Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΙΣΧΥΛΟΣ - Εὐμενίδες (956-995)

ΧΟ. ἀνδροκμῆτας δ᾽ ἀώ- [στρ. β]
ρους ἀπεννέπω τύχας,
νεανίδων τ᾽ ἐπηράτων
960 ἀνδροτυχεῖς βιότους δότε, κύρι᾽ ἔχοντες,
θεαί τ᾽ ὦ Μοῖραι
ματροκασιγνῆται,
δαίμονες ὀρθονόμοι,
παντὶ δόμῳ μετάκοινοι,
965 παντὶ χρόνῳ δ᾽ ἐπιβριθεῖς,
ἐνδίκοις ὁμιλίαις
πάντᾳ τιμιώταται θεῶν.

ΑΘ. τάδε τοι χώρᾳ τἠμῇ προφρόνως
ἐπικραινομένων
970 γάνυμαι· στέργω δ᾽ ὄμματα Πειθοῦς,
ὅτι μοι γλῶσσαν καὶ στόμ᾽ ἐπώπα
πρὸς τάσδ᾽ ἀγρίως ἀπανηναμένας·
ἀλλ᾽ ἐκράτησε Ζεὺς ἀγοραῖος·
νικᾷ δ᾽ ἀγαθῶν
975 ἔρις ἡμετέρα διὰ παντός.

ΧΟ. τὰν δ᾽ ἄπληστον κακῶν [ἀντ. β]
μήποτ᾽ ἐν πόλει στάσιν
τᾷδ᾽ ἐπεύχομαι βρέμειν.
980 μηδὲ πιοῦσα κόνις μέλαν αἷμα πολιτᾶν
δι᾽ ὀργὰν ποινᾶς
ἀντιφόνους ἄτας
ἁρπαλίσαι πόλεως.
χάρματα δ᾽ ἀντιδιδοῖεν
985 κοινοφιλεῖ διανοίᾳ,
καὶ στυγεῖν μιᾷ φρενί.
πολλῶν γὰρ τόδ᾽ ἐν βροτοῖς ἄκος.

ΑΘ. ἆρα φρονοῦσιν γλώσσης ἀγαθῆς
ὁδὸν εὑρίσκειν;
990 ἐκ τῶν φοβερῶν τῶνδε προσώπων
μέγα κέρδος ὁρῶ τοῖσδε πολίταις·
τάσδε γὰρ εὔφρονας εὔφρονες ἀεὶ
μέγα τιμῶντες καὶ γῆν καὶ πόλιν
ὀρθοδίκαιον
995 πρέψετε πάντως διάγοντες.

***
ΧΟΡΟΣ
Μακριά ᾽π᾽ εδώ ξορκίζω το θανατικό
που θερίζει της νιότης άωρο τον ανθό.
Και δώσετε οι χαριτωμένες νιες
960 άξιο να βρίσκουν στη ζωή τους ταίρι,
ω σεις, Μοίρες μητραδερφές,
που των ανθρώπων κρέμεται
η τύχη απ᾽ το δικό σας χέρι,
που όλο σωστά μοιραίνετε
κι από κανένα σπίτι ξένες
κάθε καιρό της δίκαιης παρουσίας σας
το βάρος κάνετε να νιώθουν, ω Θεές
μες σ᾽ όλους πολυοτιμημένες.

ΑΘΗΝΑ
Για τη χώρα μου τέτοια με γνώμη αγαθή
ν᾽ ασφαλίζουν, μεγάλη μου δίνει χαρά
970 και την άγια τη χάρη ευλογώ της Πειθώς,
που μου οδήγα το στόμα και τη γλώσσ᾽ αντικρύ
στ᾽ άγριό τους το πείσμα.
Όμως νίκησ᾽ ο Δίας του λόγου ο θεός
κι απ᾽ τη συνερισιά μας αυτή στο καλό
βγαίνω εγώ κερδημένη για πάντα.

ΧΟΡΟΣ
Ποτέ μέσα στην πόλη αυτή να μη ακουστεί
εύχομαι της Διχόνοιας τ᾽ άγριο βρουχητό,
που αχόρταγ᾽ είναι στο κακό·
μήδ᾽ αίμα πολιτών το μαύρο χώμα
980 να πιει ποτέ, που να ζητά
ν᾽ αρπάξει μ᾽ εκδικήτρα οργή
κι άλλο· απ᾽ την πόλη αίμ᾽ ακόμα
κι αντίφονη άλλη συμφορά·
μα όλο μ᾽ αγάπη ανάμεσό τους
χαρές να παίρνουν και να δίνουν και με μια
να μισούν γνώμη· κι είν᾽ αυτό που από πολλά
κακά γλιτώνει τους ανθρώπους.

ΑΘΗΝΑ
Ποιός θα πει πως ο φρόνιμος δε θενα βρει
και το δρόμο που φέρνει σε γλώσσα καλή;
990 από τα τρομερά τους τα πρόσωπα εγώ
βλέπω κέρδος μεγάλο γι᾽ αυτό το λαό·
γιατ᾽ αν πρόθυμες, πρόθυμοι πάντα και σεις
τις τιμάτε όπως πρέπει, θ᾽ ακούεστε παντού
πως η πόλη κι η χώρα σας ίσια τραβά
τον ορθό και το δίκαιο το δρόμο.

Είσαι ότι διεκδικείς κι ότι αξίζεις

Είσαι ότι διεκδικείς κι ότι αξίζεις.

Μεγάλη κουβέντα που από πίσω κρύβει τόσα πολλά.

Αξίζεις; Πόσο αξίζεις; Διερωτήθηκες ποτέ σου;

Λέω πάντα ότι είμαστε οι επιλογές μας. Κι έτσι είναι. Κι αν αξίζω, οι επιλογές θα είναι αντάξιες της δικής μου πάντα αξίας.

Δεν γίνεται να σκέφτομαι ότι αξίζω ρε αδερφέ τόσο πολύ και οι επιλογές των ανθρώπων ή των πράξεών μου να είναι αντίθετες.

Τι κι αν λες αξίζω κι έχεις μαζέψει δίπλα σου ότι σκουπιδαριό υπάρχει;

Δεν πάει έτσι. Κι αν πέρασαν κάποια χρόνια που παιδέψαμε την ζωή μας και τον εαυτό μας, γνωρίζοντας κάθε καρυδιάς καρύδι!

Ε! Αυτό ήταν για να μάθουμε να διακρίνουμε, να αναγνωρίζουμε τι μας ταιριάζει, τι μας αξίζει.

Τώρα όμως μας οφείλουμε το καλυτερότερο, το αξιότερο, το προσδόκιμο.

Τι προσδοκάς; Αυτό αξίζεις κι αυτό θα πάρεις!

Κ. Καρυωτάκης: «Είμαστε κάτι...»

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
 
Eίμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Eίμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.  

Κ. Καρυωτάκης, «Είμαστε κάτι...»

Λογική, η επιστήμη τού ορθού λόγου

Η λογική είναι η επιστήμη τού ορθού λόγου, της ορθής νόησης και τού ορθώς διανοείσθαι. Είναι τμήμα της Φιλοσοφίας που ερευνά τις διαδικασίες και τη δομή της σκέψης για να καθορίσει την ορθότητα και την τυπική συνάφειά τους, ανεξάρτητα από τον τρόπο ερμηνείας της φύσης και της διάρθρωσης της πραγματικότητας (μεταφυσική) καθώς και από τον τρόπο με τον οποίο η σκέψη τη γνωρίζει (γνωσιολογία).

Ο ορισμός αυτός όμως δεν εξαντλεί όλη την ποικιλία των σημασιών που ο όρος λογική έχει λάβει στην ιστορία της σκέψης και τις οποίες διατηρεί έως τις ημέρες μας. Είναι σκόπιμο λοιπόν να δοθεί μια γενική εικόνα του πώς εμφανίστηκε η ίδια η ιδέα της λογική και ποιες εξελίξεις έχουν δρομολογηθεί.

Αν και η εισαγωγή του όρου λογική στο φιλοσοφικό λεξιλόγιο δεν είναι ίσως παλαιότερη από τον στωικισμό (ο Αριστοτέλης δεν τον χρησιμοποιεί και κάνει λόγο μάλλον για «αναλυτική»), η ιστορία του προβλήματος είναι αρκετά παλαιότερη.

Στην αρχαϊκή φάση της ελληνικής σκέψης, ο όρος λόγος (από τον οποίο προέρχεται και η λέξη λογική) δήλωνε τόσο την ομιλία όσο και τη σκέψη (στον βαθμό που αυτή εκφράζεται προφορικά με την ομιλία)· και επειδή αυτή η σκέψη εξεταζόταν κυρίως από την άποψη της αλήθειας της, δηλαδή ως σκέψη «ενός πράγματος που υπάρχει αληθινά», γεννιόταν μια άμεση και αυθόρμητη συμφωνία ανάμεσα στη γλώσσα, στη σκέψη που εκφράζεται με τη γλώσσα καθώς και στην πραγματικότητα που γίνεται γνωστή στη σκέψη και εκφράζεται στη γλώσσα. Αυτή η αρχαϊκή συμφωνία –που συναντάται σε μεγάλη έκταση σε όλους τους προσωκρατικούς, αλλά είναι ιδιαίτερα εμφανής στον Ηράκλειτο και στον Παρμενίδη– δεν ήταν άλλη επομένως παρά η αρχική εννοιολογική αοριστία της λογική, γνωσιολογική και μεταφυσική, που έγινε μεγαλύτερη επειδή συνδέθηκε μαζί της μια άλλη αντίληψη, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια των πραγμάτων βρίσκεται στο σχήμα τους, δηλαδή στη μορφή με την οποία εμφανίζονται στο μάτι εκείνου που τα αντιλαμβάνεται: λογική της λέξης και λογική της όρασης βρίσκονται έτσι στη βάση της γένεσης της κλασικής λογική

Μέγιστα τεκμήρια αυτής της αρχαϊκής νοοτροπίας είναι από τη μία η φιλοσοφία του Ηράκλειτου και από την άλλη η ελεατική φιλοσοφία, αντίθετες λύσεις μιας κοινής προβληματικής: η αντίφαση που ενυπάρχει σε κάθε ξεχωριστό πράγμα (στον βαθμό που μπορεί να ειπωθεί γι’ αυτό ότι «είναι» εκείνο το πράγμα και «δεν είναι» τα άλλα, και επομένως ότι, συγχρόνως, «είναι και δεν είναι») οδηγεί πράγματι τον Ηράκλειτο να δει στην αντίθεση και στην αντίφαση τη θεμελιώδη δομή της πραγματικότητας και την αιτία του γίγνεσθαί της. Και ο Παρμενίδης επίσης ξεκινά από την ίδια άποψη, αλλά για να αρνηθεί, ακριβώς γι’ αυτό, την πραγματικότητα των επιμέρους πραγμάτων, να τα αναγάγει σε απλό απατηλό φαινόμενο και για να τα αντιπαραθέσει σε εκείνο το μοναδικό ον για το οποίο μπορεί να ειπωθεί μόνο ότι «είναι» και ότι, ως απαλλαγμένο από κάθε περαιτέρω κατηγόρημα, ποτέ δεν του αντιλέγεται κανένα «δεν είναι».

Η ιστορία της κατάλυσης της αρχαϊκής αυτής νοοτροπίας, η οποία αρχίζει, σε μορφή έστω μόνο ειρωνική και αρνητική, με τους σοφιστές (κυρίως με τον Γοργία) και γίνεται θετική με τον Σωκράτη και με τον Πλάτωνα ώσπου να φτάσει στην ολοκλήρωσή της με τον Αριστοτέλη, είναι επομένως το αναγκαίο ιστορικό προηγούμενο στην ιστορία της λογική που αρχίζει ακριβώς με τον Αριστοτέλη.

Ξεκινώντας από τον ίδιο σοφιστικό υποκειμενισμό, ο Σωκράτης αναζήτησε τη δυνατότητα να φτάσει σε εκείνες τις σταθερές και αναλλοίωτες αλήθειες που ζούσαν στη σκέψη των ανθρώπων και μπορούσαν να αντληθούν με τη μεθοδική χρησιμοποίηση της συζήτησης, της έρευνας και της αμφιβολίας. Έτσι ο Αριστοτέλης μπόρεσε να του αποδώσει την ανακάλυψη των «επαγωγικών συλλογισμών» («επακτικών λόγων») ή τους «δι’ εννοιών ορισμούς» («ορίζεσθαι καθ’ όλου») και η μεταγενέστερη παράδοση την ανακάλυψη της «εννοίας» ή μάλλον της «εννοίας της εννοίας».

Αλλά η σωκρατική ερώτηση, διατυπωμένη με το σχήμα «τι είναι;», επανέφερε στο προσκήνιο όλα τα προβλήματα που ενυπήρχαν στην ελεατική της βάση. Εξηγείται έτσι πώς ένας σοφιστής, ο Λυκόφρων, σκεπτόταν ότι αποφεύγει εκείνα τα προβλήματα με το να αποφεύγει να χρησιμοποιεί το ρήμα «είναι»· ή πώς στους κυνικούς και στους μεγαρικούς φαινόταν αδύνατο να διατυπώσουν μια κρίση με κατηγορούμενο διαφορετικό από το υποκείμενο και περιορίζονταν γι’ αυτό στη διατύπωση ταυτολογικών κρίσεων («ο άνθρωπος είναι ο άνθρωπος»).

Η προβληματική αυτή βρίσκεται στη βάση της ίδιας της πλατωνικής σκέψης: οι ιδέες, αν από τη μια πρέπει να εγγυώνται, με τη διαρκή τους σταθερότητα και τη μορφική συνάφειά τους, την αντικειμενικότητα του πραγματικού και της αλήθειας, πρέπει επίσης, από την άλλη, να εγγυώνται το θεμέλιο και τη δυνατότητα της κρίσης και του λόγου. Κάθε ιδέα, ως «ταυτόσημη» με τον εαυτό της και «διαφορετική» από τις άλλες, εισέρχεται σε μια πλοκή σχέσεων με τις άλλες ιδέες και με τα αισθητά πράγματα, που είναι έργο της διαλεκτικής να διερευνήσει. Και η διαλεκτική χρησιμοποιεί, γι’ αυτό τον λόγο, τη «διαιρετική» μέθοδο, η οποία, κάνοντας διάκριση ανάμεσα στο «ταυτόν» και στο «έτερον», αποκαλύπτει το «κοινόν» και την «ετερότητα» των γενών και των ιδεών. Η αντίθεση ανάμεσα στο «είναι» και στο «μη είναι» λυνόταν έτσι ολοκληρωτικά με την αντίθεση ανάμεσα στο «είναι ταυτόν» και στο «είναι έτερον», με την αντίθεση ανάμεσα στις δύο διαφορετικές σημασίες της λέξης «είναι»: έτσι η ελεατική άποψη δεχόταν αποφασιστικό πλήγμα.

Πράγματι ο Αριστοτέλης συνέχισε, από αυτή την άποψη, την ανάλυση του Πλάτωνα, και με τη φράση «για το είναι γίνεται λόγος υπό πολλές έννοιες» διατύπωσε την οριστική ανασκευή του ελεατισμού, βρίσκοντας έτσι τον δρόμο μιας επεξεργασίας της λογική αποδεσμευμένης από άμεσες μεταφυσικές προκαταλήψεις.

Οι «πολλές έννοιες υπό τις οποίες γίνεται λόγος για το είναι» είναι οι «κατηγορίες» ή τα κορυφαία γένη όλων των δυνατών κατηγοριών: η σύνδεση ενός κατηγορουμένου με ένα υποκείμενο δίνει αφορμή σε μια κρίση ή πρόταση, ενώ η σύνδεση προτάσεων γεννά έναν συλλογισμό ή λόγο. Συνάπτονται έτσι στην αριστοτελική διδασκαλία δύο στοιχεία: το νοητικό ή της άμεσης εποπτείας, με το οποίο ο νους αντιλαμβάνεται άμεσα τα περιεχόμενά του σε αλήθειες, και το διανοητικό ή διαλογικό, με το οποίο τα περιεχόμενα αυτά συνδέονται μεταξύ τους, ακριβώς στο γλωσσικό σχήμα της ένωσης υποκειμένου και κατηγορουμένου. Η ένωση περισσότερων κρίσεων γεννά τον κυρίως διαλογισμό: τον συλλογισμό, στον οποίο, όταν τεθούν δύο προτάσεις που έχουν κοινό έναν όρο (το μέσο), συνάγεται αναγκαστικά μια άλλη πρόταση που αποτελεί το συμπέρασμά τους. Η αλήθεια (όχι η εγκυρότητα) του συμπεράσματος εξαρτάται από την αλήθεια των προκείμενων προτάσεων, που έχει εξακριβωθεί ή με την επαγωγή (την οποία πρώτος ο Αριστοτέλης διατύπωσε θεωρητικά) ή με την άμεση εποπτεία της ορθότητάς τους. Η ανάλυση των όρων που κάνουν δυνατές αυτές τις συνδέσεις (υποκειμένου ή κατηγορουμένου στην κρίση, ή κρίσης στον συλλογισμό) και τους οποίους οι συνδέσεις αυτές οφείλουν να πληρούν για να δημιουργήσουν τον αποδεικτικό συλλογισμό –που ξεχωρίζει από τον πιθανό συλλογισμό (διαλεκτικό) αποτελεί τον βασικό πυρήνα της αριστοτελικής «αναλυτικής» και αυτού που οι Έλληνες υπομνηματιστές του Αριστοτέλη ονόμασαν λογική Επίσης, σαν για να προστατεύει αυτό το οικοδόμημα, υπήρχε η θεωρία των λογικών αρχών (ταυτότητας και αντίφασης), έτσι που η ανακάλυψη του συλλογισμού επέτρεπε να αναπτυχθεί μια ολόκληρη θεωρία του παραγωγικού συλλογισμού (αποδεικτικού ή διαλεκτικού, κατηγορικού ή ηθικού). Η θεωρία του συλλογισμού, που της έδωσαν ρωμαλέα ώθηση οι στωικοί με την έρευνα των υποθετικών και διαζευκτικών συλλογισμών, εξακολούθησε, παρά τις επικρίσεις των σκεπτικιστών, να αποτελεί το βασικό τμήμα της λογική, έως τον Βοήθιο που τη μεταβίβασε στη μεσαιωνική παιδεία.

Στο τέλος της αρχαίας εποχής και στις αρχές του Μεσαίωνα, η λογική υποδιαιρέθηκε έτσι στα εξής μέρη: 1) θεωρία των κατηγορημάτων ή των quinque voces (γένος, είδος, διαφορά, ιδιότητα, περίπτωση)· 2) θεωρία των κατηγοριών (ουσία, ποσόν, ποιόν, σχέση, τόπος, χρόνος, θέση, έχειν, πράττειν, πάσχειν)· 3) θεωρία της πρότασης και της αντιστροφής της· 4) θεωρία του κατηγορικού και τροπικού συλλογισμού· 5) θεωρία του υποθετικού συλλογισμού· 6) διαλεκτική, διακρινόμενη σε θεωρία των κοινών τόπων και σε θεωρία των σοφισμάτων.

Η μεσαιωνική λογική όχι μόνο σχολίασε σε μεγάλη έκταση την αριστοτελική και της προσέθεσε πρωτότυπα συμπληρώματα (θεωρία του προσδιορισμού, θεωρία των λογικών σημείων, της υλικής συνεπαγωγής κλπ.), αλλά αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα του καθορισμού της φύσης των αντικειμένων της λογική Αυτό προκάλεσε την περίφημη διαμάχη για τις «καθολικές έννοιες» (universalia): για ορισμένους οι «καθολικές έννοιες» είναι πραγματικές οντότητες (πραγματοκράτες: Μπερνάρ της Σαρτρ, Γκιγιόμ του Σανπό, Ανσέλμος της Αόστης κ.ά.), για άλλους οι καθολικές έννοιες είναι μόνο ονόματα (ονοματοκράτες: Αβελάρδος και αργότερα Γουίλιαμ Όκαμ).

Ο Αβελάρδος (12ος αι.) είναι ο ιδρυτής της λεγόμενης νέας οδού (που αντιτάσσεται στην αρχαία οδό, περιπλεγμένη ακόμα σε μεταφυσικά προβλήματα): η λογική είναι scientia sermocinalis και οι όροι της είναι λέξεις και λόγοι, που έχουν νοηματική πρόθεση. Αυτή η sermocinalis ή νομιναλιστική λογική επιβλήθηκε από τον 13o αι. και ύστερα, έστω και αν από μια πλευρά μερικοί (ο Ντουνς και ο Θωμάς ο Ακινάτης) θεώρησαν αντικείμενα ίδια της λογική τα νοητικά γεγονότα, ενώ άλλοι (ο Μπουριντάνο, ο Αλβέρτος της Σαξονίας, ο Νικόλαος ντι Οτρεκούρ κ.ά.) επέμεναν να υποστηρίζουν ότι αντικείμενα της λογική δεν είναι τα νοητικά γεγονότα, αλλά τα δομικά σχήματα, τα οποία σκόπιμα τείνουν στην κατασκευή σημασιολογικών περιεχομένων και, ως σχήματα, είναι ανεξάρτητα και από τα περιεχόμενα και από τον τρόπο με τον οποίο τα προσλαμβάνει ο νους.

Η ουμανιστική αντίδραση κατά του σχολαστικού φορμαλισμού οδήγησε από τη μια στην υποτίμηση της λογική ως επιστήμης της απόδειξης (Κολούτσιο Σαλουτάτι, Λορέντσο Βάλα κ.ά.) και από την άλλη σε μια ρητορική αντίληψη της λογική, ως αναζήτησης των μέσων της πειθούς και της επινόησης ή ανακάλυψης των αληθειών τόσο στον φυσικό όσο και στον ανθρώπινο τομέα. Η αντίληψη αυτή, στην οποία είναι φανερή η επίδραση του Κικέρωνα, αποκορυφώνεται στον ραμισμό (από το όνομα του Πέτρους Ράμους, 16ος αι.), ενώ, εξαιτίας κυρίως του αριστοτελισμού της σχολής της Πάντοβα του 16ου αι. (Φρακαστόρο, Τσαμπαρέλα κ.ά.), το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στην επαγωγική μέθοδο.

Είναι ανοιχτός έτσι ο δρόμος στη μεταρρύθμιση την οποία πρότεινε ο Φράνσις Μπέικον (Φραγκίσκος Βάκων) στις αρχές του 17ου αι., με το έργο του Νέο όργανο (Novum Organum)· η λογική έγινε επιστημονική μεθοδολογία, όργανο για να πλαισιώνει και να οδηγεί την επιστημονική έρευνα στην ανακάλυψη των αληθειών. Σε αυτό το πλαίσιο τοποθετούνται, επομένως, η πειραματική μέθοδος του Γαλιλαίου, η μεθοδολογία του Ντεκάρ και οι σκέψεις του Πασκάλ, στις οποίες είναι εξίσου ισχυρή η επίδραση του προτύπου του μαθηματικού λογισμού, ως τελείου παραδείγματος «αυστηρότητας και ακρίβειας». Τόσο αληθεύει που ο Χομπς, κατά ένα μέρος ξεκινώντας από την αγγλική νομιναλιστική λογική και κατά ένα μέρος εξαιτίας συρροής των εμπειρικών και μαθηματικών διαφερόντων, διατύπωσε τη θεωρία, που τόσο ευνοϊκά έγινε δεκτή και στη νεότερη εποχή, ότι η λογική είναι «λογικός υπολογισμός» ορισμένων συμβόλων μέσω συμβατικών κανόνων, σύμφωνα με το υπόδειγμα του μαθηματικού λογισμού. Τη θεωρία αυτή ανέπτυξαν στο έπακρο ο Λάιμπνιτς (ο οποίος δεν κατόρθωσε πάντως να την ολοκληρώσει) και οι οπαδοί του (Λάμπερτ, Χόλαντ κ.ά.). Ο Λάιμπνιτς έθεσε ως ιδιαίτερο αντικείμενο της λογική μια αρχιτεκτονική του λογικού, εκφραζόμενη στα σχήματα και στις δομές του προφορικού λόγου. Η αρχιτεκτονική αυτή αναπτύχθηκε σε πλάτος από τους Γερμανούς οπαδούς του κατά τον 18ο αι. (Λάμπερτ, Βολφ, Κράους), οι οποίοι έδωσαν επίσης εκτεταμένες διδασκαλικές πραγματείες εκείνης της παραγωγικής λογική που είχε, παρ’ όλα αυτά, εξακολουθήσει να είναι αντικείμενο μελέτης, όπως αποδεικνύεται από το φημισμένο έργο Λογική του Πορ Ρουαγιάλ, ένα κείμενο που σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία.

Σε αυτό ακριβώς το έδαφος γεννήθηκε η Κριτική του καθαρού λόγου του Καντ. Σε αυτό το έργο του ο Καντ διακρίνει σαφώς μια γενική λογική, που δεν είναι άλλη από την τυπική λογική της αριστοτελικής κληρονομιάς (την οποία όμως ο Καντ αντιλαμβάνεται ως θεωρία της σκέψης και όχι του προφορικού λόγου), λογική που έχει ήδη διαμορφωθεί ολοκληρωτικά και δεν επιδέχεται εξελίξεις, και μια υπερβατική λογική ή θεωρία των a priori (καθαρών) μορφών της σκέψης. Αυτή η υπερβατική λογική υποδιαιρείται έπειτα σε αναλυτική (θεωρία των κατηγοριών και του συνθέτου a priori λογισμού) και σε διαλεκτική (θεωρία των αντινομιών στις οποίες περιπίπτει αναπόφευκτα το λογικό, όταν ξεπερνά την εμπειρία). Με τον τρόπο αυτό η λογική έπαιρνε έναν εντελώς νέο χαρακτήρα, ταυτιζόμενη τελικά με τη γνωσιολογία και προετοιμάζοντας έτσι την αναγωγή σε λογική της γνωσιολογίας και της μεταφυσικής.

Στον Χέγκελ, που είναι ο μέγιστος εκπρόσωπος αυτού του ρεαλισμού, η λογική έγινε δίχως άλλο η θεωρία και το σύστημα των καθαρών εννοιών και των κατηγοριών στις οποίες διαρθρώθηκε η Ιδέα, δηλαδή η πρώτη φάση της διαλεκτικής εξέλιξης του πνεύματος. Η διαλεκτική, η οποία στον Καντ, λόγω του αντικειμενικού ορίου που είχε τεθεί στην ενέργεια της σκέψης από την ύπαρξη του νοουμένου, ήταν ακόμα μια φαινομενολογική θεωρία, έγινε οπωσδήποτε στον Χέγκελ ο ίδιος ο νόμος της αλήθειας και της σκέψης: η διαλεκτική λογική (στην οποία συναντώνται και στοιχεία της πλατωνικής διαλεκτικής) αντιτίθεται έτσι, ως συγκεκριμένη σκέψη, στην τυπική λογική, που χαρακτηρίζει την αφηρημένη σκέψη, και η αντίθεση αυτή (που εξωτερικεύεται και στις περίφημες κριτικές στη μεσαιωνική αρχή της ταυτότητας και της μη αντίφασης) παραμένει σε όλους τους διαλεκτικούς διανοητές, από τον Μαρξ μέχρι τον Κρότσε.

Αλλά ακριβώς σε αυτή την αντίθεση βρίσκεται και η αιτία της αντίδρασης που στο όνομα της τυπικής λογική παρουσίασαν μερικοί παραδοσιακοί θεωρητικοί της λογική (για παράδειγμα, ο Μπολτσάνο και ο Τρεντέλενμπουργκ). Έχουμε έτσι μια αναγέννηση της καθαρής τυπικής λογική: από τη μια πλευρά, με τον Χούσερλ, η λογική θεωρείται θεωρία των προτάσεων «καθ’ εαυτάς» (ανεξάρτητα από κάθε ψυχολογική, γνωσιολογική και μεταφυσική αντίληψη) και της καθαρής παραγωγής προτάσεων από προτάσεις· από την άλλη πλευρά, η λογική μεταμορφώνεται σε λογιστική ή σε μαθηματική λογική, και έτσι γίνεται ένα από τα θεμελιώδη στοιχεία του λεγόμενου νεοθετικισμού ή λογικού εμπειρισμού.

Ήδη στα μέσα του 19ου αι. επιστήμονες ασχολούμενοι με τη λογική και φιλόσοφοι, όπως οι Μπένθαμ και Χάμιλτον, είχαν ξεκινήσει έρευνες που απέβλεπαν στην κατασκευή μιας άλγεβρας της λογική Στην αριστοτελική λογική οι ποσοτικές εκτιμήσεις είχαν εισαχθεί μόνο στις σχέσεις του υποκειμένου με το κατηγορούμενο («όλοι» οι άνθρωποι είναι θνητοί)· τώρα αυτές επεκτάθηκαν και στα κατηγορούμενα («όλοι» οι άνθρωποι είναι «μερικά» από τα θνητά όντα)· σχηματίστηκε έτσι μια ποσοτικοποιημένη λογική, όπου οι έννοιες νοούνταν μόνο ως τάξεις ή ως συλλογές αντικειμένων και οι προτάσεις ως συμπεριλήψεις ή εξαιρέσεις (κριτήριο καθαρά εκτατικό) ολικές ή μερικές ορισμένων τάξεων σε –ή από– ορισμένες άλλες τάξεις. Αυτή η λογική άλγεβρα έδωσε αφορμή κατόπιν στη λεγόμενη μαθηματική λογική, η οποία, αφού άρχισε με τους Φρέτζε και Πεάνο, έφτασε στο αποκορύφωμά της με το έργο των Ράσελ και Γουάιτχεντ (Prinicipia Mathematica) και ύστερα με ποικίλους τρόπους αναπτύχθηκε από τους Βιτγκενστάιν, Κάρναπ, Τάρσκι, Ντιούι κ.ά. προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: από τη μια πλευρά η καθαυτό μαθηματική λογική και από την άλλη η τυπική αναλυτική λογική, που είναι τμήμα εκείνης της πιο πλατιάς ανάλυσης της γλώσσας που επανασυνδέεται με τη σημειολογία (ή γενική θεωρία των σημείων, Μόρις), η οποία αργότερα διακρίθηκε σε συντακτική ανάλυση (δηλαδή των κανόνων με τους οποίους τα σημεία, που αποτελούν την ομιλία ή τη γλώσσα, συνδέονται μεταξύ τους, Κάρναπ) και σε σημαντική ανάλυση (δηλαδή της σημασίας και των αξιών της αλήθειας ή του ψεύδους των γλωσσικών εκφωνημάτων).

Ο Σωκρατικός Διάλογος

Ο Σωκρατικός Διάλογος δεν λειτουργεί με την προϋπόθεση να ανασκευάσει τις συνθήκες κατανόησης και να υποστηρίξει μια νεκρή αντικειμενικοποίηση της διυποκειμενικής συναίνεσης.
 
Επίσης ούτε κινείται στα επίπεδα (που τον θέλουν πολλές ψυχαναλυτικές γνωσιακές ψυχοθεραπείες και όχι μόνο) ενός πρακτικού μπιχεβιορισμού και γνωσιακής   «εισαγωγικοποίησης»  του υποκειμένου, όπου το άτομο καλείται να διαπαιδαγωγηθεί μέσω μιας μιμητικής προσαρμογής και να εξασφαλίσει τα γνωσιακά πλαίσια της αυτοσυντήρησης του, χωρίς να τίθεται το φιλοσοφικό ερώτημα της εξασφάλισης της αυτονομίας τόσο της σκέψης όσο και της πράξης. Ο Σωκρατικός Διάλογος αποτελεί την πλατωνική τεραγωνική ρίζα, της πράξης που συμπυκνώνεται στο «το τα εαυτού πράττειν» (Χαρμίδης 161b,& Τίμαιος 72a ).
Η Μαιευτική και η Διαλεκτική είναι η συζήτηση που διέπεται από κανόνες μεταξύ ατόμων που έχουν από πριν συνομολογήσει ότι θα επιδοθούν στην εξέταση εννοιών ηθικών, λογικών και οντολογικών, προς αναζήτηση της αλήθειας χωρίς να παρεισφρέουν “οιήσεις” ή προσωπικές εμπάθειες και δοξασίες. Η Σωκρατική Μαιευτική, η μέθοδος που εφάρμοζε ο Σωκράτης για να διαπλάσει τις ψυχές των νεαρών Αθηναίων, έχει ως στόχο την αναζήτηση όχι τής διά τής αποκαλύψεως αλήθειας , αλλά δια της Λογικής. Ο Lebon γράφει στο Wise Therapy: “Σύμφωνα με τους Πλατωνικούς Διαλόγους, ο Σωκράτης συνήθως άρχιζε την έρευνά του για την “εξετασμένη ζωή” με ένα αίτημα για συλλογισμό ή ορισμό κάποιας βασικής έννοιας. Η Φιλοσοφική Συμβουλευτική έχει πολλά κοινά με την Σωκρατική προσέγγιση ότι δηλαδή μπορεί ο σύμβουλος να γίνει η “μαία” των ιδεών του επισκέπτη”. ‘Έτσι ο ορισμός κάποιας συγκεκριμένης έννοιας, πχ. Αρετή, γίνεται το αντικείμενο της αμοιβαίας έρευνας.
 
Δεν πρόκειται όμως για μια ακαδημαϊκή και βερμπαλιστική συζήτηση γύρω από θέματα φιλοσοφίας. Ο βασικός στόχος της Μαιευτικής, της κριτικής ανάλυσης των εννοιών των πραγμάτων, είναι να μπορέσει ο άνθρωπος να εφαρμόσει την αποκτημένη γνώση σε διάφορες περιπτώσεις της ζωής του. Για να μπορέσει όμως το υποκείμενο να φτάσει στη Γνώση αναγκαίο είναι να βρεθεί πρώτα σε Aπορία.
 
Η Σωκρατική Μαιευτική οδηγεί σταδιακά το άτομο στην Aπορία για να μπορέσει μετά να το εισάγει στη Διαλεκτική, που είναι το ανώτερο στάδιο της γνωστικής διαδικασίας. Η απορία, (η λέξη από τους αντίστοιχους διαλόγους του Πλάτωνος) είναι η κατάληξη της αμφισβήτησης των θέσεων, των πλανημένων ιδεών, είναι η άρση των εμποδίων, η κατάσταση στην οποία θα βρεθεί το άτομο όταν, μέσα από τη Μαιευτική, θα αναγνωρίσει ότι δεν ξέρει τίποτα : “ότι, ω φίλε, ούκ οίει αυτώ επίστασθαι ούκ επιστάμενος” (Σωκράτης, Πλάτωνος, Αλκιβιάδης” (Τώρα φίλε, δεν νομίζεις ότι το γνωρίζεις, ενώ δεν το γνωρίζεις”.
 
Η “οίησις”, το να νομίζει κανείς ότι γνωρίζει είναι το κυριότερο εμπόδιο στην κατάκτηση της γνώσης γιατί συνοδεύεται από αλαζονεία και έπαρση, κύρια χαρακτηριστικά της νευρωτικής εποχής μας,. Μέσω της μαιευτικής και εξ αιτίας αυτής, το άτομο πέφτει σε αντιφάσεις και έτσι αναγκάζεται να παραδεχτεί την άγνοιά του. Έτσι βρίσκεται σε απορία. “Η επίτευξη βαθειάς αυτογνωσίας και διορατικότητας απαιτεί να συνεχίσεις σε όλη τη ζωή σου να θέτεις ερωτήσεις, να εξετάζεις τα πράγματα, να απελευθερώσεις το νου σου από τυποποιημένα συνθήματα, στερεότυπες δοξασίες, να αμφισβητείς τη συμβατική σοφία” (Gross, Η μέθοδος του Σωκράτη). Η αλήθεια φανερώνεται στο άτομο μέσα από το επόμενο στάδιο της Μαιευτικής, την Διαλεκτική.

Σόλων, ο σοφός που πολέμησε την υπερβολή

Η αρπαγή της γης ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στην Αθήνα του έβδομου π.Χ. αιώνα. Στα δικαστήρια, κέρδιζε όποιος είχε χρήματα να δωροδοκήσει τους δικαστές. Η προμήθεια έδινε κι έπαιρνε κι είχε ημιεπίσημα οριστεί στο 10%. Γι’ αυτό και τους δικαστές που δε δέχονταν να δωροδοκηθούν, τους έλεγαν αδέκαστους: Χωρίς το ένα δέκατο, χωρίς το 10%. Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, οι ξεσηκωμοί των αδικημένων διαδέχονταν ο ένας τον άλλο και ουσιαστικά βασίλευε η αναρχία και τι δίκιο του πιο δυνατού.

Η αυστηρή νομοθεσία του Δράκοντα (621 π.Χ.) δεν καλυτέρευσε τα πράγματα, καθώς η αριστοκρατία την χρησιμοποίησε για το δικό της συμφέρον. Μια ακόμα εξέγερση (616 ή 612 π.Χ.) ενός Κύλωνα πνίγηκε στο αίμα. Οι οπαδοί του σφάχτηκαν, αν και είχαν καταφύγει ικέτες σε ναό. Ένας λοιμός, που έπεσε στην πόλη, ερμηνεύτηκε ως θεία δίκη για το «Κυλώνειον άγος», όπως ονομάστηκε.

Ο επώνυμος άρχοντας Μεγακλής, της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, θεωρήθηκε υπεύθυνος της σφαγής κι εξορίστηκε με όλη την οικογένειά του, ενώ ο σοφός Επιμενίδης ο Κρης κλήθηκε να εξαγνίσει την πόλη. Ο Επιμενίδης έκανε τον καθαρμό αλλά και πρότεινε στους Αθηναίους να αναθέσουν στον φίλο του, σοφό έμπορο Σόλωνα, να φτιάξει νέους νόμους. Ήταν το 594 π.Χ.

Όταν ο Σόλων προτάθηκε να γίνει νομοθέτης με δικτατορικές εξουσίες, ανήκε ήδη στη γενιά των σαραντάρηδων που πολλά υπόσχονταν στον πολιτικό στίβο της εποχής. Γεννήθηκε το 639 π.Χ. από πατέρα κατευθείαν απόγονο του θρυλικού τελευταίου βασιλιά Κόδρου (και μακρινού απόγονου του θεού Ποσειδώνα). Γεννήθηκε αριστοκράτης, γλέντησε στα νιάτα του για τα καλά, έγραψε ποιήματα, που υμνούσαν τη φιλία, κι ένα εμβατήριο, που ξεσήκωσε τους Αθηναίους να πάρουν τη Σαλαμίνα. Νωρίς, μπήκε δυναμικά στο εμπόριο και κατάφερε ν’ αποκτήσει τεράστια περιουσία, που του επέτρεπε να διαθέτει χρόνο για να φιλοσοφεί τη ματαιότητα της ζωής. Πριν να τον κατατάξουν στους Επτά Σοφούς της Αρχαιότητας, είχε κιόλας αναγνωριστεί, ως σοφός και μετρημένος άνθρωπος.

Έμβλημά του είχε το γνωμικό «μηδέν άγαν» (τίποτα υπερβολικό), που ο ίδιος πρωτοείπε και που τήρησε με ευλάβεια σε όλη του τη ζωή αλλά και στους νόμους του. Αυτή του, άλλωστε, η προσήλωση στη μετριοπάθεια αποτέλεσε και την κρυφή ελπίδα εκείνων που εισηγήθηκαν να του ανατεθούν οι τύχες της πόλης. Τους δικαίωσε πετυχαίνοντας το ακατόρθωτο: Να συμβιβάσει πλούσιους και φτωχούς για πρώτη και τελευταία φορά στην Παγκόσμια Ιστορία!

Όταν τον ερώτησαν, αν έχει τη γνώμη πως έδωσε στους Αθηναίους τους καλύτερους νόμους που μπορούσαν να θεσπιστούν, απάντησε θαρραλέα:

«Όχι! Τους έδωσα, όμως, τους καλύτερους, που μπορούσαν να δεχτούν»!

Με τους νόμους του, ο Σόλων επέβαλε τη λαϊκή συμμετοχή, άφησε μεγάλες αρμοδιότητες στους αριστοκράτες αλλά πέρασε την ως τότε ανεξέλεγκτη δράση τους μέσα από τους μηχανισμούς της έγκρισης από την πλειοψηφία. Καθιέρωσε, δηλαδή, την ισορροπία του ελέγχου, κάνοντας πράξη την περί ευνομούμενης πολιτείας φιλοσοφία του. Όταν τον ερώτησαν πώς αντιλαμβάνεται μια τέτοια πολιτεία, απάντησε:

«Είναι αυτή, της οποίας οι πολίτες υπακούουν στους κυβερνήτες τους και οι κυβερνήτες υπακούουν στους νόμους».

Του ζήτησαν να προχωρήσει στην ανακατανομή της γης, που οι αριστοκράτες είχαν ουσιαστικά αρπάξει. Αρνήθηκε τονίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με αιτία εμφύλιου πολέμου. Θέσπισε, όμως, τη σεισάχθεια (την άρση βαρών, όπως θα τη λέγαμε σήμερα) και με μια μονοκονδυλιά έσβησε όλα τα χρέη, εκτός από τα εμπορικά, κι απαγόρευσε στο εξής, τον δανεισμό με ενέχυρο το σώμα του δανειζόμενου. Μια και κανένας δε χρωστούσε πια τίποτα σε κανέναν, όλοι όσοι είχαν γίνει δούλοι για χρέη ελευθερώθηκαν. Με χρήματα του κράτους ελευθερώθηκαν και όσοι είχαν πουληθεί έξω από την Αττική. Οι πλούσιοι τον κατηγόρησα ότι η νομοθεσία του ισοδυναμούσε με κατάσχεση αλλά δεν μπόρεσαν να τον διαβάλουν, επειδή γρήγορα γνωστοποιήθηκε ότι ο ίδιος ήταν μεγάλος πιστωτής και άρα μεγάλος χαμένος από τον ίδιο του τον νόμο. Δέκα χρόνια αργότερα, όλοι αναγνώριζαν ότι το μέτρο αυτό έσωσε την Αθήνα από την περιπέτεια μιας επανάστασης.

Η μεγάλη επιτυχία των νόμων του Σόλωνα εντοπίζεται στην επέκτασή τους σε πλούσιους και φτωχούς και στην καθιέρωση της συμμετοχής στα κοινά βάρη ανάλογα με τη δυνατότητα του καθένα. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τη διαφθορά, δείχνει πως είχε μυαλό «περπατημένου» και οξυδερκούς ανθρώπου, ο οποίος κατανοεί ότι «το χρήμα δεν είναι το παν, πετυχαίνει όμως το παν». Με ένα πολυσυζητημένο νόμο, μείωσε το ύψος της προίκας, ώστε, στους γάμους, να πρυτανεύει η αγάπη και η θέληση για τη δημιουργία οικογένειας κι όχι το συμφέρον. Όταν, όμως, του ζήτησαν να νομοθετήσει εναντίον των αγάμων, αρνήθηκε:

«Μια γυναίκα είναι βαρύ φορτίο», είπε.

Το μεγάλο επίτευγμά του, πάντως, ονομάζεται Ηλιαία. Ήταν ένα δικαστήριο ενόρκων, το οποίο δίκαζε τα πάντα εκτός από τους φόνους και τις ιεροσυλίες, που παρέμειναν στη δικαιοδοσία του Αρείου Πάγου. Την αποτελούσαν 6.000 δικαστές, που κληρώνονταν μεταξύ όλων των ελεύθερων πολιτών. Σε κάθε δίκη, δίκαζαν πεντακόσιοι που ορίζονταν με κλήρο το πρωί κι ήταν υποχρεωμένοι να εκδώσουν απόφαση ως τη δύση του ηλίου.

«Διότι», όπως γράφει σκωπτικά ο Διογένης ο Λαέρτιος, «ακόμα και για έναν Αθηναίο ήταν πολύ δύσκολο, σε μια μόνο μέρα, να δωροδοκήσει 500 δικαστές».

Κάποια άλλα από τα μέτρα που πήρε στον κοινωνικό τομέα, φανερώνουν σε ποιο σημείο κατάπτωσης είχε φτάσει η πόλη, που έμελλε, έναν αιώνα αργότερα, να σώσει την Ελλάδα από την περσική απειλή και να δημιουργήσει τον χρυσό αιώνα του πνεύματος και της τέχνης:

Οι γυναίκες απαγορευόταν να έχουν πάνω από τρεις φορεσιές, οι πομπώδεις τελετές τιμωρούνταν με βαριά πρόστιμα, οι πολυδάπανες θυσίες καταργήθηκαν, ενώ έτρωγε βαρύ πρόστιμο, όποιος το παράκανε με τα μοιρολόγια στις κηδείες. Έτσι, η επίδειξη χτυπήθηκε καίρια κι οι Αθηναίοι, θέλοντας και μη, οδηγήθηκαν στη σοφία του γνωμικού «παν μέτρον άριστον» (όλα με μέτρο).

Στα 572 π.Χ. σε ηλικία 67 χρόνων ο Σόλων αποσύρθηκε. Του πρότειναν να γίνει ισόβιος δικτάτορας. Αρνήθηκε:

«Η δικτατορία είναι ωραία τοποθεσία για να μένει κάποιος αλλά δεν προσφέρει τρόπο επιστροφής», είπε.

Ζήτησε από τους Αθηναίους να του ορκιστούν ότι θα εφαρμόζουν τους νόμους για τα δέκα επόμενα χρόνια κι έφυγε να γνωρίσει τον κόσμο.

Πήγε στην Αίγυπτο, πέρασε από την Κύπρο, όπου τον παρακάλεσαν να τους φτιάξει νόμους, κι από εκεί πήγε στις Σάρδεις, στην αυλή του βασιλιά της Λυδίας Κροίσου, που θέλησε να του κάνει επίδειξη. Ο Λυδός τον περιέφερε στο παλάτι δείχνοντάς του τα συσσωρευμένα πλούτη κι έπειτα τον ρώτησε, ποιον θεωρούσε πιο ευτυχισμένο άνθρωπο στον κόσμο. Ο σοφός του απαρίθμησε περιπτώσεις ανθρώπων, που όλοι τους ήταν πια νεκροί. Ο Κροίσος διαμαρτυρήθηκε κι ο Αθηναίος του είπε το περίφημο:

«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» (μην καλοτυχίζεις κανέναν, πριν να δεις πώς πέθανε).

Επέστρεψε στην πατρίδα του πολύ γέρος και πανέτοιμος να δεχτεί τον θάνατο. Πικράθηκε, όταν είδε τον μακρινό του ξάδερφο, Πεισίστρατο, να εξαπατά συμμάχους και αντιπάλους και να γίνεται τύραννος. Τότε, σε ένδειξη διαμαρτυρίας, έβγαλε έξω από την πόρτα τα όπλα του και την ασπίδα, σημάδι ότι εγκαταλείπει την πολιτική, κι αναστέναξε:

«Κάθε Αθηναίος μόνος του έχει το βήμα της αλεπούς. Όλοι μαζί, όμως, περπατούν σα χήνες».

Πέθανε το 559 π.Χ. σε ηλικία 80 χρόνων.

Οι διδαχές του Ισοκράτη για έναν ηθικό βίο

Κανένα να μη κάνεις φίλον προτού εξετάσης πώς έχει συμπεριφερθή προς τους παλαιούς του φίλους· διότι πρέπει να προβλέπης ότι θα συμπεριφερθή και προς σε, όπως συμπεριεφερθή προς εκείνους. Να γίνεσαι μεν βραδέως φίλος, αφού δε γίνης φίλος να μένης πιστός εις την φιλίαν. Διότι είναι εξ ίσου απρεπές να μη έχης κανένα φίλον και να αλλάζης πολλούς φίλους συχνά. Να μη δοκιμάζης τους φίλους σου κατά τοιούτον τρόπον ώστε εκ της δοκιμής ταύτης να προέρχεται διά σε ζημία, μήτε όμως να θέλης να έχης τους φίλους σου αδοκιμάστους. Τούτο δε θα κατορθώσης, αν προσποιείσαι ενώπιον αυτών ότι έχεις ανάγκας τας οποίας δεν έχεις.

[25] να ανακοινώνης εις αυτούς ζητήματα, τα οποία δύνανται να κοινολογηθούν, παρουσιάζων αυτά ως μυστικά· αν διαψευσθής εις τας ελπίδας σου, δεν θα υποστής εκ τούτου καμμίαν ζημίαν, εάν δε αι ελπίδες σου επιβεβαιωθούν, θα έχης ασφαλεστέραν γνώσιν του χαρακτήρος των φίλων σου. Να δοκιμάζης τους φίλους εις τας δυστυχίας και εις τους κοινούς κινδύνους· διότι τον μεν χρυσόν δοκιμάζομεν εις το πυρ, τους δε φίλους διακρίνομεν εις τας ατυχίας. Θα τηρήσης την αρίστην στάσιν απέναντι των φίλων σου, αν δεν περιμένης ούτοι να σου γνωρίσουν τας ανάγκας των, αλλ' αν αυθορμήτως έλθης εις βοήθειάν των, όταν αι περιστάσεις το επιβάλλουν.


[26] Να νομίζης ότι είναι εξ ίσου επαίσχυντον να νικάσαι υπό των εχθρών σου εις το κακόν και να φαίνεσαι κατώτερος των φίλων σου εις τας ευεργεσίας που σου κάμνουν. Να θεωρής ως αληθείς φίλους όχι μόνον εκείνους που λυπούνται διά τας δυστυχίας σου, αλλά και εκείνους οι οποίοι δεν σε φθονούν διά την ευτυχίαν σου· διότι πολλοί λυπούνται μεν μαζί με τους φίλους των διά τας ατυχίας των, αλλά τους φθονούν, όταν ευτυχούν. Να ενθυμήσαι τους απόντας φίλους σου ενώπιον των παρόντων, διά να φαίνεσαι ότι ουδέ τούτους λησμονείς, όταν είναι απόντες.
 
[27] Να θέλης να είσαι όσον αφορά την ενδυμασίαν σου φιλόκαλος και όχι καλλωπιστής. Είναι δε ίδιον γνώρισμα του μεν φιλοκάλου η μεγαλοπρέπεια, του δε καλλωπιστού το εξεζητημένον (η επίδειξις, ίνα κινηθή η περιέργεια των άλλων). Να αγαπάς ουχί την υπερβολικήν αύξησιν των υπαρχόντων αγαθών, αλλά την μετρίαν απόλαυσιν τούτων. Να καταφρονής τους φιλοχρημάτους, οι οποίοι ζητούν να συσσωρεύουν θησαυρούς και δεν γνωρίζουν να απολαύσουν εκείνους που έχουν· διότι ούτοι πάσχουν κάτι παρόμοιον με εκείνους οι οποίοι αγοράζουν ωραίον ίππον, ενώ γνωρίζουν να ιππεύουν κακώς.

[28] Προσπάθει να καθιστάς τον πλούτον σου προσοδοφόρον και χρήσιμον· είναι δε ο πλούτος χρήσιμος μεν εις τους επιθυμούντας να μεταχειρίζωνται τούτον ελευθερίως, προσοδοφόρος δε εις τους δυναμένους να αποκτούν κτήματα προσοδοφόρα. Να εκτιμάς την υπάρχουσαν περιουσίαν διά δύο λόγους, και διά να δύνασαι να πληρώσης μέγα πρόστιμον και διά να βοηθής χρηστόν φίλον όταν δυστυχή· διά τας άλλας δε ανάγκας της ζωής σου να μη προσκολλάσαι εις αυτήν υπερβολικά, αλλά να την αγαπάς με μέτρον.

Πρωτότυπο Κείμενο
Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς πρότερον φίλοις· ἔλπιζε γὰρ αὐτὸν καὶ περὶ σὲ γενέσθαι τοιοῦτον, οἷος καὶ περὶ ἐκείνους γέγονε. βραδέως μὲν φίλος γίγνου, γενόμενος δὲ πειρῶ διαμένειν· ὁμοίως γὰρ αἰσχρὸν μηδένα φίλον ἔχειν καὶ πολλοὺς ἑταίρους μεταλλάττειν. μήτε μετὰ βλάβης πειρῶ τῶν φίλων, μήτ’ ἄπειρος εἶναι τῶν ἑταίρων θέλε. τοῦτο δὲ ποιήσεις, ἐὰν μὴ δεόμενος τὸ δεῖσθαι προσποιῇ.

[25] περὶ τῶν ῥητῶν ὡς ἀπορρήτων ἀνακοινοῦ· μὴ τυχὼν μὲν γὰρ οὐδὲν βλαβήσει, τυχὼν δὲ μᾶλλον αὐτῶν τὸν τρόπον ἐπιστήσει. δοκίμαζε τοὺς φίλους ἔκ τε τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας καὶ τῆς ἐν τοῖς κινδύνοις κοινωνίας· τὸ μὲν γὰρ χρυσίον ἐν τῷ πυρὶ βασανίζομεν, τοὺς δὲ φίλους ἐν ταῖς ἀτυχίαις διαγιγνώσκομεν. οὕτως ἄριστα χρήσει τοῖς φίλοις, ἐὰν μὴ προσμένῃς τὰς παρ’ ἐκείνων δεήσεις, ἀλλ’ αὐτεπάγγελτος αὐτοῖς ἐν τοῖς καιροῖς βοηθῇς.

[26] ὁμοίως αἰσχρὸν εἶναι νόμιζε τῶν ἐχθρῶν νικᾶσθαι ταῖς κακοποιίαις καὶ τῶν φίλων ἡττᾶσθαι ταῖς εὐεργεσίαις. ἀποδέχου τῶν ἑταίρων μὴ μόνον τοὺς ἐπὶ τοῖς κακοῖς δυσχεραίνοντας, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς μὴ φθονοῦντας· πολλοὶ γὰρ ἀτυχοῦσι μὲν τοῖς φίλοις συνάχθονται, καλῶς δὲ πράττουσι φθονοῦσι. τῶν ἀπόντων φίλων μέμνησο πρὸς τοὺς παρόντας, ἵνα δοκῇς μηδὲ τούτων ἀπόντων ὀλιγωρεῖν.

[27] Εἶναι βούλου τὰ περὶ τὴν ἐσθῆτα φιλόκαλος, ἀλλὰ μὴ καλλωπιστής. ἔστι δὲ φιλοκάλου μὲν τὸ μεγαλοπρεπές, καλλωπιστοῦ δὲ τὸ περίεργον. Ἀγάπα τῶν ὑπαρχόντων ἀγαθῶν μὴ τὴν ὑπερβάλλουσαν κτῆσιν ἀλλὰ τὴν μετρίαν ἀπόλαυσιν. καταφρόνει τῶν περὶ τὸν πλοῦτον σπουδαζόντων μέν, χρῆσθαι δὲ τοῖς ὑπάρχουσι μὴ δυναμένων· παραπλήσιον γὰρ οἱ τοιοῦτοι πάσχουσιν, ὥσπερ ἂν εἴ τις ἵππον κτήσαιτο καλὸν κακῶς ἱππεύειν ἐπιστάμενος.

[28] πειρῶ τὸν πλοῦτον χρήματα καὶ κτήματα κατασκευάζειν. ἔστι δὲ χρήματα μὲν τοῖς ἀπολαύειν ἐπισταμένοις, κτήματα δὲ τοῖς κτᾶσθαι δυναμένοις. τίμα τὴν ὑπάρχουσαν οὐσίαν δυοῖν ἕνεκεν, τοῦ τε ζημίαν μεγάλην ἐκτῖσαι δύνασθαι, καὶ τοῦ φίλῳ σπουδαίῳ δυστυχοῦντι βοηθῆσαι· πρὸς δὲ τὸν ἄλλον βίον μηδὲν ὑπερβαλλόντως ἀλλὰ μετρίως αὐτὴν ἀγάπα.

Μια μυστηριώδης, ισχυρή έκρηξη ραδιοκυμάτων από το βαθύ διάστημα

Το σύμπαν είναι γεμάτο με αόρατη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία. Πέρα από το ορατό φάσμα, το διάστημα είναι ένα πολύχρωμο χάος ραδιοφωνικών σημάτων και μικροκυματικής ακτινοβολίας, τα οποία εκτοξεύονται από ήλιους, αστέρια που καταρρέουν, νέφη σκόνης και από μαύρες τρύπες. Έπειτα, υπάρχει ακτινοβολία που κανείς δεν καταλαβαίνει – μυστηριώδεις εκρήξεις υπερβολικής ενέργειας, που φτάνουν σε μας από δισεκατομμύρια έτη φωτός μακριά μας, από όλο το σύμπαν, από άγνωστες προελεύσεις και για άγνωστους λόγους.

Το ραδιοτηλεσκόπιο CHIME του Καναδά ανίχνευσε πρόσφατα μια σπάνια, χαμηλής συχνότητας έκρηξη ενέργειας από βαθιά μέσα στο σύμπαν. Οι αστρονόμοι αναζητούν με ανυπομονησία μια εξήγηση.

Οι αινιγματικοί παλμοί αποκαλούνται μερικές φορές ταχείες ραδιοφωνικές εκρήξεις (FRBs) , επειδή μπορεί να διαρκέσουν μερικά μόνο χιλιοστά του δευτερολέπτου. Το πρωί της 25ης Ιουλίου, μια τέτοια έκρηξη μυστηριώδους ενέργειας ανιχνεύτηκε από μια νέα σειρά ραδιοτηλεσκοπίων που βρίσκονται στα βουνά της Βρετανικής Κολομβίας του Καναδά, καταγράφοντας μία από τις σπανιότερες ραδιοσυχνότητες που εντοπίστηκαν ποτέ.

Το μυστήριο σήμα – που ονομάστηκε FRB 180725A, από το έτος, το μήνα και την ημέρα που ανιχνεύθηκε – μεταδόθηκε σε συχνότητες τόσο χαμηλές κάπου 580 MHz, σχεδόν 200 MHz χαμηλότερο από οποιοδήποτε άλλο FRB που εντοπίστηκε ποτέ.

«Οι χρόνοι άφιξης αυτών των γεγονότων δεν συσχετίζονται με γνωστές δραστηριότητες ή άλλες γνωστές πηγές», γράφει ο Patrick Boyle, συγγραφέας της ανακοίνωσης και υπεύθυνος έργου στο ραδιοτηλεσκόπιο CHIME – το ραδιοτηλεσκόπιο που ανίχνευσε την περίεργη νέα υπογραφή.

Η πολύ γρήγορη, χαμηλή συχνότητα του παλμού υποδηλώνει ότι η έκρηξη ήταν εξαιρετικά φωτεινή και προέρχεται από μια πανίσχυρη πηγή κάπου στο σύμπαν. Η μελέτη αυτού του ιδιόρρυθμου σήματος θα μπορούσε να δώσει στους αστρονόμους καλύτερες ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο σχηματίζονται αυτά τα εξωγαλακτικά ραδιοκύματα και από πού προέρχονται.

Ερευνητές – όπως ο Avi Loeb στο Κέντρο Αστροφυσικής Harvard-Smithsonian – λένε ότι αξίζει να εξεταστεί η «τεχνητή προέλευση» αυτών των σημάτων (δηλαδή εξωγήινης νοημοσύνης ). Άλλες πιθανές καταβολές του περιλαμβάνουν τα σουπερνόβα (αστέρια που εκρήγνυνται), οι υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες ή διάφορες άλλες πηγές ισχυρής ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας, όπως τα πάλσαρ .

Τα FRB παραμένουν ένα απόλυτο μυστήριο για τους αστρονόμους και συνήθως εξάπτουν την περιέργεια των κυνηγών των εξωγήινων σημάτων . Τα σήματα αυτά είναι, από τη φύση τους, εξαιρετικά σύντομα και ταξιδεύουν πολύ πέρα ​​από τον χώρο. Ο δε ακριβής εντοπισμός μιας πηγής τέτοιων αδύνατων παλμών δεν είναι εύκολος. Πέρα από αυτό, έχουν εντοπιστεί στη Γη μόλις περίπου 40 FRB από την πρώτη τους ανακάλυψη το 2007, οπότε η έρευνα για αυτά εξακολουθεί να είναι αραιή.

Αλλά παρά τη σχετική σπανιότητα των FRB στην αστρονομία, είναι πιθανότατα ένα συνηθισμένο κοσμικό περιστατικό. Ο Christopher Conselice, καθηγητής αστροφυσικής στο Πανεπιστήμιο του Nottingham που δεν συμμετείχε στην ανακάλυψη, δήλωσε ότι τα FRB μπορούν να φτάνουν ακόμη και χιλιάδες φορές την ημέρα, απλά δεν έχουμε κατασκευάσει αρκετά εργαλεία για να τα ανιχνεύσουμε ακόμα.

Το τελευταίο μυστήριο σήμα εντοπίστηκε από το CHIME, ένα υπερσύγχρονο ραδιοτηλεσκόπιο που μοιάζει με το μισό σωλήνα του skateboarder στα βουνά της Βρετανικής Κολομβίας. Το CHIME έχει σχεδιαστεί για να ανιχνεύει τα αρχαία ραδιοκύματα που αποστέλλονται όταν το σύμπαν ήταν νεαρό, περίπου 6 έως 11 δισεκατομμύρια χρόνια πριν. Αν και έχει λειτουργήσει μόνο για περίπου ένα χρόνο, έχει ήδη εντοπίσει αρκετά αξιοσημείωτα FRB, συμπεριλαμβανομένων και αρκετών ακόμη σημάτων χαμηλής συχνότητας που ακολούθησαν λίγο μετά την αξιοσημείωτη πηγή FRB 180725A πριν λίγες μέρες.

Το σύμπαν είναι μια ψευδαίσθηση;

Το 1982 μια ερευνητική ομάδα του πανεπιστημίου του Παρισιού υπό την διεύθυνση του φυσικού Alain Aspect, πραγματοποίησε ίσως το σπουδαιότερο πείραμα του 20ου αιώνα. Οι παραπάνω ερευνητές ανακάλυψαν ότι υπό κατάλληλες συνθήκες υποατομικά σωμάτια όπως τα ηλεκτρόνια, μπορούν να επικοινωνούν ακαριαία με άλλα υποατομικά σωμάτια ανεξάρτητα από την απόσταση που τα χωρίζει τόσο αν πρόκειται για απόσταση 5 εκατοστών ή για απόσταση 100 δισεκατομμυρίων χιλιομέτρων, ως να ήξερε κάθε ανεξάρτητο σωμάτιο ακριβώς τι κάνουν τα άλλα.

Το φαινόμενο αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο με δύο τρόπους: ή η θεωρία του Einstein, που αποκλείει τη δυνατότητα επικοινωνίας με ταχύτητες μεγαλύτερες του φωτός, είναι λανθασμένη, ή μεταξύ των υποατομικών σωματίων υπάρχουν συνδέσεις που δεν έχουν μόνο τοπική σχέση μεταξύ των.

Η συντριπτική πλειοψηφία των φυσικών αρνείται την δυνατότητα ύπαρξης φαινομένων που εξελίσσονται με ταχύτητες μεγαλύτερης εκείνης του φωτός αλλά το πείραμα που αναφέρεται προηγουμένως ανατρέπει το αξίωμα αυτό αποδεικνύοντας ότι μεταξύ των υποατομικών σωματίων υπάρχει δεσμός που δεν είναι τοπικού χαρακτήρα.

Ο διεθνούς φήμης Άγγλος φυσικός David Bohm, του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, υποστήριζε ότι η ανακάλυψη του Aspect συνεπιφέρει την μη ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας. Δηλαδή ότι το σύμπαν παρά την φαινομενική του στερεότητα στην πραγματικότητα είναι ένα φάντασμα, ένα γιγαντιαίο φαντασμαγορικό ολόγραμμα.

Για να αντιληφθούμε τον εκπληκτικό ισχυρισμό του Bohm ας δούμε για λίγο τι είναι ένα ολόγραμμα.

Ένα ολόγραμμα είναι μια τρισδιάστατη φωτογραφία που γίνεται με τη βοήθεια ενός Laser. Η τρισδιάστατη απεικόνιση δεν είναι το μοναδικό χαρακτηριστικό ενδιαφέρον ενός ολογράμματος. Εάν το ολόγραμμα ενός αντικειμένου κοπεί στα δύο και ύστερα το φωτίσουμε πάλι με φως Laser, ανακαλύπτουμε ότι το κάθε μισό περιέχει ακόμη ολόκληρη την εικόνα του αντικειμένου.

Ακόμη, συνεχίζοντας να διαιρούμε τα δύο μισά θα δούμε ότι κάθε τεμάχιο από αυτά τα κομμάτια του φωτογραφικού φιλμ θα περιέχει πάντοτε μια έκδοση μικρότερη μεν αλλά ανέπαφη του αντικειμένου. Σε αντίθεση με τις κοινές φωτογραφίες κάθε μέρος του ολογράμματος περιέχει όλες τις πληροφορίες του ακέραιου αρχικά ολογράμματος.

Σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια της πορείας της η δυτική επιστήμη ενεργούσε με την προϋπόθεση ότι ο καλύτερος τρόπος για την κατανόηση ενός φυσικού φαινομένου, τόσο αν επρόκειτο για ένα βάτραχο ή για ένα άτομο, είναι να το διαιρέσει και να μελετήσει τα επί μέρους τεμάχια. Τα ολογράμματα μας λένε ότι μερικά φαινόμενα είναι δυνατόν να μην ακολουθούν αυτή την προσέγγιση. Ο Bohm το αντιλήφθηκε, ανοίγοντας έτσι ένα δρόμο για την κατανόηση της θεωρίας του καθηγητή Aspect.

Κατά τον καθηγητή Bohm ο λόγος για τον οποίο τα υποατομικά σωμάτια διατηρούν την επαφή μεταξύ τους ανεξάρτητα της απόστασης που τα χωρίζει είναι το γεγονός ότι ο διαχωρισμός τους είναι μια ψευδαίσθηση. Ήταν πράγματι πεπεισμένος ότι, σε ένα πιο βαθύ επίπεδο πραγματικότητας, τα σωμάτια αυτά δεν είναι ίδιες οντότητες, αλλά προεκτάσεις του αυτού δομικού «οργανισμού». Ο ίδιος αυτός καθηγητής εξηγούσε την άποψή του αυτή με το ακόλουθο εκλαϊκευμένο παράδειγμα. Ας φαντασθούμε ένα μικρό ενυδρείο μέσα στο οποίο κολυμπά ένα χρυσόψαρο.

Ας φαντασθούμε ότι το ενυδρείο αυτό δεν το βλέπουμε απ’ ευθείας αλλά με δύο τηλεκάμερες, η μία τοποθετημένη μετωπικά και η άλλη πλευρικά σε σχέση με το ενυδρείο.

Κοιτάζοντας τις δύο οθόνες τηλεοράσεως που δείχνουν το τι βλέπει η κάθε τηλεκάμερα θα μπορούσαμε να σκεφθούμε ότι τα χρυσόψαρα είναι δύο διαφορετικές οντότητες καθόσον οι δύο τηλεκάμερες που βλέπουν το ίδιο χρυσόψαρο από διαφορετικές θέσεις θα μας δείχνουν δύο εικόνες διαφορετικές. Όμως συνεχίζοντας να παρατηρούμε τα δύο ψάρια στο τέλος θα αντιληφθούμε ότι υπάρχει κάποιος δεσμός μεταξύ τους. Όταν γυρίζει το ένα και το άλλο θα κάνει το ίδιο, όταν κοιτάζει το ένα μπροστά του το άλλο θα κοιτάζει προς τα πλάγια. Αν δεν γνωρίζαμε τις συνθήκες λήψης αυτών των εικόνων θα πιστεύαμε ότι τα δυο ψάρια είναι συνεννοημένα μεταξύ τους και ότι υπάρχει κάποιος δεσμός που τα ενώνει νοητικά, άμεσα και κατά μυστηριώδη τρόπο.

Η συμπεριφορά των υποατομικών σωματίων δείχνει ότι υπάρχει ένα επίπεδο πραγματικότητας του οποίου δεν είμαστε ενήμεροι, ότι υπάρχει μια διάσταση πέραν εκείνης μέσα στην οποία ζούμε.

Τα υποατομικά σωμάτια, που αποτελούν το όλον από τον ανθρώπινο εγκέφαλο μέχρι τα άστρα, τους γαλαξίες και το σύμπαν ολόκληρο, μας φαίνονται χωρισμένα μεταξύ τους επειδή εμείς βλέπουμε μόνο ένα μέρος της πραγματικότητάς των, αυτά δεν είναι μέρη χωριστά του όλου αλλά όψεις τεμαχίων μιας βαθύτερης και βασικής ενότητας που προκύπτει τελικά εξ ίσου ολογραφική και αδιαίρετη.

Εφόσον κάθε πράγμα στην φυσική πραγματικότητα αποτελείται από αυτές τις «εικόνες», προκύπτει ότι το σύμπαν είναι μια προβολή ενός ολογράμματος.

Η κοσμική αποθήκη.

Εκτός από την ψευδαισθητική του φύση, αυτό το σύμπαν θα είχε και άλλες καταπληκτικές ιδιότητες.

Εφόσον ο διαχωρισμός μεταξύ των υποατομικών σωματίων είναι μόνο φαινομενικός, αυτό σημαίνει ότι, σε ένα βαθύτερο επίπεδο όλα τα πράγματα είναι απείρως συνδεδεμένα. Τα ηλεκτρόνια ενός ατόμου του άνθρακα του ανθρώπινου εγκεφάλου είναι συνδεδεμένα με τα υποατομικά σωμάτια που αποτελούν ένα κουνούπι που πετά, ένα καρχαρία που κολυμπά, μια καρδιά που κτυπά και κάθε άστρο που λάμπει στον ουρανό.

Διάβασα σε κάποιο άρθρο, δεν θυμάμαι πού, ότι σε ένα εργαστήριο έγινε το ακόλουθο πείραμα: σε ένα μικρό πυρίμαχο διαφανές δοχείο με νερό τοποθέτησαν μια γαρίδα ζωντανή. Στα φύλλα και στα κλαδιά ενός καλλωπιστικού φυλλόδενδρου που βρισκόταν μέσα στο εργαστήριο, τοποθέτησαν αισθητήρες που παρακολουθούσαν την λειτουργία του οργανισμού του. Στη συνέχεια τοποθέτησαν το πυρίμαχο δοχείο που περιείχε τη ζωντανή γαρίδα πάνω από τη φλόγα ενός λύχνου Bunsen αρχίζοντας έτσι τη διαδικασία ψησίματος της γαρίδας. Όταν η γαρίδα έπαψε να ζει τα καταγραφικά μηχανήματα της λειτουργίας του φυλλόδεντρου κατέγραψαν μια ευθεία γραμμή δείχνοντας έτσι ότι το φυλλόδεντρο, τη στιγμή που έπαψε να ζει ένας άλλος οργανισμός, το “αισθάνθηκε” έντονα.

Όλα διαποτίζουν τα πάντα. Παρ’ όλο του ότι η ανθρώπινη φύση προσπαθεί να κατατάξει, να ταξινομήσει και να υποδιαιρέσει τα διάφορα φαινόμενα, κάθε υποδιαίρεση προκύπτει αναγκαστικά τεχνητή και όλη η φύση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα απέραντο αδιάλειπτο και συνεχές δίχτυ.

Σε ένα ολογραφικό σύμπαν ακόμη ο χρόνος και ο χώρος δεν θα αποτελούσαν πλέον θεμελιακές αρχές. Έννοιες όπως ο τόπος συντρίβονται, αφανίζονται αναφερόμενες σε ένα σύμπαν όπου τίποτε δεν είναι χωρισμένο από το υπόλοιπο, επομένως και ο χρόνος αλλά και ο τρισδιάστατος χώρος (όπως οι εικόνες του χρυσόψαρου στις δύο οθόνες) θα πρέπει να ερμηνευθούν ως απλές προβολές ενός συστήματος που είναι ακόμη πιο σύνθετο.

Στο βαθύτερο επίπεδό της η πραγματικότητα δεν είναι άλλο παρά ένα είδος υπέρ-ολογραφήματος όπου το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον συνυπάρχουν συγχρόνως.

Κάποτε όταν η τεχνολογία μας δώσει τα κατάλληλα όργανα θα μπορούμε να οδηγούμαστε σ’ εκείνο το επίπεδο πραγματικότητας ώστε να βλέπομε σκηνές από το παρελθόν μας που από καιρό έχουμε ξεχάσει.

Τι άλλο θα μπορούσε να περιέχει το υπέρ-ολογράφημα παραμένει μια ερώτηση χωρίς απάντηση. Υποθετικά, δεχόμενοι ότι αυτό υπάρχει, θα μπορούσε να περιέχει κάθε υποατομικό σωμάτιο που υπάρχει, που υπήρξε και που θα υπάρξει και ακόμη κάθε δυνατή μορφή της ύλης και της ενέργειας, από τις νιφάδες του χιονιού μέχρι τα άστρα και τους γαλαξίες, από τις φάλαινες μέχρι τις ακτίνες γάμα (γ). Πρέπει να το φαντασθούμε ως μια απέραντη κοσμική αποθήκη του όλου εκείνου που υπάρχει.

Αν είναι αλήθεια ότι το σύμπαν είναι συγκροτημένο σύμφωνα με ολογραφικές αρχές προκύπτει ότι και το σύμπαν έχει ιδιότητες μη τοπικού χαρακτήρα και επομένως κάθε σωμάτιο που υπάρχει περιέχει μέσα του την εικόνα του όλου. Επομένως όλες οι εκδηλώσεις της ζωής προέρχονται από μια μοναδική πηγή αιτιότητας που περιέχει κάθε άτομο στο σύμπαν. Από τα υποατομικά σωμάτια μέχρι του γαλαξίες γίγαντες, όλα είναι συγχρόνως απειροστικό μέρος της ολότητας του όλου.

Δισεκατομμύρια πληροφοριών…

Ο νευροφυσιολόγος, Karl Pribram (1919-2015), καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Stanford (είναι γνωστός για την εξέλιξη του ολογονικού μοντέλου της γνωστικής λειτουργίας του εγκεφάλου και για τη συμβολή του στη συνεχιζόμενη νευρολογική έρευνα στη μνήμη, το συναίσθημα, τα κίνητρα και τη συνείδηση), ερευνώντας τις λειτουργίες του εγκεφάλου, πείσθηκε για την ολογραφική φύση της πραγματικότητας. Πολυάριθμες μελέτες απέδειξαν ότι οι αναμνήσεις οριοθετούνται σε καθορισμένες ζώνες του εγκεφάλου. Από τα σχετικά πειράματα κανένα δεν μπόρεσε να εξηγήσει ποιος μηχανισμός έκανε δυνατή τη διατήρηση των αναμνήσεων στον ανθρώπινο εγκέφαλο, μέχρι που ο Pribram εφάρμοσε σ΄ αυτήν την έρευνα τις αρχές της ολογραφίας. Ο καθηγητής Pribram υποστηρίζει ότι οι αναμνήσεις δεν αποθηκεύονται στους νευρώνες ή σε μικρές ομάδες των νευρώνων αλλά στη σχηματογραφία των νευρικών ερεθισμών που διασταυρώνονται και διαπερνούν όλο τον εγκέφαλο, όπως ακριβώς η σχηματογραφία των ακτίνων Laser που διασταυρώνονται και διαπερνούν σε όλη την επιφάνεια του τμήματος του φωτογραφικού φιλμ που περιέχει την ολογραφική εικόνα.

Επομένως ο εγκέφαλος λειτουργεί ως ένα ολόγραμμα και η θεωρία του Pribram θα μπορούσε να εξηγήσει πως ο εγκέφαλος κατορθώνει να αποθηκεύει μια τόσο μεγάλη ποσότητα αναμνήσεων και δεδομένων σε ένα τόσο περιορισμένο χώρο.

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος κατά τους ειδικούς μπορεί να αποθηκεύσει περίπου 10 δισεκατομμύρια πληροφοριών κατά τη διάρκεια μιας μέσης ζωής, που ισοδυναμούν περίπου με 8 εκδόσεις μιας μεγάλης εγκυκλοπαίδειας.

Ακόμη, τα ολογράμματα έχουν την καταπληκτική ιδιότητα να απομνημονεύουν, πράγματι αλλάζοντας απλώς τη γωνία με την οποία οι δύο ακτίνες Laser βλέπουν ένα φωτογραφικό φιλμ, μπορεί να αποθηκευθούν εκατομμύρια πληροφοριών σε ένα μόνο κυβικό εκατοστό χώρου.

Οι ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες υποστηρίζουν ότι ο υλικός κόσμος είναι μια ψευδαίσθηση.

Εμείς οι ίδιοι νομίζομε ότι είμαστε φυσικές οντότητες που κινούνται σε ένα φυσικό κόσμο, αλλά αυτό είναι καθαρή ψευδαίσθηση. Στην πραγματικότητα είμαστε ένα είδος δεκτών που κολυμπούν σε μια απέραντη πολύχρωμη θάλασσα συχνοτήτων και αυτό που δεχόμαστε το μετασχηματίζουμε μαγικά σε φυσική πραγματικότητα σε ένα από τα δισεκατομμύρια κόσμων που υπάρχουν στο υπέρ-ολογράφημα.

Η επαναστατική αυτή έννοια της πραγματικότητας πήρε το όνομα των Ελληνικών λέξεων «ολογραφικό παράδειγμα» που αν και πολλοί επιστήμονες την δέχτηκαν με σκεπτικισμό, ενθουσίασε πολλούς άλλους. Μια μικρή ομάδα επιστημόνων, που συνεχώς αυξάνεται, είναι πεπεισμένη ότι πρόκειται για το πιο φροντισμένο μοντέλο της πραγματικότητας στο οποίο έφτασε μέχρι τώρα η επιστήμη. Αν ο νους είναι πραγματικά μέρος μιας συνέχειας (continuum), ενός λαβυρίνθου που συνδέεται όχι μόνο με κάθε άλλο νου που υπήρξε ή που υπάρχει, αλλά και με κάθε άτομο, οργανισμό ή ζώνη στην απεραντοσύνη του χώρου και με τον ίδιο τον χρόνο, το γεγονός ότι ο νους αυτός μπορεί να κάνει επιδρομές σ’ αυτό το λαβύρινθο και να μας επιτρέπει να πειραματιζόμαστε σε εξωσωματικές εμπειρίες, δεν φαίνεται πλέον τόσο παράξενο.

Ακόμη και οι νοερές απεικονίσεις και άλλες εμπειρίες έκτατης πραγματικότητας μπορούν εύκολα να εξηγηθούν αν δεχτούμε την υπόθεση του ολογραφικού σύμπαντος.

Αν και οι σημερινές γνώσεις της επιστήμης δεν μας επιτρέπουν να εξηγήσομε τα φαινόμενα αυτά των νοερών απεικονίσεων, όμως αυτά τα φαινόμενα γίνονται περισσότερο αποδεκτά όταν δεχτούμε την ολογραφική φύση της πραγματικότητας. Σε ένα ολογραφικό σύμπαν αυτό που δεχόμαστε σαν πραγματικότητα είναι μονάχα ένας λευκός καμβάς που μας περιμένει να του ζωγραφίσομε οποιαδήποτε εικόνα επιθυμούμε.

Αλλά η πλέον εξωφρενική άποψη του ολογραφικού εγκεφαλικού μοντέλου του καθηγητή Pribram είναι εκείνη που προκύπτει ενώνοντας το μοντέλο αυτό με τη θεωρία του Bohm. Αν η πραγματικότητα του κόσμου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια δευτερεύουσα πραγματικότητα και αυτό που υπάρχει δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ολογραφική δύνη συχνοτήτων και αν ακόμη ο εγκέφαλος είναι μόνο ένα ολόγραμμα που επιλέγει μερικές από τις συχνότητες αυτές μετασχηματίζοντάς τις σε αισθητικές αντιλήψεις, τι μένει από την αντικειμενική πραγματικότητα;

Με απλά λόγια δεν μένει τίποτα, η αντικειμενική πραγματικότητα δεν υπάρχει!

Ρητορεία και ρητορική: Έντεχνα μέσα πειθούς

Ἦθος
(ethos, affectus compositus/ affectus mitis/ affectus lenis)
 
Στη Ῥητορική του ο Αριστοτέλης εντάσσει στα έντεχνα μέσα πειθούς το ήθος του ομιλητή και το ήθος της αντίπαλης πλευράς, όπως αυτό σκιαγραφείται από τον ομιλητή. Το πρόσωπο που μιλά προβάλλει με θετικό τρόπο το ήθος και την προσωπικότητά του (τις ιδέες, τις θέσεις του, την πολιτική του στάση και συμπεριφορά) και προσεταιρίζεται έτσι το κοινό του. Αντίστροφα, μπορεί να προκαλέσει την αποστροφή των ακροατών προς τον αντίπαλο, επικρίνοντας -άμεσα ή έμμεσα και στα όρια που επιβάλλει το μέτρο- το ήθος και την προσωπικότητα εκείνου. Ιδιαιτέρως σε περιπτώσεις σοβαρών αμφιβολιών κυριωτάτην ἔχει πίστιν τὸ ἦθος (Αριστοτέλης, Ῥητορική 1.2.1356a13, «ο χαρακτήρας του ρήτορα είναι σημαντικότατο μέσο πειθούς»), γεγονός κατανοητό, αν λάβει κανείς υπόψη τη σύνθεση του ακροατηρίου τόσο των λαϊκών συνελεύσεων όσο και των δικαστηρίων στην αρχαία Αθήνα. Ως μέσο πειθούς το ήθος μπορεί να λειτουργήσει σε όλα τα τμήματα του λόγου, ιδιαιτέρως όμως ενδείκνυται για την αξιοποίησή του η εισαγωγή (το προοίμιον).
 
Ενδιαφέρουσα είναι η θέση του Κοϊντιλιανού (Institutio oratoria 6.2.8-9) ότι το ήθος αποτελεί μορφή ψυχικής συγκίνησης, όπως και το πάθος. Ενώ όμως τα πάθη είναι ισχυρές ψυχικές συγκινήσεις, που συνταράσσουν έντονα, αν και παροδικά, τον εσωτερικό κόσμο του ατόμου -πάθη είναι η λύπη και η συμπάθεια (ο ἔλεος), η οργή, ο φόβος, το μίσος, ο φθόνος, η επιθυμία- το ἦθος δηλώνει διάθεση ηπιότερη αλλά και, γενικά, μια πιο σταθερή ψυχική κατάσταση. Ως ήρεμη και διαρκέστερη συγκίνηση, που συχνά συνδέεται με μια καλόβουλη και φιλάνθρωπη προδιάθεση, το ήθος τέρπει και προκαλεί συμπάθεια στο κοινό. Συγγενής με αυτή τη μορφή ήθους είναι η πνευματώδης (χιουμοριστική) διάθεση του ομιλητή, που ανανεώνει το ενδιαφέρον του ακροατή, αμβλύνοντας ταυτόχρονα τα πάθη του.
 
Κατά τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα ο Λυσίας ως μέγας τεχνίτης της ἠθοποιίας χρησιμοποιεί με μεγάλη ευχέρεια και αποτελεσματικότητα το ήθος ως μέσο πειθούς· κανένα από τα πρόσωπά του δεν είναι ἀνηθοποίητον ή ἄψυχον (Λυσίας8.1). Ένα απλό παράδειγμα προσφέρει το προοίμιο του λόγου Κατὰ Φίλωνος δοκιμασίας (§§1-4). Με την πρώτη κιόλας φράση ο ομιλητής κατηγορεί τον Φίλωνα για θράσος, αφού τολμά να παρουσιαστεί ενώπιον της Βουλής, για να δοκιμασθεί (να κριθεί αν είναι άξιος να αναλάβει το αξίωμα για το οποίο έχει κληρωθεί). Παράλληλα προβάλλει το δικό του έντιμο ήθος, αφού αναφέρεται εμφατικά στην ηθική του υποχρέωση, βάσει των όρκων που έχει δώσει, να αποδείξει πόσο ακατάλληλος και ανάξιος είναι ο κατηγορούμενος να αναλάβει ένα υψηλό δημόσιο αξίωμα. Έτσι στην ανηθικότητα του Φίλωνα αντιπαρατίθεται με ενάργεια η εντιμότητα του κατηγόρου του. Ο κατήγορος δεν παραλείπει εξάλλου να αναφερθεί στην προσωπική του αδυναμία να παρουσιάσει με απόλυτη πληρότητα όλα όσα έχει διαπράξει ο κατηγορούμενος - και πάλι επιδιώκεται από τη μια η διέγερση της συμπάθειας και της εύνοιας του ακροατηρίου προς τον ίδιο κι από την άλλη η πρόκληση στην ψυχή και το πνεύμα των ακροατών αρνητικών συναισθημάτων και κρίσεων για τον κατηγορούμενο.
 
Στον λόγο Ὑπὲρ Μαντιθέου (Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία) -πρόκειται και πάλι για λόγο του Λυσία και μάλιστα για περίπτωση δοκιμασίας- ο κατηγορούμενος Μαντίθεος αντιμετωπίζει το κατηγορητήριο, που αποβλέπει στον αποκλεισμό του από το αξίωμα του βουλευτή, με κύριο αποδεικτικό μέσο της καταλληλότητας και αξίας του για το αξίωμα το ήθος του, όπως αυτό αναδεικνύεται μέσα από την ιδιωτική και τη δημόσια ζωή του. Στην προβολή της προσωπικότητάς του και του έργου του αφιερώνει το κύριο μέρος της απόδειξης (§§9-19): ο ίδιος προβάλλει τον εαυτό του ως αλτρουϊστή, πατριώτη, γενναίο, πρόθυμο σε κάθε περίπτωση να εκτελέσει τις εντολές της πόλης και των αρχόντων της. Στον επίλογο (§§20-21) θα προσπαθήσει να μετριάσει την εντύπωση της έπαρσης που ενδεχομένως να γέννησε αυτή η λαμπρή αυτοπαρουσίαση. Επικαλείται γι' αυτό τις αρχές των ίδιων των κριτών του επαινώντας τους με έμμεσο αλλά σαφή τρόπο: είναι αυτοί οι ίδιοι που θεωρούν άξιους όσους έχουν να επιδείξουν λαμπρή προσωπική και οικογενειακή ιστορία προσφοράς προς την πόλη.
 
Το ήθος των αντιπάλων σκιαγραφείται από τον Δημοσθένη στον λόγο του Περὶ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας §§ 25, 31, 33: υπάρχουν Αθηναίοι πολίτες που δεν συμβουλεύουν σωστά τον δήμο, σύμφωνα δηλαδή με το συμφέρον της πόλης, αλλά σύμφωνα με ό,τι συμφέρει τους αντιπάλους της. Αυτοί είναι οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί, που δεν υποστηρίζουν το αίτημα του δήμου της Ρόδου. Ο ρήτορας καλεί τους συμπολίτες του να αρνηθούν να συστρατευτούν με τις θέσεις εκείνων που στηρίζουν τα σχέδια των εχθρών της πατρίδας.
 
Ο ίδιος λόγος προσφέρει ένα παράδειγμα για το πώς το ήθος του ακροατή αξιοποιείται επίσης από τον ομιλητή, προκειμένου να ενισχυθεί η δύναμη πειθούς του λόγου: Ο Δημοσθένης ξεκινά με έμμεσο έπαινο αλλά και ήπια επίκριση των συμπολιτών του, που διακρίνονται από αναβλητικότητα ως προς την εφαρμογή των αποφάσεων που λαμβάνουν, μολονότι δείχνουν ετοιμότητα στη λήψη των σωστών αποφάσεων (§1). Αργότερα θα προβάλει τη δράση τους ως εξαιρετικών πολεμιστών (§23) και υπερασπιστών των Ελλήνων (§30). Το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: δεν θα πρέπει να φοβηθούν μια βάρβαρη γυναίκα, αφού έχουν νικήσει πάμπολλες φορές τον Πέρση βασιλιά και δεν έχουν ηττηθεί ποτέ από αυτόν, παρά μόνο ύστερα από εξαγορά άλλων Ελλήνων από εκείνον και προδοσία της πόλης. Θα πρέπει μάλιστα να αναλάβουν αμέσως δράση.