Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2016

ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ - Ὕμνος εἰς Δῆλον (4.215-4.274)

Αποτέλεσμα εικόνας για Λητώνύμφα Διὸς βαρύθυμε, σὺ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ἔμελλες ἄπυστος
δὴν ἔμεναι· τοίη σε προσέδραμεν ἀγγελιῶτις·
εἶπε δ᾽ ἔτ᾽ ἀσθμαίνουσα, φόβῳ δ᾽ ἀνεμίσγετο μῦθος·
«Ἥρη τιμήεσσα, πολὺ προὔχουσα θεάων,
σὴ μὲν ἐγώ, σὰ δὲ πάντα, σὺ δὲ κρείουσα κάθησαι
220 γνησίη Οὐλύμποιο, καὶ οὐ χέρα δείδιμεν ἄλλην
θηλυτέρην, σὺ δ᾽, ἄνασσα, τὸν αἴτιον εἴσεαι ὀργῆς.
Λητώ τοι μίτρην ἀναλύεται ἔνδοθι νήσου.
ἄλλαι μὲν πᾶσαί μιν ἀπέστυγον οὐδ᾽ ἐδέχοντο·
Ἀστερίη δ᾽ ὀνομαστὶ παρερχομένην ἐκάλεσσεν,
225 Ἀστερίη, πόντοιο κακὸν σάρον· οἶσθα καὶ αὐτή.
ἀλλά, φίλη, δύνασαι γάρ, ἀμύνεο πότνια δούλοις
ὑμετέροις, οἳ σεῖο πέδον πατέουσιν ἐφετμήν.»
ἦ καὶ ὑπὸ χρύσειον ἐδέθλιον ἷζε κύων ὥς
Ἀρτέμιδος, ἥτις τε, θοῆς ὅτε παύσεται ἄγρης,
230 ἵζει θηρήτειρα παρ᾽ ἴχνεσιν, οὔατα δ᾽ αὐτῆς
ὀρθὰ μάλ᾽, αἰὲν ἑτοῖμα θεῆς ὑποδέχθαι ὀμοκλήν·
τῇ ἰκέλη Θαύμαντος ὑπὸ θρόνον ἵζετο κούρη.
κείνη δ᾽ οὐδέποτε σφετέρης ἐπιλήθεται ἕδρης,
οὐδ᾽ ὅτε οἱ ληθαῖον ἐπὶ πτερὸν ὕπνος ἐρείσει,
235 ἀλλ᾽ αὐτοῦ μεγάλοιο ποτὶ γλωχῖνα θρόνοιο
τυτθὸν ἀποκλίνασα καρήατα λέχριος εὕδει·
οὐδέ ποτε ζώνην ἀναλύεται οὐδὲ ταχείας
ἐνδρομίδας, μή οἵ τι καὶ αἰφνίδιον ἔπος εἴπῃ
δεσπότις. ἣ δ᾽ ἀλεγεινὸν ἀλαστήσασα προσηύδα·
240 «οὕτω νῦν, ὦ Ζηνὸς ὀνείδεα, καὶ γαμέοισθε
λάθρια καὶ τίκτοιτε κεκρυμμένα, μηδ᾽ ὅθι δειλαί
δυστοκέες μογέουσιν ἀλετρίδες, ἀλλ᾽ ὅθι φῶκαι
εἰνάλιαι τίκτουσιν, ἐνὶ σπιλάδεσσιν ἐρήμοις.
Ἀστερίῃ δ᾽ οὐδέν τι βαρύνομαι εἵνεκα τῆσδε
245 ἀμπλακίης, οὐδ᾽ ἔστιν ὅπως ἀποθύμια ῥέξω
τόσσα δέοι· μάλα γὰρ κακῶς ἐχαρίσσατο Λητοῖ.
ἀλλά μιν ἔκπαγλόν τι σεβίζομαι, οὕνεκ᾽ ἐμεῖο
δέμνιον οὐκ ἐπάτησε, Διὸς δ᾽ ἀνθείλετο πόντον.»
ἣ μὲν ἔφη· κύκνοι δὲ θεοῦ μέλποντες ἄοζοι
250 Μῃόνιον Πακτωλὸν ἐκυκλώσαντο λιπόντες
ἑβδομάκις περὶ Δῆλον, ἐπήεισαν δὲ λοχείῃ
Μουσάων ὄρνιθες, ἀοιδότατοι πετεηνῶν·
ἔνθεν ὁ παῖς τοσσάσδε λύρῃ ἐνεδήσατο χορδάς
ὕστερον, ὁσσάκι κύκνοι ἐπ᾽ ὠδίνεσσιν ἄεισαν.
255 ὄγδοον οὐκέτ᾽ ἄεισαν, ὁ δ᾽ ἔκθορεν· αἳ δ᾽ ἐπὶ μακρόν
νύμφαι Δηλιάδες, ποταμοῦ γένος ἀρχαίοιο,
εἶπαν Ἐλειθυίης ἱερὸν μέλος, αὐτίκα δ᾽ αἰθήρ
χάλκεος ἀντήχησε διαπρυσίην ὀλολυγήν,
οὐδ᾽ Ἥρη νεμέσησεν, ἐπεὶ χόλον ἐξέλετο Ζεύς.
260χρύσεά τοι τότε πάντα θεμείλια γείνετο, Δῆλε,
χρυσῷ δὲ τροχόεσσα πανήμερος ἔρρεε λίμνη,
χρύσειον δ᾽ ἐκόμησε γενέθλιον ἔρνος ἐλαίης,
χρυσῷ δὲ πλήμυρε βαθὺς Ἰνωπὸς ἑλιχθείς.
αὐτὴ δὲ χρυσέοιο ἀπ᾽ οὔδεος εἵλεο παῖδα,
265 ἐν δ᾽ ἐβάλευ κόλποισιν, ἔπος δ᾽ ἐφθέγξαο τοῖον·
«ὦ Μεγάλη, πολύβωμε, πολύπτολι, πολλὰ φέρουσα,
πίονες ἤπειροί τε καὶ αἳ περιναίετε νῆσοι,
αὕτη ἐγὼ τοιήδε· δυσήροτος, ἀλλ᾽ ἀπ᾽ ἐμεῖο
Δήλιος Ἀπόλλων κεκλήσεται, οὐδέ τις ἄλλη
270 γαιάων τοσσόνδε θεῷ πεφιλήσεται ἄλλῳ·
οὐ Κερχνὶς κρείοντι Ποσειδάωνι Λεχαίου,
οὐ πάγος Ἑρμείῃ Κυλλήνιος, οὐ Διὶ Κρήτη,
ὡς ἐγὼ Ἀπόλλωνι· καὶ ἔσσομαι οὐκέτι πλαγκτή.»
ὧδε σὺ μὲν κατέλεξας· ὁ δὲ γλυκὺν ἔσπασε μαζόν.

***
Του Δία σύζυγε, εξοργισμένη για πολύ δεν θα ᾽σαι ακόμα.
Γοργά κοντά σου πέταξεν εκείνη που σου φέρνει τα μηνύματα,κι είπεν ασθμαίνοντας με λόγια μπερδεμένα από το φόβο:«Ήρα τιμημένη που ᾽χεις τα πρωτεία στις θεές,δική σου εγώ, κι όλα δικά σου κι εσύ κάθεσαι αρχόντισσα220γνήσια, πάνω στον Όλυμπο και χέρι δε φοβόμαστεάλλης θεάς. Κι εσύ ξέρεις, βασίλισσα, τον αίτιο της οργής σου.Λύνει η Λητώ τη ζώνη της στην ενδοχώρα του νησιού.Τ᾽ άλλα νησιά την αποστράφηκαν κι ούτε τη δέχτηκαν.Μα η Αστερία την προσκάλεσε με τ᾽ όνομά της ως περνούσε δίπλα της,225η Αστερία, του πόντου το κακό σαρίδι. Το ξέρεις δα κι η ίδια.Όμως καλή μου, αφού μπορείς, βόηθησε, σεβαστή, τους δούλους σου,το χώμα που πατούνε με τη θέλησή σου».Είπε και κάτω απ᾽ το χρυσό κάθισε θρόνο, όπως η σκύλατης Άρτεμης, που όταν τελειώσει η καταδίωξη230πάνω στ᾽ αχνάρια του θηράματος ξαπλώνει και τ᾽ αυτιά τηςανορθωμένα, έτοιμα πάντα της θεάς ν᾽ ακούσουνε την προσταγή.Έτσι του Θαύμαντα η κόρη κάθονταν κάτω απ᾽ το θρόνο,δίχως τη θέση της να λησμονάει ωσάν φρουρούκι όταν με το φτερό της λησμονιάς τη ᾽γγίζει ο ύπνος.235Μα στη γωνιά του θρόνου του μεγάλουμε το κεφάλι της γερμένο απαλά κοιμάται.Τη ζώνη της δε λύνει, ούτε τα γρήγορατα πέδιλα, μήπως της δώσει ξαφνική εντολήη αφέντρα. Όμως εκείνη έλεγε πονώντας, αγανακτισμένη:240«Έτσι λοιπόν, του Δία ντροπερά πάθη ας παντρεύεστεκρυφά, και τα παράνομα να ξεγεννάτε, όχι εκεί που οι άθλιεςδούλες με δυσκολία γεννούν, αλλά εκεί που οι φώκεςγεννοβολούνε σ᾽ ερήμους θαλασσινούς σκοπέλους.Όμως για της Αστερίας δεν βαροκαρδίζω πια245το ολίσθημα, ούτε σε βάρος της θα πράξωόσα της άξιζαν. Πολύ κακήν έκαμε χάρη στη Λητώ.Όμως πολύ τη σέβομαι που τη δική μουτην κλίνη δεν επάτησε, διαλέγοντας τη θάλασσα αντί του Δία την κλίνη».Είπεν αυτά, και οι τραγουδιστές οι κύκνοι του θεού (Απόλλωνα)250αφήνοντας τον Μηόνιο τον Πακτωλό, κυκλόφερανεφτά φορές τη Δήλο, τραγουδώντας τη λεχώνα,τα πουλιά ετούτα των Μουσών, τα πιο γλυκόφωνα απ᾽ τα πτηνά.Γι᾽ αυτό και το παιδί (ο Απόλλωνας) τόσες στη λύρα του έβαλε χορδέςαργότερα, όσες φορές τραγούδησαν οι κύκνοι στις ωδίνες (της μητέρας του).255Όγδοη δεν τραγούδησαν φορά κι εκείνος πρόβαλε στο φως. Και για πολύοι Δηλιάδες νύμφες, από τη γενιά του αρχαίου ποταμού,το ιερό είπαν τραγούδι της Ειλείθυιας, κι αμέσως ο αιθέραςο χάλκινος, αντήχησε το δυνατό τραγούδι,και η Ήρα δεν οργίστηκε γιατί της πήρε το θυμόν ο Δίας.260Χρυσά έγιναν τότε όλα τα θεμέλιά σου, Δήλοςκι όλη τη μέρα έρρεε χρυσός στη στρογγυλή λίμνηκαι φόρεσε κόμη χρυσή, στη γέννησή σου, η ελιά σου,κι από χρυσό πλημμύρισε ο βαθύς ο Ινωπός στις περιστροφές του.Κι εσύ απ᾽ το χρυσό το έδαφος επήρες το παιδί,265κι αφού στην αγκαλιά σου το ᾽βαλες, είπες αυτά τα λόγια:«Ω μεγάλη θεά πολύβωμη με τις πολλές τις πόλεις, που φέρνεις τόσα αγαθά,και εσείς γόνιμες χώρες και νησιά γειτονικά μου,αυτή ᾽μαι εγώ, ανόργωτη, μα από μέναΔήλιος Απόλλωνας θα ονομαστεί, και θεός κανένας270τόσο πολύ δεν θ᾽ αγαπήσει άλλη χώρα.Ούτε η Κερχνίς του δυνατού Λέχαιου Ποσειδώναούτε ο Κυλλήνιος βράχος του Ερμή, ούτε του Δία η Κρήτη,όπως εγώ του Απόλλωνα. Και δεν θα είμαι πια περιπλανώμενη».Είπες αυτά και το παιδί επήρε το γλυκό μαστό.

H γυναίκα στις θρησκείες του κόσμου

gineka-estavromenhΕίναι πραγματικά σοκαριστική η διαπίστωση ότι πολλές από τις γυναίκες ανά την υφήλιο υπομένουν καθημερινά απίστευτης βαρβαρότητας αντιμετώπιση, εξαιτίας των θρησκευτικών πεποιθήσεων που επιβάλει η πίστη σε κάποιον θεό. Από την αποτρόπαιη πράξη της κλειτοριδεκτομής, μέχρι το κάψιμο στην πυρά και τον αποκλεισμό από πολλές κοινωνικές δραστηριότητες, τονίζεται επανειλημμένως η κατώτερη θέση της γυναίκας απέναντι στον άντρα.
 
Ο χριστιανισμός είναι μια σχετικά φιλική θρησκεία για το ασθενές φύλο, αφού οι περιορισμοί στους οποίους υποβαλλόμαστε αφορούν την είσοδό μας σε συγκεκριμένα μέρη του ναού και φυσικά στο περιβόητο προπατορικό αμάρτημα το οποίο μας βαραίνει. Τουλάχιστον, δεν χρειάζεται να ξυρίζουμε το κεφάλι μας όπως κάνουν οι σκληροπυρηνικές βουδίστριες, ούτε χρειάζεται να λιθοβοληθούμε αν απατήσουμε τον άντρα μας. 
 
Οι θρησκείες των τελευταίων δύο χιλιάδων ετών διαφέρουν πάρα πολύ από εκείνες της αρχαιότητας στις οποίες το θηλυκό στοιχείο είχε κυρίαρχο ρόλο και απολάμβανε τον σεβασμό, εξαιτίας του γεγονότος ότι κουβαλούσε τη ζωή. Στην πορεία βέβαια, το πράγμα στράβωσε μιας και οι άντρες θέλησαν να έχουν έναν περισσότερο κυρίαρχο ρόλο και λόγο. Τι πιο καλό και πειστικό λοιπόν, από μία θρησκεία που βάζει τον καθένα στη θέση του...
 
Η Μάνα Γη των αρχαίων χρόνων
  
Η υψηλότερη και πιο σεβαστή θεότητα που λατρεύθηκε από τους πρωϊμότερους πολιτισμούς ήταν η Μάνα Γη ή αλλιώς η μητέρα Θεά. Τα αρχαιότερα αγάλματα Θεάς που έχουν βρεθεί, έχουν ηλικία 35.000 ετών. Από την στιγμή που είναι το θηλυκό που έχει την ικανότητα να κουβαλάει τη ζωή, να την φανερώνει και να την μεγαλώνει, δεν είναι περίεργο πως η ίδια η Φύση θεωρείτο θηλυκή.

Η μήτρα από όπου όλοι προήλθαμε θα είναι επίσης και ο τάφος μας, οπότε οι γυναίκες στις εποχές εκείνες με σεβασμό θεωρούνταν ως οι δωρητές αλλά και οι καταστροφείς της ζωής. Επίσης, υπήρχε η πεποίθηση πως οι γυναίκες ήταν ευλογημένες με το δώρο της διαίσθησης και πως μπορούσαν να εισέλθουν στον «κάτω κόσμο», την «άλλη πλευρά», το υποσυνείδητο, εκεί όπου θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τα πνεύματα και έτσι η τέχνη του σαμανισμού πολλές φορές εξασκούνταν από τις γυναίκες. Πολλές παγανιστικές κουλτούρες θεωρούσαν μάλλον φυσικό, το να καταλαβαίνουν οι γυναίκες καλύτερα τα μυστικά του Σύμπαντος. Συχνά, ήταν οι γυναίκες εκείνες που λειτουργούσαν ως μάγισσες (σοφές), ιέρειες, μάντισσες, θεραπεύτριες, μαίες και σύμβουλοι στα οικογενειακά ή στα περί της τεκνοποίησης.
 
Βέβαια, η Θεά μπήκε στο χρονοντούλαπο της ιστορίας όταν οι πατριαρχικοί «πατέρες» δημιούργησαν νέες θρησκείες στις οποίες οι γυναίκες έμαθαν να είναι υπάκουες έτσι ώστε να είναι καλές. Έτσι λοιπόν, όλα τα αρχαία γονιμικά σύμβολα τα οποία οι παγανιστές είχαν ως ιερά, όπως το φίδι, το δέντρο, το μήλο και φυσικά η γυναίκα, δαιμονοποιήθηκαν. Η Εύα έγινε η πρώτη αμαρτωλή που είναι υπεύθυνη για τις αμαρτίες των ανθρώπων, ενώ η Λίλιθ ήταν σύμφωνα με την εβραϊκή ιστορία, η πρώτη κακιά γυναίκας επειδή ήθελε να είναι ανεξάρτητη και δεν δέχθηκε να υποτάσσεται στον άνδρα της Αδάμ. Ας μη μιλήσουμε για την Μαρία Μαγδαληνή, η οποία παρουσιάζεται ως μια παραστρατημένη εξώλης και προώλης.
 
Η γυναίκα στον Χριστιανισμό
 
Η χριστιανική Εκκλησία τοποθετεί στο επίκεντρο της διδασκαλίας της την αγάπη, η οποία όμως δεν είναι αρκετή για να μπορέσει να αναγνωρίσει στην γυναίκα ορισμένα αυτονόητα δικαιώματά της, όπως είναι για παράδειγμα το να αντιμετωπίζεται ισότιμα. Έχουμε λοιπόν διάφορες ενδιαφέρουσες απαγορεύσεις για τις κυρίες του χριστιανισμού, οι οποίες βεβαίως ούτε κατά διάνοια δεν ισχύουν για τους άντρες. 
 
Έτσι, δεν επιτρέπεται να εισέλθουμε ποτέ και για κανέναν λόγο στο Ιερό ενός ναού, δεν μπορούμε να κοινωνήσουμε ή να ασπαστούμε τα εικονίσματα κατά τις ημέρες της εμμήνου ρήσεως και μπορούμε να έχουμε οποιαδήποτε άλλη ενασχόληση εκτός από το να γίνουμε ιερείς. Φαίνεται ότι ακόμη κουβαλούμε το προπατορικό αμάρτημα στην πλάτη μας, σύμφωνα με το οποίο εμείς φταίμε για τις αμαρτίες όλου του κόσμου. 
 
Οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης λοιπόν, επέλεξαν να βάλουν μία γυναίκα στη θέση αυτή, ενώ είναι σαφές ότι είμαστε κατώτερες των αντρών μιας και δεν δημιουργηθήκαμε παράλληλα με τον Αδάμ αλλά αργότερα, από ένα κομμένο παϊδάκι του. 
 
Αρκεί να αναλογιστεί κανείς την φύση της Αγίας Τριάδας: Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα. Πού ακριβώς βρίσκεται το θηλυκό στοιχείο; Η πρώτη σε ιεραρχία γυναίκα της χριστιανικής θρησκείας είναι η Παναγία, της οποίας η φύση είναι ξεκάθαρα ανθρώπινη. Αλλά και οι δώδεκα εκλεκτοί μαθητές του Χριστού. Ήταν όλοι άντρες. Μα καμία γυναίκα δεν ήταν άξια πια για να μπει στην εκλεκτή ομάδα του;
 
Γενικότερα λοιπόν ο χριστιανισμός έχει μια παντελώς άλλη αντιμετώπιση της γυναίκας, σε σύγκριση με τις θρησκείες των περασμένων ετών. Έτσι, αγίες γίνονται όσες ήταν παρθένες, ζούσαν μια ζωή γεμάτη στερήσεις και πέθαιναν από τα βασανιστήρια, την ώρα που οι θεότητες την γονιμότητας των αρχαίων ετών είχαν ως αποστολή να διδάξουν την ηδονή και τη χαρά της ζωής.
 
Η ίδια η Εκκλησία από την άλλη, κάνει λόγο για ανύψωση του γυναικείου φύλου μιας και με την διδασκαλία του Ιησού Χριστού καταργήθηκαν όλες οι κοινωνικές προκαταλήψεις στην κοινωνία και τη θρησκεία. Αν λοιπόν, ο χριστιανισμός συγκριθεί με άλλες δημοφιλείς θρησκείες, τότε πράγματι, με μια δεύτερη ματιά η αντιμετώπιση της γυναίκας είναι καλύτερη. Τα όσα ακολουθούν για Ισλάμ, Βουδισμό και Ινδουισμό, λένε πολλά. 
 
Ισλάμ: Η γυναίκα ως ανδρική ιδιοκτησία
 
Οι έννοιες «γυναίκα» και ισλάμ είναι μάλλον αποκλίνουσες. Ο μουσουλμανισμός είναι βαθιά προσγειωμένος στην παράδοση του και δεν έχει παρεκκλίνει αυτής της πορείας εδώ και πολλούς αιώνες.Και σε πολλές από τις εκφάνσεις του, υπάρχει ένα κοινό σημείο: Η υποβίβαση της γυναίκας σε σχέση με τον άντρα.Η γυναίκα πρέπει να είναι κτήμα του άντρα της, γεγονός που φαίνεται σε πολλές αποτρόπαιες πράξεις, όμως η κλειτοριδεκτομή.
 
Όσοι έχουν ταξιδέψει Χριστούγεννα στην Βιέννη, είναι βέβαιο ότι έχουν δει μουσουλμάνες καλυμμένες από την κορυφή μέχρι τα νύχια να μπαίνουν στα πολυκαταστήματα και να φεύγουν, στην κυριολεξία, φορτωμένες με τσάντες των πλέον ακριβών οίκων μόδας. Το μόνο που ξεχωρίζει από την μαύρη φιγούρα είναι το χέρι που ξεπροβάλει για να πληρώσει βγάζοντας χρήματα από ένα Channel τσαντάκι. 
 
Είναι πολύ γνωστή η θέση της γυναίκας στο Ισλάμ και όλοι μας γνωρίζουμε ότι στα... σκληροπυρηνικά μουσουλμανικά κράτη δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούν ασυνόδευτες εκτός σπιτιού και δεν μπορούν ακόμη ούτε να επισκεφτούν γυναικολόγο αν έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας. Επιπλέον, πολλά πράγματα υποδηλώνει και το γεγονός ότι ο παράδεισος του Ισλάμ έχει παρθένες και όχι παρθένους. 
 
Το θέμα που εγείρει επιπλέον προβληματισμό είναι ότι όλη αυτή κατάσταση φαίνεται φυσιολογική σε πολλές γυναίκες μουσουλμάνες. Ναι λοιπόν, μπορούν να φοράνε ένα στενό φόρεμα μόνο για τα μάτια του άντρα τους, λέγοντας ότι «οι υπόλοιποι δεν πρέπει να μπορούν να μας δουν για να μην προκαλούμε». Ή αντιμετωπίζουν τον ακρωτηριασμό των γεννητικών τους οργάνων ως μία απαραίτητη διαδικασία που καθαρίζει τις γυναίκες, ευνοεί την παρθενία και την αγνότητα και τις προφυλάσσει από τη σεξουαλική απογοήτευση νεκρώνοντας την επιθυμία τους. «Βεβαίως θα τους κάνω περιτομή, ακριβώς όπως έγινε και με μένα και τη γιαγιά τους. Αυτό είναι το έθιμό μας» δήλωσε μια Αιγύπτια στη Διεθνή Αμνηστία αναφερόμενη στις τέσσερις κόρες της. Ο λόγος του ακρωτηριασμού είναι η πεποίθηση ότι αυτός μειώνει τη διάθεση της γυναίκας για σεξ, άρα μειώνει και τις πιθανότητες να απατήσει τον σύζυγό της. Πάλι λοιπόν φαίνεται πώς στο Ισλάμ η γυναίκα θεωρείται ανδρική ιδιοκτησία. Άλλοι λόγοι που δίνονται είναι ότι ο ακρωτηριασμός αυξάνει την ευχαρίστηση του άντρα και ότι η ακρωτηριασμένη γυναίκα είναι πιο καθαρή. Άλλωστε ο όρος «σίλι τζι» που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τον ακρωτηριασμό σημαίνει, στην κυριολεξία, κάθαρση. Σε ορισμένες κοινωνίες μια μη ακρωτηριασμένη γυναίκα είναι αδύνατο να παντρευτεί. Η κλειτοριδεκτομή και ο λιθοβολισμός των γυναικών, είναι οι δύο πλέον βάναυσες τακτικές του Ισλάμ, τις οποίες πολλές από τις ανθρωπιστικές οργανώσεις του δυτικού κόσμου επιχειρούν να θέσουν σε καταστολή. 
 
Ινδουισμός: Στην πυρά μαζί με τον νεκρό σύζυγο
 
Βέβαια, αν στις χριστιανές ορθόδοξες δεν επιτρέπεται να γίνουν ιερείς, τι να πούνε οι κακομοίρες οι Ινδουίστριες που όταν πεθάνει ο σύζυγός τους, είναι υποχρεωμένες είτε να μείνουν μόνες για το υπόλοιπο της ζωής τους, είτε να καούν οικειοθελώς μαζί με το πτώμα!
 
Όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται, το παραπάνω αποτελεί παλιά παράδοση των Ινδουιστών και φέρει την ονομασία «σάτι». Το εκπληκτικό (;) είναι ότι υπάρχουν γυναίκες που πέφτουν αυτοβούλως στην πυρά, προκειμένου να γίνουν σάτι, κάτι που σχεδόν ισοδυναμεί με το να αγιάσουν. Τον βασανιστικό αυτό θάνατο μπορούν να αποφύγουν οι έγκυες και οι μητέρες μικρών παιδιών, αλλά όσες από τις υπόλοιπες δεν το κάνουν, τιμωρούνται και ξαναγεννιούνται ως γυναίκες μέχρι τελικώς να δεχτούν να γίνουν κάρβουνο μαζί με τον νεκρό σύντροφο. 
 
Ο παραλογισμός ενάντια στην γυναίκα δεν σταματά εκεί στον Ινδουισμό. Εφόσον μια γυναίκα φέρει στον κόσμο κορίτσι, αυτό είναι ένα μωρό ανεπιθύμητο, σε αντίθεση φυσικά με το αγόρι το οποίο είναι καλοδεχούμενο. Αυτό δεν γίνεται μόνο επειδή το αγόρι θα αυξήσει τα εισοδήματα της οικογένειας με τον γάμο του, αλλά και επειδή θα εξασφαλίσει την μετενσάρκωση των γονιών του. Άλλωστε, οι ινδουιστές γονείς μετενσαρκώνονται κανονικά μόνο αν ο γιος τους χορέψει έναν τελετουργικό χορό γύρω από την πυρά όπου θα καούν κατά τον θάνατό τους...
 
Έτσι, προκειμένου μια ινδουιστική οικογένεια να μην βρεθεί στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να πρέπει να μεγαλώνει ένα άχρηστο κορίτσι, ο τοκετός γίνεται στο σπίτι με τη βοήθεια μιας «άγιαα», δηλαδή μαίας, και το μωρό σκοτώνεται επί τόπου αν δεν έχει το πολυπόθητο φύλο. Η μητέρα βεβαίως δεν ερωτάται αφού όλα συμφωνούνται μεταξύ πατέρα και άγιαα, η οποία δηλώνει ότι το μωρό γεννήθηκε νεκρό.
 
Στις αστικές περιοχές εφαρμόζεται μια λιγότερο φρικιαστική μέθοδος η οποία βέβαια έχει τον ίδιο εξευτελιστικό για τις γυναίκες στόχο: Παρέχεται δωρεάν αμνιοκέντηση, η οποία αν δείξει πως το έμβρυο είναι θηλυκού γένους, τότε η άμβλωση είναι σχεδόν επιβεβλημένη. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν επί χρόνια χωρίς κανείς να έχει την παραμικρή αντίρρηση αλλά πήρε δημοσιότητα μόνο όταν κατά λάθος έγινε άμβλωση σε κάποιο αρσενικό έμβρυο και οι γονείς μήνυσαν τον γιατρό. Αυτές και άλλες χαριτωμένες γυναικείες ιστορίες λαμβάνουν χώρα στον ινδουισμό. 
 
Γυναίκα και Βουδισμός: Η μεγάλη επανάσταση
 
Οι ανατολικές θρησκείες χαρακτηρίζονται σε μεγάλο βαθμό από έντονη φιλοσοφική διάθεση. Παρά το γεγονός αυτό όμως, η λέξη «γυναίκα», δεν είναι και η πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον βουδισμό. Λέγεται ότι η θεία του Βούδα τον είχε ακολουθήσει μαζί με άλλους μαθητές του στον δρόμο για τη Φώτιση. Είχε κάνει όλη την προετοιμασία, είχε νηστέψει, είχε ξυρίσει το κεφάλι της και την μεγάλη μέρα μαζεύτηκαν όλοι οι μαθητές προκειμένου να πάρουν τα νάματα της σοφίας του Βούδα. Τι απέγινε η καημένη η θεία; Έφαγε πόρτα διότι ήτανε γυναίκα.
 
Ένα πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο που δείχνει ότι η μειονεκτική θέση της γυναίκας είναι βαθιά ριζωμένη στη βουδιστική θεώρηση των πραγμάτων είναι ότι σύμφωνα με τις παραδόσεις της Νοτιοανατολικής Ασίας, το πέρασμα στη νιρβάνα είναι κάτι που το καταφέρνουν μόνον οι άνδρες. Επίσης, πολλές από τις γυναίκες που βρέθηκαν στο παρελθόν στο Ντόλμα Λινγκ, βουδιστικό μοναστήρι στα Ιμαλάια, έχουν υποστεί βασανιστήρια επειδή διέπραξαν φοβερά αδικήματα όπως είναι η αναφορά στον Δαλάι Λάμα. Κάποιες που προσπάθησαν να ξεφύγουν χάθηκαν, ενώ πολλές υπέστησαν ακρωτηριασμούς λόγω των κρυοπαγημάτων. 
 
Ακόμη και οι βουδίστριες μοναχές λοιπόν, είχαν ως μέλημα να μαγειρεύουν για τους μοναχούς και να αφήνουν την πραγματικά ενδιαφέρουσα δουλειά, όπως τη μελέτη, για τους άντρες. Κάτι άλλαξε όμως όταν πριν 10 περίπου χρόνια μια νέα γενιά αποφασισμένων γυναικών έφτασαν στην Ινδία, αφού κινδύνεψαν ξεφεύγοντας από την κινεζική καταπίεση και ανέτρεψαν την παράδοση αιώνων. 
Ανάμεσά τους ήταν και η 28χρονη Ντέλεκ Γιανγκί, η οποία το 1990 περπάτησε στα βουνά επί 26 ημέρες για να πάει από το Θιβέτ σε μοναστήρι της Βόρειας Ινδίας, κοντά στην κατοικία του εξόριστου Δαλάι Λάμα στην Νταραμσάλα. H Γιανγκί ανέκαθεν αδιαφορούσε για τον γάμο και το μόνο που αναζητούσε ήταν ο μοναχισμός. Oι γονείς της – που ζουν ως νομάδες, ενθουσιάστηκαν με την απόφασή της. «Στο Θιβέτ δεν υπήρχε περίπτωση να σπουδάσω» είπε. «Εδώ στο μοναστήρι μαθαίνουμε τον πολιτισμό μας, κάτι αδύνατο στη χώρα μας, κρατούμε ζωντανή την κουλτούρα και παράδοση του Θιβέτ. Aν τελικώς πάρω το Γκέσε, θέλω να γίνω δασκάλα, να επιστρέψω στο Θιβέτ και να διδάξω τους άλλους για τον βουδισμό».
 
Αυτό το περιβόητο Γκέσε, το οποίο μπορούν πλέον και οι γυναίκες να αποκτήσουν είναι που έχει κάνει την τρίχα πολλών αντρών βουδιστών να σηκώνεται. Πρόκειται για ένα διδακτορικό βουδιστικής φιλοσοφίας που ανοίγει τον δρόμο για να χρισθεί κανείς λάμα. Αποτελεί μέρος ενός 13χρονου προγράμματος σπουδών και επί αιώνες ήταν μια δραστηριότητα απαγορευμένη στις γυναίκες. Σήμερα, κάθε Παρασκευή απόγευμα, δεκάδες μοναχές με ξυρισμένο συγκεντρώνονται στην αυλή του Ντόλμα Λινγκ και προετοιμάζονται για έναν πόλεμο του πνεύματος, δίνοντας τον καλύτερό τους εαυτό για να μην ηττηθούν στην αντιπαράθεση με τους άντρες.

Σοφιστές: Οι πρώτοι ανθρωπιστές της υφηλίου

Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι την πρώτη εξανθρωπισμική επανάσταση στην υφήλιο την έκανα οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι, με προεξάρχοντα τον Θαλή. Για πρώτοι φορά παγκοσμίως, οι άνθρωποι αυτοί επιχείρησαν να ερμηνεύσουν τον κόσμο περιφρονώντας κάθε έννοια θεού και οποιουδήποτε άλλου υπερβατικού πλάσματος.
 
Αν και σε ζητήματα υπολογισμών θεμάτων φυσικής έπεσαν έξω, καθόλου δεν μειώνει τη τεράστια προσφορά τους στην ανθρωπότητα, διότι άνοιξαν τους δρόμους των επιστημών μια για πάντα, μόνο και μόνο επειδή έριξαν τους θεούς οριστικά στον κάλαθο των αχρήστων. Απ’ εκεί και πέρα ήταν θέμα χρόνου η τακτοποίηση των ζητημάτων της κάθε επιστήμης, διότι άρθηκε το εμπόδιο που λέγονταν θεός.
 
Ωστόσο παρέμεινε μια σοβαρή εκκρεμότητα. Έπρεπε για να ολοκληρωθεί ο άθλος της εκκίνησης της εξανθρωπιστικής διαδικασίας. Έπρεπε να απαλλαγούν οι ανθρώπινες υποθέσεις από την εξάρτησή τους από τους θεούς. Το έργο αυτό ανέλαβαν οι Σοφιστές. Οι νόμοι δεν ήταν πλέον θεϊκές επιταγές αλλά επινοήματα των ανθρώπων. Την αρετή δεν έπρεπε να την προσμένουν από τους θεούς αλλά από την ανάλογη διδασκαλία που έπρεπε να εφαρμόσουν. Οι αρετές μπορούσαν πια να διδαχτούν.
 
Με τους Σοφιστές επομένως ολοκληρώθηκε ο κύκλος της εξανθρωπισμικής εκκίνησης. Οι φυσικοί φιλόσοφοι απάλλαξαν από τους θεούς την φύση και οι Σοφιστές τους ανθρώπους.
 
Ο Ηράκλειτος είπε το «Κόσμον τόνδε, τον αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν αλλ’ ήν αεί και εστίν και έσται πυρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα» (Αυτόν τον κόσμο που είναι ο ίδιος για όλα τα όντα, ούτε κάποιος θεός ούτε άνθρωπος τον έκανε αλλά ήταν πάντα και είναι και θα είναι πυρ αείζωο, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο).
 
Ο Πρωταγόρας συμπλήρωσε «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» (ο άνθρωπος αποτελεί μέτρο της αλήθειας και της γνώσης).
 
Ο πρώτος απελευθέρωσε από τους θεούς τον φυσικό κόσμο κι ο δεύτερος τις κοινωνίες των ανθρώπων.
 
Τίποτε πλέον δεν πρόκειται να παραμείνει το ίδιο στις ανθρώπινες υποθέσεις, μετά τους σοφιστές. Το ποτάμι του εξανθρωπισμού καμμιά δύναμη δεν θα μπορούσε στο εξής να το σταματήσει. Η προσπάθεια του Πλάτωνα να αναχαιτίσει την επιρροή της διδασκαλίας των σοφιστών – η οποία κρατάει ακόμα – ποτέ δεν κατόρθωσε να επιτύχει τον στόχο της. Τα βάθρα των θεών κλονίστηκαν και ράγισαν ανεπανόρθωτα. Το γκρέμισμά τους ήταν μια αναπόφευκτη διαδικασία.
 
ΓΙΑ ΜΙΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΟΦΙΣΤΕΣ
 
Η συμβατικότητα του δικαίου και το δικαίωμα της αντίστασης στους σοφιστές
 
1.      Εισαγωγικά
 
            Η μελέτη των πηγών μάς οδηγεί στο συμπέρασμα οτι στο δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. αρχίζει να διαμορφώνεται μια νέα αντίληψη περί δικαίου και νόμου. Φαίνεται όμως πως οι συζητήσεις και κάποια αμφισβήτηση της ουσίας του δικαίου και του νόμου πρέπει να είχαν αρχίσει ήδη στο πρώτο μισό του 5ου αι. ή στο τέλος του 6ου αι., αν μπορούμε να στηρίξουμε μια ορθή ερμηνεία σε μερικές εκφράσεις του Ηρακλείτου.
 
Η πρώτη (Β 114) προβάλλει την άποψη ότι όλοι οι νόμοι των ανθρώπων προέρχονται ή εξαρτώνται (τρέφονται) από ένα νόμο, το θεϊκό, έχουν μια πηγή, τη θεϊκή επίνευση. Διαφορετική, εν τούτοις, είναι η γνώμη του μεγάλου αυτού διανοητή σ’ ένα άλλο απόσπασμα, το Β 102, που εισάγει την έννοια της σχετικότητας του δικαίου, βασική θέση της Σοφιστικής αργότερα, όπως θα δούμε. Η αντίληψη αυτή του Ηρακλείτου είναι σύμφωνη βέβαια με το γενικότερο νόμο της μεταβολής, που αποτελεί κεντρικό άξονα της φιλοσοφίας του. Ωστόσο, η νέα οπτική, με την οποία αντιμετωπίζουν οι στοχαστές το νόμο και το δίκαιο κατά τα μέσα του 5ου αι., έχει μάλλον κοινωνικά αίτια. Δηλαδή οι νέες κοινωνικές, στην ευρεία έννοιά τους, πολιτικές συνθήκες, που διαμορφώθηκαν στον ελληνικό κόσμο, σχεδόν στο σύνολό του, μετά τα Μηδικά, επέτρεψαν την επανεκτίμηση πολλών κοινωνικών θεσμών, αξιών και καταστάσεων, και ευνόησαν τελικά τη νέα αντίληψη του νόμου και του δικαίου.
 
 Η ανάπτυξη εξάλλου της επικοινωνίας ανάμεσα στους λαούς επί πολλούς αιώνες είχε προσφέρει στους Έλληνες πολύτιμες εθνογραφικές εμπειρίες, που τους βοήθησαν να υπερβούν δυσκαμψίες και προκαταλήψεις κοινωνικές, ενώ παράλληλα εκκόλαψαν νέες αντιλήψεις. Είναι ασφαλώς αναμφισβήτητο ότι η νέα αντίληψη του νόμου και του δικαίου συμπορεύεται με την ανάπτυξη του φιλοσοφικού στοχασμού, την ωριμότητα της κοινωνικής συνείδησης και τη σταθερή πρόοδο της ορθολογικής σκέψης. Οι κατακτήσεις αυτές της Φιλοσοφίας και εν τέλει της επιστημονικής σκέψης θα προκαλέσουν ραγδαίες μεταβολές και ανακατατάξεις στο χώρο των κοινωνικών ιδεών αυτή την εποχή, δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ. Οι μεταβολές αυτές είναι εμφανέστερες στην περιοχή των πολιτικών μεταρρυθμίσεων (λίγο πριν και λίγο μετά τα μέσα του 5ου αι., Εφιάλτης και Περικλής), στις μεγάλες προόδους της Ιατρικής, στην περίπτωση της Τέχνης (τραγωδία, αγγειογραφία και γλυπτική) και στις νεωτεριστικές προτάσεις της Σοφιστικής. Στο ευρύ πλαίσιο αυτής της νέας κοινωνικής πραγματικότητας με τις ιστορικές, αναμφισβήτητα, προεκτάσεις πρέπει να εντάξουμε τις αναθεωρητικές αντιλήψεις των μεγάλων σοφιστών για το νόμο και το δίκαιο. Αυτό ήταν άλλωστε εύλογο, αφού δηλαδή δεχόμαστε ότι η Σοφιστική είναι κατεξοχήν κίνημα κοινωνικό και ιδεολογικό, ήταν επόμενο να αρθρώσει ένα νέο πολιτικό λόγο και να προσκομίσει νέες ιδέες ή να προτείνει την αναθεώρηση/επανεκτίμηση παλαιών αντιλήψεων. Από την άποψη αυτή η Σοφιστική θα επηρεάσει όλο το εύρος των κοινωνικών ιδεών
 
2.      Ο Πρωταγόρας, πρωτοπόρος και καινοτόμος
 
 Το απόσπασμα Β 114 του Ηρακλείτου, που αναφέραμε ήδη, ήταν το πρώτο βήμα προς την κατεύθυνση της αποδοχής μιας αντίληψης, που αποδέσμευε το δίκαιο και το νόμο από μεταφυσικές εξαρτήσεις. Οι νόμοι δεν έχουν τη θεϊκή επίνευση ούτε ενιαία πηγή, είναι έργα των ανθρώπων και απηχούν τις αντιλήψεις τους σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή και σ’ ένα ορισμένο κοινωνικό χώρο. Κατ’ αρχήν όλοι οι σοφιστές είναι σύμφωνοι (όσο μας επιτρέπουν οι πηγές να μιλάμε για ομοφωνία), ότι το δίκαιο είναι έκφραση συγκεκριμένων κοινωνικών αντιλήψεων, απηχεί κοινωνικές καταστάσεις και υφίσταται, επομένως, τις αντίστοιχες μεταβολές.
 
Η σχετικότητα του δικαίου είναι ανάλογη προς τις μεταβολές των νόμων, οι οποίες με τη σειρά τους αντανακλούν τις κοινωνικές, τις πολιτικές και τις οικονομικές συσχετίσεις και ανακατατάξεις στο σώμα της ανθρώπινης κοινότητας. Από την άποψη αυτή είναι σαφής ο ιστορικός χαρακτήρας του δικαίου. Επίσης γίνεται φανερό πως εφόσον δεχόμαστε αυτή τη θέση, επιβάλλεται να αναγνωρίσουμε όχι μόνο τη σχετικότητα του δικαίου αλλά και την «ταύτισή» του τελικά με το θετικό δίκαιο, τους κειμένους νόμους (νόμιμον – δίκαιον), όπως θα δούμε στη συνέχεια.
 
Οι σοφιστές βρίσκονται στο κέντρο κοινωνικών ανακατατάξεων και έντονης προβληματικής και αμφισβήτησης ή κρισης των κοινωνικών ιδεών και αξιών. Υποχρεώνονται από τα πράγματα ν’ αντιμετωπίσουν αυτή την κρίση, έχουν όμως την ικανότητα όχι μόνο να ασκήσουν κριτική αλλά και να διατυπώσουν προτάσεις. Από την άποψη της τοποθέτησης των σοφιστών απέναντι στο πρόβλημα του νόμου και του δικαίου, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο ομάδες, που εκπροσωπούν μια συντηρητική και μια προοδευτική, θα λέγαμε, αντίληψη. Στην πρώτη ομάδα ανήκει ο Πρωταγόρας, οπαδός της ευνομίας, που δέχεται την ταύτιση του δικαίου με το θετό νόμο.
 
Σ’ αυτόν άλλωστε οφείλουμε και τις πιο ολοκληρωμένες και σαφείς απόψεις για το νόμο, όπως τις διέσωσε βέβαια ο Πλάτων στον «Θεαίτητο»:
 
            Το κριτήριο της θέσπισης των νόμων είναι το συμφέρον της πόλεως, της κοινότητος (τα συμφέροντα εαυτή ή μή συμφέροντα, Θεαίτ. 172 a). Την άποψη αυτή δέχεται και ο Σωκράτης, δηλ. ο Πλάτων: Πολ. 339 b: συμφέρον γέ τι είναι και ομολογώ δίκαιον (πβ. Μπέης 22). Ουσιαστικά η θέση αυτή εγκαινιάζει στη φιλοσοφία του δικαίου την υποκειμενική αντίληψη και τη σχετικότητα του δικαίου: οια αν εκάστη πόλις οιηθείσα θήται νόμιμα αυτά, ταύτα και είναι τη αληθεία εκάστη (ό.π. 172 a). Δεν υπάρχει στη σκέψη του Πρωταγόρα ούτε ίχνος αμφισβήτησης του νόμου και δικαίου ούτε η παραμικρή ιδέα αντίστασης.
 
3.      Η σχετικότητα του δικαίου και των νόμων
 
 i. Οπαδός του Πρωταγόρα είναι ο Ανώνυμος του Ιαμβλίχου, που βλέπει επίσης την προκοπή των πόλεων στην ευνομία και τον όλεθρο στην ανομία, όπως ονομάζει τους κακούς νόμους προφανώς (7, 101). Το δίκαιο και ο νόμος αποτελούν ενότητα φύσει (νόμος και δίκαιον: φύσει ισχυρά ενδεδέσθαι ταύτα, 6,1). Ολόκληρο το κείμενο του Ανωνύμου άλλωστε ειναι ουσιαστικά η προβολή και έξαρση των αγαθών της ευνομίας και της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος. Δεν διαθέτουμε κανένα άλλο στοιχείο, εξωτερικό ή εσωτερικό, για να υποστηρίξουμε στενότερους δεσμούς του διανοητή αυτού με τον Πρωταγόρα. Είμαστε βέβαιοι ωστόσο σήμερα, ότι ο συγγραφέρς του πολιτικού αυτού δοκιμίου κινείται μέσα στον ιδεολογικό κόσμο της «σχολής» του μεγάλου Αβδηρίτη σοφιστή και ότι διέσωσε μια γνήσια δημοκρατική φωνή από το τέλος του 5ου αι. π.Χ., όπως πιστεύει η έρευνα.
 
 ii. Ενα δεύτερο βήμα προς την ίδια κατεύθυνση της υποκειμενικότητας ή της σχετικότητας του δικαίου στοιχειοθετεί, στον Πρωταγόρα επίσης η άποψη ότι, το δίκαιο και το άδικο ουκ έστι φύσει αυτών ουδέν ουσίαν εαυτού έχον, αλλά το κοινή δόξαν τούτο γίγνεται αληθές τότε, όταν δόξη και όσον αν δοκή χρόνον (Θεαίτ. 172 b). Η αντίληψη αυτή οδηγεί ασφαλώς στην ίδια κατεύθυνση αλλά σε πιο προχωρημένη θέση την έννοια του δικαίου.
 
Πρώτον, διότι έχουμε από το στόμα του ίδιου του Πρωταγόρα την ομολογία, ότι το δίκαιο και το άδικο δεν είναι φύσει αλλά έργο των ανθρώπων (νόμω), δηλ. θετό, και επομένως εκφράζεται με τους κειμένους νόμους. Και ένα δεύτερο στοιχείο, σημαντικότερο κατά τη γνώμη μας από πολλές πλευρές, το ότι προσδιορίζεται με σαφήνεια η πηγή του δικαίου, που είναι ο λαός, η κοινή βούληση (τό κοινή δόξαν). Η θέση αυτή του Πρωταγόρα αποτελεί τη δημοκρατική αντίληψη του δικαίου· για την έρευνα είναι σήμερα γενικά παραδεκτό, ότι δεν εκφράζει μόνο το κοινό περί δικαίου αίσθημα, αλλά κυρίως προσδιορίζει την πηγή όλων των δικαίων, τη λαϊκή βούληση. Η αλήθεια του τί είναι δίκαιο και τί άδικο δεν έχει αντικειμενική υπόσταση δηλ. η αντίληψη για τις κοινωνικές και ηθικές αξίες (επομένως και για το δίκαιο και το άδικο) διαμορφώνεται από κοινωνικά κριτήρια, που δεν μπορεί να είναι βέβαια ποτέ και παντού τα ίδια, απηχούν ωστόσο το κοινό συμφέρον.
 
 iii. Υπάρχει μια τρίτη άποψη για το νόμο και το δίκαιο, την οποία εκπροσωπούν σοφιστές της νεότερης γενιάς, οι δύο πάντως ανήκουν στην αρχαία Σοφιστική, ο Θρασύμαχος και ο Καλλικλής. Και οι σοφιστές αυτοί δέχονται ότι ο νόμος είναι έργο των ανθρώπων και εκφράζει το καθιερωμένο δίκαιο μιας κοινότητας. Η ερμηνεία όμως της προέλευσης του δικαίου και του νόμου είναι διαφορετική τώρα και η αντίθεσή τους με τον Πλάτωνα αγεφύρωτη. Αφετηρία και των δύο, όπως άλλωστε όλων των σοφιστών, είναι η επικρατούσα πραγματικότητα, η δεδομένη ιστορική στιγμή, η ορισμένη κοινωνία και οι φορείς της. Απ’ αυτήν αντλούν τα παραδείγματα και με βάση την καθημερινή πολιτική πρακτική συγκροτούν τους συλλογισμούς τους.
 
            Ο Θρασύμαχος επιχειρει στο Α’ βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα να ερμηνεύσει το δίκαιο πραγματιστικά ως το της καθεστηκυίας αρχής συμφέρον (339 a). Η διαπίστωσή του αυτή έχει εμπειρικό χαρακτήρα και αφορά όλες γενικά τις πόλεις (εν απάσαις ταις πόλεσιν ταυτόν είναι δίκαιον…). Στην ίδια συνοχή, λίγο πριν απ’ αυτά, ορίζει το δίκαιον με παρόμοια φρασεολογία, ως ουκ άλλο τι ή το του κρειττονος συμφέρον (338 c). Το δίκαιον, λοιπόν, όπως ισχύει στις πολιτείες που υπάρχουν στον ιστορικό ορίζοντα, δεν είναι παρα η νομοθετημένη βούληση των ισχυρών, δηλ. η νομιμοποίηση του συμφέροντος των κρατούντων, κατά την άποψη του Θρασύμαχου. Προχωρεί μάλιστα ακόμη περισσότερο: (συμπεραίνει), αφού δεχθούμε ότι τελικά το δίκαιο είναι έκφραση του συμφέροντος των εκάστοτε ισχυρών, τότε ο δίκαιος παντού βρίσκεται σε μειονεκτική θέση σε σύγκριση με τον άδικο, όποιος δηλ. πείθεται και υπακούει στους νόμους, αυτός εισπράττει και την αντίστοιχη βλάβη (343 c-d).
 
Πραγματικά, η συλλογιστική αυτή φαίνεται σκληρή και σχεδόν κυνική. Ο Θρασύμαχος όμως, όπως υπαινιχθήκαμε ήδη, δεν ευαγγελίζεται μια παρόμοια κατάσταση, αλλά απλώς καταγράφει την πραγματικότητα, που επικρατεί στο γνωστό του κόσμο χωρίς εξαιρέσεις (εν απάσαις ταις πόλεσι). Ο ίδιος μάλιστα, σ’ ένα από τα αποσπάσματά του, μιλάει με καταφανή πικρία για την αδιαφορία των θεών, που παραβλέπουν το μέγιστον των εν ανθρώποις, την δικαιοσύνην (Β 8). Δεν ισχυρίζεται, λοιπόν, τί θα έπρεπε να είναι ή πώς πρέπει να είναι τα πράγματα, αλλά πώς είναι· θέλει να καταδείξει πόσο οδυνηρή και αδήριτη είναι η πραγματικότητα, ανατέμνει το κοινωνικό σώμα με ασυνήθιστη ευθυκρισία και σκληρότητα· δεν είναι η παραδεκτή κατάσταση (σε κανένα σημείο δε φαίνεται μια παρόμοια άποψη) αλλά η υπαρκτή. Απαντά στο ερώτημα, που είχε δεχθεί να συζητήσουν με τον Σωκράτη, δηλ. τί φης είναι το δίκαιον (336 d), και μεταφέρει την επικρατούσα αντίληψη, απόρροια βέβαια των κοινωνικών συνθηκών στη δεδομένη εκείνη ιστορική στιγμή. Ο Θρασύμαχος, λοιπόν, δεν είναι κήρυκας του δικαίου των κρατούντων ούτε βέβαια ευαγγελίζεται τον ηθικό αμοραλισμό. Μήπως όμως έμμεσα θα δικαιολογούσε μια μορφή αντίστασης σ’ αυτό το κίβδηλο δίκαιο των κρατούντων με την αποκάλυψη της ουσίας του δήθεν δικαίου ή των δικαίων νόμων; Είναι ασφαλώς ένα ερώτημα. Πάντως, με τόλμη και παρρησία διαπιστώνει και κρίνει τα κρατούντα, χωρίς προκαταλήψεις και με επίγνωση της δυσκολίας του προβλήματος.
 
Διαφορετική, βέβαια, είναι η περίπτωση του Καλλικλή, όπως την ξέρουμε από τον Γοργία του Πλάτωνα, γιατί ο σοφιστής αυτός είναι σχεδόν άγνωστος κατά τα άλλα. Αντίθετα προς τον Θρασύμαχο, ο Καλλικλής ισχυρίζεται ότι οι νόμοι είναι έκφραση της βούλησης των πολλών (και εννοεί τους δημοκρατικούς) και αδυνάτων, σ’ αντίθεση προς τους ολίγους και «κρείττονες»: αλλ’ άμαι οι τιθέμενοι τους νόμους οι ασθενείς ανθρωπά εισιν και οι πολλά (483 b). Είναι προφανές ότι υποκρύπτεται στη σκέψη και στην επιχειρηματολογία αυτή η αντιδημοκρατική νοοτροπία του επιγόνου αυτού των μεγάλων σοφιστών. Και κατά τον Καλλικλή, ωστόσο, οι νόμοι κατοχυρώνουν απλώς τα συμφέροντα μιας μερίδας, αυτής που επικρατεί μέσα στην αδυσώπητη πάλη των κοινωνικών ομάδων – και επειδή βέβαια στη δημοκρατία επικρατούν οι πολλοί, ο δήμος, που συγκεντρώνει τους περισσότερους αλλά και οικονομικά πιο αδύναμους πολίτες, αυτοί είναι τώρα οι ισχυροί, επομένως αυτοί υπαγορεύουν και τους νόμους! Αυτό είναι μια κατάσταση αφύσικη κατά την κρίση του Καλλικλή, διότι η φύσις άλλα διδάσκει: η δε γε άμαι φύσις αυτή αποφαίνει αυτό, ότι δίκαιόν εστιν τον αμείνω του χείρονος πλέον έχειν και τον δυνατώτερον του αδυνατωτέρου (483 c-d).
           
            Μ’ αυτή τη συλλογιστική προβάλλει η περίφημη θεωρία, που διακηρύσσει το δίκαιον του ισχυροτέρου ή το δίκαιον της πυγμής.
 
Η θεωρία είναι καινοφανής, δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι απηχεί κι αυτή, σε τελευταία ανάλυση, αντιλήψεις της εποχής, και πιθανότατα αυτής μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου ή των αρχών του 4ου αι. μ.Χ. Το δίκαιο, βέβαια ταυτίζεται και σ’ αυτήν την περίπτωση με το θετό νόμο, ερμηνεύεται όμως σαν απόρροια της φύσεως, δηλ. προέκταση του «δικαίου» που επικρατεί στη φύση (κατά νόμον γε τον της φύσεως, 483 e- το της φύσεως δίκαιον, 484 a). Η θεωρία αυτή δεν αντέχει ασφαλώς σε λογικό έλεγχο, γιατί της λείπει η βασικότερη αρχή, η αλήθεια των προκειμένων ενός συλλογισμού. Η φύση δεν έχει ηθική ούτε διατυπώνει κανόνες κοινωνικής συμπεριφοράς, η ηθική (και το δίκαιο ασφαλώς είναι βασικό στοιχείο της ηθικής) είναι δημιούργημα της κοινωνικής ζωής των ανθρώπων· ο άνθρωπος στην κοινωνική του ζωή «υπερβαίνει» τη φυσική του κατάσταση και δημιουργεί πολιτισμό. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να επικαλούμαστε τη φύση ως πρότυπο ηθικής ζωής, αφού φύση και ηθική είναι έννοιες αλληλοαποκλειόμενες. Οι νόμοι θεσπίζουν δίκαιο και αποβλέπουν στο κοινό συμφέρον, δηλ. «περιορίζουν» τη φύση και διαμορφώνονν κανόνες ζωής που υπερβαίνουν τη φυσική «τάξη».
 
 iv. Από την ίδια εποχή, το τέλος δηλ. του 5ου αι., έχουμε ακόμα μια περίπτωση ενός διανοητή, του σοφιστή Αντιφώντα, που εντάσσεται στο πλαίσιο που ερευνούμε σ’ αυτή τη συνοχή: τη σχέση του νόμου και του δικαίου. Η δική του οπτική όμως διαμορφώνεται και λειτουργεί μέσα στον προβληματισμό του γνωστού σχήματος νόμω-φύσει. Γι αυτό οι απόψεις του Αντιφώντα θα μας απασχολήσουν στην αμέσως επόμενη ενότητα, όπου θα εκθέσουμε συνοπτικά το εννοιολογικό και ιδεολογικό εύρος του σχήματος αυτού.
 
 v. Πιο κοντά στον εννοιολογικό χώρο που εξετάζουμε βρίσκονται, μάλλον οι θέσεις του Γλαύκωνα, όπως τις καταγράφει ο Πλάτων στο Β’ βιβλίο της Πολιτείας του. Ο Γλαύκων ξαναθέτει το πρόβλημα του δικαίου εξαρχής, ακριβέστερα τον ενδιαφέρει η αρχή (γένεση) του δικαίου και της δικαιοσύνης. Οι σκέψεις του έχουν άμεση συνάρτηση με τις θέσεις των σοφιστών που είδαμε, γι’ αυτό θα τις συνοψίσουμε σ’ αυτήν την ενότητα, για να γίνει ακόμα πιο φανερό, ότι αυτή την εποχή το πρόβλημα του νόμου και του δικαίου είναι στην επικαιρότητα και απασχολεί έντονα τη σκέψη των διανοητών. Κατά τον Γλαύκωνα, λοιπόν, νόμιμον και δίκαιον συμπίπτουν, αφού σημαίνουν και οι δύο λέξεις το υπό του νόμου επίταγμα (359 a). Οι νόμοι άλλωστε είναι αποτέλεσμα συμφωνίας, για να αποφύγουν οι άνθρωποι την αδικία αλλά και να πάψουν να αδικούν άλλους. Αυτή τη συμφωνία ονομάζει γένεσιν και ουσίαν δικαιοσύνης, την προσπάθεια δηλ. να εξευρεθεί μια ισορροπία και ένας συμβιβασμός, ένα μέτρο ανάμεσα σε δύο ακραίες θέσεις (του αρίστου – του κακίστου, ο.π.). Αυτή η «συνθήκη» είναι αναγκαία, γιατί ο άνθρωπος φύσει ρέπει προς την πλεονεξία (πλέον έχειν), τόσο ο άδικος όσο και ο δίκαιος. Γι’ αυτό άλλωστε, πιστεύει ο Γλαύκων, στην πραγματικότητα κανείς δεν είναι δίκαιος με τη θέλησή του, αλλά από ανάγκη (ουδείς εκών δίκαιος αλλ’ αναγκαζόμενος, 268 c).
 
4.      Το πρόβλημα νόμω – φύσει
 
 α. Η προέλευση και η διερεύνηση του σχήματος αυτού
 
 Κεντρική θέση στην προβληματική των σοφιστών κατέχει το γνωστό ιδεολογικό σχήμα νόμω-φύσει. Ασφαλώς ιδεολογικό, γιατί εκφράζει και μετουσιώνει ιδέες και αντιλήψεις διαφορετικές, προβάλλει αντίθετες θέσεις και ερμηνείες κοινωνικών φαινομένων και θεσμών. Το σχήμα νόμω-φύσει (ή νόμος – φύσις) ήταν ήδη προς το τέλος του 5ου αι. π.Χ. ένας «τόπος» και είχε επηρεάσει ολόκληρο το πεδίο της σκέψης, κυρίως βέβαια προς την κοινωνικο-πολιτική κατεύθυνση· επιπλέον τις επιδράσεις του επισημαίνουμε σ’ όλα τα είδη του λόγου και της σκέψεως. Για την περίφημη, λοιπόν, αυτή αντίθεση, την προέλευσή της και τα ερμηνευτικά προβλήματα που παρουσιάζει, ιδιαίτερα για τον πνευματικό ορίζοντα της αρχαίας Σοφιστικής, θα αναφέρουμε, εντελώς συνοπτικά, μερικές θέσεις:
 
 Η προέλευση του σχήματος αυτού «νόμω-φύσει», μάλλον από τα αρχαιότερα κείμενα των ιπποκρατικών γιατρών, όπως δέχεται σήμερα η έρευνα, μας προϊδεάζει για την εννοιολογιή του αφετηρία. Όπως είναι γνωστό, η ιπποκρατική ιατρική ήταν μια από τις μεγάλες αποκαλύψεις του πνεύματος στον 5ο αι. π.Χ., και η επίδρασή της ήταν έκδηλη σ’ όλα τα δημιουργήματα του λόγου και της τέχνης σ’ αυτόν και στον επόμενο αιώνα (Πλάτων, Αριστοτέλης, πλαστική, γλυπτική, κλπ.). Πιστεύουμε ότι η πρώτη εμφάνιση ή υποτύπωση του δίδυμου όρου νόμος-φύσις εντοπίζεται στο ιπποκρατικό έργο Περί αέρων, υδάτων, τόπων (κεφ. 14), που η έρευνα το χρονολογεί λίγο μετά το 440 π.Χ. (Πβ. και στο άλλο ιπποκρατικό έργο, Περί δεσμών Ι, 4 (VI, 476 L). Ο νόμος γαρ τη φύσει περί τούτων εναντίος. Η γνώμη του προσωκρατικού (5ος αι.) φιλοσόφου Αρχέλαου: το δίκαιον και το αισχρόν ου φύσει αλλά νόμω, αν και δεν δημιουργεί προβλήματα αξιοπιστίας, διχάζει ωστόσο τους ερευνητές). Από το χώρο της ιατρικής εμπειρίας μεταφέρεται από τους σοφιστές στην περιοχή των κοινωνικών ιδεών, όπου και το έδαφος είναι γονιμότερο και οι συγκυρίες ευνόησαν εύκολα την ένταξη και την πολιτογράφησή του στον ιδεολογικό κόσμο της πολιτικής.
 
 Στη σκέψη των σοφιστών συναντούμε όλες σχεδόν τις εννοιολογικές αποχρώσεις των δύο αυτών όρων (νόμος-φύσις, νόμω-φύσει). Ειδικά τώρα ο όρος φύσει αποκτά τελικά ένα νόημα, που τείνει να τον ταυτίσει με την αλήθεια (φύσει = τη αληθεία), όπως αυτό γίνεται εμφανέστερο στην περίπτωση του σοφιστή Αντιφώντα. Έτσι καταλήγει να εννοεί το μέτρο και τον κανόνα, με τον οποίο πρέπει να μετρηθούν όλα, θα λέγαμε να λογοδοτήσουν μπροστά στο δικαστήριο της φύσεως, που εκπροσωπεί και κλείνει το αληθινό και το ορθό, το έξω από κοινωνικές σκοπιμότητες και συμβάσεις, που ταυτίζονται, εντέλει, με το νόμω.
 
            Οι σοφιστές μετέφεραν τον όρο από το πεδίο της πρακτικής ιατρικής και του έδωσαν ευρύτερο περιεχόμενο στην περιοχή των κοινωνικών ιδεών, όπως είπαμε ήδη. Όλες οι κοινωνικές αξίες και οι θεσμοί υποβάλλονται τώρα σε αυστηρό έλεγχο και κρίνονται με το μέτρο και τον κανόνα του νόμω-φύσει: η γλώσσα και η θρησκεία, το δίκαιο και οι νόμοι, οι κοινωνικές διακρίσεις σε ευγενείς και δυσγενείς, η διάκριση Έλληνες-βάρβαροι είναι νόμω-φύσει; Και γενικά όλος ο κόσμος των παλαιών αξιών επαναπροσδιορίζεται μέσα σ’ ένα κλίμα επαναστατικής κριτικής και διάθεσης ελέγχου. Είναι εύλογο σε παρόμοιες περιπτώσεις να φθάνουν οι άνθρωποι στην υπερβολή, κυρίως οι επίγονοι των πρώτων μεγάλων δασκάλων. Η ευρύτερη σημασία όμως αυτών των ιδεολογικών σχημάτων για τις κοινωνικές διεργασίες δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Αλλά και στο επίπεδο των φιλοσοφικών ιδεών αν περιοριστούμε, η σπουδαιότητα αυτών των αναθεωρητικών αντιλήψεων είναι προφανής: προκάλεσε γόνιμες συζητήσεις και οδήγησε το στοχασμό σε αυτοέλεγχο και κριτική θεμελίωση των προτάσεών του. 
 
 β. Η σοφιστική εκδοχή
 
            Στους εκπροσώπους της Σοφιστικής, τους αποδέκτες του σχήματος νόμω-φύσει, διακρίνουμε τρεις ομάδες, στις οποίες ο νόμος και η φύσις λειτουργούν δημιουργικά και κριτικά, αλλά κατά διαφορετικό τρόπο. Πιστεύουμε ότι η διαφορετική λειτουργία αντιστοιχεί σε διαφορετικές κοινωνικές καταστάσεις και ότι δεν είναι μόνο η περίπτωση διαφορετικών ανθρώπων. Αυτές οι ιδεολογικές εκχυμώσεις δεν είναι υπόθεση ή εκρήξεις προσωπικών επιλογών, αλλά μάλλον αποτελούν κρυσταλλώσεις βαθύτερων κοινωνικών εντάσεων.
 
Τα πρόσωπα γίνονται οι φορείς και οι εκφραστές ιδεών, που έχουν ήδη σχηματισθεί στο κοινωνικό υπόβαθρο.
 
 Στην πρώτη ομάδα, λοιπόν, ανήκει ο Πρωταγόρας, ο πρώτος μάλλον συνειδητός χρήστης του όρου φύσει στην περιοχή του νόμου και του δικαίου.
 
Το δίκαιο ταυτίζεται με το θετό νόμο (το κοινή δόξαν), όπως είδαμε σε προηγούμενες σελίδες. Αλλά πέρα απ’ αυτό ή ακριβώς γι αυτό δεν είναι φύσει: αλλ ‘ εκεί ου λέγω, εν τοις δικαίοις και αδίκοις… Εθέλουσιν ισχυρίζεσθαι ως ουκ έστι φύσει αυτών ουδέν ουσίαν εαυτού έχον, κλπ. (Θεαιτ. 172 b). Ο Πρωταγόρας είναι ο εισηγητής του σχετικισμού (ρελατιβισμού) και μένει συνεπής με τις απόψεις του σ’ όλες τις περιοχές του πνευματικού και κοινωνικού βίου που εξετάζει.
 
            Σ’ ένα άλλο έργο του Πλάτωνα, όπου αναπτύσσει τη θεωρία του Πρωταγόρα για τη γένεση της κοινωνίας και του κοινωνικού συμβολαίου, ο σοφιστής θεωρεί τους νόμους αγαθών και παλαιών νομοθετών ευρήματα (Πρωτ. 326 d). Είναι σαφές ότι οι νόμοι και το δίκαιο δεν είναι φύσει.
 
            Από τους σοφιστές, που θα ονομάσουμε, με κάποια ευκολία και πνεύμα ενοποίησης, «σχολή» του Πρωταγόρα, μόνο ένας ακολουθεί τις απάψεις του σ’ αυτό το σημείο: Ο Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος, ο γνωστός μας σοφιστής από το Α’ βιβλίο της Πολιτείας του Πλάτωνα· συνεπής και ρεαλιστής στοχαστής προτείνει μια ερμηνεία για την προέλευση του δικαίου, η οποία φανερώνει προσωπική γνώμη και ρεαλιστική σκέψη, και πιο πολύ ίσως ειλικρίνεια προθέσεων.
 
            Όπως είδαμε, λοιπόν, στα προηγούμενα, ο Θρασύμαχος, παρά τη γνώμη του Πλάτωνα, δεν είναι εισηγητής μιας νέας θεωρίας, αλλά καταγράφει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του, όταν ισχυρίζεται ότι οι νόμοι είναι απλώς η θεσμοθετημένη βούληση των δυνατών και το δίκαιον… (εστί) το του κρείττονός τε και άρχοντος συμφέρον (Πολ.Α 343 c). Είναι βέβαια αυτονόητο, ότι το δίκαιο δεν είναι άλλο παρά τα νόμιμα, δηλ. αυτό που η βούληση των ισχυρών μέσα στην πολιτεία νομοθέτησε. Άλλωστε αυτό είναι σαφές και αναντίρρητο από την ομολογία του Γλαύκωνα στο δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας (Β 359 a), όπου γίνεται προσπάθεια να ερμηνευθεί η γένεση της κοινωνίας από την πρωτόγονη κοινότητα με τη θέσπιση νόμων: και ονομάσαι το υπό του νόμου επίταγμα νόμιμόν τε και δίκαιον. Ολόκληρο, επομένως, το πλέγμα των νόμων και των κανόνων που διέπουν την κοινωνική συμβίωση είναι νόμω, έργο των ανθρώπων: θέμεναι δε (sc, αι πόλεις,) απέφηναν τούτο δίκαιον τοις αρχομένοις είναι (Α 338 e). Έτσι ο Θρασύμαχος αποδείχνεται μαθητής και συνεχιστής του μεγάλου Πρωταγόρα· συνεχιστής, γιατι πρώτος αυτός τόλμησε να πει ότι οι νόμοι έμμεσα πλην σαφώς σε τελευταία ανάλυση εκφράζουν τα συμφέροντα των ισχυρών και της καθεστηκυίας τάξεως, δεν αφήνει μάλιστα καμιά αμφιβολία τί εννοεί μ’ αυτό: τίθεται δε γε τους νόμους εκάστη η αρχή προς το αυτή συμφέρον, δημοκρατία μεν δημοκρατικούς, τυρρανίς δε τυρρανικούς, και αι άλλαι ούτως (Α 338 e). Πάντως ο Θρασύμαχος είναι συνεπής οπαδός της θεωρίας του «νόμω» δικαίου.
 
 Στο ίδιο πνεύμα της αποδοχής του νόμω, για το δίκαιο και τους νόμους, κινείται και ο Ανώνυμος συγγραφέας της μικρής διατριβής για το νόμο και την ευνομία, που ξέρουμε ήδη· και αυτός επίσης είναι οπαδός της ιδέας του κοινωνικού συμβολαίου και του θετού δικαίου (6 p. 100, 1). Ωστόσο ο Ανώνυμος πιστεύει ότι ο νόμος και το δίκαιο δεν ταυτίζονται, είναι όμως φύσει στενά συναρτημένα μεταξύ τους (φύσει γαρ ισχυρά ενδεδέσθαι ταύτα). Το «φύσει» όμως δεν πρέπει να ερμηνεύουμε με την έννοια που ξέρουμε από το γνωστό μας σχήμα, αλλά με την κοινή σημασία.
 
 Στη δεύτερη ομάδα ανήκουν τρεις σοφιστές: ο Ιππίας, ο Αντιφών και ο νεότερος απ’ όλους, ο Αλκιδάμας, που ανήκει στη δεύτερη γενιά των σοφιστών (4ος αι. π.Χ.). Και οι τρεις αυτοί είναι υπέρμαχοι της φύσεως έναντι του νόμου και θεωρούνται οι θεμελιωτές (οι δύο πρώτοι) της λεγόμενης σχολής του «φυσικού δικαίου» εκφράζουν τουλάχιστον τις πρώτες θέσεις της «σχολής» αυτής. Ενώ μια άλλη ομάδα, όπως θα δούμε πιο κάτω, φθάνει σε ακραίες απόψεις.
 
 Ο Ιππίας μεταφέρει την έννοια «νόμω-φύσει» στην περιοχή των ανθρωπίνων σχέσεων και διακηρύσσει ότι όλοι (;) οι άνθρωποι είναι συγγενείς- οικείοι και πολίται – φύσει ου νόμω (337 b). Τον ισχυρισμό αυτό θεμελιώνει με το επιχείρημα, ότι το όμοιον τω ομοίω φύσει συγγενές έστιν (337 b)· αφού, λοιπόν, οι άνθρωποι είναι φύσει όμοιοι, άρα συγγενείς κλπ. Μοιάζει ο συλλογισμός αυτός ταυτολογικός και παρουσιάζει αδυναμίες, π.χ. οι πολίτες δεν μπορεί να είναι φύσει σε καμιά περίπτωση αλλά μόνο νόμω. Αντίθετα, βρίσκει ερείσματα η άποψή του στο ότι οι νόμοι των ανθρώπων πολλές φορές καταπιέζουν και βιάζουν τη φύση: ο δε νόμος, τύρρανος ων των ανθώπων, πολλά παρά την φύσιν βιάζεται (337 b). Αυτή ακριβώς η θέση θα γνωρίσει μεγάλη διάδοση, θα βρει προφανώς πολλούς θιασώτες, θα ξεσηκώσει συζητήσεις και θα προκαλέσει οξύτατες αντιδράσεις και ατέλειωτες έριδες.
 
Αυτά είναι όλα όσα μας σώζονται από τον Ιππία σχετικά με την προβληματική του νόμω-φύσει. Για το σύγχρονό του Αντιφώντα το σοφιστή όμως είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι. Στους παπύρους της Οξυρρύγχου οφείλουμε τα δύο εκτεταμένα αποσπάσματα του έργου Περί αληθείας (Β 44 Α-Β), από τα οποία κερδίζουμε μια πιο ολοκληρωμένη, δηλ. τεκμηριωμένη άποψη γι’ αυτά τα θέματα.
  
Οι βασικές θέσεις του Αντιφώντα μπορούν να συνοψισθούν στα ακόλουθα σημεία:
 
α) Τα φυσικά πράγματα και ο άνθρωπος είναι «δεμένα», συνέχονται, από κάποια φυσική αναγκαιότητα, με ορισμένους σταθερούς και απαράβατους νόμους, που έχουν αναγκαστική ισχύ. Αντίθετα, οι διατάξεις των κειμένων νόμων είναι συμβατικές, δεν ανταποκρίνονται δηλ. στη φύση των πραγμάτων, αλλά υπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα, επομένως είναι ένα στοιχείο επιπρόσθετο (επίθετο) (τα μεν γαρ των νόμων επίθετα, τα δε της φύσεως αναγκαία, Β 44,1). Αυτό εξηγείται· οι διατάξεις των νόμων, οι κανόνες (θα συμπληρώσουμε εδώ: τα των νόμων επιτάγματα) είναι αποτέλεσμα συμφωνίας (ομολογηθέντα) δεν ανήκουν στη φύση των πραγμάτων (ου φύντα)· ενώ τα της φύσεως (sc. επιτάγματα) φύντα ουχ ομολογηθέντα (sc. εστί). Απ’ αυτήν ακριβώς τη φύση τους, την ουσία τους εκπορεύεται και το καθολικό κύρος τους, ο χαρακτήρας της αναγκαιότητας που ενυπάρχει στα «επιτάγματα» της φύσεως. Αυτά στοιχειοθετούν τους βασικούς κανόνες συμπεριφοράς για όλους τους ανθρώπους και δεν μπορούμε να τα παραβιάσουμε ατιμωρητί.
 
Μπορεί δηλ. κάποιος να παραβεί τους νόμους της πόλεως, όπου ζει, και να μην τιμωρηθεί, αν δεν τον δει κανείς ή αν δεν αποκαλυφθεί. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τους νόμους της φύσεως. Εδώ δε χρειάζονται μάρτυρες, η τιμωρία είναι αυτονόητη και αυτόματη – σ’ αυτή την αναπόδραστη ποινή στηρίζεται το αναγκαστικό κύρος των φυσικών νόμων.
 
 β) Οι νόμοι στηρίζονται στο συμφέρον : όσα συμφέροντα καθορίζονται από τους νόμους της πολιτείας, στην πραγματικότητα αποτελούν δεσμά της φύσεως· αντίθετα τώρα, όσα συμφέροντα ερείδονται στη φύση, έχουν τον χαρακτήρα της ελεύθερης επιλογής (Β 44, 4). Το επιχείρημα στηρίζεται στη σκέψη, ότι η φύση περικλείει τα συμφέροντα στον άνθρωπο, χωρίς υστεροβουλία, άρα εκπροσωπεί την αλήθεια, ενώ ό,τι αντιτίθεται στη φύση ειναι κακό και ασύμφορο.
 
 γ) Ο Αντιφών ως δικαιοσύνη εννοεί τα νόμιμα της πόλεως, εν η αν πολιτεύηταί τις (Β 441). Η θέσπιση ενός ορίου συμβατικού, που δεν επιτρέπεται να το ξεπεράσει κανείς, κανονίζει τη συμπεριφορά του ατόμου.
 
Δεν υφίσταται ο δεσμός του ανθρώπου με το νόμο, όπως ήταν η περίπτωση με τη φύση· ο νόμος τώρα υπαγορεύει απλώς μια εξωτερική συμπεριφορά, δηλ. τη νομιμότητα των ενεργειών και της κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Είναι επομένως μια σύμβαση, μια συνθήκη και εγγυητής αλλήλοις των δικαίων, όπως θα πει τον 40 αι. ο Λυκόφρων.
 
 δ) Ωστόσο ο Αντιφών δεν είναι τόσο ριζοσπαστικός· διακηρύσσει βέβαια ότι τα πολλά των κατά νόμον δικαίων πολεμίως τη φύσει κείται (Β 44, 2), αναγνωρίζει όμως έμμεσα σ’ αυτό το έργο του, ότι αντίθετα στη φύση δεν είναι όλοι οι νόμοι (πολλά – πβ. Β 44, 5). Τα επιχειρήματά του αντλεί βέβαια από τις φυσικές λειτουργίες του ανθρώπου, έχουν προφανώς ιπποκρατική καταγωγή, όπως θα δούμε σε μια άλλη συνοχή. Ο Αντιφών δεν έχει πρόθεση να καταρρίψει τους νόμους της πολιτείας και να τροφοδοτήσει αναρχικές κινήσεις, όπως υπέθεσαν μερικοί μελετητές, αλλά θέλει να διαφωτίσει τους ανθρώπους ως προς το αληθινό νόημα της σχέσης ανάμεσα στο νόμο και στη φύση. Σ’ ένα άλλο έργο του, το Περί ομονοίας, με παρρησία και σαφήνεια καταδικάζει την αναρχία, τη θεωρεί μάλιστα το μεγαλύτερο κακό στους ανθρώπους (Β 61). Η βασική θέση του στοχαστή αυτού, μπορούμε να πούμε, συνοψίζεται στην άποψη, ότι ο νόμος δεν ωφελεί αλλά βλάπτει τους ανθρώπους, αν δεν τους ενώνει, όπως η φύση.
 
Στην τρίτη ομάδα αριθμούμε τον Καλλικλή και τον Κριτία. Συγκαταλέγουμε και τον Κριτία, που περισσότερο με τις πράξεις του παρά με τα γραπτά του υπηρέτησε ιδέες ολιγαρχικές και ενίσχυσε τυρρανικά φρονήματα.
 
Μ’ αυτούς τους σοφιστές έχουμε τις απολήξεις των μεγάλων οραματιστών, κυρίως του Πρωταγόρα. Ιδιαίτερα η περίπτωση του Καλλικλή (δεν ξέρουμε αν έγραψε κάτι) μαρτυρεί ψυχολογία και σκέψη επιγόνου, μολονότι από μια άποψη η κοινωνική πραγματικότητα τον δικαιώνει. Αν όμως σκεφτούμε την κοινωνία που διαμόρφωσε ο μακροχρόνιος και ψυχοφθόρος Πελοποννησιακός πόλεμος, ίσως θα βρισκόμασταν πιο κοντά σ’ αυτές τις τόσο κυνικές και απροκάλυπτα αντιδημοκρατικές σκέψεις του Καλλικλή.
 
            Ο πρώιμος αυτός κήρυκας του υπερανθρώπου, όπως τον είδαν μερικοί μελετητές, που ευαγγελίζεται και υπερασπίζεται τους ισχυρούς χωρίς να νοιάζεται για το ηθικό τους ποιόν, στην πραγματικότητα νομίζει ότι επαναλαμβάνει το δάσκαλό του, το Γοργία. Ακριβέστερα θέλει να μεταφέρει τη γνώμη του μεγάλου δασκάλου του στην περιοχή της κοινωνικής πραγματικότητας, κάνει όμως ένα καίριο λάθος, όπως είδαμε στα προηγούμενα: αποδίδει δηλ. στη φύση ηθικές προθέσεις και αναζητεί το δίκαιο, δημιούργημα εξ ολοκλήρου των ανθρώπινων σχέσεων, στη λειτουργία των φυσικών νόμων.
 
Και βέβαια, ακριβώς αυτό δεν είναι το δίκαιο, και γενικότερα κάθε ηθικός κανόνας, δηλ. δεν είναι φύσις αλλά υπέρβαση της φύσεως.
 
            Η ιδέα ενός ισχυρού άνδρα, που θα ενσάρκωνε δήθεν τα κοινωνικά ιδανικά των καταπιεσμένων και θα προχωρούσε αλύγιστος στην εφαρμογή της κοινωνικής δικαιοσύνης, γεννήθηκε, φαίνεται, μέσα από τις συμφορές και τις απογοητεύσεις που έφερε η ήττα στην Αθήνα με το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου, και πρέπει να βρήκε κάποια ανταπόκριση στους συντηρητικούς πολίτες.
 
Σ’ αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε από την αναφορά στο θέμα αυτό του Ανωνύμου (Ανώνυμος Ιαμβλίχου D.Κ. 6, 100, 5,1): ει μεν δη γένοιτο τις εξ αρχής φύσιν τοιάνδε έχων, άτρωτος τον χρώτα άνισός τε απαθής και υπερφυής και αδαμάντινος (= σκληρός σαν το διαμάντι) το τε σώμα και την ψυχήν, κλπ. Ο Ανώνυμος απορρίπτει βέβαια την ιδέα αυτή του υπερανθρώπου και υπερασπίζεται τη δημοκρατική αρχή· επίσης δε δέχεται τη θεωθία για το δίκαιο του ισχυρότερου (Καλλικλής): ο Ανώνυμος δε δέχεται αλλά απορρίπτει τη θεωρία του ισχυρού ανδρός και οι σοφιστές δεν περίμεναν τον υπεράνθρωπο, για να πραγματώσουν το ιδανικό τους πολίτευμα! Παρόμοιες ερμηνείες δε βρίσκουν ερείσματα στα κείμενα.
 
 Ας δούμε όμως την αφετηρία αυτών των αντιλήψεων του Καλλικλή, που όπως είπαμε ήδη, την εντοπίζουμε στο Γοργία και συγκεκριμένα στο παίγνιόν του, δηλ. στο ρητορικό του γύμνασμα Ελένης εγκώμιον (Β 1,6): πέφυκε γαρ ου το κρείσσον υπό του ήσσονος κωλύεσθαι, αλλά το ήσσον υπό του κρείσσονος άρχεσθαι και άγεσθαι, και το μέν κρείσσον ηγείσθαι, το δε ήσσον έπεσθαι. (Από τη φύση είναι τα πράγματα έτσι ώστε να μην εμποδίζεται το πιο δυνατό από το πιο αδύνατο, αλλά το πιο δυνατό να εξουσιάζει και να οδηγεί το πιο αδύνατο και στην περίπτωση αυτή βέβαια οδηγεί το πιο δυνατό και ακολουθεί το πιο αδύνατο).
 
            Ο Γοργίας όμως εκφράζει μ’ αυτό τον αφορισμό μια γενική σκέψη, τί πράγματι συμβαίνει στη φύση, και συγκρίνει αμέσως πιο κάτω το θεό (κρείσσον) με τον άνθρωπο (ήσσον) (Πβ. Πλάτων, Φαιδ.8ο a). Ούτε μία λέξη, ούτε υπόνοια για την προέλευση ή την φύση του δικαίου υπάρχει σ’ αυτές τις σκέψεις του. Το ότι έτσι πράγματι συμβαίνει στη φύση, αυτό δε στοιχειοθετεί δίκαιο ούτε μπορεί να αποτελέσει βάση δικαίου. Αντίθετα μάλιστα, το δίκαιο επιδιώκει να αμβλύνει το φυσικό «νόμο» και εντέλει να τον υπερβεί. Το δίκαιο είναι ανθρώπινο, δεν είναι «φυσικό», είναι ηθική και στη φύση δεν υπάρχει δίκαιο ή άδικο, αλλά απλώς δυνατό ή αδύνατο, ισχυρό και ασθενικό, και οι διαβαθμίσεις τους ως φυσικές καταστάσεις.
 
Ο Καλλικλής, τώρα, γεμάτος οίηση, νομίζει ότι ερμηνεύει κοινωνικά φαινόμενα, διακηρύσσοντας το δίκαιο του ισχυροτέρου σαν νόμο της φύσεως ή δίκαιο της φύσεως (κατά νόμον γε τόν της φύσεως, 483 e – το της φύσεως δίκαιον 484 a). Έτσι βλέπει μια τέλεια «αρμονία» ανάμεσα στο νόμο και στο δίκαιο, υπεραπλουστεύοντας τα πράγματα και ταυτίζοντας τη φυσική κατάσταση με την ηθική και τα κοινωνικά φαινόμενα.
 
Αυτή η «θεωρία» -βέβαια στην πραγματικότητα οπισθοδρομεί το στοχασμό των σοφιστών και φανερώνει, πού μπορεί να καταλήξει η άκριτη αποδοχή μεγάλων και ρηξικέλευθων ιδεών και πού οδηγεί η οίηση και η έπαρση.
 
Έγινε ήδη φανερό, υποθέτουμε, ότι οι σοφιστές με τη διδασκαλία τους και το έργο τους (όχι όμως και με τη δραστηριότητά τους!) έθεσαν το πρόβλημα της «αληθείας, του δικαίου και του νόμου, αμφισβήτησαν το καθολικό κύρος των νόμων και αποκάλυψαν την προέλευση του δικαίου ως έκφραση του συμφέροντος των κρατούντων.
 
Στοιχειοθετεί αυτή τη στάση το δικαίωμα αντίστασης; Την απάντηση ίσως πρέπει να την αναζητήσουμε στις επιδράσεις που άσκησε η σκέψη τους και στις κοινωνικές διεργασίες που ακολούθησαν την παρουσία τους στο προσκήνιο της Ιστορίας.

Παραλλαγές στο ευαγγέλιο

Δεν αρκεί να ’σαι ο έσχατος για να ’σαι κάποια μέρα ο πρώτος.
 
Ευτυχισμένος όποιος δεν επιμένει πως έχει δίκιο, γιατί κανείς δεν έχει ή έχουν όλοι.
 
Ευτυχισμένος όποιος συγχωρεί τους άλλους καθώς κι εκείνος που συγχωρεί τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Ευλογημένοι οι ειρηνοποιοί, γιατί δε θα καταδεχτούν τη διχόνοια.
 
Ευλογημένοι όσοι δε διψούν για δικαιοσύνη, επειδή ξέρουν πως η μοίρα μας, αντίδικη ή σπλαχνική, είναι έργο της τύχης της ανεξιχνίαστης.
 
Ευλογημένοι οι ελεήμονες, γιατί η ευτυχία τους θα είναι να ελεούν κι όχι να περιμένουν ανταπόδοση.
 
Ευλογημένοι όσοι διώκονται για χάρη του δίκιου, γιατί τους νοιάζει περισσότερο το δίκιο απ’ ό,τι η ανθρώπινη μοίρα τους.
 
Κανείς δεν είναι το αλάτι της γης, μα και κανένας δεν υπάρχει που να μην ήταν κάποια στιγμή της ζωής του.
 
Οι ανθρώπινες πράξεις δεν αξίζουν ούτε για την κόλαση ούτε για τους ουρανούς.
 
Να μη μισείς τον εχθρό σου, γιατί αν το κάνεις, γίνεσαι κατά κάποιον τρόπο σκλάβος του. Το μίσος σου, δε θα σε ικανοποιήσει περισσότερο από τη γαλήνη σου.
 
Αν σε βάλει σε πειρασμό το δεξί σου χέρι, συγχώρεσέ το· είσαι και σώμα και ψυχή και είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καθορίσεις το όριο που τα διαχωρίζει.
 
Να μη μεγαλοποιείς τη λατρεία της αλήθειας· δεν υπάρχει άνθρωπος που μέσα σε μια μονάχα μέρα να μην είπε ψέματα  πολλές φορές, έχοντας κάθε δίκιο.
 
Να μην ορκίζεσαι, γιατί ο όρκος είναι μονάχα έμφαση.
 
Να αντιστέκεσαι στο κακό, αλλά χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σ’ αυτόν που θα σου χτυπήσει το δεξί μάγουλο, μπορείς να του γυρίσεις και τ’ άλλο, φτάνει να μην είναι ο φόβος που στο γυρίζει.
 
Εγώ δε μιλώ ούτε για εκδίκηση, ούτε για συγνώμη· η λησμονιά είναι η μόνη εκδίκηση και η μοναδική συγνώμη.
 
Κάνοντας καλό στον εχθρό σου, έχεις βρει τον καλύτερο τρόπο να ικανοποιήσεις τη ματαιοδοξία σου.
 
Δώσε τα άγια στα σκυλιά και ρίξε τα μαργαριτάρια σου στους χοίρους· αυτό που έχει σημασία είναι να δίνεις.
 
Ψάχνε, μόνο για να ’χεις τη χαρά να ψάχνεις και όχι για τη χαρά πως βρίσκεις…
 
Μην κρίνεις το δέντρο από τους καρπούς του ούτε τον άνθρωπο από τα έργα του· μπορούσαν να ’ναι και καλύτερα ή χειρότερα.

Τίποτα δεν χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα να ’τανε η άμμος πέτρα…

Πορεία στη μαγεία

Αποτέλεσμα εικόνας για Πορεία στη μαγείαΕίναι κύκλοι, είναι μοτίβα, είναι γεωμετρία, είναι χρώμα η πορεία μας στο χρόνο και στο χώρο. Πολλές φορές θα ήθελα να μπορώ να την περιγράψω με λόγια, μα δεν υπάρχουν.

Ποτέ δεν το βλέπεις όλο αυτό από την αρχή. Δεν αντιλαμβάνεσαι το μέγεθος, το βάθος, την απεραντοσύνη, που κάποια στιγμή καταλαβαίνεις πως δεν έχει τέλος, δεν έχει τελικό προορισμό. Έχει μόνο αναχωρήσεις, αφίξεις, στάσεις, και όλα όσα μπορούν να χρωματίσουν το καθένα με τη σκοτεινή ή τη φωτεινή πλευρά της ζωής.

Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε. Και έτσι είναι! Μόνο που είναι δύσκολο να καθορίσεις ακόμα και αυτήν την "αρχή", που αποφασίζεις, συνειδητά, πως είναι το μοναδικό πράγμα που οφείλεις να κάνεις: να τιμήσεις την ύπαρξή σου στο χρόνο, που δεν έχεις ιδέα πόσος θα είναι. Ξέρεις μόνο πως θέλεις και οφείλεις, με το ίδιο πάθος, την ίδια πειθαρχία και αφοσίωση ΚΑΙ στο καθήκον σου ΚΑΙ στην επιθυμία σου, να υπηρετήσεις.

Και ξεκινάς. Δύσκολα στην αρχή, όσο κι αν διαρκέσει αυτή η αρχή. Γιατί σ' αυτό το δρόμο που έχεις διαλέξει, δεν μετράει ο χρόνος ή οτιδήποτε άλλο με συνηθισμένους όρους.

Η πλάνη των προγραμμάτων που διαμορφώνουν τη θέασή σου φαίνονται αδιαπέραστα και τόσο πραγματικά που θεωρείς πως τίποτα δεν μπορεί να τα διασπάσει. Ένα βήμα μπρος και τρία πίσω. Πόνος, αδιέξοδα, καθώς ο νους κλονίζεται, μπερδεύεται, προσπαθεί με κάθε τρόπο να δραπετεύσει, να αποδείξει πως κυνηγάς χωρίς πυξίδα, πως προχωράς σε επικίνδυνα μονοπάτια.

Οι περισσότεροι κάπου εδώ τα παρατάνε. Σε όλα τα στάδια, πολλές φορές και με πολλούς τρόπους υπάρχουν άπειροι, αόρατοι πειρασμοί για να μας πείσουν είτε για την οπισθοχώρηση είτε για να ρίξουμε άγκυρα και να νομίζουμε πως έχουμε φτάσει στον προορισμό μας. Το να επιστρέψουμε στον κόσμο που ξέραμε, σ' αυτό το στάδιο, μοιάζει σωτήριο και η μοναδική επιλογή. Και έτσι πρέπει να είναι!

Αντέχεις όμως. Μια αόρατη δύναμη μέσα σου σε κρατάει σ' αυτό που φωνάζει μέσα σου ν' αναδυθεί. Πέφτεις, σηκώνεσαι, αναρωτιέσαι αν ο πόνος έχει πάτο κι αν τον έχεις φτάσει.

Και βγαίνει ο ήλιος, αυτός ο μαγικός ζωοδότης, που μεταμορφώνει τα πάντα στη λάμψη του. Κοιτάς πίσω σου όλα όσα πέρασες και αισθάνεσαι πως επιτέλους έπιασες στεριά. Μπορείς να σταματήσεις να κουνιέσαι, να ζαλίζεσαι και να αμφιβάλλεις. Όμως ο ήλιος θα ξαναδύσει, πολλές φορές. Κάθε αυγή θα μοιάζει ακόμα πιο όμορφη και κάθε νύχτα θα είναι λιγότερο σκοτεινή.

Μα η ψυχή σου είναι πολύ μεγαλύτερη από το μπόι σου και ο νους πολύ πιο βαθύς απ' ότ,ι φαντάζεσαι πως μπορείς να ελέγξεις. Τη μεγαλύτερη καταιγίδα της ζωής σου δεν την περιμένεις ποτέ, δεν έχεις τρόπο να προετοιμαστείς γι' αυτήν λογικά, ούτε να την αποτρέψεις. Άλλωστε, τη ζήτησες! Επέλεξες το ύψιστο καθήκον και την βαθύτερη επιθυμία που μπορεί να αγγίξει ανθρώπου καρδιά.

Και δεν υπάρχει τρόπος να επιζήσεις. Πεθαίνεις! Και πρέπει να αναδυθείς από τις στάχτες σου, αν θέλεις να ζήσεις. Χωρίς τίποτα: χωρίς εγγυήσεις, χωρίς δεκανίκια, χωρίς ψεύτικες υποσχέσεις, χωρίς κανένα προσωρινό απόκτημα, ούτε καν τη γνώση που κοπίασες για να κατακτήσεις όλο το προηγούμενο διάστημα. Μόνος, γυμνός, ευάλωτος, κανένας... τίποτα!

Μα οι κύκλοι, τα μοτίβα, η γεωμετρία, το χρώμα, όλα αλλάζουν καθώς αναδημιουργούνται από την αρχή. Μια αρχή που κάνει όλες τις προηγούμενες να μοιάζουν προθέρμανση, άσκηση, για να φτάσεις σε αυτό εδώ το σημείο "μηδέν". Και δεν υπάρχει επιστροφή. Δεν υπάρχει αμνησία. Δεν υπάρχει προσποίηση, φόβος, δειλία, αλαζονεία, έπαρση, εγωισμός.

Υπάρχει ο άγρυπνος παρατηρητής που σε συντροφεύει πάντα και παρακολουθεί/καταγράφει την κάθε σου κίνηση για να σου προσφέρει τη σοφή του επίγνωση. Υπάρχει η αλάνθαστη διάκριση που σε καθοδηγεί και σε κρατάει σε ισορροπία. Υπάρχει η καρδιά που τίποτα πια δεν την τρομάζει, δεν την κλείνει, δεν την παρασύρει. Υπάρχουν οι άλλοι που δεν είναι πλέον απέναντι, εχθροί, ξένοι, μα κομμάτια του Είναι σου, εκφράσεις τις καρδιάς σου, συμμέτοχοι στον κόσμο σου.

Το ξέρεις πλέον πως έχεις πολύ δρόμο ακόμα μπροστά σου. Έχεις όμως αλλάξει τους κανόνες του χρόνου. Δεν δεσμεύεσαι πια ούτε δειλιάζεις να κοιτάξεις προς όλες τις κατευθύνσεις, ισότιμα και με σταθερή ταπεινότητα, ορίζοντας τη βούλησή σου.

Και η μαγεία δεν περιγράφεται! Οι στιγμές μέσα στην απλότητα, όπου ο χρόνος ενώνεται και σταματά, βρίσκονται έξω από τα πεδία που πριν αντιλαμβανόσουν και κανένας δεν μπορούσε να σου εξηγήσει. Μόνο δέος, ευγνωμοσύνη, ακούραστη διάθεση να μάθεις, να διεισδύσεις και να πετάξεις πέρα από τα όρια  του γνωστού κόσμου. Με αθωότητα και πάθος μαζί, που τώρα όμως χρωματίζονται με συνείδηση.

Ζεις! Μοναδικά, αυθεντικά, με συμπόνια μα και σοφία τη ζωή σου, κι ας φαίνονται όλα όσα είσαι απατηλά, ίδια, συνηθισμένα, στους πολλούς. Δεν ανήκετε όμως στον ίδιο κόσμο, και δεν το μαρτυρά η όψη σου. Το μεταφέρει όμως η ενέργειά σου, σε πεδία που δεν γίνονται αντιληπτά, μα εσύ βλέπεις την επίδρασή τους.

Τώρα, δεν έχει σημασία αν θα συνεχίσεις να ζεις. Γιατί ζεις, το κάθε μοναδικό λεπτό, με απόλυτη αφοσίωση, με όλες σου τις αισθήσεις, έχοντας δαμάσει και επανεκπαιδεύσει το νου σου να σε υπηρετεί. Και κάθε ηλιοβασίλεμα σημαίνει τον επικείμενο γαλήνιο θάνατό σου και κάθε δύση φανερώνει μια νέα μεγαλόπρεπη αρχή...

Το Σύμπαν κι εμείς είμαστε ένα

matter-the-phantom-of-human-delusion-1040x735Από τα παιδικά μας χρόνια, πολλές φορές, η κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε και αποκτούμε εμπειρίες, δημιουργεί μέσα μας ένα πλήθος εννοιών και πεποιθήσεων τις οποίες δεν μπορούμε να ορίσουμε επακριβώς και να αποδείξουμε με ένα χειροπιαστό και πρακτικό τρόπο αλλά απλά τις καταλαβαίνουμε διαισθητικά.

Κάποια από τα διαισθητικά αυτά υπονοούμενα αφορούν τον τρόπο με τον οποίο ένας πολιτισμός αντιλαμβάνεται κάποιες θεμελιώδεις επιστημονικές έννοιες.

Μέσα σ’ αυτές τις έννοιες συγκαταλέγεται και η έννοια της ύλης η οποία ναι μεν είναι διαισθητικά παρούσα παντού γύρω μας, αλλά ωστόσο κανένας μέχρι σήμερα δεν μπόρεσε να της δώσει έναν επιστημονικά αντικειμενικό ορισμό.

H έννοια της ύλης είναι ένα φιλοσοφικό κατηγόρημα και όχι κάτι χειροπιαστό και αντικειμενικά προσδιορισμένο.

Και όμως πάνω σ’ αυτή την μη αντικειμενικά προσδιορισμένη έννοια δομήθηκαν οι θετικές επιστήμες.

Όπως είναι φυσικό λοιπόν αν οι απόψεις μας για το τι είναι ύλη αλλάξουν, θα αλλάξει συγχρόνως ολόκληρο το οικοδόμημα των θετικών επιστημών.

Αυτή η μεγάλη αλλαγή της επιστημονικής άποψης μας για το τι είναι ύλη έχει συντελεστεί και πάνω σ’ αυτή τη νέα αντίληψη για το τι είναι ύλη έχει στηριχτεί η μεγάλη επιστημονική επανάσταση του 20ου αιώνα. Μια επανάσταση που όταν γίνει γνωστή στο ευρύτερο κοινό είναι σίγουρο ότι θα ανατρέψει την σημερινή κλασική «Ανθρώπινη κοινή λογική».

Ας δούμε λοιπόν τι είναι αυτό που η ψευδαίσθηση των ανθρώπινων αισθήσεών μας ονομάζει και αντιλαμβάνεται ως ύλη.

Η Κλασσική Έννοια της Ύλης

Αρχικά η αντίληψη μας για το τι είναι ύλη υπήρξε πολύ πρακτική, εφόσον με τον όρο αυτόν περιγράφονταν τα φυσικά αντικείμενα τα οποία είχαν την δυνατότητα να τα επεξεργάζονται οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες.

Ύλη ήταν αυτό που μπορούσα να βλέπω, να ακουμπάω, να σμιλεύω και να χρησιμοποιώ για τις καθημερινές μου ανάγκες.

Ύλη ήταν ένα βουνό, ένα λουλούδι, ένα τραπέζι, ένα σύννεφο, το σώμα ενός ανθρώπου, το νερό που κυλάει στο ποτάμι.

Μπορούσαμε να υποδείξουμε άπειρα υλικά αντικείμενα και να συμφωνήσουμε όλοι για την υλικότητά τους όμως λίγοι συνειδητοποιούσαν ότι κανένας δεν μπορούσε να δώσει έναν αντικειμενικό ορισμό του τι είναι ύλη.

Η ύλη είχε γνωστές και υπολογιζόμενες ιδιότητες, είχε όρια καθορισμένα, χρώμα, βάρος, σκληρότητα δεν είχε όμως έναν επιστημονικά αντικειμενικό ορισμό. Οριζόταν μόνο έμμεσα μέσω των ιδιοτήτων που γίνονταν αντιληπτές από τις ανθρώπινες αισθήσεις και τα όργανα μέτρησης.

Με βάση αυτές τις αντιλήψεις συγκροτήθηκε το οικοδόμημα των θετικών επιστημών στη δύση αλλά και ένα σύνολο φιλοσοφικών ρευμάτων τα οποία με ένα κοινό όνομα ονομάζουμε υλιστικά.

Ολόκληρο δηλαδή το οικοδόμημα της επιστήμης και της τεχνολογίας στηρίχθηκε πάνω σε ένα φιλοσοφικό κατηγόρημα και όχι σε κάτι πρακτικά καθορισμένο.

Έτσι η ύλη αποτέλεσε μία από τις πιο θεμελιώδεις έννοιες του Διαλεκτικού Yλισμού, του φιλοσοφικού συστήματος που θεμελίωσε ο Kάρολος Mαρξ.

H ύλη στον Mαρξισμό αντιπροσωπεύει την αντικειμενική πραγματικότητα, η οποία είναι διάφορη και ανεξάρτητη από την ανθρώπινη συνείδηση.

Η Ύλη της Ατομικής Φυσικής και των Στοιχειωδών Σωματιδίων

Οι ιδέες για το τι είναι ύλη άλλαξαν ριζικά τον εικοστό αιώνα μετά την ανάπτυξη της ατομικής φυσικής και της φυσικής των στοιχειωδών σωματιδίων.

Ήταν η εποχή που μάθαμε ότι αυτό που ονομάζαμε ύλη, δεν είναι συνεχές, αλλά αποτελείται από επιμέρους δομικά συστατικά, τα ηλεκτρόνια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια.

Mε την πάροδο όμως του χρόνου ανακαλύφθηκε ότι οι δομικοί λίθοι του υλικού κόσμου δεν ήταν τα πρωτόνια ή τα νετρόνια.

Ως βάση της δημιουργίας των υποατομικών συστατικών μπορούσαμε να διακρίνουμε νέες ομάδες μικρότερων σωματιδίων, που ονομάστηκαν στοιχειώδη σωμάτια.

Τα στοιχειώδη αυτά σωμάτια ονομάστηκαν φερμιόνια και χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες τα κουάρκς και τα λεπτόνια.

Tα κουάρκς είναι έξι τον αριθμό και φέρουν τις ονομασίες: «επάνω, κάτω, γοητευτικό ή μαγευτικό, παράξενο (ή παράδοξο), κορυφή ή αληθινό, πυθμένας ή όμορφο».

Tα έξι λεπτόνια φέρουν τις ονομασίες ηλεκτρόνιο, νετρίνο ηλεκτρονίου ή ηλεκτρονικό νετρίνο, μιόνιο, νετρίνο μιονίου ή μιονικό νετρίνο, ταυ ή τ-λεπτόνιο και τ-νετρίνο ή νετρίνο ταυ
.
Σήμερα πλέον διατυπώνεται η άποψη ότι δεν έχουμε φτάσει ακόμα στην ουσιαστική δομική ρίζα της ύλης και ότι και τα στοιχειώδη σωμάτια θα πρέπει και αυτά να δημιουργούνται από ένα άγνωστο ακόμα πρωταρχικό και μοναδικό δομικό συστατικό, το οποίο ίσως είναι η βάση της συμπαντικής δημιουργίας,

Αυτό το οποίο θα πρέπει να σημειώσουμε είναι το γεγονός ότι τελικά τα στοιχειώδη σωμάτια δεν είναι τίποτα άλλο από ρεύματα ενέργειας τα οποία ξεχύνονται έξω και πέρα από αυτό που ονομάζουμε αισθητό όριο των αντικειμένων.

Η Ύλη στη Θεωρία της Σχετικότητας

Η Θεωρία της Σχετικότητας έφερε μιαν επανάσταση στις ιδέες μας για το τι είναι ύλη.
H ύλη πλέον σύμφωνα με πολλούς ερευνητές είναι ένα πύκνωμα κάποιου ενεργειακού ρεύματος, ως εκ τούτου αποτελεί μια μορφή ενέργειας.

Στο πλαίσιο του χωρόχρονου του Aϊνστάιν η ύλη δεν αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, αλλά είναι απλώς μια ιδιομορφία του πεδίου. Ειδικότερα η πυκνότητα κάθε υλικού ταυτίζεται ως έννοια με μια καμπυλότητα του μαθηματικού χώρου, και εκφράζεται με έναν καθαρό αριθμό, έναν αριθμό δηλαδή χωρίς μονάδες μέτρησης.

Έτσι το στοιχειώδες σωμάτιο για τον σπουδαίο φυσικό είναι ένα είδος στροβίλου, που μεταδίδεται μέσα στο πεδίο και έχει την ιδιότητα κάτω από κάποιες συνθήκες να αυξάνει η να μειώνει την ταχύτητα στροβιλισμού του. Επειδή όμως η έννοια της ταχύτητας συνδέεται άμεσα με την έννοια της καμπυλότητας, η μεταβολή του στροβιλισμού δεν αποτελεί παρα μια μεταβολή της καμπυλότητας του χώρου.

Το σωματίδιο στρόβιλος θα πρέπει να παρουσιάζει σφαιρική συμμετρία. Ουσιαστικά μιλάμε για έναν τετραδιάστατο μη Ευκλείδειο άρα και μη αισθητό σφαιρικό στρόβιλο. Η ανθρώπινη πρακτική λογική θα μπορούσε να αντιληφθεί έναν τέτοιο περίεργο σφαιρικό στρόβιλο σαν μια απειρία κλασικών κωνικών στροβίλων, προσανατολισμένων προς όλες τις διευθύνσεις, με κοινή όμως κορυφή.

Έτσι αυτό το οποίο εμείς ανιχνεύουμε μέσω των οργάνων μας σαν στοιχειώδες σωμάτιο δεν είναι παρά η προβολική σκιά αυτού του μη αισθητού σφαιρικού στροβίλου πάνω στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο (χώρος Μινκόφσκι) που μπορεί να γίνεται αντιληπτός από τις αισθήσεις μας.

Τελικά σύμφωνα με τη Θεωρία της Σχετικότητας το Σύμπαν, είναι μια ενιαία μη αισθητή οντότητα η οποία διατρέχεται από μη αισθητούς σφαιρικούς στροβίλους πυκνότητας (καμπυλότητας). Οι προβολές αυτών των στροβίλων στον τρισδιάστατο Ευκλείδειο χώρο των αισθήσεών μας γίνεται αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις ως υλική αντικειμενική πραγματικότητα.

Αυτή την νέα άποψη για το τι είναι ύλη εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο οTσάρλς Mιούζες στο βιβλίο του «Συνείδηση και πραγματικότητα». Όπως αναφέρει: «…ένα δέντρο, ένα τραπέζι, ένα σύννεφο, μια πέτρα. Όλα αυτά διαλύονται από την επιστήμη του εικοστού αιώνα σε κάτι που συνίσταται από το ίδιο υλικό. Aυτό το κάτι είναι ένα συνονθύλευμα στροβιλιζόμενων σωματιδίων που υπακούουν στους νόμους της κβαντικής φυσικής. Tούτο σημαίνει ότι όλα τα αντικείμενα που μπορούμε να παρατηρήσουμε είναι τρισδιάστατες εικόνες που σχηματίζονται από κύματα, στάσιμα ή κινούμενα κάτω από την επίδραση ηλεκτρομαγνητικών και πυρηνικών διαδικασιών».

Ενδιαφέρουσες όμως είναι οι απόψεις του Gaston Bachelard περί της ουσίας της έννοιας «ύλη» όπως αυτές παρουσιάζονται στο έργο του «Το νέο Επιστημονικό Πνεύμα». Γράφει ο πολύ γνωστός αυτός Φυσικός:
Ποια από τα φαινομενικά γνωρίσματα της ύλης θα θεωρηθούν σημαντικότερα; Μα βέβαια αυτά που αφορούν την ενέργειά της. Η ύλη πρέπει πριν από όλα να αντιμετωπίζεται ως ένας ενεργειακός μετασχηματιστής, ως μία πηγή ενέργειας.
Μια ολόκληρη επιστημονική σχολή ισχυρίζεται άλλωστε πως η έννοια ύλη της είναι περιττή. …Έτσι η μελέτη της ενέργειας προκαλεί, πιστεύω, μίαν κατάργηση του υλισμού. Θα έλθει η ώρα όταν θα μπορούμε να μιλάμε αντί για ύλη για αφηρημένη διάταξη ενέργειας, για ένα σχηματισμό χωρίς σχήμα.

Η Ανακάλυψη της Αντιύλης

Ο Φυσικός Κόσμος φαινόταν αρκετά τακτικά φτιαγμένος από λεπτόνια καικουάρκς όταν το 1929 ο Άγγλος θεωρητικός φυσικός P. A. Dirac, λύνοντας τις μαθηματικές εξισώσεις του πρόβλεψε την ύπαρξη ενός αγνώστου μέχρι τότε σωματιδίου το οποίο ήταν σαν κατοπτρικό είδωλο του ηλεκτρονίου. Ενώ δηλαδή το ηλεκτρόνιο ήταν αρνητικά φορτισμένο, το νέο αυτό σωμάτιο ήταν θετικά φορτισμένο.

Tο σωμάτιο αυτό ονομάστηκε ποζιτρόνιο (ή θετικό ηλεκτρόνιο), μολονότι θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε αντιηλεκτρόνιο.

Βέβαια ήταν πάρα πολλοί οι διαπρεπείς επιστήμονες εκείνης της εποχής που χλεύασαν τον Dirac.
Όμως το 1932, ο C. Anderson, μπόρεσε να επιβεβαιώσει και πειραματικά την ύπαρξη ποζιτρονίων που θεμελίωσε την έννοια της αντιύλης.

Από εδώ και πέρα οι εξελίξεις ήταν καταιγιστικές αφού το 1955 ανακαλύφθηκε το αντιπρωτόνιο και το φθινόπωρο του 1956 το αντινετρόνιο.

Από τότε, είναι κοινή η πεποίθηση μεταξύ των θεωρητικών φυσικών ότι για κάθε σωμάτιο της ύλης που υπήρχε στο Σύμπαν ή παραγόταν τεχνητά, υπήρχε και το αντισωμάτιό του, συνεπώς στην ύλη αντιστοιχούσε μια άλλη κατοπτρική ύλη με περίεργες ιδιότητες, η αντιύλη.

H ανακάλυψη του ποζιτρονίου, αντιπρωτονίου και αντινετρονίου δημιούργησε στην επιστημονική κοινότητα μια σειρά ερωτημάτων.

H βασική ερώτηση ήταν: «Εφόσον υπάρχουν τα αντίστοιχα αντισωμάτια, γιατί να μην είναι δυνατή η συγκρότηση αντιστοιχείων, όπως αντιυδρογόνου, αντιηλίου κ.ά., και γενικότερα αντιύλης;».

Bεβαίως εξαρχής ήταν γνωστό ότι δεν μπορεί να συνυπάρχει ύλη και αντιύλη, αφού η σύγκρουση σωματίου με το αντισωμάτιό του επιφέρει τον εκμηδενισμό της μάζας τους και τη μετατροπή της σε τεράστια ποσά ενέργειας.

Και στο πρόβλημα αυτό δόθηκε απάντηση όταν το 1995, ο καθηγητής Walter Oelert και οι συνεργάτες του κατόρθωσαν να παρασκευάσουν για πρώτη φορά αντιυδρογόνο. Ήταν η πειραματική επιβεβαίωση της αντίστοιχης θεωρίας.

Για ιστορικούς λόγους, αναφέρουμε την άποψη του M. Goldhaber γύρω από το πώς δημιουργήθηκαν αρχικά τα σύμπαντα ύλης και αντιύλης.

O Goldhaber, αντί του αρχικού υπερατόμου τού Lemaitre υποστήριξε την άποψη ότι πρωταρχικά υπήρχε ένα μοναδικό υπερσωμάτιο, το universon. To υπερσωμάτιο αυτό διαιρέθηκε αμέσως σε δύο σωματίδια, το cosmon και τοanticosmon. Από τα δύο σωματίδια ξεπήδησε αντίστοιχα ο γνωστός μας αισθητός κόσμος της αισθητής ύλης και ο αντικόσμος της αντιύλης, που είναι μη αισθητός και παρατηρήσιμος.

Για το θέμα της αντιύλης, ο αείμνηστος καθηγητής Aστρονομίας του Πανεπιστημίου Aθηνών Δημήτριος Kωτσάκης έγραφε σε άρθρο του το 1963:
O κόσμος της αντιύλης θα πρέπει να έχει τα κύρια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του δικού μας κόσμου. Aν υπάρχουν λογικά όντα, υλικώς θα αποτελούνται από αντιύλη, η μορφή όμως του κόσμου και η έρευνά της από αυτά θα ακολουθεί την πορεία την οποία ακολουθούν οι πειραματικοί και θεωρητικοί επιστήμονες του δικού μας κόσμου, εφόσον θα βρίσκονται στο αυτό σημείο προόδου και πολιτισμού.

Η Ύλη στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία

Όμως το ότι η έννοια της ύλης δεν είναι κάτι το απτό και αντικειμενικά ορισμένο αλλά έξω από την εποπτεία των ανθρώπινων αισθήσεων, το διατύπωσαν πρώτοι οι αρχαίοι Έλληνες της κλασικής περιόδου.

Ο Αναξίμανδρος θεωρεί ότι αρχικά υπήρχε μια πρωταρχική υλική ουσία, έξω από την εποπτεία των ανθρώπινων αισθήσεων η οποία ήταν αθάνατη, και ανώλεθρη. Από την ουσία αυτή δημιουργείται η υλική αντικειμενική πραγματικότητα η οποία αφού διατρέξει έναν κύκλο ζωής επιστρέφει σ’ αυτήν. Την πρωταρχική αυτή ουσία την ταύτισε με την έννοια του απείρου.

Ο Πλάτωνας δίδασκε ότι αρχικά υπήρχε μια πρωταρχική αγαθοποιός ουσία η οποία δεν ήταν δυνατόν να γίνει αντιληπτή από τις ανθρώπινες αισθήσεις παρά μόνο από τον Νου. Την ουσία αυτή την ονόμασε Πρώτη Ιδέα η οποία εκδηλώνεται πρωτογενώς μέσα σε έναν μη αισθητό αλλά νοητικά προσεγγίσιμο Κόσμο των Ιδεών.

Από αυτήν την Πρώτη Ιδέα μέσω κάποιων αιτίων γεννήθηκε η εμπειρική και αντικειμενικά προσεγγίσιμη από τις ανθρώπινες αισθήσεις ύλη.

Τέλος η ύλη κατά τον Αριστοτέλη ήταν κάτι διάφορο από την πραγματωμένη και αισθητή μορφή του κάθε αντικειμένου και αποτελούσε το ακαθόριστο και μη αισθητό στοιχείο που ενυπάρχει δυνάμει μέσα του.

Τι είναι λοιπόν αυτό που οι αισθήσεις μας αντιλαμβάνονται σαν υλική πραγματικότητα;
Κάθε τι γύρω μας το οποίο ονομάζουμε υλικό αντικείμενο δεν είναι τίποτα άλλο από έναν ωκεανό στροβιλιζόμενης μη αισθητής ενέργειας η οποία ξεχύνεται πέρα από τα όρια του σχήματός του μέχρι το άπειρο.

Η ενέργεια αυτή ενώνεται και μπλέκεται με την ενέργεια όλων των σωμάτων του σύμπαντος δημιουργώντας μια ενιαία και αδιάσπαστη ενότητα.

Τα όρια των υλικών αντικειμένων που τα διακρίνουν μεταξύ τους, το χρώμα τους, η σκληρότητά τους, η γεύση τους δεν είναι παρά κατασκευάσματα των ατελών αισθήσεών μας. Μια πλάνη των αισθήσεων.

Το Σύμπαν κι εμείς είμαστε ένα.

Ευτυχισμένες οι γενιές που θα νιώσουν με την Ψυχή και το Νου αυτή την ενότητα. Μια ενότητα Ειρήνης, Γαλήνης και συμπαντικής Αγάπης.