Τοῖς δὲ ἀποψηφισαμένοις ἡδέως ἂν διαλεχθείην ὑπὲρ τοῦ γεγονότος τουτουῒ πράγματος, ἐν ᾧ οἱ ἄρχοντες ἀσχολίαν ἄγουσι καὶ οὔπω ἔρχομαι οἷ ἐλθόντα με δεῖ τεθνάναι. ἀλλά μοι, ὦ ἄνδρες, παραμείνατε τοσοῦτον χρόνον· οὐδὲν γὰρ κωλύει διαμυθολογῆσαι πρὸς ἀλλήλους ἕως ἔξεστιν. ὑμῖν
[40a] γὰρ ὡς φίλοις οὖσιν ἐπιδεῖξαι ἐθέλω τὸ νυνί μοι συμβεβηκὸς τί ποτε νοεῖ. ἐμοὶ γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί —ὑμᾶς γὰρ δικαστὰς καλῶν ὀρθῶς ἂν καλοίην— θαυμάσιόν τι γέγονεν. ἡ γὰρ εἰωθυῖά μοι μαντικὴ ἡ τοῦ δαιμονίου ἐν μὲν τῷ πρόσθεν χρόνῳ παντὶ πάνυ πυκνὴ ἀεὶ ἦν καὶ πάνυ ἐπὶ σμικροῖς ἐναντιουμένη, εἴ τι μέλλοιμι μὴ ὀρθῶς πράξειν. νυνὶ δὲ συμβέβηκέ μοι ἅπερ ὁρᾶτε καὶ αὐτοί, ταυτὶ ἅ γε δὴ οἰηθείη ἄν τις καὶ νομίζεται ἔσχατα κακῶν εἶναι· ἐμοὶ δὲ
[40b] οὔτε ἐξιόντι ἕωθεν οἴκοθεν ἠναντιώθη τὸ τοῦ θεοῦ σημεῖον, οὔτε ἡνίκα ἀνέβαινον ἐνταυθοῖ ἐπὶ τὸ δικαστήριον, οὔτε ἐν τῷ λόγῳ οὐδαμοῦ μέλλοντί τι ἐρεῖν. καίτοι ἐν ἄλλοις λόγοις πολλαχοῦ δή με ἐπέσχε λέγοντα μεταξύ· νῦν δὲ οὐδαμοῦ περὶ ταύτην τὴν πρᾶξιν οὔτ᾽ ἐν ἔργῳ οὐδενὶ οὔτ᾽ ἐν λόγῳ ἠναντίωταί μοι. τί οὖν αἴτιον εἶναι ὑπολαμβάνω; ἐγὼ ὑμῖν ἐρῶ· κινδυνεύει γάρ μοι τὸ συμβεβηκὸς τοῦτο ἀγαθὸν γεγονέναι, καὶ οὐκ ἔσθ᾽ ὅπως ἡμεῖς ὀρθῶς ὑπολαμβάνομεν,
[40c] ὅσοι οἰόμεθα κακὸν εἶναι τὸ τεθνάναι. μέγα μοι τεκμήριον τούτου γέγονεν· οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπως οὐκ ἠναντιώθη ἄν μοι τὸ εἰωθὸς σημεῖον, εἰ μή τι ἔμελλον ἐγὼ ἀγαθὸν πράξειν.
Ἐννοήσωμεν δὲ καὶ τῇδε ὡς πολλὴ ἐλπίς ἐστιν ἀγαθὸν αὐτὸ εἶναι. δυοῖν γὰρ θάτερόν ἐστιν τὸ τεθνάναι· ἢ γὰρ οἷον μηδὲν εἶναι μηδὲ αἴσθησιν μηδεμίαν μηδενὸς ἔχειν τὸν τεθνεῶτα, ἢ κατὰ τὰ λεγόμενα μεταβολή τις τυγχάνει οὖσα καὶ μετοίκησις τῇ ψυχῇ τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον. καὶ εἴτε δὴ μηδεμία αἴσθησίς ἐστιν ἀλλ᾽
[40d] οἷον ὕπνος ἐπειδάν τις καθεύδων μηδ᾽ ὄναρ μηδὲν ὁρᾷ, θαυμάσιον κέρδος ἂν εἴη ὁ θάνατος —ἐγὼ γὰρ ἂν οἶμαι, εἴ τινα ἐκλεξάμενον δέοι ταύτην τὴν νύκτα ἐν ᾗ οὕτω κατέδαρθεν ὥστε μηδὲ ὄναρ ἰδεῖν, καὶ τὰς ἄλλας νύκτας τε καὶ ἡμέρας τὰς τοῦ βίου τοῦ ἑαυτοῦ ἀντιπαραθέντα ταύτῃ τῇ νυκτὶ δέοι σκεψάμενον εἰπεῖν πόσας ἄμεινον καὶ ἥδιον ἡμέρας καὶ νύκτας ταύτης τῆς νυκτὸς βεβίωκεν ἐν τῷ ἑαυτοῦ βίῳ, οἶμαι
[40e] ἂν μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα εὐαριθμήτους ἂν εὑρεῖν αὐτὸν ταύτας πρὸς τὰς ἄλλας ἡμέρας καὶ νύκτας— εἰ οὖν τοιοῦτον ὁ θάνατός ἐστιν, κέρδος ἔγωγε λέγω· καὶ γὰρ οὐδὲν πλείων ὁ πᾶς χρόνος φαίνεται οὕτω δὴ εἶναι ἢ μία νύξ. εἰ δ᾽ αὖ οἷον ἀποδημῆσαί ἐστιν ὁ θάνατος ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον, καὶ ἀληθῆ ἐστιν τὰ λεγόμενα, ὡς ἄρα ἐκεῖ εἰσι πάντες οἱ τεθνεῶτες, τί μεῖζον ἀγαθὸν τούτου εἴη ἄν, ὦ ἄνδρες δικασταί; εἰ γάρ τις
[41a] ἀφικόμενος εἰς Ἅιδου, ἀπαλλαγεὶς τουτωνὶ τῶν φασκόντων δικαστῶν εἶναι, εὑρήσει τοὺς ὡς ἀληθῶς δικαστάς, οἵπερ καὶ λέγονται ἐκεῖ δικάζειν, Μίνως τε καὶ Ῥαδάμανθυς καὶ Αἰακὸς καὶ Τριπτόλεμος καὶ ἄλλοι ὅσοι τῶν ἡμιθέων δίκαιοι ἐγένοντο ἐν τῷ ἑαυτῶν βίῳ, ἆρα φαύλη ἂν εἴη ἡ ἀποδημία; ἢ αὖ Ὀρφεῖ συγγενέσθαι καὶ Μουσαίῳ καὶ Ἡσιόδῳ καὶ Ὁμήρῳ ἐπὶ πόσῳ ἄν τις δέξαιτ᾽ ἂν ὑμῶν; ἐγὼ μὲν γὰρ πολλάκις ἐθέλω τεθνάναι εἰ ταῦτ᾽ ἔστιν ἀληθῆ. ἐπεὶ
[41b] ἔμοιγε καὶ αὐτῷ θαυμαστὴ ἂν εἴη ἡ διατριβὴ αὐτόθι, ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶ Αἴαντι τῷ Τελαμῶνος καὶ εἴ τις ἄλλος τῶν παλαιῶν διὰ κρίσιν ἄδικον τέθνηκεν, ἀντιπαραβάλλοντι τὰ ἐμαυτοῦ πάθη πρὸς τὰ ἐκείνων —ὡς ἐγὼ οἶμαι, οὐκ ἂν ἀηδὲς εἴη— καὶ δὴ τὸ μέγιστον, τοὺς ἐκεῖ ἐξετάζοντα καὶ ἐρευνῶντα ὥσπερ τοὺς ἐνταῦθα διάγειν, τίς αὐτῶν σοφός ἐστιν καὶ τίς οἴεται μέν, ἔστιν δ᾽ οὔ. ἐπὶ πόσῳ δ᾽ ἄν τις, ὦ ἄνδρες δικασταί, δέξαιτο ἐξετάσαι τὸν ἐπὶ Τροίαν ἀγαγόντα
[41c] τὴν πολλὴν στρατιὰν ἢ Ὀδυσσέα ἢ Σίσυφον ἢ ἄλλους μυρίους ἄν τις εἴποι καὶ ἄνδρας καὶ γυναῖκας, οἷς ἐκεῖ διαλέγεσθαι καὶ συνεῖναι καὶ ἐξετάζειν ἀμήχανον ἂν εἴη εὐδαιμονίας; πάντως οὐ δήπου τούτου γε ἕνεκα οἱ ἐκεῖ ἀποκτείνουσι· τά τε γὰρ ἄλλα εὐδαιμονέστεροί εἰσιν οἱ ἐκεῖ τῶν ἐνθάδε, καὶ ἤδη τὸν λοιπὸν χρόνον ἀθάνατοί εἰσιν, εἴπερ γε τὰ λεγόμενα ἀληθῆ.
***
Μ᾽ εκείνους όμως που μου δώκανε αθωωτική ψήφο θα μιλούσα ευχαρίστως γι᾽ αυτό που έγινε, ενόσω οι ένδεκα βρίσκονται ακόμη σε δουλειά και εγώ δεν πηγαίνω ακόμα εκεί που πρέπει να πάω, για να θανατωθώ. Μείνετε λοιπόν μαζί μου, ω άνδρες, αυτή την ώρα· γιατί τίποτε δεν μας εμποδίζει να τα πούμε μεταξύ μας, όσο μας αφήνουν. Γιατί σε σας,
[40a] σα φίλοι που είσθε, θέλω να σας δείξω τί σημαίνει αυτό που μου συνέβηκε. Γιατί εμένα, ω δικαστές (και όταν εσάς σας ονομάζω δικαστές, σωστά νομίζω πως σας ονομάζω) μου ᾽τυχε κάτι σαν θαύμα. Γιατί η μαντική δύναμη που έχω πάντα, από την θεότητα που ξέρετε, πρωτύτερα ήτανε πολύ συχνή πάντα και μου εναντιωνότανε και στα μικρότερα πράγματα, όταν πήγαινα να κάνω τίποτε που δεν ήτανε σωστό· και τώρα μου συνέβηκαν αυτά εδώ που και μόνοι σας τα βλέπετε και που θα φαντάζετο κανένας, όπως όλοι το πιστεύουν, πως είναι τα μεγαλύτερα κακά. Εμένα λοιπόν
[40b] ούτε όταν βγήκα το πρωί από το σπίτι μου μού εναντιώθηκε το σημάδι αυτό του θεού, ούτε όταν παρουσιάσθηκα εδώ στο δικαστήριο, ούτε στον λόγο μου απάνω, όταν πήγαινα να πω κάτι, μολονότι σε άλλους λόγους, σε πολλά μέρη, μ᾽ εμπόδισε απάνω στην ώρα που μιλούσα. Τώρα όμως πουθενά σε όλη αυτή την ιστορία, ούτε σε πράξη καμιά ούτε σε λόγο μού έχει εναντιωθεί. Ποιά λοιπόν είναι η αιτία, κατά τη γνώμη μου; Εγώ θα σας το πω· γιατί αυτό που μου συνέβηκε πάει να μου βγει σε καλό, και δεν είναι σωστό, όπως το παίρνουμε εμείς,
[40c] όσοι νομίζουμε πως είναι κακό να πεθάνει κανένας. Εμένα μου δόθηκε μια μεγάλη απόδειξη γι᾽ αυτό το πράγμα· γιατί δεν ήτανε ποτέ δυνατόν να μη μου εναντιωθεί το συνηθισμένο σημάδι του θεού, αν δεν έμελλα να κάμω κάτι καλό.
Έπειτα ας το συλλογισθούμε και έτσι, πόσες δηλαδή ελπίδες μας δίνει με το να είναι καλό πράγμα. Γιατί ένα από τα δύο είναι το να πεθάνει κανένας· ή είναι δηλαδή σαν να μην είναι, ούτ᾽ έχει αίσθηση από τίποτε ο πεθαμένος, ή όπως λένε κάποια αλλαγή είναι ο θάνατος και η ψυχή αλλάζει κατοικία από τον τόπο αυτό σε άλλο τόπο. Και αν καμιά αίσθηση δεν υπάρχει πια αλλά
[40d] είναι σαν ύπνος, όπως όταν κοιμάται κανείς και ούτε όνειρο βλέπει κανένα, θα ήτανε θαυμάσιο κέρδος ο θάνατος. Γιατί εγώ φαντάζομαι πως αν διαλέξει κανένας αυτή τη νύχτα, που έτσι βαριοκοιμήθηκε, ώστε ούτε όνειρο είδε, και ύστερα συγκρίνει με τις άλλες νύχτες και τις ημέρες της ζωής του τη νύχτα αυτή, και συλλογισθεί και πει πόσες ημέρες και νύχτες έζησε καλύτερα και γλυκύτερα στη ζωή του, πιστεύω πως,
[40e] όχι ένας ιδιώτης, μα και ο μέγας βασιλεύς ευκολομέτρητες θα τις βρει αυτές μπροστά στις άλλες ημέρες και τις νύχτες. Αν είναι λοιπόν τέτοιο πράγμα ο θάνατος, εγώ λέω πως είναι κέρδος. Γιατί τίποτε περισσότερο δεν φαίνεται να είναι έτσι όλος ο καιρός παρά μια νύχτα. Κι αν είναι πάλι ο θάνατος σαν ταξίδι από δω σε άλλο τόπο, και είναι αληθινά αυτά που λένε, πως εκεί πέρα βρίσκονται όλοι οι πεθαμένοι, τί μεγαλύτερο καλό θα ήτανε απ᾽ αυτό, ω δικαστές; Γιατί όταν
[41a] φθάσει κανένας στον Άδη, αφού γλιτώσει απ᾽ αυτούς που λένε πως είναι δικαστές, και βρει τους αληθινούς δικαστές, αυτούς που λένε πως δικάζουν εκεί, τον Μίνω και τον Ραδάμανθυ και τον Αιακό και τον Τριπτόλεμο και τους άλλους, όσοι από τους ημίθεους ζήσανε δίκαια στη ζωή τους, άσχημο τάχα θα ήτανε τέτοιο ταξίδι; Ή για να βρεθείτε πάλι με τον Ορφέα και τον Μουσαίο και τον Ησίοδο και τον Όμηρο, πόσα δεν θα ᾽δινε ο καθένας από σας; Εγώ τουλάχιστον χίλιες φορές θα ήθελα να πεθάνω, αν είναι αληθινά αυτά· γιατί
[41b] και για μένα θαυμαστό θα ήτανε να μείνω εκεί πέρα, αν έβρισκα τον Παλαμήδη και τον Αίαντα, τον γιο του Τελαμώνος, και όποιον άλλον από τους παλαιούς που θανατώθηκε από άδικη κρίση· να συγκρίνω τα πάθη μου με τα δικά τους δεν είναι δυσάρεστο πράγμα, κατά τη γνώμη μου. Και το καλύτερο από όλα να περνώ τη ζωή μου με το να ρωτάω και να ερευνώ κι εκείνους εκεί, όπως τους εδώ, ποιός τάχα είναι σοφός απ᾽ αυτούς και ποιός νομίζει πως είναι και δεν είναι. Και πόσα δεν θα ᾽δινε κανένας, ω δικαστές, να ρωτήσει εκείνον που οδήγησε
[41c] το μεγάλο στράτευμα στην Τροία ή τον Οδυσσέα ή τον Σίσυφο και χίλιους άλλους να πούμε, και άνδρες και γυναίκες, που να τους μιλεί κανένας και να τους συναναστρέφεται και να τους ρωτάει θα ήτανε μια θαυμαστή ευτυχία. Και γι᾽ αυτό εκείνοι εκεί βέβαια δεν θανατώνουν κανέναν. Γιατί και στα άλλα είναι πιο ευτυχισμένοι αυτοί εκεί από τους εδώ και όλον τον καιρό είναι αθάνατοι, αν είναι αληθινά τα λεγόμενα.