440 ΔΗ. ἂν λάβω ξύλον, ποήσω τὰ δάκρυ᾽ ὑμῶν ταῦτ᾽ ἐγὼ
ἐκκεκόφθαι. τίς ὁ φλύαρος; οὐ διακονήσετετῷ μαγείρῳ; πάνυ γάρ ἐστιν ἄξιον, νὴ τὸν Δία,
ἐπιδακρῦσαι· μέγα γὰρ ὑμῖν ᾤχετ᾽ ἐκ τῆς οἰκίας
ἀγαθόν· αὐτὰ τἄργα δηλοῖ. χαῖρ᾽, Ἄπολλον φίλτατε,
445 ἐπ᾽ ἀγαθῇ τύχῃ τε πᾶσι τοὺς γάμους ‹οὓς› μέλλομεν
‹νῦν› ποεῖν ἡμῖν γενέσθαι δὸς σύ· μέλλω γὰρ ποεῖν
τοὺς γάμους, ἄνδρες, καταπιὼν τὴν χολήν· τήρ[ει δὲ σύ,
δέσποτ᾽, αὐτὸς ἵνα γένωμαι μὴ ᾽πίδηλος μηδ[ενί,
ἀλλὰ τὸν ὑμέναιον ᾄδειν εἰσανάγκασόν με σύ·
450 ἀξιῶ γὰρ ο]ὐκ ἄριστά γ᾽ ὡς ἔχω νῦν· ἀλλὰ τί;
εἴθε μόνο]ν ἔλθοι. (ΝΙ.) σὺ πρότερος, Μοσχίων, πρόσελθέ μου.
(ΜΟ.) ἀλλ᾽ ἐγώ. π]άτερ, τί πο‹ι›εῖς ταῦτα; (ΔΗ.) ποῖα, Μοσχίων;
(ΜΟ.) ποῖ᾽, ἐρωτ]ᾷς; διὰ τί Χρυσὶς οἴχετ᾽ ἀπιοῦσ᾽, εἰπέ μοι.
(ΔΗ.) [ . . . ] πρεσβεύεταί τις πρός ἐμέ· δεινόν. οὐχὶ σόν,
455 μὰ τὸν Ἀ]πόλλω, τοὔργον ἐστὶν ἀλλὰ παντελ[ῶς ἐμόν·
τίς ὁ φλύ]αρος; — δεινὸν ἤδη· συναδικεῖ μ᾽ οὗτος. (ΜΟ.) [τί φῄς;
(ΔΗ.) καταφα]νῶς· τί γὰρ προσέρχεθ᾽ ὑπὲρ ἐκείνης ἀν[ακρινῶν;
χρῆν γὰρ αὐτῷ τοῦτο δήπου γ᾽ ε[ἰδέναι. [ΜΟ.] τί τ]οὺς φίλους
προσδοκᾷς ἐρεῖν πυθομένους; (ΔΗ.) τ[. . .]κω Μοσχίων,
460 τοὺς φίλους — ἔα μ᾽. (ΜΟ.) ἀγεννὲς ἂν πο[οίη]ν ἐπιτρέπων.
(ΔΗ.) ἀλλὰ κωλύσεις μ᾽; (ΜΟ.) ἔγωγε. (ΔΗ.) τοῦθ᾽, ὁρᾶ[θ᾽, ὑ]περβολή·
τοῦτο τῶν δεινῶν ἐκείνων δεινό[τερο]ν. (ΜΟ.) οὐ πάντα γὰρ
ἐπιτρέπειν ὀργῇ προσήκει. ΝΙ. Δημέα, καλῶς λέγει.
ΜΟ. ἀποτρέχειν αὐτῇ φράσον δεῦρ᾽ εἰσιών, Νικήρατε.
***
440 ΔΗΜ. Αν πάρω κάνα ξύλο, θα κάνω εγώ να κοπούναυτά τα δάκρυά σας. Τί ανοησίες είν᾽ αυτές;
Δεν θα βοηθήσετε τον μάγειρο; Είναι πραγματικά
αυτό άξιο, μα τον Δία, για κλάματα. Γιατί χάσατε
από το σπίτι μεγάλο θησαυρό· το δείχνουνε
τα κατορθώματά της. Σε χαιρετώ, αγαπητέ Απόλλωνα,
445 και δώσε συ να γίνουν για το καλό όλων μας
οι γάμοι που πρόκειται τώρα να κάνουμε.
Γιατί θα κάνω, θεατές, τους γάμους καταπίνοντας
την πίκρα μου. Θεέ μου, βοήθησέ με να μη φανερωθώ
σε κανέναν, αλλά συ ανάγκασέ με να τραγουδήσω
450 τον υμέναιο. Δεν έχω βέβαια αξίωση να τραγου-
δήσω άριστα, έτσι όπως είμαι τώρα — αλλά
τί λέω; Εύχομαι μόνο να έρθει.
ΝΙΚ. Συ, Μοσχίων, πλησίασέ τον πριν από μένα. ΜΟΣ. Καλά.
Πατέρα, γιατί τα κάνεις αυτά; ΔΗΜ. Ποιά, Μοσχίων;
ΜΟΣ. Ρωτάς ποιά; Γιά πες μου, γιατί η Χρυσίς έφυγε
από το σπίτι; ΔΗΜ. Ήρθε και συνήγορός της. Φοβερό!
Αυτό δεν είναι, μα τον Απόλλωνα, δουλειά δική σου
455 αλλά πέρα για πέρα δική μου. Τί ανοησίες λες;
Είναι φοβερό! Κι αυτός είναι εναντίον μου. ΜΟΣ. Τί λες;
ΔΗΜ. Είναι ολοφάνερο. Γιατί έρχεται να κάνει ανακρίσεις
για κείνη; Έπρεπε αυτός να τα ξέρει αυτά. ΜΟΣ. Τί περιμένεις
να πουν οι φίλοι όταν το μάθουν; ΔΗΜ. Τί περιμένω, Μοσχίων,
460 να πουν οι φίλοι — άφησέ με. ΜΟΣ. Θα ήταν ανανδρία να το ανεχτώ.
ΔΗΜ. Θα με εμποδίσεις; ΜΟΣ. Και βέβαια. ΔΗΜ. Αυτό, βλέπετε, ξεπερνά
τα όρια· αυτό είναι πιο φοβερό απ᾽ τα άλλα. ΜΟΣ. Δεν πρέπει
όλα να τ᾽ αφήνεις στην οργή σου. ΝΙΚ. Καλά λέει, Δημέα
ΜΟΣ. Πήγαινε μέσα, Νικήρατε, να της πεις να τρέξει γρήγορα εδώ.