ΔΙ. βάρβαροι γυναῖκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβωι
605 πρὸς πέδωι πεπτώκατ᾽; ἤισθεσθ᾽, ὡς ἔοικε, Βακχίου
διατινάξαντος †δῶμα Πενθέως· ἀλλ᾽ ἐξανίστατε†
σῶμα καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον.
ΧΟ. ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος,
ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε, μονάδ᾽ ἔχουσ᾽ ἐρημίαν.
610 ΔΙ. εἰς ἀθυμίαν ἀφίκεσθ᾽, ἡνίκ᾽ εἰσεπεμπόμην,
Πενθέως ὡς ἐς σκοτεινὰς ὁρκανὰς πεσούμενος;
ΧΟ. πῶς γὰρ οὔ; τίς μοι φύλαξ ἦν, εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις;
ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης, ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών;
ΔΙ. αὐτὸς ἐξέσωσ᾽ ἐμαυτὸν ῥαιδίως ἄνευ πόνου.
615 ΧΟ. οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις;
ΔΙ. ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν
οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
πρὸς φάτναις δὲ ταῦρον εὑρών, οὗ καθεῖρξ᾽ ἡμᾶς ἄγων,
τῶιδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν,
620 θυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο,
χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας· πλησίον δ᾽ ἐγὼ παρὼν
ἥσυχος θάσσων ἔλευσσον. ἐν δὲ τῶιδε τῶι χρόνωι
ἀνετίναξ᾽ ἐλθὼν ὁ Βάκχος δῶμα καὶ μητρὸς τάφωι
πῦρ ἀνῆψ᾽· ὁ δ᾽ ὡς ἐσεῖδε, δώματ᾽ αἴθεσθαι δοκῶν,
625 ἦισσ᾽ ἐκεῖσε κἆιτ᾽ ἐκεῖσε, δμωσὶν Ἀχελῶιον φέρειν
ἐννέπων, ἅπας δ᾽ ἐν ἔργωι δοῦλος ἦν, μάτην πονῶν.
διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον, ὡς ἐμοῦ πεφευγότος
ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω.
κἆιθ᾽ ὁ Βρόμιος, ὡς ἔμοιγε φαίνεται, δόξαν λέγω,
630 φάσμ᾽ ἐποίησεν κατ᾽ αὐλήν· ὁ δ᾽ ἐπὶ τοῦθ᾽ ὡρμημένος
ἦισσε κἀκέντει φαεννὸν ‹αἰθέρ᾽›, ὡς σφάζων ἐμέ.
πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αὐτῶι τάδ᾽ ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται·
δώματ᾽ ἔρρηξεν χαμᾶζε, συντεθράνωται δ᾽ ἅπαν
πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς ἐμούς· κόπου δ᾽ ὕπο
635 διαμεθεὶς ξίφος παρεῖται· πρὸς θεὸν γὰρ ὢν ἀνὴρ
ἐς μάχην ἐλθεῖν ἐτόλμησ᾽. ἥσυχος δ᾽ ἐκβὰς ἐγὼ
δωμάτων ἥκω πρὸς ὑμᾶς, Πενθέως οὐ φροντίσας.
ὡς δέ μοι δοκεῖ (ψοφεῖ γοῦν ἀρβύλη δόμων ἔσω)
ἐς προνώπι᾽ αὐτίχ᾽ ἥξει. τί ποτ᾽ ἄρ᾽ ἐκ τούτων ἐρεῖ;
640 ῥαιδίως γὰρ αὐτὸν οἴσω, κἂν πνέων ἔλθηι μέγα·
πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον᾽ εὐοργησίαν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
605 Γυναίκες της Ανατολής,
τόσο σας συντάραξε ο φόβος που πέσατε στο χώμα;
Αισθανθήκατε, φαίνεται, τον Βάκχο
να σείει τα δώματα του Πενθέα.
Ορθώστε τα κορμιά σας. Θάρρος.
Διώξτε από πάνω σας τον τρόμο.
ΧΟΡΟΣ
Υπέρλαμπρο φως της βακχικής τελετής,
πώς χαίρομαι που σε αντικρύζω
μέσα στη μοναξιά της ερημίας μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
610 Λιποψυχήσατε, όταν μ᾽ έσερναν μέσα,
να με ρίξουν στις σκοτεινές φυλακές του Πενθέα;
ΧΟΡΟΣ
Πώς να μη λιποψυχούσα;
Αν σ᾽ έβρισκε συμφορά, ποιόν θα είχα εγώ να με φυλάει;
Πώς όμως ελευθερώθηκες από τον ανόσιο άνδρα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μόνος μου εσώθηκα, εύκολα, χωρίς κόπο.
ΧΟΡΟΣ
615 Και δεν σου έδεσε τα χέρια με δεσμά και βρόχους;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εδώ ακριβώς τον εταπείνωσα.
Νόμιζε πως με δένει,
όμως ούτε μ᾽ άγγιξε ούτε μ᾽ έπιασε
—τον έτρεφε η μάταιη ελπίδα.
Εκεί που με φυλάκισε στο στάβλο βρήκε έναν ταύρο
και πάλευε να του περάσει βρόχους στα γόνατα και τις χηλές.
620 Τις πνοές του τις ερίπιζε ο θυμός,
από το σώμα του έσταζε ιδρώτας,
βύθιζε στα χείλη του τα δόντια.
Εγώ ήμουν δίπλα του, καθόμουν ήσυχος και κοίταζα.
Εκείνη την ώρα ήλθε ο Βάκχος,
έσεισε το παλάτι του Πενθέα
και άναψε φωτιά στον τάφο της μητρός του.
Ο Πενθέας, μόλις την είδε,
νόμισε πως καίγονται τα δώματα,
625 έτρεχε πάνω κάτω
και φώναζε στους υπηρέτες του να κουβαλούν νερό ποτάμι.
Οι δούλοι όλοι αγωνίζονταν, όμως ματαίως.
Εκείνος, πιστεύοντας ότι εγώ διέφυγα,
εγκαταλείπει την προσπάθεια,
αρπάζει ένα μαύρο ξίφος και ορμάει μέσα στο σπίτι.
Και τότε ο Διόνυσος —εγώ έτσι νομίζω (τη γνώμη μου λέω)—
630 έπλασε στην αυλή μια οπτασία.
Αυτός χύθηκε πάνω της και λόγχιζε το λαμπερό αιθέρα
—νομίζοντας πως σφάζει εμένα.
Κοντά σε αυτά, και άλλα δεινά του επεφύλαξε ο Βάκχιος.
Γκρέμισε το παλάτι του στο χώμα. Ισοπεδώθηκε ολόκληρο.
Τα δεσμά τα δικά μου αποδείχθηκαν γι᾽ αυτόν πικρά.
Κατάκοπος άφησε το ξίφος να πέσει από το χέρι του
635 και σωριάστηκε εξαντλημένος,
γιατί τόλμησε, ένας άνθρωπος, να ανοίξει μάχη με θεό.
Ήσυχος εγώ βγήκα έξω και ήρθα κοντά σας
—αδιαφορώ για τον Πενθέα.
Φαίνεται όμως ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθει εδώ
μπροστά στις πύλες — ακούγονται τα βήματά του μέσα στο σπίτι.
Άραγε τί θα βρει να πει τώρα;
640 Ήρεμος θα σταθώ απέναντί του,
ακόμη και αν πνέει σφοδρός
ο θυμός του.
Ο σοφός άνδρας οφείλει να είναι νηφάλιος και πράος.
605 πρὸς πέδωι πεπτώκατ᾽; ἤισθεσθ᾽, ὡς ἔοικε, Βακχίου
διατινάξαντος †δῶμα Πενθέως· ἀλλ᾽ ἐξανίστατε†
σῶμα καὶ θαρσεῖτε σαρκὸς ἐξαμείψασαι τρόμον.
ΧΟ. ὦ φάος μέγιστον ἡμῖν εὐίου βακχεύματος,
ὡς ἐσεῖδον ἀσμένη σε, μονάδ᾽ ἔχουσ᾽ ἐρημίαν.
610 ΔΙ. εἰς ἀθυμίαν ἀφίκεσθ᾽, ἡνίκ᾽ εἰσεπεμπόμην,
Πενθέως ὡς ἐς σκοτεινὰς ὁρκανὰς πεσούμενος;
ΧΟ. πῶς γὰρ οὔ; τίς μοι φύλαξ ἦν, εἰ σὺ συμφορᾶς τύχοις;
ἀλλὰ πῶς ἠλευθερώθης, ἀνδρὸς ἀνοσίου τυχών;
ΔΙ. αὐτὸς ἐξέσωσ᾽ ἐμαυτὸν ῥαιδίως ἄνευ πόνου.
615 ΧΟ. οὐδέ σου συνῆψε χεῖρας δεσμίοισιν ἐν βρόχοις;
ΔΙ. ταῦτα καὶ καθύβρισ᾽ αὐτόν, ὅτι με δεσμεύειν δοκῶν
οὔτ᾽ ἔθιγεν οὔθ᾽ ἥψαθ᾽ ἡμῶν, ἐλπίσιν δ᾽ ἐβόσκετο.
πρὸς φάτναις δὲ ταῦρον εὑρών, οὗ καθεῖρξ᾽ ἡμᾶς ἄγων,
τῶιδε περὶ βρόχους ἔβαλλε γόνασι καὶ χηλαῖς ποδῶν,
620 θυμὸν ἐκπνέων, ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο,
χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας· πλησίον δ᾽ ἐγὼ παρὼν
ἥσυχος θάσσων ἔλευσσον. ἐν δὲ τῶιδε τῶι χρόνωι
ἀνετίναξ᾽ ἐλθὼν ὁ Βάκχος δῶμα καὶ μητρὸς τάφωι
πῦρ ἀνῆψ᾽· ὁ δ᾽ ὡς ἐσεῖδε, δώματ᾽ αἴθεσθαι δοκῶν,
625 ἦισσ᾽ ἐκεῖσε κἆιτ᾽ ἐκεῖσε, δμωσὶν Ἀχελῶιον φέρειν
ἐννέπων, ἅπας δ᾽ ἐν ἔργωι δοῦλος ἦν, μάτην πονῶν.
διαμεθεὶς δὲ τόνδε μόχθον, ὡς ἐμοῦ πεφευγότος
ἵεται ξίφος κελαινὸν ἁρπάσας δόμων ἔσω.
κἆιθ᾽ ὁ Βρόμιος, ὡς ἔμοιγε φαίνεται, δόξαν λέγω,
630 φάσμ᾽ ἐποίησεν κατ᾽ αὐλήν· ὁ δ᾽ ἐπὶ τοῦθ᾽ ὡρμημένος
ἦισσε κἀκέντει φαεννὸν ‹αἰθέρ᾽›, ὡς σφάζων ἐμέ.
πρὸς δὲ τοῖσδ᾽ αὐτῶι τάδ᾽ ἄλλα Βάκχιος λυμαίνεται·
δώματ᾽ ἔρρηξεν χαμᾶζε, συντεθράνωται δ᾽ ἅπαν
πικροτάτους ἰδόντι δεσμοὺς τοὺς ἐμούς· κόπου δ᾽ ὕπο
635 διαμεθεὶς ξίφος παρεῖται· πρὸς θεὸν γὰρ ὢν ἀνὴρ
ἐς μάχην ἐλθεῖν ἐτόλμησ᾽. ἥσυχος δ᾽ ἐκβὰς ἐγὼ
δωμάτων ἥκω πρὸς ὑμᾶς, Πενθέως οὐ φροντίσας.
ὡς δέ μοι δοκεῖ (ψοφεῖ γοῦν ἀρβύλη δόμων ἔσω)
ἐς προνώπι᾽ αὐτίχ᾽ ἥξει. τί ποτ᾽ ἄρ᾽ ἐκ τούτων ἐρεῖ;
640 ῥαιδίως γὰρ αὐτὸν οἴσω, κἂν πνέων ἔλθηι μέγα·
πρὸς σοφοῦ γὰρ ἀνδρὸς ἀσκεῖν σώφρον᾽ εὐοργησίαν.
***
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
605 Γυναίκες της Ανατολής,
τόσο σας συντάραξε ο φόβος που πέσατε στο χώμα;
Αισθανθήκατε, φαίνεται, τον Βάκχο
να σείει τα δώματα του Πενθέα.
Ορθώστε τα κορμιά σας. Θάρρος.
Διώξτε από πάνω σας τον τρόμο.
ΧΟΡΟΣ
Υπέρλαμπρο φως της βακχικής τελετής,
πώς χαίρομαι που σε αντικρύζω
μέσα στη μοναξιά της ερημίας μου.
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
610 Λιποψυχήσατε, όταν μ᾽ έσερναν μέσα,
να με ρίξουν στις σκοτεινές φυλακές του Πενθέα;
ΧΟΡΟΣ
Πώς να μη λιποψυχούσα;
Αν σ᾽ έβρισκε συμφορά, ποιόν θα είχα εγώ να με φυλάει;
Πώς όμως ελευθερώθηκες από τον ανόσιο άνδρα;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Μόνος μου εσώθηκα, εύκολα, χωρίς κόπο.
ΧΟΡΟΣ
615 Και δεν σου έδεσε τα χέρια με δεσμά και βρόχους;
ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Εδώ ακριβώς τον εταπείνωσα.
Νόμιζε πως με δένει,
όμως ούτε μ᾽ άγγιξε ούτε μ᾽ έπιασε
—τον έτρεφε η μάταιη ελπίδα.
Εκεί που με φυλάκισε στο στάβλο βρήκε έναν ταύρο
και πάλευε να του περάσει βρόχους στα γόνατα και τις χηλές.
620 Τις πνοές του τις ερίπιζε ο θυμός,
από το σώμα του έσταζε ιδρώτας,
βύθιζε στα χείλη του τα δόντια.
Εγώ ήμουν δίπλα του, καθόμουν ήσυχος και κοίταζα.
Εκείνη την ώρα ήλθε ο Βάκχος,
έσεισε το παλάτι του Πενθέα
και άναψε φωτιά στον τάφο της μητρός του.
Ο Πενθέας, μόλις την είδε,
νόμισε πως καίγονται τα δώματα,
625 έτρεχε πάνω κάτω
και φώναζε στους υπηρέτες του να κουβαλούν νερό ποτάμι.
Οι δούλοι όλοι αγωνίζονταν, όμως ματαίως.
Εκείνος, πιστεύοντας ότι εγώ διέφυγα,
εγκαταλείπει την προσπάθεια,
αρπάζει ένα μαύρο ξίφος και ορμάει μέσα στο σπίτι.
Και τότε ο Διόνυσος —εγώ έτσι νομίζω (τη γνώμη μου λέω)—
630 έπλασε στην αυλή μια οπτασία.
Αυτός χύθηκε πάνω της και λόγχιζε το λαμπερό αιθέρα
—νομίζοντας πως σφάζει εμένα.
Κοντά σε αυτά, και άλλα δεινά του επεφύλαξε ο Βάκχιος.
Γκρέμισε το παλάτι του στο χώμα. Ισοπεδώθηκε ολόκληρο.
Τα δεσμά τα δικά μου αποδείχθηκαν γι᾽ αυτόν πικρά.
Κατάκοπος άφησε το ξίφος να πέσει από το χέρι του
635 και σωριάστηκε εξαντλημένος,
γιατί τόλμησε, ένας άνθρωπος, να ανοίξει μάχη με θεό.
Ήσυχος εγώ βγήκα έξω και ήρθα κοντά σας
—αδιαφορώ για τον Πενθέα.
Φαίνεται όμως ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθει εδώ
μπροστά στις πύλες — ακούγονται τα βήματά του μέσα στο σπίτι.
Άραγε τί θα βρει να πει τώρα;
640 Ήρεμος θα σταθώ απέναντί του,
ακόμη και αν πνέει σφοδρός
ο θυμός του.
Ο σοφός άνδρας οφείλει να είναι νηφάλιος και πράος.