γαίης Λωτοφάγων, οἵ τ᾽ ἄνθινον εἶδαρ ἔδουσιν.
85 ἔνθα δ᾽ ἐπ᾽ ἠπείρου βῆμεν καὶ ἀφυσσάμεθ᾽ ὕδωρ,
αἶψα δὲ δεῖπνον ἕλοντο θοῇς παρὰ νηυσὶν ἑταῖροι.
αὐτὰρ ἐπεὶ σίτοιό τ᾽ ἐπασσάμεθ᾽ ἠδὲ ποτῆτος,
δὴ τότ᾽ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας
οἵ τινες ἀνέρες εἶεν ἐπὶ χθονὶ σῖτον ἔδοντες,
90 ἄνδρε δύω κρίνας, τρίτατον κήρυχ᾽ ἅμ᾽ ὀπάσσας.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ οἰχόμενοι μίγεν ἀνδράσι Λωτοφάγοισιν·
οὐδ᾽ ἄρα Λωτοφάγοι μήδονθ᾽ ἑτάροισιν ὄλεθρον
ἡμετέροις, ἀλλά σφι δόσαν λωτοῖο πάσασθαι.
τῶν δ᾽ ὅς τις λωτοῖο φάγοι μελιηδέα καρπόν,
95 οὐκέτ᾽ ἀπαγγεῖλαι πάλιν ἤθελεν οὐδὲ νέεσθαι,
ἀλλ᾽ αὐτοῦ βούλοντο μετ᾽ ἀνδράσι Λωτοφάγοισι
λωτὸν ἐρεπτόμενοι μενέμεν νόστου τε λαθέσθαι.
τοὺς μὲν ἐγὼν ἐπὶ νῆας ἄγον κλαίοντας ἀνάγκῃ,
νηυσὶ δ᾽ ἐνὶ γλαφυρῇσιν ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας.
100 αὐτὰρ τοὺς ἄλλους κελόμην ἐρίηρας ἑταίρους
σπερχομένους νηῶν ἐπιβαινέμεν ὠκειάων,
μή πώς τις λωτοῖο φαγὼν νόστοιο λάθηται.
οἱ δ᾽ αἶψ᾽ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῗσι καθῖζον,
ἑξῆς δ᾽ ἑζόμενοι πολιὴν ἅλα τύπτον ἐρετμοῖς.
105 Ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ.
Κυκλώπων δ᾽ ἐς γαῖαν ὑπερφιάλων ἀθεμίστων
ἱκόμεθ᾽, οἵ ῥα θεοῖσι πεποιθότες ἀθανάτοισιν
οὔτε φυτεύουσιν χερσὶν φυτὸν οὔτ᾽ ἀρόωσιν,
ἀλλὰ τά γ᾽ ἄσπαρτα καὶ ἀνήροτα πάντα φύονται,
110 πυροὶ καὶ κριθαὶ ἠδ᾽ ἄμπελοι, αἵ τε φέρουσιν
οἶνον ἐριστάφυλον, καί σφιν Διὸς ὄμβρος ἀέξει.
τοῖσιν δ᾽ οὔτ᾽ ἀγοραὶ βουληφόροι οὔτε θέμιστες,
ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα
ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος
115 παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
Νῆσος ἔπειτα λάχεια παρὲκ λιμένος τετάνυσται
γαίης Κυκλώπων οὔτε σχεδὸν οὔτ᾽ ἀποτηλοῦ,
ὑλήεσσ᾽· ἐν δ᾽ αἶγες ἀπειρέσιαι γεγάασιν
ἄγριαι· οὐ μὲν γὰρ πάτος ἀνθρώπων ἀπερύκει,
120 οὐδέ μιν εἰσοιχνεῦσι κυνηγέται, οἵ τε καθ᾽ ὕλην
ἄλγεα πάσχουσιν κορυφὰς ὀρέων ἐφέποντες.
οὔτ᾽ ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται οὔτ᾽ ἀρότοισιν,
ἀλλ᾽ ἥ γ᾽ ἄσπαρτος καὶ ἀνήροτος ἤματα πάντα
ἀνδρῶν χηρεύει, βόσκει δέ τε μηκάδας αἶγας.
125 οὐ γὰρ Κυκλώπεσσι νέες πάρα μιλτοπάρῃοι,
οὐδ᾽ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν
νῆας ἐϋσσέλμους, αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα
ἄστε᾽ ἐπ᾽ ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι, οἷά τε πολλὰ
ἄνδρες ἐπ᾽ ἀλλήλους νηυσὶν περόωσι θάλασσαν·
130 οἵ κέ σφιν καὶ νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο.
οὐ μὲν γάρ τι κακή γε, φέροι δέ κεν ὥρια πάντα·
ἐν μὲν γὰρ λειμῶνες ἁλὸς πολιοῖο παρ᾽ ὄχθας
ὑδρηλοὶ μαλακοί· μάλα κ᾽ ἄφθιτοι ἄμπελοι εἶεν.
ἐν δ᾽ ἄροσις λείη· μάλα κεν βαθὺ λήϊον αἰεὶ
135 εἰς ὥρας ἀμῷεν, ἐπεὶ μάλα πῖαρ ὑπ᾽ οὖδας.
ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος, ἵν᾽ οὐ χρεὼ πείσματός ἐστιν,
οὔτ᾽ εὐνὰς βαλέειν οὔτε πρυμνήσι᾽ ἀνάψαι,
ἀλλ᾽ ἐπικέλσαντας μεῖναι χρόνον εἰς ὅ κε ναυτέων
θυμὸς ἐποτρύνῃ καὶ ἐπιπνεύσωσιν ἀῆται.
140 αὐτὰρ ἐπὶ κρατὸς λιμένος ῥέει ἀγλαὸν ὕδωρ,
κρήνη ὑπὸ σπείους· περὶ δ᾽ αἴγειροι πεφύασιν.
ἔνθα κατεπλέομεν, καί τις θεὸς ἡγεμόνευε
νύκτα δι᾽ ὀρφναίην, οὐδὲ προὐφαίνετ᾽ ἰδέσθαι·
ἀὴρ γὰρ περὶ νηυσὶ βαθεῖ᾽ ἦν, οὐδὲ σελήνη
145 οὐρανόθεν προὔφαινε, κατείχετο δὲ νεφέεσσιν.
ἔνθ᾽ οὔ τις τὴν νῆσον ἐσέδρακεν ὀφθαλμοῖσιν·
οὐδ᾽ οὖν κύματα μακρὰ κυλινδόμενα προτὶ χέρσον
εἰσίδομεν, πρὶν νῆας ἐϋσσέλμους ἐπικέλσαι.
κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία πάντα,
150 ἐκ δὲ καὶ αὐτοὶ βῆμεν ἐπὶ ῥηγμῖνι θαλάσσης·
ἔνθα δ᾽ ἀποβρίξαντες ἐμείναμεν Ἠῶ δῖαν.
επάνω στο ψαρίσιο πέλαγο· δέκατη μέρα, και τότε μόνο
πιάσαμε στη γη των Λωτοφάγων που τρέφονται με τ᾽ άνθη τους.
Εκεί πατώντας στην ακτή, γυρέψαμε πρώτα νερό, ύστερα
το γεύμα οι σύντροφοί μου ετοίμασαν πλάι στα γρήγορα καράβια.
Κι όταν, τρώγοντας πίνοντας, νιώσαμε χορτασμένοι,
τότε αποφάσισα κι εγώ κάποιοι να προχωρήσουν, για να μάθουν
τι σόι άνθρωποι κατοικούν σ᾽ αυτή τη γη και τρων ψωμί,
90 δυο άνδρες ξεχωρίζοντας και τρίτον έναν κήρυκα για συνοδό τους.
Πήραν αυτοί τον δρόμο γρήγορα κι έσμιξαν με τους Λωτοφάγους.
Κι αν δεν μελέτησαν οι Λωτοφάγοι ν᾽ αφανίσουν τους συντρόφους,
τους δίνουν όμως να γευτούν λωτό·
όποιος κι αν έφαγε λωτό, τον μελιστάλαχτο καρπό,
ξεχνούσε την αποστολή του, δεν ήθελε τον γυρισμό·
κι αυτοί βουλήθηκαν εκεί να μείνουν με τους Λωτοφάγους,
μασώντας τον λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Τότε κι εγώ με το στανιό τούς φέρνω κλαίγοντας πίσω στα πλοία,
μέσα τούς τράβηξα στα βαθουλά καράβια, στα ζυγά τούς έδεσα.
100 Συγχρόνως παραγγέλλω στους άλλους τιμημένους μου συντρόφους
ν᾽ ανέβουν πάραυτα κι αυτοί στα γρήγορα πλεούμενα,
από τον φόβο μήπως κάποιος τους γευτεί λωτό, τον νόστο λησμονώντας.
Κι ανέβηκαν με δίχως καθυστέρηση, με τη σειρά στους πάγκους κάθησαν
και τα κουπιά χτυπούσαν τώρα την αφρισμένη θάλασσα.
Σε λίγο ξανοιχτήκαμε, πιο πέρα πλέοντας με την καρδιά βαριά,
ωσότου φτάσαμε στη γη των αλαζονικών δίχως θεσμούς Κυκλώπων.
Που αφήνοντας την τύχη τους στους αθανάτους,
μήτε φυτεύουν με τα χέρια τους μήτε κι οργώνουν.
Όλα τους βγαίνουν από μόνα τους, δίχως σπορά κι αλέτρι·
110 σιτάρι και κριθάρι, κι ακόμη αμπέλια φορτωμένα
με σταφύλια για κρασί — βρέχει ο Δίας για χάρη τους
κι εκείνα μεγαλώνουν.
Αυτοί δεν ξέρουν και δεν έχουν αγορές, να παίρνουν αποφάσεις
και να βγάζουν νόμους· ζούνε σ᾽ απότομες κορφές,
επάνω σε ψηλά βουνά, μέσα σε θολωτές σπηλιές,
ορίζοντας καθένας μόνος του παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν
φροντίδα για τους άλλους.
Ένα νησί εκεί απλώνεται μπρος σε λιμάνι χαμηλό,
μήτε κοντά μήτε πολύ μακριά απ᾽ των Κυκλώπων
την ακτή, πυκνό σε δάση. Πάνω του ζουν
τα αγριοκάτσικα αναρίθμητα· αφού εκεί πόδι ανθρώπου
δεν πατά να τα σκορπίσει, μήτε και βρίσκουν
120 το νησί οι κυνηγοί που συνηθίζουν μες στα δάση,
με χίλιους κόπους και με βάσανα, να σκαρφαλώνουν τις βουνοκορφές.
Εδώ δεν βλέπεις ποίμνες μήτε χωράφια που τα πέρασε
το αλέτρι· άσπαρτη μένει πάντα η γη, ποτέ κανείς δεν την οργώνει,
λείπουν οι άνθρωποι, μόνο κατσίκια ανήμερα
κυκλοφορούν βελάζοντας.
Αφού οι Κύκλωπες δεν έχουν καν πλεούμενα, βαμμένα κόκκινα
στην πλώρη και στα μάγουλά τους· μήτε τεχνίτες καραβιών υπάρχουν,
να στήνουν τα σκαριά με τις γερές κουβέρτες, για να μπορούν
να φτάσουν ταξιδεύοντας από τη μία πολιτεία στην άλλη,
όπως το συνηθίζουν άλλοι άνθρωποι να σμίγουν μεταξύ τους,
τη θάλασσα σχίζοντας με τα πλοία.
130 Αν είχαν, θα κατόρθωναν να χτίσουν όμορφο νησί.
Κακό δεν είναι — θα μπορούσε να παράγει το κάθε πράγμα
στον καιρό του. Έχει λιβάδια στης γκρίζας θάλασσας τις όχθες,
αφράτα με πολλά νερά —θα φύτρωναν εκεί αμπέλια αθάνατα.
Έχει χωράφια μαλακά — βαθιά σπαρτά θα ψήλωναν που να θερίζονται
στην ώρα τους, αφού το χώμα είναι παχύ.
Έχει λιμάνι φυσικό, φιλόξενο — καμιά ανάγκη να δένεις
παλαμάρια, να κατεβάζεις αγκυρόπετρες, να ρίχνεις τις πρυμάτσες·
μπορείς ν᾽ αράξεις και να μείνεις για καιρό, ωσότου
οι ναυτικοί θελήσουν πάλι το ταξίδι, φυσώντας και το πρίμο αγέρι.
140 Κι ακόμη στου λιμανιού την άκρη, πιο ψηλά, γάργαρο τρέχει
το νερό, πηγή που βγαίνει από τα βάθη μιας σπηλιάς,
κι ολόγυρα φυτρώνουν λεύκες.
Εκεί μας έφεραν τα πλοία. Ένας θεός έγινε οδηγός μας
μέσα στης νύχτας το σκοτάδι, όπου δεν έβλεπες μπροστά σου τίποτε·
πυκνή ομίχλη είχε τυλίξει τα καράβια, άφαντη κι η σελήνη
στον ουρανό, την έκρυβαν τα νέφη.
Έτσι, κανείς δεν είδε με τα μάτια του μπροστά μας το νησί,
δεν βλέπαμε μήτε τα κύματα που μεγαλώνοντας κυλούσαν στο ακρογιάλι·
ωσότου αράξαμε με τα καλά, γερά καράβια μας.
Τα πλοία αράζοντας, τραβάμε τότε κάτω τα πανιά κι ευθύς εμείς
150 πατήσαμε στην άμμο της θαλάσσης.
Εκεί αποκοιμηθήκαμε, προσμένοντας να φέξει η θεία Αυγή.