[40] Εἰ τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀληθὴς ἦν ὁ παρὰ τούτων λόγος καὶ ἦσαν δύο κείμενοι νόμοι περὶ τῶν κηρυγμάτων, ἐξ ἀνάγκης οἶμαι τῶν μὲν θεσμοθετῶν ἐξευρόντων, τῶν δὲ πρυτάνεων ἀποδόντων τοῖς νομοθέταις ἀνῄρητ᾽ ἂν ὁ ἕτερος τῶν νόμων, ἤτοι ὁ τὴν ἐξουσίαν δεδωκὼς ἀνειπεῖν ἢ ὁ ἀπαγορεύων· ὁπότε δὲ μηδὲν τούτων γεγένηται, φανερῶς δή που ἐξελέγχονται οὐ μόνον ψευδῆ λέγοντες, ἀλλὰ καὶ παντελῶς ἀδύνατα γενέσθαι.
[41] Ὅθεν δὲ δὴ τὸ ψεῦδος τοῦτο ἐπιφέρουσιν, ἐγὼ διδάξω ὑμᾶς, προειπὼν ὧν ἕνεκα οἱ νόμοι ἐτέθησαν οἱ περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ κηρυγμάτων. Γιγνομένων γὰρ τῶν ἐν ἄστει τραγῳδῶν ἀνεκήρυττόν τινες, οὐ πείσαντες τὸν δῆμον, οἱ μὲν ὅτι στεφανοῦνται ὑπὸ τῶν φυλετῶν, ἕτεροι δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν· ἄλλοι δέ τινες ὑποκηρυξάμενοι τοὺς αὑτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους, μάρτυρας τοὺς Ἕλληνας ποιούμενοι.
[42] Ὃ δ᾽ ἦν ἐπιφθονώτατον, προξενίας εὑρημένοι τινὲς ἐν ταῖς ἔξω πόλεσι, διεπράττοντο ἀναγορεύεσθαι ὅτι στεφανοῖ αὐτοὺς ὁ δῆμος, εἰ οὕτω τύχοι, ὁ τῶν Ῥοδίων ἢ Χίων ἢ καὶ ἄλλης τινὸς πόλεως ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας. Καὶ ταῦτ᾽ ἔπραττον οὐχ ὥσπερ οἱ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῆς ὑμετέρας στεφανούμενοι ἢ ὑπὸ τοῦ δήμου, πείσαντες ὑμᾶς καὶ μετὰ ψηφίσματος, πολλὴν χάριν καταθέμενοι, ἀλλ᾽ αὐτοὶ προελόμενοι, ἄνευ δόγματος ὑμετέρου.
[43] Ἐκ δὲ τούτου τοῦ τρόπου συνέβαινε τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς καὶ τοὺς ἀγωνιστὰς ἐνοχλεῖσθαι, τοὺς δὲ ἀνακηρυττομένους ἐν τῷ θεάτρῳ μείζοσι τιμαῖς τιμᾶσθαι τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων. Τοῖς μὲν γὰρ ἀπεδέδεικτο τόπος ἡ ἐκκλησία ἐν ᾗ χρῆν στεφανοῦσθαι, καὶ ἀπείρητο ἄλλοθι μηδαμοῦ κηρύττεσθαι· οἱ δὲ ἀνηγορεύοντο ἐναντίον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων· κἀκεῖνοι μὲν μετὰ ψηφίσματος, πείσαντες ὑμᾶς, οὗτοι δ᾽ ἄνευ ψηφίσματος.
[44] Συνιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης, τίθησι νόμον οὐδὲν ἐπικοινωνοῦντα τῷ περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων νόμῳ, οὔτε λύσας ἐκεῖνον· οὐδὲ γὰρ ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο, ἀλλὰ τὸ θέατρον· οὔτ᾽ ἐναντίον τοῖς πρότερον κειμένοις τιθείς· οὐ γὰρ ἔξεστιν· ἀλλὰ περὶ τῶν ἄνευ ψηφίσματος ὑμετέρου στεφανουμένων ὑπὸ τῶν φυλετῶν καὶ δημοτῶν, καὶ περὶ τῶν τοὺς οἰκέτας ἀπελευθερούντων, καὶ περὶ τῶν ξενικῶν στεφάνων, καὶ διαρρήδην ἀπαγορεύει μήτ᾽ οἰκέτην ἀπελευθεροῦν ἐν τῷ θεάτρῳ, μήθ᾽ ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενον, μήθ᾽ ὑπ᾽ ἄλλου, φησὶ, μηδενός, ἢ ἄτιμον εἶναι τὸν κήρυκα.
[45] Ὅταν οὖν ἀποδείξῃ τοῖς μὲν ὑπὸ τῆς βουλῆς στεφανουμένοις τὸ βουλευτήριον ἀναρρηθῆναι, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένοις τὴν ἐκκλησίαν, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν στεφανουμένοις καὶ φυλετῶν ἀπείπῃ μὴ κηρύττεσθαι τοῖς τραγῳδοῖς, ἵνα μηδεὶς ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται, προσαπείπῃ δ᾽ ἐν τῷ νόμῳ μηδ᾽ ὑπὸ ἄλλου μηδενὸς ἀνακηρύττεσθαι, ἀπούσης βουλῆς καὶ δήμου καὶ φυλετῶν καὶ δημοτῶν, — ὅταν δέ τις ταῦτα ἀφέλῃ, τί τὸ καταλειπόμενόν ἐστι πλὴν οἱ ξενικοὶ στέφανοι;
[46] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, μέγα σημεῖον ὑμῖν τούτου ἐξ αὐτῶν τῶν νόμων ἐπιδείξω. Αὐτὸν γὰρ τὸν χρυσοῦν στέφανον, ὃς ἂν ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ ἐν ἄστει ἀναρρηθῇ, ἱερὸν εἶναι τῆς Ἀθηνᾶς ὁ νόμος κελεύει, ἀφελόμενος τὸν στεφανούμενον. Καίτοι τίς ἂν ὑμῶν τολμήσειε τοσαύτην ἀνελευθερίαν καταγνῶναι τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων; μὴ γὰρ ὅτι πόλις, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν ἰδιώτης οὐδὲ εἷς οὕτως ἀγεννὴς γένοιτο ὥστε ὃν αὐτὸς ἔδωκε στέφανον ἅμα καὶ ἀνακηρύττειν καὶ ἀφαιρεῖσθαι καὶ καθιεροῦν. Ἀλλ᾽ οἶμαι διὰ τὸ ξενικὸν εἶναι τὸν στέφανον καὶ ἡ καθιέρωσις γίγνεται, ἵνα μηδεὶς ἀλλοτρίαν εὔνοιαν περὶ πλείονος ποιούμενος τῆς πατρίδος χείρων γένηται τὴν ψυχήν.
[47] Ἀλλ᾽ οὐκ ἐκεῖνον τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ στέφανον ἀναρρηθέντα οὐδεὶς καθιεροῖ, ἀλλ᾽ ἔξεστι κεκτῆσθαι, ἵνα μὴ μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξ ἐκείνου, ἔχοντες ἐν τῇ οἰκίᾳ τὸ ὑπόμνημα, μηδέποτε κακοὶ τὴν ψυχὴν εἰς τὸν δῆμον γίγνωνται. Καὶ διὰ τοῦτο προσέθηκεν ὁ νομοθέτης μὴ κηρύττεσθαι τὸν ἀλλότριον στέφανον ἐν τῷ θεάτρῳ, ἐὰν μὴ ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἵν᾽ ἡ πόλις ἡ βουλομένη τινὰ τῶν ὑμετέρων στεφανοῦν πρέσβεις πέμψασα δεηθῇ τοῦ δήμου, ἵνα κηρυττόμενος μείζω χάριν εἰδῇ τῶν στεφανούντων ὑμῖν ὅτι κηρύξαι ἐπετρέψατε. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, τῶν νόμων αὐτῶν ἀκούσατε.
ΝΟΜΟΙ
[48] Ἐπειδὰν τοίνυν ἐξαπατῶντες ὑμᾶς λέγωσιν ὡς προσγέγραπται ἐν τῷ νόμῳ ἐξεῖναι στεφανοῦν, ἐὰν ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἀπομνημονεύετε αὐτοῖς ὑποβάλλειν· ναί, εἴ γε σέ τις ἄλλη πόλις στεφανοῖ· εἰ δὲ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων, ἀποδέδεικταί σοι τόπος ὅπου δεῖ τοῦτο γίγνεσθαι, ἀπείρηταί σοι ἔξω τῆς ἐκκλησίας μὴ κηρύττεσθαι. Τὸ γὰρ «ἄλλοθι δὲ μηδαμοῦ» ὅ τι ἐστίν, ὅλην τὴν ἡμέραν λέγε· οὐ γὰρ ἀποδείξεις ὡς ἔννομα γέγραφεν.
***
[40] Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, ήταν σωστός ο ισχυρισμός τους και ήταν σε ισχύ δύο νόμοι για την ανακήρυξη των στεφάνων, σίγουρα θα το είχαν εντοπίσει, πιστεύω, οι θεσμοθέτες και οι πρυτάνεις θα το ανέθεταν στους νομοθέτες. Έτσι, θα είχε καταργηθεί ο ένας από τους δύο νόμους, ή αυτός που έχει δώσει τη δυνατότητα της ανακήρυξης ή αυτός που το απαγορεύει. Τη στιγμή όμως που δεν έχει γίνει τίποτε από αυτά, είναι ολοφάνερο ότι όχι μόνο λένε ψέματα αλλά και πράγματα που είναι εντελώς αδύνατον να γίνουν.
[41] Από πού όμως αντλούν αυτά τα ψέματα, εγώ θα σας εξηγήσω, αφού πω προηγουμένως για ποιους λόγους θεσπίστηκαν οι νόμοι που αφορούν στις ανακηρύξεις στο θέατρο. Στη γιορτή λοιπόν των «εν άστει Διονυσίων», κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών στο θέατρο, συνέβαινε να γίνονται ανακοινώσεις από μερικούς, χωρίς τη συγκατάθεση του Δήμου· άλλοι ανάγγελναν ότι στεφανώνονται από τα μέλη της φυλής τους, άλλοι από τους συνδημότες τους· άλλοι, εξάλλου, ότι μέσω του κήρυκα άφηναν ελεύθερους τους δούλους τους, επικαλούμενοι ως μάρτυρες τους Έλληνες.
[42] Και το πιο αξιοκατάκριτο όλων, κάποιοι που είχαν πετύχει τον τίτλο του Προξένου ξένων πόλεων κατόρθωναν να γίνεται δημόσια η αναγγελία ότι τους στεφανώνει, για παράδειγμα, ο δήμος των Ροδίων ή των Χίων ή οποιασδήποτε άλλης πόλης για την αρετή και την ακεραιότητά τους. Και προέβαιναν σ᾽ αυτές τις ενέργειες όχι όπως αυτοί που στεφανώνονταν από τη Βουλή σας ή από τον Δήμο, ύστερα δηλαδή από δική σας έγκριση και κατόπιν σχετικού ψηφίσματος, ως αναγνώριση των προς εσάς υπηρεσιών, αλλά ενεργώντας αυθαίρετα, χωρίς δική σας απόφαση.
[43] Με αυτόν όμως τον τρόπο συνέβαινε οι μεν θεατές, οι χορηγοί και οι ηθοποιοί να ενοχλούνται, οι δε ανακηρυσσόμενοι στο θέατρο να αποκομίζουν μεγαλύτερες τιμές από αυτούς που στεφάνωνε ο Δήμος. Γιατί για τους τελευταίους, ως τόπος στον οποίο έπρεπε να στεφανώνονται, είχε οριστεί η Εκκλησία του Δήμου και είχε απαγορευτεί να γίνεται κάπου αλλού η ανακήρυξη του στεφάνου, ενώ η αναγόρευση των άλλων γινόταν ενώπιον όλων των Ελλήνων· εκείνοι ύστερα από δική σας πρόταση και έγκριση, ενώ γι᾽ αυτούς δεν χρειαζόταν ψήφισμα.
[44] Παρατηρώντας αυτά κάποιος νομοθέτης, θέσπισε νόμο, άσχετο βέβαια εντελώς με τον αφορώντα στην απονομή στεφάνου από τον λαό, γι᾽ αυτό και δεν ακύρωσε και εκείνον· γιατί δεν ενοχλούνταν η Εκκλησία του Δήμου αλλά οι θεατές του θεάτρου. Ούτε και ήταν ο νόμος αυτός αντίθετος προς τους προηγούμενους, αφού, άλλωστε, δεν επιτρέπεται κάτι τέτοιο, αλλά αφορούσε σε όσους στεφανώνονταν από τα μέλη της φυλής τους ή από τους συνδημότες τους, χωρίς να απαιτείται δικό σας ψήφισμα· επίσης εκείνους που απελευθέρωναν τους δούλους τους, καθώς και αυτούς που στεφανώνονταν από κάποια ξένη πόλη. Ρητά όμως απαγορεύει ο νόμος αυτός να αναγγέλλεται στο θέατρο η απελευθέρωση δούλου και η απονομή στεφάνου από μέλη της φυλής ή από συνδημότες ή από οποιονδήποτε άλλον· διαφορετικά, να τιμωρείται με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ο κήρυκας που παραβαίνει τις διατάξεις.
[45] Όταν λοιπόν ο νομοθέτης ορίζει για μεν τους στεφανουμένους από τη Βουλή να γίνεται η ανακήρυξη στο Βουλευτήριο, για δε τους στεφανουμένους από τον λαό στην Εκκλησία του Δήμου, ενώ για τους στεφανουμένους από τους συνδημότες και τα μέλη της φυλής απαγορεύει να ανακηρύσσονται στο θέατρο κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών, για να μην αποκτά κανείς ψεύτικες τιμές μαζεύοντας σαν ζητιάνος στεφάνια και κηρύγματα, όταν ακόμη ο νομοθέτης προσθέτει στον νόμο και διάταξη να μη γίνεται η ανακήρυξη από κανέναν άλλον, εφόσον έχουν αποκλειστεί Βουλή, λαός, μέλη της φυλής και συνδημότες — όταν λοιπόν αφαιρέσει κανείς όλα αυτά, τι απομένει εκτός από την απονομή στεφάνων από τις ξένες πόλεις;
[46] Για την αλήθεια των λεγομένων μου θα σας παρουσιάσω αδιάσειστη απόδειξη, αντλώντας την από τους ίδιους τους νόμους. Ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει το ίδιο το χρυσό στεφάνι που ανακηρύσσεται στο θέατρο κατά τη γιορτή των εν άστει Διονυσίων να αφιερώνεται στην Αθηνά, αφαιρώντας το από τον δικαιούχο. Αλήθεια, ποιος από σας θα τολμούσε να κατηγορήσει τον λαό της Αθήνας για τόση μικροπρέπεια; Γιατί, όχι μόνο πόλη αλλά ούτε και απλός πολίτης θα μπορούσε να φερθεί με τόσην απρέπεια, ώστε το στεφάνι που ο ίδιος έδωσε σε κάποιον, αμέσως μετά την ανακήρυξη να του το αφαιρεί και να το αφιερώνει σε άλλον, έστω και σε θεό! Η αφιέρωση του στεφάνου στην Αθηνά γίνεται, κατά τη γνώμη μου, λόγω της προέλευσής του από ξένη πόλη, για να μη διαφθείρεται κανένας ψυχικά, θεωρώντας την ξένη εύνοια σπουδαιότερη από την εύνοια της δικής του πατρίδας.
[47] Αλλά εκείνο το στεφάνι που ανακηρύσσεται στην Εκκλησία του Δήμου κανένας δεν το αφιερώνει πουθενά· αντίθετα, επιτρέπεται να αποτελεί κτήμα του δικαιούχου, για να το κρατούν στο σπίτι τους ως ενθύμιο, όχι μόνο ο ίδιος αλλά και οι απόγονοί του και να μην συμπεριφερθούν ποτέ με κακία στον λαό. Και ο λόγος που ο νομοθέτης πρόσθεσε στον νόμο τη διάταξη να μη γίνεται η απονομή στεφάνου από ξένη πόλη στο θέατρο «εάν δεν ψηφίσει ο λαός» είναι να στείλει η πόλη που επιθυμεί να στεφανώσει κάποιον δικό σας αντιπροσώπους και να το ζητήσει από τον λαό, για να είναι ο τιμώμενος περισσότερο ευγνώμων σε σας που επιτρέψατε την ανακήρυξη του στεφάνου παρά σ᾽ αυτούς που τον στεφανώνουν. Προς επιβεβαίωση της αλήθειας των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[48] Όταν λοιπόν ο Κτησιφών και ο Δημοσθένης, στην προσπάθειά τους να σας εξαπατήσουν, υποστηρίζουν ότι έχει προστεθεί στον νόμο η δυνατότητα απονομής στεφάνου στο θέατρο «εάν το ψηφίσει ο λαός», θυμηθείτε να τους απαντήσετε ναι, αν βέβαια σε στεφανώνει άλλη πόλη· εάν όμως ο λαός της Αθήνας, έχει καθοριστεί για σένα ο τόπος όπου πρέπει να γίνεται αυτό· σου έχει απαγορευτεί να ανακηρύσσεσαι σε άλλο τόπο έξω από την Εκκλησία του Δήμου. Είναι δικαίωμά σου να εξηγείς τι σημαίνει το «πουθενά αλλού»· κάνε το όλη την ημέρα· δεν πρόκειται όμως να αποδείξεις ότι ο Κτησιφών έχει κάνει νόμιμες προτάσεις.
[41] Ὅθεν δὲ δὴ τὸ ψεῦδος τοῦτο ἐπιφέρουσιν, ἐγὼ διδάξω ὑμᾶς, προειπὼν ὧν ἕνεκα οἱ νόμοι ἐτέθησαν οἱ περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ κηρυγμάτων. Γιγνομένων γὰρ τῶν ἐν ἄστει τραγῳδῶν ἀνεκήρυττόν τινες, οὐ πείσαντες τὸν δῆμον, οἱ μὲν ὅτι στεφανοῦνται ὑπὸ τῶν φυλετῶν, ἕτεροι δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν· ἄλλοι δέ τινες ὑποκηρυξάμενοι τοὺς αὑτῶν οἰκέτας ἀφίεσαν ἀπελευθέρους, μάρτυρας τοὺς Ἕλληνας ποιούμενοι.
[42] Ὃ δ᾽ ἦν ἐπιφθονώτατον, προξενίας εὑρημένοι τινὲς ἐν ταῖς ἔξω πόλεσι, διεπράττοντο ἀναγορεύεσθαι ὅτι στεφανοῖ αὐτοὺς ὁ δῆμος, εἰ οὕτω τύχοι, ὁ τῶν Ῥοδίων ἢ Χίων ἢ καὶ ἄλλης τινὸς πόλεως ἀρετῆς ἕνεκα καὶ ἀνδραγαθίας. Καὶ ταῦτ᾽ ἔπραττον οὐχ ὥσπερ οἱ ὑπὸ τῆς βουλῆς τῆς ὑμετέρας στεφανούμενοι ἢ ὑπὸ τοῦ δήμου, πείσαντες ὑμᾶς καὶ μετὰ ψηφίσματος, πολλὴν χάριν καταθέμενοι, ἀλλ᾽ αὐτοὶ προελόμενοι, ἄνευ δόγματος ὑμετέρου.
[43] Ἐκ δὲ τούτου τοῦ τρόπου συνέβαινε τοὺς μὲν θεατὰς καὶ τοὺς χορηγοὺς καὶ τοὺς ἀγωνιστὰς ἐνοχλεῖσθαι, τοὺς δὲ ἀνακηρυττομένους ἐν τῷ θεάτρῳ μείζοσι τιμαῖς τιμᾶσθαι τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων. Τοῖς μὲν γὰρ ἀπεδέδεικτο τόπος ἡ ἐκκλησία ἐν ᾗ χρῆν στεφανοῦσθαι, καὶ ἀπείρητο ἄλλοθι μηδαμοῦ κηρύττεσθαι· οἱ δὲ ἀνηγορεύοντο ἐναντίον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων· κἀκεῖνοι μὲν μετὰ ψηφίσματος, πείσαντες ὑμᾶς, οὗτοι δ᾽ ἄνευ ψηφίσματος.
[44] Συνιδὼν δή τις ταῦτα νομοθέτης, τίθησι νόμον οὐδὲν ἐπικοινωνοῦντα τῷ περὶ τῶν ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένων νόμῳ, οὔτε λύσας ἐκεῖνον· οὐδὲ γὰρ ἡ ἐκκλησία ἠνωχλεῖτο, ἀλλὰ τὸ θέατρον· οὔτ᾽ ἐναντίον τοῖς πρότερον κειμένοις τιθείς· οὐ γὰρ ἔξεστιν· ἀλλὰ περὶ τῶν ἄνευ ψηφίσματος ὑμετέρου στεφανουμένων ὑπὸ τῶν φυλετῶν καὶ δημοτῶν, καὶ περὶ τῶν τοὺς οἰκέτας ἀπελευθερούντων, καὶ περὶ τῶν ξενικῶν στεφάνων, καὶ διαρρήδην ἀπαγορεύει μήτ᾽ οἰκέτην ἀπελευθεροῦν ἐν τῷ θεάτρῳ, μήθ᾽ ὑπὸ τῶν φυλετῶν ἢ δημοτῶν ἀναγορεύεσθαι στεφανούμενον, μήθ᾽ ὑπ᾽ ἄλλου, φησὶ, μηδενός, ἢ ἄτιμον εἶναι τὸν κήρυκα.
[45] Ὅταν οὖν ἀποδείξῃ τοῖς μὲν ὑπὸ τῆς βουλῆς στεφανουμένοις τὸ βουλευτήριον ἀναρρηθῆναι, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τοῦ δήμου στεφανουμένοις τὴν ἐκκλησίαν, τοῖς δ᾽ ὑπὸ τῶν δημοτῶν στεφανουμένοις καὶ φυλετῶν ἀπείπῃ μὴ κηρύττεσθαι τοῖς τραγῳδοῖς, ἵνα μηδεὶς ἐρανίζων στεφάνους καὶ κηρύγματα ψευδῆ φιλοτιμίαν κτᾶται, προσαπείπῃ δ᾽ ἐν τῷ νόμῳ μηδ᾽ ὑπὸ ἄλλου μηδενὸς ἀνακηρύττεσθαι, ἀπούσης βουλῆς καὶ δήμου καὶ φυλετῶν καὶ δημοτῶν, — ὅταν δέ τις ταῦτα ἀφέλῃ, τί τὸ καταλειπόμενόν ἐστι πλὴν οἱ ξενικοὶ στέφανοι;
[46] Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, μέγα σημεῖον ὑμῖν τούτου ἐξ αὐτῶν τῶν νόμων ἐπιδείξω. Αὐτὸν γὰρ τὸν χρυσοῦν στέφανον, ὃς ἂν ἐν τῷ θεάτρῳ τῷ ἐν ἄστει ἀναρρηθῇ, ἱερὸν εἶναι τῆς Ἀθηνᾶς ὁ νόμος κελεύει, ἀφελόμενος τὸν στεφανούμενον. Καίτοι τίς ἂν ὑμῶν τολμήσειε τοσαύτην ἀνελευθερίαν καταγνῶναι τοῦ δήμου τοῦ Ἀθηναίων; μὴ γὰρ ὅτι πόλις, ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἂν ἰδιώτης οὐδὲ εἷς οὕτως ἀγεννὴς γένοιτο ὥστε ὃν αὐτὸς ἔδωκε στέφανον ἅμα καὶ ἀνακηρύττειν καὶ ἀφαιρεῖσθαι καὶ καθιεροῦν. Ἀλλ᾽ οἶμαι διὰ τὸ ξενικὸν εἶναι τὸν στέφανον καὶ ἡ καθιέρωσις γίγνεται, ἵνα μηδεὶς ἀλλοτρίαν εὔνοιαν περὶ πλείονος ποιούμενος τῆς πατρίδος χείρων γένηται τὴν ψυχήν.
[47] Ἀλλ᾽ οὐκ ἐκεῖνον τὸν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ στέφανον ἀναρρηθέντα οὐδεὶς καθιεροῖ, ἀλλ᾽ ἔξεστι κεκτῆσθαι, ἵνα μὴ μόνον αὐτός, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐξ ἐκείνου, ἔχοντες ἐν τῇ οἰκίᾳ τὸ ὑπόμνημα, μηδέποτε κακοὶ τὴν ψυχὴν εἰς τὸν δῆμον γίγνωνται. Καὶ διὰ τοῦτο προσέθηκεν ὁ νομοθέτης μὴ κηρύττεσθαι τὸν ἀλλότριον στέφανον ἐν τῷ θεάτρῳ, ἐὰν μὴ ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἵν᾽ ἡ πόλις ἡ βουλομένη τινὰ τῶν ὑμετέρων στεφανοῦν πρέσβεις πέμψασα δεηθῇ τοῦ δήμου, ἵνα κηρυττόμενος μείζω χάριν εἰδῇ τῶν στεφανούντων ὑμῖν ὅτι κηρύξαι ἐπετρέψατε. Ὅτι δ᾽ ἀληθῆ λέγω, τῶν νόμων αὐτῶν ἀκούσατε.
ΝΟΜΟΙ
[48] Ἐπειδὰν τοίνυν ἐξαπατῶντες ὑμᾶς λέγωσιν ὡς προσγέγραπται ἐν τῷ νόμῳ ἐξεῖναι στεφανοῦν, ἐὰν ψηφίσηται ὁ δῆμος, ἀπομνημονεύετε αὐτοῖς ὑποβάλλειν· ναί, εἴ γε σέ τις ἄλλη πόλις στεφανοῖ· εἰ δὲ ὁ δῆμος ὁ Ἀθηναίων, ἀποδέδεικταί σοι τόπος ὅπου δεῖ τοῦτο γίγνεσθαι, ἀπείρηταί σοι ἔξω τῆς ἐκκλησίας μὴ κηρύττεσθαι. Τὸ γὰρ «ἄλλοθι δὲ μηδαμοῦ» ὅ τι ἐστίν, ὅλην τὴν ἡμέραν λέγε· οὐ γὰρ ἀποδείξεις ὡς ἔννομα γέγραφεν.
***
[40] Εάν λοιπόν, Αθηναίοι, ήταν σωστός ο ισχυρισμός τους και ήταν σε ισχύ δύο νόμοι για την ανακήρυξη των στεφάνων, σίγουρα θα το είχαν εντοπίσει, πιστεύω, οι θεσμοθέτες και οι πρυτάνεις θα το ανέθεταν στους νομοθέτες. Έτσι, θα είχε καταργηθεί ο ένας από τους δύο νόμους, ή αυτός που έχει δώσει τη δυνατότητα της ανακήρυξης ή αυτός που το απαγορεύει. Τη στιγμή όμως που δεν έχει γίνει τίποτε από αυτά, είναι ολοφάνερο ότι όχι μόνο λένε ψέματα αλλά και πράγματα που είναι εντελώς αδύνατον να γίνουν.
[41] Από πού όμως αντλούν αυτά τα ψέματα, εγώ θα σας εξηγήσω, αφού πω προηγουμένως για ποιους λόγους θεσπίστηκαν οι νόμοι που αφορούν στις ανακηρύξεις στο θέατρο. Στη γιορτή λοιπόν των «εν άστει Διονυσίων», κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών στο θέατρο, συνέβαινε να γίνονται ανακοινώσεις από μερικούς, χωρίς τη συγκατάθεση του Δήμου· άλλοι ανάγγελναν ότι στεφανώνονται από τα μέλη της φυλής τους, άλλοι από τους συνδημότες τους· άλλοι, εξάλλου, ότι μέσω του κήρυκα άφηναν ελεύθερους τους δούλους τους, επικαλούμενοι ως μάρτυρες τους Έλληνες.
[42] Και το πιο αξιοκατάκριτο όλων, κάποιοι που είχαν πετύχει τον τίτλο του Προξένου ξένων πόλεων κατόρθωναν να γίνεται δημόσια η αναγγελία ότι τους στεφανώνει, για παράδειγμα, ο δήμος των Ροδίων ή των Χίων ή οποιασδήποτε άλλης πόλης για την αρετή και την ακεραιότητά τους. Και προέβαιναν σ᾽ αυτές τις ενέργειες όχι όπως αυτοί που στεφανώνονταν από τη Βουλή σας ή από τον Δήμο, ύστερα δηλαδή από δική σας έγκριση και κατόπιν σχετικού ψηφίσματος, ως αναγνώριση των προς εσάς υπηρεσιών, αλλά ενεργώντας αυθαίρετα, χωρίς δική σας απόφαση.
[43] Με αυτόν όμως τον τρόπο συνέβαινε οι μεν θεατές, οι χορηγοί και οι ηθοποιοί να ενοχλούνται, οι δε ανακηρυσσόμενοι στο θέατρο να αποκομίζουν μεγαλύτερες τιμές από αυτούς που στεφάνωνε ο Δήμος. Γιατί για τους τελευταίους, ως τόπος στον οποίο έπρεπε να στεφανώνονται, είχε οριστεί η Εκκλησία του Δήμου και είχε απαγορευτεί να γίνεται κάπου αλλού η ανακήρυξη του στεφάνου, ενώ η αναγόρευση των άλλων γινόταν ενώπιον όλων των Ελλήνων· εκείνοι ύστερα από δική σας πρόταση και έγκριση, ενώ γι᾽ αυτούς δεν χρειαζόταν ψήφισμα.
[44] Παρατηρώντας αυτά κάποιος νομοθέτης, θέσπισε νόμο, άσχετο βέβαια εντελώς με τον αφορώντα στην απονομή στεφάνου από τον λαό, γι᾽ αυτό και δεν ακύρωσε και εκείνον· γιατί δεν ενοχλούνταν η Εκκλησία του Δήμου αλλά οι θεατές του θεάτρου. Ούτε και ήταν ο νόμος αυτός αντίθετος προς τους προηγούμενους, αφού, άλλωστε, δεν επιτρέπεται κάτι τέτοιο, αλλά αφορούσε σε όσους στεφανώνονταν από τα μέλη της φυλής τους ή από τους συνδημότες τους, χωρίς να απαιτείται δικό σας ψήφισμα· επίσης εκείνους που απελευθέρωναν τους δούλους τους, καθώς και αυτούς που στεφανώνονταν από κάποια ξένη πόλη. Ρητά όμως απαγορεύει ο νόμος αυτός να αναγγέλλεται στο θέατρο η απελευθέρωση δούλου και η απονομή στεφάνου από μέλη της φυλής ή από συνδημότες ή από οποιονδήποτε άλλον· διαφορετικά, να τιμωρείται με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων ο κήρυκας που παραβαίνει τις διατάξεις.
[45] Όταν λοιπόν ο νομοθέτης ορίζει για μεν τους στεφανουμένους από τη Βουλή να γίνεται η ανακήρυξη στο Βουλευτήριο, για δε τους στεφανουμένους από τον λαό στην Εκκλησία του Δήμου, ενώ για τους στεφανουμένους από τους συνδημότες και τα μέλη της φυλής απαγορεύει να ανακηρύσσονται στο θέατρο κατά τη διδασκαλία των νέων τραγωδιών, για να μην αποκτά κανείς ψεύτικες τιμές μαζεύοντας σαν ζητιάνος στεφάνια και κηρύγματα, όταν ακόμη ο νομοθέτης προσθέτει στον νόμο και διάταξη να μη γίνεται η ανακήρυξη από κανέναν άλλον, εφόσον έχουν αποκλειστεί Βουλή, λαός, μέλη της φυλής και συνδημότες — όταν λοιπόν αφαιρέσει κανείς όλα αυτά, τι απομένει εκτός από την απονομή στεφάνων από τις ξένες πόλεις;
[46] Για την αλήθεια των λεγομένων μου θα σας παρουσιάσω αδιάσειστη απόδειξη, αντλώντας την από τους ίδιους τους νόμους. Ο συγκεκριμένος νόμος ορίζει το ίδιο το χρυσό στεφάνι που ανακηρύσσεται στο θέατρο κατά τη γιορτή των εν άστει Διονυσίων να αφιερώνεται στην Αθηνά, αφαιρώντας το από τον δικαιούχο. Αλήθεια, ποιος από σας θα τολμούσε να κατηγορήσει τον λαό της Αθήνας για τόση μικροπρέπεια; Γιατί, όχι μόνο πόλη αλλά ούτε και απλός πολίτης θα μπορούσε να φερθεί με τόσην απρέπεια, ώστε το στεφάνι που ο ίδιος έδωσε σε κάποιον, αμέσως μετά την ανακήρυξη να του το αφαιρεί και να το αφιερώνει σε άλλον, έστω και σε θεό! Η αφιέρωση του στεφάνου στην Αθηνά γίνεται, κατά τη γνώμη μου, λόγω της προέλευσής του από ξένη πόλη, για να μη διαφθείρεται κανένας ψυχικά, θεωρώντας την ξένη εύνοια σπουδαιότερη από την εύνοια της δικής του πατρίδας.
[47] Αλλά εκείνο το στεφάνι που ανακηρύσσεται στην Εκκλησία του Δήμου κανένας δεν το αφιερώνει πουθενά· αντίθετα, επιτρέπεται να αποτελεί κτήμα του δικαιούχου, για να το κρατούν στο σπίτι τους ως ενθύμιο, όχι μόνο ο ίδιος αλλά και οι απόγονοί του και να μην συμπεριφερθούν ποτέ με κακία στον λαό. Και ο λόγος που ο νομοθέτης πρόσθεσε στον νόμο τη διάταξη να μη γίνεται η απονομή στεφάνου από ξένη πόλη στο θέατρο «εάν δεν ψηφίσει ο λαός» είναι να στείλει η πόλη που επιθυμεί να στεφανώσει κάποιον δικό σας αντιπροσώπους και να το ζητήσει από τον λαό, για να είναι ο τιμώμενος περισσότερο ευγνώμων σε σας που επιτρέψατε την ανακήρυξη του στεφάνου παρά σ᾽ αυτούς που τον στεφανώνουν. Προς επιβεβαίωση της αλήθειας των όσων λέω, ακούστε τους ίδιους τους νόμους.
ΝΟΜΟΙ
[48] Όταν λοιπόν ο Κτησιφών και ο Δημοσθένης, στην προσπάθειά τους να σας εξαπατήσουν, υποστηρίζουν ότι έχει προστεθεί στον νόμο η δυνατότητα απονομής στεφάνου στο θέατρο «εάν το ψηφίσει ο λαός», θυμηθείτε να τους απαντήσετε ναι, αν βέβαια σε στεφανώνει άλλη πόλη· εάν όμως ο λαός της Αθήνας, έχει καθοριστεί για σένα ο τόπος όπου πρέπει να γίνεται αυτό· σου έχει απαγορευτεί να ανακηρύσσεσαι σε άλλο τόπο έξω από την Εκκλησία του Δήμου. Είναι δικαίωμά σου να εξηγείς τι σημαίνει το «πουθενά αλλού»· κάνε το όλη την ημέρα· δεν πρόκειται όμως να αποδείξεις ότι ο Κτησιφών έχει κάνει νόμιμες προτάσεις.