Το θέμα του αρχαίου ελληνικού αποικισμού αποτελεί ένα πολύ σημαντικό επιστημονικό πεδίο αναζήτησης στη σύγχρονη έρευνα. Αυτό αποδεικνύεται από τις εκδοτικές προσπάθειες των τελευταίων ετών. Ιδιαίτερη θέση στο θέμα αυτό καταλαμβάνει το ζήτημα του αποικισμού στον Παρευξείνιο χώρο. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αλλά και γενικότερα στη Δύση, το ζήτημα αυτό για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε παραμείνει εκτός επιστημονικού ενδιαφέροντος, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα μεγάλο κενό. Είναι ευτυχές το γεγονός ότι κατά τα τελευταία χρόνια -τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια περίπου, δηλαδή μετά από τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης κυρίως- το εν λόγω κενό άρχισε σταδιακά να εξαφανίζεται χάρη στις πολύ σημαντικές εκδόσεις και τις φιλότιμες προσπάθειες από πλευράς ερευνητών διεθνώς. Ανάμεσα σ' αυτές, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και την ελληνική δίτομη, ξενόγλωσση, έκδοση του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού «Ancient Greek Colonies in the Black Sea», Θεσσαλονίκη, 2003 [1]. Κατ' αυτόν τον τρόπο, φαίνεται πως η μελέτη και η καταγραφή της αρχαίας ιστορίας των Ελλήνων του Ευξείνου Πόντου, καθώς και οι σχέσεις τους με τους γηγενείς λαούς, άρχισαν πλέον να αποκτούν ευρύτερο ενδιαφέρον, ξεπερνώντας κατά πολύ τα στενά γεωγραφικά όρια της Παρευξείνιας ζώνης, στα οποία μέχρι πρότινος ήταν περιορισμένες και σχεδόν αποκλειστικές.
Δίχως αμφιβολία, η συνεισφορά και η συμβολή των Παρευξεινίων αρχαιολόγων και ιστορικών είναι ανεκτίμητη. Ακόμη και σήμερα, παρά τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούν σε ορισμένες χώρες της Παρευξείνιας λεκάνης, αρχαιολόγοι και ιστορικοί καταβάλλουν πολύ μεγάλες προσπάθειες ώστε να μην ανασταλεί η ανασκαφική δραστηριότητα και γενικότερα η μελέτη στις ουκ ολίγες αρχαιολογικές θέσεις κατά μήκος των ακτών του Ευξείνου Πόντου αλλά και στην ενδοχώρα. Θα μπορούσε να θεωρηθεί ηρωισμός αυτή η φιλότιμη διάθεση και αυτό το ατέρμονο μεράκι των ερευνητών.
Στο παρόν άρθρο διεξάγεται μία σύντομη περιγραφή του ιστορικού πλαισίου της εμφάνισης και εγκατάστασης των αρχαίων Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο και εν συνεχεία διατυπώνονται ορισμένες παρατηρήσεις που σχετίζονται με την αποικιακή πολιτική των πρώτων μεταναστών, όχι μόνο στις ακτές του Πόντου, αλλά και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Έχει φθάσει πλέον η στιγμή και έχουν δημιουργηθεί οι απαραίτητες προϋποθέσεις για μία σφαιρική και συνολική μελέτη του φαινομένου που ονομάζεται αρχαίος ελληνικός αποικισμός στην πλήρη του γεωγραφική διάσταση: από τις Στήλες του Ηρακλέους έως τις εσχατιές του Ευξείνου Πόντου. Η αποικιακή εμπειρία της Μαύρης Θάλασσας, συγκρινόμενη με τις προσπάθειες εγκατάστασης των Ελλήνων στην υπόλοιπη αρχαία οικουμένη, είναι πια απαραίτητη και αναγκαία. Η συνολική μελέτη του αποικισμού βοηθά να γίνουν πληρέστερα κατανοητές σε μας οι συνθήκες υπό τις οποίες γονιμοποιήθηκε στη μητέρα πατρίδα η ανάγκη για αποδημία, καθώς και οι κοινωνικές ανησυχίες που επικρατούσαν σ' αυτήν καθ' όλο το χρονικό διάστημα της εξέλιξης του φαινομένου. Θα ήταν αρκετό να αναφερθεί το γεγονός ότι με την εκκίνηση του μεταναστευτικού κινήματος -διότι όντως πρόκειται για γενική ελληνική αναστάτωση η ξεσηκωμό- κάπου στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. αρχίζει παράλληλα και η ζύμωση και η εφαρμογή θεμελιωδών θεσμών της ελληνικής κοινωνίας, όπως η πόλις-κράτος, για να καταλήξουμε τελικά στη δημοκρατία. Για παράδειγμα, μπορεί κάποιος να αναφερθεί στο θέμα της συνειδητοποίησης της κοινής ελληνικής ταυτότητας μέσω της διαφορετικότητας, το οποίο σήμερα είναι πολύ ελκυστικό: «I propose that overseas colonization informed and strengthened the nascent idea of Greekness primarily because of the newly perceived differences from various 'Others' and because of the similarities of the initial colonial experiences» (Malkin Ι., 2005: 59, Polignac F. de, 2000: 131-209).
Μέσα στις σελίδες του πονήματός του περί γεννήσεως της αρχαίας πόλεως, ο F. de Polignac προσπαθεί να δείξει την πραγματική διάσταση της σχέσης αλληλεξάρτησης ανάμεσα στο μεταναστευτικό κίνημα των Ελλήνων από το 750 π.Χ. και στη δημιουργία και τη σύλληψη της έννοιας της αρχαίας πόλεως (Polignac F. de, 2000, Woolf G., 2005: 129). Ο Ι. Malkin, μάλιστα, υποστηρίζει ότι δίχως τον αρχαίο ελληνικό αποικισμό της νοτίου Ιταλίας, δεν θα ήταν δυνατή η ίδρυση πόλεων-κρατών στον ελλαδικό χώρο, τουλάχιστον για την περίπτωση της Αχαΐας. Κι αυτό, διότι οι πρώιμες αποικίες στην Ιταλία από την πρώτη κιόλας στιγμή οργανώθηκαν ως πόλεις-κράτη, ενώ οι οικισμοί της πελοποννησιακής μητρόπολης δεν είχαν ακόμη εξελίξει αυτόν τον θεσμό (Malkin Ι., 2005: 66). Όπως θα διαπιστώσουμε παρακάτω, στον Εύξεινο Πόντο οι οικισμοί που κτίσθηκαν στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., σύμφωνα με τα πορίσματα των αρχαιολογικών ερευνών των τελευταίων ετών, αποτελούσαν πόλεις κατά την πλήρη διάσταση του αρχαίου όρου.
Βασική πηγή για τη μελέτη των πρώιμων χρόνων της ζωής των ελληνικών εγκαταστάσεων στην Παρευξείνια παραλία είναι τα αρχαιολογικά ευρήματα. Σε δεύτερη θέση, δυστυχώς, κατατάσσονται οι πενιχρές μνείες της αρχαίας, κυρίως ελληνικής, γραμματείας, οι οποίες συχνά είναι αντιφατικές και ενίοτε τυχαίες (παρουσίαση και αναλυτική επεξεργασία των αρχαίων ελληνικών, κυρίως γραπτών πηγών, με έμφαση στην βόρεια Παρευξείνια παραλία, επεχείρησε πρόσφατα ο Α. I. Ivantchik, 2005). Η επικράτηση των αρχαιολογικών έναντι των γραπτών πηγών δημιουργεί ένα μεγάλο πρόβλημα εξάρτησης από την ένταση και το εύρος των αρχαιολογικών ανασκαφικών δραστηριοτήτων. Πολύ συχνά ένα νέο αρχαιολογικό εύρημα είναι ικανό να ανατρέψει προηγούμενες θεωρίες και απόψεις. Για τον λόγο αυτό τα συμπεράσματα και οι διαπιστώσεις δεν μπορούν ποτέ να έχουν χαρακτήρα απόλυτο και γενικευμένο.
Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η πρώτη μεγάλη σύγκρουση μεταξύ αρχαιολόγων και ιστορικών. Οι μεν πρώτοι βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, τη στιγμή που οι ιστορικοί έχουν ως σχεδόν απόλυτο γνώμονα προσανατολισμού τα στοιχεία και τις αναφορές των αρχαίων γραπτών πηγών. Έχει μάλιστα γίνει λόγος και για «τυραννία των κειμένων» (Papadopoulos J. Κ., 1999: 383, 1997: 203-206). Μέσα στην αναζήτηση αυτή, θα μπορούσε κάποιος να αντιπροτείνει μία πιο ήπια στάση, την αριστοτέλειο χρυσή τομή, δηλαδή έναν συνδυασμό πολλών πηγών, για μία πιο νηφάλια και αντικειμενική κρίση (για πρόσφατες εκτιμήσεις του θέματος αυτού, βλ. Eberhard W. S., 2004). Έτσι, στο ζήτημα που αφορά στη χρονολόγηση της πρώτης έλευσης και εγκατάστασης των Ελλήνων στη Μαύρη Θάλασσα, αν και ορισμένες γραπτές πηγές προτείνουν τα μέσα του 8ου αι. π.Χ., η μέχρι στιγμής αρχαιολογική έρευνα δεν μπορεί να τεκμηριώσει μία χρονολογία πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (για παράδειγμα, Daragan M. N., 2005: 257, όπου για μία ακόμη φορά φανερώνεται ότι η πρώιμη ελληνική επείσακτη κεραμική χρησιμοποιείται ως βάση για τη χρονολόγηση των πρώιμων σκυθικών τύμβων στην ευρύτερη περιοχή της Ουκρανικής δασοστέπας). Ορισμένοι μάλιστα αρχαιολόγοι, αν και δίχως επαρκή επιχειρηματολογία, δεν δέχονται καν τον 7ο αι. π.Χ., αντιπροτείνοντας μία χρονολογία μεταγενέστερη, δηλαδή γύρω στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. Μία τέτοια χρονολόγηση των πραγμάτων δεν είναι δυνατόν σήμερα να ευσταθεί. Θα γίνει αναφορά σε ένα μόνο αποδεικτικό και το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο (Για περαιτέρω στοιχεία και αναφορά σε άλλα ανάλογα πρώιμα αρχαία ελληνικά αγγεία από τη Μαύρη Θάλασσα: Petropoulos E. Κ., 2005: 15-74, πίνακες σελ. 61, 65-68).
Η αρχαιολογική σκαπάνη στον οικισμό της Οργάμης, κοντά στην Ιστρία (Ρουμανική ακτή), έχει φέρει στο φως έναν τάφο καθαρά ελληνικό, ο οποίος χρονολογικά ανάγεται στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. (Lungu V., 2000: 67-79, 2002: 3-17, 2004: 91-92, Avram A., 2003: 286-287, Manuçu-Adamesteanu M., 2003: 344). Θεωρείται ότι ο εν λόγω τάφος ανήκει σε κάποιον Έλληνα μετανάστη στον χώρο αυτό. Ίσως μάλιστα στον αρχηγέτη -αρχηγό δηλαδή- της μεταναστευτικής ομάδας. Η συγκεκριμένη χρονολογία επαληθεύει τις πληροφορίες που μας παρέχουν ορισμένοι αρχαίοι συγγραφείς για την ίδρυση του οικισμού της Οργάμης, στις εκβολές του ποταμού Δούναβη. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνεται κανένας πλέον λόγος για τον 6ο αι. π.Χ.
Όμως το αναφερθέν πρόβλημα δεν εξαντλείται με τα παραπάνω. Στη βιβλιογραφία έχει διατυπωθεί η άποψη ότι οι Έλληνες μετανάστες ή εξερευνητές δεν ήταν πάντοτε δυνατόν να εγκατέλειπαν στο πέρασμά τους κάποια δικά τους ίχνη. Ίσως, επίσης, όποια από αυτά τυχόν παρέμειναν να ήταν προγενέστερα των μέσων του 7ου αι. π.Χ., αλλά να μην άντεξαν στον χρόνο. Με τον τρόπο αυτό τεκμηριώνεται ως ένα βαθμό η πρώιμη χρονολογία ίδρυσης της Σινώπης, που σύμφωνα με αρχαίες γραπτές μαρτυρίες, ανάγεται στα μέσα του 8ου αι. π.Χ. Πιθανόν να υπάρχει κάποια αλήθεια στην άποψη αυτή (Maslennikov A. A., 2005: 155). Δυστυχώς, όμως προς το παρόν είναι αδύνατη οποιαδήποτε τεκμηρίωσή της βάσει αρχαιολογικών ενδείξεων. Μία άλλη προσέγγιση του θέματος τούτου είναι ακόμη πιο ακραία και κατηγορηματική: δεν αξίζει τον κόπο να καταβάλλεται καμία προσπάθεια για την επίλυση παρόμοιων προβλημάτων. Βέβαια, με την τελευταία άποψη πολλοί δεν συμφωνούν. Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (Δ, 66), το βασικό μενού των εισαγωγών στη Σκυθία περιελάμβανε οίνο, κρατήρες και κύλικες. Οι αρχαιολογικές έρευνες αποδεικνύουν σήμερα την εισαγωγή κυλίκων στη Σκυθία, αλλά σε κάπως μεταγενέστερη περίοδο από αυτήν που εξετάζουμε εδώ (Gavrilyuk N. A., 2005: 282-293).
Ένα άλλο σκέλος της ίδιας προβληματικής έχει σχέση με το ποιος μετέφερε όλα τούτα τα αρχαϊκά επείσακτα προϊόντα (κυρίως κεραμική) και ποια η σκοπιμότητα και η ερμηνεία της παρουσίας τους στον προς αποίκιση χώρο. Το πιο εκπληκτικό όμως είναι ότι, τουλάχιστον όσον αφορά στο βόρειο Παρευξείνιο τμήμα, τη Σκυθία δηλαδή, ελληνική επείσακτη κεραμική του 7ου αι. π.Χ. έχει ανακαλυφθεί όχι μόνο στους ελληνικούς οικισμούς -οι οποίοι ως τα τέλη του αιώνα ήταν μόνο 2 συνολικά- αλλά και σε οικισμούς γηγενών που απέχουν πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα βορείως της παράλιας περιοχής. Πάνω στο θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί αρκετές απόψεις, οι οποίες υπάρχουν στη βιβλιογραφία (Petropoulos E. Κ., 2003: 17-92, εκτενέστερα Petropoulos E. Κ., 2005: 2949). Το συμπέρασμα που εξάγεται τελικά είναι ότι μεταφορείς των ελληνικών κεραμικών ήταν μόνο Έλληνες -σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Μεσογείου όπου μαρτυρείται παρουσία Ανατολιτών- και ότι οι Έλληνες μεταφορείς είλκυαν την καταγωγή τους από τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και τη δυτική Μικρασιατική ακτή. Είναι προφανές ότι στον αποικισμό του Ευξείνου Πόντου συμμετείχαν αντιπρόσωποι από όλη την ανατολική επικράτεια της Ελλάδας και ότι τον συντονιστικό ρόλο στην όλη εκστρατεία πρέπει να κατείχε η Μίλητος. Πώς αναδύθηκε όμως η πόλη αυτή ξαφνικά;
Όπως είναι γνωστό, από το 700 π.Χ. περίπου, χρονολογία κατά την οποίαν παύει για άγνωστους ακόμη λόγους η αποικιακή και, ως εκ τούτου, η υπερπόντια εμπορική εξάπλωση της Ευβοίας (Luke J., 2003: 58 και στην ίδια σελίδα υποσημείωση 145), νέες ελληνικές πόλεις, μεταξύ των οποίων πρωτεύοντα ρόλο κατείχε η Μίλητος, αναλαμβάνουν δράση και συνεχίζουν επάξια το μοναδικό και σπουδαίο έργο που άφησε ως παρακαταθήκη πίσω της η Εύβοια. Η μεταλαμπάδευση της σκυτάλης από την Εύβοια στη Μίλητο είναι χαρακτηριστικά πρόδηλη στην περίπτωση της αρχαίας Σάνης (περισσότερα στοιχεία εμβριθέστερα), στη Χαλκιδική, όπου το ερετριακό-νησιωτικό στοιχείο διαφαίνεται ότι προηγείται χρονολογικά από το ιωνικό, ενώ το τελευταίο κυριαρχεί στο δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. (Βοκοτοπούλου Ι., 1993α: 186). Το ίδιο φαινόμενο συμβαίνει και σε πολλές άλλες αρχαιολογικές θέσεις, όπως για παράδειγμα στην πρόσφατα ανασκαφείσα θέση στο παλιό τσιφλίκι Γκόνα (η Γόνα), στα νότια της Θεσσαλονίκης (Σκαρλατίδου Ε., Κωνσταντινίδου Ε., 2003: 218 κ.ε.) και στη θέση στο Καραμπουρνάκι (Τιβέριος Μ., Μανακίδου Ε., Τσιαφάκη Δ., 2003: 192-195).
Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα στα εμπορικά και αποικιακά σχέδια των Μιλησίων ενδιαφερομένων, αρχίζουν να περιλαμβάνονται όλες οι μεγάλες αρχαίες, ελληνικές και μη, πόλεις. Αλλά και διάφορες περιοχές που μέχρι εκείνη την περίοδο παρέμεναν ακόμη άγνωστες, αρχίζουν να προστίθενται η μία μετά την άλλη στους χάρτες των αρχαίων Ελλήνων της Ανατολικής Ελλάδας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο το γεγονός ότι από την περιοχή αυτή και κυρίως από τη Μίλητο άρχισε το έργο των λογογράφων και των περιηγητών. Ορισμένοι μάλιστα μελετητές θεωρούν ότι «la colonisation phocéeenne peut être considérée comme une sorte de deuxième vague de la colonisation eubéenne, moins puissante, certes, mais, qui trouvant la place prise en Italie, serait allée plus loin que cette dernière et l'aurait en quelque sorte prolongée, affrontant souvent les mêmes périls et portant les mêmes dons, l'olivier, l'alphabet, des pratiques, des cultes…» (Morel J.-P., 1998: 43).
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του μιλησιακού επεκτατισμού αποτελεί η διείσδυση των Μιλησίων στα σκουρόχρωμα και δυσπρόσιτα θαλάσσια ύδατα του Ευξείνου Πόντου. Από την προσοχή τους δεν ξέφυγε ούτε και η Αίγυπτος, η οποία προσέφερε στους Έλληνες πολλές δυνατότητες στον επαγγελματικό τομέα. Αλλά ακόμη και στη Δύση δεν δίστασαν οι Μιλήσιοι να επεκτείνουν τις μεγαλεπήβολες δραστηριότητες και τις τολμηρές τους προσπάθειες, όπου ως γνωστόν, υπήρχαν ήδη πολλές ελληνικές αποικίες, ιδρυμένες από τις μεγαλύτερες πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας του 8ου αιώνα π.Χ. Πολλές μάλιστα από τις αποικίες αυτές είχαν κιόλας φθάσει σε μεγάλη ακμή και πρόοδο ως τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., όπου σηματοδοτείται η έναρξη της ακμής της πόλεως της Μιλήτου και ιδρύεται η Οργάμη στον Δυτικό Εύξεινο Πόντο. Όλα αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν την υπεροχή της Μιλήτου στη θάλασσα κατά την περίοδο που εξετάζουμε έναντι των άλλων ελληνικών πόλεων της Ιωνίας. Η υπεροχή αυτή φαίνεται πως ήταν προϊόν της εμπειρίας των Μιλησίων θαλασσοπόρων, διότι όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία, «on the whole, long-distance navigation was not an affair for casual adventures but for experienced, reasonably well informed shippers» (Bakhuizen S., 1990: 60).
Μία πόλη, όμως, που ξεχώριζε για τις έντονες σχέσεις και εμπορικές επαφές της με τη Μίλητο ήταν η Σύβαρις, χτισμένη στην ανατολική ακτή της Ιταλίας από Αχαιούς κατοίκους της Πελοποννήσου μεταξύ του 730 και 720 π.Χ. (Greco E., 2001: 56). Ήταν τόσο αγαστή η συνεργασία μεταξύ Μιλήτου και Συβάρεως, ώστε ο Ηρόδοτος με πολύ έκπληξη αναφέρει ότι «πόλιες γὰρ αὗται μάλιστα δὴ τῶν ἡμεῖς ἴδμεν ἀλλήλῃσι ἐξεινώθησαν» (VI, 21). Ανάμεσα, λοιπόν, στη Σύβαρη και τη Μίλητο φαίνεται ότι υπήρχε έντονη εμπορική σχέση και επικοινωνία (Pedley J. G., 1990: 28, Skele M., 2002: 20, 24, 36-38), στην οποία βέβαια μεγάλη συμμετοχή είχε και η Κόρινθος, εκμεταλλευόμενη τη στρατηγική γεωγραφική θέση που κατείχε επί του ισθμού (Thomas C. G., Conant C., 1999: 125-134). Από την πόλη της Κορίνθου περνούσε η θαλάσσια οδός, η οποία ένωνε την Ανατολή με την απόμακρη Δύση (Papadopoulos J. Κ., 2002: 44, Skele M., 2002: 37). Γύρω στο 600 π.Χ. ιδρύεται ο οικισμός της Ποσειδωνίας από Συβαρίτες αποίκους, κοντά στις εκβολές του ποταμού Sele. Από τα στοιχεία που υπάρχουν σήμερα και είναι γνωστά από τις αρχαιολογικές έρευνες στην περιοχή αυτή, γίνεται αντιληπτός ο ρόλος της Μιλήτου στην κίνηση αυτή της Συβάρεως (Skele M., 2002: 24, 36, 38). Ο σπουδαιότερος λόγος που οδήγησε στην ίδρυση της πόλεως φαίνεται ότι ήταν η δυνατότητα εμπορικών συναλλαγών με τους Ετρούσκους της ενδοχώρας (αυτόθι: 24). «The critical point in the traditional view of Poseidonia as the agent of long range East-West trade is that it is really Sybaris which lies at the centre of this commerce» (αυτόθι: 38). Εν συντομία, δηλαδή, μέσα σ' αυτόν τον εμπορικό δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στη Μίλητο (Ανατολική Ελλάδα) και τους Ετρούσκους, πολύ σημαντικό ρόλο έπαιζαν η Σύβαρις και η θυγατρικής της Ποσειδωνία.
Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι κατά την ίδια περίπου εποχή, αν όχι την ίδια σχεδόν χρονολογική στιγμή, ιδρύεται και ένας άλλος σπουδαίος οικισμός, αυτή τη φορά στη νότια ακτή της Γαλλίας. Πρόκειται για την πόλη της Μασσαλίας, η ίδρυση της οποίας φαίνεται αρχικά ότι ήταν προϊόν άρρηκτης συνεργασίας και πρωτοβουλίας πολλών ιωνικών πόλεων με επικεφαλής την πόλη των Μιλησίων, ενώ μόνο στη συνέχεια πρέπει να είχαν αναλάβει δράση στον χώρο αυτό Φωκαείς αποικιστές (Hermary A., 2002: 64). Άρα, λοιπόν, καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα την επεκτατική αποικιακή πολιτική και δυναμικότητα της Μιλήτου ήδη από τις αρχές του 7ου αι. π.Χ. και κυρίως από το δεύτερο τέταρτό του. Μέσα σε αυτό το ευρύ σύμπλεγμα αποικιών στη βορειοδυτική ακτή της Μεσογείου, ο ρόλος της Ποσειδωνίας, προσφέροντας ένα «convenient pied-à-terre» στους Μιλησίους, αλλά και γενικότερα, στους Έλληνες εμπόρους, είναι αρκετά προφανής και εύλογος. Η μεγάλη αυτή επεκτατική δραστηριότητα της Μιλήτου αρχίζει να φθίνει από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και μάλιστα προς τα τέλη του αιώνα λόγω της περσικής απειλής. Ως γνωστόν, την εποχή αυτή ενεργό δράση αναλαμβάνει μία νέα δύναμη, η Αθήνα, της οποίας τα υπέροχα ερυθρόμορφα κεραμικά αγγεία αρχίζουν να κατακλύζουν τις διεθνείς αγορές και να γίνονται ισχυροί ανταγωνιστές των μέχρι τότε διαδεδομένων αγγειοπλαστικών εργαστηρίων (Scheibler I., 1992: 208-214). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η εικόνα που σκιαγραφείται από τις εισαγωγές αττικών κεραμικών στον Εύξεινο Πόντο. Λανθασμένες εκτιμήσεις πάνω στο θέμα της ποσοτικής παρουσίας αττικών κεραμικών και ως εκ τούτου του εμπορικού ενδιαφέροντος των Αθηνών στον Εύξεινο Πόντο διετυπώθησαν πρόσφατα στη βιβλιογραφία (Tsetskhladze G. R., 1998: 53-54). Η έρευνα απέδειξε ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή που η Αθήνα αναλαμβάνει καθήκοντα αποικιακής δύναμης, ο Παρευξείνιος χώρος ενσωματώνεται στα σχέδιά της (Brashinskiy B., 1963: 24 κ.ε., de Boer J., 1994: 92, Molev Ye. A., 1997: 56-58, Bouyskikh A. V., 2002: 202-203, Marinovitch L. P., 1998: 4-30, 2003: 62-65, Vdovitchenko I. I., 2003: 13-15, Lazarov M., 2003: 36, Morgan C., Tsetskhladze G. R., 2004: 234, Reho M., 2005: 30-32).
Έπειτα από τα όσα αναφέρθηκαν, μπορεί κάποιος να διαπιστώσει την εξής ιστορική αλληλουχία στην ελληνική επεκτατική δράση ανά την αρχαία οικουμένη: από τους Μυκηναίους θαλασσοπόρους, η σκυτάλη βλέπουμε να περνά μέσω της προφορικής παράδοσης, η οποία διατηρήθηκε κατά την υπομυκηναϊκή και την πρωτογεωμετική περίοδο και γονιμοποίησε τα ομηρικά έπη, στους Ευβοείς (Soueref Κ., 1998: 237). Οι τελευταίοι σε σύντομο χρονικό διάστημα παραδίδουν τη σκυτάλη στους Μιλησίους, για να ακολουθήσουν τελικά οι Αθηναίοι έπειτα από 100 περίπου χρόνια. Αυτό, θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει ότι είναι το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινείται η έρευνα και η αναζήτηση των αιτιών[2] και του χαρακτήρα του μεγάλου ελληνικού αποικισμού από τον 8ο αι. π.Χ., ο οποίος αποτελεί εν πολλοίς συνέχεια του πρώτου, του λεγομένου Ιωνικού, αποικισμού. Ως ένα δηλαδή ενιαίο ιστορικό σύνολο επιμέρους γεγονότων και όχι κατακερματισμένο σε αποκομμένες ιστορικές περιόδους και απομονωμένα γεωγραφικά διαμερίσματα. Πρέπει, όμως, να καταστεί σαφές το γεγονός ότι αναντίρρητα το φαινόμενο του αποικισμού καθ' όλη τη μακρόχρονη και πολυαίωνη εξέλιξή του δεν υπήρξε ομοιογενές, αλλά ήταν πολυδιάστατο και πολυσχιδές ως προς τον χαρακτήρα και τη δομική υπόστασή του.
Στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα άλλο ζήτημα: πώς πραγματοποιήθηκε η εγκατάσταση των μεταναστών στον Εύξεινο Πόντο; Υπήρχε, άραγε, κάποιο πρόγραμμα ή συγκεκριμένο σχέδιο δράσης που συντόνιζε τις κινήσεις και κατηύθυνε τόσο στη μητρόπολη, όσο και στη νέα γη, τόσες χιλιάδες ανήσυχες ψυχές;
Δυστυχώς οι μαρτυρίες που έχουν διασωθεί στις αρχαίες γραπτές πηγές είναι φειδωλές και οποιαδήποτε προσπάθεια αναζήτησης στοιχείων και επιχειρημάτων πάνω σ' αυτές μπορεί να αποβεί άσκοπη και ίσως απατηλή. Για τον λόγο αυτό καταφεύγει κάποιος στις αρχαιολογικές έρευνες και στα πορίσματα που αυτές έχουν δώσει ούτως ώστε να μπορέσει να οδηγηθεί σε κάποια συμπερασματική κατάληξη. Έτσι, είναι δυνατόν σήμερα να διακρίνουμε δύο σημαντικές ιστορικές περιόδους της πορείας των αρχαίων Ελλήνων μεταναστών με σκοπό την οικειοποίηση και ομαλή διαβίωση στη Μαύρη θάλασσα. Η πρώτη, όπως προαναφέρθηκε, εκκινεί κάπου στα μέσα του 7ου αι. π.Χ. και κατά πάσα πιθανότητα διαρκεί έως το πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή γύρω στο 590 με 580 π.Χ. Κατά το διάστημα αυτό των περίπου εξήντα ετών, διεξάγεται μία προπαρασκευαστική περίοδος με λίγους αλλά μόνιμους ως προς τον χαρακτήρα οικισμούς, συνολικά επτά τον αριθμό, διάσπαρτους σε όλη την παράλια επικράτεια του Πόντου[3]. Οι οικισμοί αυτοί ιδρύονται σε διαφορετικές μεταξύ τους στιγμές (εκτενέστερα, βλ. Petropoulos E. Κ., 2005). Με τον τρόπο αυτό η μητρόπολη κατορθώνει να διατηρεί συνεχή επαφή με ολόκληρη την Παρευξείνια παραλία. Η περίοδος αυτή θα μπορούσε να ονομασθεί δοκιμαστική ή καλύτερα προσαρμοστική. Κι αυτό διότι, βάσει μίας πάντοτε λογικής συλλογιστικής ερμηνείας των πραγμάτων, έπρεπε να μελετηθεί η βιωσιμότητα των νέων εδαφών και η αντοχή των ανθρώπων στις νέες κλιματολογικές συνθήκες. Για τον λόγο αυτό, οι οικισμοί που ιδρύθηκαν κατά την περίοδο αυτή θα μπορούσαν συμβατικά να ονομάζονται «πρωτο-πόλεις» ή ακόμη «πρωτο-οικισμοί», δηλαδή, εγκαταστάσεις με μόνιμο χαρακτήρα και όχι απλά προσωρινές (Πετρόπουλος Η., 2001: 125-135, Petropoulos E.K., 2005: 207-232). Θεωρείται ότι στις εγκαταστάσεις αυτές λειτουργούσαν βασικοί θεσμοί μίας ολοκληρωμένης πόλεως, όπως κοινή λατρεία, πολιτική και κοινωνική οργάνωση κ.ά., αλλά σε κάποια υποτυπώδη κατάσταση. Κι όλα αυτά συμβαίνουν λόγω του δοκιμαστικού χαρακτήρα τους (εκτενέστερα, βλ. Petropoulos E. Κ., 2005: 75 κ.ε. Για την περίπτωση των «πρωτο-πόλεων» στην περιοχή του Ανατολικού Ευξείνου Πόντου, βλ. Braund D., 1994: 84 κ.ε., Vysokiy M. F., 2004: 399 κ.ε.).
Μόλις ολοκληρώνεται επιτυχώς και τελεσφορεί η πρώτη -δοκιμαστική- φάση, γύρω στο 590-580 π.Χ. περίπου εγκαινιάζεται μία νέα περίοδος (Πετρόπουλος Η., 2001/2002: 289-302, Petropoulos E. Κ., 2004: 33-37). Τώρα αρχίζουν οι Έλληνες να καταφθάνουν κατά συρροή από τη μητροπολιτική Ελλάδα και να ιδρύονται νέοι οικισμοί, ανάμεσα στους οποίους είναι το Παντικάπαιον (γύρω στο 590 π.Χ., Tolstikov V. P., 2003: 711-717) και η Ολβία (η Ολβία γύρω στο 590 π.Χ.: Ilyina Yu. I., 2004: 81), το Μυρμήκιον (σύμφωνα με νέες μελέτες γύρω στο 580-570 π.Χ. και όχι αργότερα: Lebedeva Ye. V., 2004: 124) και το Νυμφαίον (Sokolova Ο. Yu., 2003: 765-766). Η ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης έρχεται γύρω στις αρχές του επόμενου αιώνα, του 5ου π.Χ. αι., όταν οι Έλληνες της Ιωνίας, έπειτα από την αποτυχία της επανάστασής τους εναντίον των Περσών, αναγκάζονται ομοθυμαδόν να εγκαταλείψουν τα πατρώα εδάφη και να τραπούν σε φυγή, για να αποφύγουν περαιτέρω ταπείνωση και ατίμωση. Από τις αρχές της περιόδου αυτής κτίζονται πόλεις το κατά δύναμη ολοκληρωμένες, γεγονός που αποδεικνύεται πλέον και αρχαιολογικά.
Έτσι, θα μπορούσε κάποιος να αναφέρει ως αποδεικτικό στοιχείο την κοπή νομισμάτων -πρόκειται για τα γνωστά νομίσματα υπό μορφή βέλους- στην Ολβία ήδη στο πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., τα οποία είχαν ταυτόχρονη κυκλοφορία στην Ιστρία και την Απολλωνία Ποντική (Rousyaeva A. S., 1998: 17). Την ίδια χρονική στιγμή φαίνεται ότι ιδρύεται και στις τρεις αυτές πόλεις μία κοινή λατρεία, η λατρεία του Ιητρού Απόλλωνος (αυτόθι: 14). Προς τιμήν του θεού αυτού, κτίζεται στην Ολβία και ένα σύγχρονο με την κοπή του εν λόγω νομίσματος τέμενος, το λεγόμενο «Δυτικό» (βλ. εμβριθέστερα). Η σχέση ανάμεσα στην ίδρυση της λατρείας του Ιητρού Απόλλωνος και την κοπή του νομίσματος, είναι προφανής. Το τέμενος που κτίσθηκε στην Ολβία αποτελούσε τον βασικό λατρευτικό χώρο του κοινού των Ολβιοπολιτών, η παρουσία του οποίου εξασφάλιζε κατά τα φαινόμενα την ομόνοια και την ειρήνη στους μετανάστες. Ταυτόχρονα, τους υπενθύμιζε την κοινή, ελληνική καταγωγή στην ξένη γη, διατηρώντας έντονο και σε ενάργεια το αίσθημα της διαφορετικότητας από τους γηγενείς, μη Έλληνες, με τους οποίους έρχονταν σε επικοινωνία καθημερινά.
Εκτός αυτών των στοιχείων για την απόδειξη της εκ των θεμελίων αστικοποίησης του οικισμού της Ολβίας, η οποία εξ αρχής είχε τον χαρακτήρα πόλεως, θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω άλλη μία ένδειξη, εντελώς πρόσφατη και πάρα πολύ σημαντική για το γενικότερο θέμα του ελληνικού αποικισμού και της πρώιμης εγκατάστασης των Ελλήνων στην Παρευξείνια περιφέρεια, αλλά και για το γεγονός ότι έρχεται εκ νέου να ανατρέψει την καθεστηκυία άποψη στο πρόβλημα της σχέσης Ολβίας και οικισμού στο Berezan, σχέσης δηλαδή «εμπορίου-πόλης». Πρόκειται για την ανακάλυψη ενός νέου λάκκου -υπόγειου σκάμματος 2,7 x 3.1 μ. και βάθους 2,10-2,15 μ. (βλ. εμβριθέστερα)- στον οποίον βρέθηκαν ίχνη οργανωμένου εργαστηρίου κεραμικής. Η χρονολόγηση του εργαστηρίου, σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ξεκινά στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. -δηλαδή σχεδόν αμέσως μετά την ίδρυση του ίδιου του οικισμού- και καταλήγει γύρω στη δεκαετία του 540 π.Χ. (Bouyskikh A. V., 2005β: 183-186). Η σπουδαιότητα της ανακάλυψης του εν λόγω εργαστηρίου έγκειται στο γεγονός ότι για πρώτη φορά στα χρονικά των αρχαιολογικών ερευνών στον οικισμό της Ολβίας έρχεται στην επιφάνεια ένα αρχαϊκό κεραμοποιείο, τόσο πρώιμο, όσο και η ίδρυση της πόλης. Μέχρι τώρα, παρόμοια εργαστήρια κεραμοποιίας και μεταλλουργίας της ίδιας και μεταγενέστερης εποχής στην περιοχή αυτή ήταν γνωστά μόνο στον οικισμό του Berezan (Nazarov V. V., Kouzmistchev A. G., 2005: 178-180, Kroutilov V. V., 2005: 180-182).
Ορισμένοι μελετητές, στην προσπάθειά τους να χρονολογήσουν το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η προσαρμογή των μεταναστών, θεωρούν ως ορόσημο όχι το 590-580 π.Χ. (όπως αναφέρθηκε ανωτέρω), αλλά εκείνη τη χρονική στιγμή, κατά την οποία στις ιδρυθείσες ελληνικές αποικίες του Βορείου Ευξείνου Πόντου πραγματοποιείται η μετάβαση από τις υπόγειες η ημι-υπόγειες κατοικίες στις επίγειες (για παράδειγμα, Kryzhytskyy S. D., Krapivina V. V., Lejpunskaja N. A., Nazarov V. V., 2003: 428-430). Σύμφωνα με την αρχαιολογική έρευνα, τα πρώτα δείγματα της μετάβασης αυτής αρχίζουν να γίνονται εμφανή από το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. (Zinko V. N., 2004: 17). Το πρόβλημα που σχετίζεται με την οικιστική των αρχαίων Ελλήνων αποίκων στην περιοχή αυτή είναι πολύ ενδιαφέρον και εξακολουθεί να απασχολεί έντονα τους ερευνητές. Επειδή, όμως, στην παραπάνω άποψη για τη χρονολόγηση των πρώτων υπέργειων οικιών και κτισμάτων και, ως εκ τούτου, για τη χρονολόγηση της προσαρμοστικής περιόδου των μεταναστών υπάρχουν τρωτά σημεία, δεν είναι δυνατόν να γίνεται αυτή προς το παρόν ευρύτερα αποδεκτή. Ένα από τα σημεία αυτά είναι το γεγονός ότι πρόσφατα σε ορισμένους ελληνικούς οικισμούς έχουν ανακαλυφθεί κτίσματα, τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. (Petropoulos E. Κ., 2003: 62-65, 2005: 37-41 με βιβλιογραφία της προβληματικής), δηλαδή σε μία χρονική στιγμή που προηγείται αρκετά από το τελευταίο τέταρτο του ιδίου αιώνα.
Για την πληρέστερη εικόνα του προβλήματος που έχει να κάνει με τις υπόγειες η ημι-υπόγειες κατασκευές και τον προορισμό τους, θα ήταν χρήσιμο να προβεί κάποιος σε έναν συσχετισμό με τα πορίσματα των πρόσφατων αρχαιολογικών ερευνών στη θέση Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα, η παλαιότερη και σύγχρονη αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως ορισμένους ημιυπόγειους, συνήθως κυψελόμορφους και σπανιότερα ορθογώνιους χώρους, οι οποίοι είναι λαξευμένοι μέσα στο κιτρινωπό, αργιλώδες και σκληρό φυσικό έδαφος (Τιβέριος Μ., 1995-2000: 304, με παραπομπές σε προγενέστερη βιβλιογραφία, Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2001: 256-258, 2002: 260, 2003: 192 κ.ε.). Ορισμένα από τα ημιυπόγεια αυτά αποτελούνται από δύο χώρους που επικοινωνούν μεταξύ τους με μικρό άνοιγμα (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 1999: 170-171, με παραπομπές σε προγενέστερες εργασίες τους). Η ανωδομή τους συνεχιζόταν πιθανόν πάνω από την επιφάνεια του εδάφους με λίθους και πλίνθους. Μέσα σ' αυτούς τους χώρους βρέθηκαν ίχνη από πήλινες εστίες και αποθηκευτικά αγγεία, μαγειρικά σκεύη κ.ά. (Τιβέριος Μ., 1995-2000: 304-305).
Ο καθηγητής Τιβέριος προβαίνει σε έναν παραλληλισμό των κτισμάτων αυτών με εκείνα που βρέθηκαν σε μεταγενέστερα χρόνια και είναι γνωστά ως κατοικίες των Σλάβων. Αυτά τα κτίσματα είναι γνωστά από τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου ως «κάσαι» (Τιβέριος M., Μανακίδου, Τσιαφάκη Δ., 1998: 225), οι οποίες ήταν ημιυπόγειες καλύβες κατασκευασμένες από ξύλο και χώμα. Η μαρτυρία ότι πρόκειται για κατοικίες, οδηγεί τον Καθηγητή στη σκέψη ότι με τον τρόπο αυτό επαληθεύονται ορισμένες αρχαίες γραπτές αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες οι αρχαίοι Φρύγες κατοικούσαν κάτω από τη γη, ενώ είναι βεβαιωμένο ότι οι Φρύγες ζούσαν στον χώρο της Μακεδονίας ακόμη και κατά τον 5ο αι. π.Χ. (Τιβέριος Μ., 1995-2000: 305. Για τις πολιτισμικές επαφές μεταξύ Θρακών και Φρυγών κατά τον 8ο ως τον 6ο αι. π.Χ.: Vassileva M., 1997: 193-198). Από ορισμένα εισηγμένα κεραμικά αγγεία που ήλθαν στο φως στον αρχαιολογικό χώρο στο Καραμπουρνάκι, φαίνεται ότι η παρουσία των Φρυγών αποδεικνύεται εδώ και αρχαιολογικά (Τιβέριος Μ., 1995-2000: 309-311). Από άλλες αρχαίες γραπτές πηγές μαθαίνουμε ότι ανάλογες κατοικίες υπήρχαν στον χώρο της Μακεδονίας και ονομάζονταν «ἀργίλλαι» (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2000: 212). Με την ίδια ονομασία, ως γνωστόν, χαρακτηρίζοντο από τον Στράβωνα και οι υπόγειες κατοικίες των Κιμμερίων (V, 4, 5: «ἀργίλλαι»).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά αρχαιολογικά δεδομένα, τα ημιυπόγεια σπίτια στο Καραμπουρνάκι προηγούνται χρονολογικά των υπεργείων οικιών. Βεβαίως, δεν αποκλείεται σε ορισμένες περιπτώσεις να υπήρχε και ταυτόχρονη χρήση τους ή ακόμη κάποιοι από τους ημιυπόγειους χώρους να ξαναχρησιμοποιήθηκαν και από τους ενοίκους των «λίθινων» οικιών (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2002: 263). Από τις παρατηρήσεις των αρχαιολόγων γίνεται φανερό ότι ο χρόνος χρήσης και των δύο αυτών κατασκευαστικών ομάδων πρέπει να εμπίπτει στον 7ο και 6ο αι. π.Χ. (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2000: 212), χρονολογία η οποία συμπίπτει με την αποικιακή δράση των Ελλήνων από την Ιωνία. Η πρόσφατη αρχαιολογική έρευνα έδειξε ότι η φάση με τους παλαιότερους λίθινους τοίχους πρέπει να χρονολογηθεί μετά τα τέλη του 8ου αι. π.Χ. (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2002: 263). Δηλαδή εν ολίγοις, θα μπορούσε κάποιος να διαπιστώσει ότι στα παράλια του Θερμαϊκού παρουσιάζεται η ίδια ακριβώς εικόνα με αυτήν που είναι σήμερα γνωστή σε εμάς από τα αρχαιολογικά δεδομένα των ελληνικών εγκαταστάσεων του Βορείου Ευξείνου Πόντου από τα μέσα του 7ου αι. έως το 530 π.Χ. περίπου και περιγράφηκε εν συντομία πιο πάνω.
Εντύπωση προκαλεί το αρχαίο υλικό που αποκαλύφθηκε στην ημιυπόγεια κατασκευή της τομής «27-79δ» στο Καραμπουρνάκι, διότι οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στον οικισμό λειτουργούσε ένα κεραμικό εργαστήριο (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2003: 192, 195). Το εργαστήριο αυτό, όπως δείχνουν τα πράγματα, ευθυνόταν για την κατασκευή της επωνομαζομένης «ιωνίζουσας ωοκέλυφης κεραμικής», σύμφωνα με την ορολογία των αρχαιολόγων (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2001: 257). Παρόμοια κεραμική έχει βρεθεί ως γνωστόν σε πολλούς γειτονικούς οικισμούς στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου (αυτόθι: 258). Η γενική διαπίστωση των αρχαιολόγων σχετικά με τον χαρακτήρα του οικισμού στη θέση Καραμπουρνάκι της Θεσσαλονίκης είναι ότι «τα εισαγμένα αγγεία, είτε πρόκειται για αποθηκευτικά-χρηστικά είτε για σκεύη "πολυτελείας", μαρτυρούν με τον καλύτερο τρόπο τις έντονες εμπορικές σχέσεις του οικισμού με πολλές περιοχές του αρχαίου ελληνικού κόσμου, γεγονός που ενισχύει τις υποψίες μας ότι έχουμε να κάνουμε εδώ με ένα σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο» (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2000: 211, 2001: 259, 2003: 196). Η ανεύρεση στον χώρο αυτό ενός τριφυλλόσχημου στομίου μίας αρχαϊκής φοινικικής οινοχόης, θα μπορούσε να φανερώνει εμπορικές και πολιτιστικές επαφές των κατοίκων του οικισμού αυτού και με μη ελληνικά κέντρα της Μεσογειακής λεκάνης (Τιβέριος M., 1999: 1175 κ.ε., Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2001: 262, εικ. 8, 2002: 263, 2003: 196). Χωρίς αμφιβολία, φαίνεται πως κατά τους αρχαϊκούς χρόνους το λιμάνι αυτό ήταν το σημαντικότερο στον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, από όπου κεραμική «πολυτελείας» και άλλα προϊόντα που κατέφθαναν εδώ από όλα τα μεγάλα κέντρα του αρχαίου ελληνικού κόσμου καθώς και από την Ανατολή, προωθούνταν προς την ενδοχώρα (Τιβέριος M., Μανακίδου E., Τσιαφάκη Δ., 2002: 263).
Από τις παρατηρήσεις αυτές προκύπτει αβίαστα το πολύ ουσιώδες συμπέρασμα ότι τελικά οι Έλληνες της Ανατολικής Ελλάδας και ειδικότερα οι Ίωνες, που πριν μεταναστεύσουν στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο και αρχίσουν να ιδρύουν εδώ τις αποικίες τους από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ. διατηρούσαν, όπως προαναφέρθηκε, επαφές ή ίσως και εγκαταστάσεις στην Κεντρική Μακεδονία από τις απαρχές του 7ου αι. π.Χ. ή από τα τέλη ακόμη του 8ου αι. π.Χ., πρέπει να ήταν ήδη εξοικειωμένοι με τις ημιυπόγειες ή υπόγειες κατασκευές, οι οποίες μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως κατοικίες. Η προσφυγή σε τέτοιες λύσεις για προσωρινή ή έκτακτη εγκατάσταση φαίνεται πως ήταν στο έθος των αρχαίων Ελλήνων αποικιστών σε μέρη που είχαν ψυχρότερο κλίμα από αυτό του οικείου περιβάλλοντος, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τη διαβίωσή τους κατά την πρώτη περίοδο της παρουσίας τους στη νέα γη. Όμως, όπως διαπιστώσαμε, και στην περιοχή του Θερμαϊκού αλλά και στον Βόρειο Εύξεινο Πόντο, οι ημιυπόγειες κατοικίες σε εύθετο χρονικό διάστημα αντικαθίστανται από υπέργειες κατασκευές, δίχως σε ορισμένες περιπτώσεις να παύει η χρήση των πρώτων. Αυτό το συμπέρασμα είναι πλέον σε θέση να ανατρέψει την κρατούσα άποψη ότι οι Έλληνες που μετοίκησαν στον βορρά του Ευξείνου Πόντου είδαν και έμαθαν για πρώτη φορά να χρησιμοποιούν παρόμοιες κατασκευές από τους γηγενείς της περιοχής αυτής (Shramko I. B., 2004: 34, οι αυτόχθονες κάτοικοι της Σκυθίας εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούν παρόμοιες ημι-υπόγειες κατασκευές και αργότερα: Malyukevitch A. Ye., 1995: 32-34). Κατ' επέκταση, το ζήτημα της πρώιμης αποικιακής δραστηριότητας των Ανατολικών Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο τίθεται πια σε μία νέα βάση δεδομένων, ενώ παράλληλα αποκαλύπτεται για άλλη μία φορά η σπουδαιότητα των αρχαιολογικών ερευνών και η συμβολή τους στην κάλυψη του κενού που υπάρχει στην πληροφόρησή μας από τις αρχαίες γραπτές πηγές σχετικά με την αποικιακή πολιτική των αρχαίων.
Συναφές με το αντικείμενο αυτό, αν και ομολογουμένως πολύ μεταγενέστερο παράδειγμα, είναι και η περίπτωση του αποικισμού της Αμερικανικής ηπείρου από Ευρωπαίους μετανάστες κατά τον 17ο αι. Σύμφωνα με υπάρχουσες ενδείξεις, οι Ολλανδοί μετανάστες που έφθασαν και κατοίκησαν στη θέση του σύγχρονου Manhattan «disembarked and stood defenceless before the towering pines. For shelter initially they dug square pits in the ground, lined them with wood, and covered them with bark roofs (a minister who arrived a few years later, when proper houses were being built, sneered at the "hovels and holes" in which the first arrivals "huddled rather than dwelt")» (Shorto R., 2004: 44). Φαίνεται τελικά ότι οι ημι-υπόγειες ή υπόγειες κατοικίες ήταν μία πανανθρώπινη εφεύρεση που διευκόλυνε πρακτικά τη ζωή των πρώτων μεταναστών στη νέα πατρίδα έως ότου αισθανθούν έτοιμοι για να κτίσουν νέες, επίγειες κατοικίες και να μετακομίσουν πλέον σ' αυτές. Κατ' αναλογία, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί σήμερα ότι σύμφωνα με τη μεταμοντέρνα αντίληψη της ιστορίας που προάγει ένα μοντέλο παγκοσμιοποιημένο και σφαιρικό (Horden P., Purcell N., 2000, Purcell N., 2005: 10-25, Morris I., 2005: 3151), τυχόν κοινά σημεία ανάμεσα σε αποικιακές πρακτικές και τεχνικές πριν ακόμη από την εποχή των Φοινίκων και των Ελλήνων, μέχρι φερ' ειπείν τους Ολλανδούς που αναφέραμε ανωτέρω, δεν δικαιολογούνται βάσει μίας απλής αντιγραφής ή απομίμησης. Πρόκειται μάλλον για μία πανανθρώπινη, κοινή αντίληψη της πραγματικότητας να δοθεί μία απλή και εύκολη λύση σε παρόμοιες καταστάσεις, αν και σε πολύ διαφορετικές μεταξύ τους χρονικές συγκυρίες (Malkin I., 2005: 5).
Εδώ ολοκληρώνεται μία μεγάλη ιστορική εκστρατεία των Ελλήνων προς τις ποντικές ακτές που διήρκεσε περισσότερο από 150 χρόνια. Πολλές οι «Σκύλλες» και οι «Χάρυβδες», οι οποίες έπρεπε να αντιμετωπισθούν στο νερό και στη στεριά που απλώνονταν πέρα από τις Συμπληγάδες. Άλλο κλίμα, «δυσχείμερον» και ασύνηθες για τους Μεσόγειους Έλληνες, αν και η σύγχρονη έρευνα δεν είναι απολύτως σίγουρη περί αυτού[4]. Νέοι γείτονες, πολλές φορές μη δεκτικοί, και νέες προκλήσεις. Όμως παρ' όλα ταύτα μέχρι σήμερα σε πολλές περιοχές του Ευξείνου Πόντου κατοικούν ελληνικής καταγωγής άνθρωποι, οι οποίοι μάλιστα ομιλούν και τη δική τους ελληνική διάλεκτο.
Συνεχίζοντας με την επίλυση του προβλήματος που αφορά στην πρώιμη παρουσία Ιώνων μεταναστών στη Σκυθία, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε ένα αρχαιολογικό στοιχείο πάρα πολύ σημαντικό και εξαιρετικό για την ευρύτερη ζώνη του παρευξείνιου χώρου, το οποίο ξεφεύγει από το στενό πλαίσιο των κεραμικών αρχαιολογικών τεκμηρίων. Πρόκειται για τους επονομαζόμενους πήλινους διακοσμημένους βωμούς (Melyukova A. I., 1989: 24), η ερμηνεία της προέλευσης των οποίων ποικίλει: κάποιοι θεωρούν ότι κατάγονται από την κρητομυκηναϊκή περίοδο, άλλοι ότι είναι αποτέλεσμα επιρροής ελληνικών δοξασιών και εθίμων, ενώ κάποιοι άλλοι ανακαλύπτουν επιδράσεις από τον πολιτισμό βορείων θρακικών φύλων (Pokrovskaya Ye. F., 1962: 76 κ.ε., Makiewicz T., 1987: 38-64, Bezsonova S. S., 1996: 35-36). Όσον αφορά στη θρακική προέλευση, είναι γνωστό ότι οι θρακικοί βωμοί χρονολογούνται στην ελληνιστική περίοδο (Tchitchikova M., 1975: 190-194) και κατά συνέπεια η εκδοχή αυτή εκπίπτει από τον κατάλογο των πιθανοτήτων. Ένας τέτοιος πήλινος διακοσμημένος επίγειος βωμός ανακαλύφθηκε στην περιοχή του οικισμού Tarasova Gora κοντά στο χωριό Zhabotin της Ουκρανίας και χρονολογείται στο πρώτο μισό του 7ου αι. π.Χ. (Rousyaeva A. S., 1999: 87). Το σχήμα του βωμού ήταν ορθογώνιο και οι διαστάσεις του μεγάλες. Το δάπεδο ήταν κατασκευασμένο από όψιμο πηλό. Πάνω στο δάπεδο αυτό υπήρχε ο διακοσμημένος «βωμός» που έφερε ένα άνοιγμα, μέσα στο οποίο βρέθηκαν τα απομεινάρια ενός ξύλινου πασάλου (Pokrovskaya Ye., 1962: 73-81, Bezsonova S. S., 1996: 25-27). Ορισμένοι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι εδώ θα πρέπει να ήταν η θέση ενός ξοάνου (Rousyaeva A. S., 1999: 96, n. 64).
Η επιμελής, καθαρά ελληνική διακόσμηση του βωμού, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ποσότητα πρώιμης ιωνικής κεραμικής του γνωστού «ανατολίζοντος» ρυθμού που βρέθηκε στον οικισμό Tarasova Gora, η οποία θεωρείται ότι εισήχθη κατά την προαποικιακή περίοδο (Zouev V. Yu., 1993: 43), οδηγούν στο ακόλουθο συμπέρασμα. Ο εν λόγω βωμός κατασκευάσθηκε και ανήκε σε Έλληνες, οι οποίοι έφθασαν σε τούτα τα μέρη με ορισμένους στόχους και επιδιώξεις. Εξίσου σημαντικό και συναφές με αυτό είναι και το πόρισμα ότι γενικότερα στην εξέλιξη ορισμένων παραλλαγών του γνωστού σκυθικού «ζωομορφισμού» ή του στυλ των «άγριων ζώων» στην περιοχή της δασοστέπας, σημαντική υπήρξε η επίδραση της ιωνικής παράδοσης (αυτόθι: 42 κ.ε., Kouzmina Ye. Ye., 1983: 92, με παραπομπές σε προγενέστερη βιβλιογραφία, Bessonova S. S., 1983: 77-120, Ostroverkhov A. S., 1996: 98-101, Treister M. J., 1998: 189-191, ορισμένες παρατηρήσεις στο Malyshev A. A., Ravitch I. G., 2001: 109, Bongard-Levin G. M., Koshelenko G. A., 2004: 58-69). Αυτό γίνεται εμφανές και από τις διάφορες καλλιτεχνικές δημιουργίες στο νησί Berezan και στην αγροτική χώρα της Ολβίας (Rousyaeva A. S., 1999: 96, cf. Son N. A., 1987: 120-122, Ostroverkhov A. S., 1993: 66, Ostroverkhov A. S., Otreshko V. M., 1994: 107-115).
Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό το γεγονός ότι πρόκειται για μια σπουδαία αρχαιολογική ανακάλυψη. Επειδή η χρονολογία που δίνεται από τους αρχαιολόγους είναι σε προαποικιακούς χρόνους, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι ο βωμός χτίσθηκε πριν από τα μέσα του 7ου αι. π.Χ., όταν ακόμη δεν υπήρχε κανένας ελληνικός οικισμός στη βόρεια παραλία του Ευξείνου Πόντου. Συνεπώς, λόγω της κατασκευής του σε προαποικιακά χρόνια ο βωμός θα πρέπει να συμπεριληφθεί μαζί με εκείνα τα αρχαιολογικά ευρήματα που χρονολογούνται στο δεύτερο τέταρτο του 7ου αι. π.Χ. ή ίσως ακόμη και νωρίτερα. Άρα, λοιπόν, υπάρχει ένα ακόμη στοιχείο που διατρανώνει την εξ αρχής διείσδυση των αρχαίων Ελλήνων στη σκυθική δασοστέπα και το ζωηρό ενδιαφέρον τους για τούτα τα μέρη. Αυτό αποτελεί το σπουδαιότερο πόρισμα και το αδιάψευστο τεκμήριο της πρώιμης παρουσίας εδώ των Ελλήνων εξερευνητών -υποψηφίων μεταναστών- και ίσως και εμπόρων, αν και για το δεύτερο δεν μπορούμε να είμαστε απολύτως σίγουροι.
Μπορούμε πλέον να διαπιστώσουμε την πρώιμη παρουσία εδώ μιας ελληνικής ομάδος, η οποία για να τιμήσει και να ευχαριστήσει προφανώς τον θεό ή τους θεούς για τα επιτυχή αποτελέσματα των εξερευνητικών τους περιπετειών, ανεγείρει έναν καθαρά ελληνικού τύπου βωμό για λατρεία και θυσίες. Ίσως η ανέγερση του βωμού αυτού, καθώς και οι συνακόλουθες θρησκευτικές τελετές να αποτελούσαν μέρος της κοινής αποικιακής πολιτικής των Ελλήνων και για τον λόγο αυτό ο βωμός να ήταν πιθανόν αφιερωμένος στον θεό του αποικισμού Απόλλωνα (Καραδημητρίου Α. Κ., 2002: 81-91, Rousyaeva A. S., 2002: 275). Στο συμπέρασμα αυτό μας οδηγεί και η αναφορά του Ηροδότου στο τέταρτο βιβλίο του, στο σημείο που περιγράφει την ευρεία λατρευτική διάδοση της συγκεκριμένης θεότητας σε λαούς πέρα από τα βόρεια η βορειοανατολικά σύνορα της Σκυθίας, στους Υπερβορείους (Ηροδότου IV, 13-16, 32-35). Άλλωστε, ο Απόλλωνας θεωρείται ότι υπήρξε ο θεός που νίκησε και κατέκτησε τον Σκυθικό βορρά, και έτσι οι Έλληνες κατόρθωσαν να συνάψουν ομαλές σχέσεις με τους λαούς της δασοστέπας, αλλά και βορειότερα (Rousyaeva A. S., 1992: 18-20, 48-49, 196 κ.ε., 1999: 92). Με τον τρόπο αυτό κατόρθωναν, πέραν των θρησκευτικών και λατρευτικών τους αναγκών, να γοητεύουν τους ξένους λαούς και να προκαλούν ίσως ακόμη και το ενδιαφέρον τους (Malkin 2002: 165, Polignac de F., 2000: 149 κ.ε.).
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι και στα κατοπινά χρόνια και συγκεκριμένα από τον 6ο αι. π.Χ. σε οικισμούς της δασοστέπας, όπως για παράδειγμα στον οικισμό του Belsk (κοντά στο σημερινό Κίεβο), ανακαλύπτονται ελληνικοί βωμοί και ιερά, πλησίον των οποίων υπάρχουν αποθεματικοί λάκκοι με ανδρικά, γυναικεία και ζωόμορφα ειδώλια, τα οποία αναπαριστούν γνωστές ελληνικές θεότητες, όπως ο γενειοφόρος Διόνυσος, ο Ερμής κ.α. (Shramko B. A., 1987: 128-137: 1996: 67-87, Melyukova A. I., 1989: 75). Για την παρουσία ιερών και βωμών, καθώς και ελληνικών θρησκευτικών τελετών στον οικισμό του Belsk, υπάρχει και η μαρτυρία του Ηροδότου (IV, 108). Η μαρτυρία αυτή σήμερα φαίνεται ότι επαληθεύεται από τα πορίσματα της αρχαιολογικής έρευνας των τελευταίων χρόνων στους οικισμούς της σκυθικής δασοστέπας (Murzin V. Yu., 2005: 36-37).
Κάτι ανάλογο με βωμό ή ιερό βρέθηκε και στην περιοχή της Χαλκιδικής. Χρονολογείται γύρω στον 12ο αι. π.Χ. και αποτελεί αδιάψευστη μαρτυρία της πρώιμης παρουσίας εδώ των Ελλήνων της Νοτίου Ελλάδος. Η ανακάλυψή του έγινε πριν από λίγα χρόνια, στην παραθαλάσσια περιοχή που έχει το όνομα Ποσείδι κοντά στη Μένδη της Χαλκιδικής. Στο φως της ημέρας ήλθαν τα ερείπια ενός σημαντικού ιερού, το οποίο, σύμφωνα με τις σχετικές αναθηματικές επιγραφές, ήταν αφιερωμένο στον Ολύμπιο θεό Ποσειδώνα (Βοκοτοπούλου Ι., 1989: 416-417, 1990α: 402-403, 1991: 309-310, 1992: 443-446, 1993β: 401-402, 1994: 269-270, Moschonissioti S., 1998: 260-261, Γραμμένος Δ. Β., 2004: 79, εικόνα στην σελίδα 71. Σχετικά με άλλα ιερά στον Θερμαίο κόλπο Σουέρεφ Κ., 2000: 49-62). Από την ανασκαφική δραστηριότητα που διεξήχθη στο ακρωτήριο αυτό υπό την επίβλεψη της Ι. Βοκοτοπούλου, κατέστη φανερό ότι η αρχή της λατρευτικής του λειτουργίας ανάγεται στην Υστερομυκηναϊκή Εποχή και εξακολουθεί δίχως διακοπή μέχρι τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους (Βοκοτοπούλου Ι., 1990,: 125). Υπάρχει μόνο ένα ασαφές χρονολογικό κενό κάπου στον 9ο αι. π.Χ. Η έρευνα έδειξε ότι τα λείψανα ενός μεγάλου βωμού από στάχτες χρονολογικά ανάγονται στον 12ο αι. π.Χ. Το πρώτο, μεγάλων διαστάσεων, λατρευτικό κτίριο στον χώρο ανεγείρεται γύρω στον 10ο αι. π.Χ. και σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά στοιχεία είναι το παλαιότερο σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο (Moschonissioti S., 1998: 265 κ.ε.). Η κεραμική, τροχήλατη και χειροποίητη, που ανακαλύφθηκε στο ιερό του Ποσειδώνος, χρονολογείται στους υστερομυκηναϊκούς και υπομυκηναϊκούς χρόνους και βρίσκεται σε άμεση σχέση με αντίστοιχη κεραμική από το Λευκαντί, την Τορώνη και την Τούμπα της Θεσσαλονίκης (αυτόθι: 267).
Το συμπέρασμα που συνάγεται από την παρουσία του βωμού που βρέθηκε στο ακρωτήριο Ποσείδι της Χαλκιδικής είναι η αναμφισβήτητη και απαγκιστρωμένη από μεροληψίες -και όχι βασισμένη αποκλειστικά σε κεραμική και άλλα επείσακτα μυκηναϊκά αντικείμενα- υπόθεση για μια τόσο πρώιμη παρουσία και εγκατάσταση των Ελλήνων στα μέρη αυτά (Τιβέριος M., προσεχώς)[5]. Αυτό τελικά αποδεικνύει περίτρανα ότι η υστερομυκηναϊκή και πρωτογεωμετρική κεραμική που βρέθηκε εδώ μεταφέρθηκε από τους ίδιους τους κατασκευαστές και όχι από διαφόρους μεσάζοντες, προερχομένους από τις ανατολικές ακτές της Μεσογείου όπως παρουσιάζεται στην έρευνα τελευταία από κάποιους μελετητές, δίχως βεβαίως αυτό να αποκλείει την αποδεδειγμένη πλέον παρουσία τους στο Αιγαίο. Ίσως έτσι να έχουμε τελικά μία μαρτυρία της γενικότερης αποικιακής πολιτικής των Ελλήνων, την οποία θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψιν και να αναζητήσουμε και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου όπου αναπτύχθηκε ελληνική αποικιακή δραστηριότητα.
Κατά συνέπεια η παρουσία των Ελλήνων (όχι απαραίτητα αποικιστών ή εμπόρων, αλλά ίσως αρχικά εξερευνητών) και στη βόρεια παραλία της Μαύρης θάλασσας μπορεί πλέον να θεωρείται επίσης αναμφισβήτητη για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Προφανώς, ήδη κατά τον 8ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, οι Έλληνες ήταν σε θέση να πλέουν στα νερά του Πόντου -αν και δίχως επαρκή ακόμη αρχαιολογική τεκμηρίωση- αποκτώντας έτσι τη δυνατότητα πρόσβασης σε οικισμούς Παρευξείνιων αυτοχθόνων λαών και άμεσης κοινωνίας και επικοινωνίας με αυτούς (Lordkipanizde Ο. D., 2003: 1315, Gabelia A N., 2003: 1218, Fol A., 1998: 10). Πρόκειται μάλλον για τη λεγομένη «πρωτο-αποικιακή» περίοδο ('proto-colonization', Malkin I., 1998α: 6, 1998β: 13-14). Με τον τρόπο αυτό συμπλήρωναν τις γνώσεις τους για τη δημογραφία, τη γεωγραφία και τη λαογραφία των Παρευξεινίων λαών (Rousyaeva A. S., 1999: 87). Στους λαούς αυτούς δώριζαν ή ίσως αντάλλασσαν με δικά τους τα διάφορα αντικείμενα που βρέθηκαν σε γηγενείς οικισμούς και τάφους (μία από τις πιο σημαντικές μορφές ανταλλαγής: Crielaard J.-P., 2000: 57-58, d'Agostino B., Soteriou A., 1998: 365). Λογικά, λοιπόν, μπορεί κάποιος να συμπεράνει ότι με τη χρήση παρόμοιων τεχνασμάτων, οι ενδιαφερόμενοι ξεπερνούσαν το γλωσσικό εμπόδιο, μιας και οι Παρευξείνιες γλώσσες ήταν ακόμη άγνωστες στους αρχαίους Έλληνες και αντιστρόφως, η ελληνική γλώσσα άγνωστη στους Παρευξείνιους λαούς. Η μόνιμη παρουσία του θεού, η οποία εξασφαλιζόταν με την ίδρυση του ιερού προς τιμήν του, προσέδιδε μεγαλύτερη βαρύτητα στις σχέσεις μεταξύ των δύο λαών.
Ένα άλλο ιερό, πάλι από την περιοχή της Χαλκιδικής, ανακαλύφθηκε κατά τις ανασκαφικές δραστηριότητες στην αρχαία θέση της Σάνης. Οι ανασκαφές που διεξήγε η Ιουλία Βοκοτοπούλου έδωσαν πολύ σπουδαία αποτελέσματα, τα οποία μάλιστα σχετίζονται άμεσα με την προβληματική που εξετάζεται στο παρόν κείμενο για τον ρόλο των ιερών στον προς αποίκιση χώρο και τη μεταξύ αποίκων και γηγενών επικοινωνία. Από τις εκτιμήσεις της ανασκαφέως μαθαίνουμε ότι το υπαίθριο ιερό που υπήρχε εδώ ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, αφιερωμένο στη θεά Αρτέμιδα, της οποίας η λατρεία ήταν κοινή και στην Ιωνία. Εντύπωση και ενδιαφέρον προκαλεί η έντονη παρουσία ιωνικών αγγείων στην πρώιμη φάση του ιερού, υποδηλώνοντας κάποια ιδιαίτερη σχέση με τα Ιώνια παράλια. Η Ι. Βοκοτοπούλου υπέθεσε την παρουσία ενός εμπορίου στον χώρο αυτό κατά τον 7ο αι. π.Χ. Σκοπός του εμπορίου φαίνεται πως ήταν η διευκόλυνση των συναλλαγών με τους παράλιους οικισμούς του Θερμαϊκού κόλπου και της Χαλκιδικής, αλλά και με τους γηγενείς κατοίκους της ευρύτερης περιοχής (Βοκοτοπούλου Ι., 1993α: 185-186). Ίσως τον ίδιο σκοπό να εξυπηρετούσε και το ιερό, λείψανα του οποίου έχουν έρθει στο φως από τις ανασκαφές στον χώρο της αρχαίας Οισύμης. Σύμφωνα με τη χρονολόγηση των αρχαιολόγων, το ιερό πρέπει να κτίσθηκε στα τέλη του 7ου αι. π.Χ. (Κουκούλη-Χρυσανθάκη Χ., 1993: 687).
Σε επίρρωση της σοβαρότητας και σπουδαιότητας, την οποία ενέχει η παρουσία των προαποικιακών ιερών-βωμών στο φαινόμενο του αποικισμού κατά την πρώιμη φάση του, και μάλιστα ειδικότερα στον τρόπο, με τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες μετανάστες προσέγγιζαν διάφορους λαούς, αγνώστους ακόμη στους ίδιους, με σκοπό κατά βάση την εμπορία και τη συναλλαγή διαφόρων προϊόντων και πιθανόν στο μέλλον την ίδρυση ενός οικισμού τους, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε άλλο ένα παρεμφερές αρχαιολογικό τεκμήριο, αυτή τη φορά από την ενδοχώρα της Θράκης. Πριν από ορισμένα χρόνια, στα πλαίσια του Symposium «Thracia Pontica III», έγινε μία ανακοίνωση σχετικά με τις ανασκαφές στη θέση «Kostantin Tchesma» του οικισμού Debelt, κοντά στο σημερινό Burgas της Παρευξείνιας Βουλγαρικής ακτής. Σε ένα από τα τρία σημεία του υπό ανασκαφή ιερού, βρέθηκε άφθονη αρχαϊκή ελληνική κεραμική, κυρίως χιακοί και ιωνικοί αμφορείς, ξεκινώντας από το δεύτερο μισό του 7ου αι. π.Χ. (Balabanov P., 1986: 228-229). Η κεραμική ανακαλύφθηκε σε λάκκους με τελετουργικό χαρακτήρα. Εδώ ανακαλύφθηκε και ένα μικρών διαστάσεων επίγειο κυλινδρικό κτίσμα. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για έναν αρχαϊκό βωμό (αυτόθι: 224-225). Η λειτουργία του αρχαϊκού ιερού παύει στα τέλη του 6ου αι., γεγονός που ίσως να σχετίζεται με την εκστρατεία του Δαρείου στη Σκυθία. Το εν λόγω ιερό ανήκε μάλλον στους Θράκες που κατοικούσαν στην ευρύτερη περιοχή, αν και υπάρχουν ίχνη ποικίλων θρησκευτικών τελετών με διαφορετική μεταξύ τους εθνολογική υπόσταση. Οι Έλληνες από την πρώτη κιόλας στιγμή της λειτουργίας του αντελήφθησαν τη σπουδαιότητα της περιοχής της Δεβελτού, μιας και στο λιμάνι του Burgas εκβάλουν πολλοί μεγάλοι ποταμοί της Θράκης (για τον σπουδαίο ρόλο των ποταμών, βλ. Bouzek J., 1994: 43, Boardman J., 1998: 203). Έτσι, είχαν την ευκαιρία να ανταλλάξουν τα προϊόντα τους με αυτά των Θρακών, η κοινωνία των οποίων φαίνεται ότι ήταν αρκετά ανεπτυγμένη για τέτοιου είδους δραστηριότητα, σε αντίθεση με αυτή της σκυθικής στέπας και ίσως και της δασοστέπας (Porozhanov Κ., 2002: 377-389, Nedev D., Panayotova Κ., 2003: 100-101, 116117 με παραπομπές σε σχετική βιβλιογραφία).
Κοντά στο ιερό βρέθηκε και ένας μεγάλος αποθηκευτικός χώρος με αμφορείς και άλλη κεραμική. Μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι πλησίον του ιερού λειτουργούσε και ένα σημαντικό εμπορικό κέντρο, το οποίο διευκόλυνε τις συναλλαγές μεταξύ Ελλήνων και Θρακών (Balabanov P., 1986: 226-227). Ίσως ένας από τους λόγους που στα κατοπινά χρόνια (γύρω στο 610 π.Χ.) οι Μιλήσιοι έκτισαν εκεί κοντά την Απολλωνία Ποντική, ήταν ακριβώς η παρουσία ενός τόσο σημαντικού χώρου, ο οποίος προσέφερε τεράστιες δυνατότητες επικοινωνίας με την πλούσια ενδοχώρα της Θρακικής γης (de Boer J., 1994: 93-94, Nedev D., Panayotova Κ., 2003: 100-101, 116-117). Αυτό το γεγονός αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι ο ελληνικός αποικισμός πρέπει να αντιμετωπίζεται και να μελετάται μέσα από το σύνθετο πρίσμα των αμφίδρομων πολιτικών, πολιτιστικών, οικονομικών και άλλων επαφών ανάμεσα στους μετανάστες και σε γηγενείς λαούς (Iessen A. A., 1947, Malkin I., 2002: 152-159, Skele M., 2002: 1, 24, 30, 33, 45).
Ένα άλλο ελληνικό ιερό ή βωμός, αφιερωμένος στη θεά Ήρα, φαίνεται πως είχε κτισθεί στην Graviska, στην Tarquinia της Ιταλίας (Torelli M., 1971: 55-60, 1986: 46-48, Tronchetti C., 1988: 66). Στον χώρο αυτό βρέθηκε πρόσφατα από τους αρχαιολόγους ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών αποθηκευμένων αμφορέων (Scheibler I., 1992: 196-197). Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους μελετητές, ένα παρόμοιο ιερό είχε κτισθεί στη Θέρμη της Θεσσαλονίκης κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής εποχής. Το ιερό αυτό εξασφάλιζε την ειρηνική συμβίωση ανάμεσα στους Έλληνες και τους Θράκες της περιοχής (Tiverios M., 1990: 79-80). «On peut donc se demander si la naissance des sanctuaires en certains de ces lieux ne résulta pas de la formalisation, lors de la fondation d'une cité à proximité, de pratiques indécelables de prises de contacts temporaires entre navigateurs grecs et populations autochtones sous la protection de la divinité, le même lieu de culte assumant ainsi, du fait de l'ambivalence de la divinité, un rôle primordial simultanément ou successivement dans les échanges et dans la prise de possession territoriale» (de Polignac F., 1998: 28).
Το φαινόμενο αυτό, βεβαίως, είναι γενικότερο: «La colonizzazione greca non è un' entità riducibile ad unum, cosi come differenti sono le 'risposte' degli autoctoni ed i modelli di esperienza civile che essi realizzarono sul continente italico» (Greco E., 2002: 207, Bonfante L., 2002: 44-46). Ο αρχαιολόγος Peter van Dommelen, μελετώντας τον αποικισμό και τις τοπικές εθνότητες στη Σαρδηνία, κατέληξε στο γενικό συμπέρασμα ότι «the Sardinian case study underscores the complexity of colonial situations in much the same way as theoretical considerations and ethnographic observations have undercut the colonial divide as an absolute opposition. They effectively undermine conventional dualist representations of colonialism» (van Dommelen P., 2002: 141). O Irad Malkin πιστεύει ότι το θεωρητικό μοντέλο του «Middle Ground» (διατυπωμένο από τον Richard White) είναι προτιμότερο και μπορεί ικανώς να εφαρμοσθεί κατά τη μελέτη του πρώιμου ελληνικού αποικισμού (Malkin I., 2002: 151 κ.ε.).
Ένα άλλο εξίσου χαρακτηριστικό παράδειγμα της μεγάλης σημασίας που είχε η παρουσία ενός βωμού ή ιερού λίγο πριν από την εμφάνιση του μόνιμου οικισμού, είναι και η περίπτωση της Ποσειδωνίας (σύγχρονη Paestum), στη Δυτική Ιταλική ακτή, κοντά στον αρχαίο οικισμό της Κύμης, στον κόλπο του Salerno (αρκετές λεπτομέρειες σχετικά στο Pugliese Carratelli G., 1996: 148-149). Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα ιερό, αφιερωμένο στη θεά Ήρα, δηλαδή για ένα Ηραίο, το οποίο ήταν κτισμένο στην εκβολή του ποταμού Sele (κατά την αρχαιότητα «Σίλαρος»). Ως γνωστόν, η ίδρυση του οικισμού της Ποσειδωνίας στην περιοχή αυτή χρονολογείται στο 600 π.Χ. περίπου, από Έλληνες της Συβάρεως (Greco E., 2001: 103, Skele M., 2002: 1, 28). Οι αρχαιολογικές έρευνες που διεξήχθησαν στη θέση του αρχαίου ιερού, αλλά και σε ένα άλλο, σύγχρονο με το προηγούμενο, ιερό στην περιοχή Fonte di Roccadaspide, επίσης αφιερωμένο στην Ήρα, έφεραν στο φως αρκετά πρώιμα κεραμικά ευρήματα, μεταξύ των οποίων και ένα υπομυκηναϊκό όστρακο (Skele M., 2002: 20). Από την ανάλυση της κεραμικής, κατέστη φανερό ότι η λειτουργία των ιερών προηγείται της άφιξης των Συβαριτών αποικιστών στην περιοχή του κόλπου του Salerno κατά 30 περίπου χρόνια (όπ. πρ.: 23-24, 32). Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι το μεν πρώτο Ηραίο βρισκόταν στην εκβολή του ποταμού και κάπου 7 χμ μακριά από τη θέση του κατοπινού οικισμού της Ποσειδωνίας, το δε Ηραίο στη θέση Fonte di Roccadaspide ήταν κτισμένο μέσα στην ενδοχώρα της πεδιάδας του ποταμού Sele (Skele M., 2002: 84). Τα δύο αυτά ιερά είχαν παίξει τον σπουδαιότερο ρόλο στις εμπορικές συναλλαγές πριν από την εμφάνιση του ελληνικού οικισμού εδώ, μεταξύ των Ελλήνων, μάλλον Συβαριτών, και Ετρούσκων, οι οποίοι κατοικούσαν στην πεδιάδα του ποταμού και στο Pontecagnano. «The deltaic Plain was a meeting place for a variety of peoples, especially considering the increasing role of trade during the period under discussion, and its position at the end of a mountain pass giving access to maritime trade routes to East» (αυτόθι: 17).
Γίνεται λόγος και για παρουσία ενός πρώιμου εμπορίου (trading post) στην περιοχή, βάσει των υπαρχουσών αρχαιολογικών ενδείξεων (αυτόθι: 18-19). Όταν οι Συβαρίτες πείσθηκαν για τη σπουδαιότητα της τοποθεσίας αυτής και για τις προοπτικές μίας μεγαλύτερης και επίσημης πλέον ελληνικής μόνιμης εγκατάστασης, η οποία θα κατείχε βασικό ρόλο στις εμπορικές σχέσεις με την Ανατολή (κυρίως τη Μίλητο και την Κόρινθο: αυτόθι: 36), έστειλαν εκεί αποίκους. Βέβαια, όπως αναφέρει και ο Skele, «there is little doubt that Sybaris and the famous trade route were important for Poseidonia at the beginning, and were even an important consideration in its foundation, but undoubtedly an equally powerful motivation was simply that life around the Plain of Sybaris was getting crowded, and there was land available at the doorstep of the friendly Etruscans» (όπ. πρ.: 37). Η διαπίστωση αυτή δείχνει την πραγματική ουσία του ελληνικού αποικισμού και τον ή τους σκοπούς, τους οποίους αυτός εξυπηρετούσε κατά την αρχαιότητα.
Επιστρέφοντας στον Εύξεινο Πόντο θα ήταν παράλειψη να μην γίνει έστω και μία σύντομη αναφορά σε κάποια ιερά που είχαν άμεση σχέση με την παρουσία των Ελλήνων και τις αποικιακές τους δραστηριότητες στο βορειοδυτικό τμήμα του. Συγκεκριμένα, στον χώρο της Ολβίας και στην ευρύτερη περιοχή του ποταμού Κάτω Μπουγκ (κατά την αρχαιότητα Ύπανις), υπάρχουν ενδείξεις -μέσα στην αρχαία ελληνική γραμματεία αλλά και από τις αρχαιολογικές έρευνες- ότι με την ίδρυση της πόλης αυτής αρχίζει ταυτόχρονα και η λειτουργία ορισμένων αμιγώς ελληνικών ιερών, εντός και εκτός άστεως. Προηγουμένως έγινε αναφορά στο λεγόμενο «Δυτικό» τέμενος της Ολβίας, η ίδρυση του οποίου ανάγεται στο τέλος του πρώτου τετάρτου του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή όταν κτίζεται και το ίδιο το άστυ (Rousyaeva A. S., 1986: 51-52, 1998: 13-17, Kryzhytskyy S. D., Krapivina V. V., Lejpunskaja N. A., Nazarov V. V., 2003: 399, Bouyskikh S. B., 2004: 83, Bouyskikh A. V., 2005α: 33 κ.ε.). Εκτός από το τέμενος στην Ολβία, την ίδια χρονική στιγμή -στο δεύτερο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ.- ιδρύονται και άλλα ιερά εκτός άστεως, όπως το ιερό στην περιοχή Beykoush (Bouyskikh S. B., 2004: 85) και το ιερό στη νήσο Λεύκη, που αν και πανελληνίου εμβελείας, φαίνεται πως είχε ιδρυθεί από τους ίδιους τους Ολβιοπολίτες (Okhotnikov S. B., Ostroverkhov A. S., 1993: 106 κ.ε., Okhotnikov S. B., 1998: 38 κ.ε.). Για την παρουσία άλλων ιερών στην περιοχή αυτή, Bouyskikh S. B., 2004: 83-86).
Αυτό, όπως και κάποια άλλα στοιχεία (για περισσότερες πληροφορίες Petropoulos E. Κ., 2005), φανερώνει και ταυτόχρονα αποδεικνύει για άλλη μία φορά το γεγονός ότι το μεταναστευτικό κίνημα των αρχαίων Ελλήνων τουλάχιστον προς τον Εύξεινο Πόντο δεν ήταν ούτε τυχαίο και αυθόρμητο όπως πίστευαν μέχρι πρότινος οι μελετητές, αλλά ούτε και εστερείτο οργανωτικού σχεδιασμού. Όλες πλέον οι ενδείξεις καταδεικνύουν ότι από τα πρώτα κιόλας χρόνια της εμφάνισης και εγκατάστασής τους στον ευρύτερο Παρευξείνιο χώρο, οι μετανάστες δρούσαν βάσει ενός καλά οργανωμένου και καταρτισμένου σχεδίου.[6] Το πλάνο αυτό κατά πάσα πιθανότητα είχε σχεδιασθεί στη μητρόπολη -ή στις μητροπόλεις- πριν ακόμη ξεκινήσουν οι πρώτες ομάδες των αποδήμων να καταφθάνουν στην περιοχή από την Ιωνία (αυτόθι). Βάσει παρόμοιου σχεδίου θα πρέπει να είχε αρχικά πραγματοποιηθεί και η εγκατάσταση Ελλήνων από διάφορες ελληνικές πόλεις στη Ναύκρατη της Αιγύπτου, γεγονός που εμμέσως πλην σαφώς φανερώνεται από τα τέσσερα τεμένη που υπήρχαν στο οικιστικό της συγκρότημα (Ηροδότου ΙΙ, 178), η παρουσία των οποίων τεκμαίρεται (πλην του τεμένους του Διός) σήμερα και από τα πορίσματα της αρχαιολογικής σκαπάνης στον αρχαιολογικό χώρο (Möller A., 2000: 94-113).
Έπειτα από τα όσα αναφέρθηκαν, είναι εύκολο για κάποιον να αντιληφθεί τη μεγάλη σημασία που έχει η διεξοδική και συγκριτική μελέτη του αποικισμού για την αρχαία ελληνική ιστορία και ειδικότερα για την κατανόηση των κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων στον αρχαίο ελλαδικό χώρο. Ανάμεσα στους μηχανισμούς της μεταναστευτικής πολιτικής η παρουσία των ιερών και των βωμών στον προς αποίκηση χώρο φαίνεται πως υπήρξε καθοριστική και άκρως αναγκαία. Αλλά, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της έρευνας, ακόμη και στις ίδιες τις μητροπόλεις, όπως για παράδειγμα στην Κόρινθο, η ίδρυση περιφερειακών ιερών και βωμών αποτελούσε μέρος της γενικότερης πολιτικής τους, που ως απώτερο στόχο είχε την περαιτέρω επέκταση των συνόρων τους και οικειοποίηση νέων εδαφών που βρίσκονταν πέρα από αυτά (Thomas C. G., Conant C., 1999: 124: «Corinth is an excellent early example of the practice of announcing territorial claims through the construction of a sanctuary»). Όπως δείχνουν τα πράγματα, οι ανασκαφικές έρευνες έχουν πάρα πολλά ακόμη να μας προσφέρουν και ευελπιστούμε να εξακολουθήσουν με αμείωτο ενδιαφέρον στις διάφορες αρχαίες θέσεις τόσο στη Μεσόγειο, όσο και στον Εύξεινο Πόντο.