Η γκουβερνάντα ~ Το κείμενο του Stefan Zweig δημοσιεύτηκε το 1907 και περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο μια περιοριστικά δομημένη κοινωνία επιδρά στην ψυχική εξέλιξη της γυναικείας προσωπικότητας, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα πολιτισμικά όρια δεσμεύουν και καταπιέζουν την γυναικεία σεξουαλικότητα.
Τα δύο παιδιά είναι μόνα στο δωμάτιό τους. Το φως είναι σβηστό. Σκοτάδι υπάρχει ανάμεσά τους, μόνο από τα κρεβάτια αντανακλάται μια ελάχιστη λευκή λάμψη. Ανασαίνουν και τα δύο αθόρυβα, θα πίστευε κανείς ότι κοιμούνται. «Να σου πω!» ακούστηκε να λέει μια φωνή. Είναι η δωδεκάχρονη που ρωτάει σιγανά, φοβισμένα σχεδόν, μέσα στο σκοτάδι. «Τι είναι;» απαντά από το άλλο κρεβάτι η αδελφή της. Είναι μόνο έναν χρόνο μεγαλύτερη. «Είσαι ακόμα ξύπνια; Ωραία. Θα… θα ήθελα να σου πω κάτι…» Καμία απάντηση. Μόνο ένα θρόισμα στο κρεβάτι. Η αδελφή της ανασηκώθηκε, κοιτάζει γεμάτη προσμονή, διακρίνονται τα μάτια της που αστράφτουν. «Ξέρεις… ήθελα να σου πω… Πες όμως εσύ πρώτα, παρατήρησες τίποτα στην δεσποινίδα τις τελευταίες μέρες;»
Το άλλο κορίτσι δίστασε και φάνηκε να σκέφτεται. «Ναι» είπε μετά «αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Δεν είναι τόσο αυστηρή. Δύο μέρες δεν διάβασα τα μαθήματά μου κι εκείνη δεν μου είπε τίποτα. Κι έπειτα είναι κάπως… δεν ξέρω πώς. Νομίζω ότι δεν νοιάζεται πια καθόλου για μας, κάθεται συνεχώς παράμερα και δεν παίζει πια μαζί μας όπως παλιά». «Νομίζω ότι είναι πολύ λυπημένη και απλώς δεν θέλει να το δείξει. Ούτε πιάνο παίζει πια». Σιωπή απλώνεται πάλι ανάμεσά τους. Τότε το μεγαλύτερο κορίτσι θυμίζει στην αδελφή της: «Κάτι ήθελες να μου πεις».
«Ναι, αλλά δεν πρέπει να το πεις σε κανέναν, στ’ αλήθεια σε κανέναν, ούτε στην μαμά ούτε στην φίλη σου». «Όχι, όχι, δεν θα το πω!» Ανυπομονεί να μάθει. «Τι είναι, λοιπόν!» «Λοιπόν… τώρα που ερχόμασταν για ύπνο θυμήθηκα ξαφνικά ότι δεν είπα “καληνύχτα” στην δεσποινίδα. Μόλις είχα βγάλει τα παπούτσια μου, πήγα όμως παρ’ όλα αυτά στο δωμάτιό της, ξέρεις, για να της κάνω έκπληξη. Άνοιξα λοιπόν πολύ προσεκτικά την πόρτα. Στην αρχή νόμισα ότι δεν ήταν στο δωμάτιό της. Η λάμπα έκαιγε, αλλά την δεσποινίδα δεν την έβλεπα. Και τότε ξαφνικά –τρόμαξα απίστευτα– άκουσα κάποιον να κλαίει και βλέπω ότι είναι πεσμένη με τα ρούχα στο κρεβάτι, με το κεφάλι στο μαξιλάρι.
Έκλαιγε με τέτοια αναφιλητά, που πετάχτηκα τρομαγμένη. Δεν με κατάλαβε όμως. Και μετά έκλεισα πολύ σιγά την πόρτα. Έμεινα να στέκω για μια στιγμή, τόσο πολύ έτρεμα. Τότε ακούστηκαν πάλι πολύ καθαρά από την πόρτα αυτά τα αναφιλητά κι εγώ κατέβηκα τρέχοντας κάτω». Μένουν και οι δύο σιωπηλές. Έπειτα λέει σιγανά η μία: «Η καημένη η δεσποινίς!». Τα λόγια της τρεμοπαίζουν μέσα στο δωμάτιο σαν ένας χαμένος σκοτεινός ήχος κι έπειτα απλώνεται πάλι ησυχία. «Πολύ θα ήθελα να μάθω γιατί έκλαιγε» λέει η μικρότερη από τις δύο αδελφές. «Δεν μάλωσε με κανέναν τις τελευταίες μέρες, η μαμά την έχει αφήσει επιτέλους ήσυχη και δεν την βασανίζει, κι εμείς σίγουρα δεν της κάναμε τίποτα. Γιατί κλαίει λοιπόν έτσι;» «Κάτι φαντάζομαι» λέει η μεγαλύτερη. «Γιατί κλαίει, πες μου, γιατί κλαίει;» Το κορίτσι διστάζει. Τελικά λέει: «Νομίζω ότι είναι ερωτευμένη». «Ερωτευμένη;» Η μικρή τα χάνει. «Ερωτευμένη; Με ποιον;» «Δεν παρατήρησες τίποτα;» «Δεν εννοείς με τον Ότο;»
«Όχι, ε; Ούτε κι εκείνος είναι ερωτευμένος μαζί της, ε; Τότε γιατί τα τρία χρόνια που μένει εδώ και σπουδάζει δεν μας συνόδευε ποτέ, ενώ εδώ και κάποιους μήνες ξαφνικά αρχίζει να μας συνοδεύει καθημερινά; Ασχολήθηκε ποτέ μαζί μας πριν έρθει και μείνει στο σπίτι μας η δεσποινίς; Όλη μέρα γύρω μας είναι τώρα. Διαρκώς τον συναντούσαμε τυχαία, τυχαία στον Εθνικό Κήπο ή στο Δημοτικό Πάρκο ή στο Πράτερ όποτε ήμασταν με την δεσποινίδα. Δεν το παρατήρησες ποτέ;» Η μικρή ψελλίζει τρομαγμένη: «Ναι… ναι, φυσικά το παρατήρησα. Νόμιζα όμως ότι είναι…».
Η φωνή της σπάει. Δεν συνεχίζει. «Κι εγώ στην αρχή το ίδιο νόμιζα, εμείς τα κορίτσια είμαστε πάντα τόσο κουτά. Σύντομα πρόσεξα όμως ότι μας χρησιμοποιεί για πρόσχημα». Τώρα μένουν και οι δύο σιωπηλές. Η συζήτηση μοιάζει να τελείωσε. Και οι δύο είναι χαμένες μέσα σε σκέψεις, ή είναι ήδη χαμένες στα όνειρά τους. Τότε λέει πάλι η μικρή, τελείως αμήχανα μέσα στο σκοτάδι: «Ναι, αλλά γιατί κλαίει; Αφού του αρέσει. Και πάντα πίστευα ότι πρέπει να είναι πολύ ωραίο να είναι κανείς ερωτευμένος». «Δεν ξέρω» είπε η μεγάλη με ύφος ονειροπόλο «κι εγώ πίστευα πως πρέπει να είναι πολύ ωραίο». Και πάλι, σιγανά και θλιμμένα, ακούστηκε από τα ήδη νυσταγμένα χείλη: «Η καημένη η δεσποινίς!». Κι έπειτα στο δωμάτιο απλώθηκε ησυχία.
Το άλλο πρωί δεν ξανασυζητούν το θέμα κι ωστόσο, το καταλαβαίνει η μία για την άλλη, οι σκέψεις τους γύρω απ’ αυτό περιστρέφονται. Περνούν η μία μπροστά από την άλλη, αποφεύγουν η μία την άλλη, άθελά τους όμως τα βλέμματά τους συναντιούνται όταν παρατηρούν από το πλάι την γκουβερνάντα. Στο τραπέζι παρατηρούν τον Ότο, που ζει χρόνια τώρα στο σπίτι τους, σαν να είναι ξένος. Δεν μιλούν μαζί του, κάτω όμως από τα χαμηλωμένα βλέφαρα παρατηρούν διαρκώς με την άκρη του ματιού τους μήπως ανταλλάσσει μυστικά νεύματα με την δεσποινίδα. Νιώθουν ανήσυχες και οι δύο. Δεν παίζουν σήμερα, μέσα στην νευρικότητά τους να μάθουν το μυστικό κάνουν ανώφελα και αδιάφορα πράγματα. Το βράδυ απλώς ρωτάει η μία, ψυχρά, σαν να της είναι αδιάφορο: «Πρόσεξες τίποτε άλλο;» – «Όχι» απαντάει η άλλη και αποστρέφει το πρόσωπο. Σαν να φοβούνται και οι δύο να ανοίξουν συζήτηση.
Κι αυτό συνεχίζεται για κάποιες μέρες, η βουβή παρατήρηση και η κυκλωτική προσπάθεια των δύο κοριτσιών να καταλάβουν, των δύο κοριτσιών που νιώθουν, ανήσυχα και ασυνείδητα, πως πλησιάζουν ένα αστραφτερό μυστικό. Τελικά, ύστερα από μερικές μέρες, αντιλήφθηκε η μία ότι η γκουβερνάντα γνέφει κρυφά στον Ότο με τα μάτια. Εκείνος της απαντά κουνώντας το κεφάλι. Το κορίτσι τρέμει από την έξαψη. Κάτω από το τραπέζι πιάνει ψηλαφιστά το χέρι της μεγάλης αδελφής της. Όταν εκείνη γυρίζει και την κοιτάζει, τα μάτια της μικρής αστράφτουν. Η μεγάλη καταλαβαίνει αμέσως την έκφραση της αδελφής της και κυριεύεται από ταραχή.
Προτού καλά καλά σηκωθούν από το τραπέζι, η γκουβερνάντα λέει στα κορίτσια: «Πηγαίνετε στο δωμάτιό σας και απασχοληθείτε μόνες σας για λίγο. Έχω πονοκέφαλο και θέλω να αναπαυτώ μισή ώρα». Τα παιδιά χαμηλώνουν το βλέμμα. Τα χέρια τους ακουμπούν προσεκτικά, σαν να ήθελαν να επιστήσουν η μία την προσοχή της άλλης. Και, προτού καλά καλά φύγει η γκουβερνάντα, η μικρή βρέθηκε μεμιάς δίπλα στην αδελφή της: «Περίμενε, να δεις που ο Ότο θα πάει στο δωμάτιό της». «Φυσικά! Γι’ αυτό μας έστειλε στο δωμάτιό μας!» «Να πάμε έξω από την πόρτα να κρυφακούσουμε!»
«Κι αν έρθει κανείς;» «Ποιος να έρθει;» «Η μαμά». Η μικρή τρομάζει. «Ε, τότε…» «Ξέρεις κάτι; Εγώ θα κρυφακούω έξω από την πόρτα κι εσύ θα είσαι στον διάδρομο, κι αν έρθει κανείς θα μου κάνεις νόημα. Έτσι θα είμαστε ασφαλείς». Η μικρή δείχνει να φουρκίζεται. «Μετά όμως δεν πρόκειται να μου πεις τίποτα!» «Θα σου τα πω όλα!» «Στ’ αλήθεια όμως, όλα… όλα!» «Ναι, έχεις τον λόγο μου. Θα βήξεις αν ακούσεις κανέναν να έρχεται». Περιμένουν στον διάδρομο τρέμοντας, ταραγμένες. Νιώθουν το αίμα στις φλέβες τους να σφυροκοπάει. Τι θα συμβεί; Σφίγγονται η μία πάνω στην άλλη. Βήματα. Τα κορίτσια βιάζονται να κρυφτούν. Χάνονται μέσα στο σκοτάδι. Σωστά: Είναι ο Ότο. Πιάνει το πόμολο, η πόρτα κλείνει. Σαν βέλος πετάγεται η μεγάλη και κολλάει το αυτί της στην πόρτα, αφουγκράζεται χωρίς να ανασαίνει. Η μικρή κοιτάζει από μακριά με ζήλια. Η περιέργεια την καίει, την κάνει να εγκαταλείψει το πόστο της.
Πλησιάζει αθόρυβα, η αδελφή της όμως την σπρώχνει θυμωμένη. Έτσι, στέκεται και περιμένει από μακριά, δύο, τρία λεπτά, που της φαίνονται αιώνας. Φλέγεται από ανυπομονησία, κουνιέται μπρος πίσω σαν να πατάει σε αναμμένα κάρβουνα. Είναι έτοιμη να βάλει τα κλάματα από την ταραχή και τον θυμό της, που η αδελφή της τα ακούει όλα κι εκείνη τίποτα. Τότε ακούγεται από το τρίτο δωμάτιο μια πόρτα να κλείνει. Η μικρή βήχει. Και τρέχουν βιαστικά στο δωμάτιό τους. Μένουν να στέκουν για μια στιγμή με κομμένη την ανάσα, με την καρδιά τους να σφυροκοπά. Μετά η μικρή λέει ανυπομονώντας: «Έλα, λοιπόν… πες μου τι έγινε».
Η μεγάλη φαίνεται σκεπτική. Τελικά λέει, τελείως αφηρημένα, σαν να μονολογεί: «Δεν το καταλαβαίνω!». «Ποιο πράγμα;» «Είναι τόσο παράξενο». «Ποιο… ποιο πράγμα;…» Η μικρή αρθρώνει λαχανιαστά τα λόγια της. Η αδελφή της προσπαθεί να θυμηθεί. Η μικρή στριμώχνεται πλάι της, πολύ κοντά της, για να μη χάσει ούτε λέξη. «Ήταν πολύ παράξενο… τόσο πολύ διαφορετικό απ’ ό,τι φανταζόμουν. Νομίζω πως όταν μπήκε στο δωμάτιό της θέλησε να την αγκαλιάσει ή να την φιλήσει, γιατί εκείνη του είπε: “Μη! Θέλω να συζητήσουμε κάτι σοβαρό”. Δεν μπορούσα να δω, το κλειδί ήταν βαλμένο στην κλειδαριά από μέσα, άκουγα πολύ καλά όμως. “Μα τι συμβαίνει” είπε αμέσως ο Ότο, δεν τον έχω ακούσει όμως ποτέ να μιλάει έτσι. Τον ξέρεις, του αρέσει να μιλάει πάντα τολμηρά και πολύ δυνατά, αυτό όμως το είπε τόσο δειλά, που κατάλαβα αμέσως ότι σαν κάτι να φοβόταν.
Αλλά κι εκείνη πρέπει να κατάλαβε ότι της λέει ψέματα, γιατί του είπε πολύ σιγανά: “Ξέρεις τι συμβαίνει”. – “Όχι, δεν ξέρω”. – “Μάλιστα” είπε τότε η δεσποινίς –τόσο λυπημένη, τόσο τρομερά λυπημένη– “και τότε γιατί ξαφνικά δεν θέλεις να έχεις καμία επαφή μαζί μου; Εδώ και οκτώ μέρες δεν μου έχεις πει λέξη, όσο μπορείς με αποφεύγεις, δεν έρχεσαι μαζί μας με τα παιδιά πια, δεν έρχεσαι πια στο πάρκο. Σου είμαι τόσο ξένη ξαφνικά; Ω, ξέρεις πολύ καλά γιατί έγινες ξαφνικά απόμακρος”. Εκείνος έμεινε σιωπηλός για λίγο κι έπειτα είπε: “Έχω εξετάσεις τώρα και πρέπει να μελετάω, και δεν έχω χρόνο για τίποτε άλλο. Δεν γίνεται διαφορετικά τώρα”. Τότε η δεσποινίς άρχισε να κλαίει και μετά του είπε, με δάκρυα στα μάτια, αλλά με τόση επιείκεια και καλοσύνη: “Γιατί λες ψέματα, Ότο; Πες την αλήθεια, στ’ αλήθεια δεν άξιζα να μου φερθείς έτσι. Δεν σου ζήτησα τίποτε άλλωστε, πρέπει να το συζητήσουμε όμως. Ξέρεις τι έχω να σου πω, το βλέπω στα μάτια σου”.
– “Τι πράγμα;” μουρμούρισε αυτός, αλλά πολύ, μα πάρα πολύ αδύναμα. Και τότε η δεσποινίς είπε…» Το κορίτσι αρχίζει ξαφνικά να τρέμει κι από την ταραχή δεν μπορεί να μιλήσει. Η μικρή κολλάει πάνω της. «Τι… τι του είπε;» «Του είπε: “Έχω το παιδί σου!”. Σαν κεραυνός πετάχτηκε η μικρή: «Παιδί! Παιδί! Μα αυτό δεν γίνεται!». «Αυτό είπε όμως». «Δεν θα άκουσες καλά». «Όχι, καλά άκουσα. Κι εκείνος το ξανάπε· πετάχτηκε ακριβώς όπως εσύ και φώναξε: “Το παιδί μου!”. Η δεσποινίς έμεινε για ώρα σιωπηλή και μετά είπε: “Τι θα κάνω;”. Και μετά…» «Και μετά;» «Μετά έβηξες και έπρεπε να φύγω». Η μικρή κοιτούσε ευθεία μπροστά της σαν χαμένη. «Παιδί! Μα αυτό δεν γίνεται. Πού είναι το παιδί;» «Δεν ξέρω. Αυτό είναι που δεν καταλαβαίνω». «Μπορεί στο σπίτι που… πριν έρθει σ’ εμάς. Η μαμά, βέβαια, δεν την άφησε να το φέρει εδώ εξαιτίας μας. Και γι’ αυτό είναι τόσο λυπημένη».
«Τι λες; Αφού τότε δεν τον ήξερε τον Ότο». Μένουν και οι δύο πάλι σιωπηλές, προσπαθώντας να σκεφτούν, απορημένες, μπερδεμένες. Και πάλι αρχίζει να λέει η μικρή: «Παιδί! Αυτό δεν γίνεται! Πώς μπορεί να έχει παιδί; Αφού δεν είναι παντρεμένη, και παιδιά έχουν μόνο οι παντρεμένοι, το ξέρω πολύ καλά». «Μπορεί να ήταν παντρεμένη». «Μην είσαι ανόητη. Με τον Ότο δεν ήταν, πάντως». «Τότε πώς;…» Κοιτάχτηκαν απορημένες. «Η καημένη η δεσποινίς!» είπε το ένα από τα κορίτσια, πολύ λυπημένο.
Τα λόγια αυτά επαναλαμβάνονται μονίμως και σβήνουν με έναν αναστεναγμό συμπόνιας. Και μονίμως τρεμοπαίζει η περιέργεια ανάμεσά τους. «Να είναι κορίτσι ή αγόρι;» «Ποιος ξέρει;» «Τι λες… αν τη ρωτούσα κάποια φορά… πολύ, μα πολύ προσεκτικά…» «Είσαι τρελή!» «Γιατί;… Είναι τόσο καλή μαζί μας». «Μα τι φαντάστηκες! Σ’ εμάς δεν τα λένε αυτά τα πράγματα. Μας κρύβουν τα πάντα. Όταν μπαίνουμε στο δωμάτιο, σταματούν πάντα να μιλάνε και λένε ανοησίες μαζί μας, σαν να είμαστε μικρά παιδιά, κι εγώ είμαι ήδη δεκατριών. Για ποιο λόγο θέλεις να την ρωτήσεις, σ’ εμάς άλλωστε μόνο ψέματα λένε». «Θα ήθελα τόσο πολύ να μάθω». «Νομίζεις ότι εγώ δεν θέλω;» «Να σου πω κάτι; Αυτό που δεν καταλαβαίνω καθόλου είναι πώς γίνεται ο Ότο να μην το ήξερε. Όταν έχεις παιδί το ξέρεις, έτσι όπως το ξέρεις όταν έχεις γονείς».
«Παριστάνει ότι δεν το ξέρει, ο απαίσιος. Πάντα προσποιείται». «Μα δεν γίνεται να προσποιηθείς σε τέτοια πράγματα. Εκτός… εκτός αν θέλει να μας κοροϊδέψει…» Τότε μπαίνει μέσα η δεσποινίς. Τα κορίτσια σταματάνε αμέσως και κάνουν πως διαβάζουν. Την παρατηρούν όμως με την άκρη του ματιού τους. Τα μάτια της είναι κόκκινα, η φωνή της κάπως πιο βραχνή απ’ ό,τι συνήθως και τρέμει πιο πολύ. Τα παιδιά δεν μιλούν καθόλου, ξαφνικά στρέφουν το βλέμμα τους πάνω της με ευλαβική ντροπή. Έχει παιδί, σκέφτονται διαρκώς, γι’ αυτό είναι τόσο λυπημένη. Και σιγά σιγά αρχίζουν να νιώθουν κι εκείνα έτσι.
Την άλλη μέρα, στο τραπέζι, τα περιμένει μια αναπάντεχη είδηση. Ο Ότο φεύγει από το σπίτι τους. Εξήγησε στον θείο του ότι σε λίγο θα έχει εξετάσεις, ότι πρέπει να μελετάει εντατικά και ότι εδώ δεν μπορεί να συγκεντρωθεί. Θα νοικιάσει κάπου ένα δωμάτιο γι’ αυτούς τους κάνα δύο μήνες μέχρι να τελειώσουν οι εξετάσεις. Τα δύο παιδιά αναστατώνονται τρομερά όταν το ακούνε. Διαισθάνονται ότι υπάρχει κάποια κρυφή σχέση με την χθεσινή συζήτηση, το οξυμένο τους ένστικτο πιάνει στον αέρα κάτι σαν δειλία, φυγή. Όταν ο Ότο θέλει να τα αποχαιρετήσει, έχουν κατεβασμένα μούτρα και του γυρίζουν την πλάτη. Τώρα όμως παρακολουθούν με την άκρη του ματιού τους τον Ότο, που στέκεται μπροστά στην δεσποινίδα. Τα χείλη του τρέμουν, εκείνη όμως του απλώνει ήρεμα, χωρίς να πει λέξη, το χέρι.
Τα παιδιά είναι εντελώς διαφορετικά αυτές τις λίγες μέρες. Έχασαν τη διάθεσή τους για παιχνίδι, έχασαν το γέλιο τους, τα μάτια τους δεν έχουν εκείνη την χαρούμενη, ξέγνοιαστη λάμψη. Τα έχει κυριεύσει ταραχή και αβεβαιότητα, μια βαθιά δυσπιστία για όλους γύρω τους. Δεν πιστεύουν πια αυτά που τους λένε, μυρίζονται το ψέμα και την πρόθεση πίσω από κάθε λέξη. Έχουν τα μάτια τους ορθάνοιχτα όλη μέρα, παρατηρούν κάθε κίνηση, κάθε σύσπαση, κάθε χροιά στη φωνή των άλλων.
Σαν σκιές περιφέρονται πίσω από τους πάντες και τα πάντα, κρυφακούνε πίσω από τις πόρτες μήπως και πιάσουν κάποια λέξη, τα έχει κυριεύσει μια παθιασμένη μανία να πετάξουν από τους απρόθυμους ώμους τους το σκοτεινό δίχτυ αυτών των μυστικών, ή τουλάχιστον μέσα από μια μικρή τρυπούλα να ρίξουν μια ματιά στον κόσμο της πραγματικότητας. Έχουν χάσει την παιδική τους πίστη, αυτή την εύθυμη, ξέγνοιαστη τυφλότητα. Κι έπειτα: διαισθάνονται ότι η πνιγηρή ατμόσφαιρα που δημιούργησαν τα πρόσφατα γεγονότα θα εκτονωνόταν με κάποιον τρόπο και φοβόντουσαν μήπως το χάσουν. Από τότε που ξέρουν ότι γύρω τους υπάρχει ψέμα, έγιναν επίμονες και παραφύλαγαν, έγιναν μέχρι και πανούργες και ψεύτρες.
Μπροστά στους γονείς τους ζαρώνουν με μια προσποιητή πλέον παιδικότητα κι έπειτα πλημμυρίζουν από μια έντονη ζωντάνια. Όλη τους η ύπαρξη έχει καταληφθεί από μια νευρική ανησυχία, τα μάτια τους, που μέχρι τότε είχαν μια επιπόλαιη, απαλή λάμψη, τώρα μοιάζουν πιο σπινθηροβόλα και πιο βαθιά. Τόσο απροστάτευτες είναι έτσι που παρατηρούν και κατασκοπεύουν διαρκώς, ώστε η αγάπη μεταξύ τους μεγαλώνει. Κάποιες φορές από το αίσθημα αυτής της αβεβαιότητας πέφτουν ξαφνικά η μία πάνω στην άλλη με ορμή, ενδίδοντας στην ανάγκη τους για τρυφερότητα, που ξαφνικά φουντώνει, ή αναλύονται σε δάκρυα.
Φαινομενικά χωρίς αιτία, η ζωή τους έχει βρεθεί ξαφνικά σε κρίση. Ανάμεσα στις πολλές προσβολές, τις οποίες τώρα πλέον αντιλαμβάνεται το αφυπνισμένο τους συναίσθημα, μία τη νιώθουν πιο έντονα. Απολύτως σιωπηρά, δίχως λέξη, δεσμεύτηκαν να δίνουν όσο περισσότερη χαρά μπορούσαν στη δεσποινίδα, που ήταν τόσο λυπημένη. Κάνουν τα μαθήματά τους με επιμέλεια και προσοχή, βοηθούν η μία την άλλη, είναι ήσυχες, δεν παραπονιούνται για τίποτα, προλαβαίνουν κάθε της επιθυμία. Η δεσποινίς όμως δεν το καταλαβαίνει, κι αυτό πειράζει τόσο πολύ τα κορίτσια. Άλλαξε πολύ τον τελευταίο καιρό.
Κάποιες φορές, όταν ένα από τα κορίτσια κάτι πάει να της πει, εκείνη τινάζεται σαν να ξυπνάει τρομαγμένη από ύπνο βαθύ. Και τότε το βλέμμα της επιστρέφει, στην αρχή ερευνητικό, από κάπου πολύ μακριά. Συχνά κάθεται για ώρες και κοιτάζει αφηρημένη το κενό. Τότε τα κορίτσια περπατούν στις μύτες των ποδιών τους για να μην την ενοχλήσουν, αντιλαμβάνονται με τρόπο αόριστο και μυστηριώδη ότι τώρα σκέφτεται το παιδί της, που είναι κάπου μακριά. Και όλο και πιο πολύ, από τα βάθη της αφυπνισμένης τους πλέον θηλυκότητας, αγαπούν την δεσποινίδα, που τώρα έχει μαλακώσει και έχει γλυκάνει τόσο πολύ.
Το συνήθως ζωηρό και αγέρωχο βάδισμά της είναι τώρα πιο αργό, οι κινήσεις της πιο προσεκτικές, και τα παιδιά διαισθάνονται ότι σε όλα αυτά υπάρχει μια κρυφή θλίψη. Δεν την είδαν ποτέ να κλαίει, τα βλέφαρά της όμως συχνά είναι κόκκινα. Καταλαβαίνουν ότι η δεσποινίς θέλει να κρατήσει τη λύπη της κρυφή και νιώθουν απόγνωση που δεν μπορούν να την βοηθήσουν. Και μια φορά, καθώς η δεσποινίς στέκεται με το πρόσωπο στραμμένο προς το παράθυρο και σκουπίζει τα μάτια της με το μαντίλι, η μικρή βρίσκει ξαφνικά το θάρρος, της πιάνει απαλά το χέρι και λέει: «Δεσποινίς, είστε τόσο λυπημένη τον τελευταίο καιρό. Δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό, έτσι δεν είναι;». Η δεσποινίς την κοιτάζει συγκινημένη και της χαϊδεύει τα απαλά της μαλλιά. «Όχι, παιδί μου, όχι» λέει. «Ασφαλώς και δεν φταίτε εσείς». Και την φιλάει γλυκά στο μέτωπο.
Παραμονεύοντας και παρατηρώντας, μην αφήνοντας να τους ξεφύγει η παραμικρή κίνηση μέσα στο οπτικό τους πεδίο, ένα από τα κορίτσια μπήκε μία από κείνες τις μέρες στο δωμάτιο και έπιασε στον αέρα μια κουβέντα. Ήταν μια φράση μόνο, γιατί οι γονείς σταμάτησαν αμέσως τη συζήτηση, όμως τώρα κάθε λέξη πυροδοτεί μέσα τους χιλιάδες εικασίες. «Πρόσεξα κι εγώ κάτι τέτοιο» είπε η μητέρα. «Θα της ζητήσω να μου λογοδοτήσει». Το παιδί στην αρχή νόμισε ότι μιλούσαν για κείνα και, φοβισμένο σχεδόν, έτρεξε στην αδελφή της για να τη συμβουλέψει, να τη βοηθήσει. Το μεσημέρι όμως πρόσεξαν ότι το βλέμμα των γονιών τους στάθηκε ερευνητικό πάνω στο αφηρημένα ονειροπόλο πρόσωπο της δεσποινίδας κι έπειτα τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν. Μετά το φαγητό η μητέρα είπε δήθεν παρεμπιπτόντως στην δεσποινίδα: «Ελάτε, σας παρακαλώ, μετά στο δωμάτιό μου. Θέλω να σας μιλήσω». Η δεσποινίς σκύβει ελαφρά το κεφάλι. Τα κορίτσια τρέμουν ολόκληρα, καταλαβαίνουν ότι κάτι κακό θα συμβεί.
Και αμέσως μόλις η δεσποινίς φεύγει ορμούν πίσω της. Είναι πια εντελώς αυτονόητο για κείνες να κολλάνε το αυτί τους στις πόρτες, να ψάχνουν σε κάθε γωνιά, να αφουγκράζονται και να παραμονεύουν. Δεν καταλαβαίνουν πια πόσο άσχημο και παράτολμο είναι αυτό που κάνουν, μόνη τους σκέψη είναι να κατακτήσουν όλα τα μυστικά που τους εμποδίζουν την θέα. Κρυφακούνε. Ακούνε όμως μόνο έναν σιγανό, συριστικό ήχο από λόγια που λέγονται ψιθυριστά. Το σώμα τους τρέμει νευρικά. Φοβούνται μήπως και δεν καταφέρουν να μάθουν τίποτα. Τότε μία από τις φωνές στο δωμάτιο δυναμώνει. Είναι η φωνή της μητέρας τους. Ακούγεται κακιά και εριστική:
«Θεωρείτε ότι ο κόσμος είναι τυφλός, ότι δεν θα πρόσεχε κανείς κάτι τέτοιο; Φαντάζομαι πώς εκτελούσατε τα καθήκοντά σας με τέτοιες ιδέες και τέτοια ηθική. Και σ’ έναν τέτοιο άνθρωπο εμπιστεύτηκα την ανατροφή των παιδιών μου, των δύο θυγατέρων μου, που ένας Θεός ξέρει πόσο τις παραμελήσατε…» Η δεσποινίς φαίνεται πως κάτι απαντάει. Μιλάει όμως πολύ σιγά και τα παιδιά δεν καταλαβαίνουν τι λέει. «Δικαιολογίες, δικαιολογίες! Κάθε γυναίκα ελευθερίων ηθών έχει κι από μια δικαιολογία. Δίνεται στον πρώτο τυχόντα και δεν σκέφτεται τίποτα. Και ελπίζει στην βοήθεια του Κυρίου. Και μια τέτοια γυναίκα θέλει να γίνει παιδαγωγός, να αναλάβει την εκπαίδευση κοριτσιών. Πρόκειται περί θράσους. Δεν πιστεύετε βέβαια ότι θα σας κρατήσω κι άλλο στο σπίτι μου σε αυτή την κατάσταση;»
Τα παιδιά απ’ έξω κρυφάκουγαν. Ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί τους. Δεν τα καταλαβαίνουν όλα αυτά, τους φαίνεται τρομερό όμως να ακούνε την φωνή της μητέρας τους τόσο θυμωμένη, και τώρα ως μοναδική απάντηση τα σιγανά, ασυγκράτητα αναφιλητά της δεσποινίδας. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια τους. Η μητέρα τους όμως δείχνει απλώς να θυμώνει ακόμα περισσότερο.
«Το μόνο που ξέρετε τώρα είναι να κλαίτε. Δεν με συγκινείτε όμως. Δεν νιώθω καμιά συμπόνια για γυναίκες σαν κι εσάς. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου τι θα απογίνετε τώρα. Θα ξέρετε σε ποιον πρέπει να στραφείτε τώρα, δεν σας ρωτάω καν. Το μόνο που ξέρω ότι δεν θα ανεχτώ ούτε μία μέρα παραπάνω κάποιον που παραμέλησε τόσο κακόβουλα το καθήκον του». Μονάχα αναφιλητά είναι η απάντηση, αυτά τα απεγνωσμένα, άγρια αναφιλητά, που κάνουν τα παιδιά πίσω από την πόρτα να τρέμουν σύγκορμα – είναι σαν πυρετός. Δεν είχαν ακούσει ποτέ κάποιον να κλαίει έτσι. Και νιώθουν απροσδιόριστα ότι κάποιος που κλαίει έτσι δεν μπορεί να έχει άδικο. Η μητέρα τους δεν μιλάει και περιμένει.
Έπειτα λέει ξαφνικά, πολύ κοφτά: «Λοιπόν, αυτά είχα να σας πω. Ετοιμάστε σήμερα τα πράγματά σας και ελάτε αύριο το πρωί να πληρωθείτε. Αντίο!». Τα παιδιά έφυγαν τρέχοντας και χώθηκαν στο δωμάτιό τους. Τι ήταν αυτό; Σαν κεραυνός έχει πέσει πάνω τους. Στέκουν χλωμά και τρέμοντας. Για πρώτη φορά διαισθάνονται κατά κάποιον τρόπο την πραγματικότητα. Και για πρώτη φορά νιώθουν σαν να επαναστατούν ενάντια στους γονείς τους. «Ήταν πρόστυχο εκ μέρους της μαμάς να της μιλήσει έτσι» λέει η μεγαλύτερη σφίγγοντας τα χείλη. Η μικρή κάνει πίσω τρομαγμένη στο άκουσμα της παράτολμης λέξης. «Μα αφού δεν ξέρουμε τι έκανε» τραύλισε με παράπονο.
«Τίποτα κακό, σίγουρα. Η δεσποινίς δεν μπορεί να έκανε τίποτα κακό. Η μαμά δεν την ξέρει». «Κι έπειτα, πώς έκλαιγε έτσι. Με τρόμαξε». «Ναι, ήταν φοβερό. Αλλά και η μαμά, πώς της φώναζε έτσι. Ήταν άσχημο, σ’ το λέω, ήταν πολύ άσχημο». Χτυπάει με δύναμη το πόδι της στο πάτωμα. Δάκρυα πλημμυρίζουν τα μάτια της. Τότε μπαίνει στο δωμάτιο η δεσποινίς. Φαίνεται πολύ κουρασμένη. «Κορίτσια, έχω δουλειά σήμερα το απόγευμα. Θα μείνετε μόνες σας, έτσι δεν είναι, μπορώ να βασιστώ πάνω σας; Θα έρθω να σας δω το βράδυ».
Φεύγει χωρίς να αντιληφθεί την ταραχή των παιδιών. «Είδες; Τα μάτια της ήταν πρησμένα από το κλάμα. Δεν καταλαβαίνω πώς μπόρεσε η μαμά να της φερθεί έτσι». «Η καημένη η δεσποινίς!» Η φράση ακούγεται πάλι, συμπονετική και βραχνή. Στέκουν αναστατωμένα. Τότε μπαίνει στο δωμάτιο η μητέρα και τα ρωτάει αν θέλουν να κάνουν μαζί έναν περίπατο. Τα παιδιά αποφεύγουν να απαντήσουν. Φοβούνται τη μαμά τους. Κι έπειτα νιώθουν προσβεβλημένα που κανείς δεν τους είπε τίποτα για την αναχώρηση της δεσποινίδας. Προτιμούν να μείνουν μόνα. Σαν δύο χελιδόνια μέσα σε ένα μικρό κλουβί ορμάνε πέρα δώθε, με αυτή την ατμόσφαιρα του ψεύδους και της σιωπής να τα βαραίνει.
Σκέφτονται αν πρέπει να πάνε στη δεσποινίδα και να την ρωτήσουν, να μιλήσουν για όλα μαζί της, να της πουν να μείνει και ότι η μητέρα έχει άδικο. Φοβούνται όμως μήπως την προσβάλουν. Και μετά ντρέπονται: όλα όσα ξέρουν τα έμαθαν κρυφακούγοντας και με πονηριά. Πρέπει να παραστήσουν ότι είναι κουτές, κουτές όπως ήταν πριν από δυο τρεις βδομάδες. Έτσι έμειναν μόνες, ένα ατέλειωτο απόγευμα, σκέφτονταν και έκλαιγαν και είχαν διαρκώς στ’ αυτιά τους την τρομερή εκείνη φωνή, τον μοχθηρό, άκαρδο θυμό της μητέρας τους και τα απεγνωσμένα αναφιλητά της δεσποινίδας.
Το βράδυ η δεσποινίς μπαίνει βιαστικά στο δωμάτιό τους για να τις καληνυχτίσει. Τα παιδιά τρέμουν καθώς την κοιτάζουν που φεύγει, θα ήθελαν τόσο πολύ να της πουν κάτι ακόμη. Τώρα όμως, που η δεσποινίς στέκεται ήδη στην πόρτα, γυρίζει ξαφνικά –σταματημένη από αυτή την βουβή επιθυμία– προς το μέρος τους. Κάτι γυαλίζει στα μάτια της, είναι υγρά και θολά. Αγκαλιάζει και τα δύο παιδιά, που αρχίζουν να κλαίνε με άγρια αναφιλητά, τα φιλάει για άλλη μία φορά και έπειτα φεύγει βιαστικά. Τα παιδιά μένουν να στέκουν με δάκρυα στα μάτια. Νιώθουν πως τα αποχαιρετά.
«Δεν θα την ξαναδούμε ποτέ ξανά!» λέει κλαίγοντας η μία. «Να μου το θυμηθείς: Αύριο που θα γυρίσουμε από το σχολείο δεν θα είναι πια εδώ». «Ίσως καταφέρουμε να την επισκεφτούμε αργότερα. Τότε σίγουρα θα μας δείξει και το παιδί της». «Ναι, είναι τόσο καλή». «Η καημένη η δεσποινίς!» Είναι πάλι ένας αναστεναγμός για την δική τους μοίρα. «Φαντάζεσαι πώς θα είναι τώρα χωρίς εκείνη;» «Δεν θα μπορέσω να συμπαθήσω άλλη δεσποινίδα». «Ούτε κι εγώ». «Κανείς δεν πρόκειται να είναι τόσο καλός μαζί μας. Κι έπειτα…» Δεν τολμάει να το πει. Αλλά μια ασυνείδητη αίσθηση θηλυκότητας τις κάνει να σέβονται την δεσποινίδα από τότε που έμαθαν ότι έχει παιδί.
Το σκέφτονται διαρκώς και οι δύο, και τώρα όχι πια με εκείνη την παιδιάστικη περιέργεια, μα με βαθιά συγκίνηση και συμπόνια. «Άκου» λέει η μία. «Τι;» «Ξέρεις, θα ήθελα να κάνουμε κάτι όμορφο για την δεσποινίδα πριν φύγει. Για να ξέρει ότι την αγαπάμε και ότι δεν είμαστε σαν την μαμά. Τι λες;» «Και το ρωτάς!» «Σκέφτηκα, επειδή της αρέσουν τόσο πολύ τα άσπρα τριαντάφυλλα, σκέφτηκα, να… θα μπορούσαμε αύριο το πρωί, πριν πάμε σχολείο, να της αγοράσουμε μερικά και να τα βάλουμε στο δωμάτιό της». «Πότε να το κάνουμε όμως;» «Το μεσημέρι». «Το μεσημέρι θα έχει σίγουρα φύγει. Θα σου πω τι θα κάνουμε, καλύτερα να πάω πρωί πρωί και να τα αγοράσω χωρίς να με καταλάβει κανείς. Και μετά θα τα πάμε στο δωμάτιό της».
«Ναι, και θα σηκωθούμε πρωί πρωί». Παίρνουν τους κουμπαράδες τους, αδειάζουν όλες τους τις οικονομίες και τις ενώνουν. Είναι πιο χαρούμενες τώρα που ξέρουν ότι θα μπορέσουν να δείξουν στην δεσποινίδα τη σιωπηλή, αφοσιωμένη τους αγάπη.
Σηκώνονται πολύ πρωί. Όταν, με τα ωραία μεγάλα τριαντάφυλλα στο ελαφρώς τρεμάμενο χέρι τους, χτυπάνε την πόρτα της δεσποινίδας, δεν παίρνουν καμία απάντηση. Νομίζουν ότι η δεσποινίς κοιμάται και γλιστράνε προσεκτικά μέσα. Το δωμάτιο όμως είναι άδειο, το κρεβάτι απείραχτο. Όλα είναι ανάκατα πεταμένα, πάνω στο σκούρο τραπεζομάντιλο είναι αφημένα κάτι γράμματα. Τα δύο παιδιά τρομάζουν. Τι συνέβη; «Πάω στην μαμά» λέει η μεγαλύτερη αποφασιστικά. Και πεισματικά, με σκοτεινό βλέμμα, χωρίς κανέναν απολύτως φόβο στέκεται μπροστά στην μητέρα και την ρωτάει: «Πού είναι η δεσποινίς;». «Θα είναι στο δωμάτιό της» λέει η μητέρα, απόλυτα αιφνιδιασμένη. «Το δωμάτιό της είναι άδειο, το κρεβάτι απείραχτο. Πρέπει να έφυγε χθες το βράδυ. Γιατί δεν μας είπε κανείς τίποτα;» Η μητέρα δεν αντιλαμβάνεται καθόλου τον κακό, προκλητικό τόνο.
Χλομιάζει και πάει στον πατέρα, ο οποίος σπεύδει στο δωμάτιο της δεσποινίδας. Μένει για ώρα εκεί. Το παιδί παρατηρεί την μητέρα, η οποία δείχνει τώρα πολύ ταραγμένη, με ένα βλέμμα σταθερά θυμωμένο, τόσο που τα μάτια της μητέρας δεν τολμούν να το συναντήσουν. Τότε ξανάρχεται ο πατέρας. Το πρόσωπό του είναι κάτωχρο και στο χέρι του κρατάει ένα γράμμα. Πηγαίνει μαζί με την μητέρα στο σαλόνι και της μιλάει πολύ σιγανά. Τα παιδιά στέκονται απ’ έξω και δεν τολμούν πια ούτε να κρυφακούσουν. Φοβούνται τον θυμό του πατέρα, που τώρα είναι έτσι όπως δεν τον είχαν ξαναδεί ποτέ. Η μητέρα τους, που τώρα βγαίνει από το σαλόνι, έχει μάτια κλαμένα και το βλέμμα της είναι ταραγμένο. Τα παιδιά, ασυνείδητα, σαν να τα έσπρωξε ο φόβος τους, πηγαίνουν κοντά της και θέλουν πάλι να την ρωτήσουν. Εκείνη όμως τους λέει σκληρά: «Φύγετε για το σχολείο τώρα, έχετε ήδη αργήσει». Και τα παιδιά πρέπει να φύγουν.
Σαν σε όνειρο κάθονται εκεί για τέσσερις πέντε ώρες μαζί με τα άλλα παιδιά και δεν ακούνε λέξη. Γυρίζουν σαν τρελά στο σπίτι. Εκεί είναι όλα όπως πάντα, μονάχα μια φοβερή σκέψη φαίνεται να τους έχει κυριεύσει όλους. Κανείς δεν μιλάει, όλοι όμως, ακόμα και οι υπηρέτες, έχουν ένα βλέμμα πολύ παράξενο. Η μητέρα πηγαίνει κοντά στα παιδιά. Φαίνεται πως αυτό που θέλει να τους πει το έχει προετοιμάσει από πριν. Αρχίζει: «Κορίτσια, η δεσποινίς δεν θα ξανάρθει, είναι…». Δεν τολμάει όμως να τελειώσει την φράση της. Τα παιδιά την κοιτάζουν με μάτια που αστράφτουν, που δείχνουν τόσο απειλητικά, τόσο επικίνδυνα, που δεν τολμάει να τους πει ψέματα. Κάνει μεταβολή και φεύγει, βρίσκει καταφύγιο στο δωμάτιό της.
Το απόγευμα εμφανίζεται ξαφνικά ο Ότο. Τον κάλεσαν να έρθει, υπήρχε ένα γράμμα για κείνον. Είναι κι αυτός κάτωχρος. Κανείς δεν μιλάει μαζί του. Όλοι τον αποφεύγουν. Τότε βλέπει τα δύο παιδιά, που στέκουν ζαρωμένα σε μια γωνιά, και θέλει να τα χαιρετήσει. «Μην με αγγίζεις!» λέει το ένα κορίτσι ανατριχιάζοντας από αηδία. Και το άλλο φτύνει μπροστά στα πόδια του. Εκείνος περιφέρεται για λίγο αμήχανος, μπερδεμένος. Ύστερα φεύγει. Κανείς δεν μιλάει με τα παιδιά. Αλλά και τα ίδια δεν λένε ούτε λέξη μεταξύ τους.
Χλωμά και αναστατωμένα περιφέρονται ασταμάτητα μέσα στα δωμάτιο σαν θηρία στο κλουβί, πέφτουν μονίμως το ένα πάνω στο άλλο, τα κλαμένα τους μάτια συναντιούνται και δεν λένε λέξη. Τώρα τα ξέρουν όλα. Ξέρουν ότι τους είπαν ψέματα, ότι οι άνθρωποι μπορεί να είναι όλοι κακοί και μοχθηροί. Δεν αγαπούν πια τους γονείς τους, δεν τους πιστεύουν πια. Σε κανέναν, το ξέρουν τώρα, δεν θα μπορούν να έχουν εμπιστοσύνη, τώρα οι στενοί τους ώμοι θα πρέπει να σηκώσουν όλο το τεράστιο βάρος της ζωής. Βρέθηκαν να εγκαταλείπουν την ευχάριστη ζεστασιά της παιδικότητάς τους σαν να γκρεμίζονται στην άβυσσο. Ακόμα δεν μπορούν να καταλάβουν το φοβερό γεγονός που συνέβη, η σκέψη τους όμως στραγγαλίζεται απ’ αυτό και απειλεί να τις πνίξει. Πυρετός καίει τα μάγουλά τους και το βλέμμα τους είναι κακό, ταραγμένο. Σαν να παγώνουν από την μοναξιά πηγαινοέρχονται στον χώρο.
Κανείς, ούτε καν οι γονείς τους, δεν τολμάει να τους μιλήσει, τόσο τρομακτική είναι η ματιά τους, το ασταμάτητο πηγαινέλα καθρεφτίζει την αναστάτωση που μαίνεται μέσα τους. Και υπάρχει κάτι τρομερά κοινό που τις ενώνει, παρόλο που δεν μιλάνε μεταξύ τους. Η σιωπή, η αδιαπέραστη, επίμονη σιωπή, ο μοχθηρά κλειδωμένος πόνος, χωρίς κραυγές και χωρίς δάκρυα, τις κάνει να φαίνονται σε όλους απρόσιτες και επικίνδυνες. Κανείς δεν τις πλησιάζει, η πρόσβαση στην ψυχή τους έχει αποκλειστεί, και ίσως να παραμείνει έτσι για χρόνια. Όλοι γύρω τους νιώθουν πως είναι εχθροί, ορκισμένοι εχθροί, που πια δεν μπορούν να συγχωρέσουν. Γιατί από χθες έχουν πάψει πια να είναι παιδιά. Εκείνο το απόγευμα μεγάλωσαν πολύ. Και μόνο όταν το βράδυ έμειναν μόνες μέσα στο σκοτάδι του δωματίου τους, μόνο τότε ξύπνησε μέσα τους ο παιδικός φόβος, ο φόβος μπροστά στην μοναξιά, μπροστά στις εικόνες των νεκρών και στην συνέχεια ένας διαισθητικός φόβος για κάτι απροσδιόριστο.
Μέσα στην γενική αναστάτωση που επικρατούσε στο σπίτι είχαν ξεχάσει να ανάψουν την θέρμανση στο δωμάτιο. Έτσι χώνονται μαζί στο ίδιο κρεβάτι, αγκαλιάζονται σφιχτά με τα αδύνατα παιδικά χεράκια και κολλάνε τα λεπτά, ασχημάτιστα ακόμα κορμιά τους το ένα πάνω στο άλλο, σαν να ζητούν βοήθεια για να αντιμετωπίσουν τον φόβο τους. Δεν τολμούν ακόμα να μιλήσουν. Τώρα όμως η μικρή ξεσπάει τελικά σε κλάματα, και η μεγάλη αρχίζει κι αυτή να κλαίει με λυγμούς. Το δύο κορίτσια κλαίνε σφιχταγκαλιασμένα, μουσκεύουν τα πρόσωπά τους με τα ζεστά δάκρυα που κυλούν στα μάγουλά τους, δειλά στην αρχή και μετά πιο γρήγορα, πιάνουν, ακουμπώντας στήθος με στήθος, η μία τον λυγμό που τραντάζει το σώμα της άλλης και τον επιστρέφουν ριγώντας. Ένας και μοναδικός πόνος είναι τώρα τα δύο κορίτσια, ένα και μοναδικό σώμα που κλαίει στα σκοτεινά.
Δεν κλαίνε πια για την δεσποινίδα, δεν κλαίνε για τους γονείς τους, που πια έχουν χαθεί για κείνες, μια άγρια φρίκη τα συνταράζει ολόκληρα, ένας φόβος για όλα όσα τις περιμένουν σ’ αυτόν τον άγνωστο κόσμο, στον οποίο σήμερα έριξαν το πρώτο τους τρομαγμένο βλέμμα. Φοβούνται την ζωή που έχουν μπροστά τους, την ζωή που τις περιμένει σκοτεινή και απειλητική, σαν ένα ζοφερό δάσος που πρέπει να διασχίσουν. Ο συγκεχυμένος τους φόβος αρχίζει να σβήνει όλο και πιο πολύ, γίνεται σχεδόν ονειρικός, τα αναφιλητά όλο και πιο σιγανά. Οι ανάσες τους μπερδεύονται απαλά, όπως προηγουμένως τα δάκρυά τους. Κι έτσι τελικά αποκοιμήθηκαν.