*** Από της νίκης τις χαρές που γνώρισε η Ελλάδα [στρ. β]20μικρό δεν τους έλαχε μερίδιο,κι είθε αναποδιές να μην τους τύχουν απ᾽ των θεών τον φθόνο.Καλόγνωμος μαζί τους ας είναι ο θεός.Γιατί ευτυχισμένος κι άξιος να τον υμνούν οι ποιητέςείναι όποιος με τα χέρια του νικήσει ή με των ποδιών του την αξιοσύνηκι αναδειχτεί πρωταθλητής με δύναμη και τόλμη· 25κι ακόμα όποιος, όσο ζει, τον νεαρό του γόνο δει [αντ. β]των Πυθίων τον στέφανο να του χαρίζει η μοίρα.Στον χάλκινο ουρανό ποτέ ν᾽ ανέβει δεν μπορεί.Αλλά σ᾽ όσες εμείς οι θνητοί μπορούμε να φτάσουμε δόξες,όλες αυτές ώς τη στερνή τις έχει ταξιδέψει.Όμως ούτε με πλοίο ούτε πεζόςδεν γίνεται να βρεις τον θαυμαστό τον δρόμο30για των Υπερβορείων τη χώρα. Κάποτε ο Περσέας, του λαού του ο ηγέτης, [επωδ. β]κάθισε στο τραπέζι τους, στα δώματά τους μπήκε·τους βρήκε να προσφέρουν στον θεό εξαίσιες όνων εκατόμβες·35και χαίρεται πολύ με τις αδιάκοπες γιορτές και με τους ύμνουςο Απόλλων και γελάει σαν βλέπει την άγρια φωνή των άσκημων ζώων.
"Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η αξία της ηδονής εξαρτάται από την αξία της ενέργειας που την προκαλεί. Η ηδονή συμπληρώνει με φυσικό τρόπο κάθε ενέργεια. Ο ενάρετος άνθρωπος αισθάνεται ηδονή από την πραγμάτωση του αγαθού και του ωραίου. Οπωσδήποτε η ηδονή δεν είναι αυτοσκοπός. O Αριστοτέλης περιέγραψε (πριν τον Επίκουρο και τους Στωικούς) τις έννοιες της καταστηματικής ηδονής και της απαθείας και ενδεχομένως τους επηρέασε. Επίσης, πρωτοανήγγειλε τον μετέπειτα Συμπεριφορισμό του Παυλώφ."
Το παρόν άρθρο εστιάζει κατά βάσιν την προσπάθειά της στα ίδια τα κείμενα του Αριστοτέλους, τα οποία αναφέρονται στην έννοια της ηδονής. Ήτοι, κυρίως στα Ηθικά Νικομάχεια, βιβλία Α, B, Γ, Η, Θ, Ι και Κ, και δευτερευόντως στα Ηθικά Ευδήμεια, βιβλία Α, Β και Θ.
Για τον λόγο αυτόν πρέπει να εκληφθεί ως προκαταρκτική μελέτη της έννοιας της ηδονής κατά τον Αριστοτέλη και κάποιων μη ευρέως γνωστών επιδράσεων επί μεταγενεστέρων διανοητών και όχι ως πλήρης μελέτη.
Όπως και οι περισσότεροι αρχαίοι Έλληνες, έτσι και ο Αριστοτέλης πίστευε ότι η βασική επιδίωξη του κάθε ανθρώπου είναι η ευδαιμονία. Πρόκειται για το αγαθόν, το οποίο επιδιώκουμε χάριν του ιδίου (1). Όμως, υπήρχε και υπάρχει διαφωνία ως προς το ποίο είναι το περιεχόμενο της ευδαιμονίας.Στα Ηθικά Νικομάχεια(2) αναγνωρίζεται ότι οι πολλοί άνθρωποι θεωρούν την ηδονή ως ευδαιμονία και για τον λόγον αυτόν διάγουν "βίον απολαυστικόν".
Ακόμα και η συνήθης αντίληψη του όρου ηδονή περιορίζεται στις σωματικές ηδονές, διότι όλοι ασχολούνται με αυτές και τις επιδιώκουν.(3)Αλλά ο Σταγιρίτης, αν και αναγνωρίζει την λαϊκή αντίληψη περί ηδονής, δεν την παραδέχεται. Ορίζει την ευδαιμονία ως ενέργεια της ψυχής "κατ' αρετήν τελείαν". Ήτοι, ως την ενεργητική ψυχική κατάσταση, η οποία συμφωνεί προς την τέλεια αρετή.(4) Όμως, ποίο είναι το εύρος της εννοίας της ηδονής, την οποία κατά κάποιον τρόπο υποβαθμίζει αξιολογικώς σε σύγκριση προς την έννοια της αρετής; Ο Αριστοτέλης παρατηρεί ότι η ηδονή είναι κοινή στα ζώα(5) και ριζώνει στον άνθρωπο ήδη από την νηπιακή του ηλικία.(6) Eιδικότερα, τις ηδονές, οι οποίες προέρχονται από την αφή και την γεύση, τις θεωρεί σε γενικές γραμμές ζωώδεις και ακόλαστες.(7) Πρωτίστως, θεωρεί την υπερβολή ως προς αυτές τις ηδονές ως εντελώς απαράδεκτη.(8)
Ο φιλόσοφος της καταλλήλου μεσότητος δεν θα ήταν ποτέ δυνατόν να αντιμετωπίσει τα άλογα πάθη, τις επιθυμίες και τον έρωτα με αυστηρή διάθεση. Κατακρίνει μόνο τις υπερβολές τους.(9) Γνωρίζει ότι τα παιδιά και τα θηρία επιδιώκουν τις ηδονές. Όμως, αναγνωρίζει ότι η ηδονή δεν είναι υπέρτατο αγαθό.(10)
Κατά τον Αριστοτέλη το επιθυμητικόν πρέπει να βρίσκεται σε συμφωνία με το άρχον στοιχείο της ψυχής, τον λόγον.(11) Αυτή η άποψη έχει ως συνέπεια την λογικοποίηση των αλόγων πλευρών της ψυχικής διαστάσεως του ανθρώπου.
Ο φιλόσοφος καταδικάζει τα άκρα και παραδέχεται ότι ορισμένες ηδονές είναι αναγκαίες, ενώ άλλες όχι. Όμως, οι υπερβολές και οι ελλείψεις δεν είναι αναγκαίες.(12)
Η ακολασία και η σωφροσύνη, η ακρασία και η εγκράτεια είναι οι ενέργειες ή έξεις του ανθρώπου, οι οποίες αφορούν την αντιμετώπιση και επιδίωξη των σωματικών ηδονών.(13) Στην μέση μεταξύ υπερβολής και ελλείψεως ως προς την αναζήτηση της ηδονής, βρίσκεται η αρετή της σωφροσύνης.(14) Επίσης, η αρετή της εγκρατείας βρίσκεται μεταξύ της υστερήσεως στην χαρά της ηδονής και του αντιθέτου της, οπότε η ιδανική μεσότης έγκειται στην εγκράτεια.(15)
Μεταξύ του εγκρατούς και του σώφρονος υφίσταται διαφορά: Αν και αμφότεροι δεν παραβιάζουν τον ορθό λόγο χάριν των σωματικών ηδονών, εν τούτοις ο εγκρατής διακατέχεται από κακές επιθυμίες, ενώ αυτό δεν συμβαίνει με τον σώφρονα.(16)
Από την άλλη πλευρά, όπως γράφει ο Αριστοτέλης για την σχέση σώφρονος και φρονίμου, "ο σώφρων φεύγει τας ηδονάς. Έτι ο φρόνιμος το άλυπον διώκει, ου το ηδύ". Δηλαδή, ο σώφρων είναι εκείνος, ο οποίος αποφεύγει τις ηδονές, ενώ ο φρόνιμος αποφεύγει την οδύνη χωρίς να επιδιώκει το ευχάριστο.
Οι ηδονές εμφανίζονται ως εμπόδιο στην φρόνηση, την αρετή την οποία τόσο πολύ εκτιμά ο Σταγιρίτης.(17) Ειδικότερα ως εμπόδιο στην φρόνηση τίθενται οι σεξουαλικές ηδονές, διότι κανείς δεν είναι σε θέση να διανοείται, καθόσον τις δοκιμάζει.
Πάντως, οι ηδονές, οι οποίες οδηγούν σε φυσικές συνήθειες, είναι ευχάριστες, διότι το αγαθό είναι εν μέρει συνήθεια και εν μέρει δράση.(18) Αλλά υπάρχουν και ηδονές, οι οποίες δεν προκαλούν λύπη ή επιθυμία, όπως είναι η θεωρητική μελέτη. Αυτές οι ηδονές δεν συνιστούν επιτακτική φυσική ανάγκη.(19)
Ο Αριστοτέλης, ερευνώντας διεξοδικώς την έννοια της ηδονής, απαντά εν μέρει και εκ των προτέρων στην μετέπειτα αυτού διαμορφωθείσα στωική άποψη περί ηδονής και ιδίως προς τον Χριστιανισμό.(20) "Διό προσδείται ο ευδαίμων των εν σώματι αγαθών και των εκτός και της τύχης, όπως μη εμποδίζηται ταύτα. Οι δε τον τροχιζόμενον και τον δυστυχίαις μεγάλαις περιπίπτοντα ευδαίμονα φάσκοντες είναι, εάν η αγαθός, η εκόντες η άκοντες ουδέν λέγοντες". Ήτοι, για να είναι κανείς ευδαίμων, πρέπει να συντρέχουν και εξωτερικοί προς αυτόν παράγοντες. Ο βασανιζόμενος δεν είναι δυνατόν να είναι ευδαίμων, ακόμα και αν είναι ενάρετος. Το αντίθετο θα ήταν πλήρης παραλογισμός για τον Αριστοτέλη.
Όμως, η ηδονή είναι όντως κάποιο αγαθό. Εαν η ηδονή δεν ήταν αγαθό, ο ευδαίμων δεν θα έπρεπε να ζει μιά ευχάριστη ζωή.(21) Η επιδίωξη τής ηδονής είναι καθολικό φαινόμενο και στους ανθρώπους και στα ζώα, άρα η ηδονή είναι κάποιο άριστο αγαθό.(22)
Κατά κάποιαν ανακολουθίαν, ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται στο βιβλίο Κ ότι η ηδονή δεν είναι το αγαθόν. Αλλά διάφορες συγκεκριμένες μεμονωμένες ηδονές είναι τω όντι επιθυμητές.(23)
Όμως, δεν επιδιώκουν όλοι οι άνθρωποι την ίδια ηδονή, αν και ό,τι όλοι επιδιώκουν είναι ένα είδος ηδονής. Ίσως μάλιστα να επιδιώκουν όλοι, όχι ό,τι νομίζουν ή ισχυρίζονται ότι επιδιώκουν, αλλά την ίδια ακριβώς ηδονή, καθόσον όλα τα όντα έχουν κάτι το θεϊκό μέσα τους (πάντα γαρ φύσει έχει τι θείον).(24)
Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο Θεός πάντα χαίρει μία και την αυτή ηδονή. Διότι η ηδονή δεν είναι μόνο ενέργεια της κινήσεως, αλλά και της ακινησίας και η ηδονή έγκειται μάλλον στην ακινησία παρά στην κίνηση.25 (Στην "κίνηση" ο Αριστοτέλης συμπεριλαμβάνει και την "μεταβολή"). Κατ' αυτόν τον τρόπο ο Αριστοτέλης προαναγγέλλει την επικούρειο ηθική φιλοσοφία της καταστηματικής ηδονής, δηλαδή της ηδονής σε ακινησία, χωρίς μεταβολή.
Ο Επίκουρος έδωσε βασική έμφαση σ'αυτήν την άποψη περί ηδονής και την ανήγαγε σε κύριο φιλοσοφικό δόγμα.Και σε επόμενο εδάφιο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης επανέρχεται στο θέμα της κινήσεως ή μη της ηδονής, όπου καταλήγει στο ότι η ηδονή δεν είναι κίνηση.(26)Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή απομακρύνει την οδύνη. Αυτός είναι ο λόγος που οι άνθρωποι εξ αιτίας της ισχυρής ηδονής καθίστανται φαύλοι και ακόλαστοι.(27) Όμως, η ηδονή είναι συνυφασμένη με τον άνθρωπο, γι' αυτό και η ανατροφή των νέων γίνεται με την χρησιμοποίηση τόσο της ηδονής, όσο και της οδύνης.(28) Επιδιώκουμε τα ευχάριστα και αποφεύγουμε τα δυσάρεστα.(29) Αυτή η παρατήρηση του Αριστοτέλους, η οποία αναφέρεται στην διαχρονική κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα, προαναγγέλλει την γνωστή σε εμάς θεωρία των "εξαρτημένων αντανακλαστικών του Παυλώφ" και τον ψυχολογικό μπηχεϋβιορισμό, ο οποίος αναφέρεται στην εν γένει εκμαθημένη συμπεριφορά ανθρώπων και ζώων.Την καταληκτική του αντίληψη περί του τι είναι ηδονή από περιγραφική άποψη, την παρουσιάζει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Κ λέγοντας:
"Κατά πάσαν γαρ αίσθησιν έστιν ηδονή, ομοίως δε και διάνοιαν και θεωρίαν ηδίστη δ' η τελειοτάτη, τελειοτάτη δε η του ευ έχοντος προς το σπουδαιότατον των υπ' αυτήν. Τελοιεί δε την ενέργειαν η ηδονή".(30) Ήτοι, κάθε αίσθηση παρέχει ηδονή, όπως και κάθε θεωρητική αναζήτηση και διανοητική απασχόληση. Η πλέον ευχάριστη ενέργεια είναι η τελειοτάτη, η οποία είναι αυτή η ενέργεια, η οποία προσδιορίζεται από το σπουδαιότερο αντικείμενό της. Η ηδονή αποτελεί την τελείωση, την ολοκλήρωση της ενέργειας. Ποιο είναι όμως το σπουδαιότερο αντικείμενο ενεργειών; Για τον Αριστοτέλη και κάθε άλλον μαθητή του Πλάτωνος δεν θα μπορούσε να είναι τίποτα άλλο από την πνευματική εργασία και δημιουργία!
Ο φιλόσοφος παρατηρεί ότι η ηδονή τελειοποιεί τόσο τις ενέργειες όσο και την ίδια την ζωή, την οποία ποθούν οι άνθρωποι.(31) Χωρίς ενέργεια δεν εμφανίζεται ηδονή. Και με την σειρά της η ηδονή τελειοποιεί κάθε ενέργεια.(32) Η ενέργεια επαυξάνεται, όταν συνοδεύεται από την συγγενή προς αυτήν ηδονή. Όποιος ευχαριστιέται με ό,τι κάνει, το κάνει καλύτερα.(33)
Σε κάθε ενέργεια αντιστοιχεί μία ηδονή. Η ηδονή της ενάρετης πράξεως είναι αξιόλογη, ενώ η ηδονή της κακής πράξεως είναι μοχθηρή. Οι επιθυμίες, οι οποίες κατατείνουν σε καλές πράξεις είναι επαινετές, ενώ αυτές, οι οποίες κατατείνουν σε αισχρές πράξεις, πρέπει να κατακρίνονται.(34)
Χαρακτηρίζουμε φαύλους ως προς τις ηδονές αυτούς που επιδιώκουν τις επαίσχυντες ηδονές. Για τον λόγον αυτόν όλοι συμφωνούν ότι οι αρετές οδηγούν σε απάθεια και ηρεμία μπροστά στις χαρές και τις λύπες, ενώ οι κακίες οδηγούν στα αντίθετα.(35) Κατά μίαν άποψη, λέγει ο Αριστοτέλης, οι αρετές ορίζονται ως "απάθεια".(36) Την έννοια της απάθειας την παρέλαβαν από τον Αριστοτέλη οι Στωικοί και την επεξέτειναν σε συνδυασμό προς τα διδάγματα των Κυνικών.
Αξιολογώντας τις ηδονές, ο Αριστοτέλης δέχεται ότι οι ηδονές, οι οποίες τελειώνουν και ολοκληρώνουν τις ενέργειες του τέλειου και μακάριου ανθρώπου, δικαιούνται να λέγονται πρέπουσες ηδονές, ενώ όλες οι άλλες ηδονές κατέχουν δευτερεύουσα θέση, όπως και οι αντίστοιχες ενέργειες.(37) Εφόσον είναι δεδομένο ότι τα ζωντανά όντα ενεργούν, η ενέργειά τους ως πραγματικότητα συνεπάγεται την ολοκληρωμένη τελείωση. Η δράση προσδίδει στα όντα τόσο περισσότερη ευχαρίστηση, όσο τελειότερη γίνεται. Κάθε ον προσπαθεί να επιτύχει διαφορετικά πράγματα και σε κάθε πράξη του συνυπάρχει μία αντίστοιχη ευχαρίστηση. Για τον άνθρωπο τίθεται ως σκοπός του η δράση, η οποία εξασφαλίζει την ευδαιμονία του. Αυτή στηρίζεται στις ενάρετες και πνευματικές-διανοητικές ενασχολήσεις.
Ο Αριστοτέλης κρίνει ως άξια εκτιμήσεως και ευχάριστα εκείνα, τα οποία κρίνονται ως τέτοια για τον ενάρετο άνθρωπο. Ιδιαίτερα στην φύση του σπουδαίου ανθρώπου ταιριάζει η αρετή.(38)
Στα Ηθικά Ευδήμεια ο Σταγιρίτης ορίζει την αρετή ως την βέλτιστη διάθεση ή συνήθεια όλων των πραγμάτων, τα οποία χρησιμοποιούνται ή παράγουν έργο.(39) Κάθε ηθική αρετή σχετίζεται και αναφέρεται στις ηδονές και τις λύπες.(40)
Επομένως, αβιάστως και ελευθέρως προκύπτει το συμπέρασμα ότι "ο ευδαίμων βίος κατ' αρετήν είναι ." (41) Η ηδονή βρίσκεται μέσα στην πράξη. Γι' αυτό και ο αληθώς ευδαίμων θα ζήσει ευχάριστη ζωή.(42)
Άλλωστε, ο άνθρωπος είναι κατ'ουσίαν νους. Επομένως, ο βίος συμφώνως προς τον νου πρέπει να είναι και ο πλέον ευδαίμων βίος.(43)
Ο φιλόσοφος διαπιστώνει ότι η φιλοσοφία παρέχει αξιοθαύμαστες ηδονές ως προς την αγνότητα και την βεβαιότητα και είναι μεγαλύτερη στους κατόχους της σοφίας παρά στους αναζητούντες.(44) Να μία μεγάλη αλήθεια, την οποία δυστυχώς ελάχιστοι θα μπορούσαν σήμερα να αντιληφθούν.
Η φιλία, η οποία στηρίζεται στην ηδονή είναι η φιλία των νέων, αλλά είναι ευμετάβλητη, διότι καθώς μεγαλώνουν, μεταβάλλονται τα ήθη τους και κατά συνέπειαν η αίσθησή τους περί ηδονής. Όμως, η φιλία, η οποία στηρίζεται στην αρετή είναι η φιλία των καλύτερων ανθρώπων.(45)
Όπως είναι γνωστό, υπάρχουν τρία είδη φιλίας, κατ' αρετήν, κατά το χρήσιμον και κατά το ηδύ.(46) Το ανώτατο είδος είναι η φιλία επ' αρετή. Βεβαίως και οι φαύλοι μπορεί να είναι φίλοι από συμφέρον και ηδονή.(47) Όμως, αυτή η φιλία δεν είναι κατ' αρετήν και γι'αυτόν τον λόγο δεν είναι πραγματική φιλία ούτε πρόκειται να διαρκέσει στον χρόνο.
Ο Αριστοτέλης αν και αναγνωρίζει τον ρόλο και την σημασία της ηδονής, εν τούτοις την υποτάσσει στον λόγο και την θέτει σε κατώτερο επίπεδο από την αρετή, στον δρόμο του κάθε ανθρώπου προς την ευτυχία."
Επειδή όμως ορθώς, προτού οδηγηθούμε στην ίδια την εξέταση της ύλης, ο λόγος μας την έφερε ήδη στο προσκύνιο, πρέπει να πούμε και για αυτήν αν είναι κάτι κακό ή όχι. Γιατί είναι παντελώς αδύνατον το κακό να εμφανίζεται στην ύλη συμπτωματικά, επειδή αφ΄ αεαυτού της δεν έχει ποότητα και μορφή και αποτελεί υπόστρωμα και όχι κάτι που υπάρχει μέσα σε κάποιο υπόστρωμα, και είναι κάτι απλό και όχι κάτι που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο. Αν όμως η ύλη είναι στο σύνολό της κακό, όπως λένε κάποιοι, πρέπει να είναι κατ’ ουσίαν κακό, όπως λένει εκείνοι, κάνοντας την ύλη το πρώτο κακό το οποίο “μισούν οι Θεοί”. Γιατι τι άλλο είναι το κακό αν όχι αμετρία, αοριστία και όλα όσα αποτελούν στερήσεις του αγαθού ; Γιατί το αγαθό είναι μέτρο, όριο, πέρας και τελειότητα των πάντων. Επομένως το κακό είναι καθαυτό αμετρία, καθαυτό άπειρο, ατελές και αόριστο. Και όλα αυτά υπάρχουν πρωταρχικά στην ύλη και δεν είναι άλλα πράγματα που υπάρχουν δίπλα στην ύλη, αλλά αποτελούν την ίδια την ύλη και την ουσία της. Άρα η ύλη είναι το πρωταρχικό κακό, η φύση του κακού και το έσχατο των πάντων. Αν όμως το αγαθό είναι διπλό, έναα το καθαυτό αγαθό που δεν είναι τίποτα άλλο εκτός από αγαθό, και ένα άλλο που είναι αγαθό μέσα σε κάτι άλλο και ένα συγκεκριμένο αγαθό και όχι το πρωταρχικό αγαθό, θα είναι και το κακό διπλό, ένα το καθαυτό κακό που είναι πρωταρχικά κακό και τίποτα άλλα εκτός από κακό, και ένα άλλο κακό, το κακό που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο και είναι ένα συγκεκριμένο κακό, και κακό λόγω του πρωταρχικού κακού και λόγω της συμμετοχής του στο πρωταρχικό κακό ή λόγω της εξομοίωσης του με εκείνο. Και όπως ακριβώς το καθαυτό αγαθό είναι πρώτο, έτσι και το καθαυτό κακό θα είναι το έσχατο των όντων. Γιατί δεν είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι ανώτερο από το αγαθό ούτε κάτι κατώτερο από το κακό. Γιατί και όλα τα άλλα λέμε ότι είναι ανώτερα ή κατώτερα λόγω αυτών των δύο. Το τελευταίο, μάλιστα , ανάμεσα στα όντα είναι η ύλη. Γιατί όλα τα άλλα είναι από τη φύση τους φτιαγμένα να ενεργούν ή να πάσχουν. Η ύλη όμως δεν μπορεί να κάνει τίποτα από τα δύο, επειδή έχει στερηθεί τη δύναμη και των δύο. Αρά το καθαυτό κακό και το πρωταρχικά κακό είναι η ύλη.
Αν όμως, όπως έχει ειπωθεί, το αφύσικο εμφανίζεται στα σώματα όταν επικρατεί η ύλη, και αν στις ψυχές το κακό και η αδυναμία εμφανίζεται όταν οι ψυχές πέφτουν μέσα στην ύλη και μεθούν με την αοριστία της ύλης και εξομοιώνονται με αυτήν, γιατί αφήνουμε την ύλη και ψάχνουμε να κατηγορήσουμε κάτι άλλο ως αρχή των κακών και πηγή της υπόστασή τους ;
Αν, όμως, η ύλη είναι κακό – γιατί πρέπει να περάσουμε και σε μια άλλη άποψη του ζητήματος -, είναι ανάγκη να συμβαίνει ένα από τα δύο : είται να θεωρήσουμε το αγαθό αίτιο του κακού, είτε να θεωρήσουμε ότι οι αρχές των όντων είναι δύο. Γιατί είναι ανάγκη καθετί που έχει λάβει υπόσταση καθ’ οιονδήποτε τρόπο, είται να αποτελεί την αρχή των πάντων είτε να προέρχεται από την αρχή των πάντων. Και η ύλη, αν προέρχεται από την αρχή των πάντων, πρέπει και αυτή να έχει την είσοδο της στην ύπαρξη από το αγαθό, ενώ, αν είναι αρχή, πρέπει εμείς να αποδεχτούμε την ύπαρξη δύο αρχών που μάχονται μεταξύ τους, το πρωταρχικά αγαθό και το πρωταρχικά κακό. Αυτό όμως είναι αδύνατον. Γιατί οι πρώτες αρχες δεν είναι δύο. Γιατί από πού γενικά θα προέρχονται αυτές οι δυο αρχές, αν δεν υπάρχει μια μονάδα ; Γιατί αν καθένα εκ των δύο είναι ένα, πρέπει πριν από τα δύο να υπάρχει μια αρχή, το Ένα, λόγω των οποίου αυτά τα δύο θα είναι ένα. Ούτε επίσης είναι δυνατόν το κακό να προέρχεται από το αγαθό. Γιατί, όπως το αίτιο των αγαθών είναι ακόμη περισσότερο αγαθό, έτσι και αυτό που γεννά το κακό θα είναι ακόμη περισσότερο κακό. Και το αγαθό δεν θα έχει πλέον τη φύση του, αν παράγει την αρχή του κακού. Επίσης αν σε κάθε περίπτωση αυτό που γεννιέται αρέσκεται να εξομοιώνεται με εκείνο που το γεννά, τότε και το ίδιο το κακό θα είναι αγαθό, αφού θα γίνει αγαθό προσλαμβάνοντας τις ιδιότητες της αιτίας του. Επομένως, το αγαθό θα είναι κακό ως αίτιο κακού, και το κακό θα είναι αγαθό, επειδή θα έχει παραχθεί από το αγαθό.
Αν όμως η ύλη είναι κάτι αναγκαίο για το σύμπαν και αν, σε περίπτωση που απουσιάζει η ύλη, τούτος ο Κόσμος δεν θα ήταν ο μεγάλος και “ευδαίμων θεός”, πως πλέον πρέπει να αναγάγουμε τη φύση του κακού στην ύλη ; Γιατί τι άλλο είναι το κακό και άλλα το αναγκαίο. Το αναγκαίο είναι αυτό το χωρίς το οποίο είναι αδύνατη η ύπαρξη, ενώ το κακό είναι στέρηση της ύπαρξης. Αν, λοιπόν, για την δημιουργία του σύμπαντος Κόσμου η ύλη εμφανίζεται αναγκαία και έχει παραχθεί πρωταρχικά για να γίνει η υποδοχή της γένεσης και κάτι σαν “τροφός” και “μητέρα” της, πώς πλέον θα μπορεί να χαρακτηριστεί κακό και μάλιστα το πρωταρχικό κακό ;; Αν επίσης την αμετρία, την αοριστία, το άπειρο και καθένα από τα παρόμοια τα λέμε με πολλές έγνοιες – γιατί το λέμε εννοώντας είτε αυτά που μάχονται το μέτρο είτε την απουσία και την αφαίρεση του μέτρου είτε το υπόστρωμα του μέτρου, υπόστρωμα το οποίο έχει ανάγκη από μέτρο και ορισμό – , και αν η ύλη δεν μπορεί εκ φύσεως να μάζεται ή να κάνει τα οτιδήποτε, αφού εκ φύσεως δεν μπορεί ούτε να πάσχει επειδή στερείται τη δύναμη του να πάσχει, και αν επίσης δεν είναι αφαίρεση του μέτρου και του πέρατος επειδή δεν ταυτίζεται με τη στέρηση τους (γιατί η στέρηση δεν υπάρχει όταν εκείνα είναι παρόντα, ενώ η ύλη υπάρχει όταν εκείνα είναι παρόντα και δέχεται την επίδραση τους), τότε είναι ανάγκη το άπειρο και η αμετρία της ύλης να χρειάζεται μέτρο και πέρας. Αυτό, όμως, που χρειάζεται αυτά, πως μπορεί να είναι αντίθετο σε αυτά ; Πως πλέον μπορεί να είναι κακό αυτό που χρειάζεται το αγαθό ; Γιατί το κακό ξεφεύγει από τη φύση του αγαθο, και γενικά καθετί το αντίθετο ξεφεύγει από την αντίθετη έξη. Αν, όμως, η ύλη προσλαμβάνει και γεννά και τρέφει τη γένεση, όπως λέει ο Πλάτωνας, τότε σε αυτήν δεν θα υπάρχει κανένα κακό, καθώς αποτελεί μητέρα όσων γεννιούνται από αυτήν ή μάλλον όσων γεννιούνται μέσα σε αυτήν.
Αν επίσης οι ψυχές υπόκεινται σεην αδυναμία και στην πτώση, τότε αυτά κακά δεν οφείλονται στην ύλη, επειδή αυτά υπήρχαν πριν από τα σώματα και την ύλη και η αιτία των κακών υπήρχε κατά κάποιο τρόπο στις ίδιες τις ψυχές πριν από την ύλη. Αλλιώς που οφείλεται το γεγονός ότι ανάμεσα στις ψυχές που ακολουθούν τον Δία όσες αδυνατούν να σηκώσουν το κεφάλη του ηνιόχου τους στον “υπερουράνιο τόπο”[1] πέφτουν και αποκλείονται από εκείνο το θέαμα σαν να έχουν κάποιο πρόβλημα στην όρασή τους ; Πως επίσης υπάρχει σε εκείνες η λησμονιά του όντως Όντος και η δυστηχής συγκυρία και βαρύτητα ; Γιατί ο ίππος που μετέχει στην κακία βαραίνει και από το βάρος του πέφτει στη γη[2] χωρίς να υπάρχει η ύλη. Γιατί, όταν πέσει στη γη, τότε συμμετέχει στην ύλη και στο σκοτάδι που υπάρχει εδώ κάτω. Εκεί ψηλά όμως υπάρχει, πριν από τη ύλη και το σκοτάδι, η αδυναμία, η λησμονιά και το κακό. Γιατί δε θα φεύγαμε από εκεί, αν δεν γινόμασταν αδύναμοι, επειδή, ακόμα και όταν βρισκόμασταν μακριά από εκεί, προσελκυόμαστε από την ενατένιση του όντως Όντος. Αν λοιπόν η αδυναμία υπάρχει και πριν το ποτό της λήθης[3], και αν η εγκατάσταση μέσα στην ύλη και ο ερχομός στη ύλη υπάρχει μετά τη φυγή από εκεί, τότε πλέον η αδυναμία και γενικά τα κακά των ψυχών δεν θα οφείλονται στην ύλη. Γιατί πως θα μπορούσε να επηρεάσει άλλα αυτό που δεν να ενεργήσει ; Πως, πάλι, αυτό που δεν έχει από μόνο του ποιότητα μπορεί να έχει την δυνατότητα να ενεργεί ; Άραγε η ύλη οδηγεί τις ψυχές στον εαυτό τους ή εκείνες οδηγούνται από μόνες τους και χωρίζονται ανάλογα με την δύναμη και την αδυναμία τους ; Γιατί, αν οδηγούνται από μόνες τους, τότε το κακό για αυτές θα είναι η ορμή και η επιθυμία τους για το κακό και όχι η ύλη. γιατί για κάθετι η φυγή από το ανώτερο είναι κακό, και πολύ περισσότερο η φυγή προς το κατώτερο. Και λόγω της αδυναμίας τους οι ψυχές παθαίνουν όσα πρέπει να παθαίνουν κάνοντας κακές επιλογές. Αν όμως οδηγούνται από την ύλη και αν θεωρήσουμε υπαίτια για την κάθοδό τους στην γένεση την προσέλκυση την οποία σαν μια καθοδήγηση ασκεί η ύλη στην ψυχή, που θα βρίσκεται η αυτοκίνηση και η δυνατότητα επιλογής της ψυχής ; Και πως ανάμεσα στις ψυχές που γεννιούνται μέσα στην ύλη κάποιες κοιτάζουν προς τον νου και προς το αγαθό, ενώ άλλες κοιτάζουν προς τη γένεση και προς την ύλη, αν όλες τις οδηγεί προς τον εαυτό της η ύλη και τις ενοχλεί και τις εξαναγκάζει ακόμα και όταν βρίσκονται ψηλά ; Αυτά, λοιπόν, θα συμπεράνει αυτός ο συλλογισμός και θα μας αναγκάσει να αποδεχτούμε όχι μόνο ότι η ύλη δεν είναι κακό αλλά και ότι είναι αγαθό, υποστηρίζοντας το αντίθετο από την προηγούμενη άποψη.
Φαίνεται όμως ότι και ο ίδιος ο Πλάτωνας προσελκύεται και από τις δύο απόψεις. Γιατί, όταν στον “Τίμαιο, 51a, 52.d, 46.c” αποκαλεί την ύλη “μητέρα” και “τροφό της γένεσης” και “συναίτιο” της δημιουργίας του Κόσμου, είναι φανερό στον καθένα ότι τη θεωρεί κάτι αγαθό, αφού αποκαλεί ολόκληρο τον Κόσμο “ευδαίμoνa θεό”[4] και την ύλη μέρος του Κόσμου. Σύμφωνα με τον συλλογισμό, όμως, του Ελεάτη ξένου[5] αποδίδει την αιτία της “αταξίας” του σύμπαντος στην φύση του υποστρώματος, λέγοντας ότι ο Κόσμος “έχει λάβει από τον δημιουργό του όλα τα καλά”, ενώ τα αντίθετα των καλών μέσα στον Κόσμο έχουν τη γένησή τους “από την προηγούμεν κατάσταση του Κόσμου”. Όμως στον “Φίληβο” παράγει την ίδια την ύλη και ολόκληρη την φύση του απείρου από το “Ένα” και γενικά τοποθετεί τη θεία αιτία πριν από την διάκριση του πέρατος και του απείρου, και έτσι αποδέχεται ότι η ύλη είναι θεία και κάτι αγαθό και καθόλου κακό λόγω της συμμετοχής της στον θεό και λόγω της γέννησής της από τον θεό. Πρέπει λέει, “να αναζητήσουμε κάποια άλλα αίτια για τα κακά, και όχι τον θεό”, όπως έχει ειπωθεί αλλού[6]. Η αταξία, λοιπόν, και το κακό δεν οφείλονται στην ύλη αλλά στην “μάζα που κινείται ακανόνιστα και άτακτα”[7]. Γιατί αυτό είναι το “σωματοειδές”, το οποίο ο Ελεάτης ξένος λέει ότι είναι “αίτιο της αταξίας”[8] για τα τελευταία μέρη του σύμπαντος, και δεν μπορεί να είναι η ύλη. γιατί σε εκείνο υπάρχει κίνηση, ενώ η ύλη είναι από μόνη της ακίνητη. Ούτε αυτό το πρώτο σύνθετο είναι ένα σώμαπου δεν έχει ποιότητες (γιατί είναι ορατό, όπως λέει ο “Τίμαιος”, ενώ το σώμα που δεν έχει ποιότητες δεν είναι ορατό[9]) αλλά φέρει την εικόνα και την σύγχυση, θα λέγαμε, όλων των Ιδεών/Ειδών, και για αυτό προκαλεί την αταξία με την κίνησή του. Γιατί τα ίχνη των διαφόρων Ιδεών/Ειδεών το οδηγούν σε διαφορετικές κατευθύνσεις και καθιστούν ακανόνιστη την όλη κίνησή του. Αυτό, λοιπόν, είναι “η προηγούμενη κατάσταση”. Γιατί, καθώς δεν μπορεί να κυριαρχηθεί από τις Ιδέες, εμφανίζεται άτακτη και άμορφη. Και μέσα στα καθολικά κυριαρχεί η λογική, ενώ μέσα στα επιμέρους η λογική λόγω της αδυναμίας της κυριαρχίται από την αντίθετή της φύση και οδηγείται προς το κακό και γίνεται άλογη, επειδή κυριαρχείται από το κατώτερο.
Πως, λοιπόν, εισάγεται στα σώματα το αντίθετο με τη φύση, θα γίνει φανερό σε λίγο. Ότι το κακό δεν προέρχεται από τη ύλη ή από τα σώματα, είναι φανερό από τα όσα είπαμε. Γιατί η ύλη και η μάζα που κινείται ακανόνιστα δεν ταυτίζονται. Ότι επίσης δεν πρέπει να θεωρήσουμε την ύλη ως το πρωταρχικά κακό, πιστεύω ότι το απέδειξε ικανοποιητικά ο Σωκράτης στον «Φίληβο», όταν παράγει το άπειρο από τον Θεό. Αν, μάλιστα πρέπει να ταυτίσουμε γενικά την ύλη με το άπειρο[10], τότε η ύλη προέρχεται από τον Θεό, εφόσον πρέπει να πούμε ότι το πρωταρχικά άπειρο και κάθε άπειρο που εμφανίζεται μέσα στις ουσίες και εξαρτάται από μια αιτία γεννιέται από τον Θεό, ειδικά μάλιστα επειδή το άπειρο δεν μπορεί μαζί με το πέρας να σχηματίσει το μίγμα πέρατος-απείρου, καθώς ο Θεός είναι αίτιος της υπόστασης και της μίξεως των δύο. Αυτό, λοιπόν, ανάγει και τη φύση του σώματος, στον βαθμό που είναι σώμα, σε μία αιτία, τον Θεό. Γιατί αυτός είναι που γέννησε το μικτό. Άρα ούτε το σώμα ούτε η ύλη είναι κάτι κακό. Γιατί αυτά είναι γεννήματα του Θεού, το ένα ως μίγμα και η άλλη ως άπειρο. Ότι το άπειρο πρέπει να τοποθετηθεί υπεράνω της ύλης, το δηλώνει ο ίδιος ο Πλάτων εκεί που λέει : “Τα τρία γένη, λοιπόν, δεν μας έδωσαν όλα όσα γεννιούνται και αυτά από τα οποία γεννιούνται ;”[11]. Άρα το σώμα, το οποίο είναι ένα από όλα όσα γεννιούνται, επειδή είναι μικτό και ένα μέρος του είναι πέρας και λογική και ένα άλλο μέρος του άπειρο, θα προέρχεται με δύο τρόπους από εκεί : και στο σύνολο του και τα μέρη του. Γιατί τι άλλο είναι το άπειρο μέσα του αν όχι η ύλη ; Τι άλλο είναι το πέρας μέσα του αν ότι το είδος ; Και τι άλλο θα είναι το μίγμα αυτών των δύο αν όχι το σύνολό του ; Αν λοιπόν όλα αυτά που γεννιούνται και αυτά από τα οποία γεννιούνται είναι το μικτό, το πέρας και το άπειρο, και αν “αυτό που δημιουργεί όλα αυτά είναι ένα άλλο τέταρτο”, όπως λέει ο ίδιος, δεν μπορούμε να πούμε ότι η ύλη ή το είδος ή το μικτό παράγονται από πουθενά αλλού παρά από τον θεό. Τι, όμως, που γεννήθηκε από εκεί μπορεί να είναι κακό ; Γιατί η θερμότητα δεν μπορεί να ψύχει ούτε το αγαθό να παράγει κακά. Άρα δεν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ούτε την ύλη ούτε το σώμα ως πράγματα κακά.
Ισως, λοιπόν, κάποιος μας ρωτούσε ποια είναι η άποψη μας για την ύλη και αν θεωρούμε ότι αυτή είναι αγαθό ή κακό και πως υποστηρίζουμε το ένα ή το άλλο. Η άποψη μας, λοιπόν, ας είναι η εξής, ότι δηλαδή η ύλη δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό. Γιατί, αν είναι αγαθό, δεν θα είναι η τελευταία υπόσταση των πάντων αλλά θα είναι σκοπός προς τον οποίο θα αποβλέπουν τα άλλα και κάτι επιθυμιτό. Γιατί κάθε αγαθό είναι τέτοιο, γιατί και το πρώτο αγαθό είναι σκοπός στον οποίο αποβλέπουν τα πάντα και επιθυμητό από όλα τα όντα. Αν, πάλι, είναι κακό, θα είναι Θεός και άλλη αρχή των όντων, η οποία θα αντιτίθεται στην αιτία των αγαθών, και θα υπάρχουν δυο πηγές αφηρημένες να ρέουν[12] προς αντίθετες κατευθύνσεις, μια των αγαθών και μία άλλη των κακών, και ούτε οι ίδιοι οι Θεοί θα έχουν ζωή ανενόχλητη και μακριά από τη δυσχέρεια των θνητών, εφόσον και σε αυτούς θα υπάρχει κάτι εχθρικό, αλλότριο και ενοχλητικό. Αν, όμως δεν είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο, τι θα είναι αυτή καθεαυτή ; Μήπως πρέπει να πούμε για την ύλη αυτό που έχει ειπωθεί πολλές φορές, ότι δηλαδή είναι το αναγκαίο ; Γιατί άλλη είναι η φύση του αγαθού και άλλη η φύση του κακού, και αυτά είναι μεταξύ τους αντίθετα. Υπάρχει όμως και μια άλλη Τρίτη φύση, η οποία δεν είναι ουτε απολυτως αγαθό αλλά ούτε απολύτως κακό, αλλά αναγκαίο. Γιατί το κακό απομακρύνει από το αγαθό και αποφεύγει τη φύση εκείνου. Το αναγκαίο, όμως, είναι ότι είναι χάριν του αγαθού και έχει την αναγωγή του σε εκείνο και λόγω εκείνου έλαβε οποιαδήποτε γέννηση έχει Αν, μάλιστα, η ύλη υπάρχει χάριν της γέννησης κάποιου πράγματος, ενώ κανένα άλλο δεν υπάρχει χάριν της ύλης (γιατί αλλιώς θα έπρεπε να πούμε ότι αυτή είναι σκοπός και αγαθό), πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε κάτι αναγκαίο για τη γέννηση και όχι κακό, και να πούμε ότι ως κάτι αναγκαίο έχει γεννηθεί από τον Θεό και ότι είναι κάτι αναγκαίο για τα είδη που δεν μπορούν να στηριχτούν στον εαυτό τους. Γιατί η αιτία όλων των αγαθών έπρεπε να παράγει όχι μόνο τα αγαθά και όσα είναι αγαθά από μόνα τους αλλά και εκείνη τη φύση η οποία δεν είναι απολύτως και αφ’ εαυτού της αγαθή αλλά επιθυμεί το αγαθό και, επιθυμόντας το, δίνει από τον εαυτό της προς άλλα τη δυνατότητα να λάβουν υπόσταση καθ’ οινδήποτε τρόπο. Γιατί η ανάγκη της για τα αγαθά συντελεί στη δημιουργία των αισθητών, αφού και το ΟΝ δεν δίνει υπόσταση μόνο στα όντα αλλά και σε όσα επιθυμούν τη συμμετοχή τους στο ΟΝ, των οποίων η ύπαρξη συνίσταται στην επιθυμία τους για το ΟΝ. Άλλο, λοιπόν, είναι το πρωταρχικά επιθυμητό και άλλο εκείνο που το επιθυμεί και που έχει το αγαθό του μέσα σε εκείνο. Άλλο είναι επίσης κάθετι τι που βρίσκεται ανάμεσά τους, το οποίο είναι επιθυμητό για κάποια και επιθυμεί κάποια άλλα, δηλαδή τα προηγούμενά του χάρι των οποίων υπάρχει.
Αν, λοιπόν, εξετάσουμε την ίδια την ύλη από αυτή την άποψη, θα βρούμε ότι δεν είναι ούτε αγαθό ούτε κακό αλλά μόνο αναγκαίο. Και επειδή γεννήθηκε χάριν του αγαθού, είναι αγαθό, όχι όμως απολύτως αγαθό. Και επειδή είναι η τελευταία των όντων είναι κακό,, αφού αυτό που έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ από το αγαθό είναι κακό, δεν είναι όμως απολύτως κακό, αλλά, όπως έχει ειπωθεί αναγκαίο. Και γενικά δεν αληθεύει ότι το κακό υπάρχει κάπου αυτούσιο. Γιατί ακόμη και το πρωταρχικά κακό δεν είναι αμιγές. Γιατί, αν το κακό ήταν εντελώς αντίθετο στο αγαθό, θα έπρεπε, εφόσον το αγαθό που υπάρχει μέσα σε κάτι άλλο, να είναι και το κακό διπλό, άλλο το αυτούσιο και άλλο αυτό που βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο. Αν, όμως, το κακό είναι αντίθετο σε εκείνα τα αγαθά τα οποία έχουν την ύπαρξη τους μέσα σε κάτι άλλο, τότε πολύ περισσότερο και το κακό θα βρίσκεται μέσα σε κάτι άλλο και δεν θα υπάρχει αυτούσιο. Γιατί ούτε το αγαθό, προς το οποίο είναι αντίθετο το κακό, είναι αυτούσιο, αλλά βρίσκεται μέσα σε άλλο και όχι ανεξάρτητο. Γιατί τι, όχι μόνον κακό αλλά και οποιοδήποτε άλλο ον, μπορεί να είναι αντίθετο στο πρωταρχικά αγαθό ; Γιατί όλα τα όντα υπάρχουν λόγω εκείνου και χάριν εκείνου. Και δεν είναι δυνατόν να υπάρχει το αντίθετο λόγω της αντίθετης φύσης, αλλά μάλλον να μην υπάρχει το ίδιο το αντίθετο. Γιατί τα αντίθετα αλληλοαναιρούνται, και γενικά όλα τα αντίθετα είναι εξαρτημένα από μια κορυφή και από ένα γένος. Ποιος γένος όμως του πρωταρχικά αγαθού μπορεί να υπάρχει ; Γιατί τι μπορεί να υπάρχει υπεράνω της φύσης του αγαθού ; Ποιο από τα όντα μπορεί να γίνει ομογενές με εκείνο ; Γιατί θα έπρεπε να υπάρχει κάτι άλλο πριν από τα δύο, του οποίου μέρος θα είναι εκείνα τα ομογενή. Και τότε πλέον το αγαθό δεν θα είναι αρχή των όντων, αλλά θα είναι αρχή εκείνο το γοινός γένος και των δύο. Άρα δεν υπάρχει κάτι αντίθετο ποτς όλα όσα συμμετέχουν σε αυτό, αλλά προς εκείνα των οποίων η συμμετοχή δεν είναι σταθερή. Γιατί αυτά, όμως, έχουν μιλήσει και προηγουμένως.
Πρόκλος «Περί της των κακών υποστάσεων, 30 – 37».
------------
De malorum subsistentia 30.1 ` to De malorum subsistentia 37.23
[9] Βλ. Πλάτων «Τίμαιος, 30a». Το «πλημμελώς και ατάκτως κινούμενο» ταυτίεται με το «πρώτο σύνθετο, με το «σωματοειδές»» και με την προηγούμενη κατάσταση του Κόσμου και αποτελεί ένα είδος υποστρώματος του Κόσμου. Το υπόστρωμα αυτό σχηματίζεται όταν η ύλη λάβει συγκεχυμένα τα πρώτα ίχνη των Ιδεών και γίνει κάτι σαν σώμα (σωματοειδές), χωρίς ακόμη τα ίχνη των Ιδεών να έχουν οργανωθεί για να αποτελέσουν το συγκροτημένο σώμα. Λόγω αυτής της συγχύσεως χαρακτηρίζεται από μια αέναη άτακτη κίνηση στην οποία οδηγείται από την ταυτόχρονη επίδραση όλων των Ιδεών, σε αντίθεση με την πρωταρχική ύλη που είναι ακίνητη.
[10] Η άποψη αυτή, η οποία ταυτίζει το άπειρο με την ύλη, απορρίπτεται από τον Πρόκλος, στην «Κατά Πλάτων θεολογία, βιβλίο Γ, 3.39.24-3.40.8».
Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε στην Πέλλα τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο του 356 π.Χ. Πατέρας του ήταν ο Φίλιππος Β', βασιλιάς της Μακεδονίας, και η Ολυµπιάς από τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών της Ηπείρου. Η τελευταία είχε µυηθεί στα Ορφικά µυστήρια και συµµετείχε στις Βακχικές οργιαστικές τελετές. Σύµφωνα µε τον Πλούταρχο, τη µόρφωσή του ανέλαβε αρχικά κάποιος Λεωνίδας, συγγενής της µητέρας του, µε βοηθό τον Λυσίµαχο από την Ακαρνανία. Συνέχισε τις σπουδές του κοντά στον Αριστοτέλη που οργάνωσε τη σχολή του στη Μίεζα της Μακεδονίας. Μαζί µε τον Αλέξανδρο παρακολουθούσαν τα µαθήµατά του και άλλοι γόνοι επιφανών Μακεδονικών οίκων που θα παίξουν σηµαντικό ρόλο στη εκστρατεία του Αλεξάνδρου (Κλείτος, Φιλώτας, Ηφαιστείων κ.ά.). Ο Αλέξανδρος αγαπούσε τη λυρική και την τραγική ποίηση, αλλά το αγαπηµένο του έργο ήταν η Ιλιάδα, αντίτυπο της οποίας έφερε µαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας. Είναι µάλλον βέβαιο ότι εκτός από την ποίηση µυήθηκε επίσης και στις φυσικές επιστήµες, στην Ηθική και την Πολιτική...
Έλαβε το βάπτισµα του πυρός σε ηλικία 18 ετών στη Χαιρώνεια ως επικεφαλής του ιππικού των εταίρων, ενώ στη συνέχεια συνόδευσε τη σποδό των νεκρών Αθηναίων στην Αθήνα. Ο Αλέξανδρος ήταν µετρίου αναστήµατος µε ρωµαλέο στήθος. Είχε ξανθά κυµατοειδή µαλλιά που γύριζαν προς τα πάνω στο σηµείο του µετώπου (αναστολή). Απεικονίζεται µε ελαφρά κλίση του τραχήλου προς τα αριστερά, το βλέµµα ελαφρά προς τα πάνω και µισανοιγµένα χείλη. Τα στοιχεία αυτά της εµφάνισής του µας τα παρέχουν τα νοµίσµατα που έκοψε, οι µεταγενέστερες προτοµές του και το ψηφιδωτό της Νάπολης, που όσο και αν είναι έως έναν βαθµό παρουσιάζονται εξιδανικευµένα, πρέπει να βρίσκονται κοντά στην πραγµατικότητα.
Η φιλοτέχνηση της εικόνας του Μακεδόνα βασιλιά ανατέθηκε από τον ίδιο στον γλύπτη Λύσιππο, στον ζωγράφο Απελλή και στον κατασκευαστή σφραγιδόλιθων Πυργοτέλη. Οι δύο πρώτοι, όπως µπορούµε να κρίνουµε από τα πιθανά αντίγραφα των έργων τους, αφού κανένα πρωτότυπο δεν σώθηκε, εισάγουν στην τέχνη το πορτραίτο του ήρωα - ηγεµόνα που θα κυριαρχήσει στους Ελληνιστικούς χρόνους. Η εικόνα που µας προσφέρουν οι πηγές για τη σχέση του µε τον πατέρα του είναι προβληµατική. Παρουσιάζουν τον Αλέξανδρο να τον θαυµάζει µεν, αλλά να µην του συγχωρεί τους αλλεπάλληλους γάµους του και τις παλλακίδες του, που θεωρούσε υποτιµητικά για τη µητέρα του.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που διαδραµατίστηκε στο γλέντι για τον γάµο του Φιλίππου µε την Κλεοπάτρα, ανιψιά του Αττάλου, όταν ο τελευταίος είπε ότι ήρθε πλέον ο καιρός να αποκτήσει ο Φίλιππος ένα γνήσιο τέκνο διαδοχής, υπονοώντας ότι ο Αλέξανδρος δεν ήταν γνήσιος Μακεδόνας λόγω της καταγωγής της µητέρας του. Ο Αλέξανδρος εξαγριωµένος του πέταξε ένα κύπελλο λέγοντάς του «εµείς άθλιε σου φαινόµαστε νόθοι;». Ο Φίλιππος όρµησε µε το ξίφος εναντίον του γιου του, αλλά όπως ήταν πιωµένος έπεσε κάτω. Τότε ο Αλέξανδρος τον περιέπαιξε λέγοντας: «κοιτάτε, άνδρες, ο άνθρωπος που σχεδιάζει να περάσει από την Ευρώπη στην Ασία, προσπαθώντας να περάσει από το ένα ανάκλιντρο στο άλλο σωριάστηκε κάτω».
Ο Αλέξανδρος στη συνέχεια πήρε τη µητέρα του και κατέφυγε στην Αυλή των Μολοσσών και µηχανορραφούσε µε Ιλλυριούς βασιλείς. Τελικά ο Φίλιππος ακολούθησε τη συµβουλή του Kορινθίου Δηµάρατου και κάλεσε τον Αλέξανδρο πίσω στην Πέλλα. Τα γεγονότα αυτά αναφέρονται από τον Ιουστίνο, τον Πλούταρχο και τον Αθήναιο, οι οποίοι αντλούν τις πληροφορίες τους από τον Σάτυρο, έναν συγγραφέα του 3ου αιώνα π.Χ. που µάλλον προσπαθεί να ικανοποιήσει τις επιθυµίες των Ελλήνων της νότιας Ελλάδας που αντιπαθούσαν τη Μακεδονική ηγεµονία.
Από την άλλη, όµως, είναι βέβαιο ότι ο γάµος του µε την Κλεοπάτρα ανησύχησε τον Αλέξανδρο και τη µητέρα του που έβλεπαν µία πιθανή απειλή για τη διαδοχή πίσω από το ενδεχόµενο της γέννησης ενός άρρενος τέκνου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασµό µε µία µάλλον αµφίβολη µαρτυρία -πάλι µάλλον του Σατύρου- για επικείµενο γάµο του Αλεξάνδρου µε την κόρη του σατράπη της Καρίας Πιξοδάρου, που µαταιώθηκε από τον Φίλιππο, ενώ ταυτόχρονα εξόρισε τέσσερις φίλους του γιου του, χρησιµοποιείται από τον Πλούταρχο για να τοποθετήσει τον Αλέξανδρο πίσω από τη δολοφονία του πατέρα του.
Η ΔΟΚΙΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ
Τη βάση της δόκιµης παράδοσης αποτελεί ο ιστορικός Καλλισθένης από την Όλυνθο, ανιψιός του Αριστοτέλη. Ο Καλλισθένης υπήρξε ένας από τους επίσηµους ιστορικoύς της εκστρατείας, υπεύθυνος για τη συγγραφή του έργου Αλεξάνδρου πράξεις. Το έργο του µας είναι γνωστό µέσα από τα χωρία των µεταγενεστέρων συγγραφέων και στην ουσία πρόκειται για ένα εγκώµιο του Αλεξάνδρου, που στηρίζεται σε µεγάλο βαθµό στον παραλληλισµό του µε τον Αχιλλέα, τον αγαπηµένο ήρωά του. Βασική πηγή του πιθανόν αποτέλεσε το βασιλικό ηµερολόγιο που τηρούνταν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας.
Κρίνοντας από τις αναφορές των µεταγενεστέρων ιστορικών στο έργο του, αυτό φαίνεται να ολοκληρώνεται µε τον θάνατο του Βήσσου το 329 π.Χ. Δύο χρόνια αργότερα, και συγκεκριµένα το καλοκαίρι του 327 π.Χ., ο Καλλισθένης αρνήθηκε να προσκυνήσει τον Αλέξανδρο και σύµφωνα µε µία εκδοχή οδηγήθηκε στη φυλακή, σύµφωνα όµως µε µία άλλη σταυρώθηκε. Πρόλαβε, πάντως, εκτός από τη συγγραφή των γεγονότων της εκστρατείας να µεταφράσει τα αστρονοµικά ηµερολόγια που βρήκε στη Βαβυλώνα και να εξηγήσει τις πληµµύρες του Νείλου. Το έργο του χρησιµοποιήθηκε από τον Κλείταρχο και τον Πτολεµαίο, των οποίων οι ιστορίες διασώθηκαν µέσα από τα κείµενα του Διοδώρου, του Κ. Κούρτιου Ρούφου, του Αρριανού από τη Νικοµήδεια και του Πλουτάρχου.
Τη συνέχεια της δόκιµης παράδοσης τη βρίσκουµε στον Πτολεµαίο, ο οποίος γεννήθηκε το 367 π.Χ. στη Μακεδονία και υπήρξε παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου. Τον ακολούθησε στην Ασία και παρέµεινε ένας από τους στενότερους φίλους του. Μετά τον θάνατό του ανέλαβε τη διοίκηση της Αιγύπτου, µετέφερε τη σωρό του Αλεξάνδρου από τη Βαβυλώνα στην Αλεξάνδρεια το 320 π.Χ. και αυτοανακηρύχθηκε βασιλιάς το 306 π.Χ. Συνέγραψε τα αποµνηµονεύµατά του βασιζόµενος στις προσωπικές του αναµνήσεις (όπου όµως µεγαλοποιεί τον ρόλο του) και στο έργο του Καλλισθένη. Αποφεύγει κάθε ψυχογραφική ανάλυση και αποδίδει στον Αλέξανδρο επεκτατικές διαθέσεις.
Το έργο του µας διασώθηκε από τις αναφορές του Αρριανού και του Κούρτιου Ρούφου σε αυτό. Σχεδόν την ίδια εποχή γράφουν ο Αριστόβουλος, ο Νέαρχος και ο Ονησίκριτος. Ο πρώτος υπήρξε φίλος του πατέρα του Φιλίππου Β' και ακολούθησε τον Αλέξανδρο έχοντας µάλλον µη στρατιωτικά καθήκοντα, όπως µπορούµε να κρίνουµε από το γεγονός ότι επισκεύασε τον τάφο του Κύρου του Μεγάλου. Συνέγραψε το έργο του στην Αλεξάνδρεια και πέθανε στην Κασσάνδρεια µετά την ίδρυσή της το 301 π.Χ. Η ιστορία του είναι µία ωραιοποίηση του βίου του Αλεξάνδρου, ενώ εισήγαγε στην ιστοριογραφία του Αλεξάνδρου την έννοια του «πόθου», ως το βασικό κίνητρο των ενεργειών του.
Το έργο του διασώθηκε µέσα από τις αναφορές του Αρριανού και του Πλουτάρχου. Ο Νέαρχος γεννήθηκε στην Κρήτη, αλλά µεγάλωσε στη Μακεδονία. Ανέλαβε τη διοίκηση του Μακεδονικού στόλου. Παντρεύτηκε την κόρη του Μέντωρα και της Βαρσίνης, ερωµένης του Αλεξάνδρου. Στην Ινδική του βρίσκει κανείς όχι µόνο πολύτιµες πληροφορίες για την Ινδία αλλά και τις τελευταίες στιγµές της ζωής του Αλεξάνδρου. Το έργο του δεν σώθηκε, αλλά έγινε γνωστό µέσα από τα στοιχεία που άντλησε από αυτό ο Αρριανός για την Ινδική του. Ο Ονησίκριτος από την Αστυπάλαια υπήρξε µαθητής του Διογένη από τη Σινώπη και υπηρέτησε στη βασιλική ναυαρχίδα.
Το έργο του καλύπτει την εκστρατεία του Αλεξάνδρου από το 326 π.Χ. µέχρι την επιστροφή από τη Βαβυλώνα. Έγραψε επίσης για την «εκπαίδευση του Αλεξάνδρου». Σπαράγµατα των έργων του µας διέσωσαν οι µεταγενέστεροι συγγραφείς. Γόνιµος αξιοποιητής της δόκιµης παράδοσης και σηµαντικός εκπρόσωπός της υπήρξε ο Λούκιος Φλάβιος Αρριανός από τη Νικοµήδεια. Γεννήθηκε περί το 87 µ.Χ. και φαίνεται ότι καταγόταν από επιφανή οικογένεια της Βιθυνίας. Σπούδασε φιλοσοφία κοντά στον Επίκτητο. Αργότερα ακολούθησε καριέρα στον Ρωµαϊκό στρατό. Υπήρξε φίλος του Αυτοκράτορα Αδριανού, ανήλθε σε κρατικά αξιώµατα στην Ανδαλουσία και έγινε ύπατος της Ρωµαϊκής επαρχίας Καππαδοκίας.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην Αθήνα, όπου πέθανε λίγο µετά το 145 µ.Χ. Ανάµεσα στο µεγάλο πλήθος των έργων του ιδιαίτερη θέση έχει η Ανάβασις, όπου περιγράφεται η εκστρατεία του Αλεξάνδρου. Η επιλογή του τίτλου σχετίζεται µε την επιρροή που είχε στο γενικότερο συγγραφικό έργο του ο Ξενοφώντας. Οι βασικές του πηγές υπήρξαν ο Αριστόβουλος και ο Πτολεµαίος και άλλες, όπως η Ινδική του Νεάρχου, ενώ µάλλον επισκέφθηκε τα πεδία των µαχών. Επίσης, ως στρατιωτικός και πολιτικός ήταν σε θέση να περιγράψει τις µάχες και την πολιτική του Αλεξάνδρου καλύτερα από τον καθένα.
Θετικά προσκείµενος απέναντι στον Αλέξανδρο δεν ακολουθεί την ψυχογραφική κριτική τύπου Κλειτάρχου, από την άλλη όµως δεν αφήνει τελείως άκριτες τις πλευρές του χαρακτήρα του ήρωά του. Είναι, τέλος, µία από τις κύριες πηγές µας για τα γεγονότα που ακολούθησαν τον θάνατο του Αλεξάνδρου.
Η ΛΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Η λαϊκή ιστορική παράδοση της ιστορίας του Αλεξάνδρου (γνωστή ως Vulgata) στηρίζεται στο χαµένο έργο του Κλειτάρχου από την Κολοφώνα, το οποίο µας διασώθηκε µέσα από τις ιστορίες του Διόδωρου του Σικελού και του Ρωµαίου Κούρτιου Ρούφου. Αν και δεν προτιµήθηκε από τους σύγχρονους ιστορικούς τόσο όσο η «δόκιµη παράδοση», λόγω των ανακριβειών που περιέχει και της ψυχογραφικής οπτικής της, ωστόσο προσφέρει σηµαντικά στοιχεία για γεγονότα που αποσιωπήθηκαν από τους συγγραφείς της δεύτερης. Ο Κλείταρχος ήταν γιος του Δίνωνα από την Κολοφώνα που συνέγραψε µία Περσική Ιστορία, η οποία έχει χαθεί.
Είχε ακολουθήσει τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία του, αλλά την ιστορία του την έγραψε στην Αλεξάνδρεια ίσως µέσα στην δεκαετία 310 - 301 π.Χ. Αντλεί τις πληροφορίες του από τον Ολύνθιο Καλλισθένη, ενώ συµπληρώνει τα στοιχεία του από τον Νέαρχο και τον Ονησίκριτο. Το έργο του παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί εµπεριέχει προσωπικές πληροφορίες από αυτοψία και προφορικές πληροφορίες των βετεράνων στρατιωτών του Αλεξάνδρου που διέµεναν στην Αλεξάνδρεια. Από την άλλη, όµως, η επιθυµία του να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη τον κάνει να υιοθετεί άκριτα φανταστικές ιστορίες, τις οποίες διηγούνται οι στρατιώτες κάθε εποχής.
Επιπροσθέτως, το έργο του χαρακτηρίζεται από µία ψυχογραφική διάθεση, µία προσπάθεια δηλαδή να παρουσιάσει τη µετατροπή του Αλεξάνδρου σε αλκοολικό τύραννο και δολοφόνο. Ο Κλείταρχος είναι η βασική πηγή του τµήµατος της Βιβλιοθήκης του Διοδώρου του Σικελού που αναφέρεται στον Αλέξανδρο και συγγράφηκε µεταξύ του 65/60 και 35/30 π.Χ. Η ιστορία του Αλεξάνδρου, ενταγµένη µέσα στο σύνολο της Ελληνικής ιστορίας έρχεται να συνδέσει τις ιστορίες των Ασσυρίων, των Αιγυπτίων, της Βαβυλωνίας και της Λιβύης που είχαν προηγηθεί της Ελληνικής.
Η ψυχογραφική οπτική του Κλειτάρχου επαναλαµβάνεται από τον Κ. Κούρτιο Ρούφο, έναν στρατιωτικό χαµηλής καταγωγής που έφτασε την εποχή του Αυτοκράτορα Τιβερίου στο συγκλητικό αξίωµα, ενώ αργότερα έγινε ύπατος και κυβερνήτης της επαρχίας της Αφρικής. Ο Κούρτιος, µε βασική πηγή τον Κλείταρχο και µε δευτερεύουσες τον Πτολεµαίο και τον Αριστόβουλο, συγγράφει µία Ιστορία του Αλεξάνδρου στα τελευταία και χρόνια του Αυτοκράτορα Τιβερίου (31 - 41 µ.Χ.), θέλοντας να καυτηριάσει την τυραννική συµπεριφορά του Αυτοκράτορα Καλλιγούλα (37 - 41 µ.Χ.).
Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ
Οι λόγοι που οδήγησαν τον Φίλιππο στην εκστρατεία εναντίον των Περσών, πέραν των γεωπολιτικών (επέκταση του βασιλείου της Μακεδονίας), θα πρέπει να αναζητηθούν στη θέση που επιζητούσε να αποκτήσει στον Ελληνικό κόσµο. Η νίκη στη Χαιρώνεια και η απόκτηση των δύο ψήφων στην Αµφικτυονία των Δελφών, µπορεί να τον είχαν κάνει κυρίαρχο του Ελλαδικού εδάφους από τη Θράκη µέχρι τη Θήβα και ρυθµιστή των πραγµάτων της νότιας Ελλάδος, ωστόσο στη συνείδηση των Ελλήνων δεν είχε τη θέση που είχαν αποκτήσει η Αθήνα και η Σπάρτη µετά τα Περσικά. Ο Φίλιππος έπρεπε να υπερβεί τα επιτεύγµατα των δύο αυτών πόλεων στον ίδιο τοµέα.
Η ήττα των Περσών έπρεπε να είναι οριστική και η απελευθέρωση των Ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας µόνιµη. Από την άλλη µεριά, η δυσαρέσκεια που είχε προκαλέσει η Ανταλκίδειος ειρήνη, η κόπωση των πόλεων της νότιας Ελλάδας από τις συνεχείς µεταξύ τους συγκρούσεις και οι λόγοι του Ισοκράτη στην Αθήνα άφηναν ανοικτό το πεδίο για την εµφάνιση µιας νέας δύναµης που θα ένωνε τους Έλληνες σε µία κοινή προσπάθεια. Η δύναµη αυτή ήταν η Μακεδονία του Φιλίππου και η προσπάθεια αυτή ήταν η απελευθέρωση των πόλεων της Μικράς Ασίας.
Ο Φίλιππος, προσπαθώντας να εκµεταλλευτεί τη δυναστική κρίση στο εσωτερικό της Περσικής Αυτοκρατορίας (ο Αρταξέρξης Γ' είχε πρόσφατα πεθάνει και ο διάδοχός του Αρταξέρξης Δ' αντιµετώπιζε εξεγέρσεις σατραπών στην Αίγυπτο και την Βαβυλωνία) έστειλε την άνοιξη του 336 π.Χ. τον Παρµενίωνα, συνεπικουρούµενο από τον Άτταλο και τον Αµύντα µε 10.000 άνδρες στη Μικρά Ασία, ενώ ο στόλος απελευθέρωνε τα νησιά του βορείου Αιγαίου. Έτσι, µε την παρέµβασή τους εκδιώχθηκαν οι φιλοπερσικές ολιγαρχίες στην Ερεσσό της Λέσβου, στη Χίο, στις Ερυθρές και στην Έφεσο. Μάλιστα, στις Ερυθρές ανατέθηκαν βωµοί στον Δία Φιλίππειο, ενώ οι Εφέσιοι ανέθεσαν άγαλµα του Φιλίππου στον ναό της Αρτέµιδος.
Κύριος στόχος της εκστρατείας ήταν η προώθηση µέχρι την Καρία, προκειµένου, µέχρι να φτάσει το κύριο εκστρατευτικό σώµα µε επικεφαλής τον Φίλιππο, να µην επιτραπεί στον περσικό στόλο να χρησιµοποιήσει τα λιµάνια της αποκόπτοντας το εκστρατευτικό σώµα από τις βάσεις ανεφοδιασµού του και αποβιβάζοντας ενισχύσεις, όπως συνέβη µε την εκστρατεία του Αγησιλάου το 396 - 394 π.Χ. Ωστόσο, ο Μέµνωνας ο Ρόδιος, επικεφαλής 4.000 µισθοφόρων, κατόρθωσε να ανακόψει την προέλασή τους στη Μαγνησία (στο Σίπυλο ή στο Μαίανδρο, οι πηγές δεν είναι ξεκάθαρες). Έτσι, ο Παρµενίωνας αναγκάστηκε να υποχωρήσει προς τα βόρεια και συγκεκριµένα στην Ελλησποντική Φρυγία.
Τον Οκτώβριο του ιδίου χρόνου ο Φίλιππος δολοφονείται στις Αιγές. Ο Αλέξανδρος έπρεπε να φέρει τώρα εις πέρας το έργο του πατέρα του, έχοντας απέναντί του τον Δαρείο Γ', που είχε εν τω µεταξύ διαδεχθεί τον επίσης δολοφονηµένο Αρταξέρξη.
Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΟΥ ΕΛΛΑΔΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ
Η πρώτη µέριµνα του Αλεξάνδρου, µετά την ανακήρυξή του σε βασιλιά της Μακεδονίας, ήταν να εξασφαλίσει τη θέση του στη Μακεδονία, στο στράτευµα και στον Ελλαδικό χώρο. Το πρώτο επιτεύχθηκε δολοφονώντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, συµπεριλαµβανοµένων και των ετεροθαλών αδερφών του, µε εξαίρεση τον Φίλιππο Αρριδαίο που ήταν διανοητικά ανάπηρος. Το δεύτερο έγινε πραγµατικότητα τοποθετώντας σε σηµαντικές θέσεις στο στράτευµα συγγενείς του Παρµενίωνα, που ήταν επικεφαλής του εκστρατευτικού σώµατος που είχε διεκπεραιωθεί στη Μικρά Ασία και συγγενής του Αττάλου που βρισκόταν πίσω από τον θάνατο του Φιλίππου.
Σε αντάλλαγµα ο Παρµενίωνας επέτρεψε τη δολοφονία του Αττάλου, που συνδιοικούσε µαζί του το σώµα της Μικράς Ασίας, και έθεσε τις δυνάµεις του στη διάθεσή του. Το τρίτο, ωστόσο, δεν ήταν θέµα διπλωµατικής αλλά στρατιωτικής δράσης. Πολλές Ελληνικές πόλεις και έθνη αποχώρησαν από τη Συµµαχία της Κορίνθου µόλις πληροφορήθηκαν τον θάνατο του Φιλίππου. Στην αντίδραση πρωτοστάτησε η Αθήνα, στην οποία είχε επικρατήσει πάλι η αντιµακεδονική παράταξη µε επικεφαλής τον Δηµοσθένη. Έτσι κινήθηκε εναντίον των Θεσσαλών που είχαν εξεγερθεί. Χρησιµοποιώντας µία διάβαση στην Όσσα, παρέκαµψε το φυλασσόµενο στενό των Τεµπών και εισήλθε στη Θεσσαλία.
Επικαλούµενος την κοινή τους ηρωϊκή καταγωγή από τον Ηρακλή, τους ζήτησε να επιστρέψουν στη Συµµαχία. Οι Θεσσαλοί, µην έχοντας άλλη επιλογή, τον ανακήρυξαν άρχοντα του Κοινού τους, όπως είχαν κάνει και µε τον πατέρα του, και έθεσαν το περίφηµο ιππικό τους στη διάθεσή του. Τα µικρότερα έθνη της νότιας Ελλάδας που είχαν, επίσης, εξεγερθεί επέστρεψαν και αυτά στη Συµµαχία. Οι Αθηναίοι, φοβούµενοι µήπως ο Αλέξανδρος κινηθεί εναντίον τους, επιδιόρθωσαν τα τείχη τους και έστειλαν πρεσβεία ζητώντας συγνώµη. Έτσι, ο Αλέξανδρος έφτασε στην Κόρινθο τον Νοέµβριο - Δεκέµβριο του 336 π.Χ., όπου όλες οι πόλεις, εκτός από τη Σπάρτη, είχαν στείλει αντιπροσώπους.
Εκεί ανακηρύχθηκε «ηγεµών της Συµµαχίας» και «Στρατηγός - Αυτοκράτωρ» της εκστρατείας εναντίον των Περσών. Αποφασίστηκε, επίσης, ότι όλες οι πόλεις θα παρέµεναν αυτόνοµες χωρίς παρεµβάσεις στα εσωτερικά τους. Στη συνέχεια (καλοκαίρι 336 π.Χ.) ο Αλέξανδρος κινήθηκε αποτελεσµατικά εναντίων των Θρακών και των Ιλλυριών, που είχαν αναθαρρήσει µετά τον θάνατο του Φιλίππου.
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΑΚΕΔΟΝΩΝ
Οι αριθµοί που δίνουν οι αρχαίες πηγές για τον στρατό του Αλεξάνδρου ποικίλλουν από 30.000 πεζούς και 4.000 ιππείς σε 43.000 πεζούς και 5.500 ιππείς. Συνδυάζοντας τα αριθµητικά δεδοµένα του Αρριανού και του Διοδώρου µπορούµε να καταλήξουµε σε ένα πιθανό σύνολο 32.000 πεζών και 5.700 ιππέων. Η υψηλή αναλογία ιππικού προς πεζικό (1:6) δείχνει ότι ο Αλέξανδρος είχε την πρόθεση να βασιστεί σε µεγάλο βαθµό στο πρώτο, κάτι που διαπιστώνει κανείς και στον Γρανικό και στην Ισσό και στα Γαυγάµηλα. Όσον αφορά το πεζικό, τη διαιρεµένη σε 6 τάξεις Μακεδονική φάλαγγα, αποτελούσαν 9.000 άνδρες.
Άλλες τρεις χιλιαρχίες επανδρώνονταν από Μακεδόνες, ενώ υπήρχαν επίσης 500 Μακεδόνες τοξότες, και άλλοι τόσοι Αγριάνες ακοντιστές. Από τις περιοχές γύρω από τη Μακεδονία (Ιλλυρία κ.ά) προήλθαν 7.000 πεζικάριοι µε ελαφρύ οπλισµό, ενώ το Κοινό της Κορίνθου προσέφερε 7.000 οπλίτες. Τέλος, 5.000 µισθοφόροι οπλίτες, πελταστές και τοξότες προήλθαν από διάφορα άλλα µέρη της Ελλάδας. Το βαρύ ιππικό αποτελούσαν 1.800 Μακεδόνες της «εταιρικής ίππου», 600 έφιπποι σαρισσοφόροι και 1.800 Θεσσαλοί, ενώ το ελαφρύ 600 Θράκες, 300 Παίονες και 600 ιππείς του Κοινού της Κορίνθου.
Στους αριθµούς αυτούς προστέθηκαν σε διάφορες φάσεις της εκστρατείας ενισχύσεις προερχόµενες από την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και τις άλλες περιοχές που καταλάµβανε ο Αλέξανδρος, ενώ κατά διαστήµατα τραυµατίες έµεναν πίσω και αριθµοί στρατιωτών επέστρεφαν στην Ελλάδα για ξεκούραση. Ο στόλος του Αλεξάνδρου αποτελείτο από 160 πλοία (µεταξύ των οποίων 20 αθηναϊκά) και άγνωστο αριθµό µεταγωγικών. Όπως µπορεί κανείς να διαπιστώσει, το µεγαλύτερο τµήµα του στρατεύµατος το αποτελούσαν Μακεδόνες. Δεν είναι όµως γνωστό εάν αυτό οφειλόταν στην επιλογή του Αλεξάνδρου ή στην απροθυµία των άλλων Ελληνικών πόλεων.
Το βέβαιο είναι ότι αυτό προσέδιδε στον στρατό του Αλεξάνδρου έναν µεγάλο βαθµό οµοιογένειας που δεν είχε ο Περσικός στρατός. Εκτός των µάχιµων µονάδων υπήρχε µεγάλος αριθµός φορτηγών ζώων, τµήµα µηχανικού (θα παίξει τον σηµαντικότερο ρόλο στις πολιορκίες της Αλικαρνασσού, της Τύρου και της Γάζας), τοπογράφοι, αρχιτέκτονες, ταχυδροµική υπηρεσία (βασιλικό ταχυδροµείο), βασιλική γραµµατεία επιφορτισµένη µε την αλληλογραφία και την τήρηση του ηµερολογίου, διπλωµατικοί υπάλληλοι, µάντεις και γιατροί. Το εκστρατευτικό σώµα ακολουθούσαν, επίσης, φιλόσοφοι, γεωγράφοι, ιστορικοί, ποιητές, µουσικοί και άλλοι καλλιτέχνες.
Κατά την παραµονή του ο Αλέξανδρος άκουσε την παράδοση για την άµαξα του Γορδίου. Σύµφωνα µε αυτή, την εποχή που είχε ξεσπάσει εµφύλια διαµάχη µεταξύ των Φρυγών, οι τελευταίοι έλαβαν έναν χρησµό ότι όποιος φτάσει πάνω σε µία άµαξα, αυτός θα γίνει βασιλιάς τους και θα σταµατήσει τη διαµάχη. Εκείνη, λοιπόν, τη στιγµή εµφανίστηκε ο Μίδας πάνω στην άµαξα του πατέρα του και οι Φρύγες τον έκαναν βασιλιά τους. Την άµαξα αυτή ο Μίδας την αφιέρωσε στον Δία. Ο ζυγός της ήταν δεµένος µε δεσµό από φλοιό κρανέας και δεν µπορούσε να διακρίνει κανείς ούτε την αρχή ούτε το τέλος του. Σύµφωνα, λοιπόν, µε την ίδια παράδοση, όποιος έλυνε τον δεσµό θα γινόταν κυρίαρχος της Ασίας.
Ο Αλέξανδρος, όπως αναφέρει ο Αρριανός, ακολουθώντας τον Αριστόβουλο, έλυσε τον δεσµό αφαιρώντας το καρφί που συνέδεε τον ζυγό µε την άµαξα. Άλλοι όµως βιογράφοι του Αλεξάνδρου υποστηρίζουν ότι έκοψε τον δεσµό µε το σπαθί του, δείχνοντας ότι θα γίνονταν κύριος της Ασίας όχι µε τον νου, αλλά µε τη στρατιωτική του ισχύ. Η ιστορικότητα της δεύτερης αυτής άποψης αµφισβητείται.
Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Αντίθετα µε τον στρατό του Αλεξάνδρου, οι αριθµοί που αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς για τον στρατό του Δαρείου απέχουν σηµαντικά µεταξύ τους. Συγκεκριµένα, όσον αφορά το στράτευµα της Ισσού, ο Διόδωρος κάνει λόγο για 500.000, ο Αριανός για 600.000 και ο Κούρτιος Ρούφος για 300.000 άνδρες. Οι διαφορές είναι ακόµη µεγαλύτερες στα Γαυγάµηλα, όπου οι τρεις συγγραφείς αναφέρουν 200.000 ιππείς και 800.000 πεζούς, 40.000 ιππείς και 1.000.000 πεζούς και 45.000 ιππείς και 200.000 πεζούς αντίστοιχα. Ο Πλούταρχος και ο Ιουστίνος από την άλλη µιλούν για 1.000.000 και 500.000 άνδρες, χωρίς να κάνουν διάκριση µεταξύ πεζών και ιππέων.
Εντυπωσιακή είναι η περιγραφή από τον Κούρτιο Ρούφο της στρατιάς που ξεκίνησε από τη Βαβυλώνα µε κατεύθυνση την Ισσό. Σύµφωνα µε τον Ρωµαίο ιστορικό, που αντλεί πληροφορίες και από Περσικές πηγές, προηγούνταν του στρατεύµατος οι ασηµένιοι βωµοί µε την ιερή πυρά των Ζωροαστρών, ακολουθούσαν οι Μάγοι και 365 άνδρες ντυµένοι µε άλικους χιτώνες, συµβολίζοντας τις ηµέρες του σεληνιακού ηµερολογίου. Πίσω από αυτούς είχε τοποθετηθεί το άρµα του Ahura Mazda, το οποίο έσερναν λευκά άλογα και ένας τεράστιος ίππος «το άλογο του ήλιου». Την ποµπή έκλειναν δέκα άµαξες στολισµένες µε χρυσό και ασήµι.
Πίσω από αυτή την περίεργη ποµπή ακολουθούσε ο στρατός µε πρώτους τους ιππείς ντυµένους µε τη στολή της περιοχής από την οποία προέρχονταν, και αµέσως µετά τους Αθανάτους. Οι τελευταίοι αριθµούσαν 10.000 και ήταν το εκλεκτότερο σώµα του Περσικού στρατεύµατος. Φορούσαν χρυσοποίκιλτα ρούχα και έφεραν δόρατα µε χρυσά άκρα. Αµέσως µετά έρχονταν οι 15.000 ευγενείς ντυµένοι πολυτελώς (µε γυναίκες τους παροµοιάζει ο Κούρτιος Ρούφος), όσοι ήταν υπεύθυνοι για την γκαρνταρόµπα του βασιλιά και τέλος ο Δαρείος πάνω στο άρµα του µε 200 συγγενείς στα δεξιά και στα αριστερά του.
Πίσω από τον Δαρείο είχαν λάβει θέση 10.000 λογχοφόροι, 30.000 πεζοί και τα 400 βασιλικά άλογα, και αµέσως µετά οι άµαξες µε τη µητέρα, τη σύζυγό του και την ακολουθία τους. Στη συνέχεια έρχονταν 15 άµαξες µε τα παιδιά του Δαρείου, τις υπηρέτριες και τους ευνούχους. Ακολουθούσαν οι 360 παλλακίδες µαζί µε τα 600 µουλάρια και τις 300 καµήλες που µετέφεραν τους θησαυρούς του Πέρση βασιλιά. Μετά οι γυναίκες των ευγενών, οι υπηρέτες, οι µηχανικοί, οι τεχνίτες και τέλος πλήθος πεζικάριων µε ελαφρύ οπλισµό. Όπως µπορεί κανείς να συµπεράνει, το Περσικό στράτευµα έµοιαζε περισσότερο µε µία τελετουργική ποµπή παρά µε έναν στρατό µε τη συνήθη έννοια.
Η εξήγηση βρίσκεται στη διαφορετική άποψη για τον πόλεµο που είχαν οι Πέρσες. Σκοπός τους ήταν περισσότερο να εντυπωσιάσουν µε την πολυτέλεια και το πλήθος τον αντίπαλο, ώστε να προσέλθει σε διαπραγµατεύσεις, παρά να πολεµήσουν. Απέναντί τους, όµως, είχαν έναν σιδερόφρακτο στρατό που ο µόνος σκοπός του ήταν η µάχη. Αν πάλι δεν κατόρθωναν να επιτύχουν την έναρξη διαπραγµατεύσεων, τότε το κύριο βάρος της µάχης έπεφτε στους Αθανάτους και στους ευγενείς που ήταν καθώς φαίνεται πολύ καλύτερα εκπαιδευµένοι από τους υπολοίπους. Στόχος τους ήταν να δώσουν τέλος στη µάχη εξουδετερώνοντας τον αντίπαλο αρχηγό (κάτι που συνέβη στα Κούναξα το 401 π.Χ.).
Αντίθετα, λοιπόν, µε την κατά φάλαγγα µάχη των Ελλήνων, οι Πέρσες επιδίωκαν έναν πόλεµο ευγενών, σύµφωνα µε το αριστοκρατικό πρότυπο του πολέµου που ήταν παρελθόν στην Ελλάδα εδώ και αιώνες. Απόδειξη περί αυτού είναι ο θάνατος πολλών εξ’ αυτών και στις τρεις µάχες µε τον Αλέξανδρο. Αυτό ακριβώς ξέροντας ο Αλέξανδρος επιδίωκε πάντα να χτυπήσει το αντίπαλο κέντρο, όχι όµως συγκεντρώνοντας γύρω του, όπως ο Δαρείος, τους εκλεκτούς, αλλά χρησιµοποιώντας σώµατα που είχαν εκπαιδευτεί να ενεργούν ως σύνολα, όπως η εταιρική ίππος και η µακεδονική φάλαγγα. Θα ήταν βέβαια λάθος να υποστηρίξει κανείς ότι εκπαιδευµένα σώµατα απουσίαζαν τελείως από τον περσικό στρατό.
Οι κατάφρακτοι ιππείς και οι Καρδάκες ήταν δύο από αυτά. Οι πρώτοι ήταν ιππείς µε βαριά πανοπλία, ενώ οι δεύτεροι, που στρατεύονταν ως πεζοί, κατοικούσαν σε ξεχωριστούς οικισµούς και είχαν ως µόνη τους ενασχόληση τη στρατιωτική εκπαίδευση. Παραδοσιακό περσικό σώµα ήταν και οι τοξότες, ενώ στα Γαυγάµηλα ως έσχατο µέσο χρησιµοποιήθηκαν τα δρεπανηφόρα άρµατα και οι πολεµικοί ελέφαντες. Τέλος, στα επίλεκτα σώµατα θα πρέπει να προστεθούν και οι Έλληνες µισθοφόροι που έδρασαν στον Γρανικό και στην Ισσό. Όσον αφορά τον στόλο, αυτός αποτελούνταν από 400 πλοία προερχόµενα κυρίως από την Ιωνία, την Κύπρο και τη Φοινίκη.
Ο στόλος αυτός διαλύθηκε µε την κατάληψη της Μικράς Ασίας και της Συροπαλαιστίνης από τον Αλέξανδρο καθώς και µε την προσχώρηση στο Ελληνικό στρατόπεδο των βασιλέων της Κύπρου. Μπορεί, λοιπόν, να συµπεράνει κανείς ότι η περιορισµένη συνοχή, η παρωχηµένη στρατιωτική τακτική, ο περιορισµένος αριθµός καλά εκπαιδευµένων σωµάτων και η ανοµοιογένεια ήταν βασικοί παράγοντες για τις ολέθριες ήττες που υπέστη ο περσικός στρατός. Τη διαφορά τελικά δεν την έκανε η ποσοτική αλλά η ποιοτική υπεροχή, και αυτή ήταν µε την πλευρά του Αλεξάνδρου.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ Μ. ΑΛΑΞΑΝΔΡΟΥ
Όταν μεγάλωνε στο παλάτι της Μακεδονίας, ο Αλέξανδρος, (356 - 322 π.Χ.) θεωρούνταν ένας, μάλλον, παράξενος νέος άνδρας. Του άρεσαν οι συνηθισμένες αγορίστικες ασχολίες, όπως τα άλογα κι ο πόλεμος και είχε αποδείξει την ανδρεία του έχοντας πολεμήσει δίπλα στον πατέρα του Βασιλιά Φίλιππο Β' σε αρκετές μάχες. Συγχρόνως, όμως, αγαπούσε τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία. Δάσκαλός του ήταν ο μεγάλος φιλόσοφος Αριστοτέλης, ο οποίος είχε μεγάλη επίδραση πάνω του και τον είχε κάνει να αγαπά τις συζητήσεις για την πολιτική και την επιστήμη, αντιμετωπίζοντας τον κόσμο όσο πιο αντικειμενικά μπορούσε.
Ύστερα, υπήρχε και η μητέρα του η Ολυμπιάδα: μια μυστικίστρια και προληπτική γυναίκα που, όταν γεννούσε τον Αλέξανδρο, είδε ένα όραμα ότι ο γιος της μια μέρα θα κατακτούσε όλον τον τότε γνωστό κόσμο. Του το είχε πει αφηγούμενη σε αυτόν συνέχεια τις ιστορίες του Αχιλλέα, από τον οποίο καταγόταν η οικογένειά της. Ο Αλέξανδρος λάτρευε τη μητέρα του (ενώ μισούσε τον πατέρα του) και πήρε τις προφητείες της πολύ στα σοβαρά. Νωρίς στη ζωή του, άρχισε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν κάτι παραπάνω από γιος ενός βασιλιά. Ο Αλέξανδρος ανατράφηκε για να γίνει διάδοχος του θρόνου ενός κράτους που είχε μεγαλώσει σημαντικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του πατέρα του.
Με τα χρόνια, ο βασιλιάς είχε κατορθώσει να κάνει τον στρατό της Μακεδονίας μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στην Ελλάδα. Είχε νικήσει τη Θήβα και την Αθήνα, ενώνοντας όλες τις Ελληνικές πόλεις-κράτη (εκτός από τη Σπάρτη) σε μια Πανελλαδική Ομοσπονδία υπό την ηγεμονία του. Ήταν ένας πονηρός και επικίνδυνος ηγεμόνας. Το 336 π.Χ., ο Φίλιππος δολοφονήθηκε από έναν δυσαρεστημένο ευγενή. Θεωρώντας τη Μακεδονία ξαφνικά ευάλωτη, η Αθήνα κήρυξε την ανεξαρτησία της από την Ομοσπονδία. Οι υπόλοιπες πόλεις-κράτη ακολούθησαν. Φυλές από το βορρά απειλούσαν με εισβολή. Σχεδόν από την μια μέρα στην άλλη, η μικρή Αυτοκρατορία του Φιλίππου διαλυόταν.
Όταν ο Αλέξανδρος ανέβηκε στον θρόνο, ήταν μόλις είκοσι χρονών και πολλοί τον θεωρούσαν ανέτοιμο. Ήταν κακή εποχή για να μάθει τη δουλειά. Οι Μακεδόνες στρατηγοί και πολιτικοί αρχηγοί θα έπρεπε να τον θέσουν υπό την προστασία τους. τον συμβούλευαν να το πάρει με το μαλακό, να εδραιώσει τη θέση του και στον στρατό και στην Μακεδονία και μετά, προοδευτικά, να φτιάξει ξανά την Ομοσπονδία με βία και δόλο. Αυτό θα έκανε ο Φίλιππος. Ο Αλέξανδρος, όμως, δεν άκουγε. Είχε άλλα σχέδια ή, τουλάχιστον, έτσι έδειχνε. Χωρίς να δώσει στους εχθρούς του -μέσα και έξω από τη Μακεδονία- χρόνο να οργανωθούν εναντίον του, οδήγησε το στρατό του νότια και κατέκτησε τη Θήβα με μια σειρά κεραυνοβόλων ελιγμών.
Ακολούθως, προχώρησε εναντίον των Αθηναίων, οι οποίοι, φοβούμενοι την τιμωρία, τον ικέτευσαν για συγχώρεση παρακαλώντας τον να τους δεχτεί πάλι στην Ομοσπονδία. Ο Αλέξανδρος τους δέχτηκε. Ο εκκεντρικός νεαρός πρίγκιπας είχε αποδειχθεί ένας τολμηρός και απρόβλεπτος βασιλιάς - επιτιθέμενος εκεί που δεν υπήρχε λόγος, δείχνοντας, όμως και απρόσμενη επιείκεια στους Αθηναίους. Δύσκολα μπορούσε να τον καταλάβει κανείς και οι πρώτοι ελιγμοί του από τη θέση του βασιλιά, του απέφεραν πολλούς θαυμαστές. Ωστόσο, η επόμενη κίνησή του ήταν ακόμα πιο παράξενη και παράτολμη.
Αντί να προσπαθήσει να εδραιώσει τις κατακτήσεις του και να ενισχύσει την επισφαλή Ομοσπονδία, πρότεινε μια εκστρατεία κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, του μεγαλύτερου εχθρού των Ελλήνων. Εκατόν πενήντα περίπου χρόνια νωρίτερα, οι Πέρσες είχαν προσπαθήσει να εισβάλλουν στην Ελλάδα. Το είχαν σχεδόν καταφέρει και εξακολουθούσαν να ονειρεύονται ότι θα το επαναλάμβαναν - και ότι ατή τη φορά θα το κατάφερναν. Αντιμετωπίζοντας την συνεχή απειλή της Περσίας, οι Έλληνες δεν μπορούσαν να είναι ποτέ ήσυχοι, ενώ τα Περσικά πλοία εμπόδιζαν και το δια θαλάσσης εμπόριο των Ελλήνων.
Το 334 π.Χ., διασχίζοντας τα Στενά των Δαρδανελίων, ο Αλέξανδρος οδήγησε τον ενωμένο στρατό των 35.000 Ελλήνων μέσα στη Μικρά Ασία, στο δυτικότερο κομμάτι της Περσικής Αυτοκρατορίας. Στην πρώτη σύγκρουσή τους με τον εχθρό, στη μάχη του Γρανικού, οι Έλληνες απώθησαν τους Πέρσες. Οι στρατηγοί του Αλέξανδρου δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν την τόλμη του: έδειχνε αποφασισμένος να κατακτήσει την Περσία, εκπληρώνοντας την προφητεία της μητέρας του σε χρόνο ρεκόρ. Και πέτυχε, ενεργώντας γρήγορα και κάνοντας εκείνος την πρώτη κίνηση. Τώρα, στρατιώτες και στρατηγοί περίμεναν ότι θα προχωρούσε ανατολικά, μέσα στην Περσία, προκειμένου να αποτελειώσει τον στρατό του εχθρού που φαινόταν παράξενα αδύνατος.
Γι’ άλλη μια φορά, Αλέξανδρος διέψευσε τις προσδοκίες, αποφασίζοντας ξαφνικά να κάνει αυτό που δεν είχε κάνει ποτέ πριν: να περιμένει. Κάτι τέτοιο θα φαινόταν λογικό τότε που είχε ανέβει στην εξουσία. Τώρα, όμως, φαινόταν να δίνει στους Πέρσες το μοναδικό πράγμα που χρειαζόταν: χρόνο να συνέλθουν και να ανασυνταχτούν. Κι όμως, ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του όχι προς την ανατολή, αλλά προς τον νότο, κάτω στις ακτές της Μικράς Ασίας, ελευθερώνοντας τις εκεί πόλεις από την Περσική κυριαρχία. Κατόπιν, κινήθηκε με ελιγμούς ανατολικά και πάλι νότια μέσω της Φοινίκης, μπαίνοντας στην Αίγυπτο, όπου γρήγορα νίκησε την εκεί αδύνατη Περσική φρουρά.
Οι Αιγύπτιοι μισούσαν τους Πέρσες ηγεμόνες και υποδέχτηκαν τον Αλέξανδρο ως λυτρωτή. Τώρα, ο Αλέξανδρος μπορούσε να χρησιμοποιήσει τις τεράστιες αποθήκες σιτηρών της Αιγύπτου για να θρέψει τον Ελληνικό Στρατό και να ενισχύσει την ελληνική οικονομία, στερώντας, συγχρόνως, από τους Πέρσες μια σημαντική πηγή εσόδων. Καθώς οι Έλληνες απομακρυνόταν από την πατρίδα τους, ο Περσικός Στόλος αποτελούσε μια ανησυχητική απειλή: μπορούσε να αποβιβάσει έναν ολόκληρο στρατό σχεδόν οπουδήποτε στη Μεσόγειο και να τους επιτεθεί από πίσω ή από πλάγια. Πριν ξεκινήσει ο Αλέξανδρος την εκστρατεία του, πολλοί τον είχαν συμβουλέψει να ενισχύσει τον Ελληνικό Στόλο και να επιτεθεί στους Πέρσες και στη θάλασσα και στην ξηρά.
Ο Αλέξανδρος τους είχε αγνοήσει. Αντιθέτως, καθώς περνούσε μέσα από τη Μικρά Ασία και στη συνέχεια, από τη Φοινίκη, απλώς καταλάμβανε τα βασικά λιμάνια της Περσίας, κάνοντας άχρηστο το στόλο της. Αυτές οι μικρές νίκες, τότε, είχαν μια μεγαλύτερη στρατηγική σκοπιμότητα. Ωστόσο, θα είχαν πολύ μικρή σημασία εάν οι Έλληνες δεν κατάφερναν να νικήσουν τους Πέρσες στο πεδίο της μάχης - και ο Αλέξανδρος φαινόταν να κάνει τη νίκη πιο δύσκολη. Ο Πέρσης βασιλιάς Δαρείος, συγκέντρωσε τις δυνάμεις του ανατολικά του Τίγρη Ποταμού. Υπερείχε αριθμητικά, επιλέγοντας ο ίδιος και την τοποθεσία, οπότε μπορούσε να περιμένει ήσυχος τον Αλέξανδρο να διασχίσει τον ποταμό.
Μήπως ο Αλέξανδρος είχε χάσει τη δίψα του για μάχη; Μήπως ο Περσικός και Αιγυπτιακός Πολιτισμός τον είχαν μαλακώσει; Έτσι φαινόταν: είχε αρχίσει να φορά Περσικές ενδυμασίες και να υιοθετεί Περσικές συνήθειες. Μέχρι που τον είδαν να λατρεύει θεούς των Περσών. Καθώς ο Περσικός Στρατός οπισθοχωρούσε ανατολικά του Τίγρη, μεγάλες εκτάσεις της Περσικής Αυτοκρατορίας είχαν περιέλθει στα χέρια των Ελλήνων. Τώρα, ο Αλέξανδρος περνούσε μεγάλο μέρος του χρόνου του όχι πολεμώντας, αλλά ασκώντας πολιτική και προσπαθώντας να δει πως θα κυβερνούσε καλύτερα αυτές τις περιοχές.
Αποφάσισε να συνεχίσει το Περσικό σύστημα που ήδη βρισκόταν σε ισχύ, να διατηρήσει τους τίτλους των στελεχών της κυβερνητικής γραφειοκρατίας και να εισπράττει τους ίδιους φόρους υποτέλειας που εισέπραττε ο Δαρείος. Άλλαξε μόνο τις σκληρές, μη δημοφιλείς πλευρές της Περσικής κυριαρχίας. Γρήγορα εξαπλώθηκε η φήμη της γενναιοδωρίας του και της καλοσύνης που έδειχνε στους νέους υποτακτικούς του. Η μια πόλη μετά την άλλη παραδίνονταν στους Έλληνες χωρίς αντίσταση, ευχαριστημένες που θα γινόταν μέρος της διαρκώς επεκτεινόμενης Αυτοκρατορίας του Αλεξάνδρου, υπερβαίνοντας τα όρια της Ελλάδος και της Περσίας. Ήταν ο ενωτικός κρίκος, ο φιλεύσπλαχνος επιτηρητής Θεός.
Τελικά, το 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος επιτέθηκε στην κύρια Περσική δύναμη στα Γαυγάμηλα. Εκείνο που δεν είχαν καταλάβει οι στρατηγοί του ήταν ότι, έχοντας στερήσει από τους Πέρσες τον στόλο τους, την πλούσια γη της Αιγύπτου, την υποστήριξη και του φόρους υποτέλειας σχεδόν όλων των υποτακτικών τους, η Περσική Αυτοκρατορία είχε ήδη διαλυθεί. Η επικράτηση του Αλέξανδρου στα Γαυγάμηλα απλώς επισφράγισε με μια στρατιωτική νίκη ό,τι είχε ήδη επιτύχει μήνες πριν: ήταν τώρα ο ηγέτης της άλλοτε παντοδύναμης Περσικής Αυτοκρατορίας. Εκπληρώνοντας την προφητεία της μητέρας του, ήταν κυρίαρχος σχεδόν όλου του τότε γνωστού κόσμου.
Οι ελιγμοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου είχαν καταπλήξει το επιτελείο του: φαινόταν να μην έχουν λογική, ούτε ειρμό. Μόνον αργότερα οι Έλληνες ερμήνευσαν τις πράξεις του και να εκτιμήσουν πραγματικά τα τεράστια κατορθώματά του. Ο λόγος που δεν μπορούσαν να καταλάβουν ήταν γιατί ο Αλέξανδρος είχε εφεύρει έναν εντελώς νέο τρόπο σκέψης και ενεργειών: την τέχνη της ανώτερης στρατηγικής. Στην ανώτερη στρατηγική κοιτάζεις πέρα από την παρούσα στιγμή, πέρα από τις άμεσες μάχες και έγνοιές σου. Αντιθέτως, συγκεντρώνεσαι σε αυτό που τελικά θέλεις να πετύχεις. Ελέγχοντας τον πειρασμό να αντιδράσεις τα γεγονότα έτσι όπως εμφανίζονται, καθορίζεις κάθε πράξη σου σύμφωνα με τον τελικό στόχο σου.
Δεν σκέφτεσαι τις ξεχωριστές μάχες, αλλά τη συνολική εκστρατεία. Ο Αλέξανδρος χρωστούσε αυτή τη νέα μορφή στρατηγικής σκέψης στη μητέρα του και στον Αριστοτέλη. Η μητέρα του τού είχε δώσει την αίσθηση του πεπρωμένου και έναν στόχο: να γίνει ο κυρίαρχος του τότε γνωστού κόσμου. Από την ηλικία των τριών ετών, μπορούσε να δει με τα μάτια του τον ρόλο που θα έπαιζε όταν θα γινόταν τριάντα. Από τον Αριστοτέλη έμαθε να ελέγχει τα συναισθήματά του, να βλέπει τα πράγματα αντικειμενικά, να σκέφτεται εκ των προτέρων τις συνέπειες των πράξεών του Μελετώντας τους ελιγμούς του Αλέξανδρου, θα δεις τον ειρμό της ανώτερης στρατηγικής.
Οι γρήγορες κινήσεις του, πρώτα εναντίον των Θηβών και μετά εναντίον της Περσίας, είχαν ουσιαστική επίδραση και στους στρατιώτες και στους επικριτές του. Τίποτε δεν καθησυχάζει περισσότερο τον στρατό από την μάχη. Η ξαφνική εκστρατεία του Αλέξανδρου εναντίον των μισητών Περσών ήταν ο τέλειος τρόπος να ενώσει τους Έλληνες. Όταν, όμως, μπήκε στην Περσία, φάνηκε ότι η βιασύνη ήταν λάθος τακτική. Εάν ο Αλέξανδρος είχε προελάσει, θα κατέληγε να ελέγχει μια πάρα πολύ μεγάλη έκταση, άκαιρα. Προκειμένου να τη διοικήσει, θα έπρεπε να εξαντλήσει όσα μέσα διέθετε και, στο κενό εξουσίας που θα ακολουθούσε, οι εχθροί θα είχαν ξεπροβάλλει από παντού.
Αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερο να προχωρήσει σιγά, να στηριχτεί σε ό,τι υπήρχε εκεί, να κερδίσει την αγάπη και τον σεβασμό του κόσμου. Αντί να σπαταλήσει χρήματα για να χτίσει ένα στόλο, προτίμησε να αχρηστεύσει τον στόλο των Περσών, και, προκείμενου να εξασφαλίσει χρηματοδότηση γι’ αυτή τη μεγάλη εκστρατεία που θα επέφερε μακροπρόθεσμη επιτυχία, κατέλαβε πρώτα τα πλούσια εδάφη της Αιγύπτου. Καμία από τις πράξεις του δεν πήγαινε στράφι. Εκείνοι που έβλεπαν τα σχέδιά του να αποδίδουν, με τρόπους που οι ίδιοι ούτε καν είχαν διανοηθεί, πίστεψαν ότι ήταν ένα είδος Θεού - και, πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο ασκούσε έλεγχο σε πράγματα που ανάγονταν στο απώτερο μέλλον έμοιαζε περισσότερο Θεϊκός, παρά ανθρώπινος.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ
Σημαντικά γεγονότα πριν από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 323 π.Χ.
Η άνοδος του Φιλίππου Β' στην εξουσία το 359 π.Χ.
Η ήττα των Αθηναίων & Θηβαίων στην Χαιρώνεια το 338 π.Χ.
Η δολοφονία του Φιλίππου Β' στις Αιγές (Βεργίνα) το 336 π.Χ.
Η επανάσταση της Θήβας και η υποταγή της από τον Αλέξανδρο το 335 π.Χ.
Η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στη Μικρά Ασία (334 π.Χ.) - ο εκδικητικός πόλεμος.
Η προέλαση του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία: μάχη της Ισσού (333), εισβολή στην Αίγυπτο, αναγόρευση σε Φαραώ, ίδρυση της Αλεξάνδρειας . Β' φάση της Ασιατικής εκστρατείας το 331, νίκη στα Γαυγάμηλα, ανακήρυξη του Μ. Αλεξάνδρου σε βασιλιά της Ασίας, κατάκτηση της Βαβυλώνας, των Σούσων, της Περσέπολης, εκστρατεία στην Ινδία.
Θάνατος του Αλεξάνδρου σε ηλικία 33 ετών από ελώδη πυρετό το 323 π.Χ.
Ελληνιστική Περίοδος (323 - 331 π.Χ.)
Ο αντιμακεδονικός απελευθερωτικός αγώνας στην Ελλάδα (Ελληνικός / Λαμιακός πόλεμος) με επικεφαλής τους Αθηναίους – η διάλυση της συμμαχίας το 322 π.Χ. – η υποταγή της Αθήνας στον Αντίπατρο – η εγκατάσταση Μακεδονικής φρουράς στον Πειραιά – η κατάργηση της δημοκρατίας και η αντικατάσταση της από τιμοκρατικό πολίτευμα (καθεστώς Φωκίωνα και Δημάδη ως το 318 π.Χ.) – καταδίκη σε θάνατο του Δημοσθένη και του Υπερείδη.
Η σύγκρουση των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου μετά τον θάνατο του Αντίπατρου του 319 / 318 π.Χ. η οποία διαρκεί πολλές δεκαετίες.
Απελευθέρωση της Αθήνας το 307 π.Χ. από τη Μακεδονική φρουρά χάρη χάρη στον Δημήτριο Πολιορκητή, παράδοση της Αθήνας και πάλι στους Μακεδόνες από το 262 - 229 π.Χ.
Κυριαρχία των Σελευκιδών στη Συρία.
Κυριαρχία του Πτολεμαίου Α του Σωτήρα στην Αίγυπτο – συγκρούσεις των Πτολεμαίων με τους Σελευκίδες Ο γάμος του Πτολεμαίου Β' Φιλάδελφου με την αδελφή του Αρσινόη Β'.
Έριδες για το βασίλειο του Λυσίμαχου και Σελεύκου για την κυριαρχία στην Μακεδονία και Θράκη – πολυετής αναρχία στην περιοχή αυτή, εισβολή και εγκατάσταση Κελτικών φύλων στη Μ. Ασία (278 π.Χ.).
Το βασίλειο των Ατταλιδών στην Πέργαμο.
Η ομοσπονδία των Αιτωλών στην Ελλάδα.
Η σταδιακή εμπλοκή των Ρωμαίων στα Ελληνικά πράγματα, η κατάρρευση των Ελληνιστικών κρατών, η Ελλάδα γίνεται Ρωμαϊκή επαρχία το 146 π.Χ., η κατάρρευση του βασιλείου των Πτολεμαίων το 31 π.Χ. η τελευταία βασίλισσα, η Κλεοπάτρας Ζ' Φιλοπάτωρ αυτοκτονεί το 30 π.Χ.
Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ ΦΑΛΑΓΓΑ
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ
Είτε ως εξέλιξη είτε ως αποτέλεσμα ριζικής μετατροπής της οπλιτικής φάλαγγας, η Μακεδονική φάλαγγα αποτέλεσε επί δύο αιώνες (αρχές 4ου - μέσα 2ου αιώνα π.Χ.) τον χαρακτηριστικό τρόπο παράταξης και μάχης, αρχικά των Μακεδόνων και στη συνέχεια όλων των Ελλήνων. Παρά τη γενική εντύπωση και τη φήμη της οι θρίαμβοι επιτεύχθηκαν όταν χρησιμοποιήθηκε ως αμυντικός μηχανισμός. Η συντριβή επήλθε όταν η υπερεξειδίκευση σε συνδυασμό με την προσκόλληση στις παλαιές δόξες δεν της επέτρεψαν την αναγκαία μεταρρύθμιση.
Η Μακεδονία, τόπος με μεγάλες για τα Ελληνικά δεδομένα πεδιάδες, είχε παραδοσιακά, όπως και η γειτονική της Θεσσαλία, αρκετούς καλούς ιππείς, οι οποίοι έχαιραν εκτίμησης και είχαν σημαντική θέση στις στρατιωτικές της δυνάμεις, το συγκριτικά μεγαλύτερο ποσοστό των οποίων όμως αποτελούσαν οι ελαφρά οπλισμένοι πεζοί. Είναι γνωστό από τις πηγές (Θουκυδίδης) ότι ο βασιλιάς Αλέξανδρος Α', που επονομάστηκε φιλέλληνας χάρη στις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στην εθνική υπόθεση κατά τους Μηδικούς Πολέμους, είχε εντυπωσιαστεί από την οργανωμένη παράταξη της φάλαγγας των οπλιτών της νότιας Ελλάδας.
Δεν είναι βέβαιο όμως αν εκείνος (498 - 454 π.Χ.) ή ο επόμενος Αλέξανδρος, ο Β' (369 - 368 π.Χ.), πραγματοποίησε ανάλογες μεταρρυθμίσεις στον στρατό του. Σύμφωνα πάντα με τις πηγές (λεξικό Σούδα) ο μεταρρυθμιστής βασιλιάς Αλέξανδρος συγκρότησε έναν ισχυρό βασιλικό στρατό, τον οποίο αποτελούσαν ιππικό και πεζικό όπως πριν αλλά με ιδιαίτερους δεσμούς με τον ηγεμόνα τους. Οι μεν ιππείς ονομάστηκαν «εταίροι» του βασιλιά, δηλαδή σύντροφοί του, οι δε πεζοί «πεζέταιροι». Οι τελευταίοι παρατάσσονταν σε φάλαγγα κατά το πρότυπο της Νοτιοελληνικής. Κατά τα έτη 361 - 360 π.Χ. οι Ιλλυριοί, οι βάρβαροι γείτονες του μακεδονικού βασιλείου προς τα βορειοδυτικά, εισέβαλαν και πάλι (όπως έκαναν συνεχώς) στη χώρα, στην οποία τότε βασίλευε ο Περδίκκας Γ'.
Το 359 π.Χ. σε μια σκληρή μάχη οι Μακεδόνες ηττήθηκαν και ο βασιλιάς τους σκοτώθηκε προασπίζοντας την ελευθερία της πατρίδας του. Τον διαδέχθηκε ο νεαρός Φίλιππος Β', ο οποίος ασχολήθηκε αμέσως με το πιο επείγον έργο, την ανασύνταξη και την ενδυνάμωση του στρατού του. Ως έφηβος ο Φίλιππος είχε δοθεί ως όμηρος στη Θήβα και έτσι είχε την ευκαιρία να δει το στρατιωτικό της σύστημα και να λάβει χρήσιμες ιδέες από τους δύο κορυφαίους πολεμάρχους της, τον Επαμεινώνδα και τον Πελοπίδα. Προπάντων είχε την τύχη να γνωρίσει τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί εκείνη την εποχή σχετικά με τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις στην οπλιτική φάλαγγα, τον εξοπλισμό της και την αποτελεσματικότερη τακτική της χρήση.
Ήταν η συγκυρία κατά την οποία η οπλιτική φάλαγγα ως μάχιμος σχηματισμός φαινόταν να έχει εξαντλήσει τις δυνατότητές της, ειδικά μετά τη συντριβή της μόρας των Σπαρτιατών στο Λέχαιο από τους πελταστές του Ιφικράτη. Οι Θηβαίοι στρατηγοί κατέληξαν σε ορισμένες καινοτομίες - βελτιώσεις οι οποίες αφορούσαν λιγότερο τον εξοπλισμό (ελάφρυνση της θωράκισης του οπλίτη) και περισσότερο την τακτική χρήση (λοξή φάλαγγα με μεγάλο βάθος, ακόμα και 50 ζυγών), χωρίς όμως να θίγεται η σημασία της ως αποφασιστικού όπλου κρίσης της μάχης. Με τις εξαιρετικές αυτές γνώσεις και με τη δική του θέληση ο νεαρός Φίλιππος προχώρησε στη δραστήρια επανεκπαίδευση και αναδιοργάνωση των στρατιωτικών δυνάμεων του κράτους του.
Πολύ σύντομα αντιπαρατάχθηκε στους Ιλλυριούς. Το έτος 356 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι συγκρούστηκαν σε μια αποφασιστική μάχη. Οι εισβολείς διέθεταν 10.000 πεζούς και 500 ιππείς, ενώ ο Φίλιππος τον ίδιο αριθμό πεζών αλλά 600 ιππείς. Με την έναρξη της μάχης, καθώς οι πεζοί συνεπλάκησαν μετωπικά, το μακεδονικό ιππικό επέπεσε κατά του αντιπάλου και σύντομα το ανάγκασε να εγκαταλείψει το πεδίο. Ο Φίλιππος συγκράτησε έγκαιρα τους ιππείς του και στη συνέχεια τους έριξε κατά του πλευρού των μαχόμενων αντίπαλων πεζών, τους οποίους είχε αγκιστρώσει σε μετωπική σύγκρουση με τους δικούς του. Επακολούθησε συντριβή των Ιλλυριών, 7.000 από τους οποίους βρήκαν τον θάνατο.
Η ειρήνη που επακολούθησε επέτρεψε στον Φίλιππο να ολοκληρώσει την αναδιοργάνωση του στρατού του, με βάση τα διδάγματα που είχε αποκομίσει από την παραμονή του στη Θήβα και την αποκτηθείσα προσωπική του εμπειρία. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας 356 - 346 π.Χ. πραγματοποιήθηκαν οι σημαντικές αλλαγές που κατέστησαν τον Μακεδονικό στρατό μια άριστα οργανωμένη και εκπαιδευμένη πολεμική μηχανή. Επιπλέον από το 353 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς επενέβη στα πολιτικά ζητήματα της γειτονικής Θεσσαλίας, την οποία σύντομα προσέδεσε στο κράτος του ως σύμμαχο. Το γεγονός αυτό είχε ιδιαίτερη σημασία, τόσο πολιτική όσο και στρατιωτική.
Ο Φίλιππος αποκτούσε τη δυνατότητα να ενισχύεται με σημαντικές ιππικές δυνάμεις Θεσσαλών. Επιπρόσθετα όμως φαίνεται πως έλαβε ιδέες και για το πεζικό, αφού οι λίγο προγενέστεροί του Θεσσαλοί ηγεμόνες είχαν σχηματίσει και αξιόλογες δυνάμεις πεζικού.
ΑΠΟ ΤΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΟΠΛΙΤΩΝ ΣΤΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗ
Το πεζικό ήταν το όπλο στο οποίο υπηρετούσαν κατά παράδοση οι πολυάριθμοι ελεύθεροι γεωργοί των πεδιάδων της Μακεδονίας και οι ελεύθεροι κτηνοτρόφοι των ορέων της. Οι σκληροτράχηλοι εκείνοι άνδρες ήταν εξοπλισμένοι με κράνη και ενδεχομένως με θώρακες, μάχονταν δε χρησιμοποιώντας ακόντια, δόρατα και ξίφη. Οι πηγές δεν αναφέρουν κάποια μάχη στην οποία να παρατάχθηκε αυτή η αρχική φάλαγγα των Μακεδόνων πεζεταίρων, ένδειξη που ενισχύει την άποψη ότι ήταν ο Αλέξανδρος Β' (περί το 368 π.Χ.) που σχημάτισε την πρώτη φάλαγγα, χωρίς να προλάβουν ο ίδιος ή οι διάδοχοί του να την αξιοποιήσουν.
Αυτόν τον αρχικό σχηματισμό βαρέος πεζικού, ο οποίος συνιστούσε μια υπολογίσιμη δύναμη, ο Φίλιππος φρόντισε να τον ενισχύσει ακόμα περισσότερο και να τον συμπληρώσει με επικουρικές μονάδες. Τις ιδέες του στον συγκεκριμένο τομέα δεν φαίνεται να τις άντλησε από τους Θηβαίους, οι οποίοι είχαν καταλήξει σε βελτιώσεις άλλων διαστάσεων του πολύπλευρου «οπλικού συστήματος» της οπλιτικής φάλαγγας. Πιθανώς επηρεάστηκε από τους Θεσσαλούς, ενδεχομένως όμως οι ιδέες ήταν δικές του ή του συμβουλίου του - οι πηγές δεν μας φωτίζουν επ' αυτού. Το σίγουρο είναι πως προέβη σε μερικές μεταρρυθμίσεις που άλλαξαν ριζικά και τον τρόπο εμπλοκής της φάλαγγας στη σύγκρουση αλλά και τον γενικότερο ρόλο της σε μια μάχη.
Συγκρότηση
Ο Φίλιππος χώρισε την επικράτειά του (μόνο του αρχικού βασιλείου του, όχι και των υπόσπονδων ή των κατακτημένων περιοχών) σε 12 στρατολογικές περιφέρειες (Βοττιαία, Λυγκηστίς, Βισαλτία, Ορεστίς, Εορδαία, Πιερία, Ελυμιώτις, Τυμφιώτις, Κρηστωνία, Αλμωπία, Ημαθία, Μυγδονία) που αντιστοιχούσαν στις γεωγραφικές της περιοχές. Οι στρατιωτικές μονάδες συγκροτούντο με βάση αυτή τη διαίρεση. Οι άνδρες του πεζικού προέρχονταν από τις έξι πεδινές περιφέρειες και από τις έξι ορεινές. Ήταν όλοι ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε αγρότες είτε αστοί.
Τα χρόνια του Φιλίππου, οπότε σημειώθηκε μια γενικότερη αστικοποίηση της Μακεδονίας (με την κατάκτηση ανεξάρτητων πόλεων ή με την ανάπτυξη των μακεδονικών), ήταν σαφής η στελέχωση της φάλαγγας από σημαντικό αριθμό κατοίκων των πόλεων, που αποτελούσαν μια ισχυρή κοινωνική ομάδα του κράτους. Παρόμοια ήταν η κατάσταση και επί Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ωστόσο τα χρόνια που ακολούθησαν τον θάνατό του (323 π.Χ. και έπειτα), κυρίως κατά τον 3ο αιώνα, η οικονομική δυσπραγία που είχε πλήξει τον ελληνικό μητροπολιτικό κόσμο οδήγησε στη συρρίκνωση των αστικών στρωμάτων και στην αισθητή μείωση της συμμετοχής τους στη φάλαγγα.
Οργάνωση
Βασική μονάδα του πεζικού κατά τον 4ο αιώνα ήταν η τάξη, την οποία αποτελούσαν συνήθως 1.500 άνδρες περίπου (κατά την εποχή του Αλεξάνδρου) υπό τον ταξίαρχο. Υπομονάδα της τάξης ήταν το σύνταγμα, δύναμης 256 ανδρών υπό τον συνταγματάρχη, οι άνδρες του οποίου παρατάσσονταν συνήθως σε βάθος 16 ζυγών που συγκροτούσαν έναν λόχο, με μέτωπο άλλων 16 (16x16=256), παρουσιάζοντας το σχήμα ενός τετραγώνου. Πρώτος σε κάθε λόχο (των 16 μαχητών) τασσόταν ο διοικητής του, ο λοχαγός, και τελευταίος ο υποδιοικητής του, ο ουραγός.
Αξιωματικοί ήταν ακόμα ο ημιλοχίτης (διοικητής μισού λόχου, δηλαδή οκτώ ανδρών) και ο ενωμοτάρχης (διοικητής 1/4 λόχου, τεσσάρων ανδρών). Επιχειρησιακά ο λοχαγός του πρώτου από τα δεξιά λόχου μπορούσε να διατάζει και τον διπλανό του, γινόταν δηλαδή διλοχίτης και με παρόμοιο τρόπο δύο διλοχίες συντόνιζε ο τέτραρχος. Κάθε τάξη απαρτιζόταν από πέντε-έξι συντάγματα (6x256), τα οποία τάσσονταν παράλληλα στην παράταξη. Τριάντα δύο συντάγματα παρατεταγμένα το ένα δίπλα στο άλλο σχημάτιζαν ένα κέρας υπό τον κεράρχη. Ολόκληρη η γραμμή μάχης απαρτιζόταν από δύο κέρατα (64 συντάγματα συνολικά) υπό τον στρατηγό.
Η αποκρυστάλλωση αυτής της οργάνωσης (με τα κέρατα) μας είναι άγνωστο πότε ακριβώς πραγματοποιήθηκε. Μετά τον Αλέξανδρο η οργάνωση του πεζικού των Μακεδόνων βασιλέων (και όχι εκείνων από τους διαδόχους του που έμειναν στην Ασία, ίδρυσαν δικά τους κράτη και σχημάτισαν μικτές στρατιωτικές δυνάμεις από Έλληνες και Ασιάτες) παρέμεινε σε βασικές γραμμές όμοια. Η φάλαγγα όμως παρατασσόταν σε δύο κέρατα, οι άνδρες των οποίων ξεχώριζαν από τη διαφορετική τους ονομασία: «χαλκάσπιδες» και «αργυράσπιδες». Αυτή πλέον ήταν και η βασική διάκριση-τμηματοποίηση της φάλαγγας, διότι η διαίρεση σε τάξεις και συντάγματα δεν φαίνεται να συνεχίστηκε.
Η μεταβολή αυτή, που μάλλον αντικατόπτριζε γενικότερες κοινωνικοπολιτικές μεταβολές (οικονομικές δυσχέρειες, συρρίκνωση αστικών ομάδων, υποβάθμιση στρατιωτικής οργάνωσης) επηρέασε την πολεμική απόδοση της φάλαγγας, η οποία έγινε μεν βαρύτερη (οι άνδρες σχημάτιζαν έναν σχεδόν ενιαίο σχηματισμό, έχοντας πιο μακριά δόρατα) αλλά και πιο δύσκαμπτη (δεν υφίσταντο πλέον οι επιμέρους διοικήσεις που επέτρεπαν κάποια δυνατότητα διαφοροποιημένων κινήσεων, δηλαδή μια στοιχειώδη ευελιξία). Τα νέα χαρακτηριστικά της Μακεδονικής φάλαγγας της επέτρεπαν να υπερισχύει έναντι άλλων συναφών σχηματισμών αλλά αποδείχθηκαν μοιραία όταν αυτή αντιμετώπισε τις ευέλικτες Ρωμαϊκές λεγεώνες.
Ο Ταρν σημειώνει χαρακτηριστικά: «Τον 2ο αιώνα η φάλαγγα είχε γίνει δυσκίνητη: Οι σάρισες είχαν φθάσει τα 6,40 μέτρα μήκος, έτσι ώστε να προβάλλουν πέντε αιχμές σαρισών μπροστά από κάθε σειρά και άρχισε να χρησιμοποιείται ένα νέο είδος πυκνής διάταξης, γνωστό ως υπερκάλυψη, στο οποίο ο κάθε οπλίτης καλυπτόταν από την ασπίδα αυτού που βρισκόταν δεξιά του και οι στοίχοι ήταν τόσο κοντά ώστε μπορούσαν να κινούνται μόνο ευθεία μπροστά. Η νέα φάλαγγα είχε μερικά στρατηγικά πλεονεκτήματα, καθώς μπορούσε να λειτουργήσει μόνον αν οι πέντε πρώτες σειρές και η τελευταία αποτελούντο από εκπαιδευμένους άνδρες (οι οποίοι φαίνεται πως σπάνιζαν εκείνη την εποχή).
Ενώ οι υπόλοιπες σειρές επανδρώνονταν με μισοεκπαιδευμένους που απλώς έσπρωχναν. Πρόσωπο με πρόσωπο ήταν μια τρομερή καταστροφική μηχανή. Όμως ακόμη και η σχετική ευελιξία της φάλαγγας του Αλεξάνδρου είχε χαθεί και το ανώμαλο ή λοφώδες έδαφος πάντοτε αποδιοργάνωναν τον πολύ άκαμπτο σχηματισμό της». Πρέπει να τονιστεί πως η καίρια τελευταία επισήμανση ήταν γνωστή και στην εποχή της και είχε γίνει και από τον ιστορικό Πολύβιο, που τότε ήταν άρχοντας της Αχαϊκής Συμπολιτείας. Όσο καιρό διατηρήθηκε η αρχική διαίρεση κάθε τάξη διοικούσε ένας ταξίαρχος, ο οποίος ήταν αξιωματούχος του βασιλείου, καταγόταν από τον ίδιο τόπο με τους άλλους άνδρες της μονάδας και ανήκε στις σημαντικότερες οικογένειες της περιοχής του.
Η καταγωγή από την ίδια περιφέρεια εξασφάλιζε τη γνωριμία και την καλύτερη επικοινωνία των ανδρών και κατ' επέκταση σφυρηλατούσε περισσότερο το απαραίτητο πνεύμα μονάδας. Ο Αλέξανδρος φρόντιζε ιδιαίτερα να καλλιεργείται αυτό το πνεύμα ανάμεσα στους μαχητές που προόριζε για τις αποφασιστικές ενέργειες και τους αντάμειβε ανάλογα. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει σε μια κατηγορία πεζικού, τους υπασπιστές, οι οποίοι εντάσσονταν μεν μαζί με τους πεζέταιρους στη φάλαγγα και έφεραν παρόμοιο οπλισμό, αλλά είχαν επιπλέον και άλλο πολεμικό ρόλο.
Συχνά χρησιμοποιήθηκαν ως επίλεκτοι εντασσόμενοι σε ειδικές μονάδες, άλλοτε ως πελταστές και άλλοτε ως συνεργάτες του ιππικού σε καταδρομικές επιχειρήσεις, δημιουργώντας ερωτηματικά σχετικά με την ακριβή τους θέση στον μακεδονικό στρατό.
Οπλισμός
Ο αμυντικός οπλισμός των πεζεταίρων περιελάμβανε περικεφαλαία (κράνος), Θρακικού τύπου επί Φιλίππου (αντίστοιχη με εκείνη των ιππέων), η οποία βαφόταν σε διάφορα χρώματα. Επί Αλεξάνδρου προτιμήθηκε η Βοιωτικού τύπου στο φυσικό της χρώμα, του ορείχαλκου. Χρησιμοποιούντο και κράνη Αττικού ή Χαλκιδικού τύπου, ακόμα και Λακωνικοί πίλοι. Κατά τον 4ο αιώνα τα Θρακικά κράνη συμπληρώνονταν συχνά με μεταλλικά καλύμματα παρειών σε σχήμα γενειάδας ή μουστακιού. Ήταν συνηθισμένη πρακτική οι αξιωματικοί ανάλογα με τον βαθμό τους να διακοσμούν το κράνος τους με λοφία ως δείγμα της θέσης τους (αλογοουρές, συνήθως λευκές).
Όσοι είχαν διακριθεί έφεραν, επί Αλεξάνδρου, στεφάνι γύρω από την περικεφαλαία, ασημένιο ή χρυσό. Αυτό απηχούσε την προσωπική αξία και όχι τον βαθμό ή την κοινωνική θέση. Οι πεζέταιροι της πρώτης σειράς έφεραν συνήθως θώρακες μεταλλικούς - μυώδεις, ενώ οι επόμενοι φορούσαν τους πιο ελαφρούς λινοθώρακες, όπως οι νότιοι Έλληνες. Χρησιμοποιούντο και οι φολιδωτοί θώρακες για τους πολεμιστές που είχαν κάποια οικονομική ευχέρεια. Είναι ενδεχόμενο οι τελευταίοι στις σειρές να μη φορούσαν καθόλου θώρακες. Κάτω από τον θώρακα φορούσαν κοντομάνικα ή μακρυμάνικα χιτώνια, ανάλογα με την εποχή. Τα πόδια προστατεύονταν συνήθως με κνημίδες (από πλευράς πιο εύπορων), πάλι όπως στους νότιους Έλληνες.
Οι διαφορές σε σχέση με τον εξοπλισμό των τελευταίων εντοπίζονταν σε δύο σημεία: αφενός στην ασπίδα και αφετέρου στο δόρυ. Οι πεζέταιροι δεν κρατούσαν τις γνωστές ασπίδες Αργολικού τύπου (το γνωστό «όπλον») αλλά ασπίδες μικρότερης διαμέτρου, χωρίς στεφάνη γύρω τους και συνεπώς μικρότερου μεγέθους, με μεγαλύτερη όμως κυρτότητα. Οι μικρότερες αυτές ασπίδες παρείχαν προφανώς μικρότερη προστασία, αφού κάλυπταν μικρότερη επιφάνεια του σώματος, αλλά μπορούσαν να αναρτηθούν πιο εύκολα στον ώμο του πολεμιστή. Η διαφορά αυτή ήταν καίρια σε σχέση με τον τρόπο που οι οπλίτες κρατούσαν την ασπίδα (με τον πόρπακα και, προπάντων, με την αντιλαβή), διότι ο φαλαγγίτης δεν χειριζόταν την ασπίδα του.
Την κρεμούσε απλώς από τον αριστερό του ώμο και έτσι είχε ελεύθερα και τα δύο του χέρια, προκειμένου να μπορεί να κρατάει το πολύ πιο βαρύ δόρυ του, τη σάρισα. Αν και μικρότερη πάντως και η μακεδονική ασπίδα κατασκευαζόταν με πόρπακα και αντιλαβή, όπως φαίνεται ολοκάθαρα στο μνημείο του Αιμιλίου Παύλου στους Δελφούς. Η σάρισα αποτελούσε τη δεύτερη σημαντική και πιο χαρακτηριστική διαφορά της μακεδονικής από την οπλιτική φάλαγγα. Ηταν ένα δόρυ το οποίο κατασκευαζόταν από σκληρό ξύλο κρανιάς. Το δένδρο αυτό, που ήταν και είναι πολύ συνηθισμένο στα δάση της δυτικής Μακεδονίας, φθάνει σε μεγάλο ύψος, συνεπώς μπορεί να δίνει πολύ μεγάλα σε μήκος δόρατα χωρίς να μειώνονται η σκληρότητα και η αντοχή του.
Το μήκος της σάρισας κατά τη επικρατέστερη εκδοχή ήταν αρχικά 5,5 μέτρα, για να φτάσει μεταγενέστερα (τον 2ο αιώνα π.Χ.) στα 6,5 μέτρα. Ήταν δηλαδή ένα όπλο πολύ μεγαλύτερο από το οπλιτικό δόρυ, που έφθανε μέχρι τα 3 μέτρα. Όπως και το δόρυ πάντως η σάρισα είχε στην πίσω απόληξή της ένα αντίβαρο, προκειμένου να ισορροπεί τη λόγχη. Σύγχρονες μετρήσεις υπολόγισαν το βάρος της στα 8 κιλά (με μήκος 6,5 μέτρα). Οι πέντε πρώτες σειρές της φάλαγγας κρατούσαν τις σάρισες ελαφρά σηκωμένες, στο ύψος του κεφαλιού ενός ανθρώπου. Κατά την κρούση τις ωθούσαν προς τα εμπρός επιδιώκοντας να πλήξουν το πρόσωπο του αντιπάλου ή του αλόγου του.
Οι επόμενες 11 σειρές της φάλαγγας κρατούσαν τις σάρισες σε όρθια στάση, ώστε αφενός να μην εμποδίζουν την κίνηση των προπορευόμενων και αφετέρου να σχηματίζουν ένα εντυπωσιακό κινούμενο δάσος από λόγχες. Πρακτικά οι άνδρες των 11 αυτών σειρών συνεισέφεραν στην κοινή προσπάθεια πιέζοντας τους μπροστινούς τους, όπως ακριβώς και οι οπλίτες της Νοτιοελληνικής φάλαγγας. Ορισμένοι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι τα υψωμένα δόρατα απέτρεπαν τα τοξεύματα αλλά αυτό συνιστά μάλλον αντίληψη ψυχολογικής φύσης (ήθελαν οι πολεμιστές να το πιστεύουν) παρά πραγματικότητα.
Δευτερεύον όπλο των φαλαγγιτών ήταν το ξίφος, το οποίο τοποθετούσαν κάτω από το αριστερό χέρι ώστε να το τραβούν με το δεξί όταν χρειαζόταν. Χρησιμοποιούσαν βασικώς ίσια, σχετικά μικρά ξίφη, αλλά και καμπυλωτά με μία κόψη, τις ονομαζόμενες κοπίδες. Ευτυχώς έχουν διασωθεί αρκετές παραστάσεις μάχης, είτε ανάγλυφες (με κορυφαία αυτή του μαχόμενου στρατιώτη στη "σαρκοφάγο του Αλεξάνδρου"), είτε ζωγραφικές (χαρακτηριστική εκείνη του μαχόμενου γονατισμένου πολεμιστή, που βρέθηκε να κοσμεί μακεδονικό τάφο), έτσι έχουμε βεβαιότητα γι' αυτούς και τα όπλα τους. Έχουν γίνει και ορισμένες άλλες σκέψεις, όπως το ότι φορούσαν ομοιόχρωμους χιτώνες (στολή;) πορφυρού χρώματος κλπ.
ΔΟΓΜΑ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ
Μέχρι τα χρόνια του Φιλίππου το δόγμα χρήσης του Μακεδονικού στρατού, όπως και εκείνων των άλλων Ελληνικών κρατών (εκτός της Θεσσαλίας), θεωρούσε το βαρύ πεζικό ως το αποφασιστικό όπλο κρίσης του αγώνα και εξασφάλισης του νικηφόρου αποτελέσματος. Ο Φίλιππος (το όνομά του δηλώνει την αγάπη προς τα άλογα, κάτι που πράγματι τον διέκρινε) ήταν εκείνος ο οποίος αναδιοργάνωσε ολόκληρο τον στρατό του και χρησιμοποιούσε κάθε χωριστή μονάδα ανάλογα με τις απαιτήσεις της κάθε επιχείρησης, αναπτύσσοντας ένα συνεκτικό δόγμα συνδυασμού όπλων (βαρέος - μέσου - ελαφρού πεζικού και βαρέος - ελαφρού ιππικού) και μέσων (διαφόρων μηχανημάτων).
Σε αυτό το συνολικό πλαίσιο ο ρόλος της φάλαγγας ήταν ενεργητικά αμυντικός. Χρησιμοποιείτο για να αγκιστρώσει τη βασική εχθρική δύναμη (συνήθως άλλη φάλαγγα), ώστε να διευκολύνει υπερκερωτικές κινήσεις πιο ευέλικτων σωμάτων, συνήθως του ιππικού μαζί με ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Όπως πολύ εύστοχα γράφει ο Γ. Ηλιόπουλος:
«Το σώμα των πεζεταίρων συνιστά έναν καθαρά αμυντικό σχηματισμό, έναν άξονα ανάπτυξης ελιγμών, μια τακτική βάση δημιουργίας επιχειρησιακών κινήσεων, καθώς η βασική αποστολή του σώματος είναι να καθηλώσει σε ένα συγκεκριμένο χώρο τον αντίπαλο, επιτρέποντας την ευχερή ανάπτυξη των επιθετικών κινήσεων των υπολοίπων σωμάτων του στρατού. Η ισχύς όμως της φάλαγγος των πεζεταίρων έγκειται στον ψυχολογικό της αντίκτυπο στο πεδίο της μάχης και στην καθίζηση του ηθικού που προκαλεί στον αντίπαλο».
Στο ιππικό απέδιδε ο Φίλιππος μεγάλη σημασία, χωρίς όμως να βασίζεται σε αυτό για την έκβαση μιας σύγκρουσης. Πρέπει να επισημανθεί πάντως πως πολέμησε κυρίως σε ορεινά ή ημιορεινά εδάφη αντιμετωπίζοντας είτε άλλους Έλληνες (οπλίτες ή πελταστές, σπανιότερα δε ιππείς), είτε βάρβαρους ελαφρά οπλισμένους. Ελάχιστες ήταν οι ευκαιρίες που είχε να κερδίσει μια μάχη με εκτεταμένη χρήση των ιππικών του δυνάμεων. Όταν όμως παρουσιάστηκε τέτοια, την εκμεταλλεύθηκε πλήρως, όπως π.χ. στην πεδιάδα της Χαιρώνειας. Ο γιος του Αλέξανδρος παρέλαβε έτσι ένα αξιόπιστο όργανο με ακμαίο φρόνημα και αίσθημα υπεροχής και φρόντισε να το αναγάγει σε αποφασιστικό όπλο κρίσης του αγώνα.
Η καινοτομία που εισήγαγε ο Αλέξανδρος ήταν η χρήση του βαρέος ιππικού ως κύριου όπλου κρούσης και αποφασιστικής διεκδίκησης της νίκης, σε τέτοιο βαθμό ώστε να περιπέσει σε δευτερεύοντα ρόλο η βαριά φάλαγγα, αν και είχε αναβαθμιστεί και ισχυροποιηθεί αρκετά. Ο μεγαλοφυής στρατηλάτης αξιοποιώντας πλήρως τις δυνατότητες του όπλου αυτού (ταχυκινησία, ευελιξία, πλεονεκτικός τρόπος πίεσης από ψηλότερα, ισχυρότερη ορμή - κρούση και πρόκληση έντονου φόβου) χρησιμοποιούσε τις ιππικές του δυνάμεις μαζικά κατά των αδυνάτων σημείων της εχθρικής διάταξης.
Με άλλα τμήματα, πεζικού (αρχικά τη φάλαγγα, αλλά πολλές φορές και σώματα ελαφρά οπλισμένων) ή ιππικού, ενέπλεκε και καθήλωνε τις διάφορες αντίπαλες δυνάμεις σε αγώνα τριβής έτσι ώστε αυτές να αναγκάζονται να αποκαλύπτουν το ευαίσθητο σημείο τους, τη θέση του αρχηγού τους. Εκεί εφορμούσε με τους εταίρους του σε πυκνή διάταξη και εκβίαζε τη νίκη, αφού ήταν εξαιρετικά δύσκολο σε κάθε αντίπαλο να αντεπεξέλθει σε μια τέτοια έφοδο αποφασισμένων, ικανών και βαριά οπλισμένων ιππέων.
Καθ' όλο το διάστημα που χρειαζόταν το ιππικό να εκβιάσει και να εξασφαλίσει τη νίκη, η φάλαγγα είτε είχε εφορμήσει και εισχωρήσει βαθιά στην εχθρική παράταξη, είτε είχε κρατήσει αμυντική στάση, μένοντας αδιάσπαστη και έχοντας τραβήξει πάνω της και αγκιστρώσει τις εχθρικές μάζες. Όπως και σε πολλούς άλλους τομείς, έτσι και στη φάλαγγα ήταν ο Φίλιππος εκείνος που την έθεσε σε νέες ισχυρές βάσεις και την προσανατόλισε στον νέο της, δευτερεύοντα ρόλο. Ο Αλέξανδρος αξιοποιώντας δημιουργικά τον οργανισμό που βρήκε και αναπτύσσοντας ως τα όριά του το δόγμα της αμυντικής του χρήσης, πέτυχε τα σημαντικότερα αποτελέσματα (μάχες Ισσού, Γαυγαμήλων, Υδάσπη).
Οι διάδοχοί του στην Ελλάδα πολύ σύντομα εγκατέλειψαν το δόγμα του και επανέφεραν το βαρύ πεζικό της φάλαγγας στην παλιά του πρωτοκαθεδρία. Οι λόγοι ήταν εκείνοι που υπαγόρευαν και στον Φίλιππο να βασίζεται περισσότερο στους πεζούς του. Εκτός της γεωγραφίας και του αντιπάλου, πάντως, καθοριστικό ρόλο είχε και το οικονομικό κόστος. Το ιππικό απαιτούσε πολλά χρήματα (είτε από ιδιώτες, είτε από το δημόσιο ταμείο) για να παραμείνει σε ετοιμότητα, τα οποία ούτε το μακεδονικό κράτος ούτε η αριστοκρατία του, του 2ου αιώνα π.Χ., διέθετε, προπάντων μετά τις δυναστικές έριδες που ακολούθησαν τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και συρρίκνωσαν την οικονομία του.
ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ ''ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΤΥΠΟΥ''
Η Μακεδονική φάλαγγα συνέχιζε να επικρατεί έναντι των αντιστοίχων της των άλλων Ελληνικών πολιτειών, έως ότου και οι Νοτιοελληνικοί σχηματισμοί εξοπλίστηκαν κατά το Μακεδονικό πρότυπο, με σάρισες (το πεζικό της Αχαϊκής Συμπολιτείας από τον Φιλοποίμενα τον Μεγαλοπολίτη, της Σπάρτης από τον Κλεομένη Γ' κλπ.) και υιοθέτησαν το δικό της δόγμα μάχης. Αργότερα το ίδιο έπραξαν και οι στρατοί γειτονικών κρατών, Ελληνιστικών βασιλείων της Ασίας ή βαρβαρικών.
Η Μακεδονική φάλαγγα κατά συνέπεια έπαψε να είναι μόνο Μακεδονική (από τις αρχές του 3ου αιώνα, οπότε ο Πύρρος χρησιμοποίησε τέτοιο σχηματισμό επανδρωμένο με Ηπειρώτες) και αποτέλεσε έναν τύπο μάχης πεζικού ευρύτερα διαδεδομένο και παραδεκτό σε ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο (μητροπολιτική Ελλάδα και Ανατολή, στα διάφορα βασίλεια των επιγόνων). Ακολούθως (τέλη 3ου - αρχές 2ου αιώνα π.Χ.) η Μακεδονική φάλαγγα και ο τρόπος χρήσης της είχαν καταστεί πλέον τόσο γνωστά και διαδεδομένα στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου (συνεπώς και της Ρώμης, που πραγματοποίησε τότε την αποφασιστική εμφάνισή της στον χώρο αυτόν).
Ώστε είναι απορίας άξιο πώς οι στρατιωτικοί εγκέφαλοι της Μακεδονίας εκείνης της εποχής δεν σκέφθηκαν κάποια νέα μεταρρύθμιση, αφού ο δεδομένος τρόπος μάχης ήταν απολύτως προβλέψιμος και καθίστατο αναποτελεσματικός. Πολλές φορές στην Ιστορία ένα καταρχάς αποτελεσματικό πολεμικό μέσο αποκτά μυθικές διαστάσεις και "προσκολλάται" τόσο πολύ στα μυαλά των ανθρώπων, ώστε να μη γίνεται αποδεκτή η ιδέα της αλλαγής του ακόμα και όταν τα δεδομένα είναι αρνητικά. Η ακλόνητη πίστη στην αξία της Μακεδονικού τύπου φάλαγγας οδήγησε στην τελική καταστροφή της (μαζί με τα Ελληνικά κράτη που τη χρησιμοποιούσαν).
Πρώτα κατά την κορυφαία μάχη μεταξύ Ελλήνων και Ρωμαίων στην Πύδνα το 168 π.Χ., όπου πρωταγωνίστησε «Μακεδονική φάλαγγα» την οποία αποτελούσαν Μακεδόνες, και τελικά το 146 π.Χ. στη Λευκόπετρα του Ισθμού, όπου στην ύστατή της ώρα (για τον Ελληνισμό) στελεχωνόταν από Νοτιοέλληνες, Αχαιούς, Αρκάδες και Κορίνθιους. Εκτός του μητροπολιτικού Ελληνικού χώρου Μακεδονικού τύπου φάλαγγες χρησιμοποιήθηκαν από τον βασιλιά του Πόντου Μιθριδάτη ΣΤ'. Υπό τις διαταγές του φαίνεται πως σημείωσαν τις τελευταίες τους εμφανίσεις στο πολεμικό προσκήνιο (1ος αιώνας π.Χ.).
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΜΑΧΗΣ - ΤΑΚΤΙΚΕΣ
Οι τάξεις συμπαρατάσσονταν συμπαγείς, σε βάθος συνήθως 16 ανδρών, σχηματίζοντας την «πύκνωση», που συνιστούσε τη βασική διάταξη μάχης. Ανάλογα με τις ανάγκες της επικείμενης σύγκρουσης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν διατάξεις 8 ανδρών («συνασπισμός»), που ήταν κάτι συνηθισμένο και θύμιζε την αντίστοιχη Νοτιοελληνική παράταξη, ή των 32 ανδρών («βάθος»), κάτι σχετικά σπάνιο. Ανεξάρτητα από το βάθος της η μακεδονική φάλαγγα κατά τους 4ο και 3ο αιώνες μπορούσε να ταχθεί σε πολλούς σχηματισμούς: με ευθύ μέτωπο, λοξά, με τα συντάγματα τοποθετημένα κλιμακωτά, ή με κάποιο άλλο σχήμα (τοξωτά, σφηνοειδώς, τετραγωνικά κλπ.).
Φαίνεται πάντως πως τις περισσότερες από αυτές τις διατάξεις (που έχουν καταγράψει οι αρχαίοι συγγραφείς) τις λάμβανε κατά τα στρατιωτικά γυμνάσια και όχι σε πραγματική μάχη. Κατά τον 2ο αιώνα, όταν πλέον η φάλαγγα είχε περάσει στη φάση της υπερεξειδίκευσης, ήταν εφικτή μόνο μια διάταξη, η ευθεία, είτε επρόκειτο να αμυνθεί (όπως στις μάχες της Αντιγόνειας το 198 π.Χ. ή των Θερμοπυλών το 190 π.Χ.), είτε να επιτεθεί (όπως στις Κυνός Κεφαλές το 197 π.Χ. ή στην Πύδνα το 168 π.Χ.).
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΔΑΠΑΝΗ - ΑΞΙΕΣ - ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ
Οι πεζέταιροι λάμβαναν από το κράτος τις σάρισες και την ασπίδα τους. Ολα τα άλλα τα εξασφάλιζε ο καθένας μόνος του. Επί Αλεξάνδρου προβλέπονταν και πρόστιμα για την απώλεια οπλισμού, με ποινές βαρύτερες για τους λοχαγούς, επειδή αυτοί διέθεταν ακριβότερους θώρακες. Οπωσδήποτε όλες οι δυνάμεις του βασιλείου κατά διαστήματα συμμετείχαν σε κοινές ασκήσεις πυκνής τάξης, προκειμένου να εμπεδώνεται η συντονισμένη κίνηση. Οι άνθρωποι που επάνδρωναν τη φάλαγγα (οι πεζέταιροι και κατά την επικρατέστερη εκδοχή και οι υπασπιστές) λόγω της κοινωνικής τους προέλευσης (ελεύθεροι μικροκτηματίες, κτηνοτρόφοι, τεχνίτες των πόλεων και έμποροι) είχαν και αντίστοιχες αξίες.
Οι οποίες αξίες εμπλουτίζονταν και από την επικρατούσα κάθε εποχή ιδεολογία, για την οποία πολεμούσαν. Η ανδρεία, η αφοσίωση στη φιλία, προπάντων το ελεύθερο Ελληνικό φρόνημα, συνιστούσαν το ηθικό μέρος των δυνάμεών τους.
ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΟΠΛΙΤΙΚΗΣ - ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΗΣ ΦΑΛΑΓΓΑΣ
Πολλοί συγγραφείς θεωρούν τη Μακεδονική φάλαγγα ως κάτι τελείως διαφορετικό που θέτει τέλος στην οπλιτική φάλαγγα. Άλλοι πάλι βλέπουν στη Μακεδονική μια απλή προέκταση και εξειδίκευση της Νοτιοελληνικής. Και οι δύο μάλλον έχουν δίκιο. Οι δύο παρατάξεις έχουν στενή εκλεκτική συγγένεια μεταξύ τους. Όσο είναι φανερό πως η Μακεδονική προήλθε από την οπλιτική με αλλαγή ορισμένων χαρακτηριστικών της τελευταίας, άλλο τόσο φανερό είναι πως τα στοιχεία που μεταβλήθηκαν ήταν πολύ σημαντικά, τόσο ώστε προσέδιδαν στην οπλιτική φάλαγγα τη φυσιογνωμία της, η οποία μεταβλήθηκε ριζικά.
Η Μακεδονική ήταν αφενός σαφώς πιο συμπαγής (αφού τασσόταν συνήθως σε 16 ζυγούς) και αφετέρου πιο ισχυρή επιθετικά λόγω των μακρύτερων δοράτων, γι' αυτό πετύχαινε εντονότερη πίεση. Τα παραπάνω πλεονεκτήματα τα εξασφάλιζε έχοντας απολέσει αντίστοιχα την ευελιξία και την ικανότητα ελιγμών που διέθετε η οπλιτική. Προφανώς πολύ πιο δύσκολα μπορούσε να κινηθεί μια παράταξη όταν οι άνδρες κρατούσαν και με τα δύο τους χέρια σάρισες μήκους 6 μέτρων και βάρους 7 - 8 κιλών, παρά όταν κρατούσαν στο ένα χέρι όπλο μήκους 2,5 - 3 μέτρων. Για να πραγματοποιήσει οποιονδήποτε ελιγμό η Μακεδονική φάλαγγα απαιτείτο οι σάρισες να κρατούνται όρθιες, κάτι που σήμαινε μεγαλύτερη χρονική διάρκεια του ελιγμού.
Οι στρατιώτες έπρεπε να σηκώσουν τις σάρισες, να πραγματοποιήσουν την κίνηση και να κατεβάσουν - προτάξουν πάλι τα όπλα. Επί Αλεξάνδρου όλες οι κινήσεις γίνονταν σχετικά γρήγορα και με ακρίβεια, λόγω της συνεχούς εκπαίδευσης και του καλύτερου ηθικού του στρατεύματος, αλλά επί των διαδόχων του η κατάσταση δεν διατηρήθηκε ίδια. Η κατάληξη ήταν η φάλαγγα να γίνει ακόμα περισσότερο δύσκαμπτη, συνεπώς ευάλωτη. Έτσι επανεμφάνισε τα ελαττώματα της οπλιτικής φάλαγγας της οποίας υπήρξε συνεχιστής και διορθωτής.
ΣΠΟΥΔΑΙΕΣ ΜΑΧΕΣ
Η Μάχη της Χαιρώνειας (2 Αυγούστου 338 π.Χ.)
Στη Χαιρώνεια της Βοιωτίας ο Φίλιππος Β' αντιμετώπισε τον ενωμένο στρατό των Ελλήνων του νότου, στη μεγάλη μάχη για την κυριαρχία της Ελλάδας. Εκεί αναδείχθηκε πλήρως η στρατηγική χρήση της Μακεδονικής φάλαγγας ως μηχανισμού αγκίστρωσης των αντίπαλων μονάδων πεζικού ενώ η νίκη επιδιωκόταν με ελιγμό του ιππικού. Αρχικά στο κέντρο συγκρούστηκαν η μακεδονική φάλαγγα με εκείνη των Αθηναίων οπλιτών. Κάποια στιγμή οι Μακεδόνες υποχώρησαν συντεταγμένα ακολουθούμενοι από τους ενθουσιασμένους Αθηναίους.
Ταυτόχρονα όμως ο Αλέξανδρος, που διοικούσε το ιππικό, εξορμώντας από το αριστερό πλευρό της Μακεδονικής παράταξης προσέβαλε το Θηβαϊκό ιππικό, το οποίο υστερούσε τόσο σε αριθμό όσο και σε αξία έναντι του Μακεδονικού. Σύντομα οι ορμητικοί Μακεδόνες ανέτρεψαν τους Βοιωτούς, οι οποίοι διασκορπίστηκαν στην πεδιάδα αποκαλύπτοντας έτσι το μαχόμενο πεζικό τους. Ο Αλέξανδρος με τους άνδρες του επέπεσε κατά ακάλυπτου πλευρού της θηβαϊκής παράταξης (που ήταν το δεξί κέρας όλης της Νοτιοελληνικής διάταξης μάχης) και στη συνέχεια και κατά των Αθηναίων.
Οι πεζοί οπλίτες δεν άντεξαν την ισχυρή πλευρική κρούση των βαριά οπλισμένων ιππέων και σύντομα διασπάστηκαν, οπότε επακολούθησε συντριβή, αφού ήταν αδύνατο να διαφύγουν από τους ιππείς.
Η Μάχη της Ισσού (333 π.Χ.)
Στη μικρή παραθαλάσσια πεδιάδα της Ισσού ο Δαρείος παρέταξε 30.000 ιππείς και 120.000 περίπου πεζούς, έναντι 5 - 6.000 ιππέων και 24 - 25.000 πεζών του Αλεξάνδρου. Κρατώντας άμυνα στο αριστερό (με τους Θεσσαλούς και τους άλλους ιππείς) έναντι αριθμητικά ανώτερων δυνάμεων εχθρικού ιππικού και πιέζοντας στο κέντρο, όπου η Μακεδονική φάλαγγα συγκρούστηκε με την οπλιτική φάλαγγα των Ελλήνων μισθοφόρων του Πέρση βασιλιά, ο Αλέξανδρος επέπεσε με τους εταίρους από το δεξιό κατά των πεζικών και ιππικών δυνάμεων του αριστερού κέρατος των Περσών. Πάλι η ορμητικότητα και ο ανώτερος οπλισμός σε συνδυασμό με την υποστήριξη ψιλών έδωσαν στους Έλληνες τη νίκη.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε έφοδος κατά του εχθρικού κέντρου όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Η βιαστική φυγή του τελευταίου οδήγησε στην πλήρη ήττα των Περσών. Και σε αυτή την περίπτωση η φάλαγγα δεν εκβίασε το αποτέλεσμα αλλά ενέπλεξε και απασχόλησε μεγάλες εχθρικές μάζες.
Η Μάχη των Γαυγαμήλων (Φθινόπωρο 331 π.Χ.)
Στην κορυφαία μάχη στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων το ιππικό είχε πάλι πρωταγωνιστικό ρόλο. Τόσο η Μακεδονική φάλαγγα μπροστά, όσο και η οπλιτική των Νοτιοελλήνων συμμάχων από πίσω της κράτησαν αποφασιστική άμυνα εμπλέκοντας και απασχολώντας σημαντικές Περσικές δυνάμεις, τόσο ιππικού και αρμάτων όσο και πεζικού. Οι εταίροι υπό τον Αλέξανδρο, καλυπτόμενοι από ελαφρούς ιππείς και ψιλούς, αφού ενέπλεξαν σε αγώνα τα διάφορα τμήματα εχθρικού ιππικού που διαδοχικά στέλνονταν εναντίον τους, εντόπισαν το αδύνατο σημείο της εχθρικής διάταξης και εφόρμησαν συμπαγείς, σε συνεργασία με μερικές τάξεις φαλαγγιτών και υπασπιστές, κατά των τμημάτων όπου βρισκόταν ο Δαρείος.
Η Περσική ήττα επήλθε μετά τη νέα φυγή του ηγέτη τους. Αξιοπρόσεκτη στη μάχη αυτή ήταν η λειτουργία της φάλαγγας σε χωριστά τμήματα, κάτι που σήμαινε πως η διαίρεση σε τάξεις είχε σημαντική επιχειρησιακή σημασία.
Η Μάχη του Υδάσπη (326 π.Χ.)
Ο Αλέξανδρος διαθέτοντας για πρώτη φορά υπεροχή στο ιππικό (8.500 έναντι 4.000), αφού παραπλάνησε τους Ινδούς του βασιλιά Πώρου πέρασε το ποτάμι με τους εταίρους και συγκρούστηκε με τους Ινδούς ιππείς, τους οποίους τράβηξε μακριά από τους ελέφαντες. Οι Ινδοί αντεπιτέθηκαν με όλες τις δυνάμεις τους και πίεσαν πολύ τους Έλληνες πεζούς της φάλαγγας, πριν οι τελευταίοι, χάρη στην ψυχραιμία τους και στις ενισχύσεις που έλαβαν από την άλλη πλευρά του ποταμού, μπορέσουν τελικά να επικρατήσουν. Η έφοδος των ελεφάντων εναντίον της φάλαγγας πρέπει να ήταν συνταρακτική αλλά αυτή, όπως αποδείχθηκε, άντεξε την πίεση των θηρίων. Οι Ινδοί είχαν 12.000 νεκρούς και 9.000 αιχμαλώτους, ενώ οι Έλληνες 1.000 νεκρούς (720 πεζοί και 280 ιππείς).
Λαμιακός Πόλεμος - Η μάχη της Κραννώνος (322 π.Χ.)
Με τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου άρχισαν οι εμφύλιες διαμάχες: στην Ασία ανάμεσα στους διαδόχους του και στην κυρίως Ελλάδα με τις πόλεις που δεν επιθυμούσαν πλέον την επικυριαρχία των Μακεδόνων βασιλέων. Τον ίδιο χρόνο (323 π.Χ.) εξεγέρθηκαν οι Αθηναίοι, οι Αιτωλοί, οι Αργείοι, ακόμα και οι Θεσσαλοί, και συγκρούστηκαν με τον Μακεδόνα αντιβασιλιά Αντίπατρο στον πόλεμο που ονομάστηκε Λαμιακός. Σε συγκρούσεις στη Θεσσαλική πεδιάδα το ενωμένο Αθηναϊκό και Θεσσαλικό ιππικό νίκησαν το αντίστοιχο Μακεδονικό.
Στην τελική μάχη, όμως, στην Κραννώνα της Θεσσαλίας το 322 π.Χ. οι Μακεδόνες (43.000 πεζοί και 5.000 ιππείς) υπερίσχυσαν έναντι των αντιπάλων τους (25.000 πεζών και 3.500 ιππέων) καθώς η φάλαγγά τους αναδείχθηκε ανώτερη (υπερτερούσε σημαντικά αριθμητικά) εκείνης των συμμάχων, αν και οι Θεσσαλοί ιππείς είχαν επικρατήσει και πάλι έναντι των Μακεδόνων. Οι μόλις 500 νεκροί των ηττημένων συμμάχων και οι 130 των Μακεδόνων αποδεικνύουν την επίτευξη του αποτελέσματος μετά από αναμέτρηση φαλάγγων πεζών.
Από αυτή τη μάχη αρχίζει η επιστροφή στο παλαιό πολεμικό δόγμα της περιορισμένης χρήσης των ιππικών δυνάμεων μόνο για την απασχόληση των ομολόγων τους, ενώ την επιτυχία εξασφαλίζει το πεζικό της φάλαγγας. Η αντίστροφη πορεία άρχισε έναν χρόνο μετά τον θάνατο του μεγάλου στρατηλάτη.
Η Μάχη της Σελασσίας (222 π.Χ.)
Ο Μακεδόνας βασιλιάς Αντίγονος Δώσων, σύμμαχος των Αχαιών στον αγώνα τους κατά του μεταρρυθμιστή βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Γ', έφθασε το 224 π.Χ. στην Πελοπόννησο για να συνδράμει τους συμμάχους του, με 20.000 πεζούς και 1.400 ιππείς. Επειτα από συγκρούσεις δύο ετών η αποφασιστική μάχη δόθηκε στη Σελασσία, στα σύνορα Αρκαδίας - Λακωνίας. Σε εκείνη την τόσο κρίσιμη, για την εσωτερική Ελληνική πολιτική κατάσταση, σύγκρουση οι δύο αντίπαλοι βασιλείς ήταν αντιμέτωποι στο κέντρο των δυνάμεών τους, οδηγώντας ο ένας τη Μακεδονική φάλαγγα (ο Αντίγονος) και ο άλλος τη φάλαγγα των Λακώνων (ο Κλεομένης), που ήταν εξοπλισμένη με τον ίδιο τρόπο.
Η μάχη κρίθηκε από την κατάρρευση των Σπαρτιατών που αμύνονταν στο λόφο Εύα, στο αριστερό της παράταξής τους, σε συνδυασμό με την αδυναμία του δικού τους ιππικού να συγκρατήσει τους προελαύνοντες ορμητικούς Αχαιούς ιππείς. Η νίκη υπήρξε πλήρης. Τουλάχιστον 6.000 άνδρες του Κλεομένη ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι, γεγονός που καταδεικνύει την επικράτηση ιππέων επί πεζών και όχι την επικράτηση μεταξύ πεζών.
Η Μάχη των Κυνός Κεφαλών (Ιούνιος του 197 π.Χ.)
Ο Φίλιππος Ε' έχοντας μικρότερες δυνάμεις από τους Ρωμαίους αντιπάλους του (25.500 έναντι 31.400) έδωσε μάχη στην ακατάλληλη για τη φάλαγγα λοφώδη περιοχή των Κυνός Κεφαλών, έπειτα από ευνοϊκή γι' αυτόν εξέλιξη αψιμαχίας μεταξύ ιππέων και ελαφρών πεζών. Αρχικά το δεξί κέρας της μακεδονικής φάλαγγας (8.000 άνδρες), που είχε συγκεντρωθεί εγκαίρως μαζί με πελταστές και ιππείς, προχώρησε εναντίον των Ρωμαίων του υπάτου Φλαμινίνου που πλησίαζαν. Ο Φίλιππος έχοντας παρατάξει έτσι το μισό περίπου της Ελληνικής δύναμης (1.400 ιππείς και 13.500 πεζούς) και θεωρώντας ότι σύντομα θα τασσόταν και το υπόλοιπο (600 ιππείς και 10.000 πεζοί), μόλις οι εχθροί πλησίασαν, διέταξε τους φαλαγγίτες να χαμηλώσουν τις σάρισες και να επιτεθούν.
Η σύγκρουση των φαλαγγιτών με τους λεγεωνάριους ήταν προφανώς φοβερή. Πολύ γρήγορα όμως η φάλαγγα, λόγω του πυκνού σχηματισμού της και της πλεονεκτικότερης (από τα ψηλότερα προς τα χαμηλότερα) θέσης της, πίεσε ασφυκτικά τις Ρωμαϊκές σπείρες και σύντομα τις ανάγκασε να οπισθοχωρήσουν. Ο Φλαμινίνος όμως, εκτιμώντας τη συνολική κατάσταση και βλέποντας την αδυναμία του Ελληνικού αριστερού, διέταξε επίθεση της δεξιάς του πτέρυγας εναντίον του, τέθηκε ο ίδιος επικεφαλής και εφόρμησε προτάσσοντας τους 10 πολεμικούς του ελέφαντες.
Οι Μακεδόνες του αριστερού πλευρού (κατά πάσα πιθανότητα νεοσύλλεκτοι) πτοήθηκαν από την έφοδο των θηρίων και μη μπορώντας να λάβουν σωστές θέσεις λόγω της φύσης του εδάφους, δεν κατάφεραν να βρεθούν σε τάξη μάχης. Έτσι δεν συγκρούστηκαν αλλά τράπηκαν σε φυγή καταδιωκόμενοι από τους Ρωμαίους. Την ίδια ώρα ο Φίλιππος με το δεξιό του πλευρό είχε απωθήσει σε βάθος και κατεδίωκε τα απέναντί του Ρωμαϊκά τμήματα, από τα οποία πολλοί άνδρες είχαν σκοτωθεί και άλλοι είχαν τραπεί σε φυγή.
Την κρισιμότατη εκείνη στιγμή ένας Ρωμαίος χιλίαρχος της δεξιάς πλευράς, κατανοώντας την κατάσταση, έλαβε την πρωτοβουλία και τερματίζοντας την καταδίωξη των Μακεδόνων του αριστερού στράφηκε με 20 σπείρες πριγκίπων και τριαρίων προς τα πίσω. Έφτασε στα νώτα της φάλαγγας και της επιτέθηκε αιφνιδιαστικά από το μέρος που ήταν ιδιαίτερα ευάλωτη. Η δραστική επέμβαση των Ρωμαίων υπό τον (άγνωστο) χιλίαρχο ανέτρεψε σύντομα την πορεία της μάχης, διότι όσοι Ρωμαίοι αντιστέκονταν ακόμα αναθάρρησαν και αντεπιτέθηκαν, ενώ οι Μακεδόνες δεν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν αναστροφή της φάλαγγας, η οποία εκείνη την εποχή είχε γίνει πιο βαριά και δύσκαμπτη.
Στις πολλές ατομικές συμπλοκές που επακολούθησαν οι Ρωμαίοι είχαν το τακτικό πλεονέκτημα, λόγω του βαρύτερου οπλισμού και της εκπαίδευσής τους. Ο Φίλιππος, βλέποντας την πορεία της σύγκρουσης και τους άνδρες του να φεύγουν, έσπευσε να απομακρυνθεί από το πεδίο, με όσους στρατιώτες μπόρεσε να διασώσει. Ατυχώς γι' αυτόν, οι Ρωμαίοι καταδιώκοντας τις ασύντακτες δυνάμεις του αριστερού του πάνω στους λόφους σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τους περισσότερους, οι οποίοι δεν μπόρεσαν πάνω στα στενά και δύσβατα εδάφη να διαφύγουν.
Οι Μακεδόνες είχαν βαρύτατες απώλειες: 8.000 νεκρούς και 5.000 αιχμαλώτους. Οι Ρωμαίοι είχαν 700 νεκρούς, ενώ παραμένει άγνωστος ο αριθμός των Ελλήνων συμμάχων τους που έπεσαν πολεμώντας ομοφύλους τους.
Η Μάχη της Πύδνας (22 Ιουνίου 168 π.Χ.)
Στη σημαντικότατη εκείνη σύγκρουση που έκρινε την τύχη του Ελληνισμού αντιπαρατάχθηκαν 41 - 42.000 Ελληνες με λίγο περισσότερους από 42.000 Ρωμαίους, σε μία από τις πιο μεγάλες και καθοριστικές μάχες του αρχαίου κόσμου οι οποίες έγιναν επί Ελληνικού χώρου. Κατά την έφοδο της πολυπληθούς Μακεδονικής φάλαγγας (21.000 άνδρες) οι Ρωμαϊκές σπείρες δεν άντεξαν και οπισθοχώρησαν, καθώς οι σάρισες κτυπούσαν κατευθείαν στα πρόσωπα των Ρωμαίων στρατιωτών. Ωστόσο ο έμπειρος και συνετός Αιμίλιος Παύλος που διοικούσε τους Ρωμαίους αντιμετώπισε με αποφασιστικότητα τον κίνδυνο, αντιθέτως με τον Περσέα ή τους στρατηγούς του οι οποίοι δεν φαίνεται ότι παρακολουθούσαν από κοντά την πορεία της μάχης.
Ο Ρωμαίος ύπατος (ο οποίος αργότερα παραδεχόταν πως δεν είχε αντικρίσει στη στρατιωτική του ζωή θέαμα φοβερότερο από την έφοδο της Μακεδονικής φάλαγγας) διέταξε την αναδίπλωση των λεγεώνων επιδιώκοντας την απαγκίστρωσή του από το θανάσιμο σάρωμα της φάλαγγας και την προσέλκυση της τελευταίας στα δύσβατα και κεκλιμένα εδάφη στους πρόποδες του βουνού.
Η Ελληνική παράταξη ανεβαίνοντας προς τις πλαγιές συνέχιζε να σφυροκοπά την αντίστοιχη Ρωμαϊκή, η οποία οπισθοχωρούσε με διαδοχικές αλλαγές - αντικαταστάσεις των τριών γραμμών της (όταν πιέζονταν οι άστατοι τούς αντικαθιστούσαν οι πρίγκιπες και εκείνους οι τριάριοι, ενώ πίσω από αυτούς είχαν λάβει πάλι θέση οι άστατοι ανασυνταγμένοι κ.ο.κ.) εκμεταλλευόμενη τη συγκρότησή της κατά διαδοχικές σειρές. Επειδή το έδαφος ήταν πια ανώμαλο και το μήκος του μετώπου μεγάλο η φάλαγγα αναγκαστικά όσο προχωρούσε διαχωριζόταν και τελικά παρουσίασε κενά μεταξύ των τάξεών της, που διέσπασαν τη συνοχή (και την ισχύ) της.
Αυτό το αντελήφθη έγκαιρα ο Αιμίλιος Παύλος (όχι όμως και ο Περσέας) και διέταξε τις μονάδες του, οι οποίες λειτουργούσαν και σε μικρότερους τακτικούς σχηματισμούς (τις σπείρες), να εισχωρούν στα κενά της φάλαγγας και να επιδιώκουν τις πολλές μεμονωμένες συμπλοκές. Ταυτόχρονα, αφού ανασυνέταξε τις σειρές των κλονισμένων λεγεώνων σε ενιαία γραμμή μάχης, τις εξαπέλυσε κατά του μακεδονικού κέντρου. Ετσι, ενώ ο χιλίαρχος Λεύκιος Ποστούμιος Αλβίνος με τη ΙΙ Λεγεώνα επιτέθηκε εναντίον του δεξιού κέρατος της φάλαγγας, ο ίδιος ο ύπατος επικεφαλής της Ι Λεγεώνας επέπεσε κατά του κέντρου της, στο σημείο όπου το αριστερό κέρας της φάλαγγας (οι χαλκάσπιδες) συνδέονταν με τους επιλέκτους του αγήματος.
Σ' αυτό το σημείο ιδιαίτερα είχε δημιουργηθεί, λόγω των εδαφικών εξάρσεων και του κακού συντονισμού, ένα κενό μεταξύ των διαφορετικών Ελληνικών τμημάτων (φαλαγγιτών και υπασπιστών). Οι Ρωμαίοι ορμώντας εκεί διέσπασαν τις Ελληνικές γραμμές. Η συνέχεια ήταν όμοια παντού. Οι ευέλικτες Ρωμαϊκές σπείρες εισχωρούσαν στα κενά της διασπασμένης φάλαγγας μετατρέποντας έτσι τον αγώνα σε άπειρες μικροσυμπλοκές μεταξύ των πολεμιστών, στις οποίες οι Ρωμαίοι είχαν σαφές πλεονέκτημα λόγω του βαρύτερου οπλισμού και της ατομικής εκπαίδευσής τους. Ο Πλούταρχος σε αυτή τη φάση είναι χαρακτηριστικός:
«Μόλις διείσδυσαν και βρέθηκαν μέσα στη φάλαγγα, άλλους τους κτυπούσαν από τις πλευρές στα γυμνά μέρη του σώματος και άλλους τους περικύκλωναν. Ετσι η δύναμη και η κοινή προσπάθεια των Ρωμαίων αποδυνάμωσαν τη φάλαγγα, που διασπάστηκε και στις μονομαχίες και στις συμπλοκές λίγων ανδρών εκ του συστάδην οι Μακεδόνες με τα μικρά μαχαίρια τους κτυπούσαν τις στερεές και ποδήρεις ασπίδες των Ρωμαίων και με τις ελαφριές ασπίδες τους προσπαθούσαν να αποκρούσουν τα κτυπήματα των σπαθιών που είχαν εκείνοι και που από το βάρος τους και από την ορμή των κτυπημάτων διαπερνούσαν κάθε όπλο και μπήγονταν στα σώματα των Μακεδόνων».
Υπό αυτές τις συνθήκες η μάχη άλλαξε πλήρως τροπή και γρήγορα μεταβλήθηκε σε ήττα των Μακεδόνων, οι οποίοι αντί να υποχωρήσουν υπό την κάλυψη του ιππικού τους έμειναν και πολέμησαν υπό τις μειονεκτικές γι' αυτούς συνθήκες, με αποτέλεσμα να συντριβούν. Οι Ελληνικές δυνάμεις υπέστησαν πολύ μεγάλες απώλειες. Οι νεκροί υπερέβησαν τους 20.000, ενώ 11.000 συνελήφθησαν αιχμάλωτοι. Οι ρωμαϊκές δυνάμεις έχασαν λίγους, σχετικά, άνδρες (2.000 νεκροί).
Η Μάχη της Λευκόπετρας (146 π.Χ.)
Ο στρατός της Αχαϊκής Συμπολιτείας που παρατάχθηκε στον Ισθμό αποτελείτο από 15.100 άνδρες (14.500 πεζοί και 600 ιππείς). Από αυτούς όμως οι 12.000 ήταν δούλοι, οι οποίοι είχαν μόλις απελευθερωθεί και ενταχθεί στο στράτευμα. Από τη Ρωμαϊκή πλευρά ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος εισέβαλε στην Πελοπόννησο με 23.000 πεζούς και 3.500 ιππείς, Ρωμαίους και συμμάχους τους. Διέθετε έτσι αναμφισβήτητη ποσοτική και ποιοτική υπεροπλία έναντι των Αχαιών. Οι τελευταίοι δεν πτοήθηκαν και σε μια πρώτη σύγκρουση προφυλακών συνέτριψαν τους Ρωμαίους, οι οποίοι τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πολλούς νεκρούς στο πεδίο της μάχης. Το φρόνημα του Ελληνικού στρατεύματος αναπτερώθηκε πολύ από αυτή την επιτυχία.
Όμως τότε ο Δίαιος διέπραξε ένα καίριο σφάλμα. Επιθυμώντας να εκμεταλλευθεί τον ενθουσιασμό διέταξε γενική επίθεση σε ανοικτό πεδίο (στην άγνωστη για μας σήμερα Λευκόπετρα του Ισθμού) χωρίς να διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις για μάχη εκ παρατάξεως. Για άλλη μια φορά βρέθηκαν αντιμέτωπες η Ελληνική φάλαγγα «Μακεδονικού τύπου» με τη Ρωμαϊκή παράταξη των λεγεώνων. Οι Ρωμαίοι πλεονεκτούσαν σημαντικά. Ο Μόμμιος εκμεταλλεύθηκε τη μεγάλη υπεροχή του σε ιππικό (6 προς 1) και ύστερα από σύντομη σύγκρουση έτρεψε σε φυγή τους λίγους Αχαιούς ιππείς. Η φάλαγγα έτσι έμεινε σχεδόν απροστάτευτη.
Όμως παρά τη δυσμενή εξέλιξη διατήρησε πεισματικά τη θέση της μαχόμενη με το θάρρος της απελπισίας. Η λύση δόθηκε όταν ένα σώμα 1.000 επίλεκτων Ρωμαίων κτύπησε τη φάλαγγα πλευρικά και διέσπασε τη συνοχή και συνεπώς την ισχύ της. Το τέλος δεν άργησε να φθάσει. Πολλοί Έλληνες σκοτώθηκαν και οι υπόλοιποι κινήθηκαν άτακτα προς την Κόρινθο.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ - ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Αντίθετα στη λογική και σε κάθε πρόβλεψη, ο Ελληνικός κόσμος, υπό τη δυναμική και ιδιοφυή ηγεσία του Αλέξανδρου της Μακεδονίας, είχε καταφέρει να κατακτήσει ολόκληρο το δυτικό τμήμα της Περσικής Αυτοκρατορίας. H χαριστική βολή στην παραπαίουσα, κάποτε κραταιά, Αυτοκρατορία, θα διδόταν στα Γαυγάμηλα, σε μία από τις σπουδαιότερες μάχες της αρχαιότητας. Ο πορθητής της Ασίας, ο Αλέξανδρος, που η ιστορία κατέγραψε ως "Μέγα", είχε κατορθώσει αυτό που φαινόταν μέχρι πριν από λίγα χρόνια χιμαιρικό και ακατόρθωτο: είχε γονατίσει την κραταιά Περσική αυτοκρατορία.
Ξεκινώντας από ένα μικρό βασίλειο, που μόλις μία γενιά πριν είχε βγει (υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Φίλιππου B') από το περιθώριο των ιστορικών εξελίξεων και ενώνοντας -έστω και με τη δύναμη των όπλων- ολόκληρο τον Ελληνικό κόσμο, ο Αλέξανδρος είχε καταφέρει να γονατίσει μία υπερδύναμη, που για πάνω από δύο αιώνες φάνταζε ανίκητη. Για να το κάνει αυτό, χρειάστηκε να καταβάλει τις δυνάμεις που συγκέντρωσαν οι σατράπες της M. Ασίας (μάχη Γρανικού), να συντρίψει ένα ισχυρότατο Αυτοκρατορικό στράτευμα (Ισσός), να διεκπεραιώσει μία σειρά από εξαιρετικά απαιτητικές πολιορκίες (με κορυφαία αυτή στην Τύρο) και να κάνει πολλές φορές επίδειξη της δύναμης του στρατού του, αλλά και της πυγμής και αποφασιστικότητάς του.
Αφού είχε νικήσει ό,τι στρατό είχαν αντιπαραθέσει οι Πέρσες και είχε κυριαρχήσει επί της M. Ασίας, της Παλαιστίνης και της Αιγύπτου, ο Αλέξανδρος αντιμετώπιζε τη μεγαλύτερη πρόκληση της μακράς πορείας του προς τη δόξα. Επρόκειτο να τεθεί αντιμέτωπος με το ισχυρότερο Αυτοκρατορικό στράτευμα που μπορούσε να συγκεντρώσει ο Δαρείος, με το σύνολο των εφεδρειών από τις αχανείς ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, σε μία κοσμογονική σύγκρουση που θα καθόριζε όχι μόνο τον κύριο της περσικής ηγεμονίας, αλλά και την ίδια την ιστορία. O Αλέξανδρος ήταν έτοιμος να πραγματώσει το αδύνατο.
Η στρατηγική του Μεγάλου Αλεξάνδρου μπορεί να διατυπωθεί με απλά λόγια. Επειδή ο στρατός του ήταν μικρός και οι εδαφικές του αξιώσεις μεγάλες, έπρεπε να παρασύρει πρώτα τον Περσικό στρατό σε μάχη και μετά να τον καταστρέψει. Ιδανικά, χρειαζόταν να αιχμαλωτίσει ή να σκοτώσει τον Δαρείο, τον βασιλιά της Περσίας, καθώς στην περίπτωση αυτή οι διάφορες φυλές της Αυτοκρατορίας ίσως τον δέχονταν ως διάδοχο του Δαρείου. Ο Δαρείος, εγγονός του Αρταξέρξη Β', που είχε κυβερνήσει την Περσία από το 404 - 359 π.Χ. είχε ανέβει στον θρόνο μόλις το 336 π.Χ., όταν ήταν περίπου 50 χρονών, με τη βοήθεια του ευνούχου Βαγόα.
Αυτός ο φιλόδοξος και ασυνείδητος άνδρας είχε δολοφονήσει προηγουμένως δύο πιθανούς διεκδικητές του Περσικού θρόνου. Ο Αλέξανδρος νίκησε τον Περσικό στρατό στην Ισσό το 333 π.Χ., δύο χρόνια πριν από τη Μάχη των Γαυγαμήλων. Όμως, στην Ισσό ο Δαρείος είχε διαφύγει και τώρα ο Αλέξανδρος έπρεπε να προσπαθήσει πάλι. Τον Ιούλιο ή στις αρχές Αυγούστου του 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος και ο στρατός του έφτασαν στην πόλη Θάμψακο στον Ευφράτη. Δε γνώριζε πού ακριβώς ήταν ο Δαρείος, αλλά εκτίμησε -σωστά όπως αποδείχτηκε- ότι θα συγκέντρωνε και θα εκπαίδευε νέο στρατό είτε στην περιοχή των Αρβήλων είτε της Βαβυλώνας.
Οι δύο αυτές πόλεις ήταν πιθανοί αντικειμενικοί σκοποί του Αλέξανδρου, γι’ αυτό ο Δαρείος έπρεπε να τις προστατέψει. Υπήρχαν δύο δρομολόγια για να κινηθεί ένας στρατός από τη Θάμψακο στη Βαβυλώνα, είτε κατεβαίνοντας κατευθείαν τον Ευφράτη είτε από βορειοανατολικά μέσω Μεσοποταμίας και μετά κατεβαίνοντας την ανατολική όχθη του Τίγρη. Ο Δαρείος και το επιτελείο του θεώρησαν πιθανότερο να ακολουθήσει ο Αλέξανδρος το πρώτο δρομολόγιο. Διέταξε, λοιπόν, το στρατό του να περιμένει να συναντήσει τον Αλέξανδρο κάπου στην πεδιάδα, βόρεια της Βαβυλώνας. Ο Αλέξανδρος, ωστόσο, διάλεξε τη λιγότερο πιθανή περίπτωση, δηλαδή να διασχίσει τη Μεσοποταμία και να κατέβει νότια από τον ποταμό Τίγρη.
Η ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ
Το Φθινόπωρο του 331 π.Χ. βρήκε τον Αλέξανδρο κυρίαρχο ολόκληρης της Μικράς Ασίας, της Αιγύπτου και της Φοινίκης. Μετά τις εντυπωσιακές Ελληνικές νίκες στο Γρανικό και την Ισσό η περσική ισχύς «έπνεε τα λοίσθια», ενώ ο δρόμος για τη Μεσοποταμία και τα σημαντικότερα διοικητικά κέντρα της περσικής αυτοκρατορίας φαινόταν ανοιχτός. Όμως ο βασιλιάς Δαρείος Γ' Κοδομανός δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Η μοίρα του αχανούς βασιλείου του έμελλε να παιχτεί σε μια «ζαριά» στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων, εκεί όπου ο Πέρσης μονάρχης θα έδινε τον υπέρ πάντων αγώνα για την τύχη του ίδιου και της Αυτοκρατορίας του.
Μετά τη νίκη στην Ισσό, την άλωση της Τύρου και την κατάκτηση της Αιγύπτου ο Αλέξανδρος ένιωθε ότι είχε διασφαλίσει τα νώτα του και μπορούσε πια να εισβάλει στη Μεσοποταμία, όπου εξακολουθούσε να χτυπά η καρδιά του Περσικού βασιλείου. Ο Μακεδόνας βασιλιάς γνώριζε ότι η τελική αναμέτρηση ήταν προ των πυλών, καθώς ο Δαρείος είχε πλέον συμπτυχθεί στην τελευταία γραμμή άμυνας που μπορούσε να προτάξει και ετοιμαζόταν για την αποφασιστική μάχη.
Ο Πέρσης μονάρχης είχε αξιοποιήσει την ενασχόληση του Αλεξάνδρου με την κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου και είχε επιδοθεί σε μια πρωτοφανή κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων στρατιωτικών δυνάμεων που μπορούσαν να επιστρατευτούν ακόμα και από τις εσχατιές της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας. Στην καρδιά της Μεσοποταμίας, τη Βαβυλώνα, συνέρεαν άνδρες από όλες τις Ασιατικές σατραπείες έτοιμοι να πολεμήσουν για το Μεγάλο Βασιλιά της Περσίας στην ύστατη σύγκρουση με τις δυνάμεις του παράτολμου Έλληνα στρατηλάτη. Μήδοι, Σύριοι, Αρμένιοι, Καππαδόκες, Ινδοί και Βάκτριοι ήταν μερικές μόνο από τις εθνότητες που συμμετείχαν στη στρατολόγηση του Δαρείου.
Ο Δαρείος πέτυχε πραγματικά να συγκεντρώσει μια εντυπωσιακή σε όγκο αλλά και σε μαχητική εμπειρία στρατιά. Κατά την -μάλλον υπερβολική- εκτίμηση του Αρριανού, η συνολική δύναμη του Δαρείου ανήλθε σε 1.000.000 πεζούς, και 40.000 ιππείς, οι οποίοι ενισχύονταν από 15 πολεμικούς ελέφαντες και 200 δρεπανηφόρα άρματα. Μετά τη συγκρότηση των δυνάμεων και την ολοκλήρωση της προπαρασκευής ολόκληρη η περσική στρατιά ξεκίνησε από τη Βαβυλώνα με κατεύθυνση βόρεια, καθώς ο Δαρείος είχε διδαχθεί από την οδυνηρή εμπειρία στη στενή πεδιάδα της Ισσού και αναζητούσε τώρα ένα ευρύ πεδίο όπου θα μπορούσε να αναπτύξει και να αξιοποιήσει όλες τις δυνάμεις του.
Μια τέτοια θέση ήταν η πεδιάδα των Γαυγαμήλων λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά από την πόλη Άρβηλα.
O AΛEΞANΔPOΣ ETOIMAZETAI
Mε το ηθικό των ανδρών του υψηλότερο από κάθε άλλη φορά και το στράτευμα σε εξαιρετική κατάσταση, ο Αλέξανδρος βάδισε από τη Φοινίκη, όπου είχε παραμείνει επί ένα τρίμηνο, περιμένοντας ενισχύσεις από την Ελλάδα, στη Μεσοποταμία. Ξόδεψε με σύνεση το διάστημα της ανάπαυλας, παγιώνοντας την κυριαρχία του, καταπνίγοντας μικροεξεγέρσεις -όπως αυτήν στη Σαμάρεια- και κάνοντας ό,τι ήταν δυνατόν για να ανεβάσει το ηθικό των ανδρών του και να τους κάνει να νιώσουν έτοιμοι να κατακτήσουν ολόκληρη την Aσία. Για το λόγο αυτό, ο Αλέξανδρος, άριστος γνώστης της ψυχολογίας και των ιδιαιτεροτήτων των ανδρών του, διοργάνωσε πλούσιους αθλητικούς αγώνες, επιδείξεις, λαμπρές τελετές και μουσικούς αγώνες.
H προσπάθεια αυτή έφερε θαυμαστά αποτελέσματα. Mε εξασφαλισμένα τα μετόπισθέν του, με έναν εξαιρετικά αξιόμαχο στρατό και με καθαρό μυαλό, ο Αλέξανδρος ετοιμάστηκε να συναντήσει το πεπρωμένο του. Hταν πανέτοιμος για την αποφασιστική μάχη, για την κίνησή του στην καρδιά της Περσικής ηγεμονίας, όπου σχεδίαζε να δώσει το αποφασιστικό χτύπημα που θα απόκοβε το κεφάλι του φιδιού. Tο ζητούμενο τώρα ήταν να εντοπίσει το κυρίως στράτευμα του Δαρείου, που ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι συγκέντρωνε τους τελευταίους μήνες. O Αχαιμενίδης ηγεμόνας έπαιζε μία ολόκληρη Αυτοκρατορία, τη μεγαλύτερη που είχε δει ο κόσμος μέχρι τότε, σε μία ζαριά.
Oι οιωνοί δεν ήταν καλοί για τον επίγονο του Κύρου (του επονομαζόμενου "Μέγα") και των υπόλοιπων τρανών ηγεμόνων της γενιάς του Αχαιμένη. Oι δυνάμεις του είχαν ηττηθεί ήδη δύο φορές από το στρατό του ορμητικού Γιαούνα ("Έλληνα", έτσι ονόμαζαν οι Πέρσες τους Έλληνες, από το "Ίωνας") και ο στρατός του βρισκόταν σε αναταραχή. Πλούσιες επαρχίες, ο σιτοβολώνας της Αυτοκρατορίας η Αίγυπτος, οι πολύτιμες ναυτικές δυνάμεις της Φοινίκης, η πλούσια Μικρά Ασία, είχαν χαθεί ήδη και ο Αλέξανδρος, σαν λαγωνικό που οσμίζεται τη λεία του, τον αναζητούσε για να τον ξετρυπώσει και να τον συντρίψει.
Αλλά ο Δαρείος δεν ήταν τυχαίος. Αφέντης μίας Αυτοκρατορίας που αριθμούσε 35 εκατομμύρια ψυχές, απόγονος μίας σπουδαίας γενιάς βασιλέων που ηγεμόνευαν επί βασιλέων (Shahanshah, ο Περσικός τίτλος του Δαρείου) και έχοντας στη διάθεσή του τεράστιους πόρους, δεν είχε σκοπό να παραδώσει αμαχητί το ζηλευτό έπαθλο. Για το σκοπό αυτό, μάζεψε ό,τι καλύτερο μπορούσε να διαθέσει η αχανής, ακόμη, αυτοκρατορία του σε έμψυχο δυναμικό και βάδισε στη Βαβυλώνα με το σύνολο του τεράστιου στρατού του. Είχε για πολύ καιρό αφήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στον Αλέξανδρο, ένα λάθος που το είχε μετανιώσει πικρά και του είχε κοστίσει ήδη το 1/3 της επικράτειάς του.
Tώρα αποφάσισε να παρασύρει αυτός εκεί που ήθελε τον τολμηρό αντίπαλό του και να δώσει μάχη υπό τους δικούς του όρους. Για δεύτερη φορά σε αυτήν την εκστρατεία (η πρώτη ήταν στο Γρανικό), ο Αλέξανδρος "συνεργάστηκε" άψογα με τις Περσικές προσδοκίες. Εξάλλου, είχε εμπιστοσύνη στο στρατό του, γνώριζε ότι θα μπορούσε ξανά να νικήσει τους Πέρσες και ήθελε πραγματικά τη μεγάλη, αποφασιστική μάχη που θα του έδινε και επίσημα τα κλειδιά της Αυτοκρατορίας. Γι' αυτό κινήθηκε στη Συρία, αναζητώντας τον Δαρείο και το ογκώδες στράτευμά του. Κινούμενος ανατολικά, έφθασε στον Ευφράτη, όπου συνάντησε τις πρώτες Περσικές δυνάμεις.
Eνα απόσπασμα προκάλυψης υπό τον Μαζαίο φρουρούσε τις διαβάσεις του ποταμού, όμως, στη θέα του συνόλου του στρατεύματος του Αλέξανδρου, που την εποχή αυτή αριθμούσε περί τους 47.000 άνδρες, εκ των οποίων οι 7.000 ήταν ιππείς, ο Μαζαίος δεν επέμεινε να κρατήσει τη θέση του, μετά τις πρώτες διερευνητικές προσπάθειες διάβασης του ποταμού από τους Έλληνες, αλλά αποχώρησε.
O Αλέξανδρος κατάλαβε ότι η διαδρομή απευθείας στη Βαβυλώνα μέσω Ευφράτη δεν ήταν πλέον ασφαλής. O Μαζαίος, υποχωρώντας, έκαιγε οτιδήποτε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οι Έλληνες, ενώ τα τρόφιμα από την ύπαιθρο είχαν συγκεντρωθεί σε τειχισμένες πόλεις, στις οποίες είχαν εγκατασταθεί ευάριθμες φρουρές.
Aν ο Αλέξανδρος ήθελε να κινηθεί κατά μήκος του Ευφράτη, όπως ο στρατός του Κύρου με τους Μύριους δύο γενιές πριν, έπρεπε να πολεμήσει σκληρά σε αλλεπάλληλες πολιορκίες για να θρέψει τους άνδρες και τα άλογά του. Αυτή η προοπτική ήταν απαγορευτική. O Αλέξανδρος επιθυμούσε την αποφασιστική μάχη με τον Δαρείο, αλλά δεν θα έπεφτε σε μια τέτοια παγίδα. Αποφάσισε να κινηθεί βορειανατολικά, επιθυμώντας να προσεγγίσει τον Τίγρη από τις διαβάσεις βόρεια της Μεσοποταμίας, όπου ο Μαζαίος δεν είχε ερημώσει τη γη.
Oταν ο Δαρείος ενημερώθηκε για την αλλαγή πορείας του Αλέξανδρου, κινητοποίησε το στρατό του και με σύντονη πορεία έφθασε στα βόρεια της Ασσυριακής πεδιάδας, σε μία τοποθεσία κοντά στην πόλη Άρβηλα. H τοποθεσία ονομαζόταν στην τοπική διάλεκτο "Σπίτι της Καμήλας", Γαυγάμηλα.
Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ
Ο Δαρείος έπρεπε να εγκαταλείψει το αρχικό του σχέδιο και να επινοήσει άλλο. Αν και το δεύτερο σχέδιό του ήταν ορθό από στρατηγικής άποψης, η υλοποίησή του ήταν δύσκολη. Ανιχνευτές έπρεπε να παρακολουθούν τις κινήσεις του Αλέξανδρου και να εκτιμούν προς ποιον πόρο του Τίγρη θα κατευθυνόταν. Όταν καθοριζόταν αυτό με βεβαιότητα, έπρεπε να ειδοποιηθεί ο Μαζαίος, ο Πέρσης σατράπης της Βαβυλώνας που διοικούσε μια προωθημένη δύναμη. Η διαταγή ήταν να κινηθεί στον κατάλληλο πόρο και να προσποιηθεί ότι θα τον υπερασπιζόταν.
Στο μεταξύ, ο κύριος στρατός του Δαρείου, που ήδη βάδιζε βόρεια μέσω Αρβήλων, θα έσπευδε και αυτός στον πόρο και θα κατέστρεφε το στρατό του Αλέξανδρου κατά τη διάβαση του ποταμού ή λίγο μετά την ολοκλήρωση αυτής. Υπήρχαν τέσσερα σημεία διάβασης από τα οποία μπορούσε να επιλέξει ο Αλέξανδρος. Από βορρά προς νότο ήταν τα Τζαζιράτ Ιμπν Ομάρ, Αμπού Ντχαχίρ, Αμπού Βαζνάμ και Μοσούλη. Ο τελευταίος πόρος ήταν ο πιο κοντινός και ο πλησιέστερος στα Άρβηλα και οι Πέρσες εκτίμησαν ότι θα προσπαθούσε να περάσει από εκεί στη ζεστή πεδιάδα του ποταμού - στην πραγματικότητα αυτό ήταν το σημείο του ποταμού όπου είχαν κάποια ελπίδα να φτάσουν έγκαιρα.
Και πάλι ο Αλέξανδρος μπέρδεψε τον αντίπαλό του επιλέγοντας το πιο μακρύ δρομολόγιο, βαδίζοντας ανάμεσα από τα πιο δροσερά βόρεια υψίπεδα και περνώντας το ποτάμι από μη αναμενόμενο πόρο. Ωστόσο, δεν είναι βέβαιο ποιον από τους άλλους τρεις πόρους χρησιμοποίησε. Εκείνο που γνωρίζουμε είναι ότι είχε περάσει τον Τίγρη πριν καν βρουν οι Πέρσες ποιον πόρο είχε πρόθεση να χρησιμοποιήσει. Κατά συνέπεια το αναθεωρημένο σχέδιο των Περσών ήταν τόσο περιττό όσο και το πρώτο. Έχουμε μόνο τη δυνατότητα να υποθέσουμε, αλλά το πιθανότερο είναι ότι ο Δαρείος ήταν τελείως ανερμάτιστος και το επιτελείο του αμήχανο, οπότε αυτό ήταν το πρώτο κέρδος της στρατηγικής του Αλέξανδρου.
Όμως, ο Δαρείος είχε στα χέρια του ένα ισχυρό χαρτί. Επειδή ο στρατός του βρισκόταν ανάμεσα στον Αλέξανδρο, που ήταν στο βορρά, και τον αντικειμενικό σκοπό του, τη Βαβυλώνα, στο νότο, μπορούσε τουλάχιστον να επιλέξει το πεδίο της μάχης. Ο χώρος που διάλεξε ήταν μια πεδιάδα κοντά στα Γαυγάμηλα και διέταξε να ισοπεδωθούν γρήγορα οι ανώμαλες επιφάνειες για να διευκολυνθεί η έφοδος των αρμάτων. Ο χώρος ήταν καλά επιλεγμένος -ή μπορεί να επιλέχθηκε κατά τύχη- είχε, όμως, ένα μειονέκτημα: περίπου 5 χιλιόμετρα βορειοδυτικά υπήρχε μια λοφοσειρά την οποία μπορούσε να χρησιμοποιήσει ως παρατηρητήριο ο επερχόμενος Αλέξανδρος.
ΠPOΣ TA ΓAYΓAMHΛA
Τα δυο ποτάμια που ορίζουν την περιοχή της Μεσοποταμίας, ο Τίγρης και ο Ευφράτης, αποτελούσαν τη φυσική κάλυψη της Περσικής στρατιάς στα δυτικά και επομένως ο Αλέξανδρος έπρεπε να μεριμνήσει για την προσπέλαση αυτών των υδάτινων εμποδίων, πριν βαδίσει για τη συνάντηση με τον εχθρό. Για το σκοπό αυτό διέταξε τον γηραιό στρατηγό Παρμενίωνα να μεταβεί ως επικεφαλής μιας εμπροσθοφυλακής στον προωθημένη πόλη Θάψακο και να κατασκευάσει δύο γέφυρες για τη διάβαση του Ευφράτη. Όμως τη δεξιά όχθη του ποταμού φρουρούσε περσική δύναμη 3000 πεζών και 2.000 ιππέων με επικεφαλής τον Μαζαίο, γεγονός που έκανε τον Παρμενίωνα να διστάσει και να μην προχωρήσει στην αποπεράτωση των λεμβόζευκτων γεφυρών.
Στο μεταξύ ξεκίνησε από την Τύρο και ο στρατός του Αλεξάνδρου με κατεύθυνση τα περάσματα του Ευφράτη, ενισχυόμενος καθ΄ οδόν από τις Μικρασιατικές φρουρές. Έτσι, όταν έφτασε στη Θάψακο, αριθμούσε πλέον σχεδόν 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς, μια δύναμη αρκετά εντυπωσιακή, ώστε στη θέα της να τραπεί σε φυγή ο Μαζαίος, που συνειδητοποίησε ότι η διατήρηση των θέσεών του στο ποτάμι και η προβολή αντίστασης σε τόσο υπέρτερη δύναμη θα συνιστούσε άσκοπη θυσία και δεν είχε κανένα νόημα. Ανενόχλητος πλέον ο Αλέξανδρος ολοκλήρωσε το έργο της γεφύρωσης και διαπεραίωσε το στρατό του στην απέναντι όχθη του Ευφράτη.
Ο παλιός δρόμος κατά μήκος του ποταμού που οδηγούσε στη Βαβυλώνα και τον οποίο στο παρελθόν είχαν ακολουθήσει και οι Μύριοι ήταν ανοικτός, όμως ο Αλέξανδρος προτίμησε να τον αποφύγει. Γνώριζε ότι η διαδρομή αυτή ήταν δύσβατη και περνούσε μέσα από ερήμους στις οποίες ο επισιτισμός της στρατιάς θα ήταν προβληματικός, γι΄ αυτό επέλεξε να κινηθεί βορειοανατολικά προς τον Τίγρη, μέσα από περιοχές πιο δροσερές και γεμάτες βοσκοτόπια. Από εκεί θα ξεχυνόταν προς τη Βαβυλώνα ακολουθώντας την ανατολική όχθη του Τίγρη. Για τις επόμενες εβδομάδες ο στρατός του Αλεξάνδρου πορευόταν διασχίζοντας την Αρμενία χωρίς να έχει σαφή πληροφόρηση για την ακριβή θέση των Περσών.
Όμως κάποια μέρα τα αναγνωριστικά τμήματα της στρατιάς συνέλαβαν ορισμένους Πέρσες ανιχνευτές που ανέφεραν ότι η κύρια δύναμη του Δαρείου ήταν στρατοπεδευμένη στη δυτική όχθη του Τίγρη και περίμενε τους Έλληνες, για να τους εμποδίσει να διαβούν τον ποταμό. Αμέσως ο Αλέξανδρος έσπευσε προς τον Τίγρη, μόνο όμως, για να διαπιστώσει ότι η πληροφορία αυτή ήταν ανακριβής, αφού στην όχθη δεν φαινόταν ίχνος από περσική παρουσία. Ο Έλληνας στρατηλάτης γνώριζε ότι το κρίσιμο ζητούμενο ήταν να βρεθεί εγκαίρως στην ίδια πλευρά με τον εχθρό, χωρίς όμως το σημείο της διάβασης του ποταμού να γίνει γνωστό στους Πέρσες.
Έτσι, μόλις πληροφορήθηκε από κάποιους γηγενείς ποιο ήταν το καταλληλότερο πέρασμα, διέταξε τους άνδρες του να μπουν στο άγριο ποτάμι και να περάσουν στην απέναντι όχθη. Η ενέργεια αυτή αποδείχθηκε δύσκολη και επίπονη, καθώς τα νερά ήταν ορμητικά και οι στρατιώτες ήταν υποχρεωμένοι να πιάνονται μεταξύ τους από τα χέρια, για να μην παρασυρθούν. Μετά τη διάβαση του Τίγρη ο Αλέξανδρος άφησε το στρατό του να αναπαυτεί για μία ημέρα. Σύμφωνα με τον Αρριανό, εκείνο το βράδυ της 20ης Σεπτεμβρίου 331 π.Χ. έγινε ολική έκλειψη σελήνης, γεγονός που γέμισε ανησυχία και φόβο τις ψυχές των πολεμιστών.
Όμως ο μάντης Αρίστανδρος ερμήνευσε το φαινόμενο ως καλό σημάδι, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος έκανε θυσία στη σελήνη, τον ήλιο και τη γη και τα σφάγια προμήνυσαν νίκη σε μεγάλη μάχη που θα διεξαγόταν τον επόμενο μήνα. Έτσι, και με τη συνδρομή του μάντη Αρίστανδρου, ο Αλέξανδρος πέτυχε να εξυψώσει το ηθικό των ανδρών του εν όψει της κρισιμότερης μάχης που είχε δώσει ο στρατός του από την αρχή της εκστρατείας. Ο χρόνος κυλούσε τώρα αντίστροφα προς την τελική αναμέτρηση. Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την προέλαση με κατεύθυνση νότια αναζητώντας τον εχθρό.
Στις 24 Σεπτεμβρίου οι προφυλακές του στρατεύματος ανέφεραν ότι είχαν εντοπίσει απροσδιόριστο αριθμό Περσών ιππέων να κινούνται στην πεδιάδα, γεγονός που υποχρέωσε τον Αλέξανδρο να θέσει τη στρατιά του σε τάξη μάχης. Σύντομα έφτασε μια ακριβέστερη πληροφορία σύμφωνα με την οποία οι αντίπαλοι ιππείς ήταν περίπου 1.000. Αμέσως ο νεαρός βασιλιάς πήρε τη βασιλική ίλη, μία ίλη εταίρων και ορισμένους Παίονες ελαφρούς ιππείς, καταδίωξε τους έφιππους Πέρσες και κατόρθωσε να αιχμαλωτίσει μερικούς από αυτούς. Από τους συλληφθέντες μπόρεσε επιτέλους ο Αλέξανδρος να πληροφορηθεί την ακριβή θέση του Δαρείου.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία τους, ολόκληρος ο όγκος της Περσικής στρατιάς είχε στρατοπεδεύσει λίγο νοτιότερα, στα Γαυγάμηλα κοντά στον ποταμό Βούμηλο (ή Βούμωδο), περίπου 10 χιλιόμετρα δυτικά από τα Άρβηλα. Μάλιστα οι Πέρσες είχαν προνοήσει να αποψιλώσουν και να εξομαλύνουν το πεδίο, ώστε να είναι ο χώρος κατάλληλος για τη δράση του ιππικού και των δρεπανηφόρων αρμάτων. Στο άκουσμα αυτών των ειδήσεων ο Αλέξανδρος συνειδητοποίησε ότι η κατάσταση ήταν πλέον κρίσιμη και οι επόμενες κινήσεις του έπρεπε να σχεδιαστούν με μεγάλη περίσκεψη. Αμέσως διέταξε να σταματήσει η προέλαση και φρόντισε για την άρτια οχύρωση του στρατοπέδου του, μια και ο εχθρός βρισκόταν σε πολύ μικρή απόσταση.
Άφησε τους άνδρες του να αναπαυθούν για τέσσερεις ημέρες και στη συνέχεια αποφάσισε να επιτεθεί πρώτος. Τη νύχτα της 29ης προς την 30η Σεπτεμβρίου πήρε μαζί του όλα τα μάχιμα τμήματα και πλησίασε τους Πέρσες σε απόσταση περίπου 5,5 χιλιομέτρων. Από κάποια μικρά υψώματα μπορούσε να διακρίνει στο βάθος τα αναρίθμητα στρατεύματα των Περσών να έχουν κατακλύσει την πεδιάδα έτοιμα για μάχη, μια και ο Δαρείος είχε πληροφορηθεί ότι ο εχθρός πλησίαζε και είχε θέσει το στρατό του σε κατάσταση συναγερμού.
Αμέσως ο Αλέξανδρος συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο και ζήτησε από τους διοικητές να διατυπώσουν τη γνώμη τους για το αν θα έπρεπε να επιτεθούν αμέσως ή να εξασφαλίσουν πρώτα τις θέσεις τους και στη συνέχεια να εκτιμήσουν εκ νέου την κατάσταση. Οι πιο πολλοί είχαν την άποψη ότι η όποια καθυστέρηση θα ήταν επιβλαβής και ότι η καλύτερη επιλογή θα ήταν μια άμεση ενέργεια, όπως άλλωστε είχαν πράξει στο Γρανικό και την Ισσό. Όμως ο Παρμενίων θύμισε στους παρευρισκομένους έναν βασικό κανόνα του πολέμου, σύμφωνα με τον οποίο ο στρατός πρέπει πρώτα να έχει αναγνωρίσει το πεδίο στο οποίο πρόκειται να πολεμήσει.
Οι Πέρσες βρίσκονταν από πριν στην περιοχή και είχαν όλο το χρόνο να ετοιμάσουν «εκπλήξεις» στους αντιπάλους τους, όπως κρυφές τάφρους, αφανείς πασσάλους και άλλες παγίδες. Επιπλέον οι άνδρες του Αλεξάνδρου ήταν κουρασμένοι από την πορεία, ενώ ο εχθρός ξεκούραστος και προετοιμασμένος από όλες τις απόψεις να συγκρουστεί. Τα επιχειρήματα του γηραιού στρατηγού έπεισαν τον Μακεδόνα βασιλιά, ο οποίος διέταξε το στρατό να στρατοπεδεύσει απέναντι από τον εχθρό συντεταγμένος και σε θέσεις μάχης, ώστε να είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να αναλάβει δράση. Ο Αλέξανδρος ήταν χωρίς αμφιβολία προβληματισμένος, καθώς αντιλαμβανόταν ότι η περίπτωση αυτή διέφερε από τις προηγούμενες.
Δεν υπήρχε εδώ η στενότητα χώρου της Ισσού, που είχε εξουδετερώσει εν πολλοίς την περσική αριθμητική υπεροχή, ενώ επιπλέον ο εχθρός διέθετε τώρα ισχυρό ιππικό και δρεπανηφόρα άρματα, ένα όπλο πραγματικά θανατηφόρο, αν είχε την ευχέρεια να δράσει ανενόχλητο σε ευρύ πεδίο. Ο βασιλιάς αναζητούσε εντατικά την προσφορότερη λύση, ένα σχέδιο μάχης που θα του χάριζε για μια ακόμα φορά τη νίκη. Για το σκοπό αυτό πήρε μαζί του το ιππικό των εταίρων και ελαφρύ πεζικό και προχώρησε ο ίδιος σε κατόπτευση του πεδίου και παρατήρηση των θέσεων και της διάταξης μάχης του εχθρού. Όταν επέστρεψε, συγκάλεσε και πάλι τους επιτελείς του, για να τους ανακοινώσει τις οριστικές αποφάσεις του.
Η σύγκρουση θα γινόταν την επόμενη ημέρα και έπρεπε να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην τήρηση σιγής κατά την επίθεση, ώστε να ακούγονται καθαρά και να εκτελούνται με ακρίβεια οι διαταγές κι ακόμα να ακουστεί πιο τρομερός ο αλαλαγμός κατά τη στιγμή της επαφής με τον εχθρό. Ο Αλέξανδρος υπογράμμισε την κρισιμότητα και ξεχωριστή σημασία αυτής της αναμέτρησης, καθώς θα κρινόταν πια όχι η τύχη της Συρίας ή της Αιγύπτου αλλά ολόκληρης της Ανατολής. Φρόντισε να εξυψώσει το ηθικό των αξιωματικών του, εξαίροντας τη γενναιότητα που είχαν επιδείξει ως τότε και, τέλος, διέταξε να δειπνήσουν όλοι οι άνδρες και να ξεκουραστούν.
Λίγο αργότερα μπήκε στη σκηνή ο Παρμενίων μαζί με κάποιους άλλους πρεσβύτερους εταίρους και, ανήσυχος από τις αμέτρητες φωτιές που έκαιγαν μακριά στο περσικό στρατόπεδο, πρότεινε στον Αλέξανδρο να αιφνιδιάσει τους Πέρσες κάνοντας την επίθεσή του στη διάρκεια της νύχτας. Τότε ο βασιλιάς απάντησε: «Δεν κλέβω τη νίκη» (Πλουτάρχου, Αλέξανδρος ΛΑ', Αρριαννού, Αλεξάνδρου Ανάβασις).
ΟΙ ΟΙΩΝΟΙ ΣΤΑ ΑΝΤΙΠΑΛΑ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΑ
Tο καλοκαίρι έφθανε στην κορύφωσή του, όταν ο Αλέξανδρος περνούσε από τις πεδιάδες της νότιας Αρμενίας, κάνοντας μία μεγάλη παράκαμψη των θέσεων που υπολόγιζε ότι μπορούσαν να είχαν καταλάβει οι Πέρσες. Σύντομα, αφού το Ελληνικό στράτευμα είχε ήδη μπει στη Ασσυριακή πεδιάδα, τα τμήματα προκάλυψης και ανιχνευτών συνέλαβαν Πέρσες αιχμαλώτους, οι οποίοι ενημέρωσαν τον Αλέξανδρο ότι ο Δαρείος τον περίμενε με ένα τεράστιο στράτευμα. Tο μοναδικό φυσικό εμπόδιο που έστεκε ανάμεσα στους Μακεδόνες και τους Πέρσες, ήταν ο Τίγρης, στις όχθες του οποίου ο Δαρείος θα μπορούσε να προσπαθήσει να σταματήσει τον αντίπαλό του.
Ωστόσο, μετά από κάποιες αναγνωριστικές κινήσεις και μία προσπάθεια παραπλάνησης των Περσών ανιχνευτών, ο Αλέξανδρος διαπεραίωσε τους άνδρες του στην ανατολική όχθη του Τίγρη, χωρίς να δεχτεί επίθεση από τις ελαφρές Περσικές φρουρές που είχε αφήσει ο Βασιλιάς των Βασιλέων. Ως φαίνεται, ο Δαρείος είχε αποφασίσει να αναμετρηθεί "στα ίσα" με τον Αλέξανδρο. Άλλωστε, όλες οι κινήσεις του στη στρατηγική σκακιέρα είχαν έναν στόχο: να φέρουν τον Αλέξανδρο και το στρατό του σε τοποθεσία που θα είχε επιλέξει ο ίδιος ο Δαρείος και να δώσουν μάχη υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που θα επέλεγε ο ίδιος.
Στο πλαίσιο αυτό εντασσόταν και η στρατηγική "καμένης γης" που εφάρμοζε ο διοικητής του αποσπάσματος προκάλυψης του Δαρείου, Μαζαίος. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος δεν ακολούθησε τον Μαζαίο, αφού επέλεξε βορειότερα περάσματα (ώστε ταυτόχρονα να έχει διαθέσιμη και τροφή για τους άνδρες του και βοσκή για τα άλογα), αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο, αφού τελικώς ο Αλέξανδρος κινήθηκε σε συνάντηση του Δαρείου εκεί όπου είχε επιλέξει ο τελευταίος. Είχε μάλιστα κάνει όλες τις αναγκαίες προετοιμασίες για να "υποδεχτεί" τον αντίπαλό του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο - δηλαδή, με τον τρόπο που θα εξασφάλιζε στο στρατό του τη νίκη σε αυτήν την τόσο καθοριστική μάχη.
H πεδιάδα που είχε επιλέξει για να αναπτύξει τις δυνάμεις του, ήταν αρκετά μεγάλη, έχοντας αρκετό πλάτος, ώστε ο Δαρείος να μπορέσει, αυτή τη φορά, να εκμεταλλευτεί το σύνολο του τεράστιου στρατού που είχε συγκεντρώσει (τουλάχιστον 250.000 σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς) και να υπερφαλλαγγίσει τις δυνάμεις του Αλέξανδρου. O Δαρείος προέβη και σε μία ακόμη σειρά κινήσεων, ώστε να δημιουργήσει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τη νίκη του: προχώρησε στη διαμόρφωση του εδάφους, ώστε να το καταστήσει κατάλληλο για την ορμητική επέλαση των τρομερών δρεπανηφόρων αρμάτων που διέθετε σε μεγάλους αριθμούς και για το πολυπληθές ιππικό του.
Επίσης, έστρωσε εμπόδια (πασσάλους κ.ά.) στα σημεία απ' όπου έκρινε ότι θα μπορούσε να τον υπερφαλλαγγίσει ενδεχομένως το μακεδονικό και θεσσαλικό ιππικό, ενώ διαμόρφωσε το έδαφος κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να "πείσει" τον Αλέξανδρο να επιτεθεί μέσω ενός συγκεκριμένου διαδρόμου. Καθώς ο Αλέξανδρος πλησίαζε και οι προκεχωρημένοι ανιχνευτές του Δαρείου τον ενημέρωναν για την προσέγγιση της τρομερής στρατιάς του, η μοίρα έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι στον Πέρση ηγεμόνα. Tη νύχτα της 20ής Σεπτεμβρίου του 331 π.X. έγινε μία έκλειψη Σελήνης, που σκόρπισε φόβο μεταξύ των Περσών.
Tην έκλειψη και την αντίδραση των Ελλήνων περιγράφουν οι Ελληνικές πηγές. Για την άποψη των Περσών επί του θέματος, έχουμε την πηγή των Αστρονομικών Ημερολογίων της Βαβυλώνας, που αναφέρουν χαρακτηριστικά:
"Την 13η μέρα του μήνα Ουλουλού, την πέμπτη χρονιά του Δαρείου, έγινε έκλειψη της Σελήνης, καθώς έδυε ο Δίας. O Κρόνος ήταν τέσσερα δάχτυλα μακριά. Καθώς η έκλειψη γινόταν ολική, ένας δυτικός άνεμος φυσούσε και, καθώς το φεγγάρι εμφανιζόταν ξανά, ένας ανατολικός άνεμος φύσηξε. Kατά τη διάρκεια της έκλειψης υπήρχαν θάνατοι και λοιμοί".
Σε άλλα σημεία των ίδιων αστρονομικών ημερολογίων διαβάζουμε τι ακριβώς σημαίνουν οι οιωνοί. Oι Πέρσες μάγοι θεωρούσαν την έκλειψη ως ιδιαίτερα σημαντική, αφού η Σελήνη συμβόλιζε την Περσική κυριαρχία. Και οι Βαβυλώνιοι είχαν τις δικές τους αντιλήψεις. Mία έκλειψη Σελήνης την 13η μέρα ενός μήνα σήμαινε μία καταστροφή για τη Βαβυλώνα. H έκλειψη το μήνα Ουλουλού σήμαινε καταστροφή για την Περσία - οπότε ο συνδυασμός των δύο σήμαινε πτώση της Περσικής κυριαρχίας στη Bαβυλώνα. O δυτικός άνεμος σήμαινε ότι η καταστροφή θα ερχόταν από τη Δύση και ο ανατολικός άνεμος καθώς υποχωρούσε η έκλειψη, ότι η Ανατολή θα προσέφερε το ύστατο καταφύγιο.
Την ώρα που οι Πέρσες και Βαβυλώνιοι σοφοί που συνόδευαν τον Δαρείο απελπίζονταν από τα κακά σημάδια και μετέδιδαν την απαισιοδοξία και στους -ούτως ή άλλως έχοντες χαμηλό ηθικό- στρατιώτες του Μεγάλου Βασιλιά, ο Αλέξανδρος χρησιμοποίησε και αυτήν την αφορμή για να εξυψώσει το ηθικό των ανδρών του. Προσέφερε θυσίες και τα σφάγια που εξετάστηκαν από το μάντη Αρίστανδο "απεκάλυψαν", πολύ βολικά, ότι η έκλειψη ήταν καλός οιωνός και ότι έδειχνε ότι πριν περάσει ένας μήνας, οι Έλληνες θα έδιναν μάχη και θα νικούσαν. Oι κακοί οιωνοί για τους Πέρσες συνεχίστηκαν: τρεις μέρες αργότερα, σύμφωνα πάλι με τα "Αστρονομικά Ημερολόγια", η πτώση ενός ευμεγέθους μετεωρίτη έγινε ορατή από το στρατόπεδο του Δαρείου.
Μετά από ακόμη τρεις μέρες, άλλος ένας οιωνός, που τα ημερολόγια αναφέρουν ως "τείχος φωτιάς" χωρίς να εξηγούν τι ακριβώς ήταν, ήλθε να καταρρακώσει ακόμη περισσότερο το ηθικών των Περσών. Παρότι ο Δαρείος είχε κάνει ό,τι μπορούσε και ο Αλέξανδρος ουσιαστικά βάδιζε σε μία παγίδα, το ηθικό στο στρατόπεδο των Περσών βρισκόταν μετά και τα "Θεϊκά σημάδια", στο ναδίρ. Oι Πέρσες ήταν πεπεισμένοι ότι οι Θεοί αγαπούσαν τους Έλληνες και θα τους βοηθούσαν να καταλύσουν την περσική ισχύ. O Δαρείος προσπάθησε να διασώσει ό,τι μπορούσε με μία τελευταία απεγνωσμένη κίνηση.
Έστειλε αντιπροσωπία στον Αλέξανδρο και του προσέφερε ειρήνη, με αντάλλαγμα όλη την επικράτεια δυτικά του Ευφράτη και το χέρι της μίας από τις κόρες του. Ένας άλλος ηγέτης ίσως να δεχόταν, όχι, όμως, ο γιος του Φιλίππου. O Αλέξανδρος δεν θα ικανοποιούνταν με "μισή νίκη", όταν βρισκόταν τόσο κοντά σε αυτό που ήταν εξαρχής ο στόχος του: την πλήρη κατάλυση της Περσικής αυτοκρατορίας. Αρνήθηκε τις προτάσεις του Δαρείου και ξεκίνησε να ετοιμάζει το στρατό για τη μεγάλη μάχη.
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ
Το εκστρατευτικό σώμα έφθασε στην πόλη Θάψακο, κτισμένη στη δυτική όχθη του ποταμού Ευφράτη, αρχές καλοκαιριού του 331 ΠΚΕ. Εκεί, τα προπορευόμενα τμήματα του μηχανικού είχαν ήδη αρχίσει τις προσπάθειες γεφύρωσης του ποταμού. Ωστόσο, η κατασκευή των δύο πλωτών γεφυρών δεν ήταν δυνατόν να ολοκληρωθεί, καθώς ο Μαζαίος είχε καταλάβει την ανατολική όχθη του ποταμού με απόσπασμα 5.000 ανδρών του περσικού στρατού. Σύντομα, όμως, βλέποντας το στρατό του Αλέξανδρου, ο Μαζαίος υποχώρησε. Η γεφύρωση ολοκληρώθηκε και ο στρατός του Αλέξανδρου διέσχισε τον μεγάλο ποταμό.
Ωστόσο, για λόγους επιμελητείας κυρίως και κλιματικών συνθηκών, ο Αλέξανδρος δεν κινήθηκε νοτιοανατολικά, όπως ίσως θα αναμενόταν αλλά βόρεια, μέσω της Μυγδονίας, όπως την αποκάλεσαν ύστερον οι Μακεδόνες, με τους δροσερούς λόφους και την άφθονη βοσκή για τα άλογα, τις κατοικημένες περιοχές για την προμήθεια τροφίμων και περισσότερη δροσιά για τους πεζούς. Λίγο αργότερα, όμως, αιχμαλωτίστηκαν Πέρσες ανιχνευτές. Από αυτούς πληροφορήθηκε ο Αλέξανδρος πως ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει στρατιά μεγαλύτερη από εκείνη της μάχης της Ισσού και πως είχε στρατοπεδεύσει στη δυτική όχθη του ποταμού, με την απόφαση να μην επιτρέψει τη διάβαση του Τίγρη.
Ακούγοντας την είδηση, ο Αλέξανδρος θεώρησε πως δεν μπορούσε να διακινδυνεύσει το πέρασμα ενός τέτοιου ποταμού κάτω από τα βέλη του αντιπάλου του και τράβηξε βορειανατολικά, στο Μπετζαμπντέ, όπου πέρασε δύσκολα τον μεγάλο ποταμό και βρέθηκε στην ανατολική όχθη. Εκεί σταμάτησε μια μέρα για να ξεκουράσει το στράτευμα στις ορεινές όχθες. Το ίδιο βράδυ (20 Σεπτεμβρίου 331 ΠΚΕ) συνέβη ολική έκλειψη σελήνης και φόβος εξαπλώθηκε στο στρατόπεδο, καθώς η έκλειψη θεωρείτο κακός οιωνός. Ο μάντης Αρίστανδος όμως θύμισε στο στράτευμα πως σύμφωνα με τους Πέρσες μάγους ο ήλιος είναι το έμβλημα των Ελλήνων και η σελήνη έμβλημα των Περσών.
Κατόπιν θυσίασε στη Σελήνη, τον Ήλιο και τη Γη ο μάντης και εξετάζοντας τα σφάγια βρήκε πως η έκλειψη ήταν ευνοϊκή για τους Έλληνες και ότι μέσα σε ένα μήνα θα γινόταν νικηφόρα μάχη. Με τέτοιον ευνοϊκό χρησμό ο στρατός ξεκίνησε την αυγή να συναντήσει τους Πέρσες. Βάδισαν νότια κατά μήκος του Τίγρη για τέσσερεις ημέρες. Εκεί συνάντησαν ιππείς και ο Αλέξανδρος με τη βασιλική ίλη, τους πρόδρομους, τους Παίονες και άλλη μία ίλη τους επιτέθηκε. Αρκετοί σκοτώθηκαν, άλλοι ξέφυγαν και κάποιοι αιχμαλωτίστηκαν. Σύμφωνα με τις πληροφορίες τους ο Δαρείος βρισκόταν κοντά στον ποταμό Βούμηλο.
ΤΑΚΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ
Ο Αλέξανδρος αμέσως σταμάτησε την προέλαση του στρατού και στρατοπέδευσε, οχυρώνοντας το στρατόπεδο, για κάθε ενδεχόμενο. Εδώ ξεκούρασε το στράτευμα επί τέσσερις ημέρες. Το βράδυ της τέταρτης ημέρας, 29η προς 30η Σεπτεμβρίου, προέλασε και πάλι, αφήνοντας πίσω του σκεύη, αιχμαλώτους και τους απόμαχους. Αρχικά προχώρησε ανάμεσα σε γήλοφους που τον χώριζαν από τον εχθρό. Ανεβαίνοντας τις πρωινές ώρες στα υψώματα είδε απέναντί του σε απόσταση περίπου τριάντα σταδίων τις αντίπαλες δυνάμεις. Παρέταξε τη φάλαγγα και συγκέντρωσε τους ανώτερους αξιωματικούς. Τους συμβουλεύτηκε, αν έπρεπε να προχωρήσει και να αρχίσει αμέσως την επίθεση.
Οι περισσότεροι ήταν της άποψης να επιτεθούν αμέσως, αλλά ο Παρμενίων επέμεινε πως θα ήταν ασύνετο να κάνουν κάτι τέτοιο, χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς την περιοχή μπροστά τους, τις φυσικές και τεχνητές της δυσκολίες ούτε την παράταξη των εχθρών, επιμένοντας ότι το θα ήταν ορθότερο να παρατηρηθούν όλα αυτά πριν ξεκινήσει η μάχη. Ο Αλέξανδρος άκουσε τη συμβουλή του Παρμενίωνα και διέταξε να μείνουν εκεί, αλλά παρατεταγμένοι σε μάχη. Κατασκεύασε εδώ νέο οχυρωμένο στρατόπεδο, στο οποίο μετέφερε τη σκευή και τους αιχμαλώτους από το προηγούμενο. Ο ίδιος παίρνοντας μαζί του τους ψιλούς και τους εταίρους από τους ιππείς, κατασκόπευσε ανεμπόδιστα τους αντιπάλους και την περιοχή.
Ο Παρμενίων, ο Πολυσπέρχων και άλλοι τον συμβούλευσαν, όταν επανήλθε από την ανίχνευση, να επιτεθεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, γνώμη που ο Αλέξανδρος απέρριψε, θεωρώντας πως δεν είναι τίμιο να κλέψει τη νίκη, και ότι επιθυμεί και μπορεί να νικήσει και φανερά και χωρίς σοφίσματα τον Δαρείο. Κατόπιν έπεσε και κοιμήθηκε τόσο βαριά, που φέρεται ότι χρειάστηκε τρεις φορές το πρωί να του μιλήσει ο Παρμενίων για να σηκωθεί. Ο Περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εδώ, έφθανε συνολικά τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, όπως παραδίδει ο Αρριανός, αν και η άποψή του θεωρείται λίγο-πολύ προπαγανδιστική. Στον συγκεκριμένο στρατό που παρέταξε, ο Δαρείος επέφερε και άλλες βελτιώσεις.
Προμηθεύθηκε ξίφη και τα δόρατα πολύ μεγαλύτερα από τα προηγούμενα και κατασκεύασε 200 δρεπανηφόρα άρματα, το καθένα από τα οποία διέθετε ένα είδος μυτερού καμακιού που εξείχε αρκετά από τους ίππους, ενώ εκατέρωθεν του ζυγού πρόβαλλαν τρία μακριά ακόντια. Επίσης και από τις δυο πλευρές των αξόνων των τροχών πρόβαλλαν δρέπανα. Επιπλέον, ο Δαρείος φέρεται πως είχε στα Άρβηλα 15 οπλισμένους ελέφαντες, που για πρώτη φορά αναφέρονται ότι παρατάχτηκαν σε πεδίο μάχης.
OI ANTIΠAΛOI
Hταν 30 Σεπτεμβρίου 331 π.X., όταν ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του απέναντι στην Περσική στρατιά, σε μία απόσταση μικρότερη των 1.000 μέτρων από τα επίφοβα δρεπανηφόρα άρματα του Δαρείου. H παράταξη φαινομενικά δεν ήταν διαφορετική απ' ό,τι στις προηγούμενες αναμετρήσεις με τους Πέρσες. O στρατός είχε χωριστεί σε δύο "κέρατα", όπως πάντα το δεξί με επικεφαλής τον Αλέξανδρο και το αριστερό με τον Παρμενίωνα. Στο κέντρο ήταν παραταγμένη η φάλαγγα των σαρισοφόρων και στις πτέρυγες οι ελαφροί πεζοί και το ιππικό.
H καινοτομία του Αλέξανδρου ήταν ότι εδώ παρέταξε πιθανότατα μία "διπλή" φάλαγγα ("αμφίστομη" την ονομάζουν οι πηγές), με αριθμό οπλιτών και πελταστών στη δεύτερη γραμμή, ώστε να επέμβουν, εφόσον οι Πέρσες -το μέτωπο παράταξης των οποίων ήταν πολύ μεγαλύτερο από εκείνο των Ελλήνων- προσπαθούσαν να υπερφαλαγγίσουν την Ελληνική παράταξη ή να λειτουργήσουν ως εφεδρεία για την αποστολή δυνάμεων, εφόσον χρειαζόταν να συγκρατηθούν οι Πέρσες ή κάτι δεν πήγαινε καλά. Στην Περσική πλευρά, στο κέντρο με τον Δαρείο ήταν παραταγμένα τα τμήματα του πυρήνα του Περσικού στρατού.
Οι Πέρσες επίλεκτοι πεζοί, οι μηλοφόροι, που ήταν η φρουρά του Πέρση ηγεμόνα, και δίπλα τους οι Ινδοί, οι Kάρες και οι Μαρδιανοί, ενώ εκατέρωθεν του κέντρου βρίσκονταν οι Έλληνες μισθοφόροι οπλίτες. Όσον αφορά σε αυτούς, οι πηγές τους θέλουν να είναι από 4.000 έως 6.000, με πιθανότερο το μικρό νούμερο (ίσως και ακόμη λιγότεροι, έως και 2.000). Στο αριστερό πλευρό, ένα μεγάλο τμήμα ιππικού κυρίως με Σάκες, Βάκτριους, Πέρσες, Δάες, Σούσιους και Καδούσιους καθώς και ελαφρούς Σκύθες ιππείς και μπροστά τους 100 δρεπανηφόρα άρματα, θα αντιμετώπιζαν τον Αλέξανδρο και τους εταίρους.
Tέλος, το δεξί αποτελούσαν οι Σύριοι, Αρμένιοι και Καππαδόκες ιππείς, με μερικούς Πέρσες και Μήδους ιππείς και 50 ακόμη άρματα, ενώ 50 άρματα βρίσκονταν κοντά στο κέντρο. Σε μία δεύτερη γραμμή είχαν παραταχθεί οι λιγότερο "αξιόπιστοι" υποτελείς και σύμμαχοι των Περσών. Στην πρώτη γραμμή, μπροστά από τα άρματα, οι πηγές αναφέρουν στην Περσική παράταξη και ένα μικρό τμήμα 15 πολεμικών ελεφάντων, ωστόσο καμία περιγραφή της μάχης δεν τους αναφέρει στη συνέχεια.
O Δαρείος μέχρι τώρα έδειχνε ότι ήταν αποφασισμένος να μην επαναλάβει τα σφάλματα που του κόστισαν μία παταγώδη ήττα στην Ισσό.
Είχε επιλέξει το κατάλληλο πεδίο μάχης, το είχε προετοιμάσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και είχε παρατάξει ορθολογικά τις δυνάμεις του. Στην προσπάθειά του να αποφύγει τυχόν αιφνιδιασμό από τους Έλληνες με το ξημέρωμα (πριν από τις καθιερωμένες Περσικές θυσίες) ή και κατά τη διάρκεια της νύχτας, υπέπεσε, όμως, σε ένα μεγαλύτερο σφάλμα, που σφράγισε τη μοίρα του στρατού του, αλλά και του ίδιου: κράτησε ξάγρυπνους τους άνδρες του όλη τη νύχτα, έτοιμους να αποκρούσουν επίθεση. Αντίθετα, στην πλευρά των Ελλήνων, όλοι οι άνδρες εκτός από εκείνους που ήταν φρουροί, απόλαυσαν έναν χορταστικό ύπνο, στη ζέστη που προσέφεραν οι εκατοντάδες φωτιές που είχαν ανάψει στο στρατόπεδο.
Tο πρωί οι Έλληνες παρατάχθηκαν έτοιμοι για μάχη, φρέσκοι από τον ολονύχτιο ύπνο και ξεκούραστοι, ενώ οι Πέρσες είχαν ήδη εξουθενωθεί από την ξαγρύπνια. H εξασθένηση ήλθε να προστεθεί στην αναταραχή που είχαν προκαλέσει τις προηγούμενες ημέρες οι κακοί οιωνοί και η μάχη ξεκίνησε με τις καλύτερες προϋποθέσεις -τηρουμένων των αναλογιών- για τον Αλέξανδρο. Στην πλευρά των Ελλήνων, παρατάχθηκαν 40.000 πεζοί και 7.000 ιππείς.
Oι 6 τάξεις της φάλαγγας, οι 3.000 υπασπιστές, οι Νοτιοέλληνες οπλίτες, οι πολυάριθμοι, Έλληνες και Θράκες, πελταστές, οι Κρήτες, Pόδιοι και Αγριάννες τοξότες, σφενδονήτες και ακοντιστές, το εξαίρετο ιππικό των εταίρων, οι Θεσσαλοί και οι πρόδρομοι ιππείς, το βαρύ ιππικό από τη νότιο Ελλάδα και οι υπόλοιπες μονάδες του τρομερού στρατού του Αλεξάνδρου. Στην πλευρά των Περσών, οι συγγραφείς παραδίδουν διαφορετικούς αριθμούς. O Αρριανός μιλά για 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, ο Διόδωρος για 200.000 ιππείς και 800.000 πεζούς, ο Πλούταρχος αναφέρει επίσης 1.000.000 άνδρες συνολικά χωρίς να αναφέρει την αναλογία πεζικού - ιππικού.
Ενώ ο Κούρτιος Ρούφος αναφέρει ένα πιο μετριοπαθές νούμερο (200.000 πεζούς και 45.000 ιππείς), αλλά ίσως η αλήθεια βρίσκεται μεταξύ των "μεγάλων" υπολογισμών και του "μικρού". H λογική μας λέει ότι οι λιγότεροι από 50.000 Έλληνες, αντιμετώπισαν τουλάχιστον πενταπλάσιους, ίσως όμως και δεκαπλάσιους αντιπάλους στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων το πρωί της 1ης Οκτωβρίου του 331 π.X.
Oι περισσότερες σύγχρονες εκτιμήσεις μιλούν για 90 έως 110 χιλιάδες Περσικού στρατού και ενδεχομένως αυτός περίπου να ήταν ο αριθμός των ανδρών που μετείχε στη μάχη, αφού δεν έχουμε καμία αναφορά για τη δεύτερη σειρά της στρατιάς του Δαρείου, που περιλάμβανε εκείνους τους στρατιώτες που δεν ήταν "αξιόπιστοι", δηλαδή, τους λιγότερο ενθουσιώδεις υποτελείς και τους ελαφρύτερα οπλισμένους επίστρατους. H ακριβής τοποθεσία της μάχης δεν έχει βρεθεί, αν και υπολογίζεται ότι είναι σε μία πεδιάδα ανατολικά της Μοσούλης. Hταν μία αμμώδης πεδιάδα και οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές δεν είχαν πέσει ακόμη.
H κίνηση 200 - 250.000 τουλάχιστον ανδρών σε αυτήν την πεδιάδα, σίγουρα θα σήκωνε τεράστια σύννεφα σκόνης, που δεν θα επέτρεπαν σε κανένα παρατηρητή να δει τι ακριβώς συνέβαινε. O Αλέξανδρος είχε διαπιστώσει ήδη, με την παράταξη των δύο στρατών, ότι οι Πέρσες είχαν σχηματίσει μέτωπο περίπου ένα χιλιόμετρο ευρύτερο από του δικού του στρατού. H λύση που επέλεξε για να αποφύγει μία υπερκέραση, που θα ήταν μοιραία στην περίπτωση αυτή, ήταν εξαιρετικά ευφυής: σχημάτισε την "αμφίστομη" φάλαγγα, κράτησε, δηλαδή, μία δεύτερη γραμμή πίσω από το κύριο σώμα ελιγμών, που είχε ως στόχο να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε προσπάθεια υπερκέρασης των Περσών.
Έπειτα - και εδώ φάνηκε τόσο η τακτική ιδιοφυΐα του Αλέξανδρου όσο και η εμπέδωση από μέρους του των τακτικών καινοτομιών που εφάρμοσε ο Επαμεινώνδας της Θήβας μισό αιώνα νωρίτερα - εφάρμοσε έναν εκπληκτικό τακτικό ελιγμό, τη λοξή κίνηση των μονάδων του στο πεδίο της μάχης και την κλιμακωτή εμπλοκή τους με τον εχθρό. Στόχος του σχεδίου ήταν να παρασυρθεί το ιππικό των Περσών στα άκρα της παράταξης και να μείνει εκτεθειμένο στο κέντρο το σημείο όπου βρισκόταν ο ίδιος ο Δαρείος. Γνωρίζοντας τη δομή του στρατού των Περσών, ο Αλέξανδρος γνώριζε ότι αν σκότωνε, αιχμαλώτιζε ή έτρεπε σε φυγή τον Δαρείο, θα είχε κερδίσει τη μάχη, αφού οι άνδρες του θα σταματούσαν άμεσα να μάχονται.
Για το σκοπό αυτό, ξεκίνησε μία λοξή κίνηση με τις δυνάμεις του προς τα δεξιά, απομακρύνοντάς τες από το προετοιμασμένο έδαφος μπροστά στην Περσική παράταξη, αναγκάζοντας έτσι το Δαρείο να ξεκινήσει την επίθεση. Tο σχέδιο προέβλεπε ότι το ιππικό των πτερύγων θα καθηλωνόταν από τις δυνάμεις που βρίσκονταν απέναντί του, ενώ η δεύτερη γραμμή της φάλαγγας θα φρόντιζε να μην μπορεί να υπερκεράσει τις γραμμές των Ελλήνων. Tο καίριο πλήγμα θα διδόταν από το κέντρο, με τις τάξεις της φάλαγγας να αγκιστρώνουν τις δυνάμεις του Δαρείου και τον ίδιο τον Αλέξανδρο επικεφαλής των εταίρων, να δίδει το αποφασιστικό χτύπημα στην κατάλληλη στιγμή.
Επρόκειτο για μία εκπληκτική σύλληψη, που θα μπορούσε να εκτελεστεί μόνο από ένα άψογα εκπαιδευμένο και συντονισμένο στράτευμα, όπως ακριβώς ήταν η Ελληνική στρατιά. Tο σχέδιο λειτούργησε σχεδόν ιδανικά. O πρώτος κίνδυνος που αντιμετώπιζε η παράταξη των Ελλήνων, τα επίφοβα δρεπανηφόρα άρματα, που με τις ογκώδεις λεπίδες τους μπορούσαν να δημιουργήσουν χάος στις Ελληνικές γραμμές, εξουδετερώθηκαν με την έξυπνη τακτική των Μακεδόνων: οι στίχοι των ανδρών άνοιγαν τα διαστήματα μεταξύ τους και τα άρματα περνούσαν από τους διαδρόμους που ανοίγονταν και εξουδετερώνονταν από τους άνδρες των πίσω σειρών.
Πολλά άρματα εξουδετερώθηκαν πριν καν προσεγγίσουν τις γραμμές, από τις στοχευμένες βολές των επίλεκτων ψιλών του Αλέξανδρου, των Kρητών και Μακεδόνων τοξοτών και των Αγριάννων πελταστών. Oι Πέρσες επιτέθηκαν σε όλο το μήκος της παράταξης, αλλά επικεντρώνοντας την επίθεσή τους στα σημεία ακριβώς που τους παρέσυρε η λοξή κίνηση των Ελλήνων. Tο ιππικό και οι ψιλοί και στις δύο πτέρυγες των Μακεδόνων δοκιμάστηκαν σκληρά. Στο αριστερό, ο Παρμενίωνας έχοντας να αντιμετωπίσει την αφρόκρεμα του ιππικού της Περσικής Αυτοκρατορίας, πιεζόταν σε τεράστιο βαθμό και το μέτωπο κρατούνταν χάρη και μόνο στη γενναιότητα και αυτοθυσία των περίφημων Θεσσαλών ιππέων και στην υποστήριξη των ψιλών.
Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στο δεξί της Μακεδονικής παράταξης, όπου, όμως, μία κίνηση του Αλέξανδρου, να στείλει το τμήμα ιππικού υπό τον Αρέτη να πλαγιοκοπήσει τους Πέρσες, έδωσε μία ανάσα στη δοκιμαζόμενη πτέρυγα. Mε την αυτοθυσία των ιππέων και των ψιλών στις δύο πτέρυγες, ο Αλέξανδρος είχε κερδίσει το χρόνο που χρειαζόταν για να μανουβράρει τις τάξεις της φάλαγγας, τους υπασπιστές και τους εταίρους και να τους φέρει απέναντι στο Περσικό κέντρο. Mε αλαλαγμούς και κραυγές, το πεζικό του Αλέξανδρου άρχισε να κινείται πλέον μπροστά. Eνα δάσος από 5μετρες σάρισες βρέθηκε μπροστά στα πλέον επίλεκτα σώματα του Περσικού πεζικού και των υποτελών τους.
Που προσπαθούσαν εις μάτην να σταματήσουν αυτήν την πλημμύρα από σίδερο και χαλκό και αποφασισμένους άνδρες, που τους κατέκοβαν συστηματικά. Ενώ η μάχη μαινόταν, ένα μεγάλο τμήμα Περσών και Ινδών ιππέων εκμεταλλεύτηκε ένα κενό μεταξύ δύο τάξεων της φάλαγγας και πέρασαν πίσω από τους Έλληνες.
Πιθανόν ακολούθησαν λοξή κίνηση, αφού δεν βρήκαν μπροστά τους τη δεύτερη γραμμή της φάλαγγας, ωστόσο αντί να αναστρέψουν μέτωπο και να πέσουν είτε πάνω στο δοκιμαζόμενο αριστερό πλευρό (που ήδη υφίστατο δυσβάστακτη πίεση από μπροστά, οπότε θα διαλυόταν) είτε στις τάξεις της φάλαγγας (που εμπλέκονταν εκείνη την ώρα με το Περσικό κέντρο) συνέχισαν την πορεία τους έως ότου έφθασαν στο στρατόπεδο των Ελλήνων, το οποίο λεηλάτησαν άγρια σκοτώνοντας όλους τους υπηρέτες και ιπποκόμους, τους ασθενείς και τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος.
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ
Ο Αλέξανδρος, έχοντας πλήρη επίγνωση του ασύμμετρου συσχετισμού δυνάμεων και της μορφολογίας του εδάφους στο οποίο επρόκειτο να πολεμήσει, κατήρτισε ένα σχέδιο δράσης προσαρμοσμένο στις ανάγκες της περίστασης, το οποίο θα μπορούσε να τον οδηγήσει στη νίκη. Η διάταξη των δυνάμεών του νεαρού βασιλιά υπαγορεύτηκε σε μεγάλο βαθμό από το σχέδιο μάχης που είχε καταρτίσει ο Δαρείος, όπως αυτό διαφαινόταν από τις θέσεις που είχαν λάβει οι δικές του μονάδες. Μάλιστα ο Αρριανός αναφέρει ότι, κατά τον Αριστόβουλο, η διάταξη μάχης του στρατού του Δαρείου καταγράφεται σε γραπτή διαταγή που βρέθηκε μετά τη μάχη.
Ο Πέρσης μονάρχης είχε παρατάξει στο αριστερό άκρο τους Βάκτριους, Δάες και Σόγδιους ιππείς υπό τον σατράπη της Βακτριανής Βήσσο. Αριστερά και προς το κέντρο είχαν λάβει θέση Αραχωτοί και ορεσίβιοι Ινδοί και δίπλα τους πολλοί Πέρσες ιππείς αναμεμιγμένοι με πεζούς. Ακολουθούσαν Σούσιοι και Καδούσιοι ιππείς, ενώ στο κέντρο, γύρω από τον ίδιο το Δαρείο, είχαν παραταχθεί οι λεγόμενοι «συγγενείς του βασιλέως» και οι «μηλοφόροι» -από ένα χρυσό μήλο που υπήρχε στη βάση του δόρατός τους-, δηλαδή το ιππικό και πεζικό της σωματοφυλακής του βασιλιά αντίστοιχα.
Δεξιά και αριστερά τους βρίσκονταν Έλληνες μισθοφόροι, που θεωρούνταν κατάλληλοι να ανασχέσουν τη μακεδονική φάλαγγα, κι έπειτα Ινδοί με πολεμικούς ελέφαντες, Κάρες και Μάρδοι τοξότες. Το δεξιό κέρας συμπληρωνόταν από Σάκες, Μήδους και άλλους Ασιατικούς λαούς και είχε ως επικεφαλής τον σατράπη της Συρίας Μαζαίο. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούσαν την κύρια γραμμή του Περσικού στρατού, ενώ ακολουθούσαν σε μια δεύτερη γραμμή Ούξιοι, Βαβυλώνιοι και φύλα από τον περσικό κόλπο. Μπροστά από τη κύρια παράταξη είχε τοποθετηθεί μια επιπλέον γραμμή αποτελούμενη από Σκύθες και Βάκτριους ιππείς με 100 δρεπανηφόρα άρματα στα αριστερά.
Αρμένιους και Καππαδόκες ιππείς με 50 άρματα στη δεξιά πλευρά και πολεμικούς ελέφαντες με άλλα 50 δρεπανηφόρα άρματα στο κέντρο. Έτσι, η Περσική δύναμη ήταν ανεπτυγμένη σε μια ισχυρή τριπλή γραμμή με το βασιλιά επαρκώς προστατευμένο στο κέντρο της. Σύμφωνα με τον Αρριανό, η στρατιά αυτή αριθμούσε 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, ενώ ο Πλούταρχος αναφέρει 800.000 πεζούς και 200.000 ιππείς. Άλλες πηγές μνημονεύουν μικρότερους αριθμούς, ενώ συντηρητικότερος όλων είναι ο Κούρτιος που μιλάει για 200.000 πεζούς και 45.000 ιππείς.
Σε κάθε περίπτωση, η Περσική στρατιά ήταν αριθμητικά πολλαπλάσια της Ελληνικής και ο Αλέξανδρος αντιλαμβανόταν ότι ήταν παρακινδυνευμένο να εξασθενήσει πολύ τη δική του παράταξη προσπαθώντας να εξισώσει το μέτωπο του στρατού του προς το εχθρικό. Εξάλλου η Περσική διάταξη πρόδιδε τη βασική φιλοσοφία του σχεδίου που είχε συλλάβει η Περσική ηγεσία. Το ιππικό στα άκρα είχε σκοπό να υπερφαλαγγίσει και να περικυκλώσει τους ιππείς των Μακεδόνων αξιοποιώντας το ευρύτερο μέτωπο που διέθεταν οι Περσικές δυνάμεις, ενώ τα δρεπανηφόρα άρματα θα επέλαυναν κατά μέτωπο επιδιώκοντας να διατρήσουν και να σκορπίσουν την ισχυρή Μακεδονική φάλαγγα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δαρείος είχε παρατάξει 100 δρεπανηφόρα άρματα στην αριστερή του πλευρά, η οποία θα αντιμετώπιζε το ισχυρότερο Μακεδονικό τμήμα που ήταν τοποθετημένο στα δεξιά υπό τον ίδιο τον Αλέξανδρο. Υπό αυτές τις συνθήκες ο Μακεδόνας στρατηλάτης προτίμησε να παρατάξει τις δικές του δυνάμεις του σε τετράπλευρο, διατηρώντας μεν μικρότερο μέτωπο από το περσικό αλλά εξασφαλίζοντας συμπαγή κύρια γραμμή που δεν θα μπορούσε εύκολα να υποστεί ρήγμα και, επιπλέον, θα διέθετε τη δυνατότητα για εξαπόλυση συγκεκριμένων επιθετικών ενεργειών που θα έγερναν την πλάστιγγα της νίκης προς την Ελληνική πλευρά. Ειδικότερα, ο Αλέξανδρος παρέταξε τον στρατό του ως εξής:
Στο κέντρο έλαβαν θέση οι έξι τάξεις της Μακεδονικής φάλαγγας έχοντας στα δεξιά τους υπασπιστές και οκτώ ίλες Μακεδόνων εταίρων. Αριστερά της φάλαγγας παρατάχθηκε η τάξη του Κρατερού και δίπλα της το ιππικό των συμμάχων και το θεσσαλικό ιππικό. Την αριστερή πτέρυγα διοικούσε ο Παρμενίων, ενώ ο ίδιος ο Αλέξανδρος είχε αναλάβει τη διοίκηση της δεξιάς πτέρυγας, με την οποία σκόπευε να εκδηλώσει την κύρια επίθεση. Κοντά στη βασιλική ίλη του Αλεξάνδρου τάχτηκαν τμήματα Αγριάνων και τοξοτών, καθώς και ακοντιστές υπό το Βάλακρο.
Πίσω από την κύρια γραμμή είχαν λάβει θέσεις Έλληνες οπλίτες της Κορινθιακής συμμαχίας και μισθοφόροι, οι οποίοι είχαν ως αποστολή να προωθηθούν και να χτυπήσουν τον εχθρό, στην περίπτωση που εκείνος επιχειρούσε να περικυκλώσει και να πλήξει στα νώτα την Ελληνική στρατιά. Τέλος, πέρα από τα άκρα της κύριας παράταξης είχαν τοποθετηθεί ιππείς και ελαφρύ πεζικό «ες επικαμπήν», δηλαδή έτσι ώστε να σχηματίζουν γωνία προς τα άκρα. Συγκεκριμένα, στη δεξιά πλευρά βρίσκονταν οι μισοί Αγριάνες και οι μισοί Μακεδόνες τοξότες υπό τους Άτταλο και Βρίσωνα αντίστοιχα, καθώς και οι παλαιοί μισθοφόροι με αρχηγό τον Κλέανδρο.
Μπροστά τους είχαν ταχθεί οι πρόδρομοι ιππείς και οι Παίονες και ακόμα πιο μπροστά οι μόλις στρατολογημένοι Έλληνες μισθοφόροι με επικεφαλής τον Μενίδα. Στην αριστερή πλευρά βρίσκονταν οι Θράκες, τμήμα των συμμάχων ιππέων υπό τον Κοίρανο, οι Οδρύσες ιππείς υπό τον Αγάθωνα και μπροστά από όλους οι Έλληνες μισθοφόροι ιππείς υπό τον Ανδρόμαχο. Αυτή ήταν περίπου η σύνθεση και η διάταξη της στρατιάς του Αλεξάνδρου, στην οποία, όπως αναφέρθηκε, είχε δοθεί σχήμα τετραπλεύρου με ενισχυμένο το δεξιό κέρας. Η πείρα των συγκρούσεων με τους Πέρσες είχε διδάξει τον Αλέξανδρο ότι αντικειμενικός σκοπός θα έπρεπε να είναι η Περσική ηγεσία και μάλιστα ο ίδιος ο βασιλιάς Δαρείος.
Καθώς τυχόν σύλληψη ή εξόντωση του βασιλιά θα προκαλούσε πιθανότατα καταρράκωση του ηθικού των Ασιατικών στρατευμάτων και ενδεχομένως οριστική διάλυση της εχθρικής στρατιάς. Καθώς ο στρατός του Δαρείου διέθετε ευρύτερο και ισχυρότερο μέτωπο, ο Αλέξανδρος δεν μπορούσε να ριψοκινδυνεύσει κατά μέτωπο επίθεση, γιατί έτσι θα διευκόλυνε το σχέδιο του Δαρείου για υπερφαλάγγιση και περικύκλωση των δικών του δυνάμεων. Η κύρια κίνηση που έπρεπε να πραγματοποιήσει ο στρατός του Αλεξάνδρου ήταν μια γρήγορη και ισχυρή επίθεση κατά της αριστερής πτέρυγας των Περσών και η «γροθιά» που θα εκτελούσε αυτή την ενέργεια ήταν ακριβώς το δεξιό ενισχυμένο κέρας της Ελληνικής παράταξης.
Επιπλέον, μια τέτοια κίνηση θα παρέκαμπτε πιθανώς τις κρυφές τάφρους, τους πασσάλους ή τα όποια άλλα εμπόδια είχε τοποθετήσει ο εχθρός, εξουδετερώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πλεονέκτημα της καλής γνώσης και ανάλογης προπαρασκευής του πεδίου από την Περσική πλευρά.
Η ΠΑΡΑΤΑΞΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΑΛΩΝ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΩΝ
Στα Γαυγάμηλα ο Δαρείος παρέταξε στην άκρα αριστερή πλευρά τους Βακτρίους, με τον Βήσσο τον σατράπη της Βακτριανής. Δίπλα σύνταξε τους Δάες και τους Αραχώτους υπό τον Βερσαέντη, τον σατράπη της Αραχωσίας. Κατόπιν παρέταξε τους δικούς του Πέρσες, ιππείς και πεζούς, τους Σούσιους υπό τον Οξάτρη και τους Καδούσιους. Στην άκρα δεξιά πλευρά παρατάχθηκαν και στην ανατολική και τη δυτική πλευρά του Ευφράτη τα Συριακά στρατεύματα υπό τον Μαζαίο. Κατόπιν παρατάχθηκαν οι Μήδοι υπό τον Ατροπάτη, οι Παρθυαίοι, οι κατάφρακτοι Σάκες, οι Τάπουροι και οι Υρκάνιοι, ιππείς όλοι, υπό τον Φραταφέρνη.
Τελευταίοι παρατάχθηκαν οι Αλβανοί και οι Σακεσίνες. Ο ίδιος ο Δαρείος πήρε θέση στο κέντρο, περιβαλόμενος από το καλύτερο τμήμα του στρατεύματος, τους έφιππους Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους συγγενείς του βασιλέα, τους πεζούς Πέρσες σωματοφύλακες, τους αποκαλούμενους μηλοφόρους, καθώς οι λόγχες τους έφεραν χρυσό μήλο, αντί σαυρωτήρα. Κατόπιν παρέταξε τους «ανασπάστους Κάρας», δηλαδή απογόνους των Καρών, που μετοίκησαν από την πατρίδα τους στα ενδότερα του κράτους, τους άριστους τοξότες Μάρδους και τέλος τους Έλληνες μισθοφόρους.
Πίσω από αυτούς παρατάχθηκαν ασύνταχτοι οι Ούξιοι και οι Βαβυλώνιοι και εκείνοι που κατοικούσαν προς την Ερυθρά θάλασσα και οι Συτακινοί και άλλοι, αγνώστου πλήθους. Ανάμεσα δε στο μέτωπο και τη φρουρά στέκονταν τα δρεπανηφόρα άρματα, μπροστά από τα οποία προπορεύονταν ορισμένα μικρά ιππικά σώματα, στο αριστερό κέρας ήταν Σκύθες και Βακτριανοί με 100 άρματα, και στο δεξιο κέρας Αρμένιοι και Καππαδόκες με 50 άρματα, ενώ τα υπόλοιπα 50 άρματα τοποθετήθηκαν στο μέσο.
Η συγκεκριμένη παράταξη του Περσικού στρατού αναφέρεται από τον Αρριανό, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Αριστόβουλου, ο οποίος λέει ότι την αντέγραψε από το επίσημο σχέδιο που βρέθηκε ανάμεσα στα έγγραφα του Περσικού επιτελείου, τα οποία έπεσαν στα χέρια των Ελλήνων αργότερα μαζί με την υπόλοιπη σκευή του Δαρείου. Την 1η Οκτώβριου του 331 ΠΚΕ τελευταία του Βοηδρωμιώνα που είχε ορίσει ο χρησμός του Αρίστανδου, παρέταξε ο Αλέξανδρος σε δύο τάξεις το στρατό, που συγκροτείτο συνολικά από 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς. Προβλέποντας το σχέδιο του Δαρείου, ο Αλέξανδρος παρέταξε τις δυνάμεις του έτσι ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα υπερφαλάγγισής τους.
Στο κέντρο παρατάχθηκαν έξι τάξεις της φάλαγγας και δεξιά τους οι υπασπιστές έχοντας στο πλευρό τους τις ίλες των εταίρων. Αριστερά της φάλαγγας τάχθηκαν 500 πεζοί και 2.000 Θεσσαλοί ιππείς. Πίσω από την πρώτη γραμμή αναπτύχθηκαν οι υπόλοιποι οπλίτες και πελταστές του στρατού σχηματίζοντας αμφίστομη φάλαγγα, ώστε σε οποιαδήποτε προσπάθεια υπερφαλάγγισης και κύκλωσης να μπορούν να σχηματίσουν νέο μέτωπο πλάγιο (επικαμπή) ή αντίθετο του αρχικού. Στη δεξιά πλευρά ο Αλέξανδρος τοποθέτησε ελαφρούς πεζούς και ιππείς. Μπροστά από τις ίλες των εταίρων παρατάχθηκαν σε πλαγιοφυλακή οι Αγριάνες ακοντιστές, υποστηριζόμενοι στο δεξιό τους πλευρό από ψιλούς τοξότες και ακοντιστές.
Τις μονάδες των ψιλών υποστήριζαν με τη σειρά τους οι πρόδρομοι σαρισσοφόροι υπό τον Αρέτη και οι Παίονες ελαφροί ιππείς. Την πλαγιοφυλακή, που κάλυπτε τον χώρο μεταξύ των δυο κυρίων γραμμών μάχης, κάλυπταν Έλληνες ιππείς και τμήματα Αγριάνων και ψιλών τοξοτών. Την εμπροσθοφυλακή του δεξιού ελληνικού κέρατος αποτελούσαν οι ιππείς του Μενίδα. Με τον ίδιο τρόπο παρατάχθηκαν και στην αριστερή πλευρά τμήματα Κρητών τοξοτών και Θρακών ακοντιστών, ως πλαγιοφυλακή υποστηριζόμενα από θρακικά και ελληνικά τμήματα ιππικού. Εμπροσθοφυλακή του αριστερού κέρατος αποτελούσε το τμήμα του μισθοφορικού ιππικού του Ανδρόμαχου. Τέλος, τη φύλαξη του στρατοπέδου ανέλαβαν οι Θράκες πελταστές.
ΟΙ ΦΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
H Πρώτη Φάση της Μάχης των Γαυγαμήλων
H Ελληνική παράταξη έχει αρχίσει τη λοξή κίνησή της προς τα δεξιά, παρασύροντας την Περσική και ανοίγοντας το δρόμο για την αποφασιστική κρούση του Αλέξανδρου. Η κίνηση του δεξιού άκρου της Ελληνικής παράταξης με το ιππικό παρασύρει το ιππικό του Περσικού αριστερού, ενώ ταυτόχρονα αντίστοιχη κίνηση γίνεται και στο αριστερό, καθώς στο κέντρο η φάλαγγα αρχίζει και κινείται, για να αγγιστρώσει την περσική παράταξη και να ανοίξει το δρόμο στον Αλέξανδρο.
O Ελιγμός Έχει Ολοκληρωθεί
Tο ιππικό στα άκρα με σκληρή και αιματηρή προσπάθεια έχει κατορθώσει να κρατήσει το απέναντί του ευρισκόμενο Περσικό ιππικό και η κίνηση της φάλαγγας έχει αγγιστρώσει τις Περσικές δυνάμεις επίλεκτου πεζικού στο κέντρο, δίνοντας τη δυνατότητα στον Αλέξανδρο και τους εταίρους του να εκτελέσουν μία κρούση στο σημείο όπου έχει προκληθεί ρήγμα, ανοίγοντας το δρόμο για τον Δαρείο, ο οποίος μπροστά στο θέαμα των πάνοπλων Μακεδόνων, αποφασίζει να φύγει.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το πρωί της 1ης Οκτωβρίου 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος, που είχε μείνει άγρυπνος ως αργά, καθυστέρησε να ξυπνήσει, με αποτέλεσμα να δοθούν οι προκαταρκτικές διαταγές από τον Παρμενίωνα. Μόλις ετοιμάστηκε και ο Αλέξανδρος, προώθησε το στρατό του στην πεδιάδα και τον παρέταξε για μάχη, αφήνοντας πίσω τα μεταγωγικά με Θράκες πεζούς να τα φρουρούν. Περίπου 4,5 χιλιόμετρα χώριζαν τις αντίπαλες γραμμές. Ο Αλέξανδρος, επικεφαλής των Μακεδόνων εταίρων στη δεξιά πτέρυγα, έδωσε πρώτος το σήμα για εκκίνηση. Η κρίσιμη μάχη στα Γαυγάμηλα είχε μόλις αρχίσει.
Ο ίδιος ο Μακεδόνας στρατηλάτης άρχισε να καλύπτει την απόσταση των λίγων χιλιομέτρων που χώριζε τις δύο παρατάξεις οδηγώντας το ιππικό των εταίρων που βρισκόταν στο άκρο δεξιό κέρας των γραμμών του, ενώ οι άλλες μονάδες ακολουθούσαν κλιμακωτά κι αυτές προς τα δεξιά. Σύντομα η δεξιά πλευρά του βρέθηκε απέναντι από το κέντρο των περσικών γραμμών. Οι Μακεδόνες κινήθηκαν ακόμα δεξιότερα, για να φτάσουν ή και να υπερκεράσουν την αριστερή πλευρά των Περσών, με αποτέλεσμα να σημειωθεί η πρώτη επαφή ανάμεσα στους Σκύθες ιππείς, που προπορεύονταν στην αριστερή πτέρυγα των Περσών, και τους ακοντιστές, τους τοξότες και τους Αγριάνες, οι οποίοι αντίστοιχα κινούνταν μπροστά από τη δεξιά πλευρά του Αλεξάνδρου.
Όμως ο τελευταίος δεν σταμάτησε τον ελιγμό που είχε ξεκινήσει αλλά συνέχισε χωρίς θόρυβο την κίνηση, πλησιάζοντας πλέον να βγει από την πεδιάδα και το χώρο που είχαν ισοπεδώσει και αποψιλώσει οι Πέρσες. Βλέποντας ο Δαρείος τον κίνδυνο να φύγει ο εχθρός έξω από το προετοιμασμένο πεδίο σε ανώμαλο έδαφος, όπου θα ακυρωνόταν η δράση των δρεπανηφόρων αρμάτων, στα οποία τόσες πολλές ελπίδες είχε εναποθέσει, διέταξε τους Σκύθες και τμήμα των Βακτρίων ιππέων να υπερφαλαγγίσουν τους Μακεδόνες εμποδίζοντάς τους να κινηθούν περαιτέρω.
Αμέσως ο Αλέξανδρος αντιδρά δίνοντας εντολή στην πλαγιοφυλακή των Ελλήνων μισθοφόρων να αναπτυχθούν και να ανακόψουν το ιππικό του εχθρού. Όμως οι δυνάμεις των οπλιτών του Μενίδα, αριθμητικά υποδεέστερες καθώς ήταν, δεν μπόρεσαν να αναχαιτίσουν τους Σκύθες και τους Βακτρίους, οι οποίοι διέθεταν βαρύ οπλισμό και ισχυρή αμυντική θωράκιση, τόσο οι ίδιοι όσο και τα άλογά τους. Μπροστά στον κίνδυνο που διαγραφόταν να διακοπεί η κύρια ενέργεια της δεξιάς πλευράς, ο Αλέξανδρος ρίχνει στη μάχη τους Παίονες του Αρίστωνα και τους παλαιούς μισθοφόρους του Κλεάνδρου.
Ακολούθησε σφοδρή σύγκρουση με αποτέλεσμα να ανακοπεί τελικά η επιθετική ορμή των ιππέων του εχθρού. Ο Δαρείος όμως επέμενε, εκτιμώντας ότι η έκβαση της αναμέτρησης σε αυτή τη φάση της μάχης μπορούσε να είναι καθοριστική για το τελικό αποτέλεσμα. Διατάζει λοιπόν το κύριο σώμα των Βακτρίων ιππέων με επικεφαλής ίσως τον ίδιο τον Βήσσο να στηρίξουν τους Σκύθες ιππείς που ήδη υποχωρούσαν. Η ιππομαχία σε εκείνο το σημείο της μάχης αναζωπυρώνεται, ενώ οι Παίονες και οι παλαιοί μισθοφόροι δέχονται μεγάλη πίεση από το εχθρικό ιππικό και υφίστανται βαριές απώλειες. Εντούτοις οι άνδρες του Αλεξάνδρου αντιστέκονταν σθεναρά και η «λοξή» δεξιά κίνηση των Μακεδόνων συνεχιζόταν αργά αλλά σταθερά.
Ο Δαρείος τώρα έκρινε ότι είχε έλθει η ώρα να χρησιμοποιήσει το «ατού» του, τα δρεπανηφόρα άρματα. Η επίθεση που εξαπέλυσαν τα 100 άρματα της αριστερής πτέρυγας των Περσών, με τις θανατηφόρες λεπίδες να σκίζουν τον αέρα δαιμονισμένα, ήταν πράγματι ανατριχιαστική, όμως ο Αλέξανδρος είχε προνοήσει για την αντιμετώπιση αυτού του παράδοξου, φονικού όπλου του εχθρού. Οι Αγριάνες ακοντιστές και οι τοξότες εκτόξευσαν βροχή από βέλη, πέτρες και ακόντια που προκάλεσαν σύγχυση σε ίππους και αρματηλάτες.
Μόλις οι πολεμιστές του Αλεξάνδρου ήλθαν σε επαφή με τον όγκο των αρμάτων, άρπαζαν τα ηνία και εξόντωναν και τα άλογα και τους αναβάτες, ενώ το πεζικό κτυπούσε τις σάρισες πάνω στις ασπίδες, με αποτέλεσμα πολλά άλογα να τρομάζουν από τον κρότο, να γυρίζουν πίσω και να ρίχνουν τα άρματα που έσερναν πάνω στην περσική παράταξη. Όσα άρματα έφταναν ως τις γραμμές των Μακεδόνων περνούσαν μέσα από χάσματα που αφήνονταν στην παράταξη γι΄ αυτό τον σκοπό και τα σταματούσαν πίσω από το μέτωπο οι ιπποκόμοι. Διαπιστώνοντας ο Δαρείος ότι η δράση των δρεπανηφόρων ήταν ελάχιστα αποτελεσματική, διατάζει τα υπόλοιπα τμήματα του ιππικού του να ριχτούν στη μάχη.
Όμως το ιππικό το Δαρείου, αντί να επιτεθεί μετωπικά κατά των εταίρων, κινήθηκε αριστερά προς στήριξη των Σκύθων και Βακτρίων ιππέων, είτε θεωρώντας ότι όφειλε να ενισχύσει την προσπάθεια κυκλώσεως από αριστερά, είτε από παρερμηνεία των διαταγών. Έτσι η συντριπτική δύναμη των Περσών είχε επιπέσει στη δεξιά πλευρά των Μακεδόνων, πιέζοντάς την αφόρητα, αφήνοντας όμως συνάμα μεγάλα κενά στα υπόλοιπα σημεία της παράταξης και εκθέτοντάς το κέντρο των περσικών γραμμών σε κίνδυνο. Ο Αλέξανδρος δεν άργησε καθόλου να «διαβάσει» την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.
Διέταξε τους σαρισοφόρους ιππείς του Αρέτη να ενισχύσουν την άμυνα κατά του εχθρικού ιππικού, ενώ ο ίδιος με τους εταίρους έσπευσε αμέσως να διεμβολίσει το κέντρο της παράταξης των Περσών, που ήταν αποδυναμωμένο και με σοβαρά κενά. Ο Αλέξανδρος έβλεπε ότι είχε ανέλπιστη ευκαιρία να πετύχει τον πρώτο αντικειμενικό σκοπό του, δηλαδή να πλησιάσει με αξιώσεις το ίδιο το άρμα του Δαρείου. Επικεφαλής ο ίδιος της ίλης του Κλείτου και ακολουθούμενος από τις άλλες ίλες των εταίρων, τους υπασπιστές και τμήματα τοξοτών και ακοντιστών δημιούργησε μια ορμητική «αιχμή» που πέτυχε να διατρήσει τις περσικές γραμμές.
Το άρμα του Δαρείου ήταν πλέον πολύ κοντά και ο Μεγάλος Βασιλιάς της Περσίας ένιωσε την ανάσα του νεαρού διώκτη του πιο απειλητική από ποτέ. Αισθανόμενος ότι η ζωή του κινδύνευε, άρχισε να πολεμά από το άρμα του εξαπολύοντας ακόντια κατά των εχθρών που πλησίαζαν. Ο Αλέξανδρος δεν άργησε να βρεθεί σε απόσταση βολής από το άρμα του Ασιάτη μονάρχη και αναφέρεται ότι εκτόξευσε εναντίον του ένα ακόντιο πετυχαίνοντας όμως τον ηνίοχό του. Οι σωματοφύλακες του βασιλιά νόμισαν ότι είχε πέσει ο Δαρείος και τράπηκαν σε φυγή υποχρεώνοντας τον να υποχωρήσει και ο ίδιος άτακτα, αγωνιζόμενος να σώσει τη ζωή του.
Όσοι Πέρσες παρέμεναν στο σημείο πολεμούσαν σκληρά, για να καλύψουν την αποχώρηση του βασιλιά τους, όμως η φυγή του Δαρείου ήταν φυσικό να οδηγήσει σύντομα σε κατάρρευση του κέντρου της Περσικής παράταξης. Ο αντικειμενικός σκοπός του Αλεξάνδρου είχε σε μεγάλο βαθμό επιτευχθεί, αφού ο μεγάλος του αντίπαλος είχε επιλέξει τη φυγή. Όμως η έκβαση της μάχης δεν είχε ακόμα κριθεί οριστικά. Στη δεξιά πλευρά της μακεδονικής παράταξης το ιππικό του Βήσσου είχε συγκρατηθεί από τους σαρισοφόρους του Αρέτη, που είχαν διαταχθεί νωρίτερα να υποστηρίξουν την αντίσταση που προέβαλαν οι μονάδες της πλαγιοφυλακής του Αλεξάνδρου.
Σύντομα οι σαρισοφόροι πέρασαν στην αντεπίθεση απωθώντας τελικά τους Βακτρίους και Σκύθες ιππείς, συνεπικουρούμενοι ίσως και από τον Αλέξανδρο, που είναι πιθανό να έσπευσε σε βοήθεια μετά την τοπική νίκη του επί του περσικού κέντρου. Το αριστερό κέρας των Περσών εγκατέλειψε οριστικά τον αγώνα, όταν αποσύρθηκε και ο επικεφαλής του Βήσσος, που αποχώρησε και αυτός, πιθανότατα μόλις πληροφορήθηκε τη φυγή του Δαρείου. Η μάχη λοιπόν είχε κερδηθεί στο κέντρο και στα αριστερά της Περσικής παράταξης, όχι όμως και στη δεξιά πλευρά, δηλαδή στον τομέα του Παρμενίωνα. Εκεί ο επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας των Περσών Μαζαίος είχε επιτεθεί ταυτόχρονα με την αρχική κίνηση του Δαρείου στην αριστερή του πλευρά.
Ο Πέρσης διοικητής είχε την πρόνοια να εξαπολύσει τα 50 δρεπανηφόρα άρματά του ταυτόχρονα με το ιππικό του, ρίχνοντας έτσι στη μάχη μια φοβερή δύναμη κρούσης που δεν ήταν καθόλου εύκολο να αναχαιτιστεί. Έτσι δεν κατέστη δυνατόν να εξουδετερωθούν όλα τα δρεπανηφόρα άρματα, όπως είχε συμβεί στην αριστερή πλευρά και οι μονάδες του Παρμενίωνα υπέστησαν αρκετές απώλειες. Επιπλέον ο Μαζαίος έστειλε 3000 επίλεκτους ιππείς να υπερκεράσουν από αριστερά ολόκληρη την παράταξη του Αλεξάνδρου και να φτάσουν στο στρατόπεδο των Μακεδόνων, που βρισκόταν 12 χιλιόμετρα μακριά. Αποστολή τους ήταν η απελευθέρωση της οικογένειας του Δαρείου και άλλων αιχμαλώτων.
Οι άνδρες του Μαζαίου έφτασαν στο στρατόπεδο, κατέστρεψαν μερικά σκευοφόρα και πήραν μαζί τους κάποιους αιχμαλώτους, όχι όμως και τη μητέρα του Δαρείου, η οποία αρνήθηκε να τους ακολουθήσει. Στο μεταξύ, είχε δημιουργηθεί ρήγμα ανάμεσα στις τάξεις της αριστερής πτέρυγας, καθώς, όταν ο Αλέξανδρος έδωσε την εντολή για κίνηση όλης της παράταξης προς τα δεξιά, οι δυνάμεις του Παρμενίωνα, ευρισκόμενες υπό μεγάλη πίεση, δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν την κίνηση. Πίσω έμεινε και η τάξη του Σιμμία, που βρισκόταν στο άκρο αριστερό της δεξιάς πτέρυγας και πιθανώς καθηλώθηκε και αυτή από το ισχυρό περσικό ιππικό.
Στο κενό που δημιουργήθηκε έσπευσαν να διεισδύσουν ισχυρές δυνάμεις Ινδών και Περσών ιππέων, που απέκοψαν ουσιαστικά τις Μακεδονικές φάλαγγες, με αποτέλεσμα να υπάρχει άμεσος κίνδυνος για κατάρρευση ολόκληρης της αριστερής πλευράς των Μακεδόνων που διοικούσε ο Παρμενίωνας. Ο γηραιός στρατηγός έσπευσε να ζητήσει βοήθεια από τον Αλέξανδρο, ο οποίος μάλιστα λέγεται (Πλούταρχος, Πολύαινος) ότι οργίστηκε, καθώς εκείνη τη στιγμή ετοιμαζόταν να εκδηλώσει τη δική του επίθεση και, κατά μια εκδοχή, αναφώνησε ότι ο Παρμενίων έπρεπε εκείνη την ώρα να βρει τρόπο να νικήσει ή να πεθάνει. Το εχθρικό ιππικό εν τέλει έφτασε ως τα σκευοφόρα που βρίσκονταν πίσω από το μέτωπο και φρουρούνταν από λίγους Θράκες πεζούς.
Όμως οι Πέρσες και Ινδοί ιππείς δεν πρόλαβαν να πετύχουν εκεί σπουδαία αποτελέσματα, αφού σύντομα καταδιώχθηκαν από τα τμήματα της δεύτερης γραμμής των Μακεδόνων και τράπηκαν σε φυγή αφήνοντας πίσω αρκετούς νεκρούς. Παρόλα αυτά, η κατάσταση παρέμενε κρίσιμη για την πτέρυγα του Παρμενίωνα και ο Αλέξανδρος υποχρεώθηκε να σπεύσει σε βοήθεια, έχοντας μαζί το ιππικό των εταίρων και ορισμένα τμήματα πεζικού. Καθώς κατευθυνόταν προς το σημείο όπου κινδύνευε ο Παρμενίων, συναντήθηκε με τους Ινδούς και Πέρσες ιππείς που απομακρύνονταν από το χώρο των σκευοφόρων.
Ακολούθησε μια σκληρή ιππική μάχη, μια και οι έφιπποι εκείνοι πολεμιστές του Δαρείου ήταν αποκομμένοι από τις γραμμές τους και γνώριζαν ότι έπρεπε να πολεμήσουν λυσσασμένα, για να έχουν ελπίδες να επιβιώσουν. Τελικά οι δυνάμεις του Αλεξάνδρου αποδείχτηκαν υπέρτερες και ο Μακεδόνας στρατηλάτης βγήκε νικητής από την ιππομαχία, αφήνοντας όμως πίσω περίπου 60 εταίρους νεκρούς και πολλούς τραυματίες. Ανάμεσα στους τελευταίους συγκαταλέγονταν ο Ηφαιστίων, ο Κοίνος, ο αρχηγός των Ελλήνων μισθοφόρων Μενίδας και πιθανώς και ο Περδίκκας. Ο Αλέξανδρος απέφυγε να καταδιώξει όσους από τους ιππείς του εχθρού διέφευγαν, καθώς βιαζόταν να τρέξει προς βοήθεια του Παρμενίωνα.
Όμως η βιασύνη του αποδείχτηκε μάταιη. Ο παλαιός στρατηγός είχε πετύχει να αποκρούσει τους αντιπάλους, κυρίως με τη συνδρομή του έμπειρου θεσσαλικού ιππικού, το οποίο είχε καταφέρει να ανασυνταχθεί και να αναχαιτίσει τα πλήθη των Σύρων, Μήδων και άλλων Ασιατών που ήδη τρέπονταν σε φυγή, έχοντας κατά πάσα πιθανότητα πληροφορηθεί τη φυγή του βασιλιά τους. Όλα είχαν εξελιχθεί κατ΄ ευχήν για τον νεαρό Μακεδόνα, ο οποίος δεν είχε πλέον λόγο να χρονοτριβεί σε εκείνο το σημείο. Η μάχη στα Γαυγάμηλα είχε πια παντού κριθεί και ο Αλέξανδρος μπορούσε τώρα να κινηθεί γοργά προς τη διεύθυνση που πίστευε ότι είχε διαφύγει ο Δαρείος.
Πορευόταν όσο υπήρχε ακόμα το φως της ημέρας, ώσπου έφτασε στις όχθες του ποταμού Λύκου, τέσσερεις ώρες μακριά από το πεδίο της μάχης. Όμως ο Δαρείος είχε γίνει άφαντος. Ο Αλέξανδρος διέβη τον ποταμό και στη συνέχεια κατασκήνωσε, για να ξεκουραστούν οι άνδρες και τα άλογα. Η καταδίωξη του μεγάλου αντιπάλου δεν είχε αποφέρει καρπούς, όμως η νίκη που είχε κερδηθεί ήταν τεράστιας αξίας. Μπορεί ο Δαρείος να είχε διαφύγει, την ίδια όμως ώρα που έτρεχε κυνηγημένος και ταπεινωμένος, ο Παρμενίων κυρίευε ολόκληρο το περσικό στρατόπεδο στο Βούμηλο ποταμό, παίρνοντας ως λάφυρα ελέφαντες, καμήλες, υποζύγια, σκευοφόρα και αμέτρητα αντικείμενα αξίας.
Η ΜΑΧΗ
Νωρίς τη νύχτα της 30ης Σεπτεμβρίου του 331 π.Χ. οι στρατοί βρίσκονταν σε απόσταση επίθεσης μεταξύ τους. Η αριθμητική διαφορά ήταν μεγάλη. Ο Περσικός στρατός αποτελούνταν από τουλάχιστον 100.000 πεζούς και 34.000 ιππείς, πολλοί από τους οποίους ήταν εξαιρετικοί, ειδικά οι Καππαδόκες, που ήταν εξοπλισμένοι με αλυσιδωτό θώρακα, πιο μακρύ σπαθί από τα μέχρι τότε γνωστά και λόγχη αντί για ακόντιο. Ο στρατός του Αλέξανδρου, αν και ήταν ο μεγαλύτερος που είχε διοικήσει ποτέ, αριθμούσε 40.000 πεζούς και 7.000 ιππείς. Ο Αλέξανδρος έκανε προσωπικά αναγνώριση της δύναμης και της διάταξης του αντιπάλου και παρά την προθυμία των περισσότερων στρατηγών του δεν αποφάσισε υπέρ μιας άμεσης νυχτερινής επίθεσης.
Αντίθετα αποσύρθηκε στη σκηνή του για να καταστρώσει τη στρατηγική του και διέταξε να φάνε καλά οι στρατιώτες και να αναπαυθούν. Από το άλλο μέρος ο Δαρείος, ανήσυχος για τους απρόβλεπτους ελιγμούς του Αλέξανδρου, διέταξε το στρατό του να μείνει άγρυπνος, έτοιμος να αντιμετωπίσει νυχτερινή επίθεση. Είναι βέβαιο ότι η εγρήγορση από το ένα μέρος και η κόπωση από το άλλο έπαιξαν τουλάχιστον κάποιο ρόλο στην έκβαση της μάχης την επόμενη ημέρα. Ο Αλέξανδρος εργάστηκε μέχρι αργά εκείνη τη νύχτα στη σκηνή του. Μετά, με ξεκάθαρη στο μυαλό του την τακτική που θα εφάρμοζε, πήγε να κοιμηθεί.
Το πρωί -είχε διατάξει να είναι έτοιμος ο στρατός να κινηθεί πριν από την αυγή- οι στρατηγοί του τον βρήκαν «να κοιμάται σαν παιδί». Μάλιστα, χρειάστηκε να τον σκουντήσουν για να ξυπνήσει. Τέτοια είναι η αυτοπεποίθηση του υπέρτατου ηγέτη. Ο Περσικός στρατός, που υπερτερούσε αριθμητικά του Μακεδονικού πέντε προς ένα, παρατάχθηκε σε μια γραμμή με κατεύθυνση από τη δύση στην ανατολή με δύο ισχυρές πτέρυγες: δεξιά το δυτικό ιππικό, που περιλάμβανε και τους Καππαδόκες υπό τον Μαζαίο. Αριστερά το ιππικό από τις επαρχίες υπό τον Βήσσο, σατράπη της Βακτριανής και ξάδελφο του Δαρείου. Ο Δαρείος βρισκόταν στο κέντρο με 1.000 ιππείς σωματοφύλακες μπροστά, μετά 50 δρεπανηφόρα άρματα και μπροστά από αυτά 15 πολεμικοί ελέφαντες.
Η μη χρησιμοποίηση αυτών των ελεφάντων στη μάχη είναι ένας από τους μικρούς αστάθμητους παράγοντες της στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρχαν άλλα 100 δρεπανηφόρα άρματα στο αριστερό κέντρο και άλλα 50 στο δεξιό κέντρο. Τα δρεπανηφόρα άρματα, που κάποτε ήταν αποτελεσματικά, αλλά πλέον σε αχρηστία, εισήχθησαν πάλι από τον Δαρείο, αλλά δεν υπήρχε αρκετός χρόνος για να εκπαιδευτούν επαρκώς οι αναβάτες τους. Η Μακεδονική παράταξη, που ήταν αριθμητικά υποδεέστερη, ήταν πολύ πιο βραχεία. Πραγματικά, όταν ολοκληρώθηκε η διάταξη, ο Αλέξανδρος, που είχε παραταχθεί στη δεξιά πτέρυγα, ήταν σχεδόν απέναντι από τον Δαρείο στο κέντρο των Περσών.
Γι’ αυτό παρέταξε τη φάλαγγα στο κέντρο και ενίσχυσε τα πλευρά της με σχηματισμούς μεγάλου βάθους, με κλίση 45 μοιρών στα άκρα για να εμποδίσουν την κύκλωση. Αριστερά ο Παρμενίωνας διοικούσε το Θεσσαλικό ιππικό, δεξιά ο Φιλώτας διοικούσε το ιππικό των Εταίρων, τους μισούς Μακεδόνες τοξότες και μονάδες ακοντιστών - που σύντομα θα αποδεικνύονταν διάταξη ζωτικής σημασίας. Επειδή ο Αλέξανδρος μπορούσε να υπερφαλαγγιστεί με σχετική ευκολία, καθώς η διάταξή του ήταν η μισή σε μήκος από την Περσική, έδωσε βάθος στις πτέρυγές του με εφεδρείες, που είχαν εντολή να κάνουν μεταβολή αν φαινόταν πιθανή μια κύκλωση. Στη διάταξη αυτή οι Εταίροι ήταν απέναντι από τα δρεπανηφόρα άρματα.
Ο Αλέξανδρος άρχισε να κινείται προς τα δεξιά, ώστε το πεζικό, που ήταν πολύ λιγότερο ευάλωτο σε έφοδο αρμάτων, να είναι απέναντί τους. Ο ελιγμός αυτός είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα ότι περιόριζε την Περσική επικάλυψη. Συνέχισε να μετακινεί μονάδες στα δεξιά του μέχρι που οι ακραίοι σχηματισμοί έφτασαν στην άκρη της παράταξης του Δαρείου σε επίπεδο έδαφος, πέρα από το οποίο το τραχύ έδαφος θα εμπόδιζε το προχώρημα των αρμάτων. Η παγίδα είχε στηθεί και τώρα θα έκλεινε. Ο Δαρείος δεν είχε άλλη επιλογή από το να επιτεθεί στη δεξιά πτέρυγα του Αλέξανδρου για να διατηρήσει την επικάλυψη.
Ο Πέρσης βασιλιάς διέταξε να επιτεθούν οι Σκύθες κατάφρακτοι (βαρύ ιππικό με θώρακες) και μετά το ιππικό της Βακτριανής κατά του άκρου δεξιού του Αλέξανδρου. Έγινε σκληρή μάχη, αλλά κρατήθηκαν σε απόσταση. Αμέσως μετά, σε υποστήριξη των Βακτριανών, ο Δαρείος διέταξε να επιτεθούν τα 100 άρματα στο δεξιό του. Ήταν η ώρα των Μακεδόνων ακοντιστών. Μια ακόντια βολή προκάλεσε σύγχυση στους αρματηλάτες. Πολλοί σκοτώθηκαν και τα περισσότερα άλογα φοβήθηκαν και έτρεξαν μακριά. Τα απομένοντα άρματα, εκείνα που είχαν πλησιάσει τη φάλαγγα, συνέχισαν να προχωρούν από ένα πειθαρχημένο άνοιγμα το οποίο σχηματίστηκε στις τάξεις των πεζών - για να εξοντωθούν από τη δεύτερη γραμμή Μακεδονικού πεζικού.
Ο Δαρείος είδε τώρα ότι ο Αλέξανδρος είχε -ή φαινόταν ότι είχε- εμπλακεί πλήρως στο δεξιό πλευρό του και έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να διατάξει όλη τη γραμμή του Περσικού ιππικού να εξαπολύσει δύο υπερκερωτικές επιθέσεις, που ήλπιζε να είναι αποφασιστικές. Η αισιοδοξία του ήταν αβάσιμη. Αν ο Δαρείος είχε επικεντρώσει την επίθεσή του κατά των Εταίρων, η έκβαση της μάχης μπορεί να ήταν διαφορετική, αλλά το χτύπημα κατευθυνόταν στο άκρο Ελληνικού στρατού και δημιουργήθηκε κενό στο περσικό μέτωπο. Αυτή ήταν η στιγμή που περίμενε ο Αλέξανδρος.
Σχεδίαση και προετοιμασία, δόλος, ελιγμός, πρόβλεψη, όλα είναι απαραίτητα στη μάχη, αλλά η κορωνίδα ενός υπέρτατου διοικητή είναι η ικανότητα να επιλέγει, όχι με συνειδητή σκέψη αλλά ενστικτωδώς, εκείνη τη στιγμή ακριβώς που θα επέμβει. Τώρα ο Αλέξανδρος οδήγησε τους Εταίρους σε ορμητική έφοδο κατά του ίδιου του Δαρείου. Όταν ο Αλέξανδρος, στην κορυφή της εφόδου, είχε φτάσει σχεδόν το βασιλικό άρμα, ο Δαρείος τα έχασε και δείλιασε. Με τον ηνίοχό του τραυματισμένο, ο βασιλιάς πήρε τα χαλινάρια, γύρισε το άρμα και ήταν ο πρώτος που εγκατέλειψε τη μάχη. Το Περσικό κέντρο, που νόμισε λανθασμένα ότι ο πληγωμένος ηνίοχος ήταν ο Δαρείος, άρχισε να διαλύεται.
Όμως, η μάχη δεν είχε τελειώσει ακόμα. Η προέλαση των Εταίρων και των ταγμάτων της φάλαγγας από πίσω τους είχαν αφήσει κενό στο Ελληνικό κέντρο, στο οποίο διείσδυσαν γρήγορα η Περσική φρουρά του Δαρείου και το ινδικό ιππικό. Αν στρέφονταν τότε δεξιά κατά του Παρμενίωνα, που ήταν πολύ πιεσμένος, ολόκληρο το αριστερό των Ελλήνων θα κινδύνευε. Αντί γι’ αυτό κάλπασαν για να πλιατσικολογήσουν τις αποσκευές του Αλέξανδρου, που ήταν σε κάποια απόσταση στα μετόπισθεν.
Η ΠΑΝΩΛΕΘΡΙΑ ΤΩΝ ΠΕΡΣΩΝ
Ωστόσο, ο Παρμενίωνας υποχρεώθηκε να ζητήσει επείγουσα ενίσχυση από τον Αλέξανδρο. Όπως έγραψε αργότερα ο Στρατάρχης Υποκόμης Μοντγκόμερι, είναι «ένδειξη του εκπληκτικού ελέγχου που είχε ο Αλέξανδρος το ότι έστρεψε αμέσως τους Εταίρους και τους οδήγησε στην άλλη άκρη της μάχης». Πριν, όμως, φτάσει τον Παρμενίωνα έδωσε ιππομαχία με την Περσική φρουρά που επέστρεφε από τη λεηλασία του στρατοπέδου βάσης του. Όταν τελικά έφτασε τον Παρμενίωνα, διαπίστωσε ότι οι Θεσσαλοί είχαν αποκρούσει το περσικό δεξιό και η κατάσταση είχε αποκατασταθεί. Πολλοί Πέρσες γνώριζαν τώρα ότι ο Δαρείος είχε φύγει και έχασαν το θάρρος τους.
Ο Μαζαίος πίστεψε, δικαιολογημένα, ότι η υποχρέωσή του στο Μεγάλο Βασιλιά είχε τελειώσει και απαγκίστρωσε τους άντρες του όσο καλύτερα μπορούσε. Ο Βήσσος και οι δυνάμεις του στο αριστερό των Περσών εγκατέλειψαν, επίσης, το πεδίο της μάχης. Το μόνο που έμενε τώρα στον Αλέξανδρο ήταν να διατάξει γενική καταδίωξη, για να εξασφαλίσει ότι οι Πέρσες δε θα αναδιοργάνωναν ποτέ στρατό. Η καταδίωξη βάθους 56 χιλιομέτρων μέχρι τα Άρβηλα ήταν τόσο άγρια, ώστε λέγεται ότι χάθηκαν 1.000 άλογα. Βρέθηκε το εγκαταλειμμένο άρμα του Δαρείου, αλλά ο βασιλιάς είχε εξαφανιστεί. Άσχετα με αυτό, ο Αλέξανδρος περιφρονούσε τον Δαρείο τόσο πολύ, ώστε δε θα καταδεχόταν να ασχοληθεί με τη σύλληψή του.
Αντίθετα άρχισε αμέσως να κάνει σχέδια για εκστρατείες, προκειμένου να επεκτείνει την αυτοκρατορία του ανατολικά. Μαζεύοντας το στρατό του ο Αλέξανδρος βάδισε προς τη Βαβυλώνα, όπου δέχτηκε την παράδοση του Μαζαίου και ξεκούρασε τους στρατιώτες του. Μετά βάδισε στα Σούσα και μέσω των Περσίδων Πυλών στην Περσέπολη, όπου έμεινε τέσσερις μήνες λεηλατώντας τελικά και καίγοντας τα ανάκτορα του Δαρείου. Στις αρχές του 330 π.Χ. η καταδίωξη του Δαρείου τον έφερε βορειοδυτικά. Μετά τη δολοφονία του Δαρείου και την παράδοση ενός από τους δολοφόνους του, του Ναβαζάρνη, ο Αλέξανδρος συνέχισε μέσω Βακτριανής πέρα από τον ποταμό Όξο, καταδιώκοντας τον Βήσσο, το δεύτερο δολοφόνο.
Ο Βήσσος προδόθηκε από τους ίδιους τους άντρες του όταν άκουσαν ότι πλησιάζει ο Αλέξανδρος. Δικάστηκε σε Περσικό δικαστήριο σαν κοινός εγκληματίας και εκτελέστηκε.
H ΩPA THΣ KPIΣHΣ
Στο μεταξύ, ο Αλέξανδρος είχε εμπλέξει και τους εταίρους σε μία προσπάθεια δημιουργίας των συνθηκών για την τελική έφοδο. Mε τις σκληρές μάχες μεταξύ των φαλαγγιτών και των Περσών, Ινδών και Καρών του κέντρου, δημιουργήθηκε το κενό που περίμενε ο Αλέξανδρος - ένα ρήγμα, η διάνοιξη του οποίου θα τον έφερνε μπροστά στον ίδιο τον Δαρείο! Είχε έλθει η ώρα για τον υπερήφανο Μακεδόνα, να χτυπήσει την ίδια την καρδιά της Αχαιμενιδικής Περσίας, το Βασιλέα των Βασιλέων. Αλαλάζοντας, οι καλύτεροι ιππείς του αρχαίου κόσμου, οι Μακεδόνες εταίροι, χαμήλωσαν τις λόγχες τους και έπεσαν πάνω στους Πέρσες, σκορπώντας τρόμο και θάνατο.
Από τον τρόμο δεν έμεινε ανεπηρέαστος ούτε ο Δαρείος. O Πέρσης ηγεμόνας δεν είχε προετοιμαστεί από την παιδεία του για την ήττα. Δεν ήταν ο εκλεκτός του Αχούρα Μάζντα επί της γης, ο περήφανος διάδοχος ημίθεων που περπάτησαν στη γη όπως ο Κύρος και ο Δαρείος A'; Δεν ήταν ο αφέντης Ανατολής και Δύσης, ο κύριος της Ασίας, ο βασιλεύς των βασιλέων; Πώς ήταν δυνατόν οι αμέτρητες ορδές των υπηκόων του να έχουν χαθεί, σαν να έχουν λιώσει κάτω από το ζεστό φθινοπωρινό ήλιο της Μεσοποταμίας και να βρίσκεται τώρα μόνος του απέναντι στους αλαλάζοντες θρασείς Μακεδόνες; Πραγματικά, δεν ήταν προετοιμασμένος για αυτό που αντιμετώπιζε. Για δεύτερη φορά στη ζωή του, ο Δαρείος έστρεψε την πλάτη του στο μεγάλο του αντίπαλο.
O Μεγάλος Βασιλιάς, καθώς η "ζωντανή ασπίδα" των χιλιάδων υπηκόων του κομματιαζόταν από τα Ελληνικά όπλα, τράπηκε σε πανικόβλητη φυγή. Tα νέα για τη φυγή του βασιλιά άρχισαν να διαδίδονται σιγά-σιγά στο στράτευμα. Tο κέντρο του Περσικού στρατεύματος, που είχε δεχτεί τη συνδυασμένη ισχύ της κρούσης της φάλαγγας και των εταίρων, ούτως ή άλλως βρισκόταν σε διάλυση. Όμως, και στις δύο πτέρυγες οι Πέρσες επικρατούσαν. Tο Περσικό αριστερό, που μαχόταν με το Ελληνικό δεξί, στο άκουσμα της είδησης για φυγή του Δαρείου, άρχισε να διαλύεται ταχύτατα, καθώς οι "σκλάβοι του βασιλιά" κατάλαβαν ότι ο ηγεμόνας τους τούς είχε εγκαταλείψει.
Αντίθετα, στο δεξί των Περσών, η άγρια μάχη μαινόταν και οι Έλληνες δοκιμάζονταν σκληρά. O Αλέξανδρος είχε μόλις αρχίσει να καταδιώκει τους πανικόβλητους Πέρσες, σκοπεύοντας να φθάσει τον Δαρείο και να τελειώσει, εκείνη τη στιγμή, το ζήτημα της κυριαρχίας επί της κραταιάς Αυτοκρατορίας. Όμως, αυτό δεν έμελλε να γίνει. Oι επανειλημμένες εκκλήσεις του Παρμενίωνα, που έβλεπε ολόκληρο το πλευρό του έτοιμο να καταρρεύσει, προκάλεσαν την επέμβαση του Αλέξανδρου, που έστριψε και κατεύθυνε τους εταίρους του προς το αριστερό της Ελληνικής παράταξης.
Όμως δεν πρόλαβε να επέμβει. Καθ' οδόν συνάντησε το μεγάλο Περσικό-Ινδικό απόσπασμα ιππικού που είχε λεηλατήσει το στρατόπεδο των Ελλήνων και το οποίο, επιστρέφοντας, είχε δεχτεί την επίθεση της δεύτερης γραμμής της φάλαγγας και προσπαθούσε να ξεφύγει. Oι εταίροι, κουρασμένοι και αιφνιδιασμένοι, ενεπλάκησαν σε μία τρομερή μάχη με τους εξαίρετους Πέρσες ιππείς και τους σκληροτράχηλους Ινδούς. Όμως, και σε αυτήν τη μάχη οι εταίροι επικράτησαν, αν και με σημαντικές απώλειες (αναφέρεται ότι χάθηκαν 60 εταίροι στη σύντομη αυτή σύγκρουση), εξοντώνοντας σχεδόν το σύνολο των αντιπάλων τους.
Όταν αντιμετωπίστηκε και αυτή η απειλή, ο Αλέξανδρος έσπευσε προς το γηραιό στρατηγό του και τους δοκιμαζόμενους άνδρες του, αλλά και σε αυτό το σημείο της παράταξης οι Πέρσες, αντιλαμβανόμενοι τη διάλυση του στρατεύματος, είχαν αρχίσει να υποχωρούν ασύντακτα. H μεγάλη μάχη είχε κερδηθεί, με το ελάχιστο δυνατό κόστος. Oι Μακεδόνες, τα ελαφρά σώματα ιππικού και πεζικού, καταδίωξαν τους υποχωρούντες Πέρσες για περισσότερα από 100 χιλιόμετρα, κατακόβοντάς τους αλύπητα και σχηματίζοντας μία μακάβρια λεωφόρο από χιλιάδες πτώματα, που ξεκινούσε από την αιματοβαμμένη πεδιάδα της μάχης.
O Αλέξανδρος πήρε το στρατό του και κατευθύνθηκε στα Άρβηλα, όπου ήλπιζε ότι θα έβρισκε τον Δαρείο, μία ελπίδα που διαψεύστηκε όμως, αφού ο Δαρείος είχε σπεύσει στην Ανατολή για να βρει καταφύγιο. Tο κυνήγι θα συνεχιζόταν.
ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Το βράδυ της 1ης Οκτωβρίου 331 π.Χ. η μεγάλη μάχη στα Γαυγάμηλα είχε πια περάσει στην ιστορία ως η σημαντικότερη νίκη που είχε πετύχει ο Αλέξανδρος από τότε που ξεκίνησε τη συναρπαστική πορεία του στην Ανατολή. Ο στρατός του Δαρείου είχε συντριβεί και μαζί του φαίνεται ότι κατέρρεε οριστικά και η πάλαι ποτέ κραταιά Περσική αυτοκρατορία. Οι απώλειες των ηττημένων ήταν βαρύτατες. Οι αρχαίες πηγές παραδίδουν διάφορους αριθμούς, οι οποίοι, κι αν ακόμη θεωρηθούν ότι διέπονται από τάση υπερβολής, μαρτυρούν το μέγεθος της καταστροφής που υπέστη εκείνο το φθινοπωρινό πρωινό η στρατιά του Δαρείου. Ο Κούρτιος αναφέρει 40000 νεκρούς, ο Διόδωρος πάνω από 90.000, ενώ ο Αρριανός κάνει λόγο -προφανώς καθ΄ υπερβολή- για 300.000 πεσόντες.
Τέλος, ο πάπυρος Νο 1798 της Οξυρύγχου προσδιορίζει τον αριθμό των νεκρών σε 53.000. Δεν αποκλείεται οι αριθμοί αυτοί να διογκώθηκαν από τη μεταγενέστερη παράδοση, αναμφίβολα όμως απηχούν το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η περσική ήττα υπήρξε συντριπτική. Στην αντίπερα όχθη, εκείνη των νικητών, οι απώλειες ήταν μάλλον περιορισμένες. Ο Διόδωρος αναφέρει ότι οι νεκροί ήταν περίπου 500 και ο Κούρτιος μιλάει για λιγότερους από 300. Ο πάπυρος 1798 της Οξυρύγχου αναφέρει 1000 πεζούς νεκρούς και 200 ιππείς, ενώ η εκδοχή του Αρριανού είναι 100 νεκροί, εκ των οποίων οι 60 ήταν εταίροι ιππείς. Ο αριθμός αυτός είναι επίσης υπερβολικά συντηρητικός, ενώ τα 1.000 άλογα που, σύμφωνα με τον Αρριανό, χάθηκαν κατά τη μάχη φαντάζουν ένας λογικός αριθμός.
Πρέπει πάντως εδώ να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από την ακρίβεια ή μη των αριθμών που παραδίδουν οι αρχαίες πηγές, η τεράστια διαφορά ανάμεσα στο ύψος των απωλειών των δύο πλευρών μπορεί ως ένα βαθμό να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Αφ΄ ενός οι Μακεδόνες διέθεταν ισχυρή θωράκιση, που τους προστάτευε από τα θανάσιμα τραύματα και, αφ΄ ετέρου, οι μεγάλες απώλειες των Περσών σημειώθηκαν κατά την υποχώρησή τους. Η εμπειρία των πολέμων της αρχαιότητας δείχνει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ανδρών φονευόταν όχι όταν παρέμενε στη γραμμή και μαχόταν αλλά περισσότερο όταν τρεπόταν σε φυγή και καταδιωκόταν.
Η νίκη του Αλεξάνδρου στα Γαυγάμηλα ήταν μεγάλης πολιτικής και στρατιωτικής σημασίας, αφού ουσιαστικά αποτέλεσε το «κύκνειο άσμα» της Περσικής ισχύος, η οποία έκτοτε δεν μπόρεσε ποτέ να ανακάμψει. Στην πεδιάδα των Γαυγαμήλων γράφτηκε ο επίλογος της ιστορίας της αρχαίας Περσικής αυτοκρατορίας, αφού η μάχη αυτή σηματοδότησε την οριστική συντριβή του Δαρείου και την υποταγή του πάλαι ποτέ κραταιού βασιλείου του στον Αλέξανδρο. Όμως η νίκη στα Γαυγάμηλα αποτέλεσε και ένα ξεχωριστό στρατιωτικό επίτευγμα, αφού σημειώθηκε επί ενός εχθρού τουλάχιστον πέντε φορές -ή και πολύ περισσότερες, αν δεχτούμε κάποιες αρχαίες πηγές- πολυαριθμότερου.
Επιπλέον, και σε αντίθεση με την Ισσό, η νίκη στην περίπτωση αυτή κερδήθηκε σε ευρύ πεδίο, επιλεγμένο από τον εχθρό και κατάλληλα προετοιμασμένο, στο οποίο οι Πέρσες είχαν όλη τη δυνατότητα να αναπτύξουν πλήρως τις υπέρτερες δυνάμεις τους και να αξιοποιήσουν τα τρομερά δρεπανηφόρα άρματά τους. Επρόκειτο κατ΄ ουσίαν για μια νίκη «εκτός έδρας», αν αναλογιστεί κανείς ότι το πεδίο επελέγη από τους Πέρσες, ήταν παγιδευμένο και αποψιλωμένο κατάλληλα και στην πράξη προοριζόταν από το Δαρείο να αποτελέσει μια θανατηφόρα παγίδα, στην οποία ο Πέρσης μονάρχης ήλπιζε ότι θα έθαβε τις ως τότε επιτυχίες αλλά και τις προσδοκίες του νεαρού αντιπάλου του.
Ο Αλέξανδρος πέτυχε και σε αυτή την περίπτωση να εξουδετερώσει το πλεονέκτημα της συντριπτικής αριθμητικής υπεροχής που διέθετε ο αντίπαλος, προτάσσοντας την ποιοτική ανωτερότητα των δικών του στρατευμάτων αλλά και ένα ευφυέσταστο και καλά μελετημένο σχέδιο μάχης, στο οποίο τίποτα δεν είχε αφεθεί στην τύχη και είχε ληφθεί μέριμνα για την εξουδετέρωση όλων των υπολογίσιμων όπλων του εχθρού. Ο τρόπος διάταξης των μονάδων στο πεδίο της μάχης αποτέλεσε πραγματικά έξοχο υπόδειγμα τακτικού σχεδιασμού, μια και το συμπαγές τετράπλευρο με τις πλαγιοφυλακές αποδείχτηκε η καλύτερη λύση απέναντι στην τριπλή και με ευρύτατο μέτωπο παράταξη των Περσών.
Η βασική ιδέα της «λοξής» εναρκτήριας προώθησης προς τα αριστερά του εχθρού, που θύμιζε την κλασική «λοξή» φάλαγγα αλλά επρόκειτο για κίνηση πιο σύνθετη και συνολική, αποδείχτηκε καταλυτική για την επαρκή αντιμετώπιση του σχεδίου του εχθρού και της αριθμητικής υπεροχής του. Την κίνηση αυτή στήριξαν σχεδόν αποκλειστικά οι δυνάμεις πλαγιοφυλακής του Αλεξάνδρου, που συγκράτησαν με τρόπο αξιοθαύμαστο το πανίσχυρο ιππικό του Βήσσου και επέτρεψαν στον Μακεδόνα βασιλιά να χρησιμοποιήσει την κύρια δύναμη κρούσης του, το ιππικό των εταίρων, για να διεμβολίσει την «καρδιά» της περσικής παράταξης και να πλησιάσει το άρμα του Δαρείου.
Οπωσδήποτε επρόκειτο για μια ριψοκίνδυνη απόφαση του Αλεξάνδρου να εναποθέσει την ευθύνη μιας τόσο κρίσιμης αποστολής μόνο στην πλαγιοφυλακή, όμως το τακτικό ένστικτο του νεαρού στρατηλάτη αποδείχτηκε και πάλι αλάνθαστο. Η επιτυχία βέβαια προήλθε και από τη συνδυασμένη δράση των μονάδων, την τέχνη της οποίας τόσο αριστοτεχνικά γνώριζε να εφαρμόζει ο Αλέξανδρος. Η γενναιότητα της πλαγιοφυλακής θα είχε ίσως αποδειχτεί χωρίς αντίκρισμα, αν ο Αλέξανδρος δεν έσπευδε την κατάλληλη στιγμή να εισχωρήσει στο ρήγμα που είχε δημιουργηθεί στην περσική διάταξη και να διαλύσει με μια μοναδική σε ταχύτητα και αποφασιστικότητα διείσδυση το περσικό κέντρο.
Στα Γαυγάμηλα επαναλήφθηκε για μια ακόμα φορά η αρχή που είχε χαρακτηρίσει στο παρελθόν πολλές Ελληνοπερσικές συγκρούσεις: ότι η ποιότητα μπορούσε να νικήσει τους αριθμούς. Και το πρωινό της 1ης Οκτωβρίου 331 π.Χ. ο Αλέξανδρος έδειξε ότι διέθετε ποιοτική υπεροχή, τόσο στη σύλληψη του τακτικού σχεδίου, όσο και στην στρατιωτική ικανότητα και πειθαρχία των στρατευμάτων του. Καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη της νίκης ήταν η συμβολή κάποιων συγκεκριμένων τμημάτων, που με τον σθεναρό και πεισμώδη αγώνα τους επέτρεψαν την επιτυχή εφαρμογή του σχεδίου του ηγέτη τους.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην πλαγιοφυλακή της δεξιάς πλευράς που κατόρθωσε να αναχαιτίσει το υπέρτερο εχθρικό ιππικό και να δώσει την ευκαιρία στον Αλέξανδρο να κατευθύνει τη μάχη προς τον σκοπό που ο ίδιος επιθυμούσε, δηλαδή την προσέγγιση και, αν ήταν δυνατό, τη σύλληψη του Δαρείου. Αλλά και οι μονάδες στην αριστερή πλευρά υπό τον Παρμενίωνα, και κατ΄ εξοχήν το ιδιαίτερα αξιόμαχο θεσσαλικό ιππικό, έδωσαν συγκλονιστική μάχη ανακουφίζοντας τη δεξιά πλευρά και επιτρέποντάς της να εκτελέσει με επιτυχία τον επιθετικό της ελιγμό. Αυτονόητη βέβαια είναι η σπουδαιότητα της προσπάθειας του ιππικού των εταίρων, που επιτέθηκε μετωπικά κατά του Δαρείου δίνοντας το καίριο πλήγμα στη «ραχοκοκκαλιά» της περσικής παράταξης.
Ποια ήταν όμως η τύχη του ίδιου του Δαρείου και των υπολειμμάτων της στρατιάς του; Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές, από την αμέτρητη στρατιά του Δαρείου κάπου 25.000 ως 40.000 άνδρες κινήθηκαν νότια υπό τον σατράπη Αριοβαρζάνη και έλαβαν θέσεις στις Περσίδες Πύλες, ένα φυσικό οχυρό πέρασμα που αποτελούσε είσοδο προς την καρδιά της Περσικής Αυτοκρατορίας. Επρόκειτο για μια ύστατη γραμμή άμυνας, την οποία σύντομα ο Αλέξανδρος θα εκαλείτο να λυγίσει. Όταν ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο πεδίο της μάχης, μερίμνησε για την ταφή των νεκρών και αναχώρησε πάλι για τα Άρβηλα, ελπίζοντας ότι θα εντόπιζε εκεί τον Πέρση ηγεμόνα. Όμως μάταια.
Πέτυχε όμως όμως να εντοπίσει κάποια σκευοφόρα με τους θησαυρούς του Δαρείου (3.000 τάλαντα κατά τον Διόδωρο), πολλά άλλα λάφυρα και τρία αντικείμενα - σύμβολα της εξουσίας του Πέρση μονάρχη: Το άρμα, το τόξο και την ασπίδα του. Ο ίδιος ο Δαρείος είχε δραπετεύσει προς τις ορεινές βορειοανατολικές περιοχές της Μηδίας, έχοντας μαζί του 3.000 ιππείς και 6.000 πεζούς. Σκόπευε να φτάσει στα Εκβάτανα, εκτιμώντας ότι θα ήταν ασφαλής σε εκείνη τη δύσβατη περιοχή - κοιτίδα του αρχαίου Περσικού βασιλείου. Πίστευε ότι ο Αλέξανδρος δεν θα τον ακολουθούσε εκεί αλλά θα προτιμούσε να στραφεί προς τη Βαβυλώνα με τα πλούτη της και τη μεγάλης στρατηγικής σημασίας θέση της.
Και δεν έκανε λάθος, αφού ο Αλέξανδρος βάδισε στη Βαβυλώνα, όπου ο σατράπης Μαζαίος, που είχε αγωνιστεί γενναία στα Γαυγάμηλα, εκτιμώντας το άσκοπο της όποιας αντίστασης, έσπευσε να παραδώσει την πόλη στους Μακεδόνες. Η πεδιάδα των Γαυγαμήλων αποτέλεσε την τελευταία ουσιαστική γραμμή άμυνας που μπόρεσε να παρατάξει ο Δαρείος Γ' Κοδομανός στην προέλαση του Αλεξάνδρου. Μετά τη μάχη αυτή η τύχη του περσικού βασιλείου είχε οριστικά κριθεί. Οι σποραδικές εστίες αντίστασης που προέταξαν κάποια μεμονωμένα Περσικά τμήματα δεν ήταν ικανές να αλλάξουν τη μοίρα της περσικής Αυτοκρατορίας, που σύντομα θα έπεφτε και τυπικά στα χέρια του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Στα Γαυγάμηλα είχε επιτευχθεί ουσιαστικά ο αρχικός στόχος της «Πανελλήνιας εκστρατείας για την τιμωρία της Περσίας» με την κατάλυση του Περσικού κράτους και την αναγόρευση του Αλεξάνδρου σε διάδοχο των Αχαιμενιδών. Με τη νίκη εκείνη ο Αλέξανδρος έκλεινε ένα κεφάλαιο της ιστορίας και συνάμα ξεκινούσε ένα καινούριο, αυτό της επέκτασης των κατακτήσεων πέρα από τα ιστορικά όρια του παλιού περσικού βασιλείου.
Συνέπειες
Περισσότεροι από 30.000 άνδρες του Δαρείου παραδίδεται ότι σκοτώθηκαν στη μάχη. Οι συνολικές απώλειες των Ελλήνων υπολογίζονται από 100 έως 500 νεκρούς. Αμέτρητα ήταν και τα λάφυρα που περιήλθαν στην κατοχή των νικητών, ανάμεσά τους τα όπλα και το άρμα του Δαρείου, οι 15 ινδικοί ελέφαντες που δε χρησιμοποιήθηκαν στη μάχη, χιλιάδες υποζύγια, χρήματα, τρόφιμα και εφόδια των Περσών. Με αυτόν τον τρόπο έληξε η μεγαλύτερη μάχη της εκστρατείας του Αλέξανδρου, μια μάχη που πλήγωσε βαθιά και ανεπανόρθωτα το γόητρο του περσικού κράτους και του ίδιου του μεγάλου βασιλέα είτε πολέμησε σκληρά σύμφωνα με κάποιους, είτε ήταν όντως δειλός στη μάχη.
Ο μεν Αλέξανδρος αναγορεύθηκε μεγάλος βασιλέας τελώντας τις ανάλογες θυσίες, ο δε Δαρείος φυγάδας, έγινε εντέλει θύμα συνωμοσίας εναντίον του με αρχηγό τον Βήσσο, τον σατράπη της Βακτριανής. Από δε τον διαλυμένο στρατό περίπου σαράντα χιλιάδες Πέρσες συγκεντρώθηκαν υπό τον σατράπη Αριοβαρζάνη, γιο του Αρτάβαζου και οχυρώθηκαν στις Περσίδες πύλες, το μόνο σημείο που θα μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στον Αλέξανδρο και να διασώσουν την περσική επικράτεια. Ο Αλέξανδρος δεν κυνήγησε τον Δαρείο στις ορεινές περιοχές, ούτε πήρε το δρόμο για τα Σούσα, αλλά τράβηξε για τη Βαβυλώνα.
ΔΑΡΕΙΟΣ Γ' Ο ΚΟΔΟΜΑΝΟΣ
Οι αποφασιστικής σημασίας ήττες του Δαρείου στην Ισσό και τα Γαυγάμηλα οφείλονταν σε πολλούς παράγοντες, από τους οποίους δεν ήταν ο μικρότερος η αδυναμία του να παραχωρεί διοίκηση, αν και είχε ικανούς αξιωματικούς όπως ο Μαζαίος και ο Βήσσος. Έτσι, αντιπαρατάχθηκε μόνος του έναντι της ευφυΐας του Αλέξανδρου και παρά το γεγονός ότι ήταν κάποτε τολμηρός και ευφυής διοικητής δεν είχε την ισχύ και την ικανότητα του Αλέξανδρου να εκμεταλλεύεται την κατάλληλη στιγμή. Στα Γαυγάμηλα το αριθμητικό πλεονέκτημα του Δαρείου, σε πεζικό και ιππικό, εξανεμίστηκε από το γεγονός ότι έχασε την πρωτοβουλία και απέτυχε να επιτεθεί γρήγορα με τη δεξιά του πτέρυγα.
Ένα ακόμα λάθος του ήταν ότι στηρίχθηκε στα δρεπανηφόρα άρματα, που ήταν ήδη ξεπερασμένα. Ο Δαρείος το ’βαλε στα πόδια και στις δύο μάχες. Στην Ισσό υπήρχε δικαιολογία, επειδή εκπροσωπούσε την Περσική Αυτοκρατορία και ο θάνατος ή η σύλληψή του θα σήμαινε τη διάλυσή της. Έφυγε για να συγκεντρώσει νέο στρατό και να πολεμήσει πάλι, αν και αιχμαλωτίστηκε όλη η οικογένειά του. Όμως, στα Γαυγάμηλα η πρόωρη φυγή του τερμάτισε κάθε ελπίδα για το μέλλον της Περσίας υπό το σκήπτρο του. Στη διάρκεια των επόμενων έξι μηνών κατόρθωσε να συγκεντρώσει μόλις 3.000 ιππείς και 34.000 πεζούς. Ο Αλέξανδρος έμεινε στην Περσέπολη τέσσερις μήνες και μετά καταδίωξε τον Δαρείο βόρεια προς τα Εκβάτανα (Χαμαντάν).
Εκεί έμαθε ότι ο Δαρείος είχε διαφύγει προς τα βορειοανατολικά μέσω της διάβασης του όρους Ελμπρούζ, γνωστής ως Πύλες της Κασπίας. Ο Αλέξανδρος συνέχισε την καταδίωξη και στις Ράγες, κοντά στη σημερινή Τεχεράνη, έμαθε ότι ο εχθρός του, που τώρα ήταν χωρίς ηθικό και αναποτελεσματικός, είχε φυλακιστεί από τον Βήσσο και τον Ναβαρζάνη, δύο ισχυρούς διοικητές που είχαν απογοητευθεί από την ηγεσία του. Η μέχρι τότε πιστή στον Δαρείο περσική φρουρά τον είχε εγκαταλείψει βλέποντας το μάταιο της περαιτέρω αντίστασης στον Αλέξανδρο.
Ο Αλέξανδρος, ανήσυχος μήπως ο Δαρείος υπό πίεση παραιτηθεί από το θρόνο και ορίσει ως νόμιμο διάδοχο κάποιον άλλο, κάλυψε μέσα στη νύχτα με μια ομάδα ιππέων 64 χιλιόμετρα ερήμου για να βρει τους Πέρσες. Το πρωί είδαν φάλαγγα από κάρα σε κάποια απόσταση. Ο Δαρείος δεν ήταν με το καραβάνι. Τον βρήκαν δολοφονημένο αργότερα σε εγκαταλειμμένη άμαξα. Ο Αλέξανδρος τον τύλιξε με το μανδύα του και τον μετέφερε στην Περσέπολη για να ταφεί με βασιλικές τιμές.
Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΓΑΥΓΑΜΗΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΛΟΥΤΑΡΧΟ
Τότε μίλησε για πολύ στους Θεσσαλούς και στους άλλους Έλληνες, και καθώς του έδιναν θάρρος φωνάζοντας να τους οδηγήσει εναντίον των βαρβάρων, πήρε με το αριστερό χέρι το ακόντιο, παρακαλούσε τους θεούς με το δεξί και ευχόταν, όπως λέει ο Καλλισθένης, αν πράγματι είχε γεννηθεί από τον Δία, να προσφέρουν βοήθεια και ενίσχυση στους Έλληνες. Ο μάντης Αρίστανδρος με λευκή χλαμύδα και χρυσό στεφάνι ήταν έφιππος δίπλα του, κι έδειχνε έναν αετό που πέταξε πάνω από το κεφάλι του Αλεξάνδρου και κατευθυνόταν εναντίον των εχθρών, τούτο ενθάρρυνε πολύ όσους το έβλεπαν, και με αμοιβαίες προτροπές οι ιππείς επιτέθηκαν με ταχύτητα στους εχθρούς, και ακολουθούσε η φάλαγγα σαν κύμα.
Προτού όμως συμπλακούν οι πρώτοι, οι βάρβαροι έφυγαν από τις γραμμές τους κι άρχισε η καταδίωξη, καθώς ο Αλέξανδρος οδηγούσε τους νικημένους στη μέση όπου βρισκόταν ο Δαρείος. Γιατί τον είδε από μακριά, στο βάθος, ανάμεσα στους ιππείς της βασιλικής ίλης που βρισκόταν σε παράταξη μπροστά του, όμορφο και ψηλό να στέκεται πάνω σε ψηλό άρμα, τριγυρισμένο από πολλούς λαμπρούς ιππείς, πολύ καλά συγκεντρωμένους γύρω από το άρμα και σε τέτοια παράταξη ώστε να δεχθούν τους εχθρούς. Αλλά όταν είδαν να πλησιάζει ο Αλέξανδρος από κοντά και να ρίχνει όσους έφευγαν σε αυτούς που έμεναν, τρόμαξαν και οι περισσότεροι σκορπίστηκαν.
Οι άριστοι και γενναιότεροι άνδρες, σκοτωμένοι μπροστά στον βασιλιά, καθώς έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλο, γίνονταν εμπόδιο στην καταδίωξη, γιατί οι ίδιοι και τα άλογα μπερδεύονταν στην τελευταία τους αγωνία. Ο Δαρείος, καθώς έβλεπε ότι όλα τούτα τα φοβερά γίνονταν μπροστά στα μάτια του και ότι οι δυνάμεις που είχαν παραταχθεί έπεφταν κάτω μπροστά του, επειδή δεν ήταν εύκολο να στρίψει το άρμα και να φύγει, γιατί οι τροχοί συγκρατούνταν από τόσα πτώματα, και τα άλογα, κρυμμένα και περικυκλωμένα από το πλήθος των σκοτωμένων, αναπηδούσαν και τρόμαζαν τον ηνίοχο, εγκατέλειψε το άρμα και τα όπλα του, και ανεβαίνοντας, όπως λένε, σε ένα θηλυκό άλογο που μόλις είχε γεννήσει, έφυγε.
Αλλά δεν θα ξέφευγε αν δεν έρχονταν και οι άλλοι ιππείς από τον Παρμενίωνα, για να ζητήσουν βοήθεια από τον Αλέξανδρο, λέγοντας ότι είχε συγκεντρωθεί εκεί πολλή δύναμη και οι εχθροί δεν οπισθοχωρούσαν. Κατηγορούν λοιπόν τον Παρμενίωνα ότι σε εκείνη τη μάχη ήταν νωθρός και ανίκανος, είτε γιατί λόγω της ηλικίας έχανε το θάρρος του είτε γιατί, όπως λέει ο Καλλισθένης, δυσφορούσε για την εξουσία και τη μεγάλη δύναμη του Αλεξάνδρου και τον φθονούσε. Ο βασιλιάς, λοιπόν, παρόλο που δυσαρεστήθηκε με την έκκλησή του, δεν είπε την αλήθεια στους στρατιώτες, αλλά έδωσε το σύνθημα για ανάκληση, γιατί τάχα ήθελε να σταματήσει τη σφαγή και γιατί ήταν σκοτάδι.
Και προχωρώντας προς το τμήμα που κινδύνευε, άκουσε στο δρόμο ότι είχαν νικηθεί τελείως οι εχθροί και έφευγαν.
Πλούταρχος, Αλέξανδρος 33
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Τώρα ο Αλέξανδρος ήταν ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης της Περσικής Αυτοκρατορίας και ως τέτοιος αντιμετωπίστηκε από το λαό. Όμως, πολλοί από τους στρατιώτες ήταν δυσαρεστημένοι με την προοπτική και άλλων εκστρατειών ύστερα από τόσων ετών υπηρεσία μακριά από την πατρίδα τους. Επιπλέον, έφεραν βαρέως το γεγονός ότι ο Αλέξανδρος είχε υιοθετήσει τις περσικές συνήθειες και αμφιέσεις, ενώ φοβούνταν, επίσης, μήπως γίνει τόσο δεσποτικός όσο ήταν οι Πέρσες βασιλείς.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Η Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής μετά το θάνατό του, εν μέρει επειδή δεν είχε ορίσει διάδοχο και ο γιος του από τη Ρωξάνη, ο μετέπειτα Αλέξανδρος Δ', δεν είχε γεννηθεί ακόμα. Οι στρατηγοί του ήρθαν, σε διένεξη προσπαθώντας ο καθένας να αποκτήσει μεγαλύτερη σφαίρα επιρροής για τον εαυτό του. Αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν τρεις μεγάλες δυνάμεις: η Μακεδονία, που κυριαρχούσε στην Ελλάδα, το Βασίλειο των Σελευκιδών, που περιλάμβανε μεγάλο τμήμα της παλιάς Περσικής Αυτοκρατορίας, και η Αίγυπτος, όπου η ιδρυθείσα δυναστεία από το φίλο και βιογράφο του Αλέξανδρου Πτολεμαίο κυριάρχησε για 300 σχεδόν χρόνια μέχρι που έσβησε με το δηλητήριο του φιδιού της Κλεοπάτρας το 30 π.Χ.
Αν και η Αυτοκρατορία του Αλέξανδρου αποδείχτηκε εφήμερη, η επίπτωσή της στην παγκόσμια ιστορία ήταν μεγάλη και διαρκής. Ο Αλέξανδρος ίδρυσε περίπου 70 πόλεις που πολλές είχαν το όνομά του, και ως οχυρά, αλλά και ως πολιτιστικά και εμπορικά κέντρα, εξαπλώνοντας με τον τρόπο αυτό τα Ελληνικά ιδανικά και την Ελληνική γνώση προς τα ανατολικά, μέχρι την Κίνα. Εξακολουθούν να βρίσκονται αποδείξεις της έκτασης της Ελληνιστικής επιρροής: Μια αρχαία πόλη που χρονολογείται από την εποχή των Σελευκιδών ή ακόμα του Αλέξανδρου ανακαλύφθηκε στο Άι Κχανούμ του Αφγανιστάν τη δεκαετία του 1960. Εκεί υπάρχουν θέατρο, αγορά, γυμναστήριο, κιονοστοιχίες και ναοί - όλα στοιχεία μιας μεγάλης Ελληνικής πόλης που άκμασε επί αιώνες.
Ακόμα και μερικά πρώιμα βουδιστικά γλυπτά που βρέθηκαν στην Ινδία φανερώνουν επιρροές από τον Ελληνικό κόσμο. Τα ενδιαφέροντα του Αλέξανδρου ήταν σχεδόν απεριόριστα και ανάμεσά τους ο πόλεμος, η ιατρική, η βοτανική, η ζωολογία και η αστρολογία - αντικείμενα τα οποία θα διδάσκονταν σε πολλές σχολές που ίδρυσε. Μια από τις πιο ονομαστές ήταν αυτή της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, όπου δημιουργήθηκε μεγάλη βιβλιοθήκη και όπου δίδαξαν μεγάλοι επιστήμονες, ανάμεσά τους και ο μαθηματικός Ευκλείδης. Όταν η Ρώμη ανέλαβε τον έλεγχο του Ελληνιστικού κόσμου μετά το 190 π.Χ., η Ελληνική κουλτούρα εμπότισε τη Ρωμαϊκή και μαζί έθεσαν τις βάσεις του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού.