Κυριακή 10 Μαρτίου 2024
Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία
Τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν οὗτος ὁ ποιητής.
Πλάτων, Πολιτεία 606e
Η διάδοση της γραφής είχε μεγάλο αντίχτυπο στον ελληνικό λόγο, ιδιαίτερα στον ποιητικό, που πια δεν ήταν μόνο προφορικός, αλλά μπορούσε και να καταγραφεί. Ως τότε οι αοιδοί ήξεραν ότι τα τραγούδια τους χάνονταν στον αέρα και πως, όταν σταματούσαν να τραγουδούν, δεν έμενε παρά η ανάμνηση της επιτυχίας ή της αποτυχίας τους στον νου των ακροατών τους. Τώρα όμως, με τη γραφή, σκέφτονταν ότι καταγραμμένα τα τραγούδια τους μπορούσαν να μείνουν αιώνια, να διαβαστούν και να τραγουδηθούν από πολλούς άλλους, να διατηρήσουν τη φήμη τους ζωντανή, ακόμα και μετά τον θάνατό τους. Για να χρησιμοποιήσουμε μιαν έκφραση του Θουκυδίδη, ο κάθε αοιδός είχε τώρα την αίσθηση ότι το έργο του δεν ήταν μόνο ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν, «μια προσπάθεια για να ακουστεί εδώ και τώρα», αλλά μπορούσε να αποτελέσει και κτῆμα ἐς ἀεί, «απόκτημα για πάντα» - και φυσικά έβαζε τα δυνατά του.
Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε άρχισε να χρησιμοποιείται το νέο αλφάβητο. Σίγουρο είναι μόνο ότι η γραφή είχε ήδη διαδοθεί στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 8ου αιώνα (750-700 π.Χ.), τότε που πιστεύουμε ότι έζησε ο ποιητής, ή οι ποιητές, της Ιλιάδας και της Οδύσσειας - και λέμε «ο ποιητής ή οι ποιητές», γιατί από τη μια είναι πολύ πιθανό ο ποιητής της Ιλιάδας να είναι ο ίδιος με τον ποιητή της Οδύσσειας, από την άλλη δεν αποκλείεται άλλος να είναι ο ποιητής της Οδύσσειας και άλλος ο ποιητής της Ιλιάδας.[1] Εδώ θα ακολουθήσουμε την συνηθέστερη εκδοχή, ονομάζοντας Όμηρο τον ένα ποιητή που συνέθεσε πρώτα την Ιλιάδα (γύρω στα 740 π.Χ.) και αργότερα (γύρω στα 710 π.Χ.) την Οδύσσεια.
Φαίνεται πολύ πιθανό, αλλά πάλι δεν είναι σίγουρο, ότι ο Όμηρος χρησιμοποίησε τις ευκολίες της γραφής για να συνθέσει τα έπη του· και πάλι δεν ξέρουμε αν έγραφε ο ίδιος, ή αν υπαγόρευε σε κάποιον άλλον. Βέβαιο είναι μόνο ότι συνθέτοντας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ο Όμηρος ήξερε ότι δε συνθέτει απλά ηρωικά τραγούδια αλλά κάτι ξεχωριστό, ένα μνημείο της τέχνης του, έργα που θα μείνουν να τον δοξάζουν - όπως κι έγινε. Απόδειξη το ιδιότυπο σχέδιο και η μαστορική επεξεργασία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας.
Τυπικά, στους 15.693 στίχους της η Ιλιάδα αφηγείται ένα μόνο επεισόδιο από τον δέκατο χρόνο του Τρωικού πολέμου: τον θυμό του Αχιλλέα. Ωστόσο, μέσα στις πενήντα μία μέρες της διήγησης συμβαίνουν και περιγράφονται γεγονότα που επαναλαμβάνουν πολλά απ᾽ όσα είχαν συμβεί στα πρώτα εννιά χρόνια της πολιορκίας και προαναγγέλλουν πολλά που θα συνέβαιναν αργότερα, ως και την άλωση. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι ακριβώς αυτό θέλησε και πέτυχε ο ποιητής: μέσα στο ένα επεισόδιο που αφηγείται να κατοπτρίζεται η εικόνα του πολέμου ολόκληρου.
Παρόμοια, στους 12.110 στίχους της η Οδύσσεια αφηγείται μόνο το τέλος του ταξιδιού του Οδυσσέα, από το νησί της Καλυψώς στο νησί των Φαιάκων και από κει στην Ιθάκη, όπου γρήγορα κατατροπώνει τους μνηστήρες και ξαναγίνεται κύριος στο σπιτικό του - σαράντα μία μέρες όλες κι όλες, ενώ η περιπλάνηση είχε διαρκέσει δέκα χρόνια. Ωστόσο, μέσα σε αυτό το σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής βρίσκει τρόπους να διηγηθεί όχι μόνο τις προηγούμενες περιπέτειες του Οδυσσέα αλλά και τις τύχες άλλων σημαντικών ηρώων του πολέμου - του Αγαμέμνονα, του Μενέλαου, του Νέστορα κ.ά. Είναι πάλι φανερό ότι σχεδιάζοντας και συνθέτοντας την Οδύσσεια ο ποιητής θέλησε, και μπόρεσε, στον βασικό θεματικό του ιστό να συνυφάνει πολλούς ακόμα νόστους.[2]
Εύκολα διαπιστώνουμε ότι στον συνδυασμό τους Ιλιάδα και Οδύσσεια αλληλοσυμπληρώνονται για να καλύψουν ολόκληρο τον τρωικό μυθολογικό κύκλο, από την αρχή ως το τέλος. Αν μάλιστα προσέξουμε ότι όσα στοιχεία μνημονεύονται στην Ιλιάδα δεν επαναλαμβάνονται στην Οδύσσεια, τότε έχουμε έναν παραπάνω λόγο να πιστέψουμε ότι τόσο ο σχεδιασμός της Ιλιάδας όσο και ο σχεδιασμός της Οδύσσειας εντάσσονται σε μια μεγάλη ενιαία ποιητική σύλληψη.
Παρατηρήσεις στα ομηρικά έπη:
(α) Από τα λαϊκά αφηγηματικά τραγούδια της πρώιμης αρχαιότητας δε μας έχει σωθεί ούτε ένα. Όταν όμως στα έπη του Ομήρου συναντούμε στοιχεία γνωστά από μεσαιωνικά και νεότερα δημοτικά τραγούδια,[3] τότε βεβαιωνόμαστε ότι ο Όμηρος, όπως και οι προκάτοχοί του, είχε δεχτεί λαϊκές επιδράσεις, ή, καλύτερα, ότι στο πλαίσιο της προφορικής παράδοσης τα σύνορα ανάμεσα στην ανώνυμη λαϊκή ποίηση και στα τραγούδια των αοιδών ήταν ανοιχτά.
(β) Μορφολογικό στοιχείο συνηθισμένο στον λαϊκό λόγο και στα ομηρικά έπη είναι και η παρομοίωση, εικονιστικό εκφραστικό μέσο που βοηθά τον ποιητή να ενεργοποιήσει την οπτική φαντασία των ακροατών. Έτσι, κάποια στιγμή στην Ιλιάδα (Ε 87-91) ο Αχιλλέας ορμά, και οι Τρώες
πώς τ᾽ άλλα ψάρια, σύντας δέλφινας τρανός τα κυνηγήσει,
σε κόρφο τρέχουν καλολίμανο και στις γωνιές σμαριάζουν
ολότρομα, τι τρώει αχόρταγος όσα βρεθούν μπροστά του,
όμοια κι οι Τρώες μες στου Σκάμαντρου το ρέμα στριμωχνόνταν
κάτω απ᾽ τους όχτους…
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα η παρομοίωση τονίζει και εικονοποιεί τον πανικό των Τρώων και παράλληλα ποικίλλει τη διήγηση, καθώς στην περιγραφή της μάχης εισάγονται αναπάντεχα εικόνες από τον κόσμο της φύσης.
(γ) Ο Όμηρος από τη μια συνεχίζει την προφορική παράδοση των αοιδών, από την άλλη την παραλλάζει σύμφωνα με τις νέες συνθήκες και το ποιητικό του σχέδιο. Έχει σημασία να διαπιστώσουμε ποια στοιχεία στην ποίησή του είναι παραδοσιακά και ποια αποτελούν δικές του επινοήσεις και νεωτερισμούς.
(1) Οι γλωσσικοί, όπως και οι μετρικοί, νεωτερισμοί δεν είναι εύκολο να ανιχνευτούν, όταν όλα τα προγενέστερα κείμενα είναι χαμένα. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε ότι ο Όμηρος χρησιμοποιεί συχνά τους παραδοσιακούς λογότυπους παραλλαγμένους με τρόπο που να τους προσθέτει κάποιο ιδιαίτερο νόημα.
(2) Πιο εύκολα ανιχνεύονται οι ομηρικές παρεμβάσεις στο περιεχόμενο της διήγησης. Τόσο ο Τρωικός πόλεμος όσο και ο νόστος του Οδυσσέα ήταν παραδοσιακά μυθολογήματα, γνωστά και πολυτραγουδισμένα· ωστόσο, πολλά μικρά και μεγάλα επεισόδια και θέματα της Ιλιάδας και της Οδύσσειας πιστεύουμε ότι αποτελούν ομηρικές επινοήσεις. Ομηρική επινόηση φαίνεται π.χ. πως είναι στην Οδύσσεια το ταξίδι του Τηλέμαχου στην Πύλο και στη Σπάρτη, ομηρική επινόηση στην Ιλιάδα ο δανεισμός των όπλων του Αχιλλέα, ίσως και ολόκληρο το επεισόδιο του θυμού.
(3) Νεωτερισμούς δεν αποτελούν μόνο οι προσθήκες αλλά και οι παραλείψεις, που δεν είναι βέβαια τυχαίες, αλλά πάλι εκφράζουν τις προτιμήσεις του ποιητή και υπηρετούν το ποιητικό του σχέδιο. Έτσι, στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια παραλείπονται παραδοσιακά στοιχεία που, αν μνημονεύονταν, θα δυσφήμιζαν τον ένα ή τον άλλο ήρωα. Παράδειγμα: πουθενά ο Όμηρος δε μνημονεύει τον βιασμό της Κασσάνδρας από τον Αίαντα τον Λοκρό, ούτε την απροθυμία του Οδυσσέα να συστρατευτεί εναντίον της Τροίας,[4] ούτε τον Παλαμήδη από το Άργος, σημαντικό ήρωα, αδικοσκοτωμένο από τον Οδυσσέα και τον Διομήδη.
Ιλιάδα και Οδύσσεια παρουσιάζουν πολλές μεταξύ τους ομοιότητες αλλά και κάποιες καθόλου ασήμαντες διαφορές:
(α) Οι θεοί, με πρώτο τον Δία, είναι στην Ιλιάδα πιο αυθαίρετοι, λιγότερο δίκαιοι απ᾽ όσο στην Οδύσσεια, όπου παρουσιάζονται να ανταμείβουν τις αρετές και να τιμωρούν μόνο συγκεκριμένα σφάλματα.
(β) Αντίστοιχα, οι άνθρωποι είναι στην Οδύσσεια περισσότερο υπεύθυνοι και κύριοι της τύχης τους απ᾽ όσο στην Ιλιάδα, όπου οι ατομικές και συλλογικές τύχες είναι λίγο πολύ προαποφασισμένες.
(γ) Στην Ιλιάδα οι πρωταγωνιστές είναι επώνυμοι ευγενείς και βασιλιάδες, που τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες της ηρωικής συμπεριφοράς. Ο απλός λαός κινείται στο περιθώριο, δρα και αντιδρά μόνο ως σύνολο. Στην Οδύσσεια σημαντικό ρόλο δεν έχουν μόνο ευγενείς και βασιλιάδες αλλά και άνθρωποι απλοί, σαν τον Εύμαιο, τον Φιλοίτιο, την Ευρύκλεια, ακόμα και τον Μελάνθιο. Όσο για τον ίδιο τον Οδυσσέα, η συμπεριφορά του σίγουρα δε συμβιβάζεται πάντα με τον ηρωικό κώδικα.
Οι παραπάνω διαφορές μπορούν να εξηγηθούν είτε από τις διαφορετικές ιδιοσυγκρασίες και προτιμήσεις των ποιητών (αν δεχτούμε ότι ο ποιητής της Οδύσσειας ήταν άλλος από τον ποιητή της Ιλιάδας), είτε από την εσωτερική εξέλιξη ενός μόνο ποιητή, του Ομήρου, που έγραψε νέος την Ιλιάδα και αργότερα, στην ωριμότητα του, την Οδύσσεια. Δύσκολο να αποφασίσουμε. Αν όμως παραμερίσουμε το δίλημμα του ενός ή δύο ποιητών, τότε μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι τουλάχιστον ένα μέρος από τις διαφορές που διαπιστώσαμε ανάμεσα στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια μπορεί να εξηγηθεί από το διαφορετικό θέμα και από τις ιστορικές εξελίξεις στα τριάντα τουλάχιστο χρόνια που χωρίζουν το ένα έπος από το άλλο. Μέσα στον 8ο π.Χ. αιώνα το πολίτευμα της αυταρχικής θεόδοτης βασιλείας κλονίζεται και τείνει να αντικατασταθεί από άλλες, πιο υπεύθυνες, μορφές διακυβέρνησης, όπου ο ρόλος του πλήθους των κοινών ανθρώπων είναι μεγαλύτερος.
ΟΜΗΡΟΣ
Βίοι του Ομήρου μάς σώζονται αρκετοί· μόνο που οι περισσότερες πληροφορίες τους ανήκουν στον χώρο του θρύλου. Μιλούν για τον γιο του Μαίονα και της Κριθηίδας, που κανείς δεν ξέρει πού γεννήθηκε αλλά τον διεκδικούν επτά πόλεις, με επικρατέστερες τη Σμύρνη και τη Χίο.
Το πραγματικό του όνομα ήταν, λέει, Μελησιγένης, γιατί γεννήθηκε κοντά στον ποταμό Μέλητα της Σμύρνης, αλλά αργότερα τον είπαν Όμηρο, είτε γιατί έχασε το φως του (ὅμηρος = τυφλός) είτε γιατί οι Σμυρνιοί τον παραδώσαν όμηρο στον πόλεμο με τους Κολοφωνίους.
Έζησε περιοδεύοντας με τα τραγούδια του τις ελληνικές χώρες και δοξάστηκε όσο κανένας άλλος. Μόνο στη Χαλκίδα, όταν αγωνίστηκε με αντίπαλο τον Ησίοδο, δεν πήρε το βραβείο. Το πλήθος τον έκρινε νικητή, αλλά ο βασιλιάς Πανήδης στεφάνωσε τον Ησίοδο, γιατί, όπως είπε, «δίκαιο είναι να νικά όποιος με τα τραγούδια του οδηγεί στη γεωργία και την ειρήνη, και όχι αυτός που περιγράφει πολέμους και σφαγές» (Αγών Ομήρου και Ησιόδου 207-10).
Στους βίους διαβάζουμε ότι πέθανε σε ένα μικρό νησί, την Ίο, από στενοχώρια, όταν δε μπόρεσε να καταλάβει έναν αινιγματικό λόγο που του είπαν νέοι ψαράδες.
Απ᾽ όλα αυτά μπορούμε να πιστέψουμε ότι ο Όμηρος καταγόταν από την Ιωνία, ότι ήταν ονομαστός ταξιδευτής αοιδός, ίσως και ότι ο θάνατος τον βρήκε στην Ίο.
Η επιτυχία της Ιλιάδας και της Οδύσσειας ήταν άμεση και η διάδοσή τους μεγάλη. Γρήγορα τα δύο έπη καθιερώθηκαν ως πανελλήνιος ποιητικός θησαυρός, άξιος όχι μόνο να τραγουδιέται περιστασιακά αλλά και να αποτελεί σταθερό μέρος του επίσημου προγράμματος σε εορτασμούς όπως τα Παναθήναια, όπου κάθε τέσσερα χρόνια οι ραψωδοί, σε αδιάκοπη διαδοχή, παρουσίαζαν ολόκληρα τα ομηρικά έπη. Παράλληλα, από πολύ νωρίς η Ιλιάδα και η Οδύσσεια διδάσκονταν στα σχολεία, και είναι χαρακτηριστικό ότι από τον 5ο π.Χ. αιώνα ως σήμερα, για είκοσι πέντε και παραπάνω αιώνες, τα ομηρικά έπη δεν έλειψαν ποτέ από το σχολικό πρόγραμμα.
--------------------------
1. Αυτή η άποψη, που και στα αρχαία χρόνια υποστηρίχτηκε από ορισμένους φιλολόγους της Αλεξανδρινής εποχής, τους χωρίζοντες όπως ονομάστηκαν, έχει και σήμερα πολλούς υποστηρικτές.
2. Ο νόστος είναι αρχαία λέξη που σημαίνει «ταξίδι επιστροφής».
3. Ως λαϊκά στοιχεία έχουν αναγνωριστεί ο τυπικός αριθμός τρία, το τρίτο και καλύτερο, το θέμα του αδύνατου, το θέμα των άστοχων ερωτημάτων, οι αιτιολογικοί μύθοι και άλλα πολλά.
4. Έναν υπαινιγμό μόνο συναντούμε στην Οδύσσεια (ω 119), όπου όμως δε λέγεται ότι για να αποφύγει τη στράτευση ο Οδυσσέας έκανε τον τρελό, ούτε κατονομάζεται ο Παλαμήδης, που τον ξεσκέπασε.
Η Ελληνική Αρχαιότητα: Πόλεμος - Πολιτική - Πολιτισμός 8. Η ύστερη αρχαιότητα
Κατά τον 2ο αιώνα παρουσιάστηκαν ορισμένοι χριστιανοί συγγραφείς που ανέλαβαν το δύσκολο έργο να υπερασπιστούν την πίστη τους απέναντι στον εθνικό κόσμο. Οι διωγμοί έδειχναν το μίσος που η κεντρική και οι τοπικές εξουσίες έτρεφαν για τους χριστιανούς και το συμμεριζόταν μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Ο Ιουστίνος (περ. 100-165), ο σημαντικότερος από τους Απολογητές -όπως ονομάστηκαν οι συγγραφείς αυτοί- αντιλήφθηκε τη σημασία που είχε η ταύτιση του Χριστού με τον προαιώνιο Λόγο του Θεού. Την ταύτιση είχε εγκαινιάσει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον πρόλογο του ευαγγελίου του, τελευταίου στη σειρά των τεσσάρων. Νωρίτερα ο απόστολος Παύλος είχε θεωρήσει ότι οι άνθρωποι έχουν εκ φύσεως γραμμένο τον θεϊκό νόμο στις καρδιές τους. Συνδυάζοντας τις δύο αυτές θέσεις και κάνοντας χρήση στωικής ορολογίας, ο Ιουστίνος οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ένας σπερματικός λόγος λειτουργεί στις καρδιές των ανθρώπων και εξηγεί τα όποια ψήγματα αλήθειας περιλαμβάνουν οι δοξασίες τους. Σε ανοιχτή επιστολή που έστειλε στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή περίπου στο μέσον του αιώνα ο Ιουστίνος έγραφε ότι «όσοι έζησαν σύμφωνα με τον Λόγο είναι χριστιανοί, ακόμη και αν θεωρήθηκαν άθεοι, όπως ο Σωκράτης, ο Ηράκλειτος και οι όμοιοί τους». Σε μια δεύτερη παρόμοια Απολογία ο Ιουστίνος εξηγούσε αναλυτικότερα τη θέση του:
Ομολογώ […] ότι είμαι χριστιανός. Και τούτο όχι γιατί τα διδάγματα του Πλάτωνα είναι ξένα προς τα διδάγματα του Χριστού, αλλά γιατί δεν είναι εντελώς όμοια, όπως ούτε των άλλων συγγραφέων, είτε είναι στωικοί είτε ποιητές είτε οτιδήποτε. Ο καθένας τους εκφράστηκε περιορισμένα και αποσπασματικά, ανάλογα με τη συγγένεια που αναγνώρισε προς τον σπερματικό θείο λόγο. […] Όσα έχουν ειπωθεί σωστά από οποιονδήποτε ανήκουν σε μας τους χριστιανούς.
Ο Λουκιανός μπορούσε να αρκείται σε λίγες καυστικές εκφράσεις και να διακωμωδεί την ακατανόητη στάση των χριστιανών απέναντι στον θάνατο και τις, κατά τη γνώμη του, ευκαταφρόνητες ιδέες και πρακτικές τους. Ο ίδιος ήταν επικούρειος και χλεύαζε κάθε μορφής θρησκοληψία. Το φαινόμενο όμως του χριστιανισμού έπαιρνε διαστάσεις και δεν μπορούσαν πλέον να το αγνοούν όσοι θεωρούσαν ότι η θρησκευτικότητα είναι σημαντικό στοιχείο της ανθρώπινης ζωής με επιπτώσεις στην κοινωνία και την πολιτική.
Μέχρι το τέλος του 2ου αιώνα κανένας εκπρόσωπος του παραδοσιακού ελληνισμού δεν είχε ασχοληθεί σοβαρά με τον χριστιανισμό. Τότε όμως ο Κέλσος, ένας εκλεκτικός διανοούμενος πλατωνικών αποκλίσεων, δημοσίευσε τον Ἀληθῆ λόγον του, με σκοπό να αντιπαρατεθεί στον χριστιανισμό. Την υπεροπτική αδιαφορία των εκπροσώπων του παραδοσιακού ελληνισμού αντικατέστησε σταδιακά η πολεμική. Έκτοτε, οι αιτιάσεις και οι αντιδικίες από τις δύο πλευρές επανέρχονταν.
Η γραμμή που εγκαινίασε ο Ιουστίνος για τη σχέση ανάμεσα στα ελληνικά φιλοσοφικά διδάγματα και τον Χριστό ως Λόγο αναπτύχθηκε κυρίως στην Αλεξάνδρεια. Η λεγόμενη «κατηχητική σχολή» που αναπτύχθηκε εκεί προώθησε τη σύνθεση του χριστιανισμού με την παράδοση του αρχαίου ελληνισμού με τρόπους τόσο ριζοσπαστικούς, που έγιναν οριακά αποδεκτοί από τη μεταγενέστερη ορθοδοξία. Οι αλληγορικές ερμηνείες χρησιμοποιήθηκαν εκτενέστατα. Ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς (περ. 140 - περ. 215) πίστευε ότι η φιλοσοφία παιδαγώγησε τους Έλληνες για να δεχτούν τον Χριστό, όπως ακριβώς ο μωσαϊκός νόμος προετοίμασε τους Εβραίους. Ο μαθητής του Ωριγένης (περ. 185-253) έγραφε ότι, αν κάποιος φτάσει στον χριστιανικό Λόγο έχοντας ήδη ασκηθεί στη φιλοσοφία, θα μπορέσει να αποδείξει, με τον ελληνικό συλλογιστικό τρόπο, την ''αλήθεια'' του χριστιανισμού. Ως άριστος διαλεκτικός ανέλαβε ο ίδιος, σε ώριμη ηλικία, το έργο της ανασκευής των θεωρητικών αιτιάσεων κατά του χριστιανισμού που είχε εκφράσει ο Κέλσος. Το έργο του Κατὰ Κέλσου, δημοσιευμένο το 248, έδινε το στίγμα της νέας εποχής, καθώς ο χριστιανισμός περνούσε σε συστηματική αντεπίθεση.
Από την αντίπερα όχθη και σαν απάντηση στις προκλήσεις που παρουσίαζαν πλέον οι μορφωμένοι και φιλοσοφημένοι χριστιανοί, ο Πορφύριος (232-305) συνέγραψε και δημοσίευσε ένα ογκωδέστατο σύγγραμμα σε 15 βιβλία, το οποίο, αν κρίνουμε από τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα, ήταν επίτευγμα συγκριτικής φιλολογίας. Στο έργο αυτό, γνωστό με τον μεταγενέστερο τίτλο Κατὰ χριστιανῶν, ο συγγραφέας μελέτησε προσεκτικά τις ιερές γραφές του χριστιανισμού και επιδόθηκε σε μια ολοκληρωτική κριτική τους. Ιδίως μετά τον εντοπισμό πολλών και, κατά τη γνώμη του, ανεπίτρεπτων αντιφάσεων ανάμεσα στους ευαγγελιστές, ο Πορφύριος κατηγόρησε τους χριστιανούς για επινόηση πολλών πληροφοριών που παρουσιάζονταν ως ιστορικές. Το έργο του θεωρήθηκε τόσο προκλητικό, ώστε αργότερα οι χριστιανοί αυτοκράτορες διέταξαν την καταστροφή όλων των αντιτύπων.
Τον Πορφύριο μιμήθηκε, σχεδόν έναν αιώνα αργότερα αλλά με πιο μετριασμένο τρόπο, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός, συγγράφοντας το έργο Κατὰ Γαλιλαίων. Ο Ιουλιανός ήθελε να περιορίσει τους χριστιανούς στη μελέτη των δικών τους ιερών γραφών και να τους αποκλείσει από τη διδασκαλία της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας. Όποιος δεν πιστεύει στους θεούς της παράδοσης δεν μπορεί να ερμηνεύει ικανοποιητικά τον Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη, υποστήριζε.
Εκείνο που θεωρητικά ενοχλούσε όσους είχαν εντρυφήσει στην ελληνική φιλοσοφία ήταν η χριστιανική έμφαση στην πίστη, επειδή οι ίδιοι απέδιδαν μεγάλη σημασία στην αιτιολόγηση των λεγομένων και στη λογική απόδειξη. («Πιστεύω επειδή είναι παράλογο», έλεγε προκλητικά ένας χριστιανός συγγραφέας για να υπογραμμίσει τη διαφορά.) Από την άλλη μεριά, εκείνο που συναισθηματικά και πρακτικά εξόργιζε τους εκπροσώπους της παράδοσης -ελληνικής, ρωμαϊκής, εβραϊκής ή άλλης- ήταν η καταστατικά ανατρεπτική και αντιπαραδοσιακή στάση των χριστιανών. Όλοι οι λαοί είχαν μείνει πιστοί στις πάτριες παραδόσεις τους. Μόνο οι χριστιανοί τις είχαν αποκηρύξει μετά βδελυγμίας. Με τους παραδοσιακούς Εβραίους, που τιμούσαν τον Θεό και τα νόμιμα των πατέρων τους, οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού, όπως παρουσιαζόταν και ο Ιουλιανός, ήταν διατεθειμένοι να συζητήσουν πολλά θέματα και ενδεχομένως να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις - ιδίως στο ακανθώδες πρόβλημα της δημιουργίας του κόσμου.
Τους Γνωστικούς τούς πολέμησε η χριστιανική Εκκλησία με πάθος. Τους πολέμησαν όμως και οι εκπρόσωποι του παραδοσιακού ελληνισμού που φιλοσοφικά ήταν πλέον όλοι τους πλατωνικοί. Η αντίδραση συνοψίστηκε στη στάση του Πλωτίνου (205-270).
Ο Πλωτίνος, ο διασημότερος φιλόσοφος της ύστερης αρχαιότητας, ζούσε στην Αλεξάνδρεια. Ως νέος πλησίασε τους σημαντικούς δασκάλους της πολύμαθης αυτής πόλης, χωρίς καθόλου να εντυπωσιαστεί από τις παραδόσεις τους. Τελικά τον κέρδισε η φιλοσοφία. Έκτοτε δεν εγκατέλειψε ποτέ τη φιλοσοφική οδό, που στα μάτια του ήταν πορεία τελείωσης του εαυτού και μέθεξης στη θεία ουσία.
Σε ώριμη ηλικία ο Πλωτίνος εγκατέλειψε την Αλεξάνδρεια, για να ακολουθήσει τον αυτοκράτορα Γορδιανό Γ' (238-244) στις εκστρατείες του στη Μεσοποταμία. Ήθελε να συναντήσει Πέρσες και Ινδούς σοφούς, να συζητήσει μαζί τους και να μάθει. Το σχέδιο απέτυχε λόγω της δολοφονίας του αυτοκράτορα -με τον κύκλο του οποίου ο φιλόσοφος είχε αναπτύξει φιλικές σχέσεις-, και ο Πλωτίνος κατευθύνθηκε στη Ρώμη, όπου ίδρυσε μια ιδιωτική φιλοσοφική σχολή. Οι μαθητές, ορισμένοι από τους οποίους ήταν συγκλητικοί και άλλοι χριστιανοί, εντυπωσιασμένοι από τις αναλύσεις του, τον έπεισαν να καταγράψει τις ιδέες και τις ερμηνείες του - κάτι που δεν είχε ποτέ θελήσει να κάνει, αφού η φιλοσοφία ήταν για αυτόν τρόπος ζωής. Τελικά πείστηκε να συγγράψει έργα διαφωτιστικά διαφόρων φάσεων ή όψεων της θεωρίας του, ανάλογα με τις απορίες και απαιτήσεις των μαθητών και όπως έφερνε τα πράγματα η συγκυρία. Έγραφε γρήγορα, όπως σκεφτόταν, και δεν διόρθωνε ποτέ τα γραπτά του. Από τη μια η δυσφορία του με τη γραφή, από την άλλη τα προβλήματα όρασης, δεν του επέτρεπαν αναθεωρήσεις.
Με τον Πλωτίνο εγκαινιάζεται η πιο συνθετική φάση της ελληνικής φιλοσοφίας. Τόσο λόγω των πολιτικών συνθηκών και ιδεών, που υπογράμμιζαν την ενοποίηση της οικουμένης, όσο και εξαιτίας της έντονης θρησκευτικής ζέσης, που διακατείχε τους περισσότερους ανθρώπους της εποχής, η ελληνική σκέψη (ελληνόφωνη μαζί και ελληνότροπη) άρχισε να ρέπει προς τη μεγαλύτερη δυνατή οικουμενικότητα.
Ακολουθώντας ενοράσεις που είχαν αναπτύξει προγενέστεροι στοχαστές -και ιδίως ο νεοπυθαγόρειος Νουμήνιος, τον οποίο κατηγορήθηκε ότι αντιγράφει-, ο Πλωτίνος οδηγήθηκε σε μια δυναμική σύλληψη της πραγματικότητας, σύμφωνα με την οποία η άπειρη πρώτη αρχή του Ενός αιωνίως γεννά τον Νου ως δεύτερη υπόσταση, και αυτός με τη σειρά του την Ψυχή, την τρίτη και τελευταία από τις νοητές υποστάσεις. Στη συνέχεια, το κατώτερο μέρος της Ψυχής παράγει τη Φύση και τα αισθητά όντα στο σύνολό τους. Η δημιουργία του κόσμου είναι συνεπώς, κατά τον Πλωτίνο, η εκδίπλωση και η φανέρωση της άπειρης αγαθότητας και των άπειρων δυνατοτήτων ομορφιάς που ενέχει ο ίδιος ο Θεός. Αυτή η βασική ιδέα, μάλιστα, δεν ήταν μόνο μια εννοιολογική σύλληψη του μυαλού. Ήταν επίσης προσωπικά βιωμένη εμπειρία. Ο μαθητής του Πορφύριος, που ήταν επίσης επιμελητής των έργων και βιογράφος του, μας πληροφορεί ότι, όσο διάστημα ήταν μαζί στη Ρώμη, ο Πλωτίνος κατόρθωσε τέσσερις φορές να ενωθεί εκστατικά με τον Θεό σε μια μυστικιστική εμπειρία άφατης αγαλλίασης και κάλλους.
Το πρόβλημα με τις γνωστικές δοξασίες, όπως το αντιλήφθηκε ο Πλωτίνος, δεν ήταν η θεώρηση του σώματος ως φυλακής του θεϊκού στοιχείου που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος. Η άποψη για την αθανασία της ασώματης ψυχής είχε την έγκριση του «θεϊκού» Πλάτωνος ήδη από παλαιά. Ούτε, βεβαίως, τα πολύπλοκα μυθολογικά συστήματα των Γνωστικών, που δημιουργούσαν διαστρωμάτωση στη δομή του σύμπαντος από την άρρητη πρώτη αρχή μέχρι την ανόργανη ύλη, μπορούσαν να θεωρηθούν κατακριτέα. Όλοι οι νεοπλατωνικοί συμφωνούσαν ότι από το Εν, όπως ονόμαζαν συμβατικά τον ύψιστο Θεό, μέχρι την πραγματικότητα των αισθήσεων μεσολαβούν πολλαπλά επίπεδα όντος. Το πρόβλημα εντοπίστηκε στην αντίληψη ότι το αισθητό σύμπαν είναι κακό ως το αποτέλεσμα της δράσης ενός κακού δημιουργού. Ο Πλάτων είχε ρητά δηλώσει ότι αυτός εδώ ο υλικός και αισθητός κόσμος, σαν ένας πανέμορφος και υγιής ζωντανός οργανισμός, είναι ο καλύτερος κόσμος που θα μπορούσε ποτέ να υπάρξει.
Το φιλοσοφικό ενδιαφέρον του Πλωτίνου -όπως και των περισσότερων φιλοσόφων που τον ακολούθησαν- αφορούσε αποκλειστικά τη μεταφυσική. Οι πιο ανθρώπινοι κλάδοι της ηθικής και της πολιτικής δεν τον απασχόλησαν ιδιαίτερα. Όμως το αρχαίο όνειρο μιας φιλοσοφημένης πόλης δεν ξεπερνιόταν εύκολα. Ο Πλωτίνος έπεισε τον αυτοκράτορα Γαλλιηνό (253-268) να ανακαινίσει μια ερειπωμένη πόλη της Καμπανίας, να ορίσει τους νόμους της σύμφωνα με όσα θεσπίζει ο Πλάτων στο ομώνυμο διάλογο και να την προσφέρει σε όσους θέλουν να ζήσουν το πλατωνικό ιδανικό. Ο ίδιος υποσχέθηκε ότι θα μετακόμιζε μαζί με φίλους και οπαδούς. Το σχέδιο φαινόταν να τίθεται σε εφαρμογή. Ωστόσο, ναυάγησε την τελευταία στιγμή, γιατί οι σύμβουλοι του αυτοκράτορα, από φθόνο για την επιρροή που ασκούσε ο Πλωτίνος ή από άλλη παρόμοια αιτία, κατάφεραν να τον μεταπείσουν. Η «Πλατωνόπολη» -έτσι θα ονομαζόταν η πόλη- παρέμεινε όνειρο.
Μετά τον θάνατο του Πλωτίνου ξέσπασε μια σημαντική διαφωνία ανάμεσα στους δύο σπουδαιότερους συνεχιστές της σκέψης του. Ο Ιάμβλιχος (περ. 245-325), που υπήρξε μάλλον μαθητής του Πορφύριου, είχε δεχτεί τα Χαλδαϊκὰ λόγια ως θεία αποκάλυψη, υποστήριζε τη θεουργίαν και μάλιστα τη θεωρούσε ανώτερη από τη θεωρίαν, τη θεωρητική σύλληψη και ενατένιση. Ο Πορφύριος αρνιόταν τις τελετουργικές μορφές θέωσης. Πίστευε ότι η θέωση επιτυγχάνεται με τη σταδιακή κατανόηση και δεν επιδέχεται τελετουργικές βραχυκυκλώσεις. Η διαφωνία τους δεν αφορούσε τόσο το ζήτημα της γνώσης (στο οποίο συμφωνούσαν) αλλά τους δυνατούς τρόπους επίτευξής της. Η γραμμή του Ιάμβλιχου ήταν ιερατική και τόνιζε την εγγενή δύναμη των θρησκευτικών συμβόλων. Η γραμμή του Πορφύριου ήταν ορθολογικότερη, όπως άλλωστε και η υπόλοιπη στάση του. Την πρώτη την ακολούθησε ο Ιουλιανός στην αποτυχημένη προσπάθειά του να ιδρύσει μια εθνική Εκκλησία με δομή και οργάνωση αντίστοιχη με αυτή των χριστιανών. Στην κορυφή του λατρευτικού πανθέου είχε τώρα τοποθετηθεί ο ήλιος, το αισθητό αντίστοιχο του άρρητου Ενός.
Την κατά το δυνατόν εναρμόνιση του χριστιανικού κηρύγματος με τα δόγματα της ελληνικής σοφίας συνέχισαν και ενέτειναν οι εκκλησιαστικοί Πατέρες του 4ου αιώνα. Οι σημαντικότεροι σπούδασαν στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια, τα μεγάλα κέντρα πολιτισμού. Εθνικοί και χριστιανοί παρακολουθούσαν συνήθως τα ίδια μαθήματα ρητορείας και φιλοσοφίας. Ο Βασίλειος Καισαρείας (περ. 330-379) και ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-389) είχαν στην Αθήνα τους ίδιους δασκάλους με τον Ιουλιανό. Στη συνέχεια ανέλαβαν θέσεις στην εκκλησιαστική ιεραρχία και υπήρξαν σημαντικές φυσιογνωμίες στη διαμόρφωση της ορθόδοξης θεολογίας.
Ο Βασίλειος υπήρξε πρωτοπόρος πρακτικά και θεωρητικά. Αφιέρωσε πολλές δυνάμεις στην οργάνωση της μοναστικής ζωής, μιας σχετικά νέας τάσης στους κόλπους του χριστιανισμού. Παράλληλα εγκαινίασε τη χριστιανική φιλοσοφική κοσμογονία με τη συγγραφή ενός εξηγητικού έργου πάνω στις έξι μέρες της δημιουργίας (Ὁμιλίαι εἰς τὴν Ἑξαήμερον). Ο Βασίλειος πρέσβευε ότι ο πιστός χριστιανός μπορεί να αρύεται σχετικώς ελεύθερα από την εθνική σοφία -που πλέον ονομαζόταν θύραθεν, δηλαδή εξωτερική- ό,τι δεν ταιριάζει με τη χριστιανική παράδοση. Σαν την καλή μέλισσα που από όλα τα άνθη αντλεί νέκταρ, έτσι και ο καλός χριστιανός θα μπορούσε, με τη σωστή καθοδήγηση, να μελετά τους Έλληνες της αρχαιότητας δίχως βλάβη για τη ψυχική του υγεία και δίχως να παραβιάζεται το έργο της σωτηρίας.
Άλλοι ήταν περισσότερο διστακτικοί και άλλοι διατεθειμένοι να προχωρήσουν ακόμη πιο πέρα. Ο αδελφός του Βασίλειου Γρηγόριος (περ. 330-395), στη συνέχεια επίσκοπος Νύσσης, ερμήνευσε τον Θεό με τρόπο μυστικιστικό, που προσέγγιζε καίρια αντιλήψεις φιλοσόφων σαν τον Πλωτίνο. Δίπλα στη φανερή αποδοχή στοιχείων της ελληνικής φιλοσοφίας από τους χριστιανούς λειτουργούσε και μια άλλη, υπόγεια και αφανέστερη τάση εξελληνισμού της χριστιανικής θρησκείας. Μάλιστα, ορισμένες φορές οι σφοδρότεροι αντίπαλοι του παραδοσιακού ελληνισμού ήταν αυτοί που διαπνέονταν ουσιαστικότερα από το αρχαιοελληνικό πνεύμα στην εσωτερική και οικουμενικότερη διάστασή του.
Στο τέλος του 4ου αιώνα ο Νεμέσιος από την Απάμεια της Συρίας συνέγραψε την πρώτη χριστιανική πραγματεία Περὶ φύσεως ἀνθρώπου, στο πρότυπο πολλών αντίστοιχων έργων που κυκλοφορούσαν ήδη από την εποχή του Ιπποκράτη. Δίπλα στην ανεπτυγμένη θεολογία, για χάρη της οποίας κοπίασαν σημαντικοί άνδρες του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός ανέπτυσσε τώρα και μια συγκροτημένη φιλοσοφική ανθρωπολογία. Το έργο ξεκινούσε με έκθεση των απόψεων που είχαν παρουσιάσει διαδοχικά οι αρχαίες φιλοσοφικές σχολές.
Σταδιακά, η Εκκλησία αποδεχόταν όλο και περισσότερο τη νεοπλατωνική μεταφυσική στη θεολογία της. Αλλά και των εθνικών φιλοσόφων οι απόψεις επηρεάζονταν από τη χριστιανική θεώρηση των πραγμάτων. Στο τελευταίο από τα μεγάλα λόγια έπη που παρήγαγε η εθνική αρχαιότητα ανιχνεύεται η προσπάθεια να παρουσιαστεί πρωθύστερα το χριστιανικό μήνυμα της σωτηρίας ως έργο του Διονύσου. «Δάκρυσε ο βασιλιάς Βάκχος, των θνητών για να λύσει τα δάκρυα» έγραψε ένας ποιητής από την Αίγυπτο, σε μια εποχή που βρίσκεται έξω από τα όρια αυτής της ιστορίας.
Βεδάντα - Η Αιώνια Αλήθεια των Ουπανισάδ
Δεν μπορεί να συλληφθεί με καμία διαδικασία αντίληψης, σκέψης, ή αίσθησης. Βρίσκεται Ήδη Εκεί που ψάχνουν όλες οι δυνατότητες κατανόησης.
Από Αυτό Πηγάζει η Θεία Ζωή που Δημιουργεί όλες τις Καταστάσεις Ύπαρξης.
Παραμένοντας Ακίνητο Υπάρχει και Προηγείται Κάθε Κίνησης της Αντίληψης που προσπαθεί να Το Προσεγγίσει. Βρίσκεται Πέρα από Όλα αλλά η Παρουσία του στηρίζει και διαπερνά το κάθε τι.
Αυτό βρίσκεται μέσα στο παν και ταυτόχρονα το Υπερβαίνει.
Αυτό βρίσκεται μέσα σε όλες τις υπάρξεις και όλες οι υπάρξεις είναι Αυτό στην πραγματική ουσία τους. Αυτός που το βιώνει αυτό αποδέχεται τα πάντα.
(Ίσα Ουπανισάδ, 4,5,6)
Όλες οι Ουπανισάδ είναι Εμπειρικά Κείμενα που Καταγράφουν (χωρίς να μπορούν να το περιγράψουν επακριβώς, γιατί το Εσωτερικό Βίωμα δεν περιγράφεται) Αυτό που Βίωσαν Κάποιοι Μεγάλοι Δάσκαλοι στην Ινδία πριν 28 αιώνες και εδώ, Διερευνώντας Μέσα τους, και υπερβαίνοντας την συνηθισμένη περιορισμένη και κατασκευασμένη συνείδηση του συνηθισμένου ανθρώπου.
Μιλάνε για το Βίωμα του Απολύτου, την Μια Ακίνητη Αιώνια Πραγματικότητα, που είναι πέρα από την αντίληψη, πέρα από την σκέψη, πέρα από τις αισθήσεις… την Οποία Προσέγγισαν όταν ανυψώθηκαν πάνω από την περιορισμένη ανθρώπινη συνείδηση με μια Εσωτερική Άμεση και Ολοκληρωμένη Όραση, Γνώση, Κατανόηση, Ζωή… είχαν πραγματική Άμεση Επαφή με Αυτό που Υπάρχει.
Τα Ιερά Κείμενα (οι Ουπανισάδ) δεν είναι θεωρητικά κείμενα που ερμηνεύουν την Πραγματικότητα ή εκθέτουν διδασκαλίες για την Πραγματικότητα. Είναι Απόσταγμα Πραγματικής Εσωτερικής Εμπειρίες… Ίχνη Πάνω στην Οδό που Βάδισαν αυτοί οι άνθρωποι, Δείκτες που μας Δείχνουν την Κατεύθυνση… Είναι τελείως έξω από τον σκοπό της συγγραφής τους και χωρίς χρησιμότητα, όταν «διαβάζονται» νοητικά, όταν δεν θέλουμε ή δεν μπορούμε να δούμε πέρα και πίσω από τις λέξεις το Αληθινό Μήνυμα των Ουπανισάδ… ότι Υπάρχει Μια Και Μοναδική Πραγματικότητα πάνω στην Οποία υφαίνεται το όνειρο του κόσμου και τα όνειρα των όντων για μια ξεχωριστή ύπαρξη, για μια ζωή μακριά από το Απόλυτο.
Ο λόγος (ο κυριότερος) που ασχολούμαστε ακόμα με αρχαία κείμενα κι αρχαίες «διδασκαλίες» (που είναι πολύ περισσότερο από διδασκαλίες) είναι απλά γιατί αυτό που διαπίστωσαν αυτοί οι άνθρωποι είναι Μια Αιώνια Πραγματικότητα που Ισχύει Πάντα, κι ούτε πρόκειται να αλλάξει ποτέ… Εδώ Μιλάμε για την Αιώνια Αλήθεια…
Αυτοί που συνήθως εξεγείρονται ενάντια στην δήθεν παλιά γνώση, στις δήθεν παλιές μεθόδους, είναι αυτοί που αγνοούν το Αληθινό Νόημα όλων αυτών που λέμε, δεν γνωρίζουν πως ακριβώς χρησιμοποιούνται (από τους μυημένους) αυτά τα κείμενα κι ακόμα (επειδή ακριβώς δεν βιώνουν, δεν έχουν εμπειρία) αντιμετωπίζουν όλα αυτά νοητικά, σαν ιδέες…
Αγνοούν ακόμα αυτοί οι άνθρωποι ότι ο άνθρωπος, εδώ και εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια παραμένει ίδιος ανατομικά, ψυχολογικά, πνευματικά… ότι σε όλους τους ανθρώπους, η σκέψη, ο νους, λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο… κι ότι η υπέρβαση του νου για να Οδηγηθούμε σε Μια Ευρύτερη Συνείδηση σημαίνει πάντα υπέρβαση των ίδιων διαδικασιών, με τον μόνο τρόπο που πραγματοποιείται… Έτσι όλοι οι νεοφώτιστοι σωτήρες, δάσκαλοι, ή οτιδήποτε άλλο δηλώνουν, μιλούν για τον ίδιο άνθρωπο (που είμαστε όλοι μας) και χρησιμοποιούν τις ίδιες πανάρχαιες πρακτικές για να φτάσουν οπουδήποτε, στην Φώτιση, στην Απελευθέρωση, στην Θέωση, σε οτιδήποτε… αυτοί οι ημιμαθείς (που συχνά κινούνται με ιδιοτέλεια και κάνουν την γνώση εμπόριο) δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να «κομίζουν γλαύκα ες Αθήνας», (φράση από τις Όρνιθες του Αριστοφάνη) δηλαδή να λένε πασίγνωστα πράγματα σαν να ήταν άγνωστα… προφανώς απευθύνονται σα αμαθείς και πείθουν μόνο τους ανόητους… Κανένας πραγματικός εσωτεριστής δεν παίρνει στα σοβαρά όλα αυτά που συμβαίνουν στον περίγυρο της Αληθινής Πνευματικότητας.
Πέρα όμως από όλα αυτά τι σημαίνει «Υπάρχει Μια και Μοναδική Πραγματικότητα»; Και πως Βιώνεται αυτό; Είναι ακριβώς το Μυστικό που διδάσκονταν «Στα πόδια του διδασκάλου», η γνώση που μεταδίδονταν πρακτικά από τον δάσκαλο στον μαθητή, και ποτέ δεν διέρρευσε έξω από τους κύκλους των πραγματικά μυημένων, ότι και να λένε οι έμποροι της γνώσης… ούτε ήταν δυνατόν (πέρα από κάποιες υποδείξεις) να καταγραφεί σε βιβλία.
Για να μην παρεξηγούμεθα όμως, στην Εσωτερική Παράδοση, «Δάσκαλος» είναι απλά κάποιος αδελφός που προπορεύτηκε στην Οδό, άνθρωπος σαν όλους μας, όχι κάτι άλλο… κι αν οφείλουμε σεβασμό στους κοσμικούς δασκάλους μας τότε δεν οφείλουμε τουλάχιστον την ίδια ευγνωμοσύνη για τους πνευματικούς δασκάλους μας;
Ακόμα κι αυτοί που αρνούνται τους Δασκάλους και τις Αυθεντίες, αλλά παρόλα αυτά συμπεριφέρονται σαν Δάσκαλοι κι Αυθεντίες, δεν υποδεικνύουν στους άλλους παρά να ψάξουν μόνοι τους, μέσα τους, και να βρουν τις απαντήσεις. Ασφαλώς και είναι δυνατόν να γίνει, κι ασφαλώς είναι απόλυτα σεβαστό να το κάνει κάποιος… Στην πραγματικότητα όμως θα βρει την Ίδια Αιώνια Πραγματικότητα και τις ίδιες πανάρχαιες απαντήσεις… η «Έξοδος» είναι μία για όλους, επειδή ακριβώς, όλοι, διαθέτουμε την ίδια φύση, τις ίδιες δυνατότητες… αναγκαστικά θα κάνουμε τον ίδιο δρόμο… Έτσι μοιάζει ανόητη η διαμάχη γύρω από την χρησιμότητα ή μη των (αληθινών) δασκάλων, με την έννοια που είπαμε πιο πάνω… όποιος θέλει ακούει κι αφού ζυγίσει αποφασίζει για την αλήθεια των πραγμάτων, όποιος θέλει ψάχνει μόνος του… όλοι οι δρόμοι είναι σεβαστοί. Όλοι οι δρόμοι είναι σεβαστοί, (το ξαναλέμε για να το ακούσουν οι κουφοί).
«Υπάρχει μια και Μοναδική Πραγματικότητα» σημαίνει να πάμε πέρα από όλες τις αντιλήψεις… ούτε συλλαμβάνεται με την σκέψη, ούτε ανιχνεύεται στον κόσμο των φαινομένων.
Είναι η μια άμεση σωστή απάντηση στο «νέτι-νέτι» («ούτε αυτό αλλά ούτε και εκείνο», «όχι αυτό-όχι αυτό»), της Τζνάνα Γιόγκα, (του Διαλογισμού της Άρνησης), που φανερωνόταν πρακτικά από τον δάσκαλο στον μαθητή, στην βεδαντική παράδοση… που μας μεταφέρει στην Άλλη Όχθη.
Διαφορετικά θα πρέπει κάποιος να ακολουθήσει την αργή διαδικασία της ανόδου στα διάφορα επίπεδα λειτουργίας της ύπαρξης, μέχρι να Ανυψωθεί Ως την Πραγματικότητα.
Είτε έτσι, είτε αλλιώς μιλάμε για μια υπέρβαση της αντίληψης και όχι για μια νοητική αποφατική διαδικασία που θα μας οδηγήσει στην Αντίληψη της Πραγματικότητας… γιατί το είπαμε πολλές φορές, η Πραγματικότητα είναι πέρα από κάθε αντίληψη.
Το Μυστικό είναι πάντα εδώ, κοντά μας, μέσα μας.
Ορφισμός - Οι Τρεις Διαστάσεις της Ορφικής Θεολογικής Αντίληψης
Μια από τις βασικότερες αντιλήψεις (έννοιες) στην Εσωτερική Επιστήμη είναι η Αντίληψη του Κύκλου. Είναι βέβαια λίγο δύσκολο να συλλάβουμε την «αντίληψη του κύκλου» όταν μιλάμε για αφηρημένες καταστάσεις της αντίληψης, ή της σκέψης, αλλά αυτή η αντίληψη του κύκλου αποσαφηνίζεται όταν την εφαρμόζουμε σε πράγματα που είναι πιο κοντά στην ανθρώπινη εμπειρία. Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον μηχανισμό.
Το Χάος (το Μηδέν, η Κενότητα) δεν πρέπει να «νοείται» σαν Άδειο αλλά σαν Πλήρες, (αλλά «χωρίς χαρακτηριστικά»), αφού Εμπεριέχει κι Εμφανίζει τα Πάντα . Η Δραστηριοποίηση του Μηδενός Γεννά την Κίνηση, σαν Αυτοσυνειδησία, σαν το Ένα. Η Εξέλιξη της Αυτοσυνειδησίας που ξεκινά από την Ανυπαρξία, γεννιέται στην Επίγνωση (στην Παρουσία), ολοκληρώνεται στην Πληρότητα και πάλι μειώνεται ως την τελική Εξαφάνισή της Αποτελεί Ένα Κύκλο (μια Στιγμιαία Ανάδυση της Παρουσίας). Στην πραγματικότητα όλη αυτή η κίνηση είναι φαινομενική: Όλα είναι Εξ’ Αρχής Εδώ, απλώς εμφανίζονται σαν να γεννιούνται, να αυξάνουν, κλπ., να κάνουν τον Κύκλο. Όλη η Δημιουργία είναι Φαινομενική. (Δεν εννοούμε μη-πραγματική, εννοούμε απλά ότι όλα υπάρχουν εξ’ αρχής Εδώ και αναδύονται. Από την Φύση, Φύονται τελείως φυσικά όλα, ανθίζουν και μαραίνονται, και ξανά από την αρχή ).
Η Επανάληψη αυτού του Κύκλου (Παρουσίας) Δημιουργεί Μια Δόνηση (Παρουσίας). Αυτή η Δόνηση, η Κίνηση, είναι η Ζωή. Η Διαφοροποίηση της Δόνησης (Παρουσίας) Δημιουργεί την Ποικιλία του Φαινομένου. Κι από τον Συνδυασμό της Ποικιλίας (ή των ποικιλιών) Δημιουργείται η Ζωή σαν Ποικιλία, ο Κόσμος της Εμπειρίας, η Ύπαρξη, οι κόσμοι, το σύμπαν, η υλική ζωή, ο άνθρωπος…
Περιγράφοντας την ίδια πραγματικότητα διαφορετικά μπορούμε να πούμε πως η Επανάληψη του Κύκλου Δημιουργεί την Δόνηση. Η Επανάληψη συγκεκριμένων στιγμών της Δόνησης Δημιουργεί τον Ρυθμό. Η Ισότητα στην διάρκεια των διαστημάτων στον Ρυθμό Δημιουργεί την Ομοιομορφία της Εξέλιξης. Η Ανισότητα στην διάρκεια των διαστημάτων στον Ρυθμό Δημιουργεί την Ανομοιομορφία της Εξέλιξης που όταν την Δούμε σαν Ενότητα Δημιουργεί αυτό που Αντιλαμβανόμαστε σαν Μουσική (στην αφηρημένη και μεταφυσική της υπόσταση). Η Εξέλιξη στην Δημιουργία ακολουθεί το Νόμο της Ομοιομορφίας που αποτελεί Ένα Ευρύτερο Χώρο Εκδήλωσης που συμπεριλαμβάνει μέσα του το (μερικότερο φαινόμενο) της Ανομοιομορφίας. Αυτή η Ανομοιομορφία μέσα στον Χώρο της Ομοιομορφίας είναι η Ζωή. Μιλώντας ποιητικά μπορούμε να πούμε πως η Ζωή είναι Η Μουσική της Εξέλιξης. Και να παρατηρήσουμε πως κάθε Μουσική έχει μια αρχή, μια διάρκεια κι ένα τέλος. Κάποια στιγμή όλες οι μουσικές σωπαίνουν.
Η Δόνηση όταν προσπαθήσουμε να την αντιληφθούμε στο Χρόνο είναι (και παριστάνεται) σαν Κύμα. Όλα τα Φαινόμενα είναι Δόνηση, όλα τα φαινόμενα εμφανίζονται σαν είναι Κύμα. Από τα πιο Σύνθετα μέχρι τα πιο απλά, κι ανάποδα. Ακόμα κι οι στέρεες μορφές, κι οι εκδηλώσεις τους κι η εξέλιξή τους. Η Δημιουργία Γεννιέται λοιπόν κι Εξελίσσεται σαν Δόνηση (Συνείδησης ή Παρουσίας) ή σαν Κύματα (που είναι το ίδιο) που ακολουθούν ένα Παγκόσμιο Ρυθμό. Κι όλα όσα δημιουργούνται στα πλαίσια της Δημιουργίας εκδηλώνουν μια κυματική φύση, έτσι υπάρχουν κι έτσι λειτουργούν μέσα στον «Χώρο» ακολουθώντας κάποιο Ρυθμό. Η Ροή της Συνείδησης, η σκέψη, η ενέργεια, το φως, ο ήχος, ακόμα και κοσμικά φαινόμενα μέσα στο χώρο εκδηλώνουν μια κυματική φύση κι ακολουθούν ένα ρυθμό, σε όποιο επίπεδο εκδήλωσης (της ύπαρξης) κι αν λειτουργούν… (Πάρτε για παράδειγμα -μέσα σε πολλά άλλα-, το ηλεκτρόνιο γύρω από τον πυρήνα-πρωτόνιο του Υδρογόνου. Ποια είναι η πιο επιστημονική περιγραφή του; Ότι το ηλεκτρόνιο είναι ένα κύμα μιας ενεργειακής παρουσίας γύρω από τον πυρήνα… και μάλιστα κινείται τόσο γρήγορα κι αναπτύσσει τέτοιες δυνάμεις που «μοιάζει» με στέρεο φλοιό, σαν το τσόφλι του αυγού… παρ’ όλα αυτά δεν μπορεί να ανιχνευθεί πουθενά με απόλυτη βεβαιότητα, γιατί είναι κύμα κι όχι σωματίδιο…).
Όπως ο Κύκλος που δημιουργεί το Κύμα ξεκινά από το Μηδέν για να αναπτυχθεί ως την Πληρότητα και να επιστρέψει στο Μηδέν (ξανά και ξανά και παράγει το Κύμα) έτσι συμπεριφέρεται και το Κύμα. Έχοντας αναδυθεί από την Φύση του Κύκλου, έχοντας την Ουσία του Κύκλου, αποτελεί κι αυτό (στο περιεχόμενό του) ένα Μεγαλύτερο Κύκλο. Με άλλα λόγια ακολουθεί μια Γέννηση, μια αυξητική πορεία προς την ολοκλήρωση, για να επιστρέψει ξανά (με την μείωση) στο Μηδέν (στο θάνατο). Ο Κύκλος λοιπόν είναι η πραγματική πορεία και το περιεχόμενο της Εξέλιξης, και κάθε εξέλιξης. Τον Κύκλο ακολουθεί όχι μόνο η δημιουργία αλλά και τα τοπικά φαινόμενα στα διάφορες καταστάσεις της ύπαρξης, αλλά και το υλικό σύμπαν σε μακροκοσμικό αλλά και σε τοπικό επίπεδο, η ζωή, η ζωή του ανθρώπου, η κίνηση της φύσης κι όλα τα φαινόμενα. Ο Κύκλος αποτελεί τον τρόπο που εκδηλώνονται τα πάντα. Όλα είναι Κύκλος.
Μια δεύτερη σημαντική αντίληψη (έννοια) που γεννιέται από τον Κύκλο και Διευκρινίζει τον Κύκλο στην Εξέλιξη και στον Χρόνο, είναι η αντίληψη της Κυκλικής Εξέλιξης ή των Φάσεων της Εξέλιξης (γέννηση, αύξηση, πληρότητα, μείωση, θάνατος), που Δημιουργεί εκ των πραγμάτων τα Επίπεδα ή τις Βαθμίδες, που ξεκινούν από την γέννηση κι ολοκληρώνονται στην πλήρη διαγραφή (στο κλείσιμο) του Κύκλου. Έτσι ο Κύκλος (της Συνείδησης, της Παρουσίας) Αποτελεί την Ουσία της Εξέλιξης αλλά και το Περιεχόμενο και το Νόημα της Εξέλιξης. Είναι η Ολοκλήρωση μέσω των Βαθμίδων.
Ο Κύκλος (σαν Ουσιαστικό Περιεχόμενο) εκδηλώνεται ακόμα σε κάθε φαινόμενο. Στην πραγματικότητα η εμπειρία της ζωής, η μεταβολή, η αλλαγή, καθορίζεται από τις αντιθετικές έννοιες (για παράδειγμα, απουσία-παρουσία, σκοτάδι-φως, πάνω-κάτω, καλό-κακό, μεγάλο-μικρό, κλπ… έννοιες που λειτουργούν σε όλα τα επίπεδα της ύπαρξης) που η ουσία τους γίνεται ακριβώς φανερή όταν την δούμε μέσα στην εκδήλωση του Κύκλου. Για παράδειγμα το Φως ξεκινά από το Σκοτάδι, αυξάνεται, φτάνει στην πληρότητα και μειώνεται μετά για να εξαφανιστεί (σαν τις Φάσεις της Σελήνης). Μπορούμε λοιπόν να δούμε την ποιότητα και τον χαρακτήρα των αντιθέτων εννοιών μέσα στις διάφορες φάσεις τους στα πλαίσια της κυκλικής εξέλιξής τους. Είναι πάντα συμπληρωματικές. Η Αντίληψη του Κύκλου, της Κυκλικής Κίνησης των Αντιθέτων, κλπ., είναι μια Πανάρχαια Αντίληψη που την συναντάμε σε ολόκληρη την Αρχαία Θρησκευτική Παράδοση. Ένα παγκόσμιο σύμβολο που αποτυπώνει αυτό που λέμε είναι ο Κύκλος του Ταό (με τις Αντίθετες Δυνάμεις του Γιανγκ και του Γιν), που έχει πανάρχαια καταγωγή στην Κίνα.
Όλες αυτές οι αντιλήψεις που περιγράψαμε (δυσνόητες σε αφηρημένο επίπεδο, αλλά πιο κατανοητές στο ανθρώπινο επίπεδο), Ο Κύκλος, η Κυκλική Εξέλιξη, η Κυκλική Εξέλιξη των Αντιθέτων, απασχόλησαν σοβαρά και για χρόνια τον Ορφέα και αποτέλεσαν την βάση της θεολογικής σκέψης του: Ο Ορφέας Είδε το Χάος σαν Αρχή των Πάντων… Το Χάος Είναι η Ουσία, η Δραστηριότητα και το Περιεχόμενο του Κύκλου της Δημιουργίας. Από το Χάος, από τον Κύκλο της Παρουσίας (της Αυτοσυνειδησίας), Γεννιέται (Φαινομενικά, γιατί Υπάρχει Εξ’ Αρχής Εδώ και για Πάντα) η Αρχική Δόνηση, ο Παγκόσμιος Λόγος που σαν Κύμα Διαπερνά την Ύπαρξη και με τον Παγκόσμιο Ρυθμό του Δημιουργεί τους Κόσμους και τα Φαινόμενα. Στην Ουσία της Κυκλικής Εξέλιξης ανακάλυψε ο Ορφέας την Διαρκή Αλλαγή της Θείας Όψης: Ο Θεός (Εικόνα του Ανοιχτού Χάους) Εμφανίζεται σαν Ζαγρέας, Μετουσιώνεται σε Διόνυσο στην διάρκεια της Ανάπτυξης, Ολοκληρώνεται σαν Απόλλωνας και μετά πάλι Οδεύοντας προς την Συγχώνευση με το Αρχέγονο Χάος Γίνεται ο Βάκχος κι Εξαφανίζεται Μέσα στο Απέραντο Κενό, για να Γεννηθεί Ξανά σαν Ζαγρέας, κι έτσι συνέχεια… Τέλος στην Κυκλική Εξέλιξη των Αντιθέτων αναγνώρισε ο Ορφέας την Αιτία της Δημιουργίας της Ζωής και της Ποικιλίας των Φαινομένων, της Γέννησης, της Ανάπτυξης, της Άνθισης, της Ωρίμανσης και του Μαρασμού… Όλα αυτά ο Ορφέας σιγά-σιγά τα Οργάνωσε μέσα στην Αντίληψή του και μπόρεσε να τα διατυπώσει σε Κατανοητό Λόγο: Αυτός είναι Ο Ιερός Λόγος του.
Αυτή είναι η Πρώτη Διάσταση της Θεολογικής Αντίληψης του Ορφέα.
Αλλά ο Ορφέας Προχώρησε πολύ παραπέρα , σε μεγαλύτερο βάθος αντίληψης του Φαινομένου της Ύπαρξης. Μπόρεσε να Κατανοήσει και να Προσδιορίσει τον Ιερό Νόμο των Αναλογιών των Διαφόρων Κύκλων (σε όλες τις Καταστάσεις Ύπαρξης και σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας της ύπαρξης και των φαινομένων):
Το Χάος δεν Αποτελεί απλά Μια Μεταφυσική Αρχή από την Οποία Αναδύεται η Οργάνωση και η Τάξη της Ύπαρξης…
Το Χάος Αποτελεί επίσης (κατ’ Αντανάκλαση και κατ’ Αναλογία) την Αρχή της Ύλης. Από το Χάος (που Αποτελεί την Φυσική Κατάσταση της Ύλης) δημιουργείται η οργάνωση της ύλης και μετά η τάξη παλεύει συνεχώς ενάντια στην αποσύνθεση (για όσο μπορεί).
Κατ’ αναλογία από το χάος της ανθρώπινης αντίληψης οργανώνεται η Γνώση που βάζει σε τάξη τον κόσμο κι αγωνίζεται (η αντίληψη) διαρκώς να επιβεβαιώνει (και να διορθώνει) τις διαπιστώσεις της για να διαρκέσει.
Κατ’ αναλογία από το χάος της ανθρώπινης κοινότητας οργανώνεται ο Κύκλος των Μυστών, των Μυημένων στην Αληθινή Γνώση κι αγωνίζεται συνεχώς να κρατήσει Άσβηστη τη Θεία Φλόγα της Αλήθειας, για να μπορούν να επωφελούνται οι άνθρωποι, όχι μόνο αυτοί που υπάρχουν σε κάθε παρούσα φάση, αλλά και οι μελλοντικές γενιές.
Η Οργάνωση και η Τάξη απαιτούν Ενέργεια για να Αναδυθούν, να Διατηρηθούν και να Μεταδώσουν τη Ζωή. Ο Παγκόσμιος Λόγος Αντλεί από τα Ανεξάντλητα Αποθέματα Ενέργειας του Απύθμενου Χάους, της Άχρονης Υπερουσίας, για να Δημιουργήσει την Δημιουργία και να Διατηρήσει τη Ζωή.
Πάλι από το Αχανές Σύμπαν (σε Υλικό Επίπεδο) αντλεί η Εξέλιξη την Ενέργεια, με την συμπύκνωση και την ανάπτυξη των δυνάμεων στο εσωτερικό της. Για να σχηματίσει την ύλη και να δημιουργήσει τα δισεκατομμύρια γαλαξίες και τον δικό μας γαλαξία και το δικό μας Ηλιακό Σύστημα και την δική μας γη και την δική μας σύνθεση της ζωής (με βάση των Άνθρακα, που δημιουργεί τα αμινοξέα, τις πρωτεΐνες, το κύτταρο, τη ζωή, τα είδη, τον άνθρωπο, τον Φωτισμένο, τον Θεό).
Κι από το χάος της πρωτόγονης άγνοιας, που εμπεριέχει όμως κάθε μελλοντική διαδικασία αντίληψης που θα παράγει γνώση η νοημοσύνη του ανθρώπου δημιουργεί τον φωτεινό κόσμο της γνώσης.
Κι από το χάος της ανθρώπινης κοινότητας ο Μύστης βρίσκει τους κατάλληλους ανθρώπους για να δημιουργήσει τον Κύκλο των Μυστών που Ιερή Αποστολή έχουν να διατηρήσουν ζωντανή τη Φλόγα της Γνώσης και να την παραδώσουν στους ερχόμενους για να φωτισθεί η ανθρωπότητα.
Έτσι όπως συμβαίνει στο Υπερφυσικό Επίπεδο και στο Κοσμικό Επίπεδο συμβαίνει και μέσα στον άνθρωπο και μέσα στην κοινότητα… υπάρχει πάντα μια Ιερή Αναλογία.
Αυτή είναι η Δεύτερη Διάσταση της Θεολογικής Αντίληψης του Ορφέα.
Αλλά ο Ορφέας δεν σταμάτησε εδώ, Προχώρησε σε ακόμα μεγαλύτερο βάθος οδηγώντας την κατανόησή του μέχρι την άκρη, στις τελευταίες εκδηλώσεις των φαινομένων:
Ο Ορφέας Καθόρισε τις Αντιστοιχίες Ανάμεσα στους Διάφορους Κύκλους: Αν δεν δημιούργησε πάντως ανέπτυξε όσο ήταν δυνατόν την Ιερή Επιστήμη των Αντιστοιχιών που είναι μια Πανάρχαια Μυητική Διαδικασία Γνώσης. Οι Αντιστοιχίες αναδύονται από την Ταυτότητα, την Ομοιότητα της Ουσίας, ή της Λειτουργίας, ή την Αναλογία των Φαινομένων. Οι Καταστάσεις Ύπαρξης, ή Οι Χώροι Εκδήλωσης ή Λειτουργίας, ή τα Επίπεδα των παρατηρήσιμων φαινομένων, είναι: η Ύπαρξη, ο Κόσμος, το Σύμπαν, ο Χώρος, ο Άνθρωπος, η Κοινωνία, η Ιστορία, η Εξέλιξη, κλπ.
Έτσι η Θεότητα μπορεί και Αντιστοιχεί στη Πραγματική Ουσία του Ανθρώπου, στη Κατάσταση της Φώτισης, στο Κύκλο των Μυστών (ή στην Ιερή Κοινότητα), στην Ολοκλήρωση, κλπ. Αντίστοιχα τα κατώτερα επίπεδα μιας ομάδας αντιστοιχούν στα ανάλογα επίπεδα άλλων ομάδων. Καθένας μπορεί να επεκτείνει το συλλογισμό μέχρι εκεί που θέλει (όταν δεν παραβιάζει τους κανόνες της Αντιστοιχίας).
Ο Ορφέας σαν γνώστης όλης της θρησκευτικής εμπειρίας του παρελθόντος χρησιμοποιεί την ιερή επιστήμη του Συμβολισμού, την ιερή Γνώση των Αντιστοιχιών και μπορεί έτσι να εκφράζεται είτε κυριολεκτικά (ονοματίζοντας την Πραγματικότητα με το όνομά της), είτε να χρησιμοποιεί φιλοσοφικούς όρους, είτε μυθολογικές περιγραφές, είτε φυσικές αντιστοιχίες, ακόμα κι απλές ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο Ιερός Λόγος του έχει πολλές αντιστοιχίες και «διαβάζεται» σε πολλά επίπεδα. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας για να μην παρερμηνεύουμε τα λεγόμενα του Μύστη και να μην περιορίζουμε την ερμηνεία μας σε ένα στενό αντιληπτικό χώρο. Για τον Μύστη (για τον Ορφέα) είναι το ίδιο να αναφέρεται στην Συνειδησιακή Κατάσταση της Ενότητας, ή στον Ζαγρέα του Τελετουργικού Μύθου, στον Ήλιο του Χειμωνιάτικου Ηλιοστασίου, η στην Κατάσταση της Λύτρωσης, ή στην Ένωση με τον Βάκχο, κλπ.
Αυτή είναι η Τρίτη Διάσταση της Θεολογικής Αντίληψης του Ορφέα.
Έχοντας όλες αυτές τις Γνώσεις κι όλα αυτά τα Εργαλεία Γνώσης και Μετάδοσης της Γνώσης στην διάθεσή του ο Ορφέας ήταν έτοιμος να Εξηγήσει στους ανθρώπους την Κυκλική Εξέλιξη όλων των φαινομένων (αντιληπτικών, διανοητικών, υλικών), μιλώντας σε διάφορα επίπεδα (θεολογικό, φιλοσοφικό, μυθικό, τελετουργικό, φυσικό) γνωρίζοντας ότι θα τον καταλάβουν… Κι έτσι Γεννήθηκε η Ιερή Κοινότητα των Ορφικών.
Ζούμε, σύμφωνα με τον Ορφέα και την Ορφική Αντίληψη του Κόσμου, σε Πέντε Eπάλληλους Υπαρξιακούς Χώρους με Διαφορετικά Χαρακτηριστικά ο Καθένας (έτσι μολονότι καταλαμβάνουν τον Ίδιο Χώρο δεν ταυτίζονται) και στη Συνείδησή μας φτάνουν εκατομμύρια πληροφορίες από όλους τους Χώρους. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν στραμμένη τη Προσοχή τους στον πιο στενό εξωτερικό χώρο, του φυσικού κόσμου, λειτουργούν (με όλες τις Δυνάμεις τους) στον φυσικό κόσμο, είναι απορροφημένοι στα εξωτερικά φαινόμενα (κι έτσι λίγες πληροφορίες φτάνουν από το Εσωτερικό της Ύπαρξης στη Συνείδηση). Η Συνείδηση (για να μην πάθει σύγχυση και «τρελαθεί») φιλτράρει όλες τις πληροφορίες αφήνοντας ελάχιστες να φτάσουν στο συνειδητό, στην επίγνωση. Τέτοια φίλτρα είναι το Αντιληπτικό Βάθος μας, το σύστημα ιδεών μας, το εξωτερικό αντιληπτικό σύστημα (που καθορίζεται από τον ψυχικό χαρακτήρα μας και τους προσανατολισμούς μας), το νευρικό σύστημα κι οι αισθήσεις.
Το Ανοιχτό Χάος, το Υπερούσιο Άχρονο, ο Άχρονος Ζευς Είναι Όλος ο Χώρος (που Συμπεριλαμβάνει όλους τους Χώρους), είναι το Εδώ και Τώρα της Σύγχρονης Μεταφυσικής. Για να συλλάβουμε όμως την Πραγματική Ουσία Του Όλου (του Εδώ και Τώρα) οφείλουμε να φιλτράρουμε όλους τους «θορύβους» σε όλα τα επίπεδα λειτουργίας μας. Αυτή η Αφυπνισμένη Παρατήρηση, η Επίγνωση, είναι η Προσοχή. Και η Προσοχή δεν είναι Διαδικασία, αλλά περάτωση όλων των διαδικασιών. Είναι η Αληθινή Προσευχή που μας Φέρνει σε Επαφή με την Αιωνιότητα. Η εξάλειψη όλων των «θορύβων» της ύπαρξης, η υπαρξιακή σιωπή (όχι έλλειψη ζωής, δραστηριότητας, αλλά πλήρης προσοχή) Αποκαλύπτει τον Αληθινό Χαρακτήρα του Όλου, του Εδώ και Τώρα, που είναι το Χάος, ή το Μηδέν (το Πλήρες κι όχι Άδειο). Σε αυτό το Επίπεδο Αντίληψης Κενότητα και Πληρότητα Ταυτίζονται γιατί Εδώ δεν υπάρχουν Αντιθετικές Έννοιες. Είναι το Α και Ω.
Με αυτό τον τρόπο Περιέγραφε ο Ορφέας την Βαθμιαία Ανάδυση στο Θεό. Κατανόησε ότι Όλα Βρίσκονται Εδώ και Τώρα, Μέσα στην Αντίληψή μας, ότι Ταυτιζόμαστε με το Παν, ότι Βρισκόμαστε Εξ’ Αρχής στην Αρχή των Πραγμάτων, στο Κέντρο των Πραγμάτων, της Αντίληψης, της Δημιουργίας και των Φαινομένων. Κατανόησε ότι λειτουργούμε ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα ύπαρξης χωρίς η μία λειτουργία να εμποδίζει τις άλλες. Μπορούμε θαυμάσια να Ανυψωνόμαστε Μέσα μας προς τον Θεό ενώ ταυτόχρονα περπατάμε στη γη και κάνουμε τις πιο ταπεινές εργασίες.
Η Ίδια η Ζωή μας έχει και Βάθος και Εύρος Αντίληψης και Δυνατότητες Πραγματοποίησης πολλών σκοπών ταυτόχρονα. Με άλλα λόγια η Ζωή μπορεί να ξεδιπλωθεί ελεύθερα χωρίς να συγχέεται ή να εμποδίζεται από την πνευματική εξέλιξη, ή την κοσμική δραστηριότητα. Η Μεγάλη Σοφία είναι ακριβώς αυτή: να συντονίζουμε τις διάφορες δραστηριότητές μας. Αν μπορούμε να συντονίσουμε τον Κύκλο της ζωής μας με τον Βαθύτερο κι Ευρύτερο Κύκλο της Δημιουργίας, με τον Κύκλο της Πνευματικής μας Εξέλιξης, και να τα Προσαρμόσουμε όλα στον Ετήσιο Κύκλο της Φύσης (στο Ηλιακό Ημερολόγιο, στο κοσμικό περιβάλλον και στα φαινόμενα της φύσης) τότε έχουμε επιτύχει την Τέλεια Ισορροπία Ζωής, την Θεία Ζωή.
Αυτό προσπάθησε να επιτύχει ο Ορφέας στη ζωή του κι αυτό δίδαξε στους ανθρώπους : Αυτή είναι η Ουσία και το Περιεχόμενο του Ορφικού Βίου: Η Αρμονία μεταξύ των Κύκλων Ύπαρξης και με την δική μας προσωπική εξέλιξη και πνευματική ανάπτυξη.
Ρενέ Ντεκάρτ: Όποτε με προσβάλει κάποιος, προσπαθώ να ανυψώσω την ψυχή μου τόσο ψηλά, ώστε η προσβολή να μην τη φτάνει
“Όποτε με προσβάλει κάποιος, προσπαθώ να ανυψώσω την ψυχή μου τόσο ψηλά, ώστε η προσβολή να μην τη φτάνει.” είπε κάποτε ο Ρενέ Ντεκάρτ. Ο φιλόσοφος, μαθηματικός και επιστήμονας φυσικών επιστημών που θεωρήθηκε σταθμός στην ιστορία της φιλοσοφίας. Δάσκαλος και ταυτόχρονα θύμα του Διαφωτισμού. Η μεγαλοφυΐα του έφερε τις θεωρίες του στον κόσμο, αλλάζοντας την πορεία της φιλοσοφίας και των επιστημών.
Πόσο νόημα κρύβεται μέσα από μια απλή φράση. Πόσο σπουδαίο είναι τα “αγκάθια” της όποιας προσβολής να μην τραυματίζουν τις καλές προθέσεις και να αντιμετωπίζονται με ανωτερότητα και αξιοπρέπεια…
Να καταφέρνεις να σηκώνεσαι κάθε φορά που κάποιοι σε ρίχνουν, κρατώντας το κεφάλι ψηλά, διατηρώντας αυτό που κανένας δεν μπορεί να στο δώσει αλλά και κανένας δεν μπορεί να στο πάρει… Τον αυτοσεβασμό σου…
Και ποιός δεν γνωρίζει το περίφημο “σκέφτομαι άρα υπάρχω” που είπε κάποτε ο “φιλόσοφος της αμφιβολίας“.
Μετά τη συνάντησή του με τον Ισαάκ Μπέκμαν, άρχισε την ενασχόλησή του με τα μαθηματικά και τη φυσική. Δεν θεωρείται τυχαία ο θεμελιωτής της αναλυτικής Γεωμετρίας. Το 1619, κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του, με προορισμό τη Γερμανία, ένα όραμα τον ενέπνευσε για να εφαρμόσει μια νέα μέθοδο για την επιστημονική έρευνα.
`Εζησε στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, διατυπώνοντας διάφορες ενδιαφέρουσες θεωρίες. Μία από τις πιο περίφημες φράσεις που φιλοξενούνται στο έργο του, “Λόγος περί Μεθόδου”, είναι το γνωστό “cogito ergo sum”. Σκέφτομαι άρα υπάρχω. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να βρει μια εντελώς καινούρια στερεή βάση για ένα φιλοσοφικό σύστημα, ενώ στηρίζεται στην αμφιβολία και τον λογικό συλλογισμό. Αρνείται να παραδεχτεί χωρίς κριτική ό,τι αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του. Οδηγείται, λοιπόν, στη μέθοδο της αμφιβολίας που δεν αναγνωρίζει τίποτε άλλο πέρα από το “σκέφτομαι άρα υπάρχω”.
Το απόφθεγμά του στηρίζεται στο εξής : “Μπορώ να αμφιβάλλω για όλα τα πράγματα που με περιβάλλουν και για όλα όσα σκέφτομαι. Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους, ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω, ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν, ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι, παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν, για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω. Αμέσως όμως κατόπιν, πρόσεξα πως, ενώ εγώ ήθελα να σκεφτώ έτσι, ότι όλα ήταν ψεύτικα, έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκεπτόμουν, να είμαι κάτι. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι, άρα υπάρχω ήταν τόσο γερή και τόσο σίγουρη, ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων, δεν ήταν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς, να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή της φιλοσοφίας που αναζητούσα”
Ο Ντεκάρτ, υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες μορφές του ηπειρωτικού-ευρωπαϊκού ορθολογισμού. Οι ιδέες του έγιναν στόχος του εμπειρισμού που επικράτησε μακροπρόθεσμα. Οι βασικές ιδέες του λειτούργησαν σε πείσμα των προθέσεών του. Πέτυχε να θέσει τα όρια ανάμεσα σε πνευματικό και υλικό κόσμο και να τον αντιμετωπίσει ως επαρκές και αυτόνομο αντικείμενο μελέτης, ενισχύοντας την επικράτηση του υλισμού έναντι της πνευματοκρατίας.
Είπε κάποτε για …
…την αλήθεια
“Στην προσπάθεια της έρευνας για την αλήθεια είναι ανάγκη ν` αμφιβάλουμε για το καθετί, όσο μπορούμε περισσότερο.”
…τα καλά βιβλία
“Η ανάγνωση των καλών βιβλίων είναι σαν τη συνομιλία με τους τελειότερους ανθρώπους του παρελθόντος.”
…τη ζωή
“Σκέπτομαι, άρα υπάρχω.”
και…
“Να αμφιβάλλεις για όλα (αγαπημένο μότο του Μαρξ)
“Απελπισία: φόβος χωρίς ελπίδα.”
“Πάθος είναι η παθητικότητα του πνεύματος και η ενεργητικότητα του σώματος.”
“Αν ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, τότε ο Θεός δεν είναι.”
“Ο αισιόδοξος θα μπορούσε να δει ένα φως εκεί που δεν υπάρχει, αλλά γιατί ο απαισιόδοξος θα πρέπει πάντα να τρέχει να το σβήσει;”
Ο Καρτέσιος έζησε έως την 11η Φεβρουαρίου του 1650 στη Στοκχόλμη. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του διέμενε στη Σουηδία και δίδασκε τη βασίλισσα Χριστίνα. Τότε, ο θάνατός του αποδόθηκε σε πνευμονία. Ωστόσο, σύμφωνα με επιστολές που ήρθαν πρόσφατα στο φως, ο φιλόσοφος μπορεί να δηλητηριάστηκε με αρσενικό. Κάτι που δεν αποδείχθηκε ποτέ…
Πρέπει να χαθώ μέσα στη δράση, αλλιώς θα μαραθώ από την απελπισία
Το πρόβλημα είναι ότι η αντιδραστική συμπεριφορά έχει ξεφύγει από τα όρια της αυτοπροστασίας από τον κίνδυνο και έχει ποτίσει την ζωή και την καθημερινότητα μας. Λόγο του αυξημένου χρόνιου stress, αντιδρούμε σε ότι δεν μας ταιριάζει, σε ότι δεν είναι εύκολο, σε ότι γενικά δυσκολεύει τη ζωή και τη ροή μας. Με αποτέλεσμα να χάνουμε τον έλεγχο, να χάνουμε το δίκιο μας και να βρισκόμαστε σε δυσμενή θέση. Με την αντίδραση δεν μπορούμε να κερδίσουμε τίποτα, αντίθετα σε αυτό το παιχνίδι θα είμαστε πάντα χαμένοι.
Η δράση από την άλλη είναι αποτέλεσμα ηρεμίας, καθαρής σκέψης και συνειδητότητας κατά συνέπεια μας βοηθάει να τα φέρνουμε εις πέρας σε οποιαδήποτε κατάσταση. Η δράση είναι μια κατάσταση που προέρχεται από βαθιά ενδοσκόπηση και αυτοαποδοχή. Όταν δρούμε είμαστε σίγουροι για τις πράξεις μας, καθώς είναι απόρροια σοβαρής και σωστής ανάλυσης, δεν αγχωνόμαστε, δεν βγαίνουμε εκτός ορίων και έχουμε τον απόλυτο έλεγχο των καταστάσεων.
Όπως είναι εμφανές η δράση και η αντίδραση δεν γίνεται να συνυπάρξουν. Είναι απολύτως λογικό να δυσκολευόμαστε να δράσουμε, όταν έχουμε μάθει μόνο να αντιδρούμε. Το μυστικό εδώ είναι να δώσουμε χρόνο στον εαυτό μας, να μην πράξουμε/ αντιδράσουμε απευθείας αλλά να αναλύσουμε την κατάσταση, να πάρουμε λίγο χώρο και να επανέλθουμε με καθαρή σκέψη.
Η αλλαγή από την αντίδραση στη δράση δεν αποτελεί μια εύκολη διαδικασία, χρειάζεται να είμαστε παρόν και να μην αφήνουμε ποτέ τις καταστάσεις να μας παρασύρουν. Όταν όμως καταφέρουμε να περάσουμε αυτή τη γέφυρα και βρεθούμε στην άλλη πλευρά, στην πλευρά της δράσης, στην πλευρά της αυτοπεποίθησης, στην πλευρά της σιγουριάς τότε η ζωή μας αρχίζει να χορεύει σε νέους ρυθμούς.
Και όπως είπε κάποτε και ο μεγάλος ποιητής Alfred Tennyson: «Πρέπει να χαθώ μέσα στη δράση, αλλιώς θα μαραθώ από την απελπισία»
Ευτυχία… Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της
Έχω πολλά ράμματα για τη γούνα αυτής της μεγαλοκυρίας που λέγεται ευτυχία.
Μου έχει σπάσει τα νεύρα με όσα ισχυρίζεται απολογούμενη που με έστησε.
Ότι τάχα ήρθε, αλλά εγώ είχα το νου μου σε τούτο και σε κείνο, ενώ εκείνη με περίμενε σε τούτο και σε κείνο, κι όπως μου τα προσδιόρισε, με περίμενε σε πράγματα αδύνατα να συμβούν, εκεί ακριβώς δηλαδή που είχα το νου μου.
Κι αυτός ήτανε, λέει, ο λόγος που την προσπέρασα.
Άλλοτε πάλι, επιμένει πως ήρθε, στάθηκε λέει έξω από κάτι ιστορίες, στις οποίες εγώ είχα ήδη μπεί μέσα, είχε τη διάθεση να πηδήξει από το παράθυρο και να μπεί, αλλά ήταν τόσο υπερυψωμένη η δυσπιστία μου που δεν το τόλμησε.
Άλλη δικαιολογία, τραβηγμένη από τα μαλλιά, πως εγώ χτύπησα πολύ σιγά την πόρτα της και δε με άκουσε ή ότι χτύπησα πολύ δυνατά την πόρτα της, φοβήθηκε και δεν μου άνοιξε, και τι ψεύτρα, Θεέ μου, ότι χτύπησα λάθος τη διπλανή της πόρτα και βλέποντάς με να καθυστερώ, συνεπέρανε ότι το λάθος μου βγήκε σε καλό και δεν ήθελε να το διακόψει.
Μου έχει απαριθμήσει μία μία τις στιγμές με το όνομά τους, που την περιείχαν, λέει, αλλά εγώ θυμάμαι μόνο τι φόβο είχα μην τις χάσω.
Βλέπεις; μου λέει η κουτοπόνηρη, αν δεν ήμουνα εγώ εκεί μέσα, σ” αυτές τις στιγμές, γιατί θα φοβόσουν μην τις χάσεις, τι σ’ ένοιαζε; Άρα ήρθα.
Αμέτρητες οι φορές που είπαμε να συναντηθούμε σε κάποιο φωτεινό μέρος, είτε στις κάποιες έξι των απογευμάτων είτε στις κάποιες οκτώ των δειλινών που έχουνε πιο φρόνιμο φως, κι εγώ να περιμένω, να την περιμένω με τις ώρες και πού να φανεί.
Και με τι θράσος να εμφανίζεται μετά στα όνειρά μου, να μου ζητάει συγνώμη που δεν ήρθε, γιατί είχε χάσει κάποιον δικό της κι ήτανε στις μαύρες της, ή και μου επιτίθεται πως ενώ ήρθε, ενώ περίμενε εκεί μέσα με στις ώρες της αναμονής μου, εγώ δεν την αναγνώρισα και δεν φταίει αυτή.
Είδα κι έπαθα να μην έχω την ανάγκη της. Και τώρα που παλεύοντας τα κατάφερα, έρχεται και μου δίνει συγχαρητήρια, πως αυτό ακριβώς, ότι δεν έχω την ανάγκη της, αυτό είναι ευτυχία.
Άπιαστη σου λέω.
Ημερεύει ο άνθρωπος όταν αγαπιέται
Πότε δαμάζει τα κύματα και πότε αυτά τον καταπίνουν. Σημάδι των καιρών.
Όλοι, όμως, παλεύουμε να φτάσουμε στη δική μας στεριά, σαν τον Οδυσσέα που λαχταρά τα αγαπημένα χώματα.
Κι αυτό είναι σημάδι της ζωής.
Ο Οδυσσέας, όμως, αγαπήθηκε πολύ. Όχι μόνο η αγάπη που τον καρτερούσε, αλλά και η αγάπη που βρέθηκε στο δρόμο του, του έδωσαν τη δύναμη ν’ αντέξει την σκληράδα της ζωής του.
Ημερεύει ο άνθρωπος όταν αγαπιέται.
Γαληνεύει η ματιά του. Γλυκαίνει το χαμόγελό του.
Η ζωή του δεν έχει αλλάξει, έχει αλλάξει ο τρόπος που βλέπει τις στιγμές του. Νιώθει πιο δυνατός, νιώθει πιο ανθρώπινος.
Ας το θυμόμαστε αυτό κάθε φορά που βλέπουμε το πρόσωπό μας στον καθρέφτη.
Κι αντί να προσπαθούμε να εντοπίσουμε τα λάθη στους άλλους, ας ακούσουμε το δικό μας αγρίμι που ουρλιάζει μέσα μας.
Η πικροχολιά και το θυμωμένο παράπονο δεν είναι παρά η απουσία της αγάπης. Η αγένεια και η προσβλητική συμπεριφορά δείχνουν την απουσία της αγάπης. Η απογοήτευση και η ανασφάλεια έχουν ανάγκη από την αγάπη.
Γιατί ο άνθρωπος που αγαπιέται είναι γεμάτος φως. Είναι γεμάτος καλοσύνη. Είναι γεμάτος ελπίδα.
Ναι, ημερεύει ο άνθρωπος όταν αγαπιέται.
Αγαπηθείτε! Μόνο τότε θα φύγει το αγρίμι από μέσα μας!
Μαντεία και Προφητεία στην Αρχαία Ελλάδα
Από την αρχαιότητα είναι γνωστή η επιθυμία του ανθρώπου να γνωρίσει το μέλλον, συνυφασμένη με μία εσωτερική του ανάγκη να προσεγγίσει την αιωνιότητα, σπάζοντας το φράγμα του χρόνου, το τεκμήριο της πεπερασμένης ύπαρξής του.
Η επιθυμία αυτή ήταν συνυφασμένη με την καθημερινότητα των αρχαίων Ελλήνων και αυτό το διαπιστώνουμε από τα πολυάριθμα μαντεία που εμφανίστηκαν κατά την αρχαιότητα στον ελληνικό χώρο, καθώς και από ιστορίες που καταμαρτυρούν την εμπιστοσύνη των ανθρώπων εκείνης της εποχής για τις προφητείες. Οι αρχαίοι Έλληνες στηριζόντουσαν στην διαφόρων μορφών μαντεία, ώστε να πάρουν συμβουλές για δημόσια πράγματα και ιδιωτικές τους υποθέσεις. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τουλάχιστον 18 ιερά που περιείχαν μαντεία και 96 αποστολές με σκοπό την αίτηση συμβουλής από κάποιο μαντείο, εκ των οποίων οι 53 απευθυνόντουσαν στο μαντείο των Δελφών.
Η προφητεία και η μαντική τέχνη εμφανίζονται να είναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, η μαντική ήταν η επιστήμη των οιωνών (συχνά αναφέρεται αυτή η όψη της μαντικής τέχνης ως οιωνοσκοπία) και εφαρμοζόταν με ποικίλους τρόπους, όπως για παράδειγμα η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών. Η ερμηνεία του πετάγματος των πουλιών ήταν τόσο διαδεδομένη, ώστε το όνομα του πουλιού «όρνις» σήμαινε «οιωνός». Ο Αριστοφάνης στις «Όρνιθες» παίζει με τη διπλή σημασία της λέξης όρνις – οιωνός. Σημασία δινόταν για την κατεύθυνση που πετούσαν τα πουλιά, για το ύψος, αλλά και τον τρόπο πετάγματός τους και σημαντικοί μάντεις της αρχαίας εποχής που αναφέρονται στον Όμηρο, όπως ο Κάλχας (Έλληνες) και ο Έλενος (Τρώες) ήταν περίφημοι για την ικανότητά τους στην ερμηνεία αυτών των οιωνών.
Άλλοι τρόποι οιωνοσκοπίας ήταν η μελέτη των ουράνιων σημείων, των κεραυνών και των σεισμών. Ακόμα μπορούσαν να μελετήσουν και μία σταγόνα της βροχής, ενώ ιδιαίτερη σημασία έδιναν στα όνειρα, που θεωρούνταν ως τρόποι για να λάβει κανείς συμβουλές από τους θεούς, όπως γινόταν στα ιερά του Ασκληπιού. Πολλοί μάντεις της αρχαιότητας εξέταζαν τα εντόσθια των ζώων που είχαν θυσιαστεί (κυρίως το συκώτι), ή την φλόγα που έκαιγε στο βωμό του θυσιαστήριου. Γενικά, έδιναν πολύ μεγάλη σημασία στους οιωνούς, πολλές φορές μάλιστα σε τόσο υπερβολικό ίσως βαθμό, που ακόμα και ένα φτέρνισμα, μπορούσε να αποτελέσει σημάδι για κάποιο σημαντικό γεγονός, ή συμβουλή για να παρθεί μία δύσκολη απόφαση. Στη ραψωδία ζ’ της Οδύσσειας, ένα φτέρνισμα του Τηλέμαχου κάνει την Πηνελόπη να αποφασίσει να φωνάξει το ζητιάνο, που είναι ο Οδυσσέας ντυμένος με κουρέλια.
Μία ενδιαφέρουσα μορφή της τότε αρχαιότητας είναι οι προφήτες. Ως τέτοιοι χαρακτηρίζονταν οι άνθρωποι που είχαν δεχτεί από τους θεούς το χάρισμα να προφητεύουν. Οι γυναίκες προφήτισσες ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα Σίβυλλες, ενώ οι άντρες ονομαζόντουσαν Βάκις. Συνέτασσαν κυρίως έμμετρες προφητείες που ερμηνευόντουσαν από κάποιους εξηγητές, όπως είναι γνωστό ότι γινόταν αργότερα στον δυτικό κόσμο με τις έμμετρες προφητείες του Νοστράδαμου. Υπήρχαν ωστόσο ανάμεσά τους και αγύρτες. Ο λαός δεν έβλεπε πάντοτε με καλό μάτι τους επαγγελματίες προφήτες. Πολλοί από αυτούς όμως, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική ζωή ιδιαίτερα των Αθηνών.
Πέρα από την οιωνοσκοπία και τους προφήτες που έγραφαν έμμετρες προφητείες, πιο επίσημη μορφή μαντείας μπορούσε να ζητηθεί από τα ιερά, όπου υπήρχε μαντείο εν ενεργεία. Υπήρχαν πολλά τέτοια μαντεία και δημιουργήθηκαν καινούργια μέχρι και τη ρωμαϊκή εποχή. Δεν είχαν όλα την ίδια φήμη. Άλλα είχαν μεγάλη εμβέλεια και άλλα είχαν πιο τοπική.
Ένα τέτοιο τοπικό μαντείο είναι εκείνο που βρισκόταν στο ιερό της θεάς Δήμητρας, στην Πάτρα της Αχαΐας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (VII 21, 12), ζητούσαν συμβουλές από το μαντείο αυτό για θέματα υγείας. Κρεμούσαν έναν καθρέφτη με ένα λεπτό σκοινί και τον κατέβαζαν μέχρι την πηγή του μαντείου, προσέχοντας να μη βυθιστεί στο νερό, αλλά να ακουμπάει μόλις στην επιφάνειά του. Μετά από προσευχή στη θεά Δήμητρα και θυσία (καύση λιβανιού), κοίταζαν μέσα στον καθρέφτη που έδειχνε τον ασθενή νεκρό ή ζωντανό.
Μαντεία με μεγαλύτερη φήμη ήταν αυτό του Αμφιάραου (στα σύνορα της Αττικής με τη Βοιωτία), του Τροφωνίου και του Απόλλωνα στο ιερό των Βαγχιδών ή Διδύμειον (που βρισκόταν κοντά στη Μίλητο της Ιωνίας). Ο Ηρόδοτος αναφέρει, ότι ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος θέλησε κάποτε να ελέγξει την αξιοπιστία των γνωστότερων μαντείων της τότε εποχής. Έστειλε απεσταλμένους στα μαντεία του Αμφιάραου, του Τροφωνίου, του Διδύμειου, των Δελφών και της Δωδώνης, ζητώντας να απαντήσουν στην ερώτηση, τι έκανε ο Κροίσος εκείνη την ώρα. Το μαντείο των Δελφών έδωσε τη σωστή απάντηση, αποκαλύπτοντας ότι ο Κροίσος έβαλε σε μια χάλκινη χύτρα να βράσουν μια χελώνα κι ένα αρνί μαζί (Ηρόδοτος 1, 48-49).
Τα δύο γνωστότερα μαντεία του αρχαίους ελληνισμού ήταν το μαντείο των Δελφών και το μαντείο της Δωδώνης. Στο μαντείο της Δωδώνης, στους πρόποδες του όρους Τόμαρος, ο Ζευς έδινε τους χρησμούς του με τη φωνή των δρυών και του ανέμου. Οι ιερείς που υπηρετούσαν στο ναό λεγόντουσαν Σελλοί, κοιμόντουσαν επάνω στο έδαφος και δεν έπλεναν ποτέ τα πόδια τους. Στο μαντείο υπήρχαν και τρεις προφήτισσες, οι οποίες διηγήθηκαν στον Ηρόδοτο έναν μύθο σχετικό με την αιγυπτιακή προέλευση του μαντείου.
Τα μηνύματα του Νάϊου Ζευς δινόντουσαν μέσα από τους ψιθύρους που έκανε το φύλλωμα των ιερών Δρυών του μαντείου, τους οποίους ερμήνευαν οι ιερείς. Έναν άλλο τρόπο χρησμοδότησης μαθαίνουμε από τον Στράβωνα: στο ιερό υπήρχε ένα χάλκινος λέβητας στηριγμένος σε μία κολόνα (τον λέβητα τον είχαν χαρίσει στο ιερό του Ζευς οι Κερκυραίοι). Σε μια διπλανή κολόνα υπήρχε το άγαλμα ενός παιδιού που κρατούσε ένα μαστίγιο με τριπλή χάλκινη αλυσίδα, η οποία με τον άνεμο χτυπούσε τον χάλκινο λέβητα και οι μάντεις μετέφραζαν τις δονήσεις που παραγόντουσαν από τα χτυπήματα σε χρησμούς.
Ασύγκριτα πιο φημισμένο από κάθε άλλο μαντείο της αρχαιότητας, ήταν αυτό του Απόλλωνα στους Δελφούς. Το μαντείο των Δελφών αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια (θ 79-81) και είναι γνωστό ότι από τον 7ο αιώνα προ Χριστού έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν ήταν κάθε ημέρα ευνοϊκή για να ζητηθεί χρησμός από το μαντείο και η συνθήκη αυτή επέτεινε το γεγονός του σχηματισμού ουράς μέσα στο ιερό, ώστε να εξασφαλιστεί η προτεραιότητα στην αναζήτηση των συμβουλών του μαντείου. Εκτός από την προσφορά ενός ποσού στο μαντείο (πέλανος), που ποίκιλλε ανάλογα με το εάν ο χρησμός ζητούνταν από κάποια πόλη ή κάποιον ιδιώτη, για να εγκριθεί το κατά πόσον ο θεός ήθελε να απαντήσει σε κάποιοι ερώτημα, έπρεπε να θυσιαστεί μια κατσίκα, την οποία προηγουμένως είχαν βρέξει με κρύο νερό: εάν η κατσίκα δεν έτρεμε από το κρύο, θεωρούσαν ότι ο θεός δεν ήθελε να απαντήσει στην ερώτηση. Σε διαφορετική περίπτωση, η διαδικασία συνεχιζόταν με την είσοδο στο ναό και την παράδοση της ζητούμενης ερώτησης, η οποία είχε ήδη προετοιμαστεί από πριν σε γραπτή μορφή.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα αρχαιολογικά στοιχεία, ο ενδιαφερόμενος μπορούσε να εισέλθει μόνο μέχρι ένα σημείο του ναού. Στο βάθος υπήρχε το άδυτο, ένας απαγορευμένος χώρος όπου βρισκόταν η Πυθία. Η Πυθία ήταν επιλεγμένη ανάμεσα σε γυναίκες των Δελφών και ζούσε σε απομόνωση και αγνότητα. Καθόταν επάνω σε έναν τρίποδα μέσα στο άδυτο, κοντά σε μια ιερή πέτρα σε σχήμα τρούλου, που ονομαζόταν ομφαλός και συμβόλιζε το κέντρο της γης. Μέσα στο άδυτο και από μια ρωγμή του βράχου έβγαιναν αναθυμιάσεις που θεωρείται ότι προκαλούσαν μια εκστατική κατάσταση στην Πυθία. Εκείνη, καθισμένη επάνω στον τρίποδα, μασούσε φύλλα Δάφνης και έπινε νερό από την ιερή πηγή Κασσωτίδα. Κατά τη διάρκεια της έκστασης ψιθύριζε ακατάληπτα λόγια, που μετατρεπόντουσαν πιθανότατα σε έμμετρα κείμενα από τους προφήτες του ναού.
Οι περισσότεροι χρησμοί της Πυθίας ήταν σκοτεινοί και διφορούμενοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ιστορία της εποίκησης του Τάραντα και η ίδρυση της πόλης από τον Φάλανθο, στα μέσα του 7ου αιώνα προ Χριστού. Ο Φάλανθος πριν ξεκινήσει ζήτησε χρησμό από το μαντείο των Δελφών και του απάντησαν πως θα κατακτούσε εδάφη και μια πόλη, όταν θα αισθανόταν βροχή κάτω από καθαρό ουρανό. Φτάνοντας στην Ιταλία είχε πολλές νίκες, αλλά δεν κατόρθωσε να καταλάβει κάποια πόλη ή εδάφη. Καθώς θεωρούσε αδύνατο να βρέξει με καθαρό ουρανό όπως έλεγε η προφητεία, ήταν απογοητευμένος και έγειρε το κεφάλι του στα γόνατα της γυναίκας του, η οποία άρχισε να ψάχνει για ψείρες στα μαλλιά του. Εκείνη τότε ξέσπασε σε κλάματα, τα οποία έβρεξαν τα μαλλιά του Φάλανθου και ξαφνικά συνειδητοποίησε το νόημα της προφητείας: τα δάκρυα της γυναίκας του ήταν σα βροχή και το όνομά της ήταν Αίθρα, δηλαδή καθαρός ουρανός. Πράγματι, την επόμενη νύχτα επιτέθηκε στον Τάραντα και κατέκτησε την πόλη.
Ένα άλλο ιστορικό παράδειγμα που συνδέεται με το μαντείο των Δελφών, είναι αυτό του Θεαγένη από τη Θάσο. Εξαιτίας της δόξας που είχε φέρει στο νησί λόγω των αθλητικών του θριάμβων, έστησαν ένα άγαλμα για να τον τιμήσουν. Μετά το θάνατό του, ένας εχθρός του Θεαγένη ερχόταν κάθε νύχτα και έδερνε με χάλκινες βέργες το άγαλμα. Λέγεται ότι το άγαλμα εκδικήθηκε την πράξη αυτή, προκαλώντας το θάνατο του ανθρώπου και τα παιδιά του δίκασαν το άγαλμα για φόνο, με αποτέλεσμα να πεταχτεί στη θάλασσα από τους κατοίκους της Θάσου. Κατόπιν, ακαρπία έπληξε τη Θάσο και οι κάτοικοί της έστειλαν ερώτηση στο μαντείο, που τους συμβούλεψε να φέρουν πίσω αυτούς που είχαν διώξει. Οι κάτοικοι της Θάσου επέτρεψαν στους εξόριστους να γυρίσουν πίσω, αλλά το κακό δε διορθωνόταν. Ρωτώντας ξανά την Πυθία, εκείνη τους απάντησε ότι ξέχασαν τη μνήμη του μεγάλου Θεαγένη. Κάποιοι ψαράδες ψάρεψαν κατά τύχη το άγαλμα μέσα από τη θάλασσα, οι Θάσιοι το τοποθέτησαν και πάλι στην αρχική του θέση και έκτοτε το τίμησαν ως θεό, ως ήρωα, ως θεραπευτή και προστάτη της Θάσου.
Η ΘΕΑ ΕΣΤΙΑ
Η Εστία, αντίθετα με τις άλλες θεότητες του Ολύμπου, χαρακτηρίζεται από μια στατικότητα, καθώς παραμένει αμετακίνητη στον Όλυμπο. Ωστόσο, παρά την εξωτερική της αυτή ακινησία, ο εσωτερικός της κόσμος είναι ζωντανός και δυναμικός, γι΄αυτό και η Εστία είναι το αρχέτυπο της αυτοσυγκέντρωσης.
Ο Ηράκλειτος έλεγε «Από το πυρ βγαίνουν όλα και στο πυρ ξαναγυρνούν». Οι Πυθαγόρειοι όταν έλεγαν Εστίαν, εννοούσαν το Αιώνιο Πυρ, τη φωτιά στο κέντρο του κόσμου. Η Εστία είναι η μήτρα κάθε γέννας, που προϋπάρχει στην αιθερική περιοχή. Η Μήτρα Ιδέα. Είναι αυτή η θερμαντική ικανότητα της Εστίας που περιέχει το μυστήριο της ζωής. Παραλληλίζοντας με τη γυναικεία μήτρα, όπου εκεί συντελείται η κύηση του σώματος-οχήματος κάθε ψυχής προς ενσάρκωση. Παρατηρούμε άλλωστε ότι οι ναοί της Εστίας ήταν κυκλικά οικοδομήματα (όπως η μήτρα).
Όμως στην πορεία βλέπουμε την Εστία, από Θεά του πυρός να καθιερώνεται ως Θεά της οικογενειακής ζωής. Από σύμβολο της Παγκόσμιας Ενέργειας του Σύμπαντος, περιορίστηκε σε μια ανθρωποκεντρική θεά που σαν σκοπό της είχε να συγκεντρώνει την οικογένεια κοντά στο αναμμένο τζάκι κι εκεί να προσκυνούν τον νέο αρχηγό τους, τον άνδρα της οικογένειας. Εκείνος πλέον προσφέρει τις θυσίες και την επικαλείται. Η Μητριαρχία γκρεμίζεται, για να δώσει τη θέση της στην Πατριαρχία. Καθιερώθηκε ένας νέος τύπος γυναίκας, η εγκλεισμένη μέσα στο σπίτι, που αναθρέφει τα παιδιά. Και ο μύθος της αιώνιας Παρθενίας της Θεάς διαστρεβλώθηκε από το νέο σύστημα, αποδίδοντας στη γυναίκα την παρθενία ως αρετή, υποδουλώνοντας την.
Τα βέβηλα μάτια πάντα θα αντικρίζουν την εξωτερική όψη των Μυστηρίων του Σύμπαντος. Τα δε Ιερατεία, ενώ γνωρίζουν τα εσωτερικά κλειδιά, σκόπιμα αποκρύπτουν την αλήθεια, διαστρεβλώνοντας και υποβαθμίζοντας τα Σύμβολα και τους Μύθους.
Ίσως, πράγματι σε γήινο επίπεδο, ο άνδρας να ανάβει το πυρ και η γυναίκα να το συντηρεί και τροφοδοτεί. Ίσως αυτή είναι μια πτυχή της θηλυκότητας και σε μαγικό επίπεδο. Όμως, αλήθεια, δεν αποτελεί διαστρέβλωση το να εξισώνουμε φιλοσοφικές-υπερβατικές Ιδέες με τα γήινα δεδομένα και να υποβαθμίζουμε είτε τη θέση της γυναίκας είτε την σεξουαλικότητα;
Η γυναικεία μύηση, η θηλυκή πνευματικότητα, σε συνεργασία με την ανδρική, ήταν πάντα παρούσα στα Αρχαία Μυστήρια. Με διαφορετική λειτουργία από αυτή των ανδρών αλλά πάντα συμμετέχουσα η γυναίκα… Στα μυστήρια του Διονύσου οι Μαινάδες, στα Ελευσίνια μυστήρια με τις τελετές της γονιμότητας της Μητέρας Γης και τον συμβολικό γάμο του Ιεροφάντη και της Iέρειας, στα Δελφικά μυστήρια με τις Σίβυλλες τις προφήτισσες, στα Αιγυπτιακά με τα μυστήρια της Ίσιδας και του Όσιρι, στα Μυστήρια της Κυβέλης, αλλά και στη Ρώμη με τις Εστιάδες Παρθένες.
Η γυναικεία μύηση διατηρήθηκε στη Ρώμη με τις Παρθένες Εστιάδες μέχρι την κατάργηση του Τάγματος από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο. Έπειτα από αυτό, η γυναικεία μύηση χάθηκε. Ακολούθησε μια πολύ μακρά περίοδος (με την έλευση του χριστιανισμού) όπου η γυναίκα ήταν αποκλεισμένη από τη μύηση. (Αν και προσπάθειες έγιναν κατά τον 18ο αιώνα από τον Τεκτονικό χώρο). Μόνος δρόμος για τη γυναίκα, για όλη εκείνη την μακρά περίοδο, οι πόρτες των μοναστηριών.
Όμως οι εποχές αλλάζουν… Και όταν υπάρχει αλλαγή για την θηλυκή πνευματικότητα, υπάρχει και για την κοινωνία. Σε πολλαπλά επίπεδα.
ΟΡΦΙΚΟΙ ΥΜΝΟΙ
Ε Σ Τ Ι Α Σ
Εστία ευδυνάτοιο Κρόνου θύγατερ Βασίλεια
ή μέσον οίκον έχεις πυρός αενάοιο, μεγίστου
τούσδε συ εν τελεταίς οσίους μύστας αναδείξαις
θείσ’ αιειθαλέας, πολυόλβους, εύφρονας, αγνούς
οίκε θεών μακάρων, θνητών στήριγμα κραταιόν,
αιδίη, πολύμορφε, ποθηνοτάτη, χλοόμορφε
μειδιόωσα, μάκαιρα, τάδ’ ιερά δέξο προθύμως
όλβον επιπνείουσα και ηπιόχειρον υγείαν.
* * *
Εστία του παντοδυνάμου Κρόνου θυγατέρα βασίλισσα,
συ που κατέχεις τον μέσον οίκον του αενάου πυρός, του μεγίστου,
είθε αυτούς τους οσίους μύστες ν’ αποδείξεις στις τελετές,
κάμνοντας τους αειθαλείς, πανευτυχείς, ευφροσύνους, αγνούς
ώ οίκε μακαρίων θεών, κρατερό στήριγμα θνητών,
αιωνία πολύμορφη, ποθεινοτάτη, χλοόμορφη
χαμογελαστή, μακαρία, δέξου προθύμως τούτες τις θυσίες,
εμπνέοντας ευτυχία και απαλόχερη υγεία.
Την λέξη που εμείς λέμε «ουσία» κάποιοι άλλοι την ονομάζουν «εσσία» και κάποιοι άλλοι «ωσία». Κατ’ αρχήν λοιπόν σύμφωνα με το όνομα «εσσία’ που είναι η ουσία των πραγμάτων, εύλογα ονομάζεται Εστία επειδή και εμείς λέμε γι’ αυτό που μετέχει της ουσίας των πραγμάτων ότι «εστί» (είναι, υπάρχει), κατά τούτο ορθώς την ονομάζουμε Εστία. Φαίνεται ότι παλαιά και εμείς ονομάζαμε την ουσία «εσσία». Ακόμη και εάν κάποιος συμπεράνει με βάση τις θυσίες θα θεωρήσει πως έτσι σκέφτηκαν αυτοί που όρισαν το όνομα, αφού άλλωστε πριν από όλους τους θεούς πρώτα στην Εστία θυσιάζουμε, φυσικό ήταν να την ονομάσουν Εστία την ουσία των πάντων.
Όσοι πάλι την ονομάζουν «ωσία» αυτοί μάλλον θεωρούν, ακολουθώντας τον Ηράκλειτο, ότι τα πάντα κινούνται και τίποτα δεν μένει ακίνητο.
Η δε αιτία και η αρχή αυτού του φαινομένου είναι να ωθούν, (αυτό που κινεί) και επομένως σωστά την ονόμασαν «ωσία». Και αυτά ας έχουν ειπωθεί με τον τρόπο αυτό, σαν από ανθρώπους που τίποτα δεν γνωρίζουν.
ΕΣΤΙΑΔΕΣ
ΒΑΘΕΙΑ ἄκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι οὐρανοὶ
πάν' ἀπ' τὴν Πολιτεία τὴν κοιμισμένη·
κι ἄξαφνα σέρνει τοῦ Κακοῦ τὸ Πνεῦμα μιὰ φωνή,
τρόμου φωνή−κι ὅλοι πετιοῦνται ἀλλαλιασμένοι.
«Ἔσβυσε ἡ ἄσβυστη φωτιά!» κι ὅλοι δρομοῦν φορὰ
τυφλοὶ μέσα στὴ νύχτα νὰ προφτάσουν,
ὄχι μ' ἐλπίδα πῶς μπορεῖ νἆν ψεύτρα ἡ συμφορὰ
παρὰ νὰ δοῦν τὰ μάτια τους καὶ τὴ χορτάσουν.
Θαρρεῖς νεκροὶ κι ἀπάρῃασαν τὰ μνήματ' ἀραχνὰ
σύγκαιρα ὀρθοὶ γιὰ τὴ στερνὴ τὴν κρίση,
κ' ἐνῶ οἱ ἀνέγνωμοι σπαρνοῦν μὲς σὲ κακὸ βραχνᾶ
μὴν τύχῃ τρέμουνε κανεὶς καὶ τοὺς ξυπνήσῃ.
Μ' ἕνα πνιχτὸ μονόχνωτο ἀναφυλλητὸ σκυφτοὶ
πρὸς τῆς Ἑστίας τὸ Ναὸ τραβοῦνε
καὶ μπρὸς στὴν Πύλη διάπλατα τὴ χάλκινη ἀνοιχτὴ
ἕνα τὰ μύρια γίνουνται μάτια νὰ ἰδοῦνε.
Καὶ βλέπουν: μὲ τῆς γνώριμης ἀρχαίας των ἀρετῆς
τὸ σχῆμα τ' ἀνωφέλευτο ντυμένες
στὸν προδομένο τὸ Βωμὸν ἐμπρὸς γονυπετεῖς
τὶς Ἑστιάδες τὶς σεμνές, μὰ κολασμένες.
Τὸ κρῖμα τοὺς ἐστάθηκε μιὰ ἄβουλη ἀναμελιὰ
κι ἀραθυμιὰ −σὰν τῆς δικῆς μας νιότης!
μὰ ἡ Ἅγια ἡ Φωτιά, μιὰ πὄσβυσε, δὲν τὴν ἀνάβει πλιὰ
ἀνθρώπινο προσάναμμα ἢ πυροδότης.
Κι ὅσο κι ἂν μὲ τὶς φούχτες των σκορπίζουν στὰ μαλλιὰ
μὲ συντριβὴ καὶ μὲ ταπεινοσύνη,
τοῦ κάκου! στὴ χλιὰ χόβολη καὶ μὲς στὴ στάχτη πλιὰ
σπίθας ἰδέα οὐδ' ἔλπιση δὲν ἔχει μείνῃ.
Κ' εἶναι γραμμένη τοῦ χαμοῦ ἡ Πολιτεία· ἐχτὸς
ἂν πρὶ ὁ καινούργιος ἥλιος ἀνατείλῃ
κάμῃ τὸ θᾶμα του ὁ οὐρανὸς καὶ στ' ἄωρα τῆς νυχτὸς
μακρόθυμος τὸν κεραυνό του κάτω στείλῃ.
Κι ἂν εἶν καὶ πέσῃ ἀπάνω τους, ἂς πέσῃ! ὅπως ζητᾷ
τὸ δίκιο κ' οἱ Παρθένες τὸ ζητοῦνε,
ποῦ ἰδού τις, μὲ τὰ χέρια τους στὰ οὐράνια σηκωτὰ
καὶ τὴν ψυχὴ στὰ μάτια τους τὸν προσκαλοῦνε.
Τάχα τὸ θᾶμα κ' ἔγινε;−πές μου το νὰ σ' τὸ πῶ,
γνώμη ἄβουλη, γνώμη ἄδικη μιᾶς νιότης
σὰν τὴ δικιά μας, πὄσβυσεν ἔτσι χωρὶς σκοπὸ
κι ἀκόμα ζῇ καὶ ζένεται −μὲ τὸ σκοπό της!
που αναγνωρίζει σε αυτούς τους στίχους την ίδια τραγωδία,
όταν στην χόβολη ψάχνω για μια σπίθα.
Και ξάφνου μια ελπίδα ξεπηδάει απ' τις στάχτες,
όταν τα χέρια μου αγγίζουν και άλλα χέρια,
όταν τα μάτια μου βλέπουν κι άλλα μάτια,
καθώς των Εστιάδων οι ψυχές στον ιερό βωμό επιστρέφουν.
Τότε ο ναός του Πυρός του Πνεύματος μοιάζει να αναζωπυρώνεται
Αλήθεια, μήπως μέσα στον ιστόν αυτού του ποιήματος αναγνωρίζουμε κάποια δική μας αντίστοιχη τραγωδία;
Μήπως μας έρχεται στον νού η δική μας «ανεμελιά κι αραθυμία», η οποία οδήγησε στο σβήσιμο της Ιερής Φλόγας από τον Βωμό της δικής μας Εστίας, της Ελλάδος;
Κάποιοι εξ ημών δεν ψάχνουν αλαφιασμένοι στην χόβολη αυτού του Βωμού, μήπως και βρούν την σπίθα, η οποία θα αναζωπυρώσει αυτήν την Ιερή Φλόγα;
Πόσο μπροστά από την εποχή του τρέχει η σκέψις του Ποιητή! Και πόσο διαφορετικά θα ήταν σήμερα τα πράγματα, αν τιμούσαμε τους Ποιητές μας ακούγοντάς τους!
Ας ψάξουμε λοιπόν απεγνωσμένα, μέσα στις στάχτες του Βωμού μας, ας ψάξουμε να δούμε μήπως έμειναν οι σπίθες, οι οποίες θα ανάψουν πάλι την Ιερήν Φλόγα!
Διότι η Ιερή Φλόγα, θα ανάψει πάλι στον Βωμόν της Ελλάδος! Είτε από τις σπίθες μας, είτε από τον Ουράνιον Πατρώον Κεραυνό!
Μόνον που στην δεύτερη περίπτωσιν θα κατακαύσει και εμάς!
Ο Αριστοτέλης και η απαρχή του διαχωρισμού της ψυχής
Το παράδειγμα του ματιού που ως ύλη οδηγεί στην άυλη εντελέχεια (ολοκλήρωση της ύπαρξής του) της όρασης είναι εξόχως ενδεικτικό καταδεικνύοντας όχι μόνο ότι η ύλη εκπληρώνει άυλες λειτουργίες (κι όσο πιο τέλεια τις εκπληρώνει τόσο πιο κοντά στην εντελέχεια βρίσκεται), αλλά κι ότι αν στερηθεί τη δυνατότητα αυτή παύει να υφίσταται (όπως το βγαλμένο μάτι που πλέον είναι αδύνατο να ανταποκριθεί στο καθήκον να βλέπει). Με την ίδια λογική ο πέλεκυς, ως υλικό εργαλείο, υπάρχει για να κόβει τα ξύλα (άυλη δυνατότητα εκδήλωση της εντελέχειάς του). Φυσικά, ο πέλεκυς που αδυνατεί να κόψει δεν είναι πέλεκυς, αλλά άχρηστο σκουπίδι, που αν δεν υπάρχει δυνατότητα επιδιόρθωσης πρέπει να πεταχτεί.
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «Όπως, λοιπόν, είναι εντελέχεια το κόψιμο του πέλεκυ και η όραση, έτσι είναι και η εγρήγορση· και η ψυχή είναι εντελέχεια όπως η ικανότητα της όρασης και η δύναμη του εργαλείου· ενώ το σώμα είναι αυτό που βρίσκεται σε κατάσταση δυνατότητας» (412b 26 και 413a 1-2). Για να συμπληρωθεί αμέσως: «όπως το μάτι είναι η κόρη και η δυνατότητα της όρασης, έτσι και, στη δική μας περίπτωση, η ψυχή και το σώμα κάνουν το ζώο» (413a 2-3).
Το δεδομένο ότι η όραση δεν μπορεί να αποκοπεί από το μάτι και την κόρη του, με άλλα λόγια το αναντίρρητα αδιάσπαστο της εντελέχειας από την ύλη που την υπηρετεί, καθιστά σαφές με ακόμη έναν τρόπο το αχώριστο του σώματος με την ψυχή: «Ότι, επομένως, η ψυχή δεν μπορεί να χωριστεί από το σώμα, ή τουλάχιστον κάποια μέρη της» (εννοείται της ψυχής) «αν από τη φύση της χωρίζεται σε μέρη, δεν είναι αμφίβολο· γιατί μερικών μερών της η εντελέχεια είναι εντελέχεια των ίδιων των μερών του σώματος» (413a 3-6).
Η εκδοχή της ψυχής που χωρίζεται σε μέρη διατυπώνεται ως προβληματισμός που ασφαλώς πρέπει να διερευνηθεί. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για δέσμευση σχετικά με την πορεία της σκέψης που θα ακολουθηθεί. Για την ώρα, όμως, αυτό που πρέπει να διερευνηθεί σε βάθος είναι η έννοια της εντελέχειας που πρόκειται να αποδοθεί στην ψυχή: «Ακόμη είναι ασαφές, αν η ψυχή είναι εντελέχεια του σώματος, όπως ο πιλότος του πλοίου» (413a 8-9).
Ο Θεμίστιος, αρχαίος σχολιαστής του Αριστοτέλη, σχολιάζοντας το συγκεκριμένο κείμενο, εκλαμβάνει πως η αναφορά γίνεται στη νοητική ψυχή και παρατηρεί ότι δεν είναι σαφές αν ο νους είναι εντελέχεια κάποιου σώματος, με τρόπο ώστε να μη χωρίζεται ή έτσι ώστε να χωρίζεται από αυτό, όπως ο κυβερνήτης από το πλοίο.
Το ενδεχόμενο του διαχωρισμού της ψυχής (εκλαμβανομένης ως νους) από το σώμα, όπως ο κυβερνήτης διαχωρίζεται από το πλοίο, σύμφωνα με τη μέχρι τώρα αριστοτελική διδασκαλία κρίνεται μάλλον αμφίβολο, αφού ο Αριστοτέλης έχει διατυπώσει με πλήρη σαφήνεια το αδιάσπαστο σώματος και ψυχής, χωρίς να εξαιρεί καμία εκδοχή των λειτουργιών της. Αυτό που προξενεί το ενδιαφέρον είναι το δεδομένο της νοητικής ύπαρξης της ψυχής, δηλαδή της εκδοχής που ταυτίζεται με το νου, και που βέβαια δεν μπορεί να σχετιστεί με τις αισθήσεις ή τα συναισθήματα. Ο διαχωρισμός της ψυχής στα μέρη που τη συναποτελούν είναι ήδη προφανής, αφού η ψυχή έχει να καλύψει όλες τις ανάγκες της ανθρώπινης πολυπλοκότητας. Με άλλα λόγια, η εντελέχεια του ανθρωπίνου σώματος δεν έχει να κάνει ούτε με τα ζώα ούτε με τα φυτά.
Η ταύτιση της ψυχής με τη ζωή (τα δίχως ζωή πράγματα είναι από θέση αρχής άψυχα) δε σηματοδοτεί τον εκ των προτέρων μονοδιάστατο ορισμό της, αφού κάθε ζωή δεν έχει τις ίδιες δυνατότητες πράγμα που σημαίνει ότι αλλάζει και ο τελικός σκοπός της ύπαρξής της. Το δεδομένο ότι το σώμα είναι η ύλη και η ψυχή η εντελέχεια ξεκαθαρίζει ότι κάθε μορφή σώματος, όπως και κάθε μορφή ύλης, έχει άλλο προορισμό, δηλαδή άλλο τελικό σκοπό να εκπληρώσει. Η συνειδητοποίηση ότι άλλη η εντελέχεια του φυτού, άλλη του ζώου κι άλλη του ανθρώπου καθιστά σαφές ότι δεν μπορεί να γίνει λόγος για την ίδια εκδοχή της ψυχής.
Το πρώτο που πρέπει να ξεκαθαριστεί είναι ο όρος ζωή: «Ο όρος “ζωή” παίρνει πολλές σημασίες, ακόμη κι αν, από τα παρακάτω, ένα μόνο ενυπάρχει σε ένα ον, λέμε ότι αυτό ζει· όπως για παράδειγμα ο νους, η αίσθηση, η κίνηση και η στάση στο χώρο, ακόμα η κίνηση που υπάρχει στη θρέψη και η παρακμή και η ανάπτυξη» (413a 22-26).
Αποδεχόμενοι ότι ως έμβιο ορίζεται οτιδήποτε τρέφεται, κινείται, αισθάνεται, σκέφτεται και αναπτύσσεται ακμάζοντας και παρακμάζοντας, γίνεται σαφές ότι και τα φυτά πρέπει να συμπεριληφθούν στα έμβια, ασχέτως αν δεν είναι σαφείς (μιλάμε πάντα για την εποχή του Αριστοτέλη) οι δυνατότητες σκέψης και αίσθησης που έχουν: «Γι’ αυτό κι όλα τα φυτά δίνουν την εντύπωση ότι ζουν· γιατί είναι φανερό πως μέσα τους έχουν μια τέτοια ικανότητα και αρχή, χάρη στην οποία αναπτύσσονται και παρακμάζουν προς αντίθετες διευθύνσεις· γιατί δεν αναπτύσσονται μόνο προς τα πάνω, ενώ προς τα κάτω όχι, αλλά το ίδιο και προς τις δύο διευθύνσεις· και προς όλες τις διευθύνσεις μεγαλώνουν και εξακολουθούν να ζουν, όσο μπορούν να παίρνουν τροφή» (143a 26-31).
Το δεδομένο (για την εποχή εκείνη) ότι τα φυτά πέρα από την ανάπτυξη, την ακμή και την παρακμή που οφείλονται στη θρέψη δεν έχουν άλλες έμβιες δυνατότητες καταδεικνύει και τις περιορισμένες δυνατότητες της ψυχής τους, αφού η εντελέχεια που προορίζεται από τη φύση γι’ αυτά είναι σίγουρα κατώτερης υποστάθμης. Τα ζώα, ως πολυπλοκότερα έμβια όντα, εκτός από την ανάπτυξη που σηματοδοτεί την ακμή και την παρακμή τους μέσω της θρέψης είναι βέβαιο ότι διαθέτουν και τη δυνατότητα της αίσθησης: «Το ζώο υπάρχει πρωταρχικά με την αίσθηση· γιατί, και όσα δεν κινούνται ούτε αλλάζουν τόπο, αλλά έχουν αίσθηση τα ονομάζουμε ζώα και δε λέμε μόνο ότι ζουν. Και, από αίσθηση, όλα έχουν πρώτα την αφή» (413b 2-4).
Η προτεραιότητα που δίνεται στην αφή ως κύρια αισθητική δυνατότητα των ζώων, οπωσδήποτε δεν υποτιμά τις άλλες, πολύ περισσότερο δεν τις αποκλείει, αλλά τίθεται με την έννοια της καθολικότητας, αφού ακόμη και τα μαλάκια, που μπορεί να μην έχουν όλες τις άλλες αισθήσεις, σίγουρα νιώθουν την αφή της πέτρας ή τον πόνο. Η δυνατότητα των αισθήσεων που δίνει το σώμα των ζώων τα καθιστά πολυπλοκότερα των φυτών, πράγμα που μοιραία αντικατοπτρίζεται και στην ψυχική τους υπόσταση. Η ψυχή των ζώων είναι ασφαλώς πιο σύνθετη, αφού αποτελεί πιο ολοκληρωμένη εκδοχή εντελέχειας.
Το κοινό σημείο της θρέψης που υπάρχει ανάμεσα στα φυτά και τα ζώα σηματοδοτεί και το κοινό ψυχικό τους σημείο, το θρεπτικό που έχει να κάνει με τη βιολογική ανάπτυξη του σώματος. Το γεγονός ότι η ψυχή των φυτών ολοκληρώνεται με αυτό το μέρος, αφού οι σωματικές τους λειτουργίες δεν προσφέρουν άλλες δυνατότητες, αποδεικνύει ότι η ψυχή των ζώων έχει και κάποιο άλλο μέρος που λειτουργεί συμπληρωματικά εκπροσωπώντας τις επιπλέον σωματικές τους δυνατότητες.
Η παρατήρηση, όμως, των φυτών φέρνει στην επιφάνεια νέους προβληματισμούς: «μερικά είναι φανερό ότι ζουν αφού τα διαιρέσουν και χωρίσουν μεταξύ τους τα μέρη τους –σαν, η ψυχή που υπάρχει μέσα σε αυτά, σε εντελέχεια βέβαια να είναι μία σε κάθε φυτό, αλλά δυνάμει περισσότερες– το ίδιο βλέπουμε να συμβαίνει και με άλλες διαφοροποιήσεις της ψυχής, στα έντομα που κόβονται κομμάτια· γιατί καθένα από τα μέρη έχει αίσθηση και κινείται στο χώρο» (143b 18-24).
Το δεδομένο ότι κόβοντας και φυτεύοντας ένα μέρος του φυτού μπορεί κανείς να δημιουργήσει ένα άλλο φυτό δίνει την εντύπωση ότι η ψυχή τους, που έχει να κάνει μόνο με το θρεπτικό μέρος, είναι σε θέση να εμπεριέχει κι άλλες με τον ίδιο τρόπο που το σώμα τους είναι σε θέση να δημιουργήσει ένα άλλο σώμα. Η υπόθεση, όμως, της φυτικής ψυχής που περικλείει άπειρες ψυχές (αφού τόσες είναι και οι δυνατότητες για δημιουργία νέων σωμάτων) κρίνεται μάλλον επίφοβη, καθώς είναι αδύνατο να τεκμηριωθεί κάτι τέτοιο.
Το σενάριο των άπειρων ψυχών που εσωκλείονται η μία μέσα στην άλλη είναι μάλλον ακραίο, αφού μοιραία θα καταλήξει σε ένα αιώνιο περίσσευμα ψυχών που έμεινε αναξιοποίητο μετά το θάνατο. Το αλληλένδετο της ψυχής με το σώμα κρίνεται ασφαλέστερη ερμηνεία, αφού το νέο σώμα που δημιουργείται δεν έχει άλλη επιλογή από το να οδηγηθεί στη δική του εντελέχεια, δηλαδή τη δική του ψυχική υπόσταση. Με δυο λόγια, οι ψυχές δεν προϋπάρχουν, όπως ακριβώς και τα σώματα, αλλά γεννιούνται όταν γεννηθούν κι αυτά ως προοπτική της εντελέχειάς τους.
Η περίπτωση του διχοτομημένου εντόμου που συνεχίζει να ζει κρίνεται μάλλον πολυπλοκότερη, αφού η διχοτόμηση του σώματος δεν μπορεί παρά να σημαίνει και διχοτόμηση της ψυχής, εφόσον η ζωή μπορεί να συνεχιστεί. Όμως, και σε αυτή την περίπτωση η δυνατότητα αναπαραγωγής από τη σωματική διχοτόμηση δεν είναι τίποτε άλλο από τη δημιουργία δύο ξεχωριστών σωμάτων που αναγκαστικά θα αναζητήσουν τη δική τους εντελέχεια.
Η ψυχή που εμπεριέχουν δεν αφορά τη διχοτόμηση, αλλά τη δημιουργία του νέου σώματος που είναι αλληλένδετο με την ψυχή του, δηλαδή την εντελέχεια που αναγκαστικά του δίνεται από τη φύση. Είναι σαφές ότι η ψυχή, ως εντελέχεια του σώματος, δεν παρά η άυλη εκδοχή του, δηλαδή η έτερη μορφή του. Από αυτή την άποψη, ο τρόπος που δημιουργείται κάθε νέο σώμα δε σχετίζεται καθόλου με την απόκτηση της ψυχής του, αφού κρίνεται δεδομένη ως αναπόσπαστη μορφή του.
Το βέβαιο είναι ότι η κατοχή των αισθήσεων δίνει νέες, τρομακτικές διαστάσεις στην ψυχή: «αφού έχει αίσθηση, έχει επίσης φαντασία και επιθυμία· γιατί, όπου υπάρχει αίσθηση, υπάρχει και λύπη και ηδονή και όπου υπάρχουν αυτά, υπάρχει αναγκαστικά και επιθυμία» (143b 25-27).
Η αίσθηση ως πηγή της ηδονής και της λύπης δεν μπορεί παρά να συμπορευθεί με την επιθυμία και κατ’ επέκταση τη φαντασία. Η συνείδηση της ηδονής γεννά την επιθυμία της εκπλήρωσης των προϋποθέσεών της και η επιθυμία αυτή σηματοδοτεί τη φαντασία που θα ορίσει την πρέπουσα συμπεριφορά, ώστε να επιτευχθούν. Το ζώο που πεινά φαντάζεται την τροφή του και στη συνέχεια αναγκάζεται να μηχανευτεί τρόπους, για να την εξασφαλίσει. Η επίτευξη αυτή του επιφέρει την ηδονή του χορτάτου, που για χάρη της έγιναν όλες οι προηγούμενες διαδικασίες. Κι αυτό είναι η διαιώνιση της ζωής.
Αυτό που μένει είναι ο νους με την έννοια της διανοητικής δυνατότητας που μπορεί να γεννήσει τη φιλοσοφία και τις επιστήμες. Τα ζώα έχουν νου προκειμένου να διασφαλίσουν την τροφή και την επιβίωσή τους. Η ανωτερότητα του ανθρωπίνου νου που τον ωθεί να αντιλαμβάνεται το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό, τις τέχνες και όλα τα διανοητικά επιτεύγματα, τη σημασία της γλώσσας και των τεχνικών γνώσεων, όχι μόνο τον διαχωρίζει από τα ζώα, αλλά σηματοδοτεί ένα νέο μέρος της ψυχής που μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις δυνατότητες.
Το μέρος αυτό ανήκει μόνο στους ανθρώπους γιατί μόνο αυτοί έχουν τέτοιες δυνατότητες: «Όσο τώρα για το νου και τη θεωρητική ικανότητα, τίποτα δεν είναι ακόμα εμφανές, αλλά φαίνεται πως πρόκειται για άλλο γένος της ψυχής και πως μόνο αυτό μπορεί να χωρίζεται, όπως το αιώνιο από το φθαρτό» (413b 27-30).
Το μέρος αυτό της ψυχής κρίνεται ανώτερο με τον ίδιο τρόπο που το αιώνιο είναι ανώτερο του φθαρτού. Η ανωτερότητα της ανθρώπινης ψυχής σηματοδοτεί και τον ανώτερο σκοπό που καλείται να επιτελέσει. Με άλλα λόγια, ο άνθρωπος ως ανώτερο ψυχικά ον είναι σε θέση να επιτύχει το ανώτερο είδος εντελέχειας.
Όσο για τα δύο προηγούμενα μέρη της ψυχής ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Τα υπόλοιπα, πάντως, μέρη της ψυχής, είναι φανερό από όσα είπαμε, πως δεν μπορούν να χωριστούν, όπως ισχυρίζονται κάποιοι· επίσης, όμως, είναι φανερό ότι λογικά διαφέρουν· γιατί η ικανότητα της αίσθησης είναι άλλο πράγμα από την ικανότητα της γνώμης, αφού έχει διαφορά να αισθάνεσαι και να διατυπώνεις γνώμη» (413b 30-34).
Η αναφορά στη γνώμη «κάποιων» που δε διαχωρίζουν τα κατώτερα μέρη της ψυχής αφορά τον Πλάτωνα και τίθεται ως κάτι που μπορεί να συζητηθεί, αφού μια τέτοια εκδοχή μπορεί να έχει λογική βάση, αλλά που μάλλον πρέπει να απορριφθεί, καθώς υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό κομμάτι της ύπαρξης και στο κομμάτι της αίσθησης, πολύ περισσότερο της γνώμης. Το βέβαιο είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά στην απαρχή του διαχωρισμού της ψυχής που πρέπει να εκπληρώσει όλες αυτές τις σωματικές δυνατότητες. Η τελική διαίρεσή της πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη όλες αυτές τις παραμέτρους.
Από και πέρα, αυτό που μένει να διευκρινιστεί είναι η διαστρωμάτωση των ψυχικών δυνατοτήτων των ζώων, που δεν πρέπει όλα να συμπεριληφθούν στο ίδιο πλαίσιο, καθώς η διαφοροποίηση των σωματικών τους δυνατοτήτων καθρεφτίζουν και την αντίστοιχη διαφοροποίηση της ψυχής: «Επιπλέον, πάντως, μερικά ζώα έχουν όλες αυτές τις ικανότητες, ενώ κάποια κάποιες από αυτές, και άλλα μία μόνο. Και αυτό κάνει τη διαφορά ανάμεσα στα ζώα· για ποια όμως αιτία γίνεται αυτό, πρέπει να το εξετάσουμε αργότερα» (413b 35-36 και 414a 1-2).
Κι όχι μόνο αυτό: «Κάτι παραπλήσιο συμβαίνει και με τις αισθήσεις· γιατί άλλα τις έχουν όλες, ενώ άλλα μερικές, και κάποια άλλα μία· την περισσότερο αναγκαία, την αφή» (414a 2-4).
Αριστοτέλης, Περί Ψυχής