Τετάρτη 28 Ιουλίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΣΟΦΟΚΛΗΣ - Ἠλέκτρα (1354-1383)

ΗΛ. ὦ φίλτατον φῶς, ὦ μόνος σωτὴρ δόμων
1355 Ἀγαμέμνονος, πῶς ἦλθες; ἦ σὺ κεῖνος εἶ,
ὃς τόνδε κἄμ᾽ ἔσωσας ἐκ πολλῶν πόνων;
ὦ φίλταται μὲν χεῖρες, ἥδιστον δ᾽ ἔχων
ποδῶν ὑπηρέτημα, πῶς οὕτω πάλαι
ξυνών μ᾽ ἔληθες οὐδ᾽ ἔφαινες, ἀλλά με
1360 λόγοις ἀπώλλυς, ἔργ᾽ ἔχων ἥδιστ᾽ ἐμοί;
χαῖρ᾽, ὦ πάτερ· πατέρα γὰρ εἰσορᾶν δοκῶ·
χαῖρ᾽· ἴσθι δ᾽ ὡς μάλιστά σ᾽ ἀνθρώπων ἐγὼ
ἤχθηρα κἀφίλησ᾽ ἐν ἡμέρᾳ μιᾷ.
ΠΑ. ἀρκεῖν δοκεῖ μοι· τοὺς γὰρ ἐν μέσῳ λόγους
1365πολλαὶ κυκλοῦνται νύκτες ἡμέραι τ᾽ ἴσαι,
αἳ ταῦτά σοι δείξουσιν, Ἠλέκτρα, σαφῆ.
σφῷν δ᾽ ἐννέπω γε τοῖν παρεστώτοιν ὅτι
νῦν καιρὸς ἔρδειν· νῦν Κλυταιμήστρα μόνη·
νῦν οὔτις ἀνδρῶν ἔνδον· εἰ δ᾽ ἐφέξετον,
1370 φροντίζεθ᾽ ὡς τούτοις τε καὶ σοφωτέροις
ἄλλοισι τούτων πλείοσιν μαχούμενοι.
ΟΡ. οὐκ ἂν μακρῶν ἔθ᾽ ἡμὶν οὐδὲν ἂν λόγων,
Πυλάδη, τόδ᾽ εἴη τοὔργον, ἀλλ᾽ ὅσον τάχος
χωρεῖν ἔσω, πατρῷα προσκύσανθ᾽ ἕδη
1375 θεῶν, ὅσοιπερ πρόπυλα ναίουσιν τάδε.
ΗΛ. ἄναξ Ἄπολλον, ἵλεως αὐτοῖν κλύε,
ἐμοῦ τε πρὸς τούτοισιν, ἥ σε πολλὰ δὴ
ἀφ᾽ ὧν ἔχοιμι λιπαρεῖ προύστην χερί.
νῦν δ᾽, ὦ Λύκει᾽ Ἄπολλον, ἐξ οἵων ἔχω
1380 αἰτῶ, προπίτνω, λίσσομαι, γενοῦ πρόφρων
ἡμῖν ἀρωγὸς τῶνδε τῶν βουλευμάτων
καὶ δεῖξον ἀνθρώποισι τἀπιτίμια
τῆς δυσσεβείας οἷα δωροῦνται θεοί.

***
ΗΛΕ. Ω μέρα αγαπημένη, ω εσύ μόνε
των σπιτιών του Αγαμέμνονα σωτήρα,
πώς ήρθες; Είσαι συ, αλήθεια, εκείνος
που γλίτωσες κι αυτόν και μένα απ᾽ όλα
τα δεινά μας; Ω χέρια αγαπημένα
κι ω πόδια μου μας πρόσφεραν την πιο
γλυκιάν εκδούλεψη, πώς έτσι να ᾽σαι
τόσον καιρό κρυφά μου εδώ, χωρίς
να μου φανερωθείς, παρά μονάχα
να με σκοτώνεις με τα λόγια, ενώ ηταν
1360 τα έργα σου τα πιο ευχάριστα για μένα;
Χαίρε, πατέρα· γιατί σαν πατέρα
σε βλέπω εμπρός μου· χαίρε, και να ξέρεις
πως είσαι συ που πιότερο στον κόσμο
και μίσησα κι αγάπησα την ίδια μέρα.
ΠΑΙ. Νομίζω αρκεί· γι᾽ αυτά που έχουν περάσει
στο μεταξύ, μέρες πολλές και νύχτες
άλλες τόσες, Ηλέκτρα, θα γυρίζουν,
που όλα καταλεπτώς θα σου τα μάθουν.
Μα εσείς οι δυο που στέκεστε, σας λέγω
πως τώρα είναι καιρός να κινηθείτε,
τώρα που η Κλυταιμνήστρα είναι μονάχη,
τώρα που άντρας κανείς δεν είναι μέσα.
Σκεφθείτε το πώς θα ᾽χετε, όσο αργείτε,
1370 να μετρηθείτε και μ᾽ αυτούς και μ᾽ άλλους
περισσοτέρους κι αξιότερούς των.
ΟΡΕ. Καθόλου πια τη θέση τους δε θα ᾽χαν
τα πολλά λόγια εδώ· στο έργο Πυλάδη,
μπρος μια και μέσα στο παλάτι, αφού
προσκυνήσομε δω μπρος στα προπύλαια
τ᾽ αγάλματα των πατρικών θεών μας.
ΗΛΕ. Επάκουσέ τους ίλεος, βασιλιά μου
Απόλλων, και μαζί μ᾽ αυτούς και μένα,
που πάντα ως τώρα κι απ᾽ τα λίγα πού ειχα,
με χέρι πρόθυμο στάθηκα μπρος σου·
και τώρα μ᾽ αυτά πὄχω, Λύκειε Απόλλων,
1380 σου δέομαι, σου προσπέφτω, σε ικετεύω,
πρόθυμος γίνου στην απόφασή μας
αυτή βοηθός, και δείξε στους ανθρώπους
με ποιά επιτίμια των θεών το χέρι
τα έργα της ανομίας ανταμείβει.

Αρχαϊκή Επική Ποίηση: Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια, 2. Μύθος και πλοκή στα ομηρικά έπη

2.3. Ομηρικά μεγαθέματα: πόλεμος - ομιλία - νόστος

Τρία μεγάλα θέματα (με μια λέξη: μεγαθέματα) συμπλέκονται και συγκρούονται μεταξύ τους στα δύο ομηρικά έπη, με διαφορετικό όμως τρόπο και αντίθετη έκβαση στο ένα και στο άλλο: ο πόλεμος, η ομιλία και ο νόστος. Στην Ιλιάδα το ισχυρό θέμα του έπους είναι ο πόλεμος, ο οποίος δοκιμάζει ή και συνθλίβει τις ομιλητικές σχέσεις και αποκλείει εξ ορισμού, όσο συνεχίζεται, τον νικηφόρο νόστο. Παράδειγμα κορυφαίο της εξοντωτικής επίδρασης του πολέμου στις ενδιάμεσες ομιλίες είναι η διάλυση που επιφέρει στη συζυγική ομιλία του Έκτορα και της Ανδρομάχης, η οποία διαβαθμίζεται σε τρεις σκηνές της έκτης, της εικοστής δεύτερης και της εικοστής τέταρτης ραψωδίας.

Στην έκτη ραψωδία η Ανδρομάχη, με τον νήπιο Αστυάνακτα στην αγκαλιά της, προσπαθεί να αποσπάσει τον Έκτορα από το επικίνδυνο πεδίο της μάχης στις ασφαλέστερες προσβάσεις του κάστρου, αλλά εκείνος δεν πείθεται, μολονότι προαισθάνεται την τελική πτώση της Τροίας, που συνεπάγεται τον δικό του αφανισμό και την αιχμαλωσία της γυναίκας του. Όταν στην εικοστή δεύτερη ραψωδία ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Έκτορα, ο σπαρακτικός θρήνος της Ανδρομάχης παροξύνει το προηγούμενο κλάμα της στο τέλος της έκτης ραψωδίας. Και εδώ αναγνωρίζεται η δεύτερη βαθμίδα της εξαρθρωμένης συζυγικής ομιλίας εξαιτίας του πολέμου. Η τρίτη και τελική βαθμίδα της εντοπίζεται στην τελευταία ραψωδία του έπους: ο Πρίαμος επιστρέφει το σώμα του σκοτωμένου Έκτορα στην τειχισμένη Τροία, και τότε, ανάμεσα στους άλλους επικήδειους θρήνους, ξεχωρίζει πάλι ο συζυγικός κομμός της Ανδρομάχης. Στο σημείο εξάλλου αυτό διασταυρώνονται, λοξά έστω, τα μεγαθέματα του πολέμου και της ομιλίας στην Ιλιάδα με το μεγάθεμα του νόστου· ενός νόστου όμως νεκρώσιμου, που τον αναγγέλλει η Κασσάνδρα από τις επάλξεις του κάστρου της Τροίας, όταν διακρίνει τον Πρίαμο να πλησιάζει με το σώμα του αδελφού της και θυμάται πώς νοστούσε ο Έκτορας, επιστρέφοντας άλλοτε από το πεδίο της μάχης, ζωντανός στην Τροία. Εκείνο τον νόστο παραβάλλει τώρα με τον νεκρώσιμο νόστο που βλέπει μπροστά της (τον εξονομάζει με το ίδιο ρήμα: νοστέω - νοστῶ).

Στη μεταπολεμική Οδύσσεια το μεγάθεμα του πολέμου υποχωρεί. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι και μηδενίζεται. Κατά κανόνα, εμφανίζεται παραλλαγμένο, συντηρώντας μόνο τον πυρήνα του, δηλαδή τον φόνο, ατομικό και συλλογικό. Έτσι, αν εξαιρεθεί η πρώτη περιπέτεια των «Απολόγων» (η σύγκρουση των εταίρων του Οδυσσέα με τους Κίκονες της θρακικής ακτής), που προσομοιάζει με κανονική μάχη, στις άλλες περιπτώσεις το θέμα του πολέμου εμφανίζεται σε ιδιόρρυθμες παραλλαγές. Η προφανέστερη παραλλαγή είναι αυτή της μνηστηροφονίας: φονική επιχείρηση, σε κλειστό όμως χώρο, ενός (έστω λίγων) με πολλούς, όπου στην πρώτη και σημαντικότερη φάση της ως φονικό όπλο χρησιμοποιείται εξ επαφής το τόξο - τακτική που δεν ισχύει κατά κανόνα στις ιλιαδικές συγκρούσεις. Μόνον όταν τα βέλη του Οδυσσέα εξαντλούνται, ο αμοιβαίος αγώνας προσφεύγει στα δόρατα. Κατά τα άλλα, οι μνηστήρες απειλούν με προσωπικό φόνο τον νεαρό Τηλέμαχο, κατά την επιστροφή του από την Πελοπόννησο, αλλά τελικά το φονικό τους σχέδιο δεν ευοδώνεται χάρη στην προειδοποίηση της Αθηνάς. Τέλος, φονικές απειλές εκτοξεύονται από τους μνηστήρες και εναντίον του Οδυσσέα, όσο λείπει ο ήρωας ή κυκλοφορεί μέσα στο παλάτι της Ιθάκης σαν ξένος ζήτουλας.

Αντίθετα προς την υποβάθμιση του πολέμου, στην Οδύσσεια αναβαθμίζονται τα μεγαθέματα του νόστου και της ομιλίας, τα οποία, όπως είδαμε, στην Ιλιάδα συνθλίβονται. Η αναβάθμισή τους συντελείται προοδευτικά και κορυφώνεται στο τέλος του έπους, όταν ο Οδυσσέας επιβάλλει πια με τη μνηστηροφονία τον νόστο του και ξανακερδίζει τη βασιλική εξουσία και τη γυναίκα του. Στο μεταξύ, το θέμα του νόστου προσκρούει σε διαδοχικές αντιστάσεις: κυρίως στον θυμό του Ποσειδώνα, όσο ο ήρωας βρίσκεται ακόμη μακριά από την Ιθάκη· έπειτα στην αντίσταση των μνηστήρων, οι οποίοι μέχρι την τελευταία στιγμή πιστεύουν ότι ο Οδυσσέας έχει αφανιστεί στον δρόμο της επιστροφής του· τέλος, στη δυσπιστία των δικών και των φίλων (κατά σειρά: του Τηλεμάχου, της Ευρύκλειας, του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, της Πηνελόπης και του Λαέρτη) - η δυσπιστία αυτή αίρεται κάθε φορά με τη μέθοδο του αναγνωρισμού.

Μαζί με την επιβράβευση του νόστου επιβραβεύεται στην Οδύσσεια και το μεγάθεμα της ομιλίας, όχι μόνο της συζυγικής αλλά και της παρασυζυγικής. Και εδώ έχουμε χαρακτηριστική απόκλιση από την Ιλιάδα, όπου η παρασυζυγική σχέση του Πάρη με την Ελένη θεωρείται αφορμή του τρωικού πολέμου και αντιμετωπίζεται αρνητικά ή τουλάχιστον με επιφύλαξη. Στην Οδύσσεια αντίθετα οι παρασυζυγικές σχέσεις του Οδυσσέα πρώτα με την Κίρκη και μετά με την Καλυψώ (σχέσεις εν μέρει προαιρετικές και εν μέρει αναγκαστικές) λειτουργούν στην αρχή αρνητικά, ύστερα όμως θετικά, προάγοντας τον νόστο του Οδυσσέα. Και οι δύο αυτές δαιμονικές θεές δοκιμάζουν να καθηλώσουν, καθεμιά με τον τρόπο της, τον Οδυσσέα στο κρεβάτι τους· μετά όμως υποχωρούν στον πόθο επιστροφής του ήρωα στον τόπο του και γίνονται καλοί αγωγοί του νόστου του.

Όσο για την κορυφαία ομιλητική σχέση του έπους, τη συζυγική ομιλία Οδυσσέα και Πηνελόπης, αυτή φαίνεται να αντιγράφει την ιλιαδική συζυγική ομιλία Έκτορα και Ανδρομάχης, αντιστρέφοντας όμως και τη φορά και την έκβασή της. Όπως η διάσημη ιλιαδική συζυγική ομιλία, έτσι και η οδυσσειακή διαβαθμίζεται σε τρεις ραψωδίες. Στη δέκατη έβδομη ραψωδία η πρώτη διαλογική επικοινωνία της Πηνελόπης με τον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα γίνεται μέσω διερμηνέα, του Εύμαιου, όπου και συμφωνείται ο άμεσος διάλογός τους για αργά το βράδυ της ίδιας μέρας, όταν θα αδειάσει η αίθουσα του παλατιού από τους ενοχλητικούς μνηστήρες. Η δεύτερη αυτή προγραμματισμένη βαθμίδα της συζυγικής ομιλίας (μακρότερη της πρώτης και δραματοποιημένη) συντελείται στη δέκατη ένατη ραψωδία· εκεί παρ᾽ ολίγον να καταλήξει στον αναγνωρισμό του Οδυσσέα από την Πηνελόπη, αλλά τελικά τον προσδοκώμενο αναγνωρισμό τον κλέβει κατά κάποιον τρόπο από τη βασίλισσα της Ιθάκης η Ευρύκλεια, με το επεισόδιο των «Νίπτρων». Η τρίτη και κορυφαία βαθμίδα επιφυλάσσεται για μετά τη μνηστηροφονία, στην εικοστή τρίτη ραψωδία του έπους: εδώ δοκιμάζονται και αναγνωρίζονται οι σύζυγοι με σημάδια απαραγνώριστα, και η συζυγική ομιλία στεφανώνεται με τη διαλογική τους συνομιλία πρώτα, και με την ερωτική τους συνεύρεση μετά.

Υπάρχουν πολλές ενδείξεις, αν όχι αποδείξεις, για άμεση ή έμμεση σχέση της Οδύσσειας με την Ιλιάδα· οι οποίες άλλους ερευνητές τους οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ταυτίζεται ο ποιητής τους, και άλλους ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση «χωρίζονται» δύο ποιητές, που ο ένας (ο νεότερος της Οδύσσειας) μαθητεύει στον αρχαιότερο (της Ιλιάδας). Όπως κι αν έχει το πράγμα, η αντιθετική αναλογία ανάμεσα στην ιλιαδική και στην οδυσσειακή συζυγική ομιλία δεν μπορεί να είναι τυχαία: προϋποθέτει αποφασισμένη παραπομπή της δεύτερης στην πρώτη.

Η αληθινή αγάπη, μπορεί να είναι μόνο ελεύθερη

Η ελευθερία είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε ανθρώπου και δεν πρέπει να είναι ποτέ διαπραγματεύσιμο. Γεννιόμαστε ελεύθεροι και πρέπει να προσπαθήσουμε να ζήσουμε τη ζωή μας, χωρίς να “υποδουλωθούμε” πουθενά.

Η ελευθερία έχει πολλές μορφές και πρόσωπα και θα απειληθεί αρκετές φορές στη διάρκεια της ζωής μας. Υπάρχει η προσωπική ελευθερία, που όταν καταπατείται, έχει ως σκοπό τον περιορισμό των κινήσεων μας και υπάρχει και η πνευματική, που δεν επιτρέπει την έκφραση των σκέψεων μας.

Πολλές φορές οι άνθρωποι έχουν την τάση να εκδηλώνουν εγωιστικές και κτητικές συμπεριφορές. Θεωρούν τον άλλον κτήμα τους και ενώ η λέξη “δικός μου” – “δική μου”, στο ξεκίνημα ηχεί όμορφα στα αυτιά, με την πάροδο του χρόνου γίνεται μία θηλιά που σε πνίγει καθημερινά.

Η ασφάλεια και το ενδιαφέρον που ένιωθες στην αρχή, γίνεται μία μέγγενη που σου σφίγγει το στομάχι και σου στερεί το οξυγόνο. Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το ενδιαφέρον, με τον έλεγχο και την αστυνόμευση. Δεν είμαστε κατάδικοι ούτε εγκληματίες.

Όταν αυτό κιόλας συνδυαστεί με απειλές και με πράξεις βίας, τότε η κατάσταση χειροτερεύει και τα αδιέξοδα πληθαίνουν. Συνήθως οι άνθρωποι που το δέχονται και το υπομένουν, είναι αυτοί που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση. Εάν αυτό ενισχυθεί και με τον φόβο της κοινωνικής κατακραυγής, τότε το “κοκτέιλ” γίνεται επικίνδυνο και ο εγκλωβισμός είναι μονόδρομος.

Το περίεργο είναι, ότι εμείς είμαστε υπεύθυνοι, όταν την παραχωρούμε στους άλλους, θεωρώντας ότι έχουν το δικαίωμα να ορίζουν την ζωή μας. Μετά σαν αντίποινα, ξεκινάμε κι εμείς έναν πόλεμο, κάνοντας το ίδιο στο ταίρι μας. Ο πόλεμος αυτός όμως, δεν έχει νικητές αλλά μόνο χαμένους, διότι εάν δεν μπορείς να δώσεις ελευθερία στους άλλους, δεν θα είσαι ούτε εσύ ποτέ ελεύθερος. Θα βρίσκεσαι διαρκώς κάτω από ένα καθεστώς αγωνίας και ανασφάλειας.

Όταν τα δικά σου “θέλω” μέσα σε μία σχέση θεωρούνται απορριπτέα, λανθασμένα – και υπάρχει εκφοβισμός για να μην τα κάνεις – τότε βρίσκεσαι στη χειρότερη φυλακή του κόσμου.

Όταν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη και κάθε κίνηση σου θεωρείται ως ψέμα, αμφισβητείται και πρέπει να αποδεικνύεις συνεχώς ότι “δεν είσαι ελέφαντας”, τότε η ποιότητα της ζωή σου υποβαθμίζεται και ζεις μέσα σε ένα μόνιμο άγχος και φόβο.

Η αληθινή αγάπη, δεν περιλαμβάνει απαγόρευση κινήσεων και εκφράσεων, αλλά το αντίθετο. Έχει προτροπή και βοήθεια προς τον άλλον, για την διεύρυνση του πνεύματος του και την προοδευτική προσωπική του εξέλιξη.

Εάν ζηλεύεις και σε πληγώνει η εξέλιξη του συντρόφου σου – που μερικές φορές μπορεί και να σε ξεπεράσει κοινωνικά – τότε δεν τον αγαπάς αληθινά. Η αγάπη δεν είναι ανταγωνισμός ούτε και επικράτηση του καλύτερου.

Η αληθινή αγάπη δεν περιλαμβάνει καθημερινές ανακρίσεις και επιβολή κανόνων, που τους αποφασίζει μόνο ο ένας. Δεν βασίζεται στην ιδιοκτησία, αλλά στην συνύπαρξη και στην συνεξέλιξη! Δεν ανθίζει μειώνοντας τον αέρα και τον ήλιο του άλλου, αλλά αφήνοντας τις ρίζες να απλωθούν χωρίς περιορισμούς, να μπλεχτούν μεταξύ τους και να ξεχυθεί κοινή δύναμη και ενέργεια.

Πρέπει να αφήνουμε τον σύντροφό μας να νιώθει ελεύθερος μέσα στη σχέση και να εκφράζεται, χωρίς να φοβάται την απόρριψη μας και τις συνέπειες.

Να τον αφήσουμε να είναι ο εαυτός του και όχι να τον μεταμορφώσουμε σε αυτό που θέλουμε εμείς και μας βολεύει. Και το ίδιο πρέπει να επιδιώκουμε και για μας. Δεν έχει κανένας δικαίωμα να μας στερεί τον αέρα που αναπνέουμε, το χαμόγελο μας και τις απόψεις μας.

Ο καθένας, πρέπει να είναι ελεύθερος να επιλέγει πώς θα διαθέσει την ψυχή του και το σώμα του.

Και εάν στον πόλεμο υπάρχει η έκφραση “ελευθερία ή θάνατος”, στη ζωή θα το έλεγα: “ελευθερία…ή καλύτερα μόνος σου”!

Σχέση χωρίς προσωπικό χώρο είναι σχέση που θα αποτύχει

Ο χώρος και o χρόνος αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι στην ψυχική υγεία ενός ανθρώπου. Ο χρόνος είναι εκείνος που σου δίνει τη δυνατότητα να σκεφτείς, να αποφασίσεις και να βρεις τι είναι εκείνο που σου ταιριάζει δίχως να αισθάνεσαι μια διαρκή πίεση. Ο χώρος πάλι είναι εκείνος που σε αφήνει να αιωρηθείς στην πραγματικότητα και να προσγειωθείς στην καθημερινότητα δίχως να περιορίζεσαι.

Η έννοια που αναλύουμε σήμερα αποτελεί ιδιαίτερα προσωπικό, όπως επίσης και σημαντικό παράγοντα. Είναι αναγκαίος για την ψυχολογία μας, ο χώρος που μας επιτρέπει τη βαθιά εισπνοή και την εκπνοή χωρίς το βάρος της παρατήρησης. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα όταν ένα άλλο άτομο θέλει να εισέλθει στη σφαίρα μας να πρέπει να μπορεί να κατανοήσει τον τρόπο ζωής μας. Αυτό το άτομο θα μπορούσε να είναι ένας σύντροφος, ένας φίλος ή ένας άγνωστος που μας χτυπά τη πόρτα και θέλει να περάσει. Ένα καλό ωστόσο παράδειγμα που μας δίνει μια πιο ξεκάθαρη εικόνα του προσωπικού μας χώρου, είναι εκείνο της ερωτικής σχέσης.

Όταν λοιπόν βρισκόμαστε σε μια τέτοιου είδους σχέση, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως δεν «πρέπει» να μοιραζόμαστε αυτόν το χώρο με τον σύντροφό μας. Η ίδια η έννοια του ιδιωτικού χώρου και χρόνου, εννοεί πως ο κάθε άνθρωπος πρέπει να τα διατηρεί ανεξάρτητα με το συναισθηματικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται. Τα δύο αυτά αγαθά, δεν ανήκουν στην κατηγορία «ό,τι είναι δικό μου είναι και δικό σου». Επειδή καμία σχέση δε βγήκε από βιβλίο της Diesney, είναι επόμενο να υπάρξουν προστριβές, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να πιεστούμε ψυχικά και ψυχολογικά. Τότε αντιλαμβανόμαστε το ποσό σημαντικό είναι ακόμη και μέσα σε σχέση να μπορούμε να βρεθούμε για λίγο μόνοι.

Χώρος και χρόνος είναι συνδεδεμένα. Άχρηστο το ένα χωρίς το άλλο. Εάν έχεις τον χώρο σου, μπορείς να έχεις χρόνο για τον εαυτό σου. Κατ’ επέκταση μπορείς να τον θυμάσαι αρκετά καλά ώστε να μην τον αφήνεις να αλλοιώνεται. Μπορείς να τα βρίσκεις μαζί του τις στιγμές που με άλλους χάνεσαι. Μπορείς να του προσφέρεις εκείνα που ίσως τελικά να λείπουν από τη σχέση σου. Να του δίνεις τη φροντίδα που του αρμόζει και σε ευχαριστεί περισσότερο, καθώς εσύ ο ίδιος γνωρίζεις καλύτερα τι είναι εκείνο που έχεις ανάγκη. Είναι όμορφο συναίσθημα να έχεις τον χρόνο να αγαπήσεις τον εαυτό σου και να έχει και ο σύντροφός σου τον δικό του, όπως όμορφο και αναγκαίο είναι να υπάρχει κι ένας χρόνος κοινός και για τους δυο σας.

Προσφέρει ικανοποίηση σε προσωπικό επίπεδο και υπάρχει άραγε κάτι καλύτερο από το να βλέπεις τον άνθρωπο που νοιάζεσαι να αισθάνεται καλά και είναι ικανοποιημένος με την καθημερινότητά του; Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη ανταμοιβή από δύο ανθρώπους που επειδή τα βρήκαν με την πάρτη τους, είναι έτοιμοι να τα βρουν και με κάποιον άλλον; Ο λόγος είναι απλός: όταν δίνεις στο μυαλό σου χώρο για σκέψη, εκείνο θα κάτσει να αντιληφθεί πράγματα που έχουν πάει λάθος και θα θελήσει να βρει τρόπους να τα διορθώσει. Ένα παιχνίδι του νου η κατάσταση, ένα sudoku έρωτα, μα θέλει ξεκούραστο μυαλό για να λυθεί.

Και δε χωράνε εγωισμοί όταν ο σύντροφός μας θέλει να μείνει μόνος. Είναι μια καλή αφορμή ίσως, να μείνουμε κι εμείς με τον εαυτό μας. Να αντιμετωπίσουμε πράγματα και καταστάσεις, εμείς και η σκέψη μας. Και να ξέρεις πως όταν σε πιάνεις να πιέζεις τα πράγματα και να ζητάς αποκλειστικότητα, τότε συχνά εκείνος που χρειάζεται τον χώρο και τον χρόνο είσαι εσύ.

Μην μπερδεύεσαι και μη φοβάσαι. Κανείς δεν είπε πως αυτό σημαίνει αποχωρίζομαι τον άλλον και τον αφήνω στην άλλη άκρη της γης και με διάρκεια απουσίας τεσσάρων μηνών. Εκεί το πρόβλημα ίσως να είναι αλλού και να πρέπει να ψαχτείτε πιο βαθιά για το γιατί υπάρχει αυτή η ανάγκη. Εδώ όμως μιλάμε για έναν ρεαλιστικό μικρό διάλογο, εμείς κι ο εαυτός μας. Έναν διάλογο που μπορεί να συμβεί, χθες, σήμερα, αύριο, τώρα και να διαρκέσει ίσως μόνο πέντε λεπτά. Πέντε λεπτά αρκούν για έναν άνθρωπο που αισθάνεται ζορισμένος, να αναπνεύσει ξανά.

Νίτσε: Ο δικός μας θησαυρός είναι εκεί που βρίσκονται οι κυψέλες της γνώσης μας

Δε γνωρίζουμε τον εαυτό μας, εμείς που αναζητούμε τη γνώση· αγνοούμε τον εαυτό μας: Κι αυτό έχει το λόγο του. Ποτέ δεν αναζητήσαμε τον εαυτό μας – πως θα μπορούσε να συμβεί να τον βρούμε μια μέρα;

Δίκαια ειπώθηκε: «Eκεί που είναι ο θησαυρός σας, εκεί είναι η καρδιά σας»· Ο δικός μας θησαυρός είναι εκεί που βρίσκονται οι κυψέλες της γνώσης μας. Πάντα προς αυτές πηγαίνουμε, σαν να ‘μασταν από γεννησιμιού μας φτερωτά έντομα και συλλέκτες του μελιού της γνώσης, νοιαζόμαστε, με όλη τη δύναμη της καρδιάς μας, μόνο για ένα πράγμα – «Να φέρουμε κάτι στο σπίτι».

Όσον αφορά τώρα στη ζωή, στα λεγόμενα «βιώματα» – ποιος από μας έχει αρκετή σοβαρότητα γι’ αυτό; Ή αρκετό χρόνο;

Φοβάμαι πως για τέτοιες υποθέσεις δεν ενδιαφερόμασταν ποτέ «για την υπόθεση»: Δεν έχουμε την καρδιά μας εκεί – ούτε καν τα’ αφτιά μας!

Μοιάζουμε μάλλον μ’ έναν θεϊκά αφηρημένο και βυθισμένο στον εαυτό μας άνθρωπο, που η καμπάνα του μεσημεριού χτύπησε με όλη της τη δύναμη δώδεκά της χτύπους, κι εκείνος μεμιάς αναπηδά κι αναρωτιέται: «Tι ώρα χτύπησε;».

Έτσι κι εμείς τρίβουμε καμιά φορά τ’ αφτιά μας εκ των υστέρων και ρωτάμε, εντελώς σαστισμένοι, εντελώς μπερδεμένοι, «Tι ήταν στ’ αλήθεια αυτό που μόλις βιώσαμε;»

Ακόμη περισσότερο, «Ποιοι είμαστε τελικά;». τότε μετράμε εκ των υστέρων, όπως είπαμε, όλους τους δονούμενους ακόμη χτύπους της καμπάνας του βιώματός μας, της ζωής μας, του Είναι μας – αχ! – και κάνουμε λάθος στο μέτρημα…

Μένουμε κατ’ ανάγκη ξένοι προς τον εαυτό μας, δεν τον καταλαβαίνουμε, συγχέουμε τον εαυτό μας με άλλους· Για μας ισχύει ο νόμος στους αιώνες των αιώνων «κανένας δεν είναι πιο ξένος προς τον εαυτό του από τον εαυτό του», όσον αφορά στον εαυτό μας δεν είμαστε από εκείνους που «αναζητούν τη γνώση»…

Friedrich Nietzsche, Η Γενεαλογία της Ηθικής

Κρίση μέσης ηλικίας: Ένα πολιτισμικό κατασκεύασμα που επιδρά στην ψυχική μας υγεία

Καθώς γερνάμε, μπορεί να αρχίσουμε να αναπολούμε τις προηγούμενες δεκαετίες της ζωής μας – ίσως με αγάπη, ίσως με ανακούφιση, αλλά ίσως και με κάποια νοσταλγία ή λύπη. Η προσέγγιση της μέσης ηλικίας προκαλεί τρόμο σε πολλούς, οπότε δεν είστε οι μόνοι που ανησυχείτε. Μερικές φορές, μπορεί να αισθάνεστε σίγουροι ότι τα «καλύτερα χρόνια» έχουν φύγει και δεν έχετε τίποτα να περιμένετε παρά μόνο αδιάφορες μέρες, μια άσκοπη ύπαρξη και την αργή παρακμή του σώματος και του νου.

Καθώς αντιμετωπίζουμε αυτές τις υπαρξιακές ανησυχίες και συμβιβαζόμαστε με τη διαπίστωση ότι η ζωή μας έχει πάρει διαφορετική μορφή απ’ ό,τι οραματιζόμασταν, μπορεί να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε αν βρισκόμαστε στα πρόθυρα της τρομερής κρίσης μέσης ηλικίας.

Μια περίοδος ενδοσκόπησης είναι σχετικά συνηθισμένη, αλλά μόνο περίπου το 10 – 20% των ανθρώπων αντιμετωπίζουν πράγματι κάποιου είδους κρίση στη μέση ηλικία. Οι ειδικοί θεωρούν ως επί το πλείστον ότι η «κρίση μέσης ηλικίας» είναι ένα πολιτισμικό φαινόμενο, ένας δυτικός μύθος που τροφοδοτείται και από τα κουραστικά πια τροπάρια των μέσων ενημέρωσης.

Οι διάφορες αλλαγές που συνοδεύουν αυτό το νέο στάδιο της ζωής φέρνουν συχνά στην επιφάνεια κάποια σύνθετα συναισθήματα. Αυτά τα συναισθήματα μπορεί να μην πυροδοτούν απαραιτήτως μια κρίση, αλλά αξίζει οπωσδήποτε να τα εξερευνήσετε.

Τι ακριβώς είναι τελικά η μέση ηλικία

Η μέση ηλικία θεωρείται γενικά ότι είναι τα χρόνια μεταξύ των ηλικιών 40 και 60 ετών, αλλά υπάρχουν περίπου 10 χρόνια περιθώριο απόκλισης και στις δύο πλευρές αυτού του εύρους. Οι νέοι ρόλοι και οι ευθύνες, για να μην αναφέρουμε τις αλλαγές στην καριέρα, την οικογενειακή ζωή και την υγεία, μπορούν να δημιουργήσουν μια αντίληψη για τη μέση ηλικία πριν φτάσουμε σε εκείνα τα σημαδιακά γενέθλια των 40.

Ίσως αποκτήσατε παιδιά σε νεαρή ηλικία, οπότε είστε ακόμα στα 30 σας όταν φεύγουν από το σπίτι. Ή, ίσως, η πρόωρη επιτυχία σας ωθεί να συνταξιοδοτηθείτε πρόωρα, αφήνοντάς σας οικονομικά εξασφαλισμένους αλλά κάπως δυσαρεστημένους και μετέωρους. Εν ολίγοις, η μέση ηλικία μπορεί να ξεκινήσει σε διαφορετικό σημείο για τον καθένα.

Ποια είναι κάποια υποτιθέμενα σημάδια κρίσης

Η έννοια της «κρίσης μέσης ηλικίας» προέρχεται από τον Elliott Jacques, έναν ψυχαναλυτή που επινόησε τον όρο το 1965, αφού παρατήρησε σημαντικές αλλαγές σε έναν από τους μεσήλικες πελάτες του. Το άρθρο του για το θέμα, που δημοσιεύτηκε όταν ο ίδιος ο Jacques ήταν στα τέλη της δεκαετίας των 40, αφορούσε επίσης τη συνειδητοποίηση των δικών του περιορισμών και της θνητότητάς του.

Σύμφωνα με τον Jacques, η κρίση αυτή προκαλεί συναισθήματα κατάθλιψης, αγωνίας και απώλειας που σχετίζονται με το επερχόμενο τέλος της ζωής. Σημείωσε επίσης ότι συχνά συνεπάγεται απώλεια της δημιουργικότητας και της αυτοπεποίθησης. Εκτός από αυτά, η μετάβαση στη μέση ηλικία συχνά μπορεί να περιλαμβάνει και άλλες συναισθηματικές δυσκολίες, όπως

– μείωση της αίσθησης ευτυχίας και της ικανοποίησης από τη ζωή

– αίσθηση αδιεξόδου ή απώλεια του σκοπού της ζωής

– αυτοαμφισβήτηση

– απογοήτευση από την αλλαγή ρόλων και ευθυνών στη ζωή

– πλήξη και δυσαρέσκεια με τη σχέση, την καριέρα ή τη ζωή γενικότερα

– ανησυχίες για την εμφάνιση και για το πώς μας αντιλαμβάνονται οι άλλοι

– σκέψεις σχετικά με το θάνατο, το νόημα της ζωής και άλλες υπαρξιακές έννοιες

– αλλαγές στα επίπεδα ενέργειας, από αυξημένη ανησυχία έως ασυνήθιστη κόπωση

– λιγότερα κίνητρα ή ενδιαφέρον για την επιδίωξη στόχων και δραστηριοτήτων που μας άρεσαν παλαιότερα

– αλλαγές στη διάθεση, όπως θυμός, ευερεθιστότητα και θλίψη

– αλλαγές στη σεξουαλική επιθυμία.

Ποιοι πιθανοί λόγοι κρύβονται πίσω από αυτή την κρίση

Τις περισσότερες φορές, η δυσφορία που σχετίζεται με την ηλικία αρχίζει όταν συνειδητοποιούμε την πραγματικότητα του θανάτου και ερχόμαστε αντιμέτωποι με τους αντιληπτούς περιορισμούς της ηλικίας. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν τη νεότητα το πιο επιθυμητό αγαθό. Η μεγάλη ποικιλία προϊόντων και διαδικασιών αντιγήρανσης που κυκλοφορούν στην αγορά το μόνο που κάνουν είναι να τονίζουν την ιδέα ότι «πρέπει» να διατηρήσουμε τη νεότητα, ή την ακμή της υγείας και της εμφάνισης, με οποιοδήποτε κόστος.

Οι πολιτισμικές παραδοχές σχετικά με την ηλικία μπαίνουν επίσης στο παιχνίδι. Οι άνθρωποι συνήθως συνδέουν τη γήρανση με ανεπιθύμητες σωματικές και ψυχικές αλλαγές, όπως: αύξηση του σωματικού βάρους, κακή υγεία και πόνος, μείωση της ελκυστικότητας και της σεξουαλικής επιθυμίας, αλλαγές στις σχέσεις, απώλεια μνήμης, απώλεια οικονομικής ασφάλειας και εισοδήματος.

Καθώς πλησιάζει η μέση ηλικία σας, λοιπόν, μπορεί να νιώθετε φόβο για τη γήρανση πριν προλάβετε να βιώσετε πλήρως τη ζωή – ειδικά αν δεν έχετε ακόμη επιτύχει ορισμένα ορόσημα ή προσωπικούς στόχους, όπως η αγορά ενός σπιτιού, ο γάμος ή η έκδοση ενός μυθιστορήματος.

Ταυτόχρονα, αυτά ακριβώς τα ορόσημα που πετύχατε μπορεί επίσης να συμβάλλουν στη δυσφορία της μέσης ηλικίας. Οι γονείς που αυτοπροσδιορίζονται από τον ρόλο τους ως γονείς μπορεί να αισθάνονται μια αίσθηση απώλειας και έλλειψης σκοπού όταν τα παιδιά τους φεύγουν από το σπίτι. Οι γονείς που συνδυάζουν την εργασία και τη φροντίδα των παιδιών, μπορεί να τα «κάνουν όλα», αλλά είναι πιο πιθανό να αντιμετωπίσουν ένα σημείο ρήξης όταν έρθουν αντιμέτωποι με έστω και μία επιπλέον πηγή άγχους.

Να θυμάστε: Η ζωή σας επεκτείνεται, δεν συρρικνώνεται

Αναγνωρίζοντας απλώς την πορεία του χρόνου προς τα εμπρός μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να αναλάβουμε την ευθύνη για ό,τι μπορούμε να ελέγξουμε. Ναι, μεγαλώνουμε, αλλά η ζωή μας δεν έχει τελειώσει ακόμα και οι επιλογές μας δεν χρειάζεται να ευθυγραμμίζονται με την ιδέα της κοινωνίας για τη μέση ηλικία.

Πολλοί άνθρωποι επιλύουν ένα κομμάτι της κρίσης, όχι παραιτούμενοι από τους περιορισμούς, αλλά συνειδητοποιώντας τον πλούτο των δυνατοτήτων που τους ανοίγονται. Ίσως να αισθανθείτε ανανεωμένοι αγκαλιάζοντας νέα ενδιαφέροντα και δημιουργικές διεξόδους, ή ίσως συνειδητοποιήσετε ότι θα θέλατε να αλλάξετε τη διατροφή σας, να ντυθείτε διαφορετικά, να επιστρέψετε στο σχολείο ή να βγαίνετε χαλαρά ραντεβού.

Αυτές οι ευκαιρίες, και άλλες, βρίσκονται όλες στο χέρι σας. Το να κάνετε πράγματα που σας κάνουν ευτυχισμένους μπορεί να σας βοηθήσει να ανακτήσετε την αίσθηση της αυτοπεποίθησης, του σκοπού και της χαράς. Εξάλλου, έχετε μόνο μία ζωή και ποτέ δεν είναι αργά να αρχίσετε να τη ζείτε για τον εαυτό σας.

Τοξική μητέρα

Το μεγάλωμά μας με έναν τοξικό γονέα μπορεί να μας αφήσει πολλά ανεξίτηλα σημάδια, ψυχικά τραύματα, διάφορα μόνιμα ζητήματα, αρκετά από τα οποία, ίσως, να μην παρατηρήσουμε ή συνειδητοποιήσουμε ποτέ.

Ακόμη και η συνειδητοποίηση της τοξικότητας δεν αρκεί για να επιλύσει πραγματικά τα μόνιμα προβλήματα που μπορεί να προκύψουν με αυτά τα πράγματα, αλλά είναι μια αρχή.

Παράλληλα, είναι σωστό να λάβετε υπόψη σας ότι η μητέρα σας πιθανότατα δεν το έκανε σκόπιμα. Πιθανότατα δεν συνειδητοποίησε ούτε η ίδια ότι σας έβλαπτε.

Παρακάτω θα βρείτε μια λίστα από ενδείξεις ότι η μητέρα σας μπορεί να ήταν τοξική ενώ σας μεγάλωνε.

1. Δεν ξέρετε πώς να τοποθετήσετε τις προτεραιότητές σας

Βάζετε πάντα τις επιθυμίες και τις ανάγκες όλων των άλλων πριν από τις δικές σας. Ακόμη και όταν έχουν μεγαλύτερη σημασία, εξακολουθείτε να αγνοείτε τις δικές σας ανάγκες.

2. Δεν λαμβάνετε συχνά υπόψη σας τα δικά σας συναισθήματα

Αγνοείτε τον εαυτό σας και κάνετε ό,τι οι άλλοι άνθρωποι θέλουν να κάνετε. Η λέξη «όχι» είναι απλώς μια επιλογή, την οποία συχνά δεν αξιοποιείτε.

3. Η μητέρα σας επικρίνει ό,τι κάνετε

Το κάνει ακόμα και τώρα που έχετε μεγαλώσει. Τίποτα δεν την κάνει ευτυχισμένη. Ακόμα και όταν βρίσκετε κοντά σας, το καλύτερο δεν είναι αρκετό με αποτέλεσμα να σας ρίχνει ψυχολογικά.

4. Είναι χειριστική

Ξέρει και πιέζει πάντα τα «κουμπιά» σας. Τα περισσότερα από τα πράγματα που λέει περνούν σαν ενδοφλέβιες μέσα σας. Πολλές φορές αυτό γίνεται με σκοπό, αλλά είναι πιθανόν ότι δεν το συνειδητοποιεί για απλά θέλει το καλό σας – ή μήπως το δικό της;…

5. Διατηρείτε πολλά μυστικά

Έχετε την τάση να κρατάτε πολλά μυστικά, επειδή μεγαλώνοντας σας εκείνη, δεν ήθελε να πείτε στον υπόλοιπο κόσμο τι συνέβαινε στο νοικοκυριό σας. Ακόμη και τα συναισθήματα έπρεπε να μένουν βουβά.

6. Έχετε ασυνήθιστα χαμηλή αυτοεκτίμηση

Δεν γνωρίζετε τις πραγματικές σας δυνατότητες. Είστε ικανός για πολλά περισσότερα, αλλά η αυτοεκτίμησή σας είναι τόσο χαμηλή. Ήσασταν κατακερματισμένος ως παιδί, ακόμα κι αν δεν έγινε σκόπιμα, ήταν σίγουρα επιβλαβές.

7. Ζητάτε από άλλους να σας επιβεβαιώσουν

Επιδιώκετε εξωτερική επιβράβευση και έχετε μια συντριπτική επιθυμία να ευχαριστήσετε όλους όσους συναντάται. Αυτό σας κάνει να αισθάνεστε καλά, αλλά είναι εξαιρετικά ανθυγιεινό.

8. Παρατηρείτε ότι άλλοι άνθρωποι φαίνεται να έχουν διαφορετικές σχέσεις με τις μητέρες τους

Όταν άλλοι άνθρωποι μιλούν για τις μητέρες τους, σας φαίνεται εξωπραγματικό, επειδή εσείς δεν το κάνετε. Οι καταγγελίες τους φαίνονται τόσο μικρές σε σύγκριση με τις δικές σας, παρόλο που ποτέ δεν το είπατε δυνατά.

9. Η μητέρα σας υπονόμευε πάντα τους στόχους σας.

Η μητέρα σου πάντα σε κρατούσε μερικά βήματα πίσω από αυτό που εσύ θα ήθελες. Τίποτα από αυτά που κάνατε δεν ήταν αρκετά καλό και ικανό ώστε να πετύχουν οι στόχοι σας.

10. Δεν αισθάνεστε ότι μπορείτε να την υποστηρίξετε, αν χρειαστεί

Μπορεί να μην το συνειδητοποιείτε, αλλά δεν αισθάνεστε την ανάγκη να την υποστηρίξετε όταν θα έχει την ανάγκη σας, επειδή υποσυνείδητα ξέρετε ότι δεν σας υποστήριξε όσο μεγαλώνατε. Σας είχε κόψει τα φτερά.

Αν έχετε κάποια ή αρκετά από τα παραπάνω σημάδια, μπορείτε ακόμα να διατηρήσετε μια κατάλληλη σχέση μαζί της, απλά επιλέξετε να αλλάξετε τα όρια.

Κέκροψ. Ο πρώτος βασιλιάς που έκανε νόμους στην Αθήνα

Ο Κέκροπας ήταν πανάρχαια μορφή της Αττικής. Ήταν αυτόχθονας, γεννημένος από την ίδια τη Γη, και διφυής ως προς τη μορφή. Ήταν δηλ. ένα από τα παράξενα εκείνα δίμορφα πλάσματα, από τη μέση και πάνω άνθρωπος και από τη μέση και κάτω φίδι, όπως ο Τυφώνας. Λένε πως πριν να εμφανιστεί ο Κέκροπας, ο τόπος που μετά ονομάστηκε Αθήνα λεγόταν αρχικά Ακτική ή Ακτή, από το όνομα ενός Ακταίου που ήταν ένας πανάρχαιος αυτόχθονας βασιλιάς στην Αττική. Όταν πέθανε ο Ακταίος τον διαδέχτηκε ο Κέκροπας, έγινε βασιλιάς και κατοίκησε στο βράχο της Ακρόπολης, που έχτισε τα τείχη της, και από το όνομά του ονομάστηκε “Κεκροπία”.

Ο Κέκροπας παντρεύτηκε την κόρη του Ακταίου Άγραυλο (“αυτή που έμενε στους αγρούς”) και απόκτησε μαζί της ένα γιο, τον Ερυσίχθονα και τρεις κόρες, την Άγραυλο, την Έρση και την Πάνδροσο. Ο γιος όμως δεν έμελλε να βασιλέψει, γιατί πέθανε νέος όσο ζούσε ακόμα ο πατέρας του. Οι κόρες του Κέκροπα ήταν μορφές όπως οι Ώρες και οι Νύμφες, και ήταν αυτές που έριχναν πάνω στους αγρούς και τα λιβάδια τη δροσιά, όπως το δείχνουν και τα ονόματά τους Άγραυλος, Έρση (δροσιά), Πάνδροσος. Στις χορταρένιες απλωσιές μπροστά από τους ναούς της Αθηνάς έστηναν το χορό με πρωτοχορευτή τον ίδιο τον Ερμή, ενώ ο Πάνας έπαιζε το σουραύλι του. Μία μάλιστα απ’ αυτές, η Έρση, ενώθηκε με τον Ερμή και γέννησε τον Κέφαλο. Οι κόρες του Κέκροπα είχαν άσχημο τέλος, που προήλθε από την παρακάτω ιστορία: Η Αθηνά τούς έδωσε να φυλάξουν ένα κιβώτιο, μέσα στο οποίο είχε κρύψει τον μικρό Εριχθόνιο με την αυστηρή εντολή να μην το ανοίξουν. Εκείνες όμως φλέγονταν από περιέργεια να μάθουν τι έκρυβε το κιβώτιο και παραβαίνοντας την εντολή της θεάς, το άνοιξαν. Την ίδια στιγμή τις χτύπησε και τις τρεις τρέλα και χωρίς να ξέρουν τι κάνουν άρχισαν να τρέχουν, ώσπου έπεσαν από τα τείχη της Ακρόπολης και σκοτώθηκαν.

Ο Κέκροπας αφού έγινε βασιλιάς πάνω στην Ακρόπολη άρχισε να παίρνει διάφορα μέτρα για να οργανώσει καλύτερα τη ζωή της πόλης του. Πρώτα, όπως είπαμε, έχτισε τα τείχη πάνω στο βράχο. Αργότερα χρειάστηκε να οργανώσει καλύτερα την άμυνα της χώρας, όταν απείλησαν εχθροί την Αττική. Από τη θάλασσα έφτασαν οι Κάρες και από την ξηρά εμφανίστηκαν οι Βοιωτοί, που τότε τους έλεγαν Άονας. Ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και έπρεπε να συγκεντρωθούν δυνάμεις για την αντίσταση. Γι’ αυτό ο Κέκροπας σκέφτηκε να μαζέψει τους κατοίκους που ως τότε ζούσαν σκόρπιοι και να τους βάλει να μείνουν σε χωριά που μετά τα οργάνωσε σε μια ενιαία πόλη.

Έτσι με ενωμένους τους κατοίκους της Αττικής μπόρεσε ο Κέκροπας να αντιμετωπίσει με επιτυχία τους εισβολείς. Διηγούνται μάλιστα πως τότε ο Κέκροπας έκανε και την πρώτη καταμέτρηση του πληθυσμού- δηλαδή κάθε κάτοικος έπρεπε να φέρει μια πέτρα και να τη ρίξει σε ένα ορισμένο μέρος. Έτσι μπόρεσε και τους μέτρησε και λένε ότι από το γεγονός αυτό ονομάστηκαν λαός (από τη λέξη λάς = λίθος), ενώ πρώτα ήταν ένα απροσδιόριστο πλήθος.

Ο Κέκροπας ήταν ο πρώτος που έκανε τους νόμους στην Αθήνα. Έβαλε τάξη στις σχέσεις των ανθρώπων επισημαίνοντας τη διπλή τους καταγωγή και επιβάλλοντας τη μονογαμία. Ενώ δηλ. πρώτα η ερωτική σχέση ήταν ελεύθερη όπως στα ζώα, με αποτέλεσμα τα παιδιά να μη γνωρίζουν τον πατέρα τους, παρά μόνο τη μητέρα τους και την καταγωγή τους από αυτήν, από δω και πέρα, με τη μονογαμία που θέσπισε ο Κέκροπας, τα παιδιά άρχισαν να αναφέρονται στην πατρική τους καταγωγή. Από τον Κέκροπα επίσης αρχίζει να επικρατεί η συνήθεια να θάβουν τους νεκρούς. Ακόμα, σύμφωνα με μια παλιά παράδοση, αυτός ήταν που έφερε πρώτος το αλφάβητο στην Αθήνα. Άλλες πράξεις που έκανε ήταν ότι καθιέρωσε τη λατρεία του Κρόνου και της Ρέας, έχτισε ένα ιερό για τον Δία Ύπατο, που ο ίδιος τον ονόμασε έτσι, και έστησε στο μέρος του Ερεχθείου ένα άγαλμα του Ερμή από ξύλο ελιάς. Για τις θυσίες όρισε πως δεν πρέπει στους βωμούς να σφάζουν και να καίνε ζωντανά πλάσματα, όπως έκαναν άλλοι, αλλά να προσφέρουν κάτι ειδικά γλυκίσματα, φτιαγμένα για το σκοπό αυτό από μέλι, αλεύρι και αλάτι, που τα έλεγαν “πελάνους”.

Η βασιλεία του Κέκροπα συνδέεται και με το περιστατικό από το οποίο η Αθήνα πήρε το όνομά της. Την εποχή εκείνη σκέφτηκαν οι θεοί πως πρέπει να πάρουν τις πόλεις της Ελλάδας υπό την προστασία τους, για να τους χτίζουν οι άνθρωποι ναούς και να τους προσφέρουν θυσίες. Έτσι άρχισαν να μοιράζονται τις πόλεις μεταξύ τους, αλλά μοιραία, όταν δύο θεοί ήθελαν την ίδια πόλη, κατέληγαν να φιλονικήσουν μεταξύ τους. Όπως για το Άργος ξέσπασε έρις ανάμεσα στην Ήρα και τον Ποσειδώνα, το ίδιο έγινε και για την πόλη του Κέκροπα ανάμεσα στην Αθηνά και τον Ποσειδώνα, για να κερδίσουν την πόλη άρχισαν έναν αγώνα μεταξύ τους, ποιος θα δώσει το πιο χρήσιμο δώρο στην πόλη. Ανέβηκαν τότε πάνω στο βράχο της Ακρόπολης, όπου ήρθαν και οι άλλοι δέκα θεοί από τον Όλυμπο για να κάνουν το δικαστή στη διαφωνία των δύο θεών, ενώ ο Κέκροπας παρίστατο ως μάρτυρας. Άλλοι πάλι – αργότερα όμως – είπαν πως δικαστής ήταν ο ίδιος ο Κέκροπας. Όταν έφτασαν λοιπόν όλοι στην Ακρόπολη, άρχισε ο αγώνας ανάμεσα στους δύο θεούς. Πρώτος ήρθε ο Ποσειδώνας, στάθηκε στη μέση του βράχου και με την τρίαινά του έδωσε ένα δυνατό χτύπημα στο έδαφος. Αμέσως ξεπήδησε ένα κύμα αλμυρού νερού που σχημάτισε μια μικρή λίμνη που την ονόμασαν «Ερεχθηίδα θάλασσα». Μετά ήρθε η σειρά της Αθηνάς να παρουσιάσει το δώρο της και αφού κάλεσε τον Κέκροπα για μάρτυρα, φύτεψε μια ελιά πάνω στο βράχο, που ξεπετάχτηκε γεμάτη καρπό. Το δέντρο αυτό σωζόταν για πολλά χρόνια αργότερα και το έδειχναν στο Πανδρόσειο. Μετά από το δώρο της Αθηνάς ο Δίας κήρυξε το τέλος του αγώνα και είπε στους άλλους θεούς να κρίνουν σε ποιον από τους δύο θεούς θα δοθεί η πόλη. Συγχρόνως ζήτησαν τη μαρτυρία και τη γνώμη του Κέκροπα. Αυτός από το βράχο ψηλά έριξε μια ματιά γύρω, αλλά όπου και να γύριζε, τα μάτια του αντίκριζαν αλμυρό νερό, τις θάλασσες που από παντού έζωναν τη χώρα. Το δώρο λοιπόν του Ποσειδώνα δεν ήταν τίποτα νέο, ούτε ιδιαίτερα χρήσιμο. Το δέντρο όμως που είχε κάνει η Αθηνά να φυτρώσει ήταν το πρώτο που φύτρωνε σε όλη τη χώρα και ήταν συνάμα για την πόλη η υπόσχεση για δόξα και ευτυχία. Γι’ αυτό ο Κέκροπας θεώρησε πως το δώρο της Αθηνάς ήταν πιο χρήσιμο και έτσι της δόθηκε η κυριαρχία της πόλης. Από τότε η πόλη πήρε το όνομά της και λέγεται Αθήνα.

Όταν ήρθε ο καιρός να πεθάνει ο Κέκροπας, η Αθηνά μεταμορφώθηκε σε αίθυια (είδος πάπιας), τον πήρε κάτω από τα φτερά της και τον μετέφερε στα Μέγαρα. Μετά τον Κέκροπα δεν βασίλεψε ο γιος του Ερυσίχθονας, γιατί είχε πεθάνει πριν από τον πατέρα του, όπως είδαμε. Οι Αθηναίοι διάλεξαν τότε για βασιλιά τους τον Κραναό που μετά τον Κέκροπα είχε στην Αθήνα τη μεγαλύτερη δύναμη και επιβολή.

Δεν αγαπάς τον εαυτό σου καθόλου;

Δεν αγαπάς τον εαυτό σου καθόλου μα καθόλου. Όμως, ποιον θα αγαπήσεις αν δεν ξέρεις ποιος είσαι; Από πολύ μικρό σε έχουν κάνει να πιστεύεις -μεταξύ άλλων πολλών ανοησιών- ότι οφείλεις να γίνεις σημαντικό πρόσωπο για να απολαμβάνεις μια επαγγελματική θέση με κύρος και να κερδίζεις όσο περισσότερα χρήματα μπορείς. Και σαν αποτέλεσμα του να κάθεσαι παθητικά στην τάξη οχτώ ώρες την ημέρα επί πέντε μέρες την εβδομάδα, με τον καιρό επέτρεψες να ευνουχίσουν την αυτοεκτίμησή σου και να ακρωτηριάσουν την εμπιστοσύνη σου στον εαυτό σου. Σήμερα, πολύ λίγα άτομα διατηρούν την έμφυτη αυτοεκτίμηση με την οποία γεννήθηκαν. Πρέπει να έχεις πολλή εξυπνάδα και εσωτερική δύναμη για να μην αφεθείς να σε λιώσει επί δεκαεπτά χρόνια το εκπαιδευτικό σύστημα. Κι εγώ αφέθηκα να με λιώσει. Συνεπώς δεν αξίζει τον κόπο να αυτομαστιγώνεσαι γι’ αυτό. Ούτε επίσης να χάνεις τον χρόνο σου αναζητώντας ενόχους. Αν θέλεις να επιτρέψεις στον εαυτό σου λίγα λεπτά θυματοποίησης, παραπονέσου ότι είσαι θύμα της ιστορικής στιγμής που σου έλαχε να ζήσεις. Έχεις γεννηθεί σε μια κοινωνία η οποία ασυνείδητα σε προγραμμάτισε να περάσεις τη ζωή σου αρνούμενος τον εαυτό σου, προσπαθώντας να μπεις σε ένα προσωπικό, οικογενειακό και επαγγελματικό καλούπι καθορισμένο από άλλους. Το ίδιο μου κάνει αν εξωτερικά σού πάνε καλά τα πράγματα. Αν δε συμβεί να είσαι αυτός που είσαι και όχι άλλος, η σύγκρουση με τον εαυτό σου θα συνεχίσει να υποβόσκει μέσα σου. Ο αντίπαλός σου είναι ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι οφείλεις να είσαι.

Άσε τον εαυτό σου ήσυχο επιτέλους!

Έχεις μεταβληθεί σε φαρσαδόρο που συνεχίζει τη φάρσα από βόλεμα κι από αδράνεια. Κι επίσης από φόβο μην τύχει και απογοητεύσεις το ακροατήριό σου. Αλλά με το να φοράς τόσο καιρό μια μάσκα, έχεις ξεχάσει ποιος είσαι. Ασυνείδητα δόμησες μια ψευδή προσωπικότητα για να πείσεις τον κόσμο ότι είσαι άξιος της αγάπης του και της επιδοκιμασίας του. Είσαι ένας ηθοποιός, και η κοινωνία η σκηνή σου. Ωστόσο, όσο περισσότερο ταυτίζεσαι με τη μεταμφίεση, τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από την αυθεντική ουσία σου: και κατά συνέπεια, σου είναι πιο δύσκολο να γνωρίσεις τον άνθρωπο που στ’ αλήθεια είσαι. Έχοντας ταυτιστεί με μια προκατασκευασμένη περσόνα, στο βάθος βάθος μέσα σου αισθάνεσαι ότι η ζωή σου έχει στηθεί πάνω σε μια απάτη. Πώς φέρεσαι στον εαυτό σου; Τον κρίνεις; Τον υποτιμάς; Ανησυχείς; Αν συνηθίζεις να νιώθεις μεγάλο θυμό, θλίψη ή άγχος σημαίνει ότι ακόμα παλεύεις. Η «στρέβλωση» της αληθινής σου ουσίας, η «αυτοαπαίτηση» και η «νοητική κακοποίηση» είναι έλλειμμα «αποδοχής». Πρόκειται για ένα χάρισμα που αναπτύσσεται στο μέτρο που αρχίζεις ν’ αφήνεις ήσυχο τον εαυτό σου, παύοντας, παράλληλα, να καταναγκάζεσαι για να φτάσεις να είσαι κάποιος που ποτέ δε θα είσαι. Το να αποδεχτείς τον εαυτό σου σημαίνει να κατανοήσεις για ποιο λόγο και για ποιο σκοπό είσαι όπως είσαι. Παραδόξως, αποδεχόμενος τη σκοτεινή πλευρά σου, αυτή μεταμορφώνεται, φέρνοντας στην επιφάνεια το φως που υπάρχει μέσα σου.

To να γνωρίσεις τον εαυτό σου δε σημαίνει καθόλου ότι οφείλεις ν’ αλλάξεις ή να είσαι καλύτερος άνθρωπος. Σκοπός της παιδαγωγικής αυτής διαδικασίας είναι να αποδεχτείς τον εαυτό σου ακριβώς όπως είναι, με τα ελαττώματά του και τα προτερήματά του, εντάσσοντας στο είναι σου το φως και τη σκιά που συγκατοικούν μέσα σου. Το να αποδεχτείς τον εαυτό σου δεν πάει να πει να παραιτηθείς, να συμμορφωθείς, να είσαι αδιάφορος ή να γαντζωθείς στο «είμαι αυτός που είμαι». Σημαίνει να δεσμευτείς να εξακριβώσεις ποια είναι η ρίζα της οδύνης σου. Και, λοιπόν, τι θα κάνεις για να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου; Κατανόησε τα κίνητρα και τους λόγους που σε οδήγησαν να είσαι όπως είσαι αυτή ακριβώς τη στιγμή. Τη στιγμή που κάτι μέσα σου θα σου κάνει «κλικ», θα βιώσεις έναν «ψυχικό οργασμό» που μετά απ’ αυτόν θα αλλάξει ριζικά η άποψη που έχεις για τον εαυτό σου. Για τρεις μήνες, κάθε φορά που θα δυσφορείς, θα αναρωτιέσαι: «Τι είναι αυτό που δεν αποδέχομαι;». Η απάντηση θα σου δείξει ότι η ρίζα της δυσφορίας σου βρίσκεται στο μυαλό σου, στην υποκειμενική και στρεβλή ερμηνεία που κάνεις της πραγματικότητας. Να θυμάσαι καθημερινά άτι αυτό που δεν μπορείς να αποδεχτείς είναι η μόνη αιτία της οδύνης σου. Όπως και στην αρχή, θα δυσφορείς κάθε φορά που θα αντιλαμβάνεσαι ότι προκαλείς δυσφορία στον εαυτό σου. Το παιχνίδι συνίσταται στο να αποδεχτείς το γεγονός ότι ακόμα δεν έχεις μάθει να αποδέχεσαι τον εαυτό σου, και ότι αυτή ακριβώς η γνώση είναι η σημαντικότερη που οφείλεις ν’ αποκτήσεις στη ζωή σου.

Όταν καλλιεργείς τη διαπροσωπική σου νοημοσύνη, η οδύνη που προξενείς σε σένα όταν σχετίζεσαι με τον εαυτό σου παύει.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Το ίδιο συμβάν που σε ένα αναπτυγμένο πνεύμα παρουσιάζεται σαν ενδιαφέρον, ένα ρηχό κοινό μυαλό το βλέπει σαν μια ανιαρή σκηνή

Απέναντι στα γνήσια προσωπικά προτερήματα, το μεγάλο πνεύμα, τη μεγάλη καρδιά, φαίνονται όλα τα προτερήματα που απορρέουν από αξιώματα, καταγωγή, ακόμα και βασιλική, πλούτο και τα παρόμοια όπως οι βασιλείς που μας παρουσιάζει το θέατρο απέναντι στους πραγματικούς.

Σε κάθε περίπτωση, το σημαντικότερο για τη διάθεση του ανθρώπου, για τη γενικότερη ψυχική στάση της ύπαρξής του είναι προφανώς αυτό που υπάρχει και συμβαίνει μέσα του. Εδώ βρίσκεται άμεσα η ευχαρίστηση ή η δυσφορία που μπορεί να νιώθει, και οι οποίες καταρχήν είναι το αποτέλεσμα των αισθημάτων του, της βούλησής του και της σκέψης του, ενώ όλα όσα βρίσκονται έξω από αυτόν μόνο έμμεσα τις επηρεάζουν.

Γι’ αυτό οι ίδιες εξωτερικές καταστάσεις και γεγονότα επιδρούν εντελώς διαφορετικά στον καθένα, και μέσα στο ίδιο περιβάλλον, καθένας ζει σε έναν άλλο κόσμο. Γιατί μόνο με τις ιδέες του, τα αισθήματά του και τους στόχους της βούλησής του έχει κάποιος άμεση επαφή- τα εξωτερικά πράγματα τον επηρεάζουν μόνο έμμεσα στο μέτρο που επιδρούν στις ιδέες του, τα αισθήματά του και τη βούλησή του. Ο κόσμος στον οποίο ζει εξαρτάται καταρχήν από την αντίληψη που έχει αυτός για τον κόσμο, εξαρτάται από τη διαφορετικότητα της οπτικής του νου καθενός. Σύμφωνα με αυτή, ο κόσμος μπορεί να είναι φτωχός, άνοστος και ρηχός, ή πλούσιος, ενδιαφέρων και σημαντικός. Ενώ, για παράδειγμα, κάποιος ζηλεύει τον άλλον για τα ενδιαφέροντα πράγματα που του συνέβησαν στη ζωή του, θα έπρεπε πιο πολύ να τον ζηλεύει για την αντιληπτικότητα η οποία δίνει στα πράγματα αυτά τη σπουδαιότητα που τους αποδίδει εκείνος – γιατί το ίδιο συμβάν που σε ένα αναπτυγμένο πνεύμα παρουσιάζεται σαν ενδιαφέρον, ένα ρηχό κοινό μυαλό θα το έβλεπε σαν μια ανιαρή σκηνή από την καθημερινή ζωή.

Όλα αυτά βασίζονται στο γεγονός ότι κάθε πραγματικότητα, δηλαδή κάθε πλήρες παρόν, αποτελείται από δύο ξεχωριστά μισά, το υποκείμενο και το αντικείμενο, αν και σε τόσο αναγκαία και στενή σχέση μεταξύ τους όπως το οξυγόνο και το υδρογόνο στο νερό. Με εντελώς το ίδιο αντικειμενικό μισό, αλλά με διαφορετικό το άλλο μισό, το υποκειμενικό, όπως και αντίστροφα, η παρούσα πραγματικότητα είναι εντελώς άλλη: το πιο ωραίο και το πιο καλό αντικειμενικό μισό, σε συνάρτηση με ένα μη αισθαντικό, κακό υποκειμενικό, δίνει μόνο μια κακή πραγματικότητα, ένα κακό παρόν.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΤΟ ΑΣΗΜΑΝΤΟ ΑΙΩΝΙΑ ΕΠΑΙΝΟΥΝ

Πύρρων: Τίποτε δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, αλλά η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από τις συμβάσεις

Ο Πύρρων ο Ηλείος γεννήθηκε περίπου το 365π.Χ. και ασχολήθηκε με τη φιλοσοφική σκέψη από πολύ μικρή ηλικία. Τον φαντάζομαι ως φοιτητή τέχνης, ο οποίος εκτέθηκε σε ριζοσπαστικές ιδέες στα νιάτα του, και ενθαρρύνθηκε να πειραματιστεί με την πρακτική τους εφαρμογή. «Η Ζωή μιμείται την Τέχνη πολύ περισσότερο από ό,τι η Τέχνη μιμείται τη Ζωή», έγραψε ο Όσκαρ Γουάιλντ στην πραγματεία του Παρακμή του Ψεύδους. Ο Πύρρων μπορεί να συμφωνούσε μ’ αυτό.

Αρχικά, εντυπωσιάστηκε από τον Στίλπωνα τον Μεγαρέα και, στη συνέχεια, από τον Ανάξαρχο τον Αβδιρίτη. Και οι δύο αυτοί φιλόσοφοι ήσαν γνωστοί για την αδιαφορία τους προς τα υλικά πράγματα, όπως δείχνουν κάποιες δραματικές ιστορίες. Ο Στίλπων λέγεται ότι άφησε ληστές να λεηλατήσουν το σπίτι του χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε μία φορά. Η σοφία του ήταν το μοναδικό πολύτιμο κτήμα του, έλεγε, κι αυτό δεν μπορούσαν να του το πάρουν. Ο Ανάξαρχος, επίσης γνωστός ως «ευδαιμονικός», καταδικάστηκε σε θάνατο από έναν Κύπριο τύραννο που τον φθονούσε και επρόκειτο να εκτελεστεί με έναν αποτρόπαιο τρόπο: θα τον κοπανούσαν σε ένα τεράστιο γουδί. Απάντησε ότι αυτό που θα κοπανούσαν θα ήταν το γουδί και όχι ο Ανάξαρχος.

Ο Ανάξαρχος ταξίδεψε και στην Ινδία, ακολουθώντας τα στρατεύματα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο Πύρρων, πλέον τριάντα πέντε περίπου ετών, τον συνόδευσε, και το ταξίδι αυτό άλλαξε τη ζωή του. Ως νεαρός άνδρας, είχε επιθυμήσει τη δόξα και αναζητούσε απελπισμένα την έγκριση των άλλων, μία δίψα για αναγνώριση που δημιούργησε ένα ανήσυχο πνεύμα κι έναν ορμητικό χαρακτήρα – τον μαθητή της τέχνης που επιδιώκει να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο. Όμως, στην Ινδία, ο Πύρρων φαίνεται ότι είχε κάποια εμπειρία μεταστροφής ή, τουλάχιστον, το μέρος αυτό τον βοήθησε να κατανοήσει ότι οι επιθυμίες του θα τον κατέστρεφαν, αν δεν τις χρησιμοποιούσε με σύνεση.

Έμεινε εκεί για περίπου δεκαοκτώ μήνες, ένα μέρος του διαστήματος αυτού το πέρασε στα Τάξιλα, στο σημερινό Πακιστάν, κοντά στους λόφους Μουρέ και κατά μήκος του ποταμού Τάμρα-Νάλα. Εδώ ζούσαν οι περίφημοι «γυμνικοί φιλόσοφοι», οι Γυμνοσοφιστές, οι οποίοι αποκαλούνται έτσι προφανώς επειδή κυκλοφορούσαν χωρίς ρούχα. Κάποια ημέρα άκουσε έναν από αυτούς να μαλώνει τον δάσκαλό του, τον Ανάξαρχο, επειδή δίδασκε την καλή ζωή, ενώ έκανε ελάχιστη προσπάθεια να καλλιεργήσει το καλό μέσα του. «Δεν θα μπορέσεις ποτέ να διδάξεις στους άλλους τι είναι καλό, όσο υπηρετείς δουλικά τους βασιλείς και τις αυλές τους», είπε ο σοφός. Αυτό έθιξε κάποια ευαίσθητη χορδή του Πύρρωνος. Ήταν κι ο ίδιος ένοχος, αφού κολάκευε κάποιον άλλον με δουλοπρέπεια. Από κείνη τη στιγμή και μετά, συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να προσπαθήσει να εφαρμόσει τη φιλοσοφία του, αντί απλώς να τη διατυπώνει ή να την εκφράζει. Αποφάσισε να ξεχάσει τους παιδιάστικους τρόπους του και να μάθει να είναι σοβαρός και ήρεμος.

Κατά τη διάρκεια της επόμενης περιόδου της ζωής του, ανέπτυξε διάφορες τεχνικές που είχαν ως στόχο τον αναπροσανατολισμό των νεανικών του τάσεων. Ίσως, η προφανέστερη ήταν να αποσυρθεί προσωρινά από τις υποθέσεις του κόσμου, να βρει ένα καταφύγιο και να περάσει κάποιο διάστημα απομονωμένος. Επίσης, υιοθέτησε κι ένα μάντρα, έναν στίχο του Ομήρου: «Όπως τα φύλλα στα δέντρα, έτσι και η ζωή του ανθρώπου». Τον επαναλάμβανε διαρκώς, σαν προσευχή: να, μία συμβουλή για να ανακτήσουμε κάποια ισορροπία, όσον αφορά την ηρεμία και τη βεβαιότητα.

Επίσης, έμαθε να δίνει αξία στις συζητήσεις με οποιονδήποτε συναντούσε, σημαντικό και ισχυρό ή συνηθισμένο και απλό. Δεν υποτιμούσε πλέον κανέναν και. επιπλέον, αισθανόταν απολύτως ήρεμος όταν οι ακροατές του δεν τον πρόσεχαν και απομακρύνονταν, αφήνοντάς τον μόνο του. Ολοκλήρωνε με ηρεμία αυτό που έλεγε και συνέχιζε την πορεία του.

Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, πήγε να ζήσει με την αδελφή του, και δεν ντρεπόταν να κάνει γυναικείες δουλειές – να ξεσκονίζει το σπίτι, να πηγαίνει τα γουρούνια και τα πουλερικά στην αγορά. Είχε ανακαλύψει την αταραξία. Υπάρχει μία ιστορία που αναφέρει ότι ενώ ταξίδευε στη θάλασσα, παρέμεινε ατάραχος κατά τη διάρκεια μιας καταιγίδας, η αγριότητα της οποίας κατατρόμαξε όλους τους υπόλοιπους επιβάτες.

Ο Πύρρων, επίσης, ανακάλυψε την ικανότητα να γελά με τον εαυτό του. Κάποια ημέρα, τον είδαν να πέφτει κάτω τρομαγμένος, όταν ένα άγριο σκυλί του επιτέθηκε. Ένας περαστικός, και επικριτής του, σκέφθηκε ότι έπιασε τον ασυγκίνητο στα πράσα. Ο Πύρρων, έχοντας ξαναβρεί την ψυχραιμία του, γέλασε. «Δεν είναι πάντα εύκολο να παραμένεις ήρεμος», παραδέχθηκε. «Πρέπει να προσπαθούμε να εφαρμόζουμε αυτά που διδάσκουμε».

Ο Πύρρων έμοιαζε με τον Σωκράτη, από την άποψη ότι δεν έγραψε τίποτε. Είχε εσωτερικεύσει πλήρως το μάθημα των Ινδών γιόγκι: η πρακτική εφαρμογή είναι το πάν, το προσωπικό παράδειγμα είναι ισχυρότερο από τα λόγια. Δεν είναι μόνο ότι αυτό που έχει σημασία είναι η πρακτική, αλλά και το ταξίδι που πραγματοποιείται. Μόνο όταν διατηρεί κάποιος την πορεία του, μπορεί να κατανοήσει την αλήθεια, αντίθετα από όταν απλώς μιλά γι’ αυτήν. Το δόγμα τείνει να είναι στατικό. Οι τύποι αυτοί εμφανίζονται μετά από περίσκεψη, αποτελούν προϊόν έρευνας και αν οι άνθρωποι απλώς επαναλαμβάνουν τους τύπους, τότε μπορεί ποτέ να μην βασανιστούν από την περίσκεψη, την εμπειρία της αβεβαιότητας που είναι τόσο πολύτιμη στην πραγματικότητα. Διότι, πάνω απ’ όλα, ο Πύρρων ήθελε να μάθουν ένα πράγμα: πως να αναστέλλουν τη δυσπιστία, να είναι ευτυχείς στην άγνοιά τους, να καλλιεργούν την αρνητική ικανότητα. Αυτή ήταν η στάση και το πνεύμα που χαρακτήριζαν την ώριμη πίστη του.

Μπορούμε να εξετάσουμε περισσότερα του τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό αναλύοντας κάποιες ρήσεις του. Σώζονται κάποιες από αυτές και είναι συναρπαστικές. Για να τις λάβετε σοβαρά υπ’ όψιν, πρέπει να διαπεράσετε αυτά που υποτίθεται ότι λένε επιφανειακά και να φθάσετε σε αυτό που μπορεί να υπονοούν βαθύτερα, δηλαδή να είστε προετοιμασμένοι από την αρχή να μην αναρωτηθείτε απλώς αν είναι αλήθεια ή ψέματα. Ορίστε μία από αυτές:

Τίποτε δεν υπάρχει στ’ αλήθεια, αλλά η ανθρώπινη ζωή κυβερνάται από τις συμβάσεις

Αυτή είναι μία λίαν υπερβολική δήλωση. Φαινομενικά υπονοεί ότι ο κόσμος της εμπειρίας και των γεγονότων αποτελεί παραίσθηση και ότι όλα όσα κάνουμε και σκεπτόμαστε είναι ένα είδος συμφωνίας ή συνθήκης και όχι αληθινά από μόνα τους.

Πύρρων ο Ηλείος, περί αναστολής της δυσπιστίας

Ουίλιαμ Σαίξπηρ: Η στρίγγλα που έγινε αρνάκι

Το έργο

Ο περιφρονημένος πρόλογος…

Η κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, με τίτλο «The taming of the shrew» ήτοι «Το ημέρωμα της στρίγγλας», πρωτοπαίχτηκε το 1592 ή το 1593 και είναι καθ’ ολοκληρίαν θέατρο μέσα στο θέατρο, μια παράσταση από θεατρίνους στον πύργο ενός λόρδου η οποία παίζεται όχι για τον ίδιο τον λόρδο αλλά για έναν μεθύστακα γανωτή, τον Χριστόφορο Λέρα, τον οποίο ο λόρδος κι οι υπηρέτες του, ντύνουν με πλούσια ενδυμασία ενώ κοιμάται, για να τον πείσουν όταν με το καλό ξυπνήσει, πως είναι αριστοκράτης, πράγμα το οποίο και πετυχαίνουν ως ένα βαθμό, προς μεγάλη τους διασκέδαση. Κάποιοι περιφερόμενοι ηθοποιοί που περνούν από κει, μπαίνουν στο παιχνίδι κι η παράσταση ξεκινάει. Οι δύο κωμικές σκηνές που εξιστορούν την φάρσα του ευγενούς στον άξεστο γανωτή, είναι η εισαγωγή, ο πρόλογος του έργου και συνήθως οι σκηνοθέτες τις αφαιρούν. Κι όμως αποτελούν ένα πολύ σημαντικό κλειδί για την προσέγγιση της ουσίας του έργου. Πρώτον επισημαίνουν το γεγονός πως ότι συμβαίνει δεν είναι παρά μία παράσταση θεάτρου στην οποία κανείς δεν είναι ο εαυτός του. Πρόκειται για ηθοποιούς που φοράνε μάσκες και κοστούμια για να υποδυθούν ρόλους όπως ακριβώς και στα σαλόνια της εποχής οι ευγενείς και οι υπηρέτες τους φορούσαν τα ανάλογα «κοστούμια» και «μάσκες» και υποδύονταν τους δικούς τους ρόλους για να γίνουν αρεστοί κι αποδεκτοί ώστε να αποκτήσουν κύρος, ισχυρές φιλίες και χρυσάφι. Και δεύτερον γιατί ο καημένος μεθύστακας που γίνεται το αντικείμενο της φάρσας του λόρδου αποκαλύπτει, υποκύπτοντας στο παράλογο της παραδοχής πως έγινε ευγενής απλά αλλάζοντας ρούχα, την αιτία της ύπαρξης και τον τρόπο λειτουργίας της «μάσκας» ή του «κοστουμιού» που φορούσαν όλοι όσοι θα ήθελαν να φανούν ανώτεροι του εαυτού τους. Άλλωστε ακόμα και μέσα στην ψυχή αυτού του ταλαίπωρου γανωτή κατοικεί εν τέλει η επιθυμία να είναι κάποιος άλλος του οποίου τον ρόλο ευχαρίστως θα έπαιζε δια βίου αν είχε το κατάλληλο «κοστούμι».

Ένα έργο που πολλοί αγάπησαν αλλά λίγοι κατάλαβαν.

Και είναι σημαντικός αυτός ο πρόλογος γιατί το ημέρωμα της στρίγγλας δεν είναι απλά μια ερωτική περιπέτεια ανάμεσα σε μια ανυπότακτη γυναίκα και τον άντρα που αναλαμβάνει να την υποτάξει. Η ιστορία αυτή την οποία ο Σαίξπηρ δανείστηκε από τον Αριόστο και το έργο του, του 1509, «I Suppositi» ο οποίος επίσης με την σειρά του είχε εμπνευστεί από ανάλογες ιστορίες των Πλαύτου Τερέντιου και Μαίνανδρου, είναι ένα πρόσχημα για να κτίσει ο ιδιοφυής συγγραφέας μια ελεγεία για την υποκρισία. Μπροστά σ’ ένα ψεύτικο λόρδο, ηθοποιοί υποδύονται στα ψέματα τους ήρωες μια ιστορίας στην οποία όλοι υποκρίνονται συνειδητά ή και ασυνείδητα εκτός από την Κατερίνα και τον κυνικό Πετρούκιο. Άλλοτε οι ήρωες μεταμφιέζονται για να ξεγελάσουν τους ομοίους τους, να χειριστούν τους ισχυρούς, να κρύψουν τις προθέσεις τους και να υπονομεύσουν τους αντιπάλους τους κι άλλοτε πάλι, όταν συνομιλούν σε κοινωνική συναναστροφή, είτε από ευπρέπεια είτε στοχεύοντας σε κάποιο κέρδος, δεν αφήνουν να βγουν από το στόμα τους και πολλές ειλικρινείς φράσεις. Αντιθέτως η δυναμική Κατερίνα, πανέξυπνη, ετοιμόλογη και διαρκώς οργισμένη από την ψευτιά που την περιβάλλει, λέει τα πράγματα με το όνομά τους, ενίοτε μάλιστα μέσα από την υστερία της παρθενίας και σε τόνους υπερβολικά υψηλούς, με αποτέλεσμα να κινδυνεύει μεταξύ άλλων να μείνει ανύπανδρη. Ο αδίστακτος Πετρούκιο, δεν κρύβει ούτε για μία στιγμή πως το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η προίκα της μέλλουσας συζύγου του και καταφέρνει να την σύρει στην εκκλησία με βιαιότητα που θα εξόργιζε τον πατέρα της αν δεν είχε σαν μοναδικό του στόχο να την ξεφορτωθεί ώστε πάρει σειρά κι η νεώτερη η Μπιάνκα η οποία αποτελεί υπόδειγμα γλυκιάς κι υποταγμένης γυναίκας με αποτέλεσμα να περιβάλλεται από πλήθη επίδοξων γαμπρών. Η Κατερίνα λίγο από τον φόβο της απειλής να μείνει γεροντοκόρη σε μια εποχή πολύ δύσκολη για τέτοιους πειραματισμούς, λίγο επειδή νοιώθει πως εμποδίζει την αποκατάσταση της αδελφής της και γίνεται βάρος στον πατέρα της, του οποίου την αγάπη αμφισβητεί, λίγο γιατί το αντρικό άγγιγμα ξυπνάει πόθους στο παρθενικό κορμί της δέχεται να παντρευτεί αυτόν τον αγροίκο ελπίζοντας πως στην πορεία θα τον έχει του χεριού της. Αλλά ο Πετρούκιο αποδεικνύεται σκληρό καρύδι. Την απομακρύνει από τον προστατευτικό οικογενειακό της περίγυρο και την υποβάλλει στα μαρτύρια της πείνας, του διαρκούς εκνευρισμού και της αϋπνίας μέχρις ότου εκείνη να αναγκαστεί να υποταχθεί απόλυτα στην εξουσία του. Για να προσδώσει στην όλη κατάσταση μια επιπλέον χαριτωμένη νότα υποκρίνεται πως όλα γίνονται από υπερβολική επιθυμία να της προσφέρει την τέλεια φιλοξενία. Χαρακτηριστικές της διαπαιδαγώγησης που υφίσταται, είναι οι σκηνές στις οποίες αναγκάζεται να παραδεχτεί πως ο ήλιος είναι φεγγάρι και πως ο γέρος περαστικός Βικέντιος είναι μια δροσερή κοπέλα. Στην σκηνή του φινάλε όπου οι άντρες βάζουν στοιχήματα για την υπακοή των γυναικών τους, η κοφτερή πένα του συγγραφέα γίνεται πλέον αποκαλυπτική. Οι υποκρίτριες Μπιάνκα και χήρα, μετά το γάμο χάνουν όλη την προθυμία να δείξουν στον αφέντη σύζυγο, υποταγή ενώ η εξ ίσου υποκρίτρια πια Κατερίνα δίνει ένα ρεσιτάλ πρόθυμης υπακοής που μέσα από τις ρωγμές της υπερβολής, αφήνει να διαρρεύσει ο σαρκασμός.

Στην προτελευταία ατάκα του έργου, ο μονίμως ειρωνικός κι αδίστακτος σύζυγος παραδέχεται πως αυτός εισέπραξε το στοίχημα αλλά το κέρδισε η γυναίκα του. Η οποία έχει επιτυχώς περάσει από μία παρατεταμένη εφηβεία στην ενηλικίωση, παραδίδοντας την ατίθαση ειλικρίνειά της σαν τρόπαιο στην αναγκαστική κοινωνικοποίηση και τους υποκριτικούς της κώδικες.

Το φαρσικό στοιχείο

Σαν θεατρίνοι που παίζουν τους θεατρίνους και με νωπή ακόμα την κληρονομιά των ηθοποιών της Commedia dell arte που ήταν ταυτόχρονα ζογκλέρ, παλιάτσοι και μάγοι του αυτοσχεδιασμού και της μιμικής, οι ήρωες σ’ αυτό το έργο περνάνε από την υπερβολή και τη φάρσα στις κωμικές συρράξεις και στις αστείες αντιπαραθέσεις, με κορυφαίο τον Πετρούκιο ο οποίος εμφανίζεται στο γάμο του ντυμένος μασκαράς.

Η μελαγχολία της απώλειας σε αντιπαράθεση με την κωμικότητα της υποκρισίας

Το έργο, γεμάτο υπαινιγμούς που τόσο λατρεύει ο συγγραφέας του, αν και κωμωδία και μάλιστα ξεκαρδιστική, διαπνέεται από μια μελαγχολία καθώς μας δίνει την εικόνα ενός κόσμου παγιδευμένου στην Ελισαβετιανή ηθική, παραδομένου στην ψευτιά και προσηλωμένου στην λάμψη του κέρδους με την αγάπη πνιγμένη στα βρόχια οικονομικών διακανονισμών και συμφεροντολογικών στόχων, ενός κόσμου τόσο συγγενούς με τον δικό μας… Κανείς στην πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να αγαπήσει… Ακόμα κι η υποτιθέμενη αγνή Μπιάνκα που μοιάζει τρελά ερωτευμένη με τον Λουκέντιο της, δεν θα χρειαστεί παρά ελάχιστο χρονικό διάστημα για να αποκαλύψει ξεδιάντροπα την αδιαφορία της γι’ αυτόν. Η χήρα που έχει παρακαλέσει τον Ορτένσιο να την παντρευτεί και έχει δειχτεί σ’ αυτόν η πιο αφοσιωμένη γυναίκα, μόλις περνούν οι βέρες γίνεται σφήκα με φαρμακερό κεντρί κι ο Πετρούκιο δεν κάνει καν τον κόπο να κατανοήσει σε βάθος τα αίτια της συσσωρευμένης οργής της Κατερίνας, αφού του αρκεί που τσέπωσε την προίκα, έχει μια υποταγμένη γυναίκα σπίτι του και μια μόνιμη σύντροφο στο κρεβάτι του. Χαρακτηριστικός είναι ο διάλογος ανάμεσα στο νιόπαντρο ζευγάρι, όταν εκείνη με πρόσχημα την ντροπή αρνείται να τον φιλήσει κι εκείνος κλέβει το φιλί της με έναν από τους προσφιλείς του εκβιασμούς, απειλώντας την να την σύρει και πάλι από το γλέντι που ετοιμάζει ο πατέρας της, στο εφιαλτικό του σπίτι.

Όσο αναζητούμε σκόπιμα το νόημα της ζωής, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε

Πώς πρέπει να αναζητάμε το νόημα στη ζωή μας.

Η αναζήτηση για νόημα, όπως και η αναζήτηση για την απόλαυση, πρέπει να γίνεται έμμεσα. Το νόημα προέρχεται από μια δραστηριότητα που έχει νόημα: όσο προσπαθούμε να το επιδιώξουμε με προμελετημένο τρόπο, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε.

Ο μοναδικός σκοπός της ανθρώπινης ύπαρξης, έγραφε ο Carl Jung στα σημειωματάρια του, είναι να ανάψει ένα φως στο σκοτάδι της ίδιας της ύπαρξης. Σε ένα σύμπαν που δεν έχει σκοπό με την ανθρώπινη έννοια, όπου δεν είμαστε παρά ένα κοσμικό ατύχημα, το σκοτάδι της ίδιας της ύπαρξης, μπορεί εύκολα να μας κατακλύσει και όμως συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε για νόημα. Όσο απέραντο και να είναι το σκοτάδι, συμπλήρωσε ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ σε μια συνέντευξη του 1968, πρέπει να φέρουμε το δικό μας φως.

Ο τρόπος με τον οποίο φέρνουμε στην επιφάνεια αυτό το φως, διερευνάται από τον μεγάλο υπαρξιακό ψυχίατρο Ίρβιν Γιάλομ στο απολύτως διαφωτιστικό κλασικό βιβλίο του 1989, «Ο Δήμιος του Έρωτα και άλλες Ψυχοθεραπευτικές Ιστορίες».

Ο Γιάλομ έχει κάνει για την ψυχοθεραπεία ό,τι έκανε ο Oliver Sacks για τη νευρολογία, χρησιμοποιώντας αφηγήσεις από περιστατικά συνεδριών του, προκειμένου να εξετάσει μερικά από τα μεγαλύτερα και πολυετή ανθρώπινα ερωτήματα. Μέσα από τις ιστορίες δέκα θεραπευόμενων, εξετάζει ποιες είναι οι τέσσερις κύριες πτυχές της ψυχοθεραπείας – το αναπόφευκτο του θανάτου, η ελευθερία να διαμορφώσουμε τη ζωή μας, η απόλυτη μοναξιά μας και η απουσία οποιουδήποτε προφανούς νοήματος ή λογικής στη ζωή.

Το τελευταίο από τα τέσσερα, το οποίο ο Γιάλομ θεωρεί το υπαρξιακό ανθρώπινο δίλημμα ενός όντος που ψάχνει για νόημα και βεβαιότητα σε ένα σύμπαν που δεν έχει κανένα από τα δύο, είναι ταυτόχρονα το πιο άπιαστο όσο και το πιο γόνιμο, γιατί ενσωματωμένα σε αυτό, βρίσκονται τα άλλα τρία. Ο Γιάλομ γράφει:

Αν ο θάνατος είναι αναπόφευκτος, αν όλα τα επιτεύγματά μας και ολόκληρο το ηλιακό μας σύστημα καταστραφούν μία ημέρα, αν ο κόσμος μας είναι σχετικός (δηλαδή, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά), αν τα ανθρώπινα όντα πρέπει να κατασκευάσουν τον κόσμο και την ανθρώπινη πρόθεση μέσα σε αυτόν τον κόσμο, τότε ποιο διαρκές νόημα μπορεί να υπάρχει στη ζωή;

Είμαστε πλάσματα που αναζητούν νόημα. Βιολογικά, τα νευρικά μας συστήματα είναι οργανωμένα με τέτοιο τρόπο ώστε ο εγκέφαλος να συγκεντρώνει αυτόματα τα εισερχόμενα ερεθίσματα σε παραμέτρους. Το νόημα παρέχει επίσης την αίσθηση της κυριαρχίας: αν νιώθουμε αβοήθητοι και μπερδεμένοι εν όψει τυχαίων, αδιευκρίνιστων γεγονότων, επιδιώκουμε να τα βάλουμε σε μία τάξη και, με τον τρόπο αυτό, να αποκτήσουμε μια αίσθηση ελέγχου πάνω τους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι ότι το νόημα γεννά αξίες και, ως εκ τούτου, τον κώδικα συμπεριφοράς: έτσι η απάντηση στις «ερωτήσεις του γιατί» (Γιατί ζω;) παρέχει μια απάντηση στις «ερωτήσεις του πώς» (Πώς μπορώ να ζήσω;).

Πράγματι, ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας σχετικά με το πώς να ζήσει βασίζεται σε αυτήν την αναζήτηση του νοήματος. Και όμως ο Γιάλομ υποστηρίζει ότι μπορούμε να αναζητήσουμε το νόημα μόνο με έμμεσο τρόπο. Με μια αίσθηση που θυμίζει την Βιρτζίνια Γούλφ για το παράδοξο της γραφής για την ψυχή, ισχυρίζεται:

Η αναζήτηση για νόημα, όπως και η αναζήτηση της ευχαρίστησης, πρέπει να γίνεται έμμεσα. Το νόημα προέρχεται από μια δραστηριότητα που μας κάνει νόημα: όσο περισσότερο σκοπεύουμε να το ακολουθήσουμε εσκεμμένα, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το βρούμε. Τα ορθολογικά ερωτήματα που μπορεί κανείς να θέσει για το νόημα, ξεπερνούν τις απαντήσεις. Στη θεραπεία, όπως και στη ζωή, η ύπαρξη νοήματος είναι ένα υποπροϊόν της αφοσίωσης και της δέσμευσης και εκεί είναι όπου οι θεραπευτές πρέπει να κατευθύνουν τις προσπάθειές τους – όχι ότι η δέσμευση παρέχει την ορθολογική απάντηση στις ερωτήσεις για το νόημα, αλλά μετατρέπει αυτά τα ερωτήματα σε μη σημαντικά.

Τόσο στη θεραπεία όσο και στη ζωή, αυτή η παράλληλη λάμψη του νοήματος, απαιτεί την καλλιέργεια ενός επιπέδου άνεσης με την αβεβαιότητα και να αναρωτιόμαστε συνεχώς αυτό που η Hannah Arendt όρισε τόσο αξιοσημείωτα: τα «αναπάντητα ερωτήματα» που μας κάνουν ανθρώπους. Στη συνέχεια ζητά, για να παραφράσουμε τα αθάνατα λόγια του Rilke, να βιώνουμε αυτά τα ερωτήματα. Ο Γιάλομ γράφει:

Η ικανότητα να ανεχθούμε την αβεβαιότητα είναι προαπαιτούμενη… Ο ισχυρός πειρασμός να αποκτήσουμε την βεβαιότητα με την αποδοχή μίας ιδεολογικής σχολής και ενός αυστηρού θεραπευτικού συστήματος είναι επικίνδυνος: μια τέτοια πεποίθηση μπορεί να εμποδίσει την αβέβαιη και αυθόρμητη συνάντηση, που είναι απαραίτητη για την αποτελεσματική θεραπεία.

Πρέπει να υποθέσω ότι το να γνωρίζουμε, είναι καλύτερο από το να μην γνωρίζουμε, το να τολμούμε να εξερευνούμε από το να μην τολμούμε και ότι η μαγεία και η ψευδαίσθηση, όσο πλούσιες, όσο γοητευτικές και να είναι, αποδυναμώνουν τελικά το ανθρώπινο πνεύμα.

Πασκάλ Μπρυκνέρ: πώς μπορούμε να μετατρέψουμε τα γηρατειά σε «κερδισμένο χρόνο»

Σε μια διαφορετική θεώρηση των γηρατειών, υπό το πρίσμα της αύξησης του προσδόκιμου ζωής – κυρίως στο δυτικό κόσμο – και παίρνοντας αποστάσεις από πολλές προκαταλήψεις και προκαθορισμένες αντιλήψεις προσκαλεί ο Πασκάλ Μπρυκνέρ υπεραμυνόμενος της ζωής, όταν η νεότητα την έχει αφήσει πίσω της.

Με αφορμή το δοκίμιό του με τίτλο “Un Instante Eterno” («Μια Αιώνια Στιγμή») που κυκλοφόρησε στην Ισπανία ο 72χρονος φιλόσοφος και συγγραφέας, από τους σημαντικότερους Γάλλους διανοητές της εποχής μας, παραχώρησε μια συνέντευξη στην εφημερίδα La Razon της Μαδρίτης και τον Javier Ors, όπου αναλύει πώς οι εξελίξεις στην επιστήμη έχουν καταστήσει το χρόνο σύμμαχο του ανθρώπου, με την αύξηση κατά σχεδόν τρεις δεκαετίες του προσδόκιμου ζωής τον τελευταίο αιώνα. Και μακριά από μια μελαγχολική ή ποιητική κριτική για τον “χαμένο χρόνο” (“le temps perdu”) υποστηρίζει ότι τα γηρατειά δεν πρέπει να είναι μια περίοδος παραίτησης ή «έκπτωσης» αλλά μιας πλήρους και έντονης ύπαρξης, μιας «αναγέννησης μέσω της γήρανσης», όπου το βασικό ερώτημα θα είναι να ανακαλύψουμε πώς θα αξιοποιήσουμε τον έξτρα χρόνο που μας δίνεται.

-Οι άνθρωποι δεν θέλουν απλά να ζήσουν περισσότερο, αλλά να παραμείνουν νέοι.

-«Το ιδανικό είναι να ζήσει κανείς για μεγάλο διάστημα, αλλά να παραμείνει νέος μέχρι τέλους. Θα ήταν υπέροχο να μπορέσουμε να κρατήσουμε την εμφάνιση ενός 40χρονου ή μιας 40χρονης μέχρι τα 80. Αλλά η επιμήκυνση του προσδόκιμου ζωής είναι ταυτόχρονα και η επιμήκυνση των γηρατειών, με τς ρυτίδες τους, τις ασθένειές τους και τις καταστροφικές τους επιπτώσεις», υπογραμμίζει ο Μπρυκνέρ.

-Έχει άδικο η κοινωνία που δίνει τόση έμφαση στη νεότητα;

-«Υπάρχουν δύο τρόποι να εκτιμήσει κανείς τη νεότητα», λέει. «Να την καθαγιάσουμε ως την κατ’ εξοχήν μαγική ηλικία, πέραν της οποίας όλα θα παρακμάσουν, ή ως μια κατάσταση φυσικής και διανοητικής ισχύος, που μπορούμε να προσπαθήσουμε να παρατείνουμε όσο το δυνατόν. Η ιδέα της νεότητας μπορεί να είναι ένας εορτασμός εκείνης της περιόδου, αλλά και ένας στόχος προς επίτευξη για να κρατήσουμε μακριά τα γηρατειά».

-Kαι ποια είναι η σχέση ανάμεσα στην απόσταση από τον θάνατο και την εξύψωση της νεότητας;

«Ο θάνατος», λέει ο Μπρυκνέρ, «έχει εξελιχθεί σε κατ’ εξοχήν πορνογραφία, ακόμη και στη μέγιστη αισχρότητα αφ’ ης στιγμής το σεξ έχει εξομαλυνθεί και δεν ενσωματώνει το άσεμνο. Αλλά η λήθη του θανάτου δεν σχετίζεται μόνον με την εξύψωση της νεότητας αλλά και με τον απο – χριστιανισμό των κοινωνιών μας. Ο θάνατος έπαψε να αποτελεί μετάβαση, για να εξελιχθεί στο τελικό όριο, άρα το ουσιαστικό τώρα δεν είναι η μετά θάνατον ζωή, αλλά η ζωή πριν απ’ αυτόν. Άλλαξαν οι προτεραιότητές μας, δεν ασχολούμαστε τόσο με τη σωτηρία της ψυχής, όσο με την ευτυχία του σώματος και την πνευματική ισορροπία».

-Η ανθρωπολογία διδάσκει ότι οι πρωτόγονες κοινωνίες έτρεφαν σεβασμό στους ηλικιωμένους, ως συνώνυμους της γνώσης. Στη Δύση ο ηλικιωμένος είναι συνώνυμος της γήρανσης και της αδεξιότητας. Τι πήγε στραβά;

-«Δεν είναι απολύτως ακριβές ότι οι αρχαίες κοινωνίες σέβονταν τους ηλικιωμένους», διευκρινίζει ο Μπρυκνέρ. «Πολλοί άνδρες και γυναίκες μετά από κάποια ηλικία αποπέμπονταν από τα χωριά τους και τους άφηναν να πεθάνουν μόνοι τους στα δάση. Μόνον στη Δύση έγινε προτεραιότητα η φροντίδα των ηλικιωμένων, μολονότι η μεταχείριση που λαμβάνουν σε ορισμένα σπίτια απέχει μακράν του επιθυμητού. Αλλά σιγά – σιγά η επανάσταση των γηρατειών αγγίζει όλες τις ηπείρους, υποχρεώνοντάς μας να αλλάξουμε τις αντιλήψεις μας για τα διάφορα στάδια της ζωής», επισημαίνει ο διάσημος στοχαστής.

– Ο Σενέκας υποστήριζε ότι ο βίος είναι αρκετά μακρύς για να επιτύχει κανείς στόχους, αρκεί να μη χάσει κανείς το χρόνο του.

-«Συμφωνώ», λέει ο Μπρυκνέρ, «υπό τον όρο ότι γνωρίζουμε εξ’ αρχής αυτούς τους στόχους, που δεν έχουμε ακόμη πετύχει. Ξοδέψαμε πολλά χρόνια διστάζοντας, αμφιβάλλοντας, κάνοντας αυτό που ο Σενέκας αποκάλεσε “ανόητα πράγματα”. Η αύξηση του προσδόκιμου ζωής τώρα μας επιτρέπει ακριβώς αυτό, να ξοδέψουμε χρόνια πειραματιζόμενοι, δοκιμάζοντας αδιέξοδα, προτού τελικά βρούμε το σωστό δρόμο. Η ζωή ουδέποτε είναι αρκετά μακριά για εκείνον που αναζητεί ένα νόημα».

Όσον αφορά στο ρόλο του καταναλωτισμού ως προς το πώς αντιμετωπίζουμε τα γηρατειά, ο Μπρυκνέρ είναι κάθετος: «Μου φαίνεται ότι η τραγωδία των γηρατειών είναι ακριβώς το ότι τα καταδικάσαμε μόνον στο ρόλο της ψυχαγωγίας και της κατανάλωσης. Η συνταξιοδότηση είναι για πολλούς, αλλά όχι για όλους, μια τραγική στιγμή κατά την οποία παύουμε να παίζουμε έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία και περιοριζόμαστε σε ρόλο αγοραστών, καταναλωτών ταινιών, σόου και ταξιδιών. Αντίθετα, η συνέχιση της εργασίας σημαίνει να συνεχίσεις να είσαι χρήσιμος στην κοινωνία».

-Μήπως όμως η νεότητα που μας διατυμπανίζουν εμπεριέχει μια παγίδα για περισσότερη κατανάλωση;

-«Ίσως», απαντά ο Μπρυκνέρ, «αλλά αυτό το όνειρο της αιώνιας νεότητας είναι ισόκαιρο της ίδιας της ανθρωπότητας. Γι’ αυτό και είμαστε τόσο ευαίσθητοι σ’ αυτή τη λατρεία της νεότητας, που είναι από την άλλη πλευρά η στρατηγική πολλών μεγάλων εταιρειών και πολυεθνικών».

-Δηλαδή, η νεότητα και η επιθυμία να παραμείνει κάποιος νέος έχει εξελιχθεί σε βιομηχανία κερδοφορίας;

-«Η αναζήτηση του κέρδους από μόνη της δεν αρκεί για να εξηγήσει την ιδιαίτερη επιτυχία αυτού του μύθου, που δεν πρέπει από την άλλη πλευρά να παραβλεφθεί», απαντά.

Και γιατί τότε ένας 50άρης θεωρείται ότι αρχίζει να παρακμάζει όταν πολλοί μεγάλοι άνδρες πέτυχαν τα μεγαλύτερα επιτεύγματά τους σ’ αυτή την ηλικία; Για τον Μπρυκνέρ η απάντηση είναι σαφής: «Η φυσική ωρίμανση, συνώνυμη συχνά με την παρακμή και η ψυχολογική ωρίμανση οδεύουν σε αντίθετες κατευθύνσεις. “Χρειάζονται 60 χρόνια για να γίνεις φιλόσοφος” έλεγε ο [Γερμανός φιλόσοφος Ιμάνουελ] Καντ και στην εποχή του η ηλικία αυτή αντιστοιχούσε σε 80 δικά μας χρόνια. Η εξαιρετική λάμψη της ζωής του πνεύματος συνεχίζει να φωτίζει τις μέρες μας, μέχρι την τελευταία. Η μάθηση, η μελέτη, η διδασκαλία εξακολουθούν να είναι πιθανές δραστηριότητες ακόμη και στα τελευταία στάδια της ύπαρξης», σημειώνει.

-Και πώς μπορούμε να απολαύσουμε τη ζωή μετά τα 50;

«Μην εγκαταλείπετε τίποτε, πόσω μάλλον τις επιθυμίες σας. Όσο για το πώς θα αντιμετωπίσουμε τον πόνο; «Πάρτε παυσίπονα και εμπιστευτείτε την Ιατρική».

-Έχει νόημα η ζωή, αν δεν υπάρχει θάνατος;

-«Η θρησκευτική ή υπερανθρώπινη αθανασία είναι θέμα πίστης. Το πραγματικό ζήτημα είναι να αναρωτηθούμε αν είναι κάτι επιθυμητό και προσωπικά δεν το νομίζω. Η ζωή είναι οδυνηρή και τραγική επειδή κάποια μέρα ξαφνικά σταματά. Είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπούμε ό,τι είναι καταδικασμένο να εξαφανιστεί, τα όντα που αγαπούμε, τα πιο υπέροχα τοπία και τα μεγάλα έργα του πολιτισμού. Το γνωρίζουμε παιδιόθεν, αλλά περνούμε τις ζωές μας αρνούμενοι αυτή την πραγματικότητα ή κοιτάζοντας σε άλλη κατεύθυνση. Αν η μετά θάνατον ζωή μας βοηθά να γεράσουμε σε καλύτερες συνθήκες, ας το κάνουμε. Αλλά αν σκοπεύουμε να νικήσουμε τον θάνατο και να αψηφήσουμε τους νόμους της ανθρώπινης κατάστασης, τότε αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά τσαρλατανισμός. Σε κάθε περίπτωση, το να κερδίσουμε 30 – 40 χρόνια παράτασης της ζωής μας με τίποτε δεν θα απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα του σήμερα: τι θα κάνουμε μ’ αυτή τη δανεισμένη παράταση;»

Άγιοι καταστροφείς: Ο Άγιος Ακάκιος

Άγιοι της χριστιανοσύνης που φέρονται ως καταστροφείς του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού ή των αντιπάλων τους ή και δολοφόνοι!

Ένας από τους γνωστούς ισχυρισμούς των χριστιανών απολογητών είναι ότι: "Οι χριστιανοί δεν έκαναν καταστροφές, ο Ελληνικός πολιτισμός κατέπεσε από μόνος του και αν έγιναν κάποιες ελάχιστες καταστροφές από κάποιους φανατικούς· αυτό έγινε λόγω των διωγμών που υπέστησαν από τους εθνικούς". Θα δούμε αν ευσταθεί αυτός ο πολύ συχνός ισχυρισμός τους, με βάση τα δικά τους κείμενα που είναι τα συναξάρια των αγίων, από τα οποία θα δούμε αποσπάσματα καταστροφών, όπως και από την ιστορία, τι αναφέρει για όσους από αυτούς τους αγίους, έχουμε ιστορικά στοιχεία.

Τα Συναξάρια είναι οι βιογραφίες των αγίων του Χριστιανισμού, άσχετα αν περιλαμβάνουν πλήθος μυθικών και υπερφυσικών στοιχείων, ή πολλές από αυτές είναι δημιουργήματα μεταγενέστερης ανάγκης για ύπαρξη πληθώρας μαρτύρων

Τα σχετικά με καταστροφές αποσπάσματα που ακολουθούν, είναι κυρίως από την συλλογή του Άγιου Νικόδημου του Αγιορείτη. Ακολουθεί ο "σύνδεσμος 1" στο πρωτότυπο. Ο δεύτερος "σύνδεσμος 2", είναι ένα διαδομένο συναξάρι στο Διαδίκτυο, που έχει μεταφρασμένα τα κείμενα, και ίσως πληροφορίες και από άλλα συναξάρια, αλλά όπως θα διαπιστώσετε και αρκετά αλλοιωμένα. Όταν ο δεύτερος σύνδεσμος είναι σε παρένθεση, υπάρχει αλλοίωση που συνήθως σημειώνεται δίπλα του σε παρένθεση. Για τα ιστορικά πρόσωπα χρησιμοποιήθηκαν άλλες πηγές.

Άγιος Ακάκιος (εορτάζει για την Εκκλησία στις 28 Ιουλίου).

Eκεί δε εμβαίνωντας εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν αυτά να πέσουν κάτω εις την γην. Όθεν ευθύς πεσόντα, εσυντρίφθησαν. Φερθείς δε εις άλλον ειδωλικόν ναόν, έκαμε και εκεί το ίδιον"


Η αλήθεια είναι ότι τα συναξάρια είναι σε απίστευτο βαθμό μυθολογήματα και εφόσον δεν μπορούμε να δεχτούμε ως αληθή τα εξόφθαλμα θαύματα που περιέχουν, άλλο τόσο και τις ιστορίες τους. Αυτά όμως μαζί και με τις πράξεις των ιστορικών αγίων, αλλά και ότι έχουμε δει ήδη για το πως επικράτησε ο Χριστιανισμός, δείχνουν την ιδεολογία των χριστιανών διαχρονικά στο πως έβλεπαν τις άλλες θρησκείες και το μίσος τους για τις θεωρήσεις των άλλων που δεν άντεχαν, κυρίως των αρχαίων Ελλήνων που τους θεωρούσαν "μιαρούς", και "διεφθαρμένους". Αντικατοπτρίζουν τελικά το ποιοι κατέστρεφαν τα αρχαία ιερά, επίσης αντικατοπτρίζει τον πραγματικό λόγο που έγιναν οι σχετικά λίγοι διωγμοί των χριστιανών: Έγιναν εξαιτίας της επιθετικής τους δράσης κατά της αρχαίας θρησκείας, αφού εκείνη την εποχή και μέχρι να επικρατήσουν, υπήρχε πραγματική ανεξιθρησκεία.

Βλέπετε, για τους χριστιανούς τότε δεν εθεωρείτο κακό να καταστρέψεις τον ναό μιας άλλης θρησκείας ή τα αγάλματα της, υπήρχαν άλλωστε και οι κανόνες του Δευτερονομίου που δεν φαίνεται κανείς στον Χριστιανισμό να τους θεωρεί ως άκυρους, το αντίθετο. Υπάρχουν επίσης και οι εντολές του ίδιου του Ιησού, που είπε: ότι όποιος δεν είναι μαζί του είναι εναντίον του, ότι θα φέρει διχόνοια και ότι όποιος είναι έξω από την διδασκαλία του, πρέπει να αποβληθεί και να ριφθεί στην φωτιά. Έτσι δεν μας κάνουν εντύπωση τα κατορθώματα και οι καταστροφές αγίων χριστιανών, αφού συμφωνούν και με την θεωρία του. Μια θεωρία που η σύγχρονη Εκκλησία θέλει να ξεχάσει ή να συμβολοποιήσει.

Η μελέτη αυτή μπήκε για να ξεκαθαρίσουμε άλλη μια φορά, ότι ο Χριστιανισμός στην ουσία του και συχνά με την πράξη του, δεν έχει καμιά σχέση με την αγάπη και την ειρήνη που δήθεν θέλει να μας πει, ειδικά στον τρόπο που εξαπλώθηκε. Ήταν φονταμενταλιστικός, δηλαδή επικροτούσε και εφάρμοσε την βία στους άλλους όπως κάνουν τώρα οι μουσουλμάνοι, το προβάλει αυτό σαν επίτευγμα στα κείμενα αλλά και σε εικόνες του. Έτσι εξαπλώθηκε και δυστυχώς δεν υπάρχει καμιά διασφάλιση ότι δεν μπορεί να ξαναγίνει κάποια στιγμή το ίδιο.

ΔΕΣ: Άγιοι καταστροφείς

Πλάτων: η εικόνα του σπηλαίου

Στο τέλος του έκτου Βιβλίου της Πολιτείας, ο Σωκράτης συνοψίζει συμπερασματικά τους τέσσερις αναβαθμούς της γνώσης. Η κάθε ψυχή, σε κάθε της μετενσάρκωση, φτάνει σ’ ένα από τα σκαλοπάτια της γνώσης, που παραστατικά παρομοιάζονται με τις διάφορες θέσεις, στις οποίες μπορεί να βρεθεί η ψυχή αυτή, από το βάθος του συμβολικού σπηλαίου ως το καθαρό φως του «άνω τόπου».

Πλάτων, Πολιτεία (514a-520a)

Σωκράτης. Λοιπόν, είπα, ύστερ’ απ’ αυτά, παρομοίωσε με μια εικόνα σαν κι αυτή την ανθρώπινη φύση αναφορικά με την παιδεία και την απαιδευσία. Φαντάσου δηλαδή ανθρώπους σε υπόγειο οίκημα με μορφή σπηλιάς, που έχει την είσοδό του ανοιχτή προς το φως της μέρας, που το μάκρος της πιάνει πέρα πέρα όλη τη πρόσοψη της σπηλιάς· και να βρίσκονται εκεί απ’ την παιδική τους ηλικία αλυσοδεμένοι και στα σκέλη και στον αυχένα, ώστε να μένουν με το σώμα τους ακίνητο, έτσι που να μη βλέπουν παρά μόνο ότι είναι μπροστά τους, ενώ δεν έχουν τη δυνατότητα, εξαιτίας της αλυσίδας, να περιφέρουν ολόγυρα το κεφάλι τους. Και πίσω τους, σε αρκετή απόσταση, σ’ επίπεδο ψηλότερο απ’ αυτούς ν’ ανάβει φως από φωτιά· και στο ενδιάμεσο, ανάμεσα στη φωτιά και τους δεσμώτες, δρόμος ανηφορικός και παράλληλα μ’ αυτόν να ’ναι χτισμένος μαντρότοιχος, να, σαν τα χαμηλά διαφράγματα που τοποθετούν οι ταχυδακτυλουργοί μπροστά τους θεατές, πάνω απ’ τα οποία δείχνουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.

ΓΛΑΥΚΩΝ. Βλέπω, είπε ο Γλαύκων.

ΣΩ. Βλέπε λοιπόν ανθρώπους να κουβαλούν, παράλληλα μ’ αυτό τον μαντρότοιχο, σκεύη κάθε λογής, υψωμένα πάνω απ’ τον μαντρότοιχο, και ανδριάντες και άλλα ομοιώματα ανθρώπων και ζώων, λίθινα και ξύλινα, φιλοτεχνημένα με κάθε τρόπο· κι όπως θα περίμενε κανείς, άλλους απ’ τους διερχόμενους αχθοφόρους να μιλούν, άλλους να σιωπούν.

ΓΛ. Παράξενη εικόνα περιγράφεις, είπε, και παράξενους δεσμώτες.

ΣΩ. Ολόιδιους με μας, αποκρίθηκα· γιατί πιστεύεις ότι οι άνθρωποι σε τέτοια κατάσταση πρώτα πρώτα θα έχουν δει τίποτ’ άλλο εκτός απ’ τις σκιές του εαυτού τους και των συνδεσμωτών τους, που σχηματίζει η λάμψη της φωτιάς στον απέναντι απ’ αυτούς τοίχο της σπηλιάς;

ΓΛ. Μα γίνεται να δουν τίποτ’ άλλο, είπε, εφόσον είναι αναγκασμένοι να έχουν το κεφάλι τους ακίνητο σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους;

ΣΩ. Και τι θα ’χουν δει απ’ εκείνους τους διερχόμενους αχθοφόρους; Τίποτ’ άλλο, εκτός απ’ τις σκιές τους;

ΓΛ. Μόνο αυτές, βέβαια.

ΣΩ. Λοιπόν, αν είχαν τη δυνατότητα να κουβεντιάζουν μεταξύ τους, δεν έχεις τη γνώμη ότι θα νόμιζαν πως οι σκιές που βλέπουν είναι πραγματικά αντικείμενα;

ΓΛ. Οπωσδήποτε.

ΣΩ. Και τι νομίζεις, αν απ’ τα βάθη του δεσμωτηρίου η ηχώ αναμετάδιδε τις φωνές, κάθε φορά που κάποιος απ’ τους διερχομένους θα μιλούσε, πιστεύεις ότι θα φανταζόταν ότι κάτι άλλο βγάζει φωνή κι όχι οι σκιές των διερχομένων;

ΓΛ. Μα τον Δία, όσο για μένα, τίποτ’ άλλο.

ΣΩ. Λοιπόν, είπα, άνθρωποι σ’ αυτή την κατάσταση θα πίστευαν ως πραγματικό μόνο τις σκιές των αντικειμένων που εμφανίζονται και τίποτ’ άλλο;

ΓΛ. Σίγουρα, μόνο τις σκιές.

ΣΩ. Σκέψου λοιπόν, είπα τι λογής θα μπορούσε να είναι η απολύτρωση και η γιατρειά τους απ’ τα δεσμά και την άγνοιά τους, αν με φυσική ακολουθία συνέβαιναν πράγματα σαν τούτα: κάθε φορά που κάποιος θα λυνόταν απ’ τα δεσμά του και θα ᾿νιωθε ξαφνικά την ανάγκη να σηκωθεί όρθιος και να περιστρέφει τον αυχένα του και να βαδίζει και να υψώνει το βλέμμα του προς το φώς, και κάνοντας αυτές τις κινήσεις θα ᾿νιωθε πόνο και, θαμπωμένος απ’ το φως, θ’ αδυνατούσε ν’ αντικρίζει εκείνα που προηγουμένως έβλεπε τις σκιές τους· λοιπόν, τι κατά τη γνώμη σου θ’ απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε ότι εκείνα που έβλεπε τότε ήταν ανοησίες, τώρα όμως βλέπει κάτι που βρίσκεται κάπως πιο κοντά στην αλήθεια και το βλέμμα του έχει στραφεί σε πράγματα πιο αληθινά –βλέπει λοιπόν πιο σωστά; Και βέβαια, αν δείχνοντας του ξεχωριστά, ένα προς ένα, αυτά που περνούν μπροστά του, τον ανάγκαζε ν’ απαντήσει στις ερωτήσεις του, τι να ᾿ναι αυτά, τι θ’ αποκρινόταν; δεν πιστεύεις ότι θα τα ᾿χε χαμένα και θα θεωρούσε πως βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια τα όσα έβλεπε τότε απ’ αυτά που του δείχνουν τώρα;

ΓΛ. Θ’ αποκρινόταν, είπε, ότι ναι, εκείνα βρίσκονται πιο κοντά στην αλήθεια.

ΣΩ. Λοιπόν, κι αν τον υποχρέωνε να στρέψει το βλέμμα του προς το ίδιο το φως, δε θα ᾿νιωθε πονόματο και δε θα προσπαθούσε να τα’ αποφύγει, στρέφοντας το βλέμμα του προς εκείνο που χωρίς δυσκολίες αντικρίζει και δε θα νόμιζε ότι τωόντι είναι πιο ξεκάθαρα απ’ αυτά που του δείχνουν;

ΓΛ. Ναι, αυτό θα νόμιζε, είπε.

ΣΩ. Κι αν, είπα, κάποιος τον έσερνε βίαια απ’ τη σπηλιά μέσα απ’ την τραχιά και απότομη ανάβαση, και δεν τον άφηνε πριν τον σύρει έξω, στο φως του ήλιου, άραγε δεν θα ᾿ταν μαρτύριο γι’ αυτόν και δε θ’ αγαναχτούσε που τον σέρνουν μ’ αυτόν τον τρόπο; Και, όταν θα ᾿φτανε στο φως, έχοντας τα μάτια πλημμυρισμένα απ’ τη λάμψη του ήλιου, θα μπορούσε να βλέπει τίποτε, έστω κι ένα, απ’ αυτά που τώρα λέγονται αληθινά;

ΓΛ. Αποκλείεται, έτσι ξαφνικά.

ΣΩ. Αν όμως είχε σκοπό να δει όσα βρίσκονται εκεί ψηλά, θα έπρεπε να εξοικειωθεί· έτσι θα ᾿βλεπε στην αρχή πιο εύκολα τις σκιές, κι ύστερ’ απ’ αυτές τα είδωλα και των ανθρώπων και των αντικειμένων, όπως αντικατοπτρίζονται μες στο νερό, κι ύστερα τ’ αντικείμενα αυτά καθαυτά· κατόπι θα ύψωνε τη ματιά του και θ’ αντίκριζε ευκολότερα, τη νύχτα, τα όσα βρίσκονται στον ουρανό και το ίδιο το στερέωμα τ’ ουρανού, αντικρίζοντας το φως των άστρων και της σελήνης ευκολότερα απ’ ότι τη μέρα τον ήλιο και το φως του ήλιου.

ΓΛ. Οπωσδήποτε.

ΣΩ. Και τέλος τέλος, πιστεύω, τον ήλιο, όχι μες στα νερά ούτε το είδωλο του, όπως αντανακλάται από άλλη θέση, αλλά θα μπορούσε να τον αντικρύσει αυτόν καθαυτόν στη φυσική του θέση, και να παρατηρήσει πως είναι.

ΓΛ. Αυτό επιβάλλει η ανάγκη, είπε.

ΣΩ. Και κατόπι θα κατέληγε πια στο συμπέρασμα ότι αυτός είναι που κάνει τις εποχές και τα έτη και που εποπτεύει όλα όσα βρίσκονται στο πεδίο της όρασής μας. Και κατά κάποιο τρόπο είναι αίτιος για όλα όσα εκείνοι έβλεπαν στη σπηλιά.

ΓΛ. Είναι φανερό ότι σ’ αυτό το συμπέρασμα θα κατέληγε ύστερ’ απ’ τα παραπάνω.

ΣΩ. Τι λοιπόν; δεν πιστεύεις ότι αυτός, ανακαλώντας στη μνήμη του την πρώτη κατοικία του και τη γνώση, που είχαν εκεί αυτός και οι συγκρατούμενοί του εκείνο τον καιρό, θα μακάριζε τον εαυτό του για την αλλαγή και θα ᾿νιωθε οίκτο για τους άλλους;

ΓΛ. Και με το παραπάνω.

ΣΩ. Και νομίζεις ότι, για τις τιμητικές διακρίσεις και για τους επαίνους που απένειμαν αναμεταξύ τους οι δεσμώτες και για τις αμοιβές εκείνου που διέκρινε με μοναδική οξυδέρκεια τις σκιές των όσων περνούσαν μπροστά τους και συγκρατούσε καλύτερα την κανονικότητα με την οποία οι σκιές εμφανίζονταν πρώτες ή τελευταίες ή σύγχρονα με τις άλλες, ώστε αξιοποιώντας αυτή την ικανότητά του να βρισκόταν σε προνομιακότερη θέση να κάνει προβλέψεις, ποια σκιά θα παρουσιαζόταν σε μια ορισμένη στιγμή – τι λες; θα ένιωθε λαχτάρα γι’ αυτά και θα ζήλευε τους συνδεσμώτες του που έπαιρναν τιμές κι είχαν επιρροή ανάμεσά τους ή θα βρισκόταν στην κατάσταση που λέει ο Όμηρος ότι βρέθηκε ο Αχιλλέας και θα επιθυμούσε μ’ όλη τη δύναμη της ψυχής του: Κάλλιο στη γης να ξενοδούλευα ξωμάχος, ρογιασμένος σ’ αφέντη που ᾿χασε τον κλήρο του κι είναι το βιός του λίγο και να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, παρά να πιστεύει εκείνα και να ζει μια τέτοια ζωή. (Οδύσσεια λ 489-491)

ΓΛ. Κι εγώ αυτό πιστεύω, είπε· θα προτιμούσε να ξεπέσει σ’ οποιαδήποτε κατάσταση παρά να ζει μ’ εκείνο τον τρόπο.

ΣΩ. Και κάνε και την εξής υπόθεση, του είπα. Αν ένας τέτοιος άνθρωπος κατέβαινε ξανά εκεί κάτω και έπαιρνε την προηγούμενη θέση του, άραγε δε θα τύλιγε τα μάτια του πυκνό σκοτάδι, έτσι που ξαφνικά γύρισε απ’ τον ήλιο;

ΓΛ. Σίγουρα είπε.

ΣΩ. Κι αν υποχρεωθεί λοιπόν αυτός ο άνθρωπος να λέει τη γνώμη του για κείνες τις σκιές που διαβαίνουν και να διαγωνιστεί μ’ εκείνους που δεν έπαυσαν ποτέ να είναι δεσμώτες, όσο τον ταλανίζει το πρόβλημα που θα έχει στα μάτια του, πριν αυτά εξοικειωθούν (κι ο χρόνος αυτής της εξοικείωσης δε θα είναι και τόσο λίγος), θα προξενούσε λοιπόν τα γέλια και δε θα ᾿λεγαν γι’ αυτόν ότι, με το ανεβεί εκεί πάνω, να ᾿τον που γύρισε με χαλασμένα τα μάτια, κι ότι δεν αξίζει καν τον κόπο να επιχειρήσει κανείς την ανάβαση εκεί ψηλά· και, αν με κάποιο τρόπο μπορούσαν να βάλουν στο χέρι τους και να σκοτώσουν όποιον θα επιχειρούσε να τους λύσει απ’ τα δεσμά τους και να τους οδηγήσει επάνω, στο φως, δε θα ήταν ικανοί να τον σκοτώσουν.

ΓΛ. Δίχως άλλο, είπε.

ΣΩ. Λοιπόν, αγαπητέ μου Γλαύκων, αυτή την αλληγορική εικόνα πρέπει να τη συσχετίσουμε μ’ αυτά που λέγαμε πρωτύτερα: το οίκημα του δεσμωτηρίου είναι αυτός ο κόσμος, που αντικρίζουμε με την όρασή μας· το φως της φωτιάς που φωτίζει τη σπηλιά είναι η ενέργεια του ήλιου· κι αν παραβάλουμε την ανάβαση εκεί ψηλά και τη θέαση των όσων βρίσκονται εκεί με την άνοδο της ψυχής στο νοητό τόπο, θα ᾿χεις εύστοχα κατανοήσει ποιες είναι οι προσδοκίες μου…

Τώρα δική μας υπόθεση είναι, είπα, των ιδρυτών της πολιτείας, τους χαρισματικούς πολίτες να τους οδηγήσουμε αναγκαστικά στο μάθημα, που προηγουμένως είπαμε ότι είναι το μέγιστο, και ν’ αντικρύσουν το αγαθόν και να επιχειρήσουν εκείνη την ανάβαση, κι όταν τέλος ανεβούν, να μη τους επιτρέπεται αυτό που τους επιτρέπεται τώρα.

ΓΛ. Τι ακριβώς;

ΣΩ. Το να μένουν συνεχώς εκεί πάνω και να μη θέλουν να κατέβουν και να γυρίσουν σ’ εκείνο το σπήλαιο των δεσμωτών και να μοιράζονται μ’ εκείνους τους μόχθους και τις τιμητικές διακρίσεις τους, είτε αυτές είναι κατώτερες είτε σημαντικότερες.

ΓΛ. Αν καταλαβαίνω καλά, είπε, θα τους αδικήσουμε και θα τους υποχρεώσουμε να ζουν χειρότερα, την ώρα που οι άνθρωποι θα μπορούσαν να ζουν καλύτερα.

ΣΩ. Φίλε μου ξέχασες και πάλι, ότι ο νόμος δε νοιάζεται γι’ αυτό, πως μια κατηγορία πολιτών θα απολαμβάνει εξαιρετική ευτυχία, αλλά κινεί τους μηχανισμούς ώστε το αγαθό αυτό να τ’ απολαύσει όλη η πόλη, οδηγώντας τους πολίτες με πειθώ και μ’ εξαναγκασμό σε σύμπνοια· υποχρεώνοντάς τους να μεταδίδουν ο ένας στον άλλο την ωφέλεια που ο καθένας τους θα είναι σε θέση να προσφέρει στα κοινά. Κι ο ίδιος νόμος επιδιώκει ν’ αναδείξει τέτοιους άνδρες στην πόλη, όχι για να τους δώσει το ελεύθερο να στραφεί ο καθένας τους όπου θέλει, αλλά για να τους αξιοποιεί στο έπακρο για να δεθεί η πόλη με δεσμούς φιλίας.

ΑΡΡΙΑΝΟΣ - Ἀλεξάνδρου Ἀνάβασις (3.27.1-3.28.3)

[3.27.1] Λέγουσι δὲ καὶ Ἀμύνταν τὸν Ἀνδρομένους κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον ὑπαχθῆναι ἐς κρίσιν καὶ Πολέμωνα καὶ Ἄτταλον καὶ Σιμμίαν τοὺς Ἀμύντου ἀδελφούς, ὡς ξυμμετασχόντας καὶ αὐτοὺς τῆς ἐπιβουλῆς τῆς κατ᾽ Ἀλεξάνδρου κατὰ πίστιν τε καὶ ἑταιρίαν τὴν Φιλώτα. [3.27.2] καὶ ἐδόκει πιστοτέρα ἡ ἐπιβουλὴ ἐς τὸ πλῆθος, ὅτι Πολέμων, εἷς τῶν ἀδελφῶν τῶν Ἀμύντου, ξυλληφθέντος Φιλώτα ἔφυγεν ἐς τοὺς πολεμίους. ἀλλ᾽ Ἀμύντας γε ξὺν τοῖς ἀδελφοῖς ὑπομείνας τὴν δίκην καὶ ἀπολογησάμενος ἐν Μακεδόσι καρτερῶς ἀφίεται τῆς αἰτίας· καὶ εὐθὺς ὡς ἀπέφυγεν ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἠξίωσεν ἐφεθῆναί οἱ ἐλθεῖν παρὰ τὸν ἀδελφὸν καὶ ἐπαναγαγεῖν αὐτὸν παρ᾽ Ἀλέξανδρον· καὶ οἱ Μακεδόνες ξυγχωροῦσιν. [3.27.3] ὁ δὲ ἀπελθὼν αὐτῇ τῇ ἡμέρᾳ τὸν Πολέμωνα ἐπανήγαγε· καὶ ταύτῃ πολὺ ἔτι μᾶλλον ἢ πρόσθεν ἔξω αἰτίας ἐφάνη Ἀμύντας. ἀλλὰ ὀλίγον γὰρ ὕστερον κώμην τινὰ πολιορκῶν τοξευθεὶς ἐκ τῆς πληγῆς ἐτελεύτησεν, ὥστε οὐδὲν πλέον αὐτῷ γίγνεται τὴν κρίσιν ἀποφυγόντι ὅτι μὴ ἀγαθῷ νομιζομένῳ ἀποθανεῖν.
[3.27.4] Ἀλέξανδρος δέ, καταστήσας ἐπὶ τοὺς ἑταίρους ἱππάρχας δύο, Ἡφαιστίωνά τε τὸν Ἀμύντορος καὶ Κλεῖτον τὸν Δρωπίδου, καὶ δίχα διελὼν τὴν τάξιν τῶν ἑταίρων, ὅτι οὐδὲ φίλτατον ἂν ἠβούλετο ἕνα τοσούτων ἱππέων, ἄλλως τε καὶ τῶν κρατίστων τοῦ παντὸς ἱππικοῦ κατά τε ἀξίωσιν καὶ τὴν ἄλλην ἀρετήν, ἐξηγεῖσθαι, ἀφικνεῖται ἐς τοὺς πάλαι μὲν Ἀριάσπας καλουμένους, ὕστερον δὲ Εὐεργέτας ἐπονομασθέντας, ὅτι Κύρῳ τῷ Καμβύσου ξυνεπελάβοντο τῆς ἐς Σκύθας ἐλάσεως. [3.27.5] καὶ τούτους Ἀλέξανδρος ὧν τε ἐς Κῦρον ὑπῆρξαν οἱ πρόγονοι αὐτῶν τιμήσας καὶ αὐτοὺς καταμαθὼν ἄνδρας οὐ κατὰ τοὺς ἄλλους τοὺς ταύτῃ βαρβάρους πολιτεύοντας, ἀλλὰ τοῦ δικαίου ἴσα καὶ τοῖς κρατίστοις τῶν Ἑλλήνων μεταποιουμένους, ἐλευθέρους τε ἀφῆκεν καὶ χώραν τῆς ὁμόρου ὅσην αὐτοὶ σφίσιν ᾔτησαν, οὐ πολλὴν δὲ οὐδ᾽ αὐτοὶ ᾔτησαν, προσέθηκεν. ἐνταῦθα θύσας τῷ Ἀπόλλωνι Δημήτριον μὲν ἕνα τῶν σωματοφυλάκων ὑποπτεύσας μετασχεῖν Φιλώτᾳ τῆς ἐπιβουλῆς ξυνέλαβε· σωματοφύλακα δὲ ἀντὶ Δημητρίου ἀπέδειξε Πτολεμαῖον τὸν Λάγου.
[3.28.1] Ταῦτα δὲ διαπραξάμενος προῄει ὡς ἐπὶ Βάκτρα τε καὶ Βῆσσον, Δράγγας τε καὶ Γαδρωσοὺς ἐν τῇ παρόδῳ παραστησάμενος. παρεστήσατο δὲ καὶ τοὺς Ἀραχώτας καὶ σατράπην κατέστησεν ἐπ᾽ αὐτοῖς Μένωνα. ἐπῆλθε δὲ καὶ τῶν Ἰνδῶν τοὺς προσχώρους Ἀραχώταις. ξύμπαντα δὲ ταῦτα τὰ ἔθνη διὰ χιόνος τε πολλῆς καὶ ξὺν ἀπορίᾳ τῶν ἐπιτηδείων καὶ τῶν στρατιωτῶν ταλαιπωρίᾳ ἐπῆλθε. [3.28.2] μαθὼν δὲ τοὺς Ἀρείους αὖθις ἀφεστάναι, Σατιβαρζάνου ἐς τὴν χώραν αὐτῶν ἐμβαλόντος σὺν ἱππεῦσι δισχιλίοις, οὓς παρὰ Βήσσου ἔλαβεν, ἀποστέλλει παρ᾽ αὐτοὺς Ἀρτάβαζόν τε τὸν Πέρσην καὶ Ἐριγύϊον καὶ Κάρανον τῶν ἑταίρων. προσέταξε δὲ καὶ Φραταφέρνην τὸν τῶν Παρθυαίων σατράπην ξυνεμβαλεῖν αὐτοῖς ἐς τοὺς Ἀρείους. [3.28.3] καὶ γίγνεται μάχη τοῖς ἀμφὶ Ἐριγύϊον καὶ Κάρανον πρὸς Σατιβαρζάνην καρτερά, οὐδὲ πρόσθεν οἱ βάρβαροι ἐνέκλιναν πρὶν Σατιβαρζάνην ξυμπεσόντα Ἐριγυΐῳ πρὸς Ἐριγυΐου πληγέντα δόρατι ἐς τὸ πρόσωπον ἀποθανεῖν. τότε δὲ ἐγκλίναντες οἱ βάρβαροι προτροπάδην ἔφευγον.

***
[3.27.1] Λένε ότι κατά την ίδια εποχή δικάστηκαν ο Αμύντας, ο γιος του Ανδρομένη, και οι αδελφοί του Πολέμων, Άτταλος και Σιμμίας, με την κατηγορία ότι συμμετείχαν και αυτοί στη συνωμοσία εναντίον του Αλεξάνδρου εξαιτίας της αφοσιώσεως και της φιλίας τους με τον Φιλώτα. [3.27.2] Και φάνηκε πιο πιστευτή η συνωμοσία στο πλήθος, επειδή ο Πολέμων, ένας από τους αδελφούς του Αμύντα, κατέφυγε στους εχθρούς, μόλις πιάστηκε ο Φιλώτας. Ο Αμύντας όμως, αφού δικάστηκε μαζί με τους αδελφούς του και απολογήθηκε με θάρρος μπροστά στους Μακεδόνες, αθωώθηκε από την κατηγορία· μόλις αθωώθηκε, ζήτησε την άδεια από τη συνέλευση να του επιτραπεί να πάει στον αδελφό του και να τον φέρει πίσω στον Αλέξανδρο· οι Μακεδόνες του το επέτρεψαν. [3.27.3] Ο Αμύντας αναχώρησε και την ίδια μέρα έφερε πίσω τον Πολέμωνα. Με την πράξη του αυτή αποδείχθηκε καλύτερα από πριν ότι ήταν αθώος. Λίγο αργότερα όμως, ενώ πολιορκούσε κάποιο χωριό, χτυπήθηκε με βέλος και πέθανε από την πληγή του· έτσι τίποτε άλλο δεν κέρδισε από την αθώωσή του παρά μόνο ότι σκοτώθηκε με την υπόληψή του αποκατεστημένη.
[3.27.4] Ο Αλέξανδρος τοποθέτησε στο ιππικό των εταίρων δύο ιππάρχους, τον Ηφαιστίωνα, τον γιο του Αμύντορα, και τον Κλείτο, τον γιο του Δρωπίδη, και διαίρεσε έτσι σε δυο τμήματα το στρατιωτικό αυτό σώμα, επειδή δεν ήθελε ένας και μόνο άνδρας, ακόμη και αν αυτός ήταν στενός φίλος του, να διοικεί τόσο πολλούς ιππείς, οι οποίοι μάλιστα ήταν κατά την υπόληψη και την πολεμική ανδρεία οι καλύτεροι από ολόκληρο το ιππικό του· κατόπιν έφθασε σε ένα λαό που παλαιότερα ονομάζονταν Αριάσπες, αλλ᾽ αργότερα επονομάστηκαν Ευεργέτες, γιατί βοήθησαν τον Κύρο, τον γιο του Καμβύση, στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. [3.27.5] Τους Αριάσπες αυτούς τίμησε ο Αλέξανδρος και για τις υπηρεσίες που οι πρόγονοί τους είχαν προσφέρει στον Κύρο και γιατί αντιλήφθηκε ότι οι άνθρωποι αυτοί διοικούσαν τις πόλεις τους όχι όπως οι άλλοι βάρβαροι της περιοχής, αλλά απένεμαν δικαιοσύνη όπως και οι δικαιότερες ελληνικές πόλεις· τους άφησε λοιπόν ελεύθερους και πρόσθεσε στα εδάφη τους όση γειτονική γη οι ίδιοι του ζήτησαν — και πραγματικά δεν του ζήτησαν πολλή. Στο μέρος αυτό, αφού πρόσφερε θυσία στον Απόλλωνα, συνέλαβε έναν από τους σωματοφύλακές του, τον Δημήτριο, επειδή τον υποψιάστηκε ότι είχε συμπράξει στη συνωμοσία του Φιλώτα· στη θέση του Δημητρίου διόρισε ως σωματοφύλακά του τον Πτολεμαίο, τον γιο του Λάγου.
[3.28.1] Αφού τακτοποίησε όλα αυτά, προχώρησε εναντίον των Βάκτρων και του Βήσσου υποτάσσοντας κατά την πορεία του τους Δράγγες και τους Γαδρωσούς. Υπέταξε επίσης τους Αραχωσίους και όρισε σατράπη τους τον Μένωνα. Επιτέθηκε και στους Ινδούς που γειτόνευαν με τους Αραχωσίους. Υποδούλωσε όλους αυτούς τους λαούς περνώντας μέσα από πολύ χιόνι, έχοντας έλλειψη τροφίμων και ταλαιπωρώντας τους στρατιώτες του. [3.28.2] Παρ᾽ όλα αυτά, όταν πληροφορήθηκε ότι επαναστάτησαν ξανά οι Άρειοι, επειδή εισέβαλε στη χώρα τους ο Σατιβαρζάνης με δύο χιλιάδες ιππείς που πήρε από τον Βήσσο, τους έστειλε τον Πέρση Αρτάβαζο και δύο εταίρους, τον Εριγύιο και τον Κάρανο. Διέταξε επίσης τον Φραταφέρνη, τον σατράπη της Παρθίας, να επιτεθεί μαζί με αυτούς εναντίον των Αρείων. [3.28.3] Οι στρατιώτες του Εριγύιου και του Καράνου συνήψαν πεισματώδη μάχη με τον Σατιβαρζάνη και οι βάρβαροι δεν υποχώρησαν, πριν σκοτωθεί ο Σατιβαρζάνης, ο οποίος χτυπήθηκε με δόρυ στο πρόσωπο από τον Εριγύιο σε μονομαχία μαζί του. Τότε λοιπόν υποχώρησαν οι βάρβαροι και τράπηκαν σε ακράτητη φυγή.