Μια στιχομυθία του νεαρού Αλκιβιάδη με τον ώριμο Περικλή
Τα Ἀπομνημονεύματα Σωκράτους αποτελούν συλλογή από συζητήσεις και επεισόδια με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη, που οργανώθηκαν από τον Ξενοφώντα κατά ευρύτερες θεματικές ενότητες σε τέσσερα βιβλία. Τα δύο πρώτα κεφάλαια του πρώτου βιβλίου συγκροτούσαν ίσως αρχικά αυτοτελές κείμενο υπεράσπισης του Σωκράτη από τις -επίσημες και μη- κατηγορίες που είχαν διατυπωθεί εναντίον του: Μια από αυτές τις κατηγορίες ήταν ότι ο Σωκράτης υπήρξε δάσκαλος του Κριτία και του Αλκιβιάδη, και ως εκ τούτου υπεύθυνος για την πονηρίαν τους.
Ο Ξενοφών προσπαθεί να δείξει ότι από τα δύο πράγματα που θα μπορούσαν να μάθουν κοντά στον Σωκράτη, τη "σωφροσύνη" και την "ικανότητα να μιλούν και να πράττουν", αυτοί επεδίωξαν μόνο το δεύτερο, ενώ η σωφροσύνη τους ήταν μόνο προσωρινή. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται ως δεινός στη διαλεκτική (δηλ. την τέχνη του διαλέγεσθαι). Συζητεί με τον συγγενή του Περικλή το ερώτημα τι είναι ο νόμος, και καταφέρνει με ευκολία να οδηγήσει ακόμη και αυτόν τον μεγάλο άνδρα σε δύσκολη θέση (ἀπορία).
Ἀπομνημονεύματα 1, 2, 40-46
[1.2.40] λέγεται γὰρ Ἀλκιβιάδην, πρὶν εἴκοσιν ἐτῶν εἶναι, Περικλεῖ ἐπιτρόπῳ μὲν ὄντι αὐτοῦ, προστάτῃ δὲ τῆς πόλεως, τοιάδε διαλεχθῆναι περὶ νόμων· [1.2.41] Εἰπέ μοι, φάναι, ὦ Περίκλεις, ἔχοις ἄν με διδάξαι τί ἐστι νόμος; Πάντως δήπου, φάναι τὸν Περικλέα. Δίδαξον δὴ πρὸς τῶν θεῶν, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην· ὡς ἐγὼ ἀκούων τινῶν ἐπαινουμένων, ὅτι νόμιμοι ἄνδρες εἰσίν, οἶμαι μὴ ἂν δικαίως τούτου τυχεῖν τοῦ ἐπαίνου τὸν μὴ εἰδότα τί ἐστι νόμος. [1.2.42] Ἀλλ᾽ οὐδέν τι χαλεποῦ πράγματος ἐπιθυμεῖς, ὦ Ἀλκιβιάδη, φάναι τὸν Περικλέα, βουλόμενος γνῶναι τί ἐστι νόμος· πάντες γὰρ οὗτοι νόμοι εἰσίν, οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν καὶ δοκιμάσαν ἔγραψε, φράζον ἅ τε δεῖ ποιεῖν καὶ ἃ μή. Πότερον δὲ τἀγαθὰ νομίσαν δεῖν ποιεῖν ἢ τὰ κακά; [1.2.43] Τἀγαθὰ νὴ Δία, φάναι, ὦ μειράκιον, τὰ δὲ κακὰ οὔ. Ἐὰν δὲ μὴ τὸ πλῆθος, ἀλλ᾽, ὥσπερ ὅπου ὀλιγαρχία ἐστίν, ὀλίγοι συνελθόντες γράψωσιν ὅ τι χρὴ ποιεῖν, ταῦτα τί ἐστι; Πάντα, φάναι, ὅσα ἂν τὸ κρατοῦν τῆς πόλεως βουλευσάμενον, ἃ χρὴ ποιεῖν, γράψῃ, νόμος καλεῖται. Κἂν τύραννος οὖν κρατῶν τῆς πόλεως γράψῃ τοῖς πολίταις ἃ χρὴ ποιεῖν, καὶ ταῦτα νόμος ἐστί; Καὶ ὅσα τύραννος ἄρχων, φάναι, γράφει, καὶ ταῦτα νόμος καλεῖται. [1.2.44] Βία δέ, φάναι, καὶ ἀνομία τί ἐστιν, ὦ Περίκλεις; ἆρ᾽ οὐχ ὅταν ὁ κρείττων τὸν ἥττω μὴ πείσας, ἀλλὰ βιασάμενος, ἀναγκάσῃ ποιεῖν ὅ τι ἂν αὐτῷ δοκῇ; Ἔμοιγε δοκεῖ, φάναι τὸν Περικλέα. Καὶ ὅσα ἄρα τύραννος μὴ πείσας τοὺς πολίτας ἀναγκάζει ποιεῖν γράφων, ἀνομία ἐστί; Δοκεῖ μοι, φάναι τὸν Περικλέα· ἀνατίθεμαι γὰρ τὸ ὅσα τύραννος μὴ πείσας γράφει νόμον εἶναι. [1.2.45] Ὅσα δὲ οἱ ὀλίγοι τοὺς πολλοὺς μὴ πείσαντες, ἀλλὰ κρατοῦντες γράφουσι, πότερον βίαν φῶμεν ἢ μὴ φῶμεν εἶναι; Πάντα μοι δοκεῖ, φάναι τὸν Περικλέα, ὅσα τις μὴ πείσας ἀναγκάζει τινὰ ποιεῖν, εἴτε γράφων εἴτε μή, βία μᾶλλον ἢ νόμος εἶναι. Καὶ ὅσα ἄρα τὸ πᾶν πλῆθος κρατοῦν τῶν τὰ χρήματα ἐχόντων γράφει μὴ πεῖσαν, βία μᾶλλον ἢ νόμος ἂν εἴη; [1.2.46] Μάλα τοι, φάναι τὸν Περικλέα, ὦ Ἀλκιβιάδη, καὶ ἡμεῖς τηλικοῦτοι ὄντες δεινοὶ τὰ τοιαῦτα ἦμεν· τοιαῦτα γὰρ καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα οἷάπερ καὶ σὺ νῦν ἐμοὶ δοκεῖς μελετᾶν. τὸν δὲ Ἀλκιβιάδην φάναι· Εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην ὅτε δεινότατος ἑαυτοῦ ἦσθα.
***
[40] Λέγεται ότι ο Αλκιβιάδης, προτού να γίνει είκοσι χρονών, με τον Περικλή, που ήταν επίτροπος του1 και άρχοντας της πόλης, κάτι τέτοια συζήτησε για τους νόμους. [41] «Πες μου», λέγεται ότι είπε ο Αλκιβιάδης, «Περικλή, μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι νόμος;» «Βεβαιότατα», είπε ο Περικλής. «Εξήγησέ μου λοιπόν, για τ᾽ όνομα των θεών», είπε ο Αλκιβιάδης, «επειδή εγώ, ακούγοντας να επαινούνται μερικοί ότι είναι άνθρωποι νομιμόφρονες, νομίζω ότι δεν πρέπει δίκαια να πάρει τέτοιον έπαινον εκείνος που δεν ξέρει τι είναι νόμος.» [42] «Αλλά καθόλου δύσκολο πράμα δεν επιθυμείς, Αλκιβιάδη, με το να θες να μάθεις τι είναι νόμος. Γιατί νόμοι είναι όλα αυτά που οι πολλοί, αφού συγκεντρώθηκαν και τα επιδοκίμασαν, τα νομοθετήσανε ορίζοντας τι πρέπει να κάνει κανένας και τι δεν πρέπει.» «Ποιο απ᾽ τα δύο; Επειδή δηλαδή ενόμισαν ότι πρέπει να κάνει κανείς τα καλά ή τα κακά;» [43] «Τα καλά μα την αλήθεια, παιδαρέλι», είπε ο Περικλής, «κι όχι τα κακά.» «Αν όμως όχι οι πολλοί, αλλά καθώς όπου υπάρχει ολιγαρχία λίγοι συγκεντρωθούν και νομοθετήσουν τι πρέπει να κάνει κανείς, αυτά τι είναι;» «Όλα», είπε ο Περικλής, «όσα αυτοί που κατέχουν την εξουσία, αφού σκεφτούν τι πρέπει να κάνει κανείς, τα νομοθετήσουν, ονομάζονται νόμοι».
- Κι αν ένας τύραννος, λοιπόν, που κυριαρχεί στην πόλη νομοθετεί, κι αυτά είναι νόμοι;
- Κι όσα ένας τύραννος κυβερνήτης, είπε ο Περικλής, νομοθετεί, κι αυτά είναι νόμοι.
[44] -Κι η βία κι η ανομία, είπε ο Αλκιβιάδης, τι είναι, Περικλή; Άραγε δεν είναι, όταν ο δυνατότερος τον πιο αδύνατο όχι με την πειθώ αλλά με τη βία τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αρέσει σ᾽ αυτόν; - Εγώ τουλάχιστο έτσι νομίζω, είπε ο Περικλής.
- Κι όσα λοιπόν ένας τύραννος, χωρίς να πείσει τους πολίτες, νομοθετώντας τους αναγκάζει να τα κάνουν δεν είναι ανομία; - Έτσι νομίζω, είπε ο Περικλής. Γιατί παίρνω πίσω το λόγο μου, ότι είναι νόμοι όσα ένας τύραννος χωρίς να πείσει νομοθετεί. [45] - Κι όσα οι λίγοι, όχι γιατί έπεισαν τους πολλούς αλλά γιατί κυριαρχούν απάνω τους, νομοθετούν τι απ᾽ τα δυο, θα πούμε ότι είναι τούτα βία, ή θα πούμε ότι δεν είναι;
- Όλα νομίζω εγώ, είπε ο Περικλής, όσα κανείς αναγκάζει κάποιον να κάνει χωρίς να τον πείσει, είτε νομοθετώντας είτε όχι, αυτά είναι βία μάλλον παρά νόμοι. - Κι όσα λοιπόν ολόκληρος ο λαός, όταν εξουσιάζει τους πλούσιους, νομοθετεί χωρίς να τους πείσει, δε θα ήταν μάλλον βία παρά νόμος; [46] - Πάρα πολύ, είπε ο Περικλής, Αλκιβιάδη, κι εμείς όταν ήμασταν στην ηλικία σου, ήμασταν δεινοί σε τέτοιες συζητήσεις. Γιατί πράματα τέτοια και εξετάζαμε και σοφιζόμαστε, που ακριβώς κι εσύ τώρα μου φαίνεσαι ότι εξετάζεις. Κι ο Αλκιβιάδης είπε: Μακάρι, Περικλή, να σε συναστρεφόμουνα τότε, όταν είχες την πιο μεγάλη σου δεινότητα.
----------------
Ο Ξενοφών προσπαθεί να δείξει ότι από τα δύο πράγματα που θα μπορούσαν να μάθουν κοντά στον Σωκράτη, τη "σωφροσύνη" και την "ικανότητα να μιλούν και να πράττουν", αυτοί επεδίωξαν μόνο το δεύτερο, ενώ η σωφροσύνη τους ήταν μόνο προσωρινή. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Αλκιβιάδης παρουσιάζεται ως δεινός στη διαλεκτική (δηλ. την τέχνη του διαλέγεσθαι). Συζητεί με τον συγγενή του Περικλή το ερώτημα τι είναι ο νόμος, και καταφέρνει με ευκολία να οδηγήσει ακόμη και αυτόν τον μεγάλο άνδρα σε δύσκολη θέση (ἀπορία).
Ἀπομνημονεύματα 1, 2, 40-46
[1.2.40] λέγεται γὰρ Ἀλκιβιάδην, πρὶν εἴκοσιν ἐτῶν εἶναι, Περικλεῖ ἐπιτρόπῳ μὲν ὄντι αὐτοῦ, προστάτῃ δὲ τῆς πόλεως, τοιάδε διαλεχθῆναι περὶ νόμων· [1.2.41] Εἰπέ μοι, φάναι, ὦ Περίκλεις, ἔχοις ἄν με διδάξαι τί ἐστι νόμος; Πάντως δήπου, φάναι τὸν Περικλέα. Δίδαξον δὴ πρὸς τῶν θεῶν, φάναι τὸν Ἀλκιβιάδην· ὡς ἐγὼ ἀκούων τινῶν ἐπαινουμένων, ὅτι νόμιμοι ἄνδρες εἰσίν, οἶμαι μὴ ἂν δικαίως τούτου τυχεῖν τοῦ ἐπαίνου τὸν μὴ εἰδότα τί ἐστι νόμος. [1.2.42] Ἀλλ᾽ οὐδέν τι χαλεποῦ πράγματος ἐπιθυμεῖς, ὦ Ἀλκιβιάδη, φάναι τὸν Περικλέα, βουλόμενος γνῶναι τί ἐστι νόμος· πάντες γὰρ οὗτοι νόμοι εἰσίν, οὓς τὸ πλῆθος συνελθὸν καὶ δοκιμάσαν ἔγραψε, φράζον ἅ τε δεῖ ποιεῖν καὶ ἃ μή. Πότερον δὲ τἀγαθὰ νομίσαν δεῖν ποιεῖν ἢ τὰ κακά; [1.2.43] Τἀγαθὰ νὴ Δία, φάναι, ὦ μειράκιον, τὰ δὲ κακὰ οὔ. Ἐὰν δὲ μὴ τὸ πλῆθος, ἀλλ᾽, ὥσπερ ὅπου ὀλιγαρχία ἐστίν, ὀλίγοι συνελθόντες γράψωσιν ὅ τι χρὴ ποιεῖν, ταῦτα τί ἐστι; Πάντα, φάναι, ὅσα ἂν τὸ κρατοῦν τῆς πόλεως βουλευσάμενον, ἃ χρὴ ποιεῖν, γράψῃ, νόμος καλεῖται. Κἂν τύραννος οὖν κρατῶν τῆς πόλεως γράψῃ τοῖς πολίταις ἃ χρὴ ποιεῖν, καὶ ταῦτα νόμος ἐστί; Καὶ ὅσα τύραννος ἄρχων, φάναι, γράφει, καὶ ταῦτα νόμος καλεῖται. [1.2.44] Βία δέ, φάναι, καὶ ἀνομία τί ἐστιν, ὦ Περίκλεις; ἆρ᾽ οὐχ ὅταν ὁ κρείττων τὸν ἥττω μὴ πείσας, ἀλλὰ βιασάμενος, ἀναγκάσῃ ποιεῖν ὅ τι ἂν αὐτῷ δοκῇ; Ἔμοιγε δοκεῖ, φάναι τὸν Περικλέα. Καὶ ὅσα ἄρα τύραννος μὴ πείσας τοὺς πολίτας ἀναγκάζει ποιεῖν γράφων, ἀνομία ἐστί; Δοκεῖ μοι, φάναι τὸν Περικλέα· ἀνατίθεμαι γὰρ τὸ ὅσα τύραννος μὴ πείσας γράφει νόμον εἶναι. [1.2.45] Ὅσα δὲ οἱ ὀλίγοι τοὺς πολλοὺς μὴ πείσαντες, ἀλλὰ κρατοῦντες γράφουσι, πότερον βίαν φῶμεν ἢ μὴ φῶμεν εἶναι; Πάντα μοι δοκεῖ, φάναι τὸν Περικλέα, ὅσα τις μὴ πείσας ἀναγκάζει τινὰ ποιεῖν, εἴτε γράφων εἴτε μή, βία μᾶλλον ἢ νόμος εἶναι. Καὶ ὅσα ἄρα τὸ πᾶν πλῆθος κρατοῦν τῶν τὰ χρήματα ἐχόντων γράφει μὴ πεῖσαν, βία μᾶλλον ἢ νόμος ἂν εἴη; [1.2.46] Μάλα τοι, φάναι τὸν Περικλέα, ὦ Ἀλκιβιάδη, καὶ ἡμεῖς τηλικοῦτοι ὄντες δεινοὶ τὰ τοιαῦτα ἦμεν· τοιαῦτα γὰρ καὶ ἐμελετῶμεν καὶ ἐσοφιζόμεθα οἷάπερ καὶ σὺ νῦν ἐμοὶ δοκεῖς μελετᾶν. τὸν δὲ Ἀλκιβιάδην φάναι· Εἴθε σοι, ὦ Περίκλεις, τότε συνεγενόμην ὅτε δεινότατος ἑαυτοῦ ἦσθα.
***
[40] Λέγεται ότι ο Αλκιβιάδης, προτού να γίνει είκοσι χρονών, με τον Περικλή, που ήταν επίτροπος του1 και άρχοντας της πόλης, κάτι τέτοια συζήτησε για τους νόμους. [41] «Πες μου», λέγεται ότι είπε ο Αλκιβιάδης, «Περικλή, μπορείς να μου εξηγήσεις τι είναι νόμος;» «Βεβαιότατα», είπε ο Περικλής. «Εξήγησέ μου λοιπόν, για τ᾽ όνομα των θεών», είπε ο Αλκιβιάδης, «επειδή εγώ, ακούγοντας να επαινούνται μερικοί ότι είναι άνθρωποι νομιμόφρονες, νομίζω ότι δεν πρέπει δίκαια να πάρει τέτοιον έπαινον εκείνος που δεν ξέρει τι είναι νόμος.» [42] «Αλλά καθόλου δύσκολο πράμα δεν επιθυμείς, Αλκιβιάδη, με το να θες να μάθεις τι είναι νόμος. Γιατί νόμοι είναι όλα αυτά που οι πολλοί, αφού συγκεντρώθηκαν και τα επιδοκίμασαν, τα νομοθετήσανε ορίζοντας τι πρέπει να κάνει κανένας και τι δεν πρέπει.» «Ποιο απ᾽ τα δύο; Επειδή δηλαδή ενόμισαν ότι πρέπει να κάνει κανείς τα καλά ή τα κακά;» [43] «Τα καλά μα την αλήθεια, παιδαρέλι», είπε ο Περικλής, «κι όχι τα κακά.» «Αν όμως όχι οι πολλοί, αλλά καθώς όπου υπάρχει ολιγαρχία λίγοι συγκεντρωθούν και νομοθετήσουν τι πρέπει να κάνει κανείς, αυτά τι είναι;» «Όλα», είπε ο Περικλής, «όσα αυτοί που κατέχουν την εξουσία, αφού σκεφτούν τι πρέπει να κάνει κανείς, τα νομοθετήσουν, ονομάζονται νόμοι».
- Κι αν ένας τύραννος, λοιπόν, που κυριαρχεί στην πόλη νομοθετεί, κι αυτά είναι νόμοι;
- Κι όσα ένας τύραννος κυβερνήτης, είπε ο Περικλής, νομοθετεί, κι αυτά είναι νόμοι.
[44] -Κι η βία κι η ανομία, είπε ο Αλκιβιάδης, τι είναι, Περικλή; Άραγε δεν είναι, όταν ο δυνατότερος τον πιο αδύνατο όχι με την πειθώ αλλά με τη βία τον αναγκάζει να κάνει ό,τι αρέσει σ᾽ αυτόν; - Εγώ τουλάχιστο έτσι νομίζω, είπε ο Περικλής.
- Κι όσα λοιπόν ένας τύραννος, χωρίς να πείσει τους πολίτες, νομοθετώντας τους αναγκάζει να τα κάνουν δεν είναι ανομία; - Έτσι νομίζω, είπε ο Περικλής. Γιατί παίρνω πίσω το λόγο μου, ότι είναι νόμοι όσα ένας τύραννος χωρίς να πείσει νομοθετεί. [45] - Κι όσα οι λίγοι, όχι γιατί έπεισαν τους πολλούς αλλά γιατί κυριαρχούν απάνω τους, νομοθετούν τι απ᾽ τα δυο, θα πούμε ότι είναι τούτα βία, ή θα πούμε ότι δεν είναι;
- Όλα νομίζω εγώ, είπε ο Περικλής, όσα κανείς αναγκάζει κάποιον να κάνει χωρίς να τον πείσει, είτε νομοθετώντας είτε όχι, αυτά είναι βία μάλλον παρά νόμοι. - Κι όσα λοιπόν ολόκληρος ο λαός, όταν εξουσιάζει τους πλούσιους, νομοθετεί χωρίς να τους πείσει, δε θα ήταν μάλλον βία παρά νόμος; [46] - Πάρα πολύ, είπε ο Περικλής, Αλκιβιάδη, κι εμείς όταν ήμασταν στην ηλικία σου, ήμασταν δεινοί σε τέτοιες συζητήσεις. Γιατί πράματα τέτοια και εξετάζαμε και σοφιζόμαστε, που ακριβώς κι εσύ τώρα μου φαίνεσαι ότι εξετάζεις. Κι ο Αλκιβιάδης είπε: Μακάρι, Περικλή, να σε συναστρεφόμουνα τότε, όταν είχες την πιο μεγάλη σου δεινότητα.
----------------
1 Ο πατέρας του Αλκιβιάδη Κλεινίας σκοτώθηκε στη μάχη της Κορώνειας (Βοιωτία) το 446 π.Χ. και, όπως συνέβαινε με τα ανήλικα παιδιά που έμεναν ορφανά από πατέρα, ορίστηκε ἐπίτροπος (κηδεμόνας), εν προκειμένω ο Περικλής. Ο ἐπίτροπος όφειλε να εξασφαλίζει στον προστατευόμενο στέγη, τροφή, ένδυση, εκπαίδευση, να τον αντιπροσωπεύει νομικά και, τέλος, να διαφυλάσσει και να χρησιμοποιεί σωστά την περιουσία του.