Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Όσιος Αθανάσιος ο Πάριος - Ο φωτοσβέστης κι εχθρός της Ελληνικής Επαναστάσεως!

 

Αθανάσιος ο ΠάριοςΟ Αθανάσιος ο Πάριος (πραγματικό όνομα Αθανάσιος Τούλιος), έζησε κατά τον 18ο και 19ο αιώνα (1721-1813) και υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους ταγούς της Εκκλησίας, καθώς κι ένας εκ των κυριότερων -ίσως ο κυριότερος- πολέμιων του Διαφωτισμού, των φιλελεύθερων και επαναστατικών ιδεών.

Ξεκίνησε τις σπουδές του στη Σμύρνη και συνέχισε στο Άγιο Όρος κοντά στον Ευγένιο Βούλγαρη, με την παρότρυνση του οποίου ανέλαβε αργότερα την διεύθυνση της σχολής του Γένους στη Θεσσαλονίκη. Αργότερα θα επιστρέψει στο Άγιο Όρος, όπου και θα χειροτονηθεί πρεσβύτερος. Η συμμετοχή του όμως στο «κίνημα των Κολλυβάδων» (ήταν αντίθετοι στην τέλεση μνημοσύνων με κόλλυβα κατά την Κυριακή, επειδή, υποτίθεται, αμαυρώνονταν ο αναστάσιμος χαρακτήρας της -τέτοια «σοβαρά» προβλήματα ταλάνιζαν τους ιερωμένους), οδήγησε στον αποσχηματισμό του ως αιρετικού, το 1776. Αυτό όμως δεν θα τον εμποδίσει να συνεχίσει το συγγραφικό του έργο, πιστός στην ορθόδοξη παράδοση.

Όπως κι ο Κοσμάς ο Αιτωλός, έδινε θεολογική κάλυψη στη σκλαβιά και τον οθωμανικό ζυγό κι έκανε ό,τι μπορούσε, σύμφωνα και με τη γραμμή του Πατριαρχείου, για να «κρατά τους ραγιάδες σε ησυχία», ενώ κατά μία σοβαρή εκδοχή, φέρεται να ήταν το δικό του χέρι που έγραψε την «Πατρική Διδασκαλία», ένα εμετικό και κατάπτυστο φιλότουρκο κείμενο, ένα μνημείο ραγιαδισμού.

Η μισαλλοδοξία κι ο φανατισμός, είναι διάχυτα στοιχεία στα έργα του και, σε αντίθεση με ό,τι προστάζει το αποκαλούμενο «χριστιανικό ήθος», ο Πάριος δεν φείδεται βαρύτατων χαρακτηρισμών και ύβρεων εναντίον όσων θεωρεί αντιπάλους του...

Το 1798 στο νεοσύστατο πατριαρχικό τυπογραφείο τυπώνει την «Χριστιανική απολογία «Το 1802 τυπώνει το «Αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων». Κατά τον συγγραφέα των ανωτέρω βιβλίων η Ευρώπη είναι βόρβορος ακολασίας, η πρόοδος των επιστημών πηγή αθεΐας οι νέοι φιλόσοφοι «αντίχριστοι»; Κοντά στην αθεΐα μετοχετεύουν στις ψυχές και το «δολερόν φαρμάκι της αποστασίας». Ακόμη καταγγέλλει ότι οι νέοι τούτοι φιλόσοφοι κρατούν «βιβλίον αποστασίας εις την αριστερά και μάχαιραν εις την δεξιάν». Επίσης γράφει: «το γένος των Ελλήνων είναι άξιον περιφρονήσεως και ταλανισμού, όχι διότι του έλειψαν οι Ηράκλειτοι, οι Πυθαγόριαι, οι Πλάτωνες, και οι Αριστοτέλεις και οι τιούτοι άλλοι μετεωρολέσχαι, αλλά διότι έλειψαν οι Αθανάσιοι, οι βασίλειοι, οι Κύριλλοι».
Το 1805 ο Πάριος γράφει ένα ακόμη λίβελο με τον τίτλο «Νέος Ραψάκης», ανταπάντησηστην «Αδελφική Διδασκαλία «του Αδαμάντιου Κοραή, και υπεραπολογία της «Πατρικής Διδασκαλίας» των Πατριαρχείων. Στόχος του οι «Ελληνόφρονες» οι δήθεν «ζήλω διαπύρω κινούμενοι υπέρ της ελευθερίας του Γένους». Στο ίδιο βιβλίο εκφέρεται υβριστικά και απαξιωτικά προς τον Ρήγα και το επαναστατικό μανιφέστο του. Επειδή ο Ρήγας στο μανιφέστο του είχε ως έμβλημα το ρόπαλο του Ηρακλέους, ο Πάριος γράφει: «βιβλιάριον εξέδωκαν “Ρόπαλον του Ηρακλέους” αυτό ονομάσαντες, οι ελληνόφρονες, βιβλίον δηλαδή διεργετικόν, ερεθιστικόν, παρακινητικόν, ώστε πάντες οι απανταχού χριστιανοί, εν ρητή ημέρα, να δείξουν του Ηρακλέους την αλκήν εναντίον των τυραννούντων αυτούς, και τα εξής. Ο νοών νοείτω. Η Θεία πρόνοια ηλέησε το γένος των χριστιανών και προτού να διαδοθούν εις τον κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα, έκαμε και εφανερώθει η αντίθεος αύτη σκευωρία, και παρεδόθησαν εις το πυρ, και οι κατά των ιδίων δεσποτών την κοινήν και καινήν ευτρεπίσαντες μάχαιραν, μάχαιραν εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών».
Τέτοια νοοτροπία και τέτοια δημοσιεύματα είχαν να αντιμετωπίσουν ο Κοραής, ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» και οι άλλοι «ελληνόφρονες» της εποχής.
Η χρήση από τον Πάριο της προσφιλούς για τους χριστιανούς λέξης «μάχαιραν» που συναντάμε πολλάκις στα ευαγγέλια και στη παλαιά διαθήκη δείχνει άνθρωπο αιμοδιψή, ο δε θάνατος του Ρήγα και το κάψιμο του μεγαλύτερου μέρους των φυλλαδίων της διακήρυξης του φαίνεται τον ικανοποίησε σφόδρα.
Δεν δίσταζε πολλές φορές να χρησιμοποιεί ακόμη και την έκφραση «ντρέπομαι γιατί είμαι Έλληνας», και με το άξιοι μαχαίρας οι «Ελληνόφρονες», έδειχνε πόσο μεγάλος ανθέλληνας ήταν. Αυτόν τον μισέλληνα η εκκλησία της Ελλάδος έσπευσε και τον αγιοποίησε.
Ο Πάριος αποτελεί την πλέον χαρακτηριστική μορφή της νοοτροπίας των ρασοφόρων που το ρολόι του μυαλού τους έχει σταματήσει στους αιματοβαμμένους πρωτοχριστιανικούς χρόνους, και δεν θα δίσταζαν να επαναλάβουν και σήμερα τις τότε εγκληματικές τους πράξεις. Γι’ αυτούς η Δημοκρατία η ελεύθερη σκέψη και έκφραση είναι έγκλημα. Οι άνθρωποι αυτοί είναι διανοητικώς ανάπηροι διότι βάζουν τα παραμυθία του Μωυσή πάνω από τη σύγχρονη σκέψη και τη σύγχρονη επιστήμη.

Στο βιβλίο του «Αλεξίκακον φάρμακον», στρέφεται εναντίον του Βολτέρου, κεντρική μορφή του Διαφωτισμού. Σε αντίθεση με τους Έλληνες εθνικούς που «εστάθησαν εναντίοι των αγίων Γραφών», ο Πάριος δεν αναγνωρίζει κανένα ελαφρυντικό στον «παράφρων», «παμμίαρο» και «άσπονδο εχθρό του Ιησού Χριστού», Βολτέρο, επειδή «ούτος ο κατάρατος εγεννήθη χριστιανός και έναν μόνο Θεό τρισυπόστατο εδιδάχθη»:

Δεν είναι παράξενον, εις τας Αθήνας, ακούσαντες οι Αθηναίοι του Παύλου, οπού εκήρυττεν την εκ νεκρών Ανάστασιν του Ιησού, επεριγέλων και εχλεύαζον αυτόν, δεν είναι λέγω παράξενον τούτο, διατί ήσαν εθνικοί Έλληνες ανήκουστοι ολότελα, και στερημένοι από το φως της αποκαλύψεως, ήτοι των θείων Γραφών.
[...]
Εστάθησαν εναντίοι των αγίων Γραφών, και άλλοι, όμως όχι χριστιανοί, αλλ' Έλληνες εθνικοί, οίον κάποιος Κέλσος, κάποιος Πορφύριος Τύριος, και άλλοι· αλλ' είχον εκείνοι λόγον να φανούν πολέμιοι του Ευαγγελίου, διατί το Ευαγγέλιον, και απλώς όλη η θεία Γραφή ανέτρεπε τον ελληνισμόν, τον οποίον επρέσβευον, όχι μόνο με λόγους και συγγράμματα, αλλά και με διωγμούς και αίματα, αλλ' ούτος ο κατάρατος εγεννήθη χριστιανός και παιδιόθεν έναν μόνο Θεόν τρισυπόστατον εδιδάχθη· όθεν και καμμίαν αιτίαν δεν είχε να φέρεται κατά του Χριστιανισμού, και να αναιρή τα βιβλία οπού συσταίνουσιν τον Χριστιανισμόν, έξω μόνον μίαν άκραν κακίαν κατά του Ιησού Χριστού, ωσάν να τω έκαμε τα μέγιστα κακά.



Το 1798, στο κείμενο «Απολογία χριστιανική», το οποίο όπως διευκρινίζεται στον υπότιτλο, γράφτηκε ανωνύμως και «αξιώσει του Παναγιωτάτου και Θειοτάτου Πατριάρχου Γρηγορίου» (Ε'), ο Πάριος χαρακτηρίζει «αιρετικούς» και «άθεους», όσους κηρύσσουν τον λόγο της «ψευδώνυμης» ελευθερίας και προειδοποιεί για τις συνέπειες:

(Έχουν) σκοπόν και απόφασιν να εξαπλώσουν πανταχού, την θνητοψυχίαν, την ασέβειαν, την αθεΐαν, προβάλλοντες μεν εις τα πλήθη το ψευδώνυμον όνομα της λιμπερτάς, ήγουν ελευθερίας, σπέρνοντες δε όπου φθάσουν, φθοράς, αφανισμούς, λεηλασίας, ακαταστασίας και αρπαγάς· ωχ, τί να ειπώ; και τί να βοήσω; το κακόν είναι απερίγραπτον, είναι ανεκδιήγητον, τα αθεώτατα άρματα νικώσι, προχωρούσι, θριαμβεύουσι, τα δένδρα της αθεΐας (έτσι πρέπει να λέγωνται ορθότερον) πανταχού φυτέυονται και ριζώνουσι, και ο σταυρός του Χριστού (φεύ) ξερριζώνεται, και ατίμως εκβάλλεται.



Στη συνέχεια, καλεί προς εξέταση την «πολυθρύλλητον τούτην ελευθερίαν» και εκθέτει τις απόψεις του γι' αυτήν:

Η ελευθερία λοιπόν είναι δύω λογιών, η μία είναι της ψυχής, η άλλη του σώματος· εξετάζοντες δε και εις τα δύω την φύσιν της ελευθερίας, ευρίσκομεν και είναι η αδουλωσύνη, ήγουν το να μη γνωρίζη τινάς καμμίαν εξουσίαν επάνω εις τον εαυτόν του, ουδέ από άλλον να προστάζηται. Αλλ' αυτό ο ίδιος να είναι μόνος κύριος και εξουσιαστής εις τον εαυτόν του, και όχι κανένας άλλος εις τον κόσμον.

Και λοιπόν όταν το είναι της ελευθερίας είναι τοιούτον, ώστε να μην υπόκειται εις κανέναν δεσπότη ο άνθρωπος, εγώ απόφημι, ήτοι αρνούμαι τοις όλοις το καθολικό δόγμα εκείνο των αφρονεστάτων αθέων, ότι δηλαδή οι άνθρωποι γεννώνται εις τον κόσμον ελεύθεροι, μάλιστα και λέγω, και διισχυρίζομαι, και αποδεικνύω, πως δεν δίδεται εις τον κόσμο μία τοιαύτη ελευθερία, αλλά και γεννώνται και ζώσιν εις τον κόσμον κατά πολλούς τρόπους δούλοι οι άνθρωποι.

Και παρευθύς, διά να μην χασομερώμεν, τίς έχωντας σώας τας φρένας δεν ομολογεί πως όλη η ανθρώπινος φύσις, ωσάν δημιούργημα και ποίημα οπού είναι, είναι ομού με όλα τα κτίσματα δούλη του Θεού του δημιουργού και δεσπότου όλων; [...] Λοιπόν δούλοι είναι και οι άνθρωποι του Θεού, καθώς και τα λοιπά κτίσματα. Και τόσον είναι αληθινόν, πως είναι δούλος ο άνθρωπος, ώστε οπού, όταν αγνωμονή, και δεν κάνη το προσταττόμενον, τρώγη και δαρμόν, και δαρμόν μάλιστα αιώνιον.
[...]
Μωροί λοιπόν και άφρονες είναι εκείνοι, οπού και με το στόμα λέγουσι, και εν τάξει νόμου αποφασίζουσι, πως οι άνθρωποι γεννώνται ελεύθεροι. Της Επικούρου αγέλης είναι θρέμματα οι τοιαύτα λέγοντες, άθεοι, θνητόψυχοι, αποστάται των ουρανίων νόμων, αντάρται της θείας μεγαλειότητος, άξιοι να μισώνται και να βδελύσσωνται από όλα τα κτίσματα, ως εχθροί του δημιουργού και δεσπότου των όλων Θεού.
[...]
(Ο μωρός λαός) με το κήρυγμα της ελευθερίας βλέπει τον εαυτόν του, έξω από κάθε ανθρωπίνην εξουσίαν, την οποίαν έπειτα ονομάζει τυραννίαν, και ας μην είναι και τυραννία. Με το κήρυγμα της ισότητος, φαντάζεται ο υδροφόρος και ο τους κοπρώνας καθαίρων, τον εαυτόν του ίσον με τους πλέον υψηλούς και υπερλάμπρους εις την ευγενείαν, αλλ' ω μάταιοι και ανόητοι άνθρωποι, τί κέρδος πιθήκω, ει δοκεί λέων είναι, κατά τον θεολόγον Γρηγόριον; αν η μαϊμού λέγει, φαντάζεται, πως είναι λεοντάρι, τί διάφορον έχει από τη φαντασία εκείνην;
[...]
Όλη η θεία Γραφή, εις την οποίαν μέσα περιέχεται η χριστιανική πίστις, διδάσκει τους εδικούς της μαθητάς, ήγουν τους χριστιανούς, να φυλάττουν με όλη την αλήθειαν, υποταγήν, και υπακοήν και σέβας εις τους βασιλείς και ηγεμόνας των πόλεων.



Ακολούθως, ο Πάριος, ο οποίος ασφαλώς, σε άλλες εποχές, θα διέπρεπε ως ιεροεξεταστής, εκφράζει την απογοήτευσή του επειδή «ο νόμος της χάριτος δεν συγχωρεί θάνατον την σήμερον» και προτείνει εναλλακτικές λύσεις καταπολέμησης των «αιρετικών» και των «άθεων», που διαβρώνουν τις κοινωνίες με τις απόψεις τους περί ελευθερίας και ισονομίας:

Ημπορεί όμως η ποινή να γίνηται, εις τα μιαρά εκείνων συγγράμματα, ήτοι να κατακρίνονται, και να καίωνται, καθώς οι ιεραί Σύνοδοι προστάζουσιν. Ό,τι παρά τη θεία Γραφή, εξίσου είναι μισητά, και ο ασεβών και η ασέβεια αυτού.



Στον επίλογο του κειμένου, ο Πάριος συμβουλεύει τους χριστιανούς να καθίσουν ήσυχοι στ' αβγά τους, ζώντας «χριστιανικά κατά το θέλημα του Θεού» και να μην παρασύρονται από τις σειρήνες των άθεων φιλοσόφων, αλλά να μένουν πιστοί στα προστάγματα της Εκκλησίας:

Λοιπόν, χριστιανοί αδελφοί, επειδή ο σκοπός και το τέλος του παρόντος μου ταπεινού λόγου είναι να σας συμβουλεύσω ως αδελφός ζηλωτής, και να σας νουθετήσω, ως πρεσβύτερος κατά την ηλικίαν, να φυλάττητε καλώς την αγιωτάτην ημών θρησκείαν, διά τούτο σας παρακαλώ να θελήσητε να μου ακούσητε, πρώτον όσον είναι δυνατόν να ζήτε, τί λογής; Φθάνει να πω χριστιανικά, ήτοι κατά το θέλημα του Θεού. Ότι όταν έτσι ζήτε, και απέχεσθε από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, ποία αμφιβολία, πώς με τρόπον τούτον θέλετε μένει στερεοί εις την πατροπαράδοτον ευσέβειαν; επειδή ανίσως, κατά τους θείους πατέρας, και καθώς το ζωντανό παράδειγμα των Γάλλων μας διδάσκουν, ο φαύλος βίος, φαύλα γεννά δόγματα. Φανερόν ότι η ενάρετος πολιτεία, φυλάττει τον άνθρωπον, και δεν τον αφήνει να πλανηθή μακράν από την αλήθειαν.
[...]
Αδελφοί ας μην ξεμακρύνουμε από την ανάγνωσιν των αγίων πατέρων και διδασκάλων της εκκλησίας, διατί εκείνοι μας θερμαίνουσι την ψυχήν, προς την μελέτην των θείων Γραφών. Ηξεύρω να ειπώ διά βέβαιον, ότι πολλοί σπουδαίοι από την μακράν συνήθειαν οπού κάμνουν εις τα ελληνικά και μάλιστα εις τον κατάπτυστον και βρωμερόν Λουκιανόν, ύστερον αηδιάζουσι να πιάσουν εις τα χείρας των βιβλίων εκκλησιαστικόν. Και κατά αλήθειαν εμπράκτως είδομεν ότι τούτο εστάθη εις πολλούς αίτιον ψύχρας θανασίμου προς τα θεία, και τελευταίον και απωλείας της εσχάτης, ήγουν αθεΐας παραίτιον, ότι και οι σοφοί της Ευρώπης αν εξετάσωμεν ακριβώς εντεύθεν κάνουσιν αρχήν του αθεΐσμού. Από την αρχή της σπουδής των, οπού είναι η γραμματική, έως το έσχατον τέλος της φιλοσοφίας, Θεού έννοια και λόγος ουδαμού γίνεται ή ακούεται· άλλο δεν βλέπουσιν, άλλο δεν ακούουσι, και άλλο δεν είναι εις τον νουν τους, πάρεξ αριθμοί, γραμμαί, σχήματα, κώνοι, κύλινδροι, πυραμίδες, τηλεσκόπια, πλάνητες, σώματα, μόρια, ύλη, φύσις. Θεού δε λόγος ή έννοια ουδαμού.
[...]
Μην ακούετε τους φιλοσόφους, φιλοζόφους μάλλον ειπείν, αλλά τους θείους Αποστόλους· μη τους φαυλοβιωτάτους και εξωλεστάτους, αλλά τους σωφρονεστάτους, τους ασκητικωτεστάτους, τους αγιωτάτους· μη τους αμαθεστάτους κατά τα θεία, αλλά τους θεοσόφους και πνευματοφόρους· μη τους θνητοψύχους και υλόφρονας· μη τον αθεώτατον και βρωμερώτατον Βολταίρ, αλλά τον θεάνθρωπον Ιησού...
[...]
Λοιπόν χριστιανοί αδελφοί προς εσάς στρέφω του λόγου το τέλος· προς εσάς οπού ευρίσκεσθε μέσα εις την κιβωτόν του Θεού την αγίαν μας εκκλησίαν, προς εσάς τα τέκνα του Θεού, βοώ και λέγω με όλον τον αδελφικόν ζήλον αδελφοί, αν θέλητε να γλυτώσητε από τον κατακλυσμόν της ασεβείας, μέσα στέκεσθε εις την κιβωτόν, μην ευγαίνετε έξω από την κιβωτόν, ήγουν εις τα όρια της εκκλησίας μένετε· δηλαδή εις τα προστάγματά της πείθεσθε, εις τα εντολάς της, αποστρεφόμενοι κάθε λογισμό απειθείας.



Το 1802, στο έργο του «Περί της αληθούς φιλοσοφίας» (πλήρης τίτλος: «Περί της αληθούς φιλοσοφίας, ή αντιφώνησις προς τον παράλογον ζήλον των από της Ευρώπης ερχομένων φιλοσόφων και επί αφιλοσοφία το ημέτερον γένος ανοήτως οικτειρόντων»), το οποίο ο Πάριος υπέγραψε με το ψευδώνυμο «Ναθαναήλ Νεοκαισαρεύς», εκτόξευσε όσα βέλη διέθετε, τόσο προς την αρχαιοελληνική παιδεία, όσο και προς στον Διαφωτισμό, γενικότερα δε εναντίον της γνώσης και των επιστημών. Κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα...

Κεφάλαιο Α': Εστιάζοντας κυρίως στην προσωπική ζωή των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, ο Πάριος τους απονέμει και τα «παράσημα» των «εξωλεστάτων» και «ρυπαρών υποκειμένων»:

Πάντες λοιπόν οι τε παλαιοί και οι νέοι των Ελλήνων φιλοσόφων, μέχρι λόγων μόνον εφιλοσόφουν και μέχρι λόγων ετίμων και εδίδασκον την αρετήν, δούλοι εν τοις έργοις εξελεγχόμενοι των παθών προθυμότατοι. Τούτους δε τους κατά μεν την θρησκείαν τυφλούς, κατά δε την πράξιν εξωλεστάτους αναδέχονται την τιμήν να συστήσωσιν ημίν ως προαγωγούς της του Γένους ευδαιμονίας οι παράλογοι της φιλοσοφίας ζηλωταί, οι οικτείροντες το ημέτερον Γένος επί αφιλοσοφία, ο έστιν επί σπάνει των αθλίων και ρυπαρών τούτων υποκειμένων.



Κεφάλαιο Β': Αφού θυμίζει πως ο «μακάριος Παύλος» δίδαξε πως «τα μωρά τού κόσμου εξελέξατο ο Θεός, ίνα τους σοφούς κατεσχύνη» (Προς Κορινθίους Α', 1: 27), επιπλήττει όσους αναφέρονται «μετ' εγκαρδίου αισθήματος», στους «καταπτύστους εκείνους και μωρούς» Έλληνες φιλοσόφους:

Μετά πάντων δε ταύτα, ω τάλανες φιλόζοφοι ή φιλόσοφοι, παρατρέχετε μεν και αποβάλλετε τους θειοτάτους εκείνους και τω όντι σοφωτάτους άνδρας, τους απλανείς εκείνους φωστήρας, τους εκ της πλάνης τον κόσμον επιστρέψαντας, τους ιερούς λέγω Αποστόλους, τον Πέτρον, τον Παύλον, τον Ανδρέαν, τον Ιωάννην, τον Ιάκωβον και τους λοιπούς, μετ' εγκαρδίου δε αισθήματος αναφέρετε τους καταπτύστους εκείνους και μωρούς και δεν αισχύνεσθε καυχώμενοι επί τοις λήροις εκείνοις και άφροσιν ίνα οικτείρητε αλόγως τους θεοσόφους και πολίτας της άνω μακαριότητος, διότι λείπουσιν, ή δεν ευδοκιμούσιν εν τω Χριστώ νόμω, πληρώματι τα αμαρτωλά και άφρονα εκείνα καθάρματα;



Κεφάλαιο Γ': Ο Πάριος καλεί τους «χριστωνύμους λαούς, όπως γρηγορώσι και φυλάττωνται τους επιόντας εχθρούς και μάλιστα τους περί αθεωτάτους των αθέων, Βολταίρον και Ρενάνα» και συμπεραίνει με λύπη, ότι το δυστύχημα δεν είναι η απουσία των «Ζηνώνων και Ευκλειδών και των παραπλησίων άλλων μετεωρολεσχών», αλλά των «πατέρων» της Εκκλησίας, όπως «των Βασιλείων, των Γρηγορίων, των Χρυσοστόμων» κ.ά.:

Τούτων αληθώς ένεκα είνε οικτιρμού άξιον το Ελληνικόν Έθνος, ουχί της απουσίας των Δημοκρίτων και Πλατώνων, των Ζηνώνων και Ευκλειδών και των παραπλησίων άλλων μετεωρολεσχών· ουχί διότι δεν σεμνύται επί Νεύτωσιν, Ουολφίοις και Λωκκίοις και άλλοις τοιούτοις φημιζομένοις, ότι υπερακόντισαν εις το έπακρον την φιλοσοφίαν· ουχί, λέγω, επί τοιούτοις λήροις και φληνάφοις, αλλ' επί απουσία φεύ! των Βασιλείων, των Γρηγορίων, των Χρυσοστόμων, των Αθανασίων, των Κυρρίλων, των Αυγουστίνων, των Αμβροσίων, των Δαμασκηνών, των Σοφρωνίων· των ουρανοφρόνων τούτων ανδρών, των ομοτρόπων τοις Αποστόλοις, των όντως κοσμοσωτήρων, των πυξίων του Πνεύματος, των συνεργών του Χριστού κατά Παύλον· αλλ' οίμοι! τί λέγω; ηφανίσθη πάμπαν και αθρόως απεσβέσθη ο ζήλος των αοιδ΄μων εκείνων διδασκάλων, ο εμψυχών και θερμαίνων και ζωογονών τους νενεκρωμένους τη αμαρτία, και εις τα ύψη του ουρανού αποκαθιστών αυτούς!



Κεφάλαιο Δ': Εάν η αρχαιοελληνική παιδεία ήταν αναγκαία και χρήσιμη, θα την δίδασκε και ο «πάνσοφος» Ιησούς· προφανώς όμως και δεν ήταν, καθώς «εδίδαξε τα αναγκαία προς σωτηρίαν». Οπότε:

Εάν τυχόν λοιπόν τα θύραθεν μαθήματα ήσαν αναγκαία, διά την αιώνιον εκείνην του ανθρώπου ευδαιμονία, δυοίν θάτερον, ή Αυτός ώφειλε να τους διδάξη ταύτα πάντα τα λογικά και μαθηματικά, και φιλοσοφικά, και αστρονομικά, και τους αποδείξη σοφούς και ρήτορας, ή να επιτάξη αυτοίς, όπως απέλθωσιν εις τα Σχολεία και Λύκεια των Ελλήνων, και διδαχθώσι πρώτον τα του Πλάτωνος και Αριστοτέλους και των λοιπών Ελλήνων σοφών, είτα δε να παραδεχθή αυτούς μαθητάς.

Αφ' ου βέβαια εν τοσαύτη κείται η θύραθεν φιλοσοφία σπουδή, ώστε να οικτείροντα μεν οι μη μετέχοντες αυτής, να μακαρίζονται δε οι πλεονεκτούντες, τουναντίον, ώφειλεν ούτω να ποιήση προς τους αγροίκους εκείνους και απαιδεύτους πάντη μαθητάς.

Αλλά τοιαύτην μη δους επιταγήν ο ουράνιος εκείνος και θείος διδάσκαλος και νομοθέτης, δεν παρέχει ημίν το ενδόσιμον του εκλαβείν την περί τούτου σιωπήν ως φανεράν της Αυτοσοφίας κρίσιν και απόφασιν, ότι προς το αιώνιον εκείνο του ανθρώπου αγαθόν ουδαμώς συντελούσι τα εξ ανθρώπων μαθήματα;



Κεφάλαιο Ε': Η γνώση αποτελεί κενοδοξία που δεν πρέπει σε έναν σωστό χριστιανό, ενώ και το ελληνικό έθνος δεν πρόκειται να ωφεληθεί απ' αυτή. Αφήστε τις επιστήμες και κοιτάξτε προς τον ουρανό, γιατί εκεί βρίσκεται το μέλλον του ανθρώπου:

«Τί γαρ ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την ψυχήν αυτού;». Τί ωφελήσει τον άνθρωπον, εάν αποκτήση πάσαν γνώσιν και επιστήμην του κόσμου τούτου, έπειτα αδιακρίτως ως τις μωρών αποκλεισθή της βασιλείας των Ουρανών; Οποίον δε τί χρήμα είνε εκείνο ου το κέρδος αιώνιος ζημία; Αλγεινόν και ακούσαι.

Διό δη ας περιλάβωμεν εαυτούς εντός των κεχαραγμένων των ανθρώπων ορίων, άτινα φιλανθρωπούσα η θεία Πρόνοια περιέγραψε τόσο στενά, ίνα μη επτοημένοι προς την επίγειον διατριβήν προσέχωμεν τοις κατ' αυτήν και αμελώμεν των προς τον ουρανόν χριστιανικών καθηκόντων.

Έπειτα δε και η σημερινή του Ελληνικού Έθνους τύχη, δεν δίδει ημίν τον λόγον ουδέ την ανάγκην του θηρεύειν τοιαύτην σπουδήν, ης η χρήσις ουδέν συμβάλλει προς την ημετέραν κατάστασιν, πλην πεφυσιωμένης οιήσεως και κενοδοξίας.



Στον επίλογο του έργου, που φέρει τον τίτλο «Παραίνεσις αποτρεπτική», ο Πάριος προτρέπει τους χριστιανούς να μην έρχονται σε επαφή και να διώχνουν από κοντά τους, τους «μιαρούς» και «ψωραλέους» φιλοσόφους, για να μην «μολυνθούν» και οι ίδιοι από τη «νόσο» τους:

Φυλάττεσθε όθεν, αδελφοί, από της φθοροποιάς και μιασματικής αυτών κοινωνίας, φεύγετε αυτούς ως αλαζόνας και ψευδωνύμους φιλοσόφους, μένετε εν οις εμάθετε και επιστώθητε, και αποφεύγητε αυτούς ως λύκους ψωραλέους, οίτινες εάν μη μεταδώσωσιν υμίν της νόσου, θέλουσιν προσπαθήσει και θέλουσιν ίσως γένησθε διά παντός θύματα θύματα της λύσσης αυτών.



Ο Πάριος, δεν θα διστάσει να επιτεθεί και στον πρώην μαθητή του, Βενιαμίν Λέσβιο, ο οποίος έκανε το «λάθος», σε αντίθεση με ό,τι πρεσβεύει η Αγία Γραφή, να υπερασπιστεί το ηλιοκεντρικό σύστημα και θα τον καταγγείλει στο Πατριαρχείο, το 1803, ως αιρετικό και κακόδοξο. Σε επιστολή του προς τον ίδιο, αφού χαρακτηρίζει την Ευρώπη ως «το βάραθρον του Άδου», τον κατατάσσει στους «λιποτάκτες»:

Τί θέλουν μας ωφελήση οι κύκλοι και αι πυραμίδες και τα τετράγωνα και τα αστρονομικά τηλεσκόπια; Ουδέν. Τα μαθήματα της έξω σοφίας δεν είναι αναγκαία προς την αληθινήν ευδαιμονίαν. Τίς λοιπόν η τοιαύτη ορμή και άκριτος επιθυμία, με την οποίαν οι περισσότεροι φέρονται εις απόκτησιν αυτής; Η Ευρώπη είναι το χάος της απωλείας, το βάραθρον του Άδου. Εγύρισες και με πολύν πλούτον φιλοσοφικών ειδήσεων και με φήμην μεγάλην πως είσαι, ή ένας άριστος γεωμέτρης, ή ένας τέλειος αστρονόμος, ή ένας άκρος φυσιολόγος, ή ένας θαυμάσιος αλγεβριστής. Τούτων απάντων εγώ βλέπω το κέρδος, όταν εσύ εβρίσκεσαι υπεύθυνος εις το κρίμα της λιποταξίας.



Το 1805, στον λίβελο «Νέος Ραψάκης», ο οποίος αποτέλεσε απάντηση στην «Αδελφική Διδασκαλία» του Αδαμάντιου Κοραή (η οποία με τη σειρά της αποτελούσε απάντηση στην «Πατρική Διδασκαλία»), αφού εκφράζει την «κατανόηση» του για τα πάθη των σκλαβωμένων ραγιάδων, καταφέρεται εναντίον των «ελληνοφρόνων» που κινούνται προς την ελευθερία, με τρόπο «όχι τίμιον και χριστιανικόν και χριστιανοίς πρέποντα, αλλά βαρβαρικόν τωόντι και βαρβάροις πρέποντα». Ο Διαφωτισμός και η επαναστατική προπαρασκευή, στιγματίζονται ως «αντίθεος σκευωρία», που αποκάλυψε η «θεία Πρόνοια» και που είναι, σύμφωνα και με την Εκκλησία, «απηγορεύμενη από τους θείους νόμους εις τους μαθητάς του Χριστού»:

Δεν ημπορεί τίνας να αρνηθεί, ότι τα πάθη και αι θλίψεις και τα βάσανα, οπού πάσχουν οι αδελφοί μας χριστιανοί υποκάτω εις τον ζυγόν των νυν κρατούντων, είναι και πολλά και πικρά, και δεινά και υπέρδεινα. Είναι τούτο ομολογούμενον και συμπάσχομεν τοις πάσχουσι και συστενάζομεν τοις στενάζουσι, κατά τον θείον Παύλον, οπού προστάζει λέγων «χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων» και πάλιν «είτε πάσχει εν μέλος, συμπάσχει πάντα τα μέλη».

Ταύτα ίσως διανοούμενοι κάποιοι από τους εδικούς μας ομογενείς, και, τρόπον τίνα, ζήλω διαπύρω κινούμενοι υπέρ της ελευθερίας του Γένους, φιλόσοφοι μάλλον όντες ή φιλόχριστοι, και φιλάδελφοι μάλλον ή φιλόθεοι, και μάλλον γηινόφρονες ή ουρανόφρονες, τρόπον εξεύρον της των όλων ελευθερίας, όχι τίμιον και χριστιανικόν και χριστιανοίς πρέποντα, αλλά βαρβαρικόν τωόντι και βαρβάροις πρέποντα.

Τίς και ποίος ούτος; Βιβλιάριον εξέδωκαν, «Ρόπαλον του Ηρακλέους» αυτό ονομάσαντες, οι ελληνόφρονες· βιβλίον δηλαδή διεγερτικόν, ερεθιστικόν, παρακινητικόν, ώστε πάντες οι απανταχού χριστιανοί, εν ρητή ημέρα, να δείξουν του Ηρακλέους την αλκήν εναντίον των τυρρανούντων αυτούς, και τα εξής· ο νοών νοείτω.

Η θεία Πρόνοια ηλέησε το γένος των χριστιανών, και, προτού να διαδοθούν εις τον κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα, έκαμε και εφανερώθη η αντίθεος αύτη σκευωρία, και παρεδόθησαν εις το πυρ· και οι κατά των ιδίων δεσποτών την κοινήν και καινήν ευτρεπίσαντες μάχαιραν, μάχαιραν εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών.

Η αγία Εκκλησία, ταύτα μαθούσα, και φρίξασα επί τω καινώ και ολεθρίω τούτω ακούσματι, έτι δε και επιταγήν λαβούσα, εξέδωκεν εις το κοινόν, διά τινός αδελφού, ωσάν ένα σωτήριον αντίδοτον προς την ολέθριον εκείνην προτροπήν, μίαν πατρικήν και αδελφικήν παραίνεσιν, εις τους απανταχού χριστιανούς, κηρύττουσαν τοις πάσι και λέγουσαν: Αδελφοί, στώμεν καλώς· ότι, πρώτον μεν, μία τοιαύτη πράξις είναι από μιας απηγορεύμενη από τους θείους νόμους εις τους μαθητάς του Χριστού· δεύτερον δε, ότι και σφόδρα επικίνδυνον ήτον και είναι εις όλον το γένος των χριστιανών, όσοι ζουν υποκάτω εις τούτην την επικράτειαν, ένα τοιούτον τόλμημα· και πρέπει να το ομολογήση, όποιος δεν είναι στερημένος πανταπάσιν από συλλογιστικήν δύναμιν.

Η αναφορά στο «Ρόπαλον του Ηρακλέους», φωτογραφίζει τον Ρήγα Φεραίο, ο οποίος το χρησιμοποιούσε ως σύμβολο της δύναμης των σκλαβωμένων που θα εξεγείρονταν. Ίσως το παραπάνω κείμενο, να ήταν περιττό, εάν ο Πάριος, παρέπεμπε απ' ευθείας σε κάποια από τα κείμενα, του θεωρητικού της δουλείας, του «θείου» και «μακάριου» Παύλου, που πολλάκις επικαλείται ο συγκεκριμένος «όσιος», όπως: «Τους δούλους να τους νουθετείς να υποτάσσονται στους δικούς τους κυρίους, να τους ευαρεστούν σε όλα, να μη αντιμιλούν· να μη οικειοποιούνται τα ξένα πράγματα, αλλά να δείχνουν κάθε αγαθή πίστη· για να στολίζουν σε όλα τη διδασκαλία τού σωτήρα μας Θεού» (Προς Τίτον, 2: 9-10). (Βλέπε και: «Ο καθαγιασμός της δουλείας στον Χριστιανισμό»).

Ο αντεπαναστατικός κι φωτοσβεστικός ζήλος του Αθανάσιου του Πάριου, δεν άφησε ασυγκίνητη την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία το 1995 φρόντισε, έστω και καθυστερημένα, να τον εντάξει στο αγιολόγιό της, τιμώντας την μνήμη του στις 24 Ιουνίου. Η δε κατοπινή ελληνοχριστιανική ιστοριογραφία, κάνοντας ένα άνοστο και κακόγουστο αστείο στην ίδια την Ιστορία, τον συμπεριέλαβε και τον τοποθέτησε ανάμεσα στους «Διδασκάλους του Γένους» (όπως και τον άλλον «άγιο» σκοταδιστή και τουρκόδουλο καλόγερο, τον Κοσμά τον Αιτωλό), αγκαλιά δηλαδή με τον Αδαμάντιο Κοραή και τον Ρήγα Φεραίο, ή κατά πως εύστοχα λέει ο Δημήτρης Λιαντίνης, «ο Εφιάλτης αγκαλιά με τον Λεωνίδα».

 

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ ΗΤΑΝ ΤΟΣΟ ΔΙΑΚΟΣ ΟΣΟ ΗΤΑΝ ΠΑΠΑΣ ΚΙ Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ !


imagesπαπαφλεσσας1
«Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν. Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα.

Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες».
Εάν ένα παιδί που παραδόθηκε σε καλόγερους στην ηλικία των 12 ετών – και μάλιστα κάτω από συνθήκες ζωής ή θανάτου – μπορεί να θεωρείται διάκος ή καλόγερος, τότε φαίνεται ότι η χριστιανική αναίδεια δεν έχει ούτε αρχή ούτε τέλος.
Ωστόσο, η μετέπειτα πορεία του απέδειξε φυσικά, το τι μέρους του λόγου ήταν από την φύση του ο άνθρωπος. Καλόγερος και επαναστάτης, δεν γίνεται στον αιώνα τον άπαντα.
Το παπαδαριό δευτερόλεπτο δεν σταμάτησε να πιπιλίζει τις …δυο αυτές καραμέλες, προκειμένου να τονίζει την ντεμέκ συμμετοχή του κλήρου στην επανάσταση του 1821.

Διαβάστε τα υπόλοιπα για τον Αθανάσιο Διάκο από: Αθανάσιος Διάκος (1788-1821) – Ο μάρτυρας της Επανάστασης: http://www.pare-dose.net/?p=2306.
Ο ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑΣ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΠΑΣ. ΕΞΩΛΕΣΤΑΤΟΝ ΤΟΝ ΑΠΟΚΑΛΕΙ Ο Π.Π. ΓΕΡΜΑΝΟΣ
Ο Παπαφλέσσας δεν υπήρξε ποτέ παπάς ή καλόγερος. Απεναντίας μελέτησε τους Έλληνες, γι’ αυτό κι έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τους αφορισμούς του ανθελληνικού παπαδαριού και τα «εξωλέστατος» του πλατσικολόγου Π.Π Γερμανού.
“…. ο δε Δικαίος, άνθρωπος απατεών και εξωλέστατος, περί μηδενός άλλου φροντίζων ειμή τίνι τρόπω να ερεθίση την ταραχήν του Έθνους, δια να πλουτίση εκ των αρπαγών, τους εβεβαίωνεν, ότι είναι τα πάντα έτοιμα.» («Απομνημονεύματα»). Ο Δημητσανίτης δεσπότης Π.Π.Γερμανός για τον ηρωϊκό Παπαφλέσσα.
Δίχως ίχνος ντροπής η ελληνική πολιτεία διδάσκει στους νέους της ότι οι ανθέλληνες ιεράρχες και το παπαδαριό όχι μόνον συνέβαλαν στην επανάσταση αλλά κι ότι σ’ αυτούς κυρίως χρωστάμε την ελευθερία μας!
Στα πλαίσια αυτής της προπαγάνδας μας παρουσιάζουν για ιερωμένους ανθρώπους οι οποίοι για να αποφύγουν την σύλληψή τους από τους Τούρκους, αλλά και για να κινούνται με άνεση – όπως βεβαίως όλο το παπαδαριό την διέθετε επί τουρκοκρατίας – μέσα στην οθωμανική επικράτεια, αναγκάστηκαν να παριστάνουν τους παπάδες.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και του Παπαφλέσσα.
Ο Ιστοριοδίφης Ευαγγελίδης Τρ. Ε. , θα μας διαφωτίσει για την αληθινή ιστορία του Παπαφλέσσα μέσα από την ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ (1930). Φαίνεται ότι την εποχή εκείνη δεν είχε συντελεστεί ακόμα πλήρως το έγκλημα της παραποίησης της ελληνικής ιστορίας υπέρ της ορθοδοξίας. Να, λοιπόν τι γράφει:
Ο παππούς του Γεώργιος φονεύθηκε στα Ορλωφικά (1770). Ο πατέρας του Δημήτριος επίσης το 1799 σε συμπλοκή με Τούρκους πέριξ της Σπάρτης. Άφησε ορφανού 27 γιους και μια θυγατέρα. Ο Γρηγόριος Φλέσσας γεννήθηκε στην Πολιανή το 1788.
Υπήρξε ο εμψυχωτής και ο κύριος μοχλός της Επανάστασης, αφού κατόρθωσε να υπερνικήσει τα προβαλλόμενα εμπόδια από τους προκρίτους, τους κοτζαμπάσηδες και τους κληρικούς. Μαθήτευσε στην σχολή της Δημητσάνης. Μετά το πέρας των σπουδών του δημοσίευσε σάτιρες, στις οποίες καταφέρονταν κατά της οθωμανικής διοίκησης. Υπέγραφε ως «Φως Καλάμιος τούνομα Γρηγόριος».
Προδόθηκε όμως στους Τούρκους και μετά από ένοπλη αντίσταση και καταδίωξη αναγκάστηκε να καταφύγει στη μονή της Ρεκίτσας, περιφέρειας Σπάρτης. Εκεί ο ηγούμενος τον συμβούλεψε να ντυθεί καλόγερος και ν’ αλλάξει όνομα. Κατόπιν πήγε στη Ζάκυνθο όπου γνωρίστηκε με τον Κολοκοτρώνη και άλλους. Από εκεί μεταβαίνει στην Κωνσταντινούπολη και κατορθώνει να αποκτήσει την εμπιστοσύνη του μητροπολίτη Δέρκων.
Προσλαμβάνει ως καθηγητή του τον Αινιάνα και μελετά τις δημηγορίες του Θουκυδίδη. Γνωρίζεται με φιλικούς οι οποίοι του εμπιστεύονται τα πάντα και δέχεται τον επικίνδυνο ρόλο του αποστόλου.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας περιγράφει την συνεχή δράση του Παπαφλέσσα, σε πολλά μέρη της οθωμανικής επικράτειας υπέρ της επανάστασης, καθώς και τις προετοιμασίες του με πολεμικά εφόδια αλλά και όλη την ηρωική πολεμική του δράση. Αναφέρει ότι ο Π.Π. Γερμανός, ο δήθεν ευλογήσας την επανάσταση, τον υβρίζει «εξωλέστατον», λόγω της συνεχούς του επιμονής για την εδώ και τώρα κήρυξη της επανάστασης.
Ξένοι πρόξενοι και ιστορικοί (Hew, Φίνλεϋ) εκφράζουν τον θαυμασμό τους για τις πολεμικές αρετές και την ικανότητά του στην οργάνωση της μάχης.
Βλέπετε ότι ο Παπαφλέσσας μελέτησε Θουκυδίδη κι όχι τις δουλικές χριστιανικές ανοησίες του τύπου «αγαπάτε τους εχθρούς ημών».
Επομένως ο Παπαφλέσσας δεν υπήρξε ποτέ παπάς ή καλόγερος. Απεναντίας μελέτησε τους Έλληνες, γι’ αυτό κι έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια τους αφορισμούς του ανθελληνικού παπαδαριού και τα «εξωλέστατος» του πλατσικολόγου Π.Π Γερμανού.

ΦΩΤΙΑ. Η ΜΗΤΕΡΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ Ο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΤΗΣ!

assets_LARGE_t_420_1195019
Η ελληνική γλώσσα, και σίγουρα όχι μόνον αυτή, ξεκίνησε την πορεία της από την εποχή που ανακάλυψαν – έμαθαν να ανάβουν – την φωτιά οι άνθρωποί της. Αυτή την άποψη θα επιχειρήσω να στηρίξω εδώ.
Κατ’ αρχάς, η εκδοχή αυτή είναι καταχωρισμένη στην ελληνική μυθολογία. Αναφέρεται στο κλέψιμο της φωτιάς του Διός και στην απόδοσή της στους ανθρώπους από τον Προμηθέα. Προσέξτε παρακαλώ, πρόκειται για τον Προ – μηθέα.
Για να δούμε τι σημαίνει το -μηθεας. Προκύπτει σαφώς από το μα(ν)θάνω (α>η). Αλλά και ο μύθος από το μανθάνω κατάγεται. Μάθος >μύθος (α>υ, όπως σάρξ>σύρξ). Τι θα πει μύθος; Θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη και απόφθεγμα!
Επίσης, μήτις (θ>τ) θα πει, σοφία, σύνεση, ευφυΐα, σύμβουλος… Και η Μούσα έχει την ίδια ρίζα. Μάλιστα πλην των άλλων γνωστών μούσα σημαίνει και το πρέπον, το προσήκον, η ευπρέπεια.
Θα μου πείτε τι σχέση έχουν ολ’ αυτά με την φωτιά. Εμείς ξέρουμε ότι με την ανακάλυψη και την χρήση της φωτιάς ο άνθρωπος ανέπτυξε σιγά-σιγά την τεχνολογία.
Εκτός που δεν θέλει να παραδεχτεί ο χοντροκέφαλος ο άνθρωπος ότι είναι ξάδελφος των πιθήκων, ξεχνά πολύ εύκολα ότι το είδος του έζησε κατά το ασυγκρίτως μεγαλύτερο χρονικό διάστημα της ύπαρξής του ευρισκόμενο σε άκρως πρωτόγονη κατάσταση, όπως αποδεικνύουν όλα τα ευρήματα ανά τον κόσμο.
Πριν λοιπόν ανακαλύψουν οι άνθρωποι το άναμμα της φωτιάς, μόλις έμπαιναν το σούρουπο στις σπηλιές τους, έπεφταν ξεροί στον ύπνο, μετά από τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες της ημέρας, αφού ολημερίς έπρεπε να κυνηγούν το φαγητό τους. Μέσα στο σκοτάδι τι να δει και τι να πει και τι να συζητήσει κανείς.

Όταν όμως τέλος πάντων έμαθαν να ανάβουν οι άνθρωποι τη φωτιά – βρέθηκαν πολλές τέτοιες μέσα σε σπηλιές, και φυσικά αυτό δεν έγινε από τη μια μέρα στην άλλη – τότε το τοπίο άλλαξε άρδην. Τώρα με το φώς της φωτιάς άρχισε το μεγάλο ζόρι της συζήτησης. Από τη μια να εξιστορήσει κανείς τα παθήματα της προηγηθείσης ημέρας κι από την άλλη να καταστρώσει σχέδια για την επόμενη, ομού μεθ’ όλων των μελών της οικογένειας ή ομάδας.
Για τον λόγο αυτόν φαίνεται ότι μύθος θα πει, ομιλία, λόγος, διήγημα, ιστορία, απόφαση, σκοπός, σχέδιο, συμβουλή, γνώμη. Βλέπετε ότι οι λέξεις σέρνουν πίσω τους ακόμη ολόκληρες ιστορίες. Διότι όλ’ αυτά συνέβαιναν μέχρι προχθές. Ναι, προχθές. Τόσο λίγο είναι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο βγήκε ο άνθρωπος από τις σπηλιές, σε σχέση μ΄αυτό που ζούσε μέσα τους. Για να μη πω τώρα ότι πάρα πολλοί άνθρωποι, αν και ζουν πλέον εκτός σπηλαίων, συμπεριφέρονται χειρότερα κι από τους ανθρώπου που ζούσαν μέσα σ’ αυτές!
Άναψε λοιπόν η φωτιά και μεταξύ των άλλων που φανερώθηκαν, φάνηκε αναγκαστικά και ο κομπασμός της γλώσσας. Αυτό κι αν είναι ζόρι. Κι αρχίσανε τα: καλά βρε ζώον τίποτα δεν κατάλαβες τόση ώρα που σου τα εξηγούσα με το νι και με το σίγμα; Ή τα: καλά γυναίκα, αυτό το παιδί μας είναι τελείως βόδι. Χαμπάρι δεν παίρνει από λόγια! Και χίλια μύρια παρόμοια. Από εκείνη την εποχή μάλλον βγήκε και το «άλλα λέει η θειά μ’ κι άλλ’ ακούν τ΄αυτιά μ’».
Κοντολογίς, τώρα που υπήρχε χρόνος για κουβέντες, γύρω από την φωτιά, αναγκαστικά άρχισε να εμπλουτίζεται η γλώσσα και η εκφραστικότητά της. Μια φυσική και φυσιολογική εξέλιξη.
Όμως η ιστορία αυτή, επί πλέον αποτυπώθηκε και στους χρόνους των ρημάτων. Για ποιο λόγο ονομάστηκαν ρήματα, δηλαδή λεγόμενα; Διότι αυτά αποτελούν τον σκελετό της κάθε γλώσσας. Χωρίς αυτά δεν μπορεί να γίνει συζήτηση, ενώ χωρίς τα επίθετα ή τα άρθρα γίνεται. Πώς όμως έγινε η συγκεκριμένη αποτύπωση;
Όταν λοιπόν πάλευα να συντάξω το ετυμολογικό λεξικό (παρέχεται δωρεάν από την παρούσα ιστοσελίδα), μεταξύ των άλλων παρατήρησα ότι οι ρίζες των ρημάτων βρίσκονταν στην αρχέγονή τους μορφή, κυρίως στους παρελθόντες και μέλλοντες χρονικούς τύπους παρά στον ενεστώτα. Παράδειγμα; Τρώγω, β΄ αόρ. έ-τραγ-ον. Τυγχάνω, μελλ. τεύ-ξομαι. Και σε χίλιες δυο άλλες περιπτώσεις.
Πώς εξηγείται το φαινόμενο αυτό; Νομίζω στις ανάγκες που έπρεπε να καλύψει πρωταρχικά η γλώσσα. Όταν εισέρχονταν οι πρωτόγονοι στη σπηλιά και κάθονταν γύρω από την φωτιά, σίγουρα άρχιζαν να διηγούνται τα παθήματα της μόλις παρελθούσας ημέρας. Άρα δια της χρήσης παρελθόντων χρόνων. Κατόπιν έπρεπε να συνεννοηθούν για τα της επαύριον. Άρα δια της χρήσης μελλόντων χρόνων των ρημάτων.
Ο ενεστώτας ασφαλώς απουσίαζε διότι κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτό που έκανε εκείνη τη στιγμή, αφού φαίνονταν.
Η φωτιά φανέρωνε (φαίνω) και γύρω της μιλούσαν (φημί, έ-φα-ν, φάσκω). Για τον λόγο αυτόν τα δυο ρήματα φαίνω και φημί (=λέγω) έχουν την ίδια ρίζα και κοινούς χρονικούς τύπους.

Ακόμα και τώρα, μετά από τις περιπέτειες μιας εκδρομής, το βράδυ γύρω από την φω-τιά διασταυρώνονται οι φω-νές των εκδρομέων, για να εξιστορήσουν τα όσα συνέβησαν αλλά και για να επανακαθοριστούν τα της επομένης ημέρας.

φάος [φάFος, ο πρωτόγονος άνθρωπος για να ανάψει φωτιά, αλλά και για να την διατηρήσει, έπρεπε να φυσά προς την εστία του πυρός τακτικά. Φουφού λέγεται ακόμα και τώρα η εστία του πυρός και το μαγκάλι. Μόλις δε ανάψει η φωτιά, φωτίζει (φά-ει) και φα-νερώνει τα γύρω της αντικείμενα.
Γύρω από το φώ-ς της φω-τιάς αρχίζουν να ακούγονται οι φω-νές των ανθρώπων, για την περιγραφή των συμβάντων της προηγηθείσης ημέρας, φά-σκω = βεβαιώ, ισχυρίζομαι, προσποιούμαι (διότι η γλώσσα τους ήταν φτωχή και έπρεπε και δια προσποιήσεων να παραστήσουν κάποια συμβάντα).
Η ρίζα φα- (φάσις = καταγγελία, λόγος και εμφάνιση) έχει την σημασία του φέρω στο φως, φανερώνω, φανερώνω δια του λόγου, καθιστώ γνωστό (βλ. φαίνω και φημί). Για τον λόγο αυτόν οι τύποι του παθητικού παρακειμένου του φημί και του φαίνω είναι ακριβώς ίδιοι.
Το φαίνω συνδυάζει τα δύο ρήματα φάω και φημί, περιέχων και τις δύο έννοιες, αφού σημαίνει φέρω στο φως, δεικνύω, φανερώνω, παρέχω φως, εκθέτω (επί διανοημάτων), καταγγέλλω κάποιον, προδίδω, λέγω. Το φαύω (φάFω) παραπέμπει κατ’ ευθείαν στη φουφού, το φύσημα για το άναμμα της φωτιάς]- φως (αο>ω).