ΤΡΟΦΟΣ
Αἴγισθον ἡ κρατοῦσα τοῖς ξένοις καλεῖν
735 ὅπως τάχιστ᾽ ἄνωγεν, ὡς σαφέστερον
ἀνὴρ ἀπ᾽ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν
ἐλθὼν πύθηται· τὴν δὲ πρὸς μὲν οἰκέτας
θέτο σκυθρωπόν, ἐντὸς ὀμμάτων γέλων
κεύθουσ᾽ ἐπ᾽ ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς
740 κείνῃ—δόμοις δὲ τοῖσδε παγκάκως ἔχει,
φήμης ὕφ᾽, ἧς ἤγγειλαν οἱ ξένοι τορῶς.
ἦ δὴ κλύων ἐκεῖνος εὐφρανεῖ νόον,
εὖτ᾽ ἂν πύθηται μῦθον. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ·
ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα
745 ἄλγη δύσοιστα τοῖσδ᾽ ἐν Ἀτρέως δόμοις
τυχόντ᾽ ἐμὴν ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα,
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδε πῆμ᾽ ἀνεσχόμην.
τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακά·
φίλον δ᾽ Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν,
750 ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη
καὶ νυκτιπλάγκτων ὀρθίων κελευμάτων
καὶ πολλὰ καὶ μοχθήρ᾽ ἀνωφέλητ᾽ ἐμοὶ
τλάσῃ—τὸ μὴ φρονοῦν γὰρ ὡσπερεὶ βοτὸν
τρέφειν ἀνάγκη, πῶς γὰρ οὔ; τρόπῳ φρενός·
755 οὐ γάρ τι φωνεῖ παῖς ἔτ᾽ ὢν ἐν σπαργάνοις,
εἰ λιμός, ἢ δίψη τις, ἢ λιψουρία
ἔχει· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων.
τούτων πρόμαντις οὖσα, πολλὰ δ᾽, οἴομαι,
ψευσθεῖσα, παιδὸς σπαργάνων φαιδρύντρια—
760 κναφεὺς τροφεύς τε ταὐτὸν εἰχέτην τέλος.
ἐγὼ διπλᾶς δὲ τάσδε χειρωναξίας
ἔχουσ᾽ Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί·
τεθνηκότος δὲ νῦν τάλαινα πεύθομαι.
στείχω δ᾽ ἐπ᾽ ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον
765 οἴκων, θέλων δὲ τόνδε πεύσεται λόγον.
ΧΟ. πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον;
ΤΡ. ἦ πῶς; λέγ᾽ αὖθις, ὡς μάθω σαφέστερον.
ΧΟ. εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ.
ΤΡ. ἄγειν κελεύει δορυφόρους ὀπάονας.
770 ΧΟ. μή νυν σὺ ταῦτ᾽ ἄγγελλε δεσπότου στύγει·
ἀλλ᾽ αὐτὸν ἐλθεῖν, ὡς ἀδειμάντων κλύῃ,
ἄνωχθ᾽ ὅσον τάχιστα, γαθούσῃ φρενί.
ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κυπτὸς ὀρθοῦται λόγος.
ΤΡ. ἀλλ᾽ ἦ φρονεῖς εὖ τοῖσι νῦν ἠγγελμένοις;
775 ΧΟ. ἀλλ᾽ εἰ τροπαίαν Ζεὺς κακῶν θήσει ποτέ;
ΤΡ. καὶ πῶς; Ὀρέστης ἐλπὶς οἴχεται δόμων.
ΧΟ. οὔπω· κακός γε μάντις ἂν γνοίη τάδε.
ΤΡ. τί φῄς; ἔχεις τι τῶν λελεγμένων δίχα;
ΧΟ. ἄγγελλ᾽ ἰοῦσα, πρᾶσσε τἀπεσταλμένα.
780 μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι.
ΤΡ. ἀλλ᾽ εἶμι καὶ σοῖς ταῦτα πείσομαι λόγοις.
γένοιτο δ᾽ ὡς ἄριστα σὺν θεῶν δόσει.
***
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τον Αίγιστο η βασίλισσα πρόσταξε αμέσως
να τρέξω για τους ξένους που ήρθαν να καλέσω
κι άντρας απ᾽ άντρα νά ᾽ρθει ο ίδιος να εξετάσει
πιο καθαρά το νέο το μήνυμα που φέραν.
Και μπρος στους δούλους έκανε τη λυπημένη,
μα μέσα κρύβανε τα μάτια τη χαρά της,
γιατ᾽ όλα στο καλύτερο βγήκαν για κείνη,
740 ενώ τα σπίτια αυτά κακήν του κακού πάνε
με τα σωστά που φέρανε μαντάτα οι ξένοι.
Α, πώς θα ευφράνει βέβαια τη ψυχή του εκείνος
σα μάθει αυτή την είδηση· ω αλίμονό μου,
πόσο οι παλιές και τόσες συμφορές, που ετύχαν
αβάσταγες μες στα παλάτια αυτά του Ατρέα,
μου σπάραζαν τα σωθικά μέσα στα στήθια!
μα άλλη μια τέτοια δε δοκίμασα ως τα τώρα
γιατί με υπομονή τα τράβηξα όλα τ ᾽άλλα·
μα τον Ορέστη μου, την έγνοια της ψυχής μου,
750 π᾽ από μάνας κοιλιά δέχτηκα κι έθρεψά τον —
πόσα ξενύχτια ορθή στο πόδι απ᾽ τις φωνές του
και πόσα βάσανα ανωφέλευτα για μένα
δεν πέρασα! γιατί, σα δεν αιστάνεται, είναι
σαν κουτάβι, που πρέπει με το νου να βρίσκεις
ό,τι χρειάζεται, και μες στα σπάργανά του
το βρέφος δε μιλά για να σου πει αν έχει
ή πείνα ή δίψα ή άλλη προς νερού του ανάγκη,
μα μόνη της δουλεύεται η κοιλιά του βρέφου.
Κι έπρεπε μάντης να ᾽μουνα, μα πάντα βέβαια
γελιόμουν και πολλές φορές κι ανάγκη τότε
760 να ᾽πλυνα τα σκουτιά, η ίδια πλύστρα και βάγια,
και μ᾽ αυτές που είχα πάνω τις διπλές τέχνες
του ανάλαβα του βασιλιά μας τον Ορέστη·
τώρα μαθαίνω η άμοιρη το θάνατό του,
και πάω να ᾽βρω αυτόν πὄχει ρημάξει τούτα
τα σπίτια· αχ, τί χαρά θα κάμει σαν τ᾽ ακούσει.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Και πώς του παραγγέλνει να ᾽ρθει ετοιμασμένος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τί πώς; ξηγήσου πιο καλά, να καταλάβω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Με τη φρουρά του, ή δίχως συνοδειά, μονάχος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Μ᾽ όλους μαζί του τους φρουρούς αρματωμένος.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
770 Λοιπόν αυτό μην του το πεις, αν του ᾽χεις έχθρα,
μα να ᾽ρθει μόνος, μη τυχόν και τον τρομάξεις,
πες του έτσι, όσο πιο γρήγορα, με φαιδρήν όψη·
στο χέρι σου είναι, κρυφό σχέδιο να πετύχει.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Μα είσαι στο νου σου; ύστερ᾽ από τέτοια νέα…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μ᾽ αν στρέψει πια των συμφορών ο Δίας το ρέμα;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Και πώς; ο Ορέστης, των σπιτιών η ελπίδα, πάει.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ακόμα· όποιος το πει, κακός θενα ήταν μάντης.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τί λες; απ᾽ όσα ακούσαμε μη ξέρεις άλλα;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πήγαινε, κάνε τις παραγγελιές που πήρες
780 και γνοιάζονται οι θεοί για ό,τι ᾽ναι να γνοιαστούνε.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Πηγαίνω κι έτσι καθώς μου ᾽πες θενα κάμω
κι ας δώσει ο θεός ό,τι ᾽ναι πιο καλό να γίνει.
Αἴγισθον ἡ κρατοῦσα τοῖς ξένοις καλεῖν
735 ὅπως τάχιστ᾽ ἄνωγεν, ὡς σαφέστερον
ἀνὴρ ἀπ᾽ ἀνδρὸς τὴν νεάγγελτον φάτιν
ἐλθὼν πύθηται· τὴν δὲ πρὸς μὲν οἰκέτας
θέτο σκυθρωπόν, ἐντὸς ὀμμάτων γέλων
κεύθουσ᾽ ἐπ᾽ ἔργοις διαπεπραγμένοις καλῶς
740 κείνῃ—δόμοις δὲ τοῖσδε παγκάκως ἔχει,
φήμης ὕφ᾽, ἧς ἤγγειλαν οἱ ξένοι τορῶς.
ἦ δὴ κλύων ἐκεῖνος εὐφρανεῖ νόον,
εὖτ᾽ ἂν πύθηται μῦθον. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ·
ὥς μοι τὰ μὲν παλαιὰ συγκεκραμένα
745 ἄλγη δύσοιστα τοῖσδ᾽ ἐν Ἀτρέως δόμοις
τυχόντ᾽ ἐμὴν ἤλγυνεν ἐν στέρνοις φρένα,
ἀλλ᾽ οὔτι πω τοιόνδε πῆμ᾽ ἀνεσχόμην.
τὰ μὲν γὰρ ἄλλα τλημόνως ἤντλουν κακά·
φίλον δ᾽ Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν,
750 ὃν ἐξέθρεψα μητρόθεν δεδεγμένη
καὶ νυκτιπλάγκτων ὀρθίων κελευμάτων
καὶ πολλὰ καὶ μοχθήρ᾽ ἀνωφέλητ᾽ ἐμοὶ
τλάσῃ—τὸ μὴ φρονοῦν γὰρ ὡσπερεὶ βοτὸν
τρέφειν ἀνάγκη, πῶς γὰρ οὔ; τρόπῳ φρενός·
755 οὐ γάρ τι φωνεῖ παῖς ἔτ᾽ ὢν ἐν σπαργάνοις,
εἰ λιμός, ἢ δίψη τις, ἢ λιψουρία
ἔχει· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων.
τούτων πρόμαντις οὖσα, πολλὰ δ᾽, οἴομαι,
ψευσθεῖσα, παιδὸς σπαργάνων φαιδρύντρια—
760 κναφεὺς τροφεύς τε ταὐτὸν εἰχέτην τέλος.
ἐγὼ διπλᾶς δὲ τάσδε χειρωναξίας
ἔχουσ᾽ Ὀρέστην ἐξεδεξάμην πατρί·
τεθνηκότος δὲ νῦν τάλαινα πεύθομαι.
στείχω δ᾽ ἐπ᾽ ἄνδρα τῶνδε λυμαντήριον
765 οἴκων, θέλων δὲ τόνδε πεύσεται λόγον.
ΧΟ. πῶς οὖν κελεύει νιν μολεῖν ἐσταλμένον;
ΤΡ. ἦ πῶς; λέγ᾽ αὖθις, ὡς μάθω σαφέστερον.
ΧΟ. εἰ ξὺν λοχίταις εἴτε καὶ μονοστιβῆ.
ΤΡ. ἄγειν κελεύει δορυφόρους ὀπάονας.
770 ΧΟ. μή νυν σὺ ταῦτ᾽ ἄγγελλε δεσπότου στύγει·
ἀλλ᾽ αὐτὸν ἐλθεῖν, ὡς ἀδειμάντων κλύῃ,
ἄνωχθ᾽ ὅσον τάχιστα, γαθούσῃ φρενί.
ἐν ἀγγέλῳ γὰρ κυπτὸς ὀρθοῦται λόγος.
ΤΡ. ἀλλ᾽ ἦ φρονεῖς εὖ τοῖσι νῦν ἠγγελμένοις;
775 ΧΟ. ἀλλ᾽ εἰ τροπαίαν Ζεὺς κακῶν θήσει ποτέ;
ΤΡ. καὶ πῶς; Ὀρέστης ἐλπὶς οἴχεται δόμων.
ΧΟ. οὔπω· κακός γε μάντις ἂν γνοίη τάδε.
ΤΡ. τί φῄς; ἔχεις τι τῶν λελεγμένων δίχα;
ΧΟ. ἄγγελλ᾽ ἰοῦσα, πρᾶσσε τἀπεσταλμένα.
780 μέλει θεοῖσιν ὧνπερ ἂν μέλῃ πέρι.
ΤΡ. ἀλλ᾽ εἶμι καὶ σοῖς ταῦτα πείσομαι λόγοις.
γένοιτο δ᾽ ὡς ἄριστα σὺν θεῶν δόσει.
***
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τον Αίγιστο η βασίλισσα πρόσταξε αμέσως
να τρέξω για τους ξένους που ήρθαν να καλέσω
κι άντρας απ᾽ άντρα νά ᾽ρθει ο ίδιος να εξετάσει
πιο καθαρά το νέο το μήνυμα που φέραν.
Και μπρος στους δούλους έκανε τη λυπημένη,
μα μέσα κρύβανε τα μάτια τη χαρά της,
γιατ᾽ όλα στο καλύτερο βγήκαν για κείνη,
740 ενώ τα σπίτια αυτά κακήν του κακού πάνε
με τα σωστά που φέρανε μαντάτα οι ξένοι.
Α, πώς θα ευφράνει βέβαια τη ψυχή του εκείνος
σα μάθει αυτή την είδηση· ω αλίμονό μου,
πόσο οι παλιές και τόσες συμφορές, που ετύχαν
αβάσταγες μες στα παλάτια αυτά του Ατρέα,
μου σπάραζαν τα σωθικά μέσα στα στήθια!
μα άλλη μια τέτοια δε δοκίμασα ως τα τώρα
γιατί με υπομονή τα τράβηξα όλα τ ᾽άλλα·
μα τον Ορέστη μου, την έγνοια της ψυχής μου,
750 π᾽ από μάνας κοιλιά δέχτηκα κι έθρεψά τον —
πόσα ξενύχτια ορθή στο πόδι απ᾽ τις φωνές του
και πόσα βάσανα ανωφέλευτα για μένα
δεν πέρασα! γιατί, σα δεν αιστάνεται, είναι
σαν κουτάβι, που πρέπει με το νου να βρίσκεις
ό,τι χρειάζεται, και μες στα σπάργανά του
το βρέφος δε μιλά για να σου πει αν έχει
ή πείνα ή δίψα ή άλλη προς νερού του ανάγκη,
μα μόνη της δουλεύεται η κοιλιά του βρέφου.
Κι έπρεπε μάντης να ᾽μουνα, μα πάντα βέβαια
γελιόμουν και πολλές φορές κι ανάγκη τότε
760 να ᾽πλυνα τα σκουτιά, η ίδια πλύστρα και βάγια,
και μ᾽ αυτές που είχα πάνω τις διπλές τέχνες
του ανάλαβα του βασιλιά μας τον Ορέστη·
τώρα μαθαίνω η άμοιρη το θάνατό του,
και πάω να ᾽βρω αυτόν πὄχει ρημάξει τούτα
τα σπίτια· αχ, τί χαρά θα κάμει σαν τ᾽ ακούσει.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Και πώς του παραγγέλνει να ᾽ρθει ετοιμασμένος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τί πώς; ξηγήσου πιο καλά, να καταλάβω.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Με τη φρουρά του, ή δίχως συνοδειά, μονάχος;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Μ᾽ όλους μαζί του τους φρουρούς αρματωμένος.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
770 Λοιπόν αυτό μην του το πεις, αν του ᾽χεις έχθρα,
μα να ᾽ρθει μόνος, μη τυχόν και τον τρομάξεις,
πες του έτσι, όσο πιο γρήγορα, με φαιδρήν όψη·
στο χέρι σου είναι, κρυφό σχέδιο να πετύχει.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Μα είσαι στο νου σου; ύστερ᾽ από τέτοια νέα…
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μ᾽ αν στρέψει πια των συμφορών ο Δίας το ρέμα;
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Και πώς; ο Ορέστης, των σπιτιών η ελπίδα, πάει.
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ακόμα· όποιος το πει, κακός θενα ήταν μάντης.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Τί λες; απ᾽ όσα ακούσαμε μη ξέρεις άλλα;
ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Πήγαινε, κάνε τις παραγγελιές που πήρες
780 και γνοιάζονται οι θεοί για ό,τι ᾽ναι να γνοιαστούνε.
ΒΥΖΑΣΤΡΑ
Πηγαίνω κι έτσι καθώς μου ᾽πες θενα κάμω
κι ας δώσει ο θεός ό,τι ᾽ναι πιο καλό να γίνει.