Παρασκευή 5 Μαΐου 2017

ΡΗΤΟΡΙΚΗ: ΛΥΣΙΑΣ - Ὑπὲρ τοῦ ἀδυνάτου (15-20)

[15] Λέγει δ᾽ ὡς ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀσελγῶς διακείμενος, ὥσπερ, εἰ φοβερῶς ὀνομάσειε, μέλλων ἀληθῆ λέγειν, ἀλλ᾽ οὔκ, ἂν πάνυ πραόνως μηδὲ ψεύδηται, ταῦτα ποιήσων. ἐγὼ δ᾽ ὑμᾶς, ὦ βουλή, σαφῶς οἶμαι δεῖν διαγιγνώσκειν οἷς τ᾽ ἐγχωρεῖ τῶν ἀνθρώπων ὑβρισταῖς εἶναι καὶ οἷς οὐ προσήκει.

[16] οὐ γὰρ ‹τοὺς› πενομένους καὶ λίαν ἀπόρως διακειμένους ὑβρίζειν εἰκός, ἀλλὰ τοὺς πολλῷ πλείω τῶν ἀναγκαίων κεκτημένους· οὐδὲ τοὺς ἀδυνάτους τοῖς σώμασιν ὄντας, ἀλλὰ τοὺς μάλιστα πιστεύοντας ταῖς αὑτῶν ῥώμαις· οὐδὲ τοὺς ἤδη προβεβηκότας τῇ ἡλικίᾳ, ἀλλὰ τοὺς ἔτι νέους καὶ νέαις ταῖς διανοίαις χρωμένους.

[17] οἱ μὲν γὰρ πλούσιοι τοῖς χρήμασιν ἐξωνοῦνται τοὺς κινδύνους, οἱ δὲ πένητες ὑπὸ τῆς παρούσης ἀπορίας σωφρονεῖν ἀναγκάζονται· καὶ οἱ μὲν νέοι συγγνώμης ἀξιοῦνται τυγχάνειν παρὰ τῶν πρεσβυτέρων, τοῖς δὲ πρεσβυτέροις ἐξαμαρτάνουσιν ὁμοίως ἐπιτιμῶσιν ἀμφότεροι·

[18] καὶ τοῖς μὲν ἰσχυροῖς ἐγχωρεῖ μηδὲν αὐτοῖς πάσχουσιν, οὓς ἂν βουληθῶσιν, ὑβρίζειν, τοῖς δὲ ἀσθενέσιν οὐκ ἔστιν οὔτε ὑβριζομένοις ἀμύνεσθαι τοὺς ὑπάρξαντας οὔτε ὑβρίζειν βουλομένοις περιγίγνεσθαι τῶν ἀδικουμένων. ὥστε μοι δοκεῖ ὁ κατήγορος εἰπεῖν περὶ τῆς ἐμῆς ὕβρεως οὐ σπουδάζων, ἀλλὰ παίζων, οὐδ᾽ ὑμᾶς πεῖσαι βουλόμενος ὡς εἰμὶ τοιοῦτος, ἀλλ᾽ ἐμὲ κωμῳδεῖν βουλόμενος, ὥσπερ τι καλὸν ποιῶν.

[19] Ἔτι δὲ καὶ συλλέγεσθαί φησιν ἀνθρώπους ὡς ἐμὲ πονηροὺς καὶ πολλούς, οἳ τὰ μὲν ἑαυτῶν ἀνηλώκασι, τοῖς δὲ τὰ σφέτερα σῴζειν βουλομένοις ἐπιβουλεύουσιν. ὑμεῖς δὲ ἐνθυμήθητε πάντες ὅτι ταῦτα λέγων οὐδὲν ἐμοῦ κατηγορεῖ μᾶλλον ἢ τῶν ἄλλων ὅσοι τέχνας ἔχουσιν, οὐδὲ τῶν ὡς ἐμὲ εἰσιόντων μᾶλλον ἢ τῶν ὡς τοὺς ἄλλους δημιουργούς.

[20] ἕκαστος γὰρ ὑμῶν εἴθισται προσφοιτᾶν ὁ μὲν πρὸς μυροπώλιον, ὁ δὲ πρὸς κουρεῖον, ὁ δὲ πρὸς σκυτοτομεῖον, ὁ δ᾽ ὅποι ἂν τύχῃ, καὶ πλεῖστοι μὲν ὡς τοὺς ἐγγυτάτω τῆς ἀγορᾶς κατεσκευασμένους, ἐλάχιστοι δὲ ὡς τοὺς πλεῖστον ἀπέχοντας αὐτῆς· ὥστ᾽ εἴ τις ὑμῶν πονηρίαν καταγνώσεται τῶν ὡς ἐμὲ εἰσιόντων, δῆλον ὅτι καὶ τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις διατριβόντων· εἰ δὲ κἀκείνων, ἁπάντων Ἀθηναίων· ἅπαντες γὰρ εἴθισθε προσφοιτᾶν καὶ διατρίβειν ἁμοῦ γέ που.

***
[15] Λέει επίσης ότι είμαι προκλητικός και βάναυσος και εξώλης και προώλης, λες και πρόκειται να πει την αλήθεια μόνο αν χρησιμοποιήσει λεξιλόγιο που τρομοκρατεί, όχι όμως αν οι χαρακτηρισμοί του είναι απολύτως ήπιοι και δεν ψεύδεται. Εγώ ωστόσο νομίζω ότι εσείς, μέλη της βουλής, πρέπει να διακρίνετε ξεκάθαρα ποιοί άνθρωποι μπορούν να είναι προκλητικοί και ποιοί δεν έχουν τα περιθώρια.

[16] Γιατί δεν είναι λογικό να φέρονται προκλητικά αυτοί που πένονται και ζουν μέσα στην εξαθλίωση, αλλά αυτοί που έχουν πολύ περισσότερα από τα απαραίτητα. Ούτε όσοι είναι σωματικά αδύναμοι, αλλά όσοι έχουν απόλυτη εμπιστοσύνη στη σωματική τους ρώμη. Ούτε όσοι βρίσκονται ήδη σε προχωρημένη ηλικία, αλλά αυτοί που είναι ακόμα νέοι και έχουν νεανική νοοτροπία.

[17] Διότι οι πλούσιοι εξαγοράζουν τους κινδύνους με τα χρήματά τους, ενώ οι φτωχοί, λόγω της ένδειας που αντιμετωπίζουν, είναι αναγκασμένοι να φέρονται κόσμια. Οι νέοι πάλι πιστεύεται ότι πρέπει να έχουν την κατανόηση των μεγαλυτέρων, ενώ τους μεγαλύτερους, όταν παρεκτρέπονται, τους επικρίνουν εξίσου και οι δύο.

[18] Οι δυνατοί μπορούν, χωρίς καμία συνέπεια για τους ίδιους, να φέρονται προκλητικά σε οποιονδήποτε θελήσουν, ενώ οι αδύναμοι δεν είναι σε θέση ούτε όταν τους φέρονται προκλητικά να αποκρούουν αυτούς που έκαναν την αρχή ούτε, όταν θελήσουν να φερθούν προκλητικά, να επικρατούν των αντιπάλων τους. Ως εκ τούτου έχω την εντύπωση ότι ο κατήγορος έκανε λόγο για τη δική μου προκλητικότητα όχι σοβαρολογώντας αλλά αστειευόμενος, ούτε θέλοντας να σας πείσει ότι είμαι έτσι — απλώς ήθελε να με διακωμωδήσει σαν να έκανε κάποιο κατόρθωμα.

 [19] Ισχυρίζεται ακόμη ότι στο εργαστήριό μου συγκεντρώνονται πολλά διεφθαρμένα άτομα, τα οποία έχουν ξοδέψει ό,τι είχαν και δεν είχαν και επιβουλεύονται αυτούς που θέλουν να διαφυλάξουν τις περιουσίες τους. Εσείς ωστόσο σκεφτείτε όλοι ότι, όταν λέει αυτά, η κατηγορία σε καμιά περίπτωση δεν αφορά πιο πολύ εμένα από ό,τι τους άλλους που ασκούν τέχνες, ούτε πιο πολύ αυτούς που έρχονται σε εμένα από ό,τι εκείνους που πηγαίνουν στους άλλους τεχνίτες.

[20] Γιατί καθένας από σας συνηθίζει να συχνάζει άλλος σε αρωματοπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε δερματουργείο, άλλος όπου τύχει. Και η μεγάλη πλειονότητα συχνάζει σε αυτούς που είναι εγκατεστημένοι πολύ κοντά στην αγορά, ελάχιστοι μόνο σε αυτούς που βρίσκονται σε πολύ μεγάλη απόσταση από αυτή. Επομένως, αν κάποιος από σας καταλογίσει διαφθορά σε αυτούς που επισκέπτονται εμένα, θα καταλογίσει σαφώς και σε αυτούς που περνούν την ημέρα τους κοντά στους άλλους. Αν τώρα καταλογίσει και σε εκείνους, τότε σε όλους τους Αθηναίους. Γιατί όλοι σας συνηθίζετε να συχνάζετε και να περνάτε τελικά κάπου την ημέρα σας.

ΤΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΣΥΜΠΑΝ ΤΗΣ «ΠΟΛΗΣ»

Στην ιστορία της ελληνικής σκέψης η εμφάνιση της πόλης αποτελεί γεγονός καθοριστικής σημασίας. Βέβαια, στο πνευματικό επίπεδο, όπως και στο πεδίο των δεσμών, δεν θα παραγάγει όλες της τις συνέπειες παρά μόνο μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα. Η πόλη θα γνωρίσει πάμπολλους σταθμούς, ποικίλες μορφές. Ωστόσο, ευθύς με την εμφάνισή της, που μπορεί να τοποθετηθεί μεταξύ του 8ου και του 7ου αιώνα, σημειώνεται ένα ξεκίνημα, μια πραγματική ανακάλυψη. Με την πόλη η κοινωνική ζωή και οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παίρνουν νέα μορφή, την πρωτοτυπία της οποίας θα αισθανθούν απολύτως οι Έλληνες1.
 
Αυτό που ενέχει το σύστημα της πόλης είναι εν πρώτοις μια εκπληκτική υπεροχή του προφορικού λόγου έναντι όλων των άλλων μέσων της εξουσίας. Γίνεται το κατ’ εξοχήν πολιτικό εργαλείο, το κλειδί κάθε εξουσίας μέσα στο κράτος, το μέσο διοίκησης και κυριαρχίας πάνω στους άλλους. Η δύναμη αυτή του προφορικού λόγου - που οι Έλληνες θα τον κάνουν θεότητα: Πειθώ, η πειστική δύναμη - ανακαλεί στη μνήμη την αποτελεσματικότητα των λέξεων και των στερεοτύπων φράσεων ορισμένων θρησκευτικών ιεροτελεστιών ή την αξία που αποδίδεται στα «ρηθέντα» του βασιλιά, όταν αυτός επιβάλλει ως κυρίαρχος τους εκ παραδόσεως θεσμούς (τη θέμιδα)· ωστόσο, στην πραγματικότητα πρόκειται για εντελώς άλλο πράγμα. Ο προφορικός λόγος δεν είναι πλέον η τελετουργική λέξη, η ενδεδειγμένη στερεότυπη φράση, αλλά η κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση, ο διάλογος, η επιχειρηματολογία. Προϋποθέτει ένα κοινό στο οποίο απευθύνεται σαν να ήταν αυτό δικαστής, ο οποίος αποφασίζει τελικά, με ανάταση των χεριών, υπέρ του ενός ή του άλλου μεταξύ των δύο μερών που έχουν παρουσιαστεί ενώπιον του- αυτή η καθαρά ανθρώπινη επιλογή είναι εκείνο που κρίνει την αντίστοιχη πειστική δύναμη δύο ομιλιών και εξασφαλίζει τη νίκη ενός ρήτορα πάνω στον αντίπαλό του.
 
Όλα τα ζητήματα γενικού ενδιαφέροντος που ο Βασιλιάς είχε ως λειτουργική αποστολή να ρυθμίζει, και τα οποία διαγράφουν τα όρια δικαιοδοσίας της αρχής, υπάγονται τώρα στη ρητορική τέχνη και θα πρέπει να τέμνονται στην κατάληξη μιας συζήτησης· θα πρέπει λοιπόν να μπορούν να διατυπωθούν υπό μορφή λόγου, να χυθούν στο καλούπι αντιθετικών αποδείξεων, αντιπαρατασσόμενων επιχειρηματολογιών. Ανάμεσα στην πολιτική και στο λόγο (logos) υπάρχει έτσι μια στενή σχέση, ένας αμοιβαίος δεσμός. Η πολιτική τέχνη είναι στην ουσία χειρισμός της γλώσσας, ο δε λόγος αποκτά αρχικά συνείδηση του εαυτού του, των κανόνων του, της αποτελεσματικότητάς του διαμέσου της πολιτικής λειτουργίας του. Ιστορικά, η ρητορική και η σοφιστική είναι εκείνες οι οποίες, με την ανάλυση των μορφών του λόγου ως οργάνου νίκης στις διαμάχες της συνέλευσης και του δικαστηρίου που επιχειρούν, ανοίγουν το δρόμο στις έρευνες του Αριστοτέλη, ο οποίος, παράλληλα με την τεχνική τής πειθούς, καθορίζει τους κανόνες της απόδειξης και θεμελιώνει, ενάντια στη λογική τού αληθοφανούς ή του πιθανού που πρυτανεύει στις αβέβαιες πρακτικές συζητήσεις, μια λογική του αληθούς που προσιδιάζει στη θεωρητική γνώση.
 
Ένα δεύτερο γνώρισμα της πόλης είναι ο χαρακτήρας της πλήρους δημοσιότητας που δίνεται στις πιο σημαντικές εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Μπορεί μάλιστα να πει κανείς ότι η πόλη υπάρχει μόνο στο μέτρο που ένας δημόσιος τομέας αποδεσμεύεται στις δύο, διαφορετικές αλλά αλληλένδετες, έννοιες του όρου: α) μιας σφαίρας κοινού ενδιαφέροντος, που ανατίθεται στις ιδιωτικές υποθέσεις· β) φανερών μεθόδων ενέργειας, που πραγματοποιούμενες στο φως της ημέρας αντιτίθενται σε κάθε είδος μυστικών διαδικασιών. Η αξίωση αυτή για δημοσιότητα οδηγεί στον προοδευτικό έλεγχο προς όφελος της ομάδας και στην υποβολή στην κρίση όλων των πολιτών του συνόλου των πράξεων, διαδικασιών και γνώσεων, που αποτελούσαν αρχικά αποκλειστικό προνόμιο του βασιλιά ή των γενών, κατόχων της αρχής. Το διπλό αυτό κίνημα εκδημοκρατισμού και κοινολόγησης θα έχει στο πνευματικό επίπεδο καθοριστικές συνέπειες. Ο ελληνικός πολιτισμός συγκροτείται, ανοίγοντας σ’ έναν όλο και ευρύτερο κύκλο, και τελικά στο δήμο ολόκληρο, την είσοδο στον πνευματικό κόσμο, αρχικά προορισμένος αποκλειστικά για μίαν αριστοκρατία πολεμικού και ιερατικού χαρακτήρα (η ομηρική εποποιία είναι ένα πρώτο παράδειγμα αυτής της εξέλιξης: μια αυλική ποίηση, που αρχικά τραγουδιόταν στις αίθουσες του ανακτόρου, απο- δεσμεύεται απ’ αυτό, διευρύνεται και μετατρέπεται σε ποίηση λαϊκών πανηγυριών). Η διεύρυνση όμως αυτή συνεπάγεται μια βαθιά μεταμόρφωση. Από τη στιγμή που γίνονται στοιχεία ενός κοινού πολιτισμού, οι γνώσεις, οι αξίες και οι διανοητικές μέθοδοι έρχονται και οι ίδιες στο δημόσιο βήμα, όπου υποβάλλονται σε κριτική και γίνονται αντικείμενο σφοδρής αντιπαράθεσης. Δεν φυλάγονται πλέον ως εχέγγυα ισχύος μέσα στα άδυτα των οικογενειακών παραδόσεων η δημοσίευσή τους δα δώσει τροφή σε εξηγήσεις, σε διάφορες ερμηνείες, πολεμικές, και δραματικές συζητήσεις. Στο εξής η συζήτηση, η επιχειρηματολογία, η πολεμική γίνονται ο κανόνας τόσο του πνευματικού όσο και του πολιτικού παιγνιδιού. Ο άτεγκτος έλεγχος της κοινότητας ασκείται τόσο πάνω στις δημιουργίες του πνεύματος όσο και στις δημόσιες λειτουργίες του κράτους. Ο νόμος της πόλης, σε αντίθεση με την απόλυτη εξουσία του μονάρχη, αξιώνει να υποτάσσονται όλοι αδιακρίτως στη διαδικασία της «απόδοσης λογαριασμών», εὔθυναι. Οι τελευταίες αυτές δεν επιβάλλονται πλέον με τη δύναμη ενός προσωπικού ή θρησκευτικού γοήτρου' οφείλουν να αποδείξουν την ορθότητά τους με διαδικασίες διαλεκτικού χαρακτήρα.
 
Ο προφορικός λόγος στο πλαίσιο της πόλης αποτελούσε το όργανο της πολιτικής ζωής. Η γραφή είναι που θα εξασφαλίσει στο καθαυτό πνευματικό επίπεδο το μέσο ενός κοινού πολιτισμού και θα επιτρέψει την πλήρη διάδοση γνώσεων που προηγουμένως ήσαν αποκλειστικής χρήσης ή απαγορευμένες. Δάνειο από τους Φοίνικες, και τροποποιημένη για να μεταγραφούν ακριβέστερα οι ελληνικοί φθόγγοι, η γραφή θα μπορέσει ν’ ανταποκριθεί σ’ αυτή τη λειτουργία δημοσιότητας, γιατί έγινε αυτή η ίδια, σχεδόν στον ίδιο βαθμό με την προφορική γλώσσα, κοινό αγαθό όλων των πολιτών. Οι παλαιότερες γνωστές επιγραφές σ’ ελληνικό αλφάβητο δείχνουν ότι από τον 8ο αιώνα και μετά δεν πρόκειται πλέον για εξειδικευμένη γνώση στην αποκλειστική χρήση των γραμματικών, αλλά για τεχνική ευρείας χρήσης και ελεύθερα διαδιδόμενη στο κοινό2. Μαζί με την από στήθους απαγγελία κειμένων του Ομήρου ή του Ησίοδου - που παραμένει παραδοσιακή - , η γραφή 8’ αποτελέσει το βασικό στοιχείο της ελληνικής παιδείας.
 
Αντιλαμβάνεται έτσι κανείς τη σπουδαιότητα μιας διεκδίκησης που εγείρεται ευθύς με τη γέννηση της πόλης: της σύνταξης των νόμων. Όταν αυτοί καταγράφονται, δεν εξασφαλίζεται μόνο η διάρκεια και η σταθερότητα, αλλά αφαιρούνται από την ιδιωτική δικαιοδοσία των βασιλιάδων, έργο των οποίων ήταν να «λέγουν» το δίκαιο. Γίνονται έτσι κοινό αγαθό, γενικός κανόνας, επιδεκτικός ομοιόμορφης εφαρμογής έναντι όλων. Στον κόσμο του Ησίοδου, προγενέστερον του καθεστώτος της Πόλης, η δίκη εκινείτο ακόμη σε δύο επίπεδα, ωσάν διαμελισμένη μεταξύ ουρανού και γης: για τον μικρό Βοιωτό καλλιεργητή, η δίκη είναι, στον κόσμο αυτό, μια απόφαση πραγματική, εξαρτώμενη από την αυθαιρεσία των «δωροφάγων» βασιλιάδων στον ουρανό είναι μια κυρίαρχη αλλά απόμακρη και απρόσιτη θεότητα. Τουναντίον, με τη δημοσιότητα που της εξασφαλίζει το γραπτό κείμενο, η δίκη, χωρίς να χάσει την όψη ιδανικής αξίας, θα κατορθώσει να σαρκωθεί σ’ ένα καθαρά ανθρώπινο επίπεδο, να πραγματωθεί στο νόμο, κανόνα κοινό για όλους, αλλά και υπεράνω όλων, ορθολογικό κανόνα που υποβάλλεται σε συζήτηση και τροποποιείται με ψήφισμα, χωρίς όμως γι’ αυτό να εκφράζει λιγότερο μια τάξη που γίνεται αντιληπτή ως ιερή.
 
Όταν, με τη σειρά τους, κάποια άτομα θ’ αποφασίσουν να καταστήσουν δημόσιες τις γνώσεις τους μέσω της γραφής, είτε με τη μορφή βιβλίου, όπως εκείνα που πρώτοι θα πρέπει να είχαν γράψει ο Αναξίμανδρος και ο Φερεκύδης, ή εκείνα που ο Ηράκλειτος θα καταθέσει στο ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, είτε με τη μορφή παραπήγματος, μνημειακής επιγραφής πάνω σε πέτρα, ανάλογης εκείνων που η πόλη χαράζει στο όνομα των αρχόντων ή των ιερέων της (ιδιώτες πολίτες δα καταχωρίσουν εκεί αστρονομικές παρατηρήσεις ή χρονολογικούς πίνακες), η φιλοδοξία τους δεν θα είναι να καταστήσουν γνωστή σε άλλους μίαν ανακάλυψη ή μια προσωπική γνώμη· θα θελήσουν, καταθέτοντας το μήνυμά τους ές τό μέσον, να το κάνουν κοινό αγαθό της πόλης, κανόνα επιδεκτικό, όπως ο νόμος, να επιβάλλεται σε όλους3. Με τη διάδοσή της η σοφία τους αποκτά νέα υπόσταση και νέα αντικειμενικότητα: αναγορεύεται αυτή η ίδια σε αλήθεια. Δεν πρόκειται πλέον για θρησκευτικό μυστικό προορισμένο αποκλειστικά για ορισμένους εκλεκτούς, ευνοούμενους της θείας χάριτος. Βέβαια, η αλήθεια του σοφού, όπως το θρησκευτικό μυστικό, είναι αποκάλυψη του ουσιαστικού, φανέρωμα μιας ανώτερης πραγματικότητας που υπερβαίνει κατά πολύ το κοινό επίπεδο των ανθρώπων. Παραδίδοντάς την όμως κανείς στο γραπτό λόγο, την αποσπά από τον κλειστό κύκλο των σχολών για να την εκθέσει μέσα σε άπλετο φως στα βλέμματα ολόκληρης της πόλης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναγνωρίζεται ότι είναι αυτοδίκαια προσιτή σε όλους, γίνεται αποδεκτό να υποβληθεί, όπως η πολιτική συζήτηση, στην κρίση του συνόλου, με την ελπίδα ότι τελικά θα γίνει αποδεκτή και θ’ αναγνωριστεί απ’ όλους.
 
Αυτή η μεταμόρφωση μιας απόκρυφης γνώσης μυστηριακού χαρακτήρα σ’ ένα σώμα αληθειών που κοινολογούνται, έχει το παράλληλό της σ’ έναν άλλο τομέα της κοινωνικής ζωής. Τα παλαιά ιερατεία, που ανήκαν ως ιδιοκτησία σε ορισμένα γένη και τα οποία εκδήλωναν την ειδική τους συνάφεια με μια θεϊκή δύναμη - η πόλη, όταν συγκροτείται, τα οικειοποιείται και τα υπάγει στην επίσημη λατρεία. Η προστασία, που άλλοτε η θεότητα επιφύλασσε αποκλειστικά για τους ευνοουμένους της, θα ισχύει στο εξής για ολόκληρη την κοινότητα. Όποιος όμως λέγει λατρεία της πόλης εννοεί δημόσια λατρεία. Όλα τα παλαιό sacra, διακριτικά εξουσίας, θρησκευτικά σύμβολα, εμβλήματα και ξύλινα ξόανα, που φυλάγονταν ζηλότυπα ως φυλακτά θεϊκής δύναμης στα άδυτα του παλατιού ή στο βάθος των κατοικιών των ιερέων, θ’ αποδημήσουν στο ναό, σε διαμονή ανοιχτή, διαμονή δημόσια. Μέσα στον απρόσωπο αυτό χώρο, που στρέφεται προς τα έξω και που προβάλλει στον εξωτερικό κόσμο τον διάκοσμο των γλυπτών ζωφόρων, τα παλαιά είδωλα μεταμορφώνονται με τη σειρά τους: χάνουν, μαζί με το μυστικό τους χαρακτήρα, και την ιδιότητά τους του αποτελεσματικού συμβόλου. Έχουν γίνει πλέον «εικόνες» χωρίς να έχουν άλλη τελετουργική λειτουργία από την παρουσία τους, χωρίς άλλη θρησκευτική υπόσταση από την εξωτερική τους εμφάνιση. Για το μεγάλο λατρευτικό άγαλμα, που είναι εγκατεστημένο μέσα στο ναό ώστε να δηλώνει εκεί την παρουσία του θεού, θα μπορούσε κανείς να πει ότι ολόκληρο το είναι του (esse) συνίσταται εφεξής σε μιαν αντίληψη (percipi). Τα sacra, φορείς άλλοτε μιας επικίνδυνης δύναμης και απαγορευμένα στη θέα του κοινού, γίνονται κάτω από το βλέμμα της πόλης θέαμα, «διδασκαλία περί θεών», όπως ακριβώς συμβαίνει με τις μυστικές αφηγήσεις και τις αινιγματώδεις εκφράσεις, που κάτω από το βλέμμα της πόλης αποβάλλουν το μυστήριό τους και τη θρησκευτική τους δύναμη για να γίνουν οι «αλήθειες» που θα συζητήσουν οι Σοφοί.
 
Πάντως η κοινωνική ζωή δεν παραδίδεται χωρίς δυσκολία ούτε χωρίς αντίσταση στην απόλυτη δημοσιότητα. Η πορεία εξέλιξης της δημοσιοποίησης εκτυλίσσεται σταδιακά και συναντά σε όλα τα πεδία εμπόδια που περιορίζουν τις προόδους της. Ακόμα και στο πολιτικό επίπεδο, συνήθειες μυστικής διακυβέρνησης διατηρούν, στην καρδιά της κλασικής περιόδου, μια μορφή εξουσίας που μετέρχεται μυστηριώδεις μεθόδους και υπερφυσικά μέσα. Το καθεστώς της Σπάρτης προσφέρει τα καλύτερα παραδείγματα αυτών των μυστικών διαδικασιών. Η χρησιμοποίηση όμως, ως τεχνικών διακυβέρνησης, μυστικών θυσιαστηρίων, ιδιωτικών μαντείων, προορισμένων αποκλειστικά για ορισμένους άρχοντες, ή ακοινολόγητων συλλογών χρησμών τους οποίους ιδιοποιούνται ορισμένοι ηγέτες, επιβεβαιώνεται με σιγουριά και για άλλα μέρη. Επιπλέον, πολλές πόλεις στηρίζουν τη σωτηρία τους στην κατοχή μυστικών λειψάνων: οστών ηρώων, των οποίων ο τάφος, αγνοούμενος από το κοινό, δεν πρέπει να είναι γνωστός, επί ποινή καταστροφής του Κράτους, παρά σ’ εκείνους μόνο τους άρχοντες που δικαιούνται να δεχθούν, κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, την επικίνδυνη αυτή αποκάλυψη. Η πολιτική αξία που αποδίδεται στα μυστικά αυτά φυλαχτά δεν είναι απλή επιβίωση του παρελθόντος. Ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες κοινωνικές ανάγκες. Η σωτηρία της πόλης δεν θέτει κατ’ ανάγκην σε ενέργεια δυνάμεις που διαφεύγουν τον έλεγχο της ανθρώπινης λογικής, στοιχεία που δεν είναι δυνατό να εκτιμηθούν σε μια συζήτηση και να προβλεφθούν στο τέλος μιας διάσκεψης. Αυτή η επέμβαση μιας υπερφυσικής δύναμης, της οποίας ο ρόλος είναι τελικά καθοριστικός - η πρόνοια του Ηροδότου, η τύχη του Θουκυδίδη - , πρέπει χωρίς άλλο να λαμβάνεται υπόψη και να της αποδίδεται, στα πλαίσια της οικονομίας των πολιτικών παραγόντων, η θέση που της αξίζει.
 
Όμως, η δημόσια λατρεία των ολυμπίων θεοτήτων δεν μπορεί να ανταποκριθεί παρά εν μέρει μόνο σ’ αυτή τη λειτουργία. Η λατρεία αυτή αναφέρεται σ’ έναν θεϊκό κόσμο πάρα πολύ γενικό και απόμακρο και διορίζει μίαν ιερή τάξη που, αντιπαρατίθεται ακριβώς, όπως ο ιερός στον όσιο, στο κοσμικό πεδίο, στο οποίο τοποθετείται η διοίκηση της πόλης. Η απομάκρυνση ενός ολόκληρου επιπέδου της πολιτικής ζωής έχει ως αντίβαρο μια επίσημη θρησκεία που κρατά σε απόσταση τις ανθρώπινες υποθέσεις και δεν συμμετέχει πλέον τόσο άμεσα στις διακυμάνσεις της αρχής. Ωστόσο, όποια κι αν είναι η διαύγεια των πολιτικών αρχηγών και η σωφροσύνη των πολιτών, οι αποφάσεις της εκκλησίας του δήμου αναφέρονται σ’ ένα μέλλον που παραμένει βασικά θαμπό και που η νόηση δεν μπορεί να συλλάβει απολύτως. Καθίσταται λοιπόν επιτακτικό να εξασφαλιστεί στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό ο έλεγχός του με άλλους τρόπους, που βάζουν σ’ ενέργεια όχι πλέον ανθρώπινα μέσα αλλά την αποτελεσματικότητα της λειτουργίας. Ο πολιτικός «ορθολογισμός» που πρυτανεύει στους θεσμούς της πόλης ανατίθεται ασφαλώς στις παλαιές θρησκευτικές διαδικασίες διακυβέρνησης, χωρίς ωστόσο και να τις αποκλείει κατά τρόπο ριζικό4.
 
Εξάλλου, στο χώρο της θρησκείας, στο περιθώριο της πόλης και παράλληλα με τη δημόσια λατρεία, αναπτύσσονται σύλλογοι που θεμελιώνονται στη μυστικότητα. Ομοδοξίες, αδελφότητες και οργανώσεις μυστηρίων είναι όλες κλειστές, ιεραρχημένες ομάδες που περιλαμβάνουν κλιμάκια και βαθμούς. Οργανωμένες κατά το πρότυπο των εταιριών μύησης, έχουν ως λειτουργική αποστολή να επιλέγουν, μέσα από σειρά δοκιμασιών, μια μειονότητα εκλεκτών που θα απολαμβάνουν προνόμια απρόσιτα στον κοινό άνθρωπο. Αντίθετα όμως με τις παλαιές μυήσεις στις οποίες υποβάλλονταν οι νεαροί πολεμιστές, οι κούροι, και οι οποίες τους ανακήρυσσαν ικανούς να συμμετέχουν στην εξουσία, οι νέες μυστικές ομαδοποιήσεις περιορίζονται εφεξής σ’ ένα καθαρά θρησκευτικό πεδίο. Στα πλαίσια της πόλης, η μύηση δεν μπορεί πλέον να επιφέρει παρά μια «πνευματική» μεταμόρφωση, χωρίς πολιτικές επιπτώσεις. Οι εκλεκτοί, οι επόπται, είναι αγνοί, άγιοι. Πολύ κοντά στο θείο, είναι ασφαλώς ταγμένοι σ’ ένα εξαιρετικό πεπρωμένο που θα γνωρίσουν όμως στο υπερπέραν. Η προαγωγή με την οποία θ’ ανταμειφθούν ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο.
 
Σε όλους εκείνους που επιθυμούν να γνωρίσουν τη μύηση, το μυστήριο παρέχει, χωρίς περιορισμούς λόγω καταγωγής ή τάξης, την υπόσχεση μιας μακάριας αθανασίας, που αρχικά ήταν αποκλειστικά βασιλικό προνόμιο. Κοινολογεί στον ευρύτερο κύκλο των μυστών τα θρησκευτικά μυστικά που ανήκουν ως ιδιοκτησία σε ιερατικές οικογένειες, όπως είναι οι Κήρυκες ή οι Εὐμολπίδαι. Παρ’ όλον όμως αυτόν τον εκδημοκρατισμό ενός θρησκευτικού προνομίου, τα μυστήρια σε καμιά περίπτωση δεν εντάσσονται σε μια προοπτική δημοσιότητας. Αντίθετα, αυτό που τα καθορίζει ως μυστήρια είναι η φιλοδοξία να κατακτήσουν μιαν αλήθεια απρόσιτη από δρόμους ομαλούς και η οποία κατά κανέναν τρόπο δεν θα μπορούσε να «εκτεθεί», να εξασφαλίσουν μιαν αποκάλυψη τόσο εξαιρετική που να εισάγει σε μια θρησκευτική ζωή άγνωστη για την κρατική λατρεία και να επιφυλάσσει στους μύστες έναν προορισμό που δεν έχει τίποτα το κοινό με την κανονική κατάσταση του πολίτη. Το μυστικό αποκτά έτσι, σε αντίθεση με τη δημοσιότητα της επίσημης λατρείας, ιδιαίτερη θρησκευτική σημασία: χαρακτηρίζει μια θρησκεία προσωπικής λύτρωσης, της οποίας σκοπός ήταν να μεταμορφώσει το άτομο, ανεξάρτητα από την κοινωνική τάξη, να πραγματοποιήσει μέσα του ένα είδος νέας γέννησης, που το αποσπά από την κοινή κατάσταση και του επιτρέπει να φτάσει σ’ ένα επίπεδο διαφορετικής ζωής.
 
Στο έδαφος όμως αυτό οι έρευνες των πρώτων Σοφών επρόκειτο να συμμεριστούν τους προβληματισμούς των μυστικιστικών κύκλων σε σημείο που να συγχέονται κάποτε με αυτούς. Τα διδάγματα της Σοφίας, όπως οι αποκαλύψεις των μυστηρίων, φιλοδοξούν να μεταμορφώσουν τον εσωτερικό άνθρωπο, να τον ανυψώσουν σε μίαν ανώτερη κατάσταση, να τον κάνουν ένα ον μοναδικό, σχεδόν έναν θεό, έναν θεῖον άνδρα. Αν η πόλη απευθύνεται στον Σοφό όταν αισθάνεται παραδομένη στην αταξία και στο άγος, αν του ζητεί να την απαλλάξει από τα δεινά της, είναι ακριβώς γιατί της φαίνεται σαν ένα ξεχωριστό, εξαιρετικό ον, ένας θείος άνδρας που ο όλος τρόπος ζωής του τον ξεχωρίζει και τον τοποθετεί στην εφεδρεία της κοινότητας. Και τανάπαλιν, όταν ο Σοφός απευθύνεται στην πόλη, προφορικά ή γραπτά, αυτό γίνεται πάντοτε για να της μεταβιβάσει μιαν αλήθεια που έρχεται άνωθεν και η οποία, ακόμα και κοινολογημένη, δεν παύει ν’ ανήκει σ’ έναν άλλο κόσμο, ξένο για την κανονική ζωή. Η πρώτη σοφία διαμορφώνεται έτσι μέσα σ’ ένα είδος αντίφασης, η οποία και εκφράζει την παράδοξη φύση της: παραδίδει στο κοινό μια γνώση την οποία ταυτόχρονα διακηρύσσει ως απρόσιτη από τους πολλούς. Μήπως το αντικείμενό της δεν είναι ν’ αποκαλύψει το αόρατο, να κάνει τους ανθρώπους να δουν τον κόσμο των αδήλων που κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα; Η σοφία αποκαλύπτει μιαν αλήθεια τόσο γοητευτική, που δεν μπορεί παρά να αποκτάται με τίμημά σκληρές προσπάθειες και να παραμένει, όπως το όραμα των εποπτών, κρυμμένη από τα μάτια του κοινού ανθρώπου. Εκφράζει βεβαίως αυτή το απόκρυφο, το διατυπώνει με λέξεις, όμως το νόημά τους δεν μπορεί να το συλλάβει ο κοινός άνθρωπος. Η σοφία φέρνει το μυστήριο στη δημόσια πλατεία και το κάνει αντικείμενο εξέτασης, μελέτης, χωρίς ωστόσο αυτό να πάψει εντελώς να είναι μυστήριο. Στις παραδοσιακές τελετουργίες μύησης, που απέκλειαν κάθε πρόσβαση στις απαγορευμένες αποκαλύψεις, η σοφία, η φιλοσοφία υποκαθιστά άλλες δοκιμασίες: έναν κανόνα ζωής, ένα δρόμο ασκητικής, μια κατεύθυνση έρευνας, τα οποία, παράλληλα με τις τεχνικές συζήτησης και επιχειρηματολογίας ή τα νέα νοητικά εργαλεία, όπως τα μαθηματικά, διατηρούν παλαιές μαντικές διαδικασίες, πνευματικές ασκήσεις αυτοσυγκέντρωσης, έκστασης και χωρισμού της ψυχής από το σώμα.
 
Η φιλοσοφία θα βρεθεί λοιπόν κατά τη γέννησή της σε διφορούμενη θέση: ως προς τα διαβήματά της και ως προς την έμπνευσή της θα συγγενεύει με τις μυήσεις των μυστηρίων και συνάμα με τις διαμάχες της αγοράς και θα διακυμαίνεται ανάμεσα στο πνεύμα μυστικότητας που προσιδιάζει στους μυστικιστικούς κύκλους και στη δημοσιότητα της διαμάχης κατά τη συζήτηση, που χαρακτηρίζει την πολιτική δραστηριότητα. Ανάλογα με το περιβάλλον, τη στιγμή και τις τάσεις, θα την δούμε, όπως στην περίπτωση της σχολής των Πυθαγορείων στη Μεγάλη Ελλάδα τον 6ο αιώνα, να οργανώνεται σε κλειστή αδελφότητα και να αρνείται να παραδώσει στο γραπτό λόγο ένα καθαρά εσωτερικό (esoterique) δόγμα ή να είναι ακόμα σε θέση, όπως θα το κάνει το κίνημα των Σοφιστών, να ενσωματωθεί εξ ολοκλήρου στη δημόσια ζωή, να παρουσιαστεί ως ένα είδος προετοιμασίας για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας και να προσφερθεί ελεύθερα σε κάδε πολίτη μέσω μαδημάτων, που πληρώνονται αδρά. Από τη διφορούμενη αυτή κατάσταση, που σημαδεύει την καταγωγή της, η ελληνική φιλοσοφία ίσως δεν απαλλάχτηκε ποτέ ολότελα. Ο φιλόσοφος δεν δα πάψει να ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο τρόπους συμπεριφοράς, να διστάζει ανάμεσα σε δύο αντίθετους πειρασμούς. Άλλοτε δα διαβεβαιώνει ότι είναι ο μόνος ικανός να διευθύνει το κράτος και, αντικαθιστώντας υπεροπτικά τον θεοποιημένο βασιλιά, δα έχει την αξίωση, στο όνομα αυτής της «γνώσης» που τον ανυψώνει πάνω από τους ανθρώπους, να μεταρρυθμίσει ολόκληρη την κοινωνική ζωή και να βάλει ως κυρίαρχος τάξη στην πόλη. Άλλοτε πάλι δ’ αποσύρεται από τον κόσμο για να βυθιστεί σε μια καθαρά ιδιωτική σοφία και, συγκεντρώνοντας γύρω του μερικούς οπαδούς, δα θελήσει μαζί μ’ αυτούς να εγκαθιδρύσει στους κόλπους της πόλης μιαν άλλη πόλη, στο περιθώριο της πρώτης, και εγκαταλείποντας τη δημόσια ζωή δ’ αναζητήσει τη λύτρωση στη γνώση και τη θεωρητική σκέψη.
 
Στις δύο όψεις που επισημάναμε - το κύρος του προφορικού λόγου και την ανάπτυξη των δημόσιων διαδικασιών - προστίθεται ένα άλλο γνώρισμα, που δίνει το στίγμα του πνευματικού σύμπαντος της πόλης. Όλοι αυτοί που απαρτίζουν την πόλη, όσο διαφορετικοί κι αν είναι λόγω καταγωγής, τάξης ή λειτουργήματος, φαίνονται κατά κάποιον τρόπο «όμοιοι» μεταξύ τους. Αυτή η ομοιότητα θεμελιώνει την ενότητα της πόλης, γιατί για τους Έλληνες μόνο όμοιοι μπορούν να συνδεθούν αμοιβαία με τα δεσμό της Φιλίας και να συνενωθούν στην ίδια κοινότητα. Ο δεσμός ανθρώπου με άνθρωπο θα πάρει έτσι, στο πλαίσιο της πόλης, τη μορφή μιας αμοιβαίας, αμφίδρομης σχέσης, αντικαθιστώντας τις ιεραρχικές σχέσεις υποταγής και κυριαρχίας. Όλοι εκείνοι που συμμετέχουν στο κράτος θα χαρακτηριστούν ως Όμοιοι, και αργότερα, με τρόπο πιο αφηρημένο, ως Ίσοι. Παρά τα όσα τους χωρίζουν στην καθημερινή κοινωνική ζωή, στο πολιτικό επίπεδο οι πολίτες θεωρούνται εναλλάξιμες μονάδες στο εσωτερικό ενός συστήματος, νόμος του οποίου είναι η ισορροπία και κανόνας η ισότητα. Αυτή η εικόνα του ανθρώπινου κόσμου θα βρει στον 6ο αιώνα την αυστηρή της έκφραση σε μιαν έννοια, στην έννοια της ισονομίας: ίση συμμετοχή όλων των πολιτών στην άσκηση της εξουσίας. Ωστόσο, προτού αποκτήσει την πλήρη αυτή δημοκρατική αξία και εμπνεύσει, στο θεσμικό επίπεδο, μεταρρυθμίσεις όπως εκείνες του Κλεισθένη, το ιδεώδες της ισονομίας μπόρεσε να διερμηνεύσει ή να προεκτείνει κοινοτικούς πόθους που ανατρέχουν πολύ πίσω, ως τις απαρχές της πόλης. Πολλές μαρτυρίες δείχνουν ότι οι όροι ισονομία και ισοκρατία χρησίμευαν σε αριστοκρατικούς κύκλους για να ορίσουν, σε αντίθεση με την απόλυτη εξουσία ενός ανδρός (μοναρχία ή τυραννίδα), ένα ολιγαρχικό καθεστώς, όπου η αρχή ανήκει αποκλειστικά σ’ έναν μικρό αριθμό πολιτών, αποκλείοντας τη μάζα, κατανέμεται όμως με τρόπο ισότιμο μεταξύ όλων των μελών αυτής της συνομοταξίας των εκλεκτών5. Αν η αξίωση για ισονομία κατόρθωσε ν’ αποκτήσει στα τέλη του 6ου αιώνα τόσο μεγάλη δύναμη, αν μπόρεσε να δικαιώσει τη λαϊκή διεκδίκηση για ελεύθερη είσοδο του δήμου σε όλα τα αξιώματα, αυτό οφείλεται χωρίς αμφιβολία στο γεγονός ότι είχε τις ρίζες της σε μια πολύ παλαιό παράδοση ισότητας και ότι μάλιστα ανταποκρινόταν σε ορισμένες ψυχολογικές αντιδράσεις της αριστοκρατίας των ιππέων. Πράγματι αυτή η στρατιωτική αριστοκρατία είναι εκείνη που καθιερώνει για πρώτη φορά, μεταξύ της πολεμικής ικανότητας και του δικαιώματος συμμετοχής στις δημόσιες υποδέσεις, μια ισοτιμία που δεν θα αμφισβητηθεί ποτέ στο μέλλον. Στα πλαίσια της πόλης η καταστατική θέση του στρατιώτη συμπίπτει μ’ εκείνην του πολίτη: όποιος έχει δέση στη στρατιωτική δομή της πόλης έχει αυτόματα και στην πολιτική της οργάνωση. Και ακριβώς, από τα μέσα του 7ου αιώνα, οι μεταβολές στον εξοπλισμό και μια επανάσταση στην τεχνική της μάχης μεταμορφώνουν το πρόσωπο του πολεμιστή, ανανεώνουν την κοινωνική του δέση και την ψυχοσύνθεσή του6.
 
Η εμφάνιση του οπλίτη, του βαριά οπλισμένου και μαχόμενου σε παράταξη πολεμιστή, και η χρησιμοποίησή του σε πυκνό σχηματισμό σύμφωνα με την αρχή της φάλαγγας, καταφέρνουν αποφασιστικό χτύπημα στα στρατιωτικά προνόμια των ιππέων. Όλοι όσοι μπορούν να αντεπεξέλθουν στα έξοδα του εξοπλισμού τους ως οπλιτών - δηλαδή οι μικροί ελεύθεροι ιδιοκτήτες γης που αποτελούν τον δήμο, όπως είναι στην Αθήνα οι Ζευγίτες - τοποθετούνται στο ίδιο επίπεδο με τους κατόχους αλόγων. Όμως, ακόμα κι εδώ ο εκδημοκρατισμός της στρατιωτικής λειτουργίας - παλαιού αριστοκρατικού προνομίου - επιφέρει πλήρη ανάπλαση της ηθικής του πολεμιστή. Ο ομηρικός ήρωας, ο καλός οδηγός αρμάτων, μπορούσε να επιζεί ακόμα στο πρόσωπο των ιππέων δεν έχει πια πολλά κοινά με τον οπλίτη, αυτόν τον στρατιώτη-πολίτη. Εκείνο που μετρούσε για τον πρώτο ήταν το ατομικό κατόρθωμα, το ανδραγάθημα που πραγματοποιόταν σε μεμονωμένο αγώνα. Στη μάχη, μωσαϊκό μονομαχιών όπου συγκρούονται οι πρόμαχοι, η στρατιωτική αξία εκδηλωνόταν με τη μορφή μιας ἀριστείας, μιας απολύτως προσωπικής ανωτερότητας. Την τόλμη που του επέτρεπε να επιτελέσει αυτές τις λαμπρές πράξεις ο πολεμιστής την έβρισκε σ’ ένα είδος έξαρσης, πολεμικού μένους, στη Λύσσα, μια κατάσταση εκτός εαυτού, στην οποία τον έφερνε το μένος, το πάθος που ενέπνεε ένας θεός. Ο οπλίτης όμως δεν γνωρίζει πλέον τον μεμονωμένο αγώνα. Οφείλει να αποκρούσει τον πειρασμό, αν του δίνεται η ευκαιρία να επιτελέσει ανδραγάθημα καθαρά ατομικό. Είναι ο άνθρωπος της μάχης που δίνεται πλευρό με πλευρό, της πάλης σώμα με σώμα. Έχει εκπαιδευθεί να μένει παραταγμένος, να βαδίζει σε σχηματισμό, να ορμά με το ίδιο βήμα εναντίον του εχθρού, να έχει το νου του στη δίνη της συμπλοκής, να μην εγκαταλείπει τη θέση του. Η πολεμική αρετή δεν υπάγεται πλέον στη δικαιοδοσία του θυμού. Έχει συστατικό στοιχείο τη σωφροσύνη: απόλυτη αυτοκυριαρχία, αδιάκοπο έλεγχο για να μπορεί κανείς να υποβάλλεται σε κοινή πειθαρχία, αναγκαία (ψυχραιμία για την καταστολή των ενστικτωδών παρορμήσεων, που θα δημιουργούσαν τον κίνδυνο να διαταράξουν τη γενική τάξη του σχηματισμού. Η φάλαγγα κάνει τον οπλίτη, όπως η πόλη τον πολίτη, μιαν εναλλάξιμη μονάδα, ένα στοιχείο όμοιο με όλα τα άλλα, του οποίου η αριστεία, η ατομική αξία, δεν πρέπει ποτέ πλέον να εκδηλώνεται έξω από τα πλαίσια που επιβάλλονται από τις κινήσεις του συνόλου, τη συνοχή της ομάδας και τη στάση της μάζας, δηλαδή τα νέα μέσα της νίκης. Ακόμη και στον πόλεμο η Έρις, η επιθυμία να θριαμβεύσει κανείς έναντι του αντιπάλου, να διατρανώσει την ανωτερότητά του έναντι του άλλου, οφείλει να υποτάσσεται στη Φιλία, στο πνεύμα της κοινότητας. Η δύναμη των ατόμων οφείλει να υποχωρεί στο νόμο της ομάδας. Ο Ηρόδοτος, μνημονεύοντας, όπως κάνει μετά από κά8ε αφήγηση μιας μάχης, τα ονόματα των πόλεων και των ατόμων που διακρίθηκαν στις Πλαταιές για τη γενναιότητά τους, δίνει το δάφνινο στεφάνι, μεταξύ των Σπαρτιατών, στον Αριστόδημο: ο άνδρας αυτός ήταν ένας από τους τριακόσιους Λακεδαιμονίους που είχαν φυλάξει τις Θερμοπύλες, ο μόνος που γύρισε σώος και αβλαβής. Θέλοντας να ξεπλύνει το όνειδος, που οι Σπαρτιάτες του προσήψαν γι’ αυτή την επιβίωση, επιζήτησε και βρήκε το θάνατο στις Πλαταιές, επιτελώντας αξιοθαύμαστα κατορθώματα. Οι Σπαρτιάτες όμως δεν απέδωσαν σ’ αυτόν, μαζί με το βραβείο ανδρείας, τις επιθανάτιες τιμές που οφείλονται στους άριστους. Του αρνήθηκαν την αριστεία, γιατί, πολεμώντας σαν μανιασμένος, σαν άνθρωπος παραλογισμένος από τη λύσσα, είχε εγκαταλείψει τη γραμμή του7.
 
Αυτή η αφήγηση φωτίζει κατά τρόπο συναρπαστικό μια ψυχολογική συμπεριφορά, που δεν εκδηλώνεται μόνο στη σφαίρα του πολέμου, αλλά σημειώνει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ζωής μια καθοριστική στροφή στην ιστορία της Πόλης. Έρχεται μια στιγμή όπου η πόλη απορρίπτει την παραδοσιακή τάση της αριστοκρατίας να εξαίρει το γόητρο, να ενισχύει την εξουσία των ατόμων και των γενών και να τα ανυψώνει πάνω από τον κοινό άνθρωπο. Έτσι, καταδικάζονται ως υπέρβαση του μέτρου, ως ύβρις, τόσο η πολεμική μανία και η επιζήτηση, κατά τη διάρκεια της μάχης, μιας καθαρά προσωπικής δόξας, όσο και η επίδειξη του πλούτου, η πολυτέλεια των ενδυμάτων, η μεγαλοπρέπεια των νεκρώσιμων ακολουθιών, οι υπερβολικές εκδηλώσεις του πόνου σε περίπτωση πένθους, η υπερβολικά επιδεικτική συμπεριφορά των γυναικών και η υπερβολική αυτοπεποίθηση και τόλμη της αριστοκρατικής νεολαίας.
 
Όλες αυτές οι συνήθειες στο εξής απορρίπτονται γιατί, καθώς κάνουν έκδηλες τις κοινωνικές ανισότητες και το αίσθημα της απόστασης μεταξύ των ατόμων, προκαλούν το φθόνο, δημιουργούν ασυμφωνίες στους κόλπους της ομάδας, θέτουν σε κίνδυνο την ισορροπία της και την ενότητά της, διαιρούν την κοινωνία εναντίον του ίδιου της του εαυτού. Εκείνο που εκθειάζεται τώρα είναι ένα αυστηρό ιδανικό αυτοσυγκράτησης και κοσμιότητας, ένας αυστηρός τρόπος ζωής, σχεδόν ασκητικός, που εξαλείφει τις διαφορές ηθών και κοινωνικής σειράς μεταξύ των πολιτών για να τους κάνει να έρθουν κοντύτερα ο ένας στον άλλο και να τους ενώσει όπως τα μέλη μιας και μόνης οικογένειας.
 
Στη Σπάρτη, ο στρατιωτικός παράγοντας φαίνεται να είναι αυτό που έπαιξε τον καθοριστικό ρόλο στην επικράτηση της νέας νοοτροπίας. Η Σπάρτη του 7ου αιώνα δεν είναι ακόμα το κράτος που θα προκαλέσει, με την πρωτοτυπία του, στους άλλους Έλληνες κατάπληξη ανάμεικτη με θαυμασμό. Τότε ακόμη ακολουθούσε τη γενική πορεία του πολιτισμού που ωθούσε τις αριστοκρατίες των διαφόρων πόλεων προς την πολυτέλεια, που τις έκανε να επιθυμούν μια ζωή πιο εκλεπτυσμένη και να επιζητούν τις κερδοσκοπικές επιχειρήσεις. Η τομή πραγματοποιείται ανάμεσα στον 7ο και τον 6ο αιώνα. Η Σπάρτη αναδιπλώνεται στον εαυτό της και παγιώνεται σε θεσμούς που την κάνουν ν’ αφιερώνεται ολόκληρη στο βωμό του πολέμου. Όχι μόνο απαρνιέται την επίδειξη του πλούτου, αλλά και παραμένει κλειστή σε καθετί που συνιστά ανταλλαγή με το εξωτερικό, όπως το εμπόριο και η βιοτεχνική δραστηριότητα. Απαγορεύει αρχικά τη χρήση πολύτιμων μετάλλων και αργότερα τα χρυσά και αργυρά νομίσματα. Μένει έξω από τα μεγάλα πνευματικά ρεύματα και παραμελεί τα γράμματα και τις τέχνες, στα οποία είχε προηγουμένως διακριθεί. Ως εκ τούτου η ελληνική φιλοσοφία και σκέψη φαίνονται να μην της οφείλουν τίποτε.
 
Πρέπει να πούμε μονάχα «φαίνονται». Οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές, που φέρνουν στη Σπάρτη οι νέες πολεμικές τεχνικές και που καταλήγουν να την κάνουν πόλη οπλιτών, διερμηνεύουν, στο επίπεδο των δεσμών, την ίδια αυτή αξίωση για έναν ανθρώπινο κόσμο ισορροπημένο και διεπόμενο από το νόμο, τον οποίο, την ίδια εποχή, οι Σοφοί θα διατυπώσουν στο καθαρό εννοιολογικό επίπεδο, εκεί όπου οι πόλεις, ελλείψει μιας λύσης σπαρτιατικού τύπου, θα γνωρίσουν στάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Έχουν δίκιο εκείνοι που επιμένουν για τον αρχαϊκό χαρακτήρα των δεσμών στους οποίους η Σπάρτη θα μείνει επίμονα προσκολλημένη: κλάσεις ηλικιών, πολεμικές μυήσεις, κρυπτεία. Πρέπει όμως να υπογραμμίσουμε και άλλα χαρακτηριστικά, που την κάνουν να προηγείται του καιρού της: το πνεύμα ισότητας μιας μεταρρύθμισης που καταργεί την παλαιό αντίθεση μεταξύ λαού και δήμου, προκειμένου να συστήσει ένα σώμα στρατιωτών-πολιτών, που χαρακτηρίζονται ως όμοιοι και διαθέτουν όλοι, θεωρητικά, ένα κομμάτι γης, έναν κλήρο, απολύτως ίσο μ’ εκείνον των άλλων. Σ’ αυτή την πρώτη μορφή ισομοιρίας (ίσως να έγινε τότε αναδασμός της γης) πρέπει να προστεθεί ο κοινοβιακός χαρακτήρας της κοινωνικής ζωής, που επιβάλλει σε όλους το ίδιο καθεστώς λιτότητας, το οποίο φτάνει ώς το σημείο, από μίσος προς την πολυτέλεια, να κωδικοποιεί τον τρόπο με τον οποίο οφείλουν να χτίζονται οι ιδιωτικές κατοικίες ή να καθιερώνει το δεσμό των συσσιτίων, των κοινών γευμάτων, όπου καδένας φέρνει, μια φορά το μήνα, το κανονισμένο μερτικό του σε κριθάρι, κρασί, τυρί και σύκα.
 
Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι το καθεστώς της Σπάρτης, με τους δύο βασιλείς, την ἀπέλλα, τους ἐφόρους και τη γερου­σία, πραγματοποιεί μίαν «ισορροπία» μεταξύ κοινωνικών στοιχείων που αντιπροσωπεύουν αντιτιθέμενες λειτουργίες, αρετές και αξίες. Στην αμοιβαία αυτή ισορροπία θεμελιώνεται η ενότητα του κράτους, γιατί κάθε στοιχείο συγκροτείται από τα άλλα μέσα σε όρια που δεν πρέπει να υπερβεί. Ο Πλούταρχος αποδίδει έτσι στη γερουσία έναν ρόλο αντίβαρου, καθώς αυτή διατηρεί ανάμεσα στη λαϊκή ἀπέλλα και τη βασιλική αρχή μια συνεχή ισορροπία, με το να παρατάσσεται, κατά περίπτωση, πότε στο πλευρό των βασιλιάδων, για να αποτρέψει τη δημοκρατία, και πότε στο πλευρό του λαού, για να εμποδίσει την εξουσία του ενός ανδρός8. Παρομοίως, ο θεσμός των εφόρων αντιπροσωπεύει στους κόλπους του κοινωνικού σώματος ένα στοιχείο πολεμικό, «νεότερο» (“junior”) και λαϊκό, σε αντίθεση με την αριστοκρατική γερουσία, η οποία χαρακτηρίζεται, όπως αρμόζει σε «γηραιότερους» (“seniores”), από σύνεση και σοφία, που οφείλουν να αντισταθμίζουν την πολεμική τόλμη και το πολεμικό σφρίγος των κούρων.
 
Στο σπαρτιατικό Κράτος η κοινωνία δεν σχηματίζει πλέον, όπως στα μυκηναϊκά βασίλεια, μια πυραμίδα στην οποία ο βασιλιάς κατέχει την κορυφή. Όλοι αυτοί οι οποίοι, έχοντας υποστεί τη στρατιωτική εκπαίδευση, με τη σειρά των δοκιμασιών και των μυήσεων που αυτή επάγεται, κατέχουν έναν κλήρο και συμμετέχουν στα συσσίτια, προωθούνται στο ίδιο επίπεδο. Αυτό το επίπεδο είναι εκείνο που καθορίζει την πόλη9. Η δημόσια τάξη δεν φαίνεται πλέον τότε να εξαρτάται από τον κυρίαρχο· δεν είναι πλέον δεμένη στη δημιουργική δύναμη ενός εξαιρετικού ατόμου, στη δραστηριότητα του ως ρυθμιστή. Αντίθετα, η τάξη είναι που θέτει υπό κανόνες την εξουσία όλων των πολιτών, που επιβάλλει ένα όριο στην επεκτατική τους διάθεση. Η τάξη προηγείται της εξουσίας. Στην πράξη, η αρχή ανήκει αποκλειστικά στο νόμο. Κάθε άτομο ή κάθε μερίδα που φιλοδοξεί να εξασφαλίσει για τον εαυτό της το μονοπώλιο της αρχής απειλεί, με την προσβολή αυτή της ισορροπίας των άλλων δυνάμεων, την ομόνοια του κοινωνικού σώματος και θέτει ως εκ τούτου σε κίνδυνο αυτή την ίδια την υπόσταση της πόλης.
 
Αν όμως η νέα Σπάρτη αναγνωρίζει κατ’ αυτό τον τρόπο την υπεροχή του νόμου και της τάξης, είναι γιατί θέλει να είναι προσανατολισμένη προς τον πόλεμο. Η αναδιάρθρωση του Κράτους συμμορφώνεται εκεί πρωτίστως σε προβληματισμούς στρατιωτικής φύσης. Στο πεδίο των μαχών μάλλον παρά στις διαμάχες της αγοράς ασκούνται οι όμοιοι. Ως εκ τούτου, ο προφορικός λόγος δεν θα μπορούσε να αποτελέσει στη Σπάρτη το πολιτικό εργαλείο που θα είναι αλλού, ούτε να πάρει τη μορφή συζήτησης, επιχειρηματολογίας ή απόκρουσης. Στη θέση της Πειθοῦς - της πειστικής δύναμης - οι Λακεδαιμόνιοι θα εγκωμιάσουν, ως όργανο του νόμου, τη δύναμη του Φόβου, που υποχρεώνει όλους τους πολίτες σε υπακοή. Θα καυχηθούν ότι στους λόγους απολαμβάνουν μόνο τη συντομία και ότι προτιμούν από τις λεπτολογίες των αντιθετικών συζητήσεων, πς παροιμιακές και οριστικές σ εκφράσεις. Ο προφορικός λόγος παραμένει γι’ αυτούς εκείνες αἱ ρῆτραι, οι σχεδόν χρησμωδικοί εκείνοι νόμοι οποίους υποτάσσονται χωρίς συζήτηση και τους οποίους αρνούνται να παραδώσουν, καταγράφοντας τους, στην πλήρη δημοσιότητα. Όσο και να κατάφερε να προχωρήσει η Σπάρτη θ’ αφήσει σε άλλους την τιμή να εκφράσουν πλήρως τη νέα αντίληψη της τάξης, όταν, κάτω από την κυριαρχία του νόμου η Πόλη γίνεται ένας ισορροπημένος και αρμονικός κόσμος. Δεν είναι οι Λακεδαιμόνιοι εκείνοι που θα επιτύχουν να εξαγάγουν και να διασαφηνίσουν ως προς όλες τους τις συνέπειες τις ηθικές και πολιτικές έννοιες που συνέβη να έχουν, αυτοί μεταξύ των πρώτων, ενσαρκώσει στους θεσμούς τους.
 ---------------- 
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
 
 (1) Βλέπε V. Ehrenberg, When did the Polis rise? (Πότε εμφανίστηκε η πόλη;) Journal of Hellenic Studies, 57, 1937, σελ. 147-159- Origins of democracy (Οι απαρχές της δημοκρατίας), Historia, 1, 1950, σελ. 519-548.
(2) John Forsdyke, Greece before Homer. Ancient chronology and mythology (Η Ελλάδα πριν από τον Όμηρο. Αρχαία χρονολογία και μυθολογία), London 1956, σελ. 18 επ.· βλέπε επίσης τις παρατηρήσεις του Cl. Preaux, Du Lineaire Β creto-mycenien aux ostraca grecs dEgypte (Από την κρητομυκηναϊκή γραμμική Β στα ελληνικά όστρακα της Αιγύπτου), Chronique dEgypte, 34, 1959, σελ. 79-85.
(3)  Βλέπε Διογένη Ααέρτιο, Α, 43: επιστολή του Θαλή προς τον Φερεκύδη.
(4)  Θα μπορούσε κανείς να αναλογιστεί το ρόλο της μαντικής στην πολιτική ζωή των Ελλήνων. Πιο γενικά θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι όλα τα δημόσια αξιώματα διατηρούν έναν ιερό χαρακτήρα. Το ίδιο συμβαίνει όμως από την άποψη αυτή στην πολιτική και νομική σφαίρα. Οι θρησκευτικές διαδικασίες, που είχαν αρχικά αξία αυτές καθεαυτές, γίνονται, στα πλαίσια του δικαίου, προκαταρκτική διαδικασία μιας δίκης. Το ίδιο οι τελετουργίες, όπως η θυσία ή ο όρκος, στις οποίες υπόκεινται οι άρχοντες κατά την ανάληψη των καθηκόντων τους, συνιστούν το τυπικό πλαίσιο και όχι πλέον το εσωτερικό κίνητρο της πολιτικής ζωής. Στην έννοια αυτή υπάρχει ασφαλώς εκκοσμίκευση (secularisation).
      (5)Βλέπε V. Ehrenberg (Origins of democracy) ο οποίος υπενθυμίζει ότι η ωδή του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα μακαρίζει τους ευπατρίδες αυτούς για το γεγονός ότι έκαναν τους Αθηναίους ισόνομους· 6, επίσης Θουκυδίδη, Γ62.
(6)  Βλέπε A. Andrews, The Greek tyrants (Η τυραννία στην αρ Ελλάδα. Ελληνική μετάφραση, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1S London 1956, κεφ. 3: The military factor (Ο στρατιωτικός παράγον F.E. Adcock, The Greek and macedonian art of war (Η ελληνική και μακεδονική τέχνη του πολέμου), Berkeley και Los Angeles 1 Για το θέμα της χρονολογίας εμφάνισης του οπλίτη, βλέπε P. Cou Une tombe geometrique dArgos (Ένας γεωμετρικός τάφος του Άργους), Bulletin de correspondence hellenique, 81, 1957, σελ. 322-
(7)  Ηρόδοτος, I, 71.
(8)  Πλούταρχος, Ο βίος του Λυκούργου, Ε, 11 και Αριστοτ. Πολιτικά, 1265 6 35.
(9)  Όπως είναι ευνόητο, η πόλη περιλαμβάνει, κοντά στους ποί και σε αντιδιαστολή προς αυτούς, όλους εκείνους που σε διάφορους βαθμούς στερούνται τα προσόντα τα συνδεόμενα με την πλήρη πολιτική ικανότητα: στη Σπάρτη τους υπομείονες, τους περίοικους, τους είλωτες τους δούλους. Η ισότητα διαγράφεται σ’ ένα υπόβαθρο ανισότητας.

Δεν είναι η ζήλια, απόδειξη αγάπης

Συνδέεται η αγάπη με την ζήλια.
Δεν έχουν καμία σχέση αυτά τα δυο μεταξύ τους.
Δεν μπορώ καν να απαντήσω στο ερώτημα, αν η ζήλεια είναι συναίσθημα.
Η αλήθεια είναι πως όταν υπάρχει έντονη ζήλια, δημιουργείτε τεράστια ανασφάλεια, φόβος που ίσως κάποιες στιγμές μετατρέπεται σε μίσος.
Και φυσικά το μίσος με την αγάπη είναι δύο αντίθετες λέξεις με αντικρουόμενες έννοιες.
Αυτή η ζήλια αυτόματα σε βάζει σε επιφυλακή, τεντώνουν οι κεραίες σου και προσπαθείς να μην επιτρέπεις να συμβαίνουν πράγματα.
Εμποδίζεις με άκομψο τρόπο την ελευθερία του άλλου.
Προσπαθείς να κάνεις κάθε ασφαλής διευθέτηση ώστε να αποτραπούν καταστάσεις και πράγματα, φοβούμενος αρκετές φορές συνέπειες που δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο στην πραγματικότητα.
Απλά είναι εικασίες του μυαλό σου και της ζήλιας που σου τρώει τα σωθικά.
Κατά βάθος φοβάσαι και αυτός ο φόβος ξεκινάει από βαθιά μέσα σου.
Φοβάσαι ότι ο άνθρωπος αυτός που έχεις απέναντί σου και σίγουρα δεν αγαπάς, μπορεί να σου κουνήσει το μαντήλι, να ανοίξει την πόρτα και να σε παρατήσει σύξυλη.
Το αποτέλεσμα, να προσπαθείς με κάθε τρόπο να τον απομονώσεις από κάθε άνθρωπο που θεωρείς εσύ απειλή.
Εκεί όμως ξεκινάνε τα προβλήματα.
Και πίστεψέ με είναι πάρα πολύ σοβαρά.
Κλείνεις πόρτες, κόβεις όλες τις γέφυρες επικοινωνίας του αγαπημένου σου με τον έξω κόσμο και τι καταφέρνεις τελικά.
Αυτός ο άνθρωπος να νεκρώνεται εσωτερικά, να νιώθει φυλακισμένος και εσύ να κάνεις τον δεσμοφύλακα και τον κλειδοκράτορα της επικοινωνίας του.
Καταλήγεις να αγαπάς ένα ον παντελώς νεκρωμένο.
Σχεδόν σκοτωμένο.
Τι κατάφερες τώρα όχι πες μου.
Αυτό δεν είναι αγάπη είναι καταπίεση, είναι κατωτερότητα και κόμπλεξ που πηγάζει από τα βάθη της ψυχής σου και δεν κατάφερες ποτέ σου να αποβάλλεις ενώ είχες τόσες ευκαιρίες.
Δεν αγαπάς έναν άνθρωπο που δεν είναι ελεύθερος και τον έχεις νεκρώσει.
Η αγάπη είναι οξυγόνο και εσύ του το έχεις στερήσει, άρα δεν τον αγαπάς.
Τον έχεις κάνει να νιώθει αντικείμενο στα χέρια σου το οποίο είναι κάτω από τη συνεχή σου επιτήρηση.
Και δεν έχεις κατανοήσει ακόμα ότι όσο περισσότερο τον ελέγχεις, τόσο περισσότερο τον νεκρώνεις σιγά σιγά.
Χάνεται η ελευθερία του και δεν θα σε αντέξει για πολύ.
Κάποια στιγμή θα προτιμήσει την ελευθερία του από τα δικά σου δεσμά.
Το θέμα μας λοιπόν είναι ότι με κάποιο τρόπο πρέπει σύντομα να εγκαταλείψεις την ζήλια και να καταλάβεις ότι η αγάπη είναι αρκετή σαν εγγύηση.
Η αγάπη φέρνει κατανόηση, εμπιστοσύνη, αρμονία.
Αν στην μέση μπαίνει η ζήλια όλο αυτό το υπέροχο βαθύ συναίσθημα μετατρέπεται σε παιχνίδι με νικητές και ηττημένους.
Στο παιχνίδι της αγάπης όμως κερδίζεις μόνο με ισοπαλία.

Σχέσεις δράσης – αντίδρασης

Οι εξηγήσεις είναι ένα δώρο που έρχονται άλλοτε αργά, άλλοτε νωρίς, κάποιες φορές ποτέ και σε αφήνουν να αναρωτιέσαι γιατί δεν έμαθες ποτέ το λόγο… Ωστόσο, είναι δώρο, έστω κι αν ακούσεις ό,τι φοβάσαι ή δεν ήθελες ποτέ να μάθεις, γιατί το ξεκαθάρισμα είναι λύτρωση όσο κι αν πονάει…
 
Θυμάμαι την τελευταία φορά που βρεθήκαμε. Με ρώτησες πώς μπορώ να είμαι τόσο σκληρός. Πως άλλαξα έτσι, εγώ που ήμουν πάντα γλυκός, χαμογελαστός και καλοσυνάτος. Γιατί δεν σε κοιτάω στα μάτια όταν μιλάμε, γιατί σου απαντάω απότομα και μονολεκτικά, πώς γίνεται να μη με νοιάζει πλέον, εγώ που μπορούσα να σου μιλάω ασταμάτητα μέρες ολόκληρες.
 
Θα σου εξηγήσω λοιπόν. Στο σχολείο μας μάθανε πως απαράβατος νόμος της φυσικής είναι ο κανόνας της δράσης -αντίδρασης. Με απλά λόγια, αν με χτυπήσεις, το σημείο επαφής θα κοκκινίσει και θα αισθανθώ πόνο. Η δράση είναι το χτύπημα και η αντίδραση η κοκκινίλα και ο πόνος. Η αντίδραση προκαλείται από τη μεταφορά ενέργειας από το ένα σώμα στο άλλο και έχουμε ως αποτέλεσμα τα παραπάνω. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με τις ψυχές των ανθρώπων. Αν μου χαμογελάσεις, η αντίδραση μου θα είναι χαμόγελο. Αν μου μιλήσεις άσχημα θα σου απαντήσω αναλόγως ή απλά θα αδιαφορήσω. Με πρόδωσες; Σε έσβησα. Σφύριξα και έληξες πως το λένε… Τα συναισθήματα δεν έχουν κουμπάκι on-off να ανοίγουν και να κλείνουν όποτε θέλουμε. Ο εγκέφαλος δέχεται εξωτερικά ερεθίσματα, αξιολογεί και αναλόγως αντιδρά. Είτε εκκρίνοντας ορμόνες χαράς και αγάπης, είτε, σε αντίθετη περίπτωση, εκκρίνοντας ορμόνες απαξίωσης και αδιαφορίας. Τόσο απλά. Μη σου κάνει εντύπωση λοιπόν η στάση μου. Είμαι ψυχρός και απόμακρός, αλλά δεν το ελέγχω. Δεν είναι από επιλογή. Όπως όταν σε ερωτεύτηκα. Δεν είχα επιλογή, ούτε έγινε συνειδητά. Πολλοί από εμάς μπερδευόμαστε. Το γεγονός πως για ένα χρονικό διάστημα, δεν εχεί σημασία η διάρκεια, ήσουν το Α και το Ω του άλλου δεν σε καθιστά αναντικατάστατο. Κανείς δεν είναι, άλλωστε. Φαντάσου μετά απο όλα αυτά που μου έκανες να μην άλλαζε τίποτα μέσα μου, πόσο ντεκαυλέ θα ήταν όλα. Φαντάσου μια ζωή χωρίς κανένα συναίσθημα. Ούτε αγάπης, ούτε απαξίας. Δεν το λες ζωή αυτό.
 
Σε ενημερώνω λοιπόν πως ναι, τον χαρακτήρα μου τον φτιάξανε τα έργα σου. Όπως τότε που ερεθιζόμουν και μόνο με το άρωμα σου, έτσι και τώρα δεν μου κάνει αίσθηση αν δεν ακούσω τη φωνή σου ποτέ ξανά. Πόνεσα, έκλαψα, πληγώθηκα ανεπανόρθωτα, αλλά άντε και γαμήσου. Ο εγκέφαλος μου λειτούργησε και τώρα δε σε θυμάμαι καν. Δεν μπορώ να πω, σε συγχώρεσα. Βασικά, ξέχασα. Μου πέρασε κι ο θυμός, αλλά οι φερομόνες σου δεν πιάνουν πια πάνω μου. Όντως σου βάζω δύσκολα και παίζω με τα νεύρα σου, αλλά έτσι πάει το παιχνίδι, μωρό μου. Αναμφίβολα πάντα θα κατέχεις μια θέση μέσα μου. Μόνο που τώρα αυτή η θέση δεν πέφτει καθόλου κοντά στην ερωτογενή μου ζώνη. Ίσως να βρίσκεσαι στη ζώνη με τις ατυχίες και τις κακές στιγμές. Σίγουρα στο αριστερό μου ημισφαίριο, της λογικής. Ποτέ ξανά όμως στην ερωτογενή μου ζώνη. Μη μπερδεύεις τα συναισθήματα. Αυτό που νιώθω τώρα δεν είναι μίσος, ούτε οίκτος. Απάθεια είναι, που βοηθάει να σε προσπερνάω στο δρόμο όπως κάθε άγνωστο περαστικό. Όλη αυτή η διαδικασία είναι άμυνα. Άμυνα του οργανισμού μας, για να αποβάλλουμε τους τοξικούς ανθρώπους από τη ζωή μας. Ασυνείδητα επιλέγουμε συμπάθειες και αντιπάθειες.
 
Κλείνοντας, σου χρωστάω και ένα ευχαριστώ. Αχάριστος δεν είμαι. Σε ευχαριστώ λοιπόν για όσα μου έμαθες. Σε ευχαριστώ που μου έδειξες πως ο πόνος δεν κρατάει για πάντα. Σε ευχαριστώ που με κατάφερες και πολλές φορές ξεπέρασα τα όρια μου. Μα πάνω από όλα, σε ευχαριστώ που με διαμόρφωσες. Άλλαξες τον τρόπο σκέψης μου και πλέον ξέρω. Ξέρω και φυλάγομαι, έμαθα να πέφτω σωστά. Έμαθα να μη συγχωρώ παραπτώματα χαρακτήρα. Αυτά είναι επαναλαμβανόμενα. Αυτή ήταν η δική μου αντίδραση λοιπόν στη δράση σου.
 
Άφησα το γράμμα στο γραφείο μου επάνω, δίπλα από τον υπολογιστή μου. Να το βλέπω και να μου θυμίζει εσένα. Αυτή είναι η μόνη δική μου αντίδραση στην επίπονη δράση που επέλεξες… 

Συναισθηματική πείνα

 Πολύ συχνά δεν τρώμε μόνο για να ικανοποιήσουμε την βιολογική μας πείνα. Στρεφόμαστε στο φαγητό για παρηγοριά, ανακούφιση, επιβράβευση, παρέα. Δυστυχώς, το συναισθηματικό φαγητό δεν λύνει τα όποια συναισθηματικά μας προβλήματα. Αντιθέτως, μας κάνει να νιώθουμε χειρότερα. Δεν είναι μόνο ότι παραμένει το όποιο συναισθηματικό πρόβλημα έχουμε, αλλά νιώθουμε και ενοχές που φάγαμε πιο πολύ.

Το να μπορεί κανείς να αναγνωρίζει τα συναισθηματικά ερεθίσματα που οδηγούν στο συναισθηματικό φαγητό είναι το πρώτο βήμα προκειμένου να καταφέρει να απελευθερωθεί από βουλιμικά επεισόδια ή επεισόδια υπερφαγίας, και να μπορέσει να αλλάξει τις συνήθειες εκείνες που εμπόδιζαν τις δίαιτες που έκανε στο παρελθόν.

Κατανοώντας τα συναισθηματικό φαγητό

Ένα άτομο λέμε ότι τρώει συναισθηματικά, όταν εξακολουθεί να τρώει παρά το γεγονός ότι έχει χορτάσει. Το συναισθηματικό φαγητό χρησιμοποιεί το φαγητό προκειμένου να κάνει το άτομο να νιώσει καλύτερα –τρώει κανείς προκειμένου να ικανοποιήσει τις συναισθηματικές του ανάγκες, παρά την βιολογική του πείνα.

Το να χρησιμοποιεί κανείς το φαγητό που και που, για να γιορτάσει κάτι ή να επιβραβεύσει τον εαυτό του ή και να νιώσει καλύτερα δεν είναι κάτι κακό. Όταν όμως το φαγητό αποτελεί τον κύριο μηχανισμό για να νιώσει καλύτερα, όταν η πρώτη κίνηση που κάνει κανείς είναι να ανοίξει το ψυγείο κάθε φορά που είναι αναστατωμένος, θυμωμένος, αγχωμένος, κουρασμένος, νιώθει μοναξιά ή βαρεμάρα, τότε μπλέκεται κανείς σε ένα παθολογικό κύκλο όπου το κύριο συναίσθημα ή πρόβλημα δεν αναγνωρίζεται.

Η συναισθηματική πείνα μπορεί να ικανοποιηθεί με το φαγητό. Το φαγητό μπορεί να κάνει το άτομο να νιώσει καλά τη στιγμή εκείνη, τα συναισθήματα όμως που προκάλεσαν το φαγητό εξακολουθούν να υπάρχουν. Πολύ συχνά το άτομο νιώθει χειρότερα μετά, εξαιτίας των παραπάνω θερμίδων που κατανάλωσε. Τα βάζει με τον εαυτό του που ξέφυγε και δεν είχε αρκετή δύναμη θέλησης. Όσο αφήνει κανείς το πρόβλημα να εξελίσσεται αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο δυσκολία στο να ελέγξει το βάρος του, και νιώθει όλο και περισσότερο αδύναμος ως προς το φαγητό και τα συναισθήματά του.

Τρως συναισθηματικά;

  • Τρως περισσότερο όταν αγχώνεσαι;
  • Τρως όταν δεν πεινάς ή νιώθεις ότι είσαι γεμάτος;
  • Τρως προκειμένου να νιώσεις καλύτερα (προκειμένου να ηρεμήσεις τον εαυτό σου ή να τον κάνεις να νιώσει καλύτερα)
  • Ανταμείβεις τον εαυτό σου με φαγητό;
  • Τρως μέχρι να νιώσεις ότι θα «σκάσεις»;
  • Σε κάνει το φαγητό να νιώσεις ασφάλεια; Νιώθεις ότι τα φαγητό είναι φίλος σου;
  • Νιώθεις αδύναμος ή εκτός ελέγχου όταν έχεις φαγητό κοντά σου;

Η διαφορά ανάμεσα στη συναισθηματική και στη βιολογική πείνα

Προκειμένου να απελευθερωθεί κανείς από τον κύκλο του συναισθηματικού φαγητού, το πρώτο που πρέπει να κάνει είναι να διαχωρίσει την συναισθηματική από την βιολογική πείνα. Αυτό δεν είναι πάντα όσο απλό ακούγεται, κυρίως αν χρησιμοποιεί κανείς το φαγητό για να αντιμετωπίσει τα συναισθήματά του.

Η συναισθηματική πείνα μπορεί να έχει μεγάλη δύναμη με αποτέλεσμα να την μπερδεύει κανείς με την βιολογική πείνα. Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές ενδείξεις που μπορούν να βοηθήσουν κάποιον να τις διαχωρίσει:
  • Η συναισθηματική πείνα εμφανίζεται ξαφνικά. Σε «χτυπάει» απότομα και έχει την αίσθηση του επείγοντος και του υπερβολικού. Η βιολογική πείνα, από την άλλη, εμφανίζεται πιο σταδιακά. Η ανάγκη να φάει κανείς δεν έχει την αίσθηση της απαίτησης της άμεσης ικανοποίησης (εκτός και αν έχει κανείς να φάει πολύ καιρό).
  • Η συναισθηματική πείνα ζητάει συγκεκριμένα φαγητά. Η βιολογική πείνα μπορεί να ικανοποιηθεί σχεδόν με κάθε είδους τροφή (ακόμα και με υγιεινά φαγητά). Η συναισθηματική πείνα ζητάει «με βίαιο και απόλυτο τρόπο» φαγητά με πολλά λιπαρά, ή ζάχαρη. Μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να «χρειάζεται» να φάει σοκολάτα ή πίτσα, και καμία άλλη τροφή δεν θα μπορέσει να τον ικανοποιήσει.
  • Η συναισθηματική πείνα πολύ συχνά οδηγεί σε μη συνειδητοποιημένη κατανάλωση τροφής. Προτού να το έχει καταλάβει κανείς, μπορεί να έχει καταναλώσει, για παράδειγμα μία σακούλα πατατάκια, ή ένα κουτί παγωτό, χωρίς όμως να το έχει προσέξει και χωρίς να το έχει πραγματικά απολαύσει. Όταν τρώει κανείς λόγω βιολογικής πείνας έχει μεγαλύτερη επίγνωση του τι και πως τρώει.
  • Η συναισθηματική πείνα δεν ικανοποιείται όταν νιώσει κανείς ότι χόρτασε. Το άτομο συνεχίζει να τρώει, μέχρι να νιώσει δυσφορία. Σε αντίθεση, η βιολογική πείνα, δεν απαιτεί από το άτομο να φάει πάρα πολύ. Νιώθει κανείς ικανοποιημένος όταν γεμίσει το στομάχι του.
  • Η συναισθηματική πείνα δεν βρίσκεται στο στομάχι. Αντί να νιώσει κανείς ότι γουργουρίζει η κοιλιά του, ή το στομάχι του είναι άδειο, έχει την αίσθηση μίας ακατάσχετης επιθυμίας που δεν μπορεί να βγάλει από το κεφάλι του. Το μυαλό είναι κολλημένο σε συγκεκριμένες γεύσεις, μυρωδιές, και φαγητά.
  • Η συναισθηματική πείνα οδηγεί σε συναισθήματα ντροπή, ενοχής και μετάνοιας. Όταν τρώει κανείς προκειμένου να ικανοποιήσει τη βιολογική του πείνα, δεν υπάρχει περίπτωση να νιώσει ενοχές ή ντροπή, επειδή δίνει στο σώμα του αυτό που χρειάζεται. Αν νιώσει κανείς ενοχές μετά το φαγητό, αυτό μάλλον γίνεται επειδή μέσα του γνωρίζει ότι δεν τρώει για βιολογικούς λόγους.

Πώς να σταματήσεις τη συναισθηματική πείνα

1. Αναγνώρισε τα ερεθίσματα που την προκαλούν
Οι άνθρωποι τρώνε για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Το πρώτο βήμα για να μπορέσεις να σταματήσεις τη συναισθηματική πείνα, είναι να μπορέσεις να εντοπίσεις τα ερεθίσματα που την προκαλούν. Ποιες καταστάσεις, μέρη ή συναισθήματα μπορεί να σε οδηγήσουν να βρεις καταφύγιο στο φαγητό;

Να θυμάσαι ότι ενώ κυρίως η συναισθηματική πείνα συνδέεται με δυσάρεστα συναισθήματα, μπορεί επίσης να προκληθεί και από θετικά συναισθήματα όπως η επιβράβευση ή το να γιορτάσει κανείς ένα ευχάριστο γεγονός.

Συνήθεις λόγοι συναισθηματικής πείνας:

Άγχος. – Έχεις παρατηρήσει πως το άγχος μερικές φορές μπορεί να σου προκαλέσει πείνα; Κάτι τέτοιο δεν είναι μόνο στο μυαλό σου. Όταν το άγχος είναι χρόνιο, αυτό μπορεί να οδηγήσει σε υψηλά επίπεδα της ορμόνης του άγχους, την κορτιζόλη. Η κορτιζόλη διεγείρει ακατάσχετη επιθυμία για αλμυρά, γλυκά και με μεγάλη περιεκτικότητα σε λιπαρά φαγητά - φαγητά που σου δίνουν μία έκρηξη ενέργειας και ευχαρίστησης. Όσο πιο ανεξέλεγκτο είναι το άγχος, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να στραφείς στο φαγητό για συναισθηματική ανακούφιση.

Πιεστικά συναισθήματα – Το φαγητό μπορεί να είναι ένας τρόπος για προσωρινό καθησυχασμό ή “ελάττωση” δυσάρεστων συναισθημάτων, όπως θυμό, φόβο, λύπη, αγωνία μοναξιά, ανυπομονησία, και ντροπή. Το φαγητό λειτουργεί σαν συναισθηματικό αναισθητικό, διευκολύνοντας την αποφυγή δυσάρεστων συναισθημάτων.

Ανία ή αισθήματα κενού. Συχνά τρώμε απλά και μόνο γιατί δεν έχουμε κάτι άλλο να κάνουμε, να απαλλαγούμε από την ανία. Το φαγητό είναι ένας τρόπος να γεμίσουμε ένα κενό στην ζωή μας. Όταν κανείς νιώθει ανικανοποίητος ή κενός, το φαγητό είναι ένας τρόπος να απασχολείται και να γεμίζει τον χρόνο του. Έτσι, τη στιγμή που κανείς τρώει νιώθει γεμάτος και απομακρύνει από τα όποια συναισθήματα έλλειψης σκοπού και δυσαρέσκειας με την ζωή του.

Παιδικές συνήθειες. Πολλές από τις παιδικές μας αναμνήσεις συνδέονται με το φαγητό. Πόσες φορές δεν μας έχουν πάρει οι γονείς μας ένα παγωτό ή μία σοκολάτα για να μας ανταμείψουν για μία καλή συμπεριφορά, ή μας πήγαιναν έξω να φάμε όταν παίρναμε καλούς βαθμούς, ή μας έδιναν γλυκά όταν ήμασταν στεναχωρημένοι; Ένα μέρος του φαγητού σου καθορίζεται από νοσταλγία για αγαπημένες παιδικές αναμνήσεις.

Κοινωνικές επιδράσεις. Το να βγεις έξω να φας με άλλους, είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος για να απαλλαγείς από το άγχος, να χαλαρώσεις, μπορεί όμως να οδηγήσει σε υπερφαγία. Είναι εύκολο να ενδώσει κανείς, απλά γιατί το φαγητό υπάρχει δίπλα του και όλοι τρώνε. Μπορεί επίσης να φας πολύ σε κοινωνικές συναντήσεις επειδή αισθάνεσαι νευρικότητα. Ή ίσως γιατί ο κύκλος της οικογένειας ή των φίλων σε ενθαρρύνουν να φας πολύ, και είναι πιο εύκολο να ακολουθήσεις την ομάδα.

2. Κράτησε ένα ημερολόγιο συναισθηματικού φαγητού
Προφανώς αναγνωρίζεις τον εαυτό σου σε τουλάχιστον μερικές από τις παραπάνω περιγραφές. Ακόμη και έτσι θα θέλεις να εξειδικευθούν περισσότερο. Ένας από τους καλύτερους τρόπους να ταυτοποιήσεις τα ερεθίσματα που βρίσκονται πίσω από το συναισθηματικό σου φαγητό είναι να το παρακολουθείς με ένα ημερολόγιο φαγητού και διάθεσης.

Κάθε φορά που έχεις ένα επεισόδιο υπερφαγίας, προσπάθησε για λίγο να σκεφτείς τι είναι αυτό που πυροδότησε την συναισθηματική σου ανάγκη να φας . Αν ξανασκεφτείς, σίγουρα θα βρεις ένα γεγονός που σε αναστάτωσε που έδωσε το ερέθισμα του συναισθηματικού φαγητού. Κατάγραψέ τα όλα στο ημερολόγιο φαγητού και διάθεσης: τι έφαγες (ή του τι θα ήθελες να φας) τι έγινε που σε αναστάτωσε, πως αισθανόσουν πριν φας, τι αισθανόσουν ενώ έτρωγες και πως αισθάνθηκες μετά.

Με τον καιρό, θα δεις ότι θα προκύψει ένα πρότυπο. Μπορεί για παράδειγμα να καταλήγεις στο φαγητό, αφού έχεις μιλήσει με έναν επικριτικό σου «φίλο», ή όταν πιέζεσαι ενόψει κάποιας προθεσμίας, ή όταν παραβρίσκεσαι σε οικογενειακές συγκεντρώσεις. Όταν προσδιορίσεις τα ερεθίσματα του συναισθηματικού σου φαγητού, το επόμενο βήμα είναι να προσδιορίσεις υγιέστερους δρόμους για να εκφράσεις και εκτονώσεις τα συναισθήματα σου.

3. Βρες άλλους τρόπους για να τροφοδοτήσεις τα συναισθήματά σου
Γρήγορη ανακούφιση από το άγχος μπορεί να βοηθήσει στην μάχη με την λαχτάρα για φαγητό.

Εάν δεν ξέρεις πώς να διαχειριστείς τα συναισθήματά σου με ένα τρόπο που να μην περιλαμβάνει φαγητό, δε θα μπορέσεις να ελέγξεις τις διατροφικές σου συνήθειες για πολύ. Οι δίαιτες συχνά αποτυγχάνουν διότι προσφέρουν διατροφικές συμβουλές, σαν το μόνο πράγμα που μπορεί να σε οδηγήσει στο να τρως σωστά είναι η γνώση. Αυτού του είδους η συμβουλή λειτουργεί μόνο εάν έχεις συνειδητό έλεγχο των συνηθειών διατροφής σου. Δεν λειτουργεί όταν τα συναισθήματα εκβιάζουν την διαδικασία, ζητώντας μία άμεση ανακούφιση μέσω του φαγητού.

Προκειμένου να σταματήσεις το συναισθηματικό φαγητό, πρέπει να βρεις άλλους τρόπους για να ικανοποιηθείς συναισθηματικά. Δεν αρκεί να καταλάβεις τον κύκλο του συναισθηματικού φαγητού ή ακόμη να καταλάβεις τις αιτίες που το πυροδοτούν, αν και αυτό είναι ένα μεγάλο πρώτο βήμα. Χρειάζεσαι εναλλακτικές λύσεις αντί του φαγητού, οι οποίες μπορεί να σου προσφέρουν συναισθηματική ικανοποίηση.

Εναλλακτικές λύσεις:
Εάν έχεις κατάθλιψη ή είσαι μόνος, τηλεφώνησε σε κάποιον που σε κάνει να αισθάνεσαι καλύτερα, παίξε με τον σκύλο σου ή την γάτα σου, κοίταξε μια αγαπημένη σου φωτογραφία, σκέψου μία αγαπημένη σου στιγμή, διάβασε κάτι ευχάριστο.

Εάν είσαι αγχωμένος, ξόδεψε την νευρική σου ενέργεια χορεύοντας το αγαπημένο σου τραγούδι, σφίγγοντας μία μπάλα (stress) , κάνε ένα χαλαρωτικό μπάνιο ή ένα γρήγορο περίπατο.

Εάν είσαι εξαντλημένος, πιες ένα ζεστό φλιτζάνι τσάι, ή κάνε ένα μπάνιο, άναψε μερικά αρωματικά κεριά, τυλίξου σε μια ζεστή κουβέρτα, δες κάτι που σου αρέσει στην τηλεόραση.

Εάν βαριέσαι, διάβασε ένα καλό βιβλίο, κοίταξε μια κωμωδία , βγες έξω, ή κάνε μία δραστηριότητα που σε διασκεδάζει.

4. Βάλε φρένο στον εαυτό σου όταν σου έρχεται η παρόρμηση να φας
Οι περισσότεροι άνθρωποι που τρώνε συναισθηματικά αισθάνονται ανήμποροι να αντισταθούν στην πρόκληση του φαγητού. Νιώθει κανείς μία ανυπόφορη ένταση που του επιβάλει να φάει, εδώ και τώρα! Επειδή η όποια προσπάθεια αντίστασης στο παρελθόν έχει αποβεί άκαρπη, το άτομο καταλήγει να πιστέψει ότι η δύναμη της θέλησης από μόνη της δεν είναι αρκετή. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο καθένας μας έχει περισσότερη δύναμη απέναντι σε αυτήν τη παρόρμηση για φαγητό από όσο πραγματικά πιστεύει ότι έχει.

5. Πριν ενδώσεις στην παρόρμηση κάνε ένα διάλειμμα 5 λεπτών με το ρολόι
Όπως είπαμε και νωρίτερα, το συναισθηματικό φαγητό γίνεται αυτόματα και χωρίς σκέψη. Προτού καταλάβει κανείς το τι έχει κάνει, μπορεί για παράδειγμα να έχει καταναλώσει μία ολόκληρη τούρτα. Αν καταφέρει όμως να σταματήσει για λίγο πριν ενδώσει στην παρόρμηση, μπορεί να δώσει στον εαυτό του τη δυνατότητα να πάρει μία πιο συνειδητή απόφαση.

Το μόνο που έχει να κάνει είναι να αναβάλλει το φαγητό για πέντε λεπτά, και αν αυτό φαίνεται αδύνατο, έστω για δύο λεπτά. Δεν πρέπει να πει κανείς ότι απαγορεύεται να ενδώσει στην παρόρμηση. Πρέπει να θυμόμαστε ότι το απαγορευμένο είναι εξαιρετικά δελεαστικό. Θα πρέπει να πούμε στον εαυτό μας να περιμένει. Όσο περιμένεις θα πρέπει να μιλήσεις με τον εαυτό σου και να προσπαθήσεις να έρθεις σε επαφή μαζί του. Πως νιώθεις? Τι γίνεται μέσα σου σε συναισθηματικό επίπεδο? Ακόμα και αν καταλήξεις να φας, τουλάχιστον θα γνωρίζεις το γιατί το έκανες. Αυτό μπορεί να σε προετοιμάσει για μία καλύτερη αντίδραση την επόμενη φορά.

6. Μάθε να αποδέχεσαι τα συναισθήματά σου
Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται ότι το πρόβλημα είναι η δύναμη της θέλησης πάνω στο φαγητό, το συναισθηματικό φαγητό φαίνεται να προέρχεται από την αίσθηση αδυναμίας που έχει κανείς πάνω στα συναισθήματά του. Αν δεν νιώθεις ικανός να αντιμετωπίσεις τα συναισθήματα σου, καταλήγεις να τα αποφεύγεις μέσω του φαγητού.

Το να επιτρέψεις στον εαυτό σου να νιώσει δυσάρεστα συναισθήματα μπορεί να είναι τρομακτικό. Μπορεί να φοβάσαι ότι θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας και δεν θα μπορεί μετά να ξανακλείσει. Ακόμα και τα πιο επίπονα και δύσκολα συναισθήματα υποχωρούν σχετικά εύκολα (πολύ πιο εύκολα από όσο το είχαμε φανταστεί) και χάνουν τη δύναμή τους στον έλεγχο που ασκούν πάνω μας, αρκεί να τα αφήσουμε να βγουν στην επιφάνεια.Προκειμένου να γίνει αυτό, θα πρέπει κανείς να έχει επίγνωση ως προς το πώς θα παραμείνει συνδεδεμένος στην κάθε στιγμή που βιώνει ένα συναίσθημα. Αυτό μπορεί να επιτρέψει στον περιορισμό του άγχους και να επιδιορθώσει τα όποια συναισθηματικά προβλήματα που συχνά μπορεί να προκαλέσουν το συναισθηματικό φαγητό.

Αυτό που είναι πιο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι θα νιώθεις πιο γεμάτος αν καταφέρεις να ανοίξεις τον εαυτό σου συναισθηματικά. Τα συναισθήματά μας είναι το παράθυρο στον εσωτερικό μας κόσμο. Θα μας βοηθήσουν να μπορέσουμε να καταλάβουμε και ανακαλύψουμε τις βαθύτερες επιθυμίες, ανάγκες και φόβους μας, τα πράγματα που μας ματαιώνουν και αυτά που μπορούν να μας κάνουν ευτυχισμένους.

7.Εφοδιάσου με υγιείς συνήθειες στην καθημερινότητά σου
Όταν είσαι σωματικά δυνατός, ξεκούραστος και χαλαρωμένος, μπορείς καλύτερα να αντιμετωπίσεις τα όποια προβλήματα εμφανίζονται στη ζωή σου. Αν όμως είσαι εξουθενωμένος και υπερφορτωμένος, και το παραμικρό πρόβλημα έχει τη ικανότητα να σε αποδιοργανώσει και να σε στείλει στο … ψυγείο. Η άσκηση, ο καλός ύπνος, και άλλες υγιείς συνήθεις μπορούν να σε βοηθήσουν να ξεπεράσεις πιο εύκολα τις όποιες δυσκολίες με το συναισθηματικό φαγητό.

Βάλε στις προτεραιότητές σου την καθημερινή άσκηση. Η άσκηση μπορεί να κάνει θαύματα ως προς τη διάθεση και τα επίπεδα ενέργειάς σου, και επιπλέον είναι ένας πολύ καλός τρόπος να μειώσεις το άγχος σου.

Βρες χρόνο για χαλάρωση. Δώσε στον εαυτό σου την άδεια να κάνει τουλάχιστον ένα διάλειμμα 30 λεπτών, προκειμένου να χαλαρώσει και να ηρεμήσει από όλα όσα γυρίζουν στο κεφάλι σου. Αυτός θα είναι ο δικός σου χρόνος που θα κάνεις διάλειμμα από όλες τις ευθύνες που έχεις και θα μπορέσεις να επαναφορτίσεις τις μπαταρίες σου.

Έλα κοντά με άλλους ανθρώπους. Μην υποτιμάς τη σημασία των στενών σχέσεων και των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Το να περνάει κανείς ώρα με θετικούς ανθρώπους μπορεί να σε προστατέψει από τις αρνητικές επιδράσεις του άγχους.

Πως επηρεάζει ο ύπνος την παρόρμηση για φαγητό και την αύξηση του βάρους

Έχεις ποτέ προσέξει ότι αν σου λείπει ύπνος, έχεις την τάση να θέλεις να φας κάτι που θα σου δώσει ενέργεια; Υπάρχει λόγος για αυτό. Η έλλειψη ύπνου έχει άμεση σχέση με το άγχος, την υπερφαγία και την αύξηση του βάρους.

Υπάρχουν δύο ορμόνες στο σώμα μας που ρυθμίζουν τα συναισθήματα πείνας και κορεσμού. Η γκρελίνη ελέγχει την όρεξη και η λεπτίνη στέλνει το μήνυμα κορεσμού στον εγκέφαλο. Όταν το άτομο δεν κοιμηθεί αρκετά, τα επίπεδα της γκρελίνης αυξάνονται, με αποτέλεσμα να αυξηθεί και η όρεξη και να θέλεις να φας περισσότερο από το κανονικό, ενώ τα επίπεδα λεπτίνης μειώνονται, που σημαίνει ότι δεν νιώθεις το αίσθημα κορεσμού και θέλεις να συνεχίσεις να τρως κι άλλο. Όσο, λοιπόν, περισσότερο ύπνο χάνει κανείς, τόσο περισσότερο φαγητό αναζητάει στο σώμα του.

Πέραν του γεγονότος ότι όσο πιο κουρασμένος είσαι τόσο πιο δύσκολο είναι να παλέψεις ενάντια στην παρόρμηση για φαγητό, το αίσθημα της κούρασης αυξάνει τα επίπεδα άγχους, οδηγώντας το άτομο σε περισσότερο συναισθηματικό φαγητό.

Προκειμένου να ελέγξει κάποιος την όρεξή του και να μειώσει τις παρορμήσεις του για φαγητό, θα πρέπει να προσπαθήσει να εξασφαλίσει αρκετή ώρα ξεκούρασης –οχτώ ώρες ύπνου κάθε βράδυ.