Τα καλά παιδιά και τα παλιόπαιδα
Πανεπιστήμια και πανεπιστημιακές σχολές, όπως τις εννοούμε σήμερα, δεν είχε η Ρώμη. Αν υποθέσουμε όμως ότι είχε, τότε οι σχολές που θα είχαν τη μεγαλύτερη ζήτηση θα ήταν η «Νομική», η «Σχολή Πολιτικών Επιστημών» και η «Σχολή Ευελπίδων». Οι φιλόδοξοι μπαμπάδες της Ρώμης φαντάζονταν τους γιους τους πολιτικούς και αξιωματικούς - για τις κόρες τους δεν είχαν ιδιαίτερες φιλοδοξίες, πέρα από το να τις εξασφαλίσουν έναν «καλό» γάμο, κατά προτίμηση με πολιτικούς και στρατιωτικούς. Οι δυο αυτές σταδιοδρομίες ταίριαζαν άλλωστε με τα πατροπαράδοτα ρωμαϊκά ήθη που, όπως ξέρουμε, τόνιζαν ιδιαίτερα τη ζωή της δράσης, στρατιωτικής ή πολιτικής, και ζητούσαν από τον γνήσιο Ρωμαίο σοβαρότητα χαρακτήρα, αυταπάρνηση, αφοσίωση στην οικογένεια και την πατρίδα, συμμετοχή στα κοινά και αποχή από τις πολυτέλειες που έβλαπταν το σώμα και την ψυχή. Για τους πιο παραδοσιακούς Ρωμαίους οι πολυτέλειες αυτές συμπεριλάμβαναν και την ενασχόληση με τα «γράμματα και τις τέχνες». Παρόλο που η γνωριμία των Ρωμαίων με τον ελληνικό πολιτισμό άλλαξε σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αντιλήψεις, οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις δεν ξέχασαν ποτέ ότι η Ρώμη έγινε μεγάλη και τρανή όχι χάρη στους ποιητές και τους καλλιτέχνες της αλλά επειδή ευτύχησε να έχει διορατικούς πολιτικούς, πεισματάρηδες στρατηγούς και αποφασισμένους στρατιώτες. Και στο σημείο αυτό τόνιζαν τη μεγάλη διαφορά τους από τους Έλληνες.
Μόνο που, καθώς η Ρώμη γινόταν όλο και πιο πλούσια εξαιτίας των στρατιωτικών της κατακτήσεων και καθώς η ελληνική πνευματική ζωή ασκούσε όλο και μεγαλύτερη επίδραση, οι πιο μορφωμένες και εύπορες τάξεις συνειδητοποιούσαν όλο και περισσότερο την αξία του «ευ ζην»· ενώ, καθώς συνήθως συμβαίνει, η νεολαία υιοθετούσε πιο ακραίες και επαναστατικές μορφές αντίδρασης στην «παράδοση». Σε μερικές περιπτώσεις, μάλιστα, αυτή η αντίδραση είχε τον χαρακτήρα επιδεικτικής απόρριψης του παλαιού ρωμαϊκού τρόπου ζωής και σκέψης.
Κάπου στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τα πράγματα είχαν ωριμάσει αρκετά ώστε να συγκροτηθεί μια πνευματική-καλλιτεχνική πρωτοπορία από έναν κύκλο νέων ανθρώπων που αντιμετώπιζαν με δυσπιστία και ειρωνεία την επίσημη κοινωνική ιδεολογία. Έγραφαν ποίηση ακολουθώντας ελληνικά πρότυπα, και κυρίως τα νέα λογοτεχνικά ρεύματα που ξεκινούσαν από την πνευματική πρωτεύουσα του ελληνιστικού κόσμου, την Αλεξάνδρεια· αρνούνταν να γράψουν ποιήματα με εθνικό και ηθοπλαστικό χαρακτήρα και διαμόρφωσαν νέα πρότυπα κοινωνικής συμπεριφοράς με κυρίαρχα συνθήματα την εκλέπτυνση, την κομψή κοινωνικότητα (ας πούμε, το «σαβουάρ βιβρ») και την υψηλού επιπέδου ψυχαγωγία.
Τους νεαρούς αυτούς επαναστάτες άλλοι τους χαρακτήριζαν «μοντερνιστές» και άλλοι τους έβλεπαν απλώς ως «πράκτορες» των ελληνικών ηθών. Μοντερνιστές ή πράκτορες, οι νεαροί αυτοί έδειχναν ορισμένες φορές προκλητική αδιαφορία για την πολιτική και στρατιωτική καριέρα, έφτιαχναν σατιρικούς στίχους για ορισμένους από τους γνωστούς πολιτικούς και στρατηγούς και «έγραφαν στα παλιά τους τα παπούτσια» τις επικρίσεις των μεγαλυτέρων τους. Δεν έγραφαν συνθήματα στους τοίχους, έγραφαν όμως ποιήματα - περίπου σαν κι αυτό:
Μια ζωή την έχουμε, έλα να γλεντήσουμε
κι όσα λεν οι γέροντες ας τα αψηφήσουμε!
Δώσε μου χίλια φιλιά, όμορφη μου κοπελιά,
και ο μήνας έχει εννιά, και ο μήνας έχει εννιά!
Κάτι τέτοια έγραφε, κάπου στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ., ένας από τους πιο διάσημους μοντερνιστές, ο Κάτουλλος, και οι αυστηροί παππούδες κουνούσαν το κεφάλι με νόημα. Γιατί, ενώ οι ρωμαίοι στρατηγοί έλυναν τους αιματηρούς λογαριασμούς τους στα πεδία των μαχών και δολοφονούσαν τη ρωμαϊκή δημοκρατία, ο Κάτουλλος και η παρέα του δεν ήθελαν παρά μονάχα ποίηση, τέχνη και έρωτα.
Όσοι πίστεψαν ότι αυτό ήταν μόδα και θα περνούσε έκαναν λάθος. Η πρώτη γενιά των «επαναστατών» θεμελίωσε γερά μια παράδοση ειρηνικής αντίστασης στο ρωμαϊκό «κατεστημένο». Και όταν ο Αύγουστος, μερικά χρόνια αργότερα, αποφάσισε να ξαναβάλει τους Ρωμαίους στο «μαντρί» της παραδοσιακής ηθικής, μια δεύτερη γενιά μοντερνιστών, ακόμη πιο αποφασισμένη, συνέχισε την αντίσταση.
Ο Αύγουστος και οι «χίπις»
Το ενδιαφέρον είναι ότι ακόμη και προσωπικότητες σαν τον Βιργίλιο -που στην ωριμότητά του δέχτηκε, με τον διακριτικό τρόπο του, να στηρίξει τον Αύγουστο και τις κοινωνικές αλλαγές που εκείνος προωθούσε- γοητεύτηκαν, όσο ήταν νέοι, από την ειρηνική επανάσταση των πρώτων μοντερνιστών και έγραψαν ποίηση που ήταν αποκλειστικά αφιερωμένη στον έρωτα και την τέχνη. Ωστόσο, άλλοι προτίμησαν να μείνουν μέχρι το τέλος ποιητές του έρωτα, ακόμη και αν δεν θέλησαν ποτέ να εναντιωθούν, σε πολιτικό επίπεδο, στο αυγούστειο πρόγραμμα. Έτσι, στα περισσότερα από τα ποιήματα που έγραψαν δεν υπάρχουν αναφορές στα πολιτικά και στρατιωτικά γεγονότα της εποχής· και σε ορισμένες περιπτώσεις αρνήθηκαν ευγενικά να αναλάβουν τον ρόλο του υμνητή του Αυγούστου, όταν ο πανταχού παρών Μαικήνας, διαβλέποντας το ταλέντο τους, τους κάλεσε να γράψουν εθνική ποίηση.
Τέτοια είναι η περίπτωση του Προπέρτιου, που είχε μια πιο χαλαρή σχέση με τον κύκλο του Μαικήνα αλλά, όταν ο τελευταίος του ζήτησε στίχους για τον Αύγουστο και τους άθλους του, τόλμησε να πει «όχι, ευχαριστώ»· και αντί για πανηγυρικό έγραφε:
Για το σιρόκο λέει ο ναυτικός, για βόδια ο ζευγολάτης,
λαβωματιές μετράει ο μαχητής, πρόβατα ο τσομπάνης.
Μα εγώ μιλάω για του έρωτα τον πόλεμο -
καθένας με την τέχνη που κατέχει.
Μία η δόξα: να πεθαίνεις από έρωτα…
Μπορούμε να φανταστούμε την έκφραση στο πρόσωπο του Αυγούστου, όταν έβλεπε δημοσιευμένα τέτοια ποιήματα. Αλλά αυτό δεν ήταν το χειρότερο που μπορούσε να διαβάσει ο Αύγουστος ούτε το πιο εντυπωσιακό από τα ποιήματα που μπορούσαν να γράφουν αυτά τα ατίθασα «παλιόπαιδα».
Μια μέρα ο αυτοκράτορας κάλεσε επειγόντως τον Μαικήνα. Κρατούσε στα χέρια του έναν πάπυρο και ήταν έξω φρενών. «Διάβασε», του είπε, «να δεις πώς υποδέχτηκε η ᾽αντιπολίτευση᾽ το τελευταίο νομοθέτημά μου σχετικά με τον γάμο και την ανάγκη για περισσότερες γεννήσεις. Διάβασε και πες μου τι θα έκανες στη θέση μου.» Η «αντιπολίτευση» ήταν ο Προπέρτιος και ένα καινούργιο ποίημά του που μόλις είχε δημοσιευθεί - και που συζητιόταν πολύ. Ο Μαικήνας, που υποπτευόταν περί τίνος πρόκειται, πήρε ήρεμα τον πάπυρο στα χέρια του και διάβασε φωναχτά (γιατί συνήθως έτσι διάβαζαν στην αρχαιότητα):
Μέγας ο Καίσαρ, αληθώς! Πλην μέγας στρατηλάτης·
στον έρωτα η εξουσία του μηδέν!
Να παντρευτώ, να κάνω απόγονους μόνο και μόνο
για να ᾽χει η Ρώμη στρατιώτες για το μέτωπο! Ποτέ!
Κανείς απ᾽ τη γενιά μου στρατιώτης!
Μόνη μου έγνοια εμένα, η αγάπη.
Ο Μαικήνας δεν διάβασε παρακάτω. Χαμογέλασε μόνο καθησυχαστικά και είπε στον αυτοκράτορα, που τον κοιτούσε επίμονα: «Εντάξει, μας τα είπαν κι άλλοι αυτά, Αύγουστε, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος θα ακούσει τον Προπέρτιο περισσότερο από ό,τι θα ακούσει εσένα.» Έκανε λάθος· ο κόσμος δεν άκουσε τον Αύγουστο, και ο Αύγουστος τελικά αναγκάστηκε να αποσύρει το νομοθέτημα. Ούτε ο αυτοκράτορας ούτε ο υπουργός του ήξεραν πώς ακριβώς να αντιδράσουν σ᾽ αυτό το είδος αντιπολίτευσης· και πολλούς αιώνες αργότερα, τύπους σαν τον Προπέρτιο ο κόσμος τους είπε «αντιρρησίες συνειδήσεως».
Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 ορισμένοι νέοι που διαφωνούσαν με τον παραδοσιακό τρόπο ζωής και σκέψης και είχαν αντιρρήσεις για την πολιτική που ακολουθούσαν οι επίσημες κυβερνήσεις οργανώθηκαν σε κοινοβιακές ομάδες, άφησαν μακριά μαλλιά, φόρεσαν φανταχτερά, πολύχρωμα ρούχα, τραγουδούσαν τραγούδια για την ειρήνη και την αγάπη, διοργάνωναν μεγάλες συναυλίες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, κρατούσαν στα χέρια τους λουλούδια και έλεγαν ότι προτιμούν τον έρωτα από τον πόλεμο. Ήταν οι «χίπις» ή «τα παιδιά των λουλουδιών». Χίπις και παιδιά των λουλουδιών, όσο ξέρουμε, δεν υπήρξαν ποτέ στην αρχαιότητα· ούτε υπήρξαν κινήματα, όπως τα ξέρουμε σήμερα, υπέρ της ειρήνης και της οικολογίας. Οι δημοκρατίες της αρχαιότητας, τόσο η ελληνική της κλασικής εποχής όσο και η περίοδος της ρωμαϊκής δημοκρατίας, μπορούσαν να εγγυηθούν ορισμένες ελευθερίες (που όμως δεν ίσχυαν για τους δούλους), ωστόσο δεν επέτρεπαν την ανάπτυξη μαζικών κινημάτων επειδή και οι ίδιες οι δημοκρατίες δεν ήταν μαζικές. Υπήρχε πάντα μια τάξη οικονομικά προνομιούχων ή παλιά αριστοκρατικά τζάκια που κρατούσαν ζηλότυπα την εξουσία για λογαριασμό τους.
Στις συνθήκες αυτές μόνο οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, όταν δεν αποτελούσαν μέρος της πολιτικής εξουσίας, μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις επιλογές και τις πράξεις της εξουσίας. Ένα άλλο σημαντικό πρόβλημα, και ταυτόχρονα μια κρίσιμη διαφορά από τη σύγχρονη πραγματικότητα, ήταν ότι αυτοί που γνώριζαν γραφή και ανάγνωση αποτελούσαν μειοψηφία· και ακόμη λιγότεροι ήταν αυτοί που, εκτός από απλή γραφή και ανάγνωση, μπορούσαν να διαβάσουν ποίηση και φιλοσοφία. Έτσι, ακόμη και οι αμφισβητήσεις που προέρχονταν από φιλοσόφους και ποιητές δεν ήταν δυνατόν να «περάσουν» στον πολύ κόσμο και να διαφωτίσουν τις λαϊκές μάζες. Γι᾽ αυτό τον λόγο, οι αντιρρήσεις του Προπέρτιου, και άλλων ποιητών της εποχής του Αυγούστου που δήλωναν ανορθόδοξες προτιμήσεις, δεν μπορούσαν με κανέναν τρόπο να υποθάλψουν μια ευρύτερη, λαϊκή αντίδραση στα σχέδια του Αυγούστου.
Εδώ, όμως, θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και έναν άλλον παράγοντα, που δεν είναι άσχετος με τα προηγούμενα. Στα πρώτα χρόνια της εξουσίας του Αυγούστου, οι ποιητές είχαν ακόμη τη δυνατότητα να λένε ορισμένα πράγματα «έξω από τα δόντια» χωρίς να κινδυνεύουν άμεσα από την οργή του αυτοκράτορα. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια ο αυτοκράτορας γινόταν όλο και πιο καχύποπτος απέναντι σε πρόσωπα που εξέφραζαν διαφωνίες με την πολιτική και το καθεστώς του. Όσοι το αντιλήφθηκαν αυτό εγκαίρως φρόντισαν να σιωπήσουν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Κάποιοι άλλοι όμως φέρθηκαν επιπόλαια και πλήρωσαν βαρύ τίμημα. Ο ποιητής Οβίδιος είναι ο πιο διάσημος «μάρτυρας» αυτής της υπόθεσης.
Ο άνθρωπος που έπαιζε με τη φωτιά
Γεννήθηκε το 43 π.Χ. στην ιταλική επαρχία και ήρθε στη Ρώμη σε πολύ νεαρή ηλικία. Παρά τις επίμονες προειδοποιήσεις του πατέρα του ότι ο Όμηρος δεν έβγαλε ούτε μισό ευρώ από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, ο Οβίδιος προτιμούσε να γράφει ποιήματα παρά να ακολουθήσει την πολιτική σταδιοδρομία για την οποία τον προόριζαν.
Όταν το 31 π.Χ. ο Οκταβιανός έλυσε τους λογαριασμούς του με τον Αντώνιο στο Άκτιο και έγινε το μοναδικό αφεντικό της Ρώμης, ο Οβίδιος ήταν μόλις 12 χρόνων, πράγμα που σημαίνει ότι, αντίθετα με τον Βιργίλιο ή τον Οράτιο, δεν αισθάνθηκε ποτέ τη φρίκη των εμφυλίων πολέμων - και αυτό ήταν καθοριστικό για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. Νέος, ωραίος και άνετος κυκλοφορούσε στους κοσμικούς και πνευματικούς κύκλους της πρωτεύουσας απολαμβάνοντας τα αγαθά της ειρήνης και της ευημερίας - αλλά και τις ευκαιρίες της μεγάλης πόλης. «Συγχαίρω τον εαυτό μου που ζω στη σύγχρονη εποχή· δεν με ενδιαφέρουν τα παλιά,» έλεγε και ξανάλεγε. Γνώρισε όλους σχεδόν τους μεγάλους ποιητές της εποχής του Αυγούστου και είχε αποστηθίσει τα ποιήματα τους - κυρίως τα ερωτικά. Έτσι, άρχισε να εκδίδει ερωτικές συλλογές και ο ίδιος. Γνώρισε τεράστια επιτυχία. Οι συλλογές του η μία μετά την άλλη γίνονταν «μπεστ σέλερ» και ήταν περιζήτητος στα λογοτεχνικά σαλόνια.
Πώς να ζητήσεις από έναν «πλέι μπόι» σαν τον Οβίδιο ποίηση με εθνικό περιεχόμενο; Και τι είδους εθνική ποίηση μπορούσε να περιμένει κανείς από έναν ποιητή ο οποίος, σε κάποιο ποίημα όπου υποτίθεται ότι καταγγέλλει την πρακτική των εκτρώσεων, γράφει: «Γιατί να κάνεις έκτρωση, κυρία μου; Σκέψου λιγάκι τι θα γινόταν αν όλες οι Ρωμαίες έκαναν αυτό που κάνεις εσύ: ο μέγας Αύγουστος θα είχε μείνει έμβρυο - και μάλιστα κακοποιημένο.» Αν έχεις τέτοιους «υμνητές», τι να την κάνεις την αντιπολίτευση.
Η επιτυχία των πρώτων ερωτικών ποιημάτων (που είναι γραμμένα στο λεγόμενο «ελεγειακό δίστιχο») έκανε τον Οβίδιο διάσημο - και απρόσεκτο. Έτσι, κάπου προς το τέλος της προχριστιανικής χιλιετίας (ίσως το 2 π.Χ.), είχε την έμπνευση να γράψει όχι απλώς ελεγείες όπου μιλούσε για τον έρωτα αλλά ένα μεγάλο ποίημα όπου έδινε ερωτικές συμβουλές στους νέους και τις νέες της Ρώμης - την περίφημη Ερωτική Τέχνη. Είναι αλήθεια ότι ο αυτοκράτορας δεν αντέδρασε αμέσως· αλλά, όπως φάνηκε αργότερα, δεν ξέχασε κιόλας, και όταν βρήκε μια καλή αφορμή (κανείς δεν μας λέει καθαρά τι είδους αφορμή, και ο ίδιος ο Οβίδιος «μασάει τα λόγια του») πήρε τη μοιραία για τον ποιητή απόφαση. Το 8 μ.Χ. διέταξε την απαγόρευση της κυκλοφορίας του ποιήματος, έκαψε όλα τα αντίτυπα που βρίσκονταν στις δημόσιες βιβλιοθήκες και έστειλε τον ίδιο τον Οβίδιο στην εξορία, στη δυτική ακτή της Μαύρης Θάλασσας, ανάμεσα στους βάρβαρους Γέτες, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η Κονστάντζα της Ρουμανίας.
Αυτή είναι μια από τις πιο γνωστές περιπτώσεις λογοκρισίας στον αρχαίο κόσμο. Ανάλογα περιστατικά με λογοκρισίες, απαγόρευση κυκλοφορίας και κάψιμο βιβλίων γνωρίζουμε, βέβαια, και από τα κατοπινά χρόνια. Στον Μεσαίωνα εκτός από το βιβλίο μπορούσαν να ρίξουν στην πυρά και τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Αύγουστος δεν έκαψε τον Οβίδιο· απλώς τον καταδίκασε να αργοπεθαίνει για εννιά ολόκληρα χρόνια.
Γράμμα από τη Μαύρη Θάλασσα
Καλή μου,
Εδώ και πέντε μέρες βρίσκομαι απομονωμένος μέσα στο σπίτι μου. Χιονίζει συνεχώς και ο μανιασμένος βοριάς έχει παγώσει τα πάντα. Από το στενό παράθυρο βλέπω αραιά και πού ανθρώπους τυλιγμένους με δέρματα να περνούν σκυφτοί και βιαστικοί και να χάνονται μέσα στην καταχνιά. Ο μόνος άνθρωπος που μιλάω είναι ο Γέτης που με εφοδιάζει κάθε πρωί με τρόφιμα και κούτσουρα για το τζάκι. Μεγαλώνει μέσα μου ο φόβος ότι αυτός θα είναι ο τελευταίος χειμώνας μου· και η απόγνωσή μου γίνεται ακόμη μεγαλύτερη όταν προσπαθώ να πιάσω τη γραφίδα αλλά νιώθω τα δάχτυλα του χεριού μου μουδιασμένα, παράλυτα από την παγωνιά.
Πέρασαν κιόλας πέντε χρόνια από την πικρή εκείνη μέρα που ο κεραυνός του αυτοκράτορα έπεσε απρόσμενος πάνω στη ζωή μου. Δεν κατάλαβα ακόμη, και ίσως να μην καταλάβω ποτέ, τι έκανα για να αξίζω αυτή την εξορία. Αναρωτιέμαι συχνά αν ήταν πράγματι τα ερωτικά μου ποιήματα που εξώθησαν τον Αύγουστο σ᾽ αυτή την απόφαση ή αν είμαι εγώ το εξιλαστήριο θύμα για όλα αυτά που του πήγαν στραβά. Ό,τι από τα δύο κι αν είναι, νιώθω ότι έγινα θύμα μιας τυφλής και άδικης μανίας· νιώθω εγκαταλειμμένος από ανθρώπους και θεούς· νιώθω ότι αόρατες δυνάμεις παίζουν μαζί μου ένα παιχνίδι όπου το τέλος θα είναι η τρέλα ή ο θάνατος.
Και δεν ξέρω αν είναι τρέλα ή θάνατος που εγώ, ο Οβίδιος, πρώην κάτοικος Ρώμης και ο πιο πιστός θαυμαστής της λαμπρότερης πόλης που γνώρισε ως σήμερα ο κόσμος, παραδέρνω τώρα χωρίς την αγάπη σου και χωρίς τα αγαπημένα μου πρόσωπα ανάμεσα σε φυλές και ανθρώπους που γεννήθηκαν και ζουν μακριά από τον πολιτισμό· που ρημάζω και λιώνω σε αφιλόξενα και βάρβαρα λημέρια ανοιχτά στον σκυθικό βοριά και τη μανία των ληστών - εγώ που έζησα και τραγούδησα τη θέρμη και την ηδονή του ρωμαϊκού καλοκαιριού.
Ναι, θα το πω γιατί είναι αλήθεια: σχεδόν ξέχασα τη λατινική γλώσσα· και κάθε φορά που καταπιάνομαι να γράφω κάτι θαρρώ πως δεν την ήξερα ποτέ ή πως την ήξερα σε μιαν άλλη ζωή - και δεν ξέρω αν αυτή την άλλη ζωή την έζησα στην πραγματικότητα ή σε κάποιο μισολησμονημένο όνειρο. Έμαθα όμως να μιλώ τις λιγοστές και σκληρές λέξεις της ντόπιας λαλιάς, για να μην αισθάνομαι βουβός ή θηρίο. Και ίσως για τον Οβίδιο αυτό να είναι η πιο αβάσταχτη από τις αβάσταχτες συμφορές που του έλαχαν.
Παρ᾽ όλα αυτά, μπορώ ακόμη να θυμηθώ αυτά που σου έγραφα την τελευταία φορά. Λησμόνησες να μου απαντήσεις ή κάποια συμφορά βρήκε τον αγγελιοφόρο που περιμένω εδώ και μήνες; Μίλησες με τον Κόιντο και τον Σήστιο; Τους παρακάλεσες να ζητήσουν ακρόαση από τον Αύγουστο; Είναι και οι δυο τους έμπιστοι, αλλά έχει περισσότερη σημασία που τους εμπιστεύεται εκείνος.
Κουράστηκα να αναρωτιέμαι. Ήμουν τάχα ο μόνος που έγραφα ποίηση για τον έρωτα; Γιατί, πριν από μένα, δεν τιμωρήθηκε ο Προπέρτιος; Γιατί τόσοι και τόσοι λογοτέχνες που προτίμησαν να μιλήσουν για τα ίδια πράγματα που τραγούδησα κι εγώ δεν χρειάστηκε ποτέ να απολογηθούν και να πληρώσουν; Για έρωτες δεν μίλησαν ακόμη και οι αγαπημένοι του αυτοκράτορα, ο Βιργίλιος και ο Οράτιος; Γιατί ήμουν μόνο εγώ ο διαφθορέας της ρωμαϊκής νεολαίας, αυτός που υπονόμευε τα σχέδια και την πολιτική του αυτοκράτορα; Δεν βρίσκω απάντηση και κουράστηκα να αναρωτιέμαι.
Σε αγαπώ και ξέρω πως σαν γυναίκα μου μένεις πάντα πιστή στην αγάπη που μας ένωσε. Όμως τώρα πάω να ξεχάσω ακόμα και τη μορφή σου. Ξεθώριασε η όψη των φίλων μου· οι ήχοι και τα χρώματα της Ρώμης σβήνουν κάθε μέρα στο βάθος του βάρβαρου ορίζοντα που κλείνει γύρω γύρω τη μίζερη ζωή μου. Λένε πως η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Αν αυτό είναι αλήθεια, δεν ισχύει για μένα· γιατί εγώ ζω, όπως ζω, και μετά την τελευταία πεθαμένη ελπίδα μου.
Χαίρε
Αυτή τη φορά ο Αύγουστος δεν δάκρυσε· και ο διάδοχός του έμεινε το ίδιο αδιάφορος. Ο Οβίδιος έσβησε μόνος και ξεχασμένος καθώς από εκείνο το στενό παράθυρο, γερασμένος πριν την ώρα του, έβλεπε τον άδειο ορίζοντα. Φτάσαμε κιόλας στα 17 μ.Χ.
Και ο Αύγουστος είχε πεθάνει τρία χρόνια νωρίτερα χωρίς να καταλάβει ποτέ ότι κάποιοι ποιητές προτιμούσαν απλώς να γράφουν το RΟΜΑ (Ρώμη) ανάποδα: ΑΜΟR (Έρωτας).