Σάββατο 5 Μαρτίου 2022

ΟΜΗΡΟΣ: Ἰλιάς (16.619-16.691)

Τὸν δ᾽ αὖ Μηριόνης δουρικλυτὸς ἀντίον ηὔδα·
620 «Αἰνεία, χαλεπόν σε καὶ ἴφθιμόν περ ἐόντα
πάντων ἀνθρώπων σβέσσαι μένος, ὅς κέ σευ ἄντα
ἔλθῃ ἀμυνόμενος· θνητὸς δέ νυ καὶ σὺ τέτυξαι.
εἰ καὶ ἐγώ σε βάλοιμι τυχὼν μέσον ὀξέϊ χαλκῷ,
αἶψά κε καὶ κρατερός περ ἐὼν καὶ χερσὶ πεποιθὼς
625 εὖχος ἐμοὶ δοίης, ψυχὴν δ᾽ Ἄϊδι κλυτοπώλῳ.»
Ὣς φάτο, τὸν δ᾽ ἐνένιπε Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός·
«Μηριόνη, τί σὺ ταῦτα καὶ ἐσθλὸς ἐὼν ἀγορεύεις;
ὦ πέπον, οὔ τοι Τρῶες ὀνειδείοις ἐπέεσσι
νεκροῦ χωρήσουσι· πάρος τινὰ γαῖα καθέξει.
630 ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ᾽ ἐνὶ βουλῇ·
τῶ οὔ τι χρὴ μῦθον ὀφέλλειν, ἀλλὰ μάχεσθαι.»
Ὣς εἰπὼν ὁ μὲν ἦρχ᾽, ὁ δ᾽ ἅμ᾽ ἕσπετο ἰσόθεος φώς.
τῶν δ᾽ ὥς τε δρυτόμων ἀνδρῶν ὀρυμαγδὸς ὄρωρεν
οὔρεος ἐν βήσσῃς, ἕκαθεν δέ τε γίγνετ᾽ ἀκουή,
635 ὣς τῶν ὄρνυτο δοῦπος ἀπὸ χθονὸς εὐρυοδείης
χαλκοῦ τε ῥινοῦ τε βοῶν τ᾽ εὐποιητάων,
νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισιν.
οὐδ᾽ ἂν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπηδόνα δῖον
ἔγνω, ἐπεὶ βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν
640 ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους.
οἱ δ᾽ αἰεὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, ὡς ὅτε μυῖαι
σταθμῷ ἔνι βρομέωσι περιγλαγέας κατὰ πέλλας
ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τε γλάγος ἄγγεα δεύει·
ὣς ἄρα τοὶ περὶ νεκρὸν ὁμίλεον, οὐδέ ποτε Ζεὺς
645 τρέψεν ἀπὸ κρατερῆς ὑσμίνης ὄσσε φαεινώ,
ἀλλὰ κατ᾽ αὐτοὺς αἰὲν ὅρα καὶ φράζετο θυμῷ,
πολλὰ μάλ᾽ ἀμφὶ φόνῳ Πατρόκλου μερμηρίζων,
ἢ ἤδη καὶ κεῖνον ἐνὶ κρατερῇ ὑσμίνῃ
αὐτοῦ ἐπ᾽ ἀντιθέῳ Σαρπηδόνι φαίδιμος Ἕκτωρ
650 χαλκῷ δῃώσῃ, ἀπό τ᾽ ὤμων τεύχε᾽ ἕληται,
ἦ ἔτι καὶ πλεόνεσσιν ὀφέλλειεν πόνον αἰπύν.
ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι,
ὄφρ᾽ ἠῢς θεράπων Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος
ἐξαῦτις Τρῶάς τε καὶ Ἕκτορα χαλκοκορυστὴν
655 ὤσαιτο προτὶ ἄστυ, πολέων δ᾽ ἀπὸ θυμὸν ἕλοιτο.
Ἕκτορι δὲ πρωτίστῳ ἀνάλκιδα θυμὸν ἐνῆκεν·
ἐς δίφρον δ᾽ ἀναβὰς φύγαδ᾽ ἔτραπε, κέκλετο δ᾽ ἄλλους
Τρῶας φευγέμεναι· γνῶ γὰρ Διὸς ἱρὰ τάλαντα.
ἔνθ᾽ οὐδ᾽ ἴφθιμοι Λύκιοι μένον, ἀλλὰ φόβηθεν
660 πάντες, ἐπεὶ βασιλῆα ἴδον βεβλαμμένον ἦτορ,
κείμενον ἐν νεκύων ἀγύρει· πολέες γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
κάππεσον, εὖτ᾽ ἔριδα κρατερὴν ἐτάνυσσε Κρονίων.
οἱ δ᾽ ἄρ᾽ ἀπ᾽ ὤμοιιν Σαρπηδόνος ἔντε᾽ ἕλοντο
χάλκεα μαρμαίροντα, τὰ μὲν κοίλας ἐπὶ νῆας
665 δῶκε φέρειν ἑτάροισι Μενοιτίου ἄλκιμος υἱός.
καὶ τότ᾽ Ἀπόλλωνα προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς·
«εἰ δ᾽ ἄγε νῦν, φίλε Φοῖβε, κελαινεφὲς αἷμα κάθηρον
ἐλθὼν ἐκ βελέων Σαρπηδόνα, καί μιν ἔπειτα
πολλὸν ἀποπρὸ φέρων λοῦσον ποταμοῖο ῥοῇσι
670 χρῖσόν τ᾽ ἀμβροσίῃ, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσον·
πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι,
Ὕπνῳ καὶ Θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα
θήσουσ᾽ ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ,
ἔνθα ἑ ταρχύσουσι κασίγνητοί τε ἔται τε
675 τύμβῳ τε στήλῃ τε· τὸ γὰρ γέρας ἐστὶ θανόντων.»
Ὣς ἔφατ᾽, οὐδ᾽ ἄρα πατρὸς ἀνηκούστησεν Ἀπόλλων.
βῆ δὲ κατ᾽ Ἰδαίων ὀρέων ἐς φύλοπιν αἰνήν,
αὐτίκα δ᾽ ἐκ βελέων Σαρπηδόνα δῖον ἀείρας
πολλὸν ἀποπρὸ φέρων λοῦσεν ποταμοῖο ῥοῇσι
680 χρῖσέν τ᾽ ἀμβροσίῃ, περὶ δ᾽ ἄμβροτα εἵματα ἕσσε·
πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι,
Ὕπνῳ καὶ Θανάτῳ διδυμάοσιν, οἵ ῥά μιν ὦκα
κάτθεσαν ἐν Λυκίης εὐρείης πίονι δήμῳ.
Πάτροκλος δ᾽ ἵπποισι καὶ Αὐτομέδοντι κελεύσας
685 Τρῶας καὶ Λυκίους μετεκίαθε, καὶ μέγ᾽ ἀάσθη
νήπιος· εἰ δὲ ἔπος Πηληϊάδαο φύλαξεν,
ἦ τ᾽ ἂν ὑπέκφυγε κῆρα κακὴν μέλανος θανάτοιο.
ἀλλ᾽ αἰεί τε Διὸς κρείσσων νόος ἠέ περ ἀνδρῶν·
ὅς τε καὶ ἄλκιμον ἄνδρα φοβεῖ καὶ ἀφείλετο νίκην
690 ῥηϊδίως, ὅτε δ᾽ αὐτὸς ἐποτρύνῃσι μάχεσθαι·
ὅς οἱ καὶ τότε θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν ἀνῆκεν.

***
Εκείνου αντείπε ο δοξαστός στα όπλα Μηριόνης:
620 «Αινεία, πράγμα δύσκολον, ανδράγαθος αν κι είσαι,
του κάθε ανδρός που αντίκρυ σου με τ᾽ άρματα προβάλει
εσύ να πάρεις την ζωήν· θνητός και συ γεννήθης·
εάν ακόντιζα κι εγώ και σου άνοιγα το στήθος
και δυνατός και θαρρετός εις την ανδρειά σου ως είσαι,
625 θα είχα εγώ το καύχημα και ο Άδης την ψυχήν σου».
Αυτά είπε και ο Πάτροκλος τον αποπήρε ο θείος:
«Τι λέγεις τούτ᾽, ανδράγαθος ως είσαι, Μηριόνη,
για λόγια, φίλε, υβριστικά οι Τρώες δεν θ᾽ αφήσουν
το λείψανο αν κανένας τους το χώμα δεν δαγκάσει.
630 Αξίζει ο λόγος στην βουλήν, στον πόλεμον το χέρι.
Όθεν εμπρός στον πόλεμον και ας μη πολυλογούμε».
Είπ᾽, εκινήθη και σ᾽ αυτόν κατόπι ο θείος άνδρας,
και ως εις το δάσος του βουνού των ξυλοκόπων κρότος,
σηκώνεται ακατάπαυστος και ακούεται από πέρα,
635 παρόμοια και των μαχητών, από της γης το πλάτος,
βρόντον εσήκωνε ο χαλκός και οι ταύρινες ασπίδες
με ξίφη και με δίστομα κοντάρια ως εκτυπιόνταν
και γνώστης δεν θα γνώριζε τον θείον Σαρπηδόνα,
ως απ᾽ ακόντι, απ᾽ αίματα και από την σκόνην όλος
640 πατόκορφα εσκεπάζετο και στον νεκρόν εκείνοι
ολόγυρ᾽ αναδεύονταν, σαν μύγες εις την μάνδραν
βουίζαν ολοτρόγυρα σ᾽ ολόγεμες καρδάρες
το καλοκαίρι οπού στ᾽ αγγειά το γάλα ξεχειλίζει.
Τότε απ᾽ αυτούς, που εμάχονταν εις τον νεκρόν τριγύρω
645 στιγμήν ο Ζευς δεν έστρεψε τα φωτερά του μάτια·
αυτός ετήρα πάντοτε και αμφίβολος μετρούσε
μέσα στο βάθος της ψυχής τον φόνον του Πατρόκλου,
ή τώρ᾽ αυτού στο λείψανο του θείου Σαρπηδόνος
ο Έκτωρ με την λόγχην του το σώμα να του σχίσει
650 και να του πάρει τ᾽ άρματα, ή θε ν᾽ αφήσει ακόμη
σ᾽ άλλους πολλούς τον όλεθρον να φέρ᾽ η δύναμίς του.
Και τούτο μες στον λογισμόν προτίμησεν ο νους του,
πάλι ο λαμπρός ακόλουθος του θείου Αχιλλέως
τους Τρώας και τον Έκτορα να κυνηγήσει οπίσω
655 κατά την πόλιν και πολλούς να θανατώσει ανδρείους.
Μ᾽ άνανδρο πνεύμα επάγωσε του Έκτορος τα στήθη·
στ᾽ αμάξι ανέβη κι έφευγε κι εφώναζε των άλλων
να φύγουν ως εγνώρισε τες πλάστιγγες του Δία.
Και ούτε οι γενναίοι Λύκιοι σταθήκαν αλλ᾽ εφύγαν
660 όλοι, τον βασιλέα τους ως είδαν νεκρωμένον
κάτω απ᾽ το πλήθος των νεκρών, ότι πολλοί ᾽χαν πέσει
επάνω του στον άσπονδον που άναψε αγώνα ο Δίας.
Κι εκείνοι ωστόσον έπαιρναν από τον Σαρπηδόνα
τ᾽ άρματα τα περίλαμπρα, και τα ᾽φεραν στα πλοία
665 καθώς τους είπε ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου.
Και είπε τότε ο βροντητής του Φοίβου: «Άμε, γλυκέ μου
Φοίβε, απ᾽ τα βέλη σήκωσε τον Σαρπηδόνα, πρώτα
από τα μαύρα αίματα να τον καθάρεις όλον
στου ποταμού τα ρεύματα μακράν και αφού τον χρίσεις
670 με αμβροσίαν, άφθαρτα ενδύματα ένδυσέ τον,
και στείλε τον με οδηγούς ταχείς τα διδυμάρια
τον Ύπνον και τον Θάνατον να τον ξεπροβοδήσουν,
ως να τον θέσουν στον λαόν της κάρπιμης Λυκίας,
όπου αδελφοί και συγγενείς θα του σηκώσουν τάφον
675 και στήλην, μόνον χάρισμα που των νεκρών ανήκει».
Είπε, και δεν παράκουσεν ο Απόλλων στον πατέρα
και μες στην μάχην έπεσεν από τα όρ᾽ Ιδαία·
μέσ᾽ απ᾽ τα βέλη εσήκωσε τον θείον Σαρπηδόνα,
στον ποταμόν τον έλουσε, τον έχρισε αμβροσίαν,
680 κι ενδύματα τον ένδυσε, που είναι άφθαρτα υφασμένα·
κι έστειλε αυτόν με οδηγούς ταχείς, τα διδυμάρια
τον Ύπνον και τον Θάνατον, που τον ξεπροβοδήσαν
και τον εθέσαν στον λαόν της κάρπιμης Λυκίας.
Τότ᾽ είπε του Αυτομέδοντος ο Πάτροκλος να σπρώξει
685 το αμάξι αυτού κατάποδα των Τρώων και Λυκίων·
ποια τύφλωσις! αν φύλαγε τον λόγον του Αχιλλέως,
την μοίραν θα εξέφευγε την μαύρην του θανάτου.
Αλλά του Δί᾽ αξίζει ο νους πλιότερο ή του ανθρώπου,
που εύκολα και άνδρ᾽ ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην
690 του αφαιρεί και άλλην φοράν τον σπρώχνει αυτός στην μάχη
όπως τότ᾽ έβαλε φωτιά στα στήθη του Πατρόκλου.

Όταν η σκέψη γίνεται αμυντικός μηχανισμός: Εκλογίκευση και διανοητικοποίηση

Σε κάποιον βαθμό όλοι κάνουμε συζητήσεις με τον εαυτό μας, κάτι σαν εσωτερικούς μονολόγους, και τις ονομάζουμε σκέψεις. Για τους περισσότερους ανθρώπους, αυτή η ροή λέξεων μέσα στο κεφάλι τους κατέχει κεντρική θέση στην επίγνωση του εαυτού τους ως όντα με συναισθήματα.

«Σκέφτομαι, άρα υπάρχω», έλεγε ο Καρτέσιος: η αίσθηση του εαυτού μου δημιουργείται, κατά ένα μέρος, από τις λέξεις που ρέουν στο μυαλό μου.

Η σκέψη μοιάζει με εποικοδομητική διαδικασία, κι έτσι είναι. Από την άλλη πλευρά, η σκέψη μερικές φορές μοιάζει να στρέφεται εναντίον μας και καταντά ενοχλητική ή ακόμη και βασανιστήριο. Σας έχει τύχει ποτέ να μην μπορείτε να κοιμηθείτε, επειδή δεν ησυχάζει το μυαλό σας από τις σκέψεις; Ή να σας πιάσει εμμονή με κάτι -έναν καβγά με κάποιον φίλο ή μια σημαντική απόφαση για τα επαγγελματικά σας- και να μην μπορείτε να σταματήσετε να το σκέφτεστε, ακόμη κι αν το θέλετε;

Η σκέψη είναι ισχυρό εργαλείο, μα όταν συνεχίζεται ασταμάτητα γίνεται βασανιστήριο.

Και αν η σκέψη συχνά αποτελεί ένα είδος εσωτερικού διαλόγου κι ένα σχόλιο που κάνουμε στον εαυτό μας στην πραγματικότητα δεν ισχύει;

Μερικές φορές η σκέψη γίνεται ένα εσωτερικό ψέμα, μας οδηγεί μαριά από την άσχημη αλήθεια ή καλύπτει την οδυνηρή πραγματικότητα. Σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε επιστρατεύσει τη σκέψη ως ψυχολογικό μηχανισμό άμυνας.

Οι πιο σύνηθεις τρόποι με τους οποίους η σκέψη γίνεται αμυντικός μηχανισμός είναι η εκλογίκευση και η διανοητικοποίηση.

Εκλογίκευση

«Κοροϊδεύεις τον εαυτό σου!»

«Έλα στα συγκαλά σου! Δες την πραγματικότητα!»

«Παραμυθιάζεσαι, δεν είναι έτσι τα πράγματα.»

Αυτές είναι τρεις μόνο από τις πολλές εκφράσεις που χρησιμοποιούμε όταν πιστεύουμε ότι κάποιος τρέφει αυταπάτες. Μπορεί να μας έχει πει κάτι που του φαίνεται ότι περιγράφει την πραγματικότητα μιας κατάστασης, αλλά εμείς είμαστε σίγουροι ότι έχει πείσει τον εαυτό του πως έτσι είναι τα πράγματα, επειδή αυτό θέλει να πιστεύει, όχι επειδή όντως είναι έτσι. Ευσεβείς πόθοι, θα λέγαμε.

Διεξάγουμε μια πνευματική διεργασία εξαπάτησης του εαυτού μας, η οποία περιλαμβάνει την εξωτερίκευση της σκέψης για να υπηρετήσει ένα ψέμα.

Μερικές φορές το ψέμα που λέμε περιέχει και τη δικαιολόγηση κάποιου συναισθήματος, ενός κινήτρου ή μιας πράξης.

Ο απώτερος στόχος είναι να φαίνεται πιο πιστευτό ή αποδεκτό, δηλαδή βρίσκουμε δικαιολογίες όταν σε κάποιον βαθμό αισθανόμαστε άβολα με αυτά που λέμε.

Και για τις πράξεις μας βρίσκουμε δικαιολογίες, δηλαδή τις εκλογικεύουμε, όταν δεν θέλουμε να αναλάβουμε την πλήρη ευθύνη για κάτι που κάναμε.

Ο βαθμός μου είναι χάλια, επειδή δεν με χωνεύει ο καθηγητής (και όχι επειδή δεν διάβασα όσο έπρεπε).

Επίσης εφευρίσκουμε εύλογες αιτίες για να εξηγήσουμε κάτι που κάναμε, παρουσιάζοντάς το ως απόλυτα λογικό, όταν στην πραγματικότητα οδηγηθήκαμε από συναισθήματα που δεν θέλουμε να παραδεχτούμε ούτε καν στον εαυτό μας.

Αγόρασα αυτό το φουστάνι επειδή δεν είχα τίποτα να βάλω στο πάρτι της Τζέιν (και όχι επειδή ήξερα ότι θα ήταν εκεί ο πρώην μου που με παράτησε, οπότε ήθελα να φαίνομαι όμορφη, σα να μη με νοιάζει καθόλου).

Η εκλογίκευση παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και στη στήριξη της αυτοεκτίμησής μας.

Η Ντόρα πήρε την προαγωγή επειδή είναι φιλόδοξη και αδίστακτη και κατάφερε να ξεγελάσει το αφεντικό.

Δεν είναι καλύτερα να πιστεύουμε κάτι τέτοιο παρά να δεχτούμε ότι η Ντόρα είναι πιο ικανή στη δουλειά από εμάς;

Η Μπράντι θέλει τον Ντέιβιντ και όχι εμένα, επειδή αυτός έχει λεφτά και καλό αυτοκίνητο. Ίσως η Μπράντι να βρίσκει τον Ντέιβιντ πιο ενδιαφέροντα και πιο ωραίο. Τόσο απλά.

Η εκλογίκευση δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρός αμυντικός μηχανισμός.

Η αλήθεια βρίσκεται συχνά ακριβώς κάτω από τη μύτη μας και με λίγη βοήθεια -όταν κάποιος μας πει την αλήθεια χωρίς να μας κατηγορεί ή να μας επικρίνει- μπορεί να την αναγνωρίσουμε, ακόμη και αν χρειαστεί προσπάθεια.

Διανοητικοποίηση

Ενώ η εκλογίκευση ως αμυντικός μηχανισμός προσφέρει εξηγήσεις για συγκεκριμένα γεγονότα, οι οποίες είναι πιο πιστευτές από την αλήθεια, η διανοητικοποίηση προσπαθεί να κρατήσει ολόκληρο το φάσμα των ενοχλητικών συναισθημάτων σε απόσταση.

Η πρώτη μπορεί να εκληφθεί ωςτο αθώο ψέμα που όλοι λέμε κάποια στιγμή στον εαυτό μας, ενώ η δεύτερη είναι ένα σύστημα σε λειτουργία που παράγει ένα ψέμα σε διαρκή εξέλιξη: μην παρεμποδίζετε το συναίσθημα, μόνο απενεργοποιήστε τη σκέψη.

Η εκλογίκευση είναι μια διακριτική, ευκαιριακή άμυνα, ανώ η διανοητικοποίηση διαχέεται και καθορίζει ολόκληρο τον χαρακτήρα.

Ο Φρόιντ δεν ανέφερε ποτέ τη λέξη διανοητικοποίηση, παρόλο που αντιλαμβανόταν ότι η διανοητική διεργασία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για αμυντικούς σκοπούς. Η Άννα Φρόιντ, η κόρη του, αφιέρωσε ένα ολόκληρο κεφάλαιο του βιβλίου της Το Εγώ και οι μηχανισμοί άμυνας στο θέμα «Διανοητικοποίηση κατά την εφηβεία».

Πίστευε ότι «το αυξανόμενο ενδιαφέρον για πνευματικά, επιστημονικά και φιλοσοφικά θέματα αυτή την περίοδο αντικατοπτρίζει την απόπειρα να ελεγχθούν οι ορμές και τα συναισθήματα που συνδέονται με αυτές» και θεωρούσε φυσιολογική αυτή την προσπάθεια κατά τη διάρκεια της εφηβείας.

Οι άνθρωποι που διανοητικοποιούν τις εμπειρίες τους αφιερώνουν την προσοχή τους στις σκέψεις που περνούν από το μυαλό τους σε τέτοιο βαθμό, που δεν έχουν χρόνο για όσα συμβαίνουν στο σώμα τους.

Το τι αισθανόμαστε σωματικά μας βοηθά να καταλάβουμε και τα συναισθήματά μας. Τα δάκρυα που ετοιμάζονται να κυλήσουν, το σφίξιμο στο στήθος και η αναπνοή που κόβεται -όλα αυτά βοηθούν να καταλάβω ότι αισθάνομαι θλίψη. Αν όμως είμαι απασχολημένος μόνο με τις σκέψεις μου, μπορεί να μην καταλάβω αυτά τα σήματα που στέλνει το σώμα μου και να συνειδητοποιήσω το συναίσθημα.

Ακόμη κι αν αντιληφθώ κατά ένα μέρος τη θλίψη, μπορεί αμέσως να στρέψω την προσοχή μου προς τη σκέψη και μακριά από τη σωματική αίσθηση, για να απαλλαγώ από αυτήν.

Με άλλα λόγια, η διανοητικοποίηση είναι μια ολοκληρωτική και διαρκής προσπάθεια να στρέψουμε την προσοχή μας μακριά από τα σήματα που στέλνει το σώμα μας και που συνδέονται άμεσα με τα συναισθήματα προς την περιοχή της νόησης.

Ο άνθρωπος και το φόρεμα

Το φόρεμα (ανθρώπινη επινόηση και φροντίδα) ως προστασία και στολισμός αποτελειώνει και επισφραγίζει το «πρόσωπό» μας, το συμπληρώνει και το παρουσιάζει.

Το πώς ντύνομε το σώμα μας (από την κεφαλή έως τα πόδια), με τι υλικά και με ποιο τρόπο, δεν είναι καθόλου ασήμαντο ή τυχαίο γεγονός για την υπόστασή μας, τη «δημόσια» και την «ιδιωτική».

Αποτελεί μέρος του εαυτού μας, την προβολή του προς τα έξω, και εκφράζει την προσωπική μας υφή: το πώς θέλομε να μας βλέπουν –οι άλλοι και τα δικά μας μάτια.

Γδύνετε έναν άνθρωπο (στο ιατρείο, στο στρατόπεδο, στη φυλακή) και χάνει αμέσως την αυτοπεποίθηση, τη δύναμη, το γόητρό του. Έχει την εντύπωση ότι του αφαιρέσατε και κρατάτε στα χέρια σας όχι απλώς το περίβλημα, αλλά ένα μεγάλο μέρος από την ουσία του. Ότι τον ακρωτηριάσατε. Φαντάζεστε ότι μπορεί να επιβληθεί, να έχει συνείδηση του εαυτού του «πλήρη», να ασκήσει την εξουσία ή την αποστολή του ένας αξιωματικός χωρίς στολή, ένας παπάς δίχως ράσο, ένας δικαστής ντυμένος όπως ο κατηγορούμενος; Ο Carlyle, θαρρώ, προτείνει κάπου να κάνομε ένα μικρό «νοερό πείραμα», για να βεβαιωθούμε πόσο αξίζουν οι μεγάλοι τιτλούχοι της κοινωνίας, εκείνοι που η σύμβαση και ο εθισμός τούς έχει υψώσει σε θέσεις μεγαλοσύνης και ισχύος: υποθέσετε –λέει– ότι σε μια soirée de gala της Όπερας πέφτουν και εξαφανίζονται τα ρούχα όλων των θεατών· μπορείτε πια να ξεχωρίσετε το βασιλέα από τον ταξιθέτη, τη στρατηγίνα από τη σιδερώτρια της σκηνής; Μαζί με το φόρεμα πάει και ο κοινωνικός διαφορισμός· αποτέλεσμα: η πλήρης εξομοίωση, το αριθμητικό πλήθος.

Στις αρχαίες κοινωνίες, στους λαούς τους πρωτόγονους όχι μόνο το επίσημο φόρεμα (του φύλαρχου, του ιερέα, του μάντη κτλ.), αλλά και το καθημερινό λογαριάζεται πολύ. Πιστεύεται ότι είναι μέρος του ανθρώπου που το φορεί, συνέχεια, απόληξή του· ότι μετέχει στην ουσία του, έχει εμποτισθεί απ' αυτήν, όπως οι τρίχες του σώματος ή τα νύχια. Και γι' αυτό, εάν κατορθώσει κανείς να προμηθευτεί έστω και ένα κομματάκι από το ρούχο του εχθρού ή του αγαπημένου του, μπορεί να τον κάνει (με τη δύναμη της μαγείας) υποχείριό του. Ο πρωτόγονος (και με τη νοοτροπία του σκέπτονται και ενεργούν πάρα πολλοί, ακόμη και μέσα στις πιο εξελιγμένες κοινωνίες) φοβάται και «φυλάει» τα ρούχα του. Όπως και την απεικόνιση, το είδωλό του. Περιέχουν, κατά κάποιο τρόπο, την υπόστασή του, και όταν τα παραδίνει, ή του τα αρπάζουν, πιστεύει ότι έχει εκχωρήσει ένα μέρος του εαυτού του στη διάκριση του άλλου και βρίσκεται πια κάτω από τον έλεγχό του.

Όχι λοιπόν δεν κάνει, αλλά ίσα – ίσα το ράσο κάνει τον παπά. Όταν αλλάζετε το φόρεμά σας, αισθάνεστε διαφορετικός. Βάζετε τα γιορτινά σας και αμέσως διάθεση και συμπεριφορά γίνεται πανηγυρική· ντύνεστε στο χακί, και ένας άλλος τύπος ανθρώπου σχηματίζεται μέσα σας: ο στρατιώτης· τα μαύρα ρούχα δεν ταιριάζουν απλώς, συνθέτουν το πένθος σας· για να νιώσετε την εξοχή, το βουνό, τη θάλασσα, πρέπει να πετάξετε το συνηθισμένο και να βάλετε το εκδρομικό σας κοστούμι. Με την ίδια αμφίεση δεν μπορείτε να ζήσετε διαφορετικές καταστάσεις ζωής. Στην ανάγκη, μεταβάλλετε μια λεπτομέρεια (ανασηκώνετε το καπέλο ή τα μανίκια σας, πετάτε το σακάκι ή ξεκουμπώνετε το πουκάμισό σας) και βρίσκετε την αντιστοιχία του εσωτερικού με το εξωτερικό σας.

Πόσο η εξωτερική εμφάνιση (φόρεμα προπάντων αλλά και κόμμωση, στάση, περπάτημα) είναι συνάρτηση της εσωτερικής μας δομής, φαίνεται από το γεγονός ότι και μόνο από τον τρόπο που ντύνεται ένας άνθρωπος μπορεί να μαντέψει κανείς το επάγγελμα, την κοινωνική θέση, την παιδεία του, αλλά και πολλές πτυχές του χαρακτήρα του: το βάθος της ψυχής του, τις βλέψεις και τις επιδιώξεις του, τις διαστάσεις του αισθηματικού του κόσμου, το τι θέλει και μπορεί να πάρει και να δώσει στη ζωή, το πόσο εμπιστεύεται τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους, αν λογαριάζει ή όχι τα μέτρα και τις συνήθειες του συλλογικού βίου. Άλλοτε (π.χ. στους μεσαιωνικούς χρόνους της Ευρώπης) υπήρχε μεγάλη ελευθερία στο ντύσιμο, και ο καθένας έδειχνε, μαζί με το γούστο, και τη φαντασία του στη μορφή και στα χρώματα των φορεμάτων του. (Κάτι που τώρα θεωρείται μόνο προνόμιο των γυναικών).

Αλλά και σήμερα που το φόρεμα έχει σε μεγάλη κλίμακα διεθνοποιηθεί και τυποποιηθεί, υπάρχουν μεγάλα περιθώρια για την πρωτοβουλία μας. Και ένα οξύ βλέμμα μπορεί από την αμφίεση και μόνο να ξεχωρίσει τον φιλάρεσκο από τον αδιάφορο· τον ματαιόδοξο από τον ταπεινό· τον επιτηδευμένο και περίπλοκο από τον αφελή και απλό· εκείνον που ζητεί να πάρει από τους άλλους σημασία, απ' αυτόν που γνωρίζει ότι την έχει· τον ασταθή και αβέβαιο από τον ήσυχο και σίγουρο· τον άνθρωπο με θολό και βάναυσο από το άνθρωπο με λεπτό και καθαρό αισθηματικό κόσμο· τον επιτήδειο, αλλά και επικίνδυνο από τον αδέξιο και αγαθό τον ονειροπόλο από τον πρακτικό· τον άνθρωπο της άμεσης και γρήγορης εντύπωσης από εκείνον που ξέρει και προτιμά να περιμένει· αυτόν που δεν εννοεί να παραιτηθεί και επιμένει στις χαρές της ζωής, απ' αυτόν που αποφάσισε ή προσποιείται ότι θέλει να συνθηκολογήσει με τον κάματο, τις απογοητεύσεις ή την ευπρέπεια, και ούτω καθεξής.

Ακόμα και όταν συμβεί μια βαθιά και απότομη μεταβολή στη δημόσια ή στην ιδιωτική ζωή ενός ανθρώπου, μια περιπλοκή απροσδόκητη, μια κρίση (όταν κλείσει π.χ. μια πόρτα και σκοτεινιάσει, ή ανοίξει ένα παράθυρο και φωτισθεί, ευωδιάσει ο αισθηματικός του κόσμος), η αλλαγή θα σημειωθεί και στην αμφίεσή του: το φόρεμα βαραίνει ή ελαφρώνει, εγκαταλείπεται ή γίνεται αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας, προσαρμόζεται στη νέα κατάσταση ή ετοιμάζεται να την απεικονίσει. Τις πιο πολλές φορές οι μεταπτώσεις αυτές γίνονται χωρίς να τις επιδιώξουν εμπρόθετα ή και να τις προσέξουν οι φορείς τους. Η παρόρμηση έρχεται μόνη της, από «μέσα», και το αποτέλεσμα γίνεται αντιληπτό άμα οριστικοποιηθεί.

Μια τελευταία παρατήρηση: την προσδιοριστική, την περιοριστική δύναμη του φορέματος την αισθανόμαστε όταν ανταλλάσσομε το αληθινό μ' ένα ψεύτικο –που μας κρύβει. Π.χ. στην αποκριάτικη αμφίεση. Τότε έχομε το αίσθημα ότι αποδεσμευτήκαμε, αποβάλαμε ένα μέρος του εαυτού μας, εκείνο που έχομε συνθέσει για να το θεωρούν οι άλλοι (και μεις οι ίδιοι) πρόσωπό μας, και μπορούμε πια να παίζομε ένα ρόλο –αυτόν που δεν έχομε καθόλου ή συχνά το θάρρος ή την ευκαιρία να υποδυθούμε στην καθημερινή ζωή. Εάν μας αποσπάσουν την ψεύτικη περιβολή ξαναγυρίζομε στην τάξη και στη νηφαλιότητα– η παρένθεση έχει κλείσει... 

Το φόρεμα παρατηρεί ο J. Stoetzel, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο τόσο της φυσικής όσο και της κοινωνικής «συνείδησης του εγώ» (αυτοσυνείδησης). Το σώμα καθαυτό είναι κάτι ατελείωτο, λειψό, ατελές χωρίς το φόρεμα που το ντύνει. «Η γυμνότητα γίνεται αισθητή ως απουσία, ως αληθινή στέρηση». «Οι ιδιότητες του φορέματος υποκατασταίνονται στις σωματικές ιδιότητες κ' έτσι μπαίνουν μέσα στη συνείδηση του εγώ. Το φαρδύ παλτό δίνει όχι μόνο στο θεατή, αλλά και στο ίδιο το υποκείμενο μιαν εντύπωση εύρους του προσώπου του». Εξάλλου, είναι ολοφάνερο το τι οφείλει στο φόρεμα η συνείδηση του κοινωνικού ρόλου. «Μας φτάνει να κοιτάξομε τον εαυτό μας, να τον αισθανθούμε μέσα στα φορέματά μας, για να ξέρομε τι είμαστε: αστοί μέσα στο πανωφόρι, εργάτες κάτω από το σκούφο, αγρότες απάνω στα χοντρά παπούτσια... Επειδή φορώ ορισμένη στολή, οι άλλοι με μεταχειρίζονται κατά τη θέση μου και έτσι αποκτώ κοινωνική συνείδηση του εαυτού μου με αυτή τη συμπεριφορά των άλλων απέναντι μου, συμπεριφορά που προκαλεί το ντύσιμο μου».

Και από την άποψη λοιπόν του φορέματος προβάλλει για τον ψυχολόγο η αιώνια απορία: Στον άνθρωπο χωρίζεται το πρόσωπο από το προσωπείο; που τελειώνει το πρώτο και αρχίζει το δεύτερο;

Καθετί που μεσολαβεί μεταξύ λίκνου και μνήματος είναι αβέβαιο

Όπως λέμε συχνά, χωρίς να το πολυπιστεύουμε, ό,τι δεν μας σκοτώνει μας κάνει καλύτερους. Δείτε ανθρώπους που πέρασαν σοβαρές ασθένειες: 

συνήθως έχουν αντιληφθεί την αξία της ζωής, έχουν επανεκτιμήσει τη φιλία και τον έρωτα, έχουν απαλλαγεί από τις παραξενιές τους. 

Η ζωή είναι ένα παιχνίδι με λίγους νικητές. 

«Αφ’ ότου εναυάγησα ευπλοώ» έλεγε ο Ζήνων. Με άλλα λόγια, οι δυσκολίες από τις τις οποίες επέζησα με έχουν κάνει καλύτερο και ευτυχέστερο. 

Προσθέτει ο Σενέκας: «Οι δυσκολίες της ζωής δυναμώνουν τον νου όπως η εργασία δυναμώνει το σώμα». 

Πολλοί άνθρωποι, ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, πιστεύουν ότι η ζωή τους είναι «εξασφαλισμένη» κι ότι η πολιτεία τους οφείλει πλήρη προστασία. Όμως η ζωή είναι, από φύση της, αβέβαιη και γεμάτη κινδύνους: 

«Καθετί που μεσολαβεί μεταξύ λίκνου και μνήματος είναι αβέβαιο» λέει ο Σενέκας. Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να προστατευθεί από τα ατυχήματα της ζωής. Πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη ότι «κάτι μπορεί να συμβεί. 

Όπως λέει ο Σένεκας: «Θα αποπλεύσω εκτός αν κάτι με εμποδίσει. Η επιχείρησή μου θα επιτύχει εκτός αν κάτι μεσολαβήσει». Για τον φρόνιμο άνθρωπο τίποτα δεν είναι απροσδόκητο και αιφνιδιαστικό.

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΤΟΣΟ ΨΥΧΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΙ;

Γιατί επαναλαμβάνουμε τόσο συχνά τα λάθη μας; Γιατί έχουμε ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, υποκύπτοντας στην παρόρμηση επανάληψης συγκεκριμένων πράξεων, παρά τις προσπάθειές μας να την καταστείλουμε; Γιατί βιώνουμε μονίμως τις ίδιες εσωτερικές συγκρούσεις που ουδέποτε επιλύονται; Γιατί δεν μαθαίνουμε ποτέ; Οι λεπτομέρειες διαφέρουν ανά περίπτωση, αλλά πιστεύω ότι σχεδόν πάντοτε εμπλέκεται κάποιος γενετικός παράγοντας σε όλα αυτά.

Από όλα τα όργανα του ανθρώπινου σώματος, εκείνο στο οποίο υπάρχουν τα περισσότερα ενεργά γονίδια- περίπου το 60% του συνόλου των γονιδίων του γονιδιώματος- είναι ο εγκέφαλος. Ως εκ τούτου, πίσω από τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς – μεταξύ των οποίων και η ροπή μας προς την εξαπάτηση και την αυτοεξεπάτηση – πρέπει να κρύβεται μια τεράστια γενετική ποικιλομορφία. Αυτό σημαίνει ότι πολλές από τις ψυχολογικές διαφορές μεταξύ των ανθρώπων πρέπει να έχουν πρωτίστως γενετικές κα όχι περιβαλλοντικές ή κοινωνικές αιτίες. Μόνο μέσα από την ενδελεχή διερεύνηση των γενεαλογικών χαρακτηριστικών μας, ιδίως του άμεσου οικογενειακού μας περιβάλλοντος, θα μπορούσαμε να προσδιορίσουμε την ψυχολογική επίδραση συγκεκριμένων γονιδίων, κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ως αποτέλεσμα, εξακολουθούμε να μην κατανοούμε τις αιτιακές σχέσεις που κρύβονται πίσω από μεγάλο μέρος της ποικιλομορφίας του κοινωνικού μας περίγυρου.

Μπορεί ο ακριβής τρόπος έκφρασης των γονιδίων μας να είναι δεκτικός σε τροποποιήσεις, αλλά τα ίδια τα γονίδια δεν αλλάζουν. Αν τα γονίδιά μας συνεχίζουν να δρουν με τον ίδιο τρόπο καθ’ όλη τη ζωή μας, αυτό είναι πιθανό να το βιώνουμε ως ψυχαναγκαστική συμπεριφορά, την οποία αδυνατούμε να αλλάξουμε όσο και αν το προσπαθούμε. Είναι επίσης πιθανόν τα γονίδιά μας να θέτουν, σε νεαρή ηλικία, τα βασικά θεμέλια των επιθυμιών και των παρορμήσεων μας, και να είναι εξαιρετικά δύσκολο τέτοια θεμέλια να τροποποιηθούν. Με άλλα λόγια, η συμπεριφορά μας ενδέχεται να χαρακτηρίζεται από τον ιδιαίτερο γονότυπό μας.

Σε ό,τι αφορά τις εσωτερικές μας συγκρούσεις, θυμηθείτε ότι τα συμφέροντα των πατρικής και μητρικής προέλευσης γονιδίων μας βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση, η οποία σπανίως επιλύεται προς όφελος της μιας ή της άλλης πλευράς. Από την άλλη, όπως έχουμε δει, με την πάροδο του χρόνου οι συγγενικές μας σχέσεις με τον άμεσο περίγυρό μας γίνονται από τη σκοπιά των πατρικής και μητρικής προέλευσης γονιδίων μας, ολοένα και πιο συμμετρικές (τα πατρικής και μητρικής προέλευσης γονίδιά μας συγγενεύουν εξίσου με τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, αλλά όχι με τα αδέλφια μας και τους γονείς μας). Έτσι, καθώς μεγαλώνουμε, αναμένεται να βιώνουμε λιγότερες εσωτερικές συγκρούσεις, αλλά και να απολαμβάνουμε, μετά τα 60 μας, το φαινόμενο θετικότητας που διακρίνει τους ηλικιωμένους.

Λίγοι ψυχαναγκασμοί είναι ισχυρότεροι ή κανονικότεροι (στον ανδρικό πληθυσμό, τουλάχιστον) από εκείνον της αναζήτησης ερωτικής συντροφιάς τα βράδια, με οποιουσδήποτε όρους. Ένα πολύτιμο δίδαγμα που έχω εμπεδώσει τα τελευταία χρόνια- με καθυστέρηση σαράντα ετών, είναι αλήθεια, από την εποχή που θα μου φαινόταν πραγματικά χρήσιμο- είναι ότι υποφέρει κανείς λιγότερο όταν πέφτει για ύπνο νιώθοντας μοναξιά παρά όταν ξυπνά νιώθοντας ενοχές. Το ότι έχω καταφέρει να διατυπώσω αυτό το συμπέρασμα υπό τη μορφή ενός απλού κανόνα έχει αποδειχθεί ωφέλιμο. Μπορεί να μην τον ακολουθώ πάντοτε πιστά, αλλά τον τηρώ συχνότερα από όσο τον παραβαίνω- και όταν τον παραβαίνω, έχω καλύτερη επίγνωση των ενοχών μου και ισχυρότερη διάθεση να αποφύγω νέα μελλοντικά παραστρατήματα. Η νέα αυτή προσέγγιση με έχει ωφελήσει ποικιλοτρόπως. Ξυπνώντας κάθε πρωί χωρίς ενοχές, έχω αρχίσει να αισθάνομαι πιο δυνατός και πιο σίγουρος για τον εαυτό μου. Νιώθω ότι έχω βάλει τη ζωή μου σε μια καλύτερη τροχιά, η οποία μου προσφέρει σημαντικά οφέλη. Δεν μπορώ ,βέβαια, να ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό, αλλά αν όντως είναι απευκταία κάθε επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά που συντελεί στην ανάπτυξη ενοχικών συναισθημάτων, η προσπάθεια περιορισμού της αναμφίβολα αξίζει τον κόπο.

Αν δεν έχουμε συνείδηση της γενικότερης ροπής των ανθρώπων προς την εξαπάτηση και την αυτοεξεπάτηση, βρισκόμαστε σε εξόχως μειονεκτική θέση. Διατρέχουμε τον κίνδυνο να πιστέψουμε άκριτα όσους μας λένε ψέματα, ιδίως άτομα που βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας· να πιστέψουμε ό,τι γράφεται σε εφημερίδες· να πέσουμε θύματα επαγγελματιών απατεώνων· να ενστερνιστούμε αναληθή ιστορικά αφηγήματα. Υψηλός βαθμός συνείδησης σημαίνει επίγνωση των ποικίλων δυνατοτήτων που μπορούν να προκύψουν σε έναν κόσμο ο οποίος βρίθει από φαινόμενα εξαπάτησης και αυτοεξαπάτησης.

Η συνείδηση και η ικανότητα να την ανταλλάξουμε είναι δύο διαφορετικές μεταβλητές. Προσωπικά, έχω επιρρέπεια στην ηθικολογία, στην υπέρμετρη αυτοπεποίθηση και στην απόρριψη της διαφορετικής γνώμης. Καμία έκπληξη έως εδώ. Έχω όμως, συναίσθηση όλων αυτών των μεροληψιών μου. Μπορώ να σας τις περιγράψω με το νι και με το σίγμα. Θα ήθελα να συμπεριφερόμουν διαφορετικά; Ναι. Μπορώ να αλλάξω τη συμπεριφορά μου; Όχι. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το τραγικό παράδοξο της αυτοεξαπάτησης: Αναγνωρίζουμε τις αδυναμίες μας και θέλουμε να τις βελτιώσουμε, αλλά αδυνατούμε να το πράξουμε.

Από την άλλη, αν έχουμε συνείδηση της ροπής μας την εξαπάτηση και τη αυτοεξαπάτηση, μπορούμε να προσπαθήσουμε να την κατανοήσουμε καλύτερα, να τη θέσουμε υπό έλεγχο και, εφόσον το επιθυμούμε, να την αντιπαλέψουμε. Κατά το πλείστον, η συνειδητή επίγνωση μας επιτρέπει να αντιληφθούμε καλύτερα τις διάφορες όψεις του κοινωνικού κόσμου που μας περιβάλλει- από τα ψέματα με τα οποία μας παραπλανούν έως τα ψέματα που λέμε οι ίδιοι στον εαυτό μας και στα αγαπημένα μας πρόσωπα.

Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες

Επειδή όμως τα γηρατειά δεν έχουν όλα τα κακά, κατά τον Ευριπίδη, ούτε και η βλακεία των φίλων, πρέπει να βλέπει κανείς όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και τις επιτυχίες τους και, μα τον Δία, να τους επαινεί αρχικά, έπειτα όμως, όπως ο σίδηρος πήζει με το πάγωμα και επιδέχεται τη στόμωση, αφού πρώτα διασταλεί και μαλακώσει με τη θερμότητα, έτσι και στους φίλους, χαλαροί καθώς είναι και θερμοί από τους επαίνους, μπορεί εύκολα κανείς να εφαρμόσει την παρρησία, σαν εμβάπτιση στο κατάλληλο υγρό. Παρουσιάζεται, πράγματι, η ευκαιρία να πει κανείς: “Αξίζουν άραγε αυτά να παραβληθούν με εκείνα; Βλέπεις τι καρπούς αποδίδει το καλό; Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες. Τα άλλα πρέπει να ριχτούν

στα βουνά ή στο κύμα της πολύβουης θάλασσας (ΟΜΗΡΟΣ).

Τίποτε άλλο δεν προσφέρεται περισσότερο για να λυπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον αποδέκτη της παρρησίας και να το θεραπεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα από το να μετριάζει κανείς την οργή στη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα όσους κάνουν λάθη.

Επομένως, δεν πρέπει ούτε να τους επικρίνει κανείς άγρια, αν αρνούνται (τα λάθη τους), ούτε να τους εμποδίζει, αν θέλουν να απολογηθούν, αλλά και δικαιολογίες εύσχημες να τους βοηθάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν και να απορρίπτει τη χειρότερη εξήγηση της πράξης τους, προτείνοντάς τους άλλη πιο μετριοπαθή, όπως ο Έκτωρ,

Τρελέ, καλό δεν είναι να βάζεις τέτοια οργή στην ψυχή σου, (ΟΜΗΡΟΣ)

προς τον αδερφό του, επειδή τάχα δεν ήταν λιποταξία ή δειλία η αναχώρησή του από τη μάχη αλλά αντίδραση οργής.

Και προς τον Αγαμέμνονα ο Νέστωρ:

Συ όμως στη μεγαλοπρεπή οργή σου υπάκουσες, (ΟΜΗΡΟΣ)

Πιο ψυχολογημένο, θαρρώ, είναι να πεις “φέρθηκες άσχημα” παρά “φέρθηκες άδικα”, “δεν σκέφτηκες σωστά” παρά “αδιαφόρησες”, “μην τσακώνεσαι με τον αδερφό σου” παρά “μην φθονείς τον αδερφό σου” και “απόφυγε τη γυναίκα που σε καταστρέφει” παρά “πάψε να καταστρέφεις τη γυναίκα”.

Τέτοιου είδους μέθοδο αναζητεί η επανορθωτική παρρησία, ενώ η προληπτική την αντίθετη.

Πράγματι, όταν χρειαστεί είτε να αποτρέψει κανείς ανθρώπους που πρόκειται να κάνουν λάθος είτε θελήσουμε να τονώσουμε και να παροτρύνουμε ανθρώπους που στέκονται αδρανείς απέναντι σε κάποια βίαιη αντίδραση ή είναι μαλθακοί και απρόθυμοι να κάνουν το καλό, πρέπει να αποδίδουμε το φαινόμενο σε αιτίες άτοπες και άπρεπες.

Έτσι, στο έργο του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να ερεθίσει τον Αχιλλέα, δεν λέει πως η οργή του έχει να κάνει με το δείπνο, αλλά:

Τώρα είναι η θέα των επάλξεων της Τροίας που σε τρομάζει;

Και πάλι, ενώ ο Αχιλλέας αγανακτεί και λέει ότι θα αποπλεύσει:

Ξέρω εγώ τι προσπαθείς να αποφύγεις· όχι τα λόγια σε βάρος σου,
αλλά τον Έκτορα που είναι κοντά.
Ωραίο πράγμα στ’ αλήθεια, ο θυμός.

Τρομάζοντας τον ψυχωμένο άντρα με την ιδέα ότι θα αποκτήσει φήμη δειλού, τον μετρημένο και κόσμιο ακόλαστου, τον γενναιόδωρο και μεγαλόπρεπο με το ότι θα αποκτήσει φήμη μίζερου και τσιγκούνη, τους παροτρύνουν προς ωραίες πράξεις και τους αποτρέπουν από τις άσχημες, μένοντας μετρημένοι στις κριτικές τους σε περιπτώσεις ανίατες και προσθέτοντας στην παρρησία περισσότερη λύπη και συμμετοχή στον πόνο του άλλου παρά ψόγο, ενώ, όταν πρόκειται να εμποδίσουν τον άλλο να διαπράξει το λάθος ή να (τον κάνουν να) αντισταθεί στο πάθος του, είναι σφοδροί, άτεγκτοι και επίμονοι. Τούτη είναι, όντως, η ευκαιρία να φανεί η ακλόνητη αφοσίωση και η αληθινή παρρησία.

Τον ψόγο, αντίθετα, για όσα έχουν ήδη γίνει βλέπουμε να εφαρμόζουν και οι εχθροί μεταξύ τους, όπως ακριβώς έλεγε ο Διογένης ότι αυτός που είναι να σωθεί πρέπει να έχει φίλους καλούς ή σφοδρούς εχθρούς, διότι οι πρώτοι νουθετούν, οι δεύτεροι επικρίνουν.

Είναι καλύτερο όμως να πείθεται κανείς χάρη σε όσους τον συμβουλεύουν και να αποφεύγει τα σφάλματα, παρά να σφάλει και να μετανοεί λόγω αυτών που τον κακολογούν.

Για τούτο χρειάζεται τέχνη η παρρησία, στον βαθμό που είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό φάρμακο στη φιλία, εφόσον χρειάζεται πάντοτε να πέφτει την κατάλληλη στιγμή και να είναι ισορροπημένη.
Επειδή λοιπόν η παρρησία, όπως έχει λεχθεί, πολλές φορές είναι από τη φύση της λυπηρή γι’ αυτόν που θεραπεύεται, πρέπει να μιμείται κανείς τους γιατρούς.

Πράγματι, ούτε εκείνοι, όταν κάνουν τομή, αφήνουν το μέρος που πάσχει να πονάει και να υποφέρει, αλλά το πλένουν μαλακά και το καταβρέχουν, ούτε όσοι νουθετούν, αφού πετάξουν διακριτικά την πικρή και δηκτική παρατήρησή τους, φεύγουν μακριά, αλλά με άλλες συζητήσεις και λόγους ευχάριστους, τους καταπραΰνουν και τους ψυχαγωγούν, όπως ακριβώς οι λιθοξόοι λειαίνουν και βερνικώνουν τα μέρη των αγαλμάτων που χτύπησαν με τη σμίλη και έκοψαν.

Αυτόν όμως που χτυπήθηκε και χαρακώθηκε από την παρρησία, αν τον αφήσεις τραχύ, με εξογκώματα και ανωμαλίες από την οργή, είναι δύσκολο να τον επαναφέρεις και να τον παρηγορήσεις.

Γι’ αυτό, τούτο είναι από τα κυριότερα που πρέπει να προσέχουν όσοι νουθετούν και να μην το παραμελούν ούτε η τελευταία γεύση που αφήνουν στη συντροφιά και την παρέα να είναι η λύπη και η πίκρα στους φίλους.

VILFREDO PARETO: Ακμή και παρακμή των ελίτ

Ο Vilfredo Pareto (1848-1923) είναι ένας από τους κλασικούς στοχαστές της κοινωνιολογίας. Για την ακρίβεια, είναι ευρύτερα γνωστός για το κοινωνιολογικό του έργο, παρ’ ότι στην εποχή του (και όχι μόνο) απέκτησε φήμη κι έγινε ακαδημαϊκός δάσκαλος χάρη στις καινοτόμες αντιλήψεις του για την οικονομετρία.

Γόνος αριστοκρατικής οικογένειας ,μετά το πέρας των εγκύκλιων σπουδών ο Βιλφρέντο Παρέτο θα φοιτήσει στην πολυτεχνική σχολή μηχανικών του Τορίνο και θα εκπονήσει τη διδακτορική του με θέμα την ισορροπία των στερεών σωμάτων. Στη συνέχεια θα ασκήσει το επάγγελμα του μηχανικού στην εταιρεία σιδηροδρόμων της Φλωρεντίας, όπου και εγκαταστάθηκε το 1874.

Μεταξύ 1883 και 1892 δημοσιεύει σειρά άρθρων υπέρ του ελεύθερου εμπορίου, κατά της αυξημένης φορολογίας, των προνομίων των μονοπωλίων και των καρτέλ, μα και κατά της αύξησης των μισθών. Σ’ αυτά τα άρθρα καυτηριάζει την απληστία των ανώτερων τάξεων, χωρίς να επιφυλάξει καλύτερη μοίρα στις κατώτερες.

Το 1893,ο Παρέτο θα αναλάβει την έδρα της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο της Λωζάννης.

Στην Άνοδο και πτώση των ελίτ ο Παρέτο εκθέτει τη θεωρία του για τα κοινωνικά συστήματα. Η ανθρώπινη δράση, λέει ο Παρέτο, ως επί το πλείστον δεν στηρίζεται στον ορθό Λόγο μα στα αισθήματα. Ο άνθρωπος ωθείται σε δράση από μη λογικά κίνητρα, αλλά συνδέει τη δράση του με κάποιες λογικές αρχές, εκλογικεύει την προαίρεσή του. Ο Παρέτο ονομάζει κατάλοιπα την εκδήλωση των αισθημάτων. Τα κατάλοιπα είναι μια ανθρώπινη σταθερά, ένα μέρος της ανθρώπινης φύσης θα μπορούσε να πει κανείς, χωρίς όμως να ταυτίζονται ή να παραπέμπουν σε κάποια ψυχολογική θεώρηση της κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, η εκδήλωση των αισθημάτων δεν είναι ένα αμιγώς κοινωνιολογικό φαινόμενο εφ’ όσον εδράζεται στον ανθρώπινο ψυχισμό.

Ο Παρέτο θα χρησιμοποιήσει μια παρομοίωση με μακρά προϊστορία για να χαρακτηρίσει τις ελίτ που διακατέχονται από τα προαναφερθέντα κατάλοιπα: οι αντιπαλότητες αυτών των ελίτ, λέει, είναι μάχες ανάμεσα σε λέοντες και αλεπούδες. Λέοντες είναι οι κυρίαρχες ελίτ που μάχονται να διατηρήσουν και να διευρύνουν την καθεστηκυία τάξη. Η παρακμή των ελίτ που βρίσκονται στην εξουσία (των λεόντων) επέρχεται με την ελάττωση της ισχύος τους, όταν αυτές εκφυλίζονται από μια συνδρομή ανθρωπιστικών αισθημάτων και ακόρεστου πλουτισμού, μέσω της λεηλασίας και του εκμαυλισμού των υπόλοιπων τάξεων. Οι αναδυόμενες ελίτ (οι αλεπούδες) συμμαχούν με την καταπιεσμένη πλειονότητα, επικαλούμενες τα κοινά συμφέροντα, και ανέρχονται στην εξουσία, προβαίνοντας σε κάποιες δευτερεύουσες παραχωρήσεις στους συμμάχους τους από τις υπόλοιπες τάξεις.

Η εκλογίκευση της ανθρώπινης δράσης και της εκδήλωσης των αισθημάτων, των καταλοίπων, γίνεται μέσω των παραγώγων. Τα παράγωγα είναι ό,τι αποκαλούμε ιδεολογία, δηλαδή οι λόγοι που επικαλούνται οι άνθρωποι για να δικαιολογήσουν τη δράση τους, συνήθως εκ των υστέρων. Μύθοι, θρησκείες, μεταφυσικές θεωρίες, τεχνο-επιστημονικές ιδεολογίες είναι μορφές των παραγώγων.

Ο Βιλφρέντο Παρέτο έχει τύχει πολλαπλών αναγνώσεων και αποτιμήσεων. Το βέβαιο είναι ότι με τις εργώδεις θεωρητικές παρεμβάσεις του και τα συγγράμματά του θέλησε να διαφυλάξει και να διευρύνει την ελευθερία της πατρίδας του. Κοντολογίς, το σύνολο του έργου του μπορεί να ιδωθεί σαν μια προειδοποίηση, σαν ένα σήμα κινδύνου, για όσες εύκολες ή ευχάριστες πολιτικές και ιδεολογίες ωθούν ένα κοινωνικό σύστημα σε παρακμή κι έναν λαό στην ανελευθερία ή στη δουλεία.

Η διάψευση της Μεγάλης Υπόσχεσης

Η Μεγάλη Υπόσχεση της Χωρίς Όρια Προόδου – η υπόσχεση της κυριαρχίας πάνω στη φύση, της υλικής αφθονίας, της απέραντης ευτυχίας για όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων και της ανεμπόδιστης προσωπικής ελευθερίας-συντηρούσε τις ελπίδες και την πίστη ολόκληρων γενεών από την αρχή της βιομηχανικής εποχής.

Το σίγουρο είναι ότι ο πολιτισμός μας άρχισε από τη στιγμή που οι άνθρωποι απέκτησαν κάποιο έλεγχο πάνω στη φύση. Αυτός ο έλεγχος, όμως, παρέμεινε περιορισμένος ως την αρχή της βιομηχανικής εποχής. Μπαίνοντας στη βιομηχανική εποχή – που άρχισε από την υποκατάσταση της ζωικής και ανθρώπινης ενέργειας με μηχανική και αργότερα πυρηνική ενέργεια και έφτασε μέχρι την υποκατάσταση του ανθρώπινου μυαλού με ηλεκτρονικούς υπολογιστές — αποκτήσαμε τη βεβαιότητα ότι βρισκόμασταν στο δρόμο της απεριόριστης παραγωγής και συνεπώς της απεριόριστης κατανάλωσης. Ακόμα πιστεύαμε ότι η τεχνική μας έκανε παντοδύναμους και η επιστήμη παντογνώστες. Βρισκόμασταν στο δρόμο που θα μας έκανε θεούς, ανώτερα όντα που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα δεύτερο σύμπαν, χρησιμοποιώντας το φυσικό κόσμο μονάχα σαν δομικό υλικό για την καινούργια μας δημιουργία.

Οι άνθρωποι άρχισαν ολοένα και περισσότερο να δοκιμάζουν μια νέα αίσθηση ελευθερίας. Έγιναν κύριοι της ζωής τους. Οι φεουδαρχικές αλυσίδες είχαν πια σπάσει και ο καθένας μπορούσε να εκπληρώσει κάθε του επιθυμία, ελεύθερος από κάθε είδους δεσμά. Η τουλάχιστο έτσι νόμιζαν οι άνθρωποι. Ακόμα κι αν ίσχυε αυτό για τις ανώτερες και τις μεσαίες τάξεις, το κατόρθωμα τους αυτό έκανε κι άλλους να πιστεύουν ότι η νέα ελευθερία θα μπορούσε να επεκταθεί σε κάθε μέλος της κοινωνίας, αρκεί η βιομηχανοποίηση να συνεχιζόταν με τον ίδιο ρυθμό. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός γρήγορα μεταβλήθηκαν, και από κίνημα που στόχος του ήταν μια νέα κοινωνία και ένας νέος άνθρωπος έγιναν ένα κίνημα που το ιδανικό του ήταν μια αστική ζωή για όλους τους ανθρώπους και ένα πρότυπο οίκουμενικοποιημενού αστού για τον άνθρωπο του μέλλοντος. Θεωρήθηκε ότι η απόκτηση πλούτου και ανέσεων από όλους θα έφερνε την απέραντη ευτυχία σε όλους. Το τρίπτυχο απεριόριστη παραγωγή, απόλυτη ελευθερία και ανεμπόδιστη ευτυχία, αποτέλεσε τον πυρήνα μιας νέας θρησκείας: της θρησκείας της Προόδου · μια νέα Επίγεια Πολιτεία της Προόδου επρόκειτο να πάρει τη θέση της Πολιτείας του Θεού. Δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι αυτή η νέα θρησκεία εφοδίαζε τους πιστούς της με ενεργητικότητα, ζωτικότητα και ελπίδα.

Το μεγαλείο της Μεγάλης Υπόσχεσης — τα εκπληκτικά υλικά και πνευματικά επιτεύγματα της βιομηχανικής εποχής— πρέπει να γίνουν αντικείμενο μελέτης, αν θέλουμε να κατανοήσουμε το τραύμα που προκαλεί σήμερα η διάψευση της. Γιατί η βιομηχανική εποχή έχει πραγματικά αποτύχει στην πραγμάτωση της Μεγάλης Υπόσχεσης και όλο και περισσότεροι άνθρωποι αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι:
  • Η χωρίς όρια ικανοποίηση όλων των επιθυμιών δε συνεπάγεται την ευδαιμονία, ούτε οδηγεί στην ευτυχία, ούτε ακόμα στη μεγαλύτερη απόλαυση.
  • Το όνειρο να γίνουμε κύριοι της ζωής μας τέλειωσε, όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε το γεγονός ότι έχουμε γίνει όλοι γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής· ότι οι σκέψεις, τα συναισθήματα και οι προτιμήσεις μας κατευθύνονται από την κυβέρνηση και τη βιομηχανία, καθώς και από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης που βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο τους.
  • Η οικονομική πρόοδος παρέμεινε περιορισμένη στα πλούσια κράτη και το χάσμα ανάμεσα στα φτωχά και τα πλούσια κράτη πλάτυνε ακόμα περισσότερο.
  • Η ίδια η τεχνολογική πρόοδος έχει δημιουργήσει κινδύνους οικολογικούς καθώς και τον κίνδυνο πυρηνικού πολέμου, που ο καθένας τους ή και οι δυο μαζί μπορούν να καταστρέψουν ολόκληρο τον πολιτισμό, και ίσως ακόμα και την ίδια τη ζωή.
Όταν ο Albert Schweitzer πήγε στο Όσλο για να πάρει το Νόμπελ της Ειρήνης το 1952, κάλεσε τον κόσμο «να τολμήσει να αντιμετωπίσει την κατάσταση… Ο άνθρωπος έχει γίνει ένας υπεράνθρωπος… Αλλά ο υπεράνθρωπος με την υπεράνθρωπη δύναμη δεν έχει ανυψωθεί στο επίπεδο της υπεράνθρωπης λογικής. Στο βαθμό που η δύναμη του μεγαλώνει, εξελίσσεται προοδευτικά σε άνθρωπο φτωχό… Πρέπει να συγκλονίζει τη συνείδηση μας το γεγονός ότι στην προσπάθεια μας να γίνουμε υπεράνθρωποι, γινόμαστε όλο και πιο απάνθρωποι».

Γιατί δεν Εκπληρώθηκε η Μεγάλη Υπόσχεση;

Η διάψευση της Μεγάλης Υπόσχεσης, πέρα από τις βασικές οικονομικές αντιθέσεις της βιομηχανοποίησης, ξεπήδησε μέσα από το βιομηχανικό σύστημα, σαν συνέπεια των δύο βασικών ψυχολογικών του θέσεων:

(1) ότι σκοπός της ζωής είναι η ευτυχία, δηλαδή η μεγαλύτερη δυνατή ηδονή, που ορίζεται σαν η ικανοποίηση κάθε επιθυμίας η υποκειμενικής ανάγκης που μπορεί να αισθανθεί κάποιος (ριζοσπαστικός ηδονισμός).

(2) ότι ο εγωκεντρισμός, ο ατομικισμός και η απληστία, που είναι απαραίτητα στο σύστημα για να λειτουργεί κανονικά, οδηγούν στην αρμονία και στην ειρήνη.

Είναι πασίγνωστο ότι οι πλούσιοι, σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, εφάρμοζαν το ριζοσπαστικό ηδονισμό. Εκείνοι που διέθεταν απεριόριστα μέσα, όπως η ελίτ της Ρώμης, των ιταλικών πόλεων της εποχής της Αναγέννησης, της Αγγλίας και της Γαλλίας του δέκατου όγδοου και δέκατου ένατου αιώνα, προσπαθούσαν να βρουν μέσα στην αχαλίνωτη ηδονή το νόημα της ζωής. Και πραγματικά, ένα ορισμένο σύνολο ανθρώπων κατά εποχές έκανε τρόπο ζωής τη μεγαλύτερη δυνατή απόλαυση, με την έννοια του ριζοσπαστικού ηδονισμού – με μια μόνο εξαίρεση λίγο πριν από το δέκατο έβδομο αιώνα. Αυτός ο τρόπος ζωής δεν είχε ποτέ σχέση με τη θεωρία της ευδαιμονίας όπως εκφράστηκε από τους Μεγάλους Δάσκαλους της Ζωής στην Κίνα, την Ινδία, την Εγγύς Ανατολή και την Ευρώπη.

Η μοναδική εξαίρεση είναι ο Έλληνας φιλόσοφος Αρίστιππος, μαθητής του Σωκράτη (στις αρχές του τέταρτου αιώνα π.Χ.), που δίδαξε ότι σκοπός της ζωής είναι η απόλυτη σωματική ηδονή και ότι ευτυχία είναι το σύνολο των απολαύσεων που δοκιμάζει κανείς. Τα λίγα που ξέρουμε για τη φιλοσοφία του τα οφείλουμε στον Διογένη τον Λαέρτιο, αλλά και αυτά είναι αρκετά για ν’ αποκαλύψουν τον Αρίστιππο σαν το μοναδικό πραγματικό ηδονιστή, για τον όποιο η ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί τη βάση για το δικαίωμα ικανοποίησης της. Η ικανοποίηση αυτή πραγματώνει το σκοπό της ζωής: την Απόλαυση.

Ο Επίκουρος δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόσωπος του ηδονισμού του Αρίστιππου. Ενώ για τον Επίκουρο η «καθαρή» απόλαυση είναι ο ανώτερος στόχος, η απόλαυση αυτή σήμαινε γι’ αυτόν «έλλειψη πόνου» (ατονία) και ακινησία της ψυχής (αταραξία). Σύμφωνα με τον Επίκουρο, η απόλαυση σαν ικανοποίηση μιας επιθυμίας δε μπορεί να είναι ο σκοπός της ζωής, γιατί μια τέτοια απόλαυση συνεπάγεται απαραίτητα και απογοήτευση, και μ’ αυτό τον τρόπο αποπροσανατολίζει την ανθρωπότητα από τον πραγματικό της στόχο, που είναι η έλλειψη πόνου. (Η θεωρία του Επίκουρου μοιάζει σε πολλά σημεία μ’ αυτήν του Freud). Παρόλα αυτά, φαίνεται ότι ο Επίκουρος αντιπροσώπευε ένα είδος υποκειμενισμού αντίθετου με την Αριστοτέλεια θέση, τουλάχιστο όσο επιτρέπουν μια τέτοια ερμηνεία οι αντιφατικές αναφορές πάνω στη θεωρία του.

Έκτος από τους Μεγάλους Δάσκαλους κανένας άλλος δε δίδαξε ότι η πραγματική ύπαρξη μιας επιθυμίας αποτελεί έναν ηθικό άγραφο νόμο. Αυτό που τους απασχολούσε ήταν η ευδαιμονία (vivere bene) του ανθρώπινου γένους. Το βασικό στοιχείο στη σκέψη τους είναι η διάκριση ανάμεσα σ’ εκείνες τις ανάγκες (επιθυμίες) που είναι υποκειμενικές και η ικανοποίηση τους οδηγεί στη στιγμιαία απόλαυση, και σ’ εκείνες τις ανάγκες που βρίσκονται ριζωμένες μέσα στην ανθρώπινη φύση και η πραγμάτωση τους βοηθάει την ανθρώπινη ανάπτυξη και συνεπάγεται ευδαιμονία. Μ’ άλλα λόγια, εκείνο που τους απασχολούσε ήταν η διάκριση ανάμεσα στις καθαρά υποκειμενικές και στις αντικειμενικές ανάγκες — θεωρώντας ότι ένα μέρος των πρώτων αναγκών ήταν βλαβερό για την ανθρώπινη ανάπτυξη, ενώ οι δεύτερες συμβάδιζαν με τις απαιτήσεις της ανθρώπινης φύσης.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της

6.4. Η γλυπτική εκτός Αττικής

6.4.1. Οι Αμαζόνες της Εφέσου


Μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πληροφορίες σχετικά με καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς στην Αρχαιότητα αναφέρεται σε αγάλματα Αμαζόνων που ήταν στημένα στο περίφημο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο. Τη μαρτυρία μάς την παραδίδει ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (Naturalis historia 34.53), ο οποίος την αντλεί από κάποιον Έλληνα συγγραφέα:

«Διαγωνίστηκαν επίσης μεταξύ τους και οι διασημότεροι [γλύπτες], παρ᾽ όλη τη διαφορά ηλικίας που τους χώριζε, όταν κατασκεύασαν Αμαζόνες. Καθώς αυτές ήταν έτοιμες να τις αφιερώσουν στο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο, αποφασίστηκε να διαλέξουν την καλύτερη σύμφωνα με τη γνώμη των ίδιων των καλλιτεχνών, που ήταν παρόντες· κρίθηκε ότι πρώτη ήταν εκείνη που ο καθένας έβαλε δεύτερη μετά τη δική του. Πρώτευσε η Αμαζόνα του Πολυκλείτου, δεύτερη ήρθε του Φειδία, τρίτη του Κρησίλα, τέταρτη του Κύδωνα, πέμπτη του Φράδμονα.»

Το κείμενο του Πλίνιου περιέχει πιθανότατα ένα σφάλμα, καθώς το όνομα του γλύπτη Κύδωνα (που δεν μαρτυρείται από αλλού) φαίνεται να είναι το παρανοημένο εθνικό του Κρησίλα, ο οποίος καταγόταν από την Κυδωνία της Κρήτης. Επομένως οι γλύπτες που διαγωνίστηκαν πρέπει να ήταν τέσσερις και όχι πέντε.

Από αντίγραφα των ρωμαϊκών χρόνων γνωρίζουμε τρεις τύπους Αμαζόνων, που ανάγονται σε πρωτότυπα του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ. και έχουν ακριβώς το ίδιο ύψος (1,86 m). Η πρώτη ονομάζεται Αμαζόνα του Σωσικλή, επειδή το καλύτερα σωζόμενο αντίγραφό της, που βρίσκεται στο Μουσείο του Καπιτωλίου στη Ρώμη, το υπογράφει ο Σωσικλής, ένας Αθηναίος γλύπτης των μέσων του 2ου αιώνα μ.Χ. Η δεύτερη είναι η Αμαζόνα Sciarra, που πήρε το όνομά της από την ιταλική συλλογή στην οποία βρισκόταν παλαιότερα το καλύτερο αντίγραφο, σήμερα στη Γλυπτοθήκη Ny Carlsberg της Κοπεγχάγης. Η τρίτη είναι η λεγόμενη Αμαζόνα Mattei, από τη συλλογή όπου φυλάσσεται το μοναδικό και ακέφαλο αντίγραφο που μας σώζεται. Το κεφάλι του τύπου αυτού μας είναι γνωστό από άλλο αντίγραφο, του οποίου έχει χαθεί το σώμα. Η σύνδεση σώματος και κεφαλιού έγινε χάρη σε μιαν ανάγλυφη παράσταση Αμαζόνας του ίδιου τύπου, επάνω σε πεσσό από την έπαυλη του Ηρώδη του Αττικού στη Λουκού της Κυνουρίας.

Ένα επιπλέον κοινό στοιχείο των τριών αγαλματικών τύπων είναι ότι οι Αμαζόνες εικονίζονται πληγωμένες, οι δύο (του Σωσικλή και Sciarra) στο δεξιό στήθος και η τρίτη (Mattei) στον αριστερό μηρό. Είναι, επομένως, σαφές ότι τα πρωτότυπα αγάλματα, που ήταν χάλκινα, είχαν παραγγελθεί και στηθεί μαζί. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αγάλματα των πληγωμένων Αμαζόνων αφιερώθηκαν στο ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο. Ξέρουμε ότι το ιερό αυτό ήταν άσυλο για τους καταδιωγμένους και ότι, σύμφωνα με έναν μύθο που μας παραδίδει ο Τάκιτος (Annales 3.61), οι Αμαζόνες είχαν καταφύγει εκεί καταδιωγμένες από τον Διόνυσο. Σύμφωνα με μιαν άλλη παράδοση, που ανάγεται στον Πίνδαρο και μας τη διέσωσε ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 7.2.7), οι Αμαζόνες είχαν ιδρύσει το ιερό της Άρτεμης στην Έφεσο μετά την αποτυχημένη προσπάθειά τους να καταλάβουν την Αθήνα, νικώντας τον Θησέα. Αλλά ο Παυσανίας θεωρεί ότι το ιερό της Εφέσου ήταν παλαιότερο από την εποχή του Θησέα και πιστεύει ότι οι Αμαζόνες έκαναν θυσία στην Άρτεμη. Όπως και αν είναι, φαίνεται πιθανό ότι τα αγάλματα των Αμαζόνων στήθηκαν γύρω στο 430 π.Χ., όταν ολοκληρώθηκε και εγκαινιάστηκε ο μεγάλος ναός της Άρτεμης.

Για την απόδοση των τριών αγαλματικών τύπων των Αμαζόνων της Εφέσου (του Σωσικλή, Sciarra και Mattei) έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις. Ομόφωνα αποδίδεται μόνο ο τύπος Mattei στον Φειδία. Το μοτίβο στήριξης με το άνετο σκέλος δίπλα στο στάσιμο και η απόδοση του ενδύματος, που καλύπτει το σώμα αφήνοντας ταυτόχρονα να διαφαίνονται οι καμπύλες του, δικαιολογούν αυτή την απόδοση. Για τους άλλους δύο τύπους οι αρχαιολόγοι συμφωνούν ότι πρέπει να αποδοθούν στον Πολύκλειτο και στον Κρησίλα, δεν έχουν όμως την ίδια γνώμη για το ποιος από τους δύο δημιούργησε τον τύπο του Σωσικλή και ποιος τον τύπο Sciarra. Και στις δύο περιπτώσεις το μοτίβο στήριξης ακολουθεί το πρότυπο του Πολυκλείτου, με το άνετο σκέλος έντονα λυγισμένο προς τα πίσω και το πόδι να ακουμπάει στο έδαφος με τις άκρες των δαχτύλων. Η Αμαζόνα Sciarra, ωστόσο, είναι σχετικά επίπεδη και μετωπική ως σύνθεση, ενώ η Αμαζόνα του Σωσικλή συστρέφεται και δεν έχει μια ξεκάθαρη κύρια όψη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο είναι νεωτερικό και θα μπορούσε να οδηγήσει στην απόδοση του τύπου Σωσικλή σε έναν νεότερο γλύπτη, όπως ξέρουμε ότι ήταν ο Κρησίλας· μπορεί όμως επίσης να θεωρηθεί τολμηρή προσπάθεια ενός ώριμου καλλιτέχνη, που ανοίγει καινούργιους δρόμους. Όπως και αν είναι, οι Αμαζόνες της Εφέσου, παρόλο που τις ξέρουμε μόνο από αντίγραφα, έχουν ιδιαίτερη σημασία για την κατανόηση της ελληνικής γλυπτικής του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.

Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι: ΙI. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΙΚΟΥΣ ΣΤΗΝ ΥΣΤΕΡΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

15.4. Μικρό όργανο για τη φιλοσοφική εκπαίδευση


Μέσα στη σχολή του ο Πλωτίνος ακολουθούσε, ή τουλάχιστον προσπαθούσε να ακολουθήσει, ένα πρόγραμμα φιλοσοφικών σπουδών, το οποίο οριστικοποιήθηκε από τους μεταγενέστερους (νεο)πλατωνικούς. Στην πλήρη ανάπτυξή του από τον 4ο αιώνα μ.Χ. θα έπαιρνε την ακόλουθη μορφή.

Στην αρχή γινόταν μια γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία: αν υπάρχει, ποια είναι η φύση της, ποιος είναι ο σκοπός της. Ακολουθούσε μια ειδική εισαγωγή στην Εισαγωγή που είχε γράψει ο Πορφύριος για το αριστοτελικό έργο Κατηγορίες. Έτσι ο μαθητής ήταν έτοιμος να προχωρήσει στη μελέτη των έργων και της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη, αρχίζοντας από τη λογική και τις Κατηγορίες. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη εστίαζε σε δέκα βασικά σημεία, ενώ η ειδική εισαγωγή στις Κατηγορίες (όπως και η μελέτη κάθε φιλοσοφικού έργου) περιελάμβανε τη συζήτηση έξι σημείων: τον σκοπό, τη χρησιμότητα και την αυθεντικότητα του έργου, τη θέση του βιβλίου στη σειρά του μαθήματος, τη δικαιολόγηση του τίτλου του και τη διαίρεση σε κεφάλαια.

Μετά τη μελέτη του Αριστοτέλη (τα «μικρά μυστήρια») ερχόταν η ώρα των «μεγάλων μυστηρίων», του Πλάτωνα. Η γενική εισαγωγή στη φιλοσοφία του Πλάτωνα εστίαζε στα ίδια δέκα βασικά σημεία και ακολουθούσαν ειδικές εισαγωγές σε αρκετούς διαλόγους. Αντικείμενο της μελέτης ήταν οι ηθικές αρετές (Αλκιβιάδης μείζων), οι πολιτικές αρετές (Γοργίας), η θεολογία (Φαίδρος), το ύψιστο αγαθό (Φίληβος), και η αλυσίδα που οδηγούσε από τη φύση (Τίμαιος) ως την κατεξοχήν θεολογία (Παρμενίδης). Σε κάθε διάλογο, δάσκαλος και μαθητές είχαν να συζητήσουν οκτώ σημεία: το δραματουργικό σκηνικό του διαλόγου, τη σημασία των προσώπων, τον σκοπό του διαλόγου, τον τόπο διεξαγωγής του, τη χρησιμότητά του, τη διαίρεση σε κεφάλαια, το ύφος, το αλληγορικό του νόημα.

Απλοποιημένες μορφές αυτού του προγράμματος δοκιμάζονταν για χρόνια, σε διαφορετικά εκπαιδευτικά περιβάλλοντα· ακόμη και το πρόγραμμα του Ωριγένη παρουσιάζει αναλογίες με αυτό. Είναι ένα σχέδιο διδασκαλίας οικείο ιδίως στην πλατωνική παράδοση, πιθανότατα όμως εντάσσεται άνετα στη γενικότερη φιλοσοφική παράδοση της εποχής και στη «σχολική» φιλοσοφία. Επίσης, δεν είναι αυστηρό πρόγραμμα, με την έννοια ότι υπάρχει κάποια διδακτέα και εξεταστέα ύλη. Και τελικά, ίσως δεν ήταν παρά το «ιδεώδες» πρόγραμμα, ενώ η εκπαιδευτική πράξη ήταν, λιγότερο ή περισσότερο, διαφορετική.