Η γραμμή Μαζινό αποτελεί ίσως το πιο σημαντικό και σε κάθε περίπτωση το πιο εξελιγμένο οχυρωματικό έργο όλων των εποχών, πραγματική αποθέωση της οχυρωματικής τέχνης, σε βαθμό που να έχει καταστεί συνώνυμο του όρου «οχύρωση». Αν και το 1918, κατά τη λήξη του Α' Π.Π, η Γαλλία συγκαταλεγόταν ανάμεσα στις χώρες που αποτελούσαν το στρατόπεδο των νικητών, το τίμημα το οποίο είχε καταβάλει για την επίτευξη αυτής της νίκης ήταν εξαιρετικά βαρύ. Ο αριθμός των νεκρών και των τραυματιών στις ένοπλες δυνάμεις της υπερέβαινε τα 6.000.000, το βόρειο τμήμα της χώρας είχε ερημώσει από τις μάχες και ο κρατικός προϋπολογισμός είχε επιβαρυνθεί υπέρμετρα από ένα υπέρογκο πολεμικό χρέος...
Ακόμα το επίπεδο προστασίας των οχυρώσεων ήταν κάπως μειωμένο, με το σκεπτικό ότι ήταν απίθανη η χρήση ιδιαίτερα βαρέος πυροβολικού σε τόσο δύσβατες περιοχές. Το έδαφος κατά μήκος των συνόρων της βορειοανατολικής Γαλλίας ποικίλλει. Είναι από σχετικά επίπεδο μέχρι αρκετά λοφώδες, αλλά γενικά δεν δημιουργεί ιδιαίτερα σοβαρά εμπόδια στη διάβαση των στρατευμάτων. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού και δεδομένου ότι μια εισβολή μπορούσε να γίνει σε οποιοδήποτε σημείο, κατασκευάστηκε μία συνεχής γραμμή οχυρώσεων κατά μήκος των συνόρων αυτών. Πρόκειται για την κατεξοχήν γραμμή "Μαζινό".
Τα οχυρωματικά έργα εκεί αποτελούντο από μία αδιάσπαστη γραμμή αντιαρματικών κωλυμάτων και συρματοπλέγματος, η οποία ενισχυόταν από ισχυρά, αμοιβαίως υποστηριζόμενα οχυρά από οπλισμένο σκυρόδεμα, τα οποία ήταν γνωστά ως ενδιάμεσα ή μεμονωμένα πυροβολεία (casemates d’ intervalles ή casemates de mitrailleuses isolees) και ήταν οπλισμένα με πολυβόλα και αντιαρματικά πυροβόλα. Τα διαστήματα μεταξύ των ενδιάμεσων οχυρών μπορούσαν να ποικίλλουν από λίγες εκατοντάδες μέτρα μέχρι ένα χιλιόμετρο ή και περισσότερο, αναλόγως της μορφολογίας του εδάφους.
Η γραμμή των ενδιάμεσων οχυρών ενισχυόταν σε συγκεκριμένα σημεία από πολύ ισχυρότερα οχυρωματικά έργα, τα λεγόμενα «ouvrages» (o όρος κατά λέξη μεταφράζεται ως «έργα», ορθότερο όμως είναι να αποδοθεί ως «οχυρά»), το μεγαλύτερο τμήμα των οποίων βρισκόταν κάτω από το έδαφος. Αυτά συγκέντρωναν μεταξύ άλλων και το σύνολο των βαρέων όπλων που είχε διατεθεί υπό μορφή μόνιμης εγκατάστασης στη γραμμή "Μαζινό". Τα ενδιάμεσα πυροβολεία βασίζονταν σε μία σειρά τυποποιημένων σχεδίων που τροποποιούντο ανάλογα με τις ειδικότερες ανάγκες. Αποτελούσαν κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα, μήκους 15 - 20 m στη μία τους πλευρά, διέθεταν δε δύο επίπεδα (ισόγειο και υπόγειο).
Καθένα επανδρωνόταν από μία φρουρά 30 (το πολύ) ανδρών με επικεφαλής χαμηλόβαθμο αξιωματικό (συνήθως ανθυπολοχαγό). Τα ενδιάμεσα πυροβολεία διακρίνονταν περαιτέρω σε μονά ή διπλά, ανάλογα με το αν διέθεταν έναν ή δύο θαλάμους βολής με ισάριθμα φατνώματα (embrasures). Οι θάλαμοι αυτοί βρίσκονταν στο επάνω επίπεδο (ουσιαστικά δηλαδή στο ισόγειο) και ήταν προσανατολισμένοι ώστε να βάλλουν όχι με μέτωπο προς τον εχθρό αλλά πλευρικά, κατά μήκος της γραμμής των αντιαρματικών κωλυμάτων. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα, διότι διέπνεε τη σχεδιαστική φιλοσοφία όλων των οχυρωματικών έργων της γραμμής "Μαζινό".
Ο προσανατολισμός των πυροβολείων ώστε να βάλλουν πλευρικά και όχι απευθείας εναντίον του εχθρού εξυπηρετούσε πολλαπλή σκοπιμότητα:
α) Αποφευγόταν η έκθεση, στα εχθρικά πυρά, των ευάλωτων σε σχέση με την υπόλοιπη κατασκευή φατνωμάτων βολής των όπλων, με αποτέλεσμα να ελαχιστοποιούνται οι πιθανότητες επίτευξης άμεσου πλήγματος σε κάποια από αυτά. Η άμεση προσβολή φατνώματος αποτελούσε πάγια επιδίωξη των επιτιθεμένων εναντίον οχυρώσεων, διότι με αυτόν τον τρόπο καθίσταται ευχερέστερη για το βλήμα η διείσδυση στο εσωτερικό της οχύρωσης, ενώ κατά κανόνα τίθεται εκτός μάχης και το όπλο που βάλλει μέσα από αυτό.
β) Η θέση του πυροβολείου μπορούσε να αποκρυβεί πιο αποτελεσματικά. Εξαιτίας της εξάλειψης της ανάγκης διάνοιξης φατνωμάτων στην πλευρά του πυροβολείου που βρισκόταν προς την κατεύθυνση της αναμενόμενης εχθρικής επίθεσης, αυτή μπορούσε να καλυφθεί ή με κάποιον τρόπο να παραλλαχθεί κατάλληλα, ώστε να είναι ελάχιστα ή καθόλου ορατή από κάποια απόσταση. Για τον λόγο αυτό τα πυροβολεία κατασκευάζονταν συνήθως σε πλαγιές λόφων, η δε πλευρά τους η οποία έβλεπε προς τον εχθρό καλυπτόταν με χώμα, ώστε να δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί φυσική συνέχεια της συγκεκριμένης εδαφικής διαμόρφωσης. Στις περιπτώσεις που το ανάγλυφο δεν βοηθούσε, κατασκευάζονταν τεχνητοί λόφοι (τύμβοι) οι οποίοι κάλυπταν την οχυρωματική κατασκευή.
γ) Επέτρεπε στους αμυνόμενους να παρέχουν αποτελεσματικό θεριστικό φράγμα πυρός και να προσβάλλουν τις εχθρικές δυνάμεις (ιδίως τις τεθωρακισμένες) πλευρικά, στο σημείο που αυτές ήταν πιο ευάλωτες. Είναι γνωστό αλλά αξίζει να επαναλάβουμε ότι ένα άρμα μάχης διαθέτει σημαντικά λεπτότερη θωράκιση στο πλευρικό του τμήμα σε σχέση με το εμπρόσθιο.
δ) Παρείχε στις οχυρωματικές κατασκευές μάχης (πυροβολεία) τη δυνατότητα επίτευξης μεγάλων τομέων διασταυρούμενου πυρός και εκπομπής εκτεταμένων και ισχυρών πυρών αλληλοκάλυψης σε περίπτωση εκδήλωσης εχθρικής επίθεσης. Στην περίπτωση των διπλών ενδιάμεσων πυροβολείων τα φατνώματα των θαλάμων πυρός ήταν προσανατολισμένα ώστε να βάλλουν σε διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις, καλύπτοντας έτσι και τις δύο πλευρές της οχύρωσης. Σε περίπτωση που η εδαφική διαμόρφωση δεν επέτρεπε την κατασκευή διπλών ενδιάμεσων πυροβολείων, συχνά κατασκευάζονταν δύο μονά πυροβολεία τα οποία έβαλλαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Αυτά σε ορισμένες περιπτώσεις επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω υπόγειας στοάς.
Τα μεμονωμένα πυροβολεία της γραμμής "Μαζινό" ανέρχονταν σε 400 περίπου. Τα ενδιάμεσα πυροβολεία ενισχύονταν από τα οχυρά (ouvrages), τα οποία αποτελούσαν συγκροτήματα οχυρωματικών κατασκευών και ποίκιλλαν σημαντικά σε μέγεθος και ισχύ πυρός, από απλώς μεγάλου μεγέθους ενδιάμεσα πυροβολεία μέχρι περίπλοκα και πολυδαίδαλα συμπλέγματα επιφανειακών οχυρώσεων και υπόγειων εγκαταστάσεων με πολυάριθμες φρουρές που σε ορισμένες περιπτώσεις υπερέβαιναν τους 1.000 άνδρες. Τα οχυρά μπορούσαν να καταταγούν σε διάφορες κατηγορίες, η σημαντικότερη όμως διάκριση ήταν εκείνη μεταξύ των μεγάλων οχυρών (gros ouvrages) και των μικρών οχυρών (petits ouvrages).
Όπως οι παραπάνω όροι αφήνουν να εννοηθεί, η διαφορά μεταξύ των δύο κατηγοριών συνίστατο στο μέγεθος. Τα μικρά οχυρά ήταν μικρότερων διαστάσεων και επανδρώνονταν από πιο ολιγάριθμη φρουρά σε σχέση με τα μεγάλα. Μια επιπλέον σημαντική διαφορά (ίσως η σημαντικότερη) εστιαζόταν στο ότι τα μικρά οχυρά διέθεταν αποκλειστικά όπλα πεζικού (πολυβόλα, ελαφρούς όλμους και πυροβόλα μικρού διαμετρήματος), ενώ τα μεγάλα οχυρά διέθεταν επιπλέον όπλα πυροβολικού (πυροβόλα ευθυτενούς τροχιάς, οβιδοβόλα, βαρείς όλμους), για την ακρίβεια όλα τα όπλα πυροβολικού που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στη γραμμή "Μαζινό".
Υπήρχαν 31 μεγάλα και 22 μικρά οχυρά στη βορειοανατολική Γαλλία. Ένα τυπικό μικρό οχυρό, το οποίο στη Γαλλική στρατιωτική ορολογία αποκαλείτο και οχυρό πεζικού (ouvrage d’ infanterie), αποτελείτο κατά κανόνα από τρεις οχυρωματικές κατασκευές: δύο πυροβολεία πεζικού με στέγαστρο (blocs d’infanterie sous casemate), δηλαδή τα κλασικά πυροβολεία, και ένα πυροβολείο πεζικού με πυργίσκο (blocs d’infanterie sous tourelle). Τα πρώτα ήταν δύο επιπέδων και διέθεταν από έναν θάλαμο βολής με δύο θωρακισμένα φατνώματα, θυμίζοντας έντονα τα μονά ενδιάμεσα πυροβολεία.
Ακόμη και ο οπλισμός τους ήταν πανομοιότυπος και απαρτιζόταν από ένα δίδυμο πολυβόλο MAC 131 των 7,5 mm για το ένα φάτνωμα και από έναν συνδυασμό ενός επιπλέον πολυβόλου του ιδίου τύπου και ενός αντιαρματικού πυροβόλου των 37 ή των 47 mm για το δεύτερο φάτνωμα. Όσον αφορά τα πυροβολεία με πυργίσκο, αυτά αποτελούντο από μία ενιαία οχυρωματική κατασκευή από οπλισμένο σκυρόδεμα, ίδιου περίπου μεγέθους με ένα κλασικό πυροβολείο στεγάστρου αλλά πλήρως καλυμμένη από το έδαφος. Τα μόνα που εξείχαν ήταν ένα τμήμα του θωρακισμένου χαλύβδινου θόλου που προστάτευε τον πυργίσκο και η οροφή του ίδιου του πυργίσκου.
Ο πυργίσκος είχε διάμετρο περί τα 2 m, ήταν και αυτός κατασκευασμένος από χάλυβα (με χύτευση) και τόσο η οροφή όσο και τα τοιχώματά του είχαν πάχος 30 cm. Διέθετε δύο θυρίδες βολής, από τις οποίες η μία προοριζόταν για το κλασικό δίδυμο πολυβόλο MAC 131 των 7,5 mm και η άλλη είτε για ένα όπλο του ιδίου τύπου είτε για ένα «μικτό όπλο» (arme mixte), όπως ονομαζόταν, δηλαδή για έναν συνδυασμό ενός διδύμου πολυβόλου των 7,5 mm και ενός ελαφρού αντιαρματικού πυροβόλου Hotchkiss των 25 mm, οπότε γινόταν λόγος για πύργο μικτών όπλων (tourelle d’ armes mixtes). Ο πύργος είχε δυνατότητα πλήρους περιστροφής και μπορούσε να εκτελέσει βολή προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.
Προκειμένου να εκτελεσθεί βολή ανυψωνόταν από τη θέση απόκρυψης μέσω ενός συστήματος μοχλού και αντίβαρου που βρισκόταν στη βάση της οχυρωματικής κατασκευής. Μετά την εκτέλεση της βολής βυθιζόταν και πάλι, ώστε να μην εκτίθεται στα εχθρικά πυρά και να προστατεύεται από την οροφή του πυροβολείου, της οποίας το πάχος συνήθως ανερχόταν σε 2,5 m και μπορούσε να φθάσει στα 3,5 m στην περίπτωση των πυροβολείων των μεγάλων οχυρών.
Οι τρεις επιμέρους οχυρωματικές κατασκευές των μικρών οχυρών είχαν κατά κανόνα τριγωνική διάταξη, με τα πυροβολεία στεγάστρου να βάλλουν προς διαμετρικά αντίθετες κατευθύνσεις, κατά μήκος της αμυντικής γραμμής, και τον πυργίσκο να καταλαμβάνει την κεντρική θέση και να παρέχει κάλυψη πυρός προς κάθε κατεύθυνση, λόγω της δυνατότητας πλήρους περιστροφής που διέθετε. Τα πυροβολεία απείχαν περί τα 20 ως 30 m το ένα από το άλλο, ενίοτε και περισσότερο, και επικοινωνούσαν μεταξύ τους μέσω υπόγειων σηράγγων, η είσοδος στις οποίες πραγματοποιείτο μέσω κλιμακοστασίων που ξεκινούσαν από κάθε πυροβολείο.
Στο επίπεδο των σηράγγων αυτών βρίσκονταν και οι κοιτώνες στρατωνισμού, οι αποθήκες πυρομαχικών, οι κουζίνες, οι μονάδες παραγωγής (ηλεκτρικής) ισχύος και όλες οι εγκαταστάσεις που καθιστούσαν το οχυρό αυτάρκες και του επέτρεπαν να μάχεται και να λειτουργεί απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο για περισσότερο από έναν μήνα. Προκειμένου να εξασφαλισθεί το απρόσβλητο των υπόγειων εγκαταστάσεων από τις μάχες οι οποίες διεξάγονταν στην επιφάνεια, αλλά και στοιχειώδεις συνθήκες ηρεμίας των στρατιωτών που αναπαύονταν, αυτές βρίσκονταν σε βάθος 20 ως 30 m κάτω από την επιφάνεια του εδάφους.
Σε περίπτωση κατά την οποία η εδαφική διαμόρφωση ή λόγοι οικονομίας δεν επέτρεπαν την κατασκευή χωριστών πυροβολείων, κατασκευάζονταν τα λεγόμενα ενιαία ή μονολιθικά (monobloc) μικρά οχυρά. Τα μεγάλα οχυρά (gros ouvrages) ή οχυρά πυροβολικού (ouvrages d’ artillerie) ήταν τα μεγαλύτερα και εντυπωσιακότερα οχυρωματικά συγκροτήματα της γραμμής "Μαζινό". Φιλοξενούσαν το σύνολο σχεδόν του πυροβολικού που βρισκόταν μόνιμα εγκατεστημένο στη γραμμή. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το μέγεθος της φρουράς η οποία τα επάνδρωνε ήταν μεταξύ 500 και 1.000 ανδρών, στα μεγαλύτερα όμως από αυτά μπορούσε να υπερβαίνει και τους 1.000 άνδρες.
Κάθε μεγάλο οχυρό αποτελείτο από την περιοχή μάχης, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένα τα πυροβολεία, και από μία περιοχή υποστήριξης, η οποία βρισκόταν σε απόσταση 500 - 1.000 m από την περιοχή μάχης προς το Γαλλικό έδαφος και ήταν εξ ολοκλήρου υπόγεια, με μοναδική εξαίρεση τις οχυρωμένες εισόδους. Οι δύο αυτές περιοχές επικοινωνούσαν μεταξύ τους με υπόγεια σήραγγα. Τα περισσότερα μεγάλα οχυρά διέθεταν κατ’ αρχήν έναν αριθμό οχυρωματικών κατασκευών μάχης εφοδιασμένων με όπλα πεζικού, όμοιων με εκείνες των μικρών οχυρών, δηλαδή τόσο κλασικά πυροβολεία όσο και πυροβολεία με πυργίσκους.
Οι οχυρωματικές κατασκευές που φιλοξενούσαν όπλα του πυροβολικού διακρίνονταν και αυτές σε κλασικά πυροβολεία με στέγαστρο (blocs casemates d’ artillerie) και σε πυροβολεία με πυργίσκο (blocs tourelles). Και οι δύο τύποι ήταν κατασκευές δύο επιπέδων, με τη διαφορά ότι στην περίπτωση των πυροβολείων με πυργίσκο τα δύο επίπεδα βρίσκονταν κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, ενώ στα κλασικά πυροβολεία μόνο το κατώτερο από αυτά. Τα κλασικά πυροβολεία διέθεταν έναν θάλαμο βολής στο άνω (ισόγειο) επίπεδο με δύο ή τρία φατνώματα πυρός για ισάριθμα πυροβόλα των 75 mm (συνήθως) ή των 135 mm (σπανιότερα).
Κατά την πάγια κατασκευαστική ιδιομορφία των οχυρώσεων της γραμμής "Μαζινό", ήταν προσανατολισμένα να βάλλουν κατά μήκος της κύριας γραμμής άμυνας και όχι απευθείας εναντίον του εχθρού. Τα πυροβολεία με πυργίσκο φιλοξενούσαν την πλειοψηφία των βαρέων πυροβόλων της γραμμής "Μαζινό". Καθένα διέθετε έναν και μοναδικό πυργίσκο των δύο πυροβόλων. Οι πυργίσκοι του πυροβολικού θύμιζαν έντονα εκείνους του πεζικού, μόνο που ήταν μεγαλύτεροι, έχοντας διάμετρο 3,6 m.
Ήταν και αυτοί βυθιζόμενοι (tourelles a eclipse) και ανυψώνονταν μόνον όταν επρόκειτο να εκτελέσουν βολή με τα πυροβόλα τους, μέσω καταβίβασης του ανάλογου αντιβάρου (που ζύγιζε 18 t στην περίπτωση του πυργίσκου των 75 mm). Οι πυργίσκοι ήταν κατασκευασμένοι από χάλυβα με χύτευση και η οροφή και τα τοιχώματά τους είχαν πάχος 30 - 35 cm. Κάτω από τον θόλο του πύργου και στον περιστρεφόμενο κορμό του βρίσκονταν δύο ανυψωτήρες πυρομαχικών, ένας για κάθε όπλο. Αυτοί εφοδιάζονταν από μία αποθήκη πυρομαχικών τύπου Μ3 που βρισκόταν στο κατώτερο επίπεδο του πυροβολείου.
Για έναν πύργο με πυροβόλα των 75 mm η χωρητικότητα της αποθήκης αυτής ανερχόταν σε 1.200 βλήματα περίπου. Οι ανάγκες παρατήρησης και εγγύς άμυνας των πυροβολείων καλύπτονταν από χαλύβδινους κλωβούς που έμοιαζαν με μικρά φυλάκια και τους οποίους οι Γάλλοι ονόμαζαν «cloches», δηλαδή «κώδωνες», λόγω ακριβώς του σχήματός τους. Οι κώδωνες αυτοί, οι οποίοι είχαν διάμετρο 1,5 ως 2 m, ήταν εγκατεστημένοι στα άκρα της τσιμεντένιας οροφής όλων ανεξαιρέτως των οχυρωματικών κατασκευών και προεξείχαν περίπου 1 m από αυτήν, συχνά δε αποτελούσαν το μόνο ορατό σημείο που θα μπορούσε να προδώσει την παρουσία κάποιας μορφής οχυρωματικού έργου.
Υπήρχαν τρεις βασικές κατηγορίες: οι κώδωνες GFM (Guetteur et Fusil Mitrailleur), με περισκόπιο παρατήρησης και οπλοπολυβόλο FM 24/29 των 7,5 mm, οι κώδωνες JM, με το δίδυμο πολυβόλο MAC 131 των 7,5 mm ή μικτό όπλο 25mm / 7,5 mm, και οι κώδωνες αμιγούς παρατήρησης με τα ανάλογα περισκόπια. Αξίζει να σημειώσουμε ότι ένας (μικρός) αριθμός μεμονωμένων πυροβολείων διέθετε μόνον κώδωνες για παροχή πυρός υποστήριξης. Εκτός των ρόλων που αναφέραμε παραπάνω οι κώδωνες επιτελούσαν σημαντική λειτουργία και στο σύστημα εξαερισμού των οχυρών, αποτελώντας τις θυρίδες διαφυγής του χρησιμοποιημένου αέρα.
Επειδή ο τελευταίος βρισκόταν υπό πίεση (προς αποτροπή του ενδεχομένου προσβολής του οχυρού με τοξικά αέρια), η εκτόνωσή του στην ατμόσφαιρα γινόταν με θορυβώδη τρόπο, γεγονός που σε συνδυασμό με τις περιορισμένες διαστάσεις του χώρου καθιστούσε ιδιαίτερα δυσάρεστη την παραμονή στους κώδωνες. Το μεγαλύτερο, όμως, μειονέκτημα των κατασκευών αυτών ήταν η σχετική τρωτότητά τους σε άμεσες βολές με διατρητικά βλήματα υψηλής αρχικής ταχύτητας. Οι Γερμανοί κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν αρκετούς από τους κώδωνες χρησιμοποιώντας τα εξαιρετικά αντιαρματικά πυροβόλα τους.
Η σειρά των οχυρωμένων υπέργειων κατασκευών των μεγάλων οχυρών συμπληρωνόταν με τα οχυρωμένα παρατηρητήρια (blocs observatoires) και με τις οχυρωμένες εισόδους (blocs d’ entrée). Τα πρώτα κατασκευάζονταν συνήθως σε δεσπόζουσα τοποθεσία της περιοχής μάχης που παρείχε καλή ορατότητα και διέθεταν όπλα πεζικού για την άμυνά τους. Όσον αφορά τις εισόδους, τα περισσότερα μεγάλα οχυρά διέθεταν δύο από αυτές, εγκατεστημένες κοντά στην περιοχή υποστήριξης και ελαφρώς πίσω από αυτή. Η μία από τις οχυρωμένες εισόδους προοριζόταν για το προσωπικό (entrée des homes) και η άλλη για τα πυρομαχικά και τα λοιπά εφόδια (entrée des munitions).
Ορισμένα μικρότερου μεγέθους μεγάλα οχυρά διέθεταν μία ενιαία ή μικτή είσοδο (entree mixte), η οποία εξυπηρετούσε και τους δύο σκοπούς. Οι είσοδοι διέθεταν τον ίδιο βαθμό οχύρωσης με τις υπόλοιπες κατασκευές και το ίδιο επίπεδο οπλισμού με ένα τυπικό πυροβολείο πεζικού. Η είσοδος για το προσωπικό παρείχε άμεση πρόσβαση στις (υπόγειες) εγκαταστάσεις παροχής ισχύος και στους θαλάμους στρατωνισμού, ενώ η είσοδος για τα εφόδια οδηγούσε απευθείας στην κυρίως υπόγεια σήραγγα του οχυρού και στην αποθήκη πυρομαχικών Μ1 (magasin M1), η οποία αποτελούσε την κύρια αποθήκη πυρομαχικών ενός μεγάλου οχυρού.
Η M1 ήταν πολύ μεγάλης χωρητικότητας. To μέγεθός της εξαρτάτο από τον αριθμό των όπλων (και κυρίως των πυροβόλων) που έφερε το οχυρό. Για παράδειγμα, για κάθε πυροβόλο των 75 mm βρίσκονταν εκεί αποθηκευμένα περί τα 3.000 βλήματα. Ορισμένα μεγάλα οχυρά μικρότερου μεγέθους, όπως άλλωστε και όλα ανεξαιρέτως τα μικρά οχυρά, δεν διέθεταν αποθήκη πυρομαχικών Μ1, παρά μόνο Μ2 και Μ3. Για τη μεταφορά των πυρομαχικών και των άλλων βαρέων υλικών εντός του οχυρού χρησιμοποιούντο μικροί ηλεκτροκίνητοι συρμοί που λάμβαναν ρεύμα από καλώδια στην οροφή των σηράγγων και κινούντο σε σιδηροτροχιές εύρους 0,6 m οι οποίες ήταν προσαρμοσμένες στο δάπεδό τους.
Σε περίπτωση που τα πυροβολεία βρίσκονταν κοντά στην περιοχή υποστήριξης, η μεταφορά των πυρομαχικών γινόταν με χειροκίνητα βαγονέτα. Στο επίπεδο των υπόγειων στοών βρίσκονταν και τα κέντρα διοίκησης των οχυρών (postes de commandement). Αυτά διακρίνονταν στα κέντρα διοίκησης των πυροβολείων, τα οποία βρίσκονταν στη βάση των τελευταίων, και στα κέντρα διοίκησης του οχυρού, που βρίσκονταν συνήθως εγκατεστημένα κάτω από τα οχυρωμένα παρατηρητήρια. Το κέντρο διοίκησης ενός οχυρού αποτελούσε το πιο νευραλγικό τμήμα του.
Συντόνιζε τη δράση των πυροβολείων, λάμβανε πληροφορίες από τις διάφορες θέσεις παρατήρησης σχετικά με τη σύνθεση και τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων, μεταβίβαζε πληροφορίες σχετικά με τους στόχους που έπρεπε να προσβληθούν κατά προτεραιότητα στα πυροβολεία τα οποία έκρινε ως τα πλέον κατάλληλα να τους εμπλέξουν. Για να είναι μάλιστα πιο άμεση η μετάδοση των πληροφοριών και πιο αποτελεσματική η εκπομπή του πυρός αποκαθιστούσε άμεση (τηλεφωνική) επαφή μεταξύ των παρατηρητών και των επιλεγέντων πυροβολείων, ενώ ταυτόχρονα επέβλεπε την εκτέλεση της διαδικασίας προσβολής των στόχων.
Δεν θα ήταν υπερβολή αν λέγαμε ότι η άψογη συνεργασία μεταξύ των παρατηρητηρίων, των κέντρων διοίκησης και των επιμέρους πυροβολείων συνιστούσε τον "ακρογωνιαίο λίθο" της αποτελεσματικότητας των οχυρών της γραμμής "Μαζινό". Εκτός από την κεντρική αποθήκη πυρομαχικών, στην περιοχή υποστήριξης βρίσκονταν και οι υπόλοιποι βοηθητικοί χώροι των μεγάλων οχυρών, στους οποίους περιλαμβάνονταν οι θάλαμοι στρατωνισμού, οι κουζίνες, τα λουτρά και οι τουαλέτες, το μικρό νοσοκομείο με το αναρρωτήριο, οι αποθήκες και όλες γενικά οι εγκαταστάσεις που ήταν απαραίτητες για την υποστήριξη της λειτουργίας του οχυρού.
Η αίθουσα η οποία περιείχε τον κύριο εξοπλισμό καθαρισμού (φιλτραρίσματος) του αέρα (salle des filtres) βρισκόταν επάνω είσοδο του προσωπικού, η οποία αποτελούσε και την κύρια εισαγωγή ατμοσφαιρικού αέρα για το οχυρό. Μικρότερες εισαγωγές βρίσκονταν επάνω στις οχυρωματικές κατασκευές. Κατά κανόνα υπήρχαν τέσσερις συστοιχίες καθαρισμού, καθεμία από τις οποίες περιελάμβανε έξι φίλτρα και έναν ανεμιστήρα υψηλής παροχής, κάθε πυροβολείο όμως διέθετε και δικό του ανεξάρτητο σύστημα καθαρισμού, ώστε να διατηρεί την αυτονομία του σε περίπτωση απομόνωσής του.
Αν και τα οχυρά λάμβαναν την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζονταν απευθείας από το Γαλλικό εθνικό δίκτυο μέσω υπόγειων καλωδίων, η περιοχή υποστήριξης φιλοξενούσε και μία μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (usine) με ένα συγκρότημα πετρελαιοκινητήρων, που μπορούσαν να υπερκαλύψουν τις ενεργειακές ανάγκες του οχυρού και ετίθεντο σε λειτουργία σε περιπτώσεις ανάγκης. Ιδιαίτερη σημασία είχε δοθεί στον εξοπλισμό των οχυρών με όπλα κατάλληλα για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν και επαρκή σε αριθμό.
Τα όπλα της γραμμής "Μαζινό" ήταν αποκλειστικά όπλα οχυρώσεων, δηλαδή είχαν σχεδιασθεί ειδικά για χρήση από οχυρωμένες θέσεις και δεν μπορούσαν να αφαιρεθούν και να χρησιμοποιηθούν με άλλον τρόπο. Διακρίνονταν σε όπλα πεζικού και σε όπλα πυροβολικού. Τα όπλα πεζικού προορίζονταν κυρίως για την προσβολή ακάλυπτων πεζών τμημάτων του εχθρού και άλλων «μαλακών» στόχων. Ωστόσο η ταχεία ανάπτυξη των αρμάτων μάχης κατά τη δεκαετία του 1930 υπαγόρευσε την εξέλιξη και την τοποθέτηση και αντιαρματικών πυροβόλων για την αντιμετώπισή τους. Τα κυριότερα όπλα πεζικού ήταν τα εξής:
- Δίδυμο πολυβόλο (Jumelage de Mitrailleuse ή JM) MAC 131 των 7,5 mm. Ηταν το πλέον πολυάριθμο όπλο της γραμμής "Μαζινό". Επρόκειτο ουσιαστικά για δύο πολυβόλα Chatellerault υποδ. 1931 τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο σε κοινό έστορα (βάση στήριξης). Το MAC 131 αποτελούσε παραλλαγή του οπλοπολυβόλου Chatellerault υποδ. 1924/29 ειδικά σχεδιασμένη για τοποθέτηση εντός οχυρώσεων (και σε μεταγενέστερη φάση εντός αρμάτων μάχης ως δευτερεύων οπλισμός). Τα όπλα αυτά είχαν (θεωρητική) ταχυβολία της τάξης των 500 βολίδων ανά λεπτό και λειτουργούσαν με το σύστημα της εκτροπής των αερίων (gas) και ανύψωση του κλείστρου (bolt tilting), θυμίζοντας έντονα στο σημείο αυτό το αμερικανικό οπλοπολυβόλο BAR.
Την τροφοδοσία τους ανελάμβαναν τυμπανοειδείς γεμιστήρες των 150 φυσιγγίων, που τοποθετούντο στην εξωτερική πλευρά κάθε όπλου, λόγω δε της σταθερής τους εγκατάστασης και της ανάγκης παροχής παρατεταμένου πυρός είχε επιλεγεί -σε αντίθεση με την αρχική σχεδίαση- μία εξελιγμένη μέθοδος υδρόψυξης για την απαγωγή της πλεονάζουσας θερμότητας που παραγόταν κατά τη βολή, με αποτέλεσμα κάθε όπλο να διαθέτει το χαρακτηριστικό χιτώνιο ύδατος των υδρόψυκτων πολυβόλων. Η τακτική χρήση του όπλου περιελάμβανε τους ακόλουθους τύπους βολής:
α) Επιταχυμένη βολή (debit accelere). Πραγματοποιείτο χρησιμοποιώντας ένα πολυβόλο κάθε φορά χωρίς διακοπή στην παροχή πυρός και μέχρις εξάντλησης του περιεχομένου τριών γεμιστήρων (450 φυσιγγίων), οπότε ο χειριστής ανελάμβανε το άλλο όπλο του ζεύγους προκειμένου να επαναλάβει τη διαδικασία, αποφεύγοντας έτσι την υπερθέρμανση του πρώτου. Η επιταχυμένη βολή χρησιμοποιείτο για παροχή φράγματος πυρός και για προσβολή και καταστροφή επισημασμένων στόχων και η διάρκειά της δεν υπερέβαινε τα δύο λεπτά.
β) Κανονική βολή (debit normal). Εχρησιμοποιείτο ένα πολυβόλο κάθε φορά και βαλλόταν το περιεχόμενο ενός γεμιστήρα σε διάστημα ενός λεπτού. Ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη βολή σε ρόλους απαγόρευσης και αδρανοποίησης περιοχών.
γ) Βραδεία βολή (debit lent). Βάλλονταν 50 φυσίγγια ανά λεπτό, με ένα όπλο κάθε φορά, μέχρις εξάντλησης του περιεχομένου του γεμιστήρα του. Επρόκειτο για βολή παρενόχλησης.
δ) Ταχεία βολή (debit rapide). Επρόκειτο για τη μοναδική περίπτωση βολής κατά την οποία χρησιμοποιούντο ταυτόχρονα και τα δύο πολυβόλα του δίδυμου έστορα. Γινόταν χρήση της μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, κυρίως σε περίπτωση αντιμετώπισης μαζικών εφόδων του εχθρικού πεζικού. Από τα 2.000 και πλέον δίδυμα πολυβόλα MAC 131 που είχαν διατεθεί στη γραμμή "Μαζινό", το 85% βρισκόταν εγκατεστημένο εντός πολυβολείων. Τα υπόλοιπα εξόπλιζαν κώδωνες πολυβόλων και πύργους μικτού οπλισμού. Το αποτελεσματικό βεληνεκές των όπλων αυτών ανερχόταν σε 1.200 m περίπου.
- Πολυβόλο FM 24/29 των 7,5 mm. Αποτελούσε τον πρόγονο -κατά κάποιον τρόπο- του προαναφερθέντος MAC 131. Εγκαινίασε στον Γαλλικό Στρατό τη χρήση του φυσιγγίου των 7,5 mm, το οποίο δεν είχε προεξέχουσα στεφάνη και επομένως ήταν πολύ πιο κατάλληλο για χρήση σε αυτόματα όπλα. Στη Γαλλική στρατιωτική ορολογία συναντάται με την ονομασία «Fusil Mitrailleur» ή, σε συντομία, FM, που ορθότερο είναι να αποδοθεί ως «οπλοπολυβόλο» και όχι ως «αυτόματο τυφέκιο» όπως συχνά -και δυστυχώς παραπλανητικά- συναντάται στην Αγγλόφωνη βιβλιογραφία.
Ήταν το όπλο που εχρησιμοποιείτο συνήθως στους κώδωνες και στα φατνώματα πλευροκόπησης των πυροβολείων για την εγγύς άμυνα των οχυρωματικών κατασκευών. Τροφοδοτείτο από κυτιοειδή γεμιστήρα χωρητικότητας 25 φυσιγγίων. Το αποτελεσματικό βεληνεκές του ανερχόταν σε 600 m περίπου.
- Όλμος των 50 mm Mle 1935. Oπλο εγγύς άμυνας με δυνατότητα βολής εκρηκτικών βλημάτων υψηλής θραυσματοποίησης, βάρους 95 g. Με ελάχιστο βεληνεκές 65 m και μέγιστο 1.400 m, ο όλμος αυτός μπορούσε να προσβάλλει ομάδες ακάλυπτου πεζικού που επιχειρούσαν να προσεγγίσουν τις οχυρωματικές κατασκευές. Ήταν κατά βάση οπισθογεμής και πυροδοτείτο μέσω σκανδάλης, ώστε να είναι δυνατή η χρήση του μέσα από τα πυροβολεία. Τοποθετείτο σε ειδικά σχεδιασμένα φατνώματα πυροβολείων, σε κώδωνες αλλά και σε ειδικούς πυργίσκους (θόλους) όλμων. Μοναδικό του ίσως μειονέκτημα ήταν η προεξέχουσα κάννη, που ήταν εύκολο να καταστραφεί από τα εχθρικά πυρά.
- Αντιαρματικό πυροβόλο οχυρώσεων των 47 mm, Μle 1934. Το συγκεκριμένο όπλο αποτελούσε το πιο ισχυρό και αποτελεσματικό αντιαρματικό μέσο της γραμμής "Μαζινό". Με δραστικό βεληνεκές περί τα 1.000 m και ικανότητα διάτρησης 56 mm ομοιογενούς χαλύβδινης θωράκισης σε αυτή την απόσταση και 80 mm σε απόσταση 400 m, ήταν σε θέση να εξουδετερώσει τους περισσότερους τύπους αρμάτων μάχης που είχαν παρουσιαστεί μέχρι τις αρχές του Β' Π.Π, τουλάχιστον με πλευρικό πλήγμα. Επρόκειτο για όπλο ειδικά σχεδιασμένο για οχυρώσεις και δεν χρησιμοποιήθηκε πουθενά αλλού.
Βρισκόταν τοποθετημένο στους θαλάμους βολής των ενδιάμεσων πυροβολείων και συνήθως μοιραζόταν το ίδιο φάτνωμα με ένα δίδυμο πολυβόλο MAC 131 των 7,5 mm. Το σύστημα εναλλαγής λειτουργούσε ως εξής: Το δίδυμο πολυβόλο στηριζόταν στον τοίχο παραπλεύρως του φατνώματος μέσω ενός ευμεγέθους γιγγλυμού, ώστε να μπορεί να αποσύρεται εύκολα από τη θέση πυρός, ενώ το αντιαρματικό πυροβόλο ήταν αναρτημένο από σιδηροτροχιές στην οροφή. Όταν παρίστατο ανάγκη παροχής αντιαρματικού πυρός το συγκρότημα του πολυβόλου ωθείτο προς τα πίσω και διαγράφοντας τόξο.
Λόγω της συγκράτησης από τον γιγγλυμό, αποσυρόταν από το φάτνωμα, επιτρέποντας στο αντιαρματικό πυροβόλο να εισχωρήσει και να ασφαλίσει στο τελευταίο ολισθαίνοντας επί των σιδηροτροχιών της οροφής. Ήταν έτσι δυνατό από τον ίδιο θάλαμο βολής και το ίδιο φάτνωμα να εκτελούνται βολές με δύο διαφορετικούς τύπους οπλισμού, όπως επέβαλλε το είδος του εμπλεκόμενου στόχου.
- Αντιαρματικό πυροβόλο οχυρώσεων των 37 mm, Mle 1934. Ήταν όμοιο με το προηγούμενο αλλά μικρότερου διαμετρήματος, με διατρητική ικανότητα 40 mm στα 1.000 m.
- Αντιαρματικό πυροβόλο Hotchkiss των 25 mm, Mle 1934. Αποτελούσε ουσιαστικά μία τροποποίηση του ομώνυμου ρυμουλκούμενου αντιαρματικού πυροβόλου των 25 mm, το οποίο είχε γίνει αποδεκτό από τον Γαλλικό Στρατό το έτος που υποδηλώνει η ονομασία του, εισήλθε όμως σε μαζική παραγωγή το 1939. Στη γραμμή "Μαζινό" χρησιμοποιείτο συζευγμένο με το δίδυμο πολυβόλο MAC 131 των 7,5 mm σε ένα ενιαίο οπλικό σύστημα το οποίο ονομαζόταν «μικτό όπλο» (arme mixte) και βρισκόταν τοποθετημένο σε πυροβολεία πεζικού με πυργίσκο αλλά και σε κώδωνες μικτών όπλων. Το βάρους 320 g βλήμα μπορούσε να διατρήσει 40 mm ομοιογενούς χαλύβδινης θωράκισης σε απόσταση 500 m.
- Βαρύ πολυβόλο Hotchkiss των 13,2 mm, Μle 1930. Αν και αρχικά ήταν σχεδιασμένο για αντιαεροπορική χρήση, το Hotchkiss Mle 1930 των 13,2 mm προσαρμόστηκε εύκολα στον αντιαρματικό ρόλο, κυρίως σε πυροβολεία των οποίων το μέγεθος δεν επέτρεπε την εγκατάσταση μεγαλύτερου οπλισμού.
Τροφοδοτείτο από κυτιοειδή γεμιστήρα 30 φυσιγγίων και η αρχική ταχύτητα των 750 m/sec προσέδιδε στην ειδικά σχεδιασμένη βολίδα με πυρήνα βολφραμίου ικανότητα διάτρησης 18 mm ομοιογενούς χαλύβδινης θωράκισης σε απόσταση 500 m, επίδοση οριακά επαρκή στις περισσότερες περιπτώσεις για τη διάτρηση της πλευρικής θωράκισης των αρμάτων μάχης που βρίσκονταν σε υπηρεσία κατά τις αρχές του Β' Π.Π, αλλά απόλυτα ικανοποιητική για την καταστροφή αποβατικών μέσων. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε πυροβολεία του Ρήνου.
"Αιχμή του δόρατος" της γραμμής "Μαζινό" αποτελούσαν τα βαρέα πυροβόλα. Αν και ο αριθμός τους δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλος, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού και του μεγέθους των οχυρών, αποτελούσαν προηγμένες σχεδιάσεις προορισμένες για χρήση αποκλειστικά από οχυρά, ενώ ταυτόχρονα ήταν ορθά κατανεμημένα και υποστηρίζονταν από εξελιγμένα συστήματα ελέγχου πυρός. Τα κυριότερα όπλα πυροβολικού της γραμμής ήταν τα εξής:
- Πυροβόλο οχυρώσεων των 75 mm. Αποτελούσε το κύριο πυροβόλο της γραμμής "Μαζινό" και βρισκόταν τοποθετημένο τόσο στα κλασικά πυροβολεία (casemates), όσο και σε πυργίσκους. Αν και υπήρχαν αρκετές παραλλαγές του όπλου αυτού (οκτώ συνολικά), όλα τα πυροβόλα του συγκεκριμένου διαμετρήματος κατάγονταν σχεδιαστικά από το φημισμένο πεδινό πυροβόλο των 75 mm Mle 1897. Τα υποδείγματα που είχαν σχεδιασθεί για τοποθέτηση σε πυροβολεία ήταν τα 1929, 1932, 1933, 1932 R και 1931. Το τελευταίο μάλιστα (υποδ. 1931) αποτελούσε μία έκδοση βραχέος βεληνεκούς και υψηλής γωνίας βολής και τοποθετήθηκε σε ορισμένα οχυρά της νοτιοανατολικής Γαλλίας (τομέας των Άλπεων).
Προκειμένου να καταστεί δυνατό να βάλλουν σε όσο το δυνατόν ευρύτερο πεδίο πυρός, τα όπλα περιστρέφονταν στηριζόμενα σε έναν σφαιρικό σύνδεσμο που έφραζε την οπή του φατνώματος. Στο υπόδειγμα 1929 ο σφαιρικός αυτός σύνδεσμος βρισκόταν προς τη βάση του σωλήνα της κάννης, κοντά στην περιοχή του κλείστρου, με αποτέλεσμα ο σωλήνας να παραμένει κατά το μεγαλύτερο τμήμα του εξωτερικά του πυροβολείου ή του πύργου και να είναι ευάλωτος στα εχθρικά πυρά. Το πρόβλημα διορθώθηκε στο υπόδειγμα του 1932 με τη μετακίνηση του σφαιρικού συνδέσμου εγγύτερα προς το στόμιο του σωλήνα της κάννης.
Η ενέργεια αυτή μείωσε το ποσοστό του συνολικού μήκους της κάννης που βρισκόταν εκτεθειμένο, ταυτόχρονα δε επέτρεψε την τοποθέτηση ενός ασπιδίου εξωτερικά του φατνώματος, το οποίο μπορούσε να κλείνει όταν δεν εκτελούντο βολές, προστατεύοντας έτσι ακόμη αποτελεσματικότερα τόσο το ίδιο το όπλο όσο και το εσωτερικό του πυροβολείου. Το πρόβλημα που ανέκυψε μετά από αυτή την τροποποίηση ήταν το μεγάλο τόξο μετακίνησης του κλείστρου κατά την ανύψωση και την καταβίβαση, γεγονός το οποίο δυσχέραινε κατά πολύ τη διαδικασία επαναγέμισης. Αυτό αντιμετωπίσθηκε με την προσθήκη, εσωτερικά του πυροβολείου, μίας εξέδρας για τους χειριστές του όπλου, η οποία ήταν σε θέση να ακολουθεί αυτομάτως την κίνηση του κλείστρου.
- Οβιδοβόλο οχυρώσεων των 135 mm, Mle 1932. Επρόκειτο για τα μεγαλύτερου διαμετρήματος όπλα που εγκαταστάθηκαν στα οχυρά της γραμμής "Μαζινό". Ήταν εξαιρετικά βραχύκαννα, μόλις 8,5 διαμετρημάτων (μήκος σωλήνα κάννης 1,145 m) και για τον λόγο αυτό διέθεταν σχετικά περιορισμένο βεληνεκές, το οποίο δεν υπερέβαινε τα 5.600 m. Όμως η καταστροφική ικανότητα του εκρηκτικού βλήματος των 135 mm, βάρους 19 kg, ήταν ιδιαίτερα αυξημένη. Για τους παραπάνω λόγους οι Γάλλοι απέδιδαν στα όπλα την ονομασία «lance - bombes» (εκτοξευτές βομβών).
Ο ρόλος τους ήταν περισσότερο αμυντικός παρά επιθετικός. Σε αυτό συνηγορούσε και το ελάχιστο βεληνεκές τους, που έφθανε τον εντυπωσιακό για οβιδοβόλο αριθμό των 320 m (με το προωθητικό γέμισμα 0). Τα συγκεκριμένα όπλα εξόπλιζαν τόσο κλασικά πυροβολεία, όσο και πυργίσκους πυροβολικού.
- Ολμος των 81 mm Mle 1932. Επρόκειτο για λειόκαννο και οπισθογεμή όλμο, ο οποίος προερχόταν από τον περίφημο όλμο Stokes-Brandt Mle 1927/31. Εξελίχθηκε ως ένα οικονομικό υποκατάστατο των βαρύτερων πυροβόλων οχυρώσεων, αλλά και για περιπτώσεις στις οποίες ο διαθέσιμος χώρος δεν επέτρεπε την εγκατάσταση μεγαλύτερου οπλισμού, εφόσον βεβαίως το μειωμένο βεληνεκές των 3.600 m δεν αποτελούσε σοβαρό τακτικό μειονέκτημα. Έβαλλε τα συνήθη, σταθεροποιούμενα διά πτερυγίων, βλήματα όλμου και παρέμενε σταθερά προσαρμοσμένος σε γωνία ανύψωσης 45 μοιρών.
Η αυξομείωση του βεληνεκούς επιτυγχανόταν τόσο με τον συνήθη τρόπο της προσθαφαίρεσης των προωθητικών γεμισμάτων, όσο και με την πρωτοποριακή μέθοδο της ρυθμιζόμενης διαρροής ποσότητας προωθητικών αερίων από τον σωλήνα της κάννης κατά την πυροδότηση και της διοχέτευσής τους σε δύο κυλίνδρους που βρίσκονταν επάνω από αυτόν, οι οποίοι στη συνέχεια τα διοχέτευαν στην ατμόσφαιρα, έξω από το οχυρό.
Το 1930 η Γερουσία της Γαλλίας θα ψηφίσει το Νόμο Μαζινό που θα αναστήσει το εγκαταλελειμμένο φιλόδοξο σχέδιο. Τελικά θα πάρει σάρκα και οστά και θα δίνει την εντύπωση ότι μπορεί να επιτελέσει το στόχο για τον οποίο δημιουργήθηκε. Η «Γραμμή Μαζινό» αποτελείται από ισχυρές οχυρώσεις που στεγάζουν πυροβόλα ανά τέσσερα μίλια, ενώ ανάμεσά τους υπάρχουν μικρές επανδρωμένες από δυνάμεις του Πεζικού ομάδες. Το σύστημα ήταν ενισχυμένο με δίκτυα τάφρων και καταφυγίων, ενώ οι εγκαταστάσεις εφοδιασμού βρισκόντουσαν υπό το έδαφος.
Ο Γαλλικός στρατός θα στηριχθεί πάνω σ' αυτό που για τους Γάλλους, αποτελούσε το υπέρτατο αμυντικό όπλο και ρίχνει όλες τις δυνάμεις του στην προάσπισή του. Ο Ρεϊμόν Καρτιέ θα αναφέρει ότι «η υπεράσπιση της γραμμής Μαζινό κατάντησε σημαντικότερη από την υπεράσπιση της ίδιας της Γαλλίας». Οι αδυναμίες αυτού του στατικού οχυρωματικού έργου και τα μειονεκτήματα που είχε μπροστά σ’ έναν ισχυρό και ευέλικτο στρατό έγιναν πολύ γρήγορα αισθητά. Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η «Γραμμή Μαζινό» θα αποτελέσει «Αχίλλειο πτέρνα» για τη Γαλλία. Τα οχυρά απορροφούν ισχυρές και επίλεκτες δυνάμεις του στρατού και τον καθιστούν κι αυτό στατικό, μειώνοντας τις δυνατότητες του ελιγμού.
Οι Γερμανοί αποφασίζουν να κάνουν το αυτονόητο. Να παρακάμψουν τη «Γραμμή Μαζινό» περνώντας από τρωτά σημεία. Επιτίθενται στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, όπου υπάρχει μόνον ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο καταλαμβάνεται εύκολα. Με δεδομένο το γεγονός ότι το τεράστιο οχυρωματικό έργο δεν μπορεί να σταματήσει την Γερμανική αεροπορία, η στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας δεν θα αργήσει καθόλου.
Η Γερμανική επίθεση εναντίον των Κάτω Χωρών και της Γαλλίας, όταν τελικά εκδηλώθηκε (10 Μαΐου 1940), ήταν τόσο αριστοτεχνικά σχεδιασμένη ώστε άφησε ελάχιστα περιθώρια στα οχυρά της γραμμής "Μαζινό" να αποδείξουν τη μαχητική τους αξία. Στον βορρά η Ομάδα Στρατιών «Β», υπό τον στρατηγό φον Μποκ, εισέβαλε στην Ολλανδία και στο Βέλγιο καταλαμβάνοντας στρατηγικά τους σημεία και υποχρεώνοντας σημαντικό τμήμα του Γαλλικού Στρατού, καθώς και το Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (BEF) που είχε σπεύσει προς ενίσχυσή του, να προελάσουν μέσω του Βελγίου προκειμένου να την αντιμετωπίσουν.
Αυτή η καθήλωση των συμμαχικών δυνάμεων έδωσε τη δυνατότητα στην Ομάδα Στρατιών «Α», η οποία υπό την ηγεσία του στρατάρχη φον Ρούντστεντ αποτελούσε την αιχμή του δόρατος της Γερμανικής αντεπίθεσης, να κινηθεί μέσω του Λουξεμβούργου και του «αδιαπέραστου» δάσους των
Αρδεννών, να εισβάλει στο Γαλλικό έδαφος στο σημείο όπου δεν είχαν κατασκευασθεί οχυρά της γραμμής "Μαζινό" και να εγκαταστήσει προγεφυρώματα κατά μήκος του ποταμού Μεύση, αποκόπτοντας έτσι μεγάλο τμήμα του Γαλλικού Στρατού και το σύνολο του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος σε έναν συνεχώς συρρικνούμενο θύλακα στο λιμάνι της Δουνκέρκης.
Στρέφοντας το ενδιαφέρον τους στην κατάληψη της υπόλοιπης Γαλλίας οι Γερμανοί εισήλθαν στο Παρίσι στις 14 Ιουνίου, ενώ παράλληλα μονάδες από το αριστερό τμήμα των Γερμανικών δυνάμεων επιτέθηκαν στη γραμμή "Μαζινό" εκ των όπισθεν, ενισχυόμενες και από την Ομάδα Στρατιών «C» υπό τον στρατηγό φον Λέεμπ, που όλο αυτό το διάστημα είχε παραταχθεί απέναντι από τα οχυρά της γραμμής φυλάσσοντας τα Γερμανικά σύνορα αλλά και ενεργώντας ως αντιπερισπασμός σε σχέση με τον κύριο όγκο της Γερμανικής επίθεσης. Αν και απογυμνωμένη από το βαρύ πυροβολικό και τα στρατεύματα υποστήριξης η γραμμή "Μαζινό" αντιστάθηκε γενναία και αποτελεσματικά.
Παρά τον ανηλεή βομβαρδισμό τους από τη Luftwaffe και το Γερμανικό πυροβολικό, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποίησε γιγαντιαία πυροβόλα κινούμενα επί σιδηροτροχιών και διαμετρήματος μέχρι 420 mm, κανένα μεγάλο οχυρό δεν κατέστη δυνατό να καταληφθεί. Οι οχυρωματικές κατασκευές αποδείχθηκαν απίστευτα ανθεκτικές και το Γαλλικό πυροβολικό εξαιρετικά αποτελεσματικό. Μόνον εναντίον των οχυρώσεων του ποταμού Ρήνου κατόρθωσαν οι Γερμανοί να πραγματοποιήσουν σημαντική πρόοδο, για τους λόγους που έχουμε ήδη αναφέρει.
Εκεί όπου η γραμμή "Μαζινό" πέτυχε τον σκοπό της και δικαίωσε απόλυτα τη φήμη της ήταν στον νοτιοανατολικό τομέα, στα σύνορα με την Ιταλία. Αν και η τελευταία είχε κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των Συμμάχων (συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας) από τις 10 Ιουνίου, δεν επιτέθηκε στα Γαλλικά οχυρά των Άλπεων πριν από τις 30 του ίδιου μήνα, διότι ο Μουσολίνι ανέμενε να επωφεληθεί από την ευνοϊκή εξέλιξη της Γερμανικής εισβολής. Οι επιθέσεις του Ιταλικού Στρατού εναντίον των οχυρών αποκρούσθηκαν επιτυχώς σε όλες τις περιπτώσεις, με μεγάλες απώλειες για τους Ιταλούς.
Εκεί η γραμμή "Μαζινό" παρέμεινε αήττητη. Ωστόσο η ανακωχή που υπέγραψε τελικά η Γαλλική κυβέρνηση στις 25 Ιουνίου, άνοιξε τον δρόμο για την παράδοση των οχυρών στις δυνάμεις του Άξονα. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ ότι παρά την τελική συνθηκολόγηση της Γαλλίας και τον τερματισμό των εχθροπραξιών στο έδαφός της, οι μονάδες οι οποίες επάνδρωναν τα οχυρά της γραμμής "Μαζινό" δεν βίωσαν το συναίσθημα της ήττας με τον έντονο τρόπο που το βίωσε ο υπόλοιπος Γαλλικός Στρατός.
Είχαν αντισταθεί σθεναρά στον κατακτητή και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων είχαν κατορθώσει να ανακόψουν τις Γερμανικές επιθέσεις, συνεπικουρούμενες στο έργο αυτό και από την παροιμιώδη αντοχή των οχυρωματικών κατασκευών, που παρά τους συνεχείς βομβαρδισμούς από ξηρά και αέρα παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό σχεδόν άθικτες και με επάρκεια εφοδίων. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις οχυρών τα οποία εξακολουθούσαν να μάχονται και μετά την εκεχειρία που ακολούθησε τη συνθηκολόγηση της Γαλλίας, έως ότου η Γαλλική κυβέρνηση αναγκάστηκε να στείλει αντιπροσώπους της προκειμένου να πείσει τις φρουρές να παραδοθούν.
Υπό το πρίσμα αυτό μία αποτίμηση της τακτικής αξίας της γραμμής "Μαζινό" δεν μπορεί να είναι μονοσήμαντη, δεδομένου και ότι η άμυνα που προέβαλαν τα οχυρά της, αν και απόλυτα αποτελεσματική και επιτυχής σε αρκετές περιπτώσεις, με κυριότερη εκείνη του τομέα των Άλπεων, υπονομεύθηκε σε μεγάλο βαθμό από την προς ενίσχυση άλλων τομέων του μετώπου απομάκρυνση των εκτός των οχυρών ευρισκομένων στρατευμάτων και του πυροβολικού υποστήριξης, αμφότερα των οποίων αποτελούσαν ουσιώδη συστατικά του Γαλλικού αμυντικού δόγματος.
Αυτό καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι οι επιτυχίες των Γερμανών ήταν σχετικά περιορισμένες και αφορούσαν μεμονωμένα πυροβολεία και μικρά οχυρά που βρίσκονταν εκτός του βεληνεκούς των μεγάλων οχυρών και επομένως στερούντο υποστήριξης. Κατά την εισβολή των Γερμανών στη Γαλλία, το σύστημα οχύρωσης πραγματικά απέτρεψε επιτυχώς μια κατά μέτωπο επίθεση. Αποδείχθηκε όμως στρατηγικά αναποτελεσματικό, καθώς οι Γερμανοί εισέβαλαν από το Βέλγιο, προσπερνώντας τη Γραμμή Μαζινό μέσα από δάσος των Αρδενών στα νότια και μέσω των Κάτω Χωρών στα βόρεια, αποφεύγοντας εντελώς την άμυνά της, νικώντας τον Γαλλικό στρατό και κατακτώντας την Γαλλία μέσα σε λίγες ημέρες.
Από στρατηγικής πλευράς τα πράγματα είναι πιο σαφή. Αν και η αποτρεπτική αξία των οχυρών αυτών ήταν αναμφισβήτητη και η παρουσία τους προβλημάτισε σοβαρά τους υπεύθυνους του σχεδιασμού της γερμανικής επίθεσης, με αποτέλεσμα η τελευταία να πραγματοποιηθεί τελικά μέσω Ολλανδίας και Βελγίου, με όποιες καθυστερήσεις και κινδύνους συνεπαγόταν αυτό, η γραμμή "Μαζινό" επέδρασε μάλλον αρνητικά στη Γαλλική πολεμική προσπάθεια. Η κατασκευή της απορρόφησε υπέρογκα κονδύλια τα οποία θα μπορούσαν να είχαν διατεθεί για τον εκσυγχρονισμό των Γαλλικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Για παράδειγμα για τη βελτίωση της αεροπορίας και του αρματικού δυναμικού, κατευθύνσεις που θα ανταποκρίνονταν περισσότερο στην εξέλιξη των πολεμικών τακτικών όπως αυτές είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 1930 και των οποίων οι θιασώτες στον Γαλλικό Στρατό ήταν επιφανείς και διορατικοί ηγέτες όπως οι Πωλ Ρεϋνώ και Σαρλ ντε Γκωλ. Προτιμήθηκε η κατασκευή στατικών οχυρώσεων, οι οποίες είχαν ήδη αρχίσει να δείχνουν την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τις απειλές που συνδέονταν με τις νέες μορφές διεξαγωγής των πολεμικών επιχειρήσεων, που ευνοούσαν την υψηλή ευκινησία των δυνάμεων και την ευρεία αλληλοϋποστήριξη των μέσων.
Ως εκ τούτου, η αναφορά στη Γραμμή Μαζινό χρησιμοποιείται μερικές φορές όταν αναφερόμαστε σε μια στρατηγική ή μια κατάσταση που οι άνθρωποι ελπίζουν ότι θα αποδειχθεί αποτελεσματική, αλλά αντί αυτού, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η Γραμμή Μαζινό ήταν αδιαπέραστη από τις περισσότερες τότε μορφές επίθεσης και είχε πολύ προηγμένες συνθήκες λειτουργίας και διαβίωσης για τα στρατεύματα της φρουράς όπως κλιματισμό, άνετους χώρους διατροφής, τούνελ χιλιομέτρων και υπόγειους σιδηρόδρομους.
Εξελίξεις οι οποίες συνδέονταν άρρηκτα με τις τεχνολογικές προόδους στον στρατιωτικό τομέα και κυρίως με την τελειοποίηση του αεροσκάφους και στον άρματος μάχης. Επομένως η όποια αδυναμία της γραμμής "Μαζινό" να προστατεύσει τη Γαλλία από μία νέα εισβολή δεν πρέπει να αποδοθεί σε κακό σχεδιασμό των οχυρώσεων ή σε μειωμένη μαχητική απόδοση εκείνων που τις επάνδρωναν, αλλά στην έλλειψη διορατικότητας της Γαλλικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας κατά τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν τη λήξη του Α' Π.Π. και στην ανικανότητά τους να συλλάβουν το μέγεθος των μεταβολών τις οποίες η τεχνολογική πρόοδος επρόκειτο να επιφέρει στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου.
Τα αποτελέσματα της κατασκευής της Γραμμής Μαζινό ήταν ότι ο Γαλλικός Στρατός επηρεάζεται βαθύτατα από την κατασκευή αυτή. Οι σκέψεις των ηγετών του (ιδιαίτερα του στρατηγού Γκαμελέν, επικεφαλής του Στρατού) είναι η σωστή επάνδρωση, ο σωστός εφοδιασμός, η ενίσχυση της γραμμής Μαζινό. Όλες οι ενέργειες του Γαλλικού στρατεύματος πρέπει να διέπονται από τη με κάθε τρόπο προάσπισή του. Ο Ρεϊμόν Καρτιέ αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η υπεράσπιση της γραμμής Μαζινό κατάντησε σημαντικότερη από την υπεράσπιση της ίδιας της Γαλλίας». Στο ίδιο έργο του αναφέρει, επίσης, ότι «αυτοί που την κατασκεύασαν δεν έλαβαν καθόλου υπόψη τους πως υπάρχουν και αεροπλάνα».
Από την έναρξη της μάχης της Γαλλίας φάνηκαν όλες οι αδυναμίες αυτού του στατικού κατασκευάσματος: Οι δημιουργοί του, αντί να εκμεταλλευτούν το γεγονός ότι για την προάσπιση ενός οχυρού δε χρειάζονται ούτε πολλές ούτε επίλεκτες δυνάμεις, έπραξαν το ακριβώς αντίθετο. Επάνδρωσαν τη γραμμή Μαζινό με το άνθος του Γαλλικού στρατού, αφήνοντας στις μη οχυρωμένες περιοχές στρατεύματα αμφίβολης μαχητικής ικανότητας. Ο Καρτιέ αναφέρει ότι «η γραμμή Μαζινό, αντί να αποδεσμεύει δυνάμεις, γίνεται ένα σφουγγάρι που τις απορροφάει». Ασφαλώς καμία κίνηση δυνάμεων δεν είναι δυνατή. Οι οχυρώσεις είναι στατικές, δεν επιτρέπουν καμία κίνηση, κανέναν ελιγμό.
Οι Γερμανοί στρατηγοί δεν είναι, ασφαλώς, ανόητοι. Βλέποντας τη γραμμή Μαζινό κατανοούν άμεσα ότι είναι πολύ ισχυρή, αλλά και αυτό που λέει το όνομά της: Μια πολύ ισχυρά οχυρωμένη γραμμή. Αποφασίζουν, κατά συνέπεια, να την παρακάμψουν: Η εισβολή γίνεται από το Σεντάν στις 10 Μαΐου 1940, κοντά στη Βελγική μεθόριο, όπου πρακτικά δεν υπάρχει γραμμή Μαζινό. Υπάρχει μόνον ένα οχυρωμένο φυλάκιο, το οποίο καταλαμβάνεται, ύστερα από ισχυρό μπαράζ πυροβολικού, από μια μονάδα Μηχανικού και αφού όλοι οι υπερασπιστές του (104 άνδρες) πέφτουν νεκροί.
Οι Γερμανοί απλά παρακάμπτουν την υπόλοιπη γραμμή, η Γερμανική Αεροπορία απλά πετά από πάνω της, ενώ τα Γαλλικά στρατεύματα, κλεισμένα στο μπετονένιο οχυρό τους, δεν μπορούν να μετακινηθούν (δεν διαθέτουν μεταφορικά μέσα ούτε θωρακισμένα) και να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις μηχανοκίνητες και θωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών. Το σημαντικότερο αποτέλεσμα είναι η στρατιωτική κατάρρευση της Γαλλίας. Στις 14 Ιουνίου καταλαμβάνεται το Παρίσι και τότε, ενώ τα Γαλλικά στρατεύματα υποχωρούν, οι Γερμανοί καταλαμβάνουν εξ ολοκλήρου τη γραμμή Μαζινό, αφού πρώτα την αποκόπτουν ολοσχερώς από την υπόλοιπη Γαλλία.
Μετά την κατάληψή τους από τους Γερμανούς ορισμένα από τα οχυρά της γραμμής "Μαζινό" μετατράπηκαν σε αποθήκες, υπόγεια εργοστάσια και πεδία δοκιμών, ενώ σε περιορισμένη έκταση χρησιμοποιήθηκαν και ως μέσα ανάσχεσης της προέλασης των συμμαχικών δυνάμεων προς τη Γερμανία, όταν είχε πλέον αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για το Γ' Ράϊχ. Μετά το τέλος του πολέμου τα οχυρά επανδρώθηκαν πάλι, ορισμένα μάλιστα εκσυγχρονίστηκαν, για να εγκαταλειφθούν οριστικά στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Κανένα κομμάτι της δεν καταστράφηκε κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις του Β' Π.Π.
Μετά τη λήξη του πολέμου τροποποιήθηκε μερικώς. Όταν αργότερα η Γαλλία αποχώρησε από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966, η γραμμή εγκαταλείφθηκε. Στη συνέχεια πολλά τμήματά της πουλήθηκαν σε ιδιώτες, ενώ τα περισσότερα εγκαταλείφθηκαν. Σήμερα μόνον ένα οχυρό παραμένει σε ενεργή «υπηρεσία», καθώς χρησιμοποιείται ως καταφύγιο αεροπορικής βάσης. Η ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου από τη Γαλλία και η εγκατάσταση Νατοϊκών δυνάμεων στην κεντρική Ευρώπη εξάλειψαν και τον τελευταίο λόγο διατήρησής τους σε κατάσταση ετοιμότητας. Σήμερα ορισμένα οχυρά συντηρούνται και είναι επισκέψιμα από το κοινό ως μουσειακοί χώροι.
Τα περισσότερα παραμένουν εγκαταλελειμμένα για να θυμίζουν τις εποχές που η διχασμένη Ευρώπη αποτελούσε εστία αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων και ενσωματώνονται σταδιακά στη γη της Γαλλίας, την οποία είχαν ταχθεί κάποτε να υπερασπισθούν. Σήμερα μόνον ένα οχυρό παραμένει σε ενεργή "υπηρεσία", αυτό στο Χόχβαλντ (Hochwald) και χρησιμοποιείται ως καταφύγιο της Διοίκησης της Αεροπορικής Βάσης του Ντράχενμπρον (Drachenbronn).
Μόνο ως ιστορική ειρωνεία μπορεί να λογιστεί το γεγονός ότι ένα από τα πλέον πανίσχυρα εθνικά οχυρωματικά έργα που είδαν ποτέ το φως του ήλιου θα συνέβαλε όσο τίποτα στην πτώση μιας ολόκληρης χώρας. Ο διαβόητος πια Γάλλος πολιτικός και υπουργός Πολέμου επί σειρά ετών έμελλε να μείνει στην Ιστορία για τη δημιουργία της περίφημης αμυντικής γραμμής κατά μήκος των Γαλλογερμανικών συνόρων, αυτή που τόσο καθησύχασε τους Γάλλους για την άμυνα της χώρας τους και την άφησε έτσι βορά στις αδηφάγες ορέξεις του Ναζί κατακτητή.
Ο Μαζινό, μπροστά στην πληγωμένη εικόνα της χώρας του μετά τον Α' Παγκόσμιο και με την απειλή της νέας σύρραξης να επίκειται, οραματίστηκε τη δημιουργία μιας απόρθητης συνοριακής γραμμής που θα περιλάμβανε έναν συνδυασμό εκστρατευτικών τομέων και οχυρών, ορκιζόμενος να αποτρέψει κάθε μελλοντική απειλή εναντίον της Γαλλίας.
Κι έτσι έπειτα από κόπους και βάσανα η απαραβίαστη Γραμμή Μαζινό δημιουργήθηκε για να προστατεύσει τη Γαλλία, αν και έμελλε να κάνει το ακριβώς αντίθετο: με την πλειονότητα των γαλλικών δυνάμεων να υπηρετεί στα συνοριακά χαρακώματα των γαλλογερμανικών συνόρων, οι Ναζί πέρασαν εύκολα στο Βέλγιο και εισέβαλαν στη Γαλλία από τον βορρά, πιάνοντας στον ύπνο τους Γάλλους. Η κατάληψη της Γαλλίας ολοκληρώθηκε σε μόλις έναν μήνα και η απόρθητη Γραμμή Μαζινό δεν είδε ουσιαστικά ποτέ μάχη.