«Τον ίδιο χειμώνα οι Αθηναίοι κρατώντας την προγονική συνήθεια οργάνωσαν με δημόσια φροντίδα την τελετή της ταφής γι' αυτούς που σκοτώθηκαν πρώτοι σε τούτον τον πόλεμο, με τέτοιον τρόπο· κάνουν μια εξέδρα, και πριν από δύο μέρες εκθέτουν τα κόκαλα των νεκρών- και φέρνει καθένας στον δικό του αν θελήσει κάτι. Και όταν έρθει η ώρα να τους βγάλουν, σέρνουν αμάξια θήκες κυπαρισσένιες, μια για κάθε φυλή. Του καθενός τα κόκαλα βρίσκονται μέσα στη θήκη της φυλής που ανήκε. Και είναι ένα φέρετρο, που το κουβαλούν στρωμένο άδειο, των εξαφανισμένων, αυτών που έτυχε να μην τους βρουν να τους σηκώσουν. Στην κηδεία παίρνει μέρος όποιος θέλει και από τους ντόπιους και από τους ξένους- κι είναι και γυναίκες μπροστά, οι συγγένισσες, που κλαίνε πάνω στον τάφο1. Πάνε λοιπόν και τους βάζουν στο δημόσιο νεκροταφείο, που βρίσκεται στην πιο ωραία συνοικία έξω από την πόλη. Σ' αυτό θάβουν κάθε φορά τους νεκρούς του πολέμου, εξόν απ' όσους έπεσαν στο Μαραθώνα. Εκείνων η παλικαριά έκριναν ότι στάθηκε απαρομοίαστη και έτσι τους έκαναν στο ίδιο μέρος και τον τάφο. Και όταν τους σκεπάσει η γη, ένας που τον ξέρουν για μυαλωμένο πολύ κι έχει και ξεχωριστή επιβολή στους άλλους, τον έχει ορίσει η πολιτεία και μιλά πάνω σ' αυτούς λέγοντας τον έπαινο που τους ταιριάζει. Έπειτα φεύγουν. Με τέτοιον τρόπο κάνουν την ταφή. Και όσο βάστηξε ο πόλεμος, κάθε φορά που τους τύχαινε, κρατούσαν τη συνήθεια αυτή.» 2
Ἔτσι λοιπόν μᾶς παρουσιάζεται, στίς Ἱστορίες τοῦ Θουκυδίδη, ἡ «παρέκβαση» (ὅπως τήν ὀνομάζουν οἱ ἱστορικοί τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας), ἡ σχετική μέ τή δημόσια ταφή πού ἔγινε στήν Ἀθήνα. Πράγματι, ἀνάμεσα στό πρῶτο καί στό δεύτερο ἔτος τοῦ Πελοποννησιακοῦ πολέμου παρεμβάλλεται στήν ἀφήγησή τοῦ Θουκυδίδη ἡ περιγραφή μίας τελετῆς, πού συνυφαίνεται βέβαια μέ τήν ἐξιστό-ρηση τῶν στρατιωτικῶν γεγονότων, ἀλλά καί τή διακόπτει ταυτόχρονα γι' ἀρκετό διάστημα. Πρέπει ὅμως νά καταλάβουμε γιατί ἕνας ἀρχαῖος Ἕλληνας, πού γράφει ἱστορία, σταματάει ξαφνικά τή διήγησή του γιά νά περιγράψει μιά ταφή· γιατί εἰσάγει, μέσα στόν διηγηματικά χρόνο, μιά ἱερουργία πού ἐπιβραδύνει τόν ρυθμό τῆς ἀφήγησης.
Σέ τί ἀποβλέπει ἡ περιγραφή μίας ταφῆς
Ὑπάρχουν ταφές, πού τίς ἀναφέρει ἁπλά καί μόνο ὁ ἀρχαῖος ἱστορικός, γιατί ἀποτελοῦν μοναδικά γεγονότα κι ἑρμηνεύονται ἔτσι ἀπό μόνες τους. Ἄς πάρουμε τήν ταφή τῶν Ἑλλήνων νεκρῶν στή μάχη τῶν Πλαταιῶν, στό τέλος τῶν Μηδικῶν πολέμων, ἔτσι ὅπως τήν ἀναφέρει ὁ Ἡρόδοτος (9.85)· μέ τήν εὐκαιρία μιᾶς νίκης, οἱ διάφορες ἑλληνικές πόλεις ἐκφράζουν τί ἀκριβῶς εἶναι οἱ ἴδιες μέσα ἀπό τόν τρόπο ταφῆς πού υἱοθετοῦν: ἡ Σπάρτη δείχνει τήν ἱεραρχική της ἀντίληψη, ἡ Τεγέα, ἡ Ἀθήνα κι ἄλλες ἀκόμη πόλεις διακηρύσσουν τήν ἰδέα τῆς ἰσότητας μπροστά στόν θάνατο, κι ὅσοι πάλι Ἕλληνες συνεργάστηκαν μέ τόν ἐπιδρομέα προσπαθοῦν νά κρύψουν τήν ἀπουσία τους στό κενό ἄδειων τύμβων, πού δέν ξεγελοῦν κανέναν. Ἀφοῦ λοιπόν γίνουν ὅλα αὐτά καί μοιραστοῦν οἱ ρόλοι, ἡ διήγηση μπορεῖ νά συνεχίσει ἄλλωστε, ἡ ἀναφορά αὐτῶν τῶν πράξεων δέν τήν εἶχε, οὐσιαστικά διακόψει. Ὅταν ὅμως ὁ ἱστορικός ἀρνεῖται νά περιοριστεῖ ἀποκλειστικά στό συγκεκριμένο γεγονός καί περιγράφει μέ λεπτομέρειες τίς φάσεις μιᾶς τελετῆς πού ἐπαναλαμβάνονται σέ κάθε ἀνάλογη περίσταση, τότε σέ τί ἀκριβῶς ἀποβλέπει;
Ἴσως στό νά ὑπογραμμίσει μιά διαφορά. Κι αὐτό κάνει, ὡς ἱστορικός, ὁ Ἡρόδοτος, ὅταν ἀσχολεῖται μέ τίς ταφικές πρακτικές τῶν βαρβάρων, ἤ περιγράφει λεπτομερειακά τήν κηδεία τῶν βασιλέων τῆς Σκυθίας ἤ ἀκόμη καί τῶν βασιλέων τῆς Σπάρτης, γιά νά συλλάβει καλύτερα τήν ἑτερότητα (την ἑτεροτητα πού διακρίνει τούς «ἄλλους» ἀπό τους Ἕλληνες, ἀλλά καί τούς Σπαρτιάτες ἀπό τόν κανόνα πού λέγεται «Ἑλλάς».. 3 Ἄλλωστε, ἡ φιλολογική παράδοση εἶδε γενικά μέ συγκατάβαση αὐτά τά ἐθνογραφικά περίεργα του Ἡροδότου, χωρίς ν' ἀναρωτηθεῖ σέ τί ἀποβλέπουν τέτοιου εἴδους ἀναπτύξεις. πού «παραγεμίζουν» ὑποτίθεται τόν χρόνο τῆς διήγησης, ὥσπου νά ἔρθει ἡ στιγμή τῆς «ἱστορικῆς» ἐπιτέλους διαπραγμάτευσης τῶν Μηδικῶν πολέμων. Μέ τόν Θουκυδίδη ὅμως, τά πράγματα εἶναι διαφορετικά: ἱστορικός «σοβαρός», μ' ἕνα πρόγραμμα πέρα γιά πέρα σοβαρό, ἀναφέρει μονάχα ἐκείνες τίς τελετές, πού εἶναι ἰσχυρά φορτισμένες μέ ἱστορική σημασία: στό τρίτο βιβλίο, διηγεῖται τόν καθαρμό τῆς Δήλου ἀπό τους Ἀθηναίους, γιατί ἀκριβῶς βλέπει σ' αὐτό τό γεγονός μιά πολιτική πράξη τῶν Ἀθηναίων σέ σχέση μέ τούς συμμάχους τους, σέ σχέση μέ τούς ἄλλους Ἕλληνες στό ἕκτο βιβλίο (32), στέκεται γιά μιά στιγμή στή θρησκευτική παρουσίαση τῆς ἀναχώρησης τῶν πλοίων γιά τή σικελική ἐκστρατεία, γιατί ἀκριβῶς θέλει νά τονίσει καλύτερα τόν ἐπίσημο καί συλλογικό χαρακτήρα τῆς ἐμπλοκῆς τῆς ἀθηναϊκῆς πόλης σ' αὐτή τήν περιπέτεια. Ὅσο γιά τή δημοτελῆ ταφή πού ὀργάνωσαν οἱ κάτοικοι τῆς Ἀμφίπολης γιά τόν Σπαρτιάτη στρατηγό Βρασίδα, αὐτή τήν ἀναφέρει ἀκριβῶς τή στιγμή πού μιλάει γιά τίς δυσχέρειες τῶν Ἀθηναίων μέ τούς συμμάχους τους (5, 11)· γιατί, αὐτή ἡ ταφή, προσημαίνοντας τήν ἵδρυση μιᾶς ἡρωϊκῆς λατρείας, δηλώνει στούς Ἕλληνες ὅτι μιά ἀθηναϊκή ἀποικία μπορεῖ νά περάσει στό σπαρτιατικό στρατόπεδο, ἀλλάζοντας τόν οἰκιστή ἥρωά της. Πῶς ὅμως νά κατατάξουμε τήν τελετή τῆς δημόσιας ἀθηνάίκῆς ταφῆς μέσα σ' αὐτή τή σειρά τῶν τριῶν γεγονότων, πού ἀφοροῦν μιά συγκεκριμένη στιγμή κι ἔχουν περιστασιακή σημασία: Ὁλόκληρη ἡ «παρέκβαση» τοῦ Θουκυδίδη ἐκφράζει, ἀντίθετα, τόν διαρκῆ χρόνο τῆς ἐπανάληψης: φέρνοντας στήν πατρίδα τά κόκαλα τῶν νεκρῶν τους, οἱ Ἀθηναῖοι δέν ὑπακούουν στίς ἔκτακτες ἀνάγκες της στιγμῆς, ἀλλά σ' ἕναν πάτριον νόμο, σ' ἕνα προγονικό ἔθιμο, πού ἡ γέννηση του χάνεται — ἄν πιστέψουμε τόν Θουκυδίδη — στήν ἀσάφεια τοῦ χρόνου τῶν προγόνων. Κι ὁ ἱστορικός φροντίζει νά σημειώσει, ὅτι ὁ πάτριος νόμος ἐφαρμόστηκε ἐπανειλημμένα κατά τή διάρκεια τοῦ πολέμου. Μπορεῖ κανείς νά προσθέσει ὅτι ἡ γραφή τοῦ Θουκυδίδη, χωρίς νά χάοει τήν περίφημη πυκνότητά της, μοιάζει νά ἐπιβραδύνει ἀνεπαίσθητα τόν ρυθμό της γιά νά περιγράψει τήν τελετή σέ ὅλη της τή διάρκεια. Μήπως κι ὁ ἱστορικός στράφηκε προσωρινά πρός τήν ἐθνογραφία; Ἡ ὑπόθεση δέν εἶναι πιθανή, γιατί θά σήμαινε ὅτι μπορεῖ κανείς νά δεῖ τήν Ἀθήνα μέ τό ἴδιο μάτι πού βλέπει τούς «ἄλλους». Τό κείμενο ὅμως δέν ἔχει γιά σκοπό νά διαπραγματευτεῖ τό ἴδιο, σάν νά πρόκειται γιά τό «ἄλλο». Ἴσως σκεφτεῖ κανείς πώς ὁ Θουκυδίδης, περιγράφοντας τή δημόσια ταφή τῶν πολιτῶν, θέλησε νά συναγωνιστεῖ τόν Ἡρόδοτο, πού κατέγραψε τίς ἱερουργίες τοῦ ἐνταφιασμοῦ τῶν Σπαρτιατῶν βασιλέων. Πράγματι, ἀνάμεσα στίς δύο περιγραφές ὑπάρχει κάτι σάν ἔντονη ἀντιπαράθεοη, καί μποροῦμε κάλλιστα νά πούμε ὅτι, στήν οἰκονομία τοῦ ἱστορικοῦ ἔργου, ἡ ἀθηναϊκή τελετή ἀντιστοιχεῖ στή σπαρτιατική τελετή πού περιγράφει ὁ Ἡρόδοτος. Θά ἔπρεπε πάντως νά δείξουμε ὅτι οἱ δύο αὐτές τελετές παρουσιάζουν κι ἄλλες διαφορές, κι ὄχι μόνο τήν ὑπαρκτή, ἀναμφισβήτητα, πολικότητα ἀνάμεσα σέ δύο πολιτειακά πρότυπα, πού ἀντιτάσοονται τό ἕνα στό ἄλλο, ὅπως ὁ καταναγκασμός στήν ἔλευθερια4. Μποροῦμε βέβαια νά ὑποθέσσυμε, ὅτι ὁ Θουκυδίδης θέλησε ν' ἀνταγωνιστεῖ τόν Ἡρόδοτο στήν περίπτωση ὅμως αὐτή, ἡ στρατηγική τοῦ Ἀθηναίου ἱστορικοῦ θά τόν ἀνάγκαζε μᾶλλον ν’ ἀποφύγει ὁποιαδήποτε περιγραφή, καί νά τό διακηρύξει μέ δύναμη καί σαφήνεια.
Ἡ περιγραφή λοιπόν αὐτῆς τῆς τελετῆς παραμένει ἀνεξήγητη. Καί μιά πού οὔτε ὁ ἐθνογραφικός στόχος, οὔτε ἡ πρόθεση γιά μιάν ἀνταγωνιστική γραφή ἀρκοῦν γιά νά τήν ἐξηγήσουν, πρέπει νά ψάξουμε ἀλλοῦ. Ἄν στραφοῦμε στό ἔπος, ἴσως μπορέσουμε ν' ἀνοίξουμε κάποιο δρόμο πρός τό κείμενο τοῦ Θουκυδίδη — γιατί, οἱ ἐπικές ἀξίες καί κυρίως τό κλέος, αὐτή ἡ δόξα πού ζεῖ γιατί λέγεται, δέν εἶναι καί τόσο ἄσχετες μέ τή γραφή τοῦ ἱστορικοῦ, ὅπως θά μποροῦσε κανείς, ἤ καί θά ἤθελε ἀκόμη νά τό πιστέψει. Ξέρουμε ὅτι ἡ Ἰλιάδα ἀφιερώνει ὁλόκληρη ραψωδία στήν ταφῆ τοῦ Πατρόκλου, ἀλλά πολύ πιό πρίν ἀπό αὐτή τήν ραψωδία, ὁ θρῆνος τοῦ Ἀχιλλέα σημαδεύει κατά διαστήματα τή διήγηση.
Ἡ ταφή τοῦ Πατρόκλου, μιά τελετή μοναδική κι ἀνώμαλη ἀπό πολλές ἀπόψεις, δέν περιγράφεται μέ ρεαλιστικό τρόπο, ἐκτός κι ἄν ἀποδώσουμε στό Ψ τῆς Ἰλιάδας τόν ρεαλισμό πού προσιδιάζει σέ κάθε λογοτεχνικό δημιούργημα. Ἄλλωστε, θάβοντας τόν Πάτροκλο, πού ἦταν τό «διπλό» του Ἀχιλλέα, οἱ Ἀχαιοί θάβουν, θά λέγαμε, τόν ἴδιο τόν Ἀχιλλέα, ἀκόμη ζωντανό, τόν Ἀχιλλέα πού θά πεθάνει ἀργότερα, κάπου ἐκεῖ στό κενό πού χωρίζει τήν Ἰλιάδα ἀπό τήν Ὀδύσσεια, παρ' ὅλο πού ἡ Ἰλιάδα δέν παύει νά θρηνεῖ τόν μελλοντικό του θάνατο. Ὁ Πάτροκλος εἶναι νεκρός: γιά τούς Ἀχαιούς, ὁ θάνατός του σημαίνει τό τέλος τῶν πολύχρονων ἀγώνων μπροστά στήν Τροία, σημαίνει τό προοίμιο τῆς τελευταίας πράξης πού δέν θά μᾶς διηγηθεῖ ἤ Ἰλιάδα. Ὁ ἐπικός ποιητής, ἀναστέλλοντας τόν χρόνο τῆς μάχης γιά νά περιγράψει, σέ ὅλη της τήν ἔκταση, αὐτή τήν ταφή τή φαρτισμένη μέ τό κλέος καί μέ τόν θάνατο τοῦ Ἀχιλλέα, ὁλοκληρώνει συμβολικά τήν ἱστορία, πού τό ἔπος του θά τήν ἀφήσει ἀτελείωτη.
Ξαναγυρίζοντας στόν Θουκυδίδη, μποροῦμε λοιπόν νά ὑποθέσουμε ὅτι, στό δεύτερο βιβλίο τῶν Ἱστοριῶν του. Οἱ Ἀθηναῖοι πολίτες εἶναι σάν τόν Πάτροκλο, καί ἡ πόλη σάν τόν Ἀχιλλέα Ἡ πρώτη χρονιά ταῦ πολέμου ἔχει μόλις τελειώσει, γεμάτη ἐπιτυχίες καί ἐμπόδια, καί πολλοί ἔχουν ἤδη δώσει τή ζωή τους γιά την Ἀθήνα καί ὅλα εἶναι ἕτοιμα γιά τή συνέχεια. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ συνέχεια; Μήπως τό τέλος τοῦ πολέμου, τό 405, μέ τήν ἥττα τῆς Ἀθήνας; Ἴσως. Ἀναμφισβήτητα ὅμως, στό κείμενο τοῦ Θουκυδίδη, ἡ τελετή τῆς ταφῆς στοχεύει πέρα ἀπό τό κείμενο πάει μακρύτερα ἀπό ὁποιοδήποτε γεγονός, ἀποβλέπει στή μελλοντική δόξα τῆς πόλης, πού θά πάρει τή θέση τοῦ ἥρωα.
Γιά τόν Θουκυδίδη, ἡ περιγραφή τῆς ταφικῆς ἱερουργίας εἶναι ἕνας τρόπος γιά νά ἐξασφαλίσει στό ἑξῆς τήν εἴσοδο τῆς Ἀθήνας στήν αἰωνιότητα τῆς μνήμης, χάρη στούς νεκρούς καί δοξασμένους πολίτες της. Ἀλλά ὁ Ἐπιτάφιος λόγος θά μεταστρέψει τόν ἔπαινό τους, γιά νά τόν ἀφιερώσει καλύτερα, σάν ἕνα ὕμνο στήν πόλη. («Ἀσχολήθηκα περισσότερο μέ τήν πόλη, γιά νά τιμήσω καλύτερα αὐτούς ἐδῶ τους ἄντρες, καί ἀπό αὐτή τήν ἄποψη, τό μεγαλύτερο μέρος τοῦ ἐπαίνου ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ», θά δηλώσει στήν οὐσία ὁ ρήτορας, τή στιγμή πού θά ἐκφωνήσει τόν ἔπαινο πού ταιριάζει στούς νεκρούς). Ἡ περιγραφή λοιπόν μιᾶς ταφικῆς ἱερουργίας, στά πλαίσια μιᾶς ἱστορικῆς ἀφήγηοης, εἰσάγει, θά λέγαμε, τόν χρόνο τῶν γεγονότων σ' ἕνα ἄχρονο παρόν (μέ τήν εὐκαιρία κάποιας διακοπῆς τῶν ἐχθροπραξιῶν], σέ μιά στιγμή μετέωρη, ὅπου, σέ ὅλη τή διάρκεια τῆς τελετουργίας, ἡ δύναμη στό ἀποκορύφωμά της, συμπίπτει μέ τά λόγια πού τήν ἔκφραζουν.
Γιατί πρέπει ἐπίσης νά μιλήσουμε γιά τόν λόγο καί γιά τόν ρήτορα. Ὁ ἀναγνώστης θά παρατήρησε μέ ποιό «ἀθέμιτο» τρόπο παραλείψαμε, στό κείμενο τοῦ Θουκυδίδη, τό τέλος τῆς «παρέκβασης», γιά νά κρατήσουμε ὅσο γίνεται περισσότερο τήν ἀνωνυμία καί τοῦ λόγου, καί τοῦ ρήτορα. Εἶναι μιά σκόπιμη παράλειψη, πού πρέπει τώρα νά ἐπανορθώσουμε.
«Γιά τούς πρώτους λοιπόν τούτους (νεκρούς) ὅρισαν νά μιλήσει ὁ Περικλῆς, ὁ γιός τοῦ Ξανθίππου Καί όταν ἔφτασε ἡ ὥρα, προχώρησε ἀπό τόν τάφο σ' ἕνα βῆμα πού τό εἶχαν κάνει ψηλό, γιά νά μπορεῖ ν' ἀκούγεται ὅσο γινόταν πιό μακριά στό μαζεμένο πλῆθος, καί ἔλεγε κάπου τέτοια».
Ἔτσι λοιπόν, γι' αὐτή τήν ἰδιαίτερη περίσταση, ὁ ρήτορας λέγεται Περικλῆς, καί γιά τίς γενιές τῶν ἀναγνωστῶν, ἡ ὁμιλία του γίνεται ὁ κατ' ἐξοχήν Ἐπιτάφιος λόγος, ὁ μόνος, ὁ ἀληθινός: ἕνα πρότυπο γιά νά μιλήσει κανείς γιά τήν Ἀθήνα, γιά νά στοχαστεῖ τήν πόλη. Τό ἀθηναϊκό βέβαια εἶδος τοῦ ἐπιτάφιου λόγου, πού ἐπινοεῖ, γιά χάρη τῶν μεταγενεστέρων, τήν ἰδεατή πόλη τῆς Ἀθήνας μέσα σ' ἕνα νεκροταφεῖο, ἀποτελεῖ πρότυπο ἀπό μόνο του. Ὁ Ἐπιτάφιος ὅμως λόγος τοῦ Περικλῆ εἶναι τό πρότυπο αὐτού του προτύπου. Δέν θά ἐπεκταθοῦμε στίς ἀνεπανάληπτες τύχες αὐτοῦ τοῦ λόγου: οἱ πολιτικοί ἄντρες τόν διαβάζουν, ἀναζητώντας ρητορικά ὑποδείγματα*, οἱ ἱστορικοί της ἀρχαίας Ἑλλάδας τόν χρησιμοποιοῦν ὡς τεκμήριο γιά τή δημοκρατία, οἱ φίλοι τῶν κλασικῶν σπουδῶν τόν ἐπικαλοῦνται ὡς ὕψιστη ἀναφορά. Ξαναγυρίζοντας ὅμως στήν τελετή τῆς ταφῆς, θά πρέπει νά προσδιορίσουμε τήν ἰδέα πού μᾶς ὑπέβαλε ἡ σύγκριση μέ τόν Ὅμηρο: ὅτι δηλαδή ὁ ἱστορικός, περιγράφοντας τίς διαδοχικές φάσεις μιᾶς τελετῆς, οἰκοδομεῖ τό κλέος. Χρειάζεται βέβαια μιά τελετουργία γιά νά γεννηθεῖ μιά πράξη λόγου, ὅπως εἶναι ὁ Ἐπιτάφιος λόγος ἀλλά μιά τελετουργία πού γίνεται κείμενο, ἀλληλουχία πράξεων πού ἤδη ἀποτελοῦν λόγο. Ἡ τελετή τῆς ταφῆς ἀνάλαμβάνει αὐτή τή λειτουργία: ἀνάμεσα στήν ἀφήγηοη τῶν πράξεων καί στόν λόγο-γεγονός τοῦ ρήτορα, ἕτοιμο ν' αὐτονομηθεῖ στή μνήμη τῶν μεταγενεστέρων, ὁ ἱστορικός μετατρέπει σέ λόγια τίς χειρονομίες τοῦ πένθους καί τῆς ἀνάμνησης.
Τί μᾶς λέει ἡ τελετή τῆς ταφῆς
Ὁ ἱστορικός εἶδε καί ἄκουσε. Τό ἱστορικό κείμενο παρουσιάζει στόν ἀναγνώοτη τήν ταφή σάν κάτι πού ἔχει ἤδη γίνει ἀντικείμενο σκέψης, σάν προάκουσμα τοῦ λόγου πού θ' ἀκολουθήσει. Σέ αὐτή τήν παρουσίαση, ἔχει ἤδη εἰπωθεῖ αὐτό πού θά ἐπιλέξει ὁ ρήτορας γιά τόν λόγο του-πρότυπο.
Καί πρῶτα-πρῶτα, ἡ προαιώνια ταυτότητα τῆς πόλης. Ὁρίζοντας ὡς πάτριον νόμον τήν πρακτική τῶν Ἀθηναίων νά θάβουν τούς νεκρούς τους μέ δημόσια φροντίδα, ὁ Θουκυδίδης προστατεύει αὐτή τήν πρακτική ἀπό ὁποιονδήποτε θά ἐπιχειροῦσε νά χρονολογήσει τή γέννησή της: ἄς προσπαθήσουν οἱ μέλλοντες ἱστορικοί νά προσδιορίσουν χρονολογικά τό γεγονός. Ὅμως θά ὑποχρεωθοῦν ἐπιπλέον νά παραβλέψουν τήν ἀναφορά στούς νεκρούς του Μαραθώνα, μιάν ἀναφορά τόσο πολύτιμη, πού δίνει ἰδιαίτερο βάρος στόν ἰσχυρισμό — ὄχι καί πολύ ἀξιόπιστο ἄλλωστε — ὅτι μόνο ἡ ὑψηλή ἀρετή τῶν Μαραθωνομάχων τούς χάρισε τό προνόμιο νά θαφτοῦν στό πεδίο τῆς Μάχης. Ὁ ἱστορικός της ἀρχαίας Ἑλλάδας γνωρίζει βέβαια ὅτι αὐτό ἦταν γενικά τό ἔθιμο τῶν πόλεων, μετά ἀπό κάθε μάχη, κι ἔχει ἄλλωστε κάθε λόγο νά πιστεύει πώς ἡ «προγονική» πρακτική της Ἀθήνας δέν ὑπῆρχε ἀκόμη τήν ἐποχή της μάχης τοῦ Μαραθώνα. Γιά ν' ἀντιμετωπίσει ὅμως τούς ἰσχυρισμούς τοῦ Θουκυδίδη, ὁ σημερινός ἱστορικός πρέπει νά ἐνισχύσει, ὅσο γίνεται περισσότερο, τήν ἀποδεικτική του ἐπιχειρηματολογία. γιατί τό κείμενο, μέ τή λιτή του ἀκρίβεια, ἔχει τό κύρος μέ τό μέρος του, καί γιά πολλούς ἀναγνῶστες, ἡ ὑπόθεση ἔχει ἐκ τῶν προτέρων κριθεῖ: μέ τόν νόμον της, ἡ Ἀθήνα ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Ἀθήνα. Μετά τήν ταυτότητα, ἡ εὐγένεια, ἡ ἀριστοκρατική καταγωγή. Ἡ ὀργάνωση τῆς προθέσεως τῶν λειψάνων, ἡ τοποθέτησή τους σέ θῆκες κυπαρισσένιες καί ἡ ἐκφορά τους πάνω σέ ἁμάξια. ἀποτελσύν τρία χαρακτηριστικά πού θυμίζουν, κατά τή διάρκεια τῆς τελετῆς, τίς ἀριστοκρατικές ταφές: ἡ πρόθεσις ἀποκτᾶ ὅλο της τό νόημα στά πλαίσια ἕνος ἀριστοκρατικοῦ τρόπου ζωῆς, τό κυπαρισσένιο ξύλο ἐγγυᾶται μιάν αἰώνια ἀνάμνηση. καί τό ἁμάξι, σύμβολο τῆς ἡρωικῆς πομπῆς, ταιριάζει στήν ἐπίσημότητα τῆς τελετῆς (γιατί, θ' ἀρκοῦσε ἕνας ἄνθρωπος γιά νά κουβαλήσει μόνος του, στό νεκροταφεῖο, τή θήκη ἑνός ἁπλοῦ νεκροῦ). Τέλος, ἤ νεκρική πομπή καταλήγει σ' ἕναν χῶρο μεγάλης συμβολικῆς σημασίας, στόν Κεραμεικό, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται τό δημόσιον αήμα· ἔχει ὅμως ἰδιαίτερο νόημα τό γεγονός, ὅτι ὁ Θουκυδίδης ἀναφέρεται μονάχα στήν ὀμορφιά αὐτοῦ τοῦ χώρου. Ταφή τῶν πολιτῶν, ταφή ἀριστοκρατῶν... Κι ὅμως, ἡ δημοκρατία ὑπάρχει στήν περιγραφή μέ τή μορφή αὐτῆς της ἐλευθερίας στήν πράξη, πού ἀναγνωρίζεται ἀπό ὅλους, ἀκόμη καί ἀπό τους πολιτικούς ἀντίπαλους, ὡς τό εἰδικότερο γνώρισμα τῆς Ἀθήνας: ἡ πρόθεσις, πολιτειακή καί συλλογική τιμή, συμβιβάζεται μέ τούς πηγαινοερχομούς τῶν βυθισμένων στό πένθος συγγενῶν, ἀνέχεται τίς ἰδιωτικές προσφορές, πού ὁ καθένας μπορεῖ ἐλεύθερα νά φέρει στόν νεκρό του κι ὅταν ἔρθει ἡ στιγμή, κανείς δέν ἀποκλείεταί ἀπό τήν νεκρική πομπή, ἐφ ὅσον βέβαια θέλει νά συμμετάσχει, ἀπό πεποίθηση ἤ περιέργεια κι ἔτσι ἐκδηλώνεται αὐτή ἡ καλή πολιτική θέληση, πού θεμελιώνει τή ζωή σέ μιά δημοκρατία. Ἀριστοκρατικό ἰδεῶδες, δημοκρατική πρακτική: ὅπως ἀκριβῶς καί ἡ περιγραφή τῆς ταφῆς, ἔτσι καί ὁ Ἐπιτάφιος λόγος θά μπορέσει νά συνδέσει τόν ἔπαινο τῆς ἀθηναϊκῆς πολιτείας μέ τή σταθερή ἀναφορά στίς ἀξίες τῶν Ἀρίστων7. Πέρα ὅμως ἀπό κάθε προσδιορισμό, πάνω κι ἀπό τήν εὐγένεια, πάνω κι ἀπό τήν ἰσότητα, ἡ περιγραφή θέλει νά ἀναδείξει τόν βαθιά πολιτειακό χαρακτήρα τῆς τελετῆς — κι ἀφοῦ γίνει αὐτό, ὁ Ἐπιτάφιος λόγος θά μπορέσει, στή συνέχεια, νά συγκροτήσει μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση μιά πόλη-πρότυπο. Σημειώνουμε ἔτσι μέ πόση ἐπιμονή μιλᾶ ὅ Θουκυδίδης γιά τόν τρόπο συγκέντρωσης τῶν λειψάνων («... σέρνουν ἁμάξια θῆκες κυπαρισσένιες, μιά γιά κάθε φυλή. Τοῦ καθενός τά κόκαλα βρίσκονται μέσα στή θήκη τῆς φυλῆς πού ἀνῆκε»): κατά φυλές λοιπόν, σύμφωνα μέ αὐτές τίς κατ' ἐξοχήν πολιτικές ἑνότητες πού, ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Κλεισθένη, διασφαλίζουν τόν καταμερισμό καί τήν ἀνάμιξη τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν8 μονάχα ἕνας ἀπρόσεκτος ἀναγνώστης θά μποροῦσε ν' ἀμφιβάλει γιά τή σημαντική διευκρίνηση πού γίνεται ἐδῶ. Πάντως, αὐτή ἡ περιγραφή, πού δέν νοιάζεται καί τόσο γιά τή γραφικότητα, προτιμάει γενικά τή συνοπτικότητα ἀπό τήν ἐμμονή, καί λίγα λόγια ἀρκοῦν γιά νά ὁρίσουν τόν ρήτορα πού θά βγάλει τόν Ἐπιτάφιο λόγο: τόν ρήτορα, τόν «ὁρισμένο» ἀπό τήν πόλη γιατί ἔτσι χαρακτηρίζεται ὁ Περικλῆς, αὐτος εἶναι ὁ τίτλος τῆς δόξας του. Στόν ἀναγνώστη πέφτει ὁ κλῆρος νά καθορίσει, ἄν θέλει κι ἄν μπορεῖ, ποιά ἀρχή τόν διόρισε καί μετά ἀπό ποιά ψηφοφορία: γιά τόν Θουκυδίδη, τό οὐσιαστικό ἔχει δηλωθεῖ. Τέλος, μέ τήν ἴδια συνοπτικότητα μιλάει τό κείμενο γιά τίς γυναῖκες — πού καταφθάνουν πρός τό τέλος καί σύμφωνα μέ τούς κανονισμούς — γι’ αὐτές τίς φορτικές μοιρολογίστρες, πού τή συγκίνηση τους προσπάθησαν νά τήν κατευθύνουν οἱ ταφικοί νόμοι κάθε ἑλληνικῆς πόλης: σέ μιά στιγμή τῆς περιγραφῆς, οἱ γυναῖκες ἐμφανίζονται κι ἀρχίζουν τόν πρεπούμενο θρῆνο. Ἐμφανίζονται μετά τήν πρόθεση, μετά τή νεκρική πομπή, τή στιγμή ὅπου ἡ γῆ θά σκεπάσει τά κόκαλα τῶν πολιτῶν — μιά στιγμή ὅπου, σύμφωνα μέ τή συνοπτική αὐτή περιγραφή, τό οὐσιαστικό μέρος τῆς τελετουργίας ἔχει ἤδη συντελεστεῖ. Κι' ὅταν, τέλος, προχωρεῖ ὁ ρήτορας πρός τό βῆμα, ἡ περιγραφή τά ἔχει ἤδη ὅλα πεῖ. Γιά νά μιλήσουμε πιό συγκεκριμένα, ὁ ἱστορικός ἔχει ἤδη πεῖ ὅλα ἐκεῖνα πού ὁ ἴδιος ἤθελε νά σκεφτεῖ ἤ νά μάθει ὁ ἀκροατής. Γιατί — ὅπως δείχνουν ἄλλες πηγές, περισσότερο ἀποσπασματικές, ἀλλά λιγότερο δομημένες — ὑπάρχουν στήν τελετή ὁρισμένες στιγμές, καί μάλιστα ὁλόκληρες φάσεις, πού δέν ἀναφέρονται ἐδῶ.
Σύμφωνα μέ τήν ἀντίληψη τοῦ Θουκυδίδη, ὅλα ὁλοκληρώνονται στόν Ἐπιτάφιο λόγο: ὁ ρήτορας λέει τόν ἔπαινο, καί ὕστερα ὅλοι φεύγουν.
Ἔτσι ἁπλά, δίχως μιά λέξη, δίχως μιά χειρονομία; Στήν πραγματικότητα, ἡ τελευταία φράση κάθε ἐπιτάφιου λόγου, ὅπως ἄλλωστε καί τοῦ Περικλῆ, καλεῖ τό ἀκροατήριο νά μή σκορπίσει προτοῦ τιμήσει τούς νεκρούς, συλλογικά καί ὁ καθένας τόν δικό του. μ' ἕναν τελευταῖο θρῆνο. Γιατί λοιπόν δέν λέγεται τίποτε γι' αὐτό τό τελευταῖο μοιρολόγι; Εἶναι βέβαιο ὅτι, σ' αὐτή τή μονογραμμική περιγραφή, ἕνας τέτοιος θρῆνος θά ἦταν ἐπανάληψη τοῦ θρήνου τῶν γυναικών, πού, μαζεμένες γύρω ἀπό τόν τάφο, χαιρέτησαν ὁλοφυρόμεναι τήν ἄφιξη τῆς νεκρικῆς πομπῆς. Ἀλλά ὑπάρχουν πιό σοβαροί λόγοι γι' αὐτήν τή σιωπή, λόγοι πού σχετίζονται καί μέ τήν οἰκονομία τοῦ ἱστορικοῦ ἔργου, καί μέ τόν τελικό σκοπό πού χαρακτηρίζει τήν ἐπίσημη ρητορεία. Στό δεύτερο βιβλίο τῶν Ἱστοριῶν, ἡ τελευταία λέξη τοῦ Ἐπιτάφιου λόγου πρέπει νά ἐπισφραγίσει τήν τελετή, καί ἡ τελετή αὐτή χρησιμεύει μέ τή σειρά της γιά νά ὁλοκληρωθεῖ ἡ διήγηση τοῦ πρώτου ἔτους τοῦ πολέμου Κι ἐπειδή ὁ ἐπιτάφιος λόγος, ὡς εἶδος, δομεῖται πάνω σέ μιάν ἄρνηση καί σέ μιά μετάθεση — ἄρνηση νά κλαφτοῦν οἱ νεκροί, μετάθεση ἀπό τό σπαραγμό πρός τόν ἔπαινο — ἡ ἀναφορά σ' αὐτόν τόν λόγο, στό τέλος τῆς περιγραφῆς τῆς ταφῆς, κατασταίνει ἐκ τῶν προτέρων μάταιο τόν ἱερουργικό θρῆνο —πράγμα πού δείχνει σιωπηρά ἡ φράση: Ἔπειτα φεύγουν».
Ἄλλωστε, ἄν στηριζόταν κανείς μόνο στόν Θουκυδίδη, θ' ἀγνοοῦσε τελείως τούς ἐπιταφίους ἀγῶνες, πού ἀποτελοῦσαν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς ταφικῆς τελετῆς ἤ τῶν γιορταστικῶν τελετουργιῶν πού, κάθε χρόνο, ἀνακαλοῦσαν στή μνήμη τῶν ἀνθρώπων τούς πολίτες πού ἔπεσαν πολεμώντας γιά τήν Ἀθήνα. Θά λέγαμε καί πάλι ὅτι αὐτές οἱ παρασιωπήσεις δέν εἶναι τυχαῖες. Ἐπειδή ἀκριβῶς τό τελετουργικό στοιχεῖο ἀποτελεῖ τή θεσμική πλευρά τοῦ Ἐπιτάφιου λόγου, ἀξίζει νά περιληφθεῖ σέ μιάν ἱστορική διήγηση πού κάνει τόν ἐπικήδειο μιά πράξη λόγου. Αὐτό ὅμως τό τελετουργικό στοιχεῖο γίνεται κάτι σάν ἕνα σχεδιάγραμμα, πού ὅλα του τά σημεῖα πρέπει νά συγκλίνουν γιά νά παράγουν τό πολιτικό στοιχεῖο, αὐτή τήν ἰδεατότητα. Ἀπουσιάζει λοιπόν ἡ ταφική λατρεία, αὐτές οἱ χειρονομίες πού γίνονται δίχως τή μεσολάβηση τοῦ λόγου, αὐτές οἱ τελετές πού ὁδηγοῦν, κάθε χρόνο, τήν κοινότητα στούς θρήνους. Ἀπουσιάζει καί ὁ ἐπιτάφιος ἀγών, πού θά εἶχε τή δυνατότητα, στά πλαίσια τῆς διήγησης, νά ἐλευθερώσει τόν χῶρο γιά τόν συναγωνισμό τῶν ἀτόμων, τά ὁποῖα μετέχουν σέ μιάν ἅμιλλα ἀνάμεσα σέ ζωντανούς, πού παλεύουν γιά τίς ἀξίες τῶν ζωντανῶν. Γιά τόν Θουκυδίδη ὅμως, καί ἡ ταφῆ καί ὁ Ἐπιτάφιος λόγος περικλείνουν ἕνα καί μόνο δίδαγμα: ὅτι ἡ μορφή τοῦ πολίτη ἀποκτᾶ τό ὕψιστο μεγαλεῖο της στή μορφή τοῦ Ἀθηναίου νεκροῦ κι ἔτσι ἡ πόλη συνειδητοποιεῖ τόν ἑαυτό της μέσα στή δόξα της. Πρέπει λοιπόν νά τό παραδεχτοῦμε: χωρίς τόν Ἐπιτάφιο λόγο, δέν θά εἴχαμε τήν περιγραφή. Καί τήν περιγραφή τή διακατέχει ἐντελῶς αὐτός ὁ λόγος. Κι ὅταν ἀκόμη χρησιμοποιοῦμε τή λέξη περιγραφή, πρέπει ν' ἀναγνωρίσουμε ὅτι, σέ ὅλο αὐτό τό κείμενο, τά λόγια πρωτεύουν συνεχῶς σέ σχέση μέ τό θέαμα. Ἀκόμη καί τή μεγάλη πομπή τῶν ἁμαξιῶν, θά πρέπει κανείς νά τήν ἀποοπάσει κυριολεκτικά ἀπό τίς λέξεις, γιά νά τῆς δώσει μέ τή φαντασία του τή διάσταση θεάματος πού ἔχει. Ὅλη ἡ ὀμορφιά ἔχει καταφύγει στόν Κεραμεικό κι αὐτό ὅμως τό στοιχεῖο τοῦ ὡραίου μιλᾶ λιγότερο στό μάτι καί περισσότερο στήν πολιτική νόηση, καί (ἄς εἴμαστε βέβαιοι!) ὁ Θουκυδίδης δέν πρόκειται νά περιγράψει τό ἀνάγλυφο πού στόλιζε τό μνημεῖο τοῦ 430, ἕνα μνημεῖο πού οἱ ἀρχαιολόγοι προσπαθοῦν ἀκόμη, κάθε τόσο, ν' ἀποκαταστήσουν τή μορφή καί τή διάταξή του. Τέλος, ἡ στιγμή τῆς προθέσεως, παρ' ὅλο πού εἶναι οὐσιαστική στήν περιγραφή τοῦ Θουκυδίδη, δέν ἔχει πιά τήν ἴδια λειτουργία πού εἶχε στό ἔπος, νά παρουσιάσει δηλαδή στούς συγγενεῖς τό σῶμα, γιά νά τό δοῦν γιά τελευταία φορά, ἕνα σῶμα νεκρό, ἀλλά ὡραιοποιημένο9. Ἐπειδή ὅμως τώρα ἡ πρόθεσις ἀφορᾶ μονάχα τά κόκαλα, λείψανα ἤδη ἀπάμακρα, ὅπου κανείς δέν ἀναγνωρίζει πιά τά ἀγαπημένο του πρόσωπο, μποροῦμε νά πούμε, ὅτι αὐτό πού ἐκτίθεται εἶναι τελικά μιά ἰδέα: στή θέση τοῦ ὡραίου νεκροῦ, ἔχουμε τήν ἰδέα τοῦ ὡραίου θανάτου.
Στό σημεῖο αὐτο — θά πεῖ κανείς — ἡ εὐθύνη πέφτει ὁλότελα στήν πόλη τῆς Ἀθήνας. Αὐτή ἀποφάσισε ἔτσι, κι ὄχι ὁ ἱστορικός. Καί ἡ πομπή; Καί ὁ Κεραμεικός; Ποιός θό τά περιγράψει; Στόν πολιτειακό λόγο, ἡ νόηση ἀποφάσισε τελικά σέ βάρος τῆς ὅρασης. Τή συνέχεια, ἄς τήν πλάσουν μέ τή φαντασία τους ὅσοι τούς ἀρέσοῦν οἱ παράτες. Ἐκτός κι ἄν προτιμᾶ κανείς ν ἀναλογιστεῖ τήν πετυχημένη αὐτή συνάντηση τῆς Ἀθήνας καί τοῦ Θουκυδίδη: ἡ Ἀθήνα, ἡ πρώτη δημοκρατία πού σφράγισε τήν συνοχή της, τιμώντας τόν θάνατο τῶν δικῶν της, συλλαμβάνει νοητικά τόν ἑαυτό της μέσα ἀπό ἕναν θεσμό πένθους καί δόξας καί ὁ ἱστορικός ἀνασυσταίνει, γιά τούς μεταγενέστερους, τήν ταφή, δίνοντας της τή μορφή μιᾶς τελετῆς λόγου. Ὁ ρήτορας μπορεῖ τώρα πιά νά προχωρήσει πρός τό βῆμα. Σ’ αὐτόν ἀνήκεῖ πάντα ἡ τελευταία λέξη.
---------------
Σημειώσεις
1) Σημ.της μέτ. Γιά τό χωρίο καί γυναῖκες πάρεισιν αἱ προσήκουσαί ἐπί τον τάφον ὀλοφυρόμεναι, η συγγραφέας δέχεται, στη μελέτη της, τήν ἐξῆς μετάφραση: «καί οἱ συγγένισσες γυναῖκες εἶναι παροῦσες στόν τάφο καί θρηνοῦν.
2) Θουκυδίδης. ΙΙ. 34. 1-7 Γιά τή λεπτομερειακή ἀνάλυση τῆς ταφικής τελεταῆς, ἄς μοῦ ἐπιτραπεῖ νά παραπέμψω στό βιβλίο μου L’ Invention d’ Athenes Histoire de l’ oraigon funebre dans la cite classique Παρίσι - Χάγη - Ν Υόρκη Ι9β1 σέλ 17-42 31
3) Βλ F Hartog, Le Miroir Herodole Essai sur la representation de l’ autre Πάριοι 1960, σελ 148-170. καί γιά τά προβλήματα ταῆς περιγραφῆς, σελ 259-268
4) Βλ L Invention d’ Athenes σελ 46-47
5) Βλ Annie Schnapp-Gourbeillon -Les funerailles de Patrocle - στό La mort les morts dans les societes anciennes, Καίμπριτζ Παρίσι 1982. σελ 77-87 G. Nagy. The Best of the Archaeans, Βαλτιμόρη - Λονδίνο. 1979
6) ὁ Φλωρεντινός Λεονάρντο Μπρούνι τόν μιμήθηκε τόν 15ο αἰώνα, γιά νά ἐξυμνήσει τή Φλωρεντία, τή νέα Αθήνα. Τόν 20ο αἰώνα ο Τζων Φ. Κέννεντυ ἀναφέρθηκε, φαίνεται σ’ αὐτόν, ὅταν ἔβγαλε τόν ἐναρκτήριο λόγο του. Ὅσο για τον δικτάτορα Μεταξά τόν εἶχε διαβάσει τόσο καλά ὥστε ἀπαγόρευσε τη διδασκαλία του στά ελληνικό σχολεία
7) Αυτό προσπάθησα νά δείξω στό βιβλίο L’invention d’ Athenes, σελ 175-224
8) Βλ. Ρ. Leveque – Ρ. Vidal-Naquet, Ctisthene l’ Atnenien, Παρίσι, 1964
9) Ὅπως έδειξε ὁ J –Ρ. Vernant («La belle et le cadavre outrage». Journal de Psychologie, 1980 σελ 233-234).