Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Αρχές Σύνταξης της Αρχαιοελληνικής Γλώσσας: 5. Η ΜΕΤΟΧΗ

ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΟΧΗΣ


§5.32. Στην υπό συζήτηση λειτουργία και χρήση της, η οποία είναι η σημαντικότερη και η συχνότερη, στη χρήση της δηλαδή για τη δήλωση μιας ενέργειας, διεργασίας ή κατάστασης που συνοδεύει το κύριο ρηματικό περιεχόμενο της πρότασης, η μετοχή ισοδυναμεί με έναν επιρρηματικό προσδιορισμό: το περιεχόμενο της μετοχής προσδιορίζει δηλαδή το περιεχόμενο του κυρίου ρήματος ως προς τον τρόπο, τον χρόνο, την αιτία κ.λπ. διευρύνοντάς το. Την ίδια λειτουργία επιτελούν και οι δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, στις οποίες μάλιστα η σχέση κυριότητας και εξάρτησης αποτυπώνεται με μεγαλύτερη σαφήνεια∙ παρόλα αυτά όμως η χρήση της επιρρηματικής μετοχής παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα ζωντανή στην Αρχαιότητα και δεν εκτοπίζεται από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις.

Όπως και στην περίπτωση των επιρρηματικών προτάσεων έτσι και στις επιρρηματικές μετοχές η διάκριση των διαφόρων κατηγοριών δεν είναι αυστηρή και μονοσήμαντη, καθώς κάθε επιρρηματική μετοχή επιδέχεται πολλές ερμηνείες και είναι δυνατόν να υπαχθεί σε διαφορετικές κατηγορίες. Τα συνήθη κριτήρια, τα οποία υπόκεινται στις απόπειρες κατηγοριοποίησης, είναι το ρηματικό περιεχόμενο του κύριου ρήματος και της μετοχής, τα συμφραζόμενα και ο χαρακτήρας ολόκληρης της πρότασης.

Η διάγνωση της κατηγορίας όπου ανήκει η επιρρηματική μετοχή διευκολύνεται όταν η χρήση της συνοδεύεται από μόρια, τα οποία διευκρινίζουν την εσωτερική, λογική σχέση που υφίσταται μεταξύ του περιεχομένου της επιρρηματικής μετοχής και του κυρίως ρήματος. (Πρόκειται κυρίως για τα λεγόμενα μετοχικά μόρια, όπως π.χ. το καίπερ, και για επιρρήματα όπως το οὕτως, εἶτα, ὅμως που αναφέρονται προληπτικά ή ανακλητικά στη μετοχή. Σπανιότερη είναι η χρήση συνδέσμων όπως το ἅτε, [καί]περ).

Με σημασιολογικά, επομένως, κριτήρια οι επιρρηματικές μετοχές χωρίζονται συνήθως στις εξής κατηγορίες: α) του τρόπου, του μέσου και των περιστάσεων, β) χρονικές, γ) παραχωρητικές και εναντιωματικές, δ) αιτιολογικές, ε) υποθετικές, στ) τελικές. Πέρα από αυτή τη διάκριση και με βάση το υποκείμενό τους, δηλαδή με συντακτικά κριτήρια οι επιρρηματικές μετοχές όλων των κατηγοριών κατατάσσονται σε δύο ευρύτερα είδη:

(α) Εάν το υποκείμενο της μετοχής είναι οποιοσδήποτε πτωτικός όρος της πρότασης στην οποίαν αυτή ανήκει, τότε η επιρρηματική μετοχή λέγεται συνημμένη, καθώς "συνάπτεται", συνδέεται συντακτικά με την πρόταση που προσδιορίζει. Συνήθως η συνημμένη επιρρηματική μετοχή αναφέρεται στο υποκείμενο ή στο αντικείμενο της πρότασης, όπως στα επόμενα παραδείγματα από τον Ηρόδοτο:

ΗΡΟΔ 3.13 Αἰγύπτιοι […] πολιορκεόμενοι χρόνῳ παρέστησαν || οι Αιγύπτιοι πολιορκήθηκαν και μετά από καιρό παραδόθηκαν.

ΗΡΟΔ 1.83 ἧκε ὁ Σαρδιηνὸς κῆρυξ δεόμενος [τοῖς Σπαρτιήτῃσι] Κροίσῳ βοηθέειν πολιορκεομένῳ || έφτασε ο αγγελιοφόρος από τις Σάρδεις για να ζητήσει βοήθεια από τους Σπαρτιάτες για τον πολιορκημένο Κροίσο.

(β) Εάν όμως το υποκείμενο της επιρρηματικής μετοχής δεν ανήκει συντακτικά στην υπόλοιπη πρόταση και αποτελεί μαζί με τη μετοχή μια ιδιαίτερη συντακτική ενότητα, τότε η επιρρηματική μετοχή λέγεται απόλυτη, καθώς είναι χωριστή, "αποδεσμευμένη" και ανεξάρτητη ως προς την σύνταξη από τους υπόλοιπους όρους της πρότασης, αποτελώντας ένα αυτόνομο διμελές "σύνταγμα". Ενώ όμως η απόλυτη μετοχή δεν αναφέρεται σε κάποιον επί μέρους όρο της υπόλοιπης πρότασης, αναφέρεται στην ολότητα αυτής της πρότασης προσδιορίζοντας και διευρύνοντας το νόημά της, πράγμα που αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι μπορεί κατά κανόνα να αναλυθεί (όπως άλλωστε και η συνημμένη επιρρηματική μετοχή) σε δευτερεύουσα επιρρηματική πρόταση.

Η απόλυτη μετοχή εκφέρεται στα ΑΕ συνήθως σε γενική πτώση (γενική απόλυτη), σπανιότερα σε αιτιατική (αιτιατική απόλυτη):

ΗΡΟΔ 7.154 πολιορκέοντος Ἱπποκράτεος Καλλιπολίτας τε καὶ Ναξαίους ἀνὴρ ἐφαίνετο ἐν τούτοισι τοῖσι πολέμοισι ἐὼν ὁ Γέλων λαμπρότατος || καθώς ο Ιπποκράτης πολιορκούσε τους Καλλιπολίτες και τους Ναξίους, ο Γέλων αναδεικνυόταν σε αυτούς τους πολέμους σε άντρα με ξεχωριστή γενναιότητα.

Ποιος το λύσει το αίνιγμα της αγάπης;

Τι είναι αυτό που το λένε αγάπη… Οι άνθρωποι όσοι διαφορετικοί και να είμαστε έχουμε περίπου κοινές ανάγκες. Μια από τις ισχυρότερες υπαρξιακές ανάγκες μέσα μας, είναι η ανάγκη για αγάπη, η ανάγκη να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε άνευ όρων, η ανάγκη για συνένωση, όσο και αν αυτό πολλές φορές το κρύβουμε ακόμα και από τον ίδιο μας τον εαυτό.

Τι είναι στ’ αλήθεια λοιπόν η αγάπη; Είναι αγάπη ένα συναίσθημα, μια ενέργεια ή μήπως είναι μια ιδέα; Υπάρχει αγάπη πραγματική και πως μπορεί να καλλιεργηθεί;
 
Η επίγνωση του εγώ και η αγάπη

Τα βρέφη έχουν πολύ περιορισμένη αίσθηση του «διαχωρισμένου εγώ» και βιώνουν να είναι ένα με την μητέρα τους. H αγάπη και η φροντίδα είναι πολύ βασικές για την ψυχοσυναισθηματική τους ανάπτυξη. Με τα χρόνια ο άνθρωπος αποκτά επίγνωση του «εγώ» του κάτι που συνεπώς τον φέρνει αντιμέτωπο με το βίωμα της αίσθησης της μοναχικότητας και διαχωριστηκότητας του από τους άλλους και συνεπώς τον φέρνει μπροστά στην υπαρξιακή του μοναξιά.

Η αγάπη περικλείει την ενότητα, την συνένωση, την αίσθηση του ανήκειν, την βίωση της ενότητας με τους άλλους και συνεπώς την μείωση της μοναξιάς και του κενού που επιφέρει η διαχωριστηκότητα. Αυτή η ανάγκη για διαπροσωπική συνένωση είναι η ισχυρότερη τάση μέσα στον άνθρωπο.

Μια δύναμη που οδηγεί τον άνθρωπο να υπερβεί το συναίσθημα της απομόνωσης και του διαχωρισμού του από τον κόσμο, επιτρέποντας του όμως να διατηρεί την υπαρξιακή του πληρότητα (Φρομ, 2015).
 
Ο πόνος της αγάπης

Την αγάπη την νιώθουμε στην καρδιά για αυτό και είναι δύσκολο να την ορίσουμε, μπορούμε όμως να την βιώσουμε θα μπορούσαμε να πούμε στο επίπεδο που ο καθένας τολμάει και επιδιώκει να συσχετιστεί μαζί της.

Το λέω αυτό, γιατί μέσα από τις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες των τελευταίων ετών παρατηρώ τους ανθρώπους, τον καθένα ξεχωριστά να έχουν διαμορφώσει την δική τους διαφορετική οπτική στο πως τοποθετούν την αγάπη μέσα τους, πως την ερμηνεύουν και τη στάση που κρατούν απέναντί της, μέσα από τα βιώματα και τις προσωπικές τους εμπειρίες.

Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν συχνά έρχονται και εναποθέτουν την εμπειρία τους και το βίωμά τους με την αγάπη. Αυτό που διαφαίνεται είναι πως η αγάπη σε πολλές των περιπτώσεων δεν είναι μια εύκολη εμπειρία, αλλά κρύβει πολύ πόνο, δάκρυα και αναστεναγμούς. Η αγάπη που δεν πήρα, η αγάπη που με πλήγωσε, η αγάπη που έφυγε, η αγάπη που με μπερδεύει, η αγάπη που με εξουσιάζει, η αγάπη που δεν έζησα, η αγάπη που με μπλόκαρε κ.α. Ως αποτέλεσμα η αγάπη να συνοδεύεται σε πολλούς ανθρώπους με αισθήματα φόβου, στεναχώριας και καημού…
 
Αγάπη και πόνος πάνε μαζί;

Η αγάπη ως συναίσθημα ταιριάζει με το αίσθημα της έντονης στοργής και αφοσίωσης, της χαράς, της πληρότητας, της ευδαιμονίας.

Που χωρά τόσος πόνος μέσα σε αυτήν την ομορφιά;

Στη φιλοσοφία όπως και στις διάφορες θρησκευτικές δοξασίες, η αγάπη θεωρείται ως ύψιστη αρετή που εκπροσωπεί μια βαθιά ευγένεια και συμπόνια για τους άλλους. Πως μπορεί ένα τόσο ευγενές και ύψιστης σημασία συναίσθημα να συνοδεύεται με τόση δυστυχία;

Μήπως τελικά κάνουμε κάτι λάθος εμείς στον τρόπο που δίνουμε και παίρνουμε την αγάπη με τους γύρω μας;
 
Καλλιεργώντας την ικανότητα να αγαπώ

Συχνά λοιπόν οι άνθρωποι στις ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες παρατηρείται πως έρχονται και ακουμπούν τον πόνο τους επειδή δεν αγαπήθηκαν στο βαθμό που ήθελαν ή με τον τρόπο που επιθυμούσαν. Λίγοι μόνο φαίνεται να αναρωτιούνται σε σχέση με την ικανότητά τους οι ίδιοι να αγαπήσουν.

Κάποιοι άλλοι βέβαια με παντελή ειλικρίνεια δηλώνουν πως νιώθουν τελείως παγωμένοι μέσα τους «δεν μπορώ να αγαπήσω κανέναν» λένε και διερωτώνται για την ανικανότητά τους αυτή μένοντας βαθιά πληγωμένοι με τον εαυτό τους.

Άνθρωποι πληγωμένοι και απογοητευμένοι από την αγάπη που δεν έχουν άλλο να δώσουν σε σχέσεις, που έχουν στερέψει από αγάπη. Οι συνεχείς απογοητεύσεις κάνουν τους ανθρώπους να κλείσουν στην αγάπη να μην έχουν άλλο να δώσουν, αυτό είναι κάτι που τους πληγώνει βαθιά και τους κάνει να νιώθουν απέραντη μοναξιά.

Η Μαρω Βαμβουνάκη στο υπέροχο μυθιστόρημά της «το φάντασμα της αξόδευτης αγάπης» αναφέρει ωστόσο πως η νόσος, η μελαγχολία δεν είναι αποτέλεσμα της αγάπης που δεν λάβαμε αλλά της αγάπης που έχουμε μέσα μας και δεν μπορέσαμε να διοχετεύσουμε στους γύρω μας. Η αξόδευτη αγάπη μέσα μας είναι εκείνη που μας τυραννά περισσότερο και η αδυναμία μας τελικά να αγαπήσουμε τους άλλους.

Καταλήγει πως τελικά κερδισμένος δεν είναι αυτός που αγαπιέται αλλά αυτός που έχει την ικανότητα να αγαπήσει βαθιά τον άλλο.

Πως μπορώ λοιπόν να διοχετεύσω την αγάπη μου στους άλλους; Η απάντηση είναι να καλλιεργήσω την ικανότητά να αγαπώ. Μια ικανότητα που δεν διδάχθηκα ποτέ στο σχολείο, ούτε την διάβασα σε κάποιο βιβλίο και που καλούμε να την φέρω στην πράξη μέσα από την συνεχή μου αναμέτρηση με τους σημαντικούς άλλους αλλά και με τον ίδιο μου τον εαυτό.
 
Η αγάπη ξεκινά από τον εαυτό

Στην προσπάθειά του ο άνθρωπος να υπάρξει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί δημιούργησε διάφορες μορφές αγάπης. Πρέπει να τις ονομάσουμε όλες αγάπη;

Ένα βασικό ερώτημα είναι πως μπορώ να αγαπήσω αληθινά τον άλλο όταν δεν έχω μάθει να αγαπώ τον ίδιο μου τον εαυτό;

Η απάντηση είναι πως μπορώ να αγαπήσω αλλά σε αυτήν την περίπτωση αγαπώ ανώριμα, η αγάπη γίνεται εξαρτητική, κακοποιητική και παραμορφωμένη, κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματική αγάπη.

Αγαπώ τον άλλο με ένα τρόπο ναρκισσιστικό και εγωκεντρικό, αν δεν έχω καλλιεργήσει μια σωστή σχέση με τον εαυτό μου ο άλλος δεν γίνεται παρά μια διαστρεβλωμένη εικόνα στα μάτια μου, που υπάρχει για να καλύπτει τις εγωκεντρικές μου διαθέσεις.

Η αναγκαιότητα που υπάρχει στο να έχουμε αγαπήσει τον εαυτό μας πρωτίστως για να μπορέσουμε να χωρέσουμε την αγάπη μας για τον άλλο πρόσωπο και αυτή η αγάπη να είναι καθαρή και αυθεντική.

Η εξευγενισμένη αγάπη

Λίγοι άνθρωποι έχουν ωστόσο την ευκαιρία να βιώσουν την αγάπη στην πιο αγνή και ευγενή της μορφή. Αυτή είναι η ώριμη αγάπη που όπως αναφέρει ο Yalom σε αυτήν την αγάπη υπάρχει μια δυναμική πορεία εξέλιξης και προόδου, σε αυτήν την μορφή αγάπης αγαπώ σημαίνει «φροντίζω για την καλυτέρευση της ζωής και της ανάπτυξης του άλλου».

Ο Φρόμ αναφέρει πως «η ώριμη αγάπη είναι ένωση με την προϋπόθεση ότι ο καθένας διατηρεί την πληρότητα της ύπαρξης του, την ατομικότητα του».

Αυτήν την μορφή αγάπης, πνευματική αγάπη και αναφέρεται, στην αληθινή, αγνή, και ακριβή μορφή της αγάπης. Έτσι θα λέγαμε πως η αγάπη στην πιο ιδεατή της μορφή είναι κάτι υψηλό, φαντάζει σαν να υπάρχουν πίσω της πολλά σκαλοπάτια που οδηγούν στην κορυφή της.

Δείχνει να έχει πολλές μορφές και διαβαθμίσεις που κανείς προσεγγίζει ανάλογα με την εσωτερική του ωριμότητα και προσωπική του καλλιέργεια και το ψυχικό του σθένος. Το μόνο σίγουρο είναι πως μέσα από την αγάπη τελικά φαίνεται κανείς πως δεν βαθαίνει μόνο προς τον άλλο αλλά και προς τον ίδιο του τον εαυτό.
 
Η αληθινή αγάπη είναι μια τέχνη…

Η αγάπη όπως την προσεγγίζει ο Έρικ Φρομ στο βιβλίο του δεν είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας αλλά μαθαίνεται έτσι όπως ακριβώς μαθαίνεται μια επιστήμη ή μια τέχνη, με επιμέλεια, πειθαρχία, συγκέντρωση, υπομονή και το υπέρτατο ενδιαφέρον και ζήλο του μαθητευόμενου για να φτάσει στο στόχο του.

Έχεις την υπομονή, την μεθοδικότητα και τον ζήλο να εμβαθύνεις στην αγάπη; Γιατί η αγάπη η πραγματική, είναι μια διαδικασία που απαιτεί τελικά κόπο και προσπάθεια και δεξιοτεχνία. Η αγάπη είναι μια τέχνη στην οποία κανείς θα πρέπει να εντρυφήσει και να επενδύσει.

Οι άνθρωποι διψούν για αγάπη, στη σύγχρονη εποχή ωστόσο της εξέλιξης και της προόδου, κανείς δεν είναι διατεθειμένος να δώσει κάτι από τον εαυτό του και τον χρόνο του για να αναπτυχθεί στην αγάπη.

Ο ίδιος συγγραφέας παρατηρεί πως οι ανθρώπινες σχέσεις μοιάζουν να έχουν αγοραστική αξία, χωρίς συναίσθημα.

Η εποχή της γρηγοράδας και της ταχύτητας δεν αφήνει περιθώρια στον άνθρωπο να εστιάσει στον άλλο ούτε στον ίδιο του τον εαυτό, να ρισκάρει και να εμβαθύνει στις σχέσεις του, να υπομένει και να ρισκάρει στην αγάπη, να γνωρίσει τον άλλο στο βάθος του.

Οι άνθρωποι επιπλέον φαίνεται να σπαταλούν πολύ ενέργεια, κόπο και χρήμα σε άλλα αντικείμενα όπως την επαγγελματική επιτυχία, την δύναμη, το γόητρο, το χρήμα κάπου θα τους κάνουν πιο αξιαγάπητους στην αγορά των σχέσεων.

Η ίδια θέληση και το ίδιο κίνητρο δεν δίνεται στην κατάκτηση της «τέχνης της αγάπης», με αποτέλεσμα πολύ λίγοι να μπαίνουν στο κόπο να μάθουν τελικά να αγαπούν και να αγαπιούνται με πιο ουσιαστικό τρόπο.

Η αγάπη είναι ένα δώρο που σου δίνει η ζωή. Εσύ επιλέγεις αν θέλεις να το ζήσεις και σε ποιο βαθμό θέλεις να το βιώσεις.

Η αληθινή αγάπη είναι δώρο υψηλής αξίας και χρειάζεται να εστιάσεις σε αυτήν αν θέλεις να την καλωσορίσεις στην ζωή σου. Χρειάζεται να καλλιεργήσεις πρώτα την σχέση με τον εαυτό σου και έπειτα την ικανότητά σου να αγαπάς τους άλλους.

Εστιάζοντας στην δική σου πρώτα ικανότητα να αγαπήσεις και στην προσωπική σου εξέλιξη που ξέρεις μπορεί να βρεις και άλλους να συμπορευτείς σε αυτό ταξίδι, που θα σε αγαπήσουν και σένα με τρόπο αληθινό και ουσιαστικό και να έχεις την ευκαιρία να μοιραστείς αυτή την όμορφη εμπειρία συναισθηματικής ολοκλήρωσης και συνένωσης.

Οι ουσιαστικές νίκες είναι το άθροισμα των επαναστάσεων μας

“Επαναστατώ, άρα υπάρχω” διακήρυξε με περίσσιο στοχασμό και πνευματική τόλμη ο Αλμπέρ Καμύ και η επανάσταση αυτή που οραματίστηκε είναι πολυδιάστατη με αρκετές απολήξεις οι οποίες διαρθρώνονται στην κοινωνία, στην πολιτική, στις τέχνες ακόμη και στα συναισθήματα.

Μάλλον το όραμα του πνευματικού περιπατητή θα μπορούσαμε να διισχυριστούμε σήμερα μετά πάσης βεβαιότητος ότι έχει ατονήσει και ξεθωριάσει απογοητευτικά καθώς η επανάσταση της νόησης παρέδωσε τα σκήπτρα της «μάλλον» στο αντίπαλο δέος της που δεν είναι άλλος από τον πνευματικό λήθαργο και την ολική καθίζηση της εσωτερικής αναζήτησης. Και αυτό το «ακανθώδες ρόδο» ευδοκιμεί και ακμάζει διότι τα πολυποίκιλα ξεπέσματα αλλά και οι πνευματικές διολισθήσεις της εποχής δεν αφήνουν άλλα περιθώρια για την φυγή από την ασχήμια της αβύσσου αυτής.

Ακρογωνιαίος και αδιαφιλονίκητος λίθος της εν λόγω επανάστασης δεν είναι άλλος από την ανεξάντλητη εξερεύνηση αλλά και εξεύρεση της αλήθειας, η οποία για να ανακαλυφθεί, να αναδειχθεί αλλά και να κυριαρχήσει απαιτείται τόλμη, θάρρος και σθεναρότητα, προνόμιο μάλλον που εξικνείται προτού κάνει την εναρκτήρια προσπάθειά του. Και επανάσταση η οποία ξεκινά με ελατήρια πέραν της εκμαίευσης, καθώς και της εξόρυξης της σημερινής πολύπαθης αλήθειας καταντά να ευτελίζει αλλά και να οδηγεί στο ικρίωμα την επανάσταση αυτή η οποία ξεκίνησε ούσα δηλητηριασμένη και νοσούσα συθέμελα.

Και η αλήθεια πλαγιάζει με την αδιάλειπτη αμφισβήτηση καθώς οι δύο θεμελιώδεις αυτές αξίες έχουν το σπάνιο και συνάμα σπουδαίο χαρακτηριστικό η μια να υποβαστάζει και να ενισχύει την άλλη, δύο σπιθαμές θα λέγαμε που πρέπει να συντρέχουν παραλλήλως για να ενσαρκώσουν την φλόγα του επαναστατικού γίγνεσθαι.

Η αμφισβήτηση αυτή πρέπει να διαπνέεται από μια χωροχρονική αταξία, ακόμη και ανεμελιά, η οποία θα εγείρει ερωτηματικά και ταλαντώσεις για όσα πολλές φορές θαρρούμε πως είναι ευνόητα και αδιάσειστες παραδοχές, για όσα περνούν απαρατήρητα επειδή τάχα ομοιάζουν με δεδομένες καταστάσεις, μα αυτό που ομοιάζει με αληθές ενδέχεται να είναι μια φρικτή αποσάθρωση της εικαζόμενης αλήθειας, ένα «φαίνεσθαι» δηλαδή που έχει επιστεγαστεί από ένα ανυπόστατο και ταυτοχρόνως πεπλανημένο «είναι».

Η αμφισβήτηση συνιστά την αέναη προσπάθεια για να επιτευχθεί η ανάβλυση του σώματος της αλήθειας και μόνον εκείνη μπορεί να εξιλεώσει και να εξαγνίσει όσα οι καιροί βεβηλώνουν και καταποντίζουν στο ανείπωτο έρεβος.

Η θήρευση, ωστόσο, της αλήθειας αλλά και η βίωση της τέρψης που προσφέρεται απλόχερα μέσω της αποκρυστάλλωσής της είναι γνωρίσματα του επαγρυπνούντος νου καθώς για να αποστατήσει το πνεύμα αλλά και για να ανατρέψει τα «ακατάλυτα δόγματα» που εδραιώνουν την παρουσία τους απαιτείται σύνεση, τόλμη, διαύγεια, παρρησία, ακόμη και πάθος για την αντίληψη νέων ουρανών.

Πραγματοποιώντας μία μικρή διαφοροποίηση στην διακήρυξη του Καμύ θα λέγαμε, με όσα ήδη έχουμε αναφέρει, ότι επαναστατώ σημαίνει πως επιβεβαιώνω την ουσιαστική ενύπαρξή μου στον κόσμο αυτό αφού η επανάσταση σημαίνει λύτρωση, μα κυρίως σημαίνει ολική κατάκτηση της ποθεινής και ακατάλυτης ελευθερίας, της αξίας εκείνης που πάντοτε θα ενατενίζεται με πάθος και λαχτάρα από το πνευματώδες ανθρώπινο γένος. Πρόκειται λοιπόν για ένα όχι, για μια αταλάντευτη γραμμή, για μια ουσιαστική ανακάλυψη, ιδίως όμως για μια σθεναρή αντίσταση.

Όταν δεν θέλετε να αντιμετωπίσετε μια κατάσταση, ακρωτηριάζετε τη ζωή σας

Μπορείτε να είστε ευγνώμονες μόνο όταν είστε ευδαίμονες.

Η ευγνωμοσύνη ακολουθεί σαν σκιά όταν έχετε μια εσωτερική ευλογία, ένα αίσθημα διαρκούς ευλογίας.

Να είστε άνθρωπος της πειθαρχίας, αλλά ποτέ άνθρωπος του ελέγχου. Εγκαταλείψτε όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις και ζήστε τη ζωή με μια βαθύτερη εγρήγορση, αυτό είναι όλο. Η κατανόηση πρέπει να είναι ο μόνος νόμος. Αν καταλάβετε, θα αγαπάτε, αν αγαπάτε, δεν θα βλάψετε κανέναν. Αν καταλάβετε, θα είστε χαρούμενοι, αν είστε χαρούμενοι, θα μοιραστείτε. Αν καταλάβετε, θα γίνετε τόσο μακάριοι που από όλη σας την ύπαρξη, ως συνεχές, όπως ένα ποτάμι, θα προκύψει μια ευγνωμοσύνη προς την ύπαρξη.

Προσπαθήστε να κατανοήσετε τη ζωή, μην την εξαναγκάζετε, και παραμείνετε πάντα ελεύθεροι από το παρελθόν.

Γιατί αν το παρελθόν είναι εκεί και εσείς ελέγχετε, δεν μπορείτε να καταλάβετε τη ζωή. Και η ζωή είναι τόσο παροδική, που δεν περιμένει.

Όμως γιατί οι άνθρωποι προσπαθούν να φτιάχνουν κανόνες; Γιατί πέφτουν στην παγίδα; Πέφτουν στην παγίδα γιατί η ζωή της κατανόησης είναι μια ζωή κινδύνου. Πρέπει να βασίζεστε μόνο πάνω σας. Η ζωή του ελέγχου είναι άνετη και ασφαλής, δεν χρειάζεται να βασίζεστε στον εαυτό σας – δεν χρειάζεται να ασχολείστε με τα προβλήματα, μπορείτε να ξεφύγετε από αυτά. Βρίσκετε καταφύγιο σε παλιές λέξεις, πειθαρχίες, σκέψεις, προσκολλάτε σε αυτές. Έτσι μπορείτε να διάγετε μια άνετη ζωή, μια ζωή ευκολίας. Αλλά μια ζωή ευκολίας δεν είναι μια ζωή ευτυχίας. Τότε χάνετε τη χαρά, γιατί η χαρά είναι δυνατή μόνο όταν ζείτε επικίνδυνα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να ζήσουμε επικίνδυνα, και όταν λέω «ζήστε επικίνδυνα», εννοώ ζήστε σύμφωνα με τον εαυτό σας, όποιο κι αν είναι το κόστος. Ό,τι κι αν διακυβεύεται, ζήστε σύμφωνα με τη συνειδητότητά σας, σύμφωνα με τη δική σας καρδιά και το δικό σας αίσθημα. Εάν χαθεί όλη η ασφάλεια, αν χαθεί όλη η άνεση και η ευκολία, τότε, επίσης, θα είστε ευτυχισμένοι. Μπορεί να είστε ζητιάνοι, μπορεί να μην είστε βασιλιάδες, μπορεί να είστε στους δρόμους με κουρέλια, αλλά κανένας αυτοκράτορας δεν μπορεί να σας ανταγωνιστεί. Ακόμα και οι αυτοκράτορες θα αισθάνονται ζήλια για εσάς, γιατί θα έχετε πλούτο, όχι υλικό, αλλά έναν πλούτο συνειδητότητας. Θα έχετε ένα λεπτό φως γύρω σας και ένα αίσθημα μακαριότητας. Ακόμα και οι άλλοι μπορούν να αγγίξουν αυτό το συναίσθημα. Είναι τόσο ορατό, τόσο ουσιαστικό, που οι άλλοι θα επηρεαστούν από αυτό, θα γίνει μαγνήτης. Μπορεί να γίνετε ζητιάνοι, αλλά εσωτερικά θα έχετε γίνει βασιλιάδες.

Αν ζείτε μια ζωή ευκολίας, ασφάλειας και άνεσης, θα αποφύγετε τον κίνδυνο, θα αποφύγετε πολλές δυσκολίες και βάσανα. Αποφεύγοντας όμως αυτές τις δυσκολίες και τα βάσανα, θα αποφύγετε όλη την ευδαιμονία που είναι δυνατή στη ζωή. Όταν αποφεύγετε τις δυσκολίες, αποφεύγετε την ευδαιμονία, να το θυμάστε αυτό. Όταν προσπαθείτε να ξεφύγετε από ένα πρόβλημα, δραπετεύετε και από τη λύση του. Όταν δεν θέλετε να αντιμετωπίσετε μια κατάσταση, ακρωτηριάζετε τη ζωή σας. Ποτέ μη ζείτε μια ελεγχόμενη ζωή – αυτή είναι η ζωή ενός φυγά. Να είστε, όμως, πειθαρχημένοι. Πειθαρχημένοι όχι σύμφωνα με εμένα, όχι σύμφωνα με τον καθένα, αλλά σύμφωνα με το δικό σας φως. «Γίνετε εσείς το φως για τον εαυτό σας». Αυτό ήταν το τελευταίο ρητό του Βούδα πριν πεθάνει. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είπε. Αυτό είναι η πειθαρχία.

Αναζητώντας ζωή σε άλλους κόσμους

Ήδη από τον 17ο αιώνα, ο σύγχρονος του Γαλιλαίου φιλόσοφος Τζιορντάνο Μπρούνο υποστήριξε ότι στο Σύμπαν υπάρχουν άπειροι πλανήτες σαν τη Γη και υπαινίχθηκε ακόμη και την ύπαρξη ζωής σε αυτούς. Περιττό να πούμε ότι το λαμπρό αυτό πνεύμα έχασε τη ζωή του με τρόπο δραματικό, στην πυρά, για τις κοσμολογικές του αντιλήψεις. Σήμερα έχουμε επιβεβαιώσει την ύπαρξη 4.000 και πλέον πλανητών πέρα από το ηλιακό σύστημα, τους οποίους ονομάζουμε εξωπλανήτες. Από αυτούς οι μισοί μοιάζουν, ως προς το μέγεθος και τη σύστασή τους, με τη Γη μας. Για την ακρίβεια, μέχρι την 1η Μαΐου 2021, σύμφωνα με τη NASA, γνωρίζαμε 4.758 επιβεβαιωμένους εξωπλανήτες.

Kepler-452bKepler-452 b: Ένας «ξάδελφος της Γης» με 5-πλάσια μάζα ΄και διπλάσια βαρύτητα, που περιστρέφεται γύρω από ένα αστέρι σαν τον ήλιο μας στην κατοικήσιμη ζώνη, όπου θα μπορούσε να υπάρχει υγρό νερό. Η ανακάλυψή του ανακοινώθηκε στις 23 Ιουλίου 2015 ενώ απέχει 1.400 έτη φωτός από το ηλιακό μας σύστημα. Ένα διαστημόπλοιο που θα επιχειρούσε να τον προσεγγίσει θα χρειαζόταν, αν η ταχύτητά του ήταν όσο του Νέοι Ορίζοντες, του ταχύτερου διαστημόπλοιου που εκτοξεύθηκε ποτέ από τη Γη, περίπου 25,8 εκατομμύρια χρόνια.

Προϋποθέσεις κατοικησιμότητας

Τους εξωπλανήτες, όντας πολύ μακρινά και αμυδρά σώματα, πώς μπορούμε να τους εντοπίσουμε και να τους μελετήσουμε ώστε να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα για την κατοικησιμότητά τους; Προτού αναφερθούμε στους τρόπους αναζήτησης εξωπλανητών, είναι χρήσιμο να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο «κατοικησιμότητα» ενός πλανήτη. Ένας αρχικός και πολύ απλοϊκός ορισμός είναι η ικανότητα ενός πλανήτη να αναπτύξει και να διατηρήσει στην επιφάνειά του οποιαδήποτε μορφή ζωής. Σύμφωνα με την επιστήμη της βιολογίας και με βάση τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των γήινων έμβιων όντων, η ζωή για να αναπτυχθεί χρειάζεται τρία βασικά στοιχεία,

α. Νερό σε υγρή μορφή.

β. Χημικά στοιχεία από τα οποία θα δημιουργηθούν οι ενώσεις που συνθέτουν τους βιολογικούς οργανισμούς

γ. Ενέργεια η οποία στην πλειονότητά της προέρχεται από το μητρικό άστρο του πλανήτη.

Θερμοκρασία και πίεση

Γύρω από κάθε άστρο της κύριας ακολουθίας υπάρχει μια περιοχή όπου, ένας βραχώδης πλανήτης θα μπορούσε, υπό προϋποθέσεις, να διατηρήσει στην επιφάνειά του νερό σε υγρή μορφή. Μία βασική προϋπόθεση είναι η ακτινοβολία με τη μορφή θερμότητας που δέχεται ο πλανήτης από το μητρικό του άστρο να είναι τέτοια ώστε η επιφανειακή θερμοκρασία του πλανήτη να επιτρέπει στο νερό να μην παγώνει ούτε να εξατμίζεται, αλλά να παραμένει σε υγρή μορφή. Βέβαια για να συμβεί αυτό δεν αρκεί μόνο η θερμοκρασία να είναι κατάλληλη, αλλά και η ατμοσφαιρική πίεση να είναι επίσης ανάλογη. Η περιοχή αυτή ονομάζεται κατοικήσιμη ζώνη.

Η απόσταση της ζώνης αυτής από το άστρο ποικίλει ανάλογα με τον φασματικό του τύπο. Η έννοια αυτή της κατοικήσιμης ζώνης διευρύνεται αν αναζητήσει κανείς άλλες πηγές ενέργειας, εκτός του μητρικού άστρου, η οποία θα μπορούσε να συμβάλει στην ύπαρξη νερού σε υγρή μορφή σε κάποιον βραχώδη κόσμο. Τέτοια παραδείγματα συναντούμε στο ηλιακό σύστημα. Οι δορυφόροι του Δία Ευρώπη, Καλλιστώ και Γανυμήδης και ο δορυφόρος του Κρόνου Εγκέλαδος είναι δείγματα της περίπτωσης αυτής. Μολονότι βρίσκονται πέρα από την τυπική κατοικήσιμη ζώνη του Ηλίου, εντός της οποίας βρίσκεται μόνο η Γη, διαθέτουν τεράστιες ποσότητες υγρού νερού κάτω από την παγωμένη τους επιφάνεια. Αν και η επιφανειακή θερμοκρασία των σωμάτων αυτών είναι περίπου -150 βαθμοί Κελσίου, το νερό παραμένει σε υγρή μορφή χάρη στην εσωτερική θερμότητα (η οποία προκαλείται από τις τριβές των πετρωμάτων τους λόγω των ισχυρών παλιρροϊκών δυνάμεων που τους ασκεί το βαρυτικό πεδίο των πλανητών).

Μέθοδοι αναζήτησης εξωπλανητών

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα αναζητούν οι επιστήμονες πλανήτες γύρω από άλλους αστέρες του Γαλαξία οι οποίοι θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν ζωή, αξιοποιώντας πλήθος τεχνολογιών. Ειδικότερα, για την αναζήτηση εξωπλανητών αξιοποιούνται πέντε μέθοδοι έρευνας:

α. Η μέθοδος της διάβασης (transit),

β. της ακτινικής ταχύτητας (radial velocity),

γ. του βαρυτικού μικροφακού (gravitational microlensing),

δ. της απευθείας φωτογράφησης και ε. του συγχρονισμού των pulsars.

Από τις παραπάνω μεθόδους οι δύο πρώτες είναι οι πιο σημαντικές. Με την πρώτη μπορούμε να υπολογίσουμε τη διάμετρο του πλανήτη, την περίοδο περιφοράς του γύρω από τον αστέρα και κατ’ επέκταση, χρησιμοποιώντας τον τρίτο νόμο του Κέπλερ, την απόστασή του από αυτόν. Επίσης αναλύοντας φασματοσκοπικά το φως του αστέρα που διέρχεται μέσα από την ατμόσφαιρα του πλανήτη, εφόσον διαθέτει, μπορούμε να πάρουμε πληροφορίες για την πυκνότητα και τη σύστασή της. Η δεύτερη μέθοδος μας δίνει τη μάζα του πλανήτη και αφού γνωρίζουμε συνδυαστικά τη διάμετρο του πλανήτη αποκτούμε εικόνα για την πυκνότητά του και τη σύσταση του. Έτσι συμπεραίνουμε αν πρόκειται για αέριο ή βραχώδες σώμα. Τα δεδομένα για τους εξωπλανήτες συλλέγονται από μεγάλα επίγεια τηλεσκόπια ή εξειδικευμένα για τον σκοπό αυτόν διαστημικά τηλεσκόπια, με πιο σημαντικά από αυτά το CoRoT (Convection, Rotation and planetary Transits) της ESA και της CNES, το Kepler και TESS (Transiting Exoplanet Survey Satellite) της NASA.

Ασύλληπτες αποστάσεις

Πόσο μακριά έχουμε καταφέρει να κοιτάξουμε με τα τηλεσκόπιά μας; Η διάμετρος του Γαλαξία υπολογίζεται σε 100.000 έτη φωτός, ενώ η θέση μας απέχει περίπου 26.000 ε.φ. από το κέντρο του. Στην προσπάθειά μας να ανακαλύψουμε νέους εξωπλανήτες έχουμε καταφέρει να κοιτάξουμε σε μία ακτίνα περίπου 3.000 ε.φ. εντός της οποίας βρίσκονται οι πιο γνωστοί από αυτούς. Ωστόσο ο πιο μακρινός γνωστός εξωπλανήτης βρίσκεται σε απόσταση 13.000 ε.φ. προς το κέντρο του Γαλαξία και ονομάζεται OGLE-2014-BLG-0124L.

Ποιες είναι όμως οι πιθανότητες να υπάρχει ζωή και σε άλλους κόσμους εκτός από τη Γη; Αξίζει να επισημανθεί ότι η επιστημονική έρευνα δεν αφορά μόνο την αναζήτηση ζωής σε οποιοδήποτε στάδιο της εξέλιξής της, αλλά και τη ζωή που να έχει αναπτύξει νοήμονα πολιτισμό ικανό να επικοινωνήσει με άλλους. Είμαστε λοιπόν μόνοι και, αν όχι, πού είναι οι υπόλοιποι; (Το ερώτημα αυτό είναι γνωστό ως παράδοξο του Fermi.)

Αναπάντητα ερωτήματα

Σήμερα γνωρίζουμε με βεβαιότητα τη θέση μας στον Γαλαξία, ως τον μοναδικό πλανήτη που φιλοξενεί ζωή, ενώ με βάση τα επιστημονικά δεδομένα μπορούμε να υπολογίσουμε τις πιθανότητες να υπάρχει και σε άλλους κόσμους. Επίσης γνωρίζουμε ότι το Σύμπαν είναι γενικά ένα εχθρικό περιβάλλον, ενώ σε κάποιες απόμερες γωνιές του μπορεί να υπάρχουν οάσεις, όπου μπορεί να εμφανιστεί και να εξελιχθεί η ζωή. Ωστόσο οι περιοχές αυτές είναι σίγουρα πολύ μακριά μας και με τα σημερινά δεδομένα είναι πρακτικά αδύνατο να καταφέρουμε να ταξιδέψουμε ως εκεί. Έτσι, με βάση τα μέχρι σήμερα τεχνολογικά μας επιτεύγματα, το μόνο φιλόξενο για εμάς «σπίτι», είναι ο πλανήτης Γη. Αυτός ο τόσο όμορφος αλλά και τόσο εύθραυστος κόσμος είναι το μοναδικό μας σπίτι και το μοναδικό μας διαστημόπλοιο που μας ταξιδεύει στο αχανές Διάστημα. Έχουμε λοιπόν ύψιστο χρέος να τον προστατέψουμε για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε και για να συνεχίσουμε να ψάχνουμε.

Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ζωής των παιδιών

Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού παίζει καθοριστικό ρόλο στην διαμόρφωση της ζωής των παιδιών, της ψυχολογικής, κοινωνικής, πνευματικής, σωματικής τους εξέλιξης. Καλό θα ήταν λοιπόν να προβληματιστεί το ζευγάρι πολύ πριν κάνει παιδιά, ακόμα και κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και μετά την απόκτηση του πρώτου παιδιού και των υπολοίπων που θα ακολουθήσουν.

Ένα σημαντικό ψυχοκοινωνικό θέμα της εποχής μας είναι o σημαντικός ρόλος που παίζει η ποιοτική σχέση του ζευγαριού που έχει αναλάβει τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, στη διαμόρφωση της ψυχολογικής τους υγείας, ισορροπίας και ανάπτυξης.

Η ανάληψη της «Γονεϊκής Ταυτότητας» προϋποθέτει όχι μόνο την ικανότητα της αναπαραγωγής, αλλά και την ικανότητα, τη διάθεση, την απόφαση να το μεγαλώσεις σωματικά, ψυχολογικά, κοινωνικά, πνευματικά, και να το διαπαιδαγωγήσεις ισορροπημένα.

Η σωστή διαπαιδαγώγηση εξαρτάται αρχικά από την πρόθεση των ατόμων που αποτελούν το ζευγάρι να δουλέψουν σκληρά πάνω στην επικοινωνία τους, στο μοίρασμα των διαφόρων ρόλων και υποχρεώσεων, στις παραχωρήσεις που κάνει ο ένας για τον άλλο, στην εξέλιξη της ατομικής και κοινής τους ζωής, στην συγχώρεση λαθών και στα μαθήματα που πρέπει να παίρνουν ο ένας από τον άλλο και οι δυο από τα παιδιά τους.

Αξίζει να αναφερθεί μια πολύ σημαντική μελέτη του Τμήματος Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Harvard (Harvard Graduate School of Education) από μία ομάδα διακεκριμένων ψυχολόγων, η οποία αναφέρει ότι το μεγάλωμα και η σωστή διαπαιδαγώγηση των παιδιών, καθώς και η ποιοτική σχέση του ζευγαριού, καθορίζουν τη συμπεριφορά, ψυχολογική ανάπτυξη, ισορροπία και εξέλιξή τους.

Έτσι τα παιδιά που οι γονείς τους είχαν μια «δύσκολη επικοινωνιακά σχέση», δεν είχαν διάλογο μεταξύ τους, ασκούσαν αρνητική αλληλοκριτική και κάθε είδους βία & υπήρχε γονεική απουσία, ψυχολογική ή/και σωματική, παρουσίαζαν δύο φορές περισσότερο από άλλα ψυχολογικά και κοινωνικά προβλήματα:
  • Αυξημένη αίσθηση έλλειψης αυτοπεποίθησης
  • Αισθήματα ανασφάλειας
  • Μη προσαρμοστικότητα στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον
  • Υψηλό άγχος
  • Αρνητικό τρόπο σκέψης
  • Υπερ-κινητικότητα, Διάσπαση Προσοχής, Νευρικότητα
  • Αυξημένη αντικοινωνική συμπεριφορά ή και ανάγκη εξάσκησης βίας στον εαυτό και στους άλλους
  • Ψυχοσωματικά προβλήματα.
Επομένως η συμπεριφορά του ζευγαριού επηρεάζει τη μετέπειτα εξωτερική συμπεριφορά των παιδιών (ικανότητα κοινωνικοποίησης, τοποθέτηση και ικανότητα πραγματοποίησης στόχων κ.τ.λ.) αλλά και τα εσωτερικά ψυχολογικά, συναισθήματα ασφάλειας, ηρεμίας, σταθερότητας, αυτοπεποίθησης και ισορροπίας τους.

Παράγοντες που καθορίζουν την ψυχολογική υγεία, ισορροπία και ανάπτυξη των παιδιών

Εκτός από την κληρονομικότητα (περίπου 40%), την προσωπική προδιάθεση (περίπου 40%), καθώς και διάφορες εξωτερικές κοινωνικές συνθήκες (περίπου 20%) ,παράγοντες ανάπτυξης θεωρούνται επίσης:

Η ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού πριν αποφασίσουν να κάνουν παιδιά. Μια ουσιαστική σχέση όπου τα δυο άτομα έχουν έρθει κοντά, μαζί, σαν δυο ολοκληρωμένες αυτοδύναμες οντότητες και έχουν καταστήσει τους εαυτούς τους «κοινωνούς» σε μια «κοινή» προσπάθεια εξέλιξης, ολοκλήρωσης, δημιουργίας. Ένα τέτοιο ζευγάρι που έχει μια ψυχοκοινωνικά ισορροπημένη σχέση, καλή επικοινωνία και με προοπτική εξέλιξης έχει τη δυνατότητα να πάρει συνειδητά την απόφαση να φέρει στον κόσμο ένα παιδί.

Η συνειδητοποίηση της περιόδου μετά τον ερχομό του πρώτου παιδιού, όπου οι σύζυγοι μεταβάλλονται σε γονείς και ο γάμος σε οικογένεια. Είναι μια δύσκολη μεταβατική φάση στη ζωή του ζευγαριού, καθώς προκύπτουν νέα συναισθήματα, άγχη, νέες εντάσεις, αλλά πολύ σημαντική για τη μελλοντική εξέλιξη των παιδιών.

Η Γονεικότητα παίζει πολύτιμο ρόλο στην προσωπική και κοινωνική εξέλιξη των ατόμων που αποτελούν το ζευγάρι. Οι νέοι γονείς καλούνται να προσαρμοστούν και να κάνουν «θυσίες» για χάρη των παιδιών τους.

Μια ακόμα σημαντική έρευνα πραγματοποιήθηκε σε χώρες της Ευρώπης (και της Ελλάδας), γύρω από θέματα οικογενειακής θεραπείας, από τους ψυχολόγους, ερευνητές του Πανεπιστημίου Cambridge, Goldberg και Michaels. Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή: «Οι άντρες και γυναίκες που ήταν ικανοποιημένοι από τον εαυτό τους και τη σχέση με το σύντροφό τους, πριν αλλά και μετά τη γέννηση του πρώτου παιδιού, είχαν την δυνατότητα να μεγαλώσουν δύο φορές πιο ισορροπημένα και ψυχικά υγιή παιδιά».

Τέλος, τα παιδιά ζουν και εξελίσσονται με το δικό μας παράδειγμα ζωής και πράξης και όχι μόνο με τα λόγια μας. Εάν θέλουμε να τα βοηθήσουμε και να τα εμπνεύσουμε, ώστε να γίνουν ολοκληρωμένα, ώριμα, ψυχικά και κοινωνικά προσαρμοσμένα, ικανά, δημιουργικά άτομα, πρέπει να αρχίσουμε με το να βοηθάμε, υποστηρίζουμε και να εμπνέουμε εμάς τους ίδιους καθημερινά.

Ηλιαία: Το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους

Η αρχική έννοια σύστασης δικαστηρίου για την απονομή δικαιοσύνης βρίσκεται στην Ελληνική Μυθολογία από τους ίδιους Ολύμπιους θεούς, από τους οποίους «πέρασε» στην Αρχαία Ελλάδα αλλά και στη Ρώμη να απονέμεται από τους Βασιλείς. Αργότερα ανατέθηκε αυτή σε δικαστήρια.

Στην αρχαία Αθήνα ονομαστά ποινικά δικαστήρια ήταν η «Βουλή του Αρείου Πάγου», το «Παλλάδιο», το «Δελφίνιο», το «εν Φρεαττοί», το «επί Πρυτανείω» και η «Ηλιαία». Επί Δράκοντος, τους φόνους δίκαζαν οι πρυτάνεις, όμως ο Σόλων επανέφερε την αρμοδιότητα αυτή στον Άρειο Πάγο. Την πολιτική δικαιοσύνη απένεμαν οι κατά δήμο δικαστές, οι διαιτητές και οι ναυτοδίκες.

Η Ηλιαία ήταν το κυριότερο δικαστήριο του αρχαίου αθηναϊκού κράτους. Επρόκειτο για δικαστήριο ενόρκων, μέλη του οποίου μπορούσαν να γίνουν όλοι οι γνήσιοι Αθηναίοι πολίτες άνω των 30 ετών, έπειτα από κλήρωση.

Η βάση της νέας δημοκρατίας ήταν ο έλεγχος κάθε πολίτη από το σύνολο των πολιτών, όπως και του συνόλου, από τον ίδιο πολίτη.

Το να μετέχει κάποιος στην Ηλιαία δεν προϋπέθετε κάποια ιδιαίτερη μόρφωση, όμως η τριβή με το νομοθετικό έργο είχε ως αποτέλεσμα μιαν αρκετά καλή γνώση των νόμων.

Ο Πλούταρχος, υπογραμμίζοντας τη σημασία του, αναφέρει ότι ο Σόλων άφησε ηθελημένα κενά στους νόμους, επιτρέποντας έτσι στους δικαστές να αποφασίζουν μόνοι τους για ορισμένα θέματα που έφταναν ενώπιον τους, και για τα οποία δεν υπήρχε ρύθμιση στη σολώνεια νομοθεσία. Με αυτόν τον τρόπο, αναφέρει ο Πλούταρχος, ο Σόλων κατέστησε τους δικαστές της Ηλιαίας «κυρίους των νόμων».

Η Ηλιαία αποτελούνταν από 6.000 δικαστές («Ηλιασταί»), οι οποίοι προέρχονταν από τις 10 Φυλές της Αθήνας (κάθε Φυλή συμμετείχε με 600 μέλη). 1000 ήταν αναπληρωματικοί. Το δικαστήριο δίκαζε σε τμήματα των 201, 301 κλπ. δικαστών.

Η Ηλιαία συνεδρίαζε όλες τις εργάσιμες ημέρες εκτός από τις τρεις τελευταίες ημέρες κάθε μήνα και τις ημέρες λειτουργίας της Εκκλησίας του Δήμου.

Σχεδόν ποτέ όμως δεν εργάσθηκαν και τα δέκα τμήματα της Ηλιαίας ταυτοχρόνως. Η απόδοση δικαιοσύνης από τον δήμο ενόχλησε πάρα πολύ τους ολιγαρχικούς, οι οποίοι δυσφήμισαν με κάθε τρόπο το γεγονός αυτό, υπογραμμίζοντας -όχι σωστά- ότι τη δικαιοσύνη στην Αθήνα την απένεμαν οι θήτες.

Η Ηλιαία συνεδριάζει στην διάρκεια του έτους στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Μετά από επίδοση καταγγελίας πολίτη.

Παραπομπή αρχόντων από την Βουλή και τις Επιτροπές.

Παραπομπή Αρχόντων από την Εκκλησία του Δήμου σε κάθε επιχειροτονία.

Έγκριση δια ψηφοφορίας των εγκεκριμένων από την Βουλή νέων Αρχόντων.

Προσέλευση αρχόντων στο τέλος της θητείας για απαλλαγή

Ο ηγεμών του δικαστηρίου συγκέντρωνε τα παράπονα και τις υποθέσεις προς εκδίκαση και όριζε μέσω κλήρωσης από ποιο τμήμα και σε ποιο μέρος θα εκδικαζόταν η υπόθεση. Καθώς δεν υπήρχαν δικηγόροι, οι κατηγορούμενοι αναλάμβαναν οι ίδιοι την υπεράσπισή τους με τη βοήθεια ενός μόνο φίλου ή συγγενούς. Πολλές φορές, ανέθεταν τη συγγραφή ενός λόγου για την αγόρευσή τους σε έναν επαγγελματία λογογράφο (π.χ. Ισοκράτης, Λυσίας κ.ά.). Ο χρόνος των αγορεύσεων περιοριζόταν από ένα υδραυλικό χρονόμετρο, την κλεψύδρα. Η ψηφοφορία ήταν μυστική. Σε περίπτωση ισοψηφίας, ο κατηγορούμενος κρινόταν αθώος, καθώς θεωρούνταν ότι είχε «την ψήφο της Αθηνάς».

Οι δικαστές λάμβαναν ως αποζημίωση 2-3 οβολούς κατά δικάσιμη ημέρα.

O Όρκος των Ηλιαστών:

«Ορκίζομαι ότι θα δίδω την ψήφο μου συμφώνως προς τους νόμους και τις αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου και της Βουλής των 500. Εις περιπτώσεις που ο νόμος δεν προβλέπει, θα δίδω την ψήφο μου συμφώνως προς την συνείδησή μου άνευ φόβου και πάθους. Θα ακούω κατήγορον και κατηγορούμενον εξίσου και θα εκδίδω την απόφασίν μου συμφώνως προς την απολογίαν. Ταύτα ορκίζομαι εις τον Δία, τον Απόλλωνα και τη Δήμητρα και να έχω τας ευλογίας των όσο θα τηρώ πιστά τον όρκο μου, άλλως να πέσει εις ερείπια ο οίκος μου και να καταστραφεί αν επιορκήσω».

Οστρακισμός: Η ελευθερία του πολίτη

Εξετάζοντας την σχέση του ατόμου με την κοινότητα στις αρχαίες πόλεις /κράτη, ο Benjamin Constant{a} ισχυρίζεται στην γνωστή του διάλεξη «Η ελευθερία των αρχαίων εν συγκρίσει με την ελευθερία των νέων», ότι η ατομική ελευθερία απουσιάζει στον αρχαίο κόσμο, ενώ η αξία της είναι πρωταρχική και κυρίαρχη στην νεώτερη Ευρώπη. Καθώς ο ίδιος στην διάλεξη εκθέτει τα επιχειρήματά του, αναφέρεται στην Αθηναϊκή δημοκρατία, όπως επίσης και στον θεσμό του οστρακισμού{b} υποστηρίζοντας ότι η λειτουργία του ήταν αρνητική απέναντι στην ατομική ανεξαρτησία. Στο ακόλουθο κείμενο θα προσεγγιστεί κριτικά η αναφορά του Constant στον οστρακισμό και θα επαναξιολογηθεί η ελευθερία του πολίτη σε σχέση με την λειτουργία αυτού του θεσμού.

Στην διάλεξη του ο Constant διατυπώνει τον ακόλουθο ισχυρισμό για τον οστρακισμό:

«Ταυτόχρονα εφαρμόζεται ο οστρακισμός, αυτή η νόμιμη αυθαιρεσία που εξαίρεται από όλους τους νομοθέτες της εποχής. Ο ανωτέρω θεσμός, που φαίνεται σε μας εξοργιστικά άδικος, και έτσι πρέπει, αποδεικνύει ότι στην Αθήνα το άτομο παρέμενε περισσότερο υποταγμένο στην υπεροχή του κοινωνικού σώματος από όσο είναι σε οποιοδήποτε ελεύθερο ευρωπαϊκό κράτος σήμερα.»[1].

Σύμφωνα με αυτό το απόσπασμα, ο οστρακισμός λειτουργούσε εναντίον της ατομικής ελευθερίας υποτάσσοντας τον πολίτη στην βούληση του πολιτικού σώματος. Αποτελούσε για τον ίδιο μια αυθαίρετη διαδικασία, διότι ο δήμος ανά πάσα στιγμή μπορούσε να εξοστρακίσει έναν πολίτη χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ατομική του ελευθερία. Ο φιλελεύθερος στοχαστής αναφέρεται στον θεσμό ως χαρακτηριστικό παράδειγμα για να επισημάνει ότι στον αρχαίο κόσμο το άτομο δεν ήταν αναγνωρισμένο ως ελεύθερο πρόσωπο και ήταν υποτελές στην κοινότητα εξαιτίας της διαρκούς συμμετοχής του στις δημόσιες υποθέσεις και τα κοινά.

Αν και φαίνεται ότι ο ισχυρισμός του Constant είναι αρχικά εύλογος, είναι σημαντικό να εξετάσουμε πώς λειτουργούσε ο οστρακισμός στην δημοκρατία της αθηναϊκής πόλης / κράτους για να συγκροτηθεί μια αντίρρηση στις αναφορές του φιλελεύθερου στοχαστή. Η κριτική προσέγγιση του ισχυρισμού του Constant θα απαιτούσε μια απάντηση στα ακόλουθα τρία ζητήματα: α) τα διαδικαστικά όρια του οστρακισμού, β) τους λόγους, για τους οποίους ο δήμος εξοστράκιζε κάποιον πολίτη, γ) την θέση της ατομικής ελευθερίας στην αθηναϊκή δημοκρατία. Η απάντηση σε αυτά τα ζητήματα είναι καίρια για να διατυπωθεί μια κριτική αποτίμηση στον ισχυρισμό του Constant.

Αρχικά, ο οστρακισμός είχε ορισμένους διαδικαστικούς περιορισμούς, οι οποίοι απέτρεπαν την λειτουργία του σε τακτική βάση. Συγκεκριμένα, ο οστρακισμός ήταν μία θεσμική διαδικασία αποτελούμενη από δύο φάσεις, από τις οποίες η επιτυχής λειτουργία της πρώτης ήταν προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της δεύτερης. Όπως επισημαίνει η Α. Μαλκοπούλου[2], κάθε χρόνο τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου έπρεπε η συνέλευση να αποφασίσει εάν θα εξοστρακίσει κάποιον. Εάν η απόφαση της πλειοψηφίας ήταν θετική, η οστρακοφορία διεξαγόταν στις αρχές Μαρτίου.

Σε περίπτωση αρνητικής απόφασης, η συνέλευση θα αποφάσιζε για οστρακισμό ξανά τον επόμενο χρόνο. Μπορούμε να διαπιστώσουμε, ότι παρόλο που διεξαγόταν η πρώτη φάση του οστρακισμού κάθε χρόνο, η πλήρης εφαρμογή του προϋπέθετε θετική απόφαση από την πλειοψηφία. Επιπλέον, η διαδικασία απαιτούσε μια ευρεία συμμετοχή έξι χιλιάδων πολιτών, ώστε να είναι έγκυρη μια οστρακοφορία. Ο ίδιος αριθμός πολιτών απαιτούνταν και σε άλλες θεσμικές διαδικασίες, οι οποίες, σύμφωνα με τον R.K Sinclair, σχετίζονταν με ατομικά προνόμια, όπως η απονομή της ιδιότητας του πολίτη σε κάποιον, ή με κάποια φορολογική ρύθμιση[3].

Σε ό,τι αφορά τη διαδικαστική παράμετρο συμπεραίνεται, ότι ο οστρακισμός ως διαδικασία δεν είχε κάποια καίρια διαφορά από τα συνήθη ψηφίσματα, τα οποία σχετίζονταν με την ιδιότητα του πολίτη, αλλά ήταν μια αυστηρότερη στέρηση της ιδιότητας του πολίτη από τον εξοστρακισμένο.

Επιπροσθέτως, θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση του οστρακισμού ο χαρακτήρας της απέλασης ήταν διαφορετικός συγκριτικά με εκείνον της εξορίας σε καθεστώς τυραννίας. Την ημέρα της οστρακοφορίας ο πολίτης που συγκέντρωνε τις περισσότερες ψήφους, είχε την υποχρέωση να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια. Όπως επισημαίνει ξανά η Μαλκοπούλου, «αυτή η προσωρινή ατομική εξορία…ήταν ο ηπιότερος τύπος της εξορίας που θα μπορούσε να βρεθεί στον κλασικό κόσμο»[4], καθώς η ιδιοκτησία του ήταν εξασφαλισμένη και η οικογένεια του εξοστρακισμένου ατόμου είχε την δυνατότητα να ζήσει στην πόλη.

Αντιθέτως, η εξορία στην τυραννία ήταν πολύ πιο αυστηρή για τον τιμωρημένο και τους συγγενείς του, διότι η απέλαση επεκτεινόταν στα οικογενειακά μέλη και συνεπαγόταν πλήρη απώλεια της ιδιοκτησίας και της εξουσίας του[5]. Επομένως, αν και ο οστρακισμός φαίνεται μια βάναυση μορφή ποινής για τα νεώτερα κριτήρια, στην αρχαιότητα αυτός ο τύπος εξορίας ήταν περιορισμένος διότι αφορούσε μόνο τον εξοστρακισμένο πολίτη χωρίς να επεκτείνεται στα μέλη της οικογένειας του.

Πέρα από τα διαδικαστικά όρια του οστρακισμού, αυτή η πολιτική πρακτική υιοθετήθηκε από τον δήμο ως εργαλείο υπεράσπισης της πολιτικής κυριαρχίας του εναντίον των αντιδημοκρατικών φιλοδοξιών ορισμένων πολιτών (ή και ηγετικών προσωπικοτήτων στον δημόσιο βίο της Αθήνας). Όπως επισημαίνει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά, ο δήμος εξοστράκιζε εκείνους τους πολίτες οι οποίοι θεωρούνταν ισχυροί λόγω του πλούτου ή της δημοφιλίας τους ή κάποιας άλλης πηγής πολιτικής εξουσίας για συγκεκριμένες περιόδους[6].

Δηλαδή, οι πολίτες που επιχειρούσαν να αποκτήσουν εξουσία μέσω άλλων οικονομικών πόρων ή σχέσεων με άλλες εξωτερικές δυνάμεις, ήταν πιθανό να εξοστρακιστούν εξαιτίας της φιλοδοξίας τους να αποκτήσουν εξουσία χωρίς την έγκριση του δήμου. Δεν ήταν τόσο σημαντικό εάν ένα άτομο ήταν αριστοκράτης ή επιχειρούσε να εγκαθιδρύσει τυραννία. Αυτό που ήταν καίριο είναι ότι οποιοσδήποτε προσπαθούσε να υπονομεύσει την δημοκρατία συνεργαζόμενος με αριστοκρατικές ή ολιγαρχικές δυνάμεις, μπορούσε να εξοστρακιστεί.

Σύμφωνα με τις παρατηρήσεις του A.Kishner, αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εξοστρακίστηκε ο Κίμων, καθώς κίνησε υποψίες στους Αθηναίους λόγω του πλούτου του και της σταθερής σχέσης του με τους Σπαρτιάτες[7]. Αντιθέτως ο Περικλής, ο οποίος ήταν μια επιδραστική προσωπικότητα για πολλά χρόνια στην αθηναϊκή πολιτική ζωή, δεν εξοστρακίστηκε διότι τάχθηκε υπέρ της λαϊκής κυριαρχίας και δεν επεδίωξε την δική του ανεξαρτησία από το δήμο[8]. Έτσι, ο Περικλής δεν εξορίστηκε από την αθηναϊκή πόλη διότι δεν αναζήτησε αντιδημοκρατική εξουσία και δεν δημιούργησε κάποια σύνδεση με αριστοκρατικές δυνάμεις.

Ο λόγος για τον οποίο οι πολίτες θα μπορούσαν να εξοστρακιστούν υποδεικνύει ότι ο θεσμός αυτός λειτουργούσε ως κύριο εργαλείο δημοκρατικής αυτοάμυνας. Η λειτουργία του οστρακισμού σχετίζεται με την προτεραιότητα των πολιτών να διατηρήσουν την κυριαρχία τους και επομένως να υπερασπιστούν αυτή τη μορφή πολιτικής οργάνωσης, η οποία τους απένειμε την ιδιότητα του πολίτη και τη δυνατότητα να μετέχουν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

Επιπλέον, ο οστρακισμός αποσκοπούσε στην διατήρηση της δημοκρατίας ως συλλογικής μορφής αυτοκυβέρνησης, η οποία διεπόταν από την κοινωνική συνοχή και ένα αίσθημα του ανήκειν σε μια ελεύθερη κοινότητα. Η σύνδεση του θεσμού αυτού με την προτεραιότητα υπεράσπισης της δημοκρατίας μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι δεν ήταν ποινή, αλλά μέσο πολιτικής πάλης[9]. Τις πρώτες φορές που τέθηκε σε εφαρμογή (συγκεκριμένα το 487, το 486 και το 485 π.κ.ε), τα εξοστρακισμένα πρόσωπα θεωρήθηκαν ύποπτα για την κατάκτηση της εξουσίας με την στήριξη ξένων δυνάμεων[10]. Επομένως, ο θεσμός αυτός είχε ως σκοπό αφενός να υπενθυμίσει στους πολιτικούς αντιπάλους ότι ο κυρίαρχος στην πολιτική κοινότητα εξακολουθούσε να είναι ο δήμος και αφετέρου να συμβάλλει στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, καθώς και μιας αίσθησης κοινού συμφέροντος.

Επιστρέφοντας στον ισχυρισμό του Constant, πρέπει να επισημανθεί ότι στην αθηναϊκή δημοκρατία η ατομική ελευθερία δεν ήταν κεντρικής σημασίας και δεν βασιζόταν σε κάποια συγκεκριμένη αντίληψη δικαιωμάτων[11]. Αυτό που είναι σημαντικό στην πόλη / κράτος είναι η ευημερία της κοινότητας και η ελευθερία του πολιτικού σώματος. Αυτή η παρατήρηση δείχνει ότι η ατομική ελευθερία έχει σημασία στον βαθμό που ένας πολίτης δεν απειλεί το δημοκρατικό πολίτευμα. Σε περίπτωση που υπήρχε υποψία, ότι ένας πολίτης σχεδίαζε να καταλύσει την δημοκρατία, τότε η ελευθερία του θεωρούνταν δευτερεύουσας σημασίας συγκριτικά με την επιβίωση της δημοκρατικής πολιτείας, η οποία είχε πρωταρχική σημασία για τον δήμο.

Έτσι, ο Constant δεν λαμβάνει υπόψη την ιεραρχία των αξιών, η οποία υιοθετήθηκε από τον δήμο, καθώς και το στόχο του οστρακισμού, ο οποίος σχετίζεται με τη δημοκρατική αυτο – άμυνα και δεν έχει τον χαρακτήρα ποινής ή κάποιας εναντίωσης προς την ατομική ελευθερία.

Η διατύπωση του Constant ότι «κανείς δεν δικαιούται να εξορίσει έναν πολίτη, εάν αυτός δεν έχει καταδικαστεί από τακτικό δικαστήριο σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, που προβλέπει την ποινή της εξορίας για πράξεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχος»[12], συμπεριλαμβάνει εμμέσως έναν επιπρόσθετο ισχυρισμό ότι η ελευθερία μπορεί να προστατευθεί μόνο μέσω της αναγνώρισης δικαιωμάτων. Όμως, η σύνδεση του φιλελεύθερου στοχαστή αγνοεί το γεγονός ότι η συμμετοχή σε συνελεύσεις προστάτευε τις διάφορες εκφάνσεις ατομικής ελευθερίας, ο σεβασμός για την οποία επιβεβαιώνεται από πολυάριθμες πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας[13].

Η συμμετοχή στην διαδικασία λήψης των αποφάσεων καθιστούσε την επίκληση των δικαιωμάτων περιττή, διότι οι πολίτες ήταν οι κάτοχοι της πολιτικής αρμοδιότητας διακυβέρνησης[14]. Η έννοια του δικαιώματος είναι οπωσδήποτε θεμελιώδης για τη νεώτερη πολιτική φιλοσοφία (και για την ίδια τη νεωτερικότητα), διότι συνιστά εγγύηση που αποτρέπει μια εκλεγμένη κυβέρνηση από το να ασκεί αυθαίρετα την εξουσία της. Όμως, η χρήση των δικαιωμάτων σε ένα πολιτικό σύστημα αυτοκυβέρνησης (όπως αυτό της αθηναϊκής δημοκρατίας) δεν έχει νόημα, καθώς οι ίδιοι οι πολίτες λαμβάνουν τις πολιτικές αποφάσεις. Έτσι, η προσέγγιση του Constant είναι προβληματική διότι συγκροτεί μια κριτική στάση απέναντι στην αθηναϊκή δημοκρατία από την νεώτερη οπτική υπεράσπισης των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων.

Ο ισχυρισμός του Constant σχετικά με τον οστρακισμό δεν μπορεί να μείνει αναντίρρητος, διότι η ατομική ελευθερία κάποιου δεν κινδύνευε όταν ο ίδιος δεν είχε σκοπό να καταλύσει τη δημοκρατία. Αυτό δε σημαίνει ότι οι πολίτες ήταν υποτελείς στον ιδιωτικό τους βίο, όπως ο ίδιος ισχυρίστηκε στη διάλεξη του. Ο οστρακισμός ως πολιτική πρακτική είναι θεσμικό παράδειγμα το οποίο αναδεικνύει την προτεραιότητα, που είχε για τους πολίτες η διατήρηση του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Η κριτική προσέγγιση του φιλελεύθερου στοχαστή διατυπώνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο, στο οποίο υπάρχει ανάγκη για εγκαθίδρυση ενός σταθερού πολιτικού συστήματος, το οποίο θα αποφεύγει τόσο τις ακρότητες των Ιακωβίνων, οι οποίοι κατά τον Constant, επιθυμούσαν την αναβίωση αρχαίων μορφή διακυβέρνησης (της Σπάρτης ή της Ρώμης), όσο και των αντιδραστικών, οι οποίοι νοσταλγούσαν το Παλαιό Καθεστώς. Η κριτική στον οστρακισμό αποτελεί μέρος ενός θεωρητικού εγχειρήματος, στο οποίο κεντρική θέση έχει η απόρριψη του αρχαίου κόσμου, καθώς και των πολιτικών μορφών διακυβέρνησης και των αξιών του. Η νεώτερη εποχή κατά τον Constant δεν πρέπει να μεταστεγάσει τις αρχαίες πολιτικές πρακτικές, διότι αυτές δεν προσιδιάζουν όχι μόνο στην δομή του, αλλά είναι και επικίνδυνες για την «νεώτερη» ελευθερία.
-----------------------------
[1] Constant Benjamin, Περί ελευθερίας και ελευθεριών (μτφρ. Τ. Δαρβέρης), Αθήνα: Ζήτρος, 2000, σ. 44. Βέβαια ο ίδιος σε προγενέστερο έργο του το 1815, στο «De l‘esprit de conquête et d‘usurpation» (Το πνεύμα της κατάκτησης και του σφετερισμού) αναφέρεται στην αθηναϊκή πόλη – κράτος μόνο θετικά χωρίς να θίγει την περίπτωση του οστρακισμού. Βλ. Constant Benjamin, Political Writings (trans. Biancamaria Fontana), Cambridge: Cambridge University Press, 1988, p.103

[2] Malkopoulou Anthoula, «Ostracism and democratic self – defense in Athens», Constellations, 24:4, 2017, p. 3. Η Μαλκοπούλου παραπέμπει στην ανάλυση της σε σωζόμενο απόσπασμα του ιστορικού Φιλόχορου, ο οποίος παρέχει μια περιγραφή της λειτουργίας του οστρακισμού. Ωστόσο, η Μαλκοπούλου αναγνωρίζει ότι ορισμένα σημεία της καταγραφής του Φιλόχορου έχουν ξεπεραστεί από την ιστορική έρευνα . Βλ. Malkopoulou, όπ.π., σ. 2, 12

[3] Sinclair R.K, Democracy and Participation in Athens, Cambridge: Cambridge University Press, 1990, p.115

[4] Malkopoulou, όπ.π.,σ.2

[5] Όπ.π.

[6] Αριστοτέλης, Πολιτικά, 1284a19 – 23

[7] Kishner S. Alexander, « Legitimate opposition, ostracism, and the Law of Democracy in Ancient Athens», The Journal of Politics, 78:4, 2016, σ.1100

[8] Στο ίδιο.

[9] Ο όρος «μέσο πολιτικής πάλης» χρησιμοποιείται από τον ιστορικό Μιχαήλ Σακελλαρίου στην ογκώδη μελέτη του για την αθηναϊκή δημοκρατία. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, Η Αθηναϊκή δημοκρατία, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2004, σ. 397

[10] Για παράδειγμα, ο Ίππαρχος υπήρξε αρχηγός μιας ομάδας Αθηναίων πολιτών ευνοϊκής προς τον Ιππία, η οποία θεωρήθηκε ύποπτη να συνδράμει τους Πέρσες σε νέα εκστρατεία εναντίον της αθηναϊκής πόλης. Βλ. Σακελλαρίου Μιχαήλ, όπ.π.

[11] Hansen Mogens Herman, Was Athens a democracy? Popular Rule, Liberty, and Equality in Ancient and Modern Political Thought, Copenhagen: The Royal Danish of Academy of Sciences and Letters, 1989, σ. 10,12

[12] Constant Benjamin, όπ.π., σ. 43

[13] Hansen.., όπ.π, σ. 10 – 14

[14] Ορισμένα από τα πολιτικά δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην διαδήλωση, δεν έχει κανένα νόημα στο πλαίσιο της αθηναϊκής δημοκρατίας, διότι οι πολίτες είχαν την δυνατότητα ανά πάσα στιγμή να διατυπώσουν την γνώμη τους στο πεδίο της διαβούλευσης. Το δικαίωμα αυτό επιστρατεύεται στο σημερινό πολιτικό σύστημα ως μέσο πίεσης προς μια κυβέρνηση, ώστε να ικανοποιήσει αιτήματα μιας ομάδας (ή περισσότερων), καθώς η ίδια η κυβέρνηση έχει την πολιτική αρμοδιότητα και όχι η ομάδα ή το σύνολο που διαδηλώνει.

{a} Ο Henri-Benjamin Constant de Rebecque (25 Οκτωβρίου 1767 – 8 Δεκεμβρίου 1830), ή απλά ο Benjamin Constant, ήταν Γάλλο – Ελβετός πολιτικός στοχαστής, ακτιβιστής και συγγραφέας για την πολιτική θεωρία και την θρησκεία.

Αφοσιωμένος Ρεπουμπλικανός από το 1795, υποστήριξε το πραξικόπημα του 18 Fructidor (4 Σεπτεμβρίου 1797) και το επόμενο στις 18 brumaire (9 Νοεμβρίου 1799). Κατά την διάρκεια του Προξενείου, το 1800 έγινε αρχηγός της Φιλελεύθερης Αντιπολίτευσης. Έχοντας αναστατώσει τον Ναπολέοντα άφησε την Γαλλία για να πάει στην Ελβετία και στην συνέχεια στο Βασίλειο της Σαξονίας, ο Κονστάντ παρ’ όλα αυτά τάχθηκε στο πλευρό του κατά την διάρκεια των Εκατό Ημερών και έγινε πολιτικά ενεργός ξανά κατά την διάρκεια της Γαλλικής Αποκατάστασης.

Εξελέγη αναπληρωτής το 1818 και παρέμεινε στην θέση του μέχρι το θάνατό του το 1830. Επικεφαλής της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης, γνωστοί ως Ανεξάρτητοι, υπήρξε ένας από τους πιο αξιόλογους ρήτορες της Βουλής των Βουλευτών της Γαλλίας, ως υπέρμαχος του κοινοβουλευτικού συστήματος. Κατά την διάρκεια της επανάστασης του Ιουλίου, ήταν υποστηρικτής του Λουδοβίκου Φιλίππου Α’ που ανέβηκε στον θρόνο.

Εκτός από τα πολυάριθμα δοκίμιά του για πολιτικά και θρησκευτικά θέματα, ο Constant έγραψε επίσης για τον ρομαντικό έρωτα. Το αυτοβιογραφικό του Le Cahier rouge (1807) περιγράφει την αγάπη του για την Madame de Staël, της οποίας έγινε προστατευόμενος και συνεργάτης, ειδικά στον κύκλο Coppet, και μια επιτυχημένη νουβέλα, Adolphe (1816), είναι καλά παραδείγματα της δουλειάς του σε αυτό. θέμα.

Ήταν ένας ένθερμος κλασικός φιλελεύθερος των αρχών του 19ου αιώνα. Εξέλιξε την έννοια της ελευθερίας, ορίζοντας την ως προϋπόθεση ύπαρξης που επέτρεπε στο άτομο να απομακρύνει την παρέμβαση από το κράτος ή την κοινωνία. Οι ιδέες του επηρέασαν το Φιλελεύθερο κίνημα του Trienio στην Ισπανία, την Φιλελεύθερη Επανάσταση του 1820 στην Πορτογαλία, τον Ελληνικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, την εξέγερση του Νοεμβρίου στην Πολωνία, την Βελγική Επανάσταση και τον φιλελευθερισμό στην Βραζιλία και το Μεξικό.

Επέκρινε πολλές πτυχές της Γαλλικής Επανάστασης και τις αποτυχίες της κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Δήλωσε πώς οι Γάλλοι προσπάθησαν να εφαρμόσουν τις αρχαίες δημοκρατικές ελευθερίες σε ένα σύγχρονο κράτος. Η Constant συνειδητοποίησε ότι ελευθερία σήμαινε να χαράσσεις μια διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ιδιωτικής ζωής ενός ατόμου και της κρατικής παρέμβασης. Εξήρε το ευγενές πνεύμα της αναγέννησης του κράτους. Ωστόσο, δήλωσε ότι ήταν αφελές για τους συγγραφείς να πιστεύουν ότι δύο χιλιάδες χρόνια δεν είχαν φέρει κάποιες αλλαγές στα ήθη και τις ανάγκες των ανθρώπων. Η δυναμική του κράτους είχε αλλάξει. Οι αρχαίοι πληθυσμοί ήταν ωχροί σε σύγκριση με το μέγεθος των σύγχρονων χωρών. Υποστήριξε μάλιστα ότι με μεγάλο πληθυσμό, ο άνθρωπος δεν είχε κανένα ρόλο στην κυβέρνηση ανεξάρτητα από την μορφή ή το είδος της. Ο Constant τόνισε πώς οι πολίτες στα αρχαία κράτη έβρισκαν περισσότερη ικανοποίηση στην δημόσια σφαίρα και λιγότερη στην ιδιωτική τους ζωή, ενώ οι σύγχρονοι άνθρωποι ευνοούσαν την ιδιωτική τους ζωή.

Ο Constant ανέπτυξε μια νέα θεωρία της συνταγματικής μοναρχίας, στην οποία η βασιλική εξουσία προοριζόταν να είναι μια ουδέτερη εξουσία, να προστατεύει, να εξισορροπεί και να περιορίζει τις υπερβολές των άλλων ενεργών εξουσιών (εκτελεστική, νομοθετική και δικαστική εξουσία). Αυτό ήταν μια πρόοδος στην επικρατούσα θεωρία στον αγγλόφωνο κόσμο, η οποία, σύμφωνα με την γνώμη του William Blackstone, του Άγγλου νομικού του 18ου αιώνα, είχε θεωρήσει τον Βασιλιά ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας.

Στο σχέδιο του Constant, η εκτελεστική εξουσία θα ανατεθεί σε ένα Συμβούλιο Υπουργών (ή Υπουργικό Συμβούλιο) το οποίο, αν και διορίστηκε από τον Βασιλιά, ήταν τελικά υπόλογο στο Κοινοβούλιο. Κάνοντας αυτή την σαφή θεωρητική διάκριση μεταξύ των εξουσιών του Βασιλιά (ως αρχηγού κράτους) και τους υπουργούς (ως Εκτελεστικός), ο Κονστάντ ανταποκρινόταν στην πολιτική πραγματικότητα που είχε γίνει εμφανής στην Βρετανία για περισσότερο από έναν αιώνα: δηλαδή, οι υπουργοί, και όχι ο Βασιλιάς, είναι υπεύθυνοι παράγοντες, και ο Βασιλιάς «βασιλεύει αλλά όχι κανόνας».

Αυτό ήταν σημαντικό για την ανάπτυξη της κοινοβουλευτικής διακυβέρνησης στην Γαλλία και αλλού. Ο Βασιλιάς δεν επρόκειτο να είναι ένας ανίσχυρος κρυπτογράφος στο σχέδιο του Constant. Θα είχε πολλές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας να κάνει δικαστικούς διορισμούς, να διαλύει το Επιμελητήριο και να προκηρύσσει νέες εκλογές, να διορίζει τους ομότιμους, και να απολύσει υπουργούς – αλλά δεν θα μπορούσε να κυβερνήσει, να χαράξει πολιτική ή να κατευθύνει την διοίκηση, αφού αυτό θα ήταν καθήκον των αρμόδιων υπουργών.

Αυτή η θεωρία εφαρμόστηκε κυριολεκτικά στην Πορτογαλία (1822) και στην Βραζιλία (1824), όπου στον Βασιλιά/Αυτοκράτορα δόθηκε ρητά «Μετριοπαθείς Δυνάμεις» κι όχι εκτελεστική εξουσία. Αλλού (για παράδειγμα, το «Statuto albertino» του 1848 του Βασιλείου της Σαρδηνίας , το οποίο αργότερα έγινε η βάση του ιταλικού συντάγματος από το 1861) η εκτελεστική εξουσία πλασματικά ανατέθηκε στον Βασιλιά, αλλά ασκούνταν μόνο από τους αρμόδιους υπουργούς.

Ο Κονστάντ ήταν πολέμιος του ιμπεριαλισμού και της κατάκτησης, καταγγέλλοντας την γαλλική αποικιακή πολιτική στις Δυτικές Ινδίες και αλλού ως ρατσιστική, άδικη και παραβίαση των βασικών αρχών της ανθρώπινης ισότητας. Υποστήριξε την επέκταση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων σε μη λευκούς αποικιακούς υπηκόους. Υποστήριξε την επανάσταση της Αϊτής και υποστήριξε ότι οι θεσμοί που ίδρυσαν οι Αϊτινοί ήταν απόδειξη ότι οι μη Ευρωπαίοι μπορούσαν να ιδρύσουν ιδρύματα ισοδύναμα με αυτά των Ευρωπαίων. Ήταν ένθερμος υποστηρικτής της ελληνικής ανεξαρτησίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Οστρακισμός

{b}Ο οστρακισμός άρχισε να εφαρμόζεται στην αρχαία Αθήνα από τον 6ο αιώνα π.κ.ε., ως θεσμός της Αθηναϊκής δημοκρατίας μέσω του οποίου προστατευόταν το πολίτευμα της Αθήνας. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, καθιερώθηκε από τον Κλεισθένη το 510 π.κ.ε. με την δημοκρατική μεταρρύθμιση, στην προσπάθειά του να ενισχύσει την λαϊκή δύναμη απέναντι στην εγκαθίδρυση τυραννίδας. Η χρησιμότητα του οστρακισμού ήταν να απαλλάσσονται οι Αθηναίοι από πολίτες οι οποίοι είχαν συσσωρεύσει υπερβολικά μεγάλη πολιτική δύναμη, σε σημείο να γίνονται επικίνδυνοι για την πολιτική που ακολουθούνταν. Ο οστρακισμός υιοθετήθηκε στην συνέχεια και από άλλες πόλεις, όπως το Άργος, Μέγαρα, Μίλητος, Συρακούσες, οι οποίες ακολουθούσαν το αθηναϊκό πολίτευμα. Ο θεσμός ατονεί και πέφτει σε αχρηστία μετά τον οστρακισμό του Υπέρβολου, που είχε μεθοδευτεί από τον Αλκιβιάδη και τον πολιτικό του αντίπαλο Νικία, το 418 ή το 417 π.κ.ε.

Ο οστρακισμός γινόταν ως εξής: μία φορά κάθε χρόνο, στην έκτη πρυτανεία, μαζεύονταν όλοι οι Αθηναίοι πολίτες στην Εκκλησία του Δήμου και προσπαθούσαν να αποφασίσουν γιατί και αν θα έπρεπε να κάνουν οστρακισμό την χρονιά εκείνη. Εάν οι Αθηναίοι έκριναν πως δεν υπήρχε λόγος για κάτι τέτοιο, τότε δεν γινόταν οστρακισμός. Εάν όμως έκριναν πως έπρεπε να γίνει, τότε έφραζαν την Αγορά και δημιουργούσαν, στην όγδοη πρυτανεία, έναν περίβολο, που τον διαιρούσαν σε δέκα τμήματα -όσες και οι φυλές- με κοινή είσοδο. Σε αυτά εισερχόταν κάθε πολίτης, ανάλογα με την φυλή που ανήκε και άφηνε ένα Όστρακο (θραύσμα πήλινου αγγείου), όπου πάνω του είχε γράψει το όνομα του πολίτη του οποίου την εξορία επιθυμούσε.

Για να εξοριστεί κάποιος έπρεπε το όνομά του να βρεθεί σε περισσότερα από 6.000 όστρακα. Ο πολίτης που καταδικαζόταν είχε διορία δέκα ημερών για να τακτοποιήσει τις προσωπικές του υποθέσεις. Αρχικά, η εξορία διαρκούσε δέκα χρόνια αλλά αργότερα μειώθηκε σε πέντε.

Στην Αθήνα έχουν βρεθεί συνολικά 10.500 όστρακα, τα 9.000 στον Κεραμεικό ενώ τα περισσότερα από τα υπόλοιπα έχουν βρεθεί στην αρχαία Αγορά και την Ακρόπολη. Η μελέτη των ευρημάτων παρουσιάζει όστρακα που αναφέρουν διαφορετικά ονόματα αλλά προέρχονται από το ίδιο αγγείο, γεγονός που δείχνει ότι τα ίδια αγγεία χρησιμοποιήθηκαν για εξοστρακισμούς την ίδια χρονιά.

Ο οστρακισμός θεσπίστηκε αρχικά ως ένα μέσο προστασίας του δημοκρατικού πολιτεύματος. Αργότερα όμως, ο θεσμός αυτός έχασε βαθμιαία την σημασία του, διότι χρησιμοποιήθηκε από τις διάφορες παρατάξεις σαν τρόπος απαλλαγής και εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Χαρακτηριστικά ο Πλούταρχος αναφέρει για τον Αριστείδη:

“Η διαδικασία εν συντομία γινόταν με τον παρακάτω τρόπο. Κάθε άνδρας έπαιρνε ένα όστρακο, έγραφε σε αυτό το όνομα του συμπολίτη του οποίου ήθελε την εξορία {και κάποιες φορές και κάποιο σχόλιο πέρα από το όνομα. Δεν υπήρχε λίστα υποψηφίων} και το έριχνε σε ένα μέρος της αγοράς φραγμένο κυκλικά με φράχτη. Οι άρχοντες πρώτα μετρούσαν το συνολικό αριθμό των οστράκων. Αν ήταν λιγότερα από έξι χιλιάδες η διαδικασία του εξοστρακισμού κηρυσσόταν άκυρη. Έπειτα, τοποθετούσαν αυτά που έφεραν διαφορετικό όνομα χωριστά μεταξύ τους και ο άνδρας που γράφτηκε από τον μεγαλύτερο αριθμό (πολιτών) εξοριζόταν για δέκα χρόνια, αλλά συνέχιζε να εκμεταλλεύεται την περιουσία του (χωρίς να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα). Σε μία τέτοια περίπτωση {482 π.Χ. και τον εξοστρακισμό του Αριστείδη}, λέγεται ότι, όταν γράφανε τα όστρακα, κάποιος αγράμματος και πέρα για πέρα αγροίκος έδωσε το όστρακό του στον Αριστείδη σαν να ήταν ο πρώτος τυχών και του ζήτησε να γράψει το όνομα του Αριστείδη σε αυτό. Εκείνος απόρησε και ρώτησε:

-Τι κακό σου έχει κάνει ο Αριστείδης;
-Κανένα, ήρθε η απάντηση. Δεν ξέρω τον κύριο, αλλά βαρέθηκα να ακούω να τον αποκαλούν παντού Δίκαιο. Στο άκουσμα αυτών των λόγων ο Αριστείδης δεν απάντησε, αλλά έγραψε το όνομά του στο όστρακο και το έδωσε πίσω.”

-Πλουτάρχου, Αριστείδης, 7. 2-8. Πρβλ. Αριστοτέλους, Αθηναίων Πολιτεία, 22.6-7, 43.6

Οι Αθηναίοι που είναι γνωστό ότι εξοστρακίστηκαν είναι οι ακόλουθοι (κατά χρονική σειρά):

487 π.κ.ε. − Ίππαρχος του Χάρμου, συγγενής του Πεισίστρατου
486 π.κ.ε. – Μεγακλής του Ιπποκράτη, ανιψιός του Κλεισθένη. Ο Μεγακλής εξοστρακίστηκε δύο φορές σύμφωνα με τον Λυσία.
485 π.κ.ε. − Καλλίξενος, ανιψιός του Κλεισθένη και αρχηγός των Αλκμαιωνιδών εκείνο το διάστημα.
484 π.κ.ε. − Ξάνθιππος του Αρίφρονα, πατέρας του Περικλή
482 π.κ.ε. − Αριστείδης του Λυσιμάχου.
471 π.κ.ε. − Θεμιστοκλής του Νεοκλέους (το 471 π.κ.ε. ή νωρίτερα)
461 π.κ.ε. − Κίμων του Μιλτιάδη
460 π.κ.ε. − Αλκιβιάδης του Κλεινία, παππούς του Αλκιβιάδη του Πελοποννησιακού Πολέμου.
457 π.κ.ε. − Μένων του Μενεκλίδη (αβέβαιο)
442 π.κ.ε. − Θουκυδίδης του Μιλησία (δεν πρόκειται για τον ιστορικό Θουκυδίδη)
Δεκαετία του 440 π.κ.ε. − Καλλίας του Διδύμου (αβέβαιο)
Δεκαετία του 440 π.κ.ε. − Δάμων του Δαμονίδη (αβέβαιο)
416 π.κ.ε. − Υπέρβολος του Αντιφάνη

Η ευθύνη ως χρέος και ως άλλοθι

Μια από τις αμέτρητες αποδείξεις πως είμαστε απόγονοι των «προ τριών χιλιάδων ετών» και βάλε Ελλήνων, είναι και η χρήση ορισμένων -πάμπολλων- λέξεων. Απόδειξη της βασικής ομοιότητάς μας μ’ εκείνους, αλλά και της ριζικής διαφοράς μας από εκείνους.

Παράδειγμα, η λέξη «ευθύνη». Τόσο τρέχουσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς – αλλά και τόσο άλλα «σημαίνουσα» σ’ εμάς και σ’ αυτούς.

Στους αρχαίους, «εύθυνα» σήμαινε, πρώτα, «διόρθωση, τιμωρία, κολασμός» για κάποιο αδίκημα, κι έπειτα, «λογοδοσία». Ειδικά, στην Αθήνα, λογοδοσία των αρχόντων που είχαν διαχειρισθεί δημόσια χρήματα.

Σημαντικότερη, όμως, από την οικονομική, αστική ή ποινική ευθύνη, ήταν (και είναι) η πολιτική ευθύνη του κάθε πολίτη απέναντι στην πόλη-κράτος και στο κοινωνικό σύνολο. Ευθύνη αρνητική -να μην κάνει τίποτα βλαβερό για την πόλη και για τους άλλους-, ευθύνη θετική – να κάνει ό,τι μπορεί για κείνους και για κείνην. Στον Αθηναίο πολίτη, κυρίαρχη ήταν η συναίσθηση πως, πάνω απ’ όλα, αποτελούσε μέρος ενός όλου, υπεύθυνος για το όλον, που ήταν κι αυτό υπεύθυνο απέναντί του (μια και το όλον, η πόλη, ήταν δημιούργημά του, κι αυτός δικό της), υπόχρεος να νοιάζεται για τα συμφέροντα του όλου πιο πολύ παρά για τα δικά του που, παράλληλα, συνιστούσαν καίρια μέριμνα του όλου.

Χαρακτηριστικά, στην Εκκλησία του Δήμου, η πρόσκληση του κήρυκα ήταν όχι απλώς «Τις αγορεύειν βούλεται;», αλλά -όπως λέει ο Ευριπίδης:

«Τις θέλει πόλει / χρηστόν τι βούλευμ’ ες μέσον φέρειν έχων;» («Ποιος για την πόλη ωφέλιμη έχει γνώμη / και θέλει να τη φέρει εδώ στη μέση;»). Και δίκαια ο ποιητής ονομάζει την πρόσκληση αυτή «γνώρισμα ελευθερίας» («τουλεύθερον»)[1].

Κι αυτό δεν ήταν λόγος μόνο και τύπος. Η πρόταξη, το προ-βάδισμα του δημόσιου συμφέροντος αποτελούσε ακρογωνιαίο λίθο της αθηναϊκής δημοκρατικής πολιτείας. Και συνακόλουθη, η ευθύνη των πολιτών για την πόλη τους και της πόλης για κάθε πολίτη. Ακατάπαυστα, νομοθέτες, στοχαστές, ποιητές εκφράζουν την αρχή αυτή – όπως λ.χ. ο Περικλής στον Επιτάφιο, ή ο Δημόκριτος:

«Οι δημόσιες υποθέσεις πρέπει να θεωρούνται σπουδαιότερες απ’ όλα, για να πορεύεται το κράτος καλά. Και ούτε να έχει κανείς παράλογες φιλοδοξίες, ούτε να συγκεντρώνει μεγάλη δύναμη εις βάρος τον κοινού συμφέροντος. Γιατί, όταν η πόλη κυβερνιέται καλά και προοδεύει, αυτό αποτελεί τη μεγαλύτερη ευτυχία, που μέσα του περικλείνονται τα πάντα: όταν σώζεται αυτό, όλα σώζονται, κι όταν αυτό καταστρέφεται, καταστρέφονται όλα» («Πόλις γαρ εν αγομένη μεγίστη όρθωσίς εστί, και εν τούτω πάντα ένι, και τούτον σωζομένον πάντα σώζεται, και τούτον διαφθειρομένον τα πάντα διαφθείρεται»).

Έναν αιώνα αργότερα, θα επιλέξει ο Αριστοτέλης:

«Είναι φυσικό η πόλη να προηγείται της οικογένειας και τον καθενός από μας. Αν εκμηδενισθεί δηλαδή ολόκληρο το σώμα, δεν θα υπάρχει ούτε πόδι, ούτε χέρι» («Και πρότερον δη τη φύσει πόλις ή οικία και έκαστος ημών εστίν αναιρουμένου γαρ τον όλον, ουκ έσται πους ουδέ χειρ»).

Γι’ αυτό και λογαριαζόταν «άχρηστος» -«αχρείος», κατά τον γνωστό αφορισμό του Θουκυδίδη[2]- όποιος δεν έπαιρνε μέρος στα κοινά. Όχι όποιος δεν «πολιτευόταν», όπως λέμε σήμερα, αλλά όποιος δεν μετείχε ενεργά σε όλες τις λειτουργίες της πολιτείας, σαν άρχων ή και αρχόμενος.

Την ιδίαν αυτή λέξη «ευθύνη» μηρυκάζουμε αδιάκοπα και σήμερα. Αλλά με όσην υπευθυνότητα την χρησιμοποιούσαν οι «προπάτορές» μας, με τόσην ανευθυνότητα τη μεταχειριζόμαστε οι «επίγονοι».

Και με δυο τρόπους και στόχους:

Απ’ τη μια, διαλαλούμε οι πάντες για τα πάντα πως «έχουμε πλήρη επίγνωση των ευθυνών μας», πως μιλάμε και ενεργούμε «με βαθύ αίσθημα ευθύνης» (α, αυτή η «πληρότητα» και το «βάθος»!). Και στην πράξη, εννοούμε -και το εννοούν όλοι- πως λαλούμε ή χειριζόμαστε τα κοινά με άκραν ελαφρότητα και ρηχότητα, και με κύρια αν όχι μοναδική φροντίδα μας το ατομικό ή και το κομματικό διάφορο.

Απ’ την άλλη, αρπαζόμαστε κι αρπάζουμε αυτή τη λέξη, για να φορτώσουμε όλες τις ευθύνες σ’ όλους τους άλλους, εκτός από εμάς. Τούτη, μάλιστα, η «τεχνική» έχει γίνει ένα είδος εθνικού αθλήματος.

Κανένας -και ακόμα λιγότερο, ο υπογράφων- δεν αρνιέται και δεν ξεχνά τις ξενοκρατίες, ξενοδουλείες και τις άλλες δουλείες όλες, που γνώρισε και γνωρίζει αυτός ο τόπος. Αλλά εμείς, αντί να τις αποτινάξουμε, βρήκαμε σ’ αυτές το βολικότερο άλλοθι για τις ευθύνες μας, τις απραξίες μας και τις κακοπραξίες μας.

Για τις διχόνοιες μας και τους αλληλοσπαραγμούς, ευθύνονται μόνο οι ξένοι, που μας διχάζουν για να εκμεταλλευθούν τους αγώνες μας, του 1821, του 1915, του 1945 κ.λπ. – όχι και εμείς, που προσφερόμαστε, αστόχαστα όργανα, στις επιβουλές τους. Για τη θρονοκρατία και αυλοκρατία του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα, ευθύνονται μονάχα οι ξενόφερτοι μονάρχες – όχι και οι πολιτικοί, που γίνονταν «εργαλεία» τους, με το αζημίωτο. Για την κομματοκρατία και ρουσφετοκρατία, ευθύνονται μόνοι οι πολιτικοί και κομματάρχοντες – όχι και οι πολίτες που ρουσφετοζητούν και ψηφοπαζαρεύουν μανιακά κι ακαταπόνητα. Για την παράλυση και την παραλυσία της δημόσιας διοίκησης ευθύνεται μόνο το κράτος, οι νόμοι, οι κυβερνήσεις – όχι και οι υπάλληλοι, που ονειρεύονται να γίνουν γρανάζια της κρατικής μηχανής για να αδρανούν, αν όχι και για να λαδώνονται, και να την ακινητοποιούν ολότελα. Για την περιφρόνηση των νόμων, ευθύνονται μόνο οι πολίτες που τους αψηφούν ανέμελα – όχι και οι κυβερνητικοί νομοφύλακες, που τους παραβιάζουν πρώτοι ασύστολα και τους ανοίγουν μύρια πορτοπαράθυρα, να τα περνάνε τα «ημέτερα» κομματοπαράσιτα. Για την «άθλια κατάσταση» του περιβάλλοντος, της υγείας, της παιδείας κ.λπ., ευθύνονται μόνο οι κρατικοί και άλλοι φορείς – όχι και εμείς όλοι, που μολύνουμε τα πάντα, απαιτούμε τα πάντα, απεργούμε πάντα, κοροϊδεύουμε τους πάντες και αυτοκοροϊδευόμαστε. Και φυσικά και γενικά, για τον πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, ηθικό ευτελισμό του τόπου φταίνε μονάχα οι άλλοι – οι κυβερνώντες, κατά τους μη κυβερνώντες, οι άλλοτε κυβερνήσαντες κατά τους κυβερνώντες τώρα, κι ετούτοι κι εκείνοι κατά τους μη προσδοκώντες να κυβερνήσουν…

Έτσι, κατά το νεοελληνικό ιδίωμα, «όλοι είναι υπεύθυνοι για όλα τα κακά και για όλους τους κακούς, και μόνο εμείς είμαστε ανεύθυνοι». Σίγουρα, ακούγοντας πως «ο λαός είναι κυρίαρχος, άρχων πάνω απ’ όλους», πιστέψαμε πως πρέπει να είμαστε «ανεύθυνοι» όπως ο συνταγματικός ανώτατος άρχων. Συνακόλουθα, πάντα φταίει κάποιος άλλος -ντόπιος ή ξένος-, που κι αυτός διατείνεται πως φταίνε όλοι οι άλλοι – κι έτσι, τελικά, δεν φταίει κανένας για τίποτα. Κι είναι, βέβαια, ολότελα περιττό να μας θυμίσει κάποιος τον απλό, σοφό, λόγο του Σόλωνα:

«Εύθυναν ετέρους αξιών διδόναι, και αυτός ύπεχε» («Όταν αξιώνεις ευθύνες απ’ τους άλλους, πρέπει ν’ αναδέχεσαι τις δικές σου»)[3].

Χάρη σ’ αυτό τον φαύλο κύκλο ακατάσχετης ευθυνολογίας και ακαταλόγιστης ευθυνοφοβίας, τίποτα δεν διορθώνεται, τίποτα δεν ανορθώνεται, τίποτα δεν προχωρεί. Ανευθυνοϋπεύθυνοι, «άβουλοι και μοιραίοι», βλέπουμε όλο τον άλλο κόσμο να καλπάζει, τον δικό μας κόσμο να βουλιάζει – και δεν σαλεύουμε ποτέ, αφού πάντα κάποιος άλλος είναι ο δράστης της αδράνειάς μας.

Κι όχι μόνο: απ’ αυτή τη μετάθεση ευθυνών, προσπαθούμε αδίσταχτα ν’ αποκομίσουμε κομματικά και άλλα κέρδη. Παράδειγμα, πρόσφατο και αποτρόπαιο, οι βανδαλισμοί στο Πολυτεχνείο και η πυρπόληση της πρυτανείας του. Όλοι ρίχνουν τις ευθύνες σε κάποιους άλλους: η κυβέρνηση στηλιτεύει την αξιωματική αντιπολίτευση πως υποδαυλίζει τις ταραχές για ν’ αποσταθεροποιήσει το κράτος· η αξιωματική αντιπολίτευση καυτηριάζει την κυβέρνηση πως ανέχεται τις καταλήψεις και καταστροφές για να φανατίσει τους οπαδούς της κατά της αντιπολίτευσης ή πως τις προκαλεί με προβοκάτορές της· η δικαιοσύνη εγκαλεί τον πρύτανη του Πολυτεχνείου για ολιγωρία και αργοπορία· ο πρύτανης βάλλει κατά Αστυνομίας, Πυροσβεστικής, «αγανακτισμένων πολιτών» -και μόνο οι πυρπολητές σωπαίνουν, γαυριούν και, πιθανότατα, καταστρώνουν το επόμενο «auto da fe» τους. Και κανένας δεν τολμά να πάρει πρακτικά και αποτελεσματικά μέτρα, ώστε να προλάβει καινούργιες καταστροφές μνημείων παιδείας και πολιτισμικών θησαυρών. Επειδή όλοι φοβούνται το «πολιτικό κόστος» ή την κατηγορία πως δρουν «αντιδημοκρατικά».

Οι «πρόγονοί» μας -που αδιάκοπα τους επικαλούνται στους δεκάρικούς τους- θα θεωρούσαν έσχατο «έγκλημα κατά της δημοκρατίας» την καταστροφή υλικών και πολιτιστικών αγαθών της δημοκρατίας (κτιρίων, καλλιτεχνημάτων, αρχείων κ.λπ.) και θα εκήρυτταν «άτιμο» (θα του αφαιρούσαν τα πολιτικά του δικαιώματα και θα τον εξόριζαν, ίσως), όχι μόνο όποιον θα τα αφάνιζε, αλλά και όποιον «αρμόδιο» θ’ αμελούσε τη φύλαξή τους.

Αλλά εμείς φτάσαμε να θεωρούμε δημοκρατία το ψάρεμα ψήφων για τη δική μας εγωκρατία και δραχμοκρατία. Και, ύστερα, κλαιγόμαστε κι από πάνω. Όμως, «αυτοί που πέφτουν / σε συμφορές που μόνοι / τις θέλησαν, αυτούς δεν είναι δίκιο / να συγχωρά κανείς ή να λυπάται» («Όσοι δ’ εκουσίοισιν έγκεινται βλάβαις / … τούτοις ούτε συγγνώμην έχειν / δίκαιον εστι ούτ’ επικτοίρειν τινά»)[4].

Γι’ αυτούς, η λέξη «ευθύνη» ξαναπαίρνει την παλιά σημασία της: τιμωρία και κολασμός. Που δεν αργοπορεί να έρθει.
----------------
[1] Ικέτιδες, στ. 438-9

[2] Ιστορία, Β,40, 2.

[3] Diels-Kranz, Αποσπάσματα των Προσωκρατικών, τόμ. Α, σελ.63.

[4] Σοφοκλής, Φιλοκτήτης, στ. 1318.

Ο Αριστοτέλης, οι αισθήσεις ως πηγή γνώσης και η διαίρεση των αγαθών

Με δεδομένο ότι κάθε επιστήμη επιδιώκει την επίτευξη του δικού της αγαθού (αγαθό για την ιατρική είναι η υγεία, ενώ για τη ναυπηγική η ασφαλής πλεύση) ο Αριστοτέλης κάνει λόγο για το υπέρτατο αγαθό, το οποίο πρέπει να συνδυάζει το τέλος –εκπλήρωση του τελικού σκοπού– όλων των επιστημών. Η αναζήτηση και η κατάδειξη αυτού του υπέρτατου αγαθού δεν μπορεί παρά να γίνει με γνώμονα την εμπειρία: «Και αν κάποιος κάτι θέλει να αποδείξει σχετικά μ’ αυτά, μάλλον δεν πρέπει να μεταχειριστεί τα αθέατα πράγματα, αλλά για τα αφανή να μεταχειριστεί τα προφανή, και για τα νοητά τα αισθητά» (1183a 1.21).

Η εμπειρία αποτελεί το μοναδικό ασφαλή δρόμο για τη διερεύνηση όλων των θεμάτων, ακόμη και των πιο θεωρητικών, όπως αυτό του υπέρτατου αγαθού που τίθεται ως απώτερος κοινός στόχος όλων των επιστημών: «Τα αισθητά είναι πιο εύκολο να τα δούμε και να τα αντιληφθούμε. Όταν λοιπόν επιχειρεί κανείς να μιλήσει σχετικά με το αγαθό, δεν πρέπει να μιλά για την ιδέαν» (1183a 1.21).

Η αντιπαράθεση με τον Πλάτωνα, που υποστήριζε την ιδέα του αγαθού ως υπέρτατης θετικής δύναμης με σχεδόν θεϊκές προεκτάσεις, είναι απολύτως σαφής: «Κι όμως κάποιοι τουλάχιστον έχουν την εντύπωση πως, όταν μιλούν για το αγαθό, πρέπει να μιλούν για την ιδέαν του αγαθού· λένε ότι πρέπει να μιλούν για το κατεξοχήν αγαθό, και αυτό σε κάθε περίπτωση είναι πρωτίστως κάτι σαν την ιδέαν, ώστε, κατά τη γνώμη τους, κατεξοχήν αγαθό πρέπει να είναι η ιδέα» (1183a 1.22).

Μια τέτοια αντίληψη είναι αδύνατο να ικανοποιήσει τον Αριστοτέλη. Με δεδομένο ότι η πολιτική επιστήμη είναι η ανώτερη επιστήμη που αναζητά το υπέρτατο αγαθό (άποψη που έχει διατυπωθεί και στα «Ηθικά Νικομάχεια», αφού η πολιτική είναι που θα συντονίσει όλες τις επιστήμες προς όφελος της πόλης, δηλαδή προς εξασφάλιση της ευτυχίας όλων) είναι σαφές ότι το κριτήριο της διερεύνησης είναι αποκλειστικά ο άνθρωπος: «Σίγουρα έργο της» (εννοείται της πολικής) «είναι να μιλήσει για το αγαθό, και μάλιστα το υπέρτατο αγαθό, και ακριβέστερα για το ανθρώπινο υπέρτατο αγαθό» (1183a 1.20).

Για τον Αριστοτέλη η απόδοση του υπέρτατου αγαθού με τρόπο που να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα κρίνεται αδιανόητη, όχι γιατί δεν είναι αλήθεια (κανείς δε θα μπορούσε να είναι βέβαιος γι’ αυτό), αλλά γιατί τίθεται έξω από το πλαίσιο της φιλοσοφικής διερεύνησης. Η φιλοσοφία είναι δημιούργημα του ανθρώπου και αποπειράται να δώσει απαντήσεις μέσα στο πλαίσιο που εκείνος ορίζει. Εάν η φιλοσοφία παύει να αφορά τα ανθρώπινα μέτρα παίρνοντας θεϊκή (ή οποιαδήποτε άλλη) υπόσταση, στερείται νοήματος, καθώς δεν απευθύνεται πλέον στον άνθρωπο. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία που δεν επικεντρώνει στον άνθρωπο δεν είναι φιλοσοφία, γιατί αποκόπτεται από τον πυρήνα της έρευνάς της που είναι ο άνθρωπος και μόνο ο άνθρωπος.

Από αυτή την άποψη, η –έτσι κι αλλιώς– ασαφής πλατωνική εκδοχή του υπέρτατου αγαθού ως ιδέας του κατεξοχήν αγαθού κρίνεται αδιάφορη, καθώς το θέμα δεν είναι το κατεξοχήν αγαθό αλλά το ανθρώπινο αγαθό, το οποίο πρέπει να διερευνήσει η πολιτική επιστήμη: «το θέμα μας είναι η πολιτική επιστήμη ή δραστηριότητα, και αυτή δεν ασχολείται με το κατεξοχήν αγαθό αλλά το ανθρώπινο αγαθό. [Καμιά επιστήμη ή δραστηριότητα δε μιλά για τον εσώτερο σκοπό της ορίζοντάς τον ως αγαθό, επομένως ούτε και η πολιτική]. Οπότε η πολιτική δε μιλά για το αγαθό ως ιδέαν του αγαθού» (1183a 1.23).

Η ιδέα του αγαθού κρίνεται επίφοβη, ακόμη κι αν τεθεί ως υποθετική αρχή για σκέψη προκειμένου να προσεγγίσει κανείς τα επιμέρους αγαθά που την συναποτελούν: «Αλλά ίσως κάποιος ισχυριστεί ότι την ιδέαν του αγαθού την παίρνει ως αρχή, και με εφαλτήριο αυτήν θα μιλήσει και για τα επιμέρους αγαθά. Και πάλι κάνει λάθος· διότι οι αρχές πρέπει να έχουν άμεση σχέση με το ζήτημα» (1183a 1.24).

Το υπέρτατο αγαθό ως ιδέα δεν έχει καμία σχέση με τα πρακτικά-χειροπιαστά επιμέρους αγαθά των άλλων επιστημών και γι’ αυτό δεν μπορεί να τεθεί ως αρχή-εφαλτήριο για περαιτέρω διερεύνηση. Είναι σαν να διερευνάται το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου υπό την αρχή ότι η ψυχή είναι αθάνατη: «Είναι άτοπο, να θέλει κανείς να δείξει ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών ίσο με δύο ορθές, και να πάρει ως αρχή ότι η ψυχή είναι αθάνατη! Αυτή η αρχή δεν έχει να κάνει με το ζήτημα, και η αρχή πρέπει να είναι σχετική και μάλιστα συνδεδεμένη με το ζητούμενο. Στην πραγματικότητα, και χωρίς να είναι αθάνατη η ψυχή, θα αποδειχθεί ότι το τρίγωνο έχει άθροισμα γωνιών ίσο με δύο ορθές» (1183b 1.24).

Σε κάθε περίπτωση η ιδέα του αγαθού είναι αδύνατο να σχετιστεί με το υπέρτατο για τον άνθρωπο αγαθό, όπως διερευνάται από την πολιτική επιστήμη: «Ομοίως και για τα αγαθά, είναι δυνατό να θεωρήσει κανείς τα επιμέρους, χωρίς να ασχοληθεί με την ιδέαν του αγαθού. Συμπέρασμα: η ιδέα του αγαθού δεν είναι αρχή σχετική με το αγαθό στο οποίο στοχεύει η πολιτική» (1183b 1.25).

Αλήθεια, πώς μπορεί να συσχετιστεί με λογικά επιχειρήματα το υπέρτατο πλατωνικό αγαθό-ιδέα με τα χειροπιαστά προβλήματα της πόλης που αφορούν την παιδεία, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία ή τα επιμέρους αγαθά των άλλων επιστημών όπως η υγεία ή η ασφαλής πλεύση; Ποιος συσχετισμός της λογικής που ανταποκρίνεται στα ανθρώπινα μέτρα μπορεί να αποδείξει μια τέτοια σχέση αρχής ανάμεσα στο αγαθό ιδέα και τα επιμέρους αγαθά; Από τη στιγμή που αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, τότε χάνει κάθε ενδιαφέρον για περαιτέρω διερεύνηση. Άλλες είναι οι αρχές που πρέπει να διερευνηθούν κι άλλοι οι δρόμοι που πρέπει να διασχίσει ο νους του ανθρώπου.

Κατόπιν αυτών ο Αριστοτέλης θα συνεχίσει τη διερεύνηση του αγαθού κατηγοριοποιώντας τα επιμέρους αγαθά ανάλογα με τη σημασία τους: «Μετά τις παραπάνω διευκρινίσεις, ας προσπαθήσουμε να πούμε με ποιες σημασίες χρησιμοποιείται ο όρος “αγαθό”. Λοιπόν, τρία είδη αγαθών υπάρχουν: αγαθά τίμια, αγαθά επαινετά, αγαθά δυνάμεις» (1183b 2.1).

Κι εξηγεί: «Με τη λέξη τίμιον εννοώ κάτι σαν το θείο, το ανώτερο (οπότε τίμια αγαθά είναι η ψυχή, ο νους), το αρχαιότερο (οπότε τίμιον αγαθό είναι η αρχή), τέτοια πάνω-κάτω· τίμια, δηλαδή, είναι τα αγαθά στα οποία αποδίδεται τιμή (όλα τα προηγούμενα και τα παρόμοιά τους οι άνθρωποι τα τιμούν). Ανήκει βέβαια και η αρετή στα τίμια αγαθά, στην περίπτωση τουλάχιστον που λόγω αυτής γίνεται κάποιος σπουδαίος· και “άνθρωπος σπουδαίος” σημαίνει αμέσως “άνθρωπος της αρετής”» (1183b 2.1-2.2).

Είναι προφανές ότι τα τίμια αγαθά είναι τα ανώτερα και γι’ αυτό αναφέρονται ως τέτοια ο νους και η ψυχή. Αυτός είναι και ο λόγος που αποτελούν την αρχή, ως αρχαιότερα. Και βέβαια, είναι συνυφασμένα με την αρετή, αφού αφορούν το σπουδαίο άνθρωπο, δηλαδή τον άνθρωπο που πραγματώνει την αρετή. Από κει και πέρα σειρά έχουν τα επαινετά: «Άλλα αγαθά είναι επαινετά· παραδείγματος χάριν οι αρετές, για το λόγο ότι τις ενάρετες πράξεις τις ακολουθεί ο έπαινος» (1183b 2.2).

Η ασάφεια ανάμεσα στην αρετή που «ανήκει στα τίμια αγαθά» και στις αρετές που ανήκουν στα επαινετά δεν έχει καμία σχέση με την ιεραρχική κατάταξη των αγαθών, η οποία προβάλλει τα τίμια ως ανώτερα. Η διαφορά ανάμεσα στην τιμή που επιφέρουν τα τίμια και τον έπαινο που «ακολουθεί τις ενάρετες πράξεις» πρέπει να σχετίζεται με την ανωτερότητα των πρώτων που (προφανώς) έχουν να κάνουν με τη συνολική παρουσία του σπουδαίου ανθρώπου, δηλαδή με την απόδοση μιας ανώτερης προσωπικότητας που διαγράφεται από το σύνολο της συμπεριφοράς της (μια ενιαία αρετή), σε σχέση με τη μεμονωμένη αρετή που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος (και που επαινείται), ο οποίος όμως στο σύνολο μπορεί να μην είναι σπουδαίος (ή τόσο σπουδαίος), καθώς οι αρετές που επαινούνται είναι πολλές. Με δυο λόγια, στα επαινετά ανήκουν οι αρετές που φέρνουν τον έπαινο, ενώ τα τίμια δεν περιορίζονται μόνο στις αρετές αποδίδοντας την πληρότητα του σπουδαίου ανθρώπου.

Η τρίτη κατηγορία αγαθών που καταγράφει ο Αριστοτέλης είναι τα αγαθά δυνάμεις: «Άλλα αγαθά είναι δυνάμεις· παραδείγματος χάριν, η εξουσία, ο πλούτος, η ισχύς, το κάλλος, για το λόγο ότι αυτά μπορεί να τα χρησιμοποιήσει βέβαια ο ενάρετος με τρόπο καλό, αλλά και ο ανήθικος με τρόπο κακό· για τούτον το λόγο αυτά και τα παρόμοιά τους αγαθά αποκαλούνται δυνάμεις (δυνατότητες)· οπωσδήποτε είναι αγαθά (το καθένα τους όμως αποδεικνύεται πράγματι αγαθό μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ενάρετος και όχι μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ανήθικος). Αυτά τα αγαθά-δυνατότητες συμβαίνει να έχουν ως αίτιο απόκτησής τους και την τύχη· γιατί είναι θέμα τύχης και ο πλούτος και η εξουσία, και με ένα λόγο όλα τα αγαθά που αποτελούν δυνατότητες». (1183b 2.2-2.3).

Η τρίτη κατηγορία αγαθών έχουν να κάνουν πρωτίστως με τον άνθρωπο που τα εκπροσωπούν. Επειδή σχετίζονται και με την τύχη, υπάρχει πάντα η πιθανότητα να φτάσει σε αυτά κι εκείνος που δεν κατέχει την αρετή. Γι’ αυτό παρουσιάζονται ως δυνατότητες. Η εξουσία είναι μια δυνατότητα που μπορεί να στραφεί τόσο προς το καλό όσο και προς το κακό. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για την πιο επικίνδυνη κατηγορία αγαθών, αφού ενδέχεται να έχουν πρόσβαση σε αυτή κι άνθρωποι που δεν το αξίζουν. Όμως, εδώ διαγράφεται και η ευθύνη της πολιτικής οργάνωσης ως σύνολο που πρέπει να εξασφαλίζει τους μηχανισμούς, ώστε στα αγαθά-δυνάμεις να φτάνουν μόνο οι άξιοι.

Όταν η εξουσία ή το χρήμα ή η ισχύς φτάνει στα χέρια των αδίστακτων ανθρώπων, τα πράγματα γίνονται επικίνδυνα για την πόλη. Κι όσο πιο συχνό είναι το φαινόμενο να αναρριχώνται τέτοιοι άνθρωποι, τόσο πιο έντονη είναι η ανεπάρκεια της πολιτικής οργάνωσης. Από αυτή την άποψη, οι άνθρωποι που κατέχουν τα αγαθά-δυνάμεις δίνουν το στίγμα για την ποιότητα της πόλης. Το ορθό πολίτευμα αποσκοπεί στο να περιορίζει τον παράγοντα της τύχης δίνοντας το περιθώριο να αναδειχθεί η αξία. Όταν αυτό δε συμβαίνει, τότε τα αγαθά-δυνάμεις δε θα εκπληρωθούν, αφού «το καθένα τους αποδεικνύεται πράγματι αγαθό μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ενάρετος και όχι μέσω της χρήσης που θα κάνει ο ανήθικος». Κι αυτή είναι η αρχή της παθογένειας.

Η διαίρεση των αγαθών ολοκληρώνεται με ένα τέταρτο είδος, στο οποίο ο Αριστοτέλης δε δίνει κάποιο συγκεκριμένο όνομα: «Απομένει ένα τέταρτο είδος αγαθού, είδος που είτε διασώζει κάτι το αγαθό είτε το προξενεί, για παράδειγμα η γυμναστική την υγεία και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο» (1183b 2.4).

Πρόκειται για αγαθά που δεν υφίστανται ως αυτοσκοπός και νοηματοδοτούνται μόνο όταν τίθενται στην υπηρεσία ενός άλλου ανώτερου αγαθού. Η γυμναστική, όσο κι αν προσφέρει χαρά από μόνη της, δε θα μπορούσε να έχει ιδιαίτερη αξία, αν δε συνέβαλε στην καλή υγεία ή στη διαμόρφωση της ανδρείας ψυχής. Το ίδιο θα μπορούσε να πει κανείς και για το φαγητό (καθώς τρέφεται για να ζήσει) ή την ενδυμασία (ντύνεται για να μην κρυώνει).

Η αποκοπή των αγαθών αυτών από την υπηρεσία του τελικού στόχου οδηγεί σε στρεβλώσεις που έχουν να κάνουν με την υπερβολή. Ο άνθρωπος που γυμνάζεται όχι για χάρη του σώματος, αλλά για τη χαρά της γυμναστικής ως αυτοσκοπού είναι δυνατό να ξεπεράσει τα όρια και τελικά μέσω της υπερβολής να βλάψει την υγεία του μετατρέποντας τη γυμναστική σε σωματική εξάντληση, δηλαδή σε κατάχρηση. Κι όσο αφορά τη διαμόρφωση της ψυχής, είναι πολύ πιθανό (ο ίδιος άνθρωπος) αντί να οδηγηθεί στην ανδρεία να καταλήξει στο θράσος. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το φαγητό και με οποιοδήποτε άλλο αγαθό αυτής της κατηγορίας.

Όμως, ο Αριστοτέλης, αφού ολοκληρώσει αυτού του είδους τη διαίρεση των αγαθών, θα προτείνει και μια άλλη προάγοντας το κριτήριο της επιδίωξης: «Υπάρχει, όμως, και μια διαφορετική διαίρεση των αγαθών: άλλα αγαθά τα επιλέγουμε και τα επιδιώκουμε σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο, άλλα αγαθά όχι· για παράδειγμα, τη δικαιοσύνη και τις υπόλοιπες αρετές τις επιλέγουμε και τις επιδιώκουμε σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο, πράγμα όμως που δεν ισχύει με την ισχύ και τον πλούτο και τη δύναμη και τα όμοιά τους» (1183b 2.5 και 1184a 2.5).

Το ότι προκρίνονται σε κάθε τόπο και με κάθε τρόπο η δικαιοσύνη και οι αρετές σε αντίθεση με την ισχύ και τον πλούτο έχει να κάνει με το γεγονός ότι η προσέγγιση αφορά τις αρετές κι όχι τις αληθινές προτιμήσεις των ανθρώπων. Εξάλλου, έχει ήδη ξεκαθαριστεί ότι στην ισχύ και στον πλούτο παίζει μεγάλο ρόλο και η τύχη, πράγμα που αποδεικνύει ότι οι δίχως αρετή άνθρωποι (προφανέστατα) έχουν άλλες προτεραιότητες. Θα έλεγε κανείς ότι η διαίρεση αυτή έχει περισσότερο δεοντολογικό περιεχόμενο παρά αντικειμενικό.

Όσο για την επόμενη διαίρεση των αγαθών που θα προτείνει ο Αριστοτέλης είναι φανερό ότι προσομοιάζει στην τέταρτη κατηγορία της πρώτης διαίρεσης που διερευνούσε τη σχέση της γυμναστικής και της υγείας: «Επόμενη διαίρεση των αγαθών: άλλα αγαθά αποτελούν τελικούς στόχους, άλλα δεν αποτελούν· παραδείγματος χάριν, η υγεία είναι τελικός στόχος, αλλά όσα κάνουμε για την υγεία δεν είναι τελικοί στόχοι. Και όταν υπάρχει αυτή η σχέση, είναι πάντα ανώτερο το αγαθό που αποτελεί τελικό στόχο – η υγεία είναι ανώτερη από όσα κάνουμε γι’ αυτήν. Γενικά μιλώντας, ανώτερο είναι πάντα αυτό για το οποίο υπάρχουν τα άλλα» (1184a 2.6).

Η διαίρεση αυτή εξυπηρετεί περισσότερο την ανάδειξη της ιεραρχίας στα αγαθά και τη διάκρισή τους σε τέλεια και ατελή: «… ανάμεσα στα αγαθά που αποτελούν τελικούς στόχους ανώτερο είναι πάντα το τέλειο και όχι το ατελές· και τέλειο είναι αυτό που με την απόκτησή του δε χρειαζόμαστε τίποτα παραπάνω, ενώ ατελές αυτό που κι όταν το αποκτήσουμε, κάτι πάλι μας λείπει» (1184a 2.7).

Και θα γίνει σαφέστερος φέρνοντας ένα παράδειγμα: «Ας το δούμε στην περίπτωση της δικαιοσύνης και της ευτυχίας: όταν έχουμε την πρώτη, πάλι πολλά μας λείπουν· ενώ όταν αποκτήσουμε τη δεύτερη, τίποτε άλλο δε θέλουμε· συνεπώς, αυτό είναι το υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, αυτό ψάχνουμε, αυτό που είναι τελικός στόχος τέλειος. Συμπέρασμα: το αγαθό είναι ο τέλειος τελικός στόχος όχι οποιοσδήποτε άλλος αλλά αυτός των αγαθών ανθρώπων» (1184a 2.7).

Με άλλα λόγια το υπέρτατο αγαθό δεν έχει να κάνει με την αοριστία της πλατωνικής ιδέας αλλά με την πρακτική καταμέτρηση των αγαθών και την ιεράρχησή τους. Αυτό που μένει είναι η αναζήτηση του τέλειου αγαθού που θα προκύψει ως ολοκλήρωση των ατελών, τα οποία υφίστανται για την εξυπηρέτησή του. Κι αυτό βέβαια σύμφωνα με τις ανάγκες του ανθρώπου, αφού η φιλοσοφία απευθύνεται μονάχα σ’ αυτόν.

Γι’ αυτό προτείνεται ως υπέρτατο αγαθό η ευτυχία. Αν η έρευνα δεν αφορούσε τον άνθρωπο αλλά κάποιο άλλο ον ενδεχομένως να μην προτεινόταν το ίδιο υπέρτατο αγαθό, αλλά κάτι διαφορετικό, κάτι που θα ταίριαζε περισσότερο στο ον για χάρη του οποίου θα διενεργούνταν η έρευνα.

Από κει και πέρα ο Αριστοτέλης θα προβεί σε μια ακόμη διαίρεση των αγαθών: «Ακολουθεί άλλη μία διαίρεση των αγαθών. Τα αγαθά χωρίζονται σε: α) ψυχικά (όπως οι αρετές), β) σωματικά (όπως η υγεία και η ομορφιά), γ) εξωτερικά (όπως ο πλούτος, η εξουσία, η τιμή και όλα τα παρόμοια). Ανώτερα όλων τούτων είναι τα ψυχικά αγαθά· αυτά διακρίνονται σε τρία: διανοητική ικανότητα, αρετή και ηδονή» (1184b 3.1).

Αριστοτέλης, Ηθικά μεγάλα

Οι απολογητές και η χρήση του Ευσεβίου Καισαρείας – Η υποτιθεμένη έκλειψη ηλίου κατά την σταύρωση του Ιησού

Τα συγ­γράμματα των εθνικών ιστορικών και συγ­γ­ρα­­φέ­ων Φλέ­γοντος, Θαλ­λού, και Πορφυ­ρί­ου, 2ος αιών – αρχές 4ου αιώνος, το σύγγ­ραμμα του χριστιανού Ιουλίου Αφρικανού, 3ος αιών, και το σύγ­­γραμ­μα του Γαλιλαί­ου ιστορικού Ιούστου της Τιβε­ριάδος 1ος αιών, κ. ά., έχουν απολε­σθεί. Τί έχει απομείνει για να διασωθούν αυτά;!


Σήμερα όμως διάφοροι αυ­τοβα­πτι­­σθέν­τες απολογητές, που συνήθως τελούν εν ανωνυμία, μας πα­ραθέτουν «αποσπά­σμα­τα» του Φλέγοντος και του Θαλλού, τα οποία ισχυρίζονται ότι φέ­ρουν μαρτυρί­ες για τον σει­σμό και την έκ­λειψη ηλίου που δήθεν έγιναν κατά τη σταύρωση του υποτι­θε­μέ­νου Ιη­σού. Κατ’ αυ­τόν τον τρόπον οι απολογητές νομί­ζουν ότι μας παρέχουν «ιστο­ρι­κές» πλέον «απο­δεί­ξεις» περί της ιστορικής υπάρξεως του θρυ­λου­μέ­­νου Ιησού που έγινε μετά ο μυθο­λο­γικός Χρι­στός.

Ση­μει­ώστε ότι την έκλειψη ηλίου (ή το σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη) την ανα­φέ­ρουν ο Ματ­θαίος (27: 45), ο Μάρκος (15: 33) και ο Λου­κάς (23: 44). Ο Ιωάννης την αγνοεί. Το σχί­σι­μο του καταπετάσματος του ναού στα δύο, από πάνω ως κάτω, το ανα­φέρουν ο Ματ­θαί­ος 27: 51, ο Μάρκος (15: 38) και ο Λουκάς (23: 45). Ο Ιωάννης το αγνοεί. Αλλά τα υπό­λοιπα μυθο­λο­γι­κά συμβάντα, περί σεισμού, ανεώξεως πολλών μνημείων, ανα­στάσεως πολλών νεκρών στην Ιερου­σα­λήμ, κλπ., τα αναφέρει μόνο ο Ματθαίος (27: 51-53), ενώ οι άλλοι τρεις κα­νο­νικοί ευ­αγγε­λι­στές τα αγνοούν.

Όλα αυτά τα δήθεν ανεξάρτητα ιστορικά «αποσπάσματα» είναι μια πλά­νη που διε­νερ­γείται είτε από σκοπιμότητα, είτε από άγνοια, εί­τε από τυφλή ή σκόπιμη πί­στη στα γρα­πτά του Ευσεβίου Καισα­ρεί­ας. Αυτά τα αποσ­πά­σμα­τα, όπως τα χρησιμο­ποι­ούν οι διάφοροι νεοχριστιανοί απολογητές, μας τα παρου­σι­ά­ζει ο Ευ­σέβιος μέ­σα στην «Εκκ­λησια­στι­κή Ισ­το­ρία» του και σε άλλα έργα του. Τα αποσπούν από εκεί και δεν γε­μί­ζουν ούτε δυο σελίδες. Είναι ελάχιστα και ξεκομμένα. Έτσι δεν απο­τε­λούν κριτήρια της επιστήμης της Ιστορίας γι’ αυτό και για τους εξής λόγους.

Ο Ευσέβιος έχει πλέ­ον απο­δειχθεί, επι­στη­μο­νι­κώς και πολ­λα­πλώς, ότι ήταν μέγας πλαστο­γράφος και ψευ­δο­λό­γος και ου­δέ­ποτε φρόντισε να δια­σώσει την αλή­θεια και τις πηγές που ο ίδιος χρη­σι­μο­ποίησε. Τις πη­γές τις κατάστρεψε. Π.χ., το σύγγραμμα του Εβραιο­χρισ­τι­α­νού ισ­το­ρι­κού του 2ου αιώνος Κ. Ε. Ηγησίππου και το σύγ­γραμμα του Χριστιανού ισ­το­ρι­κού του 3ου αιώ­νος Κ. Ε. Ιου­λί­ου Αφρικανού, από τα οποία ο Ευσέβιος αντιγ­ρά­φει κα­τά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώ­νος, έχουν ολοκληρωτικά χα­θεί. Απορεί κανείς για ποι­ους λόγους ο Ευ­σέβιος δεν φρόντι­σε να διασώσει τέτοια ντο­κου­μέντα. Λόγω της θέσεως και της δυ­νά­με­ώς του μια ρητή διαταγή του για να επα­νεκ­δο­θούν και να δια­φυλαχ­θούν τα συγ­γράμματα αυτά αρκούσε. Ούτε τα γρα­πτά του Υποα­πο­στολικού Πατέρα Παπία, (60−140 ή κατ’ άλλους 70−155 Κ. Ε.), επισκό­που Ιε­ρα­πόλεως Φρυ­γί­ας, διέσωσε. Λέγεται ότι ο Πα­πίας έγραψε πέντε βιβλία, σχετικά με τις προ­φητείες για τον Κύριο, τα λόγια του Κυρίου, κλπ., τα οποία έχουν απο­λεσθεί. Μόνο λίγα κομ­ματάκια αναφέ­ρονται από τον Ευσέβιο και άλλους Πα­τέρες. Ο Ευσέβιος, ούτε λίγο ούτε πολύ, λέ­γει ότι ο Παπί­ας έγρα­ψε βλα­κείες. Συγ­κε­κρι­μένα στην Εκκλησιαστική Ιστο­ρία του (3: 39), ο Ευσέ­βι­ος γράφει: «Ο Πα­πίας ήταν άν­­θρω­πος πολύ μικρού νου (σφόδρα γάρ τοι σμικρός ών τόν νούν), αν τον κρί­νο­με από τα ίδια τα λόγια του.». Αυ­τό και αν εί­ναι ύπο­πτο!… Ήλθε ο Ευσέβιος τον 4ο αι­ώνα για να δι­ορ­θώσει και να κρί­νει τους πατέρες και τις πηγές του 2ου αι­ώ­να…

Κα­τά το πρό­τυ­πο του Απο­στόλου Παύλου, (Πρός Ρω­μαί­oυς γ΄: 7, «Ε­άν διά τoυ ψεύ­δoυς μoυ η αλή­θεια τoυ Θε­oύ κα­τε­­δεί­χθη με­γά­λη πρoς δό­ξαν τoυ, για­τί ακό­μη κα­τα­κρί­νo­μαι ως αμαρ­τω­λός;», αυτό είναι το μόνο αληθές που μας είπε ο Παύλος), ο Ευσέ­βιος χρησιμοποίησε κά­θε δόλιο μέσο για να υπο­στη­ρί­ξει και να προ­παγαν­δί­σει το δήθεν αληθές της νέας Χριστιανι­κής θρη­σκείας, όπως αυτή διε­μορ­φώ­θη κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνα. Ουσια­στι­κά η νέα μορ­φή της Χριστιανικής θρη­­σκείας ήταν δη­μι­ούργημα του Ευσεβίου με τη συ­νερ­γα­σία μιας ομάδας συγ­χρόνων του Χρι­στιανών μελε­τητών, αλ­λά και εθνικών όπως ο Σώπα­τρος, κατόπιν αυστη­ρής απαί­τησης και εντολής του αυτο­κράτορα Με­γά­λου Κων­σταν­τίνου, ο οποίος πριν ολίγο καιρό εί­χε γίνει μονοκράτορας. Ο Ευσέβιος όμως απεδείχθη πολύ βια­στικός και απ­ρόσεκτος πλαστο­γράφος. Έτσι οι πλα­στογρα­φί­ες του ανα­κα­λύφτηκαν σχε­τικά εύ­κολα από πολ­λούς αμε­ρό­ληπτους ερευνητές επιστή­μο­νες, αρκετοί των οποίων προέρ­χον­ταν από διάφορες Χριστιανικές διομολογή­σεις. Ένας τέτοιος ήταν και ο Charles B. Waite, ο οποίος έγραψε το βιβλίο History of the Christian Re­ligion to the Year 200 (μελετήστε τις σε­λί­δες 332-337.).

Έτσι λοιπόν βλέπομε ότι τα απο­σπάσματα που παραθέ­τει ο Ευσέβιος περί σεισμού, εκ­λείψεως ηλίου, κλπ. αναφέ­ρον­ταν σε άλλο σεισμό (που έγινε στη Βιθυ­νία της Μι­κ­ράς Ασίας, πολύ μακριά από την Ιερουσαλήμ) και σε άλλη έκλειψη ηλίου. Απλώς ο Ευσέ­βιος τα προ­σάρμοσε όσο αυ­τός νόμισε αρκετά για να ται­ριάσουν με τους μύθους του Ματθαίου. Πλην όμως προ­δό­θηκε από τα εξής:

1) Το ίδιο το πρόχειρο και βιαστικό γράψιμό του, διότι δεν προσάρμοσε φιλο­λο­γι­κώς την δική του γλώσσα με την γλώσσα των αρχικών συγγραφέων.

2) Από τις αναφορές των ιδίων αποσπασμάτων από Χριστιανούς συγγραφείς πριν τον Ευσέβιο, π. χ. τον Ωριγένη κά., που είναι εντελώς διαφορετικές.

3) Από το γεγονός ότι οι αρχικοί ιστορικοί, που μόλις αναφέραμε, ήταν και πα­ρέμειναν «παγαν­ι­στές εθνικοί». Οπότε αν ανάφεραν μέσα στα ιστορικά τους συγγράμματα αυ­τά τα συμ­βάντα ως αληθινά και πραγματικά, όπως θέλουν να μας τα παρου­σι­άσουν ο Ματ­θαίος και ο Ευσέ­βιος, τότε είναι πέραν πάσης φαντασίας το γεγο­νός ότι αυ­τοί πα­ρέμειναν παγα­νι­στές αντί να ασπαστούν την νέα «αληθινή» θρησκεία του Χριστιανισμού. Έχει γού­στο, ο Φλέγων και ο Θαλλός να έγρα­φαν ιδιοχείρως ως αληθή γεγονότα την έκ­λει­ψη ηλίου, τον σεισμό και την ανάσταση των νεκρών της Μεγάλης Παρα­σκευ­ής όπως μας τα παρουσιάζει ο Ματθαίος και να μη γίνουν Χριστιανοί απορ­ρί­πτον­τες αμέ­σως τον παγανισμό! [1]
[1 Αυτά είναι ανάλογα με εκείνη την πλαστογραφημένη μαρ­τυρία του Ιωσή­που (Ιουδαϊκή Αρχαιότητα 18: 3: 3 ή 18: 63-64), όπου ο μεν Ιησούς Χριστός ομο­λο­γείται (από τον Ιώ­σηπο υποτίθεται) ως σοφός Ιουδαίος Μεσ­σί­ας και τριήμε­ρος αναστηθείς εκ νεκρών, ο δε Ιώσηπος όχι μόνον δεν προσχώ­ρη­σε στον Χριστιανισμό απορρίπτον­τας τον Ιουδαϊσμό, αλλά παρέμεινε ορθό­δο­ξος Φα­ρισαί­ος μέχρι τον θά­νατό του! (Αν αμφιβάλλετε, διαβάστε το βιβλίο της αυτο­βιο­γραφίας του). Αυ­τή η μαρ­τυρία, το Testimonium Flavianum, αποτελεί άλ­λη μία πλαστο­γραφία του Ευσεβίου.]

Όσο για τους αναστηθέντας νεκρούς και τα άλλα φαινόμενα της Μεγάλης Πα­ρα­σ­κευής αναφέρονται μό­νο από τον Ματθαίον. Ο Ιωάννης που συνεχώς καυχιέται ότι λέγει την αλήθεια και ήταν αυτόπτης μάρτυς στα γεγονότα του Πάθους δεν αναφέρει τίποτα απ’ αυτά. Δεν είδε και δεν άκουσε τίποτα. Τί λέτε: περίεργο! Ο Μέγας Αυ­το­κ­ράτωρ Ιουλιανός στο Κατά Γαλιλαίων έργο του δικαίως απορεί πως κανένας άλλος εκτός του Ματ­θαίου δεν αναφέρει ούτε πληροφορήθηκε τίποτα. Ού­τε Ρωμαίος συγκ­λη­τικός, στρατιωτικός, κυβερνήτης, ούτε κανένας Ιουδαίος άρχων, ραβίνος, κλπ, ούτε κα­νένας άλλης εθνικότητος. Όλη η υφήλιος αγνόησε αυτά τα τρομακτικά «γεγο­νότα»! Οπότε τί λέτε; Ψεύδεται ο Ματθαίος; Ναί ή ού;

4) Ο Θαλλός και ο Φλέγων έζησαν κατά τον 2ο και 3ο αιώνα. Οπότε τίθεται το εξής ερώτημα: Οι περιγραφές των φυσικών φαινομένων που υπήρχαν στα συγγράμμα­τά τους αφο­ρούσαν φυσικά φαινόμενα τα οποία είτε συνέβησαν κατά την διάρκεια της ζω­ής των και που οι ίδιοι παρατήρησαν ή άκουσαν περί αυτών, είτε αφο­ρού­σαν φυσικά φαινόμενα που υποτί­θε­ται ότι συνέβηκαν πριν 150 χρό­νια τουλά­χι­στον; Αν υποθέσομε ότι ισχύει η δεύτερη εκδοχή, τότε ως επι­στή­μο­νες και ιστο­ρικοί θα έπρεπε να παραθέσουν τις πηγές τους και κά­ποιες ημερομηνίες. Όμως ο αντιγραφέας Ευσέ­βιος δεν μας ανακοινώνει κα­μιά τέτοια πληροφορία, όπως και θα όφει­λε να πράξει αν ήταν σωστός ιστορικός, και η οποία θα ισχυροποιούσε έτι περισ­σότερο τους ισχυρισμούς του. Όπως όμως αποδείχθηκε από τα συγγράμμα­τα του Ωριγένη και άλλων προηγου­μέ­νων Χριστιανών συγγραφέων, οι οποίοι αναφέρονται στον Θαλλό και τον Φλέγοντα ισχύει η πρώ­τη εκδοχή και ο Ευσέ­βι­ος[2] αποδεικνύεται άλλη μια φορά δόλιος πλαστογρά­φος.
[2 Οι ατιμίες του Ευσεβίου έχουν καταδειχθεί πολλαπλώς στην παγκόσμια έρευνα και βιβλιογραφία. Ήδη εδώ με τα στοιχεία μας δεικνύομε μερικές. Δεν δικαιούται ο Ευσέβιος την εμπιστοσύνη που αποδίδεται σ’ έναν ιστορικό. Ο ίδιος ομολογεί ότι δεν τον ενδιέφερε η αλήθεια αλλά το συμφέρον της Νέας Χριστιανικής πίστεως! Στην σύ­νοδο της Νικαίας το +325 έπαιξε το ρόλο του πολιτικάντη και περίμενε να δει προς τα που θα έγερνε τελικά η πλειοψηφία με την οποία στο τέλος συνυπέγραψε. Επίσης όλα τα στοιχεία συγ­κλί­νουν στο ότι αυτός επλαστογράφησε το γνωστό και πολύ συ­ζητηθέν Testimonium Flavianum στον Ιώσηπο (βλέπε μέρος 9.). Ο Δρ Χριστιανός θε­ολόγος Κωνσταντίνος Σια­μάκης, δεν κατεδέχθει να συμπεριλάβει αυτές τις ψευ­το-μαρτυρίες του Φλέγοντος και Θαλλού στο λεπτομερές σύγγραμμά του: Εξωχρισ­τι­ανι­κές Μαρ­τυ­ρί­ες γιά τό Χριστό καί τούς Χριστιανούς, Εκδόσεις «Άθως», Αθήναι, 2000. Ευρίσκονται όμως, μαζί με διάφορες άλλες, στο σύγγραμμα του Charles B. Waite, History of the Christian Religion to the Year Two Hundred (200), Fifth Revised Edition, C. V. Waite & Co., Chicago 1900 – 1992, ο οποίος τις τιτλοφορεί Παραχα­ράξεις του Ευσεβίου και μας μεταφέ­ρει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία.]

5) Από την επιστημονική απόδειξη ότι είναι αδύνατο να γίνει έκλειψη ηλίου κατά εποχή πανσελήνου και ως γνωστόν το Εβραϊκό Πάσχα (Πεσάχ) εορτά­ζε­ται πάντα τέτοια εποχή. Έπειτα, μια ολική έκλειψη ηλίου διαρκεί μερικά μόνο λεπτά (10 – 30) και σε μικρό τόπο και όχι τρεις ώρες σε όλη τη γη όπως επιθυ­μούν οι τρεις πρώτοι ευαγγελι­στές.

Ένας ακόμα λόγος που αποδεικνύει ότι η έκλειψη ηλίου[3] (το σκοτάδι πάνω σε όλη τη γη) των τριών συνοπτικών δεν έγινε ποτέ μας τον παρέχει το Κατά Ιωάννην Ευ­αγ­γέ­λιο. Για να δούμε γιατί:

1. Στον μεν Ματθαίον 27: 45 δια­βάζομε: «Από δέ έκτης ώρας σκό­τος εγένετο επί πάσαν την γήν έως ώρας ενάτης.». Δη­λαδή σύμφωνα με τις σημερινές ώρες το σκο­τά­δι άπλωσε πάνω σε όλη τη γη από τις δώ­­δεκα το μεσημέρι, ώρα έκτη, κατά την μέ­τ­ρηση των ωρών της ημέ­ρας την εποχή του υποτιθεμένου Ιησού, η οποία άρχιζε στις έξη το πρωί. Κράτησε μέχρι τις τρεις το από­γευμα (ώρα ενάτη), δηλαδή τρεις ολόκ­ληρες ώρες.

2. Στον Μάρ­­κον 15: 33 δια­βάζομε: «Γενομένης δέ ώρας έκτης σκότος εγέ­νετο εφ’ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης·».

3. Στον δε Λουκάν 23: 44 διαβάζομε: «Ήν δέ ωσεί ώρα έκτη καί σκότος εγέ­νετο εφ’ όλην τήν γήν έως ώρας ενάτης, τού ηλίου εκλεί­πον­τος,».

4. Τώρα πάρετε την Καινή Διαθήκη και διαβάστε: Ιωάννης 19: 13-16. Ιδιαι­τέ­ρως στον στίχο 14 διαβά­ζομε: «ήν δέ παρασκευή τού πάσχα, ώρα δέ ωσεί έκτη· και (ο Πιλάτος) λέγει τοίς Ιουδαίοις· ίδε ο βασι­λεύς υμών.». Στον δε στί­χο 16 πα­ρα­κά­τω δια­βάζομε «τότε ούν (ο Πιλάτος) πα­ρέ­δω­κεν αυτόν αυτοίς (στους Ιου­δαίους) ίνα σταυ­ρω­θή.».
[3 Ας λάβομε επίσης υπ’ όψη μας ότι το θέμα του σεισμού ή των μεταθανατίων εμ­φα­νί­σεων λύεται ως εξής: Όλος ο Ελληνικός Κόσμος εγνώριζε ότι ο Ρωμύλος απεθε­ώ­θη ανα­ληφθείς εις τους ουρανούς εν μέσω σφοδρής καταιγίδας, σάλου, σεισμού, και σκότους τόσου ώστε να μην ηδύνατο κανείς να δει τα γύρω του, και ότι κατόπιν επα­νεμφανίσθη καθ’ οδόν σε φίλο του Συγκλητικόν εις τον οποίον ανακοίνωσε τα συμ­βάν­τα της απο­θε­ώσεώς του και όρισε την ίδρυση ναού και τα σχετικά της λα­τρείας του. Όλη αυτή την ιστορία αντέ­γρα­ψαν προχείρως οι Χριστιανοί διά να την απο­δώ­σουν στον ιδικόν τους θεό. Κατόπιν βλέπομε τον εκατό­ν­ταρχον να λέγει: «Αληθώς υιός Θεού είναι αυτός» (Ματθαίος 27: 54). Τί σημαίνει αυτή η φράση; Απλούστατα, οι Χριστιανοί έβλεπαν στα νομίσματα της εποχής την προτομή του Αυγούστου με την φράση DIVI F(ILIUS) (= Υιός Θε­ού = Υιός του αποθεωθέντος Ιουλίου Καίσαρος) και έλεγαν: «Ο ιδικός μας Θεός είναι DIVI FILIUS!».]

Για να εξετάσομε λοιπόν προ­σε­κτι­κά τί καινούργια μας ξεφουρνίζει ο Ιωάννης:

Πρώτον: Δεν ήταν ακόμα ημέρα του Πάσχα αλλά παρασκευή του Πάσχα. Οι τρεις συνοπτικοί μας βεβαιούν ότι το τελευταίο δείπνο, η δίκη, η σταύρωση και η ταφή έγιναν την ημέ­ρα του Πά­σχα που εκείνο το έτος έπεφτε να είναι ημέ­ρα Παρασκευή (δηλαδή η προπαρασκευαστική ημέρα για το Σάββατο που επόταν). Ο Ιωάννης όμως μας λέγει ότι η δίκη, η σταύρωση και η ταφή συνέ­βησαν μεν ημέρα Παρασκευή, αλλά αυτή ήταν η προπαρασκευασ­τι­κή ημέ­ρα του Πάσχα του έτους εκείνου που κατά τον Ιωάννη έπεφτε Σάββα­το. (Άλλη μια κραυγαλέα αντίφαση των θεοπνεύστων γραφών και ευαγγελισ­τών.).

Δεύτερον: Στις δώδεκα το με­σημέρι της Παρασκευής ο Πιλάτος ακόμα ασ­κούσε δικαστι­κά κα­θή­κοντα και λογομαχούσε με τους Ιου­δαίους. Τώρα πως να δίκαζε άραγε ο Πιλάτος και πως να λογομαχούσε με τον Ιου­δα­ϊ­κό όχλο μέ­σα στο σκοτάδι, αφού στους τρεις συν­οπτι­κούς το σκοτάδι είχε αρχίσει ήδη στις δώδεκα το με­σημέρι, ας μας το απαντήσουν οι απολογητές…

Τρίτον: Στον Μάρκον 15: 25 ο Ιησούς ήταν ήδη σταυρωμέ­νος τουλάχιστον για τρεις ώρες, από τις εννέα το πρωί έως και μετά το μεσημέρι δηλαδή. Στον Ιωάννη όμως βλέπομε τον Πιλάτο, (μέ­σα στα σκοτεινά;), να παραδίδει τον Ιη­σού στους Ιουδαίους για να σταυ­ρωθεί (χωρίς να μας λέ­γει εδώ ποιοι θα εκτε­λούσαν την σταύρωση). Η σταύ­ρωση δηλαδή πρέ­πει να έγινε το νω­ρί­τε­ρο γύ­ρω στις μία η ώρα το απόγευμα και μέ­σα στο σκοτάδι, αν ήταν δυνατόν! Πώς; Ας μας απαντήσουν οι φωστήρες της Χριστιανικής μά­στι­γας. Μετά, και ο Μάρκος ήταν θεόπνευστος ως ευαγ­γε­λι­σ­τής. Μάλιστα δε, αυτά που έγραψε τα έμαθε από τον μέ­γα μα­θητή Πέτρο που ήταν στον όμιλο των δώ­δεκα. Πώς λοιπόν γεφυρώνονται οι θεό­πνευστες τρο­μα­κτι­κές αντιφάσεις μεταξύ Μάρκου καθώς και των άλλων δύο συνοπτικών και Ιωάννου; Κύρι­οι απολογητές τί πει­στικά επιχειρήματα έχετε για να μας απαντήσετε;

Τέταρτον: Ο Ιωάννης ανήκε στην ομάδα των δώδεκα πρωτοστατούντων μα­θη­τών, ακολου­θού­σε τον Ιησού παντού και πάντοτε, ήταν ο φίλτατος μαθητής του Ιη­σού. Εκτός από αυ­τόπτης μάρτυς όπως ομολογεί ο ίδιος, ως ευαγγε­λι­σ­τής ήταν απαραι­τήτως «θεόπνευστος» και ο ίδιος μας τονίζει ότι (21: 24) «η μαρτυρία του είναι αληθής», πράγμα που οι άλλοι δεν το αναφέρουν. Παρα­κολούθησε την δί­κη και την σταύ­ρωση. Ακόμα ο εσταυ­ρω­μένος διδάσκαλός του μίλησε και στη μάνα του και στον Ιωάννη που ήταν δίπλα της (19: 26 -27). Πάντως το σκοτάδι που πλά­κω­σε από τις δώδεκα το μεσημέρι πάνω σ’ όλη τη γη και σίγουρα θα ήταν σο­βα­ρό εμ­πό­διο για να διε­κ­περαιωθούν σωστά και ωραία όλα όσα συνέβησαν δεν το αναφέρει πουθενά. Άρα δεν έγινε!

Η πρώτη των ανωτέρω παρατηρήσεων χρήζει περισσοτέρας επεξηγήσεως και αναφο­ρών από τα τέσσερα κανονικά Ευαγγέλια. Το ότι το Πάσχα των τριών συνο­πτικών έπεφτε ημέρα Παρασκευή ομολογείται στον Ματθαίο 27: 62, Μάρκο 15: 42 και Λου­κά 23: 54. Τα επεισόδια του πασχαλινού τελευταίου ή μυστικού δείπνου, της συλλή­ψεως του Ιησού, της βιαστικής δίκης, της σταύρωσης και της τα­φής, κλπ., αναφέρον­ται στα κεφάλαια Ματθαίος 26, 27, Μάρκος 14, 15 και Λουκά 22, 23. Στον Ιωάννη όμως, όπως αναφέραμε, η Παρασκευή αυτή ήταν η παραμονή του Πάσχα το οποίο έπεφτε ημέρα Σάβ­βατο, πράγμα που επαναβεβαιώνει ο Ιωάννης και παρακάτω στους στίχους 19: 31 και 42. Ακό­μα στον Ιω­άννη ο Ιησούς δεν είχε πασχαλινό δείπνο (Σε­δέρ). Συγκεκριμέ­να μας λέγει: Ιωάννης 13: 1-2 «Προ δε της εορτής του πάσχα ειδώς ο Ιησούς ότι ελή­λυθεν αυτού η ώρα ίνα μεταβή εκ του κόσμου τούτου προς τον πατέρα, αγαπήσας τους ιδίους τους εν τω κόσμω, εις τέ­λος ηγάπησεν αυτούς. και δείπνου γενομένου, του δια­βόλου ήδη βεβληκότος εις την καρδίαν Ιούδα Σίμωνος Ισκαριώτου ίνα αυτόν παρα­δώ,». Εδώ λοιπόν ο Ιωάννης μας ομιλεί αόριστα για κάποιο δείπνο που έγι­νε προ της εορ­τής του Πάσ­χα και όχι για το πασχαλινό δείπνο το βράδυ της ημέ­ρας του Πάσχα όπως μας λένε οι άλλοι τρεις. (Μέσα στις Άγιες Γραφές οι θεόπ­νευστες αντιφά­σεις είναι πιο πανταχού παρούσες από το Άγιο Πνεύμα!). Ο αγαπητός και επιστήθιος μαθητής Ιω­άννης καίτοι πα­ρών δεν αναφέρει το μέγα, τρομερό, φρικ­τό και θεμελιώδες Μυστή­ριο της Θείας Ευχαρι­στίας, όπως το αναφέρουν οι άλλοι τρεις­, αλλά το νίψιμο των ποδών των μα­θητών από τον Ιησού κατά το δείπνο (13: 4-14) που δεν το αναφέρουν οι άλλοι. (Άλ­λη μια κραυγαλέα αντίφαση. Τί συμβαί­νει τε­λικά με τους θεοπνεύστους ευαγγελισ­τές; Ποιός γράφει αληθώς και όπως έγιναν τα «γεγονότα»;).

Ο «τελευταίος» ευαγγελιστής που έγραψε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον κατα­πιάνεται από την αρχή του Ευαγγελίου του με ψευτοθεολογίες και αμνούς. (1: 29 «… ίδε ο αμ­νός του Θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.» και 1: 36). Έτσι φτιάχνοντας και άλ­λες θεολογίες έφτιαξε έναν μυθο­λογικό Ιησού ο οποίος δεν έφαγε τον πασχαλινόν αμ­νόν (κατά τον μυστικόν δείπνον, όπως μας λένε οι άλλοι τρεις), αλλά με το να σταυ­ρωθεί κατά την παραμονή του Πάσχα έγινε ο ίδιος πασχαλινός αμνός για τους άλλους το βράδυ της ημέρας του Πάσχα. Αυτή είναι μια θεολογική ψευτοδικαιολόγηση για τις μεγάλες αντιφάσεις που δημιουργεί ο Ιωάννης, αλλά αυτό αποδεικνύει ότι οι ευαγ­γελιστές δεν μας παρέδω­σαν γεγονότα και ιστορία αλλά δικές του επινοήσεις με ψευ­τοθεολογίες και μυθεύματα για να δημιουργήσουν μια ψευτο­θ­ρησκεία. (Όσο για θεο­π­νευ­στία, έχομε βαρεθεί να την αναφέρομε!).

Όπως και να έχουν τα πράγματα, όλα τα συμβάντα που μας αφηγούνται και οι τέσ­σε­ρις ευαγγελιστές από την ετοιμασία του τελευταίου δείπνου μέχρι τον ενταφιασμό που έκαναν ο Ιωσήφ με τον Νικόδημο έγιναν μέσα 24 ώρες περίπου. Επειδή αυτά εί­ναι πολλά και δεν είχαν ολιγόλεπτη διάρκεια πρέπει να γινότανε με κινηματογραφική ταχύτητα. Ανα­φέρομε επιγραμ­ματικά μόνο και εσεις διαβάσετε τις λεπτομέρειες και εκτιμήσετε την χρονική διάρκεια του καθενός: Προετοιμασία, δείπνο και ευχαριστία ή νίψιμο ποδών, προδοσία Ιούδα, πορεία προς Γεσθη­μανή και στάθμευση εκεί, σύλ­λη­ψη και μεταφο­ρά στο συνέδριο, ανακρίσεις από Άν­να, Καϊάφα, Πιλάτο, Ηρώδη και ξανά Πιλάτο, παράδοση στον όχλο και στρατιώτες, βάδην προς Γολγοθά ή Κρανίου Τόπον, σταύ­ρω­ση μέχρι εκπνοής, δια­πίστωση θανάτου και αίτηση του σώμα­τος, απο­καθήλωση, επά­λειψη με σμύρνα και αλόη, η σινδόνη και τα οθόνια, ενταφι­ασμός, κλπ., έγιναν μέσα σε 24 ώρες. Διαβάσετε όλα αυ­τά και τις υπόλοιπες λεπτομέρειες μέσα στα τέσ­σε­ρα Ευαγγέλια και εκτιμήσετε μια λογική χρονική διάρκεια που χρειάσ­τηκε το καθέ­να να δείτε τι γί­νε­ται. (Μερικές χρο­νικές διάρκειες δίνονται μέσα στα Ευαγγέ­λια ή υπολογίζονται απ’ αυτά που γράφουν. Π. χ., ο Ιησούς μέχρι που εξέπνευ­σε έμει­νε πά­νω στον σταυρό 6 ώρες, κλπ.). Ώστε λοιπόν, οι ιθύνοντες Ιουδαίοι κατα­σπατάλησαν με απόλυτη βιασύνη κάθε λεπτό της εορτής του Πάσ­χα (ή της παραμο­νής του) με αυ­τά τα συμβάντα και τίποτα άλλο, αντί να βάλουν τον Ιησού στη φυλα­κή και μετά από μια-δυο μέρες με την ησυχία τους και όσο χρόνο ήθελαν, να κανόνι­ζαν τι θα τον έκα­ναν. Περίεργα πράγματα.

Εσείς που δια­βάζετε ετούτες δω τις λέξεις τί λέτε; Τί αμερόληπτα συμπεράσματα βγάζετε μόνοι σας; Αν όλα τα παραπάνω «γεγο­νότα» συν­έβησαν όπως γράφουν οι τέσσερις θεόπνευστοι ευαγγελιστές τότε ποιος έχει δίκιο; Αν πράγματι έγιναν μέ­σα στο σκο­τά­δι «του καταμεσήμερου της ημέρας της Ιουδαίας κατά τον λαμ­πρό μήνα Νισάν (Μάρτιος-Απρίλιος)», τότε γιατί άραγε αυτός ο θε­όπνευστος ευ­αγγελιστής και φιλαλήθης Ιωάννης[4] δεν το ανέφερε τουλά­χι­στο μέσα σε δυο στί­χους; Ή μή­πως αυτό το φαινόμενο του φάνηκε τόσο φυ­σιολογικό και τόσο σύνηθες ώστε να το αγνο­ήσει; Πολύ αταίριαστες οι τέσσερις ευαγγελικές αφηγήσεις, αλλά ταιριά­ζουν μόνο μέσα στα μυαλά των απολογητών και αυτών που δεν τις γνωρίζουν!
[4 Το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον έχει τόσο πολλές και τεράστιες διαφορές με τα άλ­λα τρία Ευαγγέλια ώστε να αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο για την μη ύπαρξη του Ιη­σού Χριστού των Ευαγγελίων. Αυτός είναι καθαρά ένας μύθος, δηλαδή ψέμα, και τί­ποτα παραπάνω. Ότι αναφέρομε εδώ είναι ένα πολύ μικρό μέρος των όλων διαφορών. Ση­μειώνομε ακόμα μία. Τα τρία πρώτα Ευαγγέλια αφηγούνται μια δράση του Ιησού που κράτησε το πολύ ένα έτος, ενώ ο Ιωάννης παρουσιάζει μια δράση που κράτησε του­λάχιστον τρία έτη κ.λπ.]

Κύριοι ψευτοαπολογητές και θεολόγοι καλείστε και προκαλείστε να απαντήσετε σα­φώς και άνευ πε­ρι­τροπών σε αυτά τα ερωτήματα και όχι να κρατάτε το αδαές πλήθος των πι­στών μέσα στο σκοτάδι και στην έκλειψη παντός φωτός ακόμα και λαμπερού φωτός του καυτού ήλιου του μεσημεριού! Αν πάλι θέλετε να μιλήσετε για σεισμούς και εκλείψεις, τότε γιατί ποιείτε την νύσσα επί του γεγονότος ότι ο διάσημος Ρωμαίος φυ­σι­οδίφης επιστήμων Πλίνιος ο Πρεσβύτερος (+23 – 79 Κ. Ε.) ο οποίος κατέγραψε τα δι­ά­φορα ανα­πάν­τεχα και ασυνήθη φυσικά φαινόμενα των εποχών του (σεισ­μούς, εκλεί­ψεις ηλίου και σελήνης, κλπ.). Χρονικώς έζησε πολύ κοντά σ’ αυτά τα πα­ρα­μύ­θια, και είχε ταξιδέψει επί τούτων ανά την αυτοκρατορία και όμως δεν αναφέρει απο­λύτως τίποτα για τα δι­ά­φορα θαύματα και φαινόμενα που αναφέρονται στα Ευαγγέλια γύρω από τον Ιησού Χριστό. Εσείς όμως τα σερβίρετε στους ανυποψίαστους αδαείς; Συγχαρητήρια!

Καλείστε επίσης να απαντήσετε για τις χιλιάδες αν­τιφά­σεις, λάθη, πα­ραλογισμούς, θηριωδίες και ανοησίες που περιέχει η θεόπνευστη Εβραιοχρι­στι­α­νική Βίβλος και η αντιφατική παράλογη και καταστροφική θεολογίας σας. (Όλα μαζί είναι τουλάχιστον 7000 καταγεγραμμένα σε καταλόγους.). Απορρίπτετε όλα τα επιστημονικά συμπερά­σματα και όλες τις επιστημονικές μεθόδους μόνο και μόνο για να δικαιολογήσετε την Βίβλο και όχι την αλήθεια. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Πάνσοφος Θεός της Βί­βλου και της Παρα­δόσεώς σας υπέφερε από ακατάσχετη σύγχυση και τώρα έβαλες εσάς να δείτε πως θα τα μπαλώσετε! Καλή επιτυχία!

ΔΕΣ:

Παραχαράξεις Τα ιερά τους κείμενα (της Κ.Δ.) έχουν επεξεργαστεί, διαφοροποιηθεί και παραχαραχθεί πάρα πολλές φορές, σε σημείο να μην μπορούμε ακόμα να βρούμε το πως ξεκίνησαν αρχικά.
Αντιφάσεις Τα κείμενα έχουν μεταξύ τους σοβαρές αντιφάσεις και ακόμα και λάθη, που τους αναγκάζουν να καταφεύγουν συνεχώς σε ερμηνείες για να βγει ένα “λογικό” συμπέρασμα.
Πλαστογραφίες Τα ιερά τους κείμενα, σχεδόν όλα, δεν είναι γραμμένα από αυτούς που φανταζόντουσαν, στην ουσία είναι ανώνυμα και μπορεί οι ίδιοι να τα ερμηνεύουν κατά βούληση με βάση την δική τους σέκτα, συνήθως διαφορετική ερμηνεία από άλλες. Αυτό φαίνεται και από την πληθώρα ερμηνειών που υπάρχουν για όλα αυτά και την αντίστοιχη πληθώρα αιρέσεων και σεκτών.