τίν᾽ ἐσδέδεγμαι πημονὴν ὑπόστεγον
λαθραῖον; ὦ δύστηνος· ἆρ᾽ ἀνώνυμος
πέφυκεν, ὥσπερ οὑπάγων διώμνυτο,
ἡ κάρτα λαμπρὰ καὶ κατ᾽ ὄμμα καὶ φύσιν.
380 ΑΓ. πατρὸς μὲν οὖσα γένεσιν Εὐρύτου ποτὲ
Ἰόλη ᾽καλεῖτο, τῆς ἐκεῖνος οὐδαμὰ
βλάστας ἐφώνει δῆθεν οὐδὲν ἱστορῶν.
ΧΟ. ὄλοιντο μή τι πάντες οἱ κακοί, τὰ δὲ
λαθραῖ᾽ ὃς ἀσκεῖ μὴ πρέπονθ᾽ αὑτῷ κακά.
385 ΔΗ. τί χρὴ ποεῖν, γυναῖκες; ὡς ἐγὼ λόγοις
τοῖς νῦν παροῦσιν ἐκπεπληγμένη κυρῶ.
ΧΟ. πεύθου μολοῦσα τἀνδρός, ὡς τάχ᾽ ἂν σαφῆ
λέξειεν, εἴ νιν πρὸς βίαν κρίνειν θέλοις.
ΔΗ. ἀλλ᾽ εἶμι· καὶ γὰρ οὐκ ἀπὸ γνώμης λέγεις.
390 ΑΓ. ἡμεῖς δὲ προσμένωμεν; ἢ τί χρὴ ποεῖν;
ΔΗ. μίμν᾽, ὡς ὅδ᾽ ἁνὴρ οὐκ ἐμῶν ὑπ᾽ ἀγγέλων
ἀλλ᾽ αὐτόκλητος ἐκ δόμων πορεύεται.
ΛΙ. τί χρή, γύναι, μολόντα μ᾽ Ἡρακλεῖ λέγειν;
δίδαξον, ὡς ἕρποντος, εἰσορᾷς, ἐμοῦ.
395 ΔΗ. ὡς ἐκ ταχείας σὺν χρόνῳ βραδεῖ μολὼν
ᾄσσεις, πρὶν ἡμᾶς κἀννεώσασθαι λόγους.
ΛΙ. ἀλλ᾽ εἴ τι χρῄζεις ἱστορεῖν, πάρειμ᾽ ἐγώ.
ΔΗ. ἦ καὶ τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας νεμεῖς;
ΛΙ. ἴστω μέγας Ζεύς, ὧν γ᾽ ἂν ἐξειδὼς κυρῶ.
400 ΔΗ. τίς ἡ γυνὴ δῆτ᾽ ἐστὶν ἣν ἥκεις ἄγων;
ΛΙ. Εὐβοιίς· ὧν δ᾽ ἔβλαστεν οὐκ ἔχω λέγειν.
ΑΓ. οὗτος, βλέφ᾽ ὧδε. πρὸς τίν᾽ ἐννέπειν δοκεῖς;
ΛΙ. σὺ δ᾽ ἐς τί δή με τοῦτ᾽ ἐρωτήσας ἔχεις;
ΑΓ. τόλμησον εἰπεῖν, εἰ φρονεῖς, ὅ σ᾽ ἱστορῶ.
405 ΛΙ. πρὸς τὴν κρατοῦσαν Δῃάνειραν, Οἰνέως
κόρην, δάμαρτά θ᾽ Ἡρακλέους, εἰ μὴ κυρῶ
λεύσσων μάταια, δεσπότιν τε τὴν ἐμήν.
ΑΓ. τοῦτ᾽ αὔτ᾽ ἔχρῃζον, τοῦτό σου μαθεῖν. λέγεις
δέσποιναν εἶναι τήνδε σήν; ΛΙ. δίκαια γάρ.
410 ΑΓ. τί δῆτα; ποίαν ἀξιοῖς δοῦναι δίκην,
ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν;
ΛΙ. πῶς μὴ δίκαιος; τί ποτε ποικίλας ἔχεις;
ΑΓ. οὐδέν. σὺ μέντοι κάρτα τοῦτο δρῶν κυρεῖς.
ΛΙ. ἄπειμι. μῶρος δ᾽ ἦ πάλαι κλύων σέθεν.
415 ΑΓ. οὔ, πρίν γ᾽ ἂν εἴπῃς ἱστορούμενος βραχύ.
ΛΙ. λέγ᾽ εἴ τι χρῄζεις· καὶ γὰρ οὐ σιγηλὸς εἶ.
ΑΓ. τὴν αἰχμάλωτον, ἣν ἔπεμψας ἐς δόμους,
κάτοισθα δήπου; ΛΙ. φημί· πρὸς τί δ᾽ ἱστορεῖς;
ΑΓ. οὔκουν σὺ ταύτην, ἣν ὑπ᾽ ἀγνοίας ὁρᾷς,
420 Ἰόλην ἔφασκες Εὐρύτου σπορὰν ἄγειν;
ΛΙ. ποίοις ἐν ἀνθρώποισι; τίς πόθεν μολὼν
σοὶ μαρτυρήσει ταῦτ᾽ ἐμοῦ κλύειν παρών;
ΑΓ. πολλοῖσιν ἀστῶν. ἐν μέσῃ Τραχινίων
ἀγορᾷ πολύς σου ταῦτά γ᾽ εἰσήκουσ᾽ ὄχλος.
ΛΙ. ναί·
425 κλύειν γ᾽ ἔφασκον. ταὐτὸ δ᾽ οὐχὶ γίγνεται
δόκησιν εἰπεῖν κἀξακριβῶσαι λόγον.
ΑΓ. ποίαν δόκησιν; οὐκ ἐπώμοτος λέγων
δάμαρτ᾽ ἔφασκες Ἡρακλεῖ ταύτην ἄγειν;
ΛΙ. ἐγὼ δάμαρτα; πρὸς θεῶν, φράσον, φίλη
430 δέσποινα, τόνδε τίς ποτ᾽ ἐστὶν ὁ ξένος.
ΑΓ. ὃς σοῦ παρὼν ἤκουσεν ὡς ταύτης πόθῳ
πόλις δαμείη πᾶσα, κοὐχ ἡ Λυδία
πέρσειεν αὐτήν, ἀλλ᾽ ὁ τῆσδ᾽ ἔρως φανείς.
ΛΙ. ἅνθρωπος, ὦ δέσποιν᾽, ἀποστήτω· τὸ γὰρ
435 νοσοῦντι ληρεῖν ἀνδρὸς οὐχὶ σώφρονος.
***
ΔΗΙ. Αλίμονό μου, η άμοιρη· τί να ᾽ναιαυτό που μ᾽ εύρε; τί κακό μεγάλο
πὄμπασα μες στα σπίτια μου, χωρίς
να το γνωρίζω; Ω συφορά μου, αλήθεια
μια άγνωστ᾽ ήταν, καθώς δα τ᾽ ορκιζόταν
κι αυτός που την προβόδιζε εδώ πέρα.
ΑΓΓ. Και πάρα πολύ βέβαια σφαντάζει
κι απ᾽ ομορφιά κι απ᾽ αρχοντιά· η γενιά της,
380 του Εύρυτου θυγατέρα και τη λέγαν
Ιόλη τότε· μα εδώ, τίποτα εκείνος
δεν ήξερε να πει για τη σειριά της,
γιατί ούτε, τάχα, ζήτησε να μάθει.
ΧΟΡ. Να χαθούν — όχι όλ᾽ οι κακοί, μα εκείνος
που έν᾽ άπρεπο κακό κρυφά δουλεύει.
ΔΗΙ. Τί πρέπει τώρα, φίλες μου, να κάμω;
γιατ᾽ εγώ μένω σαν αλαλιασμένη
μ᾽ αυτά που εδώ μαθαίνω. ΧΟΡ. Πήγαινε
να ρωτήσεις τον ίδιο, και μπορεί ίσως
να σου πει την αλήθεια, αν συ θελήσεις
να του τρίξεις τα δόντια. ΔΗΙ. Ναι, θα πάω,
γιατ᾽ άσκημη δεν είναι η συμβουλή σου.
ΧΟΡ. Και μεις να περιμένομε; ή τί πρέπει
390 να κάμομε; ΔΗΙ. Να μένεις, γιατί νά τον
κι ο ίδιος, που χωρίς να του μηνύσω,
μα απρόσκλητος μας έρχεται από μέσα.
ΛΙΧ. Τί έχεις να παραγγείλεις, δέσποινά μου,
να λέω στον Ηρακλή, όταν θα πάω,
γιατί, βλέπεις, είμ᾽ έτοιμος να φεύγω.
ΔΗΙ. Πόσο να φύγεις βιάζεσαι, ενώ τόσο
σε περιμέναμε καιρό για νά ᾽ρθεις,
και δίχως ξανά πάλι να τα πούμε.
ΛΙΧ. Μ᾽ αν θες να ρωτάς τίποτα, εδώ ᾽μαι.
ΔΗΙ. Κι όρκο μού δίνεις πως θα πεις αλήθεια;
ΛΙΧ. Μάρτυς μου ο μέγας Δίας, για όσα καν ξέρω….
400 ΔΗΙ. Ποιά είναι λοιπόν η νέα πού ηρθες να φέρεις;
ΛΙΧ. Απ᾽ την Εύβοια· μα ποιών γονιών δεν ξέρω…
ΔΗΙ. Ε, συ· γιά κοίτα δω· σε ποιό νομίζεις
πως μιλάς; ΛΙΧ. Κι η αφεντιά σου, σαν τί ορίζεις,
που μας ρωτάς; ΑΓΓ. Τόλμησε ν᾽ απαντήσεις,
αν έχεις μπει στο νόημα τί σου λέω.
ΛΙΧ. Μιλώ —αν τα μάτια μου δε με γελούνε—
στη βασίλισσα Δηιάνειρα, του Οινέα
τη θυγατέρα, του Ηρακλή γυναίκα,
και δέσποινα δική μου. ΑΓΓ. Αυτό ίσα-ίσα,
αυτό ήθελ᾽ απ᾽ το στόμα σου ν᾽ ακούσω.
Λες πως αυτή ᾽ναι δέσποινα δική σου;
ΛΙΧ. Γιατί ᾽ναι αλήθεια. ΑΓΓ. Ποιά λοιπόν νομίζεις
410 πως είσ᾽ άξιος να πάθεις τιμωρία,
αν βρεθείς πως της φέρνεσαι όχι τίμια;.
ΛΙΧ. Πώς όχι τίμια; ποιούς δόλους μάς πλέκεις;
ΑΓΓ. Κανένα εγώ· μα εσύ ᾽σαι που το κάνεις
και με το παραπάνω αυτό. ΛΙΧ. Πηγαίνω·
κι ήμουν τρελός τόση ώρα να σ᾽ ακούσω.
ΑΓΓ. Όχι, πρι να μ᾽ αποκριθείς σε κάτι
μικρό, που θενα σε ρωτήσω. ΛΙΧ. Λέγε
τί θες· γιατί βουβός, βέβαια, δεν είσαι.
ΑΓΓ. Την αιχμάλωτη πὄφερες μαζί σου —
ξέρεις ποιά λέω. ΛΙΧ. Ναι· γιατί ρωτάς;
ΑΓΓ. Αυτή λοιπόν, που κάνεις σαν τη βλέπεις
πως δεν την ξέρεις, δε μας έλεγες
420 πως είν᾽ η Ιόλη, του Ευρύτου θυγατέρα;
ΛΙΧ. Σε ποιούς το ᾽λεα; ποιός θα τολμήσει νά ᾽ρθει
μάρτυράς σου, πως μ᾽ άκουσε, παρών,
να λέω αυτά; ΑΓΓ. Μπρος σε πολλούς πολίτες·
στη μέση της πλατείας των Τραχινίων
σ᾽ άκουσε να το λες άπειρο πλήθος.
ΛΙΧ. Ναι· μα έλεγα πως το ᾽χα κι εγώ ακούσει·
κι άλλο ειναι μιαν ιδέα κανείς να λέει
κι άλλο να βεβαιώνει την αλήθεια.
ΑΓΓ. Ποιά ιδέα; δεν έλεγες, μάλιστα μ᾽ όρκο,
πως του Ηρακλή την έφερνες γυναίκα;
ΛΙΧ. Εγώ γυναίκα; πε μου, στο Θεό σου,
430 δέσποινά μου, ποιός είναι πάλι τούτος;
ΑΓΓ. Ένας, που με τ᾽ αυτιά του σου έχει ακούσει
πως για τον πόθο αυτής χαμένη πάει
συθέμελ᾽ η πατρίδα της και διόλου
δεν ήταν που την κούρσεψε η Λυδία,
μα ο έρωτας που τον έπιασε της νέας.
ΛΙΧ. Δέσποινα, πες του ανθρώπου να πηγαίνει,
γιατί δεν πάει ένας γνωστικός να χάνει
τα λόγια του μ᾽ έναν που ο νους του πάσχει.