μάλιστα γενικεύεται με απόλυτο τρόπο η παντογνωσία των Μουσών σε αντίθεση προς την ομολογημένη ολική άγνοια των ραψωδών, η οποία αναπληρώνεται από τη δική τους γνώση.

Καταλογική εξάλλου υποστήριξη των Μουσών επικαλείται ο ποιητής της Ιλιάδας και στις επόμενες τέσσερις περιπτώσεις: Β 760-762, Λ 218-220, Ξ 508-510 και Π 112-113. Απομένουν δύο ακόμη αναφορές, από τις οποίες η μία (Α 604) παρουσιάζει τις Μούσες να τραγουδούν, με τη μουσική υποστήριξη του Απόλλωνα, στο ολύμπιο συμπόσιο των θεών· η άλλη (Β 592-598) ιστορεί, με παρενθετική συντομία, την τιμωρία από τις Μούσες του αοιδού Θάμυρη (τύφλωση και αφαίρεση της μουσικής δωρεάς), επειδή ισχυρίστηκε πως μπορεί να τις ανταγωνιστεί και να τις νικήσει. Η απορριπτική αυτή συμπεριφορά των Μουσών απέναντι σ᾽ έναν υπεροπτικό ραψωδό δείχνει ότι κρατούν το παιχνίδι της μουσικής στο χέρι τους· αυτές προσφέρουν τη μουσική τέχνη στον αοιδό, με το δικαίωμα της αποστέρησής της, όταν κρίνουν ότι υπήρξε εκ μέρους του ανταγωνιστική κατάχρηση. Ανάλογες είναι και οι σχετικές αναφορές της Οδύσσειας.

Το οδυσσειακό προοίμιο παραλλάσσει ελαφρώς τα «μουσικά» σήματα του ιλιαδικού προοιμίου. Η Μούσα τώρα (όχι η θεά) καλείται να διηγηθεί (όχι να τραγουδήσει) τα πάθη ενός πολύτροπου ήρωα, που, μολονότι παραμένει ανώνυμος, η ταυτότητά του εύκολα εικάζεται από τα διάσημα έργα και πάθη του. Μετονομασμένη εξάλλου η Μούσα στον στίχο 10 σε θεά και θυγατέρα τουΔιός, καλείται να επιλέξει η ίδια από πού θα αρχίσει την εξιστόρηση. Πράγμα που σημαίνει ότι, όπως στο προοίμιο της Ιλιάδας, έτσι κι εδώ, στη Μούσα αναθέτει ο ποιητής τόσο την εξαγγελία του επικού του θέματος όσο και την αφηγηματική του αφετηρία. Με τα δεδομένα αυτά ενισχύεται η εντύπωση ότι η Μούσα υπαγορεύει το ποίημα, και ο ποιητής το υποδέχεται, για να το μεταδώσει στο ακροατήριό του.

Στον κορμό της Οδύσσειας εντοπίζονται άλλες έξι σχετικές αναφορές, οι οποίες, εκτός από τις δύο τελευταίες, ορίζουν τις σχέσεις Μούσας και αοιδού (θ 63, 73, 481, 488, ω 60 και 62). Οι τέσσερις, συγκεντρωμένες στην όγδοη ραψωδία, αφορούν τη μουσική κάλυψη του τυφλού αοιδού Δημοδόκου. Τον διδακτικό εξάλλου ρόλο ενός θεού, που εμπνέει τα κάθε λογής τραγούδια του, επικαλείται και ο, αυτοδίδακτος κατά τα άλλα, Φήμιος μπροστά στον Οδυσσέα, για να σώσει το κεφάλι του μέσα στο άγριο μακελειό της μνηστηροφονίας (χ 447-448). Τέλος, οι αναφορές της εικοστής τέταρτης ραψωδίας ανακαλούν στον κάτω κόσμο τον επικήδειο θρήνο των Μουσών στην πρόθεση του νεκρού Αχιλλέα, που δεν αφήνει κανέναν παριστάμενο ασυγκίνητο (ω 60-61). Αυτή είναι η μουσική σοδειά των δύο ομηρικών επών, από την οποία προκύπτουν δύο πορίσματα:

(1) Πέρα από τη μνημονική υποστήριξη που παρέχουν οι Μούσες στον ποιητή, υποδηλώνεται ότι αυτές τον καθιερώνουν με το θεολογικό και μουσικό τους κύρος, ενώ συγχρόνως τον περιβάλλουν με τη συμπάθειά τους, εφόσον δεν τις ανταγωνίζεται.

(2) Στις Μούσες οφείλει ο αοιδός την έμπνευσή του: αυτές του υποβάλλουν το θέμα της αοιδής που καλείται να τραγουδήσει. Οι Μούσες τού μαθαίνουν κάθε λογής τραγούδια, ωσότου γίνει, αν γίνει κάποτε, αυτοδίδακτος.

Το κρίσιμο ερώτημα παρά ταύτα παραμένει: είναι ο αοιδός (κατά προέκταση ο ραψωδός και ο ποιητής) φερέφωνο και παίγνιο των Μουσών, όπως ισχυρίζεται ο Πλάτων στον διάλογό του Ίων, επιχειρώντας να του αφαιρέσει κάθε ποιητική πρωτοβουλία και αυτονομία; Η απάντηση στην προκλητική αυτή ερώτηση κρύβεται ίσως στα προοίμια των ομηρικών επών, εκεί δηλαδή που τυπολογικά προβάλλεται η επικυριαρχία των Μουσών πάνω στον ποιητή και στο ποίημα.

Η Ρώμη και ο κόσμος της: 15. Ποιος φοβάται τα λατινικά;

15.5. Εφτά συν ένας (πιθανοί) λόγοι που με ενδιαφέρουν τα λατινικά


Επειδή οι Ρωμαίοι ήταν ο πρώτος ευρωπαϊκός λαός που διαμόρφωσε την πολιτισμική του ταυτότητα με σταθερή αναφορά στην Ελλάδα και την ελληνική κουλτούρα και έτσι λειτούργησε καθοριστικά για τον τρόπο με τον οποίο οι ευρωπαϊκοί λαοί (κυρίως από την Αναγέννηση και ύστερα) έβλεπαν (και, σε μεγάλο βαθμό, βλέπουν ακόμη) την Ελλάδα.

Επειδή οι Ρωμαίοι δεν μιμήθηκαν απλώς τους Έλληνες αλλά μετέθεσαν τις θεμελιακές αξίες του ελληνικού πολιτισμού σε νέα κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια και έτσι τις έδωσαν μια καινούργια δυναμική.

Επειδή η ρωμαϊκή αυτοκρατορία και η ρωμαϊκή κοινωνία εμφανίζουν χαρακτηριστικά που είναι, από πολλές απόψεις, πιο κοντά στη σημερινή εμπειρία του κόσμου και γι᾽ αυτό τον λόγο η μελέτη τους μεγαλώνει το εύρος της ιστορικής μας συνείδησης και μας επιτρέπει να «διαβάσουμε» με πληρέστερο τρόπο το παρελθόν που μας αφορά άμεσα.

Επειδή αυτό που ονομάζουμε «ελληνορωμαϊκός πολιτισμός» δεν αποτελεί απλώς μια χρονική αλληλουχία (πρώτα η Ελλάδα, μετά η Ρώμη) αλλά μια δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τις αξίες δύο πολιτισμών, που δεν έχουν μόνο ομοιότητες αλλά και σημαντικές διαφορές.

Επειδή για τη νεότερη Ευρώπη, και τον δυτικό πολιτισμό γενικότερα, η Ελλάδα είναι ένας πανίσχυρος πολιτισμικός μύθος με πρακτική, συμβολική και φαντασιακή αξία, ενώ η Ρώμη (όπως διαμορφώθηκε από τη συνάντησή της με την Ελλάδα) αποτελεί την άμεση ιστορική πραγματικότητα που είναι η «μήτρα» των νεότερων ευρωπαϊκών κοινωνιών. Αν, για παράδειγμα, ο Όμηρος είναι ο πρώτος μεγάλος ευρωπαίος ποιητής, ο Βιργίλιος θεωρείται ένας από τους «Πατέρες της Ευρώπης».

Επειδή η γνωριμία με τον ρωμαϊκό κόσμο μπορεί να είναι ένα καλό «αντίδοτο» στις υπερβολές και τις αστοχίες μιας αυστηρά ελληνοκεντρικής αντίληψης που, αντί να μας κάνει καλό, μάλλον μας «μπερδεύει», αφού άλλοτε μας απομονώνει ως «ανάδελφους» και άλλοτε μας κολακεύει ως «υπερευρωπαίους».

Επειδή, στο κάτω κάτω, ως «Ρωμιοί» και «ρωμιοσύνη» είμαστε ιστορικό τμήμα του μεγάλου πολιτισμικού χώρου που για πολλούς αιώνες δημιούργησε, και με τις λεγεώνες της διαφέντεψε, η Ρώμη.

Και, βέβαια, επειδή η λατινική έχει πολλές (και όμορφες) θυγατέρες…

Η λατινική γλώσσα, που αρχικά απηχούσε τη σχετικά απλή αγροτική κοινωνία των παλιών κατοίκων του Λατίου, εμπλουτίστηκε από την πολιτισμική συνάντηση της Ρώμης με την Ελλάδα και μέχρι το τέλος του 1ου αιώνα π.Χ. είχε αποκτήσει νέα δυναμική, νέο λεξιλογικό πλούτο και νέες εκφραστικές δυνατότητες, ενώ δεν έχασε ποτέ τις έμφυτες αρετές της - την ακρίβεια της διατύπωσης, την οικονομία της έκφρασης, τη μεστή επιγραμματικότητα, την πειθαρχημένη συντακτική οργάνωση. Ωστόσο, παράλληλα με την «καθαρευουσιάνικη» μορφή της λατινικής, τα λαϊκά στρώματα, οι επιχειρηματίες, οι έμποροι και οι στρατιώτες που ήταν εγκατεστημένοι σε κάθε γωνιά της αυτοκρατορίας, μιλούσαν μια πιο «λαϊκή» γλώσσα, που είχε πιο απλή (παρατακτική) σύνταξη αλλά διακρινόταν από ζωντάνια και δυναμισμό. Όσο η κεντρική εξουσία στη Ρώμη παρέμενε ισχυρή, οι πολιτισμικοί δεσμοί ανάμεσα στις διάφορες επαρχίες της αυτοκρατορίας ήταν αρκετά στενοί ώστε η ομιλούμενη λαϊκή γλώσσα να μπορεί να διατηρεί μια σχετική ομοιογένεια. Αλλά (και μιλάμε για το δυτικό τμήμα του κράτους, αφού το ανατολικό παραμένει πιστό στην «κοινή» ελληνική γλώσσα του) όταν, μετά τον 3ο αιώνα μ.Χ., η κεντρική εξουσία στο δυτικό τμήμα ουσιαστικά κατέρρευσε, και εξαιτίας της δημιουργίας μεγάλων και σημαντικών κέντρων στις ρωμαϊκές επαρχίες της Δύσης, άρχισαν να εμφανίζονται κατά περιοχές γλωσσικές αποκλίσεις και βαθμιαία δημιουργήθηκαν λατινογενή γλωσσικά ιδιώματα που διέφεραν σημαντικά το ένα από το άλλο.

Οι γλώσσες που γεννήθηκαν από την κοινή λαϊκή λατινική γλώσσα ονομάστηκαν ρομανικές ή νεολατινικές. Η ιταλική, η ισπανική, η πορτογαλική, η γαλλική, η ρουμανική γλώσσα (αλλά κι άλλες, λιγότερο γνωστές, όπως η καταλανική, η προβηγκιανή, η σαρδηνική και η λεγόμενη κουτσοβλαχική ή αρωμουνική που μιλιέται ακόμη στην Ελλάδα από τους Βλάχους) είναι όλες τους παιδιά της λατινικής, με τον ίδιο τρόπο που η νεοελληνική γλώσσα είναι θυγατέρα της αρχαιότερης ελληνικής. Ωστόσο, η επίδραση της λατινικής υπήρξε ισχυρή και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές γλώσσες (για παράδειγμα στη γερμανική και την αγγλική) που, μέσα από διάφορους (προφορικούς, λόγιους και εκκλησιαστικούς) διαύλους ενσωμάτωσαν έναν μεγάλο αριθμό λατινικών και λατινογενών λέξεων. Λιγότερο επηρεάστηκαν οι σλαβικές γλώσσες, που όμως κι αυτές μαρτυρούν σημαντικές επιδράσεις από τα λατινικά, ενώ οι ευρωπαίοι κατακτητές, Ισπανοί και Πορτογάλοι, διεύρυναν τη νεολατινική γλωσσική σφαίρα, κάνοντας το κεντρικό και νότιο τμήμα της αμερικανικής ηπείρου «λατινικό».

Στη λόγια και γραπτή μορφή της η λατινική δεν αποτέλεσε μόνο την επίσημη γλώσσα της Δυτικής Εκκλησίας αλλά συνέχισε να χρησιμοποιείται στον επιστημονικό και ακαδημαϊκό λόγο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα. Ακόμη και σήμερα, ορισμένοι λατινομαθείς λόγιοι καταπιάνονται (για ψυχαγωγικούς και διακοσμητικούς, κυρίως, λόγους) με τη σύνθεση λατινικών στίχων.

Θεολογία της Εικόνας

Όταν ο Ιησούς (ή ο συγγραφέας του κατα Ιωάννη Ευαγγελίου...) λέει ότι «ο Θεός Είναι Πνεύμα», απλά λέει ότι Είναι Κάτι που συλλαμβάνεται μόνο (εν πνεύματι) άμεσα με την Συνείδηση σε Ένα Υπερβατικό Χώρο... κι όχι Κάτι που μπορεί να «συλληφθεί» σαν «εγώ» («εσύ»), ή σαν σκέψη (σαν ιδέα), ή σαν αντιληπτική παράσταση (ή σαν υλική εικόνα)... Ο Θεός Είναι Συνείδηση, Πνευματική Ενέργεια, (Φαινόμενο για «εμάς»), που Συμβαίνει, κι όχι Κάποια Ουσία, άγνωστης υφής, που λειτουργεί. Καταχρηστικά, «ανθρώπινα», μιλάμε για Ουσία του Θεού... Για κάποιον που δεν έχει εμπειρία δεν σημαίνει τίποτα αυτό...

Ο άνθρωπος πάλι είναι Συνείδηση (συνείδηση λογική που έχει αντίληψη της ύπαρξης στην γενική της έννοια), αλλά μπορεί να έχει Αυτογνωσία, του Εαυτού, σαν «καθαρή συνείδηση», μόνο στο μυστικό βίωμα, όταν η συνειδητότητα αναδύεται προς το «καθαρό είναι» της, πάνω από την αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, την διανόηση, την αντίληψη του εξωτερικού κόσμου... Συνήθως όμως ο άνθρωπος (που είναι εδώ στην γη) είναι συνδεδεμένος με ένα σώμα, λειτουργεί, όχι σαν «καθαρή συνείδηση» (που θα απαιτούσε μία πνευματική προσπάθεια, άνοδο, και πραγματοποίηση), αλλά σαν το ψυχοβιολογικό όλο, πρόσωπο, εγώ (μέσα από τον εγκέφαλο, το νευρικό σύστημα), σαν διανόηση, και μέσα στον εξωτερικό κόσμο (την εικόνα του οποίου «δομεί» με την αντίληψη και τις αισθήσεις)...

Αν ερευνήσουμε λοιπόν για κάποια «ομοιότητα» (αναλογία) ανάμεσα στον Θεό και τον άνθρωπο θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο άνθρωπος «μοιάζει» στον Θεό μόνο ως προς το βαθύτερο μέρος της ψυχής, το πνευματικό στοιχείο, ως προς την «καθαρή συνείδηση», κι όχι ως προς τα στοιχεία που προκύπτουν από την «ένωση» της Συνείδησης με το σώμα (αυτοσυνείδηση του ψυχοβιολογικού όλου, πρόσωπο, εγώ, διανόηση, αντίληψη, αίσθηση, σώμα...)... Ο Γρηγόριος Νύσσης αναφέρθηκε διεξοδικά σε αυτό, αλλά και άλλοι πατέρες το ανέλυσαν επαρκώς...

Ο Θεός Είναι Πνεύμα, Καθαρή Συνείδηση, (Συνείδηση, Λόγος, Πνεύμα)... και κάτι αντίστοιχο είναι και ο άνθρωπος (στην βαθύτερο είναι του), καθαρή συνείδηση (Συνείδηση, λόγος, πνεύμα)... Δίκαια, θα αναρωτηθεί κάποιος «άραγε, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Του, ή μήπως ο άνθρωπος φαντάζεται τον Θεό κατά την δική του εικόνα»;... Αλλά, πέρα από κάθε προβληματισμό, και λογική ανάλυση, το γεγονός είναι ότι ο Θεός Είναι Πνεύμα Ελεύθερο με Παγκόσμια Συνείδηση... ενώ ο άνθρωπος είναι πνεύμα, που εκτός του ότι αντλεί την ύπαρξή του από «αλλού», «αναφέρεται» σαν «είναι» σε κάτι άλλο, παράλληλα είναι συνδεδεμένο με ένα σώμα, περιορισμένο σε μία «προσωπική» αντίληψη, αναγκασμένο να χρησιμοποιεί την διανόηση για να αντιλαμβάνεται και την αντίληψη (αίσθηση) για να «προσανατολίζεται» μέσα σε ένα εξωτερικό αντικειμενικό υλικό κόσμο. Έτσι στην «λογική σκέψη» ο Θεός «προηγείται» του ανθρώπου, κι είναι ο Θεός που Έπλασε κατ’ εικόνα Του τον άνθρωπο...

Αυτή η αντίληψη (ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, ως προς το πνευματικό στοιχείο του) αν και υπάρχει στην εβραϊκή παράδοση (στην Γέννεση, στην δημιουργία του ανθρώπου) εν τούτοις ποτέ δεν αναπτύχθηκε εκτεταμένα... Ήταν οι χριστιανοί πατέρες (θεολόγοι) που αναφέρθηκαν εκτεταμένα σε αυτή την αντίληψη... Κι υπάρχουν κάποιοι ερευνητές που υποστηρίζουν ότι αυτή η αντίληψη έχει ελληνική (πλατωνική) καταγωγή... Όπως κι αν έχει η αντίληψη αυτή έχει χριστιανικό περιεχόμενο...

Εκτός όμως από αυτή την αντίληψη, του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού (ως προς το πνευματικό στοιχείο του), υπάρχει και μία άλλη αντίληψη ότι ο άνθρωπος δεν είναι απλά εικόνα του Υπερβατικού Θεού, του Πνεύματος, της Καθαρής Συνείδησης, αλλά του Θεανθρώπου (σαν Θεού κι ανθρώπου μαζί), δίνοντας έτσι ένα «Χριστολογικό» περιεχόμενο στην αντίληψη της εικόνας... οπότε ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού (του Θεανθρώπου) σαν ένα όλο, δηλαδή σαν ψυχή-σώμα, σαν ολόκληρος ο άνθρωπος... Η αντίληψη αυτή είναι έξω από την διδασκαλία και την γραμμή των πατέρων κι εκτρέπει όλη την χριστιανική διδασκαλία... Επιχειρείται, από κάποιους κύκλους, να υποκατασταθεί η πρώτη αντίληψη (που ανάγεται στον Ιησού, τον Ιωάννη, τους πατέρες...), που «κατηγορείται» σαν ελληνικής, πλατωνικής, προέλευσης, και να εδραιωθεί η δεύτερη αντίληψη της εικόνας, σαν γνήσια χριστιανική... Στην πραγματικότητα, πέρα από, την θεολογική, ιστορική και ανθρωπολογική ανεπάρκεια αυτής της αντίληψης, πέρα από όσα λέει ο Ίδιος ο Ιησούς κι αυτά που δίδαξαν οι μαθητές του κι οι πατέρες, η αντίληψη αυτή είναι ανόητη (κι ας υποστηρίζεται από τους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, για δικούς τους λόγους, κι από κάποιους θεολόγους) κι από την άποψη της «κοινής λογικής», επειδή το «Ουσιαστικό» στον Ιησού είναι η Θεότητά του, κι όχι ο ανθρώπινος χαρακτήρας του, που πήρε κατά συγκατάβαση... Την πρώτη αντίληψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεού ως προς το πνευματικό του στοιχείο), από τους σύγχρονους θεολόγους στην Ελλάδα, υποστηρίζει ο Π. Τρεμπέλας (που έχει φύγει...)... Την δεύτερη άποψη (του ανθρώπου σαν εικόνας του Θεανθρώπου) υποστηρίζει ο Ν. Ματσούκας... Η πρώτη αντίληψη θέλει να «εξυψώσει» τον άνθρωπο ως τον Θεό... η δεύτερη αντίληψη θέλει να φέρει το Θεό στα «μέτρα» του ανθρώπου... Η δεύτερη άποψη αποτελεί μία εκτροπή του «χριστιανικού πνεύματος», της παράδοσης των πατέρων... οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί κι οι θεολόγοι τους ακολουθούν από χρόνια τον δικό τους μοναχικό δρόμο, μακριά και από την γνήσια παράδοση, και από την κοινωνία, τους ανθρώπους...

Είτε έτσι όμως, είτε αλλιώς, ο άνθρωπος μπορεί να Προσεγγίσει τον Θεό μόνο εν πνεύματι, κατά τις Εντολές του Ιησού και κατά το ευαγγέλιο των μαθητών, και κατά την διδασκαλία των μυστικών πατέρων, (της γνήσιας έκφρασης της Ορθοδοξίας, της Αληθινής Ορθοδοξίας)... κι όχι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, σαν ψυχοσωματικό όλο, με εξωτερικές τελετουργίες και πράξεις... Ποτέ κανείς δεν έφτασε στην θέωση μέσα σε εκκλησιαστικούς οργανισμούς και χειροποίητους ναούς... Κι όσοι από τους πατέρες ήταν ενταγμένοι μέσα στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς, πάντα έρχονταν σε διάσταση, ή σύγκρουση, με τις επίσημες εκκλησιαστικές αρχές... Άσχετα αν η «επίσημη» εκκλησία εκμεταλλεύτηκε το «έργο» αυτών των ανθρώπων... Καλό είναι να διαβάζουμε και λίγη ιστορία, με τον σωστό τρόπο...

Μόνο εν πνεύματι, σαν «καθαρή συνείδηση», μέσα από το μυστικό βίωμα, μπορεί ο άνθρωπος, να «Κοινωνήσει Αληθινά» με τον Θεό. Το Πνεύμα με το πνεύμα «γνωρίζεται», κι όχι με άλλο τρόπο... Και το μυστικό βίωμα, με αυτή την έννοια, σημαίνει απλά την ανύψωση της συνειδητότητας πάνω από εξωτερικές αισθήσεις, πάνω από σκέψεις (οπότε «γινόμαστε καθαροί»), προς τον Θεό... Κι αυτό μπορεί να το κάνει κάποιος, οπουδήποτε, οποτεδήποτε, και χωρίς περίπλοκες τεχνικές. Η «κάθαρση του νου» (για να μπορέσουμε να Αντιληφθούμε, να «Δούμε» τον Θεό, να Ζωοοποιηθούμε μέσα στην Παρουσία Του, να θεωθούμε), είναι θέμα βούλησης κι όχι εξωτερικών παραγόντων. Κι αυτή η «βούληση» είναι η Βαθύτερη Ουσία της Αγάπης... Όχι λοιπόν αυτός που λέει «Κύριε! Κύριε!» αλλά αυτός που στρέφεται με Αγάπη Προς Τον Θεό, μπορεί να «Δει» τον Θεό... όλα τα άλλα, και θεολογικές γνώσεις, και τελετουργίες, και προσκυνήματα, και θεάρεστα έργα, κι όλες οι ανθρώπινες ανοησίες, είναι άχρηστα, παντελώς άχρηστα…

Πλάτωνος: ΓΟΡΓΙΑΣ

Μί­α ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ δυ­σκο­λί­ες πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζουν συ­χνά οἱ ἀ­να­γνῶ­στες τῶν πλα­τω­νι­κῶν δι­α­λό­γων εἶ­ναι τό νά ἐν­το­πί­σουν τή φω­νή τοῦ ἴ­διου του συγ­γρα­φέ­α πί­σω ἀ­πό τίς δι­α­θλά­σεις της στά πρό­σω­πα πού συμ­με­τέ­χουν σέ αὐτούς. Δι­ό­τι, μο­λο­νό­τι ὁ κύ­ρι­ος ὁ­μι­λη­τής, συ­νή­θως ὁ Σω­κρά­της, ἀ­ναμ­φί­βο­λα ἐκ­προ­σω­πεῖ μί­α ὀ­πτι­κή γω­νί­α ἡ ὁποία ἀν­τι­στοι­χεῖ σέ στά­σεις καί ἀν­τι­λή­ψεις πού ὁ Πλά­των θά ἦ­ταν δι­α­τε­θει­μέ­νος νά συμ­με­ρι­στεῖ, μο­λα­ταύ­τα, οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κές πε­ρι­στά­σεις, ἤ ἀ­κό­μη καί οἱ δι­α­φο­ρε­τι­κοί χα­ρα­κτῆ­ρες τῶν συ­νο­μι­λη­τῶν του, συ­χνά φέρ­νουν στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί ἄλ­λες πτυ­χές τῆς προ­σω­πι­κό­τη­τάς του καί, μά­λι­στα, ἐ­νί­ο­τε φαί­νον­ται νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν προ­σεγ­γί­σεις μέ τίς ὁποῖες ὁ συγ­γρα­φέ­ας νιώ­θει κά­ποια ἰ­δι­αί­τε­ρη συγ­γέ­νει­α,[1] γι’ αὐτό καί εἶ­ναι σέ θέ­ση νά τίς πα­ρου­σιά­σει μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη δύ­να­μη καί πει­στι­κό­τη­τα, σάν νά προ­έρ­χον­ται ἀ­πό πρό­σω­πα ὑ­παρ­κτά καί οἰ­κεῖ­α, δίνον­τάς μας τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅτι ἀ­κοῦ­με τή φω­νή τους νά φτά­νει ὡς ἐ­μᾶς μέ τή ζων­τά­νια καί τήν αὐ­θεν­τι­κό­τη­τα μιᾶς προ­σω­πι­κῆς κα­τά­θε­σης.

Ὅ­πως εἶναι γνω­στό, ὁ Πλά­των οὐ­δέ­πο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς δρῶν πρό­σω­πο στούς δι­α­λό­γους του, ἐνῶ τό ὄ­νο­μά του μνη­μο­νεύ­ε­ται σέ αὐτούς μό­νο σέ δύ­ο πε­ρι­πτώ­σεις, ἁ­πλῶς καί μό­νο γιά νά δη­λω­θεῖ ἡ πα­ρου­σί­α ἤ ἡ ἀ­που­σί­α του.[2] Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ μυ­στη­ρι­ώ­δης καί φευ­γα­λέ­α προ­σω­πι­κό­τη­τα τοῦ «Σω­κρά­τη» του, πα­ρά τά στα­θε­ρά καί εὔ­κο­λα ἀ­να­γνω­ρί­σι­μα γνω­ρί­σμα­τά της, δι­ακρί­νε­ται ἀ­πό μι­άν ἀ­νε­ξάν­τλη­τη ἱ­κα­νό­τη­τα προ­σαρ­μο­γῆς στίς ἰ­δι­αί­τε­ρες ἀ­παι­τή­σεις τῆς ἑ­κά­στο­τε συ­ζή­τη­σης, δι­α­τη­ρών­τας ταυ­τό­χρο­να τή χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή της πα­ρα­δο­ξό­τη­τα, τήν πε­ρί­φη­μη ἀ­τοπί­αν της, ἡ ὁ­ποία τοῦ ἐ­πι­τρέ­πει νά πα­ρα­τη­ρεῖ τά τε­κται­νό­με­να ἀ­πό μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη ἀ­πό­στα­ση. Συ­νά­μα, ἐκ­πλήσ­σει δι­αρ­κῶς τό­σο τούς συ­νο­μι­λη­τές του ὅσο καί τούς ἀ­να­γνῶ­στες μέ τίς ἀ­προσ­δό­κη­τες καί συ­χνά ἀ­να­τρε­πτι­κές πα­ρεμ­βά­σεις του, οἱ ὁποῖες ὁ­ρι­σμέ­νες φο­ρές κα­τευ­θύ­νουν τή συ­ζή­τη­ση πρός ἐν­τε­λῶς ἀ­πρόβλε­πτες, ἤ ἄλ­λο­τε ρη­ξι­κέ­λευ­θα πρω­τό­τυ­πες καί και­νο­φα­νεῖς κα­τευ­θύν­σεις. Αὐ­τή ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ Πλά­τω­να νά ξαφ­νιά­ζει κά­θε τό­σο τόν ἀ­να­γνώ­στη του, κα­θώς τόν ὁ­δη­γεῖ σέ ἀ­πρό­σμε­νες καί, ὄ­χι σπά­νι­α, ἀ­πό­μα­κρες καί φαι­νο­με­νι­κά ἀ­κό­μη καί ἀ­πρό­σι­τες πε­ρι­ο­χές τῆς σκέ­ψης μέ­σα ἀ­πό ἐ­νί­ο­τε πε­ρί­πλο­κους δι­α­λε­κτι­κούς δρό­μους, πού ὡ­στό­σο μοιά­ζουν κα­θό­λα προ­σβά­σι­μοι καί οἰ­κεῖ­οι, εἶ­ναι ἐνας ἀ­πό τούς πα­ρά­γον­τες πού δί­νουν στά ἔργα του τήν ἀ­παρά­μιλ­λη ζων­τά­νια τους καί τή συ­ναρ­πα­στι­κή ἀ­με­σό­τη­τα, ἡ ὁποία ἔ­χει κα­θι­ε­ρώ­σει τή δι­α­χρο­νι­κή ἐμ­βέ­λει­ά τους.

Ὅ­λα αὐτά ἰ­σχύ­ουν, ὡς ἐναν ὁ­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, καί γιά τόν προκεί­με­νο δι­ά­λο­γο, ὁ ὁποῖος, ὡ­στό­σο, πα­ρου­σιά­ζει καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τες ἰ­δι­ο­μορ­φί­ες πού τόν κά­νουν νά κα­τέ­χει ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στή θέ­ση στό πο­λυ­σχι­δές ἔρ­γο τοῦ συγ­γρα­φέ­α του. Πρῶ­τα ἀπ’ ὅλα, ἀ­νά­με­σα στούς θε­ω­ρού­με­νους ὡς πρώ­ι­μους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους του —αὐτούς τῶν ὁ­ποί­ων ἡ συγ­γρα­φή το­πο­θε­τεῖ­ται πρίν ἀ­πό ἐ­κεί­νην τῆς μνη­μει­ώ­δους Πο­λι­τεί­α­ς—, στούς ὁ­ποί­ους ἡ ρε­α­λι­στι­κή πα­ρου­σί­α­ση προ­σώ­πων καί κα­τα­στά­σε­ων δι­α­τη­ρεῖ κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση καί πολ­λές φο­ρές κα­θο­ρί­ζει ἀ­πό­φα­σιστι­κά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τῶν συ­ζη­τή­σε­ων, ὁ Γορ­γί­ας ξε­χω­ρί­ζει ἐ­ξαι­τί­ας της ἔ­κτα­σής του (εἶ­ναι ὁ ἐ­κτε­νέ­στε­ρος ἀ­πό ὅλους τους πλα­τω­νι­κούς δι­α­λό­γους, ἄν ἑ­ξαι­ρέ­σου­με τήν Πο­λι­τεί­α, τόν Τί­μαι­ο καί τούς Νό­μους), τῆς ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νης σπον­δυ­λω­τῆς δο­μῆς του, ἀλ­λά καί τῆς δρα­μα­τι­κῆς ἔν­τα­σης πού χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση τοῦ Σω­κρά­τη μέ τούς τρεῖς δι­α­δο­χι­κούς συ­νο­μι­λη­τές μέ τούς ὁ­ποί­ους βρί­σκε­ται ἀν­τι­μέ­τω­πος. Οἱ τε­λευ­ταῖ­οι αὐτοί ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν δι­α­φο­ρε­τι­κές κοι­νω­νι­κές ὁ­μά­δες καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κές κα­τα­βο­λές, ὅμως οἱ το­πο­θε­τή­σεις τους εὐ­θυ­γραμ­μί­ζον­ται τε­λι­κά σέ μί­α ἑ­νι­αί­α προ­πτι­κή, ἡ ὁποία τους ὁ­δη­γεῖ σέ ἀ­πευθεί­ας σύγ­κρου­ση μέ τή φι­λο­σο­φι­κή στά­ση πού δι­α­κη­ρύσ­σει μέ ἐν­τε­λῶς ἀ­συ­νή­θι­στη παρ­ρη­σί­α ὁ Σω­κρά­της. Κατ’ αὐτόν τόν τρό­πο, ἀ­να­δει­κνύ­ε­ται ἡ ρι­ζι­κή ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο δι­α­με­τρικά ἀν­τι­τι­θέ­με­νες ἀν­τι­λή­ψεις ὅσον ἀφορᾶ τή θέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που στήν κοι­νω­νί­α, ἀλ­λά καί γε­νι­κό­τε­ρα στόν κό­σμο, ἡ ὁποία ἀν­τανα­κλᾶ­ται σέ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κά πρό­τυ­πα βί­ου, μέ ἄλ­λα λό­γι­α σέ δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κές ἐκ­δο­χές ὅ­σον ἀφορᾶ τόν τρό­πο τόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­λέ­ξει κα­νείς νά ζή­σει καί νά δι­α­χει­ρι­στεῖ τή ζω­ή του.

Ταυ­τό­χρο­να, ἡ ἀν­τι­με­τώ­πι­ση αὐ­τοῦ του δι­λήμ­μα­τος μᾶς πα­ρέ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα, γιά μί­α καί ἴ­σως μο­να­δι­κή φο­ρά, νά δι­α­περά­σου­με τό προ­κά­λυμ­μα πού μέ τό­ση μα­ε­στρί­α ὀρ­θώ­νει συ­νή­θως μπρο­στά μας ὁ Πλά­των μέ­σω τῆς δρα­μα­τι­κῆς σκη­νο­θε­σί­ας τῶν ἄλ­λων δι­α­λό­γων του, ὑ­πο­κρύ­πτον­τας μέ αὐτόν τόν τρό­πο τίς προ­σω­πι­κές του ἀν­τι­δρά­σεις καί ἐ­πι­λο­γές πί­σω ἀ­πό ἐ­κεῖ­νες τῶν χα­ρα­κτή­ρων πού δη­μι­ουρ­γεῖ καί ζων­τα­νεύ­ει μπρο­στά στά μά­τια μας, κα­θώς ἐ­πί­σης πί­σω ἀ­πό τό αἰ­νιγ­μα­τι­κό προ­σω­πεῖ­ο τοῦ Σω­κρά­τη. Δι­ό­τι ὁ τε­λευ­ταῖ­ος, ἐ­πι­κα­λού­με­νος συ­νή­θως τήν ἀ­θε­ράπευ­τη ἀ­γνω­σί­α του ἀλ­λά καί τήν ἀ­κα­τά­βλη­τη ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τά του γιά τήν ἀ­να­ζή­τη­ση μι­ᾶς ἀ­λή­θει­ας πού ὡ­στό­σο μοιά­ζει ἐ­σα­εί ἀ­πό­μα­κρη καί ἀ­πρό­σι­τη, μᾶς ἀ­φή­νει συ­νή­θως σέ μι­ά κα­τά­στα­ση δι­αρ­κοῦς ἀ­πο­ρί­ας, ἀ­νήμ­πο­ρους νά ἐ­ξι­χνι­ά­σου­με τόν δρό­μο πού θά μᾶς ἀ­πο­μα­κρύ­νει ἀ­πό τό ἀ­δι­έ­ξο­δο στό ὁ­ποῖο συ­χνά αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅτι μᾶς ἔχει ὁ­δη­γή­σει μέ τίς ἐ­πίμο­νες ἐ­ρώ­τη­σεις του. Ἀν­τιθέ­τως, στόν Γορ­γί­α συ­ναν­τᾶ­με ἐναν Σω­κρά­τη ὁ ὁποῖος εἶ­ναι πρό­θυ­μος νά κα­τα­θέ­σει ὄχι ἁ­πλῶς συγ­κε­κρι­μέ­νες ἀ­πό­ψεις, ἀλ­λά καί ὁ­λό­κλη­ρες ἐ­πε­ξερ­γα­σμέ­νες θε­ω­ρί­ες, κα­θώς ἐ­πί­σης νά ἀ­να­πτύξει καί νά ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ μέ θέρ­μη καί ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα τίς ἐ­πι­λο­γές του ὅσον ἀφορᾶ τόν τρό­πο τόν ὁποῖο θε­ω­ρεῖ ὅτι εἶ­ναι ὁ κα­λύ­τε­ρος γιά νά ζεῖ­ κα­νείς. Πα­ράλ­λη­λα, προ­βαί­νει χω­ρίς δι­σταγ­μό σέ ἀ­πο­τι­μή­σεις ἱ­στο­ρι­κῶν πε­ρι­στα­τι­κῶν, προ­σώ­πων καί κα­τα­στά­σε­ων, δί­χως νά ἀ­φή­νει νά δι­α­φα­νεῖ τό πα­ρα­μι­κρό ἴ­χνος ἀμ­φιβο­λί­ας ἤ ἀμ­φι­τα­λάν­τευ­σης σχε­τι­κά μέ τήν ἀ­ξί­α ἤ τήν ἀ­πα­ξί­α τους. Κατ’ αὐτόν τόν τρό­πο, τόν βρί­σκου­με νά μᾶς πα­ρου­σιά­ζει μέ ἀ­πο­φα­σι­στι­κό­τη­τα μί­α συγ­κε­κρι­μέ­νη στά­ση ζω­ῆς, ἡ ὁποία ἐ­πί πλέ­ον ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά ἐ­πε­ξη­γεῖ καί νά δι­και­ο­λο­γεῖ μέ σα­φή­νει­α καί πλη­ρό­τη­τα τή στά­ση τήν ὁποία κρά­τη­σε ὁ ἴ­διος ἕως τήν ὕ­στα­τη φά­ση τῆς ζω­ῆς του, ὅταν βρέ­θη­κε κα­τη­γο­ρού­με­νος μπρο­στά στά ὄρ­γα­να τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τήν κα­τα­δί­κη του καί, ἐν τέ­λει, τήν ἐ­κτέ­λε­σή του. Τό σκε­πτι­κό τό ὁποῖο ὁ­δή­γη­σε σέ αὐτή τή δρα­μα­τι­κή κα­τά­λη­ξη, καί τό ὁποῖο κά­πως συγ­κα­λυμ­μέ­να καί μᾶλ­λον ὑ­παι­νι­κτι­κά δι­α­πνέ­ει τήν Ἀ­πο­λο­γί­α καί τόν Κρί­τω­να, ἐ­κτί­θε­ται ἐ­δῶ μέ ἀ­πα­ρά­μιλ­λη ἐ­νάρ­γει­α καί σι­γου­ριά, φέρ­νον­τας στήν ἐ­πι­φά­νει­α τίς θε­με­λι­ώ­δεις καί ἀ­νυπέρ­βλη­τες δι­α­φο­ρές οἱ ὁποῖες ὁ­δή­γη­σαν σέ σύγ­κρου­ση τόν ἀ­νυπο­χώ­ρη­τα ἀ­συμ­βί­βα­στο φι­λό­σο­φο μέ τήν δι­ε­πό­με­νη ἀ­πό σκο­πι­μό­τη­τες καί ὑ­πο­κρι­σί­α πο­λι­τι­κή ζω­ή τῆς πό­λης πού τόν φι­λο­ξέ­νη­σε σέ ὅλη τή ζω­ή του. Δι­ό­τι στόν Γορ­γί­α τά δι­λήμ­μα­τα δέν τί­θεν­ται πιά ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη στό πρα­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο τῶν ἀ­τομι­κῶν του ἐ­πι­λο­γῶν ἀ­πέ­ναν­τι στά συγ­κε­κρι­μέ­να γε­γο­νό­τα τά ὁποῖα σχε­τί­ζον­ταν μέ τήν κα­τα­δί­κη του, ἀλ­λά προσ­λαμ­βά­νουν τόν γε­νι­κό­τε­ρο θε­ω­ρη­τι­κό χαρακτήρα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς ἀ­νά­με­σα σέ δύ­ο δι­α­με­τρι­κά ἀν­τι­τι­θέ­με­νους τρό­πους ζω­ῆς, καί ἀ­ξι­ο­λο­γοῦν­ται μέ κρι­τή­ρι­ο ὄχι τήν ἁ­πλή συ­νέ­πει­ά τους μέ τή στά­ση πού εἶ­χε ἀ­κολου­θή­σει ὁ ἴδιος στήν προ­η­γού­με­νη ζω­ή του, ἀλ­λά μέ γνώ­μο­να τήν ἐ­πί­τευ­ξη ἑνός κα­θο­λι­κό­τε­ρου στό­χου, αὐτοῦ της ἀ­λη­θι­νῆς εὐ­τυ­χί­ας (ἤ, ἀλ­λι­ῶς, τῆς εὐ­δαι­μο­νί­ας), ἡ ὁποία εἶ­χε κα­θι­ε­ρω­θεῖ στή συ­νεί­δη­ση τῶν συγ­χρό­νων του ὡς ἡ ὑ­πέρ­τα­τη ἐ­πι­δί­ω­ξη κά­θε ἐ­χέ­φρο­νος ἀ­τό­μου, στόν βαθ­μό πού αὐτή ἀν­τα­πο­κρί­νε­ται πρός τή βα­θύ­τε­ρη προσ­δο­κί­α του νά ζή­σει κά­νεις ὅσο γί­νε­ται κα­λύ­τε­ρα. Ἡ προ­σπά­θει­α αὐτή, νά ἀ­πο­κα­λυ­φθοῦν τά βα­θύ­τε­ρα κί­νη­τρα πού κα­θο­δή­γη­σαν τόν Σω­κρά­τη στίς ἐ­πι­λο­γές του καί τόν ὤ­θη­σαν νά ἀ­κο­λου­θή­σει τόν φι­λο­σο­φι­κό βί­ο μέ κά­θε κό­στος σέ ὅλη τή δι­άρ­κει­α τῆς ζω­ῆς του, κά­νει ὅμως τε­λι­κά τόν Πλά­τω­να νά ἀ­ναγ­καστεῖ νά ἀ­πο­κα­λύ­ψει καί αὐτός τίς ἐ­σω­τε­ρι­κές συγ­κρού­σεις οἱ ὁποῖες τόν ἔφε­ραν στόν δρό­μο τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς ἔ­ρευ­νας, ἀφοῦ πρῶ­τα τόν ὑ­πο­χρέ­ω­σαν νά ἐγ­κα­τα­λεί­ψει τίς ὅποιες φι­λο­δο­ξί­ες ἔ­τρε­φε, ὅπως κά­θε καλ­λι­ερ­γη­μέ­νος Ἀ­θη­ναῖ­ος πού ἀ­νῆ­κε στή δι­κή του κοι­νω­νι­κή τά­ξη, γιά συμ­με­το­χή καί ἀ­νά­δείιξη στόν χῶ­ρο τῆς πο­λι­τι­κῆς δρά­σης.

Ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά δι­α­θέ­του­με σή­με­ρα μί­α μο­να­δι­κῆς ση­μα­σί­ας μαρ­τυ­ρί­α, προ­ερ­χό­με­νη ἀ­πό τό χέ­ρι τοῦ ἴ­διου του σύγγρα­φέ­α,[3] ὅπου κα­τα­γρά­φον­ται μέ ἐν­τε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο, ἀλ­λά μέ ἀ­νυ­πέρ­βλη­τη ἀ­με­σό­τη­τα καί ἀ­κρί­βει­α, οἱ ἐ­σω­τε­ρι­κές συγ­κρού­σεις οἱ ὁποῖες τόν κα­τέ­τρυ­χαν λί­γο πρίν καί, κυ­ρί­ως, ἀ­μέ­σως με­τά τόν θά­να­το τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου του δα­σκά­λου, κα­τά τήν πε­ρί­ο­δο πού με­σο­λά­βη­σε ἕ­ως τό πρῶ­το τα­ξί­δι του στή Σι­κε­λί­α, τό 387 π.Χ., σέ ἡ­λι­κί­α σα­ράν­τα ἐ­τῶν:

«Ὅ­ταν κά­πο­τε ἡ­μουν νέ­ος, μοῦ συ­νέ­βη τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ὅπως σέ πολ­λούς ἄλ­λους: ἀ­πο­φά­σι­σα, εὐ­θύς μό­λις θά γι­νό­μουν κύ­ρι­ος του ἑ­αυ­τοῦ μου, νά μπῶ στήν πο­λι­τι­κή. Τό­τε λοι­πόν βρέ­θη­κα ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ τά ἑξῆς γε­γο­νό­τα: ὡς ἐ­πα­κό­λου­θό της γε­νι­κῆς κα­τα­κραυ­γῆς ἐ­ναν­τί­ον τοῦ τό­τε πο­λι­τεύ­μα­τος, ἐ­πῆλ­θε με­τα­πο­λί­τευ­ση, καί ἐ­πι­κε­φα­λῆς του νέ­ου κα­θε­στῶ­τος ἀ­νέ­λα­βαν πε­νήν­τα ἕνας ἀρ­χη­γοί, ἕνδε­κα μέ­σα στήν πό­λη, δέ­κα στόν Πει­ραι­ά, ἐνῶ τρι­άν­τα ἔ­γι­ναν ἀ­νώ­τα­τοι ἄρ­χον­τες μέ ἀ­πό­λυ­τες ἐ­ξου­σί­ες. Με­ρι­κοί τώ­ρα ἀ­πό αὐτούς ἔ­τυ­χε νά εἶ­ναι συγ­γε­νεῖς καί γνω­στοί μου, κι ἔ­τσι πα­ρευ­θύς μέ κά­λε­σαν νά λά­βω μέ­ρος σέ κά­τι πού ἔ­μοι­α­ζε πώς ἦ­ταν σω­στό. Καί τό­τε μου συ­νέ­βη κά­τι δι­ό­λου πα­ρά­ξε­νο, ἄν λά­βει κα­νείς ὑ­πό­ψη του τό νε­α­ρό της ἡ­λι­κί­ας μου: πί­στε­ψα δηλαδή πώς αὐτοί θά ὁ­δη­γή­σουν τήν πό­λη ἀ­πό μι­ά ζω­ή πού ἦ­ταν ἄ­δι­κη σέ ἕναν δί­και­ο τρό­πο ζω­ῆς, καί ὅτι θά ἀ­σκή­σουν τήν ἐ­ξουσί­α μέ αὐτόν τόν τρό­πο. Τούς πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σα λοι­πόν μέ με­γά­λη προ­σο­χή γιά νά δῶ τί θά κά­νουν. Καί εἶ­δα ὅτι μέ­σα σέ λί­γο χρό­νο οἱ ἄν­θρω­ποι ἐ­κεῖ­νοι ἔ­κα­ναν τό προ­η­γού­με­νο πο­λί­τευ­μα νά μοιά­ζει μέ χρυ­σά­φι: ἐ­κτός ἀ­πό ὅλα τά ἄλ­λα, ἔ­στει­λαν τόν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νο φί­λο μου, τόν Σω­κρά­τη —γιά τόν ὁποῖο δέν θά δί­στα­ζα νά πῶ ὅτι ὑ­πῆρ­ξε ὁ δι­και­ό­τε­ρος ἄν­θρω­πος τῆς ἐ­πο­χῆς του—, νά συλ­λά­βει μα­ζί μέ ἄλ­λους ἐναν συμ­πο­λί­τη μας καί νά τόν ὁ­δη­γή­σει μέ τή βί­α στόν θά­να­το, ὥ­στε ἔ­τσι νά τόν κά­νουν συμ­μέ­το­χο στίς πρά­ξεις τους εἴ­τε τό ἤ­θε­λε εἴ­τε ὄ­χι. Ἐ­κεῖ­νος ὅμως ἀρ­νή­θη­κε νά ὑ­πα­κού­σει, καί προ­τί­μη­σε νά δι­α­κιν­δυ­νεύ­σει νά πά­θει ὁτι­δή­πο­τε πα­ρά νά γί­νει συ­νερ­γός τους σέ ἀ­νό­σι­ες πρά­ξεις. Ἐ­γώ τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα ὅλα αὐτά, κα­θώς καί ἄλ­λα πα­ρό­μοι­α καί δι­ό­λου ἀ­σή­μαν­τα, ὁ­πό­τε ἔ­νι­ω­σα ἀ­γα­νά­κτη­ση καί ἀ­πο­τρα­βή­χτη­κα ἀ­πό ὅσα κα­κά συ­νέ­βαιναν τό­τε. Ὄ­χι πο­λύ ἀρ­γό­τε­ρα, ἀ­να­τρά­πη­κε ἡ κυ­βέρ­νη­ση τῶν Τρι­ά­κον­τα καί γε­νι­κά τό πο­λί­τευ­μα ἐ­κεῖ­νο. Ὁ­πό­τε λοι­πόν καί πά­λι, ἄν καί κά­πως λι­γό­τε­ρο ἔν­το­να, μέ προ­σείλ­κυ­ε πάν­τως ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τά κοι­νά καί νά πο­λι­τευ­τῶ. Ἔ­τσι ὅμως, ὅπως ἦ­ταν τα­ραγ­μέ­να τά πράγ­μα­τα τό­τε, συ­νέ­βαι­ναν πολ­λά πού θά μπο­ροῦ­σαν νά προ­κα­λέ­σουν σέ κά­ποιον ἀ­γα­νά­κτη­ση, κα­θώς δέν εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νο σέ πο­λι­τι­κές με­τα­βο­λές οἱ ἀν­τεκ­δι­κή­σεις ὁ­ρι­σμέ­νων ἐ­ναν­τί­ον τῶν ἀν­τι­πά­λων τους νά ξε­περ­νοῦν τά ὅ­ρι­α. Μο­λον­τοῦ­το, οἱ πο­λι­τι­κοί ἐ­ξό­ρι­στοι πού ἐ­πέ­στρε­ψαν τό­τε ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α ἔ­δει­ξαν, ὡς ἐ­πί τό πλεῖ­στον, με­γά­λη με­τρι­ο­πά­θει­α. Τό ἔ­φε­ρε ὅμως ἡ τύ­χη καί ὁ­ρι­σμέ­νοι πού εἶ­χαν πο­λι­τι­κή ἐ­πιρ­ρο­ή κα­τήγ­γει­λαν τόν φί­λο μου τόν Σω­κρά­τη καί τόν ὁ­δή­γη­σαν στό δι­κα­στή­ρι­ο, κα­τη­γο­ρών­τας τον γιά τό πι­ό ἀ­νό­σι­ο καί τό πι­ό ἀ­ται­ρί­α­στο γιά ἐ­κεῖ­νον πράγμα: τοῦ ἄ­σκη­σαν δί­ω­ξη γιά ἀ­σέ­βει­α, καί οἱ ἄλ­λοι τόν κα­τα­δί­κα­σαν καί τόν θα­νά­τω­σαν, ἐ­κεῖ­νον ὁ ὁποῖος εἶ­χε ἀρ­νη­θεῖ τό­τε νά συμ­με­τά­σχει στήν ἀ­νό­σι­α δί­ω­ξη ἐ­ναν­τί­ον ἑνός ἀ­πό τους φί­λους τους πού ἦ­ταν κα­τα­δι­ω­κό­με­νος, ὅταν οἱ ἴ­διοι δυ­στυ­χοῦ­σαν στήν ἐ­ξο­ρί­α. Κα­θώς λοι­πόν τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα αὐτά καί τούς ἀν­θρώ­πους πού ἀ­σχο­λοῦν­ται μέ τήν πο­λι­τι­κή, ἀλ­λά καί τούς νό­μους καί τίς πο­λι­τι­κές συ­νή­θει­ες, ὅσο πε­ρισ­σό­τε­ρο τά συλ­λο­γι­ζό­μουν αὐτά ἐ­νό­σω προ­χω­ροῦ­σα στήν ἡ­λι­κί­α, τό­σο πι­ό δύ­σκο­λο μου φαι­νό­ταν νά δι­α­χει­ρί­ζε­ται κα­νείς σω­στά τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α. Ἔ­τσι, ἐνῶ ἀρ­χι­κά ἤ­μουν γε­μά­τος ὁρ­μή, ὅσο τά πα­ρα­τη­ροῦ­σα ὅλα αὐτά καί τά ἔ­βλε­πα νά γί­νον­ται ἄ­νω κά­τω, ἔ­φτα­σα στό τέ­λος νά νιώ­θω ἴ­λιγ­γο. Καί ναί μέν δέν ἔ­πα­ψα νά ἐ­ξε­τά­ζω μέ ποιόν τρό­πο ἄ­ρα­γε θά μπο­ροῦ­σαν ὅλα αὐτά, ἀλ­λά καί τό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα γε­νι­κό­τε­ρα, νά γί­νουν κα­λύ­τε­ρα, ὅμως γιά πο­λι­τι­κή δρά­ση πε­ρί­με­να τήν κα­τάλ­λη­λη εὐ­και­ρί­α. Στό τέ­λος, κα­τά­λα­βα ὅτι κα­μι­ά ἀ­πό τίς σύγ­χρο­νες πό­λεις δέν κυ­βερ­νι­έ­ται σω­στά, ἐ­πει­δή ἡ νο­μο­θε­σί­α τους βρί­σκε­ται σέ μί­α κα­τά­στα­ση πού μπο­ρεῖ νά χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ ὡς ἀ­θε­ρά­πευ­τη, ἐ­κτός ἄν με­σο­λα­βή­σει κά­ποια ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στη προ­ερ­γα­σί­α συ­νο­δευ­ό­με­νη ἀ­πό ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τύ­χη. Ἔ­τσι ὑ­πο­χρε­ώ­θη­κα νά στρα­φῶ στά λό­γι­α ὥ­στε νά ἐ­παι­νῶ τήν ἀ­λη­θι­νή φι­λο­σο­φί­α καί νά λέ­ω ὅτι μό­νο μέ­σα ἀ­πό αὐτήν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά δεῖ κα­νείς τί εἶ­ναι τό δί­και­ο σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση, στόν δη­μό­σι­ο καί στόν ἰ­δι­ω­τι­κό βί­ο. Καί ὅτι ἑ­πο­μέ­νως οἱ γε­νιές τῶν ἀν­θρώ­πων δέν θά πά­ψουν νά ὑ­πο­φέ­ρουν, ὡ­σό­του ἤ ἐ­κεῖ­νοι πού φι­λο­σο­φοῦν σω­στά καί γνή­σι­α κα­τα­λά­βουν τήν πο­λι­τι­κή ἐ­ξου­σί­α, ἤ ἀλ­λι­ῶς ἄν, χά­ρη σέ κάποια θεϊ­κή συγ­κυ­ρί­α, οἱ πο­λί­τι­κοι ἡ­γέ­τες φι­λο­σο­φή­σουν ἀ­λη­θι­νά». (Ἐ­πι­στ. Ζ’ 324b-326b)

Δέν εἶ­ναι πα­ρά­ξε­νο ὅτι στή νε­ό­τε­ρη ἔρευ­να θε­ω­ρεῖ­ται ὡς δε­δο­μέ­νη ἡ σχέ­ση τῆς συγ­γρα­φῆς τοῦ Γορ­γί­α μέ τά γε­γο­νό­τα καί τίς ψυ­χο­λο­γι­κές με­τα­πτώ­σεις πού ἐ­ξι­στο­ροῦν­ται στήν πε­ρι­κο­πή αὐτή τῆς Έ­πι­στο­λη­ς.[4] Τοῦ­το βέ­βαι­α θέ­τει ὁ­ρι­σμέ­να ζη­τή­μα­τα πού σχε­τί­ζον­ται μέ τή χρο­νο­λο­γί­α τῆς συγ­γρα­φῆς τοῦ δι­α­λό­γου, τά ὁποῖα θά συ­ζη­τη­θοῦν στή συ­νέ­χει­α. Ὅ­μως τό πι­ό ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι ὅτι μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει μέ λε­πτο­μέ­ρει­ες τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή ψυ­χο­λο­γι­κή δι­ά­στα­ση τῆς ρή­ξης ἡ ὁ­ποί­α ὤ­θη­σε τόν Πλά­τω­να στήν ἐ­να­σχόλη­σή του μέ τή φι­λο­σο­φί­α, καί τῆς ὁποίας ἡ ἔν­τα­ση δι­α­τρέ­χει ἔκτο­τε ὁ­λό­κλη­ρο τό φι­λο­σο­φι­κό του ἔργο ἐνῶ ἄ­φη­σε ἀ­νε­ξί­τη­λα ση­μά­δια στίς πι­ό κο­ρυ­φαῖ­ες ἐκ­φάν­σεις του. Δι­ό­τι εἶ­ναι σα­φές πώς ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α του νά πα­ρέμ­βει στήν πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ἐ­πο­χῆς του πα­ρέ­μει­νε ἀ­σί­γα­στη καί κα­θο­ρι­στι­κή γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς σκέ­ψης του ὡς τό τέ­λος τῆς ζω­ῆς του. Μπο­ροῦ­με συ­νε­πώς νά πού­με ὅτι ὁ Γορ­γί­ας μᾶς πα­ρέ­χει τή δυ­να­τό­τη­τα νά δι­α­κρί­νου­με, πί­σω ἀ­πό τό προ­σω­πεῖ­ο τοῦ κά­πως ἀ­συ­νή­θι­στα ἀ­ποφα­σι­στι­κοῦ καί μα­χη­τι­κοῦ Σω­κρά­τη, νά δι­α­γρά­φε­ται ἡ μορ­φή τοῦ ἴ­διου του Πλά­τω­να, κα­θώς μᾶς προ­σκα­λεῖ σέ μί­α ἐκ βά­θρων ἀ­να­θε­ώ­ρη­ση ὅλων τῶν πο­λι­τι­κῶν ἐ­πι­λο­γῶν καί τῶν βα­σι­κῶν ἠ­θι­κῶν ἀρ­χῶν οἱ ὁποῖες δι­έ­πουν τήν κοι­νω­νι­κή συμ­βί­ω­ση τῶν ἀν­θρώ­πων.

Τό θέ­μα τοῦ δι­α­λό­γου, ὅπως ἀ­πο­τυ­πώ­νε­ται καί στόν (ἀλεξαν­δρι­νῆς προ­έ­λευ­σης) ὑ­πό­τι­τλο πού ἀ­να­γρά­φουν τά με­σαι­ω­νι­κά χει­ρό­γρα­φα πού πα­ρα­δί­δουν τό κεί­με­νο, ἀλ­λά καί ἡ κα­τα­γρα­φή στόν κα­τά­λο­γο τῶν ἔρ­γων τοῦ Πλά­τω­να τήν ὁ­ποί­α μᾶς πα­ρα­δίδει ὁ Δι­ο­γέ­νης Λα­έρ­τι­ος (III 59), εἶ­ναι πε­ρί ῥη­το­ρι­κῆς. Καί πράγ­μα­τι, στό πρῶ­το μέ­ρος του, ἡ συ­ζή­τη­ση ἀ­νά­με­σα στόν Σω­κρά­τη καί τόν Γορ­γί­α ἔχει ὡς ἀν­τι­κεί­με­νό της τά βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί τό ἔρ­γο πού κα­λεῖ­ται νά ἐ­πι­τε­λέ­σει ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη τε­χνι­κή δι­α­χεί­ρι­σης τοῦ λό­γου. Ἡ ἐ­πι­λο­γή αὐτοῦ του θέ­μα­τος, ὅμως, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου τυ­χαί­α, ὅπως οὔ­τε καί ἡ πα­ρου­σί­α ὡς ἀρ­χι­κοῦ συ­νο­μι­λη­τῆ τοῦ Σω­κρά­τη τοῦ δι­α­ση­μό­τε­ρου ἀ­πό τούς ρη­το­ρο­δι­δα­σκά­λους τῆς ἐ­πο­χῆς, δε­δο­μέ­νου ὅτι κα­τά τή συγ­κε­κρι­μέ­νη ἱ­στο­ρι­κή πε­ρί­ο­δο τό ζή­τη­μα τῆς ρη­το­ρι­κῆς πα­ρου­σί­α­ζε γιά τόν συγ­γρα­φέ­α ἐν­τε­λῶς ξε­χω­ρι­στό ἐν­δι­α­φέ­ρον.

Δι­ό­τι, πρῶ­τον, ἡ ρη­το­ρι­κή, ὅπως καί ἡ ποί­η­ση, εἶ­χε συν­τελέ­σει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά στή δι­α­μόρ­φω­ση τῆς κοι­νῆς γνώ­μης κα­τά τρό­πο πού ὁ­δή­γη­σε στή μοι­ραί­α κα­τα­δί­κη τοῦ Σω­κρά­τη, μέ κύ­ρι­ους ἐκ­προ­σώ­πους της τόν Μέ­λη­το καί τόν Λύ­κω­να (βλ. Ἀ­πολ. 23a4-6), ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά τό ἐ­πι­χει­ρεῖ καί ἀρ­γό­τε­ρα, μέ ἔρ­γα ὅπως ἡ Κα­τη­γο­ρί­α Σω­κρά­τους τοῦ Πο­λυ­κρά­τη.[5] Ἦ­ταν λοι­πόν φυ­σι­κό ὁ Πλά­των νά τήν θε­ω­ρή­σει ὡς ἐνα ἐ­ξαι­ρε­τι­κά ἐ­πι­κίν­δυ­νο ὅ­πλο τό ὁποῖο μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χει κα­τα­στρε­πτι­κές συ­νέ­πει­ες στά χέ­ρια ἀν­θρώ­πων πού δέν θά δι­έ­θε­ταν τήν ἀ­παι­τού­με­νη γνώ­ση ἤ παι­δεί­α καί θά ἐ­νερ­γοῦ­σαν πα­ρα­κι­νού­με­νοι ἀ­πό κα­κεντρέ­χει­α ἤ ὑ­στε­ρο­βου­λί­α.

Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ἡ δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ της ρη­το­ρι­κῆς καί τῆς φι­λο­σο­φί­ας δέν ἦ­ταν κα­τά τήν ἐ­πο­χή ἐ­κεί­νη κα­θό­λου δε­δο­μέ­νη. Ἀ­κό­μη καί ἕνας κα­θι­ε­ρω­μέ­νος δι­δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρά­της μπο­ροῦ­σε νά ὀ­νο­μά­ζει τή δι­κή του ἐκ­δο­χή της ρη­το­ρι­κῆς τε­χνι­κῆς τήν ὁ­ποί­α δί­δα­σκε ὡς φι­λο­σο­φί­αν.[6] Ἦ­ταν ἑ­πο­μέ­νως ἀ­πα­ραί­τη­το γιά τόν Πλά­τω­να νά ἀ­πο­σα­φη­νί­σει τή ρι­ζι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­σή του ἀ­πό τέ­τοιου εἴ­δους δρα­στη­ρι­ό­τη­τες, ὁ­ρι­ο­θε­τών­τας τή ρη­το­ρι­κή καί ὑ­πο­δει­κνύ­ον­τας μέ ἀ­κρί­βει­α τίς οὐ­σι­α­στι­κές δι­α­φο­ρές πού τήν δι­α­χω­ρί­ζουν ἀ­πό τή φι­λο­σο­φί­α, ὅπως ὁ ἴ­διος τήν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­ταν καί τήν δί­δα­σκε στή δι­κή του σχο­λή, ὅπου ὡς βα­σι­κό ἐκ­παι­δευ­τι­κό καί ἀ­να­λυ­τι­κό ἐρ­γα­λεῖ­ο ἐ­χρη­σι­μοποι­εῖ­το πλέ­ον ἡ δι­α­λε­κτι­κή.

Τέ­λος, ἡ ρη­το­ρι­κή δέν ἦ­ταν τό­τε, ὅπως εἶ­ναι σή­με­ρα, ἕνα ἁ­πλό φι­λο­λο­γι­κό εἶ­δος, ἀλ­λά τό βα­σι­κό ἔρ­γα­λεῖ­ο κα­τά τήν ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σέ ἕνα δη­μο­κρα­τι­κό κα­θε­στώς ὅπως αὐτό τῆς Ἀ­θή­νας, ἡ ρη­το­ρι­κή ἱ­κα­νό­τη­τα ἀ­πο­τε­λοῦ­σε ἰ­σχυ­ρό­τα­το ὅ­πλο στά χέ­ρια ἑνός πο­λι­τι­κοῦ, προ­κει­μέ­νου αὐτός νά δι­α­μη­νύ­σει ἤ καί νά ἐ­πι­βά­λει τίς ἀ­πό­ψεις του στίς λα­ϊ­κές συ­νε­λεύ­σεις ὅπου παίρ­νονταν οἱ βα­σι­κές πο­λι­τι­κές ἀ­πο­φά­σεις, γιά νά ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖ τίς ἐ­πι­λο­γές του ἤ γιά νά ἐ­πι­τε­θεῖ στούς ἀν­τι­πά­λους του. Ἡ δύ­να­μή της μά­λι­στα αὐ­ξα­νό­ταν στα­θε­ρά σέ ὅλη τήν κλα­σι­κή πε­ρί­ο­δο ὡ­σό­του, κα­τά τόν τέ­ταρ­το αἰώνα, ρή­το­ρες ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρα­της, ὁ Δη­μο­σθέ­νης καί ὁ Αἰ­σχί­νης ἔφτα­σαν νά κυ­ρι­αρ­χοῦν ἀ­πό­λυ­τα στήν πο­λι­τι­κή σκη­νή τῆς πό­λης. Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ ἐ­ξέ­τα­ση τῆς ρη­το­ρι­κῆς καί τῶν δυ­να­το­τή­των της ἦ­ταν εὔ­λο­γο νά ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς ἀ­πα­ραί­τη­τη προ­ϋ­πό­θε­ση γιά τή με­λέ­τη τῆς ἀ­σκού­με­νης πο­λι­τι­κῆς πρα­κτι­κῆς καί γιά τήν κα­τα­νό­η­ση τῆς πα­θο­γέ­νει­άς της.

Πράγ­μα­τι, ἤδη κα­τά τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα εἶ­χε γί­νει ἀν­τι­λη­πτό ὅτι οἱ βλέ­ψεις καί ἡ στό­χευ­ση τοῦ Γορ­γί­α ἐ­κτεί­νον­ται πο­λύ πέ­ραν τοῦ θέ­μα­τος τῆς ρη­το­ρι­κῆς, ἡ φύ­ση τῆς ὁποίας ἀ­πο­τε­λεῖ ἁ­πλῶς τό ἔναυ­σμα πού ὁ­δη­γεῖ στήν πραγ­μά­τευ­ση τῶν βα­σι­κῶν προ­βλη­μά­των τά ὁποῖα ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τόν συγ­γρα­φέ­α, καί πού δέν εἶ­ναι ἄλ­λα ἀ­πό τήν ἠ­θι­κή θε­με­λί­ω­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς πρα­κτι­κῆς καί ἡ μέ βά­ση αὐτήν συγ­κρό­τη­ση τοῦ τρό­που ζω­ῆς τοῦ ἀ­τό­μου ἔτσι ὥ­στε τού­τη νά συ­νει­σφέ­ρει στήν ἀ­λη­θι­νή του εὐ­τυ­χί­α. Γιά πα­ρά­δειγ­μα, ὁ Νε­ο­πλα­τω­νι­κός ὑ­πο­μνη­μα­τι­στής τοῦ ἔργου, ὁ Ὀ­λυμπι­ό­δω­ρος, ἀ­να­φέ­ρει πώς ὁ σκο­πός τοῦ ἔρ­γου εἶ­ναι πε­ρί τῶν ἀρ­χῶν τῶν ἠ­θι­κῶν δι­α­λε­χθῆ­ναι τῶν φε­ρου­σῶν ἡ­μᾶς ἐ­πί τήν πο­λι­τι­κήν εὐ­δαι­μο­νί­αν (Prooem. 4, 3.18-20).Ἡ ἐ­κτί­μη­ση αὐτή εἶ­χε ὡς συ­νέ­πει­α νά το­πο­θε­τη­θεῖ ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος δι­ά­λο­γος σέ μί­α ἀ­πό τίς πρῶ­τες βαθ­μί­δες τοῦ προ­γράμ­μα­τος σπου­δῶν πού ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν οἱ σχο­λές τῆς ὕ­στε­ρης ἀρ­χαι­ό­τη­τας, δε­δο­μέ­νου ὅτι ἡ πο­λι­τι­κή εὐ­δαι­μο­νί­α καί­ οἱ συ­ναρ­τη­μέ­νες μέ αὐτήν «πο­λι­τι­κές ἀ­ρε­τές» ἐ­θε­ω­ροῦν­το τό­τε ὡς ἡ κα­τώ­τε­ρη βαθ­μί­δα μιᾶς ἱ­ε­ραρ­χί­ας ἀ­ρε­τῶν, οἱ ὁποῖες ὁ­δη­γοῦ­σαν στα­δι­α­κά πρός τίς ἀ­νώ­τε­ρες καί πε­ρισ­σό­τε­ρο θε­ω­ρη­τι­κές, ὡ­σό­του ἐ­πι­τευ­χθεῖ ὁ ὑ­πέρ­τα­τος στό­χος τῆς κα­τά τό δυ­να­τόν ἐ­ξο­μοί­ω­σης μέ τό θεῖ­ο.[7]

Ἡ ἴ­δια ἡ ἔ­κτα­ση τοῦ ἔρ­γου, ἡ φι­λο­δο­ξί­α τοῦ προ­γράμ­μα­τός του, ἀλ­λά καί ἡ μα­ε­στρί­α πού φα­νε­ρώ­νει ὁ συγ­γρα­φέ­ας του κα­τά τήν πα­ρου­σί­α­ση καί τή δι­α­χεί­ρι­ση τῶν προ­σώ­πων τά ὁποῖα παίρ­νουν μέ­ρος στή συ­ζή­τη­ση, κα­θώς ἐ­πί­σης ἡ δει­νό­τη­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει μέ τό πῶς χει­ρί­ζε­ται τίς ἐ­ναλ­λα­γές τοῦ ὕ­φους, τοῦ ρυθ­μοῦ καί τοῦ «ὕ­ψους» τῆς γρα­φῆς του, συ­νη­γο­ροῦν ὅτι πρό­κει­ται γιά ἔρ­γο σχε­τι­κῆς ὡ­ρι­μό­τη­τας τοῦ Πλά­τω­να, ὁ ὁποῖος ὅμως κοι­τά­ζει, τρό­πον τι­νά, πρός τό πα­ρελ­θόν, ἀ­να­σκο­πών­τας καί ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας στό ἔ­πα­κρο τά ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τῆς πρώ­ι­μης «σω­κρα­τι­κῆς» φά­σης τῆς πα­ρα­γω­γῆς του, ὅπως ἀν­τίστοι­χα ὁ Μέ­νων, μέ τόν ὁποῖο τόν συν­δέ­ουν ση­μαν­τι­κές θε­μα­το­λο­γι­κές συ­νά­φει­ες ἀλ­λά καί ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτες ἀν­τι­θέ­σεις, κοι­τά­ζει πρός τό μέλ­λον, ἀ­φή­νον­τας ἔτσι γιά πάν­τα πί­σω του τήν κα­θα­ρά ἀ­πο­ρη­τι­κή φά­ση τῆς σω­κρα­τι­κῆς δι­δα­σκα­λί­ας καί δι­α­νοί­γον­τας νέ­ες προ­ο­πτι­κές ἔ­ρευ­νας καί δι­δα­σκα­λί­ας. Οἱ δύ­ο αὐτοί δι­ά­λο­γοι, ἐν­δε­χο­μέ­νως μέ τήν προ­σθή­κη τοῦ Με­νε­ξέ­νου, μοιά­ζει σάν νά ὁλο­κλη­ρώ­νουν τήν «σω­κρα­τι­κή» καί κα­θα­ρῶς «ἀ­θη­ναι­ο­κεν­τρι­κή» πε­ρί­ο­δο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας τοῦ Πλά­τω­να, καί νά προ­ε­τοι­μά­ζουν τή με­τε­ξέ­λι­ξή της στήν πο­λύ εὐ­ρύ­τε­ρης ἐμ­βέ­λει­ας καί ἀ­κό­μη πι­ό φι­λό­δο­ξη με­τα­γε­νέ­στε­ρη φά­ση τῆς φι­λο­σο­φί­ας του, ἡ ὁποία πλέ­ον ἀ­πο­σκο­πεῖ στήν ἀ­να­μόρ­φω­ση καί τόν ἐ­πα­να­προσ­δι­ο­ρι­σμό τοῦ τρό­που ζω­ῆς γε­νι­κά ὅλων τῶν ἀνθρώπων μέ βά­ση μί­α ρι­ζι­κή ἀ­να­δι­άρ­θρω­ση καί ἐ­πα­να­ξι­ο­λό­γη­ση ὅλης τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας.

Ἡ δρα­μα­τι­κή σκη­νο­θε­σί­α καί ἡ δι­άρ­θρω­ση τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὁ Γορ­γί­ας εἶ­ναι γραμ­μέ­νος, ὅπως καί οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό τους πρώ­ι­μους πλα­τω­νι­κούς δι­α­λό­γους, σέ ἁπλή δρα­μα­τι­κή μορ­φή, ὅπου τά λε­γό­με­να τοῦ κά­θε ὁ­μι­λη­τῆ πα­ρου­σι­ά­ζον­ται δι­α­δο­χι­κά με­τά ἀ­πό τήν ἔν­δει­ξη τοῦ ὀ­νό­μα­τός του. Αὐτός ἦ­ταν ὁ πα­ρα­δε­δομέ­νος τρό­πος κα­τα­γρα­φῆς δι­α­φό­ρων ἔργων μέ δρα­μα­τι­κό χαρακτήρα, καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τῶν μί­μων, τῶν σύν­το­μων καί συ­νή­θως ὀ­λιγο­πρό­σω­πων δρα­μα­τουρ­γη­μά­των μέ κω­μι­κό, κα­τά κα­νό­να, πε­ρι­ε­χό­με­νο, τά ὁποῖα εἶ­χαν γί­νει πο­λύ δη­μο­φι­λῆ στήν πε­ρί­ο­δο ἐκείνη ὄ­χι μό­νο στήν Ἀθήνα, ἀλ­λά ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο στή Σι­κε­λί­α, ὅπου δι­έ­πρε­ψαν οἱ πι­ό γνω­στοί συγ­γρα­φεῖς τοῦ εἴ­δους, ὁ Ἐ­πί­χαρ­μος καί ὁ Σώ­φρων.[8] Ἡ συγ­κε­κρι­μέ­νη λο­γο­τε­χνι­κή μορ­φή, ὡ­στό­σο, δέν ἀ­φή­νει με­γά­λα πε­ρι­θώ­ρι­α, ὅπως τό κά­νουν οἱ λε­γό­με­νοι ἀ­φηγη­μα­τι­κοί δι­ά­λο­γοι, γιά τήν πα­ρο­χή πλη­ρο­φο­ρι­ῶν σχε­τι­κά μέ τό πλαί­σι­ο δι­ε­ξα­γω­γῆς τοῦ δι­α­λό­γου, γιά τίς σχέ­σεις καί τόν χαρακτήρα τῶν προ­σώ­πων πού παίρ­νουν μέ­ρος, κα­θώς συμ­βαί­νει μέ τίς ὑ­πέ­ρο­χες εἰ­σα­γω­γι­κές σκη­νές δι­α­λό­γων ὅπως εἶ­ναι ὁ Χαρ­μίδης, ὁ Πρω­τα­γό­ρας, τό Συμ­πό­σι­ο, ὁ Φαί­δων καί ὁ Φαῖ­δρος.

Ἀ­πό τίς λι­γο­στές ἐν­δεί­ξεις πού μπο­ροῦ­με νά ἀν­τλή­σου­με ἀ­πό τά λε­γό­με­να τῶν ὁ­μι­λη­τῶν, προ­κύ­πτει ὅτι ἡ συ­ζή­τη­ση δι­ε­ξά­γε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­πό τήν ὁ­μι­λί­α πού εἶ­χε πα­ρου­σιά­σει ὁ Γορ­γί­ας ἐ­νώ­πι­ον κοι­νοῦ, τό ὁποῖο ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι πα­ρόν καί νά πα­ρα­κο­λου­θεῖ μέ ἐν­δι­α­φέ­ρον τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου, κά­θε τό­σο θο­ρυ­βών­τας καί πα­ρο­τρύ­νον­τας ἔ­τσι τούς συ­νο­μι­λη­τές νά συ­νεχί­σουν (458c3-5). Ὁ χῶ­ρος ὅπου δι­ε­ξά­γε­ται ἡ συ­ζή­τη­ση θά πρέ­πει νά εἶ­ναι δι­α­φο­ρε­τι­κός ἀ­πό τήν οἰ­κί­α τοῦ Καλ­λι­κλῆ γιά τήν ὁ­ποί­α κά­νει λό­γο ὁ ἴ­διος (447b7-8), ἔ­τσι ὥ­στε νά ἔ­χει νό­η­μα ἡ πρό­σκλη­ση τήν ὁ­ποί­α ἀ­πευ­θύ­νει πρός τόν Σω­κρά­τη καί τόν Χαι­ρεφών­τα, νά πε­ρά­σουν ἀ­πό ἔ­κεῖ κά­ποιαν ἄλ­λη φορά προ­κει­μέ­νου νά ἀ­κού­σουν τόν Γορ­γί­α νά ὁ­μι­λεῖ. Φαί­νε­ται πι­θα­νό­τε­ρο ὅτι πρό­κει­ται γιά κά­ποιον δη­μό­σι­ο χῶ­ρο, πι­θα­νό­τα­τα κλει­στό (βλ. τό ἔν­δον στό 447c7 καί στό 455c6), ὅπως ἦ­ταν, λ.χ., τό πε­ρί­φη­μο Ὠ­δεῖ­ο του Πε­ρι­κλῆ, ἐνα ἀ­πό τά ἐμ­βλη­μα­τι­κά κτί­ρι­α δη­μο­σί­ων ἐκ­δη­λώ­σε­ων, πού βρι­σκό­ταν κον­τά στό ἀρχαῖο θέ­α­τρο τοῦ Δι­ο­νύ­σου στή νό­τι­α κλι­τύ τῆς Ἀ­κρό­πο­λης τῶν Ἀ­θη­νῶν, στήν πε­ρι­ο­χή ὅπου ὑ­πῆρ­χαν καί τά μνη­μεῖ­α τά ὁποῖα μνη­μο­νεύ­ον­ται στό 472a7-b2, καί τό ὁποῖο συν­δε­ό­ταν μέ ἐκ­δη­λώ­σεις πού γί­νον­ταν στό εὐ­ρύ­τε­ρο πλαί­σι­ο τῆς γιο­ρτῆς τῶν Πα­να­θη­ναί­ων.Ἔ­τσι θά μπο­ροῦ­σε νά ἐ­ξηγη­θεῖ κα­λύ­τε­ρα καί ἡ κα­θυ­στε­ρη­μέ­νη ἄ­φι­ξη τοῦ Σω­κρά­τη καί τοῦ Χαι­ρε­φών­τα, οἱ ὁποῖοι δη­λώ­νουν στήν ἀρχή ὅτι ἦρ­θαν ἀ­πό τήν ἀ­γο­ρά, δη­λα­δή ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά τοῦ λό­φου τῆς Ἀ­κρό­πο­λης.

Ἡ συ­ζή­τη­ση ἐ­κτυ­λίσ­σε­ται σέ τρεῖς δι­α­δο­χι­κές φά­σεις, πού ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­πό τούς τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κούς συ­νο­μι­λη­τές μέ τούς ὁ­ποί­ους βρί­σκε­ται κά­θε φορά ἀν­τι­μέ­τω­πος ὁ Σω­κρά­της. Ὡ­στό­σο, ἡ ἑ­νότη­τα τοῦ δι­α­λό­γου δι­α­σφα­λί­ζε­ται ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι οἱ ὁ­μι­λη­τές ἔρ­χον­ται νά ὑ­πο­κα­τα­στή­σουν ὁ ἕνας τόν ἄλ­λον σέ μι­ά προ­σπά­θει­α νά εἰ­σχω­ρή­σουν ὅ­λο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο στό ὑ­πό συ­ζή­τη­ση θέ­μα, ἀ­πο­κα­λύ­πτον­τας κά­θε φορά ὅλο καί βα­θύ­τε­ρα στρώ­μα­τα ἀν­τι­λή­ψε­ων καί προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων οἱ ὁποῖες ὑ­πό­κειν­ται στίς θέ­σεις πού ἐ­κτί­θεν­ται, πα­ρα­με­ρί­ζον­τας ταυ­τό­χρο­να τούς ὅποιους ἐν­δοι­ασμούς του­ς[9] στό νά δι­α­τυ­πώ­σουν τίς πι­ό ἐν­δό­μυ­χες σκέ­ψεις καί ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τους, ὡ­σό­του τε­λι­κά, ὅπως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σω­κρά­της, ὁ Καλ­λι­κλῆς ἀ­ναγ­κά­ζε­ται νά φτά­σει στό ση­μεῖ­ο «νά ἐκ­φρά­σει μέ σα­φή­νει­α αὐτά πού ἄλ­λοι σκέ­φτον­ται ἄλ­λα δέν τολ­μοῦν νά ποῦν» (492d2-3).

Με­τά ἀ­πό ἐναν σχε­τι­κά σύν­το­μο πρό­λο­γο (447al-449a2), στό πρῶ­το του ἐ­πει­σό­δι­ο (449a2-461bl) ὁ δι­ά­λο­γος δι­ε­ξά­γε­ται με­τα­ξύ του Σω­κρά­τη καί τοῦ Γορ­γί­α, καί ἔ­χει τά ἐ­ξω­τε­ρι­κά τυ­πι­κά γνω­ρί­σμα­τα πού συ­ναν­τοῦ­με καί σέ ἄλ­λους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους, ὅπου ὁ Σω­κρά­της συ­νο­μι­λών­τας μέ κά­ποιον ὁ ὁποῖος φέρε­ται ὡς «εἰ­δή­μων» σέ ὁ­ρι­σμέ­νο το­μέ­α, το­ῦ ὑ­πο­βάλ­λει ἐ­ρω­τή­σεις σχε­τι­κά εἴ­τε μέ τόν χαρακτήρα καί τίς ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῆς ἴ­διας τῆς τέ­χνης του (ὅπως γί­νε­ται, λ.χ., στον Ἴ­ω­να, τόν Πρω­τα­γό­ρα καί τόν Εὐ­θύδη­μο), εἴ­τε μέ τή φύ­ση τοῦ ἀν­τι­κεί­με­νου τό ὁποῖο ἐ­κεί­νη πραγ­μα­τεύ­ε­ται (ὅπως, λ.χ., στόν Λά­χη­τα καί τόν Εὐ­θύφρ­ο­να), καί οἱ ὁποῖες, κα­τά κα­νό­να, παίρ­νουν τήν τυ­πι­κή μορ­φή τοῦ κλασ­σι­κοῦ ἐ­ρω­τή­μα­τος «τί ἐστιν X;».[10] Ὅ ἰ­σχυ­ρι­σμός ἐκ μέ­ρους τοῦ Γορ­γί­α ὅτι, ἐ­κτός ἀ­πό τίς τε­χνι­κές γνώ­σεις πού ἀφοροῦν τή χρή­ση τοῦ λό­γου, ὁ ρή­το­ρας εἶ­ναι σέ θέ­ση νά πα­ρά­σχει στούς μα­θη­τές του καί γνώ­σεις ὅσον ἀφορᾶ τό τί εἶ­ναι δί­και­ο καί τί ἄ­δι­κο, τόν κά­νει νά πε­ρι­πέ­σει σέ ἀ­συ­νέ­πει­α, ὁ­πό­τε καί ἀ­να­λαμ­βά­νει ὁ Πῶ­λος νά δι­α­σώ­σει τήν τι­μή τοῦ δα­σκά­λου του.

Ὁ Σω­κρά­της ἐκ­θέ­τει τή δι­κή του ἄ­πο­ψη σχε­τι­κά μέ τόν χαρακτήρα τῆς ρη­το­ρι­κῆς ὡς «κο­λα­κεί­ας», καί ἔ­τσι ἐμ­πλέ­κει τόν Πῶ­λο σέ μί­α σει­ρά ἀ­πό δι­α­λε­κτι­κά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τά ὁποῖα τόν ὑ­πο­χρε­ώ­νουν τε­λι­κά νά πα­ρα­δε­χτεῖ, ἀν­τί­θε­τα πρός τήν ἀρ­χι­κή το­πο­θέ­τη­σή του, ὅτι τό νά ἀ­δι­κεῖ­ται κα­νείς εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­δι­κεῖ, καί ὅτι ἡ τι­μω­ρί­α γιά μι­ά ἀ­δι­κί­α εἶ­ναι κά­τι πού θά πρέ­πει νά τό ἐ­πι­ζη­τεῖ ὁ ἴ­διος αὐτός πού τήν ἔχει δι­α­πρά­ξει (461 b2- 481 b4).

Ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κό­τη­τα αὐ­τῶν τῶν συμ­πε­ρα­σμά­των φέρ­νει στή συ­ζή­τη­ση τόν Καλ­λι­κλῆ, ὁ ὁποῖος, με­τά ἀ­πό μι­ά εὔ­γλωτ­τη καί ὅλο πά­θος ὑ­πε­ρά­σπι­ση αὐ­τοῦ πού ὀ­νο­μά­ζει «δί­και­ό τῆς φύ­σης» ἔ­ναν­τι τῶν πλα­δα­ρῶν κοι­νω­νι­κῶν συμ­βά­σε­ων, βρί­σκε­ται ἀν­τι­μέτω­πος μέ τόν Σω­κρά­τη, ἔ­χον­τας ἀ­να­λά­βει νά ὑ­πο­στη­ρί­ξει, μί­α μορ­φή ἀ­κραί­ου ἀ­το­μο­κεν­τρι­κοῦ ἡ­δο­νι­σμοῦ. Ἡ συ­ζή­τη­ση στρέ­φε­ται στό ζή­τη­μα τοῦ ποιός εἶ­ναι ὁ τρό­πος ζω­ῆς ὁ ὁποῖος τε­λι­κά εἶ­ναι κα­ταλ­λη­λό­τε­ρος νά ὁ­δη­γή­σει τόν ἄν­θρω­πο στήν εὐ­τυ­χί­α, καί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει μι­ά ὀ­ξεί­α κρι­τι­κή τῶν κα­θι­ε­ρω­μέ­νων ἀν­τι­λήψε­ων σχε­τι­κά μέ τίς πο­λι­τι­κές ἐ­πι­λο­γές οἱ ὁποῖες εἶ­ναι ἱ­κα­νές νά συμ­βάλ­λουν σέ αὐτόν τόν σκο­πό (481b5-522e5).

Στόν ἐ­πί­λο­γο τοῦ δι­α­λό­γου (522e6-527e6), ὁ Σω­κρά­της ἀ­φηγεῖ­ται ἐναν ἐ­σχα­το­λο­γι­κό μύθο σχε­τι­κά μέ τή με­τα­θα­νά­τι­α κρί­ση τῶν ψυ­χῶν, συμ­πλη­ρώ­νον­τάς τον μέ μί­α πα­ραι­νε­τι­κή κα­τα­κλεί­δα, ὅπου δι­α­τυ­πώ­νει τά τε­λι­κά του συμ­πε­ρά­σμα­τα σχε­τι­κά μέ τόν δρό­μο πού ὀ­φεί­λει νά ἀ­κο­λου­θή­σει κα­νείς γιά νά ζή­σει μέ τόν κα­λύ­τε­ρο δυ­να­τό τρό­πο.

Ἡ δι­άρ­θρω­ση τοῦ δι­α­λό­γου μπο­ρεῖ νά πα­ρα­στα­θεῖ συ­νο­πτι­κά μέ τό ἑξῆς δι­ά­γραμ­μα:

Α. Εἰσα­γω­γι­κή συζή­τη­ση (447a-448e)

Β. Γορ­γί­ας (449a-461b)

1. Ποιά τέ­χνη εἶ­ναι ἡ ρη­το­ρι­κή; (449a-454a)

2.Ἡ ρη­το­ρι­κή ὡς δη­μι­ουρ­γός πει­θοῦς καί ἡ δι­και­ο­σύ­νη (454b-461a)

Γ. Πῶ­λος (461b-488b)

1. Ἡ ρη­το­ρι­κή ὡς «κο­λα­κεί­α» (461b-466a)

2. Ἡ δύ­να­μη τῆς ρη­το­ρι­κῆς (466a-468e)

3. Ἡ ἀ­δι­κί­α μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φέ­ρει εὐ­τυ­χί­α; (468e-474b)

4. Τό νά ἄ­δι­κεῖ­ται κά­ποιος εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο ἀ­πό τό νά ἀ­δι­κεῖ (474b-476a)

5. Τό νά μήν τι­μω­ρη­θεῖ κά­ποιος γιά τήν ἀ­δι­κί­α πού δι­έπρα­ξε εἶ­ναι χει­ρό­τε­ρο ἀ­πό τό νά τι­μω­ρη­θεῖ (476a-479e)

6. Σύ­νο­ψη: Τί μπο­ρεῖ νά εἰ­σφέ­ρει ἡ ρη­το­ρι­κή; (480a-481b)

Δ. Καλ­λικλῆς (481b-522e)

1.Ἡ θέ­ση τοῦ Καλ­λι­κλῆ: ἡ κυ­ρι­αρ­χί­α τοῦ «δι­καί­ου τῆς φύ­σης» ἔ­ναν­τι τοῦ «νό­μου» τῶν πολ­λῶν (481b-484c)

2. καί ἡ ὑ­πε­ρο­χή τοῦ βί­ου τῆς πρά­ξης ἔ­ναν­τι τοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ βί­ου (484c-486d)

3. Ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Σω­κρά­τη: Ἐ­πα­να­δι­α­τύ­πω­ση τῆς θέ­σης τοῦ Καλ­λι­κλῆ (486d-491c)

4. Οἱ ἐ­πι­θυ­μί­ες, ἡ σω­φρο­σύ­νη καί ἡ συμ­βο­λή τους στήν ἐ­πί­τευ­ξη τῆς εὐ­τυ­χί­ας (491c-494a)

5. Ἡ ἡ­δο­νι­στι­κή θέ­ση (494a-495b)

6. Πρῶ­το ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἐ­νάν­τι­α στόν ἡ­δο­νι­σμό (495c-497d)

7. Δεύ­τε­ρο ἐ­πι­χεί­ρη­μα ἐ­νάν­τι­α στόν ἡ­δο­νι­σμό (497e-499b)

8. Κα­λές καί κα­κές ἡ­δο­νές: συ­νέ­πει­ες ὅσον ἀφορᾶ τή ρη­το­ρι­κή καί τήν πο­λι­τι­κή (499c-503b)

9. Ἡ πο­λι­τι­κή ὡς τέ­χνη καί ἡ ψυ­χι­κή ἀ­ρε­τή (503b-508c)

10. Συμ­πε­ρά­σμα­τα: Ἡ ἐ­ξου­σί­α, ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί οἱ ἐ­πι­δι­ώ­ξεις τῆς πο­λι­τι­κῆς. Ἡ ση­μα­σί­α τῆς γνώ­σης (508c- 515c)

11. Κρι­τι­κή στούς ἐ­πι­φα­νεῖς πο­λι­τι­κούς του πα­ρελ­θόν­τος (515c-519c)

12.Κρι­τι­κή στούς σο­φι­στές ὡς δα­σκά­λους τῆς ἀ­ρε­τῆς (519c-520e)

13 . Ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς «­πο­λι­τι­κῆς» τοῦ Σω­κρά­τη (521a-522e)

Ε. Ἐ­πί­λο­γος (523a-527a)

1. Ὁ μύθος τῆς με­τα­θα­νά­τι­ας κρί­σης τῶν ψυ­χῶν (523a- 527e)

2. Πα­ραι­νε­τι­κή σύ­νο­ψη τῶν τε­λι­κῶν συμ­πε­ρα­σμά­των: ἡ δι­και­ο­σύ­νη καί οἱ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές δεί­χνουν τόν δρό­μο πρός τόν εὐ­τυ­χι­σμέ­νο βί­ο (527a-527e)

Τά πρό­σω­πα τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὅ Γορ­γί­ας ὁ Λε­ον­τί­νος (π. 485 - π. 380 π.Χ.) ἦ­ταν ἴ­σως ὁ πι­ό δι­ά­ση­μος δι­δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς κα­τά τόν πέμ­πτο αἰώνα. Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς μα­θη­τής τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, καί εἶ­χε μα­κρά καί ἔν­δο­ξη στα­δι­ο­δρο­μί­α πού συμ­πε­ρι­λάμ­βα­νε ἐ­κτε­νεῖς πε­ρι­ο­δεῖ­ες σέ ὅλα τά με­γά­λα κέν­τρα, κα­θώς καί σέ ἄλ­λες, λι­γό­τε­ρο ἐ­πι­φα­νεῖς πε­ρι­ο­χές τοῦ ἑλ­λη­νι­κοῦ χώ­ρου, ἀ­πο­κτών­τας ἔ­τσι ση­μαν­τι­κή πε­ρι­ου­σί­α καί πο­λυ­ά­ριθ­μους μα­θη­τές,[11] ἀλ­λά καί, κα­θώς φαί­νε­ται, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρους θαυ­μα­στές καί μι­μη­τές. Στήν Ἀθήνα ἡ πα­ρου­σί­α του ἔ­κα­νε με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση, ὅμως ἡ πα­ρα­μο­νή του στήν πό­λη φέ­ρε­ται πώς ὑ­πῆρ­ξε μό­νο πε­ρι­στα­σι­α­κή. Μο­λο­νό­τι ἐ­νί­ο­τε συγ­κα­τα­λέ­γε­ται στούς σο­φι­στές, ὁ ἴ­διος φαί­νε­ται ὅτι ἀρ­νι­ό­ταν αὐτόν τόν τί­τλο, ἰ­σχυ­ρι­ζό­με­νος ὅτι ἡ δι­δα­σκα­λί­α του πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν στό πε­δί­ο τῆς ρη­το­ρι­κῆς τε­χνι­κῆς. Ἡ μέ­θο­δος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας του στη­ρι­ζό­ταν κυ­ρί­ως στήν ἀ­πο­μνη­μό­νευ­ση ἐ­πι­δει­κτι­κῶν ρη­το­ρι­κῶν γυ­μνα­σμά­των, τά ὁποῖα στή συ­νέ­χει­α χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ταν ἀ­πό τους μα­θη­τές του ὡς πρό­τυ­πα γιά τήν ἀ­να­σύ­στα­ση τῶν κα­τάλ­λη­λων τό­πων, μέ βά­ση τούς ὁ­ποί­ους μπο­ροῦ­σε κα­νείς νά δι­αρ­θρώ­σει ἕναν πρό­σφο­ρο λό­γο προ­κει­μέ­νου νά χει­ρι­στεῖ τό ὁποιο­δήπο­τε θέ­μα. Με­τα­χει­ρι­ζό­ταν ἀ­να­λυ­τι­κούς πε­ρι­γρα­φι­κούς ὁ­ρι­σμούς, οἱ ὁποῖοι λει­τουρ­γοῦ­σαν ὡς δε­ξα­με­νές γιά τή συγ­κρό­τη­ση πρό­σφο­ρων «κοι­νῶν τό­πων», οἱ ὁποῖοι μέ τή σει­ρά τους μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἀ­φε­τη­ρί­ες γιά τήν κά­θε λο­γῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α, πού συ­χνά ἦ­ταν δι­αρ­θρω­μέ­νη σέ μα­κρές ἁ­λυ­σί­δες δι­α­ζευ­κτι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν, συν­δε­ό­με­νων με­τα­ξύ τους μέ μί­α ἐ­πί­φα­ση ἀ­δή­ρι­της λο­γι­κῆς ἀλ­λη­λου­χί­ας. Ἦ­ταν γνω­στός γιά τή μέ­χρι φορ­τι­κότη­τας χρή­ση λε­κτι­κῶν καί ἄλ­λων τε­χνα­σμά­των, τά ὁποῖα ἔν­τυπω­σί­α­ζαν τό ἀ­κρο­α­τή­ρι­ό του καί προ­σέ­δι­δαν στόν λό­γο του ἰ­δι­αί­τε­ρη λάμ­ψη καί σχε­δόν ποι­η­τι­κή γο­η­τεί­α, πού ὅμως, ἀ­πό ἐνα ση­μεῖ­ο καί με­τά, μπο­ροῦ­σε νά κα­τα­στεῖ προ­σποι­η­τή καί προ­βλέ­ψι­μη. Ὅ­πως συ­νέ­βη καί μέ ἄλ­λους ση­μαν­τι­κούς συγ­γρα­φεῖς τῆς πε­ρι­ό­δου, λ.χ. τόν Εὐ­ρι­πί­δη, τόν Ἀ­γά­θω­να καί τοῦ Ἰ­σο­κρά­τη, ἔτσι καί ὁ Πλά­των ἐ­πη­ρε­ά­στη­κε, ὡς ἐναν ὁ­ρι­σμέ­νο βαθ­μό, ἀ­πό τήν τε­χνι­κή του δει­νό­τη­τα, καί τόν ἀ­πει­κο­νί­ζει μέ τόν δέ­ον­τα σε­βα­σμό ὡς ἐναν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο καί κα­λο­προ­αί­ρε­το κα­τά βά­ση, ἄν καί ἴ­σως ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα δι­ο­ρα­τι­κό, τε­χνί­τη τοῦ λό­γου, πού ὡ­στό­σο οἱ ἀ­γαθές του προ­θέ­σεις δέν ἐ­παρ­κοῦ­σαν γιά νά ἀ­πο­τρέ­ψουν ὅσους ἀ­πό τους θαυ­μα­στές του ἐν­δε­χο­μέ­νως δέν δι­έ­θε­ταν τίς ἀ­παι­τού­με­νες ἀ­να­στο­λές ἀ­πό τοῦ νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τά μέ­σα πού τούς πα­ρεῖ­χε γιά νά πε­τύ­χουν σκο­πούς οἱ ὁποῖοι μπο­ροῦ­σαν νά εἶ­ναι ἀ­πό ἴ­δι­ο­τε­λεῖς ἕ­ως καί αὐ­τό­χρη­μα ἀν­τι­κοι­νω­νι­κοί.

Ὁ Πῶ­λος γεν­νή­θη­κε καί αὐτός στή Σι­κε­λί­α, στήν πα­τρί­δα τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ, τόν Ἀ­κρά­γαν­τα, καί ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Γορ­γί­α καί τοῦ Λι­κύ­μνι­ου τοῦ Χί­ου (βλ. Φδρ. 267bl0-c3), δά­σκα­λος τῆς ρη­το­ρι­κῆς καί συγ­γρα­φέ­ας συ­να­φῶν τε­χνι­κῶν ἐγ­χει­ρι­δί­ων.Ἦ­ταν ἀρ­κε­τά νε­ό­τε­ρος ἀπό τόν Γορ­γί­α καί ἀ­πό τόν Σω­κρά­τη, καί φαί­νε­ται ἀ­προ­ε­τοί­μα­στος γιά τή δι­α­λε­κτι­κή δο­κι­μα­σί­α στήν ὁποία τόν ὑ­πο­βάλ­λει ὁ τε­λευ­ταῖ­ος. Ἡ προ­κλη­τι­κή, ἄν καί, ἐν τέ­λει, ὅπως ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται, ὑ­πο­κρι­τι­κή στά­ση του τόν ἀ­φή­νει ἔκ­θε­το μπρο­στά στά ἄλ­λο­τε ἁ­πλῶς εἰ­ρω­νι­κά καί ἄλ­λο­τε ἀ­μεί­λι­κτα βέ­λη τῆς δι­α­λε­κτι­κῆς τοῦ Σω­κρά­τη, τά ὁποῖα τόν με­τα­τρέ­πουν ἀ­πό ἀ­λα­ζονι­κό καί ὑ­περ­φί­α­λο πρω­το­παλ­λή­κα­ρο τοῦ Γορ­γί­α σέ πει­θή­νι­ο φε­ρέ­φω­νο τῶν πι­ό ἀ­κραί­ων ἀ­πό­ψε­ων πού τοῦ προ­τεί­νει ὁ Σω­κρά­της, προ­τοῦ νά ἀ­πο­συρ­θεῖ σέ μι­ά πλή­ρη καί ἀ­μή­χα­νη σι­ω­πή.

Πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρο ἐν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει ἡ φυ­σι­ο­γνω­μί­α τοῦ Καλ­λι­κλῆ, ἑνός σχε­τι­κά νε­α­ροῦ Ἀ­θη­ναί­ου προ­ερ­χό­με­νου ἀ­πό κα­λή καί εὔ­πο­ρη οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Ἀ­χαρ­νῶν, ὁ ὁποῖος βρί­σκε­ται στό ξε­κί­νη­μα τῆς πο­λι­τι­κῆς του κα­ριέ­ρας καί δέν κρύ­βει τή φι­λο­δο­ξί­α του ἀλ­λά καί τόν κυ­νι­κό πραγ­μα­τι­σμό του, καί πού, παρ’ ὅλη τήν καλ­λι­έρ­γει­α καί τή φρον­τι­σμέ­νη ἐκ­παί­δευ­σή του, δέν δι­στά­ζει νά ἐκ­φρά­σει τήν πε­ρι­φρό­νη­σή του τό­σο γιά τούς «πολ­λούς», τούς ὁ­ποί­ους θε­ω­ρεῖ ὡς δου­λο­πρε­πεῖς καί ὑ­στε­ρό­βου­λους, ὅσο καί γιά τίς ἄ­χρη­στες, κα­τά τήν ἐ­κτί­μη­σή του, θε­ω­ρη­τι­κο­λο­γί­ες μέ τίς ὁποῖες κα­τα­γί­νον­ταν ὁ Σω­κρά­της καί οἱ ὅ­μοι­οί του. Ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει ἀ­πό­ψεις καί ἰ­δε­ο­λο­γι­κές το­πο­θε­τή­σεις πού εἶ­χαν κα­τα­στεῖ κυ­ρί­αρ­χες στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή ζω­ή ἤδη κα­τά τή δι­άρ­κει­α τοῦ Πε­λοπον­νη­σι­α­κοῦ Πο­λέ­μου,[12] ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα ἔ­χει τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά τίς ἐκ­φρά­ζει μέ εὐ­θύ­τη­τα καί γλα­φυ­ρό­τη­τα, ἐ­κτο­ξεύ­ον­τας ταυ­τό­χρο­να συγ­κα­λυμ­μέ­νες ἀ­πει­λές πρός τόν συ­νο­μι­λη­τή του μέ ἀ­φορ­μή τήν πε­ρι­φρό­νη­ση πού θε­ω­ρεῖ ὅτι ἐ­κεῖ­νος ἐ­πι­δει­κνύ­ει γιά τίς πα­ρα­δο­σι­α­κές ἀ­ξί­ες καί τίς ἐμ­βλη­μα­τι­κές προ­σω­πι­κό­τη­τες τοῦ ἔν­δο­ξου πα­ρελ­θόν­τος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Τό γε­γο­νός ὅτι δέν ἔ­χου­με κα­μι­άν ἄλ­λη ἀ­ξι­ό­λο­γη μαρ­τυ­ρί­α ἀ­πό ἀρ­χαῖ­ες πη­γές σχε­τι­κά μέ τό πρό­σω­πό του ἔ­χει ἐ­γεί­ρει ἀμ­φι­σβη­τή­σεις ὅσον ἀφορᾶ τήν ἱ­στο­ρι­κό­τη­τα τῆς πα­ρου­σί­ας του στήν Ἀθήνα κα­τά τή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­ο­δο. Ὡ­στό­σο, οἱ συγ­κε­κρι­μέ­νες λε­πτο­μέ­ρει­ες πού πα­ρέ­χει ὁ Πλά­των σχε­τι­κά μέ τήν κοι­νω­νι­κή ζω­ή καί δρά­ση του (βλ. 481d4-e4, 487cl-d2), ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα ἐ­φό­σον ἐ­τοῦ­τες φα­νε­ρώ­νουν δε­σμούς μέ τό οἰ­κο­γε­νει­α­κό πε­ρι­βάλ­λον αὐ­τοῦ του ἴ­δι­ου, εἶ­ναι ἀ­πί­θα­νο νά εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πλα­σμα­τι­κές. Φαί­νε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο πι­θα­νόν ὅτι ὑ­πῆρ­ξε ἐνας ἀ­κό­μη (ἐν­δε­χο­μέ­νως σχε­τι­κά ἀ­φα­νής) ἐκ­πρό­σω­πος τῆς «χα­μέ­νης γε­νιᾶς» τῶν κα­λο­α­να­θρεμ­μέ­νων νέ­ων της Ἀ­θή­νας πού, σάν τό­σους ἄλ­λους ὅπως ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης, ὁ Κρι­τί­ας καί ὁ Χαρ­μί­δης, ἔ­πε­σαν θύ­μα­τα τῆς ὑ­πέρ­με­τρης φι­λο­δο­ξί­ας τους, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα τά ὀ­νό­μα­τά τους νά κα­τα­στοῦν τε­λι­κά ὄ­νει­δος καί νά κα­τα­λή­ξουν νά μνη­μο­νεύ­ον­ται, ὅταν μνη­μο­νεύ­ον­ται, στίς πι­ό με­λα­νές σε­λί­δες τῆς ἱ­στο­ρί­ας τῆς πό­λης τους.

Ὁ Σω­κρά­της, ὁ ὁποῖος ἐμ­φα­νί­ζε­ται νά συ­νο­δεύ­ε­ται ἀ­πό τόν πι­στό καί φα­να­τι­κό θαυ­μα­στή τοῦ Χαι­ρε­φών­τα,[13] ἀρ­χι­κά ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὅλα τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά γνω­ρί­σμα­τά του, τήν ἀ­κα­τάπαυ­στη ἐ­πι­μο­νή του νά ὑ­πο­βάλ­λει ἐ­ρω­τή­σεις, τήν πάν­το­τε αἰχ­μη­ρή εἰ­ρω­νεί­α του, τήν ἀ­πο­στρο­φή του πρός τή μα­κρο­λο­γί­α, τόν «ἐ­πα­γω­γι­κό» τρό­πο τῆς οἰ­κο­δό­μη­σης τῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ας του, ἐ­νί­ο­τε ἀ­κό­μη καί τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη ἀ­γνω­σί­α του, μο­λο­νό­τι ἡ τε­λευ­ταί­α αὐτή δέν προ­βάλ­λε­ται ἰ­δι­αί­τε­ρα. Ὅ­σο προ­χω­ρεῖ ὁ δι­ά­λο­γος, ὅμως, ἀ­να­φαί­νον­ται βαθ­μι­αί­α καί ἄλ­λες, πρω­τό­γνω­ρες πλευ­ρές τοῦ χαρακτήρα του: ἡ προ­θυ­μί­α του νά πα­ρου­σιά­σει ὁλο­κλη­ρω­μέ­να θε­ω­ρη­τι­κά σχή­μα­τα, ὅπως ἡ ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ὑ­πο­δι­αί­ρε­ση τῶν τε­χνῶν καί τῶν ἀν­τίστοι­χων «κο­λα­κει­ῶν» (464b3- 465d6), ἡ ἐμ­πι­στο­σύ­νη του στίς με­θό­δους καί τά πο­ρί­σμα­τα τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν (βλ. σχε­τι­κά πι­ό κά­τω), ἡ προ­σφυ­γή του σέ «ἀ­κούσμα­τα» πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό μυ­στη­ρι­ώ­δεις καί ἀ­δι­ευ­κρί­νι­στες πη­γές (493al-494al), ἡ βε­βαι­ό­τη­τα πού ἐ­πι­δει­κνύ­ει ὅσον ἀφορᾶ τά πο­ρί­σμα­τα στά ὁποῖα κα­τα­λή­γει ὁ ἔλεγ­χος τόν ὁποῖο δι­ε­ξά­γει (473b6-U, 487el-7, 508e5-509bl), τέ­λος ὁ πα­ραι­νε­τι­κός, σχε­δόν ἱ­ε­ρα­πο­στο­λι­κός τό­νος τόν ὁποῖο υἱ­ο­θε­τεῖ πρός τό τέ­λος τοῦ δι­α­λό­γου (527c5-e6), προ­κει­μέ­νου νά πα­ρα­κι­νή­σει τόν συ­νο­μι­λη­τή του γιά νά τόν ἀ­κο­λου­θή­σει στόν δρό­μο τῆς παι­δεί­ας, τῆς ἀ­ρε­τῆς καί τοῦ ἄ­ρι­στου βί­ου, ὅπως ὁ ἴ­διος τόν ἔχει προ­δι­α­γρά­φει. Ὅ­λα τοῦ­τα ὑ­πο­δει­κνύ­ουν ὅτι ὁ Πλά­των βρί­σκε­ται ἤδη καθ’ ὁ­δόν πρός μί­α νέ­α προ­σέγ­γι­ση στά φι­λο­σο­φι­κά ζη­τή­μα­τα, δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό τήν κα­θα­ρά ἀ­πο­ρη­τι­κή καί ἐ­τα­στι­κή στά­ση πού κρα­τοῦ­σε στούς πι­ό πρώ­ι­μους «σω­κρα­τι­κούς» δι­α­λό­γους του.

Ἡ δρα­μα­τι­κή χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ δι­α­λό­γου.

Ὅ­πως τό ἔχει πα­ρα­τη­ρή­σει ὁ Dodds 17-8, τά δι­ά­φο­ρα στοι­χεῖ­α πού μᾶς πα­ρέ­χον­ται κα­τά τήν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ δι­α­λό­γου κα­θι­στοῦν δυ­σχε­ρή τήν το­πο­θέ­τη­ση τῆς δρά­σης του σέ κά­ποια συγ­κε­κρι­μέ­νη χρο­νι­κή στιγ­μή.[14] Με­ρι­κά ἀ­πό αὐτά τά δε­δο­μέ­να εἶ­ναι τά ἑξῆς:

Ὁ θά­να­τος τοῦ Πε­ρι­κλῆ (429) ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς σχε­τι­κά πρό­σφα­το γε­γο­νός (503c2-3).

Ἡ πρώ­τη γνω­στή ἐ­πί­σκε­ψη τοῦ Γορ­γί­α στήν Ἀθήνα ἔγι­νε κα­τά τήν ἑ­ορ­τή τῶν Πα­να­θη­ναί­ων τοῦ 427, ὅταν ἐμ­φα­νί­στη­κε ὡς μέ­λος μι­ᾶς δι­πλω­μα­τι­κῆς ἀ­πο­στο­λῆς προ­ερ­χό­με­νης ἀ­πό τήν πα­τρί­δα του, τούς Λε­ον­τί­νους, καί ἐ­ξα­σφά­λι­σε τή συμ­μα­χί­α τῶν Ἀ­θη­ναί­ων.[15] Ἀ­να­φέ­ρε­ται ὅμως ἐ­πί­σης ὅτι ἤδη γη­ρά­σκων ἐκ­φώ­νη­σε τόν Ἐ­πι­τά­φι­ό του στήν πό­λη γιά τούς πε­σόν­τες στόν πό­λε­μο,[16] προ­φα­νῶς σέ κά­ποια με­τα­γε­νέ­στε­ρη ἐ­πί­σκε­ψή του ἡ ὁποία ἐν­δέ­χε­ται νά πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε ἀρ­κε­τά χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα, πι­θα­νῶς κα­τά τήν ὕ­στε­ρη φά­ση τοῦ Πε­λο­πον­νη­σι­α­κοῦ Πο­λέ­μου. Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ὅτι στόν Μέ­νω­να, 71c4-8, ὁ ὁποῖος κα­τά τά φαι­νό­με­να δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται στίς ἀρ­χές τοῦ ἔ­τους 402, ὁ Σω­κρά­της ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν πα­λαι­ό­τε­ρη συ­νάν­τη­σή του μέ τόν Γορ­γί­α ὡς κά­τι πού εἶ­χε γί­νει στό σχε­τι­κά μα­κρι­νό πα­ρελ­θόν, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά μήν τήν θυ­μᾶ­ται, ὅπως ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται, ἐ­πα­κρι­βῶς στίς λε­πτο­μέ­ρει­ές της.

Ὁ Δῆ­μος, ὁ γιός τοῦ Πυ­ρι­λάμ­πη, εἶ­ναι ἀ­κό­μη ἐνας ὄ­μορ­φος νε­α­ρός (481d4-e4), συ­νε­πώς δέν μπο­ρεῖ νά βρι­σκό­μα­στε πο­λύ με­τά τό 422.[17]

Ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά βρί­σκε­ται ἀ­κό­μη σέ σχε­τι­κά νε­α­ρή ἡ­λι­κί­α, ἐ­φό­σον ἡ ἐμ­πλο­κή του στήν πε­ρι­πέ­τει­α τῆς Σι­κε­λι­κῆς ἐκ­στρα­τεί­ας (τό 415) καί σέ ὅσα ἐ­πα­κο­λού­θη­σαν πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς κά­τι τό μελ­λον­τι­κό (519a7-b2).

Ἡ ἄ­νο­δος τοῦ Ἀρ­χέ­λα­ου στήν ἐ­ξου­σί­α (βλ. 470d5-6) συν­τε­λέστη­κε τό ἐ­νω­ρί­τε­ρο τό 413.

Ἡ τρα­γω­δί­α τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη Ἀν­τι­ό­πη, γιά τήν ὁ­ποί­α γί­νε­ται λό­γος στό 485e4-486dl, πρω­το­πα­ρου­σι­ά­στη­κε τό 411 ἤ καί λί­γο ἀρ­γό­τε­ρα.

Ἄν ἡ ἀ­να­φο­ρά στό 473e6-7 εἶ­ναι στήν πε­ρι­βό­η­τη δί­κη τῶν στρα­τη­γῶν πού ἐ­πα­κο­λού­θη­σε τή ναυ­μα­χί­α στίς Ἀρ­γι­νοῦ­σες, τού­τη ἔλα­βε χώ­ρα πρός τά τέ­λη τοῦ πο­λέ­μου, κα­τά τό 406.

Ἡ δυ­σκο­λί­α νά συν­δυ­α­στοῦν μέ συ­νέ­πει­α ὅ­λες αὐ­τές οἱ ἱ­στο­ρι­κές ἐν­δεί­ξεις φα­νε­ρώ­νει ὅτι ὁ Πλά­των δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν τό­σο γιά τήν ἀ­πό­λυ­τη ἱ­στο­ρι­κή ἀ­κρί­βει­α τῶν πε­ρι­γρα­φῶν του, ὅσο κυ­ρί­ως νά ἀ­πο­τυ­πώ­σει τή γε­νι­κό­τε­ρη ἀ­τμό­σφαι­ρα μί­ας ἐ­πο­χῆς κα­τά τήν ὁ­ποί­α οἱ πα­ρά­γον­τες πού συ­νε­τέ­λε­σαν στήν ὁ­ρι­στι­κή κα­τάρ­ρευ­ση τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ἡ­γε­μο­νί­ας εἶ­χαν ἀρ­χί­σει πιά νά γί­νον­ται ὁ­ρα­τοί.

Ἡ χρο­νο­λο­γί­α τῆς συγ­γρα­φῆς τόν δι­α­λό­γου.

Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι νε­ό­τε­ροι με­λε­τη­τές συμ­φω­νοῦν ὅτι ὁ Γορ­γί­ας θά πρέ­πει νά συμ­πε­ρι­λη­φθεῖ στήν ὁ­μά­δα τῶν πρώ­ι­μων δι­α­λό­γων τοῦ Πλά­τω­να, αὐ­τῶν οἱ ὁποῖοι εἶ­ναι γραμ­μέ­νοι πρίν ἀ­πό τά με­γά­λα ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα τῆς λε­γό­με­νης «ὥ­ρι­μης» συγ­γρα­φι­κῆς πε­ρι­ό­δου του, ὅπως εἶ­ναι τό Συμ­πό­σι­ο, ὁ Φαί­δων, ἡ Πο­λι­τεί­α, ὁ Παρ­με­νί­δης καί ὁ Φαῖ­δρος. Ἡ πρώ­ι­μη αὐτή πε­ρί­ο­δος θε­ω­ρεῖ­ται γε­νι­κά ὅτι ἐ­κτεί­νε­ται χρο­νο­λο­γι­κά κα­τά τήν εἰ­κο­σα­ε­τί­α με­τά τόν θά­να­το τοῦ Σω­κρά­τη τό 399, ἐ­νῶ τά ἔργα πού ἀ­νή­κουν σέ αὐτήν δι­α­κρίνον­ται ἐ­νί­ο­τε πε­ραι­τέ­ρω σέ μι­κρό­τε­ρες ὑ­πο-ο­μά­δες. Ἀ­πό αὐτά, οἱ «ὁ­ρι­σμι­κοί» δι­ά­λο­γοι, οἱ ὁποῖοι ἑ­στι­ά­ζουν κυ­ρί­ως στήν ἀ­να­ζήτη­ση ὁ­ρι­σμῶν πού ἀφοροῦν εἴ­τε κά­ποια συγ­κε­κρι­μέ­νη τέ­χνην, εἴ­τε κά­ποιαν ἄλ­λη ἀ­φη­ρη­μέ­νη ἔν­νοι­α μέ ἠθικό πε­ρι­ε­χό­με­νο, συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νουν δι­α­λό­γους ὅπως ὁ Λά­χης, ὁ Εὐ­θύφρων, ὁ Μείζων Ἰπ­πί­ας, ὁ Χαρ­μί­δης, ὁ Λύσις καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας. Ἄλ­λοι, με­ρι­κοί ἀ­πό τους ὁ­ποί­ους ὡ­στό­σο ἐμ­πί­πτουν καί στήν προ­η­γού­με­νη ὁ­μά­δα πού ἀ­να­φέρ­θη­κε, θά μπο­ροῦ­σαν νά χα­ρα­κτη­ρι­στοῦν ὡς «ἐ­λεγ­κτι­κοί» ἤ «ἀ­πο­ρη­τι­κοί», κα­θώς ἡ σω­κρα­τι­κή ἐ­λεγ­κτι­κή μέ­θο­δος κα­τέ­χει σέ αὐτούς τόν κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο. Τέ­τοιοι εἶ­ναι ὁ Ἴ­ων, ὀ ­Ίπ­πί­ας ὁ ἐ­λάσ­σων, ὁ Λά­χης, ὁ Εὐ­θύφρων, ὁ Χαρ­μί­δης, ὁ Πρω­τα­γό­ρας καί ὁ Εὐ­θύδη­μος. Τέ­λος, ὁ­ρι­σμέ­νοι ἄλ­λοι ἀ­πό τούς πα­ρα­πά­νω θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι προ­ε­τοι­μά­ζουν ἤ προ­ε­ξαγ­γέλ­λουν δι­δα­σκα­λί­ες ὅπως εἶ­ναι ἡ θε­ω­ρί­α γιά τή γνώ­ση ὡς «ἀ­νά­μνη­ση», ἤ ἐκείνη γιά τήν ἀ­θα­να­σί­α καί τή με­τεν­σω­μά­τω­ση τῶν ψυ­χῶν, κα­θώς καί ἡ πε­ρί­φη­μη θε­ω­ρί­α τῶν «χω­ρι­στῶν εἰ­δῶν», οἱ ὁποῖες ἐ­πρό­κει­το νά κα­τα­στοῦν κυ­ρί­αρ­χες στίς με­τα­γε­νέ­στε­ρες πε­ρι­ό­δους. Σέ αὐτό τό πλαί­σι­ο, δι­ά­λο­γοι ὅπως ὁ Μέ­νων, ὁ Κρατ­ύλος καί ἐν­δε­χο­μέ­νως ὁ Εὐ­θύδη­μος καί ὁ Λύσις, θε­ω­ροῦν­ται ὡς ὑ­στερό­τε­ροι καί ἑ­πο­μέ­νως ὡς «με­τα­βα­τι­κοί». Ἄν τώ­ρα ἡ Ἀ­πο­λο­γί­α, ὁ Κρί­των, ὁ Ἴ­ων καί ὁ Ἰπ­πί­ας ἐ­λάσ­σων εἶ­ναι, ὅπως πι­στεύ­ε­ται, οἱ πρῶ­τοι τους ὁ­ποί­ους συ­νέ­γρα­ψε ó Πλά­των, τό­τε οὐ­σι­α­στι­κά ἀ­πο­μέ­νουν μό­νον ὁ Γορ­γί­ας καί ὁ Με­νέ­ξε­νος (γιά τούς ὁ­ποί­ους ἄλ­λω­στε ὑ­πάρ­χει γε­νι­κό­τε­ρα ἡ ἐν­τύ­πω­ση ὅτι συν­δέ­ον­ται με­τα­ξύ τους μέ ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτες συγ­γέ­νει­ες) γιά νά ἐν­τα­χθοῦν σέ κά­ποια ἀ­πό τίς ὁ­μά­δες πού ἀ­να­φέρ­θη­καν, καί ἔ­τσι νά το­πο­θε­τη­θοῦν χρο­νο­λο­γι­κά, ὡ­στό­σο τό ζή­τη­μα αὐτό ἔ­χει προ­κα­λέ­σει ση­μαν­τι­κές δι­χο­γνω­μί­ες.[18] Προ­σω­πι­κά, ἔ­χω τήν τά­ση νά συμ­φω­νή­σω με ὅσους θε­ω­ροῦν ὅτι ἡ συγ­γρα­φή τοῦ Γορ­γί­α θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ πρός τό τέ­λος τῆς συ­νο­λι­κῆς πρώ­ι­μης φά­σης τοῦ συγ­γρα­φι­κοῦ ἔρ­γου τοῦ Πλά­τω­να, κον­τά στούς λε­γό­με­νους «με­τα­βα­τι­κούς» δι­α­λό­γους.[19] Σέ ὅσα ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἔχουν κα­τά και­ρούς χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ σχε­τι­κά μέ αὐτό τό ζή­τη­μα θά ἤ­θε­λα νά προ­σθέ­σω καί τά ἀ­κό­λου­θα, τά ὁποῖα πα­ρέ­χουν καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἐν­δεί­ξεις πού, κα­τά τή γνώ­μη μου, κα­θι­στοῦν πι­θα­νή τή σύν­δε­ση τῆς συγ­γρα­φῆς του μέ τήν ἵ­δρυ­ση τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, ἐνα γε­γο­νός τό ὁποῖο εἶ­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο νά το­πο­θε­τεῖ­ται με­τά τήν ἐ­πι­στρο­φή τοῦ Πλά­τω­να ἀ­πό τό πρῶ­το τα­ξί­δι του στή Σι­κε­λί­α, τό 387:

1. Μο­λο­νό­τι εἶ­ναι ἀ­κρι­βές ὅτι στόν Γορ­γί­α δέν ἐ­πι­δει­κνύ­ε­ται ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη στούς «ὁ­ρι­σμι­κούς» δι­α­λό­γους μέ­ρι­μνα γιά τή δι­α­τύ­πω­ση ὁ­ρι­σμῶν, ἡ ὁποία κα­τά τά ἄλ­λα θε­ω­ρεῖ­ται ὅτι προ­ε­τοι­μά­ζει τήν εἰ­σα­γω­γή τῆς θε­ω­ρί­ας τῶν Ἰ­δε­ῶν, ὡ­στό­σο οἱ ἀ­να­φο­ρές πού γί­νον­ται ἐ­δῶ σέ αὐτό τό ζή­τη­μα,[20] δεί­χνουν ὅτι ὁ συγ­γρα­φέ­ας ἔ­χει ἤδη δι­α­μορ­φώ­σει μι­άν ὁλο­κλη­ρω­μέ­νη ἄ­πο­ψη γύ­ρω ἀ­πό τό θέ­μα, τήν ὁποία ἁ­πλῶς ἐ­πι­λέ­γει νά μήν τήν ἐκ­θέ­σει ἀ­να­λυ­τι­κά, ἐν ὄ­ψει τῆς συ­στη­μα­τι­κῆς πα­ρου­σί­α­σής της στό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ Μέ­νω­να.

2. Ἡ ἐ­πί­κλη­ση τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν σέ δι­ά­φο­ρα καί­ρι­α ση­μεῖ­α τοῦ δι­α­λό­γου ὑ­πο­δει­κνύ­ει τήν ἀ­νά­πτυ­ξη ἀ­πό μέ­ρους τοῦ Πλά­τω­να ἑ­νός ἰ­δι­αί­τε­ρου ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τόν συγ­κε­κρι­μέ­νο ἐ­πι­στη­μο­νι­κό κλά­δο, τό ὁποῖο στή συ­νέ­χει­α ἔ­μελ­λε νά τόν ὁ­δη­γή­σει τε­λι­κά στήν ἐγ­κα­τά­λει­ψη τοῦ σω­κρα­τι­κοῦ ἐ­λέγ­χου ὡς ἀ­πο­κλει­στι­κοῦ ἐρ­γα­λεί­ου φι­λο­σο­φι­κῆς ἔρευ­νας καί στήν προ­σφυ­γή σέ ἐ­ναλ­λα­κτι­κές, πε­ρισ­σό­τε­ρο «δη­μι­ουρ­γι­κές» με­θό­δους, ἐμ­πνευ­σμέ­νες ἀ­πό τή μα­θη­μα­τι­κή με­θο­δο­λο­γί­α τῆς ἐ­πο­χῆς του:[21] τέ­τοιες ἦ­ταν ἡ λε­γό­με­νη «ὑ­πο­θε­τι­κή» μέ­θο­δος, κα­θώς καί ἡ ἀ­ξι­ω­μα­τι­κή καί ἡ δι­αι­ρε­τι­κή, ἐνῶ γί­νε­ται ἐ­πί­σης συ­στη­μα­τι­κή χρή­ση νέ­ων με­θο­δο­λο­γι­κῶν ἐρ­γα­λεί­ων ὅπως ἡ ἀ­να­λο­γί­α. Ὅ­λες αὐτές οἱ μέ­θο­δοι κα­τέ­χουν κυ­ρί­αρ­χη θέ­ση στό ὕ­στε­ρο ἔργο του, καί τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νά δι­α­τυ­πώ­σει καί νά ἀ­να­πτύ­ξει ἀρ­γό­τε­ρα τίς με­γα­λε­πή­βο­λες με­τα­φυ­σι­κές θε­ω­ρί­ες του. Θε­ω­ρῶ ἀ­δι­α­νό­η­το ἡ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­νη αὐτή προ­σφυ­γή του σέ πρό­τυ­πα καί με­θό­δους πού ἀν­τλοῦν­ται ἀ­πό τόν χῶ­ρο τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν νά μή σχε­τί­ζε­ται μέ τήν ἐ­πα­φή πού γνω­ρί­ζου­με ὅτι εἶ­χε στή Σι­κε­λί­α μέ τίς ἀ­πό­ψεις τῶν Πυ­θα­γο­ρεί­ων, τούς ὁ­ποί­ους γνώ­ρι­σε ἀ­πό κον­τά κα­τά τή δι­άρ­κει­α τοῦ ἐ­κεῖ τα­ξι­διοῦ του.[22] Ἄλ­λω­στε λί­γοι θά ἀμ­φι­σβη­τή­σουν ὅτι εἶ­ναι ἀ­πό ἐ­κεί­νους πού ἐμ­πνεύ­στη­κε καί τήν ἵ­δρυ­ση τῆς σχο­λῆς τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, ἐν ὄ­ψει μά­λι­στα τῆς ση­μα­σί­ας πού εἶ­χε σέ αὐτήν ἡ με­λέ­τη τῶν μα­θη­μα­τι­κῶν ἐ­πι­στη­μῶν ὡς προ­στά­δι­ο τῆς τε­λι­κῆς ἐ­να­σχό­λη­σης μέ τήν κα­θα­ρῶς φι­λο­σο­φι­κή δι­α­λε­κτι­κή.

3. Ἡ συ­στη­μα­τι­κή ἐ­πι­σή­μαν­ση καί ἡ σχο­λα­στι­κή τή­ρη­ση τῶν κα­νό­νων τῆς τυ­πι­κῆς δι­α­λε­κτι­κῆς ἀν­τι­πα­ρά­θε­σης, κυ­ρί­ως κα­τά τή συ­ζή­τη­ση μέ τόν Πῶ­λο,[23] ἡ ὁ­ποί­α γί­νε­ται μέ πο­λύ με­γα­λύ­τε­ρη ἐ­πι­μέ­λει­α καί ἐ­πι­μο­νή ἀπ’ ὅ,­τι στούς ἄλ­λους δι­α­λό­γους, δη­μι­ουρ­γεῖ τήν ἐν­τύ­πω­ση ὅτι ὁ συγ­κε­κρι­μέ­νος δι­ά­λο­γος ἦ­ταν σχε­δι­α­σμέ­νος νά χρη­σι­μεύ­σει ὡς ὑ­πό­δειγ­μα κα­τά τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν σχε­τι­κῶν πρα­κτι­κῶν στό πλαί­σι­ο τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας, κα­τά τρό­πο ἀ­νά­λο­γο ὅπως οἱ τε­χνι­κές του ὁ­ρι­σμοῦ καί τοῦ ἐ­ξ ὑ­πο­θέ­σε­ως σκοπεῖ­σθαι πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στόν Μέ­νω­να γιά νά ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­σουν ἀ­νά­λο­γους ἐκ­παι­δευ­τι­κούς στό­χους.

Ὅ­λα αὐτά, κα­θώς καί ἡ ἐ­ξε­λιγ­μέ­νη δρα­μα­τουρ­γι­κή καί λο­γο­τε­χνι­κή τε­χνι­κή του συγ­γρα­φέ­α, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἐμ­φα­νής σέ ὅλη τήν ἔ­κτα­ση τοῦ δι­α­λό­γου, συ­νη­γο­ροῦν στό ὅτι πρό­κει­ται γιά ἐνα ἔρ­γο πού ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μί­α φά­ση ὡ­ρί­μαν­σής του ὅσον ἀφορᾶ τόν χει­ρι­σμό καί τήν ὀρ­γά­νω­ση τῶν μέ­σων πού χρη­σι­μο­ποι­εῖ, κα­θώς τόν βλέ­που­με νά ἐ­λέγ­χει μέ ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη μα­ε­στρί­α τούς ρυθ­μούς τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης τῆς συ­ζή­τη­σης, τίς ἀ­παι­τού­με­νες ἐ­ναλ­λα­γές ἀ­νά­με­σα στή σύν­το­νη δι­α­λε­κτι­κή ἀν­τι­πα­ρά­θε­ση καί τίς ἐ­κτε­νέ­στε­ρες ρη­το­ρι­κές καί ἀ­φη­γη­μα­τι­κές ἐ­ξάρ­σεις, κα­θώς ἐ­πί­σης νά τη­ρεῖ τήν εὐ­αί­σθη­τη ἰ­σορ­ρο­πί­α με­τα­ξύ της σχε­δόν ἀ­νε­παί­σθη­της εἰ­ρω­νεί­ας καί τοῦ πι­κρό­χο­λου σαρ­κα­σμοῦ, τῆς σο­βα­ρό­τη­τας καί τῆς παι­γνι­ώ­δους δι­ά­θε­σης, ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας ἔ­τσι μέ πει­στι­κό­τη­τα καί χά­ρη τήν ἀν­τί­θε­ση ἀ­νά­με­σα στήν σχε­δόν στε­γνή καί «ἠ­λεκτρι­σμέ­νη» ἀ­τμό­σφαι­ρα τῆς συγ­κρου­σι­α­κῆς ἀν­τι­πα­λό­τη­τας, ἀ­πό τή μί­α πλευ­ρά, καί τήν εὐ­γλωτ­τί­α καί τή θέρ­μη τῆς αὐ­θεν­τι­κῆς πα­ραί­νε­σης ἀ­πό τήν ἄλ­λη. Ὅ­λα αὐτά εἶ­ναι ὁπωσ­δή­πο­τε ἔν­το­να χρω­μα­τι­σμέ­να ἀ­πό τήν ἀ­πο­γοήη­τευ­ση πού φαί­νε­ται νά τόν δι­α­κα­τέ­χει γιά τήν ὑ­πάρ­χου­σα πο­λι­τι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σε στήν ἐ­ξου­θε­νω­μέ­νη καί τα­πει­νω­μέ­νη ἀ­πό τίς ἀ­στο­χί­ες τῶν ἡ­γε­τῶν τῆς πα­τρί­δας του καί ἀ­πό τίς ἐ­πι­λο­γές τῶν συμ­πο­λι­τῶν του, δι­α­τη­ρών­τας ὅμως συ­νά­μα ἐ­νερ­γό τόν ἐν­θου­σι­α­σμό του γιά τήν προ­ο­πτι­κή μιᾶς ἀ­λη­θι­νά κα­λύ­τε­ρης καί εὐ­τυ­χέ­στε­ρης κοι­νω­νι­κῆς ζω­ῆς στήν πό­λη.

Εἶναι γνω­στό ὅτι ὁ Πλά­των, ἰ­δι­αί­τε­ρα στά πρώ­ι­μα ἔργα του, ἀ­πο­φεύ­γει νά εἰ­σα­γά­γει ἤ νά με­τα­χει­ρι­στεῖ τε­χνι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α, προ­τι­μών­τας νά ἀ­φή­σει τή γλώσσα του νά δι­α­τη­ρεῖ τή ρευ­στό­τη­τα καί τή νο­η­μα­τι­κή ἐ­λα­στι­κό­τη­τα τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς συ­νο­μι­λί­ας. Κα­θί­στα­ται δύ­σκο­λο, ἑ­πο­μέ­νως, γιά ὁποιον­δή­πο­τε με­τα­φρα­στή νά τη­ρή­σει μι­άν ἀ­πα­ρέγ­κλι­τη ἀν­τι­στοι­χί­α ἀ­νά­με­σα στίς λέ­ξεις τοῦ πρω­το­τύ­που πού με­τα­φρά­ζει καί στήν ἀ­πό­δο­σή τους σέ ἐνα σύγ­χρο­νο ἰ­δί­ω­μα. Δι­ό­τι οἱ ἴ­διες λέ­ξεις τεί­νουν νά προσ­λαμ­βά­νουν δι­α­φο­ρε­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο σέ δι­α­φο­ρε­τι­κά συμ­φρα­ζό­με­να, ἐνῶ ἀν­τι­θέ­τως ἐ­νί­ο­τε δι­α­φο­ρε­τι­κές λέ­ξεις χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ὡς πε­ρί­που συ­νώ­νυ­μες με­τα­ξύ τους, κα­θώς ὁ συγ­γρα­φέ­ας τίς ἐ­ναλ­λάσ­σει δί­χως νά ὑ­πο­δη­λώ­νει ἔ­τσι ὁποια­δή­πο­τε με­τα­βο­λή οὔ­τε κάν στήν ἀ­πό­χρω­ση αὐ­τοῦ πού ἐν­νο­εῖ­ται. Ἀ­πό τήν ἄλ­λη πλευ­ρά, ὁ «ἐν­δο­γλωσ­σι­κός» με­τα­φρα­στής ἔχει νά ἀν­τι­με­τω­πί­σει τό ἐ­πί πλέ­ον πρό­βλη­μα ὅτι ὁ­ρι­σμέ­νες λέ­ξεις πού ἐ­ξα­κο­λου­θο­ῦν νά χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στά νέ­α ­Ἑλ­λη­νι­κά ἔχουν πιά προσ­λά­βει ἐν­τε­λῶς ἤ —ἀ­κό­μη χει­ρό­τε­ρα— ἐ­λα­φρῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α, μέ ἀ­πο­τέλε­σμα ἡ δι­α­τή­ρη­σή τους νά κιν­δυ­νεύ­ει νά προ­κα­λέ­σει σο­βα­ρές πα­ρα­νο­ή­σεις ἤ ἄλ­λο­τε, στήν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, νά κά­νουν τό κεί­με­νο νά δεί­χνει δυσ­νό­η­το ἐ­κεῖ πού δέν εἶ­ναι. Γι’ αὐτό λοι­πόν δέν δί­στα­σα, σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις, νά ἀ­πο­στῶ ἀ­πό κα­θι­ε­ρω­μέ­νες ἤ φαι­νο­με­νι­κά προ­φα­νεῖς ἀ­πο­δό­σεις, προ­κει­μέ­νου νά δι­α­τη­ρή­σω τή ρο­ή τοῦ κει­μέ­νου καί νά δι­α­φυ­λά­ξω τή φυ­σι­κό­τη­τα τῆς δι­α­τύ­πω­σης, ἔ­στω καί δι­α­κιν­δυ­νεύ­ον­τας κα­μι­ά φορά νά ἐμ­φα­νι­στοῦν ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­συ­νέ­πει­ες πού ὡ­στό­σο, κα­τά τή γνώ­μη μου, ἐ­ξο­μα­λύ­νον­ται τε­λι­κά ἀ­πό τά ἑ­κά­στο­τε συμ­φρα­ζό­με­να. Τέ­τοιου εἴ­δους πρω­το­βου­λί­ες καί ἐ­πι­λο­γές εἶ­ναι ἀ­να­πό­φευ­κτες ἀ­πό τήν πλευ­ρά τοῦ με­τα­φρα­στῆ, ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τόν ἀ­φή­νουν ἔκ­θε­το στήν κρι­τι­κή, θε­ω­ρῶ ὡ­στό­σο ὅτι ἀ­πο­τε­λο­ῦν ἀ­να­πό­σπα­στο μέ­ρος τῆς δου­λειᾶς του.

Μί­α χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι αὐτή της, καί­ρι­ας γιά τήν πο­ρεί­α τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου δι­α­λό­γου, λέ­ξης εὐ­δαι­μο­νί­α καί τῶν πα­ρα­γώ­γων της. Καί­τοι αὐτή ἑ­ξα­κο­λου­θεῖ νά χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται στή νε­ό­τε­ρη γλώσσα μας, ὡ­στό­σο ἔ­χει προσ­λά­βει ἐναν ὑ­ψη­λό τό­νο πού ἀ­πο­κλεί­ει τή χρή­ση της γιά νά πε­ρι­γρά­φει συ­νη­θι­σμέ­νες, κα­θη­με­ρι­νές κα­τα­στά­σεις, καί ἔ­τσι κα­θί­στα­ται ἀ­πρόσφο­ρη γιά τίς ἀ­νάγ­κες τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἔρ­γου, ἰ­δι­αί­τε­ρα μά­λι­στα σέ πε­ρι­πτώ­σεις ὅπως αὐτές ὅπου ὁ Πῶ­λος τήν χρη­σι­μο­ποι­εῖ ἐν­νο­ών­τας, προ­φα­νῶς, τήν ἁ­πλή κα­λο­πέ­ρα­ση (λ.χ. 470d1 -ell, 473bl2-dl καί πρβ. 478c4-8 καί 494ο2-495a1).Ἔ­τσι ἀ­πο­φά­σι­σα νά τήν ἀ­πο­δώ­σω στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες —ἄν καί ὄ­χι σέ ὄ­λε­ς— τίς πε­ρι­πτώ­σεις ὡς «εὐ­τυ­χί­α», μο­λο­νό­τι ἀ­να­γνω­ρί­ζω τή βα­σι­κή ἀ­ναντι­στοι­χί­α πού ὑ­φί­στα­ται ἀ­νά­με­σα στίς δύ­ο αὐτές λέ­ξεις. Δι­ό­τι πράγ­μα­τι ἡ «εὐ­δαι­μο­νί­α», ἀν­τί­θε­τα ἀ­πό τήν «εὐ­τυ­χί­α», δέν δη­λώ­νει μί­α ἁπλή ψυ­χο­λο­γι­κή δι­ά­θε­ση, ἀλ­λά μι­άν ἀν­τι­κει­με­νι­κή κα­τά­στα­ση στήν ὁ­ποί­α βρί­σκε­ται κα­νείς, κα­θώς ἐν­δέ­χε­ται νά μήν εἶ­ναι κἄν ἀν­τι­λη­πτή ἀ­πό τό ὑ­πο­κεί­με­νο τό ὁποῖο ἀφορᾶ. Ἐμ­βλημα­τι­κό, ὡς πρός αὐτό τό ση­μεῖ­ο, εἶ­ναι τό πε­ρί­φη­μο ἐ­πει­σό­δι­ο πού ἀ­να­φέ­ρε­ται στή συ­ζή­τη­ση τοῦ Κροί­σου μέ τόν Σό­λω­να στό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Ἱ­στο­ρί­ας το­ῦ Ἡ­ρο­δο­του (130-33 καί 86),[24] ὅπου τά πα­ρα­δείγ­μα­τα πού ἀ­να­φέ­ρει ὁ Ἀ­θη­ναῖ­ος σο­φός ἀ­πο­δει­κνύ­ουν ἀ­κριβῶς ὅτι κά­ποιος πού εἶ­ναι εὐ­δαί­μων μπο­ρεῖ νά μήν ἔ­χει κα­θό­λου συ­νεί­δη­ση τοῦ πράγ­μα­τος, δί­χως αὐτό νά μει­ώ­νει κα­τά τί­πο­τε τήν ἀξία τῆς κα­τά­στα­σής του. Ἔ­τσι λοι­πόν καί στόν δι­ά­λο­γό μας, κά­ποιος πού εἶ­ναι ἐ­νά­ρε­τος μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς εὐ­δαί­μων ἀ­κό­μη καί ἄν, ὅπως συ­νέ­βη μέ τόν Σω­κρά­τη, ὑ­πο­στεῖ δι­ώ­ξεις ἤ ἐ­ξευ­τε­λι­σμούς: βλ. 507c4-d2. Τό πα­ρά­δο­ξο γί­νε­ται ἴ­σως ἀ­κό­μη πι­ό ἔν­το­νο μέ τή χρή­ση τῆς νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς ἀ­πό­δο­σης «εὐ­τυ­χής», ὅμως θε­ω­ρῶ ὅτι τά συμ­φρα­ζό­με­να κα­θι­στοῦν σα­φές ὅτι δέν πρό­κει­ται, κα­τά κα­νό­να, γιά τήν κα­τά­στα­ση ἁ­πλῆς εὐ­μά­ρει­ας, ἀλ­λά γιά μί­α ἑ­δραί­α καί ἀ­κλό­νη­τη ἐ­σω­τε­ρι­κή κα­τά­στα­ση, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­μέ­νει ἀ­νε­πη­ρέ­α­στη ἀ­πό τίς ἐ­ξω­τε­ρι­κές συν­θῆ­κες, ἤ ἀ­κό­μη καί ἀ­πό τίς πα­ρο­δι­κές ψυ­χο­λο­γι­κές δι­α­θέ­σεις ἤ με­τα­πτώ­σεις πού ἐ­κεῖ­νες ἐν­δέ­χε­ται νά προ­κα­λέ­σουν.[25]

Μί­α ἄλ­λη προ­βλη­μα­τι­κή πε­ρί­πτω­ση ἀ­πο­τε­λεῖ ἡ χρή­ση τῆς λέ­ξης ἡ­δο­νή (πού ἐ­νί­ο­τε ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς πε­ρί­που συ­νώ­νυ­μη τοῦ χαί­ρειν, δη­λα­δή τῆς εὐ­χα­ρί­στη­σης) καί τοῦ ἀν­τι­θέ­του της, τῆς λύ­πης. Εἶ­ναι σα­φές ὅτι πρό­κει­ται γιά αἰ­σθή­μα­τα πού δέν ἔχουν σχέ­ση μό­νο μέ τό σῶ­μα, καί ἔτσι ἀ­ναγ­κα­στι­κά —ἀλ­λά καί πά­λι ὄχι πάν­τα— ἀ­πο­δί­δε­ται ὡς «ἀ­πό­λαυ­ση» (καί ἀν­τι­στοί­χως τό ἀν­τίθε­τό της ὡς «δυ­σα­ρέ­σκει­α», «στε­νο­χώ­ρια» ἤ «δυ­σφο­ρί­α»), στήν προ­σπά­θει­α νά ἀ­να­δει­χθεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἡ ἀ­παι­τού­με­νη εὐ­ρύ­τε­ρη ψυ­χο­λο­γι­κή της δι­ά­στα­ση.

Ἡ λέ­ξη ἀ­γα­θός ὑ­πάρ­χει βέ­βαι­α καί στά νέ­α Ἑλ­λη­νι­κά, ὅπου ὅμως ὡς ἐ­πί­θε­το πού ἀ­να­φέ­ρε­ται σέ ἀν­θρώ­πους ἔ­χει πιά κα­τα­στεῖ σχε­δόν κα­κό­ση­μη (ἐνῶ, ἀν­τί­θε­τα, ὡς οὐ­σι­α­στι­κό μπο­ρεῖ καί πρέ­πει νά δι­α­τη­ρεῖ­ται),[26] ὁ­πό­τε ὁ με­τα­φρα­στής εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος, μέ δε­δο­μέ­νο τό ἀ­νε­πι­τή­δευ­το ὕ­φος τῆς συ­ζή­τη­σης, νά κα­ταφύ­γει στό ὁπωσ­δή­πο­τε κά­πως ἀ­νε­παρ­κές ἐ­πί­θε­το «κα­λός».

Ἀ­κό­μη πιό προ­βλη­μα­τι­κός ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὁ ἐ­παι­νε­τι­κός χα­ρα­κτη­ρι­σμός κα­λός, πού τό πε­δί­ο του ἐ­κτεί­νε­ται ἀπό τά κα­λο­σχημα­τι­σμέ­να καί ὄμορ­φα σώ­μα­τα ὡς τίς ἀ­νώ­τε­ρες σφαῖ­ρες τίς ὁποῖες ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ουν οἱ νό­μοι ἤ ἀ­κό­μη καί οἱ μα­θή­σεις (474d4- 475a9).[27] Γιά νά μπο­ρέ­σει νά λει­τουρ­γή­σει ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κά τό σχε­τικό ἐ­πα­γω­γι­κό ἐ­πι­χεί­ρη­μα, ἀ­παι­τεῖ­ται νά χρη­σι­μο­ποι­η­θεῖ ἕνας ἑ­νι­αῖ­ος ὅρος, γι’ αὐτό καί ἐ­πέ­λε­ξα τό ἐ­λα­φρῶς ὑ­περ­βο­λι­κό «ἐ­ξαί­σι­ος», πού του­λά­χι­στον συν­δυ­ά­ζε­ται ἱ­κα­νο­ποι­η­τι­κά μέ τό ἀν­τί­θε­τό του αἰ­σχρός - «ἐ­παί­σχυν­τος».

Ἡ συ­στά­δα τῶν ὅρων κρείτ­των, ἐρ­ρω­με­νέ­στε­ρος, βελ­τί­ων, ἰ­σχυ­ρό­τε­ρος καί ἀ­μεί­νων χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πό τόν Καλ­λι­κλῆ μέ τρό­πο πού, ὅπως σπεύ­δει νά τό ἐ­πι­ση­μά­νει καί ὁ Σω­κρά­της, προ­δί­δει σύγ­χυ­ση ὡς πρός τήν ἀ­κρι­βή ση­μα­σί­α τους, μέ κό­στος κά­ποια ἐν­δε­χό­με­νη ἀ­σά­φει­α στό τε­λι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Κα­τά τά ἄλ­λα, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου κει­μέ­νου, ὁ Γορ­γί­ας εἶ­χε τήν τύ­χη νά δε­χτεῖ τίς φρον­τί­δες ἑ­νός ἔγ­κρι­του ἐ­πι­με­λη­τῆ, τοῦ δι­α­πρε­πούς Ε. R. Dodds, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει προ­σφέ­ρει μι­άν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κά ἐμ­πε­ρι­στα­τω­μέ­νη ἔκ­δο­σή του. Τού­τη βα­σί­ζε­ται στήν ἐ­ξαρ­χῆς ἐ­πα­να­ξι­ο­λό­γη­ση τῆς χει­ρό­γρα­φης πα­ρά­δο­σης, λαμ­βά­νον­τας πα­ράλ­λη­λα ὑ­πό­ψη της καί πλῆ­θος πλη­ρο­φο­ρι­ῶν πού προ­έρ­χον­ται ἀ­πό τή λε­γό­με­νη ἔμ­με­ση πα­ρά­δο­ση, τίς μαρ­τυ­ρί­ες δη­λα­δή οἱ ὁποῖες δι­α­σῴ­ζον­ται στά ἔρ­γα με­τα­γε­νέ­στε­ρων συγ­γρα­φέ­ων πού εἶ­χαν δια­βά­σει τόν δι­ά­λο­γο σέ ἐκ­δο­χές οἱ ὁποῖες συ­χνά ἀ­πο­κλί­νουν ση­μαν­τι­κά ἀ­πό αὐτήν πού ἐκ­προ­σω­πεῖ­ται ἀ­πό τά βα­σι­κά βυ­ζαν­τι­νά χει­ρό­γρα­φα τά ὁποῖα ἔ­χου­με στή δι­ά­θε­σή μας σή­με­ρα. Ἐ­πέ­λε­ξα νά ἀ­να­πα­ρα­γά­γω κα­τά βά­ση τό κεί­με­νο τῆς μνη­μει­ώ­δους αὐτῆς ἐρ­γα­σί­ας,[28] ση­μει­ώ­νον­τας σέ ἕνα συ­νο­πτι­κό κρι­τι­κό ὑ­πό­μνη­μα τίς πε­ρι­πτώ­σεις ὅπου πα­ρου­σι­ά­ζον­ται ἀ­πο­κλί­σεις: 1) ἀ­πό τό κεί­με­νο ἀ­να­φορᾶς (δηλ. ἀ­πό αὐ­τό τοῦ Dodds), 2) ἀ­πό τό κεί­με­νο τῆς εὐ­ρύ­τα­τα χρη­σι­μο­ποι­ού­με­νης παλαι­ό­τε­ρης ἔκ­δο­σης τοῦ J. Burnet (Ὀξ­φόρ­δη 1903), καί 3) ἀ­πό τή γρα­φή ὅλων τῶν κύ­ρι­ων χει­ρο­γρά­φων, ἐ­ξαι­τί­ας πα­ρεμ­βά­σε­ων ἀ­πό με­τα­γε­νέ­στε­ρους γρα­φεῖς ἤ ἐκ­δό­τες, στήν προ­σπά­θει­ά τους νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σουν ση­μεῖ­α τοῦ κει­μέ­νου τά ὁποῖα πα­ρου­σιά­ζουν φθο­ρές ἤ κε­νά.

Ὡς κύ­ρι­α λο­γί­ζον­ται τά χει­ρό­γρα­φα τά ὁποῖα ἔχει ἐ­πι­λέ­ξει ὁ Dodds, πού ἐκ­προ­σω­ποῦν καί τίς τρεῖς βα­σι­κές οἰ­κο­γέ­νει­ες τίς ὁποῖες ἀ­να­γνω­ρί­ζει ἡ νε­ό­τε­ρη ἔρευ­να ὅσον ἀφορᾶ τό κεί­με­νο τῶν Πλα­τω­νι­κῶν ἔρ­γων, ὡς ἑ­ξῆς:

B: Cod. Bodleianus Clarkianus 39 (ἀ­πό τό ἔ'τός 895), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α I.

Τ: Cod. Venetus, append, class. 4.1 (τοῦ 10ου αἰ.), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α II.[29]

W: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7 (τοῦ 11ου αἰ.), πού ἐκ­προ­σω­πεῖ τήν οἰ­κο­γέ­νει­α III.[30]

Ἐ­πί­σης, κά­ποιες ση­μαν­τι­κές ἀ­πο­κλί­νου­σες ἀ­να­γνώ­σεις προ­σφέ­ρει ὁ:

F: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39 (τέ­λη 13ου μέ ἀρ­χές τοῦ 14ου αἰ.), ὁ ὁ­ποῖ­ος, κα­τά τούς Burnet καί Dodds, ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει μί­α ξε­χω­ρι­στή πα­ρά­δο­ση πού δι­α­φο­ρο­ποι­εῖ­ται καί ἀ­πό τίς τρεῖς προ­α­να­φερ­θεῖ­σες οἰ­κο­γέ­νει­ες, δι­α­σώ­ζον­τας ὅμως ὁ­ρι­σμέ­νες ἀ­ξι­ό­λο­γες γρα­φές, πολ­λές ἀ­πό τίς ὁποῖες ἀ­παν­τοῦν καί στήν ὕ­στε­ρη κυ­ρί­ως ἔμ­με­ση πα­ρά­δο­ση, κα­θώς ἐ­πί­σης καί στά σχε­τι­κά πα­πυ­ρι­κά εὐ­ρή­μα­τα.

Γιά τίς πε­ρι­πτώ­σεις συμ­φω­νί­ας (consensus) τῶν BTWF χρη­σι­μο­ποι­ῶ τή συν­το­μο­γρα­φί­α c. Γιά τίς με­τα­γε­νέ­στε­ρες γρα­φές (δι­ορ­θώ­σεις) πά­νω σέ αὐ­τούς τούς τέσ­σε­ρεις βα­σι­κούς κώ­δι­κες χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται ἀν­τίστοι­χα τά σύμ­βο­λα b, t, w καί f.

Τέ­λος, χρει­ά­ζε­ται νά γί­νει ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­να­φο­ρά στόν:

Τ: Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21 (τοῦ 14ου αἰ.).Ό Croiset, 102, θε­ώ­ρη­σε ὅτι ὁ κώ­δι­κας αὐτός «δι­α­σώ­ζει σέ πολ­λές πε­ρι­πτώ­σεις τήν κα­λύ­τε­ρη πα­ρά­δο­ση». Ὡ­στό­σο, σή­με­ρα γί­νε­ται δε­κτό ὅτι ἀν­τι­προ­σω­πεύ­ει καί αὐτός κα­τά βά­ση τήν πα­ρά­δο­ση τοῦ W, ἐν­σω­μα­τώ­νον­τας σέ αὐτήν καί δι­ορ­θώ­σεις προ­ερ­χό­με­νες ἀ­πό τόν f, κα­θώς καί ὁ­ρι­σμέ­νες ἄλ­λες κα­λές γρα­φές, οἱ ὁποῖες ὅμως ὀ­φείλον­ται μᾶλ­λον σέ δι­ορ­θω­τι­κές πα­ρεμ­βά­σεις τοῦ γρα­φέ­ως: βλ. Dodds 55-6.

Θά πρέ­πει ἐ­δῶ νά ἀ­να­φερ­θεῖ καί ἡ μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ὀ­λυμπι­ο­δώ­ρου (6ος αἰ.), τοῦ μο­να­δι­κοῦ Νε­ο­πλα­τω­νι­κοῦ ὑ­πο­μνη­μα­τι­στῆ, τό ἔρ­γο τοῦ ὁ­ποί­ου ἔχει δι­α­σω­θεῖ (κα­τα­γε­γραμ­μέ­νο, ὅπως δη­λώ­νε­ται στό βα­σι­κό χει­ρό­γρα­φο πού μᾶς τό πα­ρα­δί­δει, ἀ­πό κά­ποιον ἀ­κρο­α­τή τῶν πα­ρα­δό­σε­ών του: ἀ­πό φω­νῆς), καί τό ὁποῖο ἔ­χει ἐκ­δο­θεῖ ἀ­πό τόν L. G. Westerink (Olympiodori In Platonis Gorgiain Commentaria, Leipzig 1970· βλ. ἐ­πί­σης τήν ἀγ­γλι­κή με­τά­φρα­ση ἀ­πό τούς R. Jackson, Κ. Lycos, Η. Tarrant, Olympiodorus’ Commentary on Plato’s Gorgias, Leiden 1998). Τό κα­τά τά ἄλ­λα ὄ­χι ἰ­δι­αί­τε­ρα ἐμ­πνευ­σμέ­νο ἤ δι­α­φω­τι­στι­κό τοῦ­το ὑ­πό­μνη­μα πε­ρι­έ­χει γρα­φές οἱ ὁποῖες κα­τά κα­νό­να προ­σεγ­γί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο πρός ἐ­κεῖ­νες τοῦ F.

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

CAF Th. Kock, Comieorum Atticomm Fragmenta, Lipsiae 1880-8.

DK H. Diels & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, 6. Auflage, Berlin 1951.

Orph.fr. Ο. Kern, Orphicorum Fragmenta, Berlin 1922.

TGF A. Nauck, Tragieorum Graecorum Fragmenta, 3. Auflage, Hildesheim 1964.

B Cod. Bodleianus Clarkianus 39

T Cod. Venetus, Append, class. 4.1

W Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 7

F Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 39

C consensus τῶν BTWF b, t, w, f manus recentiores τῶν BTWF ἀν­τι­στοί­χως

P Cod. Palatinus Vaticanus 173

Par. Cod. Parisinus 1808

T Cod. Vindobonensis, suppl. gr. 21

Xe manus correctoris

Xec e correctione

Xmg in margine

OI. Olympiodorus, In Platonis Gorgiam Commentaria

OI.λ Olympiodori lemmata

OI.π Olympiodori paraphrasis
---------------------------
[1] Γιά μί­α ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα προ­σέγ­γι­ση τοῦ Γορ­γί­α ἀ­πό αὐ­τή τή σκο­πιά, βλ. Cooper 1998, 33-4 καί 74-5.

[2] Ἀ­πολ. 34al, 38b6, Φαίδ. 59bl0.

[3] Ἐ­φό­σον δε­χτοῦ­με ὅτι ἤ συγ­κε­κρι­μέ­νη Ἐ­πι­στο­λή εἶ­ναι αὐ­θεν­τι­κή, του­λά­χι­στον ὡς πρός τό ἱ­στο­ρι­κό της μέ­ρος. Οἱ νε­ό­τε­ρες ἀ­πό­ψεις τῶν εἰ­δι­κῶν με­λε­τη­τῶν γύ­ρω ἀ­πό αὐτό τό ζή­τη­μα ἐμ­φα­νί­ζον­ται δι­χα­σμέ­νες, ἄν καί ἡ γε­νι­κό­τε­ρη τά­ση εἶ­ναι νά ἀ­να­γνω­ρι­στεῖ ἡ ἱ­στο­ρι­κή ἀ­ξι­ο­πι­στί­α τῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν πού πε­ρι­έ­χον­ται σέ αὐ­τήν.

[4] Βλ. ἐν­δει­κτι­κά Dodds 31.

[5] Ἡ ἀ­κρι­βής σχέ­ση το­ΰ συγ­κε­κρι­μέ­νου ἔργου μέ τόν Γορ­γί­α πα­ρα­μέ­νει ἀμ­φι­σβη­τού­με­νη (βλ. Dodds 28-9), ὁμως τοῦ­το ὁ­πωσ­δή­πο­τε συ­νε­τέ­λεσε γε­νι­κό­τε­ρα στήν ἀ­νά­πτυ­ξη το­ΰ γραμ­μα­τει­α­κοῦ εἴ­δους τῶν Σω­κρα­τι­κῶν λό­γων, πού ἀ­πο­σκο­ποῦ­σαν νά ἀ­πο­κα­τα­στή­σουν τή φή­μη τοῦ φι­λο­σό­φου ὡς προ­τύ­που ἠ­θι­κῆς συμ­πε­ρι­φο­ρᾶς: βλ. ἐν­δει­κτι­κά Ξε­νοφ., Ἀ­πο­μν. 11-2.

[6] Βλ.Ἰ­σο­κρ., Π. ἀν­τιδ. 183, 186-7, Νίκ. 1, καί Cooper 2004, 71-7.

[7] Βλ. O’Meara 62-5.

[8] Κα­τά τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα, ὑ­πῆρ­χε ἡ φή­μη ὁ­τι ὁ Πλά­των εἶ­χε με­τα­χει­ρι­στεῖ τούς συγ­γρα­φεῖς αὐ­τούς ὡς πρό­τυ­πά του κα­τά τή δι­ά­πλα­ση τῆς μορ­φῆς τῶν σω­κρα­τι­κῶν του δι­α­λό­γων: βλ. Δι­ογ. Λ. III17-18. Φυ­σι­κά, μί­α τέ­τοια θε­ω­ρί­α ἀ­γνο­εῖ τήν πα­ρά­δο­ση τῶν «σω­κρα­τι­κῶν δι­α­λό­γων» πού εἶ­χε ἀ­να­πτυ­χθε­ΐ ἀ­πό ἄλ­λα μέ­λη τοῦ σω­κρα­τι­κοῦ κύ­κλου, ὁπως ὁ Ἀν­τι­σθέ­νης, ὁ Αἰ­σχί­νης ὁ Σφήτ­τι­ος, ὁ Εὐ­κλεί­δης ὁ Με­γα­ρεύς, ὁ Φαί­δων ὁ Ηλεῖ­ος καί ἄλ­λοι, οἱ ὁ­ποῖοι τούς εἶ­χαν κα­θι­ε­ρώ­σει ὡς λο­γο­τε­χνι­κό εἶ­δος πρίν ἀ­κό­μη ὁ Πλά­των ξε­κι­νή­σει τή δι­κή του συγ­γρα­φι­κή δρά­ση.

[9] Οἱ ὁ­ποῖοι ἐκ­δη­λώ­νον­ται, στίς πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις, ὡς αἰ­σχύ­νη: βλ. 461b3, 482e2 καί πρβ. 494c5, d3-4.

[10] Στόν Γορ­γί­α, 6 Πλά­των μοιά­ζει νά ὑ­παι­νίσ­σε­ται ὁτι ὁ ἀ­να­γνώ­στης του εἶ­ναι ἤ­δη ἐ­ξοι­κει­ω­μέ­νος μέ τή συ­νή­θει­α τοῦ Σω­κρά­τη νά θέ­τει τέ­τοιου εἴ­δους ἐ­ρω­τή­μα­τα, ἐ­πι­κα­λού­με­νος τίς βα­σι­κές ἀρ­χές πού θά πρέ­πει νά τη­ροῦν­ται κα­τά τόν χει­ρι­σμό τους: βλ. 448e6-7, 463c3-5 μέ τά σχό­λι­α.

[11] Βλ. Ἱππ. μείζ. 282b.

[12] Καί συ­χνά ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται στίς «δη­μη­γο­ρί­ες», τίς ὁ­ποῖες ἐν­τάσ­σει στήν Ἱ­στο­ρί­α του ὁ Θου­κυ­δί­δης: βλ. I 75-77, II 35-46, 60-64, III 37-48, 82- 84, Ἱ 36-40.

[13] ΙΙρβ. Χρμ. 153b, Ἀ­πό?.. 21a, Ξε­νοφ., Ἄ­πο­μν. I 2.48, Ἄ­ρι­στοφ., Νεφ. 104, 144 ἔπ., Σφῆ­κες 1408 ἑπ., Ὄρν. 1296, 1564.

[14] Βλ. ἐ­πί­σης Stallbaum 18-20, Canto 49-54.

[15] Βλ. Δι­όδ. Σίκ. XII 53.1-5.

[16] Βλ. Φι­λό­στρ., Βί­οι σοφ. 1 9.3 καί 5.

[17] Τό ἔ­τος δπού πα­ρου­σι­ά­στη­καν οἱ Σφῆ­κες το­ΰ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, ὅπου γί­νε­ται λό­γος γιά τόν υἱόν Π­υ­ρι­λάμ­πους Δ­ῆ­μον κα­λόν (στ. 98).

[18] Βλ. με­τα­ξύ ἄλ­λων τήν ἀ­να­λυ­τι­κή ἐ­ξέ­τα­ση τοῦ θέ­μα­τος, κυ­ρί­ως σέ σχέ­ση μέ τόν Πρω­τα­γό­ρα, πού ἐ­πι­χει­ρεῖ ὁ Kahn 1988, 69-99, ὁ σο­βα­ρό­τε­ρος ὑ­πο­στη­ρι­κτής τῆς «πρω­ι­μό­τη­τας» τοῦ Γορ­γί­α. Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τόν Με­νέξε­νο, εἶ­ναι πε­ρί­που σί­γου­ρο ὅτι ἡ συγ­γρα­φή του θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ λί­γο με­τά τό 386.

[19] Σέ αὐ­τούς συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νον­ται οἱ Dodds, 21-4, Irwin, 5-8, καί Vlastos 1993,183 σ. 39. Ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­τη εἶ­ναι ἡ πυ­κνή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Raven 54: «Κα­τά τή γνώ­μη μου, ὁ Γορ­γί­ας ση­μα­δεύ­ει τήν ἀ­πο­κο­ρύ­φω­ση τῆς οὐ­σι­α­στι­κά σω­κρα­τι­κῆς πε­ρι­ό­δου τῆς ζω­ῆς τοῦ [Πλά­τω­να], ἐ­νῶ ὁ Μέ­νων ση­μα­δεύ­ει τό ξε­κί­νη­μα μί­ας και­νούρ­γιας καί πι­ό δη­μι­ουρ­γι­κῆς φά­σης».

[20] Βλ. πι­ό πά­νω τή σήμ. 10, ἀλ­λά καί τόν με­τα­ξύ σο­βα­ροῦ καί ἀ­στεί­ου ὑ­παι­νιγ­μό στό 447dl-5.

[21] Βλ. 465b7-c4, 501al-bl, 507e6-508a7, καί Vlastos 1993, 183-205.

[22] Ἄλ­λες ἀ­να­φο­ρές στίς ἐμ­πει­ρί­ες πού εἶ­χε ἀ­πο­κο­μί­σει ἀ­πό αὐ­τό τό τα­ξί­δι μπο­ροῦ­με ἴ­σως νά βροῦ­με στήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει τῶν συν­θη­κῶν πού ἐ­πι­κρα­τοῦ­σαν στό πε­ρι­βάλ­λον ἕ­νος τυ­ράν­νου ὁπως ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος (βλ. 510bc μέ τή ση­μεί­ω­σή μου), καί τήν ἀ­να­φο­ρά του στόν, κα­τά τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Μα­ξί­μου Τυ­ρί­ου (XVII 1), «Φει­δί­α τῆς ὀ­ψο­ποιί­ας» Συ­ρα­κού­σι­ο «σέφ» Μί­θαι­κο (στό 518b6).

[23] Βλ. τίς ση­μει­ώ­σεις μου στά χω­ρί­α 462al-5, bl-2, 463cl-6, 466c7 καί 495a6-8.

[24] Ὅ­που βέ­βαι­α χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται κυ­ρί­ως οἱ ἀρ­χα­ϊ­κές ἐκ­φρά­σεις ὄλ­βος, ὀλ­βιό­της κλπ., ὅμως γί­νε­ται συ­νά­μα σα­φές ὅτι τοῦ­τες θε­ω­ροῦν­ται ὡς ταυ­τό­ση­μες μέ τά εὐ­δαί­μων, εὐ­δαι­μο­νί­α κλπ.: βλ. 32.1, 86.6.

[25] Πρβ. σχε­τι­κά Vlastos 1993, 340-3.

[26] Βλ. σχε­τι­κά Irwin 124-5.

[27] Βλ. σχε­τι­κά καί Irwin 154-5.

[28] Θά πρέ­πει ἐ­πί­σης νά ἐ­πι­ση­μά­νω ἐ­δῶ τήν ὀ­φει­λή μου καί στά ἄ­φθο­να καί πο­λύ­τι­μα σχό­λι­α αὐ­τῆς τῆς ἔκ­δο­σης, τά ὁ­ποῖα εἶ­χα δι­αρ­κῶς ὑ­πό­ψη μου, δί­χως νά κά­νω ἰ­δι­αί­τε­ρη μνεί­α τούς κά­θε φο­ρᾶ.

[29] Τού­τη φαί­νε­ται ὁ­τι κα­τά­γε­ται ἀ­πό τόν ἀ­πο­λε­σθέν­τα πρῶ­το τό­μο τῆς ἔκ­δο­σης, τῆς ὁ­ποί­ας ὁ δεύ­τε­ρος τό­μος εἶ­ναι ὁ πε­ρί­φη­μος Α τοῦ Πα­ρι­σι­οῦ (cod. Parisinus 1807).

[30] Ἐ­δῶ θά πρέ­πει νά προ­στε­θεῖ καί ὁ Palatinus Vaticanus 173 (= Ρ) (ἐ­πί­σης τοῦ 11ου αἰ.), ὁ ὁ­ποῖος ἐμ­φα­νί­ζε­ται ὡς κον­τι­νός συγ­γε­νής τοῦ W, καί προ­σφέ­ρει ἐ­λά­χι­στες γρα­φές πού νά δι­α­φέ­ρουν ἀ­πό ἐ­κεῖ­νον.

Δημήτρης Λιαντίνης: Το Οdium Τheologicum

Η υποκρισία των χριστιανών μας είναι καθημερινή και βραδυνή και μεσημβρινή.

Μας παραστέκει όπως το νερό που πίνουμε, και μας κυκλώνει όπως ο αέρας που ανασαίνουμε.

Παράδειγμα.

Στο χωριό Μαύρη Τρύπα ένας τοκογλύφος έσπρωξε τον οφειλέτη του στην απόγνωση. Κρεμάστηκε στην πόρτα του σπιτιού του. Με τρία παιδάκια μέσα.

Δεν είχε να πληρώσει τα χρέη.

Σαν του είπαν πως εξαιτίας του σκοινιάστηκε ο άνθρωπος, εκείνος αγανάχτησε, σήκωσε τα χέρια του παλαβά, και φώναξε:

- Ποιος θα μου δώσει τα λεφτά μου τώρα;

Από τη σύγχυση και την οργή του πήγε ο ψυχοβγάλτης στα εικονίσματα ν’ ανάψει το τσιγάρο του στη φλόγα του καντηλιού. Να γλιτώσει και το σπίρτο.

Εκεί ήταν που λαδώθηκε το χαρτί στην άκρη του τσιγάρου του από το λάδι του καντηλιού.

Σαν το είδε ο τοκογλύφος γονάτισε και άρχισε να ικετεύει:

- Συγχώρα με Χριστέ! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα, κι αρτεύτηκα. Οι καμπάνες χτυπούν λυπητερά το σταυρό σου, κι εγώ κατάλυσα τη νηστεία. Ήμαρτον ο αμαρτωλός.

Τέτοιοι είναι οι πλείστοι χριστιανοί.

Και το χειρότερο δεν το ξέρουνε.

Και το χείριστο δεν θα το μάθουνε ποτές.

Ο Ιησούς Χριστός ονομάζει υποκριτές τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους.

Αλλά ποιοι είναι αυτοί;

Πρώτον είναι εκείνοι που τον εσταύρωσαν.

Και δεύτερον είναι οι θεολόγοι και οι παπάδες της εποχής του.

Είναι το ιερατείο κάθε εποχής. Που έχει στα χέρια του τα δύο φοβερότερα όπλα.

Το όπλο της υποκρισίας, και το όπλο του θεολογικού μίσους.

Το odium theologicum.

Δημήτρης Λιαντίνης, Τα Ελληνικά

ΦΘΙΑ - ΕΛΛΑΣ - ΣΠΕΡΧΕΙΟΣ: ΤΑ ΤΡΙΑ ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ

Φθία η πατρίδα του Αχιλλέα

Στο άρθρο αυτό θα επεξεργαστούμε γεωγραφικά στοιχεία, που παραθέτει ο Όμηρος, ώστε με γεωγραφικά δεδομένα να ορίσουμε το βασίλειο του Αχιλλέα. Ξεκινώντας από το ερώτημα πώς χρησιμοποιείται ο όρος Φθία, παρατηρούμε ότι η λέξη αυτή είναι γνωστή στον ελληνικό χώρο πριν τον Όμηρο, που την παραλαμβάνει από την παλαιότερη παράδοση και έχει χρησιμοποιηθεί με πολλαπλή σημασία, ήτοι μύθοι- τοπωνύμια- πρόσωπα.

Φθία ονομαζόταν μια νύμφη που με τον Απόλλωνα απέκτησε τρεις γιους, το Δώρο, το Λαόδοκο και τον Πολυποίτη.

Φθία ονομαζόταν η κόρη του βασιλιά της Θήβας Αμφίονα και της Νιόβης, που σκότωσε η Άρτεμη.

Φθία ονομαζόταν και η παλλακίδα του Αμύντορα, του πατέρα του Φοίνικα.

Φθία ονομαζόταν μια πόλη των Μυρμηδόνων, η γενέτειρα του Αχιλλέα, για τη θέση της οποίας έχουμε ασαφείς μαρτυρίες, αφού άλλοι την ταυτίζουν με την αρχαία Φάρσαλο, άλλοι την τοποθετούν στην Πελοπόννησο, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει πόλη Φθία στην Αιτωλοακαρνανία.

Φθίος ονομαζόταν και ένας τοπικός ήρωας, ο επώνυμος ήρωας της πόλης Φθίας, που ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Λάρισας, αδελφός του Αχαιού και του Πελασγού. Φθίος φέρεται να είναι επίσης και ένας γιος του Αχαιού, που με τη Χρυσίππη γέννησε τον Έλληνα, που έχτισε την πόλη Ελλάδα.

Η ονομασία Φθία, λειτουργεί και ως ένα τοπωνύμιο, του ευρύτερου χώρου, αφού αποδιδόταν σε μια ολόκληρη περιοχή, που στους μύθους κατονομάζεται «Φθία» και εκτείνεται μάλιστα έξω από την κοιλάδα του Σπερχειού, μέχρι τον Παγασητικό κόλπο και ακόμη πιο βόρεια. Ως τοπωνύμιο γεωγραφικής περιοχής και ως ονομασία πόλης είναι γνωστή η λέξη και στον Όμηρο.

Το νόημα της λέξης δείχνει να είναι κοντά στο ρήμα φθίω- φθίνω, που σημαίνει μαραίνομαι, χάνομαι, ελαττώνομαι, παρακμάζω. Όμως η χρήση μιας παρόμοιας λέξης στην Αίγυπτο, του θεού Φθα, απηχεί, ίσως, μια μακρά παράδοση κυρίων ονομάτων, αλλά και τοπωνυμιών στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου.

Η πολλαπλή χρήση της λέξης, μας υποψιάζει για τον τρόπο χρήσης της, αφού δημιουργεί την εύλογη απορία μήπως ο ποιητής χρησιμοποιεί τον όρο με σκοπιμότητα, πότε για να δηλώσει μια πόλη, πότε μια μικρή περιοχή και πότε ένα μεγάλο γεωγραφικό διαμέρισμα, με πλατιά όρια.

Η Φθία λοιπόν αποδίδεται στον Αχιλλέα, αλλά όχι αποκλειστικά σ΄ αυτόν, αφού και άλλοι που είχαν βασίλεια σε περιοχές κοντινές αποκαλούνται από τον Όμηρο Φθίοι, όπως ο Πρωτεσίλαος και ο Φιλοκτήτης. Στη ραψωδία Π 13-15 ο Αχιλλέας θα πει στον Πάτροκλο: «…Μήπως από τη Φθία μας ήρθε μήνυμα κι εσύ το ξέρεις μόνο,ακόμα καθώς λένε ,ζει ο Μενοίτιος, του Άκτορα ο γιος, ζει ακόμα και ο Πηλεύς, του Αιακού ο γιος, στους Μυρμηδόνες μέσα…»

Η περιοχή του βασιλείου του ονομάζεται λοιπόν Φθία, όμως αυτό που δε διευκρινίζεται είναι αν εδώ εννοεί μια πόλη ή μια γεωγραφική περιφέρεια, γιατί οι στρατιώτες του Αχιλλέα δεν ονομάζονται επίσημα «Φθίοι» αλλά Μυρμηδόνες, αφού εκεί ζει ο πατέρας του ο Πηλέας. Στον κατάλογο των πλοίων (Β 684) , όπου απαριθμούνται οι δυνάμεις των Αχαιών το συνολικό στράτευμα του Αχιλλέα ονομάζεται πρώτα Μυρμηδόνες και κατόπιν ‘Ελληνες και Αχαιοί.

Αυτή η έλλειψη αντιστοίχησης και άμεσης σύνδεσης του λαού του Αχιλλέα με την ονομασία «Φθίοι» προβληματίζει, γιατί δείχνει ότι σκόπιμα αποφεύγεται η συγκεκριμένη σύνδεση. Όμως ο ποιητής χρησιμοποιώντας τον όρο Φθία εννοεί και μια εδαφική περιοχή, που είναι βασίλειο, έχει πόλεις, κάποια γεωγραφικά δεδομένα και όρια. Συγκεκριμένα, ο Φοίνικας, απευθυνόμενος στον Αχιλλέα, θα του πει για τη φιλόξενη υποδοχή που του παρείχε ο πατέρας του Πηλέας: « Στην άκρη της Φθίας, άρχοντα, μ΄ έστησε να κυβερνώ τους Δόλοπες». (Ι 484-485) Οι Δόλοπες ήταν ένας συγκεκριμένος και αρκετά γνωστός λαός, που επιβιώνει και στους ιστορικούς χρόνους και ο Όμηρος σαφέστατα εννοεί ότι, κατά τη μυκηναϊκή εποχή, βρίσκονταν στα σύνορα της Φθίας.

Ένα άλλο γεωγραφικό στοιχείο του χώρου, που μνημονεύεται ως περιοχή του βασιλείου του Πηλέα, είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο θεός- ποταμός, που ζωογονεί την περιοχή, λατρεύεται και στις πηγές του υπήρχε βωμός για θυσίες και τέμενος. Θα πει λοιπόν, ο ίδιος ο Αχιλλέας, απευθυνόμενος προς το ντόπιο θεό, όταν πέθανε ο Πάτροκλος:

«…Σπερχειέ, άδικα σου έταξε ο πατέρας μου πως,
όταν εγώ γυρίσω, εκεί στην πατρική μου γη, για χάρη σου,
θα έκοβα τα μαλλιά μου και θα σου πρόσφερα ιερή, πλούσια θυσία
και πως εκεί θα έσφαζα πενήντα βαρβάτα κριάρια στις πηγές σου,
όπου έχει τέμενος και ευώδη βωμό
…» (Ψ 144-147)

Η προσφορά της κόμης των νεαρών αγοριών στις πηγές και εδώ του διαδόχου Αχιλλέα, στο συγκεκριμένο θεό- ποταμό, δείχνει τη μεγάλη σημασία του ποταμού για το βασίλειο του Πηλέα. Σ΄αυτό λοιπόν το βασίλειο, σ΄ αυτή τη Φθία, ανήκουν οι πόλεις που μνημονεύονται και κατονομάζονται στη Β 685-688, ότι έστειλαν στρατό, υπό τις διαταγές του Αχιλλέα:

«…Και τώρα αυτοί που κατοικούσαν στο Πελασγικό Άργος και αυτοί που ζούσαν στην Άλο και στην Αλόπη και στην Τραχίνα και όσοι είχαν τη Φθία και την Ελλάδα με τις όμορφες γυναίκες και λέγονταν Μυρμηδόνες και Έλληνες και Αχαιοί, αυτοί είχαν πενήντα καράβια και αρχηγός τους ήταν ο Αχιλλέας…»

Επομένως, αυτή η εδαφική ζώνη, που περιγράφεται ρεαλιστικά, γιατί έχει έδαφος, ποταμό, λαούς, βασιλιά, όρια και είναι και γεωγραφική και διοικητική οντότητα, λέγεται Φθία. Το γεγονός ότι αποτέλεσε μια γεωγραφική ενότητα, λόγω της κοιλάδας του Σπερχειού, γιατί γύρω υπάρχουν βουνά, δε σημαίνει απαραίτητα ότι η διοικητική της έκταση περιοριζόταν εκεί μόνο. Είναι όμως βέβαιο πως, αρκετό γειτονικό έδαφος, που περιλαμβάνει λαούς, πόλεις και βασίλεια, ότι καλύπτεται από το ίδιο τοπωνύμιο «Φθία», που ο Όμηρος χειρίζεται αινιγματικά. Η Φθία του Πρωτεσίλαου, του οποίου οι στρατιώτες ονομάζονταν Φθίοι, είχε τις ακόλουθες πόλεις: Πύρασος, Ίτων, Φυλάκη, Αντρών και Πτελεός. ( Β 695-697) Η Φθία του Φιλοκτήτη είχε τις ακόλουθες πόλεις- περιοχές: Μηθώνη, Θαυμακία, Μελίβοια, Ολιζώνα.

Ο Στράβων μας πληροφορεί ότι Φθίοι λέγονταν οι υπήκοοι του Αχιλλέα, του Πρωτεσίλαου και του Φιλοκτήτη και ίσως του Ευρύπυλου, που ήταν και γείτονες, και ότι η Φθία απλωνόταν από τη Δολοπία και την Πίνδο ως τη θάλασσα της Μαγνησίας. Σχετικά με τη σύγχυση που επικρατούσε, από την αρχαιότητα ακόμη, αν η Φθία ήταν πόλη ή περιοχή, ο Στράβων επισημαίνει: «Για τη Φθία, μερικοί νομίζουν ότι είναι η ίδια χώρα με την Ελλάδα και την Αχαϊα. Αυτές αποτελούν το νότο από τα δύο μέρη που ήταν χωρισμένη η Θεσσαλία. Φαίνεται, πάντως, ότι ο ποιητής (Όμηρος) θεωρούσε δυο χώρες, τη Φθία και την Ελλάδα…,όμως δεν είναι ξεκάθαρο αν εννοεί πόλεις ή χώρες».

Το βασίλειο του Πηλέα, όπως όλα δείχνουν, είχε σύντομη διάρκεια ζωής και πολλά γεωγραφικά δεδομένα (πόλεις, έδρα, έκταση, όρια) αναδιαμορφώθηκαν, είτε επί βασιλείας εκείνου, είτε στη βασιλεία του γιου του και του εγγονού του. Η Φθία του Πηλέα ήταν «εριβώλαξ» (παχιοχώματη), «βωτιάνειρα» (ανδροθρέπτρα), «καρποφόρα» και «ευάμπελος», συνεπώς εύφορη περιοχή. Η έδρα, δηλαδή το κέντρο διοίκησης του βασιλείου, όπως μνημονεύεται σε ποικίλες αναφορές, είναι η πόλη Φθία και όπως συμπεραίνουμε από τα λεγόμενα του Στράβωνα, υπήρχε κάποια πόλη, που διατηρούσε αυτό το όνομα, ίσως να διατηρούσε και μνήμες χίλια χρόνια μετά.

Ας δούμε τις πόλεις που μνημονεύονται στον κατάλογο των πλοίων: Το Πελασγικόν Άργος είναι μια ονομασία που μπορεί να υπονοεί πολλά, γιατί η λέξη «άργος» συνδέθηκε από την αρχαιότητα με την έννοια πεδιάδα. Συνεπώς είναι η πελασγική πεδινή περιοχή. Μπορεί όμως να περιγράφει τοπωνύμιο περιοχής, που σχετίζεται με Πελασγούς κατοίκους και να περιλαμβάνει πολλές πόλεις ή να εννοεί ένωση πόλεων. Ο Στράβων, σχολιάζοντας την ομηρική αναφορά, υποθέτει πως η ονομασία αφορά γενικότερα τη Θεσσαλία. Συνεπώς ένα κομμάτι του βασιλείου των Πηλέα- Αχιλλέα ήταν θεσσαλικό, χωρίς όμως να προσδιορίσουμε τα όριά του, αφού οι άλλες πόλεις μας μεταφέρουν άλλοτε στο Μαλιακό και άλλοτε στον Παγασητικό κόλπο. Γιατί πόλη Άλος υπήρχε μία στο Μαλιακό ,αλλά και μία άλλη στον Παγασητικό κόλπο, ενώ η Τραχίνα μας μετακινεί, επίσης, προς το νότο στο μυχό του Μαλιακού και η ονομασία της επιβιώνει και σε άλλους μύθους, π.Χ. σε μια εκστρατεία του ο Ηρακλής κατέκτησε την πόλη, δημιουργώντας, κατόπιν, την πόλη Ηράκλεια. Μάλιστα ο Στράβων μας πληροφορεί ότι η αρχαία Τραχίνα απείχε από την πόλη Ηράκλεια έξι στάδια και επίσης ότι η Αλόπη ήταν παραλιακή πόλη, κοντά στην Άλο.

Συνεπώς, το βασίλειο του Αχιλλέα, τυπικά, εκτείνεται από βορρά (θεσσαλικές περιοχές), που υπάρχει το Πελασγικό Άργος προς τις νότιες ακτές του Μαλιακού κόλπου, όπου υπήρχε η Τραχίνα, που ως πόλη και περιοχή συνδέεται με τους μύθους του Ηρακλή, ο οποίος δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι πεθαίνει στην Οίτη, από το δηλητηριασμένο χιτώνα της Διηάνειρας και ότι την πυρά άναψε ο Ποίαντας, πατέρας του Φιλοκτήτη, το βασίλειο του οποίου βρισκόταν στον βραχίονα του Πηλίου. Εάν λοιπόν ο Μαλιακός κόλπος είναι το ανατολικό σύνορο του βασιλείου, το βάθος του μπορεί να υπολογισθεί καλύτερα από την αναφορά του Φοίνικα ότι οι Δόλοπες κατοικούσαν στα δυτικά σύνορα, όπου τους βρίσκουμε μέχρι τους ιστορικούς χρόνους.

Τα δυο άλλα τοπωνύμια, η Ελλάς και η Φθία, εμφανίζονται άλλοτε ως περιοχές και άλλοτε ως πόλεις

Ο συνδυασμός των ονομασιών: Ελλάς-Φθία

Ο Όμηρος χρησιμοποιεί 17 φορές τους όρους Ελλάς- Φθία και ο τρόπος που αυτοί μνημονεύονται ή συνδυάζονται μαζί, φανερώνει ότι το βασίλειο του Αχιλλέα είχε δύο επαρχίες, που η μια αποτελούσε την έδρα του βασιλείου, όπου υπήρχε το ανάκτορο και λεγόταν Φθία και η άλλη ονομαζόταν Ελλάδα. Παρακολουθώντας τη συνολική εμφάνισή τους στην Ιλιάδα, θα διαπιστώσουμε ότι, παρά τη στενή σύνδεσή τους, δεν αποτελούν διπλή ονομασία της ίδιας περιοχής, αφού ο όρος «Ελλάς» δεν φαίνεται ότι μπορεί να υποκαταστήσει τον όρο «Φθία». Στην Ι (395-396) ραψωδία ο Αχιλλέας λέει πως «Αχαϊδες πάμπολλες έχει η Ελλάς και η Φθία, κόρες προκρίτων δυνατών, όπου δεσπόζουν χώρες». Στην Οδύσσεια, (Λ 493), ο νεκρός Αχιλλέας ρωτάει τον Οδυσσέα για τον πατέρα του «αν ακόμη τον υπολογίζουν μέσα στην Ελλάδα και τη Φθία». Ο σταθερός συνδυασμός των δύο τοπωνυμίων βεβαιώνει την κοντινή τους θέση και πιθανόν τη γειτνίαση. Η θέση τους μέσα στο βασίλειο παραμένει ένα ερωτηματικό.

Στην Ι 363 ο Αχιλλέας, απαντώντας στον Οδυσσέα, λέει ότι με καλό καιρό, φεύγοντας από την Τροία «την τρίτη ημέρα φθάνω στη Φθία», όπου εκεί « πλούτη έχω αφήσει πολλά». Επίσης στην Π 13, ο Αχιλλέας ρωτάει τον Πάτροκλο αν πήρε «μήνυμα κρυφό από τη Φθία». Στην Τ 295, η Βρισηίδα θυμάται την υπόσχεση του Πατρόκλου, ότι «θα την πάντρευε στη Φθία». Ο Φοίνικας στην Ι 432 θα πει στον Αχιλλέα ότι ο πατέρας του νεαρό «τον έστειλε στον Αγαμέμνονα από τη Φθία».

Η Ελλάς (πόλη ή χώρα)

Ο Όμηρος γνωρίζει τους όρους: Ελλάς-τοπωνύμιο, Έλληνες- όνομα λαού και Πανέλληνες- ένα ευρύτερο σύνολο ανθρώπων. Το τι περιγράφει ο όρος Ελλάδα, κατά τους μυκηναϊκούς χρόνους, και πού τελικά βρισκόταν, αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους γρίφους του Ομήρου. Τρία δεδομένα γίνονται ξεκάθαρα:

1. Στον κατάλογο των πλοίων της Β ραψωδίας, ακολουθεί μετά τη Φθία, είτε ως πόλη, είτε ως περιοχή, που έστειλε δυνάμεις στον Τρωικό πόλεμο.

2. Εάν όλες αυτές οι ονομασίες καταγράφουν πόλεις, τότε ο ποιητής την αναφέρει πρώτη φορά ως σημαντικό πόλισμα στην επικράτεια του Αχιλλέα.

3. Η γεωγραφική της θέση ( είναι κοντά στη Φθία) και η πολιτική της σημασία φαίνονται από τη στενή της σύνδεση με την έδρα του βασιλείου τη Φθία και από την προτίμηση του βασιλιά να επιλέξει σύζυγο και από αυτή, η οποία διαθέτει αρκετούς ισχυρούς άνδρες (αριστοκράτες), ενώ η ισχύς της δηλώνεται από το γεγονός ότι δίνει στο στρατό του Αχιλλέα και στο λαό του, τη δεύτερη ισοδύναμη ονομασία του «Έλληνες».

Κάποια στοιχεία για την Ελλάδα, υπάρχουν στην ομιλία του Φοίνικα, ο οποίος, αναφέροντας την προσωπική του ιστορία, μας πληροφορεί ότι έφυγε από την Ελλάδα την καλλιγύναικα και το σπίτι του πατέρα του (Ι 447) και κατόπιν περιγράφοντας την πορεία της φυγής του, θα πει χαρακτηριστικά: «περνώντας μέσα από την Ελλάδα, έφτασα στην καλόσβωλη, την αρνοθρέπτρα τη Φθία». (Ι 478-479) Η συγκεκριμένη αναφορά δημιουργεί κάποια ερωτηματικά για τη θέση της Ελλάδας. Όμως με δεδομένο ότι η πατρίδα του, σύμφωνα με τον Όμηρο, ήταν ο Ελεώνας της Βοιωτίας, διατυπώνουμε τον εξής συλλογισμό: Ο φυγάς Φοίνικας ξεκίνησε από ένα χώρο, που ήδη ονομαζόταν Ελλάδα και ακολουθώντας μια κατεύθυνση βόρεια, διέσχισε μια περιοχή που επίσης λεγόταν Ελλάδα, που ήταν μέρος του βασιλείου Πηλέα, φθάνοντας στο άλλο άκρο που ονομαζόταν Φθία, όπου εκεί συναντάει τον Πηλέα, που τον υποδέχεται φιλικά και τον τοποθετεί άρχοντα, στα βορειοδυτικά σύνορα του βασιλείου του, στην περιοχή που κατοικούσαν οι Δόλοπες. Η Ελλάδα, κατά πάσα πιθανότητα, είναι λοιπόν, μια περιοχή νότια του βασιλείου του Πηλέα, που έχει δικό της κέντρο αναφοράς, μια ομώνυμη πόλη και κατά τον ποιητή βρίσκεται πολύ κοντά στο διοικητικό κέντρο του βασιλείου, τη Φθία. Η υπόθεση αυτή, ότι υπήρξε πόλη Ελλάς στο βασίλειο του Αχιλλέα, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μεταγενέστεροι Έλληνες, της εποχής του Στράβωνα, έδειχναν συγκεκριμένη τοποθεσία, δηλαδή μια πόλη που αυτή θεωρούσαν ότι ήταν η ομηρική Ελλάς, κοντά στη Φάρσαλο, ενώ θεωρούσαν τη Φάρσαλο ως την πόλη Φθία. Την πόλη Ελλάδα διεκδικούσαν και οι Μελιταιείς, υποστηρίζοντας ότι η πόλη βρισκόταν κοντά στον ποταμό Ενιπέα. Ο Δικαίαρχος, ο Παυσανίας, ο Θεαγένης, αλλά και νεότεροι Έλληνες και ξένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα ήταν πόλη.

Ο Σπερχειός και η σημασία του για το βασίλειο του Αχιλλέα

Επειδή η θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος αφήνει περιθώρια για ποικίλες απόψεις, τίθεται ένα βασικό ερώτημα, που πρέπει να απαντηθεί: «Πού, λοιπόν, και με ποια επιχειρήματα θα μπορούσαμε να ορίσουμε το βασίλειο του Πηλέα;»

Η θέση του βασιλείου μπορεί να προσδιορισθεί σε σχέση με το μοναδικό σταθερό του στοιχείο, που αναφέρεται στην Ιλιάδα και αυτό είναι ο ποταμός Σπερχειός. Ο Σπερχειός αναφέρεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στο μύθο της Πολυδώρης, της κόρης του Πηλέα, που τη γονιμοποιεί ο ίδιος ο Θεός- ποταμός, που ρέει και ζωογονεί το βασίλειο. Το έκγονο από αυτή τη συνεύρεση, ο Μενέσθιος, γιος του θεού, είναι μαχητής στον κοινό αγώνα της Τροίας, συντροφιά με το νόμιμο βασιλιά (ή διάδοχο) του τόπου, που προστατεύει ο θεός- ποταμός.

Το σημείο όμως που πρέπει να προσέξουμε είναι τα λόγια του Αχιλλέα, μπροστά στη νεκρική κλίνη του αγαπημένου φίλου του Πατρόκλου, που προαναφέρθηκαν και που περιέχονται στη ραψωδία Ψ 142-147. Ο διάδοχος βασιλιάς, μπροστά στο λαό που προέρχεται από τη Φθία και λατρεύει τον «επιχώριο» ποταμό, νιώθει το ιερό χρέος ν΄ απευθυνθεί ενώπιόν τους στον τοπικό προστάτη (θεό-ποταμό), και με παράπονο και μεγάλη λύπη να πει δημόσια ότι θα αθετήσει το καθιερωμένο αφιερωματικό «δώρο» προς τιμήν του. Δηλαδή, υπενθυμίζοντας την ευχή του Πηλέα, «να του αποθέσει στις πηγές την κόμη του γιου του», μαζί με «ιερή εκατόμβη», πλούσια θυσία, γνωστοποιεί σε όλους ότι η τελετή προσφοράς δε θα εκτελεστεί, γιατί το τιμητικό δώρο θα προσφερθεί στο νεκρό ήρωα Πάτροκλο.

Η συνήθεια αυτή φαίνεται ότι είχε μεγάλη σημασία στα πρώτα λατρευτικά έθιμα των ελληνικών φύλων. Η εκδήλωση τιμής και λατρείας από τον πατέρα ενός νέου στους ντόπιους ποταμούς, ήταν πράξη «επιβεβλημένη», που σήμαινε μια τελετουργία, πολύ αρχαία, κοντά στο νερό, την πηγή ζωής και πλούτου, που γινόταν όχι μόνο στους ποταμούς, αλλά γενικά, στις πηγές, στην αρχή των υδάτων (και της ζωής), που άρδευαν και ζωογονούσαν ολόκληρες περιοχές. Ένας αξιόλογος επιστήμονας, ο w. Burkert,αναφερόμενος στην αρχαία ελληνική θρησκεία, σχολιάζει: « Η ιδέα ότι οι ποταμοί είναι θεοί και οι πηγές νύμφες είναι βαθιά ριζωμένη, όχι μόνο στην ποίηση, αλλά στην πίστη και στην τελετουργία. Η λατρεία αυτών περιορίζεται μόνο από το γεγονός ότι συνδέονται αναπόσπαστα με έναν ιδιαίτερο τόπο. Κάθε πόλη τιμά το δικό της θεό ποταμό, τη δική της πηγή. Για τον ποταμό ιδρύεται τέμενος και σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμα και ναός. Αγόρια και κορίτσια, κατά την ενηλικίωσή τους, προσφέρουν τα μαλλιά τους, αναθήματα αφιερώνονται σε οικίσκους πηγών, ζώα σφαγιάζονται μέσα στους ποταμούς και στις πηγές».

Το γεγονός ότι στο κείμενο αναφέρονται οι λέξεις τέμενος, βωμός και πηγές του ποταμού, αυτό σημαίνει ότι, όχι μόνο η τελετουργία, που έχει τους απαραίτητους τελετουργικούς χώρους ελέγχεται από τον Πηλέα, αλλά και ότι οι πηγές, η ροή και χρήση των υδάτων του Σπερχειού ανήκουν στον ίδιο. Όλα δείχνουν τη στενή σχέση ποταμού-βασιλιά και τη δικαιοδοσία του Πηλέα σε όλη την κοιλάδα εκατέρωθεν της ροής του ποταμού. Επίσης ο θεός δικαιούται να γονιμοποιήσει την κόρη του βασιλιά Πηλέα, την Πολυδώρη (εύφορη γη), ώστε ο γιος του Σπερχειού, ο Μενέσθιος, να μεταφέρει τη θεϊκή δύναμη στο βασιλικό γένος και ο οποίος δικαιωματικά, ως απόγονος του θρόνου, διοικεί ένα από τα πέντε στρατιωτικά σώματα του Αχιλλέα.

Αυτά τα δύο νευραλγικά σημεία (επίκληση-γονιμοποίηση) είναι κατά τη γνώμη μας ατράνταχτα στοιχεία που τεκμηριώνουν την άποψη ότι ο λαός, που ήρωές τους ήταν ο Πηλέας και ο Αχιλλέας, κατείχε την κοιλάδα του Σπερχειού. Είναι αδιανόητο ο Σπερχειός ποταμός να λατρεύεται σε άλλη περιοχή ως θεός, τη στιγμή που ούτε τα νερά του προσφέρει εκεί, ούτε κάνει εύφορη τη γη, για να ανταμείβεται τιμητικά και ο ντόπιος βασιλιάς να προσφέρει την κόμη του διαδόχου του. Άλλωστε και η μεταφορά εκατό βοδιών ή πενήντα κριαριών από ένα μακρινό τόπο στις πηγές άλλου ποταμού φαντάζει αρκετά χρονοβόρα και επίπονη.

Μια άλλη απορία που πιθανόν να δημιουργείται αφορά τη σταθερότητα της ονομασίας του Σπερχειού και η ταύτισή του με την κοιλάδα του Μαλιακού κόλπου. Τόσο ο Ηρόδοτος, όσο και άλλοι ιστορικοί ποιητές και συγγραφείς, συντήρησαν το όνομά του, συνδέοντάς το πάντα με την περιοχή της νυν Φθιώτιδας. Είναι λοιπόν γεγονός ότι ο ποταμός διαφύλαξε, όχι μόνο το όνομά του, αλλά και μια σταθερή γεωγραφική ταύτιση με τη συγκεκριμένη κοιλάδα, που, όπως φαίνεται, για εκατοντάδες χρόνια κράτησε ζωντανές μνήμες και λαούς, που, είτε κοντά σ΄ αυτόν ή απομακρυσμένοι, συντήρησαν τους μύθους. Εκείνο όμως που προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι ο Σπερχειός ποταμός , αποδεδειγμένα, από το 14ο αιώνα μ.Χ. και μετά, καταγράφεται με την ονομασία Ελλάδα. Μια ονομασία που αναβιώνει, ανεξήγητα, τη σχέση ανάμεσα σ΄ αυτόν και στο όνομα «Ελλάς», που ο Όμηρος δύο χιλιάδες περίπου χρόνια νωρίτερα αποδίδει στον αρχαίο λαό της περιοχής, τους Μυρμηδόνες, τους οποίους πρωτοσυναντάμε στην Τροία, ενώ υποπτευόμαστε από τα κείμενά του, ότι εκεί, κοντά στις όχθες του ποταμού, θα υπήρχε είτε η περιοχή, είτε η πόλη Ελλάς. Η εντυπωσιακή αυτή σύνδεση της ονομασίας «Ελλάς», πότε με το Σπερχειό και πότε με την κοιλάδα του, δείχνει να μην είναι, ούτε αυθαίρετη αλλά ούτε και τυχαία, όταν μάλιστα, αποδεικνύεται μακροβιότατη και επίμονη.

Συμπερασματικά, η πατρίδα του Αχιλλέα βρίσκεται κοντά στον ποταμό Σπερχειό και την κοιλάδα του και αυτή η περιοχή, που πολλοί αποκαλούν «βασική Φθία», και που όπως υποστηρίζουν, συνδέεται πολιτικά με ένα είδος χαλαρής ομοσπονδίας με τα γύρω βασίλεια. Για να κατανοήσουμε τη χρήση της λέξης «Φθία» και στην ευρύτερη θεσσαλική ζώνη πρέπει να τονίσουμε ότι στα βόρεια σύνορα της «Βασικής Φθίας» απλώνεται μια ευρύτερη Φθία, που μερικοί την αποκαλούν «Μείζονα Φθία», που περιλαμβάνει τα άλλα οχτώ «θεσσαλικά βασίλεια», ίσως όχι όλα. Τη Φθία του Αχιλλέα την προσδιορίζουν ο Σπερχειός, η Άλος, η Αλόπη, η Τραχίνα, η Ελλάς και η Φθία.