Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (334-377)

ΜΕ. νοῦς δ᾽ ὁ μὴ βέβαιος ἄδικον κτῆμα κοὐ σαφὲς φίλοις.
335 βούλομαι δέ σ᾽ ἐξελέγξαι, καὶ σὺ μήτ᾽ ὀργῆς ὕπο
ἀποτρέπου τἀληθές, οὔτε κατατενῶ λίαν ἐγώ.
οἶσθ᾽ ὅτ᾽ ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις πρὸς Ἴλιον,
τῷ δοκεῖν μὲν οὐχὶ χρῄζων, τῷ δὲ βούλεσθαι θέλων,
ὡς ταπεινὸς ἦσθα πᾶσι, δεξιᾶς προσθιγγάνων
340 καὶ θύρας ἔχων ἀκλῄστους τῷ θέλοντι δημοτῶν
καὶ διδοὺς πρόσρησιν ἑξῆς πᾶσι —κεἰ μή τις θέλοι—
τοῖς τρόποις ζητῶν πρίασθαι τὸ φιλότιμον ἐκ μέσου;
κᾆτ᾽, ἐπεὶ κατέσχες ἀρχάς, μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους
τοῖς φίλοισιν οὐκέτ᾽ ἦσθα τοῖς πρὶν ὡς πρόσθεν φίλος,
345 δυσπρόσιτος ἔσω τε κλῄθρων σπάνιος. ἄνδρα δ᾽ οὐ χρεὼν
τὸν ἀγαθὸν πράσσοντα μεγάλα τοὺς τρόπους μεθιστάναι,
ἀλλὰ καὶ βέβαιον εἶναι τότε μάλιστα τοῖς φίλοις,
ἡνίκ᾽ ὠφελεῖν μάλιστα δυνατός ἐστιν εὐτυχῶν.
ταῦτα μέν σε πρῶτ᾽ ἐπῆλθον, ἵνα σε πρῶθ᾽ ηὗρον κακόν.
350 ὡς δ᾽ ἐς Αὖλιν ἦλθες αὖθις χὡ Πανελλήνων στρατός,
οὐδὲν ἦσθ᾽, ἀλλ᾽ ἐξεπλήσσου τῇ τύχῃ τῇ τῶν θεῶν,
οὐρίας πομπῆς σπανίζων· Δαναΐδαι δ᾽ ἀφιέναι
ναῦς διήγγελλον, μάτην δὲ μὴ πονεῖν ἐν Αὐλίδι.
ὡς ἄνολβον εἶχες ὄμμα σύγχυσίν τ᾽ εἰ μὴ νεῶν
355 χιλίων ἄρχων τὸ Πριάμου πεδίον ἐμπλήσεις δορός.
κἀμὲ παρεκάλεις· Τί δράσω; τίνα δὲ πόρον εὕρω πόθεν;—
ὥστε μὴ στερέντα σ᾽ ἀρχῆς ἀπολέσαι καλὸν κλέος.
κᾆτ᾽, ἐπεὶ Κάλχας ἐν ἱεροῖς εἶπε σὴν θῦσαι κόρην
Ἀρτέμιδι, καὶ πλοῦν ἔσεσθαι Δαναΐδαις, ἡσθεὶς φρένας
360 ἄσμενος θύσειν ὑπέστης παῖδα· καὶ πέμπεις ἑκών,
οὐ βίᾳ —μὴ τοῦτο λέξῃς— σῇ δάμαρτι, παῖδα σὴν
δεῦρ᾽ ἀποστέλλειν, Ἀχιλλεῖ πρόφασιν ὡς γαμουμένην.
κᾆθ᾽ ὑποστρέψας λέληψαι μεταβαλὼν ἄλλας γραφάς,
ὡς φονεὺς οὐκέτι θυγατρὸς σῆς ἔσῃ. μάλιστά γε.
365 οὗτος αὑτός ἐστιν αἰθὴρ ὃς τάδ᾽ ἤκουσεν σέθεν.
μυρίοι δέ τοι πεπόνθασ᾽ αὐτό· πρὸς τὰ πράγματα
ἐκπονοῦσ᾽ ἔχοντες, εἶτα δ᾽ ἐξεχώρησαν κακῶς,
τὰ μὲν ὑπὸ γνώμης πολιτῶν ἀσυνέτου, τὰ δ᾽ ἐνδίκως,
ἀδύνατοι γεγῶτες αὐτοὶ διαφυλάξασθαι πόλιν.
370 Ἑλλάδος μάλιστ᾽ ἔγωγε τῆς ταλαιπώρου στένω,
ἥ, θέλουσα δρᾶν τι κεδνόν, βαρβάρους τοὺς οὐδένας
καταγελῶντας ἐξανήσει διὰ σὲ καὶ τὴν σὴν κόρην.
μηδέν᾽ ἀνδρείας ἕκατι προστάτην θείμην χθονός,
μηδ᾽ ὅπλων ἄρχοντα· νοῦν χρὴ τὸν στρατηλάτην ἔχειν·
375 πόλεος ὡς ἄρχων ἀνὴρ πᾶς, ξύνεσιν ἢν ἔχων τύχῃ.
ΧΟ. δεινὸν κασιγνήτοισι γίγνεσθαι λόγους
μάχας θ᾽, ὅταν ποτ᾽ ἐμπέσωσιν εἰς ἔριν.

***
ΜΕΝ. Κι η αστασία κακό· ένα πράμα για τους φίλους μας θολό.
Θα σου πω τα λάθη σου όλα· μη θυμώσεις κι αρνηθείς
την αλήθεια· δε θα φτάσω κιόλα εγώ σε υπερβολές.
Όταν πάσκιζες να γίνεις ο στρατάρχης της τρωικής
εκστρατείας —κι ας καμωνόσουν τάχα πως δεν το ᾽θελες—
ξέρεις πώς ταπεινωνόσουν· έκανες, όπου έβρισκες,
340 χειραψίες, η πόρτα σου ήταν στους πολίτες διάπλατη,
κι όλους, είτε θέλαν ή όχι, τους χαιρέταες στη σειρά,
με τους τρόπους σου ζητώντας να κερδίσεις την αρχή·
σαν την πήρες, τότες αμέσως άλλαξες τους τρόπους σου·
φίλος όπως πριν δεν ήσουν πια στους φίλους· κλείστηκες·
σπάνια, δύσκολα σε βλέπαν. Μα δεν πρέπει ένας καλός
άνθρωπος ν᾽ αλλάζει τρόπο, σαν ανέβει στα ψηλά·
τότε πιο πολύ στους φίλους πρέπει να είναι σταθερός,
σαν μπορεί απ᾽ τη θέση που έχει να βοηθήσει πιο πολύ.
Πρωτοχτύπησα το πρώτο που σου βρήκα ελάττωμα.
350 Κι όταν ήρθες στην Αυλίδα με όλο τον ελληνικό
το στρατό, ένα τίποτα ήσουν· τα ᾽χασες, γιατί οι θεοί
δε σου στέλναν πρίμο αέρα, δεν τα φέρνανε δεξιά·
λεύτερα τα πλοία ν᾽ αφήσεις φώναζαν οι Δαναοί,
κι όχι μέσα στην Αυλίδα να παιδεύονται άδικα.
Τί άθλια όψη, τί σκασίλα που είχες! Χίλιων καραβιών
αρχηγός, και μες στον κάμπο τον τρωικό να μη χυθεί
ο στρατός! Και με καλούσες· «τί να κάμω; σαν ποιό λες
νά ᾽βρω τρόπο;» μου ᾽λεες, «πούθε;», που τ᾽ αξίωμα το τρανό
να μη στερηθείς και χάσεις και τη δόξα. Και ύστερα,
όταν, τα ιερά ερευνώντας, είπε ο Κάλχας να σφαχτεί
για την Άρτεμη η δικιά σου κόρη, κι ότι οι Δαναοί
360 θα μπορέσουν ν᾽ αρμενίσουν, η καρδιά σου ευφράνθηκε
κι έταξες πως θα θυσιάσεις τη μικρή· και μήνυσες
πρόθυμα, όχι αναγκασμένος —τέτοιο πράμα μην το πεις—
στη γυναίκα σου να στείλει το κορίτσι, τάχα πως
ταίρι του Αχιλλέα θα γίνει. Κι ύστερα μετάνιωσες
και σε πιάνουμε να γράφεις άλλο γράμμα, πως φονιάς
δε θα γίνεις πια της κόρης. Τί σπουδαία! Τα λόγια αυτά
από το δικό σου στόμα ο ίδιος τ᾽ άκουσε ουρανός.
Πόσοι το παθαίνουν! Φτύνουν αίμα για να πάρουνε
την αρχή, και την αφήνουν ύστερα άσκημα, ή γιατί
με αμυαλιά ο λαός τούς κρίνει ή επειδή —σωστά αν κριθούν—
για τη φύλαξη της χώρας στάθηκαν ανίκανοι.
370 Πιο πολύ τη δόλια Ελλάδα κλαίω, εγώ τουλάχιστο·
ενώ κίνησε να κάμει κάποια πράξη σοβαρή,
τώρα αυτών των τιποτένιων των βαρβάρων θα γινεί
το περίγελο, εξαιτίας σου κι εξαιτίας της κόρης σου.
Δεν αρκεί η αντρεία για να ᾽σαι χώρας ή στρατού αρχηγός·
πρέπει ο στρατηλάτης να ᾽χει νου· σαν έχεις φρόνηση,
τότε είσ᾽ άξιος, μόνο τότε, πολιτεία να κυβερνάς.
Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΤΟΥ ΧΟΡΟΥ
Φοβερή συμφορά η λογομαχία,
σαν τύχει να μαλώσουνε τ᾽ αδέρφια.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η τέχνη της ελληνιστικής εποχής

8.3. Η γλυπτική της ελληνιστικής εποχής: Έργα που τραβούν την προσοχή ζωντανεύοντας την αρχιτεκτονική και το φυσικό περιβάλλον

Η κατάκτηση της τρίτης διάστασης, του βάθους, που πέτυχαν, όπως είδαμε, οι γλύπτες του 4ου αιώνα π.Χ., έδωσε νέα ώθηση στην τέχνη και οδήγησε στην κατασκευή αγαλμάτων που δεν απλώνονται σε ένα μόνο επίπεδο, αλλά αναπτύσσονται τρισδιάστατα στον χώρο που τα περιβάλλει. Στα ελληνιστικά χρόνια η σχέση των γλυπτών με τον περιβάλλοντα χώρο γίνεται στενότερη, ώστε να δημιουργείται στον θεατή η εντύπωση ότι κινούνται ελεύθερα μέσα σε αυτόν. Ένα πρώιμο παράδειγμα της νέας αυτής αντίληψης είναι το επιτύμβιο μνημείο του Αριστοναύτη που εξετάσαμε σε προηγούμενο άρθρο. Ακόμη πιο ξεκάθαρα εμφανίζεται η τεχνοτροπία της ελληνιστικής εποχής στο άγαλμα της Τύχης της Αντιοχείας. Οι ίδιοι οι αρχαίοι μιλούν με θαυμασμό για τα γλυπτά της εποχής αυτής.

Ξέρουμε από διάφορες μαρτυρίες ότι στα ελληνιστικά χρόνια οι θεατές των έργων τέχνης (γλυπτών και ζωγραφιστών) έδιναν μεγάλη σημασία στη ζωντάνια τους και στην πιστή απόδοση των λεπτομερειών και ότι τους άρεσε να παρομοιάζουν τις μορφές που απεικόνιζαν με αληθινούς ανθρώπους και ζώα. Ένα ποιητικό κείμενο των μέσων του 3ου αιώνα π.Χ. μας δείχνει καθαρά πώς έβλεπαν και αντιλαμβάνονταν οι απλοί άνθρωποι τα έργα τέχνης: είναι ο 4ος Μιμίαμβος (μικρό θεατρικό επεισόδιο) του Ηρώνδα (στ. 20-38, 57-78), όπου δύο γυναίκες, η Κυννώ και η Κοκκάλη, επισκέπτονται το ιερό του Ασκληπιού στην Κω για να προσφέρουν θυσία στον θεό και με την ευκαιρία αυτή θαυμάζουν τα έργα τέχνης που είναι αφιερωμένα εκεί:

«Κοκκάλη: Τι όμορφα που είναι, καλέ Κυννώ, τα αγάλματα· ποιος καλλιτέχνης άραγε να τα έφτιαξε; Και ποιος τα έχει αφιερώσει;

Κυννώ: Οι γιοι του Πραξιτέλη· δε βλέπεις την επιγραφή στη βάση; Και τα αφιέρωσε ο Ευθίας, ο γιος του Πρήξωνος.

Κοκκάλη: Να τους έχει καλά ο Παιάν [ο Απόλλων] και αυτούς και τον Ευθία για τα όμορφά τους έργα.

Κυννώ: Κοίτα, καλή μου, εκείνο το κορίτσι που κοιτάζει ψηλά προς το μήλο. Λες πως, αν δεν το πιάσει, θα πέσει ξερή.

Κοκκάλη: Αμ εκείνο το γεροντάκι! Για όνομα των Μοιρών, δες και το παιδί πώς πνίγει τη χήνα.

Κυννώ: Μα την αλήθεια, αν τούτο εδώ το έργο δεν ήταν από πέτρα, θα έλεγες πως θα μιλήσει. Πού θα πάει, με τον καιρό οι άνθρωποι θα δώσουνε ζωή και στα λιθάρια.

Κοκκάλη: Για κοίτα εδώ, Κυννώ, αυτό το άγαλμα της Βαττάλης, της κόρης του Μύττη, πώς στέκεται έτσι! Όποιος δεν ξέρει την ίδια τη Βαττάλη, ας δει αυτή την εικόνα και δε θα χρειάζεται την αληθινή

Κοκκάλη: Κοίτα, καλή μου Κυννώ, τι ωραία έργα! Λες και τα ανάγλυφα τα σκάλισε μια νέα Αθηνά —ευλογημένη να είσαι, δέσποινα. Έτσι και το τσιμπήσω, Κυννώ, τούτο το παιδάκι, δε θα του κάνω μελανιά; Επάνω του οι σάρκες σαν να τρέμουν ζεστές ζεστές μέσα στο πλαίσιο. Και η λαβίδα η ασημένια; Αν την έβλεπαν ο Μύελλος και ο Παταικίσκος του Λαμπρίωνα [πρέπει να ήταν γνωστοί κλέφτες], δε θα τους έβγαιναν τα μάτια, μιας και θα νόμιζαν πως είναι από αληθινό ασήμι; Το βόδι πάλι και αυτός που το τραβάει και η γυναίκα που είναι δίπλα, και εκείνος με τη γαμψή τη μύτη και ο άλλος ο σγουρομάλλης; Δεν είναι όλοι τους σαν ζωντανοί; Αν δε φοβόμουνα μην κάνω κάτι αταίριαστο για γυναίκα, θα τσίριζα από το φόβο μήπως και με πειράξει το βόδι, έτσι λοξά που με κοιτάζει, Κυννώ, με το ένα μάτι.

Κυννώ: Αληθινές είναι, καλή μου, όλες οι ζωγραφιές από τα χέρια του Εφέσιου του Απελλή. Κανένας δε θα πει "Αυτός ο άνθρωπος το ένα το είδε, το άλλο όμως το παραμέλησε." Όποια έμπνευση του ερχόταν στο μυαλό —ακόμη και να αγγίξει με τα χέρια τους θεούς— αμέσως έσπευδε να την κάνει έργο. Όποιος μπροστά σε τέτοιον καλλιτέχνη ή στα έργα του δε στέκεται εκστατικός, να πάει να κρεμαστεί ανάποδα σε καθαριστήριο.»

Στην ελληνιστική εποχή τα αγάλματα προσπαθούν να αποδώσουν όσο το δυνατόν πιστότερα την έκφραση και την κίνηση των ανθρώπων (ή και των ζώων) που εικονίζουν και αποκτούν μια ιδιαίτερα στενή σχέση με τον χώρο στον οποίο είναι στημένα. Ορισμένα παραδείγματα βοηθούν να κατανοήσουμε τη νέα αυτή αισθητική. Πολύ γνωστό είναι ένα άγαλμα που βρίσκεται σήμερα στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου, το οποίο εικονίζει μια γριά καθισμένη στο έδαφος με μια λάγυνο (αγγείο για κρασί) ανάμεσα στα πόδια της· ο τρόπος με τον οποίο σηκώνει το κεφάλι και το άδειο βλέμμα της φανερώνουν ότι είναι μεθυσμένη. Η μεθυσμένη γριά είναι ένας από τους σταθερούς χαρακτήρες της αρχαίας κωμωδίας. Εδώ όμως το θέμα εικονίζεται με έναν ρεαλισμό που ξαφνιάζει τον θεατή. Το άγαλμα του Μονάχου είναι αντίγραφο ενός χάλκινου πιθανότατα πρωτοτύπου του τέλους του 3ου αιώνα π.Χ., που δεν αποκλείεται να ήταν στημένο στην Αλεξάνδρεια, καθώς η λάγυνος είναι ένα αγγείο που χρησιμοποιούνταν στις διονυσιακές γιορτές που οργάνωναν οι Πτολεμαίοι βασιλείς της Αιγύπτου.

Εξίσου εντυπωσιακή δημιουργία των ίδιων περίπου χρόνων είναι η μορφή ενός γέρου ψαρά σχεδόν γυμνού (φοράει μόνο ένα κομμάτι πανί τυλιγμένο γύρω από τη μέση του), που μας είναι γνωστή από αρκετά αντίγραφα. Ένα από αυτά, σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου, είναι από σκούρο μάρμαρο, ένδειξη ότι το πρωτότυπο ήταν ίσως χάλκινο. Το έντονα ρυτιδωμένο δέρμα και οι εμφανείς φλέβες τονίζουν την προχωρημένη ηλικία του εικονιζόμενου.

Ένα τρίτο παράδειγμα είναι ο λεγόμενος Απακανθιζόμενος (Spinario), ένα νεαρό αγόρι που κάθεται και προσπαθεί να βγάλει από την πατούσα του ένα αγκάθι. Ένα αγαλμάτιο στο Βρετανικό Μουσείο, που αντιγράφει ένα πρωτότυπο του όψιμου 3ου αιώνα π.Χ., μας παραδίδει μια από τις πρωιμότερες παραλλαγές αυτού του εικονογραφικού σχήματος. Η φυσιογνωμία και το σώμα του γυμνού αγοριού αποδίδονται πολύ ρεαλιστικά. Εντελώς διαφορετικό στιλ έχει μια παραλλαγή του 1ου αιώνα π.Χ. στο Palazzo dei Conservatori στη Ρώμη, στην οποία τα κανονικά χαρακτηριστικά του προσώπου του παιδιού και τα μακριά, καλοχτενισμένα μαλλιά του προδίδουν το πνεύμα του κλασικισμού.

Η ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Η αναζήτηση του εαυτού υπήρξε μια από τις προτεραιότητες όχι μόνο του Ελληνικού νόος αλλά και άλλων (π.χ. Ινδία, Κίνα κ.ά.). Στον Ηράκλειτο («εδιζησάμην εμαυτόν») αλλά και στην προμετωπίδα των Δελφών («γνώθι σαυτόν») εκδηλώνεται με σαφήνεια η συγκεκριμένη τάση. Η ιδιαιτερότητα της Ελληνικής περίπτωσης βρίσκεται, στο ότι η αναζήτηση του εαυτού διεξάγεται κατ' εξοχήν με επιστημονικό σκεπτικό και μεθοδολογία και δεν βασίζεται σε απλά εμπειρικά, σε μυστικιστικά, ή σε διαισθητικά κριτήρια.

Τα κυρίαρχα ρεύματα της φιλοσοφίας της Ελληνιστικής και της Ρωμαϊκής Περιόδου (Επικουρισμός, Στωικισμός, ακόμα και ο προγενέστερός τους και λιγότερο συστηματικός, Κυνισμός) τόνισαν ακόμα περισσότερο αυτή την πλευρά της Ελληνικής Σκέψης. Γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν ως ψυχολογικές αντιδράσεις απέναντι στον πολιτισμικό κλονισμό, που επήλθε με την αποδυνάμωση των πόλεων ως πολιτικών κοινοτήτων, λόγω της ισχυροποίησης των αυτοκρατοριών. Τα προαναφερθέντα φιλοσοφικά ρεύματα(1) επεξεργάστηκαν τα νέα δεδομένα της κοινωνικής ζωής και επαναπροσδιόρισαν τους στόχους, που κατά την άποψή τους, όφειλε να θέσει όποιος επιθυμούσε να διατηρήσει την ψυχική του ισορροπία σε ένα κοσμοπολιτικό περιβάλλον.


Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει κάποιος τα υπό εξέταση φιλοσοφικά ρεύματα ως προδρομικά της Επιστήμης της Ψυχολογίας. Κατά τη γνώμη του γράφοντος είναι κάτι πολύ περισσότερο, ακόμα και από την ίδια την σύγχρονη Ψυχολογία. Διότι πριν ασχοληθούν με την ψυχική θεραπεία τα φιλοσοφικά ρεύματα, που εξετάζονται, υποχρεώθηκαν να δομήσουν το καθένα μια θεωρία της ψυχής (Ψυχολογία) και μια θεωρία του Κόσμου (Κοσμολογία). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργήθηκε ένα πεδίο ενοποιημένων γνωστικών τομέων, στο οποίο η ψυχοθεραπευτική αναζήτηση μπορεί να αποτέλεσε την αιτία της δημιουργίας του, αλλά το τελικό αποτέλεσμα αφορά σε επιστημολογικώς ολοκληρωμένα κοσμοσυστήματα, τα οποία πραγματοποίησαν μια ολιστική θεώρηση του ανθρώπου και της ζωής.


Από τον Κόσμο στην Ψυχή

Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός συνέχισαν να καλλιεργούν και το κοσμολογικό («προσωκρατικό») μέρος της Φιλοσοφίας. Η αναζήτηση του εαυτού διεξήχθη με αυτόν τον τρόπο, όχι μόνο σε συνάρτηση με την ατομική ή την κοινωνική του διάσταση, αλλά και με τη Φύση και τον Κόσμο.


Σε σχέση με τον αόριστο στόχο της σύγχρονης Ψυχοθεραπευτικής, ο οποίος είναι κατά κανόνα το «να νιώθει καλά» ο πελάτης, φιλοσοφίες όπως ο Επικουρισμός, ο Στωικισμός και ο Κυνισμός αναζήτησαν την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της αναισθησίας -όπως συχνά παρερμηνεύεται- απέναντι στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά με την έννοια της ισχυροποίησης του εαυτού ως «βράχου που, αν και τον σκεπάζουν κάποιες φορές τα κύματα, αυτός μένει ακλόνητος στη θέση του»(2). Το ιδεώδες ενός εαυτού-βράχου απαίτησε το ρίζωμά του με χρήση στοιχείων από την Κοσμολογία. Π.χ. ο Επικουρισμός υιοθέτησε με κάποιες διαφοροποιήσεις την δημοκρίτεια Ατομική Θεωρία, την οποία επεξέτεινε και στα της ψυχής, ενώ ο Στωικισμός ανέπτυξε μια εξ ίσου επιστημονική κοσμολογική υπόθεση βασισμένη σε μια ερμηνευτική διεύρυνση της έννοιας τού ηρακλείτειου πυρός.


Στη συνέχεια ακολουθεί η δημιουργία της καθ' αυτό Ψυχικής Θεωρίας. Π.χ. ο Στωικισμός, θεωρώντας την ψυχή ενιαία (και μή αποδεχόμενος την πλατωνική διάκριση των μερών της σε επιθυμητικό, λογιστικό και θυμοειδές), προχώρησε σε μια λεπτομερή και γνησίως επιστημονική ανάλυση των λειτουργιών της. Το επόμενο βήμα είναι η δημιουργία μιας Θεωρίας της Γνώσης (Γνωσιολογία). Τόσο από τον Επικουρισμό, όσο και από τον Στωικισμό, διερευνώνται ο τρόπος σχηματισμού των παραστάσεων και της γνώσης (π.χ. εμπειρία, αίσθηση), ο σχηματισμός των πεποιθήσεων, ο σχηματισμός και η λειτουργία της γλώσσας.


Κατά τους παραπάνω τρόπους αναζητώνται τα πρωταρχικά σημεία αναφοράς και οι κατευθυντήριες γραμμές τής ανθρώπινης ψυχής, κατ' αρχήν στον περιβάλλοντα Κόσμο, στο κατά φύσιν. Η σύγχρονη Ψυχολογία παρουσιάζει μια δυσκολία στον προσδιορισμό του κατά φύσιν, αφού στηρίζεται υπερβολικά σε στατιστικά στοιχεία και εκφράζεται με όρους απόκλισης από έναν στατιστικό μέσο όρο(3).


Το θέμα εδώ δεν είναι το εάν οι κοσμολογικές αντιλήψεις των Επικουρείων, ή των Στωικών και οι απορρέουσες θεωρίες περί Ψυχής είναι «σωστές», αλλά το επιστημονικό πνεύμα, από το οποίο διαπνέεται το όλο εγχείρημα: οι ψυχικές λειτουργίες πρέπει να εξετασθούν και να κατανοηθούν κατ' αρχήν στη συνάφειά τους με τις πρωτογενείς Κοσμικές-φυσικές.

 

Από την Ψυχή στην ευδαιμονία: Ο σχηματισμός της Ηθικής Θεωρίας

 

Τα παραπάνω θεωρητικά βήματα ήταν αναγκαία για τον σχηματισμό μιας στέρεας Ηθικής Θεωρίας. Πρέπει απαραιτήτως να επισημανθεί, ότι για τους αρχαίους η ηθική αφορά στη μελέτη του χαρακτήρα (στα Αρχαία Ελληνικά η λέξη «ήθος» σημαίνει τον χαρακτήρα) και δεν έχει να κάνει με μια απλοϊκή δέσμη ηθικολογικών παραινέσεων. Τόσο για τον Αριστοτέλη, όσο και για τους Επικούρειους, τους Στωικούς και τους Κυνικούς το ερώτημα μιας Ηθικής Θεωρίας δεν είναι απλώς το «ποιές πρέπει να είναι οι πράξεις μου;» αλλά «τί άνθρωπος πρέπει να είμαι;»(4). Η Ηθική Θεωρία είναι, λοιπόν, μια θεωρία του χαρακτήρα.


Η ψυχική υγεία γίνεται αντιληπτή ως ευδαιμονία: ευ+δαίμων, όπου «δαίμων» είναι η ψυχή και «ευ» η καλή ποιοτική ή ποσοτική κατάσταση, η πληρότητα. Ευδαιμονία είναι η ψυχική πληρότητα, η οποία εξαρτάται κυρίως από εμάς και δεν έχει σχέση με την ευτυχία, η οποία, όπως λέει η λέξη, είναι ζήτημα τύχης. Η ευδαιμονία έχει σαν αναγκαία συνθήκη την ψυχική αταραξία, όχι με την έννοια της μακαριότητας της ανατολικής νιρβάνα. αλλά με την έννοια της σταθερότητας απέναντι στις δυσκολίες του βίου.


Η παθολογία της ψυχής, ακόμα και των εγκληματιών, αναλύεται με τρόπο ψυχρά επιστημονικό χωρίς συγκινησιακά φορτισμένους ηθικολογικούς όρους, αλλά ταυτοχρόνως με εμφανή ανθρωπιστική διάθεση (κάτι που δεν είναι εμφανές ή λείπει από την σύγχρονη Ψυχολογία). Το ζητούμενο είναι ένας άνθρωπος, που θα διατηρεί εντός του την βαθύτερη μακροσκοπική γνώση και την ουσία (όχι απλώς τη «χαρά») της ζωής χωρίς «έσωθεν επιστεναγμούς»(5) ή χαζοχαρούμενες εξάρσεις.


Οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες, οι ανασφάλειες, οι φόβοι, οι προσδοκίες, προσδιορίζονται, ταξινομούνται, συσχετίζονται και η αιτιότητά τους αναλύεται με γνησίως επιστημονική ακρίβεια. Η αντιμετώπισή τους δημιουργεί ένα ευρύ και εσωτερικά συνεπές θεραπευτικό πλαίσιο, του οποίου οι πρακτικές απολήξεις είναι αναρίθμητες και εκ των πραγμάτων αδύνατο να εξαντληθούν εδώ. Θα περιοριστούμε σε μερικά ενδεικτικά παραδείγματα.


Ο δρόμος των «πολλών» απορρίπτεται και ενθαρρύνεται η εξεύρεση του προσωπικού(6). Η ευδαιμονία είναι στο συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της προσωπική υπόθεση. Η εκλεκτική κοινωνική ζωή εξυμνείται, μέσα από τα εγκώμια του επικουρισμού προς την φιλία και ανάγεται σε προϋπόθεση μιας ολοκληρωμένης ύπαρξης(7).


Ο σοφός (προσωπικός;) άνθρωπος έχει μάθει να αυτοκατευθύνεται και κατά συνέπεια έχει ελαχιστοποιήσει την αιφνιδιαστική επίδραση του τυχαίου παράγοντα στη ζωή του(8). Τουλάχιστον για τον Στωικισμό, τα πάθη και τα συναισθήματα αποτελούν έλλογες κρίσεις: π.χ. αν λυπόμαστε, ή χαιρόμαστε για κάτι είναι επειδή έχουμε κρίνει, ότι αυτό πρέπει να νιώθουμε. Κατά τον ίδιο τρόπο απορρίπτεται η καταφυγή σε δικαιολογίες: π.χ. η οδήγηση υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών είναι προϊόν έλλογης κρίσης, η οποία σχηματίστηκε λίγο πριν το πρώτο ποτήρι. Από εκεί και πέρα, η οποιαδήποτε συνέπεια προκύψει δεν μπορεί να αποδοθεί σε «πάθος» για το ποτό, σε «αμέλεια», ούτε ο καταναλώσας το αλκοόλ να αποκτήσει το ελαφρυντικό της «έλλειψης πρόθεσης». Εδώ βρίσκεται και το απελευθερωτικό μήνυμα της Φιλοσοφίας: Αποκαθιστά τον άνθρωπο ως ένα ον απολύτως έλλογο και υπεύθυνο για τις πράξεις του.


Τα ωραιότερα και πολυτιμότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά, τα οποία συνήθως προσπερνούμε και για τα οποία δεν χρειάζεται να κοπιάσει κανείς πολύ: με ελάχιστα πράγματα μπορούμε να συναγωνιστούμε σε ευδαιμονία ακόμα και τα κατ' εξοχήν ευδαίμονα όντα, τους ίδιους τους θεούς(9). Βέβαια «και η λιτότητα έχει τα όριά της: όποιος το παραβλέπει αυτό παθαίνει κάτι αντίστοιχο με εκείνον, που δεν βάζει φραγμό στις επιθυμίες του»(10). Μπορεί κάποιος να μας κάνει τη ζωή δύσκολη, να μας βασανίσει, ή και να μας σκοτώσει, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί όμως να μας βλάψει πραγματικά(5).


Η αφοβία απέναντι στο κατ' εξοχήν αμετάκλητο και αναπόφευκτο γεγονός, το θάνατο, εκφράζεται με μια ποικιλία τρόπων από την κατά μέτωπο λογική αντιμετώπισή του μέχρι την απροκάλυπτη κοροϊδία του: Για τους Επικούρειους ο θάνατος είναι κάτι, που δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος για να μας απασχολεί, αφού όταν είναι αυτός παρών δεν είμαστε παρόντες εμείς και αντιστρόφως(11), ενώ ο Κυνικός, συνεπής στο εθιμικά θρασύτατο -και «μαύρο»- χιούμορ της «Σχολής» του, θα ζητήσει να τον θάψουν κάθετα, με το κεφάλι προς τα κάτω γιατί σύντομα θα έρθουν τα πάνω-κάτω και όταν συμβεί αυτό, θα ήθελε να βρεθεί πάλι όρθιος(12).


Και η σχέση ατόμου και κοινωνίας, η οποία διαμεσολαβείται σε μέγιστο βαθμό από την πολιτική; Ας μην ξεχνάμε ότι ο πολιτικός μαρασμός των πόλεων είχε σαν ψυχολογική συνέπεια γενικευμένα αισθήματα αβεβαιότητας και αποξένωσης, αρκετά όμοια με τα σημερινά. Τα φιλοσοφικά ρεύματα εκείνης της περιόδου σχηματίστηκαν ακριβώς για να αντιμετωπίσουν τη νεοδιαμορφωθείσα καθημερινή συλλογική ψυχική κατάσταση. Ειδικά η πολιτική είχε εκπέσει από την αυθεντική της έννοια, ως δηλαδή τέχνη της διοίκησης μιας κοινωνίας ή ως ενασχόληση με τα κοινά, σε δραστηριότητα, που αποσκοπεί στον εξουσιασμό -ακόμα και για το «καλό»- μιας κοινωνίας.


Ο στωικά σκεπτόμενος, όσο αφελές κι αν θεωρείται, μπορεί να ασχοληθεί με την πολιτική, αν πιστεύει, ότι με αυτόν τον τρόπο θα έχει αποτελέσματα. Αλλά και η επικούρεια αποχή από την πολιτική είναι απόλυτα δικαιολογημένη λόγω της ψυχικής υποβάθμισης και ταραχής, που μπορεί να προκαλέσει η συναναστροφή με εξουσιομανείς, διεφθαρμένους και, γενικώς, αχρείους. Ακόμα και η αποστροφή για την πολιτική και η πλήρης απόρριψή της είναι αποδεκτή: Ο κυνικός δεν θα νιώσει καθόλου κολακευμένος από τους βασιλίσκους, οι οποίοι στήθηκαν όλο περιέργεια αλλά και οίηση και μπροστά στο πιθάρι του. Θα τους υποδείξει να του «αδειάζουν» τη γωνιά και να μήν του κρύβουν τον Ήλιο. Στην περίπτωση, που αυτοί επιμείνουν να τον προκαλούν, θα τους υποβάλλει σε ένα λεπτό αλλά, άγριο φιλοσοφικό «δούλεμα» και θα καταδείξει αυτό, που οι υπήκοοι αρνούνται να αντικρύσουν κατάματα: ότι ο βασιλιάς τους είναι σαν κι αυτούς, φιλοσοφικά και ψυχικά ανεπαρκής, «γυμνός» και ακατάλληλος να διοικήσει(13).


Η επανακάλυψη της ψυχοθεραπευτικής δύναμης της Φιλοσοφίας

Παρά τον τιτάνιο αγώνα του Επικουρισμού, του Στωικισμού και του Κυνισμού, για να απελευθερώσουν την ανθρώπινη ψυχή από οτιδήποτε μπορεί να την κατατρέχει, η μεγαλοπολιτική ψυχασθένεια αναδείχτηκε, ως γνωστόν, νικήτρια υπό το προσωπείο του Xριστιανισμού. Οι άνθρωποι καταβλήθηκαν τελικά από τις φοβίες τους μπροστά στο εγκόσμιο και «υπερκόσμιο» άγνωστο και τράπηκαν σε φυγή από τις εξουσίες, που τα χειρίζονται. Παραιτήθηκαν έτσι από την αναζήτηση του Εαυτού.


Ο φιλοσοφικός ανθρωπισμός τίμησε τον άνθρωπο καθιστώντας τον αποκλειστικά υπεύθυνο για τις επιλογές του. Ο χριστιανισμός τον ξαναέκανε ανεύθυνο και αδύναμο, υποβιβάζοντας την ηθική, από επιστήμη του χαρακτήρα σε γελοία φοβική ηθικολογία και εισηγούμενος την επαίσχυντη έννοια της Συγχώρεσης. Στο εξής μπορεί ο οποιοσδήποτε να διαπράξει τα ειδεχθέστερα εγκλήματα και, αν προσκομίσει μια απλή δήλωση μετανοίας, να πάρει απαλλαγή. Μάλιστα η μετάνοια αυτή δεν έχει ισχύ μόνο στο μεταφυσικό επίπεδο κάποιας δήθεν μεταθανάτιας αξιολόγησης του εγκληματία αλλά, λαμβάνεται σοβαρά υπ' όψιν και στη δικονομία ως «ειλικρινής μεταμέλεια» και φυσικά προσμετράται ως ελαφρυντική της ποινής.


Είναι φανερό ότι ο Χριστιανισμός εξάπτει την ανευθυνότητα, την ασυδοσία και την εγκληματικότητα. Οι εγκληματογόνες ψυχασθένειες που επωάστηκαν και εκδηλώθηκαν με την επικράτηση του Xριστιανισμού δεν έχουν το προηγούμενό τους στην ανθρώπινη ιστορία, ούτε σε είδος, ούτε σε ποσότητα.


Σήμερα εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο -όχι απαραίτητα «ασθενείς»- επισκέπτονται τακτικά κάποιον επιστήμονα ψυχοθεραπευτή. Το να παραδεχτεί κάποιος ότι χρειάζεται τέτοιου είδους βοήθεια είναι ασφαλώς μια γενναία παραδοχή. Είναι όμως αρκετό;


Η σύγχρονη ψυχοθεραπεία αναλαμβάνει άτομα, που αντιλαμβάνονται, ότι έχουν κάποιο ψυχολογικό πρόβλημα, το οποίο τα εμποδίζει να ζουν, όπως θα επιθυμούσαν και προσπαθεί με μια τεχνητή ψευδοτόνωση («ντοπάρισμα») να τα επανεντάξει στην εξ' ορισμού μή υγιή κοινωνία (αφού τα ατομικά ψυχολογικά προβλήματα, όταν αποκτούν εκτεταμένο χαρακτήρα, όπως σήμερα, δεν μπορεί παρά να αντανακλούν κάποια γενικευμένη κοινωνική παθογένεια). Πρόκειται για «θεραπεία» συμπτωμάτων και όχι τoυ ίδιου του γενικευμένου προβλήματος στην επιμέρους ατομική διάστασή του. Το ντοπάρισμα αυτό συνίσταται σε μια περιπτωσιακή -και μάλλον απλουστευτική- εξέταση της ορθότητας των πράξεων, ή των πρακτικών του θεραπευόμενου, σε σχέση με το κατά πόσον «νιώθει καλά» με αυτές.


Η εξέταση αυτή σχεδόν ποτέ δεν ανάγεται σε κάποιον ευρύτερο ηθικό (=χαρακτηρολογικό) στόχο. Αντ' αυτού επιδιώκεται η κατάρτιση ενός απλοϊκού «μπούσουλα» αντιδράσεων και συμπεριφοράς. Η ύπαρξη του «μπούσουλα» είναι συνήθως εμφανής στη συμπεριφορά ατόμων, που έχουν ακολουθήσει μια σύγχρονη ψυχοθεραπευτική αγωγή: στις συναναστροφές τους φαίνονται να μικροσκοπούν («ψειρίζουν») συνεχώς τον απέναντί τους, είναι επιφυλακτικά σε βαθμό καχυποψίας, ή και φοβίας και φαίνεται να μην έχουν πηγαιότητα και αυθορμητισμό. Το ντοπάρισμα ολοκληρώνεται με το χτίσιμο ενός επιφανειακού αισθήματος αυτοπεποίθησης (στο κάτω-κάτω γι' αυτήν πληρώνει ο πελάτης), η σαθρότητα της οποίας συχνά διαπιστώνεται λίγον καιρό μετά την «επανένταξη». Έτσι δεν είναι λίγοι αυτοί, που επιστρέφουν ξανά για νέο κύκλο θεραπείας δηλ. για μια νέα «δόση». Δεν γίνεται εργασία σε βάθος, και δεν επιδιώκεται η θεμελίωση αληθινά ισχυρών χαρακτήρων (π.χ. σαν αυτόν που ο Επίκουρος προσδιορίζει ως «ψυχικά αυτάρκη»).


Σε αυτή την κατάσταση συντείνει και η πελατειακή σχέση ψυχοθεραπευτή και θεραπευόμενου. Ο τελευταίος θέλει να δει γρήγορη βελτίωση και τα λεφτά του να «πιάσουν» τόπο. Είναι αλήθεια, ότι η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπόκειται κι αυτή στους νόμους της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής: η δημιουργία των υπηρεσιών-προϊόντων της χαρακτηρίζεται από ταχύτητα και προχειρότητα. Από την άλλη η μακρόχρονη παραμονή σε καθεστώς τέτοιας θεραπείας δημιουργεί ως έναν βαθμό εξάρτηση του θεραπευόμενου από τον θεραπευτή. (Υπάρχει ωστόσο και μια τάση της σύγχρονης ψυχοθεραπευτικής, η οποία καταφεύγει στη συνδρομή της Φιλοσοφίας, βλ. λ.χ. βιβλία, όπως το «Πλάτωνας όχι πρόζακ» του Λου Μαρίνοφ ή διαλέξεις, που δίνονται σε στελέχη επιχειρήσεων με θέμα τον Αριστοτέλη κ.λπ.. Η προσέγγιση όμως που γίνεται στη Φιλοσοφία δυστυχώς δεν ξεφεύγει από τα επιφανειακά και αποσπασματικά πλαίσια, που επισημάναμε πιο πάνω: Η Φιλοσοφία χρησιμοποιείται σαν ένα περιπτωσιολογικό συμπεριφορικό δεκανίκι και μάλιστα η βαθύτερη γνώση της δεν θεωρείται αναγκαία στον θεραπευόμενο).


Έχοντας πιάσει εξ αρχής τον ταύρο από τα κέρατα, η Φιλοσοφία δεν μένει ούτε χάνεται στην περιπτωσιολογία των πράξεων αρκούμενη σε μια προσωρινή, «τοπική» θεραπεία. Δεν κινείται δηλ. στα τυφλά αλλά, αξιολογεί τις πράξεις και την γενικότερη πρακτική του θεραπευόμενου ως προς τον εξ? αρχής γνωστοποιημένο και προβαλλόμενο στόχο της: την αναζήτηση της ψυχικής αυτάρκειας και πληρότητας, ο οποίος αποτελεί ένα γοητευτικότατο δέλεαρ. Στην Αρχαιότητα η Φιλοσοφία προσείλκυε και άλλαζε με αυτόν τον τρόπο χιλιάδες ανθρώπους. Ο εισερχόμενος σε έναν αρχαίο φιλοσοφικό όμιλο γνώριζε από την αρχή, ότι πήγαινε εκεί, για να διαμορφώσει προς μια απολύτως συγκεκριμένη κατεύθυνση τον εαυτό του. Αυτή είναι μια τεράστια ποιοτική διαφορά σε σχέση με τον σημερινό επισκέπτη κάποιου ψυχοθεραπευτή, ο οποίος δεν γνωρίζει, όχι πού κατευθύνεται, αλλά ίσως ούτε καν το πώς και το αν θα κατευθυνθεί κάπου. Υπό την έννοια της σύγκρισης των στόχων τους, η φιλοσοφική Ψυχοθεραπεία, όχι μόνο δεν αποτελεί πρώιμη μορφή της σύγχρονης, αλλά αντιθέτως η σύγχρονη Ψυχοθεραπεία υπολείπεται κατά πολύ της φιλοσοφικής.


Ο Επικουρισμός και ο Στωικισμός διατηρούν στην εποχή μας την πρωτοτυπία και την επικαιρότητά τους, αφού οι συνθήκες, που οδήγησαν στη γέννησή τους μοιάζουν κατά πολλούς τρόπους με τις σημερινές. Η πληθώρα των σύγχρονων εκδόσεων σχετικών επιστημονικών εργασιών ξεπερνά εμφανώς το απλό αρχαιογνωστικό ενδιαφέρον και παραπέμπει σε μια δυναμική επαναφορά του χρηστικού ρόλου των εν λόγω φιλοσοφικών ρευμάτων.

Αλλά και ο Κυνισμός (με κάποια επικούρεια στοιχεία και με μια ισχυρή δόση θεραπευτικής διονυσιακής ορμητικότητας) επανανακαλύφθηκε σαν από ένστικτο -και μάλιστα επανήλθε με δριμύτητα- μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως ο γνωστός «ροκ τρόπος ζωής». Είναι χιλιάδες τα παιδιά του σύγχρονου Κυνισμού, που ταξίδεψαν ως γνήσιοι αναζητητές από την Ανατολή μέχρι τη Δύση, μεταφέροντας στο σακίδιό τους μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Επιχείρησαν να ανακαλύψουν αυτό, το οποίο διαισθάνθηκαν ως την αρχέγονη και ουσιώδη γνώση. Δεν έλειψαν από καμία μεγαλειώδη στιγμή, όπου η ζωή συναντάται οργιαστικά με την ουσία της και όπου ο ανθρωπορραίστης Διόνυσος ξεσκίζει τον αρρωστημένο παλαιό εαυτό για να μπορέσει να απελευθερωθεί ο νέος. Απέναντι στη γενικευμένη κοινωνική αποξένωση, την υποκρισία του καθωσπρεπισμού και την μιζέρια των προσωπικών φοβιών, «τσίγκλισαν» τον αποχαυνωμένο περίγυρο να επιχειρήσει το ποιοτικό ψυχικό άλμα: «αποδείξτε ότι είστε ζωντανοί!»(14).


Βρέθηκαν στα οδοφράγματα του γαλλικού Μάη, αλλά και αλλού και απαίτησαν από τον Εξουσιασμό να αποσυρθεί και να μην τους κρύβει τον Ήλιο. Ο σύγχρονος Κυνισμός έδωσε και εξακολουθεί να δίνει πρόθυμα και συχνά το αίμα του. Αλλά δεν είναι λίγοι και εκείνοι οι τραγικοί, που στη ιλιγγιώδη βακχεία τους έχασαν τον έλεγχο: ωστόσο στο επιτύμβιο επίγραμμά τους απονέμεται και σε αυτούς η ανώτατη φιλοσοφική διάκριση ότι, έζησαν «κατά τον δαίμονα εαυτού»(15). Ο Αντισθένης κι ο Διογένης θα ένιωθαν υπερήφανοι αν συναντιόντουσαν με αυτά τα, αναφανέντα μέσα από τις χιλιετίες, παιδιά τους.


Θα ήταν πολύ ευεργετικό για την προσωπικότητά μας αν από το σχολείο ήδη διδασκόταν η φιλοσοφική ηθική και τα παραδείγματα των μεγάλων φιλοσόφων, οι οποίοι, όπως ελπίζουμε να φάνηκε, υπήρξαν πρωτίστως άνθρωποι της δράσης. Γιατί τελικά ο μόνος τρόπος να αντιμετωπίζουμε, ή και να αλλάζουμε τον κόσμο, είναι αντιμετωπίζοντας και αλλάζοντας πρώτα τον εαυτό μας. Βέβαια, η διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων ως υπεύθυνων και ελεύθερων όντων είναι ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του Συστήματος και είναι ίσως αφέλεια να την διεκδικούμε μέσω ενός χειραγωγούμενου και προορισμένου να παράγει υπηρέτες, σχολείου(16). Καλώς ή κακώς πρέπει μόνοι μας να επιδιώξουμε να φτάσουμε τον στόχο και να αυτοδιδαχθούμε να ενεργούμε κατά το δαίμονά μας.

 ------------------------------------------------

Σημειώσεις

 

(1) Έχει σημασία να διακρίνουμε ανάμεσα σε φιλοσοφικά ρεύματα και φιλοσοφικές σχολές της Ελληνιστικής και Ρωμαϊκής Εποχής. Οι σχολές (π.χ. Ακαδημία κ.α.) αποτελούσαν κλειστούς χώρους, στους οποίους εισερχόταν ο ενδιαφερόμενος για να αποκτήσει μια συστηματική γνώση των διδαχών τους, τις οποίες εν συνεχεία προήγαγε στους ανάλογους κύκλους διανοουμένων. Ο Επικουρισμός, ο Στωικισμός και ο Κυνισμός, είτε πήγαζαν από κάποια σχολή, που εδρεύει σε κάποιον συγκεκριμένο χώρο (π.χ. Κήπος, Στοά), είτε όχι (π.χ. πιθάρι του Διογένη), εκδηλώνονταν τελικώς στην κοσμοπολιτικού τύπου κοινωνία ως ρεύματα ευρύτατης απήχησης, με μεγάλη επιρροή, άλλοτε εμφανή κι άλλοτε αφανή, στην συλλογική νοοτροπία.
(2) Μάρκος Αυρήλιος IV,49,I. Η παρομοίωση είναι από τις προσφιλέστερες στο Στωικισμό, αλλά θα μπορούσε να εκφράζει το ιδεώδες όλων των προαναφερθέντων ρευμάτων.
(3) Κατ' αυτό τον τρόπο η ομοφυλοφιλία θεωρείται ελαφρά τη καρδία ως μια ανώδυνη παρέκκλιση (σαν να λέμε «αριστεροχειρία»). Έτσι, σήμερα σε πολλές χώρες οι ομοφυλόφιλοι μπορούν -με την «επιστημονική» συγκατάθεση- να παντρεύονται μεταξύ τους και φυσικά να απολαμβάνουν «ισότητα» δικαιωμάτων με τους ετεροφυλόφιλους, όπως π.χ. η υιοθεσία και η ανατροφή παιδιών από ομοφυλόφιλα ζευγάρια (χωρίς να έχει γίνει η παραμικρή επιστημονική έρευνα για τις πιθανές δυσμενείς επιπτώσεις τέτοιων υιοθεσιών στην ψυχική ισορροπία των υιοθετημένων παιδιών). Ο κανόνας είναι, ότι κανείς δεν ενδιαφέρεται να διδάξει αυτούς τους ανθρώπους πώς θα μπορέσουν να αναπτύξουν τις ικανότητές τους χωρίς π.χ. να προσπαθούν να πιθηκίσουν τον τρόπο ζωής των ετεροφυλόφιλων, ή να καταλήγουν στην ποικίλη προσωπική εκπόρνευσή τους (οι ελάχιστοι που ξέφυγαν από αυτόν τον κανόνα και ανέπτυξαν τις προσωπικές τους δεξιότητες, απλώς τον επιβεβαιώνουν).
(4) Για περισσότερα σχετικά με αυτό το θεμελιώδες ζήτημα της Ελληνικής Φιλοσοφίας βλ. R. W. Sharples, Επικούρειοι, Στωικοί, Σκεπτικοί-εισαγωγή στην Ελληνιστική Φιλοσοφία, σελίδα 143 κ. ε., εκδόσεις Θύραθεν 2002.
(5) Επίκτητος, Εγχειρίδιον, 53
(6) Επικούρου, απόσπασμα 43
(7) Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι, XXVII
(8) Επικούρου, Κύριαι Δόξαι, 16
(9) Επικούρου απόσπασμα 69, Αιλιανός IV 13.
(10) Επικούρου προσφώνησις, 63, Επίκουρος, εκδόσεις Θύραθεν 2000.
(11) Επικούρου, επιστολή προς Μενοικέα
(12) Διογένους Κυνικού, Διογένης Λαέρτιος, Βίοι φιλοσόφων 6, 31-32
(13) Δίων Χρυσόστομος, Διάλογος Αλεξάνδρου και Διογένους, εκδόσεις Θύραθεν, 1999
(14) Κεντρικό σύνθημα της δεκαετίας του 1960, που έχει καταγραφεί στην ταινία «Φράουλες και αίμα».
(15) Πρόκειται για το επιτύμβιο επίγραμμα του Αμερικανού Jim Morrison, τραγουδιστή και στιχουργού του ροκ συγκροτήματος The Doors, o οποίος είναι θαμμένος στο Παρίσι (βλ. Ο διονυσιασμός των αρχαίων και η έκσταση στη ροκ μουσική).

«Θετική ψυχολογία», μια επιστημονική στροφή προς την αισιοδοξία

Η Θετική Ψυχολογία είναι ένας καινούριος κλάδος της Ψυχολογίας, που έρχεται να ανατρέψει τα όσα θεωρούσαμε ως τώρα για την ευτυχία. Το 2000 ο πατέρας της Θετικής Ψυχολογίας, Martin Seligman, έθεσε ένα ερώτημα για τον σκοπό και την πορεία της επιστήμης του. Μήπως αντί να μελετούμε μόνο τις ψυχικές διαταραχές και τα αρνητικά συναισθήματα, υπάρχει κάποιο όφελος αν εξετάσουμε τα θετικά συναισθήματα; Συναισθήματα, όπως το ενδιαφέρον, η χαρά, η ικανοποίηση, η ευγνωμοσύνη είχαν μελετηθεί ως τότε ελάχιστα εφόσον οι ψυχικές διαταραχές και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα χρειάζονται άμεσες λύσεις.

Όμως, όπως φαίνεται το ότι δεν είμαστε ψυχικά ασθενείς δεν σημαίνει αυτόματα πως είμαστε ευτυχισμένοι. Πολλοί άνθρωποι χωρίς να πληρούν τα κριτήρια ψυχικών διαταραχών μπορεί να περιγράφουν τη ζωή τους ως μονότονη, κενή, βαρετή, χωρίς σκοπό και νόημα. Η Θετική Ψυχολογία υποστηρίζει πως μόνο το 10% της αντικειμενικής πραγματικότητα επηρεάζει τελικά την αίσθηση της ευτυχίας μας. Τον καθοριστικότερο ρόλο παίζουν τα όσα σκεφτόμαστε και νιώθουμε για αυτήν τη πραγματικότητα. Τα ερευνητικά αυτά δεδομένα έρχονται να επιβεβαιώσουν ιδέες που διατυπώθηκαν αιώνες πριν. Στωικοί ψυχολόγοι, όπως ο Επίκτητος και ο Μάρκος Αυρήλιος έχουν διατυπώσει ακριβώς αυτήν την ιδέα. Η στάση μας απέναντι στις δυσκολίες της ζωής είναι ίσως ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ευτυχία μας.

Η Barbara Fredrickson διατύπωσε το 1998 τη θεωρία των θετικών συναισθημάτων, τη θεωρία διεύρυνσης και δόμησης. Οι έρευνές της έδειξαν πως τα θετικά συναισθήματα διευρύνουν την προσοχή μας καθώς και άλλες γνωστικές ιδιότητες. Το πιο σημαντικό που μας προσφέρουν είναι πως «χτίζουν» σωματικούς, γνωστικούς, συναισθηματικούς και κοινωνικούς πόρους, που στο μέλλον θα μας κάνουν πιο ανθεκτικούς έτσι ώστε να επανέλθουμε πιο γρήγορα σε κάποια αντιξοότητα.

Το τι είναι η ευτυχία είναι ένα ερώτημα που έχει απασχολήσει τον άνθρωπο ανά τους αιώνες και σίγουρα απασχολεί και τον καθένα μας ξεχωριστά στην προσπάθειά μας να ζήσουμε με τον τρόπο που θέλουμε μέσα σε πολλές ή λίγες αντιξοότητες. Το μεγαλύτερο θετικό που έρχεται να φέρει η Θετική Ψυχολογία είναι πως οι έρευνες δείχνουν πως η ευτυχία μαθαίνεται. Πως ευτυχία σημαίνει τελικά να βιώνεις όσο το δυνατόν περισσότερα θετικά συναισθήματα στην καθημερινότητά σου. Για τον καθένα αυτές οι στιγμές μπορεί να είναι διαφορετικές ανάλογα με τις αξίες του, τις προτιμήσεις του, τα όνειρά του.

Οι έρευνες δείχνουν πως γινόμαστε πιο θετικοί, ακόμη κι αν κάνουμε κάτι που φαίνεται ασήμαντο, αν δηλαδή σημειώνουμε σε ένα ημερολόγιο κάθε βράδυ τρία πράγματα για τα οποία νιώσαμε ευγνώμονες τη μέρα που πέρασε. Οι έρευνες επίσης δείχνουν πως η θετικότητα συνδέεται με την καλή σωματική και ψυχική υγεία. Αυτό δεν σημαίνει πως γινόμαστε άτρωτοι ψυχικά και σωματικά, όταν βιώνουμε θετικά συναισθήματα, όμως αρρωσταίνουμε με λιγότερα συμπτώματα και αναρρώνουμε πιο γρήγορα. Και κάτι ακόμη πιο σημαντικό, ζούμε περισσότερα χρόνια. Είναι ο μόνος παράγοντας που έχει αποδειχθεί πως αυξάνει το προσδόκιμο ζωής μετά τη διακοπή του καπνίσματος.

Το να βιώνουμε θετικά συναισθήματα δεν σημαίνει πως δεν πρέπει να βιώνουμε και τα αρνητικά. Ακριβώς το αντίθετο. Όσο περισσότερο αποδεχόμαστε τον θυμό, τη λύπη και τον φόβο μας, τόσο καλύτερα είμαστε. Η εκπαίδευσή μας πάνω στα συναισθήματα αποδείχθηκε πολύ παραπλανητική. Έχουμε μάθει να εστιάζουμε ιδιαίτερα στο αρνητικό, να χάνουμε το δάσος για τα δέντρα. Ταυτόχρονα, έχουμε μάθει να θεωρούμε πως είναι κακό να λυπόμαστε, να φοβόμαστε ή να θυμώνουμε. Όσο περισσότερο παλεύουμε με τον αρνητισμό, που είναι μέσα στην ίδια μας τη φύση, τόσο πιο δυστυχισμένοι είμαστε, τόσο η οδύνη μας γιγαντώνεται.

ΑΝ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΠΩΣ ΘΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ, ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΘΥΜΟΣ, ΛΥΠΗ ΚΑΙ ΦΟΒΟΣ Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΑΝΤΙΞΟΟΤΗΤΑ, ΤΟΤΕ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ ΠΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΥΤΥΧΙΣΟΥΜΕ ΠΟΤΕ ΕΝ ΖΩΗ.

Η μεγάλη πρόκληση είναι να αρχίσουμε να χτίζουμε μια ζωή με περισσότερη θετικότητα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης μας βομβαρδίζουν καθημερινά με τον τρόμο και την οργή. Μας δίνουν την αίσθηση πως ο κόσμος είναι το πιο επικίνδυνο, το πιο άδικο μέρος, πως κινδυνεύουμε συνεχώς, πως δεν υπάρχει καμία, μα καμία ελπίδα. Όμως για όλα αυτά τα αρνητικά, υπάρχουν άλλα τόσα θετικά που αποσιωπούνται. Η αγάπη, η φιλία, η τέχνη, η ευχαρίστηση, η προσφορά, η δημιουργία μπορεί να είναι δίπλα μας κι εμείς να βαριανασαίνουμε για τα όσα μας λείπουν. Το δυστυχές είναι πως η ευτυχία έχει ταυτιστεί τρομερά με την επιτυχία και με το χρήμα. Φαίνεται όμως πως κι αυτό ήταν λάθος. Και η επιτυχία και το χρήμα συνηθίζονται και το κενό που μπορούν να δώσουν μετά μπορεί να είναι τεράστιο, όταν δεν έχουμε ανθρώπους γύρω μας που να μας δίνουν χαρά, όταν δεν βρίσκουμε τελικά για ποιο λόγο ήρθαμε σε αυτή τη ζωή και έχουμε σταματήσει να ονειρευόμαστε.

Και ο κόσμος που θα παραδώσουμε στα παιδιά; Τι έχουμε λοιπόν να τους δείξουμε τώρα; Η ωμή βία, εκτός από τις ειδήσεις, κυριαρχεί στις ταινίες, τις τηλεοπτικές σειρές και τα βιντεοπαιχνίδια. Είναι ευθύνη μας το ότι αφηνόμαστε σε αυτήν την ωμή βία. Είναι ευθύνη μας το ότι δεν τους δίνουμε αντίδοτα στην αρνητικότητα. Σίγουρα υπάρχουν μεμονωμένα πρόσωπα, γονείς, επαγγελματίες ή φορείς που παλεύουν για ενσταλάξουν τη θετικότητα στις παιδικές ψυχές. Οι έρευνες δείχνουν πως τα θετικά συναισθήματα βοηθούν τα παιδιά να μαθαίνουν. Είναι αναγκαίο το σχολείο να γίνει χώρος όχι μόνο μάθησης, αλλά χαράς. Χώρος που βοηθά το κάθε παιδί να βρει το δικό του ταλέντο και όχι εργοστάσιο μαζικής παραγωγής αγχωμένων ανθρώπων. Τα παιδιά από τη φύση τους θέλουν να μάθουν, ο ενήλικος καταναγκασμός πολλές φορές τα εμποδίζει. Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ είναι πως η χαρά και το νόημα για τον καθένα μας διαφέρει και για αυτό δεν πρέπει να προσπαθούμε να επιβάλλουμε στα παιδιά τις δικές μας απόψεις για τη δική τους ευτυχία.

Φυσικά δεν μπορούμε να ελέγξουμε το εκπαιδευτικό σύστημα, όμως μπορούμε να ελέγξουμε τη θετικότητα που μεταδίδουμε όσοι έχουμε παιδιά, δουλεύουμε με παιδιά ή συναναστρεφόμαστε με κάποιο άλλο τρόπο μαζί τους. Η θετικότητα είναι μεταδοτική, όπως άλλωστε και ο πανικός και η απελπισία. Σκεφτείτε πόσο καλά νιώσατε στον πρόσφατο μεγάλο σεισμό στην Αθήνα, όταν ακούσατε στην τηλεόραση «πως η πόλη άντεξε αυτόν τον σεισμό, πως όλα ήταν υπό έλεγχο». Και αντίστοιχα τι συναίσθημα σας κυρίευσε, όταν ακούσατε την ίδια περίοδο για «πρόβλεψη σεισμού 6 βαθμών της Κλίμακας Ρίχτερ», παρόλο που είναι γνωστό πως δεν γίνεται πρόβλεψη σεισμών και που ο τίτλος αυτών των ειδήσεων δεν εξέφραζε με ακρίβεια τα όσα είπε ο σεισμολόγος.

Πρέπει λοιπόν να σταματήσουμε να ενοχοποιούμε τη χαρά. Είναι κάτι που αξίζει σε όλους μας και ο καθένας καλείται να ανακαλύψει μόνος του από πού θα πηγάσει για αυτόν. Οι έρευνες της Θετικής Ψυχολογίας δείχνουν τελικά πως αν επιτρέψουμε έστω και λίγη χαρά στον εαυτό μας, η ζωή μας αρχίζει να αλλάζει. Αν λοιπόν κάτι καλείται να κάνει ο άνθρωπος του 21ου αιώνα είναι να μην υποκύψει στην αρνητικότητα. Να μην δεχτεί πως ο κόσμος είναι ένα βίαιο, τρομακτικό μέρος, χωρίς αγάπη, χωρίς κανένα νόημα να ζεις μέσα σε αυτόν. Κι αν θέλουμε να βάλουμε το λιθαράκι του ο καθένας για να γίνει καλύτερος αυτός ο κόσμος, θα πρέπει πρώτα να δώσουμε αγάπη στον εαυτό μας.

Οπότε όσοι είμαστε τυχεροί και μπορούμε και επιβιώνουμε, με τις δικές του δυσκολίες ο καθένας, βρισκόμαστε μπροστά σε μια απόφαση, σε ένα μεγάλο σταυροδρόμι. Θα δούμε μόνο το αρνητικό ή και το θετικό μπροστά μας; Θα νιώσουμε αδικημένοι ή ευγνώμονες με τα όσα θα φέρει η κάθε μέρα; Θα αφήσουμε τη ζωή μας να ανθίσει ή θα περάσουμε τελικά από αυτή τη ζωή χωρίς να αγγίξουμε τίποτα και χωρίς τίποτα να μας αγγίξει;

Evestrum: Οι Αστρικές Σκιές του Παράκελσου

To Evestrum είναι η οντότητα που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το Αστρικό Σώμα του ανθρώπου. Ο Παράκελσος αναφέρει σχετικά στο “Philosophia ad Athenienses”: «Για να μιλήσουμε για το Evestrum με όλες τις θνητές και αθάνατες πτυχές του, θα πρέπει να αναφέρουμε πως όλα τα όντα, αλλά και ολόκληρη η ύπαρξη διαθέτει ένα Evestrum, που ομοιάζει με μία σκιά που αχνοφαίνεται στον τοίχο.»

Evestrum: Οι Αστρικές Σκιές του Παράκελσου

Το Evestrum έρχεται στη ζωή και αναπτύσσεται μαζί με το σώμα, παραμένοντας μαζί του για όσο υπάρχει έστω και ένα μόριο της ύλης που αποτελεί το σώμα, για όσο παραμένει ζωντανό. To Evestrum έρχεται στη ζωή ταυτόχρονα με την γέννηση κάθε μορφής, και κάθε τι, άσχετα αν είναι ορατό ή αόρατό, και ανεξάρτητα από το αν προέρχεται από την σφαίρα της Ύλης ή την Σφαίρα της Ψυχής διαθέτει το δικό του Evestrum. Αυτή η οντότητα έχει την δυνατότητα να αναδεικνύει μελλοντικά γεγονότα προκαλώντας οραματισμούς και συμβολισμούς στην καθημερινότητα. Όμως σύμφωνα με τον Παράκελσο, μονάχα εκείνοι που κατέχουν την σοφία μπορούν να κατανοήσουν την πραγματική φύση του Evestrum, που Προκαλεί όνειρα που περικλείουν τις μελλοντικές στιγμές του ανθρώπου.

Όποτε γεννιέται ένα παιδί, το Evestrum του γεννιέται μαζί του και είναι επιφορτισμένο να αναδεικνύει προκαταβολικά όλα τα μελλοντικά γεγονότα και τις πράξεις εκείνου στον οποίο ανήκει. Αν το άτομο πλησιάζει στην στιγμή του θανάτου του, το Evestrum ίσως υποδείξει τον ερχομό του τέλος με στιγμιαίες εκλάμψεις και ήχους, ή μέσα από κάποιο ασυνήθιστο θόρυβο, από την μετακίνηση ενός έπιπλου, το σταμάτημα των ρολογιών, το σπάσιμο μίας φωτογραφίας, την πτώση ενός καθρέπτη, ή μέσα από οποιοδήποτε άλλο οιωνό. Όμως συχνά τέτοιο οιωνοί παραβλέπονται, δεν αναγνωρίζονται καν ή δεν γίνονται κατανοητοί ως σημάδια. Μετά τον Θάνατο του Φυσικού σώματος, το Evestrum παραμένει στην Γήινη σφαίρα, διατηρώντας την «συμπαθητική» σύνδεση μεταξύ του Evestrum και του αέναου και αθάνατου μέρους του ανθρώπου, και καταδεικνύει τα επίπεδα της ευτυχίας ή δυστυχίας στην οποία έχει περιέλθει η ψυχή του ανθρώπου στην οποία ανήκει. Αυτά τα Evestra δεν είναι οι ψυχές των Νεκρών που περπατούν στην Γη, αλλά είναι τα Αιθερικά διπλά των ατόμων αυτών.

Τα Είδη των Evestra

Όλα τα Evestra προέρχονται από την συλλογική δραστηριότητα του Σύμπαντος, το Turba Magna.

Το Evestra Prophetica προέρχεται απευθείας από αυτή την συλλογική δραστηριότητα ενώ τα Evestra Obumbrata έρχονται στην ζωή σε ένα χρονικό σημείο στο οποίο ζουν τα άτομα στα οποία ανήκουν. Τα Evestra Prophetica είναι τα όντα που φέρουν την γνώση των σημαντικών γεγονότων που ίσως αφορούν την ομαλή ύπαρξη και διαβίωση του κόσμου μας. Αν πρόκειται να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο γεγονός, τότε οι «οντότητες» αυτές θα είναι που θα το «ανακοινώσουν» στον κόσμο, έτσι ώστε να προετοιμαστεί.

(To Evestrum φαίνεται πως είναι η πανομοιότυπη οντότητα με το Αστρικό σώμα ή Linga Sharinam των Αποκρυφιστών της Ανατολής.

Περιγράφεται συχνά ως τα πνεύματα των Νεκρών από τα διάμεσα, δίχως όμως να είναι κάτι τέτοιο. Τα Evestra είναι κυρίως καταστάσεις του Νου, ή σκέψεις που έρχονται σε ζωή μέσα από την θέληση του ατόμου, αποκτώντας δική τους συνείδηση και άρα μετατρέπονται σε ανεξάρτητα όντα, μέσα από σκέψεις τις οποίες το άτομο θα ήθελε να απελευθερωθεί από μία ιδέα που έχει στοιχειώσει το μυαλό του, δίχως όμως να το καταφέρνει. Τέτοιου είδους σκέψεις παραμένουν εντυπωμένες στο Αστρικό πεδίο ενός δωματίου στο οποίο κατοικεί το άτομο, και έτσι αυτές οι σκέψεις αποτυπώνονται και υλοποιούνται αποκτώντας σχετικώς υλική υπόσταση.)

Ένα άτομο που μπορεί να κατανοήσει την φύση ενός τέτοιου Evestrum μπορεί να θεωρηθεί ως «Οραματιστής» και Προφήτης. Ακόμα και ο πιο ανυπέρβλητος Θεός έχει το δικό του Evestrum Mysteriale, μέσα από το οποίο η ύπαρξή του αλλά και οι ιδιότητές του μπορούν να αναγνωριστούν μέσα από τις καλοπροαίρετες πράξεις που φωτίζουν κάθε νου. Όλες οι δυνάμεις του κακού έχουν και αυτές Evestrum Mysteriale που μπορούν να προβλέψουν τα δεινά του μέλλοντος, και πρόκειται για Evestra που εξασκούν την αρνητική τους επιρροή σε ολόκληρο τον κόσμο.

Υπάρχουν Evestra σε όλα τα πράγματα, και είναι «οντότητες» που προφητεύουν, ανεξάρτητα αν πρόκειται για ενσυναίσθητα ή ασυναίσθητα όντα. Αυτά τα Evestra «διδάσκουν» την Αστρονομία (την Φυσική Επιστήμη) σε εκείνον που μπορεί να κατανοήσει το μήνυμα που μεταφέρουν. Μέσα από ένα Evestrum μπορεί να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας κάθε πράγματος, όχι μέσα από την δημιουργία Αστρολογικών Χαρτών, αλλά από την παρατήρησή του, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που παρατηρούμε ένα αντικείμενο μέσα στον καθρέφτη ή μία σκιά ενός σώματος στην επιφάνεια του νερού ή επάνω στη γη. Μέσα στο Evestrum αποτυπώνεται το Εν (Η Ατέρμονη αιτία και ο χαρακτήρας του κάθε πράγματος.) Και έστω αν η μορφή του ατόμου χάνεται, το πνεύμα παραμένει. Ο αριθμός των Evestra που υπάρχουν είναι αναρίθμητος, σαν τον αναρίθμητο αριθμό των οργανικών και ανόργανων όντων που βρίσκονται στον κόσμο.

Ο Κόσμος των Evestra

To Evestrum που ανήκει σε κάποιο άνθρωπο γνωρίζει επακριβώς τις ενδόμυχες σκέψεις του, καθοδηγεί τα ένστικτά του, τον προστατεύει στον ύπνο του, προειδοποιεί για τους επερχόμενους κινδύνους, και προφητεύει τα μελλοντικά γεγονότα.

Ο Κόσμος των Evestra είναι ένας μοναδικός και αυτόνομος κόσμος, που ίσως είναι ίδιος με το Αστρικό πεδίο, και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον δικό μας. Διαθέτει τις δικές του αρχές, καταστάσεις ύλης και αντικείμενα που μπορεί να είναι ορατά ή αόρατα στους κατοίκους αυτής της σφαίρας ύπαρξης, αλληλοεπιδρώντας ως ένα ποσοστό με τον δικό μας κόσμο. Βέβαια πρόκειται για μία πραγματικότητα που αποτελείται από διαφορετικές αρχές από την δική μας.

Αυτά τα «Πλάσματα» δεν εξαρτώνται από την δική μας σφαίρα ύπαρξης αλλά διαθέτουν μία δική τους υπόσταση, δική τους υφή, δικά τους άστρα και πλανήτες. Όμως οι δύο κόσμοι, ο δικός τους και ο δικός μας ενώνονται και έτσι ρίχνουν την σκιά τους ο ένας πάνω στον άλλο, δημιουργώντας οραματισμούς, οιωνούς και σημάδια που αναδεύονται με ένα αλλόκοτο τρόπο. Αυτοί είναι οι οιωνοί που μας αποκαλύπτει το προσωπικό μας Evestrum Prophetica, έστω και αν μονάχα ένας φωτισμένος ή ένας ερευνητής των μυστικών αυτών μπορεί να διακρίνει το αληθές από το ψευδές αυτών των προγνωστικών οιωνών.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.8. Τρισευτυχισμένοι οι θνητοί που πάνε στον Άδη μυημένοι


Οι περισσότεροι Έλληνες δεν αναγνώριζαν μεταθανάτια ζωή. Σύμφωνα με τον Όμηρο, τη στιγμή του θανάτου μια μαύρη σκιά, πιστό αλλά άυλο αντίγραφο του σώματος, εξέρχεται από την ανοιχτή πληγή ή από το στόμα του νεκρού και κατεβαίνει στον Άδη για να μείνει παντοτινά εκεί, δίχως αισθήσεις και τυφλή σαν νυχτερίδα. Έχοντας χάσει την ικμάδα του σώματος, η ψυχή αυτή (που μπορούσε να εγκαταλείψει προσωρινά το σώμα και σε στιγμές λιποθυμίας) διψούσε για αίμα. Ποθούσε να ξαναζωντανέψει. Αλλά αυτό ήταν ανέφικτο. Όλοι οι νεκροί, ακόμη και οι άριστοι, ήταν αναίσθητοι, ολοκληρωτικά μουδιασμένοι και δυστυχείς. Ο κάτω κόσμος του Άδη, μέσα στα έγκατα της γης, ήταν ένας τόπος κρύος και σκοτεινός, όπου το ζωτικό φως του ήλιου δεν μπορούσε ποτέ να εισχωρήσει. Επιστροφή ή λύτρωση δεν υπήρχε. Ο Αχιλλέας, όταν βρέθηκε εκεί βασιλιάς των νεκρών, δήλωνε ότι θα αντάλλασσε ευχαρίστως τη σκιώδη αυτή κατάσταση με την πιο ασήμαντη ζωή ενός άγνωστου υπηρέτη πάνω στη γη.

Ωστόσο, μετά τον Όμηρο, και ιδίως κατά τον 6ο αιώνα, μια (ίσως παλαιά) πεποίθηση σχετικά με τη δυνατότητα αναγέννησης και μεταθανάτιας ευδαιμονίας άρχισε να ενδυναμώνεται. Το ακριβές μήνυμά της δεν είναι γνωστό. Οι προβλεπόμενες τελετές ήταν μυστικές, και οι μυούμενοι δένονταν με όρκο να μην αποκαλύψουν όσα άκουσαν, είδαν ή έκαναν κατά τη διάρκειά τους. Διακεκριμένοι ποιητές, όπως ο Θηβαίος Πίνδαρος και ο Αθηναίος Σοφοκλής, ύμνησαν τη δύναμη των μυστηρίων με λόγια θερμά· οι ίδιοι ήταν μύστες.

Η μυστηριακή πεποίθηση βασιζόταν στο θαύμα της αναγεννώμενης φύσης και στη γονιμοποιό δύναμη του θανάτου. Οι μυούμενοι δέχονταν τελετουργικά μια φώτιση που τους λύτρωνε από την κατάσταση της θνητότητας και τους έκανε ευτυχισμένους στην παρούσα ζωή και μακάριους στην άλλη. Οι σχετικές πηγές διατείνονται ότι οι μύστες μάθαιναν, εκτός από το αναπόφευκτο τέλος του βίου, επίσης τη διόσδοτην ἀρχήν του. Στα μυστήρια, και ειδικά σε αυτά της Ελευσίνας στην Αττική, για τα οποία είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι, γίνονται δεκτοί οι πάντες άσχετα από την κοινωνική θέση και την οικονομική τους δύναμη. Μοναδικές προϋποθέσεις ήταν να μην έχουν μιάνει τα χέρια τους με αίμα και να γνωρίζουν ελληνικά. Οι αλλόφωνοι και οι ανθρωποκτόνοι αποκλείονταν. (Φυσικά, ανθρωποκτόνοι δεν θεωρούνταν όσοι είχαν σκοτώσει σε επίσημο πόλεμο, αλλά ακόμη και η ακούσια θανάτωση κάποιου σε περίοδο ειρήνης λειτουργούσε περιοριστικά.)

Σε ορισμένες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή συνδεόταν με την καλλιέργεια των δημητριακών, διακριτικό σημάδι της πολιτισμένης κοινωνίας κατά την ομόφωνη γνώμη των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με τον ομηρικό ύμνο στη Δήμητρα (έργο του πρώιμου 6ου αιώνα), οι δύο μεγάλες δωρεές της θεάς στην πολιτισμένη ανθρωπότητα ήταν η γεωργία και τα μυστήρια. Όπως στην αγροτική παραγωγή οι εγγενείς δυνάμεις της φύσης τίθενται υπό τον έλεγχο του ανθρώπου που γνωρίζει πότε και πώς πρέπει να σπείρει και να θερίσει για να έχει τη μέγιστη σοδειά, έτσι και στα μυστήρια της Δήμητρας οι φυσικές δυνάμεις της γέννησης και του θανάτου χαλιναγωγούνταν προς όφελος των μυστών. Σε άλλες περιπτώσεις η μυστηριακή διδαχή περιλάμβανε την ιδέα της κάθαρσης από ένα αρχέγονο μίασμα που είχε καταστήσει τους ανθρώπους θνητούς. Λυτρωτής θεός ήταν τότε ο Διόνυσος-Βάκχος. Σε όλες τις περιπτώσεις, πάντως, η μυστηριακή διδαχή ήταν συμβολική.

Τα μυστήρια δεν πρόσφεραν λεκτική διδασκαλία. Κινητοποιούσαν αρχέγονες ψυχικές εικόνες και υπέβαλλαν τους μύστες σε τελετουργικές εμπειρίες ολοκλήρωσης του εαυτού και ενότητας με τον κόσμο. Με την έννοια αυτή, τα μυστήρια παρείχαν βιωματική γνώση. Το τελευταίο στάδιο μύησης -εκεί όπου, αν η ψυχή του μύστη ήταν κατάλληλα δεκτική, μπορούσε να συμβεί ολοκληρωτική αποκάλυψη του μυστηρίου της ζωής- ονομαζόταν ενίοτε ἐποπτεία (ξεκάθαρη θέαση).

Μυστήρια υπήρχαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Ειδικά η υπανάπτυκτη περιοχή της Αρκαδίας είχε πολλές μυστηριακές τελετές. Αλλά τα Μυστήρια των Μεγάλων Θεών στη Σαμοθράκη, των Καβείρων στη Θήβα και, κυρίως, τα Ελευσίνια Μυστήρια της Δήμητρας και της Κόρης στην Αττική απέκτησαν πανελλήνια αίγλη. Εκτός από αυτά τα μυστηριακά κέντρα, υπήρχαν επίσης πολλοί περιπλανώμενοι ιερείς που επικαλούνταν την αυθεντία του Ορφέα και του γιου του Μουσαίου, εξάγνιζαν με θυσίες και μαγικές επωδές άτομα, οικογένειες και πόλεις ολόκληρες, καλούσαν τον Βάκχο, την Περσεφόνη και άλλες θεότητες του Άδη και μυούσαν, έναντι αμοιβής, τους ενδιαφερόμενους σε τελετές οι οποίες, κατά την άποψή τους, εξασφάλιζαν καλή τύχη τόσο πάνω στη γη όσο και στο επέκεινα. Ανάμεσα στους περιπλανώμενους ιερείς επικρατούσε έντονος ανταγωνισμός, όπως ήταν φυσικό για ανθρώπους που εμπορεύονταν το ίδιο αγαθό. Ορισμένοι βρίσκονταν σε αντιπαράθεση και με τους εκπροσώπους των μυστηριακών κέντρων.

Η αρχαιολογική σκαπάνη ανακαλύπτει συνεχώς, κυρίως στην περιφέρεια του ελληνισμού, ταφικές επιγραφές, πρόχειρα χαραγμένες σε φύλλα χρυσού και τοποθετημένες στο κεφάλι ή το στήθος του νεκρού, που μαρτυρούν τη μυητική διαδικασία οπαδών του ορφικού Διονύσου. Οι επιγραφές χρονολογούνται από το τέλος του 5ου έως τον 2ο αιώνα π.Χ., αλλά αναντίρρητα απηχούν ιδέες που διαμορφώθηκαν παλιότερα. Μια επιγραφή από το Ιππώνιον της Κάτω Ιταλίας δίνει οδηγίες για την τοπογραφία του Άδη. Ο νεκρός μύστης, διψασμένος όπως όλες οι ψυχές, πρέπει να αγνοήσει την πρώτη κρήνη που θα συναντήσει στον δρόμο του και να προχωρήσει στην επόμενη. Εκεί θα βρει φύλακες που θα τον ρωτήσουν τι γυρεύει στου Άδη τα σκοτάδια. Εκείνος πρέπει να αποκριθεί με το τελετουργικό σύνθημα που οι αμύητοι αγνοούν και να προφέρει τα ακόλουθα λόγια:

Γιος είμαι της Γης και του έναστρου Ουρανού,

μα από τη δίψα είμαι στεγνός και χάνομαι.

Δώστε μου γρήγορα να πιω

το κρύο νερό που ρέει από τη λίμνη της Μνήμης.

Αντίθετα με τους αμύητους που θα βιαστούν να ξεδιψάσουν από την πηγή της Λήθης, ο μύστης θα πιει το νερό της Μνημοσύνης και θα σωθεί μέσω του λυτρωτικού έργου που εκτελέστηκε για χάρη του από τον υποχθόνιο βασιλιά Διόνυσο. Στη συνέχεια τον περιμένει χαρά και αγαλλίαση μαζί με τους υπόλοιπους μυημένους βάκχους.

Το ομηρικό μοτίβο των διψασμένων και επιλησμόνων ψυχών έχει εδώ μετασχηματιστεί σε δύναμη μνήμης και αναγέννησης για τους μύστες του Διονύσου. Αν εξαιρέσουμε σπάνιες περιπτώσεις ηρώων του ένδοξου παρελθόντος που είχαν μεταβεί στις Νήσους των Μακάρων ή στο Ηλύσιον, παρόμοιες απόψεις ήταν εντελώς άγνωστες στα ομηρικά και τα ησιόδεια έπη.

Ο Ορφέας εμφανίστηκε ως ανανεωτής της θρησκευτικής παράδοσης. Αν ποτέ υπήρξε ιστορικό πρόσωπο με αυτό το όνομα, έχει χαθεί μέσα στον θρύλο. Οι οπαδοί του, πάντως, διατείνονταν ότι έζησε και έδρασε πολύ πριν από τον Όμηρο. Σύμφωνα με μια μαρτυρία, ο Ορφέας ξεκίνησε αρχικά ως ακόλουθος του Διονύσου, αλλά στη συνέχεια στράφηκε στον Απόλλωνα και έγινε αποκλειστικός λάτρης του φωτός, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις του σκότους να θιγούν και να βρει τραγικό θάνατο από μαινάδας, τις μαινόμενες συντρόφισσες του Διονύσου. Το μύθευμα αυτό για τον διασπαραγμόν του Ορφέα δηλώνει ότι η μυστηριακή εμπειρία της αναγέννησης ήταν αρχικά προσανατολισμένη στον φυσικό κύκλο της γέννησης και του θανάτου και δεν περιλάμβανε ατομική σωτηρία. Με τη συγχώνευση όμως διονυσιακών και απολλώνιων στοιχείων αναπτύχθηκε επιπρόσθετα η ιδέα ότι αυτό που συμβαίνει στο ανθρώπινο γένος συνολικά μέσω της αναπαραγωγής μπορεί να συμβεί και στον άνθρωπο ατομικά: να αναγεννηθεί.

Στο μέσον του 6ου αιώνα το προϊστορικό ιερό της Δήμητρας και της Κόρης (γνωστής και ως Περσεφόνης) στην Ελευσίνα γνώρισε πρωτοφανή άνθηση. Πλήθη άρχισαν να συρρέουν από όλα τα μέρη της Ελλάδος για να μυηθούν. Ταυτόχρονα, στη Σικελία και την Κάτω Ιταλία η διαδεδομένη λατρεία της Περσεφόνης συνδέθηκε με ύμνους και νέα έπη, των οποίων η σύνθεση αποδόθηκε στον Ορφέα. Κατά το τελευταίο τέταρτο του ίδιου αιώνα, η ιδέα της μετενσάρκωσης έκανε την πρώτη εμφάνισή της στην Ελλάδα μεταξύ των Πυθαγορείων. Αυτές οι παράλληλες αλλαγές (ανανέωση των μυστηρίων, ορφικά έπη, πίστη στη μετενσάρκωση) δίνουν το στίγμα μιας νέας στάσης απέναντι στον θάνατο, που συνδέεται πιθανότατα με την ανάδυση της αξίας του ατόμου. Για όσους είχαν μυηθεί ο θάνατος μπορούσε να είναι πλέον κάτι αγαθό. Τουλάχιστον δεν ήταν τόσο φοβερός όσο τον περιέγραφε ο Όμηρος και πίστευε μαζί του ο περισσότερος κόσμος των αμύητων.

Ο βίος των Πυθαγορείων

Η γοητεία, αλλά και η δυσκολία στην αναζήτηση του προσώπου του Πυθαγόρα και της ουσίας του Πυθαγορισμού οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους: πρώτον ότι πιθανότατα δεν υπήρξε ποτέ κανένα βιβλίο αποδεδειγμένα δικό του και δεύτερον ότι τόσο ο βίος και η πολιτεία του όσο και η πραγματική διδασκαλία του κινούνται περισσότερο στην αχλύ του μύθου παρά στο φως της ιστορίας.


Ο ποιητής Ιων ο Χίος λίγο μεταγενέστερος του φιλοσόφου, αναφέρει πως ο Πυθαγόρας δίδασκε ότι μια ζωή γεμάτη ανδρεία και αρετή όχι μόνο κάνει τον άνθρωπο ευδαίμονα, αλλά του επιφυλάσσει καλή τύχη και μετά θάνατον. Ήταν ο πρώτος ο οποίος ανέφερε τον όρο Φιλοσοφία, και ο πρώτος Πανεπιστήμων.

Υπήρξε ο κατεξοχήν θεμελιωτής των μαθηματικών και δημιούργησε ένα άρτιο σύστημα για την επιστήμη των ουρανίων σωμάτων, που κατοχύρωσε με όλες τις σχετικές αριθμητικές και γεωμετρικές αποδείξεις. Εικάζεται πως γεννήθηκε μεταξύ των ετών 580 - 572 π.Χ. στην Σάμο. Πέθανε στο Μεταπόντιον της Ιταλικής Λευκανίας περί το 500 - 490 π.Χ.

Ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος ο οποίος έδωσε το όρο Φιλοσοφία, σε ένα παν επιστημονικό τρόπο έρευνας σκέψης, αλλά και ένα τρόπο ζωής που επιδίωκε την αυτογνωσία, τον αυτοέλεγχο και την διεύρυνση της συνείδησης. Οι γνώσεις του Πυθαγόρα, σύμφωνα με όλες τις πηγές προήλθαν σε μεγάλο βαθμό από σύγχρονους προς την αρχαία Ελλάδα πολιτισμούς.

Το μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων όμως είναι πως ότι δανείστηκαν το καλλιέργησαν και το ανέπτυξαν στον μέγιστο βαθμό, όχι προς όφελος μίας μικρής ομάδας ανθρώπων πέριξ της άρχουσας τάξης και του ιερατείου, αλλά προς όφελος της πόλεως και των πολιτών στο σύνολο τους. Και μπορεί οι μαθητές του Πυθαγόρα να ήταν μια κλειστή ομάδα ανθρώπων με ειδικά χαρακτηριστικά, σχέσεις και όρκους σιωπής, η αρχή όμως είχε γίνει, η φιλοσοφία πλέον εμπότισε δημιουργικά την αρχαία Ελληνική σκέψη, κυοφορώντας εντός της το μεγαλείο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.

Ο Πυθαγόρας φτάνοντας μετά από μυητικά ταξίδια σε άλλους πολιτισμούς όπως έχει αναφερθεί σε προηγούμενη ανάρτηση, ίδρυσε στον Κρότωνα της Ιταλίας, γύρω στο 520 π.Χ, σχολή στην είσοδο της οποίας οι Πυθαγόρειοι υπήρχε το ρητό: «ΜΗΔΕΙΣ ΑΓΕΩΜΕΤΡΗΤΟΣ ΕΙΣΗΤΩ» . Επί 40 περίπου έτη μοναδικός διδάσκαλος της Σχολής ήταν ο ίδιος ο Πυθαγόρας. Τόσο μεγάλη προσωπικότητα ήταν, ώστε, ό,τι δίδασκε αποτελούσε για τους μαθητές του θέσφατο. Περίφημος έχει παραμείνει η φράση, η οποία ακουγόταν μεταξύ των μαθητών του «αυτός έφα», δηλαδή το είπε αυτός και δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι είναι ορθό.

Η σχολή του Πυθαγόρα (Πυθαγόρεια «Ομακοΐα») συμμετείχαν αυστηρά επιλεγμένα μέλη, τα οποία είχαν αποδεχθεί συγκεκριμένες αρχές και δοξασίες, ζούσαν, σκέπτονταν και ενεργούσαν συλλογικά και έπρατταν πράγματα τα οποία υπαγορεύονταν είτε ήταν σύστοιχα με τις πίστεις που είχαν αποδεχθεί. Επιπλέον, κύριο χαρακτηριστικό αυτών ήταν η μυστικότητα, καθώς δεν επιτρεπόταν να ανακοινώνεται προς τους μη μετέχοντες της Πυθαγόρειας Σχολής ό,τι λαμβάνει χώρα μέσα στην σχολή.

Τα μέλη της σχολής είχαν υποχρέωση να ακολουθούν πιστά ένα αυστηρό τελετουργικό, το οποίο συμπεριλάμβανε μια ανελαστική χορτοφαγία. Κρασί δεν έπιναν παρά μόνον νερό. Ήταν ντυμένοι στα λευκά έκαναν στοχαστικούς περιπάτους σε δάση και ιερά αλσύλια για να ηρεμήσει και να στοχαστεί η ψυχή. Γυμνάζονταν συστηματικά με γυμναστική, πάλη, επαλείψεις, τρέξιμο και άρση βαρών. Τα γεύματα τους ήταν λιτά κατά βάση χορτοφαγικά , αποτελούταν από κρίθινο και σιταρένιο ψωμί, μέλι ή κηρήθρα ψάρι και λαχανικά, βρασμένα είτε ωμά. Σε κάποιες περιπτώσεις έτρωγαν ψάρια ή και κρέας ζώων, που επιτρεπόταν να θυσιάζονται όπως λ.χ οι πετεινοί. Έκαναν σπονδές στους θεούς, με ανάγνωση και εκφώνηση διαφόρων ιερών ύμνων.

Η εσωτερική δομή της Πυθαγορικής Ομάδας, σύμφωνα με τον Πορφύριο και τον Ιάμβλιχο έχει ως εξής: Οι μαθητές διακρίνονται σε μαθηματικούς και ακουστικούς (ή ακουσματικούς και ακροατές).Οι μαθηματικοί ασχολούνταν με τα μαθηματικά, τη μεταφυσική, την ηθική, τα γεωμετρικά και αστρονομικά έργα. Μαζί με τον μικρό κύκλο της Πυθαγορικής κοινότητας υπάρχει μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων που αποδέχονται τις πυθαγόρειες δοξασίες και που αργότερα απεκλήθησαν «ακουσματικοί».

Κύριο χαρακτηριστικό αυτής της ομάδας ήταν ο τεράστιος σεβασμός προς το πρόσωπο του Πυθαγόρα, τον οποίο τιμούσαν ως ενσάρκωση του Απόλλωνα. Οι ακουσματικοί αποκαλούνταν όσοι άκουγαν μόνο τις «κεφαλαιώδεις υποθήκες» της Πυθαγόρειας διδασκαλίας. Ο κανόνας της μυστικότητας που διείπε μέχρι τον Φιλόλαιο την Πυθαγορική Σχολή προϋπέθετε την ικανότητα του σιωπᾶν και ανήγαγε τη σιωπή σε ένα είδος ἀρετῆς για τους Πυθαγόρειους την οποία αποκτούσαν με την άσκηση.

Κεντρικό πνεύμα του τρόπου ζωής των Πυθαγορείων είναι να καθαρθεί η ψυχή, ώστε να καταστεί κατάλληλη να έχει κοινωνία με το θείο. Γενικότερα ο Πυθαγόρειος τρόπος του βίου ήταν μια ασκητική αγωγή που απέβλεπε στη νέκρωση της σαρκικών ευχαριστιών και την εκλάμπρυνση της ψυχής. Ο Πυθαγόρας είχε πει ότι ο χαρακτηρισμός του «σοφού» ανήκει μόνο στο Θεό και πως ο «φιλόσοφος» είναι ο «σοφίαν ἀσπαζόμενος». Αυτό δηλώνει ότι η φιλοσοφία είναι μια δυνατότητα του ανθρώπινου πνεύματος, ένα διαρκές διανοητικό «γίγνεσθαι», που τείνει προς το όριο του «σοφού». Αντίθετα η «σοφία» αντιστοιχεί προς το ίδιο το «είναι», το οποίο είναι αποκλειστική ιδιότητα του «θείου».

Οι Πυθαγόρειοι προτιμούσαν να προσέρχονται οι ενδιαφερόμενοι υποψήφιοι σε αυτούς μύηση, καθώς υποστήριζαν πως η γνώση είναι σαν την ιατρική. Ο άρρωστος την αποζητεί, επειδή θέλει την αποκατάσταση της υγείας του. Εάν πράξει ο δάσκαλος διαφορετικά είναι σπατάλη των καρπών της σοφίας σε εκείνους που δεν είναι ώριμοι ακόμα να τους δεχτούν. Ο μυστικός και ιερός χαρακτήρας της εσωτερικής γνώσεως εξηγείται από την ανάγκη να περιφρουρηθεί ο θησαυρός του πνεύματος. Για να γίνει κάποιος ιεροφάντης της σοφίας πρέπει πρώτα να αποδείξει την αξία του και την ειλικρίνεια των προθέσεών του.

Οι κύριες δοξασίες και αντιλήψεις των Πυθαγορείων σύμφωνα με τις πηγές μπορούν να επισημανθούν οι ακόλουθες:

 Οι αρχές των όντων είναι το πέρας, το άπειρο και οι αριθμοί.
 Οι αριθμοί ενώ είναι έξω από την ύλη, είναι στενά δεμένη με αυτήν και της δίνουν μορφή.
 Όλα τα έμψυχα λογίζονται ως ομογενή.
 Ο άνθρωπος είναι δισυπόστατος, η ψυχή του είναι αθάνατη, ενώ το σώμα του είναι θνητό.
 Η αθανασία της ψυχής προσδιορίζεται από τη φυσική συγγένεια και ομοιότητά της με το θείο.
 Η ανθρώπινη ψυχή είναι ένα κομμάτι της ουσίας του θείου και γι’ αυτό είναι φύσει αθάνατη. Η ψυχή του ακολουθεί ορισμένους κύκλους γεννήσεων ή μετενσαρκώσεων, η οποία μπορεί να σωθεί εάν καθαρθεί ακολουθώντας ένα ορισμένο τρόπο ζωής στη συγκρότηση του οποίου συμβάλλει τα μέγιστα η επιστήμη και οι αρχές της πυθαγόρειας φιλοσοφίας. Η κάθαρση, η οποία κατά τους Ορφικούς ήταν συνδεδεμένη με την αντίληψη για την μετεμψύχωση και επιτελείται με διάφορες ιεροτελεστίες, επιτυγχάνεται στους Πυθαγορείους κυρίως με την καλλιέργεια των μαθηματικών και της μουσικής. Ο Πλάτων εκθειάζει τον Πυθαγόρα πως δημιούργησε έναν αληθινό τρόπο ζωής, μέσα στον οποίο τέθηκαν οι βάσεις για μια αυθεντική κάθαρση και αφιέρωση που συμπεριλαμβάνει ολόκληρη την ύπαρξη και τη ζωή που περιλαμβάνει τη διανόηση και την επιστήμη.

Οι Πυθαγόρειοι θεωρούσαν πως η μουσική επενεργεί κατευναστικά επί των παθών της ψυχής. Χρησιμοποιούσαν ακόμη και διαλεγμένους στίχους του Ομήρου και του Ησιόδου για την αποκατάσταση της ψυχής. Η ψυχή λοιπόν είναι το κύριο και οντολογικά ανώτερο συστατικό της ανθρώπινης υπάρξεως.

Η καλλιέργεια των μαθηματικών και της μουσικής συγκροτούσε τον κύριο πυρήνα των φιλοσοφικών και επιστημονικών ενασχολήσεων των Πυθαγορείων. Η ενασχόληση με τις επιστήμες πρέπει να είναι συνεχής. Κανείς άνθρωπος δεν είναι σοφός, αλλά μπορεί να είναι φιλόσοφος. Ο ηθικός βίος είναι αιρετός καθ’ εαυτόν, η αρετή επιτυγχάνεται με την παιδεία και εν γένει της ασκήσεως. Η ζωή του ανθρώπου πρέπει να διέπεται από την αρμονία, την ισορροπία και το μέτρο. Ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος, ενώ ό,τι τον περιβάλλει, δηλαδή το σύμπαν, χαρακτηρίζεται ως κόσμος. Η σύντομη μορφή παιδείας που έχει ως σκοπό τον ηθικό βίο απαιτεί το να ζει ο άνθρωπος ένα ξεχωριστό τρόπο ζωής.

Η δικαιοσύνη είναι το θεμέλιο της πολιτικής κοινωνίας, η οποία κυβερνάται καλά, όταν επικρατούν σε αυτή οι αρχές της αξιοκρατίας, της ισότητας, της ελευθερίας και της δικαιοσύνης. Οι αρχές αυτές διασφαλίζουν την ενότητα, την ευρυθμία και την αρμονία της πολιτικής κοινωνίας. οι άρχοντες της πολιτείας πρέπει να αισθάνονται και να ενεργούν ως υπηρέτες των πολιτών και οφείλουν να προτάσσουν το γενικό καλό και το συμφέρον της πολιτείας έναντι του δικού τους συμφέροντος.

Οι Πυθαγόρειοι πίστευαν πως η ψυχή δε χάνεται με τον θάνατο, αλλά ακολουθεί μια συνεχή διαδικασία μετενσάρκωσης, σε κατώτερες ή ανώτερες μορφές ζωής κάθε φορά, έως ότου επιτευχθεί η τελική κάθαρση που οδηγεί τελικά στην αθανασία της. Το σώμα είναι φυλακή της ψυχής. Εάν καταφέρει να την παρασύρει στη μιαρότητά του, να τη μολύνει με τις επιθυμίες του, με τα ένστικτά του και τις υλικές του ανάγκες η ψυχή πληρώνει το σφάλμα με τη μετενσάρκωσή της σε ολοένα κατώτερα ζώα, με αποτέλεσμα να αυξάνει τον φόρτο των μιασμάτων της.

Εφόσον η ψυχή είναι αθάνατη, κι αφού ενσωματώνεται σ' άλλα είδη ζώων και ανθρώπους, είναι φανερό ότι όλα αυτά τα έμψυχα όντα θα πρέπει να είναι και να αντιμετωπίζονται ως συγγενικά.

Η εξαγνισμένη ψυχή θα απελευθερωθεί από τον κύκλο της μετεμψύχωσης και της μετενσάρκωσης και θα μπορέσει να φτάσει στη θεότητα, από την οποία προέρχεται. Πίστευαν ότι μόνον ο νους μπορεί να φθάσει στη γνώση της Αλήθειας για τους Θεούς και τον κόσμο. Έτσι η φιλοσοφία γίνεται άσκηση με σκοπό την υπέρβαση των σωματικών περιορισμών και την κάθαρση της ψυχής.

Ο Πυθαγόρας ήταν εκείνος που αποκάλεσε πρώτος το σύμπαν «κόσμο», διότι είναι τέλειος και «κοσμημένος» με άπειρη ομορφιά και έμβια όντα. Ο Πυθαγόρας είπε ότι ο άνθρωπος είναι ένας μικρόκοσμος, όχι επειδή αυτός, όπως και τα άλλα ζώα, ακόμη και το κατώτερο, αποτελείται από τα τέσσερα στοιχεία, αλλά επειδή εμπεριέχει όλες τις δυνάμεις του κόσμου. Γιατί ο κόσμος περιέχει τους θεούς, τα τέσσερα στοιχεία, τα άλογα ζώα και τα φυτά. Όλες αυτές οι δυνάμεις περιέχονται μέσα στον άνθρωπο. Έχει λογική, που είναι θεία δύναμη, έχει τη φύση των στοιχείων και τις δυνάμεις της κίνησης, της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής. Όμως καθεμία από αυτές τις δυνάμεις είναι ελλιπής. Έχουμε λιγότερη λογική ικανότητα από τους θεούς και λιγότερο από το κάθε στοιχείο απ’ ότι τα ίδια τα στοιχεία.

Η οργή και η επιθυμία μας είναι κατώτερες από τα πάθη των άλογων ζώων, ενώ οι δυνάμεις μας για θρέψη και ανάπτυξη είναι κατώτερες από εκείνες των φυτών.Αποτελούμενοι λοιπόν από διαφορετικές δυνάμεις, πρέπει να ζήσουμε μια δύσκολη ζωή. Ο κόσμος είναι σφαιρικός. Το μέσον, το κέντρο του κόσμου, είναι η έμπυρη φυλακή του Διός, για να ακολουθεί ο χορός των θείων σωμάτων, των δέκα. Ωστόσο στους εννέα πλανήτες (τους οποίους οι Πυθαγόρειοι ταύτιζαν με τις εννέα Μούσες) προστίθεται και η μονάς, ώστε η αρμονία να είναι εμφανής.

Η μουσική στον Πυθαγορισμό είναι αναπόσπαστο μέρος των μεταφυσικών του αναζητήσεων. Οι μουσικοί ήχοι προέρχονται από την ευρύτερη αρμονία κινήσεως των ουράνιων σωμάτων τα οποία παράγουν ήχους. Ο Πυθαγόρας ήταν ο πρώτος ο οποίος μίλησε για την μουσική των σφαιρών, σύμφωνα με την οποία οι πλανήτες κατά την κίνησή τους παράγουν κάποιον ήχο και συνδυάζοντας με αυτόν τον τρόπο την μουσική με την κοσμική αρμονία.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Ιάμβλιχος :

«Έχοντας μία ανείπωτη και δυσεξήγητη θεϊκότητα, επέτεινε την ακοή του στους ήχους και προσήλωνε τον νου του στις υπερκόσμιες συμφωνίες, ακούοντας βαθιά, όπως έδειχνε μόνος αυτός και καταλαβαίνοντας την παγκόσμια αρμονία των σφαιρών και των αστεριών, που κινοῦντο γύρω από αυτές και τη συμφωνία, που δημιουργούσε μελωδία πληρέστερη».

Σήμερα μέσω της τεχνολογίας, η NASA, επιβεβαίωσε πως οι κινήσεις των σωματιδίων της ύλης των πλανητών, μπορούν να μετατραπούν σε ήχο μέσω ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. Οι ήχοι που προκαλούνται από την κίνηση των πλανητών θα μπορούσαν να ταυτιστούν με εκείνους του βυθού της θάλασσας. Ίσως και με αυτούς που ακούμε πριν από μια καταιγίδα, ή όταν ο αέρας «ταξιδεύει» στις πλαγιές των βουνών.

Ο Αριστοτέλης, η μεσότητα και οι επιλογές του σύγχρονου ανθρώπου

Η έννοια της μεσότητας, ως κεντρικό σημείο της αριστοτελικής σκέψης στην αναζήτηση της αρετής, έχει επισημανθεί λεπτομερώς και στο έργο «Ηθικά Νικομάχεια» και στα «Ηθικά Μεγάλα». Στα «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θα επαναλάβει τη σημασία της μεσότητας τονίζοντας (για μια ακόμη φορά) ότι οι πράξεις που δεν ορίζονται από το μέτρο του ορθού λόγου είναι αδύνατο να υπηρετούν την αρετή: «Σε όλες τις πράξεις άριστο είναι το μέσον, και ειδικά το μέσον το σε σχέση με εμάς» (1220b 33-34).
 
Το «σε σχέση με εμάς» μέτρο είναι η κατάδειξη της υποκειμενικότητας, αφού κάθε άνθρωπος πρέπει να γνωρίζει τα όριά του, για να κάνει τις κατάλληλες επιλογές που αρμόζουν σε αυτά. Άλλη ποσότητα φαγητού θα φάει ένας μικροκαμωμένος άνθρωπος που δε γυμνάζεται εντατικά κι άλλη ένας μεγαλόσωμος που επιδίδεται εντατικότερα σε γυμναστικές ασκήσεις. Η αυτογνωσία παρουσιάζεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της υποκειμενικής μεσότητας. Ο άνθρωπος που δε γνωρίζει τον εαυτό του είναι αδύνατο να πάρει τις σωστές αποφάσεις, καθώς αγνοεί το μέτρο που του αρμόζει.
 
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «σε κάθε περίπτωση το μέσον το σε σχέση με εμάς προάγει την άριστη έξη (παγιωμένη ηθική στάση). Είναι κάτι που αποδεικνύεται άμεσα τόσο με την επαγωγική μέθοδο, όσο και με συλλογισμούς» (1220b 35-37). Η έννοια της έξης (εθισμός) έχει επίσης κομβική σημασία στον αριστοτελικό λόγο. Ως εθισμός ορίζονται οι καθημερινές συνήθειες του ανθρώπου που επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά και εν τέλει γίνονται ένα με την προσωπικότητά του.
 
Αυτός που συνηθίζει να εξοργίζεται με το παραμικρό χωρίς να διαθέτει ούτε την ελάχιστη υπομονή στις καταστάσεις που τον περιβάλλουν δεν μπορεί παρά να είναι οργίλος. Κι αυτός που αδυνατεί να καταδείξει την ελάχιστη εγκράτεια σε σχέση με τις σωματικές ηδονές είναι ακρατής. Από αυτή την άποψη, κάθε άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει τον εαυτό του δεν έχει παρά να παρακολουθήσει τις καθημερινές του συνήθειες. Αυτά που κάνει, αυτά είναι.
 
Τα συναισθήματα αποτελούν την επισφράγιση του χαρακτήρα. Σε τελική ανάλυση ο άνθρωπος κάνει αυτά που τον ευχαριστούν. Αν βρίσκει ευχαρίστηση στην εκδήλωση της οργής, θεωρώντας τη εκτονωτικό ξέσπασμα της ψυχής ή ένδειξη υπεροχής ή δυναμική παρουσίαση του εαυτού ή οτιδήποτε άλλο μπορεί να πιστεύει, θα συμπεριφέρεται και ανάλογα. Με τον ίδιο τρόπο, το ακαταμάχητο των σωματικών ηδονών θα καθορίσει τη συμπεριφορά του ακρατή, ο οποίος καθίσταται απολύτως ανίσχυρος μπροστά στα καλέσματά τους.
 
Ο Αριστοτέλης ξεκαθαρίζει: «κάθε ηθική αρετή σχετίζεται με όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη. Διότι η ψυχή του ανθρώπου βιώνει ηδονή για εκείνα και εν σχέσει με εκείνα με τα οποία εκ φύσεως γίνεται χειρότερη ή καλύτερη. Και λέμε κακούς ορισμένους ακριβώς λόγω της ηδονής και της λύπης, εάν τις επιζητούν ή τις αποφεύγουν, ή εάν τις βιώνουν όπως δεν πρέπει ή εκείνες που δεν πρέπει» (1221b 46-48 και 1222a 1-3).
 
Για να συμπληρώσει: «Αυτός είναι και ο λόγος που οι πάντες ορίζουν όπως-όπως τις αρετές ως μορφές απάθειας και αδράνειας απέναντι σε όσα μας προκαλούν ηδονή και λύπη, ενώ τις κακίες με τους αντίθετους όρους» (1222a 4-7).
 
Με άλλα λόγια, η ηθική αρετή ταυτίζεται με τις επιλογές της μεσότητας, όπως την ορίζει η λογική, και η συμπεριφορά του ανθρώπου διαμορφώνεται από τις καθημερινές του συνήθειες (έξεις) που εξ’ ανάγκης αντανακλούν τα συναισθήματά του. Αν κάποιος βρίσκει χαρά με ποιοτικές πράξεις, τότε έχει ποιοτικό εθισμό και οι ποιοτικές του συνήθειες τον καθιστούν άνθρωπο ποιότητας.
 
Αντίθετα, αυτός που εισπράττει χαρά από ευτελείς πράξεις αποκτά ευτελείς συνήθειες που εν τέλει θα καθορίσουν την προσωπικότητά του αντιστοίχως. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία το πώς θα μάθει κανείς να αντλεί χαρά, δηλαδή τι λογής εθισμό θα αποκτήσει. Γιατί αυτός που θα μάθει να αντλεί χαρά κλέβοντας (εθιστεί στην κλοπή) θα γίνει κλέφτης.
 
Για τον Αριστοτέλη το ζήτημα της αρετής αφορά την αιώνια διαπάλη των άκρων της υπερβολής και της έλλειψης (θυμίζοντας –χωρίς όμως να ταυτίζεται– τη διδασκαλία των Πυθαγορείων): «… τα ενάντια φθείρονται αμοιβαία, και τα άκρα είναι ενάντια τόσο το ένα με το άλλο, όσο και με το μέσον, αφού αυτό είναι ενάντιο και με το ένα άκρο και με το άλλο: το ίσο είναι μεγαλύτερο από το μικρότερο, και το μικρότερο από το μεγαλύτερο. Άρα, η ηθική αρετή συνδέεται υποχρεωτικά σε κάθε περίπτωση με το μέσον, και αποτελεί μια μορφή μεσότητας» (1220b 38-43).
 
Τα αλληλοσυγκρουόμενα άκρα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καταδείξουν το δρόμο της μεσότητας που ξέρει να ισορροπεί ακριβώς ανάμεσά τους υποδεικνύοντας τα όρια της πρέπουσας συμπεριφοράς. Κι όταν γίνεται λόγος για την πρέπουσα συμπεριφορά δεν εννοείται η κενή περιεχομένου εκδοχή του κούφιου καθωσπρεπισμού, αλλά η εκδοχή της ενέργειας που αρμόζει στις τρέχουσες καταστάσεις, δηλαδή της ισορροπίας που θα φέρει τα καλύτερα αποτελέσματα αναδεικνύοντας την ισορροπημένη ψυχή που τίθεται ως βάση της ευτυχίας.
 
Ο οργίλος πριν από όλα αδυνατεί να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του ακόμη και σε καταστάσεις ελάσσονος σημασίας. Η υπερβολή που βιώνει και η ένταση των συναισθηματικών του εκρήξεων είναι η αχρείαστη φθοροποιός έξαρση που πρώτα από όλα ζημιώνει τον εαυτό του. Όμως, και σε κοινωνικό επίπεδο ο οργίλος δημιουργώντας εντάσεις για θέματα ανάξια λόγου ή συμπεριφερόμενος απολύτως ανάρμοστα μέσα στο πλαίσιο της υπερβολής κερδίζει την αντιπάθεια ακόμη και σε περιπτώσεις που ενδεχομένως να έχει δίκιο. Αδυνατώντας να εξισορροπήσει τα συναισθήματά του δυσκολεύει και τη δική του ζωή και των γύρω του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η έλλειψη που παρουσιάζει ο απαθής κρίνεται προτιμότερη.
 
Ο Αριστοτέλης σημειώνει: «Ο οργίλος (οξύθυμος) οργίζεται πιο πολύ ή πιο γρήγορα απ’ όσο πρέπει ή με περισσότερους απ’ όσους πρέπει. Ο απαθής, αντίθετα, παρουσιάζει έλλειμμα οργής, και οργίζεται είτε με λιγότερους είτε πιο αργά είτε σε μικρότερο βαθμό από το πρέπον» (1221a 15-17).
 
Σε κάθε περίπτωση η υπερβολή και η έλλειψη εμποδίζουν την εκδήλωση της ορθής συμπεριφοράς υπονομεύοντας τις ισορροπίες της ευτυχίας. Στην προκειμένη περίπτωση η μεσότητα εκφράζεται μέσα από την πραότητα που είναι σε θέση να διαχειριστεί σωστά τις καταστάσεις. Ο πράος είναι εκείνος που στέκεται επιτυχώς ανάμεσα στα δύο άκρα της οργιλότητας και της απάθειας.
 
Με τον ίδιο τρόπο ο ανδρείος βρίσκεται ανάμεσα στο θρασύ και τον δειλό: «Και ο θρασύς δε φοβάται ούτε αυτά που πρέπει αλλά ούτε και τη στιγμή που πρέπει ούτε όσο πρέπει. Ο δειλός, αντίθετα, φοβάται και αυτά που δεν πρέπει και όταν δεν πρέπει και πιο πολύ από όσο πρέπει» (1221a 18-20).
 
Ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει: «Τα ίδια ισχύουν και για τον ακόλαστο και τον ακραίο στις επιθυμίες του και γενικά όποιον υπερβάλλει σ’ αυτά που επιδέχονται υπερβολή. Παράλληλα, ο αναίσθητος υστερεί και δεν έχει ούτε όση επιθυμία θα ήταν καλύτερο να έχει, ούτε τις επιθυμίες που αρμόζουν στη φύση, αλλά παραμένει απαθής σαν πέτρα. Επίσης, ο κερδοσκόπος πάει να βγάλει όφελος από παντού, ενώ ο ζημιάρης δε βγάζει από πουθενά ή βγάζει λιγότερο. Ο ψευτοπερήφανος υποκρίνεται ότι έχει περισσότερα απ’ όσα πράγματι έχει, ενώ ο κρυψίνους λιγότερα» (1221a 20-27).
 
Κι όχι μόνο αυτά: «Ο κόλακας επαινεί, μαζί με τα υπάρχοντα καλά κάποιου, ακόμα περισσότερα από αυτά, ενώ ο εχθρικός λιγότερα από τα όντως υπάρχοντα. Και το να κάνεις τα πάντα για να χαρεί ο άλλος, είναι δουλοπρέπεια, ενώ το να κάνεις λίγα και με το ζόρι είναι εγωπάθεια. Επιπλέον, όποιος δεν αντέχει καμία στενοχώρια, ακόμα κι αν είναι για το καλό του, είναι τρυφηλός, ενώ εκείνος που τις σηκώνει όλες, δεν έχει όνομα και μια λέξη που να τον περιγράφει, αλλά μεταφορικά τον λέμε σκληρό και ταλαίπωρο, άνθρωπο φτιαγμένο για τα βάσανα» (1221a 28-34).
 
Για να ολοκληρώσει: «Ο κενόδοξος απαιτεί για τον εαυτό του περισσότερα απ’ όσα του αξίζουν, ενώ ο μικρόψυχος λιγότερα. Ακόμη, ο άσωτος υπερβάλλει σε κάθε του δαπάνη, ενώ ο τσιγκούνης και ανελεύθερος υστερεί σε όλες. Παρόμοια και ο μικρόπρεπος και ο ξιπασμένος: ο πρώτος δαπανά λιγότερα από τα πρέποντα, ενώ ο δεύτερος περισσότερα. Ο πανούργος βγαίνει σε κάθε περίπτωση και με κάθε τρόπο κερδισμένος, ενώ ο ευήθης βγαίνει χαμένος ακόμα και εκεί που πρέπει να βγει κερδισμένος. Ο φθονερός λυπάται για τις χαρές του άλλου, φθονώντας μάλιστα και χαρές που αξίζει να τις έχει εκείνος (είναι βέβαιο ότι οι άξιοι της ευτυχίας προκαλούν με τις χαρές τους το φθόνο στους φθονερούς), ενώ αυτός που πράττει το αντίθετο δεν έχει όνομα, είναι πάντως ένας άνθρωπος που υπερβάλλει στο να μη λυπηθεί ακόμα και για κάποιους που ευτυχούν χωρίς να το αξίζουν· καταπίνει μάλιστα τα πάντα πιο εύκολα κι απ’ τον γαστρίμαργο που ορμάει στην τροφή, ενώ ο προηγούμενος, μέσα στον φθόνο του, δεν τα καταπίνει με τίποτε» (1221a 35-45 και 1221b 1-3).
 
Μετά από αυτό τον καταιγισμό παραδειγμάτων ο Αριστοτέλης θα συμπληρώσει: «Περιττεύει να δώσουμε ορισμούς για όλες αυτές τις περιπτώσεις και να εξηγήσουμε ότι καμιά δε συμβαίνει τυχαία» (1221b 4-5). Με άλλα λόγια, καμιά ανθρώπινη αδυναμία δεν οφείλεται στην τύχη. Όλες έχουν να κάνουν με τις στρεβλές έξεις που οδηγούν σε εσφαλμένες πηγές άντλησης ηδονής. Γι’ αυτό έχει τεράστια σημασία να μάθει ο άνθρωπος από τη μικρή του ηλικία να χαίρεται με αυτά που πρέπει. Γιατί μόνο έτσι θα εθιστεί στις πράξεις της αρετής εξασφαλίζοντας την ψυχική αρμονία προς την κατάκτηση της ευτυχίας.
 
Ο Αριστοτέλης αναζητά τις ρίζες της υπερβολής στην ανθρώπινη συμπεριφορά: «Όσον αφορά τα ίδια τα πάθη, διακρίνουμε είδη τους ανάλογα με το πού έγκειται η υπερβολή: στο χρόνο, στο ποσό ή στις σχέσεις αυτών που τα εκδηλώνουν» (1221b 11-14).
 
Για την πλήρη αποσαφήνιση αυτού θα δοθούν επιπλέον παραδείγματα: «Για παράδειγμα, θεωρείται κάποιος οξύθυμος επειδή εκδηλώνει το πάθος πιο γρήγορα απ’ ό,τι πρέπει, ενώ σκληρός και οργίλος επειδή το πάθος του έχει ένταση· και πικρόχολος επειδή η οργή του έχει υπερβολική διάρκεια, ενώ βίαιος και επιθετικός επειδή προβαίνει σε αντεκδικήσεις λόγω της οργής του» (1221b 14-18).
 
Επί της ουσίας επαναλαμβάνεται η άποψη ότι η ορθή πράξη που ορίζεται σύμφωνα με τους κανόνες της αρετής είναι αυτή που γίνεται τη στιγμή που πρέπει, με τους ανθρώπους που πρέπει, σε σχέση με τα πράγματα που πρέπει, για τους λόγους που πρέπει και με τον τρόπο που πρέπει, όπως είχε διατυπωθεί στα «Ηθικά Νικομάχεια». Σαφώς και πρέπει κάποιος να εκδηλώσει την οργή του όταν τον προσβάλλουν (αλλιώς θα υπέπιπτε στην απάθεια που ορίζει η έλλειψη). Η οργή, όμως, οφείλει να εκδηλώνεται στο σωστό χρόνο, με τους σωστούς ανθρώπους, τα σωστά πράγματα και με το σωστό τρόπο. Και η οριοθέτηση αυτών είναι υπόθεση της μεσότητας.
 
Όμως, ο εθισμός της μικρής ηλικίας είναι αδύνατο να θεωρηθεί κάτι ξεχωριστό από τα πρότυπα και τις αξίες που προβάλλει η κοινωνία. Η κοινωνία που καθιστά πετυχημένο τον αδίστακτο, ευφυή τον αμοραλιστή, ισχυρό τον ανάξιο, άξιο αυτόν που ξέρει να διαπλέκεται, σοφό τον εγωιστή και ανόητο (ή αδύναμο) τον εγκρατή δεν μπορεί παρά να διαπλάσει και τους πολίτες πάνω σε αυτά τα πρότυπα. Σαν σε παραμορφωτικό καθρέφτη οι αξίες αντιστρέφονται διαστρεβλώνοντας όλες τις έννοιες.
 
Υπό αυτή τη συνθήκη, η αξιοκρατία, η ανδρεία, η φιλία, η εργατικότητα, η ειλικρίνεια, η μεγαλοπρέπεια, ακόμη και η δικαιοσύνη γίνονται λέξεις που στερούνται νοήματος. Η επικράτηση του κυνισμού, ως υπέρτατου εγωισμού, η θεοποίηση του χρήματος και η εκδοχή της επιτυχίας που μετριέται αποκλειστικά με την ευκολία και το μέγεθος της συσσώρευσης του πλούτου, απαξιώνουν κάθε έννοια αρετής φέρνοντας στην επιφάνεια τα νέα ήθη που θα διαπλάσουν τους ανθρώπους. Με τέτοια κοινωνικά δεδομένα η προσέγγιση της αριστοτελικής ηθικής φαντάζει εκτός πραγματικότητας.
 
Ο αριστοτελικά ανδρείος παύει να έχει κύρος δίνοντας τη θέση του στο θρασύ, ο φίλος αντικαθίσταται από τον κόλακα και ο ακόλαστος μετατρέπεται σε άνθρωπο που ξέρει να ζει τη στιγμή. Αυτό που μένει είναι η αντανακλαστική υιοθέτηση των κυρίαρχων αξιών μέσα στο σύγχρονο κόσμο της ταχύτητας και της ακρισίας.
 
Ο σύγχρονος άνθρωπος παρασυρμένος από τη λαίλαπα του πολιτισμού της αυτοματοποίησης λειτουργεί μηχανιστικά κι απελπισμένα όπως αυτός που πνίγεται στη μέση του ωκεανού. Μην έχοντας καμιά επαφή με τον εαυτό του, μη γνωρίζοντας καν τι είναι αυτό που επιθυμεί, αναζητά την ευτυχία αποκλειστικά σ’ αυτό που προβάλλεται, σαν αποπροσανατολισμένο ψάρι που κινείται στη λάθος κατεύθυνση.
 
Ετεροκαθοριζόμενος, ολοκληρωτικά χαμένος ακολουθεί τα βήματα μιας τυποποιημένης ευτυχίας που τελικά δεν τον εκφράζει. Μοιραία ξεπέφτει στην κατανάλωση. Σταδιακά γίνεται όλο και πιο πρόθυμος να τσαλαπατήσει τους άλλους για το κέρδος. Δρα ανταγωνιστικά και ζηλεύει τα αγαθά των άλλων, αφού τα εκλαμβάνει ως κοινωνική καταξίωση.
 
Βιώνοντας το παράλογο ξεφαντώνει χωρίς να γλεντάει, γελάει χωρίς να χαίρεται, διασκεδάζει χωρίς να ευχαριστιέται, πολιτεύεται χωρίς να οραματίζεται, συζητά χωρίς να επικοινωνεί, συναναστρέφεται χωρίς να κάνει φιλίες, και γενικώς μιμείται, μην ξέροντας τι άλλο να κάνει. Σ’ αυτό τον άνθρωπο απευθύνεται ο Αριστοτέλης προσπαθώντας να τα εξηγήσει όλα από την αρχή…
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια

JEAN-PAUL SARTRE: Ο άνθρωπος εκλέγοντας την εικόνα του εαυτού του εκλέγει συγχρόνως και την εικόνα όλης της ανθρωπότητας, την εικόνα της κοινωνίας

Το πρώτο διάβημα του υπαρξισμού είναι να καταστήσει τον κάθε άνθρωπο κάτοχο αυτού που είναι και να ακουμπήσει πάνω του την πλήρη ευθύνη της ύπαρξής του. Και όταν λέμε ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του, δεν εννοούμε πωs ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για τη συγκεκριμένη, την περιορισμένη ατομικότητά του, αλλά πως είναι υπεύθυνος για όλους τους ανθρώπους.

Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος εκλέγει τον εαυτό του, εννοούμε ότι καθένας από μας διαλέγεται αυτό που είναι, αλλά επίσης ότι εκλέγοντας τον εαυτό του, εκλέγει ταυτόχρονα και όλους τους ανθρώπους. Πραγματικά, δεν υπάρχει έστω και μια απ’ τις πράξεις μαs που, δημιουργώνταςs τον άνθρωπο που θέλουμε να είμαστε, δεν δημιουργεί ταυτόχρονα μια εικόνα του ανθρώπου γενικά, όπως θεωρούμε ότι πρέπει να είναι. Εκλέγονταs να είμαστε τούτο ή το άλλο, επιβεβαιώνουμε ταυτόχρονα την αξία αυτού που εκλέγουμε, γιατί δεν μπορούμε ποτέ να εκλέξουμε το κακό- αυτό που εκλέγουμε, θεωρούμε πως είναι πάντα το καλό, και τίποτα δεν μπορεί να είναι καλό για μαs χωρίς να είναι και για όλουs τους άλλουs.

Έτσι, η ευθύνη μαs είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι θα μπορούσαμε να υποθέσουμε, γιατί δεσμεύει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Αν, για παράδειγμα, είμαι εργάτης κι αποφασίσω να προσχωρήσω σ’ ένα χριστιανικό συνδικάτο κι όχι να γίνω κομμουνιστής, αν μ’ αυτή την προσχώρηση θέλω να δείξω πως, κατά τη γνώμη μου, η εγκαρτέρηση είναι στο βάθος η λύση που ταιριάζει στον άνθρωπο και πως το βασίλειο του ανθρώπου δεν βρίσκεται πάνω στη γη, δεν δεσμεύω μόνο τον εαυτό μου, την ατομική μου περίπτωση: το διάβημά μου δέσμευσε ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Κι αν θέλω, πάλι, γεγονός πιο ατομικό, να παντρευτώ, ν’ αποκτήσω παιδιά, ακόμα κι όταν ο γάμος αυτός εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο απ’ την οικονομική μου κατάσταση, ή απ’ το πάθος μου, ή απ’ την επιθυμία μου, δεσμεύω με την πράξη μου όχι μόνο τον εαυτό μου, αλλά κι όλη την ανθρωπότητα στο δρόμο της μονογαμίας. Έτσι, είμαι υπεύθυνος για τον εαυτό μου και για όλους και δημιουργώ μια ορισμένη εικόνα του ανθρώπου που διαλέγω εκλέγοντας, λοιπόν, τον εαυτό μου, εκλέγω τον άνθρωπο.

Ο άνθρωπος που εκλέγει και δεσμεύει και που έχει τη συναίσθηση πως δεν είναι μόνο αυτό που διάλεξε να είναι, αλλά κι ο νομοθέτης που εκλέγει ταυτόχρονα για τον εαυτό του και την ανθρωπότητα ολόκληρη, δεν είναι δυνατό να ξεφύγει απ’ το συναίσθημα της πλήρους και βαθιάς του ευθύνης.

Βέβαια, πολλοί άνθρωποι δεν είναι καθόλου αγχώδεις ισχυριζόμαστε, όμως, πως απλούστατα κρύβουν το άγχος τους απ’ τον εαυτό τους, προσπαθούν να του ξεφύγουν – βέβαια πολλοί πιστεύουν πως ενεργώντας δεν δεσμεύουν παρά τον εαυτό τους κι όταν τους λέει κανείς: μα αν όλος ο κόσμος έκανε το ίδιο; σηκώνουν τους ώμους και απαντούν: όλος ο κόσμος δεν κάνει το ίδιο. Ωστόσο, πρέπει πραγματικά ν’ αναρωτιέται κανείς: τι θα συνέβαινε αν όλος ο κόσμος έκανε το ίδιο;

JEAN-PAUL SARTRE, Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Η απλότητα και η φυσικότητα είναι ο ύψιστος και τελικός σκοπός της καλλιέργειας

O Όσκαρ Ουάιλντ έλεγε ότι, οι απλές χαρές ήταν το έσχατο καταφύγιο των περίπλοκων ανθρώπων.

Ένας από τους πρόδρομους της αυτοβοήθειας, ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορό, θέλησε να δοκιμάσει την απλή ζωή στη φύση, και για τον λόγο αυτό έζησε δύο χρόνια σε ένα δάσος κοντά στο Γουόλντεν Ποντ. 

Από την εμπειρία του αυτή βγήκε το βιβλίο του Γουόλντεν,όπου αφηγείται τη ζωή του στα δάση. Το βιβλίο εκδόθηκε το 1854 και είχε μεγάλη επιρροή στις γενιές που ακολούθησαν.

Ιδού μερικά από τα συμπεράσματα που έβγαλε ο Θορό στην καταφυγή του στην ύπαιθρο:

  • Ο πλουσιότερος άνθρωπος είναι αυτός που οι χαρές του είναι οι πιο φτηνές.
  • Ο πολιτισμός μας αποτελείται από εκατομμύρια υπάρξεις που ζούνε μαζί, σε μικρό χώρο, σε απόλυτη μοναξιά.
  • H φύση είναι το μόνο μέρος όπου ο άνθρωπος μπορεί να καταφύγει για να βρει τον εαυτό του.
  • Δεν αλλάζουν τα πράγματα, εμείς αλλάζουμε.
  • Το να ακολουθεί κανείς το ίχνος των ονείρων του και να ζει τη ζωή που έχει φανταστεί είναι εγγύηση επιτυχίας.
  • H επένδυση στην καλοσύνη είναι η καλύτερη δουλειά που μπορείς να κάνεις στη ζωή σου.